Richard D Wolff - Κατανοώντας τον Σοσιαλισμό

Created Κυριακή 01 Ιουνίου 2025

Εισαγωγή

{1} Ο σοσιαλισμός είναι ένα είδος πόθου για μια καλύτερη ζωή από αυτήν που ο καπιταλισμός επιτρέπει στους περισσότερους ανθρώπους. Οι σοσιαλιστικοί πόθοι είναι τόσο παλαιοί όσο και ο ίδιος ο καπιταλισμός, καθώς αποτελούν προϊόν του. Όπου και όταν τα προβλήματα και οι αποτυχίες του καπιταλισμού συσσωρεύουν κριτική και επικριτές, οι σοσιαλιστικές φωνές υψώνονται. Και έτσι συμβαίνει ξανά και σήμερα.

Κάθε σοβαρή συζήτηση περί σοσιαλισμού πρέπει να ξεκινά με την αναγνώριση της πλούσιας ποικιλομορφίας του. Όποια επιμέρους πτυχή του σοσιαλισμού επιλέγουμε να αναλύσουμε, οφείλουμε να την εντάσσουμε μέσα στην πολυπλοκότητα του φαινομένου. Μόνο έτσι αποφεύγουμε την παρουσίαση της δικής μας ερμηνείας ως δήθεν ταυτόσημης προς το σύνολο του σοσιαλισμού. Σε αυτό το βιβλίο, εστιάζω στις οικονομικές διαστάσεις του σοσιαλισμού — στο πώς διαφέρει από τον καπιταλισμό στις γενικές του γραμμές. Με ενδιαφέρουν περισσότερο οι σοσιαλιστικές κριτικές του καπιταλισμού και οι προτάσεις που απορρέουν από αυτές για εναλλακτικές μορφές οργάνωσης, παρά οι επιμέρους λεπτομέρειες των πρώιμων πειραμάτων οικοδόμησης σοσιαλιστικών συστημάτων (π.χ. ΕΣΣΔ, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κ.ά.), τις οποίες μας προσφέρει μέχρι στιγμής η ιστορία. {2} Τέλος, η δική μου παιδεία και ερευνητική πορεία με περιορίζει γεωγραφικά στην εστίαση στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Ως εκ τούτου, ορισμένες κρίσιμες πτυχές του σοσιαλισμού δεν εξετάζονται εδώ.

Οι πόθοι για καλύτερες ζωές, όπως αυτοί που προτείνει ο σοσιαλισμός, δεν είναι καινούργιοι. Στις δουλοκτητικές κοινωνίες, οι δούλοι ονειρεύονταν μια ζωή λιγότερο σκληρή και λιγότερο ξένη ως προς τον ίδιο τον έλεγχό τους πάνω της. Ο πόθος τους στόχευε στην απόκτηση της ελευθερίας. Αναζητούσαν κοινωνική αλλαγή που θα καθιστούσε αδύνατη την ιδιοκτησία ενός ανθρώπου από έναν άλλον.

Στις φεουδαρχικές κοινωνίες, οι δουλοπάροικοι — «ελεύθεροι» με την έννοια ότι κανείς δεν τους κατείχε ως ιδιοκτησία — επίσης λαχταρούσαν μια καλύτερη ζωή. Η υποταγή τους στους φεουδάρχες περιλάμβανε βαριά εργασία και άλλες επιβαρύνσεις, τις οποίες ήθελαν να δουν να αίρονται. Ονειρεύονταν μια κοινωνία στην οποία δεν θα ήταν δεσμευμένοι στη γη, στον κύριο αυτής της γης και στις φεουδαρχικές υποχρεώσεις εργασίας και υποτέλειας. Οι δουλοπάροικοι κινητοποιήθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 για να απαιτήσουν ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα. Ουσιαστικά, διεύρυναν ό,τι οι δούλοι ονόμαζαν ελευθερία.

Στην Αμερικανική Επανάσταση ενάντια στον Βρετανό βασιλιά Γεώργιο Γ΄, οι επαναστάτες δεν ήταν ούτε δούλοι ούτε δουλοπάροικοι. Ήταν κυρίως αυτοαπασχολούμενοι γεωργοί, τεχνίτες και έμποροι, υποκείμενοι σε ένα ξένο φεουδαρχικό βασίλειο. Οι επιθυμίες τους διέφεραν, λοιπόν, από εκείνες των δούλων και των δουλοπάροικων. Επιδίωκαν ατομική ελευθερία, ώστε να μπορούν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους χωρίς εμπόδια από την φεουδαρχία ή τη μοναρχία, είτε ξένη είτε εγχώρια. Προσέθεσαν τη δημοκρατία στους στόχους που είχαν ήδη τεθεί από τους δούλους και τους δουλοπάροικους πριν από αυτούς.

{3} Τα διαφορετικά συστήματα της δουλείας, της φεουδαρχίας και της μικρής ατομικής παραγωγής παρήγαγαν πλήθη ανθρώπων που επιθυμούσαν μια καλύτερη ζωή. Τελικά, καθένα από αυτά τα συστήματα προκάλεσε επαναστάσεις. Πολλοί επιδίωξαν να αποκοπούν και να υπερβούν αυτά τα συστήματα. Οι επαναστάσεις στη Γαλλία και την Αμερική υπήρξαν καθοριστικές στιγμές στην κοινωνική μετάβαση από τα κυρίαρχα προ-καπιταλιστικά συστήματα προς τα καπιταλιστικά.

Με τον όρο «καπιταλιστικό σύστημα» εννοούμε εκείνη την ιδιαίτερη οργάνωση της παραγωγής στην οποία η θεμελιώδης ανθρώπινη σχέση είναι η σχέση εργοδότη/εργαζομένου, αντί για τη σχέση δεσπότη/δούλου, φεουδάρχη/δουλοπάροικου ή ατομικής αυτοαπασχόλησης. Οι επαναστάτες που επιθυμούσαν και οικοδόμησαν τον καπιταλισμό ήλπιζαν και πίστευαν ότι η μετάβαση προς τις σχέσεις παραγωγής εργοδότη/εργαζομένου θα έφερνε μαζί της την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα και τη δημοκρατία που ποθούσαν. Οι ηγέτες των επαναστάσεων υποσχέθηκαν — στον εαυτό τους και στους λαούς που καθοδηγούσαν — ότι αυτοί οι στόχοι θα επιτυγχάνονταν.

Όμως, οι μεταβάσεις προς τις καπιταλιστικές σχέσεις εργοδότη/εργαζομένου που αντικατέστησαν σταδιακά τις προηγούμενες σχέσεις δουλείας, φεουδαρχίας και αυτοαπασχόλησης, είχαν και ανεπιθύμητες συνέπειες. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε σύντομα διαφορετικός από αυτό που είχαν ελπίσει οι επαναστάτες του. Ενώ επέτρεψε σε ορισμένους ανθρώπους να είναι πιο ελεύθεροι και πιο ανεξάρτητοι από ό,τι ήταν οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι ή οι υπήκοοι μοναρχιών, ταυτόχρονα περιόρισε σοβαρά την ελευθερία, την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία για πολλούς άλλους. Ο καπιταλισμός πρόδωσε πολλές από τις υποσχέσεις των υποστηρικτών του. Παρήγαγε και αναπαρήγαγε τεράστιες ανισότητες εισοδήματος και πλούτου. Η φτώχεια αποδείχθηκε ενδημική, καθώς ο καπιταλισμός φάνηκε εξίσου ικανός στην παραγωγή και {4} αναπαραγωγή τόσο του πλούτου όσο και της ένδειας. Οι καπιταλιστικά πλούσιοι χρησιμοποίησαν τον πλούτο τους για να διαμορφώσουν και να ελέγξουν την πολιτική και την κουλτούρα. Οι δημοκρατικές μορφές απέκρυπταν περιεχόμενα βαθύτατα αντιδημοκρατικά. Η κυκλική αστάθεια που συνοδεύει τον καπιταλισμό απειλούσε και έπληττε διαρκώς πλήθη ανθρώπων.

Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι εντός του καπιταλισμού άρχισαν να ποθούν μια καλύτερη ζωή. Αρχικά διατύπωσαν αυτούς τους πόθους με όρους γνώριμους από τις γαλλικές και αμερικανικές επαναστάσεις: ισότητα, αδελφότητα, ελευθερία και δημοκρατία. Άσκησαν κριτική στον καπιταλισμό επειδή δεν παρείχε αυτά τα αγαθά στους περισσότερους ανθρώπους και απαίτησαν κοινωνικές αλλαγές για να τα εξασφαλίσουν. Πολλοί εξακολουθούν να επιθυμούν έναν καλύτερο, ηπιότερο, φιλικότερο καπιταλισμό, όπου το κράτος να ρυθμίζει και να παρεμβαίνει ώστε να επιτυγχάνει περισσότερα από όσα είχαν επιθυμήσει και υποσχεθεί οι επαναστάτες. Συχνά αυτοπροσδιορίζονται ως «σοσιαλιστές».

Ωστόσο, η εξέλιξη του καπιταλισμού προκάλεσε μια άλλη, διαφορετική οπτική, η οποία επίσης αποκαλείται σοσιαλισμός. Κατά την άποψη αυτή, ο καπιταλισμός δεν είχε διαρρήξει τους δεσμούς του με τη δουλεία, τη φεουδαρχία και τη μοναρχία στον βαθμό που είχαν φανταστεί οι υπερασπιστές του. Η δουλεία είχε δεσπότες και δούλους, η φεουδαρχία είχε φεουδάρχες και δουλοπάροικους, και η μοναρχία είχε βασιλείς και υπηκόους ως θεμελιώδεις πηγές ανισότητας, ανελευθερίας, καταπίεσης και συγκρούσεων. Η σχέση εργοδότη/εργαζομένου στην καπιταλιστική παραγωγή δημιουργούσε παρόμοια προβλήματα.

Ο καπιταλισμός εγκαθίδρυσε μοναρχίες εντός των επιμέρους χώρων εργασίας, ακόμη και όταν οι μοναρχίες εκτός των χώρων εργασίας απορρίπτονταν. Οι βασιλιάδες σε μεγάλο βαθμό εξαφανίστηκαν, αλλά μέσα σε κάθε χώρο εργασίας οι ιδιοκτήτες ή τα διοικητικά τους συμβούλια απέκτησαν εξουσίες ανάλογες με εκείνες ενός βασιλιά. {5} Ο καπιταλισμός διακήρυξε τη δημοκρατία εκτός των χώρων εργασίας, εκεί όπου ζουν οι άνθρωποι, αλλά την απαγόρευσε εντός των χώρων εργασίας του.

Για ορισμένους, ο σοσιαλισμός αποτελεί διαμαρτυρία ενάντια σε όλες τις διχοτομίες: δούλος/δεσπότης, δουλοπάροικος/φεουδάρχης, υπήκοος/μονάρχης, εργαζόμενος/εργοδότης. Ο σοσιαλισμός επιδιώκει την κατάργησή τους, προς όφελος δημοκρατικά αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων ίσων. Τέτοιοι σοσιαλιστές επιμένουν ότι η δημοκρατία πρέπει να ισχύει και στην οικονομία, όχι μόνο στην πολιτική. Δεν βλέπουν τρόπο για να υπάρξει γνήσια πολιτική δημοκρατία, αν αυτή στηρίζεται σε μια μη δημοκρατική οικονομική βάση. Η διαφθορά, κοινή σε όλα τα πολιτικά συστήματα που στηρίζονται σε καπιταλιστικές οικονομίες — εμπειρικά καταγεγραμμένη, τακτικά αποκαλυπτόμενη και διαρκώς αναπαραγόμενη — αποτελεί, για εκείνους, την απόδειξη. Οι ανισότητες που χαρακτηρίζουν όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες προστατεύονται και, επομένως, αναπαράγονται, επειδή ακόμη και μια τυπικά δημοκρατική πολιτική ενδυναμώνει δυσανάλογα την τάξη των εργοδοτών.

Το πώς θα οργανωθεί συγκεκριμένα ο σοσιαλισμός και πώς θα επιτευχθεί η μετάβαση από τον καπιταλισμό προς αυτόν, υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο διαφωνιών και αντιπαραθέσεων μεταξύ των σοσιαλιστών. Όποιος αναφέρεται στη μία και μοναδική «σοσιαλιστική θέση» σχετικά με το τι συνιστά σοσιαλιστική οικονομία και κοινωνία ή για το πώς επιτυγχάνεται η μετάβαση, διαπράττει σοβαρό σφάλμα. Ο σοσιαλισμός είναι περισσότερο μια παράδοση με πολλαπλά και ετερογενή ρεύματα σκέψης πάνω σε αυτά τα ερωτήματα. Η εξαιρετικά ταχεία εξάπλωση του σοσιαλισμού σε όλο τον πλανήτη κατά τον τελευταίο ενάμιση αιώνα τον έφερε σε κοινωνίες με εντελώς διαφορετικές ιστορίες, επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, κουλτούρες κ.λπ. Πολλές διαφορετικές ερμηνείες του σοσιαλισμού αναδύθηκαν. Αντιστοίχως, τα σοσιαλιστικά κινήματα της πράξης — με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους σε εργατικούς αγώνες, κομματική πολιτική και τις πρώιμες προσπάθειες οικοδόμησης σοσιαλιστικών οικονομιών και κοινωνιών — συνέβαλαν στη διαμόρφωση πολλών ειδών σοσιαλισμού.

Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ σοσιαλιστών υπήρξαν ενίοτε έντονες. Ορισμένες ερμηνείες θεωρούν άλλες ως ξένες προς την παράδοση, όχι «γνήσιο» ή «αληθινό» σοσιαλισμό. Κάποιες ερμηνείες προσέθεσαν επιθετικούς προσδιορισμούς στον όρο «σοσιαλισμός», για να διαφοροποιηθούν: «δημοκρατικός», «αγοραίος», «ελευθεριακός», «αναρχικός», «οικολογικός», «εξελικτικός», «επαναστατικός», «σοβιετικός», «χριστιανικός», «ουτοπικός», «επιστημονικός», «εθνικός», «κοινοβουλευτικός», «κρατικός», «σταλινικός» και άλλοι. Ουδέποτε υπήρξε καθολικά αποδεκτός ή αναγνωρισμένος από όλους τους σοσιαλιστές ορισμός του σοσιαλισμού. Αντιθέτως, ο σοσιαλισμός ήταν ανέκαθεν μια παράδοση πολλαπλών, διαφορετικών και αμφισβητούμενων ρευμάτων σκέψης και πράξης. Σε αυτό το βιβλίο, προσπαθούμε να εξηγήσουμε πότε και γιατί χρησιμοποιούμε μία ή περισσότερες από αυτές τις ερμηνείες και πότε αναφερόμαστε στην παράδοση στο σύνολό της.

Στο όνομα του σοσιαλισμού, άτομα, ομάδες, κινήματα, κόμματα και κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς ενεργήσει με τρόπους που άλλοι σοσιαλιστές — και μη σοσιαλιστές — θεωρούν αδικαιολόγητους ή ακόμη και φρικτούς. Αν και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον χριστιανισμό, τη δημοκρατία, την ελευθερία κ.λπ., αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία. Ο Στάλιν και ο Πολ Ποτ αποτελούν στίγματα στην ιστορία του σοσιαλισμού, τα οποία οφείλει να αναγνωρίσει και να απορρίψει. Η Ιερά Εξέταση, τα εγκλήματα των ιεραποστόλων, οι ιεροί πόλεμοι εναντίον «απίστων» και οι αναρίθμητοι πόλεμοι μεταξύ διαφορετικών ερμηνειών αποτελούν ανάλογα στίγματα στον χριστιανισμό. Αιώνες αποικιοκρατίας, δουλεμπορίου, παγκόσμιοι πόλεμοι και μαζική φτώχεια εν μέσω μεγάλης ευμάρειας στιγματίζουν τον καπιταλισμό.

Η μετάβαση από τον καπιταλισμό προς μία ή περισσότερες μορφές σοσιαλισμού δεν εγγυάται την εκπλήρωση όλων των σοσιαλιστικών στόχων, ούτε ότι αυτοί δεν θα κακοποιηθούν. Η κατάργηση της δουλείας δεν σήμαινε ότι η ελευθερία επιτεύχθηκε πλήρως και ότι δεν καταστρατηγήθηκε ξανά στο μέλλον. {7} Ομοίως, το τέλος της δουλοπαροικίας μέσω μιας επαναστατικής μετάβασης προς τον καπιταλισμό δεν διασφάλισε καθολικά την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα. Παρ’ όλα αυτά, η υπέρβαση της δουλείας και της φεουδαρχίας αποτέλεσαν σημαντικά, αναγκαία και θετικά βήματα για την ανθρωπότητα. Οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν το ίδιο για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Πράγματι, οι σημερινοί σοσιαλιστές, σχεδόν σε όλα τα ρεύματα και τις ερμηνείες τους, αναγνωρίζουν ότι η παράδοση ενισχύεται τόσο από την ανάδειξη των καταχρήσεων που τελέστηκαν στο όνομά της (οι οποίες δεν πρέπει να επαναληφθούν) όσο και από την ανάδειξη και ανάπτυξη των επιτυχημένων εφαρμογών της.

Ο σοσιαλισμός γεννιέται ξανά και ξανά, επειδή τα προβλήματα του καπιταλισμού, ιδίως η ανισότητα και η κυκλική αστάθεια, παραμένουν άλυτα. Ένα ιδιαίτερο βάρος που φέρει η σημερινή γενιά νέων σοσιαλιστών — και που επιβαρύνει τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου — απορρέει από την κοινωνική απαγόρευση συζήτησης για τον σοσιαλισμό, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Αυτή η απαγόρευση άφησε ως κληρονομιά μια εκτεταμένη άγνοια γύρω από τον σοσιαλισμό γενικά και τις πολλές, βαθιές του μεταμορφώσεις τα τελευταία 50 χρόνια. Η ελπίδα μου είναι ότι αυτό το βιβλίο συμβάλλει στην υπέρβαση αυτού του ταμπού και της κληρονομιάς του και, κατά συνέπεια, συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός νέου σοσιαλισμού.

{9}

Κεφάλαιο Ι / Σύντομη Ιστορία: Πώς ο Σοσιαλισμός Έφτασε στο Σημερινό του Σημείο

Ο σοσιαλισμός ξεκίνησε ως ένα μικρό ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα πριν από δύο αιώνες και έχει εξελιχθεί σήμερα σε ένα παγκόσμιο κίνημα τεράστιων διαστάσεων. Ιστορικά, αυτή η εξάπλωση είναι ταχύτερη από εκείνη συγκρίσιμων κινημάτων στην ιστορία, όπως η αυτοκρατορία της Ρώμης, ο Χριστιανισμός ή το Ισλάμ. Ακόμη και ο καπιταλισμός, που γέννησε τον σοσιαλισμό ως το κριτικό του «αντίπαλον δέος», άρχισε νωρίτερα, αλλά αναπτύχθηκε πιο αργά. Ο σημερινός σοσιαλισμός αντανακλά αυτή τη ραγδαία διάδοση σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται, με διαφορετικές φυσικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Μια σύντομη ματιά στη θαυμαστή ιστορία του σοσιαλισμού μάς προσφέρει μια χρήσιμη προοπτική για την κατανόησή του.

Ο σοσιαλισμός ξέσπασε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και εξαπλώθηκε στην ήπειρο. Αντηχήσεις και συνέπειες των Γαλλικών και Αμερικανικών Επαναστάσεων προκάλεσαν αντιστοίχως επαναστατική σκέψη και συγγραφή. Στη φιλοσοφία, την πολιτική, την οικονομία (όπως λεγόταν τότε: «πολιτική οικονομία») και τον πολιτισμό, {10} έλαβαν χώρα πολλές ρήξεις και τομές. Τα απομεινάρια της φεουδαρχίας και των φεουδαρχικών αυτοκρατοριών διαλύθηκαν, ενώ ο βιομηχανικός καπιταλισμός και τα εθνικά κινήματα διαχύθηκαν. Οι Επαναστάσεις του 1848 οδήγησαν σε σημαντικές αναδιαμορφώσεις του χάρτη της Ευρώπης (ιδίως στις ενοποιήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας), και ο καπιταλιστικός αποικιοκρατισμός έκανε μεγάλα βήματα προς τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ενιαίας οικονομίας. Όλα αυτά τα γεγονότα τροφοδότησαν την ανάπτυξη και την εξάπλωση του σοσιαλισμού.

Ο σοσιαλισμός συγκέντρωσε τους επικριτές και τις κριτικές που αφορούσαν την προφανή τάση του καπιταλισμού να διευρύνει τις διαφορές εισοδήματος και πλούτου. Ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με τον πόθο για πολύ μεγαλύτερη ισότητα. Συγκέντρωσε επίσης τις διαμαρτυρίες και τους διαμαρτυρόμενους ενάντια στην αστάθεια του καπιταλισμού, τους ενσωματωμένους του κύκλους που έθεταν την εργατική τάξη αντιμέτωπη με ξαφνική ανεργία και απώλεια εισοδήματος, κατά μέσο όρο κάθε τέσσερα έως επτά χρόνια. Ο φόβος της ύφεσης και της κρίσης — κοινός τόσο σε εργοδότες όσο και σε εργαζομένους — φάνηκε σε πολλούς ως χαρακτηριστικό του καπιταλισμού εξόχως παράλογο και επαρκές από μόνο του για να γεννήσει τον πόθο για ένα σύστημα που ούτε χρειάζεται ούτε επιτρέπει τέτοιους κύκλους.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές ήταν αρκετά πολυάριθμοι και σίγουροι ώστε να συγκροτήσουν κοινωνικά κινήματα, εργατικά συνδικάτα και πολιτικά κόμματα. Σοσιαλιστικές εφημερίδες, βιβλία και φυλλάδια διέδιδαν τις ιδέες τους. Σοβαροί θεωρητικοί (ιδίως ο Μαρξ, ο Ένγκελς και οι μαθητές τους) πρόσδωσαν βάθος και έκταση στον σοσιαλισμό, αναπτύσσοντας την παράδοση σε μια ουσιώδη γραμματεία κοινωνικής κριτικής, ανάλυσης και προτάσεων για κοινωνική αλλαγή. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου του Μαρξ όρισε μια θεμελιώδη αδικία — την εκμετάλλευση — που βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης εργοδότη/εργαζομένου.

{11} Η εκμετάλλευση, σύμφωνα με τους όρους του Μαρξ, περιγράφει την κατάσταση στην οποία οι εργαζόμενοι παράγουν περισσότερη αξία για τους εργοδότες από εκείνη που αντιστοιχεί στην αξία του μισθού που τους καταβάλλεται. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση, έδειξε ο Μαρξ, διαμορφώνει κάθε άλλη πτυχή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Καθώς ο πόθος για μια καλύτερη κοινωνία μεγάλωνε, οι σοσιαλιστές ενέταξαν όλο και περισσότερο στις απαιτήσεις τους την κατάργηση της εκμετάλλευσης, προτείνοντας την αντικατάσταση της σχέσης εργοδότη/εργαζομένου με έναν εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, στον οποίο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα λειτουργούσαν δημοκρατικά ως οι δικοί τους εργοδότες.

Το 1871, οι σοσιαλιστές κατέλαβαν την εξουσία στο Παρίσι και εγκαθίδρυσαν και διοίκησαν την Κομμούνα. Για μερικές εβδομάδες, η Ευρώπη και ο κόσμος είδαν μια πρώτη, αδρή εικόνα για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η κοινωνία, αν ο σοσιαλισμός αντικαθιστούσε τον καπιταλισμό. Οι σοσιαλιστές διέκριναν επίσης μια βασική στρατηγική για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό: την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και τη χρήση της για τη δημιουργία, την προστασία και την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής εναλλακτικής στον καπιταλισμό.

Οι σοσιαλιστές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη ενστερνίστηκαν γενικά τα βασικά συνθήματα των Γαλλικών και Αμερικανικών Επαναστάσεων: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα και δημοκρατία. Αυτό που τους στενοχωρούσε και τους κινητοποιούσε ήταν το γεγονός ότι οι υπάρχουσες καπιταλιστικές κοινωνίες απέτυχαν να πραγματώσουν αυτά τα ιδανικά. Ο σοσιαλισμός διατυπώθηκε ως η απαίτηση να προχωρήσουμε πιο πέρα, να είμαστε πιο «προοδευτικοί», προκειμένου να υλοποιηθούν τα αιτήματα για ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα και δημοκρατία. Αν ο καπιταλισμός δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, τότε έπρεπε να παραμεριστεί υπέρ ενός ανώτερου συστήματος: του σοσιαλισμού.

Αναδύθηκαν τότε μείζονα ζητήματα, γύρω από τα οποία διαμορφώθηκαν διαφορετικά ρεύματα της σοσιαλιστικής σκέψης. Ένα από αυτά τα ζητήματα αφορούσε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού με βάση εικόνες, σχέδια ή {12} ακόμη και λειτουργικά πρότυπα της επιθυμητής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας. Συνεταιριστικοί χώροι εργασίας, κοινοτικές μορφές συνύπαρξης, αντικαπιταλιστικές οικογενειακές δομές και άλλα συγκροτούσαν κοινωνικά μοντέλα που ενέπνευσαν τους «ουτοπικούς» σοσιαλιστές. Παραδείγματα αποτελούν ο Ρόμπερτ Όουεν και η κοινότητά του στο Νιου Λάναρκ, ο Σαρλ Φουριέ και το «φαλανστήριό» του, ο Ετιέν Καμπέ και οι εργατικοί του συνεταιρισμοί και άλλοι. Οι ουτοπιστές συχνά πίστευαν ότι, για να επιτευχθεί η υπέρβαση του καπιταλισμού, οι άνθρωποι που ζούσαν εντός αυτού έπρεπε να δουν και να βιώσουν στο παρόν προεικονίσεις του μελλοντικού σοσιαλισμού. Η δημιουργία και προώθηση τέτοιων προεικονίσεων έγινε σημαντική στρατηγική για να προσελκυσθούν υποστηρικτές της μετάβασης.

Άλλοι σοσιαλιστές έδωσαν έμφαση αλλού. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πρότειναν έναν «επιστημονικό» σοσιαλισμό, σε αντίθεση με τον «ουτοπικό». Υποστήριξαν ότι οι όμορφες ουτοπίες δεν αρκούσαν για να προκαλέσουν επαναστάσεις ενάντια στον καπιταλισμό, ούτε για να πραγματοποιήσουν μεταβάσεις στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, η κοινωνική αλλαγή θα προέκυπτε όταν οι εντάσεις, οι αντιφάσεις και οι κρίσεις που εγγενώς δημιουργεί ο καπιταλισμός θα παρήγαγαν το κίνητρο και τη δυνατότητα για αλλαγή σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που μπορούσε να τη φέρει εις πέρας. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ο εν δυνάμει επαναστατικός φορέας ήταν το βιομηχανικό προλεταριάτο — η εργατική τάξη — σε συμμαχία με εκείνους τους διανοούμενους που κατανοούσαν τους μελλοντικούς κινδύνους ενυπάρχοντες στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Μέχρι και σήμερα, οι σοσιαλιστές συνεχίζουν να συζητούν τον ρόλο των ουτοπικών εμπνεύσεων και προτύπων αφενός, και τη στρατηγική κινητοποίησης της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού αφετέρου, ως προς τις μεθόδους μετάβασης και διατήρησης του σοσιαλισμού.

{13} Ένα ακόμη μείζον ζήτημα που δίχασε και αναστάτωσε τους σοσιαλιστές — ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη — ήταν η διαμάχη μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Θα προέκυπτε η μετάβαση και θα προωθούνταν καλύτερα μέσω συσσωρευμένων μεταρρυθμίσεων του καπιταλισμού ή θα απαιτούσε μια απότομη ρήξη μέσω επανάστασης; Τελικά, η διαμάχη αυτή ονομάστηκε αντιπαράθεση μεταξύ «εξελικτικού» και «επαναστατικού» σοσιαλισμού, και είχε ως αντικείμενο τη χάραξη της βέλτιστης στρατηγικής για τα τότε ανερχόμενα σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα.

Η μία πλευρά, που συχνά συνδέεται με τον Γερμανό σοσιαλιστή Έντουαρντ Μπερνστάιν, έδωσε προτεραιότητα στον «κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό». Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης πίστευαν ότι οι σοσιαλιστές έπρεπε να συμμετέχουν στις εκλογές και να οικοδομούν συμμαχίες γύρω από μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού, ενώ ταυτόχρονα να υπερασπίζονται και να προωθούν την αναγκαιότητα μιας ευρύτερης κοινωνικής μεταμόρφωσης. Μια τέτοια στρατηγική, υποστήριζαν, μπορούσε να οικοδομήσει τη μαζική συνείδηση και τον κομματικό μηχανισμό που απαιτούνταν για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Με μια τέτοια πολιτική βάση, οργανωμένη από ένα μαζικό κόμμα, η ανάληψη της κρατικής εξουσίας θα καθιστούσε εφικτή μια μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, την οποία οι καπιταλιστές και οι σύμμαχοί τους δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν.

Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, οι «επαναστατικοί» σοσιαλιστές — όπως ο Βλαντίμιρ Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ — αντέτειναν ότι οι καπιταλιστές δεν θα εγκατέλειπαν ποτέ τον πλούτο και την εξουσία τους χωρίς να προσφύγουν σε ακραία μέσα, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής βίας. Κατά την άποψή τους, ήταν αφελές και ανόητο να μη λαμβάνεται υπόψη και να μη γίνεται προετοιμασία για αυτές τις πιθανές αντιδράσεις απέναντι στις σοσιαλιστικές προόδους. Οι επαναστάτες σοσιαλιστές υποστήριζαν ότι ήταν πάντα αναγκαίο να αναλύονται οι εσωτερικές αντιφάσεις και εντάσεις του καπιταλισμού, ώστε να εντοπίζονται στιγμές στις οποίες ήταν εφικτές επαναστατικές ρήξεις. Όπως η Αγγλική, η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση υπήρξαν καίρια γεγονότα στην ευρωπαϊκή μετάβαση {14} από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, έτσι και οι επαναστατικοί σοσιαλιστές ανέμεναν αντίστοιχες επαναστάσεις για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.

Οι υπέρμαχοι της μεταρρύθμισης και οι επαναστάτες διατυπώνουν συχνά ενδιάμεσες θέσεις: δέσμευση στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις, αλλά πάντα με τη ρητή διευκρίνιση ότι αυτές δεν θα παγιωθούν και δεν θα είναι διασφαλισμένες αν δεν ολοκληρωθεί μια θεμελιώδης αλλαγή — μια ριζική μεταβολή — προς τον σοσιαλισμό, πράγμα που απαιτεί επαναστατική ρήξη.

Όπως οι σοσιαλιστές διαφωνούσαν έντονα για τη σχετική αξία του ουτοπικού και του επιστημονικού σοσιαλισμού, καθώς και για τη στρατηγική της μεταρρύθμισης έναντι της επανάστασης, έτσι και ο 20ός αιώνας έφερε στο προσκήνιο μια νέα και διαφορετικού είδους αντιπαράθεση. Η σοβιετική επανάσταση του 1917 εγκαινίασε την πρώτη διαρκή κυβέρνηση που δεσμεύτηκε ρητά στον σοσιαλισμό: την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Οι επαναστάτες του 1917 (ιδιαίτερα ο Λένιν) άντλησαν κρίσιμα διδάγματα από τις βραχύβιες σοσιαλιστικές εμπειρίες της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Η ανάλυση του Μαρξ για τους λόγους που οδήγησαν στη σύντομη διάρκεια της Κομμούνας παρείχε στον Λένιν σημαντικούς οδηγούς, οι οποίοι συνέβαλαν ώστε η σοβιετική επανάσταση να γίνει το πρώτο βιώσιμο πείραμα εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης.

