Created Τετάρτη 04 Ιουνίου 2025
Αποσπάσματα από το έργο του Μαρξ και άλλων για το επέκεινα του καπιταλισμού.
1. Karl Marx – Wage-Labour and Capital / Value, Price and Profit:
“The separation between the Man of Labour and the Instruments of Labour once established, such a state of things will maintain itself and reproduce itself upon a constantly increasing scale, until a new and fundamental revolution in the mode of production should again overturn it, and restore the original union in a new historical form.”
«Αφού εδραιωθεί ο χωρισμός ανάμεσα στον Άνθρωπο της Εργασίας και τα Εργαλεία της Εργασίας, η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται και θα αναπαράγεται σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα, μέχρις ότου μια νέα και θεμελιώδης επανάσταση στον τρόπο παραγωγής την ανατρέψει εκ νέου και αποκαταστήσει την αρχική ενότητα σε μια νέα ιστορική μορφή.»
2. Karl Marx – Capital: Critique of Political Economy, Vol. 2:
“After the abolition of capitalism, there will be ‘constant relative over-production’ of equipment, raw materials and foodstuffs. ‘Over-production of this kind’, he says, ‘is equivalent to control by the society over the objective means of its own reproduction.’”
«Μετά την κατάργηση του καπιταλισμού, θα υπάρχει "συνεχής σχετική υπερπαραγωγή" εξοπλισμού, πρώτων υλών και ειδών διατροφής. "Η υπερπαραγωγή αυτού του είδους", λέει, "ισοδυναμεί με τον έλεγχο της κοινωνίας επί των αντικειμενικών μέσων της ίδιας της αναπαραγωγής της".»
3. Karl Marx – Critique of Hegel’s Philosophy of Right:
“When the proletariat declares the dissolution of the hitherto existing world order, it merely declares the secret of its own existence, since it is in fact the dissolution of this order. When it demands the negation of private property, it is only laying down as a principle for society what society has laid down as a principle for the proletariat, what has already been incorporated in itself without its consent as the negative result of society.”
«Όταν το προλεταριάτο διακηρύσσει τη διάλυση της μέχρι τούδε υπάρχουσας κοινωνικής τάξης, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διακηρύσσει το μυστικό της ίδιας του της ύπαρξης, αφού στην πραγματικότητα είναι η διάλυση αυτής της τάξης. Όταν απαιτεί την άρνηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, δεν κάνει τίποτα παρά να αναγάγει σε αρχή της κοινωνίας εκείνο που η κοινωνία έχει ήδη αναγάγει σε αρχή για το ίδιο το προλεταριάτο — εκείνο που έχει ήδη ενσωματωθεί σε αυτό, δίχως τη συναίνεσή του, ως το αρνητικό αποτέλεσμα της κοινωνίας.»
4. Karl Marx - The Poverty of Philosophy:
“In a future society, in which class antagonism will have ceased, in which there will no longer be any classes, use will no longer be determined by the minimum time of production; but the time of social production devoted to different articles will be determined by the degree of their social utility.”
«Σε μια μελλοντική κοινωνία, στην οποία ο ταξικός ανταγωνισμός θα έχει πάψει, στην οποία δεν θα υπάρχουν πλέον τάξεις, η χρήση δεν θα καθορίζεται πλέον από τον ελάχιστο χρόνο παραγωγής· αλλά ο χρόνος της κοινωνικής παραγωγής που αφιερώνεται σε διαφορετικά αντικείμενα θα καθορίζεται από τον βαθμό της κοινωνικής τους χρησιμότητας».
5. Karl Marx – Das Kapital:
“Centralization of the means of production and socialization of labor at last reach a point where they become incompatible with their capitalist integument.”
«Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σε ένα σημείο όπου καθίστανται ασύμβατες με το καπιταλιστικό τους περίβλημα.»
6. Karl Marx – Capital, Τόμος ΙΙ:
“It is easy to imagine a society which, having reached a certain level of consumption, consciously decides to give absolute priority to a single goal: reduction of the work load.”
«Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς μια κοινωνία η οποία, έχοντας φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο κατανάλωσης, αποφασίζει συνειδητά να δώσει απόλυτη προτεραιότητα σε έναν μόνο στόχο: τη μείωση του φόρτου εργασίας.»
7. Karl Marx & Friedrich Engels – The German Ideology (για τον καταμερισμό της εργασίας):
“For as soon as the distribution of labour comes into being, each man has a particular, exclusive sphere of activity, which is forced upon him and from which he cannot escape. He is a hunter, a fisherman, a herdsman, or a critical critic, and must remain so if he does not want to lose his means of livelihood; while in communist society, where nobody has one exclusive sphere of activity but each can become accomplished in any branch he wishes, society regulates the general production and thus makes it possible for me to do one thing today and another tomorrow, to hunt in the morning, fish in the afternoon, rear cattle in the evening, criticise after dinner, just as I have a mind, without ever becoming hunter, fisherman, herdsman or critic.”
«Διότι από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καταμερισμός της εργασίας, κάθε άτομο έχει έναν ιδιαίτερο, αποκλειστικό τομέα δραστηριότητας που του επιβάλλεται και από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός αναλυτής και πρέπει να παραμείνει τέτοιος αν δεν θέλει να χάσει τα μέσα της ύπαρξής του· ενώ σε μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου κανείς δεν έχει έναν αποκλειστικό τομέα δραστηριότητας αλλά καθένας μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιοδήποτε κλάδο επιθυμεί, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και καθιστά δυνατό για μένα να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να εκτρέφω ζώα το βράδυ και να ασκώ κριτική μετά το δείπνο, όπως μου αρέσει, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός.»
8. Karl Marx – Capital, Τόμος Γ΄ (για το βασίλειο της ελευθερίας):
“The realm of freedom actually begins only where labour which is determined by necessity and mundane considerations ceases; thus in the very nature of things it lies beyond the sphere of actual material production. Just as the savage must wrestle with Nature to satisfy his wants, to maintain and reproduce life, so must civilised man, and he must do so in all social formations and under all possible modes of production. With his development this realm of physical necessity expands as a result of his wants; but, at the same time, the forces of production which satisfy these wants also increase. Freedom in this field can only consist in socialised man, the associated producers, rationally regulating their interchange with Nature, bringing it under their common control, instead of being ruled by it as by the blind forces of Nature; and achieving this with the least expenditure of energy and under conditions most favourable to, and worthy of, their human nature. But it nonetheless still remains a realm of necessity. Beyond it begins that development of human energy which is an end in itself, the true realm of freedom, which, however, can blossom forth only with this realm of necessity as its basis. The shortening of the working-day is its basic prerequisite.”
«Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει πραγματικά μόνον εκεί όπου παύει η εργασία που υπαγορεύεται από την αναγκαιότητα και από εξωτερικές πρακτικές σκοπιμότητες· συνεπώς, εκ της φύσεώς του, βρίσκεται πέραν της σφαίρας της υλικής παραγωγής καθ’ αυτήν. Όπως ο πρωτόγονος πρέπει να παλέψει με τη Φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, να διατηρήσει και να αναπαράγει τη ζωή του, έτσι και ο πολιτισμένος άνθρωπος πρέπει να το πράξει — και το πράττει — σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς και υπό όλους τους δυνατούς τρόπους παραγωγής. Με την ανάπτυξή του, αυτό το βασίλειο της φυσικής αναγκαιότητας επεκτείνεται ως συνέπεια της διεύρυνσης των αναγκών του· ταυτόχρονα, όμως, αυξάνονται και οι παραγωγικές δυνάμεις που ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες. Η ελευθερία στον τομέα αυτόν δεν μπορεί να συνίσταται παρά μόνον στον κοινωνικοποιημένο άνθρωπο, στους συνεταιρισμένους παραγωγούς, που ρυθμίζουν ορθολογικά την ανταλλαγή τους με τη Φύση, την θέτουν υπό τον κοινό τους έλεγχο, αντί να κυριαρχούνται από αυτήν σαν από τυφλές φυσικές δυνάμεις· και το επιτυγχάνουν αυτό με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη ενέργειας και υπό συνθήκες οι οποίες είναι οι πλέον ευνοϊκές και αντάξιες της ανθρώπινης φύσης τους. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να παραμένει βασίλειο της αναγκαιότητας. Πέραν αυτού αρχίζει εκείνη η ανάπτυξη της ανθρώπινης ενέργειας που αποτελεί σκοπό καθ’ εαυτόν — το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας, το οποίο όμως μπορεί να ανθίσει μόνο με βάση το βασίλειο της αναγκαιότητας. Η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας αποτελεί την θεμελιώδη προϋπόθεσή του.»
1. (MECW, 29:91)
“As soon as labour in its immediate form has ceased to be the great source of wealth, labour-time ceases and must cease to be its measure, and therefore exchange value [must cease to be the measure] of use-value. The surplus labour of the masses has ceased to be the condition for the development of general wealth, just as the non-labour of the few has ceased to be the condition for the development of the general powers of the human mind. As a result, production based upon exchange value collapses.”
«Μόλις η εργασία στην άμεση μορφή της παύσει να είναι η μεγάλη πηγή του πλούτου, ο εργάσιμος χρόνος παύει — και πρέπει να παύσει — να αποτελεί το μέτρο του, και κατά συνέπεια η ανταλλακτική αξία [πρέπει να παύσει να αποτελεί το μέτρο] της χρηστικής αξίας. Η υπερεργασία των μαζών παύει να αποτελεί τον όρο για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη-εργασία των λίγων παύει να αποτελεί τον όρο για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου νου. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή που θεμελιώνεται στην ανταλλακτική αξία καταρρέει.»
2. (MECW, 29:133–134)
“Beyond a certain point, the development of the productive forces becomes a barrier to capital, and consequently the relation of capital becomes a barrier to the development of the productive forces of labour. Once this point has been reached, capital, i.e. wage labour, enters into the same relation to the development of social wealth and the productive forces as the guild system, serfdom and slavery did, and is, as a fetter, necessarily cast off. The last form of servility assumed by human activity, that of wage labour on the one hand and of capital on the other, is thereby shed, and this shedding is itself the result of the mode of production corresponding to capital. It is precisely the production process of capital that gives rise to the material and spiritual conditions for the negation of wage labour and capital, which are themselves the negation of earlier forms of unfree social production.”
«Πέρα από ένα ορισμένο σημείο, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθίσταται εμπόδιο για το κεφάλαιο, και κατά συνέπεια η ίδια η κεφαλαιακή σχέση γίνεται εμπόδιο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Από τη στιγμή που έχει φθάσει σ’ αυτό το σημείο, το κεφάλαιο — δηλαδή η μισθωτή εργασία — εισέρχεται στην ίδια σχέση προς την ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου και των παραγωγικών δυνάμεων όπως άλλοτε το συντεχνιακό σύστημα, η δουλοπαροικία και η δουλεία· και, ως δεσμά, απορρίπτεται αναγκαστικά. Η τελευταία μορφή δουλείας που ενσάρκωσε η ανθρώπινη δραστηριότητα — αυτή της μισθωτής εργασίας αφενός και του κεφαλαίου αφετέρου — αποβάλλεται· και η αποβολή αυτή είναι η ίδια προϊόν του τρόπου παραγωγής που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο. Είναι ακριβώς η παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου που παράγει τις υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις για την άρνηση τόσο της μισθωτής εργασίας όσο και του κεφαλαίου — που οι ίδιες αποτελούν την άρνηση των προγενέστερων μορφών ανελεύθερης κοινωνικής παραγωγής.»
3. (MECW, 29:134)
“The growing discordance between the productive development of society and the relations of production hitherto characteristic of it, is expressed in acute contradictions, crises, convulsions. The violent destruction of capital as the condition for its self-preservation, and not because of external circumstances, is the most striking form in which it is advised to be gone and to give room to a higher state of social production. It is not merely the growth of scientific power but the measure in which it has already been posited as fixed capital; the extent, the breadth, in which it has been realised and has taken possession of the totality of production. It is, also, the development of population, etc., in short, of all the moments of production; for the productive power of labour, just as the employment of machinery, depends on the population number; the growth of population is in and for itself both the presupposition for, and the result of, the growth of the quantity of use values to be reproduced, and therefore also to be consumed.”
«Η αυξανόμενη δυσαρμονία ανάμεσα στην παραγωγική ανάπτυξη της κοινωνίας και τις έως τώρα χαρακτηριστικές της σχέσεις παραγωγής εκφράζεται σε οξυμένες αντιφάσεις, κρίσεις, σπασμούς. Η βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου ως όρος της ίδιας του της διατήρησης — και όχι εξαιτίας εξωτερικών περιστάσεων — αποτελεί την πιο εντυπωσιακή μορφή με την οποία του υποδεικνύεται να αποσυρθεί και να παραχωρήσει τη θέση του σε μια ανώτερη βαθμίδα κοινωνικής παραγωγής. Δεν πρόκειται απλώς για την ανάπτυξη της επιστημονικής ισχύος, αλλά για τον βαθμό στον οποίο αυτή έχει ήδη προσληφθεί ως πάγιο κεφάλαιο· για την έκταση, το πλάτος, εντός των οποίων έχει υλοποιηθεί και έχει καταλάβει την καθολικότητα της παραγωγής. Πρόκειται επίσης για την ανάπτυξη του πληθυσμού κ.λπ. — εν συντομία, όλων των στιγμών της παραγωγής· διότι η παραγωγική δύναμη της εργασίας, όπως και η χρήση των μηχανών, εξαρτάται από τον αριθμό του πληθυσμού· και η αύξηση του πληθυσμού αποτελεί καθ’ εαυτόν και δι’ εαυτόν τόσο προϋπόθεση όσο και αποτέλεσμα της αύξησης της ποσότητας των χρηστικών αξιών που πρέπει να αναπαραχθούν και, συνεπώς, να καταναλωθούν.»
4. (MECW, 29:134 - επόμενη παράγραφος)
“These contradictions lead to explosions, cataclysms, crises, in which by momentaneous suspension of labour and annihilation of a great portion of capital the latter is violently reduced to the point where it can go on fully employing its productive powers without committing suicide. Yet, THESE REGULARLY RECURRING CATASTROPHES LEAD TO THEIR REPETITION ON A HIGHER SCALE, AND FINALLY TO ITS VIOLENT OVERTHROW.”
«Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν σε εκρήξεις, κατακλυσμούς, κρίσεις, στις οποίες, μέσω στιγμιαίας αναστολής της εργασίας και καταστροφής ενός σημαντικού μέρους του κεφαλαίου, το τελευταίο βίαια περιορίζεται στο σημείο όπου μπορεί να συνεχίσει την πλήρη απασχόληση των παραγωγικών του δυνάμεων χωρίς να αυτοκαταστραφεί. Όμως, ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΑΝΩΤΕΡΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΗ ΒΙΑΙΑ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ.»
5. (MECW, 33: 142)
“But it will be said that if the variable capital declines in sphere of production I, it increases in the others, namely those which are employed in the production of the constant capital needed for sphere of production I. Nevertheless, the same relation enters here, e.g. in the production of machinery, in the production of raw products, matières instrumentales, e.g. coal. The tendency is general, although it is first realised in the different spheres of production by fits and starts. It is counterbalanced by the fact that the spheres of production themselves increase.”
«Θα ειπωθεί, βεβαίως, ότι αν το μεταβλητό κεφάλαιο μειώνεται στη σφαίρα παραγωγής Ι, αυξάνεται στις άλλες, δηλαδή σε εκείνες που απασχολούνται στην παραγωγή του σταθερού κεφαλαίου που απαιτείται για τη σφαίρα παραγωγής Ι. Ωστόσο, η ίδια σχέση εμφανίζεται και εδώ, π.χ. στην παραγωγή μηχανημάτων, στην παραγωγή πρώτων υλών, matières instrumentales (παραγωγικών υλικών), όπως ο άνθρακας. Η τάση αυτή είναι γενική, αν και πραγματώνεται κατά διαλείμματα και αποσπασματικά στις επιμέρους σφαίρες παραγωγής. Αντισταθμίζεται, εν μέρει, από το γεγονός ότι οι ίδιες οι σφαίρες παραγωγής αυξάνονται.»
