racism

Created Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024


Ο ρατσισμός είναι η απόλυτη υποστασιοποίηση


Ο ρατσισμός μπορεί να ιδωθεί ως μια μορφή απόλυτης υποστασιοποίησης #upostasiopoihsh (hypostatization) ή πραγμοποίησης (Verdinglichung #verdinglichung, reification #reification, Realisierung #realisierung), εφόσον αντιμετωπίζει τα άτομα όχι ως (προσωπικές) (χρονικές) ροές ψυχικών ενεργημάτων, αλλά ως (υλικούς/χωρικούς) φορείς (υποστάσεις) κάποιας σταθερής, αμετάβλητης «ουσίας» ή «φύσης» που προσδιορίζεται από φυλετικά, εθνοτικά ή βιολογικά χαρακτηριστικά (κάποιου ιστορικού συμβεβηκότος που έχει υποστασιοποιηθεί). Αντιληπτικά είναι η όραση, με το σταθερό της οπτικό πεδίο, που συμβάλλει στην υποστασιοποίηση των συμπεριφορών των ατόμων: η όραση φωτογραφίζει τον κόσμο.


Υποστασιοποίηση και Ρατσισμός


> Ο Φόιερμπαχ ανάγει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Μα η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση πού υπάρχει στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
[Καρλ Μαρξ, ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ]



Φιλοσοφική Προέκταση


Αν θεωρήσουμε την υπόσταση ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς (substantia), τότε ο ρατσισμός λειτουργεί ως απόλυτη καθήλωση της (χρονικής) ταυτότητας ενός ατόμου. Αρνείται τη ρευστότητα και την επιτελεστικότητα που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον, αναγάγοντάς το σε μια υπόσταση.


Η Φαινομενολογική Στάση και ο Ρατσισμός


Η φαινομενολογική στάση και ο ρατσισμός μπορούν να συγκριθούν μέσα από το πρίσμα της σχέσης τους με τη νόηση, τη γνώση και την κατανόηση του Άλλου. Ενώ η φαινομενολογική στάση επιδιώκει τη διάνοιξη προς την εμπειρία και το φαινόμενο (Horizont, ορίζοντας), ο ρατσισμός χαρακτηρίζεται από κλείσιμο και υποστασιοποίηση.


1. Η Φαινομενολογική Στάση: Ανοιχτότητα και Αναστολή Κρίσης


Η φαινομενολογική στάση, κατά τον Husserl, επιτυγχάνεται με την επιτέλεση της εποχής (epoché) {#epoche} και της φαινομενολογικής αναγωγής {#phered}—μια διαδικασία αναστολής των φυσικών, προκατειλημμένων (μη εναργών) τρόπων σκέψης [αναγωγής της ιζηματογενούς υπόστασης στη συστοιχία «νόηση-νόημα»].



2. Ο Ρατσισμός: Κλείσιμο και Υποστασιοποίηση


Ο ρατσισμός, αντίθετα, λειτουργεί με βάση την προκατάληψη και την υποστασιοποίηση, που είναι διαμετρικά αντίθετες στην εποχή.



3. Διαφορές στη Θεώρηση του Άλλου


Χαρακτηριστικό Φαινομενολογική Στάση Ρατσισμός
Στάση απέναντι στο φαινόμενο Αναστολή (υποστασιακής) κρίσης και διάνοιξη προς την εμπειρία (νόηση-νόημα). Προκατάληψη και υποστασιοποίηση.
Ταυτότητα του Άλλου Εγωκεντρική, ρευστή, μεταβαλλόμενη και φαινόμενη μέσα από σχέσεις. Πραγμοειδής, σταθερή, αμετάβλητη και ουσιοκρατική.
Γνώση και Κατανόηση Διερεύνηση νοημάτων και προθέσεων μέσω ενσυναίσθησης. Απόρριψη κατανόησης υπέρ επιφανειακών στερεοτύπων.
Σχέση με το Υποκείμενο Το Άλλο ως συνείδηση που συμμερίζεται τον κόσμο. Το Άλλο ως αντικείμενο, υποστασιοποιημένο και ξένο.

4. Εν κατακλείδι


Η φαινομενολογική στάση προϋποθέτει ένα άνοιγμα προς τη διαφορετικότητα και την εμπειρία του Άλλου, αντιμετωπίζοντάς το ως ένα υποκείμενο συνείδησης. Αντίθετα, ο ρατσισμός στηρίζεται σε ένα κλείσιμο, όπου το Άλλο καθορίζεται από μια φανταστική και αμετάβλητη «ουσία».