Από την απαρχή της, η Σοβιετική Ένωση προκάλεσε έντονη συζήτηση στους κόλπους των σοσιαλιστών. Οι αντιπαραθέσεις εστιάζονταν στο κατά πόσον οι αποφάσεις των Σοβιετικών ηγετών εφάρμοζαν ορθά τις σοσιαλιστικές ιδέες και αρχές που είχαν διαμορφωθεί πριν το 1917. Σε βαθύτερο επίπεδο, το ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με δύο σημαντικές μεταβολές σε σχέση με εκείνες που είχαν κινητοποιήσει και τροφοδοτήσει τον σοσιαλισμό κατά τον 19ο αιώνα.

Πρώτον, ο σοσιαλισμός πλέον διέθετε δύο διαφορετικά ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, τα οποία εξελίχθηκαν σε δύο διακριτά, έστω και αλληλένδετα, κοινωνικά εγχειρήματα. Οι σοσιαλιστές που ζούσαν και εργάζονταν εντός χωρών που παρέμεναν καπιταλιστικές συνέχιζαν να {15} εστιάζουν στο πώς να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, οι σοσιαλιστές που ζούσαν και εργάζονταν εντός της ΕΣΣΔ εστίαζαν στην οικοδόμηση, την προστασία και την ενίσχυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, κοινωνίας και κρατικής εξουσίας. Πολλοί από τους δεύτερους απηύθυναν έκκληση στους συντρόφους τους στις καπιταλιστικές χώρες να δώσουν προτεραιότητα στην υπεράσπιση και υποστήριξη της ΕΣΣΔ ως του «πρώτου σοσιαλιστικού κράτους».

Σε αυτό το ζήτημα, οι σοσιαλιστές διχάστηκαν παντού. Εκείνοι που υποστήριξαν τη σοβιετική ερμηνεία υιοθέτησαν τις περισσότερες φορές τον τίτλο «κομμουνιστές» και αποσπάστηκαν για να συγκροτήσουν ξεχωριστά κομμουνιστικά κόμματα. Όσοι ήταν περισσότερο ή λιγότερο επιφυλακτικοί ή επικριτικοί απέναντι στις σοβιετικές πράξεις και θέσεις διατήρησαν γενικά τον όρο «σοσιαλιστής». Οι σχετικές συζητήσεις έλαβαν χώρα ανοιχτά ανάμεσα σε ποικίλα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα και — συνήθως λιγότερο φανερά — και εντός αυτών, αναφορικά με το κατά πόσον και με ποιον τρόπο η ΕΣΣΔ ενσάρκωνε, αλλοίωνε ή πρόδιδε τον σοσιαλισμό. Οι αντιπαραθέσεις αυτές συνεχίστηκαν ακόμη και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1989.

Ο χαρισματικός ηγέτης του νέου σοβιετικού κράτους, ο Λένιν, υιοθέτησε τη θέση ότι αυτό που είχε επιτύχει η επανάσταση του 1917 ήταν αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κρατικό καπιταλισμό». Με τον όρο αυτό εννοούσε ότι οι σοσιαλιστές είχαν κατακτήσει και διατηρούσαν την κρατική εξουσία, την οποία χρησιμοποιούσαν για να εκτοπίσουν τους ιδιώτες καπιταλιστές από τις διευθυντικές θέσεις στις επιχειρήσεις. Η νέα ΕΣΣΔ εθνικοποίησε τη βιομηχανία και αντικατέστησε τα ιδιωτικά καπιταλιστικά διοικητικά συμβούλια με κρατικούς αξιωματούχους. Η καπιταλιστική δομή εργοδότη/εργαζομένου διατηρήθηκε, αλλά το ποιοι ήταν οι εργοδότες είχε αλλάξει. Οι σοσιαλιστικές συζητήσεις όφειλαν πλέον να διευρυνθούν ώστε να περιλάβουν και τον κρατικό καπιταλισμό, μαζί με τον ιδιωτικό καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, ως μορφές που σχετίζονται με τη σοσιαλιστική στρατηγική. Ωστόσο, αυτή η διεύρυνση διήρκεσε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Ο θάνατος του Λένιν το 1924, η πικρή διαμάχη εντός {16} της σοβιετικής ηγεσίας ανάμεσα στον Λεόν Τρότσκι και τον Ιωσήφ Στάλιν, και η επικράτηση του Στάλιν ως κυρίαρχου ηγέτη, μετέβαλαν ριζικά τις σοσιαλιστικές συζητήσεις.

Ίσως η πιο σημαντική πρώιμη απόφαση του Στάλιν ήταν η διακήρυξη ότι η Σοβιετική Ένωση είχε επιτύχει τον σοσιαλισμό. Αυτό που ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει ως «κρατικό καπιταλισμό» μετετράπη έτσι σε «σοσιαλισμό». Ο Στάλιν παρουσίασε τη Σοβιετική Ένωση ως την επιτυχημένη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, το πρότυπο για όσους αναζητούσαν τον σοσιαλισμό παντού. Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός του Στάλιν — ίσως να ήθελε να δώσει στον μακροχρόνια πάσχοντα σοβιετικό λαό την αίσθηση ότι όλες οι θυσίες τους είχαν φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα — η διακήρυξή του είχε βαθιά προβληματικές συνέπειες. Ταύτισε τον σοσιαλισμό — για ολόκληρο τον κόσμο — με ένα κοινωνικό σύστημα που ήταν συγχρόνως φτωχό, βυθισμένο σε εσωτερικές συγκρούσεις και αυστηρά ελεγχόμενο από μια σκληρή πολιτική δικτατορία. Οι εχθροί του σοσιαλισμού χρησιμοποίησαν αυτή την ταύτιση έκτοτε για να εξισώσουν την πολιτική δικτατορία με τον σοσιαλισμό. Φυσικά, αυτό απαιτούσε να αποκρυφτεί ή να αρνηθεί κανείς ότι (1) οι δικτατορίες υπήρξαν συχνά σε καπιταλιστικές κοινωνίες και (2) οι σοσιαλισμοί έχουν συχνά υπάρξει χωρίς δικτατορίες. Αυτή η απόκρυψη και άρνηση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που έφερε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στον σοσιαλισμό προήλθε από την άνοδο των τοπικών κινημάτων κατά του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Οι στόχοι τους ήταν ο επίσημος αποικιοκρατικός έλεγχος της Ευρώπης, κυρίως στην Ασία και την Αφρική, καθώς και ο λιγότερο επίσημος, αλλά όχι λιγότερο πραγματικός, αποικιοκρατικός έλεγχος των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική. Αυτά τα αντιτιθέμενα κινήματα ολοένα και περισσότερο προσέγγιζαν τον σοσιαλισμό. Μερικές φορές, φοιτητές που σπούδαζαν σε πανεπιστήμια των αποικιοκρατικών χωρών συναντούσαν εκεί σοσιαλιστές και τον σοσιαλισμό. Πιο γενικά, οι αποικιοκρατούμενοι λαοί που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους αντλούσαν έμπνευση από τους εργάτες που πάλευαν ενάντια στην εκμετάλλευση στις αποικιοκρατικές χώρες, και έβλεπαν {17} δυνατότητες συμμαχίας με αυτούς. Αντίστοιχα, οι εργάτες στις αποικιοκρατικές χώρες άρχιζαν να αντιλαμβάνονται παρόμοιες δυνατότητες από την άλλη πλευρά.

Ο σοσιαλισμός εξαπλώθηκε, μέσω του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, σε όλες τις αποικίες και συνέβαλε έτσι στη δημιουργία μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής παράδοσης. Οι πολλαπλές ερμηνείες του σοσιαλισμού που είχαν αναπτυχθεί στα κέντρα του καπιταλισμού γέννησαν έτσι ακόμη περισσότερες και περαιτέρω διαφοροποιημένες ερμηνείες του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα, διάφορα ρεύματα μέσα στην αντι-αποικιοκρατική και αντι-ιμπεριαλιστική παράδοση — τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά — αλληλεπίδρασαν με τον σοσιαλισμό και τον εμπλούτισαν.

Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έως το 1989, ο παγκόσμιος σοσιαλισμός παρουσίασε τόσο τις μεγαλύτερες επιτυχίες όσο και τις σοβαρότερες αποτυχίες του. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Σοβιετική Ένωση είχε ανακάμψει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε καταστεί η δεύτερη υπερδύναμη παγκοσμίως. Τα κομμουνιστικά κόμματα κατείχαν την εξουσία στην Ανατολική Ευρώπη, την Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ και πέραν αυτών. Τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα συχνά ήταν διαποτισμένα από σοσιαλιστικές ιδέες και ηγούνταν από σοσιαλιστές. Ο πόλεμος του Βιετνάμ αντιπαράθεσε ένα προϊόν του αντι-αποικιοκρατικού και ταυτόχρονα σοσιαλιστικού κινήματος με το αντίθετό του. Η τελική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ το 1975 σήμανε ένα είδος κορυφής για τον σύγχρονο σοσιαλισμό.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα σχημάτιζαν συχνά κυβερνήσεις, είτε αυτόνομα είτε σε συμμαχίες (μερικές φορές με κομμουνιστικά κόμματα), σε όλη την Ευρώπη μετά το 1945. Το ρήγμα μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού που αναπτύχθηκε μετά το 1917 βάθυνε μέσα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο σοσιαλισμός — που συχνά αποκαλούνταν «δημοκρατικός σοσιαλισμός», «κοινωνική δημοκρατία» ή «σοσιαλιστική δημοκρατία» — εδραίωσε τη θέση του κυρίως στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Εκεί, οι χώροι εργασίας παρέμεναν κυρίως στα χέρια ιδιωτικών καπιταλιστών. Ωστόσο, η κυβέρνηση {18} μερικές φορές λειτουργούσε ορισμένες σημαντικές βιομηχανίες (π.χ. υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, μεταφορές, τράπεζες), ελέγχοντας την οικονομία μέσω αυστηρών ρυθμίσεων και φορολογίας. Στόχοι της κυβέρνησης ήταν η προστασία της εργασίας, η αναδιανομή του εισοδήματος και η παροχή βασικής κοινωνικής πρόνοιας μέσω επιδοτούμενης εκπαίδευσης, στέγασης, μεταφορών και υγειονομικής περίθαλψης. Αυτός ο τύπος σοσιαλισμού τόνιζε τη διαφοροποίησή του από — και συχνά την πολιτική του αντίθεση προς — το κομμουνιστικό σύστημα στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που ήταν σύμμαχες της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτές οι χώρες αναφέρονταν επίσης στα οικονομικά τους συστήματα ως «σοσιαλιστικά». Εκεί, η κυβέρνηση κατείχε και διαχειριζόταν μεγάλες εκτάσεις της βιομηχανίας και της γεωργίας, παρέχοντας περισσότερες επιδοτούμενες δημόσιες υπηρεσίες. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές αλληλοκρίνονταν και διεξήγαγαν συζητήσεις. Ταυτόχρονα, οι υποστηρικτές του ιδιωτικού καπιταλισμού επιτίθεντο κατά κύριο λόγο και στους δύο τύπους σοσιαλισμού.

Οι διαφωνούντες άσκησαν κριτική και στα δύο κύρια ρεύματα ή τύπους σοσιαλισμού. Για παράδειγμα, ορισμένοι θεώρησαν ότι το κομμουνιστικό ρεύμα επέτρεπε υπερβολική ενδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού, σε αντίθεση με την από κάτω προς τα πάνω έννοια της κοινωνικής εξουσίας που ταύτιζαν με τον σοσιαλισμό. Άλλοι εκτιμούσαν ότι η κοινωνική δημοκρατία άφηνε υπερβολική εξουσία και πλούτο συγκεντρωμένα στα χέρια μεγάλων ιδιωτικών καπιταλιστικών συμφερόντων. Οι κοινωνικοδημοκρατικοί κανονισμοί και οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν πάντα επισφαλείς, πάντα ευάλωτες σε καλά χρηματοδοτούμενες επιθέσεις όταν οι ιδιωτικοί καπιταλιστές αντιτίθεντο. Οι ανισότητες που παρήγαγαν οι καπιταλιστικές δομές εντός των κοινωνικών δημοκρατιών καθιστούσαν τις δημοκρατίες αυτές, κατά την άποψη των διαφωνούντων, μη γνήσια σοσιαλιστικές.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες εδραιώθηκε μια ιδιαιτέρως στρεβλή αντίληψη για τον σοσιαλισμό, ειδικά ανάμεσα σε όσους τον αποδοκίμαζαν, αλλά και στον γενικό πληθυσμό. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού {19} άρχισαν να θεωρούν τους όρους «κομμουνιστής», «σοσιαλιστής», «αναρχικός», «μαρξιστής» και για πολλούς ακόμα και «φιλελεύθερος» ως συνώνυμους. Όλοι αυτοί θεωρούνταν «αντιαμερικανικοί» και δεν υπήρχε ουσιαστικά λόγος ή ανάγκη να διαχωρίζονται μεταξύ τους. Αυτή η ασυνήθιστη οπτική ήταν εν μέρει αποτέλεσμα ενός αναμφισβήτητα προβληματικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο επιβαλλόταν από τις ιδεολογικές επιταγές του Ψυχρού Πολέμου. Κύματα μακαρθιστικής αντιπαράθεσης κατά του κομμουνισμού — καθώς και της αριστερής, κεντροαριστερής και ακόμη και φιλελεύθερης πολιτικής — έπληξαν τις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, εξασθενώντας σε ορισμένες περιοχές της χώρας, παραμένοντας ισχυρά σε άλλες. Τέτοια αντιπαράθεση επανεμφανίστηκε ξανά στην εποχή Τραμπ. Αυτά τα κύματα ουσιαστικά κατέστρεψαν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα των ΗΠΑ σε βαθμό που σπάνια έχει παρατηρηθεί αλλού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι καταστολές δίδαξαν επίσης μεγάλες μάζες του αμερικανικού κοινού να υποψιάζονται, να απορρίπτουν, να δαιμονοποιούν και να αποφεύγουν ισότιμα όλα αυτά τα συνώνυμα.

Το ταμπού γύρω από τον σοσιαλισμό που επιβλήθηκε από τον αντικομμουνισμό στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απέτρεψε τη διδασκαλία του στις περισσότερες σχολικές βαθμίδες. Και όταν γινόταν, οι εκπαιδευτικοί το αντιμετώπιζαν με απαξιωτική σύντομη προσέγγιση. Έπρεπε να αποδείξουν τα αντισοσιαλιστικά τους διαπιστευτήρια εν μέσω μιας γενικής δαιμονοποίησης του σοσιαλισμού σε όλα τα κοινωνικά θεσμικά επίπεδα. Οι απολύσεις εκπαιδευτικών με γνωστές σοσιαλιστικές συμπάθειες τη δεκαετία του 1950 λειτούργησαν ως αποτελεσματική προειδοποίηση. Τα αμερικανικά εργατικά συνδικάτα επίσης πιάστηκαν στον κυματισμό της αντισοσιαλιστικής διάθεσης και στράφηκαν κατά συχνά των πιο μαχητικών μελών και οργανωτών τους. Έτσι, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, το οργανωμένο εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ αποξενώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες στενές του σχέσεις με σοσιαλιστικούς φορείς και πρόσωπα. Η πεντηκονταετής κάμψη του αμερικανικού εργατικού κινήματος αποτέλεσε εν μέρει αποτέλεσμα των αντισοσιαλιστικών εκκαθαρίσεων εντός των συνδικάτων, καθώς προσπαθούσαν να επιδείξουν {20} πιστότητα στον καπιταλισμό, ελπίζοντας ότι έτσι θα προστατευθούν. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη.

Για πολλούς, ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, ο μαρξισμός, ο αναρχισμός και, πιο πρόσφατα, η τρομοκρατία, αποτελούν όλες βλαβερές αντιαμερικανικές ιδεολογίες και πρακτικές που διαφέρουν μόνο στην ορθογραφία τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έως την προεκλογική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς για την προεδρία το 2016, κάθε υποψήφιος που αποδεχόταν την ταμπέλα «σοσιαλιστής» διέτρεχε τον κίνδυνο πολιτικής αυτοκτονίας. Δεν ήταν ασυνήθιστο στις ΗΠΑ να δέχεται σχεδόν όλη η κρατική δραστηριότητα (εκτός από τον στρατό) επίθεση ως σοσιαλιστική (π.χ. τα ταχυδρομεία, η Amtrak, η TVA, το Medicare, το Medicaid και ούτω καθεξής). Έτσι, αμέτρητοι σοβιετικοί μελετητές μπορούσαν και όντως εξηγούσαν ότι η ΕΣΣΔ ήταν σοσιαλιστική — ή ακόμη και κρατικοκαπιταλιστική — και απλώς ελπίζαν μια μέρα να εξελιχθεί περαιτέρω σε κομμουνισμό. Παρόλα αυτά, λίγοι στις ΗΠΑ το πρόσεχαν. Για τους περισσότερους, οι δύο όροι χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμα. Αυτό δεν ίσχυε στην Ευρώπη, όπου οι περισσότεροι γνώριζαν από οικογένεια, γείτονες, εφημερίδες κ.ά. ποια ήταν τα περίπου όρια που χώριζαν τους σοσιαλιστές από τους κομμουνιστές κ.ο.κ.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της στην Ανατολική Ευρώπη το 1989-1990 έθεσε σε οπισθοχώρηση τον σοσιαλισμό γενικά, αλλά ιδιαίτερα το κομμουνιστικό ρεύμα. Το ρεύμα της κοινωνικής δημοκρατίας επηρεάστηκε λιγότερο. Ωστόσο, πολλοί από τους επικριτές του σοσιαλισμού απεικόνισαν έκτοτε το τέλος της ΕΣΣΔ ως κάποιο είδος οριστικής νίκης του καπιταλισμού στον 20ό αιώνα αγώνα του με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Εν μέσω του καπιταλιστικού θριαμβολογισμού, όλα τα ρεύματα του σοσιαλισμού συγχωνεύτηκαν, ως να είχαν όλα ξεθωριάσει. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε σύντομα εντελώς διαφορετική.

Ο καπιταλιστικός θριαμβολογισμός συνδέθηκε με τον νεοφιλελευθερισμό που ανέτειλε την περίοδο 1980-2008. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια {21} ιδεολογία που υποστηρίζει ότι η απορρύθμιση των αγορών και οι ιδιωτικές (όχι κρατικές) επιχειρήσεις αποφέρουν πάντα ανώτερα οικονομικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των τομέων της στέγασης, της υγειονομικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης κ.ά. Η διαρκής οικονομική ανάπτυξη (η εξάρτησή της από τη διεύρυνση του χρέους αγνοήθηκε ή υποβαθμίστηκε) έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι αναδύθηκε μια «νέα οικονομία» που θα μεγάλωνε για πάντα και θα θάψει οριστικά έναν εγκαταλελειμμένο σοσιαλισμό. Πολλοί σοσιαλιστές και κομμουνιστές απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν από τον θριαμβολογισμό και την αντιληπτή οικονομική ανάπτυξη, ειδικά στους παλιούς πυρήνες του καπιταλισμού (Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ιαπωνία).

Ωστόσο, λίγο κάτω από το ραντάρ της περισσότερης δυτικής κοινής γνώμης, το κινεζικό μοντέλο σοσιαλισμού — ένας υβριδικός κρατικοκαπιταλισμός που περιλάμβανε τόσο κομμουνιστικά όσο και κοινωνικοδημοκρατικά ρεύματα — απέδειξε ότι μπορούσε να αναπτυχθεί ταχύτερα και για περισσότερα χρόνια από οποιαδήποτε καπιταλιστική οικονομία στην ιστορία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Κίνα είχε γίνει η δεύτερη οικονομική υπερδύναμη μετά τις ΗΠΑ και κέρδιζε έδαφος με ταχύ ρυθμό. Ο σοσιαλισμός, όπως αποδείχτηκε, δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε μεταφέρει το κέντρο του στην Ανατολή. Αυτό δεν θα έπρεπε να εξέπληττε κανέναν, καθώς και ο καπιταλισμός είχε κάνει το ίδιο.

Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού το 2008, καθώς και ο νεοφιλελευθερισμός που είχε προηγηθεί από τη δεκαετία του 1970, προσέθεσαν νέες αναταράξεις στην ιστορία του σοσιαλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δημιούργησε μια έκρηξη αύξησης εισοδημάτων και κατανάλωσης που αμφισβήτησε τους σοσιαλισμούς της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Τα συγκεκριμένα συστήματα είχαν εστιάσει στην βιομηχανική ανάπτυξη (που επιτεύχθηκε εντυπωσιακά), προτάσσοντας τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τις υποδομές έναντι της ατομικής κατανάλωσης. Η κατανάλωση αυτή επαγγέλθηκε αλλά, σε μεγάλο βαθμό, αναβαλλόταν για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της πρώτης. Ωστόσο, οι πληθυσμοί τους, που είχαν πληγεί σοβαρά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιστάθηκαν και δυσανασχέτησαν απέναντι στις επαναλαμβανόμενες μειώσεις, {22} αναβολές ή βραδείς ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης. Η μείωση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου, σε συνδυασμό με τη διάδοση της τηλεόρασης και άλλων μέσων που ανέδειξαν τις ανισότητες στα επίπεδα κατανάλωσης, καθώς και οι αυξανόμενες δυσαρέσκειες για τους περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες, συνέβαλαν στην κατάρρευση των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Ξεκίνησε μια σχετικά ειρηνική μετάβαση μακριά από αυτές.

Ειρωνικά, επειδή οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις είχαν επιτρέψει ελάχιστη εσωτερική συζήτηση, η ευρεία κοινωνία γνώριζε ελάχιστα για τις διαφορετικές τάσεις του σοσιαλισμού. Οι υφιστάμενες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις είχαν παρουσιάσει την κοινή τους ερμηνεία του σοσιαλισμού ως τη μόνη έγκυρη και πραγματική μορφή. Έτσι, η μόνη εναλλακτική λύση στο σοσιαλισμό που γνώριζαν οι περισσότεροι Ανατολικοευρωπαίοι ήταν το απόλυτο αντίθετό του, δηλαδή ο καπιταλισμός της Δύσης. Η ιδέα ότι υπήρχαν άλλοι τύποι σοσιαλισμού πέραν αυτού που υπήρχε στην Ανατολική Ευρώπη — και ότι οι επιδιώξεις των πολιτών τους θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα με τη μετάβαση σε έναν από αυτούς — σπάνια προτάθηκε. Στην βιασύνη για την έξοδο από τον ανατολικοευρωπαϊκό σοσιαλισμό, οι λαοί κατευθύνθηκαν προς τον δυτικό καπιταλισμό, με λίγες, σχεδόν αθέατες φωνές να προτείνουν ως επιθυμητό στόχο τη Σκανδιναβία ή τη Γερμανία και όχι το Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ. Ήταν ένα ακόμη μάθημα ιστορίας που ανέδειξε τους βαθύτατους κινδύνους που συνεπάγεται η καταστολή της συζήτησης για εναλλακτικά συστήματα.

Η οικονομική άνοδος του δυτικού καπιταλισμού, παρά το ότι βασίστηκε στο χρέος, δημιούργησε μια σχεδόν ευφορική αντίληψη για την άνοδο του καπιταλισμού. Αυτή ενισχύθηκε σε πλήρη ευφορία με την κατάρρευση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους παγκοσμίως, της Σοβιετικής Ένωσης, και των ευρωπαϊκών συμμάχων της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο 20ός αιώνας και ο αγώνας μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού έμοιαζαν να έχουν ολοκληρωθεί, με τη νίκη να αποδίδεται οριστικά στον καπιταλισμό. Το μέλλον φάνταζε ως αέναη καπιταλιστική ανάπτυξη προς όφελος όλων. Προειδοποιητικά σημάδια — μεταξύ άλλων το {23} σκληρό ιστορικό γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει υποστεί δαπανηρούς, περιοδικούς κύκλους άνθησης και κρίσης σε όλη την ιστορία του — αγνοήθηκαν ευρέως. Συσσωρεύθηκαν χρέη τόσο των κυβερνήσεων όσο και των επιχειρήσεων, και νέοι πληθυσμοί εισήχθησαν στις απολαύσεις των καταναλωτικών χρεών. Πολλοί πίστευαν πως αυτό δεν θα τελείωνε ποτέ. Όμως, τελείωσε το 2007 και το 2008, όταν οι φούσκες του χρέους έσπασαν και κατέρρευσαν το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Οι άλλοτε υπερήφανες μεγατράπεζες και άλλες μεγαεταιρείες ξαφνικά σταμάτησαν να κατακρίνουν τις κυβερνήσεις ως σπάταλες και αναποτελεσματικές επιβαρύνσεις στην πλάτη του ιδιωτικού τομέα. Αντίθετα, τα ιδιωτικά τους τζετ τους μετέφεραν στις παγκόσμιες πρωτεύουσες, όπου εκλιπαρούσαν για σωτηρία με τρισεκατομμύρια δολάρια ή ευρώ κρατικού χρήματος. Δεδομένης της πολιτικής δύναμης των εταιρειών, οι κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν. Χρηματοδότησαν τεράστια πακέτα διάσωσης με μαζικά πρόσθετα κρατικά χρέη. Μόλις ολοκληρώθηκε αυτό, οι κυβερνήσεις αποφάσισαν να θέσουν υπό έλεγχο τα εκρηκτικά χρέη επιβάλλοντας μέτρα λιτότητας — τουλάχιστον επιβραδύνοντας, αν όχι μειώνοντας, τις κρατικές δαπάνες και το δανεισμό. Η δημόσια απασχόληση, οι συντάξεις και οι δημόσιες υπηρεσίες έγιναν βασικοί στόχοι περικοπών.

Λόγω της νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, οι περισσότεροι «ηγέτες» προέβλεπαν λίγους κινδύνους από τις πολιτικές λιτότητας. Λίγοι φαντάζονταν ότι πολλοί άνθρωποι θα αντιδρούσαν στο διαδοχικό θέαμα όπου (1) οι μεγακαπιταλιστές κερδοσκοπούσαν από μια φούσκα χρέους που οι ίδιοι συνέβαλαν στη δημιουργία της, (2) οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες εξασφάλιζαν κρατική διάσωση όταν η φούσκα έσπαγε, και (3) οι ηγέτες επιβάλλουν στη συνέχεια τη λιτότητα στους μέσους πολίτες για να αντισταθμίσουν το κόστος της διάσωσης. Ούτε αναγνώρισαν τους κινδύνους που υπήρχαν στο να απαιτούν από τις εργατικές τάξεις που είχαν θυματοποιήσει να απορροφήσουν και το κοινωνικό κόστος νέων μαζικών μεταναστευτικών κυμάτων.

{24} Έκαναν λάθος. Ξεκίνησε μια εξέγερση, αργά στην αρχή, με διαφοροποιήσεις ανάλογα με τα εθνικά και περιφερειακά πλαίσια. Η αστάθεια, η ανισότητα και η αδικία του καπιταλισμού ήταν υπερβολικές. Σταδιακά, οι ψηφοφόροι στράφηκαν ενάντια στους παραδοσιακούς παλιούς πολιτικούς ηγέτες και κόμματα, τη σοσιαλδημοκρατία και τη συντηρητική δεξιά που εναλλάσσονταν άνετα στην εξουσία. Και οι δύο είχαν διαχειριστεί με αφοσίωση τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα στη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία από τη δεκαετία του 1970. Και οι δύο είχαν συνεργαστεί στη διάσωση των κατεστραμμένων μεγαεταιρειών μεταξύ 2008 και 2010. Και οι δύο είχαν υποσχεθεί στο λαό να μετριάσουν τη λιτότητα, αλλά, μόλις στην εξουσία, στην πλειονότητά τους έκαναν το αντίθετο.

Τα «λαϊκιστικά» κινήματα αριστεράς και δεξιάς ανέβηκαν στην πολιτική σκηνή. Μερικά σχημάτισαν νέα κόμματα. Άλλα εισήλθαν σε τεταμένες συμμαχίες με τους παλιούς σοσιαλδημοκρατικούς και συντηρητικούς σχηματισμούς. Κάποια προκάλεσαν συμμαχίες όπου ενσωμάτωσαν στοιχεία των παλαιών παραδοσιακών κομμάτων κάτω από μια νέα «λαϊκιστική» ηγεσία. Κάποιες φορές κυβέρνησαν. Κάποιες φορές αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην κοινοβουλευτική πολιτική και παρέμειναν ως «λαϊκιστικά» κινήματα. Αριστερά, αυτά τα λαϊκιστικά ρεύματα περιλάμβαναν συχνά ρητές αντικαπιταλιστικές πτυχές. Δεξιά, υπήρξαν φλερτ, ή και περισσότερα, με τον φασισμό.

Ο σοσιαλισμός υπέστη μια ιδιότυπη συνύπαρξη παρακμής και αναγέννησης μετά την κατάρρευση του καπιταλισμού το 2008. Συνέχισε την παρακμή που είχε ξεκινήσει από τις δεκαετίες του 1970 και είχε επιταχυνθεί με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και των ανατολικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα άρχισαν μια σταθερή απώλεια ψηφοφόρων και κοινωνικής στήριξης, εν μέρει λόγω της προσαρμογής τους στο νεοφιλελευθερισμό, ειδικά όταν αυτός περιλάμβανε αποδοχή των πολιτικών λιτότητας. Κάποια σοσιαλιστικά κόμματα διαλύθηκαν. Κάποια εντάχθηκαν σε συμμαχίες με τους {25} πρώην αντιπάλους τους, τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς. Όλες αυτές οι κινήσεις απέτυχαν να σταματήσουν την παρακμή του παραδοσιακού σοσιαλισμού.

Όμως, αναγεννήσεις συνέβησαν επίσης. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες σχηματίστηκαν ρητά αντικαπιταλιστικά κόμματα που ήταν σοσιαλιστικά στο περιεχόμενο, αλλά αμφιταλαντεύονταν ως προς την ονομασία. Η λέξη «σοσιαλισμός» είχε αποκτήσει πλήθος αρνητικών συσχετισμών μέσα σε έναν αιώνα δαιμονοποίησης από τους εχθρούς του, οι οποίοι συχνά εξίσωναν τον σοσιαλισμό με τα χειρότερα προγράμματα που υλοποιήθηκαν στο όνομά του (όπως από τον Στάλιν, τον Πολ Ποτ κ.ά.). Μετά την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού το 2008-2010, το φαινομενικό προσωπείο του καπιταλισμού ράγισε και ένας ανανεωμένος σοσιαλισμός αναδύθηκε. Στις ΗΠΑ, το κίνημα Occupy Wall Street το 2011 περιλάμβανε ρητές και με αυτοπεποίθηση διακηρύξεις τόσο αντικαπιταλιστικών όσο και υπέρ-σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, με τρόπους που δεν είχαν εμφανιστεί στον προηγούμενο μισό αιώνα μαζικών κοινωνικών κινημάτων. Στη συνέχεια, η καθοριστική προεκλογική εκστρατεία του Bernie Sanders το 2016, όπου διεκδίκησε την προεδρία ως ρητός «δημοκρατικός σοσιαλιστής», επανέφερε τον σοσιαλισμό σε θέση σημαντικού μέρους της δημόσιας συζήτησης για την αμερικανική πολιτική και κοινωνία.