“In any case, it is only a need of the bourgeois economy that the number of people living from their labour alone should increase absolutely, even if it declines relatively. Since labour capacities become superfluous for the bourgeois economy once it is no longer necessary to exploit them for 12 to 15 hours a day.”
«Σε κάθε περίπτωση, είναι αποκλειστικά ανάγκη της αστικής οικονομίας να αυξάνεται απόλυτα ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν αποκλειστικά από την εργασία τους, ακόμη κι αν μειώνεται σχετικά. Διότι οι εργατικές δυνάμεις καθίστανται πλεονάζουσες για την αστική οικονομία μόλις δεν είναι πλέον αναγκαία η εκμετάλλευσή τους επί 12 έως 15 ώρες την ημέρα.»
“A development of productive power which reduced the absolute number of workers, i.e. in fact enabled the whole nation to execute its total production in a smaller period of time, would bring about revolution, because it would demonetise the majority of the population.”
«Μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που θα μείωνε τον απόλυτο αριθμό των εργαζομένων — δηλαδή, που θα καθιστούσε εφικτή για ολόκληρο το έθνος την εκτέλεση της συνολικής του παραγωγής σε μικρότερο χρονικό διάστημα — θα προκαλούσε επανάσταση, διότι θα αποχρηματοποιούσε τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού.»
(Σημ.: Το “demonetise” μεταφέρεται εδώ με την έννοια ότι η πλειονότητα των ανθρώπων θα έχανε τη δυνατότητα να αποκτά εισόδημα μέσω της πώλησης της εργασιακής της δύναμης.)
“Here there appears once again the limit of bourgeois production, and the fact becomes obvious that it is not the absolute form for the development of productive power, that it rather enters into collision with the latter at a certain point.”
«Εδώ εμφανίζεται για άλλη μια φορά το όριο της αστικής παραγωγής, και γίνεται φανερό το γεγονός ότι αυτή δεν αποτελεί την απόλυτη μορφή ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης, αλλά αντιθέτως συγκρούεται με αυτήν σε ένα ορισμένο σημείο.»
“In part this collision appears constantly, with the crises, etc., which occur when now one now another component of the working class becomes superfluous in its old mode of employment.”
«Εν μέρει, αυτή η σύγκρουση εκδηλώνεται διαρκώς, με τις κρίσεις κ.λπ., οι οποίες ανακύπτουν όταν ένα ή άλλο τμήμα της εργατικής τάξης καθίσταται περιττό στην παλαιά του μορφή απασχόλησης.»
“Its limit is the surplus time of the workers; it is not concerned with the absolute surplus time gained by society. The development of productive power is therefore only important in so far as it increases the surplus labour time of the workers, not in so far as it reduces labour time for material production in general. It is therefore embedded in a contradiction.”
«Το όριό της είναι ο πλεονάζων χρόνος των εργατών· δεν ενδιαφέρεται για τον απόλυτο πλεονάζοντα χρόνο που κερδίζει η κοινωνία. Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης έχει, συνεπώς, σημασία μόνο στο βαθμό που αυξάνει τον χρόνο υπερεργασίας των εργατών, όχι στο βαθμό που μειώνει τον εργάσιμο χρόνο για την υλική παραγωγή εν γένει. Είναι λοιπόν ενσωματωμένη σε μια αντίφαση.»
Για να καταστεί δυνατή η εμφάνιση της κεφαλαιακής σχέσης εν γένει, προϋποτίθεται ένα ορισμένο ιστορικό στάδιο και μία ορισμένη μορφή κοινωνικής παραγωγής. Τα μέσα επικοινωνίας και παραγωγής, καθώς και οι ανάγκες, πρέπει πρώτα να έχουν αναπτυχθεί [466] στο πλαίσιο ενός προγενέστερου τρόπου παραγωγής, έτσι ώστε να υπερβαίνουν τις παλαιές σχέσεις παραγωγής και να επιβάλλουν τον μετασχηματισμό τους σε κεφαλαιακή σχέση. Ωστόσο, αρκεί να έχουν αναπτυχθεί επαρκώς ώστε να καταστεί δυνατή η τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο (formal subsumption of labour under capital). Εντούτοις, με βάση αυτήν τη μεταβαλλόμενη σχέση, αναπτύσσονται ειδικές μεταβολές στον τρόπο παραγωγής, οι οποίες δημιουργούν νέες υλικές παραγωγικές δυνάμεις· πάνω σε αυτήν τη βάση, αναπτύσσεται πρώτα ο νέος τρόπος παραγωγής και, μ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί στην πράξη νέες πραγματικές συνθήκες ύπαρξης για τον εαυτό του. Επακολουθεί, έτσι, μία πλήρης οικονομική επανάσταση. Από τη μία πλευρά, δημιουργεί για πρώτη φορά τις πραγματικές συνθήκες για την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας, τις ολοκληρώνει και τους προσδίδει την κατάλληλη μορφή· από την άλλη πλευρά, στις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας που αναπτύσσει σε αντιπαράθεση προς τον εργάτη, στις συνθήκες παραγωγής και στις σχέσεις επικοινωνίας, δημιουργεί τις πραγματικές συνθήκες για έναν νέο τρόπο παραγωγής, ο οποίος υπερβαίνει τη συγκρουσιακή μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, μ’ αυτόν τον τρόπο, θέτει την υλική βάση για μια νέα διαμόρφωση της κοινωνικής διαδικασίας ζωής και, επομένως, για έναν νέο κοινωνικό σχηματισμό.
Αυτή είναι μία ουσιωδώς διαφορετική σύλληψη σε σύγκριση με εκείνη των αστών πολιτικών οικονομολόγων, οι οποίοι, όντες εγκλωβισμένοι στα καπιταλιστικά τους προαπαιτούμενα, μπορούν μεν να δουν πώς διεξάγεται η παραγωγή εντός της κεφαλαιακής σχέσης, αλλά όχι πώς αυτή η σχέση παράγεται η ίδια, ούτε πώς παράγονται εντός της οι υλικές συνθήκες για τη διάλυσή της — αφαιρώντας, έτσι, την ιστορική της νομιμοποίηση ως αναγκαίας μορφής οικονομικής εξέλιξης, ως μορφής παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. [MECW 34, σσ. 465–66]
Η κοινωνική διαδικασία ζωής, η οποία βασίζεται στη διαδικασία της υλικής παραγωγής, δεν αποβάλλει τον μυστικιστικό της πέπλο παρά μόνο όταν αντιμετωπίζεται ως παραγωγή από ελεύθερα συνεταιρισμένα άτομα, και ρυθμίζεται συνειδητά από αυτά σύμφωνα με έναν προκαθορισμένο σχεδιασμό. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει για την κοινωνία ένα ορισμένο υλικό υπόβαθρο ή ένα σύνολο όρων ύπαρξης, που είναι, με τη σειρά τους, το αυθόρμητο προϊόν μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας ανάπτυξης. [MECW 35, σσ. 90–91]
Η φανατική επιμονή του καπιταλιστή στην οικονομία των μέσων παραγωγής είναι, συνεπώς, απολύτως κατανοητή. Το γεγονός ότι τίποτα δεν χάνεται ή σπαταλιέται, και ότι τα μέσα παραγωγής καταναλώνονται μόνο κατά τον τρόπο που απαιτεί η ίδια η παραγωγή, εξαρτάται εν μέρει από την επιδεξιότητα και την ευφυΐα των εργαζομένων και εν μέρει από την πειθαρχία που επιβάλλεται από τον καπιταλιστή στην κοινωνική εργασία. Αυτή η πειθαρχία καθίσταται περιττή σε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι εργάτες εργάζονται για λογαριασμό τους, όπως ήδη έχει καταστεί πρακτικώς περιττή στην εργασία με το κομμάτι. [MECW 37, σσ. 86–87]
Τέλος, έχουμε ήδη δει^a ότι, στην πράξη, ο εργάτης αντιμετωπίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της [εργασίας] του, δηλαδή τον συνδυασμό της με την εργασία των άλλων για έναν κοινό σκοπό, όπως θα αντιμετώπιζε μια ξένη δύναμη· η προϋπόθεση της πραγμάτωσης αυτού του συνδυασμού είναι η αλλότρια ιδιοκτησία, η απώλεια της οποίας θα του ήταν εντελώς αδιάφορη, εάν δεν εξαναγκαζόταν να είναι οικονόμος της. Η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική σε εργοστάσια που ανήκουν στους ίδιους τους εργάτες, όπως στο Ροτσντέιλ, για παράδειγμα.^17 [MECW 37, σσ. 88–89]
^a Βλ. την παρούσα έκδοση, τόμος 35, σ. 330.
^17 Το 1844, εργάτες στην πόλη Ροτσντέιλ (στη βιομηχανική περιφέρεια του Λάνκασιρ), επηρεασμένοι από τις ιδέες του Όουεν, ανέλαβαν την πρωτοβουλία να οργανώσουν έναν καταναλωτικό συνεταιρισμό, την Εταιρεία Ισότιμων Πρωτοπόρων του Ροτσντέιλ (Rochdale Equitable Pioneers' Society), η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για εργατικούς συνεταιρισμούς στην Αγγλία και σε άλλες χώρες. Οι εργατικοί συνεταιρισμοί συνδύαζαν συχνά παραγωγικές λειτουργίες με τις δραστηριότητές τους ως καταναλωτικοί συνεταιρισμοί. [MECW 37, σ. 904]
Εκείνο το τμήμα της κοινωνίας, το οποίο μέσω της κατανομής εργασίας τυχαίνει να απασχολεί την εργασία του στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, πρέπει να λάβει ένα ισοδύναμο σε κοινωνική εργασία ενσωματωμένη σε προϊόντα που ικανοποιούν τις δικές του ανάγκες. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του συνολικού κοινωνικού χρόνου εργασίας που εφαρμόζεται σε ένα κοινωνικό προϊόν —δηλαδή του αναλογικού μέρους της συνολικής κοινωνικής εργατικής δύναμης που κατανέμεται για την παραγωγή αυτού του προϊόντος ή του όγκου που κατέχει η παραγωγή του στο σύνολο της παραγωγής— αφενός, και του όγκου με τον οποίο η κοινωνία επιδιώκει να ικανοποιήσει την ανάγκη που καλύπτεται από το συγκεκριμένο προϊόν, αφετέρου, είναι συμπτωματική και όχι αναγκαία. Κάθε επιμέρους προϊόν ή κάθε συγκεκριμένη ποσότητα ενός εμπορεύματος μπορεί, βέβαια, να περιέχει μόνο την κοινωνική εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του· και από αυτήν την άποψη, η αγοραία του αξία αντιπροσωπεύει μόνο αναγκαία εργασία. Εάν όμως το εμπόρευμα αυτό έχει παραχθεί σε ποσότητα που υπερβαίνει τις υφιστάμενες κοινωνικές ανάγκες, τότε τόσος κοινωνικός χρόνος εργασίας έχει σπαταληθεί και η μάζα του εμπορεύματος εκπροσωπεί μια πολύ μικρότερη ποσότητα [κοινωνικής εργασίας] στην αγορά απ’ όση ενσωματώνεται στην πραγματικότητα σ’ αυτήν. (Μόνον όταν η παραγωγή τελεί υπό τον πραγματικό, προκαθοριστικό έλεγχο της κοινωνίας, αυτή καθιερώνει μια σχέση μεταξύ του όγκου κοινωνικού χρόνου εργασίας που εφαρμόζεται στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων και του όγκου της κοινωνικής ανάγκης που αυτά καλούνται να ικανοποιήσουν.) [MECW 37, σ. 186]
Έχουμε δει ότι η αυξανόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου συνεπάγεται την αυξανόμενη συγκέντρωσή του. Έτσι αυξάνεται η δύναμη του κεφαλαίου, η αλλοτρίωση των όρων της κοινωνικής παραγωγής, που προσωποποιούνται στον καπιταλιστή, από τους πραγματικούς παραγωγούς. Το κεφάλαιο εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο ως κοινωνική δύναμη, της οποίας φορέας είναι ο καπιταλιστής. Αυτή η κοινωνική δύναμη δεν έχει πλέον καμία δυνατή αναλογία με αυτό που μπορεί να δημιουργήσει η εργασία ενός μεμονωμένου ατόμου. Γίνεται μια αλλοτριωμένη, ανεξάρτητη, κοινωνική δύναμη, η οποία αντιπαρατίθεται στην κοινωνία ως αντικείμενο – και ως αντικείμενο που αποτελεί την πηγή ισχύος του καπιταλιστή. Η αντίφαση ανάμεσα, αφενός, στη γενική κοινωνική δύναμη στην οποία αναπτύσσεται το κεφάλαιο, και, αφετέρου, στην ιδιωτική εξουσία των μεμονωμένων καπιταλιστών επί αυτών των κοινωνικών όρων παραγωγής, καθίσταται όλο και περισσότερο ασυμφιλίωτη· και όμως, περιέχει εντός της τη λύση του προβλήματος, διότι προϋποθέτει ταυτοχρόνως τον μετασχηματισμό των όρων παραγωγής σε γενικούς, κοινούς, κοινωνικούς όρους. Αυτός ο μετασχηματισμός προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, και από τους τρόπους και τα μέσα μέσω των οποίων λαμβάνει χώρα αυτή η ανάπτυξη. [MECW 37, σ. 263]
Ίδρυση εταιρειών μετοχικού κεφαλαίου. Μέσω αυτών:
[MECW 37, σσ. 434–35]
Έτσι, σε αυτόν τον κλάδο, που αποτελεί τη βάση ολόκληρης της χημικής βιομηχανίας, ο ανταγωνισμός έχει αντικατασταθεί από το μονοπώλιο στην Αγγλία, και έχει στρωθεί, με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο, ο δρόμος για την μελλοντική απαλλοτρίωση εκ μέρους ολόκληρης της κοινωνίας, του έθνους. [MECW 37, σ. 436]
Τα συνεταιριστικά εργοστάσια των ίδιων των εργατών αντιπροσωπεύουν, εντός της παλαιάς μορφής, τους πρώτους βλαστούς του νέου, αν και, φυσικά, αναπαράγουν και πρέπει να αναπαράγουν σε κάθε σημείο της πραγματικής τους οργάνωσης όλες τις αδυναμίες του κυρίαρχου συστήματος. Ωστόσο, η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας υπερβαίνεται σε αυτά, έστω και αρχικά μόνον μέσω της καθιέρωσης των συνεταιρισμένων εργατών ως των δικών τους καπιταλιστών, δηλαδή μέσω της δυνατότητας να χρησιμοποιούν οι ίδιοι τα μέσα παραγωγής για την απασχόληση της δικής τους εργασίας. Δείχνουν πώς ένας νέος τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται φυσικά από έναν παλαιό, όταν η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και των αντίστοιχων μορφών κοινωνικής παραγωγής έχει φτάσει σε ένα συγκεκριμένο στάδιο. Χωρίς το εργοστασιακό σύστημα που αναδύεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν συνεταιριστικά εργοστάσια. Ούτε αυτά θα μπορούσαν να αναπτυχθούν χωρίς το πιστωτικό σύστημα, που επίσης προκύπτει από τον ίδιο τρόπο παραγωγής. Το πιστωτικό σύστημα είναι όχι μόνο η κύρια βάση για τον σταδιακό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε καπιταλιστικές μετοχικές εταιρείες, αλλά προσφέρει εξίσου και τα μέσα για τον βαθμιαίο εκτεταμένο μετασχηματισμό των συνεταιριστικών επιχειρήσεων σε εθνική κλίμακα. Οι καπιταλιστικές μετοχικές εταιρείες, όπως και τα συνεταιριστικά εργοστάσια, πρέπει να θεωρούνται ως μεταβατικές μορφές από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής προς τον συνεταιρισμένο – με τη διαφορά ότι η αντίθεση επιλύεται αρνητικά στη μία περίπτωση και θετικά στην άλλη. [MECW 37, σ. 438]
Το πιστωτικό σύστημα εμφανίζεται ως ο κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της υπερκερδοσκοπίας στο εμπόριο, ακριβώς επειδή η διαδικασία της αναπαραγωγής, η οποία είναι από τη φύση της ελαστική, εξωθείται εδώ στα ακραία της όρια· και εξωθείται έτσι διότι ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου τίθεται σε λειτουργία από άτομα που δεν είναι ιδιοκτήτες του και, επομένως, ενεργούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος σταθμίζει με αγωνία τα όρια του ιδιωτικού του κεφαλαίου καθόσον το διαχειρίζεται ο ίδιος. Αυτό απλώς αποδεικνύει το γεγονός ότι η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου, βασισμένη στον αντιφατικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, επιτρέπει μια πραγματική ελεύθερη ανάπτυξη {439} μόνο μέχρι ένα ορισμένο σημείο, και συνεπώς συνιστά εσωτερικό δεσμό και φραγμό της παραγωγής, που διαρκώς παραβιάζεται από το πιστωτικό σύστημα. Συνεπώς, το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την εδραίωση της παγκόσμιας αγοράς. Είναι η ιστορική αποστολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να ανυψώσει αυτά τα υλικά θεμέλια της νέας μορφής παραγωγής σε ένα ορισμένο επίπεδο τελειοποίησης. Ταυτοχρόνως, το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει τις βίαιες εκρήξεις αυτής της αντίφασης — τις κρίσεις — και κατά συνέπεια τα στοιχεία αποσύνθεσης του παλαιού τρόπου παραγωγής.