Η φαινομενολογία, επομένως, λειτουργεί ως αντίδοτο στον ρατσισμό, καθώς καλεί το άτομο να αναστείλει προκαταλήψεις και να εισέλθει σε μια διαλογική σχέση με το Άλλο, αναγνωρίζοντας την σχεσιακότητα, την συνθετότητα και την δυναμικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.


υποστασιοποίηση: η ενσάρκωση μιας ιδέας ή κάτι άυλου σε μια μορφή ή υπόσταση υλική, χειροπιαστή, αισθητή (δηλαδή αντιληπτή από τις αισθήσεις) [el.wiktionary.org]


Verdinglichung


[1894, Karl Marx, chapter 51, in Friedrich Engels, editor, Das Kapital […] , III: Der Gesammtprocess der kapitalistischen Produktion, Hamburg: Otto Meissner, page 417]:


> Es ist ferner schon in der Waare eingeschlossen, und noch mehr in der Waare als Produkt des Kapitals, die Verdinglichung der gesellschaftlichen Produktionsbestimmungen und die Versubjektivirung der materiellen Grundlagen der Produktion, welche die ganze kapitalistische Produktionsweise charakterisirt.


> Αυτό που υπονοείται ήδη στο εμπόρευμα, και ακόμη περισσότερο στο
εμπόρευμα ως προϊόν του κεφαλαίου, είναι η πραγμοποίηση
[Verdinglichung] των κοινωνικών προσδιορισμών της παραγωγής και η
υποκειμενοποίηση [Versubjektivierung] των υλικών βάσεων της
παραγωγής που χαρακτηρίζουν ολόκληρο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
[Marx’s Economic Manuscript of 1864–1865: 942]


reification

  1. representing a human being as a physical thing deprived of personal qualities or individuality [αναπαράσταση ενός ανθρώπινου όντος ως ένα φυσικό πράγμα στερειμένο από ατομικότητα ή την ιδιότητα του προσώπου]

-

  1. regarding something abstract as a material thing
  2. Syn: ↑hypostatization, ↑hypostatisation
  3. Hypernyms: ↑objectification

[WordNet® 3.0]


Realisierung <item>§53. Animalia και Ψυχολογική Συνείδηση. [103, Ideas Ι, σ.124]


<item>
Ας καταστήσουμε σαφές στον εαυτό μας, πώς η συνείδηση μπορεί, ούτως ειπείν, να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο, πώς αυτό που από μόνο του είναι απόλυτο μπορεί να αποποιηθεί της εμμένειάς του, και να αποκτήσει το χαρακτηριστικό της υπέρβασης.


[79 Στο αντίγραφο D, αυτή η πρόταση άλλαξε σε:


Ας καταστήσουμε σαφές στον εαυτό μας, πώς η συνείδησή μου, η οποία, όπως τίθεται με την εμμενή της ιδιο-ουσιαστικότητα στην αμιγώς εμμενή εμπειρία, προηγείται πάντα από ό,τι τίθεται και αποδεικνύεται σε αυτήν και έτσι προηγείται από οτιδήποτε, που υπό το όνομα «κόσμος» έχει νόημα και υπαρξιακή εγκυρότητα για μένα — πώς η συνείδησή μου, ούτως ειπείν, μπαίνει στον «κόσμο».


Περιθωριακή σημείωση για το υπόλοιπο αυτής της παραγράφου στο Αντίγραφο D:


Διευκρινίσαμε επαρκώς για τους σκοπούς μας την πεποίθηση ότι η φύση είναι άρρηκτα σχετική με την υποκειμενικότητα που βιώνει τη φύση, που βάσει της εμπειρίας, την γνωρίζει λογικά. Ήδη, με βάση τις απλές γενικές δομικές γραμμές που χαράξαμε, είναι αναπόφευκτο.


(Τόσο η αλλαγή όσο και η σημείωση δημοσιεύονται από τον Schuhmann ως μέρη του Παραρτήματος 49.)]