Σε κάθε χώρα του κόσμου, ο σοσιαλισμός υπάρχει, προχωρά και υποχωρεί. Επεξεργάζεται τα μαθήματα και φέρει τα σημάδια της ιστορίας του σε κάθε τόπο. Ωστόσο, κάθε χώρα και ο σοσιαλισμός της διαμορφώνονται επίσης από την παγκόσμια ιστορία του σοσιαλισμού: μια πλούσια συσσωρευμένη παράδοση πολλών διαφορετικών ρευμάτων (ερμηνειών, τάσεων κ.ά.). Αντικατοπτρίζουν δύο αιώνες κερδών και απωλειών, επιτυχιών και αποτυχιών, παρακμών και αναγεννήσεων, καθώς και κριτικών αντιδράσεων στις μεταβαλλόμενες τύχες και αντιφάσεις του καπιταλισμού. Οι επαναλαμβανόμενες αναβιώσεις του σοσιαλισμού, όπως και η παγκόσμια διάδοσή του, μαρτυρούν τη βαθιά του σημασία σε έναν ταραγμένο καπιταλιστικό κόσμο, παρελθόν και παρόν. Χρειαζόμαστε την κατανόηση του {26} σοσιαλισμού επειδή έχει διαμορφώσει και θα συνεχίσει να διαμορφώνει όλους μας. Αποτελεί τη μεγαλύτερη συλλογή που διαθέτουμε από σκέψεις, εμπειρίες και πειράματα εκείνων που επιθυμούν να δημιουργήσουν κάτι καλύτερο από τον καπιταλισμό.

{27}

Κεφάλαιο II / Τι είναι ο Σοσιαλισμός;

Ο σοσιαλισμός είναι μια λαχτάρα των ανθρώπων που ζουν σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό-καπιταλιστικό, να κάνουν κάτι καλύτερο από ό,τι επιτρέπει και παρέχει ο συγκεκριμένος καπιταλισμός. Με το «κάνω κάτι καλύτερο», οι σοσιαλιστές εννοούν πολλά πράγματα. Ένα από αυτά είναι να έχουν εργασία που να έχει μεγαλύτερο κοινωνικό νόημα, να είναι λιγότερο σωματικά και περιβαλλοντικά καταστροφική, και να προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς το να εξασφαλίζει ένα επαρκές εισόδημα για τον ίδιο και την οικογένειά του σε σύγκριση με ό,τι είναι συνήθως διαθέσιμο στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Ένα άλλο είναι να διαθέτουν δια βίου εκπαίδευση, ελεύθερο χρόνο και πολιτικές ελευθερίες που να επιτρέπουν πραγματική συμμετοχή στην πολιτική, σε προσωπικές και φιλικές σχέσεις, καθώς και σε πολιτιστικές δραστηριότητες της επιλογής τους. Οι σοσιαλιστές επιθυμούν να μπορούν να εξερευνήσουν και να αναπτύξουν το πλήρες δυναμικό τους ως άτομα και μέλη της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην ευημερία και την ανάπτυξή της.

{28} Φυσικά, αυτές είναι αφαιρέσεις και γενικεύσεις, αλλά αρκούν σε αυτό το αρχικό στάδιο της επιχειρηματολογίας μας. Οι σοσιαλιστές πιστεύουν ότι τέτοιες επιθυμίες γενικά δεν εκπληρώνονται για τους περισσότερους ανθρώπους στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η μετάβαση από μια καπιταλιστική σε μια σοσιαλιστική κοινωνία αποτελεί, συνεπώς, το μέσο για να επιτευχθεί μια κοινωνία που προσφέρει σε όλους καλύτερες ζωές με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω.

Σε κοινωνίες με οικονομικό σύστημα δουλείας, πολλοί δούλοι επιθυμούσαν την απελευθέρωση από τα φρικτά βάρη και περιορισμούς που τους επιβάλλονταν. Οι σκέψεις, τα όνειρα και οι δράσεις τους συνέβαλαν τελικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Παρομοίως, οι δουλοπάροικοι ήθελαν να καταργήσουν τα βάρη που επέβαλλε σε αυτούς το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα και με τον χρόνο συνέβαλαν στην αποδέσμευση από αυτό το σύστημα. Οι σοσιαλιστές αναγνωρίζουν τη μοναδικότητα της δουλείας και της φεουδαρχίας και αντλούν έμπνευση από τους αγώνες των δούλων και των δουλοπάροικων ενάντια σε αυτά τα παρελθοντικά οικονομικά συστήματα. Οι σοσιαλιστές θέλουν να κάνουν ένα ανάλογο ρήγμα με τον καπιταλισμό.

Οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι έμαθαν ότι η ελευθερία, η ελευθερία του ατόμου και η υπέρβαση της δουλείας και της φεουδαρχίας δεν έλυσαν μαγικά όλα τα προβλήματά τους. Οι σοσιαλιστές έχουν μάθει το ίδιο για τον σοσιαλισμό. Η κατάργηση της δουλείας και της φεουδαρχίας ήταν τεράστια και προοδευτικά βήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Ο σοσιαλισμός, επίσης, δεν θα είναι πανάκεια, αλλά κατά τη γνώμη των σοσιαλιστών θα αντιπροσωπεύει μια σημαντική προοδευτική βελτίωση σε σχέση με τον καπιταλισμό.

Πέρα από αυτή τη κοινή λαχτάρα, οι σοσιαλιστές προωθούν μια ποικιλία κριτικών προς τον καπιταλισμό, ποικίλες στρατηγικές για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό και ποικίλες αντιλήψεις για το τι είναι ο σοσιαλισμός. {29} Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι σοσιαλιστές εστιάζουν στην οικονομία, έτσι θα πράξουμε κι εμείς εδώ.

Οποιαδήποτε οικονομία είναι ένα σύνολο τρόπων και μέσων για την παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών που οι άνθρωποι σε μια κοινότητα χρειάζονται ή επιθυμούν. Η τροφή μας, τα ρούχα, η στέγη, η ψυχαγωγία, οι μεταφορές και πολλά άλλα απαρτίζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Η εργασία μας συνδυάζεται με εργαλεία, εξοπλισμό και χώρους εργασίας, ως πολλαπλές εισροές, προκειμένου να παραχθούν αγαθά και υπηρεσίες, ως αντίστοιχες εκροές. Πριν από την παραγωγή, οι πόροι (όπως η γη, το νερό, ο χώρος κ.ά.) πρέπει να κατανεμηθούν στους χώρους εργασίας ώστε να είναι διαθέσιμοι στους εργαζόμενους ως παραγωγικές εισροές. Μετά την παραγωγή, οι εκροές (τα αγαθά και οι υπηρεσίες) πρέπει να διανεμηθούν σε εκείνους που τα καταναλώνουν. Μια οικονομία περιλαμβάνει την παραγωγή και τη διανομή των παραγωγικών πόρων και των παραγόμενων προϊόντων.

Ως τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της διανομής των αγαθών και υπηρεσιών μιας κοινωνίας, ο σοσιαλισμός διαφέρει από τον καπιταλισμό και πράγματι από πολλά άλλα οικονομικά συστήματα. Στον σοσιαλισμό, ολόκληρη η κοινότητα των ανθρώπων που εξυπηρετείται από, και ζει με, ή μέσα σε μια οικονομία συμμετέχει δημοκρατικά στην παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Στη δουλεία, αυτό σαφώς δεν ισχύει. Σε μια δουλοκτητική οικονομία, οι συμμετέχοντες διαιρούνται σε δεσπότες και δούλους. Οι δεσπότες ελέγχουν (και κυριολεκτικά κατέχουν) τις παραγωγικές εισροές, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των εργαζομένων, και αποφασίζουν για τη μοίρα των δούλων τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή. Στη φεουδαρχία, οι οικονομικοί συμμετέχοντες διαιρούνται σε δουλοκτήτες (άρχοντες) και δουλοπάροικους. Οι τελευταίοι δεν είναι ιδιοκτησία όπως στη δουλεία, αλλά καταλαμβάνουν κοινωνικές θέσεις που βασίζονται στις φεουδαρχικές θέσεις των γονέων τους. Τα παιδιά των δουλοπάροικων είναι συνήθως κι αυτά δουλοπάροικοι, συχνά του ίδιου άρχοντα ή των παιδιών του. Τα παιδιά των αρχόντων γίνονται επίσης άρχοντες ή {30} καταλαμβάνουν συναφείς θέσεις μέσα στην φεουδαρχική οικονομία. Όπως και οι δεσπότες, οι άρχοντες ασκούν κοινωνική κυριαρχία που απορρέει σε μεγάλο βαθμό από τη θέση τους σε σχέση με την παραγωγή και τη διανομή. Οι δεσπότες και οι άρχοντες είναι συνήθως λίγοι σε αριθμό, σε σχέση με τους πολλούς δούλους και δουλοπάροικους.

Ο καπιταλισμός διαφέρει από τη δουλεία, τη φεουδαρχία και τον σοσιαλισμό. Ο καπιταλισμός διαιρεί τους συμμετέχοντες στην παραγωγή και διανομή σε εργοδότες και εργαζόμενους. Οι εργοδότες είναι λίγοι· οι εργαζόμενοι πολλοί. Οι εργοδότες κατευθύνουν και ελέγχουν την εργασία των εργαζομένων αναφορικά με την παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, ούτε δεσμεύονται στη γη ή στον εργοδότη των γονιών τους. Είναι «ελεύθεροι» με την έννοια ότι μπορούν εθελοντικά να συνάψουν σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε εργοδότη επιθυμούν και αυτός προσλαμβάνει εργαζόμενους. Η πρόσληψη είναι η αγορά της «εργατικής δύναμης» — της ικανότητας ενός ατόμου να εργάζεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εργατική δύναμη πληρώνεται με προϊόντα ή χρήματα που ονομάζονται «μισθός». Οι μισθοί δεν υπήρχαν στη δουλεία ή τη φεουδαρχία, καθώς η σχέση μεταξύ των δύο βασικών ομάδων που συμμετείχαν σε αυτά τα συστήματα συνήθως εξασφάλιζε την εργασία της μίας για την άλλη χωρίς εργασιακή σύμβαση.

Ένα ακόμη διαφορετικό οικονομικό σύστημα περιλαμβάνει άτομα που εργάζονται ατομικά, π.χ. ως γεωργοί, τεχνίτες, παροχείς υπηρεσιών κ.λπ. Στην παραγωγή και διανομή πόρων και προϊόντων, αυτά τα άτομα εργάζονται ατομικά. Η οικονομία τους δεν εμφανίζει τις διχοτομίες που συναντώνται στη δουλεία (δεσπότης/δούλος), τη φεουδαρχία (άρχοντας/δουλοπάροικος) ή τον καπιταλισμό (εργοδότης/εργαζόμενος). Ομοίως, μια τέτοια οικονομία δεν είναι σοσιαλιστική, διότι δεν συνεπάγεται τη δημοκρατική και συλλογική λήψη αποφάσεων στην παραγωγή και διανομή που θα συνέβαινε σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα. Συνήθως αποκαλείται «αυτοαπασχολούμενη» στην σύγχρονη οικονομική ορολογία, και μια τέτοια οικονομία ατομικών παραγωγών υπήρξε διαχρονικά, συχνά συνυπάρχοντας και αλληλεπιδρώντας με δουλοκτητικά, φεουδαρχικά, καπιταλιστικά ή σοσιαλιστικά συστήματα.

Πράγματι, είναι σημαντικό εδώ να σημειωθεί ότι οι πραγματικά υφιστάμενες οικονομίες, παρελθοντικές και παρούσες, συχνά εμφανίζουν τη συνύπαρξη πολλαπλών οικονομικών συστημάτων. Έτσι, πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ διέθεταν καπιταλισμό στον Βορρά και δουλεία στον Νότο. Ομοίως, σήμερα οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις (με διοικητικά συμβούλια που λειτουργούν ως εργοδότες εντός αυτών) συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους, αρχιτέκτονες, γραφίστες κ.ο.κ., οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ένα διαφορετικό, μη καπιταλιστικό (δηλαδή μη εργοδότη/εργαζόμενο) οικονομικό σύστημα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχουν σχέσεις ανταλλαγής στην αγορά μεταξύ των συμμετεχόντων στα δύο διαφορετικά, συνυπάρχοντα οικονομικά συστήματα. Με άλλα λόγια, ενώ οι μορφές οργάνωσης της παραγωγής διαφέρουν — καπιταλιστική στην επιχείρηση, αυτοαπασχόληση στο γραφείο του δικηγόρου — μοιράζονται το ίδιο σύστημα διανομής: δηλαδή την ανταλλαγή στην αγορά.

Ο σοσιαλισμός επιτρέπει επίσης τέτοια συνυπάρχοντα συστήματα. Αυτό που η ΕΣΣΔ ονόμαζε σοσιαλιστικές (δηλαδή κρατικές, δημόσια κατεχόμενες και λειτουργούμενες) επιχειρήσεις μπορούσαν και όντως εισέρχονταν σε σχέσεις ανταλλαγής στην αγορά με ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που βρίσκονταν, ας πούμε, στην Ευρώπη. Οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις της Κίνας (δηλαδή κρατικές, δημόσιες) σήμερα συμμετέχουν σε ανταλλαγές στην αγορά με ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις εντός και εκτός της Κίνας. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, καθώς πολλές υπάρχουσες εθνικές οικονομίες περιλαμβάνουν περισσότερους από έναν τύπους οικονομικών συστημάτων, και αυτά τα διαφορετικά συστήματα αλληλεπιδρούν τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

{32} Τα σοσιαλιστικά οικονομικά συστήματα διαφέρουν σημαντικά από τα καπιταλιστικά, αλλά εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι σοσιαλιστές διαφωνούν σχετικά με αυτές τις διαφορές. Στην πραγματικότητα, το ίδιο συμβαίνει και με τους μη σοσιαλιστές, και συχνά με παρόμοιους τρόπους. Δεδομένου ότι θα συναντήσουμε αυτές τις διαφωνίες επανειλημμένα σε αυτό το βιβλίο, τις εκθέτουμε εδώ με σαφήνεια.

Μια έννοια του σοσιαλισμού τον διαφοροποιεί από τον καπιταλισμό βάσει των οικονομικών παρεμβάσεων του κράτους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα εργοδοτών και εργαζομένων, όπου και οι δύο αυτοί τύποι δεν έχουν θέση μέσα στο κράτος. Έτσι, οι επιχειρήσεις τους αναφέρονται ως «ιδιωτικές». Μια καπιταλιστική οικονομία υφίσταται όταν όλες ή οι περισσότερες επιχειρήσεις που παράγουν και διανέμουν πόρους και προϊόντα είναι τέτοιες ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Συνήθως, κατά αυτήν την άποψη, οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων, των προσληφθέντων εργαζομένων τους και των πελατών τους είναι όλες ανταλλαγές σε αυτό που αυτή η θεώρηση ονομάζει «ελεύθερη αγορά». Όπως η λέξη «ιδιωτική» που εφαρμόζεται στην επιχείρηση, έτσι και η λέξη «ελεύθερη» που εφαρμόζεται στην αγορά σκοπεύει να υποδηλώσει ότι το κράτος ως κοινωνικός θεσμός δεν παρεμβαίνει (ή παρεμβαίνει ελάχιστα) στην παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών.

Ο καπιταλισμός, με αυτήν την προσέγγιση, ορίζεται ως ιδιωτικές επιχειρήσεις συν ελεύθερες αγορές. Συνεπώς, όταν το κράτος παρεμβαίνει ή παρεμποδίζει τέτοιες ιδιωτικές επιχειρήσεις και/ή ελεύθερες αγορές, ο καπιταλισμός τουλάχιστον υπονομεύεται ή το πολύ μετατρέπεται σε σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η κοινωνία παρεμβαίνει μέσω του κράτους, αυτό το πρώτο είδος σοσιαλισμού ονομάζεται «κοινωνική παρέμβαση». Πολλοί ελευθεριακοί φιλελεύθεροι (libertarians), για παράδειγμα, πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός υπονομεύεται στον βαθμό που επιτρέπει ή αποδέχεται κρατικές οικονομικές παρεμβάσεις. Όπου ο καπιταλισμός {33} εμφανίζει προβλήματα, οι λύσεις των ελευθεριακών φιλελεύθερων τείνουν να ευνοούν την επιστροφή σε πλήρως ιδιωτικές επιχειρήσεις και ελεύθερες αγορές.

Σε αυτό το μοντέλο, η έκταση της κρατικής παρέμβασης — από τη φορολογία και τη ρύθμιση έως τις κρατικές επιχειρήσεις που κατέχονται και λειτουργούν από το κράτος — ορίζει τον βαθμό του σοσιαλισμού και την απόστασή του από τον καπιταλισμό. Ο αληθινός ή «καθαρός» καπιταλισμός υφίσταται όταν οι κρατικές παρεμβάσεις είναι σχεδόν μηδενικές. Για ορισμένες παραλλαγές αυτής της προοπτικής, ο σοσιαλισμός υπάρχει όταν οι κρατικές παρεμβάσεις είναι ουσιαστικές ή πανταχού παρούσες. Για άλλες παραλλαγές, ο σοσιαλισμός υπάρχει σε κάθε μεμονωμένη κρατική οικονομική παρέμβαση: ένα κυβερνητικό ταχυδρομείο, ο κατώτατος μισθός που επιβάλλεται στους εργοδότες, μια προοδευτική φορολογία ατομικού εισοδήματος κ.ο.κ. Αυτή η τελευταία προσέγγιση οδηγεί στην αντίληψη ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι στην πραγματικότητα ένα «μεικτό» σύστημα όπου καπιταλισμός και σοσιαλισμός συνυπάρχουν.

Υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των υποστηρικτών αυτών των διαφορετικών παραλλαγών. Ένα παράδειγμα μεγάλης σημασίας τον περασμένο αιώνα αφορά την εξής συζήτηση: Αν το κράτος απλώς ρυθμίζει επιχειρήσεις που παραμένουν ιδιωτικές (ιδιοκτησία και λειτουργία από ιδιώτες πολίτες χωρίς θέση στον κρατικό μηχανισμό), αυτό δεν αποτελεί σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός υπάρχει μόνο αν το κράτος επιπλέον κατέχει και λειτουργεί επιχειρήσεις, τουλάχιστον σε βασικούς τομείς της οικονομίας (μερικές φορές αποκαλούμενους «οι στρατηγικοί τομείς» (the commanding heights)). Για δεκαετίες, πολλοί αναφέρονταν στη Σοβιετική Ένωση ως «σοσιαλιστική» επειδή οι περισσότερες βιομηχανίες της κυριαρχούνταν από κρατικές επιχειρήσεις που κατείχε και λειτουργούσε το κράτος. Αντίθετα, υπήρχε επιφύλαξη να χαρακτηρίσουν «σοσιαλιστικές» χώρες όπου οι κρατικές οικονομικές παρεμβάσεις ήταν σημαντικές αλλά κυρίως απέκλειαν κρατικές επιχειρήσεις. Μια παραλλαγή αυτής της σκέψης χαρακτήριζε τις τελευταίες ως «σοσιαλιστικές» και τις πρώτες ως «κομμουνιστικές». Αυτό αντανακλούσε το διαχωρισμό μετά το 1917 στον {34} παγκόσμιο σοσιαλισμό όσον αφορά την υιοθέτηση από τη Σοβιετική Ένωση κρατικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Οι σοσιαλιστές που ήταν κριτικοί ή αντίθετοι στη μορφή σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ διατήρησαν την ονομασία «σοσιαλιστές», ενώ όσοι έβλεπαν τη Σοβιετική Ένωση ως το πρότυπο του μετακαπιταλιστικού σοσιαλισμού υιοθέτησαν τον όρο «κομμουνιστές». Αυτός ο διαχωρισμός υπήρξε πολύ επιδραστικός στη σκέψη γύρω από τον καπιταλισμό έναντι του σοσιαλισμού σε όλο τον 20ό αιώνα.

«Κομμουνισμός» έγινε το ευρέως αποδεκτό όνομα για εκείνο το είδος σοσιαλισμού που υπερέβαινε τη φορολογία και τη ρύθμιση, προσθέτοντας την κρίσιμη άμεση κρατική ιδιοκτησία και λειτουργία των επιχειρήσεων. Οι σοσιαλιστές που προσχώρησαν και οικοδόμησαν κομμουνιστικά κόμματα υποστήριζαν ότι πρέπει να ξεπεραστούν η φορολογία, οι κρατικές δαπάνες για δημόσιες υπηρεσίες και η ρύθμιση, ώστε να περιλαμβάνουν την κρατική ιδιοκτησία και λειτουργία πολλών ή όλων των επιχειρήσεων. Άλλοι σοσιαλιστές, αντίθετα, προτιμούσαν τον ιδιωτικό, αγοραίο καπιταλισμό όπου το κράτος φορολογεί, δαπανά, ρυθμίζει και αναδιανέμει το εισόδημα και τον πλούτο με πιο ισότιμο τρόπο, χωρίς όμως να κατέχει και να λειτουργεί πολλές επιχειρήσεις. Τα κόμματα αυτών των ανθρώπων διατήρησαν το όνομα «σοσιαλιστικά» και συχνά τόνιζαν τις δεσμεύσεις τους στις πολιτικές ελευθερίες και τα αστικά δικαιώματα — σε αντίθεση με τις πρακτικές των κομμουνιστικών συστημάτων, πρώτα στη Σοβιετική Ένωση και αργότερα και αλλού.

Η Μεγάλη Ύφεση του 1929-1941 πρόσθεσε περισσότερα επίπεδα αντιπαράθεσης και σύγχυσης γύρω από τον όρο «σοσιαλισμός». Το βάθος και η διάρκεια αυτής της καπιταλιστικής κρίσης προκάλεσαν μια νέα οικονομική θεωρία, που έλαβε το όνομά του από τον Τζον Μέιναρντ Κέινς. Αυτή η νέα οικονομική προσέγγιση αφιερώθηκε στη διάσωση του καπιταλισμού από τον ίδιο τον εαυτό του, τόσο εξηγώντας τις αιτίες των καπιταλιστικών καταρρεύσεων όσο και προτείνοντας πολιτικές (νομισματικές και δημοσιονομικές) για τον μετριασμό, τον περιορισμό και τη συγκράτησή τους. Αυτές οι πολιτικές σχεδιάστηκαν ώστε να {35} εφαρμόζονται από κρατικές αρχές, όπως οι κεντρικές τράπεζες ή τα κρατικά ταμεία, οι οποίες παρεμβαίνουν στην οικονομία.

Οι υποστηρικτές του καπιταλισμού συχνά τρόμαζαν από την κεϊνσιανή οικονομική θεωρία. Για πολλούς, αυτές οι πολιτικές φάνταζαν ως μια ακόμη επίθεση στην ιδιωτική επιχείρηση και τις ελεύθερες αγορές, ως μια ακόμη εορτή της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, ως μια ακόμη μορφή σοσιαλισμού. Αυτοί οι άνθρωποι χλεύαζαν την συχνή απάντηση των κεϊνσιανών ότι στόχος τους ήταν να σώσουν τον καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό. Οι κεϊνσιανοί επέμεναν ότι οι επαναλαμβανόμενες υφέσεις που πλήττουν τον ιδιωτικό καπιταλισμό, εάν δεν μετριαστούν με κρατικές παρεμβάσεις κατά το κεϊνσιανό πρότυπο, τελικά θα στρέψουν την εργατική τάξη εναντίον του καπιταλισμού και έτσι θα τον τερματίσουν. Οι κριτές του Κέινς υπέρ του καπιταλισμού φοβούνταν την κρατική εξουσία περισσότερο από τον κίνδυνο των επαναλαμβανόμενων υφέσεων. Παρά την επανειλημμένη άρνηση και αποστροφή του Κέινς προς τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό κ.ά., μέχρι σήμερα πολλοί συνδέουν στενά την κεϊνσιανή οικονομική θεωρία με τον σοσιαλισμό.

Το ζήτημα του κράτους υπήρξε πάντα καθοριστικό στον ορισμό του σοσιαλισμού και στη διαφοροποίησή του από τον καπιταλισμό. Ο σύγχρονος καπιταλισμός γεννήθηκε υπό την καταπίεση και τους περιορισμούς των απόλυτων μοναρχιών της ύστερης ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Τελικά, ο καπιταλισμός αντιτάχθηκε σε αυτές τις μοναρχίες και τις ανέτρεψε. Στη Γαλλία, αντίπαλος της επανάστασης του 1789 ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, ενώ η Αμερικανική Επανάσταση στρεφόταν κατά του βασιλιά Γεωργίου Γ΄. Τα ισχυρά κράτη της ύστερης φεουδαρχίας θεωρούνταν φοβεροί εχθροί. Ωστόσο, οι ανησυχίες για ισχυρά κράτη επιβίωσαν μέσα στον καπιταλισμό πολύ μετά την ήττα και την εγκατάλειψη της φεουδαρχίας.

Ο λόγος για αυτές τις ανησυχίες ήταν και παραμένει η καθολική ή μαζική ψήφος. Όταν η εργατική τάξη γίνεται η {36} πλειοψηφία των ψηφοφόρων που εκλέγουν κοινοβούλια και άλλους κρατικούς λειτουργούς, οι υπερασπιστές του καπιταλισμού ανιχνεύουν προβλήματα και κινδύνους. Οι εργαζόμενοι ενδέχεται, και πιθανότατα θα, αποδώσουν τη δυστυχία τους (ανεργία, χαμηλοί μισθοί, κακές συνθήκες εργασίας, κακή στέγαση κ.ά.) στους καπιταλιστές εργοδότες. Οι εργαζόμενοι θα καταλάβουν ότι η ψήφος τους μπορεί να ενισχύσει τον κρατικό μηχανισμό ώστε να μειώσει ή να εξαλείψει αυτή τη δυστυχία. Τα φορολογικά συστήματα, οι ρυθμίσεις επιχειρήσεων και αγορών, καθώς και άλλες κρατικές παρεμβάσεις στο καπιταλιστικό σύστημα μπορούν να αλλάξουν τις κατανομές εισοδήματος, πλούτου και εξουσίας σε σχέση με το τι θα ίσχυε χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις. Η καθολική ψήφος μπορεί να επιτρέψει στην πλειοψηφία (τους εργαζόμενους) να αντισταθμίσει τις ανισότητες που προκύπτουν από μια καπιταλιστική οικονομία που κυριαρχείται από μια μειοψηφία (τους εργοδότες). Για τους υποστηρικτές του ιδιωτικού καπιταλισμού, οι κίνδυνοι ενός κράτους αρκετά ισχυρού ώστε να επιβάλλει φόρους, ρυθμίσεις και αναδιανομή πλούτου μέσω της καθολικής ψήφου είναι εξίσου τρομακτικοί όσο οι απόλυτες φεουδαρχικές μοναρχίες κατά τη γέννηση του καπιταλισμού.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός παλεύει με μια αντίφαση: χρειάζεται έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό — για συντονισμό, εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια, διαχείριση εξωτερικοτήτων και επιχειρηματικού κύκλου κ.ά. — και ταυτόχρονα φοβάται αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ, η κοινή γνώμη υποστήριξε κρατικές παρεμβάσεις όπως το New Deal. Σαράντα χρόνια αργότερα, η λεγόμενη «επανάσταση Ρέιγκαν» εισήγαγε τον νεοφιλελευθερισμό που στόχευε στη μείωση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Μετά την κρίση του καπιταλισμού το 2008, οι οικονομολόγοι Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς ζητούν μια επανεκτίμηση των ωφελειών της κρατικής παρέμβασης.

Όμως δεν συμφωνούν όλοι. Η ιστορία του καπιταλισμού δεν γέννησε μόνο μια σοσιαλιστική αντιπολίτευση με κοινή εστίαση στο κράτος· {37} παράλληλα, παρήγαγε και σοσιαλιστές διαφωνούντες. Αυτοί οι διαφωνούντες επίσης απέρριπταν τον καπιταλισμό και πίστευαν ότι η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί και πρέπει να κάνει καλύτερα, αλλά απέρριπταν το κράτος και την κρατική παρέμβαση ως κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Ενώ τέτοιοι διαφωνούντες πάντα κινούνταν στα όρια του σοσιαλιστικού κινήματος, στο κέντρο της συζήτησης ήρθαν λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπισαν τα πρώτα πειράματα σε πραγματικές σοσιαλιστικές οικονομίες. Με βλέμμα στην ΕΣΣΔ μετά το 1917, καθώς ο αρχικός επαναστατικός ενθουσιασμός και οι κοινωνικές μεταμορφώσεις έδωσαν τη θέση τους πρώτα στον σταλινισμό τη δεκαετία του 1930 και στη συνέχεια στην κατάρρευση του 1989, η προβληματική σχέση του σοσιαλισμού με ένα ισχυρό κράτος βρέθηκε στο επίκεντρο. Πολλοί σοσιαλιστές κριτικοί του καπιταλισμού έβλεπαν το κράτος στην ΕΣΣΔ να έχει μετατραπεί σε εμπόδιο για τις κοινωνικές προόδους που υποστήριζαν οι σοσιαλιστές. Το κοινωνικό κόστος της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που πέτυχε η ΕΣΣΔ ήταν πολύ μεγάλο για να αγνοηθεί ή να συνεχίσει να αγνοείται.

Αναπτύχθηκαν απόψεις σύμφωνα με τις οποίες ο σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών συμμάχων της είχε παραχωρήσει υπερβολική εξουσία στο κράτος, ενώ μεταμόρφωσε πολύ λίγο την υπόλοιπη σοσιαλιστική κοινωνία. Τα βασικά ερωτήματα που προέκυψαν ήταν: Γιατί συνέβη αυτή η αποτυχία και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτήν;

Η προσπάθεια απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα έφερε στο προσκήνιο μια άλλη μορφή σοσιαλισμού μεταξύ των σοσιαλιστών. Σε αυτήν την ερμηνεία του σοσιαλισμού, καθοριστικό δεν ήταν τόσο ο ρόλος του κράτους στην οικονομία, όσο η οργάνωση της παραγωγής στον χώρο εργασίας. Το κεντρικό ζήτημα αυτού του τύπου σοσιαλισμού είναι πώς οι άνθρωποι συνεργάζονται μέσα στους χώρους εργασίας (εργοστάσια, γραφεία, καταστήματα) για να παράγουν τα αγαθά και να προσφέρουν τις υπηρεσίες που η κοινωνία χρειάζεται ή επιθυμεί.

{38} Στον καπιταλισμό, οι συμμετέχοντες στην παραγωγή διαιρούνται σε εργοδότες και εργαζόμενους. Σ’ αυτήν την εναλλακτική θεώρηση του σοσιαλισμού, αυτό δεν θα έπρεπε να ισχύει. Ο όρος-κλειδί εδώ είναι το «έπρεπε», διότι μια τέτοια σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί σε κοινωνικό επίπεδο. Οι παραδοσιακοί σοσιαλισμοί εστίαζαν κυρίως σε κρατικές δραστηριότητες — φορολόγηση, ρύθμιση, κρατική ιδιοκτησία και διαχείριση των χώρων εργασίας — και όχι στην αλλαγή των ανθρώπινων σχέσεων εντός αυτών των χώρων. Πράγματι, οι παραδοσιακοί σοσιαλισμοί είχαν αναλάβει την βασική εργοδότης-εργαζόμενος οργάνωση της παραγωγής από τον καπιταλισμό και την είχαν αλλάξει ελάχιστα ή καθόλου. Αντίθετα, τα σοσιαλιστικά κράτη φορολογούσαν και ρύθμιζαν χώρους εργασίας που διατηρούσαν την καπιταλιστική τους οργάνωση (εργοδότης/εργαζόμενος) και κάποιες φορές αντικαθιστούσαν ιδιώτες εργοδότες με κρατικούς λειτουργούς ως εργοδότες.