Τα δύο χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν στο πιστωτικό σύστημα είναι, αφενός, η ανάπτυξη του κινήτρου της καπιταλιστικής παραγωγής — του πλουτισμού μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων — στην καθαρότερη και πλέον γιγαντιαία μορφή τζόγου και απάτης, και η ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου στα χέρια ελαχίστων· και, αφετέρου, η συγκρότησή του ως μορφής μετάβασης σε έναν νέο τρόπο παραγωγής. Αυτή η διφυής φύση του είναι που προσδίδει στους βασικούς απολογητές του πιστωτικού συστήματος, από τον Law έως τον Isaac Péreire, εκείνον τον ευχάριστο χαρακτήρα του υβριδίου απατεώνα και προφήτη. [MECW 37, σσ. 438-9]
Αυτό είναι προσδιορισμός από την αγοραία αξία, όπως αυτή επιβάλλεται, στη βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω του ανταγωνισμού· και ο ανταγωνισμός δημιουργεί μια ψευδή κοινωνική αξία. Αυτή προκύπτει από τον νόμο της αγοραίας αξίας, στον οποίον υπόκεινται και τα προϊόντα της γης. Ο καθορισμός της αγοραίας αξίας των προϊόντων, και συνεπώς και των αγροτικών προϊόντων, είναι μία κοινωνική πράξη — πλην όμως ασυνείδητη και ακούσια. Εδράζεται αναγκαστικά στην ανταλλακτική αξία του προϊόντος, όχι στο έδαφος και στις διαφορές της γονιμότητάς του. Εάν υποθέσουμε ότι η καπιταλιστική μορφή της κοινωνίας έχει καταργηθεί και ότι η κοινωνία έχει οργανωθεί ως ενσυνείδητος και σχεδιασμένος συνεταιρισμός, τότε τα 10 τέταρτα (quarters) θα αντιπροσώπευαν ποσότητα ανεξάρτητου εργάσιμου χρόνου ίση με εκείνη που εμπερικλείεται σε 240 σελίνια. Η κοινωνία δεν θα αγόραζε πλέον το αγροτικό αυτό προϊόν σε δυόμισι φορές τον πραγματικό εργάσιμο χρόνο που ενσωματώνεται σε αυτό και, κατά συνέπεια, θα κατέρρεε η βάση για μια τάξη γαιοκτημόνων. Αυτό θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με μια μείωση της τιμής του προϊόντος κατά το ίδιο ποσό που θα προέκυπτε από εισαγωγές από το εξωτερικό. Συνεπώς, αν και είναι αληθές ότι, διατηρώντας τον σημερινό τρόπο παραγωγής αλλά θεωρώντας ότι το διαφορικό ενοίκιο καταβάλλεται στο κράτος, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων θα παρέμεναν ίδιες, συνυπολογίζοντας όλες τις λοιπές σταθερές, είναι εντούτοις εσφαλμένο να λέγεται ότι η αξία των προϊόντων θα παρέμενε ίδια εάν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είχε υπερβεί εαυτόν υπό τη μορφή της συνεταιριστικής παραγωγής. Η ταύτιση της αγοραίας τιμής για εμπορεύματα του ίδιου είδους είναι η μορφή με την οποία ο κοινωνικός χαρακτήρας της αξίας επιβάλλεται στη βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και γενικώς οποιασδήποτε παραγωγής βασισμένης στην ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ ατόμων. Εκείνο το οποίο η κοινωνία υπερπληρώνει για τα αγροτικά προϊόντα ως καταναλωτής — δηλαδή το αρνητικό στοιχείο ως προς την πραγμάτωση του εργάσιμου χρόνου της στην αγροτική παραγωγή — μετατρέπεται σήμερα σε θετικό στοιχείο για ένα τμήμα της κοινωνίας: για τους γαιοκτήμονες. [MECW 37, 654]
Είδαμε επίσης ότι το κεφάλαιο — και ο καπιταλιστής είναι απλώς το κεφάλαιο προσωποποιημένο και λειτουργεί στη διαδικασία της παραγωγής αποκλειστικά ως αντιπρόσωπος του κεφαλαίου — αποσπά, μέσω της αντίστοιχης κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής, μια ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας από τους άμεσους παραγωγούς, δηλαδή τους εργάτες· το κεφάλαιο αποκτά αυτή την υπερεργασία χωρίς αντάλλαγμα και, στην ουσία, αυτή παραμένει πάντοτε καταναγκαστική εργασία — ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο φαίνεται να προκύπτει από ελεύθερη συμβατική συμφωνία. Αυτή η υπερεργασία εμφανίζεται ως υπεραξία, και η υπεραξία αυτή υπάρχει ως υπερπροϊόν. Η υπερεργασία εν γένει — ως εργασία που παρέχεται πέραν των δεδομένων αναγκών — πρέπει να υφίσταται πάντοτε. Στον καπιταλιστικό, όπως και στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής κ.λπ., απλώς λαμβάνει μια ανταγωνιστική μορφή και συνοδεύεται από την πλήρη αεργία μιας κοινωνικής τάξης. Μια ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας είναι αναγκαία ως ασφάλεια έναντι ατυχημάτων, και από την ανάγκη της προοδευτικής επέκτασης της διαδικασίας αναπαραγωγής σύμφωνα με την ανάπτυξη των αναγκών και την αύξηση του πληθυσμού· αυτό ονομάζεται «συσσώρευση» από τη σκοπιά του καπιταλιστή. Είναι μία από τις εκπολιτιστικές όψεις του κεφαλαίου ότι επιβάλλει αυτήν την υπερεργασία με τρόπο και υπό όρους που είναι ευνοϊκότεροι για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, των κοινωνικών σχέσεων και τη δημιουργία των στοιχείων μιας νέας και ανώτερης μορφής από τις προηγούμενες μορφές δουλείας, δουλοπαροικίας κ.λπ. Έτσι, γεννά μια βαθμίδα στην οποία, αφενός, η καταναγκαστική μονοπώληση της κοινωνικής ανάπτυξης (συμπεριλαμβανομένων των υλικών και πνευματικών της πλεονεκτημάτων) από ένα μέρος της κοινωνίας σε βάρος του άλλου εξαλείφεται· αφετέρου, δημιουργεί τα υλικά μέσα και τα εμβρυακά θεμέλια, που καθιστούν δυνατή — σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας — τη σύνδεση αυτής της υπερεργασίας με τη μέγιστη δυνατή μείωση του χρόνου που αφιερώνεται στη γενική υλική εργασία. Διότι, αναλόγως της ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας, η υπερεργασία μπορεί να είναι μεγάλη εντός μικρής συνολικής εργάσιμης ημέρας, και σχετικά μικρή σε μεγάλη εργάσιμη ημέρα. Εάν ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος = 3 και η υπερεργασία = 3, τότε η συνολική εργάσιμη ημέρα = 6 και ο λόγος υπερεργασίας = 100%. Εάν η αναγκαία εργασία = 9 και η υπερεργασία = 3, τότε η συνολική εργάσιμη ημέρα = 12 και ο λόγος υπερεργασίας μόλις 33⅓%. Στην περίπτωση αυτή, εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας πόση αξία χρήσης θα παραχθεί εντός δεδομένου χρόνου και, επομένως, και εντός δεδομένου χρόνου υπερεργασίας. Ο πραγματικός πλούτος της κοινωνίας και η δυνατότητα συνεχούς επέκτασης της διαδικασίας αναπαραγωγής της δεν εξαρτώνται λοιπόν από τη διάρκεια της υπερεργασίας, αλλά από την παραγωγικότητά της και τις περισσότερο ή λιγότερο εύφορες συνθήκες παραγωγής υπό τις οποίες πραγματοποιείται. Στην πραγματικότητα, το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει μόνο εκεί όπου παύει η εργασία που καθορίζεται από την αναγκαιότητα και τις βιοτικές ανάγκες· εξ ου και η ίδια η φύση των πραγμάτων το τοποθετεί εκτός του πεδίου της υλικής παραγωγής καθαυτής. Όπως ο άγριος παλεύει με τη φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, να διατηρήσει και να αναπαραγάγει τη ζωή του, έτσι πρέπει να κάνει και ο πολιτισμένος άνθρωπος — και αυτό ισχύει για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς και κάτω από όλους τους δυνατούς τρόπους παραγωγής. Με την ανάπτυξή του, το βασίλειο αυτό της φυσικής αναγκαιότητας επεκτείνεται λόγω της επέκτασης των αναγκών του· πλην όμως ταυτόχρονα αυξάνονται και οι παραγωγικές δυνάμεις που ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες. Η ελευθερία σ’ αυτό το πεδίο δεν μπορεί να συνίσταται παρά μόνο στο ότι ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί, ρυθμίζουν ορθολογικά την ανταλλαγή τους με τη φύση, την υπάγουν στον συλλογικό τους έλεγχο αντί να κυριαρχούνται από αυτήν ως από τυφλές φυσικές δυνάμεις· και το επιτυγχάνουν αυτό με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη ενέργειας και υπό συνθήκες που είναι οι πιο ευνοϊκές και άξιες της ανθρώπινης φύσης τους. Παρ’ όλα αυτά, το πεδίο αυτό παραμένει πεδίο της αναγκαιότητας. Πέραν αυτού αρχίζει η ανάπτυξη της ανθρώπινης ενέργειας που αποτελεί σκοπό καθαυτό· το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας, το οποίο, ωστόσο, μπορεί να ανθήσει μόνο πάνω σε αυτό το βασίλειο της αναγκαιότητας ως βάση του. Η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας αποτελεί την προϋπόθεση του βασιλείου της ελευθερίας. [MECW 37, σσ. 806-07]
Δεύτερον, μετά την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά με τη διατήρηση της κοινωνικής παραγωγής, η καθοριστικότητα της αξίας εξακολουθεί να επικρατεί με την έννοια ότι η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου και η κατανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες παραγωγικές ομάδες—τελικά, η λογιστική καταγραφή όλων αυτών—καθίστανται πιο ουσιώδεις από ποτέ. [MECW 37, σ. 838]
Η πραγματική δυσκολία στη συγκρότηση των γενικών εννοιών της προσφοράς και της ζήτησης είναι ότι φαίνεται πως καταλήγουμε σε έναν ταυτολογικό ορισμό. Ας πάρουμε πρώτα την προσφορά, δηλαδή το προϊόν που είναι πράγματι προς πώληση στην αγορά (ή μπορεί να παραδοθεί σε αυτή· για να μην εμπλακούμε σε εντελώς άχρηστες λεπτομέρειες, αναφερόμαστε εδώ στη μάζα της ετήσιας παραγωγής ή αναπαραγωγής σε κάθε συγκεκριμένο κλάδο βιομηχανίας και αγνοούμε, συνεπώς, τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα που διαθέτουν διάφορα εμπορεύματα να αποσύρονται από την αγορά και, όσον αφορά την κατανάλωσή τους, να διατηρούνται για μεταγενέστερο έτος κ.λπ.).
Αυτή η ετήσια παραγωγή ή αναπαραγωγή εκφράζεται πρώτον ως ορισμένη ποσότητα, είτε με συνεχή είτε με διακριτό μέτρο, αναλόγως με το αν το εμπόρευμα μετριέται συνεχώς ή διακριτά· δεν είναι απλώς τα χρήσιμα αντικείμενα που ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες, αλλά τα χρήσιμα αντικείμενα τα οποία είναι διαθέσιμα στην αγορά σε συγκεκριμένη κλίμακα.
Δεύτερον, ωστόσο, αυτή η ποσότητα εμπορευμάτων φέρει μια συγκεκριμένη αγοραία αξία, η οποία μπορεί να εκφραστεί είτε στην αγοραία αξία του εμπορεύματος είτε στη μονάδα που χρησιμοποιείται ως μέτρο. Δεν υπάρχει καμία αναγκαία σύνδεση μεταξύ της ποσοτικής μάζας των εμπορευμάτων στην αγορά και της αγοραίας αξίας τους, αφού ορισμένα εμπορεύματα έχουν γενικά υψηλή αξία και άλλα γενικά χαμηλή· έτσι, ένα δεδομένο άθροισμα αξίας μπορεί να [297] εκφράζεται (να εκπροσωπείται) σε μια πολύ μικρή ποσότητα του ενός είδους και σε μια πολύ μεγάλη ποσότητα του άλλου είδους.
Ανάμεσα στην ποσότητα των εμπορευμάτων > (χρηστικών αξιών, ειδών) < που βρίσκονται στην αγορά και στην αγοραία αξία αυτών των ειδών υπάρχει μόνο αυτή η σύνδεση: με βάση ένα δεδομένο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, η παραγωγή μιας συγκεκριμένης ποσότητας ειδών απαιτεί μια συγκεκριμένη ποσότητα κοινωνικού εργάσιμου χρόνου σε κάθε επιμέρους σφαίρα παραγωγής, ακόμη κι αν αυτή η αναλογία διαφέρει σημαντικά από τη μία σφαίρα παραγωγής στην άλλη και δεν έχει καμία εσωτερική σχέση με τη χρησιμότητα των ειδών ή τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της χρηστικής τους αξίας.
Εφόσον όλα τα άλλα παραμένουν ίσα, αν η ποσότητα /a/ ενός ορισμένου είδους εμπορεύματος κοστίζει χρόνο εργασίας /b/, τότε η ποσότητα /na/ κοστίζει χρόνο εργασίας /nb/.
Καθόσον μια κοινωνία επιθυμεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της και να παραχθεί ένα είδος > που ικανοποιεί μια κοινωνική ανάγκη, < πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό.