Βλέπουμε αμέσως ότι μπορεί να το κάνει μόνο με μια ορισμένη [σελ.124] συμμετοχή στην υπέρβαση με την πρώτη, την αρχική έννοια· και αυτή είναι προφανώς η υπέρβαση που ανήκει στην υλική φύση. Μόνο χάρη στην βιωμένη σχέση (Erfahrungsbeziehung) της με τον οργανισμό (Leibe), ​​γίνεται η συνείδηση πραγματικά ανθρώπινη και ζωική, και μόνο έτσι αποκτά μια θέση στον χώρο που ανήκει στη φύση και το χρόνο που ανήκει στη φύση — το χρόνο που μετριέται φυσικά. Υπενθυμίζουμε επίσης στους εαυτούς μας, ότι μόνο δυνάμει της


[80 Προσθήκη στο αντίγραφο D: βίωσης τής]


σύνδεσης που ενώνει μια συνείδηση ​​και ένα


[81 Προσθήκη στο αντίγραφο D: σωματικό]


οργανισμό, για να δημιουργήσει μια εμπειρικά εποπτική ενότητα μέσα στη φύση


[82 Προσθήκη στο αντίγραφο D: με μια κοσμικά πραγματική και εκτεταμένη έννοια],


είναι δυνατό οποιοδήποτε τέτοιο πράγμα όπως η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ έμψυχων όντων που σχετίζονται με έναν κόσμο· και ότι μόνο έτσι μπορεί οποιοδήποτε γνωστικό υποκείμενο


[83 Στο αντίγραφο D, το υποκείμενο άλλαξε σε Εγώ]


να βρει τον πλήρη κόσμο και ταυτόχρονα να τον γνωρίσει ως έναν και τον ίδιο περιβάλλοντα κόσμο που ανήκει από κοινού σε αυτόν και σε όλα τα άλλα υποκείμενα. [Ideas Ι, σελ.125]
</item>


<item>
{117}
Ένα ιδιότυπο είδος πρόσληψης [Auffassung] ή εμπειρίας [Erfahrung], ένα ιδιότυπο είδος «κατάληψης» [Apperzeption], επηρεάζει την παραγωγή αυτής της λεγόμενης «προσάρτησης» [Anknüpfung], αυτής της πραγμοποίησης [Realisierung] της συνείδησης. Ανεξάρτητα από το τι αποτελείται αυτή η κατάληψη, ή από το τι είδους πιστοποίηση [Ausweisungen] μπορεί να απαιτεί, αυτό είναι προφανές: Η ίδια η συνείδηση, σε αυτές τις καταληπτικές συνυφάνσεις [apperzeptiven Verflechtungen] ή σε αυτήν την ψυχοφυσική σχέση με κάτι σωματικό [psychophysischen Beziehung auf Körperliches], δεν χάνει τίποτα από την ουσία της και δεν μπορεί να πάρει μέσα της τίποτα ξένο προς αυτή την ουσίαͺ· πράγματι, αυτό θα ήταν παράλογο. <104>


[84 Προσθήκη στο αντίγραφο D: Αυτό που στην πραγματικότητα παίρνει είναι ένα νέο στρώμα συνείδησης]


Το σωματικό ον είναι ουσιαστικά ένα ον το οποίο εμφανίζεται, το οποίο παρουσιάζεται δυνάμει των αισθητηριακών εκφάνσεων [sinnliche Abschattungen]. Η συνείδηση ​​που γίνεται καταληπτή ως μέρος της φύσης [naturhaft apperzierte Bewußtsein], το ρεύμα των βιωμάτων, που δίνεται ως ρεύμα ανθρώπινης ή ζωικής συνείδησης, που βιώνεται επίσης σε σύνδεση [Verknüpfung] με τη σωματικότητα, φυσικά δεν γίνεται, μέσω αυτής της κατάληψης, κάτι που εμφανίζεται διαμέσου εκφάνσεων.


Και όμως έχει γίνει κάτι άλλο, ένα συστατικό μέρος της φύσης [Bestandstück der Natur]. Καθ΄εαυτό, είναι αυτό που είναι από την απόλυτη ουσία του. Αλλά δεν συλλαμβάνεται σε αυτή τη ρέουσα αυτότητα [Diesheit]. Αντίθετα, «συλλαμβάνεται ως κάτι»


[85 Προσθήκη στο αντίγραφο C: (ως μια κατάσταση)]·


και σε αυτήν την ειδικά ιδιότυπη πρόσληψη συγκροτείται μια υπέρβαση ενός ιδιότυπου είδους: εμφανίζεται τώρα μια ακολουθία συνειδητών καταστάσεων ενός ταυτοτικού πραγματικού Εγώ-υποκειμένου