Σ’ αυτήν την εναλλακτική θεώρηση του σοσιαλισμού, οι χώροι εργασίας θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι ριζικά διαφορετικοί από τους καπιταλιστικούς. Στους καπιταλιστικούς χώρους εργασίας, μια μικρή ομάδα (ιδιοκτήτες, διοικητικά συμβούλια επιλεγμένα από τους ιδιοκτήτες κ.λπ.) λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις. Με τον τρόπο αυτό, δεν είναι υπόλογοι στην πλειονότητα των εργαζομένων ή άλλων που επηρεάζονται από αυτές τις αποφάσεις. Στην εσωτερική τους οργάνωση, οι καπιταλιστικοί χώροι εργασίας ήταν και παραμένουν θεμελιωδώς αντιδημοκρατικοί. Αποκλείουν τις πλειοψηφίες από την εξουσία με τον ίδιο τρόπο και την ίδια πληρότητα που αποκλείουν οι μοναρχίες τους υπηκόους τους. Η σοσιαλιστική εναλλακτική στην καπιταλιστική οργάνωση προϋποθέτει τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής δομής του χώρου εργασίας. Κάθε εργαζόμενος αποκτά μια ισότιμη φωνή — ίση με όλων των άλλων εργαζομένων — στην απόφαση για το τι παράγει ο χώρος εργασίας, ποια τεχνολογία χρησιμοποιεί, πού γίνεται η παραγωγή και τι γίνεται με τα καθαρά έσοδα ή την υπεραξία που παράγεται. Στην πράξη, σ’ αυτό το μοντέλο οι εργαζόμενοι γίνονται συλλογικά οι ίδιοι οι {39} εργοδότες τους. Οι αιώνιες διχοτομίες δεσπότες-δούλοι, άρχοντες-δουλοπάροικοι και εργοδότες-εργαζόμενοι εδώ επιτέλους εκτοπίζονται και υπερνικώνται. Αυτή η αντίληψη του σοσιαλισμού συνεπώς αντιπροσωπεύει ένα θεμελιώδες ιστορικό ρήγμα από τα συστήματα της δουλείας, της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού.

Από αυτή την οπτική, ο σοσιαλισμός έχει μετατοπιστεί από μια κυρίως μακροοικονομική σε μια πρωτίστως μικροοικονομική εστίαση. Ο σοσιαλισμός πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον καπιταλισμό ανασυγκροτώντας την οικονομία από τα κάτω προς τα πάνω. Οι παραδοσιακοί σοσιαλισμοί δεν προχώρησαν ποτέ σε αυτό το βήμα σε κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή στην τοποθέτηση των βάσεων για ένα ανθεκτικό οικονομικό σύστημα που θα αντικαθιστούσε τον καπιταλισμό. Οι πρώιμες προσπάθειες μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό περιορίστηκαν σε μακρο-αλλαγές — κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ώστε να γίνουν κρατικά ιδιόκτητα και διαχειριζόμενα, υποκατάσταση του κεντρικού σχεδιασμού στη θέση των αγορών ως βασικού μηχανισμού διανομής κ.ά. — και ποτέ δεν έφτασαν στο μικρο-επίπεδο. Οι παραδοσιακοί σοσιαλισμοί έτσι απέτυχαν να στοχεύσουν ή να συμπεριλάβουν τη μικρο-οικονομική δημοκρατική μεταμόρφωση του χώρου εργασίας. Αυτή η αποτυχία να ολοκληρωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση πιθανότατα συνέβαλε στην υπονόμευση της επιβίωσης εκείνων των πρώιμων, ατελών μεταβάσεων από τον καπιταλισμό.

Αυτό δεν είναι παράξενο. Οι ατελείς μεταβάσεις υπήρξαν ο κανόνας στις μεταβάσεις από τη δουλεία στην φεουδαρχία ή στον καπιταλισμό, από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, κ.ο.κ. Η απελευθέρωση των δούλων κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, για παράδειγμα, οδήγησε σε διάφορες μετέπειτα μορφές σχέσεων παραγωγής — κολιγιά (sharecropping), εξαρτημένη ενοικίαση γης κ.ά. — που απέχουν πολύ από την οικονομική ελευθερία που αναζητούσαν οι πρώην δούλοι. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και με τις πρώιμες ρήξεις από την φεουδαρχία που οδήγησαν στον καπιταλισμό.

{40} Κάθε οικονομικό σύστημα παράγει πολλαπλές μορφές που βιώνουν μεταβάσεις προς νέα συστήματα με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς ρυθμούς. Πολλές πρώιμες προσπάθειες μετάβασης από ένα οικονομικό σύστημα σε άλλο προσφέρουν διδακτικά μαθήματα που, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν, μπορεί να βοηθήσουν στη συγκρότηση των μέσων για μια ολοκληρωμένη μετάβαση σε ένα διαφορετικό σύστημα σε κάποιο μελλοντικό σημείο. Υπάρχει λίγος λόγος να αναμένεται ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό θα είναι διαφορετική υπό αυτή την έννοια. Όπως συνέβη και με άλλες οικονομικές μεταβάσεις στην ιστορία, η απομάκρυνση από τον καπιταλισμό συνεπάγεται — και θα συνεχίσει να συνεπάγεται — προσπάθειες με ποικίλο βαθμό επιτυχίας, δοκιμές και σφάλματα, βήματα μπρος και πίσω, μέχρι τα διδαγμένα μαθήματα να συνδυαστούν με εξελισσόμενες συνθήκες ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης μετάβαση στον σοσιαλισμό.

Οι σοσιαλιστές έχουν αντλήσει κρίσιμα μαθήματα από τις επαναστάσεις της Ρωσίας, της Κίνας, της Κούβας και άλλων χωρών του 20ού αιώνα. Τα οικονομικά συστήματα που οικοδομήθηκαν και δοκιμάστηκαν από εκείνους τους επαναστάτες έχουν διδάξει ακόμη περισσότερα. Οι συσσωρευμένες θεωρίες και πρακτικές της σοσιαλιστικής παράδοσης έχουν σήμερα φιλτραριστεί μέσα από τις συνθήκες ενός μεταβαλλόμενου παγκόσμιου καπιταλισμού, προωθώντας την παράδοση προς νέες κατευθύνσεις. Έτσι, ο σημερινός σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται από παλιές έννοιες και στρατηγικές, αλλά και από νέες, που εστιάζουν στον εκδημοκρατισμό των χώρων εργασίας.

{41}

Κεφάλαιο ΙΙΙ / Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός: Αγώνες και Μεταβάσεις

Οι άνθρωποι έχουν βιώσει πολλά διαφορετικά οικονομικά συστήματα στην ιστορία τους. Οι μεταβάσεις μεταξύ αυτών συνέβησαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αλλαγές στη φύση (κλίμα, εξάντληση πόρων, σεισμοί κ.ά.) επηρέασαν αυτές τις μεταβάσεις, όπως και αλλαγές στις τεχνολογίες και κοινωνικές συγκρούσεις (πόλεμοι, ταξικοί αγώνες, μεταναστεύσεις). Καθ’ όλη τη διάρκεια κάθε συγκεκριμένου συστήματος, οι πεποιθήσεις ότι ήταν το τελικό ή μόνιμο σύστημα αποδείχθηκαν τελικά λανθασμένες.

Η αλλαγή είναι τόσο συνεχής στα οικονομικά συστήματα όσο και σε όλα τα άλλα. Τα συστήματα συγγένειας ή φυλετικά οικονομικά συστήματα, με συλλογικά κατεχόμενη ιδιοκτησία παράλληλα με τη συλλογική παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών, υποχώρησαν μπροστά σε ιδιωτικά, ατομικά κατεχόμενα και λειτουργούμενα συστήματα, και το αντίστροφο. Και τα δύο αυτά συστήματα μερικές φορές υποκαταστάθηκαν από συστήματα δουλείας, και ξανά το αντίθετο. Αυτά με τη σειρά τους πέρασαν σε μεταβάσεις προς φεουδαρχικά {42} (άρχοντας / δουλοπάροικος) ή καπιταλιστικά (εργοδότης / εργαζόμενος) συστήματα, και ούτω καθεξής. Τα καπιταλιστικά συστήματα εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν τοπικά και επανειλημμένα στην ανθρώπινη ιστορία πριν γίνουν περιφερειακά, εθνικά και πλέον παγκοσμίως κυρίαρχα. Η φαντασίωση ότι το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα θα διαρκέσει για πάντα αντιβαίνει στην ιστορία κάθε άλλου συστήματος, καθώς και των καπιταλιστικών συστημάτων που ανέτειλαν και έδυσαν στο παρελθόν. Ελπίζουμε ότι η συλλογική γνώση μας για τα διαφορετικά συστήματα και τις μεταβάσεις μεταξύ τους μπορεί να περιορίσει και να διαμορφώσει τις μελλοντικές μεταβάσεις (όπως φαίνεται ότι έχουμε καταφέρει να αποτρέψουμε τις επιστροφές σε δουλοκτητικά και φεουδαρχικά συστήματα).

Μόλις εμφανίστηκε ο σύγχρονος καπιταλισμός μέσα από μεταβάσεις από τη φεουδαρχία και τα ατομικά (αυτοαπασχόληση) οικονομικά συστήματα στην Ευρώπη, από σύστημα δουλείας σε μεγάλο μέρος των ΗΠΑ, και από μια ποικιλία συστημάτων στις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου, αμέσως αμφισβητήθηκε από μια άλλη μετάβαση: τον σοσιαλισμό. Οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού επιδίωξαν τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό, ενώ οι υπερασπιστές του καπιταλισμού επιχείρησαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή. Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, ένα διαδεδομένο θέμα της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού ήταν ο αγώνας μεταξύ υποστηρικτών του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού σχετικά με τις μεταβάσεις μεταξύ των συστημάτων. Για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, ο καπιταλισμός φαινόταν να βρίσκεται σε άνοδο· η πιθανότητα μετάβασης στον σοσιαλισμό ήταν μικρή. Μέχρι το τέλος του αιώνα εκείνου, η πιθανότητα αυτή είχε γίνει σημαντικά ισχυρότερη. Η μετάβαση στον σοσιαλισμό είχε γίνει ρητός στόχος των σοσιαλιστικών πολιτικών κομμάτων που δραστηριοποιούνταν στα μεγάλα κέντρα του καπιταλισμού (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική). Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο σοσιαλισμός ακολουθούσε τον καπιταλισμό σε όλο τον κόσμο. Σοσιαλιστές τόσο στις αποικιοκρατικές (καπιταλιστικές) όσο και στις αποικιοκρατούμενες (μη καπιταλιστικές) περιοχές άρχισαν να βλέπουν δυνατότητες μετάβασης στον σοσιαλισμό. {43} Σε χώρες όπου τα σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν επαρκή κυβερνητική εξουσία, οι μεταβάσεις έγιναν επίσημη πολιτική. Οι συζητήσεις για τις μορφές, τους μηχανισμούς και τους ρυθμούς των μεταβάσεων πολλαπλασιάστηκαν. Οι συζητητές συχνά αντλούσαν στοιχεία από όσα ήταν γνωστά για προηγούμενες μεταβάσεις μεταξύ οικονομικών συστημάτων. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσίαζε η μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ευρώπη μετά τον 15ο αιώνα.

Τα βασικά διδάγματα που αποκόμισαν οι σοσιαλιστές από τις προηγούμενες μεταβάσεις μεταξύ οικονομικών συστημάτων αποτυπώθηκαν στη σύντομη φράση του Μαρξ: «Η ιστορία όλων των μέχρι σήμερα υπαρχουσών κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων.» Η δουλεία χαρακτηρίστηκε από αγώνες μεταξύ δεσποτών και δούλων, η φεουδαρχία από αγώνες μεταξύ αρχόντων και δουλοπαροίκων, και ο καπιταλισμός από αγώνες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αυτοί οι ταξικοί αγώνες διαμόρφωσαν την ποιότητα και την ιστορία κάθε είδους οικονομικού συστήματος και συνεπώς των κοινωνιών στις οποίες αυτά τα συστήματα υπήρχαν. Οι ταξικοί αγώνες είναι πάντα βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στις τελικές μεταβάσεις σε διαφορετικά οικονομικά συστήματα.

Το φεουδαρχικό σύστημα είχε εσωτερικές αντιφάσεις που δημιουργούσαν συγκρούσεις μεταξύ των αρχόντων και των δουλοπαροίκων για τις υποχρεώσεις εργασίας και ενοικίου, την εξάντληση του εδάφους από τις φεουδαρχικές γεωργικές τεχνικές, τους πολέμους μεταξύ των αρχόντων, και άλλα. Οι αγώνες που προκάλεσαν αυτές οι αντιφάσεις είχαν δύο αξιοσημείωτα αποτελέσματα εσωτερικά στην ευρωπαϊκή φεουδαρχία. Το πρώτο ήταν μια μετάβαση κατά την οποία μια αποκεντρωμένη δομή αρχόντων και δουλοπαροίκων σε μικρά και μεσαία κτήματα υποχώρησε μπροστά σε ολοένα μεγαλύτερα, συγκεντρωμένα κτήματα οργανωμένα ως ιεραρχία με ένα τεράστιο φεουδαρχικό κτήμα στην κορυφή. Οι άρχοντες αυτών των κορυφαίων κτημάτων έγιναν οι βασιλείς των λεγόμενων απόλυτων μοναρχιών της ύστερης ευρωπαϊκής φεουδαρχίας.

{44} Το δεύτερο αποτέλεσμα των αντιφάσεων της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας ήταν η αποσύνδεση των δουλοπαροίκων από τα κτήματα (μέσω εξεγέρσεων, φυγών, αλλαγών στις γεωργικές πρακτικές κ.ά.). Αυτοί οι εκτοπισμένοι δουλοπάροικοι έχασαν την πρόσβαση στους πόρους των κτημάτων και αναζήτησαν επειγόντως τρόπους επιβίωσης, βρίσκοντας και εγκαθιστούμενοι με άλλους έξω από το φεουδαρχικό σύστημα. Μεταξύ αυτών ήταν ομάδες ληστών που ζούσαν από την αρπαγή: το πρότυπο του Ρομπέν των Δασών. Άλλοι δουλοπάροικοι ενώθηκαν με εμπόρους: μια ομάδα που δεν ήταν ούτε άρχοντες ούτε δουλοπάροικοι και υπήρχε μέσω του εμπορίου. Οι έμποροι αντάλλασσαν αγαθά με άρχοντες και δουλοπάροικους, συχνά μεταφέροντάς τα από περιοχές όπου ήταν σχετικά άφθονα και φθηνά σε περιοχές όπου ήταν σπάνια και ακριβά. Όταν οι έμποροι χρειάστηκαν βοήθεια για να εξασφαλίσουν ή να επεκτείνουν το εμπόριό τους, άρχισαν να εισέρχονται σε μια νέα και διαφορετική σχέση με δουλοπάροικους αποσυνδεδεμένους από τα φεουδαρχικά κτήματα. Συνήψαν μια συμφωνία: οι έμποροι παραχωρούσαν στους αποσυνδεδεμένους δουλοπάροικους τα μέσα για την επιβίωσή τους με αντάλλαγμα την παροχή της εργασίας τους υπό την καθοδήγηση του εμπόρου. Ο εργοδότης και ο εργαζόμενος εμφανίστηκαν παράλληλα με τον άρχοντα και τον δουλοπάροικο.

Σε αυτή τη συμφωνία, ο καπιταλισμός, ένα μη φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα, έκανε την εμφάνισή του. Χαρακτηριζόταν από μια νέα σχέση στην παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών, διαφορετική από τη φεουδαρχική. Στο φεουδαρχικό σύστημα, ο δουλοπάροικος ήταν δεσμευμένος στον άρχοντα διαγενεαλογικά. Ο δεσμός — μια έντονη προσωπική σύνδεση του δουλοπάροικου και της οικογένειάς του με τη γη και τον φεουδαρχικό άρχοντα και την οικογένειά του — ήταν ακόμη ισχυρότερος επειδή τελετές της εκκλησίας τον αγίαζαν. Αντίθετα, ο εργοδότης και ο εργαζόμενος ήταν και οι δύο «ελεύθερα» πρόσωπα που δεν δεσμεύονταν ούτε από προσωπικούς ούτε από θρησκευτικούς δεσμούς. Αντιθέτως, εισέρχονταν εθελοντικά σε μια συμβατική σχέση που ρύθμιζε την ανταλλαγή μεταξύ τους. Αντάλλασσαν αυτό που ήταν ιδιωτική ιδιοκτησία του καθενός: {45} αγαθά ή χρήματα που κατείχε ο εργοδότης (συσσωρευμένα από τον έμπορο) και την ικανότητα παροχής εργασίας (ή εργατική δύναμη) που κατείχε ο εργαζόμενος.

Ο εργοδότης αγόραζε την εργατική δύναμη και τη συνδύαζε (στην παραγωγή) με άλλους συντελεστές παραγωγής (εργαλεία, εξοπλισμό, πρώτες ύλες κ.ά.) που επίσης αγόραζε ο εργοδότης. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, η εργασία του εργαζόμενου πρόσθετε αξία στην ήδη ενσωματωμένη αξία των υπόλοιπων συντελεστών που χρησιμοποιούνταν και εξαντλούνταν στη διαδικασία παραγωγής. Τα παραγόμενα προϊόντα περιείχαν συνολική αξία ίση με το άθροισμα της αξίας των χρησιμοποιημένων συντελεστών και της αξίας που πρόσθεσε η εργασία των εργαζομένων. Ο εργοδότης πωλούσε τα προϊόντα και έτσι αποκτούσε την αντίστοιχη αξία ως αντάλλαγμα. Το χρήμα αποτελούσε συνήθως το μέτρο και το μέσο της ανταλλαγής.

Με αυτή τη συνολική αξία στα χέρια του, ο εργοδότης συνήθως αντικαθιστούσε τους χρησιμοποιημένους συντελεστές και πλήρωνε στον εργαζόμενο όσα είχαν συμφωνηθεί συμβατικά: τον μισθό. Αυτό συνήθως άφηνε τον εργοδότη με κάποιο «πλεόνασμα» ή «υπεραξία». Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η αξία που πρόσθετε η εργασία συνήθως υπερέβαινε την αξία του μισθού που καταβαλλόταν στον εργαζόμενο. Η υπεραξία αυτή ήταν το κέρδος του εργοδότη — που συχνά αποκαλείται «κέρδος». Το κέρδος αποτελούσε το κίνητρο των εργοδοτών, τη «βασική γραμμή» τους, και ως εκ τούτου την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού. Η έννοια του «κεφαλαίου» ορίζονταν εδώ και καιρό ως η χρήση του χρήματος για να παραχθεί περισσότερο χρήμα (όπως έκαναν οι τοκογλύφοι και οι έμποροι). Εφόσον το παραγωγικό σύστημα εργοδότη-εργαζόμενου έκανε ακριβώς αυτό, ονομάστηκε «καπιταλισμός».

Σε αυτή τη σχέση καπιταλιστή/εργοδότη και εργαζόμενου στην παραγωγή, ο καπιταλιστής προσέφερε πλούτο ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ίσως κληρονομημένο, κλεμμένο, συσσωρευμένο από το εμπόριο ή τη χορήγηση δανείων, ή αποταμιευμένο από μισθούς). Όμως, ο {46} καπιταλιστής προσέφερε αυτόν τον πλούτο με τον όρο ότι ο συνδυασμός του με την εργατική δύναμη στην παραγωγή θα απέφερε υπεραξία για τον ίδιο. Με άλλα λόγια, ο πωλητής της εργατικής δύναμης έπρεπε να αποδεχτεί — είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα — μια αμοιβή (μισθό ή ημερομίσθιο) που είχε λιγότερη αξία από αυτή που η εργασία του πρόσθετε στους υπόλοιπους συντελεστές που χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.

Αυτός ο βασικός μηχανισμός παράγει τους αγώνες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι εργοδότες θέλουν να πληρώνουν τους εργαζόμενους με λιγότερη αξία για να αποκτήσουν την εργατική τους δύναμη. Αυτό συμβαίνει επειδή όσο λιγότερο πληρώνεται η εργατική δύναμη, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπεραξία ή η διαφορά μεταξύ της αξίας που πρόσθεσε ο εργαζόμενος στην παραγωγή και της αξίας που πληρώθηκε γι’ αυτήν την εργατική δύναμη. Αυτή η υπεραξία είναι ο στόχος του εργοδότη και το μέσο επιβίωσης στον ανταγωνισμό. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι διεκδικούν μεγαλύτερη αξία για την εργατική τους δύναμη, καθώς αυτή καθορίζει το βιοτικό τους επίπεδο και το επίπεδο διαβίωσης όλων όσων εξαρτώνται από αυτούς. Ακολουθούν ταξικοί αγώνες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αυτοί οι αγώνες ακολούθησαν τον καπιταλισμό παντού και σε όλη την ιστορία του.

Αργά ή γρήγορα, οι ευρωπαϊκοί αγώνες μεταξύ φεουδαρχών και δουλοπάροικων ωρίμασαν και εξελίχθηκαν: από τη διαμάχη για τις μεταξύ τους υποχρεώσεις εντός του φεουδαρχικού συστήματος, πέρασαν στην αμφισβήτηση, στην πρόκληση και τελικά στην ανατροπή του ίδιου του φεουδαρχικού συστήματος. Στην πορεία αυτή, οι επαναστατημένοι δουλοπάροικοι βρήκαν συμμάχους μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων που είχαν εγκαθιδρύσει θύλακες καπιταλισμού στο εσωτερικό της ευρύτερης φεουδαρχικής κοινωνίας. Οι δουλοπάροικοι που επιδίωκαν να εγκαταλείψουν τα φέουδα έβρισκαν καταφύγιο στα χωριά, στις κωμοπόλεις και στις πόλεις, όπου υπήρχαν και γίνονταν αποδεκτές καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Αυτοί οι θύλακες επεκτάθηκαν αναλόγως, όπως και η απειλή που αντιπροσώπευαν για τους φεουδάρχες, οι οποίοι συχνά συνέτριβαν τα {47} πολλά μικρά και μεγάλα καπιταλιστικά πειράματα σε εκείνα τα χωριά και τις πόλεις (π.χ. οι πόλεμοι του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄ εναντίον των πόλεων-κρατών της βόρειας Ιταλίας τον 12ο αιώνα). Ακολούθησαν αιώνες δοκιμών και σφαλμάτων, αμέτρητες προσπάθειες να οικοδομηθούν και να διατηρηθούν καπιταλιστικά οικονομικά συστήματα που περιβάλλονταν από περισσότερο ή λιγότερο εχθρικά φεουδαρχικά φέουδα (π.χ. οι περιφράξεις στη Βρετανία). Σταδιακά, μια απρόθυμη φεουδαρχία αποδέχθηκε τη συνύπαρξη με έναν αναδυόμενο καπιταλισμό. Τελικά, οι καπιταλιστές εργοδότες και εργαζόμενοι συμμάχησαν με δουλοπάροικους που γίνονταν όλο και πιο αντιφεουδαρχικοί, για να πραγματοποιήσουν επαναστάσεις ενάντια στους απόλυτους φεουδάρχες μονάρχες και έτσι να ολοκληρώσουν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

Μια ανάλογη πορεία χαρακτηρίζει την ανάπτυξη και την ωρίμανση των αγώνων εντός του καπιταλισμού μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Ο σοσιαλισμός είναι η μορφή που έλαβε αυτή η ωρίμανση. Ο σοσιαλισμός εκφράζει τη συνειδητοποίηση από πλευράς των εργαζομένων ότι τα δεινά και οι περιορισμοί τους οφείλονται λιγότερο στους εργοδότες και περισσότερο στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Είναι αυτό το σύστημα που επιβάλλει και στους δύο πόλους τα κίνητρα και τις επιλογές, τις αμοιβές και τις ποινές που συνοδεύουν τις «επιλογές» συμπεριφοράς τους. Είναι αυτό το σύστημα που γεννά τους ατέρμονους αγώνες και τη σταδιακή συνειδητοποίηση από τους εργαζομένους ότι η αλλαγή συστήματος — η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό — αποτελεί τη διέξοδο.

Οι περισσότεροι εργοδότες είχαν από καιρό κατανοήσει ότι οι σοσιαλιστές ήταν εχθροί τους. Ακόμα και όταν οι σοσιαλιστικές ιδέες μεταβάλλονταν, αυτό που επιδίωκαν οι σοσιαλιστές για τους εργαζομένους φαινόταν σχεδόν πάντοτε αντίθετο με ό,τι ήθελαν ή μπορούσαν να ανεχθούν οι εργοδότες. Στον 19ο και 20ό αιώνα, όταν οι σοσιαλιστές φαίνονταν να επιζητούν μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία, οι εργοδότες φοβούνταν κυρίως πού θα μπορούσε να οδηγήσει αυτό, όσον αφορά τον περιορισμό της ελευθερίας τους να αποκομίζουν κέρδη μέσω της απασχόλησης εργαζομένων. Μόνο κατά τη διάρκεια {48} οικονομικών υφέσεων του καπιταλισμού (ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1930) ή όταν τα σοσιαλιστικά πολιτικά κινήματα ήταν εξαιρετικά ισχυρά, οι εργοδότες υποχωρούσαν και προέβαιναν σε κάποιες παραχωρήσεις ώστε να διατηρηθεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αντιμέτωπος με την ταχεία άνοδο του σοσιαλισμού στη Γερμανία, ο Όττο φον Μπίσμαρκ και οι διάδοχοί του καθιέρωσαν ένα κρατικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και τελικά αναγνώρισαν τα συνδικάτα. Στις ΗΠΑ, η άνοδος του σοσιαλισμού ώθησε παρομοίως τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ να νομιμοποιήσει τα συνδικάτα, να θεσπίσει την Κοινωνική Ασφάλιση, την ασφάλιση ανεργίας, εκτεταμένα ομοσπονδιακά προγράμματα απασχόλησης, καθώς και να καθιερώσει τον κατώτατο μισθό.

Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το βασικό καπιταλιστικό σύστημα εργοδότη-εργαζομένου διατηρήθηκε. Τα σοσιαλιστικά κινήματα, οι οργανώσεις, τα πολιτικά κόμματα και οι εκπρόσωποί τους φιμώθηκαν, φυλακίστηκαν και καταπνίγηκαν επανειλημμένα. Διεθνής αντίθεση και απομόνωση περίμεναν τη Σοβιετική Ένωση μετά το 1917 και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μετά το 1949. Οι ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Γερμανία μετά το 1968 εκκαθάρισαν πολλούς σοσιαλιστές από την κυβέρνηση, την ακαδημαϊκή κοινότητα και άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Τραμπ προσπάθησαν από το 2018 να ανασυστήσουν ένα αντικινεζικό μπλοκ. Για τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα, οι σοσιαλιστικές προσπάθειες να συγκροτήσουν πολιτικά κινήματα, να καταλάβουν την εξουσία και να αναπτύξουν σοσιαλιστικά οικονομικά συστήματα υπέστησαν ιδεολογική, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική καταστολή σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό συνέβαινε συνήθως υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να προστατεύσουν τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία και την ελευθερία που υποτίθεται ότι αυτός παράγει.

Περίπου κατά την ίδια χρονική περίοδο, η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό γινόταν αντιληπτή, και από τις δύο πλευρές, ως κίνηση από ένα σύστημα ιδιωτικών επιχειρήσεων και αγορών προς ένα σύστημα κρατικών επιχειρήσεων και κεντρικού κρατικού σχεδιασμού. Με κάποιες {49} σημαντικές εξαιρέσεις, αυτή η κατεύθυνση φαινόταν να υπερισχύει από το 1917 έως το 1989, ενώ η αντίστροφη τάση φαίνεται να κυριαρχεί έκτοτε. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε το κομβικό σημείο καμπής.

Οι περισσότεροι σοσιαλιστές γιόρτασαν τη μετάβαση από τις ιδιωτικές στις κρατικές επιχειρήσεις και από τις αγορές στον κεντρικό σχεδιασμό ως κεντρικά στοιχεία για την οικοδόμηση μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ήταν αισιόδοξοι ότι η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος και η προγραμματισμένη κατανομή των πόρων και των προϊόντων από το κράτος θα έθεταν τέλος στις άνισες κατανομές εισοδήματος και πλούτου που είναι χαρακτηριστικές του καπιταλισμού. Παρομοίως, πίστευαν ότι θα απέφευγαν την αστάθεια του καπιταλισμού αποτρέποντας τους οικονομικούς κύκλους μέσω του κυβερνητικού σχεδιασμού. Ο παραλογισμός της ανεργίας θα εξαλειφόταν και οι τεχνολογικές πρόοδοι θα καθιστούσαν δυνατή μια αυξανόμενη μετάβαση από την εργασία στον ελεύθερο χρόνο μέσα στην ίδια την ημέρα. Η ελευθερία, έτσι, θα σήμαινε ελευθερία από την εκμετάλλευση, διότι η εργασία θα μειωνόταν ως ποσοστό της ζωής του καθενός και διότι οι εργαζόμενοι θα παρήγαν πλεονάσματα όχι για άλλους (δηλ. για την τάξη των εργοδοτών/καπιταλιστών), αλλά για τους ίδιους τους εκπροσώπους τους σε ένα δημοκρατικό κράτος των εργαζομένων.

Αντιθέτως, οι υποστηρικτές του καπιταλισμού αντιμετώπιζαν τις μεταβάσεις προς τον σοσιαλισμό ως οπισθοδρομήσεις από τις ελευθερίες και τα επίπεδα διαβίωσης που είχε επιτύχει ο καπιταλισμός. Προειδοποιούσαν ότι οι εργαζόμενοι στον σοσιαλισμό θα είχαν μόνο έναν εργοδότη και, επομένως, θα στερούνταν την ελευθερία να αποχωρούν από έναν εργοδότη για να εργαστούν σε άλλον – ελευθερία που υπήρχε στον ιδιωτικό καπιταλισμό. Ακόμα πιο προβληματικό, υποστήριζαν, ήταν το ότι η εξουσία συγκεντρωνόταν στον κρατικό μηχανισμό του προτεινόμενου σοσιαλισμού (ειδικά όταν ένας και μόνο πολιτικός φορέας ήλεγχε αυτόν τον μηχανισμό). Ο κρατικός αυτός μηχανισμός θα ήταν ταυτόχρονα ιδιοκτήτης και διαχειριστής {50} των χώρων εργασίας, ο σχεδιαστής που κατανέμει τους πόρους μεταξύ τους, και ο διανομέας των προϊόντων σε όσους τα επιθυμούν. Μια τέτοια συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας εντός του κράτους θα μπορούσε να το καταστήσει δικτατορικό στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κοινωνιών, εξαλείφοντας έτσι τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Οι επικριτές του σοσιαλισμού με αυτά τα επιχειρήματα χαρακτήριζαν τις κρατικές εξουσίες στην ΕΣΣΔ, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στο Βιετνάμ, στην Κούβα κ.ά. ως δικτατορικά καθεστώτα.