Στην πράξη—δεδομένου ότι η παραγωγή εμπορευμάτων προϋποθέτει τον καταμερισμό της εργασίας—η κοινωνία προπληρώνει αυτά τα είδη κατευθύνοντας στην παραγωγή τους μια συγκεκριμένη ποσότητα του εργάσιμου χρόνου που έχει στη διάθεσή της, > δηλαδή μια συγκεκριμένη ποσότητα του κοινωνικού εργάσιμου χρόνου που έχει στη διάθεσή της. <
Το τμήμα της κοινωνίας που έχει ως καθήκον, στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, να δαπανήσει την εργασία του στην παραγωγή αυτών των συγκεκριμένων ειδών, πρέπει να λάβει ένα ισοδύναμο σε κοινωνική εργασία, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται από τα είδη που ικανοποιούν τις ανάγκες του.
Αλλά δεν υπάρχει καμία αναγκαία > και καθορισμένη < (μόνο συμπτωματική) σύνδεση ανάμεσα, αφενός, στη συνολική ποσότητα της κοινωνικής εργασίας που δαπανάται για ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντος > — (εδώ πρόκειται όχι για τον εργάσιμο χρόνο που είναι αναγκαίος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αριθμού εμπορευμάτων ή ποσότητας εμπορεύματος, π.χ. ενός σπιτιού ή ενός τετάρτου σιταριού, αλλά για το σχετικό μέρος του συνολικού εργάσιμου χρόνου που δαπανά η κοινωνία για την παραγωγή σπιτιών ή σιταριού) — < και, αφετέρου, στην αναλογία κατά την οποία η κοινωνία επιζητεί την ικανοποίηση |187| της ανάγκης που ικανοποιείται από αυτό το συγκεκριμένο είδος.
Ακόμα κι αν ένα επιμέρους είδος ή μια συγκεκριμένη ποσότητα ενός είδους εμπορεύματος περιέχει απλώς την κοινωνική εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του, και υπό αυτή την έννοια η αγοραία αξία του εμπορεύματος αυτού δεν εκπροσωπεί παρά μόνο την αναγκαία εργασία, > αν παραχθεί υπερβολικά πολύ από το εν λόγω εμπόρευμα, αν παραχθεί περισσότερο απ’ όσο απαιτείται με βάση τις δεδομένες συνθήκες της κοινωνικής ανάγκης, < τότε ένα μέρος του κοινωνικού εργάσιμου χρόνου έχει σπαταληθεί, και η μάζα των σχετικών εμπορευμάτων στην αγορά θα εκπροσωπεί πολύ μικρότερη ποσότητα κοινωνικής εργασίας από αυτή που πράγματι περιέχει.
(Μόνον όταν η παραγωγή υπαχθεί στον αυθεντικό, προγενέστερο κοινωνικό έλεγχο θα μπορέσει η κοινωνία να καθορίσει τη σύνδεση ανάμεσα στην ποσότητα (την έκταση) του κοινωνικού εργάσιμου χρόνου που εφαρμόζεται στην παραγωγή συγκεκριμένων ειδών και την κλίμακα της κοινωνικής ανάγκης που πρέπει να ικανοποιηθεί μέσω αυτών των ειδών.)
Αυτά τα εμπορεύματα, αν δεν είναι εντελώς αδιάθετα, πρέπει συνεπώς να εκποιηθούν σε τιμή κατώτερη [298] της αγοραίας αξίας τους.
Το αντίστροφο ισχύει αν η ποσότητα της κοινωνικής εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου είδους εμπορεύματος είναι υπερβολικά μικρή σε σχέση με τη συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη που πρόκειται να ικανοποιηθεί.
Αν όμως ο όγκος της κοινωνικής εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου είδους αντιστοιχεί σε κλίμακα προς τη κοινωνική ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί, έτσι ώστε η παραγόμενη ποσότητα να ανταποκρίνεται στο σύνηθες μέτρο παραγωγής και αναπαραγωγής, τότε το εμπόρευμα θα πουληθεί στην αγοραία αξία του.
Η ανταλλαγή εμπορευμάτων στην αξία τους > —ή η πώληση των εμπορευμάτων στην αξία τους, που είναι απλώς μια άλλη μορφή του ίδιου πράγματος— < είναι ο ορθολογικός, φυσικός νόμος ισορροπίας μεταξύ τους· αυτός είναι ο θεμέλιος κανόνας με βάση τον οποίον πρέπει να εξηγηθούν οι αποκλίσεις, και όχι το αντίστροφο: ο νόμος δεν πρέπει να συναχθεί από τις αποκλίσεις. > [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, σσ. 296–8]
Η συγκρότηση των μετοχικών εταιρειών. Αυτή περιλαμβάνει:
1. Μια τεράστια επέκταση της κλίμακας παραγωγής και επιχειρήσεις που θα ήταν αδύνατες για τα επιμέρους κεφάλαια· ταυτοχρόνως, επιχειρήσεις που ήταν προηγουμένως κρατικές καθίστανται κοινωνικές.
2. Το κεφάλαιο, το οποίο στηρίζεται εκ φύσεως σε μια κοινωνική μορφή παραγωγής και προϋποθέτει κοινωνική συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και των εργατικών δυνάμεων, αποκτά τώρα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων προσώπων), σε αντιπαράθεση προς το ιδιωτικό κεφάλαιο, και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται ως κοινωνικές επιχειρήσεις, σε αντιπαράθεση προς τις ιδιωτικές. Πρόκειται για την κατάργηση [Aufhebung] του κεφαλαίου ως ιδιωτικής ιδιοκτησίας εντός των ορίων του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
3. Τη μετατροπή των λειτουργούντων καπιταλιστών σε απλούς διευθυντές (του κεφαλαίου άλλων) και των ιδιοκτητών κεφαλαίου σε απλούς ιδιοκτήτες περιουσίας, απλούς καπιταλιστές χρηματικού κεφαλαίου, ακόμη κι όταν τα μερίσματα που αντλούν περιλαμβάνουν τόσο τόκο όσο και επιχειρηματικό κέρδος, δηλαδή ολικό κέρδος (καθώς ο μισθός του διευθυντή είναι ή θα έπρεπε να είναι απλώς ο μισθός για μια ορισμένη μορφή ειδικευμένης εργασίας, προσδιοριζόμενος από την αγορά εργασίας όπως και κάθε άλλη εργασία), εξακολουθεί να αποδίδεται μόνο υπό τη μορφή του τόκου, δηλαδή ως απλή ανταμοιβή για την ιδιοκτησία κεφαλαίου, η οποία πλέον είναι πλήρως διαχωρισμένη από τη λειτουργία της στη διαδικασία της πραγματικής παραγωγής, όπως και αυτή η λειτουργία, στο πρόσωπο του διευθυντή, είναι διαχωρισμένη από την ιδιοκτησία κεφαλαίου. Το κέρδος, λοιπόν, εμφανίζεται (και όχι πλέον μόνο το τμήμα του, ο τόκος, που έβρισκε τη δικαιολόγησή του στο κέρδος του δανειζόμενου) απλώς ως ιδιοποίηση της υπερεργασίας άλλων, η οποία απορρέει από τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κεφάλαιο, δηλαδή από τον αλλοτριωτικό [Entfremdung] χαρακτήρα τους· από την αντίθεσή τους, ως ιδιοκτησία άλλου, έναντι των άμεσων παραγωγών, γεγονός που περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα από τον διευθυντή μέχρι τον κατώτερο μισθωτό εργάτη. Στις μετοχικές εταιρείες, η λειτουργία διαχωρίζεται από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, ενώ [537] η εργασία διαχωρίζεται πλήρως από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της υπερεργασίας. Αυτό το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής στο ανώτατο στάδιό της συνιστά ένα αναγκαίο σημείο μετάβασης προς τον μετασχηματισμό του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι πλέον ως ιδιωτική ιδιοκτησία των επιμέρους παραγωγών, αλλά ως ιδιοκτησία τους ως συνεταιρισμένων παραγωγών, ως άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία. Είναι επιπλέον ένα σημείο μετάβασης προς τον μετασχηματισμό όλων των λειτουργιών που προηγουμένως συνδέονταν με την ιδιοκτησία κεφαλαίου στη διαδικασία της αναπαραγωγής σε απλές λειτουργίες των συνεταιρισμένων παραγωγών, σε κοινωνικές λειτουργίες.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να σημειώσουμε το εξής οικονομικά σημαντικό γεγονός: Δεδομένου ότι το κέρδος εδώ προσλαμβάνει απλώς τη μορφή του τόκου, είναι δυνατές επιχειρήσεις που αποδίδουν απλώς έναν τόκο· κι αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους που καθυστερούν τη πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, αφού οι επιχειρήσεις αυτές, στις οποίες το σταθερό κεφάλαιο βρίσκεται σε τεράστια αναλογία προς το μεταβλητό, δεν εντάσσονται αναγκαστικά στην εξίσωση του γενικού ποσοστού κέρδους. Πρόκειται για την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και άρα για μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, η οποία εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως απλό σημείο μετάβασης σε έναν νέο τρόπο παραγωγής. Εμφανίζεται ως τέτοια αντίφαση ακόμη και φαινομενικά. Εγκαθιδρύει μονοπώλια σε ορισμένους τομείς και έτσι προκαλεί κρατική παρέμβαση. Αναπαράγει μια νέα χρηματοπιστωτική αριστοκρατία, ένα νέο σινάφι παρασίτων υπό τη μορφή χρηματιστών και διευθυντών εταιρειών (απλώς ονομαστικών διαχειριστών)· ένα ολόκληρο σύστημα απάτης και εξαπάτησης όσον αφορά την έκδοση και διακίνηση μετοχών. Είναι ιδιωτική παραγωγή ανεξέλεγκτη από την ιδιωτική ιδιοκτησία.
|327| Πέραν του συστήματος των μετοχικών εταιρειών – το οποίο είναι κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιωτικής βιομηχανίας στη βάση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και το οποίο καταστρέφει την ιδιωτική βιομηχανία στον ίδιο βαθμό που εξαπλώνεται και καταλαμβάνει νέες σφαίρες παραγωγής – η πίστη παρέχει στον επιμέρους καπιταλιστή ή στον υποτιθέμενο καπιταλιστή απόλυτη εξουσία επί του κεφαλαίου άλλων και της περιουσίας άλλων, εντός ορισμένων ορίων (και, μέσω αυτών, εξουσία επί της εργασίας άλλων). Είναι η διάθεση κοινωνικού κεφαλαίου, [538] και όχι του δικού του, που του παρέχει εξουσία επί της κοινωνικής εργασίας. Το πραγματικό κεφάλαιο που διαθέτει κάποιος ή το «τεκμαιρόμενο κεφάλαιο» του καθίσταται η βάση για την οικοδόμηση μιας υπερδομής πίστωσης. (Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στο χονδρεμπόριο, από το οποίο περνά το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού πλούτου.) Όλα τα μέτρα και οι εξηγήσεις που ήταν ακόμη λίγο-πολύ έγκυρα εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παύουν πλέον να ισχύουν. Αυτό που ρισκάρει ο έμπορος με πίστωση είναι κοινωνική περιουσία, όχι δική του. Το ίδιο παράλογη είναι πλέον και κάθε αναφορά στην αποταμίευση (saving), αφού αυτό που απαιτείται τώρα είναι να αποταμιεύσουν άλλοι εκ μέρους του· ενώ ο πολυτελής τρόπος ζωής του καθιστά γελοία κάθε αναφορά σε αποχή (abstinence). Αντιλήψεις που είχαν ακόμη κάποιο νόημα σε ένα λιγότερο αναπτυγμένο στάδιο της καπιταλιστικής παραγωγής καθίστανται πλέον πλήρως άνευ νοήματος. Η επιτυχία και η αποτυχία οδηγούν και στις δύο περιπτώσεις σε συγκέντρωση κεφαλαίου και άρα σε απαλλοτρίωση, σε τεράστια κλίμακα. Η απαλλοτρίωση αυτή εκτείνεται πλέον από τους άμεσους παραγωγούς μέχρι και τους μικρούς και μεσαίους καπιταλιστές. Η απαλλοτρίωση αυτή είναι το σημείο εκκίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του οποίου ο σκοπός είναι να την ολοκληρώσει και, στην τελική ανάλυση, να απαλλοτριώσει όλα τα άτομα από τα μέσα παραγωγής – τα οποία, με την ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής, παύουν να είναι μέσα ατομικής παραγωγής και προϊόντα ατομικής βιομηχανίας και μπορούν να παραμείνουν μέσα παραγωγής μόνο στα χέρια των συνεταιρισμένων παραγωγών, άρα ως κοινωνική τους ιδιοκτησία, όπως είναι και το κοινωνικό τους προϊόν. Εντός του καπιταλιστικού συστήματος, όμως, αυτή η απαλλοτρίωση προσλαμβάνει τη διαμετρικά αντίθετη μορφή της ιδιοποίησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας από λίγους· και η πίστη προσδίδει σε αυτούς τους λίγους όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα απλών τυχοδιωκτών. Δεδομένου ότι η ιδιοκτησία υπάρχει πλέον υπό τη μορφή μετοχών, η κίνησή της και η μεταβίβασή της γίνονται απλώς αποτέλεσμα συναλλαγών στο χρηματιστήριο, όπου τα μικρά ψάρια καταπίνονται από καρχαρίες και τα πρόβατα από λύκους. Στο σύστημα των μετοχικών εταιρειών, υπάρχει ήδη μια σύγκρουση με αυτή την παλαιά μορφή, αλλά το ίδιο το σύστημα των μετοχικών εταιρειών, εντός των καπιταλιστικών του ορίων, οδηγεί σε μια νέα ανάπτυξη της αντίθεσης μεταξύ του χαρακτήρα του πλούτου ως κοινωνικού και του πλούτου ως ιδιωτικής υπόθεσης. Τα συνεταιριστικά εργοστάσια που διοικούνται από τους ίδιους τους εργάτες είναι, εντός της παλαιάς μορφής, τα πρώτα παραδείγματα εμφάνισης μιας νέας μορφής, παρότι φυσικά αναπαράγουν – και οφείλουν να αναπαράγουν – σε κάθε περίπτωση, με την τρέχουσα οργάνωσή τους, όλα τα ελαττώματα του υπάρχοντος συστήματος. Η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ωστόσο, καταργείται εδώ εντός του εργοστασίου, έστω κι αν αρχικά μόνο υπό τη μορφή ότι οι εργάτες ενωμένοι είναι ο δικός τους καπιταλιστής, δηλαδή αξιοποιούν τα μέσα [539] παραγωγής για την αξιοποίηση της δικής τους εργασίας. Τα εργοστάσια αυτά δείχνουν πώς, σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και των κοινωνικών μορφών παραγωγής που τους αντιστοιχούν, ένας νέος τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται και σχηματίζεται φυσικά από τον παλαιό. Χωρίς το εργοστασιακό σύστημα που αναδύεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τα συνεταιριστικά εργοστάσια δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Ούτε θα μπορούσαν χωρίς το πιστωτικό σύστημα που έχει αναδυθεί από τον ίδιο τρόπο παραγωγής. Το πιστωτικό αυτό σύστημα, αφού αποτελεί την κύρια βάση για τον βαθμιαίο μετασχηματισμό των καπιταλιστικών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε καπιταλιστικές μετοχικές εταιρείες, προσφέρει με τον ίδιο τρόπο το μέσο για τη βαθμιαία επέκταση των συνεταιριστικών επιχειρήσεων σε μια λίγο-πολύ εθνική κλίμακα. Οι καπιταλιστικές μετοχικές εταιρείες όσο και τα συνεταιριστικά εργοστάσια πρέπει να ιδωθούν ως μορφές μετάβασης από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον συνεταιριστικό· με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση η αντίθεση καταργείται αρνητικά, ενώ στη δεύτερη θετικά. [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, 536-39]
Το τραπεζικό σύστημα, λόγω της τυπικής του οργάνωσης και συγκεντροποίησης, αποτελεί το πλέον τεχνητό και περίτεχνο προϊόν που έχει δημιουργηθεί από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Εξού και η τεράστια ισχύς που διαθέτει ένα ίδρυμα όπως η Τράπεζα της Αγγλίας επί του εμπορίου και της βιομηχανίας, ακόμη κι αν η πραγματική τους κίνηση παραμένει πλήρως εκτός της τροχιάς της και η ίδια φέρεται απολύτως παθητικά έναντί τους. Μια τέτοια τράπεζα παρέχει, ωστόσο, τη μορφή μιας γενικευμένης λογιστικής και διανομής των μέσων παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα, έστω και μόνο ως μορφή.