[86 Στο αντίγραφο D το Εγώ-υποκείμενο αντικαθίσταται από ανθρώπινο υποκείμενο]


που εκδηλώνει σε αυτές, τις ατομικές πραγματικές ιδιότητές του, που τώρα —καθώς αυτή η ενότητα των ιδιοτήτων εκδηλώνεται σε καταστάσεις— συνειδηποιούνται ως ενωμένες με τον εμφανιζόμενο οργανισμό. Έτσι, ως κάτι που εμφανίζεται, η ψυχοφυσική ενότητα στη φύση, άνθρωπος ή ζώο, συγκροτείται ως σωματικά στηριζόμενη ενότητα [fundierte Einheit] που αντιστοιχεί στο στηρίζειν της κατάληψης [Fundierung der Apperzeption].


[87 Περιθωριακή σημείωση στο Αντίτυπο D: Συμπλήρωμα! Όσον αφορά την ενοποίηση]


Όπως στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης υπερβατικής κατάληψης (transzendierenden Apperzeption), έτσι και εδώ μπορούν να εκτελεστούν ουσιαστικά δύο στάσεις. Στη μία, η συλληπτική ματιά [erfassende Blick] μας κατευθύνεται στο καταληπτό αντικείμενο, τρόπον τινά, μέσω της υπερβατικής πρόσληψης [transzendierende Auffassung]· στην άλλη κατευθύνεται αναστοχαστικά στην


[88 Προσθήκη στο αντίγραφο D: την ίδια την τελευταία]


καθαρή προσληπτική συνείδηση [reine auffassende Bewußtsein]. Στην περίπτωσή μας, έχουμε, κατά συνέπεια, από τη μια πλευρά, την ψυχολογική στάση στην οποία η φυσικά εστιασμένη ματιά μας κατευθύνεται στα βιώματα — π.χ. ένα βίωμα χαράς, ως βιωματικές καταστάσεις ανθρώπων ή ζώων. Από την άλλη, έχουμε την φαινομενολογική στάση σε συνδυασμό με τα τελευταία


[89 Στο αντίγραφο D σε συνδυασμό με διαγραμμένο]


ως μια ουσιαστική δυνατότητα που αναστοχαστικά και αποκλείοντας τις θέσεις κάτι υπερβατικού, είναι μια στροφή προς την απόλυτη, καθαρή συνείδηση ​​και βρίσκει, ως απόλυτο βίωμα [absoluten Erlebnisses], την κατάληψη μιας ακολουθίας καταστάσεων [Zuständlichkeitsapperzeption]: έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα , το συναισθηματικό βίωμα της αγαλλίασης ως απόλυτο φαινομενολογικό δεδομένο, αλλά στο μέσο μιας συνάρτησης πρόσληψης που το εμψυχώνει [beseelenden Auffassungsfunktion] — ακριβώς η συνάρτηση της «εκδήλωσης» μιας ακολουθίας καταστάσεων [Zuständlichkeit] που συνδέονται με τον εμφανιζόμενο οργανισμό [erscheinenden Leibe] και ανήκουν σε ένα ανθρώπινο Εγώ-υποκείμενο. Το «καθαρό» βίωμα


[90 Προσθήκη στο αντίγραφο D: του συναισθήματος]


«βρίσκεται», κατά μια ορισμένη έννοια, μέσα σε αυτό που γίνεται καταληπτό ψυχολογικά, στο βίωμα ως μια ανθρώπινη κατάσταση· στην ουσία του παίρνει τη μορφή μιας ακολουθίας καταστάσεων και με αυτή τη μορφή της αποβλεπτικής σχέσης του με το ανθρώπινο Εγώ και τον ανθρώπινο οργανισμό.


[91 Προσθήκη στο αντίγραφο D: Στην καθαρή συνείδηση ​​αυτή η μεταβολή σημαίνει ότι αντί για το απλό συναίσθημα που συλλαμβάνουμε εδώ, συλλαμβάνουμε το συναίσθημα ως ανήκον σε έναν άνθρωπο.]


Εάν το εν λόγω βίωμα - στο παράδειγμά <105> μας, το συναίσθημα αγαλλίασης - χάσει αυτή την αποβλεπτική μορφή (και είναι, ωστόσο, νοητό), υφίσταται πράγματι μια αλλαγή, αλλά μόνο στο ότι έτσι απλοποιείται, έτσι ώστε [σ. 126] γίνεται μια καθαρή συνείδηση, που δεν έχει πια το νόημα ενός συμβάντος στη φύση.