Η «μεγάλη διαμάχη» του 20ού αιώνα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού χαρακτηριζόταν από την αντίθεση ανάμεσα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις αγορές του πρώτου και στις δημόσιες επιχειρήσεις και τον κεντρικό σχεδιασμό του δεύτερου. Σε περιπτώσεις όπου οι κυβερνήσεις φορολογούσαν και ρύθμιζαν τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις (χωρίς να τις κατέχουν και να τις διαχειρίζονται) και ρύθμιζαν τις αγορές (χωρίς να τις αντικαθιστούν με σχεδιασμό), ο όρος «σοσιαλιστικός» διατηρούταν. Αντιθέτως, ο όρος «κομμουνιστικός» χρησιμοποιούταν για εκείνη τη μορφή σοσιαλισμού στην οποία κυριαρχούσαν οι κρατικές επιχειρήσεις και οι αγορές είτε εξαφανίζονταν είτε ελέγχονταν από κεντρικές σχεδιαστικές αρχές. Έτσι, ο όρος «σοσιαλιστικός» άρχισε να χρησιμοποιείται για πολλές χώρες της Σκανδιναβίας, άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Ασίας. Ο όρος «κομμουνιστικός» περιέγραφε χώρες όπως η ΕΣΣΔ και οι ανατολικοευρωπαίοι σύμμαχοί της, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Βιετνάμ, η Κούβα κ.ο.κ. Αυτές οι χρήσεις δεν ήταν καθολικά αποδεκτές, αλλά ήταν πιο διαδεδομένες από άλλες εναλλακτικές.

Σε ένα επίπεδο, αυτή η μεγάλη διαμάχη έληξε το 1989 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαϊκών συμμάχων της, καθώς και με σημαντικές οικονομικές αλλαγές σε πολλές από τις υπόλοιπες κομμουνιστικές οικονομίες. Ένα είδος καπιταλιστικού θριαμβολογισμού πρόβαλε την ιδέα ότι ο καπιταλισμός είχε νικήσει και ο σοσιαλισμός είχε {51} ηττηθεί. Για πολλούς ενθουσιώδεις υποστηρικτές του καπιταλισμού, «δεν υπήρχε εναλλακτική» που να μπορεί να τον υπερνικήσει. Ένα είδος «τέλους της ιστορίας» είχε εγκαθιδρυθεί όσον αφορά τα οικονομικά συστήματα. Ωστόσο, η μεγάλη κρίση του 2008 (η δεύτερη χειρότερη του καπιταλισμού μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930) έδειξε ότι ο καπιταλιστικός θριαμβολογισμός ήταν λανθασμένος. Η κριτική στον καπιταλισμό αναζωπυρώθηκε, μαζί με μια όξυνση των ταξικών συγκρούσεων.

Μετά το 1989, πολλοί σοσιαλιστές αισθάνθηκαν την ανάγκη να εξηγήσουν τι προκάλεσε την κατάρρευση των σοσιαλιστικών προσπαθειών του 20ού αιώνα για την οικοδόμηση σοσιαλιστικών οικονομιών στην Ανατολική Ευρώπη. Εμφανίστηκαν διάφορες εξηγήσεις, οι οποίες συχνά επεκτάθηκαν έως το ερώτημα κατά πόσο οι ίδιες οι έννοιες του σοσιαλισμού χρειάζονται επανεξέταση. Μήπως χρειάζονται αλλαγές στους στόχους και τις στρατηγικές του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, με βάση τα διδάγματα των πειραμάτων και προσπαθειών του 20ού αιώνα; Αναπτύχθηκε μια συζήτηση στους κόλπους των σοσιαλιστών, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σε γενικές γραμμές, η μία πλευρά προσκολλάται στις συμβάσεις του 20ού αιώνα: ότι ο σοσιαλισμός προϋποθέτει είτε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό, είτε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση που ρυθμίζει τον ιδιωτικό καπιταλισμό και τις αγορές με κοινωνικούς στόχους. Η άλλη πλευρά ασκεί κριτική και στις δύο αυτές συμβάσεις, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να μην είναι αναγκαίες και σίγουρα δεν είναι επαρκείς. Με ή χωρίς κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία και σχεδιασμό ή κρατική ρύθμιση, ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα επικεντρώνεται και δίνει προτεραιότητα σε κάτι άλλο — δηλαδή, στον μετασχηματισμό των χώρων εργασίας από τις ιεραρχικές εσωτερικές δομές του καπιταλισμού σε πλήρως δημοκρατικούς συνεταιρισμούς εργαζομένων.

Η εστίαση της διαμάχης καπιταλισμού–σοσιαλισμού αμφισβητείται πλέον ουσιαστικά λόγω των εσωτερικών εξελίξεων στον σοσιαλισμό. Ο ρόλος του κράτους δεν αποτελεί πλέον το κεντρικό σημείο της διαφωνίας. Το ποιοι είναι οι {52} εργοδότες (ιδιώτες πολίτες ή κρατικοί αξιωματούχοι) έχει πλέον πολύ μικρότερη σημασία από το ποια είναι η φύση της σχέσης ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους στον χώρο εργασίας. Είναι διακριτές ομάδες ανθρώπων, έτσι ώστε η μία να προσλαμβάνει ή να απολύει την άλλη, η μία να παράγει την υπεραξία και η άλλη να την ιδιοποιείται, η μία να λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις και η άλλη είτε να τις αποδέχεται χωρίς να συμμετέχει είτε να αποχωρεί για να αναζητήσει εργασία σε έναν άλλον χώρο οργανωμένο με τον ίδιο τρόπο; Ή πρόκειται για συνεργατικά εργασιακά περιβάλλοντα όπου το συλλογικό σώμα των εργαζομένων αποφασίζει δημοκρατικά για τα κρίσιμα ζητήματα: τι, πώς και πού θα παραχθεί· πώς θα χρησιμοποιηθούν τα κέρδη· και ποιο θα είναι το ύψος των μισθών/αμοιβών κάθε εργαζόμενου/μέλους της συλλογικότητας;

Ο σοσιαλισμός μετασχηματίζεται κατά τρόπο ώστε ένας από τους πρωταρχικούς του στόχους να είναι η μετάβαση των χώρων εργασίας από καπιταλιστικές ιεραρχίες σε δημοκρατικούς συνεταιρισμούς. Ο στόχος αυτός τίθεται και ενισχύεται παράλληλα με τους καθιερωμένους σοσιαλιστικούς στόχους. Δηλαδή, ο σοσιαλισμός μετατρέπεται σε ένα κίνημα για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας με εξίσου σημαντικούς νέους θεσμούς, τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Σε μια τέτοια κοινωνία, οι νέοι μακροοικονομικοί θεσμοί θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα μεταβεί από την ιδιωτική στην κρατική ή μεικτή ιδιοκτησία υπό ρύθμιση, και από τη σχετικώς «ελεύθερη» διανομή μέσω αγορών σε έναν συνδυασμό σχεδιασμού (κεντρικού ή αποκεντρωμένου) και ρυθμιζόμενων αγοραίων ανταλλαγών. Οι νέοι μικροοικονομικοί θεσμοί της θα έχουν μεταβεί από καπιταλιστικές, ιεραρχικές δομές σε δημοκρατικούς συνεταιρισμούς εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός θα σημαίνει και θα απαιτεί την υποστήριξη ενός κοινωνικού μετασχηματισμού προς μια κοινωνία στην οποία και οι δύο αυτές μεταβάσεις –μακροοικονομικές και μικροοικονομικές– θα βρίσκονται σε εξέλιξη και θα έχουν επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό.

Σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής τους, οι φεουδαρχικοί ταξικοί αγώνες μεταξύ φεουδαρχών και δουλοπάροικων έπαψαν να αφορούν αποκλειστικά τις επιμέρους πτυχές της μεταξύ τους σχέσης (το ύψος των φεουδαρχικών φόρων, τα ενοίκια, τις αγγαρείες και ούτω καθεξής). Άρχισαν να επικεντρώνονται στη φεουδαρχική ταξική σχέση στο σύνολό της και να συλλαμβάνουν εναλλακτικές σχέσεις παραγωγής και, αντιστοίχως, διαφορετικές κοινωνίες που θα στηρίζονταν σε αυτές. Καθώς οι δουλοπάροικοι σε αγώνα αποκτούσαν συνείδηση και αυτοπεποίθηση, κατόρθωσαν επίσης να διεκδικήσουν έναν βαθμό χώρου και αποδοχής για τη συνύπαρξη του εναλλακτικού καπιταλιστικού συστήματος εντός της φεουδαρχίας. Σταδιακά, επήλθε η μετάβαση, συχνά με εκρηκτικό τρόπο, όπως συνέβη στις επαναστάσεις της Αγγλίας, της Αμερικής και της Γαλλίας τον 17ο και 18ο αιώνα.

Στο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, όπως περιγράφηκε παραπάνω, οραματίζεται κανείς μια ανάλογη μεταβατική τροχιά. Εντός του καπιταλισμού, οι αγώνες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων επανεμφανίζονται, ύστερα από την υποχώρησή τους κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ωριμάζουν ταχέως, μετατοπιζόμενοι από τις επιμέρους πλευρές του καπιταλισμού σε συστημικές ανησυχίες που αφορούν σοσιαλιστικές εναλλακτικές. Το ενδιαφέρον για τους εργατικούς συνεταιρισμούς και οι ίδιες οι συνεταιριστικές μορφές αυξάνονται ραγδαία, όπως και η αυτοπεποίθηση των σοσιαλιστών.

Αυτό είναι αξιοσημείωτο για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, τα δύο μεγάλα πειράματα μετάβασης πέρα από τον ιδιωτικό καπιταλισμό τον 20ό αιώνα —η Ρωσία και η Κίνα— απέδωσαν έναν πλούτο διδαγμάτων, παραδειγμάτων προς αξιοποίηση, αλλά και τραγικών παρεκκλίσεων προς αποφυγή. Η επανεκκίνηση της προσπάθειας για σοσιαλιστική μετάβαση προϋποθέτει προσεκτική μελέτη αυτών των διδαγμάτων. Δεύτερον, αυτά τα δύο πειράματα προκάλεσαν δύο μεγάλες αντιδραστικές εκκαθαρίσεις, οι οποίες στόχευσαν τον σοσιαλισμό κατά τον 20ό αιώνα: τον φασισμό πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αντικομμουνισμό μετά. Οι κληρονομιές αυτών των εκκαθαρίσεων {54} εξακολουθούν να επηρεάζουν τον σοσιαλισμό σήμερα, δημιουργώντας τόσο εμπόδια όσο και ευκαιρίες για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό τα επόμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η μετάβαση βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο της ιστορικής ατζέντας.

{55}

Κεφάλαιο IV / Η Ρωσία και η Κίνα: Μεγάλα Πειράματα στην Οικοδόμηση του Σοσιαλισμού

Ο σοσιαλισμός έκανε ένα τεράστιο βήμα όταν οι σοσιαλιστές πέτυχαν, για πρώτη φορά, αυτό που επί μακρόν επιθυμούσαν πολλοί εξ αυτών. Το 1917, οι σοσιαλιστές στη Ρωσία αναδύθηκαν από το χάος που προκάλεσε η ήττα του τσάρου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν αποτελεσματικό συνδυασμό επαναστατικής θεωρίας, στρατηγικής και τακτικής. Ένα μικρό, καλά οργανωμένο πολιτικό κόμμα τούς επέτρεψε να «καταλάβουν το κράτος». Από τη θέση αυτή ανέλαβαν την αποστολή να οικοδομήσουν αυτό που αντιλαμβάνονταν ως την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση και κοινωνία στον κόσμο: την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ).

Από ένα σύνολο ουτοπικών οραμάτων για έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που πρόσφερε ο πρώιμος καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός αναπτύχθηκε μαζί με τον καπιταλισμό —και εξαιτίας αυτού— προκειμένου να αποτελέσει τη συστημική του κριτική. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, η σοσιαλιστική κριτική πήρε τόσο θεωρητική όσο και πρακτική μορφή: το βρετανικό Χαρτιστικό κίνημα, οι ιδέες του Προυντόν, {56} το έργο ζωής του Μαρξ, οι Επαναστάσεις του 1848, το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ένα μαζικό ρεύμα ανθρώπων, οργανώσεων και δράσεων διαμόρφωσε τον σοσιαλισμό του 19ου αιώνα σε ένα ισχυρό διεθνές κίνημα κοινωνικής κριτικής και αντίστασης στον καπιταλισμό.

Έπειτα, με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και τις συνέπειές της, ο σοσιαλισμός προσέθεσε κάτι νέο και διαφορετικό. Ο όρος «σοσιαλισμός» άρχισε να σημαίνει όχι μόνο την πιο ανεπτυγμένη και συστηματική κριτική του καπιταλισμού, αλλά και την πρακτική προσπάθεια κατασκευής, λειτουργίας και διακυβέρνησης ενός μετακαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό που είχε μόλις αρχίσει και διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, επαναστοχάστηκε και ανασχεδιάστηκε στη Ρωσία το 1917. Και διήρκεσε για περισσότερο από 70 χρόνια.

Με την ανάληψη του πειράματος οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής απέναντι στον καπιταλισμό, ο ίδιος ο σοσιαλισμός μετασχηματίστηκε σε βάθος. Για παράδειγμα, με την έναρξη του πειράματος, ο σοσιαλισμός διασπάστηκε σε κομμουνισμό και σοσιαλισμό λόγω βαθιών διαφωνιών. Από το 1917 και μετά, σοσιαλιστές και κομμουνιστές διαμόρφωσαν διαφορετικές —αν και συχνά επικαλυπτόμενες— κριτικές του καπιταλισμού. Διέφεραν επίσης στις εκτιμήσεις τους για τις νέες σοσιαλιστικές οικονομίες που οικοδομήθηκαν πρώτα εντός της ΕΣΣΔ και, στη συνέχεια, και πέραν αυτής.

Από την αρχή, η επιβίωση και ανάπτυξη της νέας ΕΣΣΔ προκάλεσαν αντίσταση και ανησυχία στους εχθρούς του σοσιαλισμού, τόσο εντός της Ρωσίας όσο και διεθνώς. Οι φιλομοναρχικοί, υπερεθνικιστές «Λευκορώσοι» συμμάχησαν με ξένες κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα τον εμφύλιο πόλεμο και την εισβολή ξένων στρατευμάτων (βρετανικών, γαλλικών, ιαπωνικών και αμερικανικών), με στόχο την ήττα {57} του πειράματος. Η καινοτομία και η εχθρότητα σημάδεψαν σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες δεκαετίες της ΕΣΣΔ.

Αργότερα μέσα στον αιώνα, το 1949, οι σοσιαλιστές στην Κίνα επιχείρησαν ένα αντίστοιχο πείραμα. Η επανάσταση τούς μετέτρεψε από δύναμη αντίστασης ενάντια στον κινεζικό καπιταλισμό σε επαναστατική κυβέρνηση αποφασισμένη να οικοδομήσει ένα νέο, μετακαπιταλιστικό οικονομικό σύστημα: τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ). Σε ορισμένες όψεις, οι σοσιαλιστές της Κίνας αναπαρήγαγαν στο εσωτερικό της ΛΔΚ το σοβιετικό πείραμα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Για παράδειγμα, όπως και στην ΕΣΣΔ, ο σοσιαλισμός στην Κίνα λειτούργησε κυρίως εντός ενός κομμουνιστικού κόμματος και επικεντρώθηκε στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων βιομηχανικής παραγωγής και στον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό. Ωστόσο, σε άλλα σημεία, η ανάπτυξη της Κίνας ως σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας ακολούθησε διαφορετικές κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η Κίνα επέτρεψε όλο και περισσότερο τη λειτουργία μεγάλων ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων —εγχώριων και ξένων— στο εσωτερικό της ΛΔΚ και βασίστηκε έντονα στις εξαγωγές και την παγκόσμια αγορά.

Μαζί, η ΕΣΣΔ και η ΛΔΚ αποτέλεσαν τα σημαντικότερα εθνικά πειράματα στην προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος και κοινωνίας. Ως τα μεγαλύτερα κράτη σε γεωγραφική έκταση (ΕΣΣΔ) και πληθυσμό (ΛΔΚ), αντιπροσώπευσαν το πόσο μακριά είχε φτάσει ο σοσιαλισμός σε ιστορικά σύντομο διάστημα —λιγότερο από δύο αιώνες. Μαζί έδειξαν πως η παγκόσμια επέκταση του καπιταλισμού πέρα από την Ευρώπη είχε βρει το αντίστοιχό της στην παγκόσμια επέκταση του σοσιαλισμού. Τα αποτελέσματα αυτών των δύο πειραμάτων είχαν —και συνεχίζουν να έχουν— τεράστιες επιπτώσεις τόσο στον σοσιαλισμό όσο και στον καπιταλισμό.

Στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου, η προσέγγισή μας προς την ΕΣΣΔ και την Κίνα επικεντρώνεται στη σχέση τους με έναν σοσιαλισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη. Επιδιώκουμε να αποφύγουμε {58} τις καταγγελίες και τις απολογίες της Ψυχροπολεμικής περιόδου, οι οποίες συχνά παραμόρφωσαν βαθειά τη συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα, καθώς κάθε πλευρά δαιμονοποιούσε την άλλη και εξιδανίκευε τον εαυτό της. Μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας μετά το 1945 —και ακόμη και μετά την κατάρρευση των σοσιαλισμών της Ανατολικής Ευρώπης το 1989— επαναλαμβάνει αυτά τα μονόπλευρα σχήματα. Φυσικά, η ιδεολογική τοποθέτηση κάθε συγγραφέα επηρεάζει το τι γράφεται. Η δική μας προοπτική θα πρέπει πλέον να είναι σαφής: σκοπεύουμε να προσφέρουμε μια μη δογματική, πολυεπίπεδη αποτίμηση των δύο σημαντικότερων μέχρι σήμερα πειραμάτων οικοδόμησης σοσιαλιστικών οικονομιών.

Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ)

Κατά τον αιώνα πριν από το 1917, η Ρωσία ήταν κυρίως μια φεουδαρχική κοινωνία σε μια επώδυνη διαδικασία μετάβασης στον καπιταλισμό. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η φεουδαρχία καταργήθηκε επίσημα μόλις το 1863, και ο αναδυόμενος καπιταλισμός περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό επιχειρήσεις με ξένη ιδιοκτησία. Όταν η Ρωσία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, επρόκειτο ακόμη για μια μεταβατική οικονομία, με σημαντικά φεουδαρχικά κατάλοιπα, έναν ταχέως αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό τομέα και έντονες εντάσεις ανάμεσα σε γαιοκτήμονες, καπιταλιστές, πρώην δουλοπάροικους αγρότες και την αναδυόμενη αστική εργατική τάξη. Οι ακραίες ανισότητες ανάμεσα σε αυτές τις τάξεις, σε συνδυασμό με την ευρέως διαδεδομένη απόγνωση και φτώχεια, είχαν ήδη οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξη κατά την περίοδο 1904–1905, όταν η Ρωσία ηττήθηκε σε πόλεμο με την Ιαπωνία και μια επανάσταση συγκλόνισε μεγάλες περιοχές της χώρας. Έτσι, η ήττα της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπονόμευσε τελικά το αυταρχικό τσαρικό καθεστώς, σε μια στιγμή που ο αναδυόμενος ρωσικός καπιταλισμός ήταν ακόμη σχετικά νέος, σκληρός, μικρής κλίμακας και ευάλωτος στον ανταγωνισμό με ισχυρότερους καπιταλισμούς των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

{59} Οι δραματικές συνθήκες του πολέμου, η ακραία ανισότητα και φτώχεια, σε συνδυασμό με τη λογοκρισία και την καταστολή του τσαρικού καθεστώτος που προσπαθούσε να ανακόψει τους ανέμους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού από τη Δύση, οδήγησαν τελικά στην επαναστατική έκρηξη του 1917. Το τσαρικό καθεστώς κατέρρευσε, και η ρωσική αστική τάξη αποδείχθηκε πολιτικά πολύ αδύναμη ώστε να συγκροτήσει μια βιώσιμη κυβερνητική εναλλακτική. Το σοσιαλιστικό κομματικό ρεύμα που ηγήθηκε της επανάστασης (οι Μπολσεβίκοι) είχε αντλήσει κρίσιμα διδάγματα από την εξέγερση του 1905 —κυρίως, την ανάγκη συμμαχίας με ένα επαναστατικό κόμμα στους κόλπους της αγροτικής πλειοψηφίας. Είχε επίσης αναπτύξει σημαντική παρουσία στο μικρό αλλά στρατηγικό σώμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης της Ρωσίας. Το αντικαπιταλιστικό του μήνυμα συγκέντρωσε την απαιτούμενη πολιτική ισχύ ώστε να φέρει εις πέρας την επανάσταση του 1917 και να ιδρύσει την ΕΣΣΔ ως μια νέα κοινωνία με μια νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση.

Για πολλούς, η επιβίωση και η ανάπτυξη της νέας σοβιετικής κοινωνίας αποτέλεσε μια μορφή επιβεβαίωσης των σοσιαλιστικών κινημάτων ανά τον κόσμο. Απέδειξε ότι οι σοσιαλιστές μπορούσαν να ανατρέψουν μια εχθρική κυβέρνηση. Ότι μπορούσαν να καταλάβουν την κρατική εξουσία και να τη θέσουν στην υπηρεσία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Κάποιοι προχώρησαν ακόμη περισσότερο: είδαν την ΕΣΣΔ ως το έμβρυο ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού μέλλοντος —ένα έμβρυο που όφειλε να τυγχάνει φροντίδας και υποστήριξης ως προτεραιότητα για όλους τους σοσιαλιστές. Άλλοι, ωστόσο, εξέφρασαν ανησυχίες ότι η σοβιετική εκδοχή του σοσιαλισμού μπορούσε ή ήδη είχε έρθει σε σύγκρουση με τις αξίες και τις δεσμεύσεις άλλων ρευμάτων του σοσιαλιστικού κινήματος. Το νικηφόρο μπολσεβίκικο ρεύμα είχε μακρά ιστορία αντιπαράθεσης με αντίπαλες τάσεις στο εσωτερικό του ρωσικού σοσιαλισμού. Το ιστορικό ορόσημο της σοβιετικής επανάστασης όξυνε τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις που ωρίμαζαν ήδη από τον 19ο αιώνα εντός του σοσιαλισμού.

{60} Μεταξύ αυτών των διαφορών συγκαταλέγονταν βαθιές διαιρέσεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η κρατική εξουσία, όταν αυτή καταλαμβανόταν, ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η μία πλευρά υποστήριζε την ειρηνική, κοινοβουλευτική πολιτική οδό, ενώ η άλλη πρόκρινε επαναστατικά ρήγματα. Άλλες διαφορές αφορούσαν τις πολιτικές ελευθερίες και την ανοχή στη διαφωνία εντός των κοινωνιών που κυβερνούνταν από σοσιαλιστές, τη δημοκρατική διακυβέρνηση στους χώρους εργασίας και στις τοπικές κοινότητες, καθώς και τον βαθμό προσήλωσης στον διεθνισμό. Καίρια χαρακτηριστικά της νέας ΕΣΣΔ αποτέλεσαν σημεία αιχμής στη διαμάχη. Ήταν η έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου» απλώς ένας συνοπτικός τρόπος περιγραφής των ταξικών προτεραιοτήτων μιας κυβέρνησης ή συνιστούσε περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι σοσιαλιστές κυβερνώντες ασκούσαν εξουσία επί των κυβερνωμένων; Ήταν ο σοσιαλισμός κατ’ ανάγκην ένα υπερεθνικό κίνημα και μια υπερεθνική κοινωνία ή μπορούσε να υπάρξει «σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα»; Ήταν οι αναρχικοί σύμμαχοι ή εχθροί του σοσιαλισμού;

Αυτές και άλλες ακόμη διαφωνίες ανάμεσα στους σοσιαλιστές παγκοσμίως, ως απάντηση στο φαινόμενο της ΕΣΣΔ, οδήγησαν στο βαθύ ρήγμα που προαναφέρθηκε. Όσοι παρέμειναν προσηλωμένοι στην ιδέα ότι η ΕΣΣΔ ενσάρκωνε το μέλλον του σοσιαλισμού και άξιζε τη βασική στήριξη των σοσιαλιστών ανά την υφήλιο αποσχίστηκαν από το ευρύτερο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και υιοθέτησαν το όνομα «κομμουνιστές». Όσοι στάθηκαν λίγο ή πολύ επικριτικά απέναντι στο είδος του σοσιαλισμού που οικοδομείτο στην ΕΣΣΔ διατήρησαν το όνομα «σοσιαλιστές». Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πολλά υφιστάμενα σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα διασπάστηκαν κατά μήκος αυτής της διαχωριστικής γραμμής. Έκτοτε, το σοσιαλιστικό κίνημα περιλάμβανε τόσο σοσιαλιστικά όσο και κομμουνιστικά κόμματα. Η διάσπαση προκάλεσε παράλληλες διαιρέσεις και στους κόλπους αυτοπροσδιοριζόμενων σοσιαλιστών εκτός κομματικών σχηματισμών.

{61} Κατά την πρώτη δεκαετία μετά την επανάσταση του 1917, η ΕΣΣΔ βρέθηκε αντιμέτωπη με το γεγονός ότι, ως η μόνη χώρα στον κόσμο με κυβέρνηση προσηλωμένη στον σοσιαλισμό, παρέμενε απομονωμένη. Οι απόπειρες παράλληλων επαναστατικών ρηγμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Ουγγαρία, η Βαυαρία κ.ά.) απέτυχαν. Εξαιρετικά επίπονες προσπάθειες και θυσίες επέτρεψαν στους Μπολσεβίκους να κερδίσουν τον εμφύλιο πόλεμο και στο νέο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσει την ηγεμονία του.

Η πρώιμη σοβιετική ηγεσία υπό τον Λένιν βρέθηκε από την αρχή αντιμέτωπη με πολλαπλές και απειλητικές κρίσεις: σχεδόν πλήρη διεθνή απομόνωση μέσα σε έναν εχθρικό, καπιταλιστικό κόσμο· ακραία φτώχεια· επιτακτικές ανάγκες ανάκαμψης από τον πόλεμο· και περίπλοκες διαιρέσεις μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΣΣΔ.

Ο ίδιος ο Λένιν αναγνώριζε ότι ο σοσιαλισμός ήταν ακόμη ένας στόχος, και όχι μια ήδη πραγματοποιημένη πραγματικότητα. Ένα σοσιαλιστικό κόμμα είχε αναλάβει την πολιτική εξουσία, αλλά δεν την είχε ακόμη αξιοποιήσει ώστε να μετασχηματίσει τον καπιταλισμό σε έναν ριζικά διαφορετικό σοσιαλισμό. Όπως το διατύπωσε ο Λένιν, είχαν επιτύχει έναν «κρατικό καπιταλισμό». Δηλαδή, ένα σοσιαλιστικό κόμμα είχε καταλάβει το κράτος και το κράτος είχε καταστεί ο βιομηχανικός καπιταλιστής που εκτόπισε τους προηγούμενους ιδιώτες καπιταλιστές. Όμως, η σοβιετική κοινωνία παρέμενε καπιταλιστική, ως προς την οργάνωση της οικονομίας στη βάση της σχέσης εργοδότη-εργαζομένου. Ο Λένιν ευελπιστούσε και εργαζόταν ώστε αυτός ο κρατικός καπιταλισμός να οδηγήσει σε μια σταδιακή μετάβαση στον σοσιαλισμό.

Όταν όμως ο Λένιν πέθανε το 1924, η νέα ηγεσία που αναδείχθηκε —και διατηρήθηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1950— συγκεντρώθηκε γύρω από τον Στάλιν. Η σταλινική περίοδος υπήρξε περίοδος σχεδόν διαρκών κρίσεων. Οι εξωτερικές εχθρότητες αποτέλεσαν πρόβλημα ήδη από την αρχή. Η καπιταλιστική κατάρρευση του 1929 πυροδότησε μια αναδυόμενη ακροδεξιά πολιτική {62} κίνηση (π.χ. τον ναζισμό και άλλες μορφές φασισμού), η οποία στόχευε ευθέως τον μπολσεβικισμό. Στο εσωτερικό, η αρχική επαναστατική αναδιανομή της γης στους αγρότες είχε δημιουργήσει μια αγροτική τάξη —την πλειοψηφία του πληθυσμού της ΕΣΣΔ— με στόχους και προσανατολισμούς που διέφεραν σημαντικά από εκείνους της κυβέρνησης. Η σταλινική κρατική εξουσία έθεσε ως ύψιστη προτεραιότητα τη ραγδαία εκβιομηχάνιση, προκειμένου: (1) να υπερασπιστεί τον σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ απέναντι στις εχθρικές, εκβιομηχανισμένες οικονομίες που την απειλούσαν από το εξωτερικό· (2) να εκπληρώσει την πολιτική υπόσχεση για ταχύ εκσυγχρονισμό της σοβιετικής κοινωνίας στο σύνολό της· και (3) να αποκαταστήσει τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την επανάσταση, τον εμφύλιο πόλεμο και τις ξένες επεμβάσεις (1914–1922).

Ο σταλινισμός κατέληξε να σημαίνει την αυστηρή, συχνά βίαιη, αποφασιστικότητα της σοβιετικής κυβέρνησης να επιτύχει τους στόχους της έναντι κάθε μορφής αντίστασης — πραγματικής αλλά και συχνά φαντασιακής. Αυτό περιλάμβανε τον περιορισμό της κατανάλωσης προκειμένου να απελευθερωθούν οι μέγιστοι δυνατοί πόροι για την εκβιομηχάνιση. Ο σταλινισμός περιόρισε επίσης τις πολιτικές ελευθερίες· την καλλιτεχνική έκφραση· τις θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με τις διαφορετικές εκδοχές του σοσιαλισμού· και πολλά πρώιμα σοβιετικά πειράματα στην πολιτική, τον πολιτισμό και την οικονομία, στα οποία οι επαναστάτες επιδίωξαν να θεσμοθετήσουν σοσιαλιστικές έννοιες. Για παράδειγμα, τα αρχικά σοβιετικά πειράματα για την απελευθέρωση των γυναικών από την υποταγή και τις αγγαρείες των πατριαρχικών νοικοκυριών, κληρονομημένων από το φεουδαρχικό και καπιταλιστικό παρελθόν, εγκαταλείφθηκαν ως «κοινωνικά υπερβολικά ανατρεπτικά», με τρόπο παρόμοιο με την υπαναχώρηση των Σοβιετικών από τις αρχικές προσπάθειες εκδημοκρατισμού των χώρων εργασίας. Υπό την πίεση του σταλινισμού, η αμφισβήτηση της βασικής σοβιετικής στρατηγικής κατέστη ταμπού. Τα οφέλη του σταλινισμού — στην προετοιμασία για και την τελική ήττα της επίθεσης του Χίτλερ, στη ραγδαία εκβιομηχάνιση κ.ά. — αποτελούν αντικείμενο διαρκούς συζήτησης σε αντιπαραβολή με το εσωτερικό του κόστος: την πολιτική καταστολή, την πολιτισμική ομοιομορφία, την παραμέληση της γεωργίας κ.ο.κ., έως σήμερα.