Έχουμε δει ότι το μέσο ποσοστό κέρδους του επιμέρους καπιταλιστή, ή κάποιου συγκεκριμένου κεφαλαίου, δεν καθορίζεται από την υπερεργασία που αυτό το κεφάλαιο αποσπά, αλλά από την ποσότητα κοινωνικής υπερεργασίας που αποσπά το συνολικό κεφάλαιο, από την οποία κάθε επιμέρους κεφάλαιο αντλεί τα μερίσματά του ως αναλογικό τμήμα του συνολικού κεφαλαίου. Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου [709] μεσολαβείται και πραγματώνεται πλήρως μόνο μέσω της πλήρους ανάπτυξης του συστήματος πίστωσης και του τραπεζικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη αυτή προχωρεί ακόμη περισσότερο: θέτει όλο το διαθέσιμο, και ακόμη και το δυνητικό κεφάλαιο της κοινωνίας που δεν έχει ήδη ενεργά δεσμευθεί, στη διάθεση των βιομηχανικών και εμπορικών καπιταλιστών, έτσι ώστε ούτε ο δανειστής ούτε ο χρήστης αυτού του κεφαλαίου να είναι οι κύριοι ή οι παραγωγοί του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταργεί τον ιδιωτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου και φέρει εντός του, αν και εν δυνάμει μόνο, την κατάργηση του ίδιου του κεφαλαίου.
Μέσω του τραπεζικού συστήματος, η διανομή του κεφαλαίου αφαιρείται από τα χέρια των ιδιωτών καπιταλιστών και των τοκογλύφων και καθίσταται μια ειδική επιχείρηση, μια κοινωνική λειτουργία. Ταυτόχρονα, όμως, το τραπεζικό σύστημα καθίσταται το πιο δραστήριο μέσο για να ωθείται η καπιταλιστική παραγωγή πέρα από τα δικά της όρια και ένα από τα πιο αποτελεσματικά οχήματα κρίσεων και απατών.
Με την υποκατάσταση διαφόρων μορφών κυκλοφοριακής πίστωσης αντί του χρήματος, το τραπεζικό σύστημα δείχνει ακόμη ότι το τελευταίο δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά μια ειδική έκφραση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και των προϊόντων της, η οποία, ως αντίθετη προς τη βάση της ιδιωτικής παραγωγής, πρέπει ωστόσο να παρουσιάζεται πάντοτε, στην τελική ανάλυση, ως πράγμα, ως ιδιαίτερο εμπόρευμα δίπλα σε άλλα ιδιαίτερα εμπορεύματα.
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύστημα πίστωσης θα λειτουργήσει ως ισχυρός μοχλός στη διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον τρόπο παραγωγής της συνεταιριστικής εργασίας· αλλά μόνο ως ένα στοιχείο σε συνάρτηση με άλλες μεγάλης κλίμακας οργανικές αλλαγές στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, οι ψευδαισθήσεις σχετικά με τη θαυματουργή δύναμη του συστήματος πίστωσης και των τραπεζών με σοσιαλιστική έννοια προκύπτουν από πλήρη άγνοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του συστήματος πίστωσης ως μιας από τις μορφές του.
Από τη στιγμή που τα μέσα παραγωγής παύουν να μετατρέπονται σε κεφάλαιο (κάτι που σημαίνει επίσης την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στη γη), η πίστωση, ως τέτοια, δεν έχει πια κανένα μέσο ύπαρξης· κάτι το οποίο, παρεμπιπτόντως, ακόμη και οι Σαιν-Σιμονιστές είχαν κατανοήσει.^169
^169 «Ο σκοπός της πίστωσης είναι ο εξής: σε μια κοινωνία όπου κάποιοι κατέχουν τα εργαλεία της βιομηχανίας χωρίς την ικανότητα ή τη θέληση να τα χρησιμοποιήσουν, ενώ άλλοι άνθρωποι, που είναι επιμελείς, δεν κατέχουν τα μέσα εργασίας, να καταστεί όσο το δυνατόν ευκολότερη η μεταβίβαση αυτών των μέσων από τα χέρια των πρώτων, των ιδιοκτητών, στα χέρια των δεύτερων, αυτών που ξέρουν να τα χρησιμοποιούν. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η πίστωση είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η ιδιοκτησία.» (Enfantin, 1831, σ. 45)
Κατά συνέπεια, η πίστωση εξαφανίζεται μαζί με αυτήν τη μορφή ιδιοκτησίας. [Επιπλέον αναφέρεται ότι] «αυτοί» (οι σημερινές τράπεζες) «θεωρούν πως προορίζονται να ακολουθούν την κίνηση που έχει ξεκινήσει από συναλλαγές εκτός του δικού τους πεδίου, αλλά όχι να της δίνουν οι ίδιες την ώθηση· με άλλα λόγια, οι τράπεζες παίζουν τον ρόλο του καπιταλιστή για τους εργάτες, στους οποίους προεξοφλούν».
Από την άλλη, όσο διατηρείται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, το τοκοφόρο κεφάλαιο διατηρείται ως μία από τις μορφές του, και μάλιστα ως βάση του συστήματος πίστωσης. Μόνο ο ίδιος «εντυπωσιακός συγγραφέας» (ο Προυντόν), που ήθελε να επιτρέψει τη συνέχιση της εμπορευματικής παραγωγής καταργώντας ταυτόχρονα το χρήμα, ήταν ικανός να συλλάβει την τερατωδία του δωρεάν δανεισμού (crédit gratuit), αυτή την ευσεβή ευχή που πηγάζει από τη μικροαστική οπτική. Αυτού του είδους οι αντιλήψεις είναι το φυσικό πεδίο όλων των δημαγωγών και εμπόρων χίμαιρας. [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, 708-10]
Από την οπτική μιας ανώτερης κοινωνικο-οικονομικής συγκρότησης, η ιδιωτική ιδιοκτησία επί της γης από μεμονωμένα άτομα θα φαίνεται εξίσου παράλογη όσο και η ιδιωτική ιδιοκτησία ενός ανθρώπου πάνω σε άλλον άνθρωπο. Ακόμη και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος ή όλες οι κοινωνίες που συνυπάρχουν ταυτόχρονα, δεν είναι οι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλώς οι κάτοχοί της, οι χρήστες της, και οφείλουν να την κληροδοτήσουν σε καλύτερη κατάσταση στις επόμενες γενιές ως boni patres familias [καλοί οικογενειάρχες]. [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, 763]
Η καπιταλιστική διαδικασία της παραγωγής είναι μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της διαδικασίας παραγωγής εν γένει, η οποία είναι τόσο διαδικασία παραγωγής των υλικών όρων ύπαρξης των μελών της κοινωνίας, της ανθρώπινης ζωής συνολικά, όσο και διαδικασία που εξελίσσεται μέσα σε ορισμένες ιστορικές και οικονομικές σχέσεις – σχέσεις παραγωγής – και η οποία αναπαράγει αυτές τις σχέσεις παραγωγής καθαυτές και μαζί τους το σύνολο των φορέων αυτής της παραγωγικής διαδικασίας, τους υλικούς όρους ύπαρξής τους και τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής τους, δηλαδή τη συγκεκριμένη οικονομική μορφή της κοινωνίας τους. Διότι η ολότητα αυτών των σχέσεων που έχουν οι φορείς αυτής της παραγωγής προς τη φύση και μεταξύ τους – οι σχέσεις μέσα στις οποίες παράγουν – συνιστούν την ίδια την κοινωνία, από την οπτική της οικονομικής της δομής.
Αυτή η παραγωγική διαδικασία λαμβάνει χώρα υπό ορισμένες υλικές συνθήκες, οι οποίες είναι ταυτόχρονα φορείς ορισμένων κοινωνικών σχέσεων στις οποίες εισέρχονται τα άτομα κατά τη διαδικασία αναπαραγωγής της ζωής τους. Οι συνθήκες αυτές, όπως και οι κοινωνικές σχέσεις, είναι αφενός οι προϋποθέσεις της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας, και αφετέρου τα αποτελέσματα και οι δημιουργίες της. Παράγονται και αναπαράγονται απ’ αυτήν.
Είδαμε ότι το κεφάλαιο, μέσα στη διαδικασία κοινωνικής παραγωγής που του αντιστοιχεί – όπου ο καπιταλιστής είναι απλώς προσωποποιημένο κεφάλαιο, ενεργεί δηλαδή στην παραγωγική διαδικασία ως φορέας του κεφαλαίου – αντλεί ένα ορισμένο ποσό υπερεργασίας από τους άμεσους παραγωγούς, δηλαδή τους εργάτες, υπερεργασία την οποία αποσπά χωρίς ανταλλάγματα και η οποία, εκ φύσεως, παραμένει πάντοτε καταναγκαστική εργασία, όσο κι αν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ελεύθερης συμβατικής συμφωνίας. Αυτή η υπερεργασία εκφράζεται σε υπεραξία και η υπεραξία υπάρχει υπό τη μορφή ενός υπερπροϊόντος.
(Υπερεργασία, υπό κάποια μορφή, πρέπει πάντοτε να υπάρχει, ως εργασία πέραν του μέτρου των δοσμένων αναγκών. Μόνον που στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως και στο δουλοκτητικό κ.ο.κ., παίρνει μια ανταγωνιστική μορφή και συμπληρώνεται από την καθαρή αεργία ενός τμήματος της κοινωνίας. Ένα ορισμένο ποσό υπερεργασίας απαιτείται ως ασφάλεια απέναντι στα τυχαία συμβάντα και για την προοδευτική επέκταση της διαδικασίας αναπαραγωγής, ώστε αυτή να συμβαδίζει με την ανάπτυξη των αναγκών και την πληθυσμιακή αύξηση – κάτι που από την καπιταλιστική σκοπιά αποκαλείται συσσώρευση.)
< Είναι μία από τις εκπολιτιστικές πλευρές του κεφαλαίου ότι αποσπά αυτήν την υπερεργασία κατά τρόπο και σε συνθήκες που είναι πιο ευνοϊκές για τις κοινωνικές σχέσεις και για τη δημιουργία των στοιχείων μιας νέας και ανώτερης μορφής κοινωνίας, απ’ ό,τι συνέβαινε στις προηγούμενες μορφές δουλείας, δουλοπαροικίας κ.λπ. Έτσι, αφενός οδηγεί προς ένα στάδιο όπου εξαφανίζεται ο καταναγκασμός και η μονοπώληση |529| της κοινωνικής εξέλιξης (με τα υλικά και πνευματικά της οφέλη) από ένα τμήμα της κοινωνίας σε βάρος του άλλου· αφετέρου δημιουργεί τα υλικά μέσα και τον πυρήνα για σχέσεις που επιτρέπουν η υπερεργασία να συνδυαστεί, σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, με μια μεγαλύτερη μείωση του συνολικού χρόνου που αφιερώνεται στην υλική εργασία.
Διότι, ανάλογα με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, η υπερεργασία μπορεί να είναι μεγάλη όταν η συνολική εργάσιμη ημέρα είναι σύντομη, και μικρή όταν η συνολική εργάσιμη ημέρα είναι μακρά. Αν ο αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι 3 ώρες και η υπερεργασία επίσης 3 ώρες, η συνολική εργάσιμη ημέρα είναι 6 ώρες και το ποσοστό υπερεργασίας είναι 100%. Αν ο αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι 9 ώρες και η υπερεργασία 3 ώρες, τότε η εργάσιμη ημέρα είναι 12 ώρες και το ποσοστό υπερεργασίας μόλις 33⅓%.
Δεύτερον, όμως, από την παραγωγικότητα της εργασίας κ.λπ. εξαρτάται πόση αξία χρήσης παράγεται εντός δεδομένου χρόνου, και επομένως εντός του χρόνου υπερεργασίας. Ο πραγματικός πλούτος της κοινωνίας και η δυνατότητα συνεχούς επέκτασης της διαδικασίας αναπαραγωγής της δεν εξαρτώνται επομένως από τη διάρκεια της υπερεργασίας, αλλά από την παραγωγικότητά της και από τις περισσότερο ή λιγότερο άφθονες συνθήκες παραγωγής υπό τις οποίες αυτή εκτελείται.
Πράγματι, το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει μόνο όταν τελειώσει η εργασία που καθορίζεται από την ανάγκη και την εξωτερική σκοπιμότητα· από τη φύση του, το βασίλειο αυτό βρίσκεται πέρα από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής καθαυτής. Όπως ο άγριος πρέπει να παλέψει με τη φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, να διατηρήσει και να αναπαράγει τη ζωή του, έτσι και ο πολιτισμένος άνθρωπος, και αυτό ισχύει σε όλες τις μορφές κοινωνίας και κάτω από όλους τους πιθανούς τρόπους παραγωγής. Αυτό το βασίλειο της φυσικής αναγκαιότητας διευρύνεται με την ανάπτυξή του, επειδή διευρύνονται και οι ανάγκες του· ταυτόχρονα, όμως, διευρύνονται και οι παραγωγικές δυνάμεις για την ικανοποίησή τους.
Η ελευθερία, εντός αυτής της σφαίρας, μπορεί να συνίσταται μόνο στο εξής: ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί, ρυθμίζουν τη μεταβολική αλληλεπίδρασή τους με τη φύση με ορθολογικό τρόπο, την φέρνουν υπό τον συλλογικό τους έλεγχο αντί να κυριαρχούνται από αυτήν ως από μια τυφλή δύναμη· επιτελούν αυτόν τον μεταβολισμό με την ελάχιστη δαπάνη ενέργειας και υπό συνθήκες πιο άξιες και πρόσφορες για την ανθρώπινη φύση τους. Όμως αυτό παραμένει πάντοτε ένα βασίλειο αναγκαιότητας. Το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας, η ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνάμεων ως αυτοσκοπός, αρχίζει πέραν αυτού· ωστόσο μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο έχοντας αυτό το βασίλειο της αναγκαιότητας ως τη βάση του. Η μείωση της εργάσιμης ημέρας είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση. [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, 884-86]
Δεύτερον, ακόμη και μετά την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η κοινωνική παραγωγή θα συνεχίσει να υφίσταται, και η προσδιοριστικότητα της αξίας θα εξακολουθήσει να ισχύει με την έννοια ότι η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου και η κατανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής θα καταστούν πιο ουσιώδεις από ποτέ, όπως και η τήρηση λογαριασμών επ’ αυτών. [Economic Manuscript of 1864-1865, 2016, 916]
Παραθέτω εδώ από τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου:
Η επικράτεια της ελευθερίας αρχίζει πραγματικά μόνον εκεί όπου τελειώνει η εργασία καθορισμένη από την αναγκαιότητα και την εξωτερική σκοπιμότητα· βρίσκεται εκ φύσεως πέρα από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής καθ’ εαυτήν. Όπως ο άγριος πρέπει να παλέψει με τη φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, να διατηρήσει και να αναπαραγάγει τη ζωή του, έτσι και ο πολιτισμένος άνθρωπος πρέπει να το πράττει αυτό σε όλες τις μορφές κοινωνίας και κάτω από όλους τους δυνατούς τρόπους παραγωγής. Αυτή η επικράτεια της φυσικής αναγκαιότητας διευρύνεται με την ανάπτυξή του, επειδή διευρύνονται και οι ανάγκες του· αλλά ταυτόχρονα διευρύνονται και οι παραγωγικές δυνάμεις για την ικανοποίησή τους.