[92 Περιθωριακή σημείωση αυτής της πρότασης στο Αντίγραφο D: Βελτίωσε]


[Ideas Ι, σσ. 126-7]
</item>
</item>


<item>§54. Συνέχιση. Το Υπερβατικό Ψυχολογικό Βίωμα Τυχαίο και Σχετικό, το Υπερβατολογικό Βίωμα Αναγκαίο και Απόλυτο. [Ideen I: 118-9, Ideas Ι: 127-8]


<item>
Ας φανταστούμε ότι ασκούμε φυσικές καταλήψεις [naturhafte Apperzeptionen], αλλά ότι οι καταλήψεις μας είναι πάντα άκυρες


[93 Εισαγωγή στο αντίγραφο D: ακυρώνονται πάντα κατά τη διάρκεια περαιτέρω εμπειρίας]


αφού δεν επιτρέπουν αρμονικές συνενώσεις στις οποίες θα μπορούσαν να συγκροτηθούν εμπειρικές ενότητες [Erfahrungseinheiten]. Ας φανταστούμε δηλαδή ότι, με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω,[94 υποσημείωση συγγραφέα: Βλ. §49, σελ. 91.] ολόκληρη η φύση, καταρχήν, η φυσική φύση [physische Natur], «εκμηδενίζεται» [vernichtet]: τότε δεν θα υπήρχαν πια ζωντανοί οργανισμοί [Leiber] και επομένως δεν θα υπήρχαν άλλα ανθρώπινα όντα. Δεν θα υπήρχα πλέον ως άνθρωπος: και, κατά μείζονα λόγο, δεν θα υπήρχαν συνάνθρωποι για μένα. Αλλά η συνείδησή μου, όσο και αν τα βιώματα που περιλαμβάνονταν σε αυτήν θα μεταβαλλόταν σε μεγάλο βαθμό, θα παρέμενε ένα ρεύμα απόλυτων βιωμάτων με τη δική του ουσία. Αν είχε απομείνει κάτι που επέτρεπε στα βιώματά μου να συλληφθούν ως «καταστάσεις» ενός προσωπικού


[95 Στο Αντίγραφο D προσωπικού αντικαθίσταται από ανθρώπινου]


Εγώ, καταστάσεις στις αλλαγές των οποίων ταυτόσημες προσωπικές


[96 Στο αντίγραφο D προσωπικές αντικαθίσταται από ανθρώπινα ψυχικές]


ψυχικές ιδιότητες γίνονται εμφανείς, θα μπορούσαμε να διαλύσουμε αυτές τις προσλήψεις [Auffassungen auflösen], να καταργήσουμε [abtun] τις αποβλεπτικές μορφές που συγκροτούν, και να αναχθούμε στα καθαρά βιώματα.


[97 Στο αντίγραφο D, το τελευταίο μέρος αυτής της πρότασης τροποποιήθηκε για να διατυπωθεί:


θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι και αυτές οι συλλήψεις στερούνται υπαρξιακής εγκυρότητας· θα έμεναν τότε δικές μας ως καθαρά βιώματα. Αλλά αν, εξαρχής, αναχθούμε σε αυτό που είναι υπερβατολογικά καθαρό, τότε, ακόμη και στην κανονική περίπτωση που ισχύουν οι εν λόγω συλλήψεις, διατηρούμε τις συνιστώσες πολλαπλότητες]


Οι ψυχικές καταστάσεις επιστρέφουν επίσης σε κανονικότητες απόλυτων βιωμάτων στα οποία συγκροτούνται, στα οποία παίρνουν την αποβλεπτική, και κατά τον τρόπο τους, υπερβατική μορφή «κατάσταση».