{63} Η εξέλιξη της ΕΣΣΔ υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματός της όξυνε ορισμένες διαφορές μεταξύ των σοσιαλιστών — διαφορές που συχνά εκφράζονταν ως αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές — ήδη από τη δεκαετία του 1920. Πολλοί σοσιαλιστές εκτός ΕΣΣΔ επιδίωξαν μια μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό μέσω της κοινοβουλευτικής οδού. Τα σοσιαλιστικά κόμματά τους πρόκριναν την ειρηνική αλλαγή, επιδιώκοντας την εξασφάλιση της λαϊκής εντολής μέσω εκλογών. Μόλις κατακτούσαν το κρατικό μηχανισμό, αυτός θα χρησιμοποιείτο για τη σταδιακή μεταβίβαση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τον ιδιωτικό τομέα στο κράτος. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια μακρόχρονη και αργή διαδικασία, κατά την οποία οι ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα συνέχιζαν να συνυπάρχουν με έναν σταδιακά διευρυνόμενο κρατικό τομέα. Παράλληλα, το σοσιαλιστικό κράτος θα ρύθμιζε ή θα αντικαθιστούσε τη λειτουργία της αγοράς με τη δική του κεντρικά σχεδιασμένη κατανομή πόρων και προϊόντων. Και αυτή η διαδικασία προοριζόταν να είναι αργή και σταδιακή.

Άλλοι σοσιαλιστές ίδρυσαν σοσιαλιστικά κόμματα που προωθούσαν μια ταχύτερη, πιο σύντομη μεταβατική πορεία. Αυτοί διαμόρφωσαν προγράμματα ταχείας εθνικοποίησης της βιομηχανίας, εντονότερης ρύθμισης της αγοράς και πιο συστηματικού κεντρικού σχεδιασμού. Αντιλαμβάνονταν ως αναγκαία μια γρήγορη αναδιανομή πλούτου και εισοδήματος, τόσο για την εδραίωση της πολιτικής τους βάσης όσο και για την επιτάχυνση της μετάβασης. Σε γενικές γραμμές, επιδίωκαν πιο εκτεταμένη και ταχεία εφαρμογή πολιτικών όπως: αύξηση των κατώτατων μισθών· προοδευτική φορολόγηση περιουσίας και εισοδήματος· και επιδοτούμενες δημόσιες παροχές στον τομέα της υγείας, της στέγασης, της εκπαίδευσης και των μεταφορών.

Αντιθέτως, οι κομμουνιστές και τα κομμουνιστικά κόμματα που συγκρότησαν υποστήριζαν έναν σοσιαλισμό ο οποίος απαιτούσε λίγο-πολύ άμεση κρατική ιδιοκτησία και λειτουργία του μεγαλύτερου μέρους — ή τουλάχιστον των «στρατηγικών τομέων» — της βιομηχανίας, και συχνά τμημάτων της γεωργίας επίσης. Η ΕΣΣΔ, για παράδειγμα, διατηρώντας μεν τον {64} όρο «σοσιαλιστική» στο όνομά της, ακολούθησε στην πράξη το κομμουνιστικό πρότυπο, εθνικοποιώντας τις περισσότερες βιομηχανίες και, μετά το 1930, ένα σημαντικό τμήμα της γεωργίας (μέσω των λεγόμενων «κρατικών αγροκτημάτων»).

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό πρότυπο, βασισμένο στη σοβιετική εμπειρία, τείνει να ακολουθείται από πολλές νέες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στην Ασία (Κίνα και Βιετνάμ), στην Ευρώπη (σύμμαχοι της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη) και στη Λατινική Αμερική (Κούβα). Τα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο — χαλαρά οργανωμένα στις «Κομμουνιστικές Διεθνείς» — πρόβαλαν το σοβιετικό πρότυπο και επέκριναν την εναλλακτική σοσιαλιστική εκδοχή. Οι σοσιαλιστές, γενικά, έκαναν το αντίστροφο.

Παρά τη ρήξη ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές, πολλοί και από τις δύο πλευρές εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την παλαιότερη, προ της ρήξης, ιδέα ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί το πρώτο στάδιο της μετάβασης πέρα από τον καπιταλισμό, ενώ ο κομμουνισμός είναι το μεταγενέστερο στάδιο. Κάποιοι θεωρούσαν τον σοσιαλισμό ως ενδιάμεση φάση: όχι πια καπιταλιστική, αλλά ούτε ακόμη κομμουνιστική. Μια φράση του Μαρξ χρησίμευε συχνά ως συνοπτική έκφραση αυτής της διαφοράς: στον σοσιαλισμό, ο κανόνας που διέπει την εργασία και τη διανομή του εισοδήματος είναι «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Στον κομμουνισμό, θα είναι «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή η κοινή θεώρηση εξηγεί γιατί οι οικονομίες σοβιετικού τύπου, που διοικούνταν συχνά από κομμουνιστικά κόμματα, χαρακτήριζαν τις οικονομίες τους ως «σοσιαλιστικές» (όπως συνέβαινε σταθερά τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας). Αντίστοιχα, όπου σοσιαλιστές κυβερνούσαν οικονομίες που διατηρούσαν κατά κύριο λόγο έναν ιδιωτικό καπιταλιστικό χαρακτήρα (όπως συνέβη σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης σε διάφορες περιόδους), σε μια αργή και άνιση διαδικασία μετάβασης, τα σοσιαλιστικά τους κόμματα χαρακτήριζαν επίσης τις εν λόγω οικονομίες ως «σοσιαλιστικές».

{65} Η πραγματική οικονομική ιστορία της ΕΣΣΔ υπήρξε πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο θα υπέθετε κανείς αν βασιζόταν στις αναπαραστάσεις του Ψυχρού Πολέμου που κυριάρχησαν στη βιβλιογραφία. Για παράδειγμα — και σε αντίθεση με την ιδέα ότι οι κομμουνιστές απορρίπτουν πάντοτε την ιδιωτική ιδιοκτησία — μία από τις πρώτες πράξεις της νέας σοβιετικής κυβέρνησης το 1917 ήταν η διανομή της γης στους ακτήμονες αγρότες ως ιδιωτική τους ιδιοκτησία. Εκείνη τη στιγμή, η γη αποτελούσε μακράν το σημαντικότερο «μέσο παραγωγής» στην οικονομία. Ακόμη και μετά τη μεταγενέστερη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας γύρω στο 1930 (οπότε και τα κρατικά αγροκτήματα άρχισαν να αποκτούν σταδιακά αυξανόμενη σημασία), τα πολλά «κολεκτιβιστικά αγροκτήματα» ήταν ιδιωτικές, όχι κρατικές, μονάδες. Επιπλέον, ο Στάλιν αναγκάστηκε να επιτρέψει την αποτελεσματική ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα «ατομικά οικόπεδα» των αγροτών. Η αντίληψη ότι η ΕΣΣΔ απαγόρευσε συνολικά την ιδιωτική ιδιοκτησία είναι εσφαλμένη.

Ανάλογα, εσφαλμένη είναι και η αντίληψη ότι η ΕΣΣΔ κατήργησε τις αγορές προς όφελος του κεντρικού σχεδιασμού. Στην πράξη, επιτράπηκαν και ενθαρρύνθηκαν ευρείες συναλλαγές στην αγορά, ενταγμένες στο ευρύτερο πλαίσιο ενός κεντρικού οικονομικού σχεδίου. Ορισμένες αγοραίες ανταλλαγές πραγματοποιούνταν σε τιμές που καθορίζονταν διοικητικά από τους σχεδιαστές, ενώ άλλες διαπραγματεύονταν ελεύθερα μεταξύ αγοραστών και πωλητών. Στην πορεία της σοβιετικής ιστορίας, υπήρξαν πολιτικές που εναλλάσσονταν ως προς το πόση ελευθερία παρείχαν στις αγοραίες ανταλλαγές σε σύγκριση με τον κεντρικό σχεδιασμό.

Η απόρριψη των σχηματικών εικόνων του Ψυχρού Πολέμου δεν αναιρεί το πρόβλημα του πώς πρέπει να χαρακτηριστεί το πραγματικό οικονομικό σύστημα της ΕΣΣΔ. Ήταν πράγματι μετακαπιταλιστικό; Κι αν ναι, ήταν σοσιαλιστικό; Αν δεν ήταν σοσιαλιστικό, τότε τι ήταν; Δεδομένου του κεντρικού ρόλου που διαδραμάτισε η ΕΣΣΔ στη λεγόμενη μεγάλη αντιπαράθεση του 20ού αιώνα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, το να αποφασίσει κανείς τι ακριβώς ήταν η {66} ΕΣΣΔ ισοδυναμεί με το να τοποθετηθεί ο ίδιος μέσα σε αυτήν τη συζήτηση — και επί αυτής.

Μετά την επανάσταση του 1917, η νέα σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε σε ενέργειες εμπνευσμένες από τη σκέψη και τις προγραμματικές θέσεις του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα. Εθνικοποίησε τη βιομηχανία (αλλά όχι τη γεωργία). Έκλεισε το χρηματιστήριο. Ίδρυσε ένα κεντρικό θεσμικό όργανο οικονομικού σχεδιασμού, επιφορτισμένο με την οργάνωση της κατανομής των πόρων ανάμεσα στους χώρους εργασίας, καθώς και των προϊόντων ανάμεσα στους χώρους εργασίας και τους καταναλωτές που τα ζητούσαν. Καθιέρωσε ρυθμιστικά πλαίσια και στόχους που προσανατόλιζαν την οικονομία στο να (1) ανακάμψει από τις καταστροφές της περιόδου 1914–1922, (2) ενισχύσει τη βιομηχανική της ικανότητα για να ξεπεράσει την οικονομική υπανάπτυξη και τις στρατιωτικές της ευαλωτότητες, και (3) εξασφαλίσει αυξανόμενα επίπεδα διαβίωσης για τον πληθυσμό. Αντί για τη μεγιστοποίηση του κέρδους υπέρ των καπιταλιστών και τα πρότυπα κατανάλωσης της ελίτ του κορυφαίου 1% της Ρωσίας, το σοβιετικό σύστημα έθεσε σε προτεραιότητα τη βιομηχανική ανάπτυξη και την οικονομική μεγέθυνση. Αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχές στην επίτευξη των στόχων (1) και (2) απ’ ό,τι του στόχου (3).

Αλλά ήταν η βιομηχανία στην ΕΣΣΔ σοσιαλιστική ή καπιταλιστική; Αν ως κριτήριο για την απάντηση τεθεί το αν οι επιχειρήσεις ανήκαν και λειτουργούσαν από ιδιώτες πολίτες ή από κρατικούς αξιωματούχους, τότε ήταν σοσιαλιστική, διότι το σοβιετικό κράτος τις κατείχε και τις διαχειριζόταν. Αν όμως το κριτήριο είναι το αν οι σχέσεις παραγωγής ήταν ιεραρχικές και διχοτομικές κατά το πρότυπο του ιδιωτικού καπιταλισμού — μια μειονότητα εργοδοτών προσλάμβανε μια πλειονότητα εργαζομένων — τότε το σοβιετικό βιομηχανικό σύστημα θα πρέπει να χαρακτηριστεί καπιταλιστικό, δεδομένου ότι μια μειονότητα προσώπων — οι κρατικοί αξιωματούχοι της ΕΣΣΔ — λειτουργούσε ως εργοδότης της εργαζόμενης πλειονότητας. Επρόκειτο, δηλαδή, για κρατικό καπιταλισμό, επειδή οι {67} εργοδότες ήταν κρατικοί αξιωματούχοι, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό καπιταλισμό όπου οι εργοδότες δεν είναι κρατικοί αξιωματούχοι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σοβιετική βιομηχανία είχε κατά βάση ιεραρχική και διχοτομική δομή. Στους χώρους εργασίας της σοβιετικής βιομηχανίας, ένας κρατικός αξιωματούχος κατείχε τη θέση του εργοδότη, μέσω των ηγετικών οργάνων του κράτους και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στον ιδιωτικό καπιταλισμό, η θέση του εργοδότη κατέχεται είτε από το άτομο (ή τα άτομα) που κατέχει και οργανώνει την επιχείρηση, είτε από τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών που εκλέγονται από τους μετόχους, με μία ψήφο ανά μετοχή.

Η σοβιετική επανάσταση άλλαξε το ποιος είναι ο εργοδότης· δεν κατήργησε τη σχέση εργοδότη/εργαζομένου. Αντί για ιδιωτικό καπιταλισμό, η σοβιετική επανάσταση εγκαθίδρυσε έναν κρατικό καπιταλισμό.

Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός εκδηλώνεται σε κρατικές και ιδιωτικές μορφές δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Ιστορικά, τόσο η δουλοκτητική όσο και η φεουδαρχική οικονομία που προηγήθηκαν του σύγχρονου καπιταλισμού παρουσίαζαν επίσης τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές εκφάνσεις. Παράλληλα ή και αντί των ιδιωτών δεσποτών που κατείχαν δούλους, το ίδιο έκαναν και κρατικές αρχές ή κρατικοί αξιωματούχοι. Τοπικοί φεουδάρχες σε ολόκληρη τη μεσαιωνική Ευρώπη είχαν δουλοπάροικους, όπως και οι άρχοντες που λειτουργούσαν ως κρατικά πρόσωπα, π.χ. οι βασιλείς. Οι ιστορικοί δεν εκλαμβάνουν την παρουσία κρατικών μορφών δουλοκτησίας ή φεουδαρχίας (παράλληλα ή αντί των ιδιωτικών) ως ένδειξη ότι οι εν λόγω κοινωνίες δεν μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν ως δουλοκτητικές ή φεουδαρχικές· το αντίθετο μάλιστα. Το ίδιο ισχύει και για τον καπιταλισμό, ο οποίος παρουσιάζει τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές μορφές σε διαφορετικές αναλογίες. Η ΕΣΣΔ οικοδόμησε μια οικονομία κυρίως κρατικοκαπιταλιστική. Δεδομένων των αρχικών συνθηκών της — φτώχεια και οικονομική υπανάπτυξη, πολεμική και μεταπολεμική καταστροφή, {68} παγκόσμια απομόνωση και εχθρότητα — ο κρατικός καπιταλισμός ήταν, κατά τη γνώμη του Λένιν και άλλων, το μέγιστο σημείο στο οποίο μπορούσαν να προχωρήσουν προς τον σοσιαλισμό. Οι σοσιαλιστές είχαν κατακτήσει μια επαναστατική κυβέρνηση και είχαν θέσει υπό έλεγχό τους τη βιομηχανία μιας μεγάλης χώρας. Βρίσκονταν σε καλή θέση για να επιδιώξουν την περαιτέρω μετάβαση από τον κρατικό καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.

Κατά τη δεκαετία του 1920, η ΕΣΣΔ πέτυχε οικονομική ανάκαμψη από τις καταστροφές της περιόδου 1914–1922. Παράλληλα, επέτρεψε και υποστήριξε ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως εμπόρους και αγρότες, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που ο Λένιν ονόμασε Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, αυτές οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν αναπτυχθεί. Κάποιες παρέμεναν αυτοαπασχολούμενοι, ενώ άλλες είχαν μετατραπεί σε μικρούς καπιταλιστές (με δομή εργοδότη/εργαζομένου). Ωστόσο, υπό τον Στάλιν, τα ιδιωτικά συμφέροντα συγκρούστηκαν με την σταλινική αντίληψη της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Η σοβιετική κυβέρνηση τότε καταπίεσε μεγάλο μέρος όσου είχε επιτύχει η ΝΕΠ του Λένιν. Προχώρησε σε κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, πιέζοντας τους αγρότες που είχαν αποκτήσει δική τους γη κατά την επανάσταση του 1917 να ενταχθούν σε νεοοργανωμένες ιδιωτικές συνεταιριστικές αγροτικές μονάδες και κρατικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Πολλοί από αυτούς τους αγρότες — και ιδιαίτερα όσοι είχαν πλουτίσει και συχνά είχαν καταστεί εργοδότες άλλων που είχαν χάσει τη γη τους — αντιστάθηκαν στη κολεκτιβοποίηση ως πρόγραμμα που τους αφαιρούσε την ιδιωτική τους περιουσία. Η κυβέρνηση του Στάλιν απάντησε με σκληρότητα και ακολούθησε βία όσο ολοκληρωνόταν η κολεκτιβοποίηση. Στα συνεταιριστικά αγροκτήματα, οι αγρότες λειτουργούσαν μερικές φορές ως μικροί αυτοαπασχολούμενοι και άλλες φορές ως μικροί, μεσαίοι ή ακόμα και μεγάλοι συνεταιρισμοί. Οι δομές αυτών των αγροτικών συνεταιρισμών πλησίαζαν πολλές φορές στο να κάνουν τους εργάτες συλλογικούς ιδιοκτήτες και διαχειριστές των αγροκτημάτων τους. Τα συλλογικά αγροκτήματα συχνά αναπαρήγαγαν τη δομή εργοδότη/εργαζομένου του καπιταλισμού {69} με τη διαφορά ότι οι εργαζόμενοι είχαν κάποια (μεταβλητή) επιρροή στους εργοδότες. Αντίθετα, τα κρατικά αγροκτήματα υιοθέτησαν την ίδια δομή εργοδότη/εργαζομένου που είχε καθιερωθεί στη βιομηχανία: κρατικό καπιταλισμό. Για πολλά χρόνια, ιδιωτικά συλλογικά και κρατικά αγροκτήματα συνυπήρχαν στην ΕΣΣΔ.

Ωστόσο, τόσο ισχυρός ήταν ο δεσμός των σοβιετικών αγροτών με το «δικό τους κομμάτι γης», που τέτοια κομμάτια διατηρούνταν για αυτούς μέσα στα συλλογικά και κρατικά αγροκτήματα. Αυτά ήταν, ουσιαστικά, η ιδιωτική περιουσία μεμονωμένων αγροτών (και των οικογενειών τους), οι οποίοι μπορούσαν να τα καλλιεργούν, να πωλούν την παραγωγή στις τοπικές αγορές και να διατηρούν τα έσοδα. Έτσι, η σοβιετική ταξική δομή ήταν όντως σύνθετη. Ο κρατικός καπιταλισμός στη βιομηχανία και στη γεωργία συνυπήρχε με την ιδιωτική αυτοαπασχόληση και με συλλογικά/συνεταιριστικά συστήματα σε μεγάλες εκτάσεις του αγροτικού τομέα. Επιπλέον, υπήρχε μια υπόγεια (νόμιμη και παράνομη) οικονομία που περιλάμβανε αυτοαπασχολούμενους, μικρούς καπιταλιστές και μικρούς εργατικούς συνεταιρισμούς. Την οικονομία αυτή ρύθμιζε ένα ισχυρό κράτος που περιλάμβανε έναν κεντρικό μηχανισμό σχεδιασμού αλλά και μια παρεμβατική δομή του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ως μοχλός ταχείας οικονομικής ανάπτυξης με έμφαση στη βιομηχανία, ο σοβιετικός κρατικός καπιταλισμός υπήρξε αξιοσημείωτα επιτυχής. Η ανάπτυξη της ΕΣΣΔ την ανέβασε από μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο το 1917 στο να γίνει η δεύτερη υπερδύναμη του κόσμου μέχρι τη δεκαετία του 1960. Επιπλέον, αυτή η επίτευξη πραγματοποιήθηκε παρά τις εκτεταμένες καταστροφές στην ΕΣΣΔ από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, την επανάσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, τις ξένες εισβολές και την βίαιη γεωργική κολεκτιβοποίηση. Το τίμημα αυτής της ανάπτυξης περιελάμβανε μια υποανάπτυκτη γεωργία, περιορισμένα πραγματικά αυξημένα εισοδήματα, πολλές ανικανοποίητες καταναλωτικές ανάγκες, και {70} συνεχιζόμενους περιορισμούς στα πολιτικά δικαιώματα, στις ατομικές ελευθερίες κ.ά., υπό την σχεδόν τριακονταετή δικτατορική ηγεσία του Στάλιν.

Η δημιουργία και η επανεπένδυση τεράστιων υπεραξιών κατέστησαν δυνατή τη σοβιετική βιομηχανοποίηση. Μερικές από αυτές τις υπεραξίες πραγματοποιήθηκαν εντός του βιομηχανικού τομέα. Μερικές προήλθαν από τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα ενώ παράλληλα αυξανόταν συνεχώς η παραγωγικότητα των εργαζομένων. Και κάποιες προέρχονταν από άνισες ανταλλαγές μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας μέσω του μηχανισμού των σχεδιαστών που κρατούσαν τις διοικητικά καθορισμένες τιμές των γεωργικών προϊόντων πρώτης ανάγκης (κυρίως των δημητριακών) χαμηλές σε σχέση με τα βιομηχανικά προϊόντα που αγόραζαν οι αγρότες (τρακτέρ, γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα κ.ά.). Αυτές οι αποφάσεις σχεδιασμού και διαχείρισης της βιομηχανίας διαμόρφωσαν το κόστος που επιβαλλόταν για την επίτευξη της βιομηχανικής ανάπτυξης.

Η ελπίδα του Λένιν ότι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση σε συνδυασμό με τον κρατικό καπιταλισμό θα επέτρεπε και θα ήταν επαρκής για μια περαιτέρω μετάβαση από τον κρατικό καπιταλισμό στον σοσιαλισμό αποδείχθηκε πρόωρη. Μια δεκαετία μετά την επανάσταση, ήταν σαφές ότι έπρεπε να γίνουν πολλά περισσότερα για να ανυψωθεί η σοβιετική βιομηχανία σε επίπεδο που να μπορεί να στηρίξει μια επαρκή οικονομία ικανή να υποστηρίξει έναν ικανό στρατό, ώστε και οι δύο να επιβιώσουν περιβαλλόμενοι από έναν εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο. Για το σκοπό αυτό, οι σοβιετικοί εργάτες θα έπρεπε να συνεχίσουν να εργάζονται με χαμηλούς πραγματικούς μισθούς, ενώ η γεωργία θα συνέχιζε να πιέζεται — και τα δύο για να χρηματοδοτηθεί περαιτέρω βιομηχανοποίηση. Η δύσκολη και εξαναγκασμένη πορεία της σοβιετικής ανάπτυξης, υπό την πίεση του χρόνου, συνεχίστηκε.

Σε αυτή την κατάσταση, ο Στάλιν και οι σύμβουλοί του πήραν μια μοιραία απόφαση που σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία του σοσιαλισμού έκτοτε. Απομακρυνόμενος οριστικά από τον Λένιν, ο Στάλιν κήρυξε πως ο σοσιαλισμός είχε επιτευχθεί στην ΕΣΣΔ. Καμία περαιτέρω αναφορά στον κρατικό καπιταλισμό στην ΕΣΣΔ δεν θα γινόταν αποδεκτή. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν {71} πλέον ο στόχος μιας μεταβατικής περιόδου που, με τη σειρά της, θα οδηγούσε στην μετάβαση στον κομμουνισμό. Αντίθετα, ο σοσιαλισμός ήταν το παρόν. Ο σοσιαλισμός ταυτιζόταν με την ΕΣΣΔ και αντίστροφα. Ο κομμουνισμός, ουσιαστικά, εκτοπίστηκε σε ένα τόσο μακρινό μέλλον, που κατέστη άσχετος με το παρόν.

Έτσι, έγινε πιο εύκολο για τους επικριτές και εχθρούς του σοσιαλισμού να του επιτεθούν. Μπορούσαν να παραθέτουν τον Στάλιν για να ταυτίζουν τον σοσιαλισμό με τα συνεχιζόμενα προβλήματα της ΕΣΣΔ: περιορισμένους πραγματικούς μισθούς, στυμμένη γεωργία, απουσία πολιτικών και ατομικών ελευθεριών. Πριν, αυτές οι δυσμενείς συνθήκες χαρακτηρίζονταν ως μεταβατική περίοδος πριν την επίτευξη του σοσιαλισμού. Αλλά μετά την απόφαση του Στάλιν να «κηρύξει» τον σοσιαλισμό ως επιτευχθέντα, αυτές οι συνθήκες έγιναν ο ορισμός του σοσιαλισμού. Οι επικριτές υιοθέτησαν αυτή την ισοδυναμία και την επανέλαβαν αδιάκοπα. Η στρατηγική των εχθρών του σοσιαλισμού έγινε απλή και προφανής: πρώτα χρησιμοποιούν στρατιωτικές απειλές, οικονομικές κυρώσεις, μυστικές επεμβάσεις και πολιτική απομόνωση για να επιδεινώσουν τις συνθήκες σε μια χώρα που κυβερνάται από σοσιαλιστές, και στη συνέχεια ταυτίζουν αυτές τις συνθήκες με τον ίδιο τον σοσιαλισμό.

Μετά το 1945, ο Ψυχρός Πόλεμος, με τον ανταγωνισμό εξοπλισμών και τις παγκόσμιες αντιπαραθέσεις, επέφερε τεράστιες απώλειες στην ΕΣΣΔ. Πριν από αυτό, ίσως η ΕΣΣΔ να ήλπιζε ότι θα απελευθέρωνε μέρος της υπεραξίας της για επενδύσεις που θα επέτρεπαν αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση των εργαζομένων μέσω υψηλότερων πραγματικών μισθών και τη χρηματοδότηση καλύτερης συλλογικής, επιδοτούμενης κατανάλωσης. Η συμμαχία στον πόλεμο με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία κατά της Ναζιστικής Γερμανίας πιθανώς ενθάρρυνε αυτές τις ελπίδες. Ωστόσο, μετά τη συμμαχία ήρθε ο Ψυχρός Πόλεμος, και οι σοβιετικοί ηγέτες επένδυσαν ακόμα περισσότερα σε πολύ ακριβά οπλικά συστήματα (συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών), σε δαπανηρές στρατιωτικές εκστρατείες (Αφγανιστάν) και σε προγράμματα ξένης υποστήριξης (Κούβα).

{72} Μετά το 1945, τα δυτικά, κυρίως αμερικανικά, μαζικά μέσα ενημέρωσης (ιδιαίτερα η τηλεόραση και ο κινηματογράφος) διαδόθηκαν και επεκτάθηκαν στην ΕΣΣΔ. Μετά τη δεκαετία του 1960, η επιρροή τους αυξήθηκε περαιτέρω, φέρνοντας άφθονα αποδεικτικά στοιχεία για επίπεδα μαζικής κατανάλωσης πολύ υψηλότερα στη Δύση απ’ ό,τι στην ΕΣΣΔ, και επίσης υψηλότερα από ό,τι τα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης είχαν οδηγήσει τους σοβιετικούς πολίτες να αναμένουν σχετικά με τη δυτική μαζική κατανάλωση. Τρόφιμα, ρούχα, διαμερίσματα, αυτοκίνητα και έπιπλα, ευρέως εμφανιζόμενα ως διαθέσιμα για τους εργαζόμενους στη Δύση, τροφοδότησαν τη συσσωρευμένη ζήτηση στην ΕΣΣΔ. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μετέπειτα μείωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ενθάρρυνε τις καταπιεσμένες απαιτήσεις των σοβιετικών εργαζομένων και πολιτών για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα. Ωστόσο, οι πιέσεις στην σοβιετική υπεραξία για τη χρηματοδότηση περαιτέρω βιομηχανοποίησης, μαζί με το άμεσο και έμμεσο κόστος του Ψυχρού Πολέμου την ίδια περίοδο, απέκλεισαν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων. Οι σοβιετικοί εργάτες αντέδρασαν μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον τους από τα κρατικά και συλλογικά εργασιακά περιβάλλοντα προς τα ιδιωτικά τους κτήματα και τις παράνομες οικονομικές δραστηριότητες. Αυτό περιόρισε την παραγωγικότητα των εργαζομένων στα κρατικά και συλλογικά εργασιακά περιβάλλοντα, μειώνοντας τα εισοδήματά τους εκεί και στρέφοντας ακόμη περισσότερο την προσοχή τους στα ιδιωτικά κτήματα κ.ο.κ. Αυτός ο φαύλος κύκλος ώθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα να προσπαθήσει να καταστείλει τους εργάτες και να αρνηθεί την προδοσία και την απογοήτευσή τους. Η αντίθεση στους περιορισμούς της κατανάλωσης, των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων καλλιεργήθηκε μέχρι που ξέσπασε ανοιχτά το 1989.

Στη μαρξιστική οικονομική θεωρία, μία προσέγγιση για την εξήγηση της οικονομικής ιστορίας συγκρίνει την προσφορά υπεραξίας (αυτό που απομένει από την παραγωγή μετά την καταβολή των μισθών και την αντικατάσταση των φθαρμένων μέσων παραγωγής) και τις απαιτήσεις μιας κοινωνίας από αυτήν την υπεραξία. Με άλλα λόγια, θα επαρκεί η υπεραξία για να αυξήσει την κατανάλωση των εργαζομένων, να επεκτείνει τις βιομηχανικές και γεωργικές {73} δυνατότητες (δηλαδή να σωρεύσει κεφάλαιο, να χρηματοδοτήσει έρευνα και ανάπτυξη κ.ά.), να καλύψει τις ανάγκες του στρατού, να επιτρέψει εξαγωγές για την πληρωμή εισαγωγών κ.ο.κ.; Εάν οι απαιτήσεις της κοινωνίας για κατανομή της υπεραξίας υπερβαίνουν την προσφορά της, πρέπει να ληφθούν δύσκολες κοινωνικές αποφάσεις. Όποιες κι αν είναι αυτές, ένα τμήμα του πληθυσμού θα μείνει δυσαρεστημένο. Ανάλογα με τις συνθήκες και το πλαίσιο, οι δυσαρεστημένοι ενδέχεται να στρέψουν την οργή τους ενάντια στο σύστημα.

Το αν θα το κάνουν εξαρτάται εν μέρει από το πώς αντιλαμβάνονται το σύστημα που εφαρμόζεται και πώς αυτό συγκρίνεται με εναλλακτικά συστήματα. Η απόφαση του Στάλιν να χαρακτηρίσει την ΕΣΣΔ ως «σοσιαλισμό επιτευγμένο» δεν ανακλήθηκε ή απορρίφθηκε οριστικά αργότερα, ακόμα και όταν η δικτατορία του Στάλιν τερματίστηκε. Έτσι, καθώς το χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και τις απαιτήσεις υπεραξίας στον σοβιετικό κρατικό καπιταλισμό μεγάλωνε οδηγώντας σε έκρηξη, η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξανόταν. Μερικές φορές οι σοβιετικοί διαφωνούντες στόχευαν μεμονωμένους ηγέτες, όπως τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, άλλες φορές την καλλιτεχνική λογοκρισία και τις ανεπαρκείς πολιτικές ελευθερίες. Καθώς η καταπίεση ή η αδιαφορία της κυβέρνησης επιδεινώνονταν, η οργή του λαού στρεφόταν προς τη γραφειοκρατική διαφθορά, κατόπιν προς τις αποτυχίες του Κομμουνιστικού Κόμματος και τελικά προς το ίδιο το σοσιαλιστικό σύστημα.

Επειδή οι διαδοχικές σοβιετικές κυβερνήσεις είχαν αποκλείσει το εκπαιδευτικό σύστημα, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και τις πολιτικές συζητήσεις από το να αναγνωρίσουν και να συζητήσουν εναλλακτικές έννοιες του σοσιαλισμού και των σοσιαλιστικών οικονομικών συστημάτων, η πλειονότητα των Σοβιετικών πίστευε πως υπήρχαν μόνο δύο εναλλακτικά συστήματα. Ο σοσιαλισμός ήταν αυτό που γνώριζαν στην ΕΣΣΔ. Αντίθετα, ο καπιταλισμός είχε γίνει αντικείμενο ατέλειωτης κριτικής. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του 1960, με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, την ελευθερότερη μετακίνηση και την «αποφόρτιση» (δηλαδή τη μείωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ), ο σοβιετικός λαός άρχισε να {74} κατανοεί πως οι εργαζόμενοι σε πολλές καπιταλιστικές χώρες απολάμβαναν πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο απ’ ό,τι στην ΕΣΣΔ, καθώς και περισσότερες πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα.