Η ελευθερία, εντός αυτής της σφαίρας, δεν μπορεί να συνίσταται παρά μόνο στο ότι ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί, ρυθμίζουν τον ανθρώπινο μεταβολισμό με τη φύση κατά τρόπο ορθολογικό, τον φέρνουν υπό τον συλλογικό τους έλεγχο αντί να κυριαρχούνται από αυτόν ως από μια τυφλή δύναμη· και τον πραγματοποιούν με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη ενέργειας και υπό συνθήκες πλέον άξιες και κατάλληλες για την ανθρώπινη φύση τους. Αυτή, όμως, παραμένει πάντοτε μια σφαίρα αναγκαιότητας. Η αληθινή επικράτεια της ελευθερίας, η ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνάμεων ως σκοπός καθ’ εαυτόν, αρχίζει πέραν αυτής· πλην όμως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει παρά μόνον έχοντας ως βάση της αυτήν την επικράτεια της αναγκαιότητας. Η μείωση της εργάσιμης ημέρας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση.
— Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Γʹ, μτφρ. David Fernbach (Λονδίνο: Penguin, 1981), σσ. 958–9. [παρατίθεται στο David Harvey - A Companion to Marxs Capital 1, σσ. 156–57]
^39 Ο Μαρξ λέει στο σημείο αυτό: «Στο μέτρο που ο εργάσιμος χρόνος – η απλή ποσότητα εργασίας – τίθεται από το κεφάλαιο ως το μόνο καθοριστικό στοιχείο, στον ίδιο βαθμό η άμεση εργασία και η ποσότητά της παύει να αποτελεί την καθοριστική αρχή της παραγωγής – της δημιουργίας χρηστικών αξιών – και περιορίζεται τόσο ποσοτικά, σε μικρότερη αναλογία, όσο και ποιοτικά, ως, βεβαίως, αναγκαία αλλά υποδεέστερη στιγμή, σε σύγκριση αφενός με τη γενική, επιστημονική εργασία, την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών, και αφετέρου με τη γενική παραγωγική δύναμη που αναδύεται από τον κοινωνικό συνδυασμό στην καθολική παραγωγή – έναν συνδυασμό που εμφανίζεται ως φυσικός καρπός της κοινωνικής εργασίας (αν και είναι ιστορικό προϊόν). Το κεφάλαιο, έτσι, εργάζεται για τη δική του διάλυση ως μορφή κυρίαρχη της παραγωγής». (Grundrisse, σελ. 700.) [Roman Rosdolsky - The Making of Marx's Capital, 243–44]
Τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν ασφαλώς πολύτιμο συμπλήρωμα του Β' τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ. Όμως στην πραγματικότητα, το Πρόχειρο Σχέδιο (Rough Draft) προχωρά ακόμη πιο πέρα· σκιαγραφεί επίσης μια κοινωνία στην οποία η ανάπτυξη της μηχανής και των γενικών όρων της παραγωγής^35 έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε πλέον δεν είναι η «άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος που εργάζεται, αλλά μάλλον η ιδιοποίηση της γενικής του παραγωγικής δύναμης… που εμφανίζεται ως το μεγάλο θεμέλιο της παραγωγής και του πλούτου»· μια κοινωνία, επομένως, στην οποία ο νόμος της αξίας ο ίδιος πρέπει να εξαφανιστεί. Εντούτοις, θα αφήσουμε αυτή την πτυχή για αργότερα (στο κεφάλαιο για το «ιστορικό όριο του νόμου της αξίας»). [Roman Rosdolsky - The Making of Marx's Capital, 362]
Και τέλος, την ίδια εντυπωσιακή διαφάνεια προσφέρει επίσης η «ένωση των ελεύθερων ατόμων» του μέλλοντος, «η οποία δαπανά τις πολλαπλές μορφές της εργατικής δύναμης σε πλήρη αυτοσυνείδηση ως ενιαία εργατική δύναμη»:
«Το συνολικό προϊόν της ένωσης είναι κοινωνικό προϊόν. Ένα μέρος αυτού του προϊόντος χρησιμεύει ως νέα μέσα παραγωγής και παραμένει κοινωνικό. Ένα άλλο μέρος καταναλώνεται από τα μέλη της ένωσης ως μέσα συντήρησης. Αυτό το μέρος πρέπει, επομένως, να διανεμηθεί μεταξύ τους. Ο τρόπος αυτής της διανομής θα διαφέρει ανάλογα με το είδος της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής και το αντίστοιχο επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης που έχουν επιτύχει οι παραγωγοί.»
Παρότι αυτό ενδέχεται να διαφέρει, η κοινωνική μορφή δεν παρουσιάζει τίποτε το μυστηριώδες:
«Οι κοινωνικές σχέσεις των μεμονωμένων παραγωγών τόσο προς την εργασία τους όσο και προς τα προϊόντα της εργασίας τους είναι εδώ διαφανείς, τόσο στην απλότητα της παραγωγής όσο και στη διανομή τους.»^16 [Roman Rosdolsky - The Making of Marx's Capital, 558]
Η κοινωνική διαδικασία της ζωής, η οποία βασίζεται στη διαδικασία της υλικής παραγωγής, δεν αποβάλλει το μυστικιστικό της πέπλο παρά μόνο όταν αντιμετωπίζεται ως παραγωγή από ελεύθερα συνεταιρισμένους ανθρώπους και όταν ρυθμίζεται συνειδητά από αυτούς σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο (1867a: 80).
Σε μια κομμουνιστική κοινωνία, συνάγουμε ότι οι «πρακτικές σχέσεις της καθημερινής ζωής» δεν θα «προσέφεραν στον άνθρωπο τίποτε άλλο παρά πλήρως κατανοητές και λογικές σχέσεις ως προς τους συνανθρώπους του και ως προς τη φύση» (ό.π. 79). Αυτό, κατά τον Μαρξ, δεν αποτελεί απλώς μια ορθολογιστική ουτοπία. Εδράζεται στέρεα στις δυνατότητες του παρόντος. Το 1864 τον βρίσκουμε να χαιρετίζει την ψήφιση του Νόμου για τις Δέκα Ώρες ως εξής:
Αυτή η διαμάχη για τον νομικό περιορισμό των ωρών εργασίας μαίνονταν τόσο πιο σφοδρά, καθώς, πέρα από την τρομοκρατημένη απληστία, αφορούσε πράγματι τη μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης, που αποτελούν την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης, και στην κοινωνική παραγωγή ρυθμισμένη από κοινωνική πρόβλεψη, που συγκροτεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης. Ως εκ τούτου, ο Νόμος των Δέκα Ωρών δεν υπήρξε μόνο μια μεγάλη πρακτική επιτυχία· υπήρξε η νίκη μιας αρχής· ήταν η πρώτη φορά που, στο φως της ημέρας, η πολιτική οικονομία της αστικής τάξης υποχώρησε έναντι της πολιτικής οικονομίας της εργατικής τάξης (1864: 346).
Στο ίδιο κείμενο, οι συνεταιριστικές φάμπρικες εγκωμιάζονται ως εξίσου πειστική απόδειξη «με την πράξη και όχι με το επιχείρημα» της βιωσιμότητας της «κοινωνικής παραγωγής ρυθμισμένης από κοινωνική πρόβλεψη» (ό.π. 346κ.ε· βλ. επίσης 1865a: 387–388, 440). [Derek Sayer - Marxs Method Ideology Science and Critique in Capital (DS-MMISCC), 10]
3. <#ch2-fn3> Η παρατήρηση αυτή του Ένγκελς έχει προκαλέσει σημαντικές αντιπαραθέσεις, και γι’ αυτό αισθανόμαστε την υποχρέωση να σχολιάσουμε ορισμένες όψεις της. Ο Ένγκελς, στο απόσπασμα του Αντί-Ντίρινγκ από το οποίο προέρχεται η εν λόγω δήλωση, επιθυμεί σαφώς να τονίσει ότι, ενώ η κατανομή της κοινωνικής εργασίας πραγματοποιείται έμμεσα στον καπιταλισμό, δηλαδή μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων, στον σοσιαλισμό η κατανομή αυτή θα επιτυγχάνεται άμεσα, και υπό αυτήν την έννοια «απλά». Συνεπώς, δεν πρέπει να αποδοθεί στον Ένγκελς η άποψη ότι ο οικονομικός σχεδιασμός δεν θα παρουσίαζε προβλήματα. Η σοσιαλιστική οικονομία, για παράδειγμα, θα όφειλε να εξασφαλίσει ότι ένα μέρος της παραγωγής της θα χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση και την επέκταση των μέσων παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η «υπερπαραγωγή» των μέσων παραγωγής θα προσλάμβανε μια μορφή εντελώς αντίθετη προς εκείνη στον καπιταλισμό: «Αυτού του είδους η υπερπαραγωγή ισοδυναμεί με έλεγχο εκ μέρους της κοινωνίας επί των υλικών μέσων της ίδιας της αναπαραγωγής της. Ενώ όμως στην καπιταλιστική κοινωνία συνιστά στοιχείο αναρχίας!» (Μαρξ, 1957, σ. 469). Συνεπώς, δεν μπορούμε να μεταφράσουμε μηχανιστικά τα σχήματα αναπαραγωγής του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου σε αναλύσεις μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ως προς το ουσιαστικότερο ζήτημα της εξαφάνισης του νόμου της αξίας υπό τον σοσιαλισμό: ήταν, ασφαλώς, ο Ιωσήφ Στάλιν εκείνος που τερμάτισε τη μακρά σχετική συζήτηση στη Σοβιετική Ένωση με το διάταγμά του ότι ο νόμος της αξίας πράγματι εξακολουθούσε να ισχύει εντός της σοβιετικής οικονομίας, έστω και σε «τροποποιημένη» μορφή. Η διακήρυξη αυτή εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της επίσημης σοβιετικής θεωρίας στο εν λόγω πεδίο. Η τοποθέτηση του Στάλιν έθεσε συγγραφείς όπως ο [41] Μικ [Meek] σε σημαντική αμηχανία. Ήταν προφανώς σε αντίθεση με τις ρητές δηλώσεις του Μαρξ, κατά τις οποίες ο νόμος της αξίας αποτελεί αντανάκλαση οικονομικών δυνάμεων που δρουν μόνον υπό το καθεστώς εμπορευματικής παραγωγής και θα εξαφανιστεί με τον σοσιαλισμό—ο οποίος συνεπάγεται την εξάλειψη τέτοιων μορφών παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, ο Στάλιν είχε επίσης διακηρύξει ότι η ΕΣΣΔ, ήδη από τη δεκαετία του 1930, ήταν «σοσιαλιστική».
Το πραγματικό θεωρητικό ζήτημα είναι το εξής: πρέπει να διακρίνουμε, όπως κάνει και ο Μαρξ στην επιστολή του, μεταξύ «οικονομικών νόμων» και «φυσικών νόμων». Υπό την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή—και μόνο υπό αυτήν—η ανάγκη κατανομής της εργασίας σε ορισμένες αναλογίες προσλαμβάνει τη μορφή της δημιουργίας αξιών. Με άλλα λόγια, η εργασιακή διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα μόνο μέσω της διαδικασίας δημιουργίας αξίας.
Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, η δήλωση του Ένγκελς μπορεί να υποστηριχθεί από πολλές άλλες που προέρχονται από τα ίδια τα γραπτά του Μαρξ. Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (Μαρξ και Ένγκελς, 1962, σσ. 22–23) δηλώνει: «Μέσα στην συνεταιριστική κοινωνία που βασίζεται στην κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Ομοίως, η εργασία που ενσωματώνεται στα προϊόντα δεν εμφανίζεται ως η αξία αυτών των προϊόντων, ως υλική ιδιότητα που τα διακρίνει· διότι πλέον, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, η ατομική εργασία δεν υπάρχει έμμεσα, αλλά άμεσα ως συστατικό μέρος της συνολικής εργασίας».
Επίσης, συχνά παραβλέπεται από όσους αντιπαραθέτουν τις «εσφαλμένες» διατυπώσεις του Ένγκελς στις «ορθές» δηλώσεις του Μαρξ, ότι ολόκληρο το Αντί-Ντίρινγκ διαβάστηκε από τον Ένγκελς στον Μαρξ, εν μέρει συγγράφηκε από τον ίδιο τον Μαρξ, και δημοσιεύθηκε με την πλήρη γνώση και έγκρισή του (Ένγκελς, 1962, σ. 14). [Geoffrey Pilling - The law of value in Ricardo and Marx στο Ben Fine - The Value Dimension Marx versus Ricardo and Sraffa, 40–41]
11. <#ch2-fn11> Ο A. Hussain (1972, σσ. 35–39) υποστηρίζει αυτή τη θέση στην προσπάθειά του να δείξει ότι ο Ένγκελς σφάλλει στη δήλωση που παραθέσαμε παραπάνω από το Αντί-Ντίρινγκ. Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι ο Ένγκελς διαπράττει το σφάλμα να συγχέει την «αξία» με τη φαινομενική της μορφή, την «ανταλλακτική αξία». Έχουμε ήδη υποστηρίξει ότι υπάρχει μια αναγκαία σύνδεση μεταξύ της «αξίας» και του τρόπου φαινόμενης ύπαρξής της, σύνδεση που ο Μαρξ δείχνει ότι αποτελεί λειτουργία της ίδιας της φύσης του εμπορεύματος. Εξ ου και η επιμονή του στην πρωταρχικότητα του εμπορεύματος έναντι οποιασδήποτε «έννοιας της αξίας».
Δεύτερον όμως, πώς συμβιβάζει ο Hussain τη θέση του με την επιμονή του Μαρξ ότι ο νόμος της αξίας μπορεί να λειτουργεί μόνον κατά τρόπο απρογραμμάτιστο, τυφλό; Από αυτήν την κατανόηση προκύπτει για τον Μαρξ η θέση ότι «αξία» και «τιμή» οφείλουν να αποκλίνουν, απόκλιση η οποία υπαγορεύεται από τον ίδιο τον νόμο της αξίας.
Εφόσον λοιπόν αποδεχθούμε ότι ο σοσιαλισμός δεν συνεπάγεται την τυφλή, αλλά τη συνειδητή ρύθμιση της παραγωγής (δηλαδή, ότι ο σοσιαλισμός συνεπάγεται την παραγωγή πλούτου, χρήσιμων αξιών, και όχι την παραγωγή «αξιών»), τότε ο νόμος της αξίας παύει να ισχύει σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής.