Σίγουρα μια συνείδηση ​​χωρίς ζωντανό οργανισμό και, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, επίσης χωρίς ψυχισμό, μια συνείδηση ​​που δεν είναι προσωπική,


[98 Στα αντίγραφα A και D το «δεν είναι προσωπική» υποκαθίσταται από το «δεν εμψυχώνει έναν ανθρώπινο οργανισμό»]


είναι νοητή. Δηλαδή, ένα ρεύμα συνείδησης στο οποίο δεν συγκροτήθηκαν οι αποβλεπτικές ενότητες της εμπειρίας [intentionalen Erfahrungseinheiten], o οργανισμός, η ψυχή και το εμπειρικό Εγώ-υποκείμενο, στο οποίο όλες αυτές οι εμπειρικές έννοιες, και επομένως η έννοια ενός βιώματος με την ψυχολογική έννοια (ως ενός βιώματος ενός


[99 Εισαγωγή στο αντίγραφο D: Αντικειμενικά πραγματικού]


προσώπου, ενός έμψυχου Εγώ),


ήταν χωρίς καμία βάση και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς καμία εγκυρότητα. Όλες οι εμπειρικές ενότητες, και επομένως και τα ψυχολογικά βιώματα, είναι δείκτες που υποδεικνύουν συσχετίσεις απόλυτων βιωμάτων [absolute Erlebniszusammenhänge]


[100 Εισαγωγή στο αντίγραφο D: — ακριβέστερα, συσχετίσεις ενεργεία και υποκινούμενων δυνατών απόλυτων βιωμάτων —]


έχοντας έναν διακριτικό ουσιαστικό σχηματισμό, μαζί με τον οποίο είναι νοητοί άλλοι σχηματισμοί· όλοι


[101 Εισαγωγή στο αντίγραφο D: εμπειρικές ενότητες]


είναι, με την ίδια έννοια, υπερβατικοί, απλώς σχετικοί, τυχαίοι. Κάποιος πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι η προφάνεια <106> με την οποία γίνεται αποδεκτό κάθε βίωμα στη ζωή του ή στη ζωή του άλλου, και απολύτως θεμιτά, ως μια ψυχολογική και ψυχοφυσική αλληλουχία καταστάσεων ενός έμψυχου υποκειμένου, έχει το όριο της στην προαναφερθείσα θεώρηση: ότι σε αντίθεση με το εμπειρικό


[102 Στο αντίγραφο D το «εμπειρικό» υποκαταστάθηκε από «πραγματικό ψυχολογικό». Προσθήκη στο αντίγραφο D: που αφορά τον άνθρωπο στον κόσμο.]


βίωμα υπάρχει, ως προϋπόθεση για το νόημα αυτής της διαδικασίας, το απόλυτο βίωμα· ότι το τελευταίο δεν είναι μια μεταφυσική κατασκευή αλλά μάλλον κάτι που, στην απολυτότητά του, μπορεί αναμφίβολα να αποδειχθεί, που δίνεται με άμεση εποπτεία από μια αντίστοιχη αλλαγή στη στάση κάποιου. Πρέπει κανείς να πείσει τον εαυτό του ότι οτιδήποτε ψυχικό, με την έννοια που σχετίζεται με την ψυχολογία, την ψυχική προσωπικότητα, τις ψυχικές ιδιότητες, τα βιώματα ή τις καταστάσεις, είναι


[103 Εισαγωγή στο αντίγραφο D: ένα πραγματικό και, κατά την έννοια]


εμπειρικές ενότητες και είναι επομένως, όπως άλλες πραγματικότητες κάθε είδους και επιπέδου, απλώς ενότητες αποβλεπτικής «συγκρότησης» — κατά την έννοιά τους, πραγματικά υπαρκτών: εποπτεύσιμων, βιώσιμων, επιστημονικά προσδιορισμένων βάσει της εμπειρίας, αλλά ακόμα «απλώς αποβλεπτικών» και ως εκ τούτου απλώς «σχετικών». Το να ληφθούν ως υπάρχοντα με την απόλυτη έννοια είναι συνεπώς ένας παραλογισμός [Widersinn]. [Ideen I: 118-9, Ideas I: 127-8]
</item>
</item>