Αυξανόμενος αριθμός Σοβιετικών άρχισε να σκέφτεται κριτικά το σύστημά τους (που γνώριζαν ως «σοσιαλισμό») και να υποστηρίζει τη μετάβαση σε αυτό το «άλλο» σύστημα που φαινόταν δυνατό: τον καπιταλισμό όπως στις ΗΠΑ ή τη Δυτική Ευρώπη. Καθώς το σύστημα που γνώριζαν γινόταν αφόρητο, στράφηκαν στο μοναδικό άλλο σύστημα που αναγνώριζαν.

Παρατηρούμε κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση. Από το οικονομικό κραχ του 2008 και μετά, όλο και περισσότεροι νέοι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν ολοένα πιο περιορισμένες οικονομικές επιλογές και μη βιώσιμα χρέη φοιτητικών δανείων· επιπλέον, θεωρούν το πολιτικό σύστημα εντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα και εξυπηρετικό μόνο προς τις ελίτ. Η αδιάκοπη προβολή της σημερινής κατάστασης τους έχει διδάξει ότι το ραγισμένο σύστημα είναι ο καπιταλισμός. Έτσι, όπως και οι Σοβιετικοί αντίστοιχοί τους τη δεκαετία του 1980, απορρίπτουν το σύστημα που έχουν και γνωρίζουν υπέρ του μοναδικού άλλου που έχουν ακούσει, δηλαδή του σοσιαλισμού.

Η μεγαλύτερη ίσως ειρωνεία της σοβιετικής ιστορίας προκύπτει από το γεγονός ότι οι διαδοχικές ηγεσίες έκλεισαν τη συζήτηση γύρω από εναλλακτικές έννοιες, ορισμούς και οράματα του σοσιαλισμού, υπέρ μίας επίσημης εκδοχής. Έτσι, όταν το 1989 ξέσπασε η κρίση του συστήματός τους, οι περισσότεροι Σοβιετικοί δεν πίστευαν ότι είχαν πολλαπλές επιλογές όσον αφορά τα εναλλακτικά συστήματα. Έτσι, η Ρωσία «επέστρεψε» στον ιδιωτικό καπιταλισμό, ανατρέποντας τα 72 χρόνια του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού που είχε επίσημα χαρακτηριστεί ως «σοσιαλισμός» από τον Στάλιν.

{75} Σε αυτήν την επιστροφή έως σήμερα, ένας κατά βάση κρατικός καπιταλισμός επανήλθε σε έναν κατά βάση ιδιωτικό καπιταλισμό. Οι κοινές τους δομές εργοδότη/εργαζομένου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες. Οι «ποιοι» της τάξης των εργοδοτών επέστρεψαν από κρατικούς αξιωματούχους σε ιδιώτες. Ένας ισχυρός κεντρικός κρατικός μηχανισμός ρύθμιζε αυτόν τον ιδιωτικό καπιταλισμό. Η μακροχρόνια απομόνωση της ΕΣΣΔ πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενίσχυσε μια ανισομερή οικονομία. Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο έγιναν ολοένα πιο σημαντικές εξαγωγές, ενώ τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά καταναλωτικά αγαθά συχνά αποτέλεσαν σημαντικές εισαγωγές. Η μετα-1989 Ρωσία υπήρξε πολύ λιγότερο η δεύτερη υπερδύναμη του κόσμου απ’ ό,τι είχε υπάρξει ως ΕΣΣΔ.

Για έναν κόσμο που είχε σε μεγάλο βαθμό ταυτίσει τον σοσιαλισμό με την ΕΣΣΔ για δεκαετίες, η κατάρρευση του 1989 της ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαϊκών συμμάχων της φάνηκε να σηματοδοτεί το «τέλος» του σοσιαλισμού. Μία μορφή καπιταλιστικού θριαμβολογισμού συνδυάστηκε με μια χρεοκοπημένη, νεοφιλελεύθερη έκρηξη του καπιταλισμού, ανακηρύσσοντας τον σοσιαλισμό (και τον κομμουνισμό επίσης) νεκρό και θαμμένο.

Φυσικά, διαφοροποιημένοι σοσιαλιστές διαφόρων ειδών υποστήριζαν ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν, το πολύ, το τέλος μίας μόνο ερμηνείας του σοσιαλισμού (και κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν ποτέ σοσιαλισμός). Όμως τέτοια επιχειρήματα πνίγηκαν σχεδόν από τον αυτοσυγχαρητήριο θριαμβολογισμό των καπιταλιστών. Στη συνέχεια, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008 άλλαξε όλα αυτά.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ επίσης συγκλόνισε όλους τους σοσιαλιστές και εξακολουθεί να τους συγκλονίζει. Το πρώτο, εθνικό και μακρόχρονο πείραμα κατασκευής σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας κατέρρευσε. Τα επιτεύγματα και οι αποτυχίες του πρέπει να εξεταστούν για να βελτιωθεί το μέλλον του σοσιαλισμού και ιδιαίτερα για να επιτραπεί μια πιο αποτελεσματική σοσιαλιστική παρέμβαση όταν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού δημιουργούν {76} νέες ευκαιρίες. Οι Κινέζοι κομμουνιστές αντλούν και εφαρμόζουν μαθήματα από την άνοδο και την πτώση της ΕΣΣΔ από την αρχή της τελευταίας. Πράγματι, μαθήματα πρέπει να αντληθούν επίσης από την άνοδο και την πτώση της ΕΣΣΔ ώστε να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση, από τους σοσιαλιστές, του άλλου μεγάλου νέου πειράματος κατασκευής σοσιαλιστικής κοινωνίας: της Κίνας.

Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ)

Οι συμμαχίες μεταξύ της ΕΣΣΔ και των μελλοντικών ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΛΔΚ ανάγονται στη δεκαετία του 1920, συνεχίστηκαν μέχρι το 1960, παρουσίασαν διακυμάνσεις στη συνέχεια και πρόσφατα επανήλθαν. Υπήρξαν ισχυρές ομοιότητες και αλληλεγγύη αλλά και βαθιές διαφορές. Η Κίνα εισήλθε στον 20ό αιώνα εξαιρετικά φτωχή, με ακραίες οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές ανισότητες. Ενώ η Κίνα είχε αντισταθεί αρκετά στον δυτικό αποικισμό ώστε να παραμείνει ενωμένη, είχε υποστεί βαθιά ταπεινωτικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της εγκαθίδρυσης ορισμένων δυτικών αποικιακών εστιών (όπως το Χονγκ Κονγκ) στο κινεζικό έδαφος. Η στρατιωτική υπεροχή της αποικιοκρατίας επέβαλε αυτές τις απαιτήσεις. Η ταπείνωση αυτή διαμορφώθηκε και συνεχίζει να διαμορφώνεται από μια μακρά ιστορία, που περιλαμβάνει αιώνες μιας πολύ πιο ανεπτυγμένης κινεζικής πολιτισμικής παράδοσης σε σχέση με ό,τι είχε επιτευχθεί τότε στην Ευρώπη. Ένα βαθύ αίσθημα ότι η Κίνα είχε ξεπεραστεί και υπερκεραστεί από άλλους εδραιώθηκε στην αυτοσυνείδηση της χώρας. Αυτό συνεχίζει να τροφοδοτεί την επιδίωξη της Κίνας να ξεπεράσει και να υπερκεράσει με τη σειρά της. Με βαθύ τρόπο, ο σοσιαλισμός (η κινεζική εκδοχή του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού) θεωρείται στην Κίνα ως ο αποδεδειγμένος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό.

{77} Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Εξέγερση των Μπόξερ και στη συνέχεια η ίδρυση της νέας δημοκρατίας με πρόεδρο τον Σουν Γιατ-σεν εγκαινίασαν μια σημαντική ρήξη με το παρελθόν της Κίνας. Φεουδαρχικά καθεστώτα διαφόρων μορφών και η ατομική (οικογενειακή) αγροτική αυτοαπασχόληση αποτελούσαν τους κυρίαρχους οργανισμούς εργασίας. Όμως μια μετάβαση σε καπιταλιστικές οργανώσεις (εργοδότες/εργαζόμενοι) ήταν σε εξέλιξη. Αυτή προωθούνταν όλο και περισσότερο ως μέσο για να φτάσει η Κίνα το επίπεδο της Δύσης και να επιτρέψει τον συνδυασμό αντι-αποικιοκρατίας και εκσυγχρονισμού που οι Κινέζοι ηγέτες (ιδεολογικοί και πολιτικοί) υπερασπίζονταν. Όπως και αλλού, ο πρώιμος καπιταλισμός παρήγαγε ακραία εκμετάλλευση στην εργασία και εξαιρετικά κακές συνθήκες διαβίωσης εκτός αυτής. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, μια πρώιμη επιρροή της τότε νέας ΕΣΣΔ ήταν να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει την αντι-καπιταλιστική οργάνωση του νέου κινεζικού βιομηχανικού προλεταριάτου.

Μικρές πρώιμες νίκες οδήγησαν σε μεγάλες ήττες αυτών των οργανώσεων. Οι ηγέτες τους, και κυρίως ο Μάο Τσετούνγκ, οδήγησαν τους οπαδούς τους σε μια μορφή εσωτερικής αγροτικής εξορίας, απομακρυσμένης, για να αποφύγουν τη σφαγή από έναν στρατό που τότε συμμαχούσε στενά με τον αναδυόμενο κινεζικό καπιταλισμό. Εκεί εδραίωσαν την οργάνωσή τους, επιδόθηκαν σε εντατική αυτομόρφωση πάνω στον σοσιαλισμό και ειδικά στις μαρξιανές του διατυπώσεις, και μελέτησαν την ιστορία της ΕΣΣΔ. Με βάση αυτές τις δραστηριότητες, αναδιοργάνωσαν την τοπική αγροτική οικονομία με τρόπους που υπογράμμιζαν τη συλλογική αυτοδιαχείριση των αγροτών. Οργάνωσαν επίσης έναν αγροτικό στρατό.

Όταν η Ιαπωνία εισέβαλε στην Κίνα και κατέλαβε τη Μαντζουρία το 1931, η κινεζική κοινωνία κινητοποιήθηκε για αυτοάμυνα. Στον πόλεμο που διήρκεσε βασικά μέχρι το 1945, ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κυρίαρχων καπιταλιστικών δυνάμεων (γύρω από τον στρατηγό Τσιανγκ Καϊ-σεκ) {78} και της κομμουνιστικής αντίστασης (γύρω από τον Μάο Τσετούνγκ και τον Στρατό της Όγδοης Διαδρομής) ανεστάλη. Μια συνδυασμένη αντεπίθεση κατά των Ιαπώνων ολοκληρώθηκε με νίκη και εκδίωξη των Ιαπώνων το 1945. Αμέσως ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος που έληξε το 1949 με την ολοκληρωτική νίκη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Οι καπιταλιστικές δυνάμεις και ο στρατός υποχώρησαν στην μικρή νησιωτική περιοχή της Ταϊβάν. Αυτή αποσχίστηκε από την ηπειρωτική Κίνα και σήμερα είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη χώρα με καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα.

Με τη νίκη του το 1949, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας αντιμετώπισε περίπου το ίδιο σύνολο ερωτημάτων που είχε να αντιμετωπίσει ο Λένιν στην ΕΣΣΔ το 1917. Πώς ακριβώς πρέπει να μετασχηματιστεί το κληρονομημένο καπιταλιστικό σύστημα; Ποια βήματα πρέπει να γίνουν και με ποια σειρά, δεδομένου του στόχου αλλά και των εμποδίων; Ποια στοιχεία της σοβιετικής εμπειρίας πρέπει να αναπαραχθούν και ποια να αποφευχθούν;

Όπως και η ΕΣΣΔ, η Κίνα εθνικοποίησε τη βιομηχανία, θεσπίζοντας το κράτος ως εργοδότη και προσλαμβάνοντας εργαζόμενους. Όπως και στην ΕΣΣΔ, η Κίνα έθεσε προτεραιότητα στη βιομηχανία. Η Κίνα, με μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, ήταν επιφυλακτική απέναντι στη σοβιετική εμπειρία στην αγροτική οικονομία και γι’ αυτό αντιμετώπισε με περισσότερη προσοχή την έντονη και βαθιά ριζωμένη επιθυμία των αγροτών για γη. Μια προσπάθεια ταχείας μεταμόρφωσης της γεωργίας και εκβιομηχάνισης (σχηματισμός αγροτικών κοινοτήτων τη δεκαετία του 1950 και το Μεγάλο Άλμα Εμπρός από το 1958 έως το 1962) περιλάμβανε σοβαρές αναταράξεις στην ανάπτυξη της Κίνας και σημαντικές απώλειες και δοκιμασίες λόγω λιμού. Οι επακόλουθες αλλαγές στην πολιτική επιβράδυναν τις προσπάθειες κολεκτιβοποίησης, έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στη διοίκηση των χωριών και στην αλληλεγγύη για τη συγκρότηση ομάδων αγροτών, οδήγησαν σε πιο ισορροπημένες επενδύσεις στη βιομηχανία και τη γεωργία, κ.ά. Με τον τρόπο αυτό, η Κίνα υπέστη λιγότερες τραυματικές {79} συνέπειες από τις προσπάθειές της για αγροτική κολεκτιβοποίηση σε σχέση με την ΕΣΣΔ μετά το 1929/30.

Όπως και η ΕΣΣΔ, η Κίνα μετά το 1949 αντιμετώπισε πολιτικούς και στρατιωτικούς κινδύνους από το εξωτερικό. Ο Πόλεμος της Κορέας (1950-1953) ανέδειξε τους κινδύνους, όπως για παράδειγμα ο εκτεταμένος βομβαρδισμός της Βόρειας Κορέας (κυρίως από αμερικανικά αεροπλάνα). Οι Κινέζοι επίσης είχαν να αντιμετωπίσουν το γεγονός της ρίψης ατομικών βομβών από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία νωρίτερα. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας απαιτούσε τη χρήση σημαντικού μέρους της υπεραξίας της για τη στήριξη ενός μεγάλου στρατιωτικού μηχανισμού. Τα πρώτα χρόνια μετά το 1949 σημαδεύτηκαν επίσης από την άρνηση των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν την κομμουνιστική κυβέρνηση στο Πεκίνο και από περιοδικές απειλές για αύξηση της στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ταϊβάν, η οποία συνέχιζε να απειλεί να «ανακαταλάβει» την ηπειρωτική χώρα.

Η δεκαετία του 1960 ήταν χρόνια απομάκρυνσης από την ΕΣΣΔ, καθώς η Κίνα άρχισε να αποκλίνει από τη σοβιετική στρατηγική, εν μέρει λόγω της αξιολόγησης αυτής της στρατηγικής. Η μειωμένη εξάρτηση από την ΕΣΣΔ ανάγκασε την Κίνα να χαράξει νέα πορεία στην εμπλοκή της με τον υπόλοιπο κόσμο, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο. Η επίσημη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας το 1979 σηματοδοτεί μια νέα φάση μετάβασης από την αρχική φάση οικοδόμησης μιας σύγχρονης κινεζικής οικονομίας και κοινωνίας σε δεύτερη περίοδο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης. Μέχρι το 1979, η Κίνα είχε εδραιώσει τη διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια σημασία της, την πολιτική και ιδεολογική ανεξαρτησία της από την ΕΣΣΔ και την προθυμία της να εμπλακεί με τον ιδιωτικό καπιταλισμό, τόσο στο εξωτερικό όσο και εντός της χώρας.

Σε γενικές γραμμές, η στρατηγική της Κίνας προσέφερε την ευκαιρία τόσο στον ξένο όσο και στον εγχώριο ιδιωτικό καπιταλισμό να βρουν ασφαλείς θέσεις για κερδοφόρες επιχειρήσεις εντός του σοσιαλιστικού πλαισίου της χώρας. Οι κινεζικές {80} αρχές πρότειναν μια βασική συμφωνία. Οι ιδιώτες καπιταλιστές (ξένοι, εγχώριοι ή κοινοπραξίες μεταξύ αυτών) θα παρείχαν πρόσβαση σε κεφάλαια, σύγχρονη τεχνολογία και ξένες αγορές. Οι κινεζικές αρχές θα παρείχαν πρόσβαση σε εξειδικευμένους, πειθαρχημένους και σχετικά χαμηλού κόστους εργαζόμενους, καθώς και πρόσβαση σε μια πολύ μεγάλη και ταχέως αναπτυσσόμενη εγχώρια αγορά καταναλωτών. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποκομίζουν κέρδη, τα οποία θα μοιράζονταν μεταξύ αυτών και του φορολογικού συστήματος του κινεζικού κράτους. Το κράτος θα παρακολουθούσε και θα επέβλεπε στενά όλες τις δραστηριότητες τέτοιων ξένων και εγχώριων επιχειρήσεων. Οι ιδιοκτήτες και τα ανώτατα στελέχη τους, αν ήταν Κινέζοι, θα μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Τέλος, το κινεζικό κράτος θα διατηρούσε ένα σημαντικό τομέα επιχειρήσεων που ανήκουν και λειτουργούν υπό κρατικό έλεγχο, ενθαρρύνοντας πολυεπίπεδες συνεργασίες και άλλες σχέσεις μεταξύ αυτών και των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ξένων και εγχώριων.

Το κινεζικό κράτος κατέστησε σαφές ότι η μέγιστη οικονομική ανάπτυξη με επίκεντρο την εκβιομηχάνιση αποτελούσε τον υπέρτατο στόχο της στρατηγικής του. Από αυτή την άποψη, ήταν όμοιο με την ΕΣΣΔ. Ωστόσο, στην πρόθυμη αποδοχή μιας επιτηρούμενης θέσης για τον ιδιωτικό, ξένο και εγχώριο, καπιταλισμό εντός της κινεζικής βιομηχανίας, διέφερε σημαντικά από την ΕΣΣΔ. Η κινεζική στρατηγική θα ήταν πολιτικά αδιανόητη για την ΕΣΣΔ κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της — ενδεχομένως ως συνέπεια του γεγονότος ότι επρόκειτο για το πρώτο σοσιαλιστικό πείραμα που μακροημέρευσε. Επίσης, η σοβιετική ηγεσία πιθανόν να πίστευε ότι μια περισσότερο αυτάρκης οικονομική πορεία προς την εκβιομηχάνιση αποτελούσε ασφαλέστερη επιλογή.

Δεδομένων πρόσφατων ισχυρισμών, χρειάζεται να διευκρινιστεί ένα επιπλέον σημείο σχετικά με αυτή τη συμφωνία που προσέφερε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σε ιδιώτες καπιταλιστές παγκοσμίως και στο εσωτερικό. Ήταν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μια συμφωνία σχεδιασμένη να είναι {81} ελκυστική και για τις δύο πλευρές. Καμία πλευρά δεν μπορούσε να εξαναγκάσει την άλλη, επειδή καμία δεν διέθετε τα μέσα να το πράξει. Έπρεπε να είναι εθελοντική και αμοιβαία επωφελής. Οι ιδιώτες καπιταλιστές επένδυσαν το κεφάλαιό τους, μοιράστηκαν την τεχνολογία τους και παρείχαν πρόσβαση στη βάση των πελατών τους στους Κινέζους εταίρους τους (είτε σε ιδιώτες καπιταλιστές είτε σε κρατικές επιχειρήσεις). Το έπραξαν επειδή αυτό τους απέφερε κέρδος. Για τον λόγο αυτό, η θέση του ξένου ιδιωτικού κεφαλαίου στην κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες. Αντίστοιχα, η Κίνα παρείχε πρόσβαση στο εργατικό δυναμικό και στις αγορές της, σε μια ανταλλαγή που ενισχυόταν ακριβώς επειδή ωφελούσε και τις δύο πλευρές.

Η κινεζική κυβέρνηση ανέφερε μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της κατά 10% από το 1978 έως το 2005. Για τα επόμενα έτη, η ευρέως αναγνωρισμένη ανεξάρτητη συμβουλευτική εταιρεία McKinsey & Company εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε με ετήσιους ρυθμούς περίπου 10-15% κατά την περίοδο 2005-2010 και στη συνέχεια μειώθηκε σταδιακά σε περίπου 6% το 2019. Παρομοίως, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας αναφέρει ότι οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στην Κίνα αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 8% ετησίως για τη δεκαετία πριν το 2018. Επιστρέφοντας ακόμη πιο πίσω και συγκεντρώνοντας δεδομένα από διάφορες πηγές, προκύπτει ότι οι πραγματικοί μισθοί των Κινέζων εργαζομένων έχουν τουλάχιστον διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί από το 1990. Μαζί με ένα τεράστιο εύρος στατιστικών δεδομένων, αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι η ΛΔΚ ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στον κόσμο για αρκετές δεκαετίες. Αυτό εξηγεί την ανάδειξή της ως δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ και τη σταδιακή σύγκλιση προς αυτές.

Στον 20ό αιώνα, η ΕΣΣΔ υπήρξε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία· στον 21ο αιώνα έως σήμερα, αυτόν τον ρόλο έχει διαδραματίσει η ΛΔΚ. Οι δύο μορφές σοσιαλισμού — όπως οι ίδιες οι χώρες τις αποκάλεσαν — {82} ήταν παρόμοιες ως προς το ότι επέτυχαν εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και αύξηση των πραγματικών μισθών και της κατανάλωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών έλεγχαν τα τραπεζικά τους συστήματα, παρέχοντας έτσι εύκολη πίστωση για την ενίσχυση των αναπτυξιακών τους έργων και την επίτευξη των στόχων τους.

Η Κίνα απέρριψε τον σοβιετικού τύπου οικονομικό απομονωτισμό (ο οποίος είχε υιοθετηθεί από την ΕΣΣΔ στο πλαίσιο της παγκόσμιας εχθρότητας μετά το 1917) και αντ’ αυτού προσανατολίστηκε αποφασιστικά προς το άνοιγμα στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις. Ουσιαστικά, η Κίνα σχεδίασε την εκβιομηχάνισή της μέσω κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού επικεντρωμένου στις εξαγωγές. Οι εργαζόμενοι με χαμηλούς μισθούς θα προσέφεραν ευκαιρίες κερδοφορίας σε καπιταλιστικούς ανταγωνιστές παγκοσμίως. Η ισχυρή κινεζική κυβέρνηση θα οργάνωνε και θα διασφάλιζε μια βασική συμφωνία με το παγκόσμιο κεφάλαιο: η Κίνα θα παρείχε φθηνή εργασία, κρατική υποστήριξη και μια διαρκώς αναπτυσσόμενη κινεζική αγορά, με αντάλλαγμα τη συνεργασία των ξένων καπιταλιστών με Κινέζους κρατικούς ή ιδιώτες εταίρους, την παροχή πρόσβασης στην τεχνολογία τους και τη διευκόλυνση της εισόδου των κινεζικών προϊόντων στα παγκόσμια συστήματα χονδρικού και λιανικού εμπορίου.

Όπως και η ΕΣΣΔ, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας συνδύασε τον κρατικό και τον ιδιωτικό καπιταλισμό για την επίτευξη ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Σε διαφορετικούς βαθμούς, και στις δύο χώρες το τίμημα περιλάμβανε αναβολή της κατανάλωσης, περιορισμένες αστικές ελευθερίες και απουσία δημοκρατικού μετασχηματισμού των χώρων εργασίας. Η ευρύτερη έννοια του σοσιαλισμού — ενός συστήματος που θα υπερέβαινε την οικονομία και θα περιλάμβανε και την πολιτική και τον πολιτισμό — έμεινε στο περιθώριο. Ενώ και οι δύο χώρες γνώρισαν ταχεία οικονομική ανάπτυξη, αμφότερες βίωσαν υποανάπτυξη στον τομέα της κατανάλωσης, των πολιτικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων.

{83} Η αντικομμουνιστική και αντισοσιαλιστική ρητορική, όπου κι αν εκδηλώθηκε, ελαχιστοποιούσε ή αγνοούσε πλήρως τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που πέτυχαν οι σοσιαλιστικές χώρες και εστίαζε στη σχετικώς χαμηλή κατανάλωση, στις πολιτικές ελευθερίες και στις ατομικές ελευθερίες. Οι επικριτές όρισαν τον σοσιαλισμό με όρους που στην πραγματικότητα περιέγραφαν μια μορφή κρατικού καπιταλισμού (με κρατικές επιχειρήσεις που αναπαρήγαν τη δομή εργοδότη/εργαζομένου των ιδιωτικών επιχειρήσεων). Παρουσίαζαν τον σοσιαλισμό ως μια κρατική/κομματική δικτατορία που επιστατούσε σε μια αποτυχημένη οικονομία (όπως αποδεικνυόταν, υποτίθεται, από τα πολύ χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης σε σύγκριση με τις καπιταλιστικές οικονομίες). Ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με τον κρατικό και κομματικό έλεγχο της πολιτικής και πολιτισμικής ζωής των λαών. Αυτό το μήνυμα διοχετεύθηκε ασταμάτητα στις αμερικανικές ακαδημίες, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην πολιτική ζωή επί εβδομήντα και πλέον χρόνια. Οι αντικομμουνιστές απέδωσαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1989 στην αποτυχία της οικονομίας της, ολοκληρώνοντας έτσι το συμπέρασμα που ήθελαν να εξαγάγουν από το κύριο σοσιαλιστικό πείραμα του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, αγνοείται κατά τρόπο αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όταν ο καπιταλισμός αναδύθηκε από τη φεουδαρχία στην Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα, οι υποστηρικτές του υποσχέθηκαν ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη και δημοκρατία. Όταν οι υποσχέσεις αυτές δεν υλοποιήθηκαν, η απογοήτευση και η οργή που ακολούθησαν ώθησαν πολλούς στο να στραφούν κατά του καπιταλισμού και να προσχωρήσουν στον σοσιαλισμό, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Το γεγονός ότι οι αντικαπιταλιστές αρχικά και κατόπιν οι αντισοσιαλιστές ανέπτυξαν παράλληλες κριτικές προς τα συστήματα που αντιμάχονταν, υποδηλώνει τη δυνατότητα τα συστήματα αυτά να είχαν περισσότερα κοινά στοιχεία απ’ όσα παραδέχονταν οι μεταξύ τους συγκρούσεις των δύο αιώνων.

Αντιθέτως, οι σοσιαλιστές που ενεπλάκησαν σε στοχαστική αυτοκριτική πριν και μετά το 1989, διαμόρφωσαν μια εντελώς διαφορετική αφήγηση, θεμελιωμένη σ’ αυτή την κοινότητα στοιχείων και στις {84} αποτυχίες και των δύο συστημάτων. Γι’ αυτούς, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ αντιπροσώπευαν παραλλαγές του καπιταλισμού — ιδιωτικού και κρατικού αντίστοιχα — των οποίων η ψυχροπολεμική αντιπαλότητα παρερμηνεύθηκε εκατέρωθεν ως η μεγάλη σύγκρουση του αιώνα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Κατά την οπτική αυτών των σοσιαλιστών, εκείνο που κατέρρευσε το 1989 δεν ήταν ο σοσιαλισμός, αλλά ο κρατικός καπιταλισμός της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, αυτό που αναδύθηκε ραγδαία μετά το 1989 ήταν μια άλλη μορφή κρατικού καπιταλισμού στην Κίνα.

Εντός και εκτός της ΕΣΣΔ και της Κίνας, πολλοί σοσιαλιστές θεώρησαν ότι και οι δύο χώρες είχαν κατά κάποιον τρόπο εκτραπεί από τον δρόμο τους. Παρήγαγαν κοινωνίες που ήταν μεν σοσιαλιστικές υπό την παραδοσιακή έννοια της κρατικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης των μέσων παραγωγής και του κρατικού σχεδιασμού, αλλά που στερούνταν ουσιωδών συστατικών που ιστορικά είχαν ταυτιστεί με τους σοσιαλιστικούς σκοπούς (όπως η ισότητα, η αλληλεγγύη, η δημοκρατία και άλλα). Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1989, αναπτύχθηκε μια εκτεταμένη διαδικασία επαναξιολόγησης και σοσιαλιστικής αυτοκριτικής. Αυτή η διαδικασία οδήγησε σε έναν νέο ορισμό του σοσιαλισμού που έδωσε έμφαση στο μικρο-επίπεδο της οργάνωσης των χώρων εργασίας. Ο σοσιαλισμός, πλέον, ορίζεται ως ο εκδημοκρατισμός των χώρων εργασίας, η μετατροπή τους σε εργατικούς συνεταιρισμούς αντί για ιεραρχικά οργανωμένους χώρους όπου μια μικρή μειοψηφία εργοδοτών ασκεί εξουσία και αποκλείει την πλειοψηφία των εργαζομένων από τις ουσιώδεις αποφάσεις.

Αυτός ο νέος ορισμός ενημερώνει μεγάλο μέρος του παρόντος βιβλίου, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας συζήτησης για όσα συνέβησαν στην ΕΣΣΔ και στην Κίνα. Παράλληλα, παράγει νέους στόχους και μια αντίστοιχη στρατηγική για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Αν αυτός ο νέος ορισμός φανεί απροσδόκητος στον αναγνώστη, είναι επειδή οι αντικομμουνιστικές εκστρατείες των τελευταίων 75 ετών οδήγησαν πολλούς ανθρώπους σε πλήρη αποσύνδεση από το θέμα του σοσιαλισμού. Η αυτοκριτική του, οι εσωτερικές του διαμάχες και οι μετασχηματισμοί του υπήρξαν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, {85} άγνωστοι. Νέοι σοσιαλισμοί έχουν αναδυθεί, με εκ νέου προσδιορισμένους στόχους και στρατηγικές για την υλοποίησή τους.

Ωστόσο, προτού παρουσιάσουμε ένα σύνολο τέτοιων στόχων και στρατηγικών, χρειάζεται να εξηγήσουμε δύο άλλες κρίσιμες πλευρές της νεότερης ιστορίας του σοσιαλισμού (δηλαδή του τελευταίου αιώνα). Η πρώτη είναι η «μεγάλη εκκαθάριση» του σοσιαλισμού που ηγήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που επεκτάθηκε, σε διάφορους βαθμούς, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η δεύτερη είναι ο φασισμός, ιδίως στη ναζιστική του εκδοχή, δηλαδή μια ιδιαίτερη μορφή συγχώνευσης κράτους και καπιταλισμού (που αυτοπροσδιοριζόταν μάλιστα ως κάποιο είδος σοσιαλισμού). Οι φασίστες στόχευαν στην εξόντωση του σοσιαλιστικού κινήματος και της ίδιας της δημοκρατίας, όχι μόνο από τη Γερμανία αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι προσπάθειες του μέσου 20ού αιώνα — πρώτα να εξοντωθούν και έπειτα να εκκαθαριστούν οι σοσιαλιστές — είχαν βαθύτατες κοινωνικές συνέπειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ίδιες οι μεταμορφώσεις και η παρούσα αναβίωση του σοσιαλισμού.

{87}

Κεφάλαιο V / Δύο Αντισοσιαλιστικές Εκκαθαρίσεις: Φασισμός και Αντικομμουνισμός

Ο 20ός αιώνας υπήρξε μάρτυρας πολλών κατασταλτικών επιθέσεων ενάντια στον σοσιαλισμό και τους σοσιαλιστές. Οι επιθέσεις αυτές αποτελούσαν ισχυρή ένδειξη ότι ο σοσιαλισμός — ως κριτική και εναλλακτική πρόταση απέναντι στον καπιταλισμό — διαδιδόταν με ταχύτητα και ευρύτητα. Δύο κύριες εκκαθαρίσεις εναντίον του σοσιαλισμού πραγματοποιήθηκαν από τους εχθρούς του. Η πρώτη ήταν ο ευρωπαϊκός φασισμός κατά το πρώτο μισό του αιώνα. Η δεύτερη ήταν ο παγκόσμιος «αντικομμουνισμός» με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες στο δεύτερο μισό του αιώνα. Οι ποικίλες εκδοχές και μετασχηματισμοί του σοσιαλισμού επηρεάστηκαν βαθιά από αυτές τις εκκαθαρίσεις και τις κοινωνικές τους συνέπειες.