[Geoffrey Pilling - The law of value in Ricardo and Marx στο Ben Fine - The Value Dimension Marx versus Ricardo and Sraffa, 42]
Στον βαθμό που ο χρόνος εργασίας – η απλή ποσότητα εργασίας – τίθεται από το κεφάλαιο ως το μόνο καθοριστικό στοιχείο, στον ίδιο βαθμό η άμεση εργασία παύει να αποτελεί την καθοριστική αρχή της παραγωγής … και περιορίζεται τόσο ποσοτικά … όσο και ποιοτικά, ως μεν, ασφαλώς, αναγκαία αλλά δευτερεύουσα στιγμή, σε σύγκριση αφενός με τη γενική, επιστημονική εργασία, την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών, και αφετέρου με τη γενική παραγωγική δύναμη που προκύπτει από τον κοινωνικό συνδυασμό … Έτσι το κεφάλαιο εργάζεται προς την ίδια του τη διάλυση ως μορφή κυρίαρχη επί της παραγωγής. (Μαρξ 1973β:700) [αναφέρεται στο Michael Perelman - Devalorisation, Crises, and Capital Accumulation in the Late 19th Century US στο Wells Kliman Freeman - The New Value Controversy and the Foundations of Economics: 280]
3. Το χρήμα, ο έμμεσος μεσολαβητής
Το χρήμα είναι συνέπεια μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής εργασίας. Το χρήμα μεσολαβεί αναγκαστικά μεταξύ της ιδιωτικής παραγωγής και της κοινωνικής ανάγκης. Ο Μαρξ εξετάζει την κοινωνική μορφή της εργασίας που απαιτεί το χρήμα, πρώτα ως εργασία παραγωγής εμπορευμάτων και κατόπιν ως εργασία παραγωγής υπεραξίας. Επειδή η οικονομική επιστήμη δεν συλλαμβάνει το ζήτημα της συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής και του σκοπού της εργασίας και του πλούτου, αδυνατεί να αναγνωρίσει το αδιάρρηκτο δέσιμο της κοινωνικής μορφής εργασίας που παράγει εμπορεύματα με το χρήμα. Αντιθέτως, η θεωρία του Μαρξ για το εμπόρευμα, την ανταλλακτική αξία, την αξία, το χρήμα και τις τιμές αφορά ακριβώς συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές και τρόπους μεσολάβησης της εργασίας και του πλούτου στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
Στην καρδιά αυτής της σύνθετης θεωρίας βρίσκεται η παρατήρηση του Μαρξ ότι η εργασία που παράγει εμπορεύματα μεσολαβείται με έμμεσο τρόπο.^19 Η εργασία παραγωγής εμπορευμάτων διαθέτει έναν αντικοινωνικό τύπο κοινωνικότητας· είναι κοινωνική, επειδή παράγει για άλλους, αλλά, ως ιδιωτικά διεξαγόμενη παραγωγή, δεν είναι άμεσα κοινωνική. Τα άτομα παράγουν εμπορεύματα για δικούς τους σκοπούς, αλλά αυτοί οι ιδιάζοντες σκοποί μπορούν να πραγματωθούν μόνο εφόσον τα προϊόντα τους επικυρωθούν κοινωνικά ως συστατικά του κοινωνικού πλούτου μέσω της πώλησής τους. Ο Μαρξ αντιπαραβάλλει αυτή την αντικοινωνική μορφή κοινωνικότητας, αυτόν τον έμμεσο τύπο μεσολάβησης, με την άμεσα καθολική, κομμουνιστική μορφή κοινωνικότητας:
«Πάνω στο θεμέλιο της ανταλλακτικής αξίας, η εργασία τίθεται πρώτα ως καθολική μέσω της ανταλλαγής. Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο [στην κομμουνιστική κοινωνία] η εργασία θα ετίθετο ως τέτοια πριν την ανταλλαγή, δηλαδή, η ανταλλαγή προϊόντων δεν θα αποτελούσε καθόλου το μέσο μέσω του οποίου θα μεσολαβούσε η συμμετοχή του ατόμου στη γενική παραγωγή. Η μεσολάβηση, φυσικά, πρέπει να λαμβάνει χώρα. Στην πρώτη περίπτωση, που εκκινεί από την ανεξάρτητη παραγωγή του ατόμου —ανεξαρτήτως του πόσο αυτές οι ανεξάρτητες παραγωγές αλληλοκαθορίζονται και αλληλομετασχηματίζονται εκ των υστέρων μέσω των μεταξύ τους σχέσεων— η μεσολάβηση λαμβάνει χώρα μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων, της ανταλλακτικής αξίας, του χρήματος, όλα των οποίων είναι εκφράσεις της ίδιας και μόνης σχέσης. Στη δεύτερη περίπτωση, η προϋπόθεση είναι η ίδια μεσολαβημένη, δηλαδή η κοινοτική παραγωγή, η κοινοτικότητα ως θεμέλιο της παραγωγής, προϋποτίθεται. Η εργασία του ατόμου τίθεται εξαρχής ως κοινωνική εργασία. Το προϊόν δεν χρειάζεται πρώτα να μετατραπεί σε μια ιδιάζουσα μορφή προκειμένου να λάβει έναν καθολικό χαρακτήρα για το άτομο.» (Μαρξ 1939: 171–2)
Η αξία είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το σύστημα του χρήματος και των τιμών λόγω της συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής της εργασίας που παράγει εμπορεύματα: «Πάνω στο θεμέλιο της ανταλλακτικής αξίας, η εργασία τίθεται πρώτα ως καθολική μέσω της [58] ανταλλαγής.» Η εργασία παραγωγής αξίας πρέπει να είναι καθολική, αλλά, στη βάση της «ανεξάρτητης παραγωγής του ατόμου», αυτή η καθολικότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ανταλλαγής. Η πώληση εμπορευμάτων ανήκει σε αυτή τη συγκεκριμένη κοινωνική μορφή εργασίας. Η θεωρία της αξίας των Ρικάρντο και η θεωρία του χρήματος που προτείνει αποτυγχάνουν, επειδή υποθέτουν ότι η αξία και το χρήμα είναι διαχωρίσιμα. Υποθέτοντας ότι η εργασία παράγει αξία αποκλειστικά μέσα στην παραγωγή, η θεωρία της αξίας του Ρικάρντο αντιμετωπίζει την εργασία σαν να μην έχει καμία συγκεκριμένη κοινωνική μορφή· την αντιλαμβάνεται ως «παραγωγή εν γένει», και όχι ως παραγωγή εμπορευμάτων ή ως καπιταλιστική παραγωγή. Όμως η εργασία δεν υφίσταται ως πραγματική εκτός μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής. Έτσι, η θεωρία της αξίας του Ρικάρντο προϋποθέτει την εργασία ως υφιστάμενη χωρίς καμιά ορισμένη κοινωνική μορφή. Αυτό είναι το βαθύτερο σφάλμα της, ένα φαινομενολογικό σφάλμα. Επειδή η ρικαρδιανή θεωρία έχει χαθεί «μέσα στην ψευδαίσθηση του οικονομικού», αδυνατεί να κατανοήσει το χρήμα.
[57] 19 Στο «Εβραϊκό Ζήτημα», ο Μαρξ επεκτείνει τη φοϋερμπαχιανή κριτική της θρησκείας ως έμμεσης μεσολάβησης στο σύγχρονο κράτος: «Η θρησκεία είναι ακριβώς η αναγνώριση του ανθρώπου μέσω ενός διαμεσολαβητή. Το κράτος είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ του ανθρώπου και της ελευθερίας του.» (Μαρξ 1843: 44–5)
[58] 20 Γι' αυτό ο Μαρξ διευκρινίζει ότι η αξία είναι μόνο «λανθάνουσα» στη σφαίρα της παραγωγής· γίνεται πραγματική περνώντας από τη δοκιμασία της κυκλοφορίας (Μαρξ 1859: 45). Ό,τι ο Μαρξ αποκαλεί «ατομικές αξίες» είναι λανθάνουσες· δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί ως «κοινωνικές αξίες» (Μαρξ 1894: 283). [Murray 2005: 57-8] [3 Patrick Murray - Money as Displaced Social Form: Why Value cannot be Independent of Price στο Marxs Theory of Money]
Στον νέο κόσμο του κομμουνισμού ή του πραγματικού σοσιαλισμού, το χρήμα δεν θα έχει καμία απολύτως θέση.^49
^49 MECW 28, σσ. 90, 95, 99, 149. [Anitra Nelson - Marx’s Objections to Credit Theories of Money in Marxs Theory of Money 2005: 60]
Μόνο μέσω της κατανόησης της διαλεκτικής μεθόδου του Μαρξ και της πολιτικής του πρόθεσης μπορεί, για παράδειγμα, να αποκτήσει νόημα ο κατά τα άλλα αμφίβολος χαρακτηρισμός του «χρήματος» ως «ανεξάρτητου». Το υποκείμενο «χρήμα» αναδύεται από την ολότητα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά —όπως συμβαίνει αργότερα με το κεφάλαιο— πρόκειται στην πραγματικότητα μόνο για ένα φαινομενικό υποκείμενο, ένα «ψευδο-υποκείμενο». Για τον Μαρξ, το «πραγματικό υποκείμενο» θα πραγματωθεί μόνο μέσω της συλλογικής ρύθμισης της παραγωγής από ελεύθερα συνεταιρισμένους, ανεξάρτητους παραγωγούς, οι οποίοι τελικά θα αντικαταστήσουν τον νόμο της αξίας και τις χρηματικές του εκφάνσεις· την κυριαρχία των πραγμάτων επί των ανθρώπων· τον εμπορευματικό φετιχισμό· και τον απανθρωποποιητικό και καταστροφικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που απορρέει από την πώληση της εργατικής δύναμης.^2 [Anitra Nelson - Marx’s Objections to Credit Theories of Money in Marxs Theory of Money 2005: 133]
Στην ενότητα για την εργασιακή διαδικασία του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δεν μπορούσε να αναφερθεί στην ύπαρξη υπερεργασίας ως γενικής συνθήκης της ανθρώπινης οικονομικής ζωής, διότι επικεντρωνόταν στην πτυχή της συγκεκριμένα χρήσιμης εργασίας. Παρουσιάζει την έννοια της υπερεργασίας πρώτα εντός της θεωρίας της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Εντούτοις, σημειώνει αργότερα ότι «το κεφάλαιο δεν επινόησε την υπερεργασία» και συνεχίζει δηλώνοντας:
«Όπου ένα μέρος της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, είτε ελεύθερος είτε ανελεύθερος, πρέπει να προσθέσει στον εργάσιμο χρόνο που απαιτείται για τη δική του συντήρηση μια επιπλέον ποσότητα εργάσιμου χρόνου, προκειμένου να παράξει τα μέσα συντήρησης για τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής» (I, σ. 344).
Πιο γενικά, η κοινωνική λειτουργία της υπερεργασίας δεν περιορίζεται στην παραγωγή πλούτου για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής στις ταξικές κοινωνίες, αν και η ανταγωνιστική [124] σχέση μεταξύ του αναγκαίου και του πλεονασματικού εργάσιμου χρόνου θα εξαλειφθεί σε μια αταξική κοινωνία. Με τα λόγια του Μαρξ:
Η υπερεργασία, υπό κάποια μορφή, πρέπει πάντοτε να παραμένει, ως εργασία πέραν του μέτρου των δεδομένων αναγκών. Απλώς, στο καπιταλιστικό, όπως και στο δουλοκτητικό σύστημα κ.λπ., έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα και η αντίστροφη όψη της είναι η καθαρή αδράνεια εκ μέρους ενός τμήματος της κοινωνίας. Ένα ορισμένο ποσό υπερεργασίας απαιτείται ως ασφάλεια έναντι των ατυχημάτων και για τη σταδιακή επέκταση της διαδικασίας αναπαραγωγής σύμφωνα με την ανάπτυξη των αναγκών και την πρόοδο του πληθυσμού, που από την οπτική του κεφαλαιοκράτη αποκαλείται συσσώρευση.^16 (III, σ. 958).
Όταν καταργηθεί ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της υπερεργασίας στις ταξικές κοινωνίες, τότε και τα χαρακτηριστικά της επέκτασης της παραγωγικής διαδικασίας θα μεταβληθούν ουσιαστικά. Αν και θα παραμείνει βασικός οικονομικός κανόνας η διεκπεραίωση του ανθρώπινου μεταβολισμού με τη φύση «με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη ενέργειας», ο ανθρώπινος μεταβολισμός θα πρέπει να καθίσταται πραγματοποιήσιμος κατά τρόπο ορθολογικό, περιλαμβανομένων και των πιο αρμονικών σχέσεων με την υπόλοιπη φύση ως ουσιώδες περιβάλλον του ανθρώπου, με το να «τεθεί αυτός ο μεταβολισμός υπό τη συλλογική ρύθμιση των συνεταιρισμένων παραγωγών αντί να κυριαρχείται απ’ αυτόν ως τυφλή δύναμη» (III, σ. 959).
Ο ρυθμός και η κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις καπιταλιστικές βιομηχανίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως απόλυτη φυσική πορεία της επέκτασης της παραγωγικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, σε μια συνεργατική σοσιαλιστική κοινωνία, η δυνατή αύξηση του πλεονασματικού εργάσιμου χρόνου που καθίσταται εφικτή μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας θα μπορούσε κάλλιστα να μετατεθεί είτε προς την αύξηση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου, σύμφωνα με την ανάπτυξη των αναγκών της ανθρώπινης ζωής, είτε προς τη μείωση της εργάσιμης ημέρας, προκειμένου να επεκταθεί ο ελεύθερος χρόνος ή «ο διαθέσιμος χρόνος για όλους».^17 Η αντιθετική σχέση μεταξύ του αναγκαίου και του πλεονασματικού εργάσιμου χρόνου στις ταξικές κοινωνίες θα εξαφανιστεί. [Makoto Itoh - The Basic Theory of Capitalism 1988: 123–124]
Ο θεμελιώδης σκοπός του σοσιαλισμού πρέπει, επομένως, να είναι η κατάργηση της εμπορευματικής μορφής της εργατικής δύναμης. Μόλις οι άμεσοι παραγωγοί αποκατασταθούν ως υποκείμενα —και όχι ως αντικείμενα— της παραγωγής, η αύξηση της παραγωγικής ισχύος θα μπορούσε να προσαρμόζεται στον αριθμό των εργαζομένων, αντί να ισχύει το αντίστροφο. Αυτή η αλλαγή θα καθιστούσε βεβαίως εφικτή την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και την κατάργηση της κακής κατανομής της εργατικής δύναμης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ωστόσο, όλες αυτές οι αλλαγές και αναπροσαρμογές πρέπει να θεωρηθούν ως επακόλουθο της κατάργησης της εμπορευματικής μορφής της εργατικής δύναμης, ως της τελικής και ανώτατης μορφής της αλλοτρίωσης των εκμεταλλευόμενων εργαζομένων στις ταξικές κοινωνίες. Ο σοσιαλισμός οφείλει να είναι «μια ένωση ελεύθερων ατόμων» (Κεφάλαιο, τόμ. Ι, σελ. 171), και όχι μια κοινωνία ελεγχόμενη και διοικούμενη από κρατικούς γραφειοκράτες. [Makoto Itoh-2021-Value and Crisis]
Αργότερα, ο Μαρξ αναπτύσσει περαιτέρω το επιχείρημα, συζητώντας το παράδειγμα μιας άνθησης που προκαλείται από την αύξηση των επενδύσεων. Το κεφάλαιο προπληρώνεται για την αγορά μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, αλλά μπορεί να μεσολαβήσει σημαντικό χρονικό διάστημα μέχρι να εμφανιστούν στην αγορά τα αντίστοιχα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα, για ένα διάστημα, η ζήτηση να υπερβαίνει την προσφορά. Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα σε μια κομμουνιστική κοινωνία, η οποία θα μπορούσε να προγραμματίζει εκ των προτέρων. «Αντιθέτως, στην καπιταλιστική κοινωνία, όπου κάθε μορφή κοινωνικής λογικότητας εκδηλώνεται μόνο εκ των υστέρων (post festum), μπορούν και πρέπει να λαμβάνουν χώρα συνεχώς μείζονες διαταραχές». Η ζήτηση για εκτεταμένες προκαταβολές κεφαλαίου, που ενδέχεται αρχικά να ενισχυθεί από μια εύκολη νομισματική αγορά, ασκεί σύντομα πίεση στην ίδια τη χρηματαγορά. «Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η πίεση επί του διαθέσιμου παραγωγικού κεφαλαίου της κοινωνίας». Οι τιμές αυξάνονται, οι απατεώνες πληθαίνουν, η υπερπαραγωγή ενθαρρύνεται σε κλάδους όπου η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί ταχέως, και αναπτύσσεται μια κερδοσκοπική άνθηση, η οποία καταλήγει στο «αναπόφευκτο κραχ». [Simon Clarke-1994-Marxs Theory of Crisis: 264· Κεφάλαιο, τόμ. ΙΙ, σσ. 390–391]
Όπως ακριβώς η φεουδαρχική κοινωνία σήμαινε τον αποκλεισμό της αστικής τάξης από τη διανοητική δραστηριότητα, έτσι και ο καπιταλισμός αποτέλεσε εμπόδιο για τη διανοητική ανάπτυξη της εργατικής τάξης. Όσο η επιστήμη παραμένει υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, η «διανοητική και υλική δραστηριότητα» παραμένουν διαχωρισμένες ως «απερίσκεπτη δραστηριότητα και άπρακτη σκέψη» (Μαρξ και Ένγκελς 1844–45, 34· η μετάφραση τροποποιήθηκε).