EPOCHÉ. Η εποχή είναι μια μεθοδολογική επινόηση που αναστέλλει τη
συμμετοχή κάποιου στην πίστη χαρακτηριστική της φυσικής στάσης, την
πεποίθηση, δηλαδή ότι ο κόσμος και τα αντικείμενά του υπάρχουν.
Αυτή η αναστολή σχετίζεται με αυτό που ο Χούσερλ αποκαλεί «θέση εντός παρενθέσεων» [Einklammerung]
του αντικειμένου, την αφαίρεση του υπαρξιακού δείκτη από το βιωμένο
αντικείμενο. Η εποχή περιλαμβάνει, λοιπόν, μια ουδετεροποίηση [Neutralisierung] της
πίστης κάποιου στην ύπαρξη του κόσμου ή ενός
αντικειμένου. Αυτή η ουδετεροποίηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη
μετατόπιση από την πεποίθηση στην αμφιβολία, ή στη μετάβαση από τη
φυσική στην κριτική στάση που χαρακτηρίζει τις επιστημονικές ή
θεωρητικές εμπειρίες, ή στη στροφή σε μια πιο στενά χαρακτηρισμένη
«λογική» ή «μαθηματική» στάση που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τις
απαγωγικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ διαφορετικών προτάσεων, ή μεταξύ
αντικειμένων που θεωρούνται καθαρά τυπικά ή, στη στροφή στην αισθητική
επίγνωση ή, τέλος, στη στροφή στη φαινομενολογική στάση. Η εποχή,
λοιπόν, είναι γενικά η αναστολή της πίστης, και ως εκ τούτου, είναι μια
στιγμή στη φαινομενολογική ή υπερβατολογική αναγωγή στην οποία η
προσοχή κατευθύνεται πίσω στα συγκροτούντα ενεργήματα της συνείδησης,
με το αντικείμενό τους απλά ως δεδομένο, και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η
ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτών των αντικειμένων. Ο όρος εποχή, ωστόσο, όταν
η αναστολή είναι καθολική, μερικές φορές χρησιμοποιείται απλώς για να
αναφερθεί στην ίδια την φαινομενολογική αναγωγή.


ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΚΉ ΑΝΑΓΩΓΉ. Η φαινομενολογική αναγωγή, την οποία ο Husserl
αποκαλεί μερικές φορές «υπερβατολογική αναγωγή» ή «υπερβατολογική-
φαινομενολογική αναγωγή», είναι μια μεθοδολογική επινόηση που εισάγει
μια συγκεκριμένη αναστοχαστική στάση, στην οποία η προσοχή αυτού που
ανταστοχάζεται στρέφεται (reductus), από το αντικείμενο που βιώνεται
άμεσα, στην εμπειρία στην οποία δίνεται το αντικείμενο και της οποίας
είναι το σύστοιχο. Ο προσδιορισμός «φαινομενολογική» σε αυτό το
πλαίσιο εστιάζει την προσοχή στο «φαινόμενο», την εμφάνιση του
[160]
αντικειμένου ή, εναλλακτικά, στο αντικείμενο ακριβώς όπως εμφανίζεται.
Η φαινομενολογική αναγωγή, λοιπόν, αποκαλύπτει και κατοχυρώνει, με μια
αποδεικτική ενάργεια, την αποβλεπτική συστοιχία, ως το πεδίο για
φαινομενολογική έρευνα και περιγραφή, και τη θέση σε παρένθεση ερωτήσεων
σχετικών με την ενεργεία ύπαρξη των εμπειριών τις οποίες αναστοχαζόμαστε,
και των αντικειμένων αυτών των εμπειριών, και αντ' αυτού την εστίαση στο
αντικείμενο ακριβώς με τον τρόπο της εμφάνισής του, που έχει ως αποτέλεσμα τη
θέση εκτός παιχνιδιού όλων των προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να
προκύψουν από τη φυσική μας εμπειρία, στην οποία η ύπαρξη του βιωμένου
αντικειμένου θεωρείται δεδομένη.


Η αναγωγή, εν συντομία, αναστέλλει τη συμμετοχή του φιλοσόφου στη γενική
θέση [general positing (Setzung) ή general thesis (Generalthesis)] που χαρακτηρίζει τη φυσική στάση. Η καθολική
θέση που είναι ενσωματωμένη στη φυσική εμπειρία τίθεται υπό αμφισβήτηση
και αποσυνδέεται όχι για να αρνηθούμε την ύπαρξη των εγκόσμιων
αντικειμένων της εμπειρίας, αλλά για να κρατήσουμε αναστοχαστικά αυτή τη θέση
ως κάτι του οποίου η φύση πρέπει να εξεταστεί. Τα αντικείμενα που εμπίπτουν
στο πεδίο της αναγωγής, είναι υποτιθέμενα υπαρκτά, διαθέσιμα ακόμη για
αναστοχασμό και ανάλυση, αλλά η κατάστασή τους ως αντικείμενα έχει
τροποποιηθεί έτσι ώστε να θεωρούνται πλέον, αποκλειστικά στο είναι τους, ως
αντικείμενα της εμπειρίας στην οποία τίθενται.