Ο έλεγχος που ασκεί το κεφάλαιο επί της επιστήμης είναι καταδικασμένος να είναι προσωρινός. Οι εφευρέσεις που προκαλούνται από το κεφάλαιο συνιστούν επιστημονική πρόοδο η οποία τελικά μετασχηματίζει τις μεθόδους παραγωγής. Όπως δήλωσε ο Ένγκελς: «όσο πιο αμείλικτα και χωρίς ιδιοτελή σκοπό προχωρά η επιστήμη, τόσο περισσότερο συντονίζεται με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εργατών» (Ένγκελς 1888, 376). Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος στην παραγωγή αρχίζει να απαιτεί «γενική επιστημονική εργασία, τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου τη γενική παραγωγική δύναμη που προκύπτει από τον κοινωνικό συνδυασμό μέσα στη συνολική παραγωγή —έναν συνδυασμό που εμφανίζεται ως φυσικός καρπός της κοινωνικής εργασίας» (Μαρξ 1973, 700). Κατ’ επέκτασιν, η επιστήμη αποδεικνύεται τελικά επαναστατική δύναμη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι καπιταλιστές, των οποίων ο ρόλος είναι να ελέγχουν και να πειθαρχούν τους εργάτες, καθίστανται «περιττοί» (Μαρξ 1967:3, 314· βλέπε επίσης Μαρξ 1973, 651, 749). Η περαιτέρω πρόοδος απαιτεί την ανάληψη μεγαλύτερης ευθύνης για την παραγωγή από τους ίδιους τους εργάτες. Υπό αυτήν την έννοια, ο καπιταλισμός είναι μια «κινούμενη αντίφαση» (Μαρξ 1973, 12).
Με την εξαφάνιση του καπιταλισμού, η πολιτική οικονομία, θεμελιωμένη όπως είναι στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις του κεφαλαίου, καθίσταται παρωχημένη. Αντιθέτως, ο Ένγκελς προέβλεψε ότι η επιστήμη θα ανθίσει περισσότερο από ποτέ υπό τον σοσιαλισμό (Ένγκελς 1875–76, 354). Στο σοσιαλιστικό μέλλον που προέβλεψαν οι Μαρξ και Ένγκελς, η πολιτική οικονομία θα εξαφανιστεί. Δίχως αμφιβολία, τα άτομα σε μια τέτοια κοινωνία θα εξακολουθούν να αναπτύσσουν θεωρίες για τη φύση των σχέσεων παραγωγής και διανομής, όμως η πολιτική οικονομία, ως μελέτη αυτών των σχέσεων εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν θα έχει πια λόγο ύπαρξης. [Michael Perelman - 1987 - Marx's Crises Theory: 74–75]
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αυτό το αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης καταδεικνύει τα όρια της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ο Μαρξ κατέληξε σε εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα. Οι αξίες που προσδιορίζονται από την εργασία είναι σημαντικές. Στον βαθμό που ο καπιταλισμός αποτυγχάνει να λάβει επαρκώς υπόψη του τις εργασιακές αξίες, θα λειτουργεί δυσλειτουργικά. Ο Μαρξ υπέθεσε ότι ακόμη και «μετά την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, [...] ο προσδιορισμός της αξίας εξακολουθεί να ισχύει, υπό την έννοια ότι η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου και η κατανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες [παραμένουν σημαντικές και] τελικά η λογιστική αποτύπωση που τα περικλείει όλα αυτά καθίσταται πιο αναγκαία από ποτέ» (Μαρξ 1967:3, 851). [Michael Perelman - 1987 - Marx's Crises Theory: 206]
Πρέπει να σημειωθεί ότι από την αρχή μέχρι το τέλος, το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του Μαρξ δεν περιλάμβανε —όπως συχνά ισχυρίστηκαν οι αντίπαλοί του— την εξάλειψη της ατομικότητας ή μια γενικευμένη εξίσωση προς όφελος του «καθολικού καλού». Αυτή η αντίληψη περί σοσιαλισμού ήταν πράγματι χαρακτηριστική πολλών πρωτόγονων κομμουνιστικών δογμάτων· απαντάται στις ουτοπίες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, επηρεασμένες όπως ήταν από τις παραδόσεις του μοναστικού κοινοτισμού, {131} καθώς και στα σοσιαλιστικά έργα της δεκαετίας του 1840. Αντίθετα, για τον Μαρξ ο σοσιαλισμός σήμαινε την πλήρη χειραφέτηση του ατόμου μέσω της καταστροφής του πλέγματος της μυστικοποίησης που μετέτρεπε τη συλλογική ζωή σε έναν κόσμο αλλοτρίωσης, διοικούμενο από μια αποξενωμένη γραφειοκρατία.
Το ιδανικό του Μαρξ ήταν κάθε άνθρωπος να έχει πλήρη επίγνωση του χαρακτήρα του ως κοινωνικού όντος, αλλά και, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, να είναι σε θέση να αναπτύξει τις προσωπικές του ικανότητες σε όλο τους το εύρος και την ποικιλία. Δεν τίθεται θέμα αναγωγής του ατόμου σε ένα καθολικό είδος-ον (Gattungswesen)· αυτό που επιθυμούσε ο Μαρξ ήταν μια κοινότητα στην οποία θα έχουν εξαλειφθεί οι πηγές της αντιπαλότητας μεταξύ των ατόμων. Αυτή η αντιπαλότητα, κατά τη γνώμη του, πηγάζει από την αμοιβαία απομόνωση που αναγκαστικά προκύπτει όταν η πολιτική ζωή αποσπάται από την αστική κοινωνία, ενώ η ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σημαίνει ότι το άτομο μπορεί να διεκδικεί την ατομικότητά του μόνο σε αντιπαράθεση με τους άλλους.
Εξ αρχής, λοιπόν, η κριτική του Μαρξ στην υπάρχουσα κοινωνία αποκτά νόημα μόνο εντός του οράματός του για έναν νέο κόσμο, όπου η κοινωνική σημασία της ζωής κάθε ατόμου είναι άμεσα φανερή στον ίδιο, χωρίς αυτό να συνεπάγεται τη διάλυση της ατομικότητας σε μια άχρωμη ομοιομορφία. Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα τέλειας ταύτισης συλλογικών και ατομικών συμφερόντων και την εξάλειψη των ιδιωτικών, «εγωιστικών» κινήτρων υπέρ ενός αισθήματος απόλυτης ενότητας με το «όλον». Ο Μαρξ υποστήριζε ότι μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε πηγή σύγκρουσης, επιθετικότητας και κακού δεν ήταν απλώς νοητή, αλλά ιστορικά επικείμενη. [Leszek Kolakowski-1978-Main Currents of Marxism Vol 1 The Founders: 130–131]
Η επικράτεια της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα μόνο εκεί όπου παύει η εργασία που υπαγορεύεται από την αναγκαιότητα και από τις πεζές περιστάσεις· συνεπώς, εκ της φύσεώς της, βρίσκεται πέρα από τη σφαίρα της πραγματικής υλικής παραγωγής. Όπως ο άγριος άνθρωπος πρέπει να παλέψει με τη Φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, να συντηρήσει και να αναπαραγάγει τη ζωή του, έτσι πρέπει να πράξει και ο πολιτισμένος άνθρωπος· και αυτό ισχύει για όλες τις μορφές κοινωνίας και για όλους τους δυνατούς τρόπους παραγωγής. Με την ανάπτυξή του, η σφαίρα αυτής της φυσικής αναγκαιότητας διευρύνεται ως αποτέλεσμα της αύξησης των αναγκών του· αλλά ταυτόχρονα αυξάνονται και οι παραγωγικές δυνάμεις που ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες.
Η ελευθερία σε αυτό το πεδίο μπορεί να συνίσταται μόνο στο ότι ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί, ρυθμίζουν ορθολογικά τον μεταβολισμό τους [Stoffwechsel] με τη Φύση, τον θέτουν υπό τον κοινό τους έλεγχο, αντί να κυβερνώνται από αυτόν ως από μια τυφλή δύναμη· και το επιτυγχάνουν αυτό με τη μικρότερη δυνατή σπατάλη ενέργειας και υπό συνθήκες οι οποίες είναι ευνοϊκές και άξιες της ανθρώπινης φύσης τους. Ωστόσο, ακόμη και τότε, παραμένει μια σφαίρα της αναγκαιότητας.
Πέραν αυτής αρχίζει εκείνη η ανάπτυξη της ανθρώπινης ενέργειας η οποία αποτελεί σκοπό καθ’ εαυτόν: η αληθινή σφαίρα της ελευθερίας, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ανθίσει παρά μόνο στη βάση αυτής της σφαίρας της αναγκαιότητας. Η μείωση της εργάσιμης ημέρας είναι η θεμελιώδης προϋπόθεσή της. (Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, κεφ. ΧLVIII, ΙΙΙ) [Leszek Kolakowski-1978-Main Currents of Marxism Vol 1 The Founders: 308]
Η ιδέα ότι ο Μαρξ θεωρούσε τον σοσιαλισμό ως ένα σύστημα που καταπιέζει τα άτομα μετατρέποντάς τα σε ένα κοντιανό καθολικό ον απογυμνωμένο από κάθε υποκειμενικότητα, είναι μία από τις πιο παράλογες διαστρεβλώσεις στις οποίες έχει οδηγήσει η μελέτη του έργου του. [Leszek Kolakowski-1978-Main Currents of Marxism Vol 1 The Founders: 311]
Η υπερεργασία των πολλών έχει πάψει να αποτελεί τη συνθήκη για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη εργασία των ολίγων έχει πάψει να αποτελεί τη συνθήκη για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου εγκεφάλου. Με αυτό, η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία καταρρέει, και η άμεση, υλική παραγωγική διαδικασία απαλλάσσεται από τη μορφή της ένδειας και της αντίθεσης. [Αυτό που τίθεται στο προσκήνιο είναι] η ελεύθερη ανάπτυξη των ατομικοτήτων· και επομένως, όχι η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας ώστε να τεθεί υπερεργασία, αλλά μάλλον η γενική μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας στο ελάχιστο, η οποία στη συνέχεια αντιστοιχεί στην καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. ανάπτυξη των ατόμων, στον χρόνο που ελευθερώνεται και με τα μέσα που έχουν δημιουργηθεί για όλους. — (Grundrisse, III, 2, Τετράδιο VII) [Leszek Kolakowski-1978-Main Currents of Marxism Vol 1 The Founders: 349]
Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο το όραμα του Μαρξ για τη μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία προϋποθέτει ορισμένες συνθήκες οι οποίες υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό απούσες από όλα τα «πειράματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης» κατά τον τελευταίο αιώνα: ένα επαναστατικό εργατικό κίνημα, το οποίο να προωθεί το απελευθερωτικό του σχέδιο σε παγκόσμια κλίμακα· μια λειτουργούσα δημοκρατία των συνεταιρισμένων παραγωγών και καταναλωτών· ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίπεδο παραγωγικότητας· η ύπαρξη άφθονου «ελεύθερου χρόνου» που να επιτρέπει την πλήρη συμμετοχή των εργαζομένων σε πολιτικές, πολιτισμικές και κοινωνικές δραστηριότητες· και έναν καλά διαρθρωμένο σοσιαλιστικό διεθνή καταμερισμό της εργασίας. [Murray Smith - 2019 - Invisible Leviathan / Marx's Law of Value in the Twilight of Capitalism: 16]
2 Η θεωρία της αξίας και η σοσιαλιστική οικοδόμηση [Murray Smith - 2019 - Invisible Leviathan / Marx's Law of Value in the Twilight of Capitalism: 334]
Για τον Μαρξ, η κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Πρόκειται για το σημείο όπου δεν υφίσταται πλέον τάξη καπιταλιστών ικανή να αντισταθεί στη δημοκρατική διακυβέρνηση, και στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καθόλου ταξικοί διαχωρισμοί· άρα, είναι το σημείο όπου οι κατασταλτικές λειτουργίες του κράτους καθίστανται περιττές και μαραζώνουν. Επομένως, ενώ τα κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά μέτρα αποτελούν μέρος του «πραγματικού κινήματος που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων», η κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού αποτελεί τον πρώτο σταθμό. Αν πρόκειται να οδηγήσει προς την κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού, μια δημοκρατική κυβέρνηση και ένα εκδημοκρατισμένο κράτος πρέπει να καταβάλουν συνειδητές προσπάθειες για να φτάσουν εκεί. Αυτό σημαίνει τη σταδιακή υπαγωγή της παραγωγής αξίας σε σχεδιασμένο, δημοκρατικό έλεγχο, με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών. Έτσι, η παραγωγή αξίας θα υποχωρεί υπό ένα εργατικό κράτος και θα είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατά την επίτευξη της κατώτερης βαθμίδας του κομμουνισμού. [Peter Jones - 2021 - The Falling Rate of Profit and the Great Recession of 2007-2009: xxxv]
Η αυξανόμενη ασυμβατότητα μεταξύ της παραγωγικής ανάπτυξης της κοινωνίας [δηλαδή της ανάπτυξης της παραγωγικότητας] και των υφιστάμενων μέχρι τώρα σχέσεων παραγωγής [δηλαδή της παραγωγής για το κέρδος] εκδηλώνεται σε πικρές αντιφάσεις, κρίσεις, σπασμούς. Η βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου, όχι από εξωτερικές προς αυτό σχέσεις, αλλά ως όρος της ίδιας του της αυτοσυντήρησης [δηλαδή η καταστροφή των ασθενέστερων και λιγότερο παραγωγικών κεφαλαίων], αποτελεί την πιο εντυπωσιακή μορφή με την οποία του δίνεται η «συμβουλή» να αποσυρθεί και να παραχωρήσει τη θέση του σε ένα ανώτερο στάδιο κοινωνικής παραγωγής. [Carchedi-Roberts - 2023 - Capitalism in the 21st Century Through the Prism of Value]
Ο γενικός χαρακτήρας της εργασίας δεν θα της προσδιδόταν μόνο μέσω της ανταλλαγής· ο κοινοτικός χαρακτήρας της θα καθόριζε τη συμμετοχή στα προϊόντα. Ο κοινοτικός χαρακτήρας της παραγωγής θα καθιστούσε το προϊόν, εξ αρχής, κοινοτικό, γενικό. Η ανταλλαγή που θα λάμβανε χώρα κατά την ίδια την παραγωγή δεν θα ήταν ανταλλαγή ανταλλακτικών αξιών, αλλά δραστηριοτήτων καθορισμένων από κοινοτικές ανάγκες και κοινοτικούς σκοπούς· θα περιλάμβανε εξ αρχής τη συμμετοχή του ατόμου στον κοινοτικό κόσμο των προϊόντων. […] Η εργασία θα τεθεί ως γενική εργασία πριν από την ανταλλαγή, δηλαδή η ανταλλαγή των προϊόντων δεν θα συνιστούσε σε καμία περίπτωση το μέσο διαμεσολάβησης της συμμετοχής του ατόμου στη γενική παραγωγή. Η διαμεσολάβηση, ασφαλώς, πρέπει να λαμβάνει χώρα.
— (Marx [1857–1858] 1986a: 108) [Peter Hudis - Marx’s Concept of Socialism στο Vidal, Smith, Rotta, Prew, The Oxford Handbook of Karl Marx, 2019: 763]
EOF