Ο όρος «φασισμός» έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ποικίλα φαινόμενα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους της κοινωνικής ζωής και της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στο παρόν πλαίσιο τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα: δηλαδή τον καπιταλισμό, αλλά με πολύ έντονη παρέμβαση και επιρροή από το κράτος. Στο πλαίσιο του φασισμού, το κράτος ενισχύει, υποστηρίζει {88} και διατηρεί τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις — συνήθως επειδή οι ιδιώτες καπιταλιστές φοβούνται ότι μπορεί να τις χάσουν, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών.

Κάτω από τον φασισμό, λαμβάνει χώρα ένας είδος αμοιβαίας και ενισχυτικής συγχώνευσης ανάμεσα στο κράτος και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι φασιστικές κυβερνήσεις τείνουν να «απορρυθμίζουν» τις προστασίες των εργαζομένων που είχαν κερδηθεί από τα συνδικάτα ή από προηγούμενες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Βοηθούν τους ιδιώτες καπιταλιστές καταστρέφοντας τα συνδικάτα ή αντικαθιστώντας τα με κρατικά ελεγχόμενες οργανώσεις, οι οποίες υποστηρίζουν αντί να αμφισβητούν τα συμφέροντα των ιδιωτών καπιταλιστών.

Συχνά, ο φασισμός υιοθετεί ακραίες μορφές εθνικισμού και πατριωτισμού προκειμένου να κινητοποιήσει τον πληθυσμό προς την εξυπηρέτηση των φασιστικών οικονομικών σκοπών — κάνοντάς το συνήθως μέσω αυξημένων στρατιωτικών δαπανών και με καλλιέργεια εχθρότητας απέναντι σε μετανάστες ή σε αλλοδαπούς γενικότερα. Οι φασιστικές κυβερνήσεις παρεμβαίνουν στο εξωτερικό εμπόριο ώστε να ενισχύσουν την εξαγωγική ικανότητα των εγχώριων καπιταλιστών και να περιορίσουν τις εισαγωγές μέσω δασμών, με στόχο να προστατεύσουν τις εγχώριες αγορές.

Κατά κανόνα, οι φασίστες απεχθάνονται τον σοσιαλισμό και υπόσχονται να σώσουν τον καπιταλισμό και το έθνος από τους εγχώριους και ξένους σοσιαλιστές και κομμουνιστές, οι οποίοι παρουσιάζονται ως απειλές. Στα κυριότερα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης — στην Ισπανία υπό τον Φράνκο, στη Γερμανία υπό τον Χίτλερ και στην Ιταλία υπό τον Μουσολίνι — σοσιαλιστές και κομμουνιστές συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και συχνά βασανίστηκαν ή και εκτελέστηκαν.

Μια επιφανειακή ομοιότητα ανάμεσα στον φασισμό και τον σοσιαλισμό ανακύπτει από το γεγονός ότι και τα δύο ρεύματα επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο του κράτους και τις παρεμβάσεις του στην οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, το κάνουν με διαφορετικούς τρόπους και προς εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Ο φασισμός χρησιμοποιεί το κράτος για να διασφαλίσει την επιβίωση του καπιταλισμού και να επαναφέρει {89} μια μορφή εθνικής ενότητας, η οποία συχνά ορίζεται με όρους εθνοτικής ή θρησκευτικής καθαρότητας και ιεραρχίας. Αντιθέτως, ο σοσιαλισμός επιδιώκει να αξιοποιήσει το κράτος για να τερματίσει τον καπιταλισμό και να τον αντικαταστήσει με ένα εναλλακτικό σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, το οποίο ορίζεται παραδοσιακά με όρους κρατικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης των επιχειρήσεων, κρατικού οικονομικού σχεδιασμού, ένταξης των πρώην καπιταλιστών στην παραγωγή ως εργαζομένων, πολιτικού ελέγχου των εργατών και διεθνισμού.

Όταν οι φασίστες ηγέτες ανέλαβαν την εξουσία στη Γερμανία το 1933, είχαν ήδη δώσει πολλές μάχες — τόσο στο πολιτικό πεδίο όσο και στους δρόμους — με τους σοσιαλιστές των Γερμανικών Σοσιαλιστικών και Κομμουνιστικών κομμάτων. Πολλοί από τους κορυφαίους καπιταλιστές σε ολόκληρη τη γερμανική οικονομία, όπως και πολλοί κεντρώοι και συντηρητικοί Γερμανοί πολιτικοί, είχαν τρομοκρατηθεί από τη συνεχή άνοδο του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD) ήδη από τη δεκαετία του 1870, καθώς και από την άνοδο του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κανείς στη Γερμανία δεν αμφέβαλλε για την ακραία δεξιά φύση και ατζέντα του ναζιστικού κόμματος και του ηγέτη του, του Αδόλφου Χίτλερ. Στα πρώτα χρόνια συγκρότησης του ναζιστικού κόμματος, ο Χίτλερ είχε λάβει την απόφαση να εντάξει στο όνομά του τις λέξεις «σοσιαλιστικό» και «εργατικό» (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), με σκοπό να αποσπάσει μερίδα της γερμανικής εργατικής τάξης που μέχρι τότε στήριζε συντριπτικά το SPD και το KPD. Σε αυτό το εγχείρημα, οι ναζί είχαν περιορισμένη επιτυχία πριν το 1933, αλλά κατόρθωσαν τελικά να αντλήσουν υποστήριξη από μικροαστικά στρώματα όπως μικροεπιχειρηματίες, αγρότες, άνεργους επαγγελματίες και θρησκευόμενους συντηρητικούς. Οι ναζί κατόρθωσαν να υπερκεράσουν τα παραδοσιακά, παλαιά συντηρητικά κόμματα της Γερμανίας (τα οποία είχαν απονομιμοποιηθεί λόγω της ήττας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), προσελκύοντας σημαντικό μέρος της λαϊκής βάσης και μαχητικού κόσμου.

{90} Όταν το καπιταλιστικό κραχ του 1929 έπληξε τη Γερμανία, η χώρα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κατάσταση αποσταθεροποίησης μετά την ήττα στον πόλεμο. Από το 1918 και έπειτα, ο καπιταλισμός, μαζί με τα κόμματα του πολιτικού κέντρου και της δεξιάς που τον υποστήριζαν, υφίσταντο ολοένα και μεγαλύτερη κριτική και λαϊκή απαξίωση. Η γερμανική βιομηχανία αντιλήφθηκε το πολιτικό μήνυμα που διαγραφόταν. Η εκτεταμένη δυσαρέσκεια απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα προμήνυε νίκη των σοσιαλιστών — είτε του SPD είτε του KPD είτε και των δύο. Μέχρι το 1932, οι Γερμανοί καπιταλιστές έβλεπαν το ναζιστικό κόμμα ως το μόνο μαζικό, ανερχόμενο πολιτικό σχήμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να εξασφαλίσει ευρεία πολιτική στήριξη και να ανακόψει το επερχόμενο «κόκκινο κύμα».

Έτσι, η ηγεσία της βασικής ένωσης των Γερμανών βιομηχάνων άσκησε πίεση στον Πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ να προσκαλέσει τον Χίτλερ να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση στις αρχές του 1933. Ένα από τα βασικά επιδιωκόμενα αποτελέσματα αυτής της συμμαχίας ανάμεσα στους επιφανείς Γερμανούς καπιταλιστές και στους ναζί ήταν να εμποδιστεί, να αναχαιτιστεί, να αποδυναμωθεί και να ηττηθεί ο σοσιαλισμός γενικά — και ειδικότερα τα κόμματα SPD και KPD. Κατά τα πρώτα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης, παρότι οι καπιταλιστές στήριξαν την προσπάθεια εξουδετέρωσης των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών λαϊκών κινημάτων, δεν μπορούσαν να φανταστούν — πολλώ δε μάλλον να κατανοήσουν — ότι οι ναζί θα προχωρούσαν στην εξόντωση σοσιαλιστών, κομμουνιστών και πολλών άλλων — φυσικά και κατά εκατομμύρια.

Οι Γερμανοί ναζί δεν ήταν οι μόνοι που καταδίωξαν σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Και τα άλλα μεγάλα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης υιοθέτησαν φονικές πολιτικές απέναντι σε σοσιαλιστές, κομμουνιστές και όσους έδειχναν συμπάθεια προς αυτούς. Στην Ισπανία, ο Φρανσίσκο Φράνκο εξαπέλυσε έναν πικρό και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας και τους υποστηρικτές της. Ο Μπενίτο Μουσολίνι επέβαλε τον φασισμό στην Ιταλία επί σειρά ετών, φυλακίζοντας και τελικά δολοφονώντας τον σημαντικότερο Ιταλό σοσιαλιστή θεωρητικό και ηγέτη του 20ού αιώνα, τον Αντόνιο Γκράμσι, μαζί με πολλούς {91} άλλους σοσιαλιστές αγωνιστές. Στην Ιαπωνία, οι φασίστες ανέλαβαν την εξουσία με αφετηρία το λεγόμενο «Μαντζουριανό επεισόδιο» του 1931, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την εισβολή στη Μαντζουρία, και με τη δολοφονία του Πρωθυπουργού Ινουκάι Τσουγιόσι το 1932, η οποία άνοιξε τον δρόμο για τη στρατιωτική δικτατορία του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Η βίαιη καταστροφή ανθρώπινων ζωών και περιουσιών στην Κίνα από τον ιαπωνικό φασισμό είναι εξίσου γνωστή όσο και η αντίστοιχη φασιστική καταστροφή στην Ευρώπη.

Ο ναζισμός στη Γερμανία υπήρξε ένα φασιστικό οικονομικό σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση προσέφερε την υποστήριξη και τη βία της για να διασφαλίσει έναν καπιταλισμό που είχε ήδη βαθιά υπονομευτεί από τη συμμαχία του, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Γερμανό Κάιζερ και τη γερμανική αριστοκρατία. Σε αυτή τη συμμαχία, οι Γερμανοί καπιταλιστές συμβιβάστηκαν με τη φεουδαρχία, ακόμη κι ενώ υποκαθιστούσαν εκείνο το σύστημα. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (1871–1918), οι Γερμανοί καπιταλιστές και οι ευγενείς προώθησαν μια επιθετική ανταγωνιστική πολιτική απέναντι στους Βρετανούς και, αργότερα, στους Αμερικανούς καπιταλιστές, ενώ ταυτόχρονα συμμάχησαν ώστε να συγκροτήσουν ένα αποτελεσματικό μπλοκ ενάντια στο κύμα του γερμανικού σοσιαλισμού, το οποίο διογκωνόταν από τη δεκαετία του 1870.

Ωστόσο, εκείνη η καπιταλιστικο-φεουδαρχική συμμαχία (με χαρακτηριστικές μορφές τους Μπίσμαρκ και φον Χίντενμπουργκ) θεωρήθηκε υπεύθυνη για την απώλεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για τα δεινά που προκάλεσε ο πόλεμος, καθώς και για τη λανθασμένη διαχείριση του οικονομικού κόστους των πολεμικών αποζημιώσεων, το οποίο οδήγησε στη καταστροφική υπερπληθωριστική κρίση του 1923, που εξάλειψε τις αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης στη Γερμανία. Όταν ξέσπασε το κραχ του 1929, ο γερμανικός καπιταλισμός κλονίστηκε συθέμελα. Το μισό του πληθυσμού υποστήριζε τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές. Το άλλο μισό ήταν διχασμένο και ολοένα λιγότερο φιλικά διακείμενο προς τον καπιταλισμό. Ακόμα και οι φασίστες αυτοαποκαλούνταν «εθνικοσοσιαλιστές» για να υποδηλώσουν ότι ο δεξιός εθνικισμός τους περιλάμβανε και ισχυρές αντικαπιταλιστικές αποχρώσεις. Οι Γερμανοί καπιταλιστές αντιλήφθηκαν τη θέση κοινωνικής ευαλωτότητας στην οποία βρίσκονταν. Ήξεραν πολύ {92} καλά τι είχε συμβεί μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα στους Ρώσους καπιταλιστές.

Το 1932, ο γερμανικός ναζισμός και ο γερμανικός καπιταλισμός κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό. Ο καθένας απέκτησε κρίσιμη υποστήριξη, και ο καθένας κατέβαλε το αντίστοιχο τίμημα. Οι ναζί απέκτησαν την κρατική εξουσία μέσω της ανόδου του Χίτλερ στη θέση του ανώτατου ηγέτη της Γερμανίας, ή Führer. Με αυτή την εξουσία, ο ναζισμός απέκτησε τα μέσα για να ενισχυθεί και να παγιωθεί, εξουδετερώνοντας ή υποτάσσοντας όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα. Οι ναζί στην εξουσία απέκτησαν έτσι και τα μέσα για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, με σκοπό την εκδίκηση για την ήττα στον πόλεμο και την αποκατάσταση του εθνικού κύρους μετά τις ταπεινώσεις που υπέστη. Το τίμημα που πλήρωσαν οι ναζί ήταν η εσωτερική εκκαθάριση του κινήματος από τα ρητά αντικαπιταλιστικά του στοιχεία και τους υποστηρικτές τους — ανάμεσά τους και οι Γκρέγκορ και Ότο Στράσερ — μέσω της φυσικής εξόντωσης.

Οι καπιταλιστές, από την πλευρά τους, απέκτησαν μια μαζική πολιτική βάση που επίσημα υποστήριζε και εξυμνούσε τον καπιταλισμό και τους κυρίαρχους Γερμανούς καπιταλιστές (εξαιρουμένων των Εβραίων). Απέκτησαν επίσης ένα κράτος αποφασισμένο να εναντιωθεί και να καταστείλει κάθε σοσιαλιστική ή και απλώς ανεξάρτητη εργατική οργάνωση (όπως συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα κ.ά.), ή να τη μετατρέψει σε πειθήνιο στήριγμα του γερμανικού φασισμού. Το τίμημα που πλήρωσαν οι καπιταλιστές για την υποστήριξη του ναζισμού ήταν ουσιαστικά μια συγχώνευση ή συνένωση μεταξύ καπιταλισμού και ναζισμού. Ο γερμανικός φασισμός προικοδότησε τους βασικούς Γερμανούς καπιταλιστές με μια διαρκή, στενή σχέση με την ηγεσία του ναζιστικού καθεστώτος. Οι οικονομικές αποφάσεις των καπιταλιστών συντονίζονταν άμεσα με τις πολιτικές αποφάσεις των ναζί ηγετών. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν προέκυπταν διαφορές, οι πολιτικές αποφάσεις υπερίσχυαν. Αν και υπήρξαν μεμονωμένοι καπιταλιστές που απέρριψαν ή αρνήθηκαν να αποδεχτούν αυτή τη συγχώνευση, η συντριπτική πλειοψηφία δεν έκανε τίποτα από τα δύο. {93} Οι Γερμανοί καπιταλιστές αποδέχθηκαν το τίμημα της συγχώνευσης και της υποταγής στο ναζιστικό κόμμα και την κυβέρνησή του, επειδή ήταν η καλύτερη — ή ίσως και η μόνη — επιλογή για τη διατήρηση του γερμανικού καπιταλισμού.

Η ναζιστική κυβέρνηση διέλυσε τα σοσιαλιστικά και ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα και τα υπέταξε στον έλεγχο κρατικών και ναζιστικών αξιωματούχων. Κατέστρεψε τα σοσιαλιστικά κόμματα και καταδίωξε σοσιαλιστές πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες, διανοουμένους και ακτιβιστές. Χιλιάδες απελάθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν ή αναγκάστηκαν να διαφύγουν, και οι ναζιστές ηγέτες καυχήθηκαν στους καπιταλιστές συμμάχους τους πως είχαν εξαλείψει τον σοσιαλισμό από την κοινωνική ζωή της Γερμανίας.

Η φασιστική συγχώνευση κρατικών αξιωματούχων και κορυφαίων καπιταλιστών επέτρεψε στη Γερμανία να απεμπλακεί από τους περιορισμούς που της είχαν επιβληθεί ως πολεμικές αποζημιώσεις μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο φασισμός οικοδόμησε την οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας μετά το κραχ της περιόδου 1929–1932, μειώνοντας την ανεργία μέσω του ταχύτατου επανεξοπλισμού. Ανασχεδίασε τα εμπορικά δίκτυα της Ευρώπης με τρόπο που εξυπηρετούσε τα γερμανικά συμφέροντα. Τέλος, προχώρησε σε συστηματικό σχεδιασμό για την επέκταση της Γερμανίας, με στόχο τη συγκρότηση μιας νέας γερμανικής αυτοκρατορίας.

Η στροφή της Γερμανίας στον φασισμό επανέφερε στο προσκήνιο το ευρύτερο ερώτημα της σχέσης μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού. Κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, το δίπολο κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού συζητήθηκε συχνά ως ο πυρήνας της συνολικής αντιπαράθεσης μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Ωστόσο, οι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι του κρατικού καπιταλισμού διέφεραν ριζικά όταν προέρχονταν από τη σοσιαλιστική αριστερά έναντι της φασιστικής δεξιάς. Παρ’ όλα αυτά, πολλές συζητήσεις επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην ύπαρξη του κρατικού καπιταλισμού και στις διαφορές του από τον ιδιωτικό, παραγνωρίζοντας τις βαθύτατα διαφορετικές στοχεύσεις και σκοπούς που μπορούσαν να ενσωματώσουν οι διάφορες εκδοχές του κρατικού καπιταλισμού.

{94} Αυτό αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος: της σύγχυσης μεταξύ κρατικού καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Όταν εφαρμόστηκε κρατικός καπιταλισμός, λέχθηκε ότι ο καπιταλισμός είχε αντικατασταθεί από τον σοσιαλισμό. Όταν ο ιδιωτικός καπιταλισμός απειλήθηκε από παρεμβάσεις του κράτους μέσω ρυθμίσεων, φορολόγησης ή κρατικοποίησης των επιχειρήσεων, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο σοσιαλισμός απειλούσε ή καταλάμβανε τον καπιταλισμό. Όταν κράτη προχώρησαν σε ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων ή σε απορρύθμιση ή σε φορολογικές ελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις, αυτό γινόταν συχνά από «συντηρητικούς» πολιτικούς, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι επανέφεραν τον καπιταλισμό και ότι απαλλάσσονταν από τον σοσιαλισμό ή τα σοσιαλιστικά στοιχεία των κοινωνιών τους.

Παρόμοιες συγκεχυμένες μεταβάσεις σημειώθηκαν και κατά τις φάσεις παρακμής των δουλοκτητικών και φεουδαρχικών οικονομικών συστημάτων: από σχετικώς αποκεντρωμένες, ιδιωτικές μορφές σε συγκεντρωμένες, κεντρικά οργανωμένες κρατικές μορφές. Η όξυνση των προβλημάτων διατήρησης των δουλοκτητικών οικονομιών — δηλαδή οικονομιών στις οποίες η παραγωγή οργανωνόταν γύρω από τη σχέση δεσπότη και δούλου — οδήγησε τελικά τους ιδιώτες δουλοκτήτες είτε να κατασκευάσουν είτε να ανεχθούν τη συγκρότηση ενός κρατικού μηχανισμού που λειτουργούσε και αυτός ως δεσπότης με δούλους. Με άλλα λόγια, η συνύπαρξη με ένα ενδυναμωμένο κρατικό δουλοκτητικό καθεστώς αποδείχθηκε μία από τις εναλλακτικές για τη διατήρηση της ιδιωτικής δουλείας. Κάτι ανάλογο συνέβη και όταν τα ιδιωτικά φεουδαρχικά φέουδα παρήγαγαν τα απόλυτα φεουδαρχικά κράτη στα ύστερα στάδια της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας.

Η συνύπαρξη κρατικής και ιδιωτικής δουλείας ή κρατικού και ιδιωτικού φεουδαλισμού σπάνια επιτεύχθηκε ειρηνικά. Οι διαφωνίες μεταξύ ιδιωτών δουλοκτητών για την εδραίωση αυτής της συνύπαρξης, όπως και οι ανησυχίες μεταξύ ή ανάμεσα σε ιδιώτες και κρατικούς δουλοκτήτες σχετικά με τη διαχείρισή της, {95} μπορούσαν — και όντως οδήγησαν — σε συγκρούσεις. Αυτές περιλάμβαναν και βίαιες αναμετρήσεις. Μια παρόμοια ιστορική δυναμική χαρακτήρισε και την ευρωπαϊκή φεουδαρχία.

Ωστόσο, η συνύπαρξη των ιδιωτικών και κρατικών μορφών αυτών των συστημάτων δεν δικαιολογεί την άποψη ότι τα εν λόγω συστήματα δεν ήταν δουλοκτητικά ή φεουδαρχικά· και το ίδιο ισχύει και για τη σύγχυση ανάμεσα στον κρατικό καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Οι ναζί δεν ήταν σοσιαλιστές (παρά την παρουσία της λέξης «σοσιαλιστικό» στην ονομασία του κόμματός τους), και η βαριά παρέμβαση του ναζιστικού κόμματος παρήγαγε έναν φασιστικό κρατικό καπιταλισμό, όχι σοσιαλισμό. Αντιθέτως, ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει εξαντλητικά συζητήσει το εάν οι κρατικές μορφές της δομής εργοδότη/εργαζομένου συνεπάγονται ότι ο καπιταλισμός απειλείται, φθίνει ή μεταπίπτει σε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα — τον σοσιαλισμό. Η συνύπαρξη κρατικών και ιδιωτικών μορφών του καπιταλισμού θυμίζει αντίστοιχες παράλληλες συνυπάρξεις στη δουλεία και τη φεουδαρχία.

Μάλιστα, η σχετικά ταχύτερη ανάπτυξη των κρατικοκαπιταλιστικών μορφών ενδέχεται να παραλληλίζεται με τα φαινόμενα της δουλείας και της φεουδαρχίας και με έναν ακόμη τρόπο. Τα εν λόγω συστήματα διασφάλισαν την αναπαραγωγή τους, εν μέρει, μεταβαίνοντας από αποκεντρωμένα και ελάχιστα ανεπτυγμένα κρατικά μορφώματα σε ισχυρά συγκεντρωτικές κρατικές δομές που ενσωμάτωναν τις δομές παραγωγής δεσπότη/δούλου και φεουδάρχη/δουλοπάροικου. Ενδεχομένως, ο τελευταίος αιώνας σηματοδοτεί την είσοδο του καπιταλισμού σε μια παρόμοια μετάβαση: από αποκεντρωμένες ιδιωτικές μορφές σε συγκεντρωμένες κρατικές μορφές, με τη σημαντική όμως ιδιαιτερότητα ότι η μετάβαση αυτή παρερμηνεύθηκε ως αλλαγή του ίδιου του συστήματος και όχι ως αλλαγή μεταξύ διαφορετικών μορφών του ίδιου συστήματος.

Οι ναζί αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως μέσο σωτηρίας του γερμανικού καπιταλισμού — ως μέρος του γερμανικού έθνους — από τους αριστερούς επικριτές του (οι οποίοι συνήθως ομαδοποιούνταν με τον όρο «μπολσεβικισμός»). Η στενή και διαρκής συνεργασία μεταξύ του ναζιστικού κράτους και των κορυφαίων {96} Γερμανών καπιταλιστών υπερέβη οτιδήποτε είχε προηγουμένως σημειωθεί στην ιστορία του γερμανικού καπιταλισμού. Υπήρχαν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ του γερμανικού φασισμού και της παλαιότερης στενής συμμαχίας του πρωσικού κράτους με τους κορυφαίους φεουδάρχες των περιοχών που αργότερα αποτέλεσαν τη σύγχρονη Γερμανία.

Οι ναζί κατέστειλαν συστηματικά τους σοσιαλιστές μετά τον Ιανουάριο του 1933, γεγονός που τελικά περιλάμβανε μαζικές εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξαναγκαστική στράτευση στον γερμανικό στρατό και απελάσεις. Όσοι επέζησαν και παρέμειναν, κατέφυγαν στην παρανομία. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε το ναζιστικό καθεστώς, η καταστολή του σοσιαλισμού υπήρξε εξίσου σκληρή. Το ίδιο ίσχυσε και στις συμμαχικές χώρες του ναζιστικού καθεστώτος, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και αλλού. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, ο φασισμός του Φράνκο αποδεκάτισε επί δεκαετίες τις νεότερες σοσιαλιστικές γενιές, όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες που είχαν στείλει λαμπρούς νέους εθελοντές για να πολεμήσουν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο της δεκαετίας του 1930. Οι νέοι που μεγάλωσαν μέσα στο φασιστικό καθεστώς έμαθαν βαθιά και διαρκώς το πόσο τεράστιοι ήταν οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν όσοι ελκύονταν από τη σοσιαλιστική θεωρία και πρακτική. Ταυτόχρονα, ένα σοσιαλιστικό υπόγειο κίνημα αναπτύχθηκε τόσο ιδεολογικά όσο και οργανωτικά. Η υπόγεια σοσιαλιστική αλληλεγγύη αποτέλεσε ισχυρό θεμέλιο για την αναβίωση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού μετά το 1945.

Η επίδραση του φασισμού στον σοσιαλισμό πήρε πολλές μορφές. Μία ιδιαίτερα σημαντική αφορούσε την επίδραση του φασισμού στις σχετικές δυνάμεις διαφορετικών ερμηνειών ή ρευμάτων ή παραδόσεων εντός του σοσιαλισμού. Μετά το 1917, η επιτυχία των σοσιαλιστών επαναστατών στη Ρωσία προσέδωσε στη δική τους ερμηνεία του σοσιαλισμού το κύρος της πρώτης διαρκούς κυβερνητικής κατάκτησης από σοσιαλιστές. Στη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο σοβιετικός σοσιαλισμός έπρεπε να αντιμετωπίσει {97} επικρίσεις από άλλους σοσιαλιστές. Οι κομμουνιστές διαπληκτίζονταν και συγκρούονταν με άλλες σοσιαλιστικές τάσεις. Άλλοι σοσιαλιστές αμφισβητούσαν το κύρος και τη σχετική ισχύ της διεθνούς κομμουνιστικής παράδοσης. Ο φασισμός ανανέωσε το εξαιρετικό κύρος και τη δύναμη του σοβιετικού σοσιαλισμού.

Αυτό συνέβη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, οι τοπικοί κομμουνιστές συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Comintern). Επρόκειτο για μια διεθνή οργάνωση κομμουνιστών που συνεργάζονταν για την ανταλλαγή εμπειριών, τον συντονισμό στρατηγικών κ.λπ. Η ΕΣΣΔ αποτελούσε de facto την ηγετική της δύναμη. Καθώς η ΕΣΣΔ ήταν ο κύριος στόχος και εχθρός των ναζί, οι ναζιστικές κατοχές κατέστελλαν τους τοπικούς κομμουνιστές πιο σκληρά από ό,τι άλλες σοσιαλιστικές ομάδες. Οι κομμουνιστές αναγκάστηκαν να περάσουν νωρίτερα στην παρανομία και ανέπτυξαν πιο ανθεκτικά υπόγεια δίκτυα. Για αυτούς και άλλους λόγους, οι κομμουνιστές ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους σε πολλά αντιστασιακά κινήματα ενάντια στον φασισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η εμπειρία αυτή ενίσχυσε τη μεταξύ τους αλληλεγγύη, το κύρος και την υποστήριξή τους σε σύγκριση με άλλους σοσιαλιστές, καθώς και την ικανότητά τους να προχωρήσουν πολιτικά μετά την ήττα του φασισμού.

Δεύτερον, η ΕΣΣΔ απέτρεψε την ανατροπή του σοβιετικού σοσιαλισμού από τη ναζιστική εισβολή και στη συνέχεια απώθησε τις φασιστικές δυνάμεις έξω από τα σοβιετικά εδάφη και διαμέσου της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι το Βερολίνο. Αυτό ενίσχυσε εκ νέου το κύρος και τη δύναμη της σοβιετικής εκδοχής του σοσιαλισμού. Κατά έναν αξιοσημείωτο τρόπο, ο φασισμός συνέβαλε τελικά στην ενίσχυση του σοβιετικού σοσιαλισμού, παρά τις τεράστιες ανθρώπινες και υλικές καταστροφές που υπέστη ο σοβιετικός λαός και η οικονομία από τις φασιστικές στρατιωτικές δυνάμεις.

{98} Ήδη προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ προέβλεπαν — και προετοιμάζονταν για — μια πιθανή μεταξύ τους ρήξη και τη μετατροπή τους από συμμάχους της νίκης σε ανταγωνιστές. Όπως αποδείχθηκε, πολύ γρήγορα αυτός ο ανταγωνισμός κλιμακώθηκε σε εχθρότητα ψυχροπολεμικών διαστάσεων. Ο πολύ μεγαλύτερος πλούτος των ΗΠΑ, η ατομική τους βόμβα, η παγκόσμια στρατιωτική τους παρουσία και ο φόβος για τον τρόπο που η σοβιετική κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ενισχυμένη πολιτική της ισχύ μετά τον πόλεμο, έδωσαν στις ΗΠΑ κυρίαρχη θέση στον μεταπολεμικό κόσμο. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν αυτήν τη θέση για να σχεδιάσουν και να εξαπολύσουν ένα παγκόσμιο πρόγραμμα συστηματικού αντικομμουνισμού με στόχο την ΕΣΣΔ και την επιρροή των κομμουνιστών που συνδέονταν με αυτήν. (Το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε χαρακτηριστική έκφραση της πολιτικής «ανάσχεσης» του κομμουνισμού.)

Έτσι άρχισε η δεύτερη μεγάλη εκκαθάριση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, η οποία συνεχίζεται έκτοτε με ποικίλους βαθμούς έντασης. Αντικατέστησε την αντικομμουνιστική εκκαθάριση που είχε ηγηθεί η Γερμανία, με μια νέα, ηγεμονευόμενη από τις ΗΠΑ, την οποία θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «κεντρώα εκκαθάριση». Η παγκόσμια καπιταλιστική κατάρρευση του 1929 είχε ενισχύσει το ενδιαφέρον για τον σοσιαλισμό και στις δύο χώρες, γεγονός που με τη σειρά του προκάλεσε αντιδράσεις ενάντια στην άνοδο του σοσιαλισμού: φασισμός υπό την ηγεσία της Γερμανίας στη μία περίπτωση, αντικομμουνισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην άλλη.

Η αντίδραση στην κρίση της δεκαετίας του 1930 στις ΗΠΑ διέφερε από εκείνη της Γερμανίας. Παρόλο που και στις δύο χώρες η εργατική τάξη ανέπτυξε έντονα αντικαπιταλιστικά αισθήματα και πολλοί προσανατολίστηκαν προς τον σοσιαλισμό, οι φασιστικές αντιδράσεις στις ΗΠΑ ήταν πολύ ασθενέστερες και πολύ λιγότερο οργανωμένες απ’ ό,τι στη Γερμανία. Ο Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ (FDR) αποδείχθηκε ένας πολύ διαφορετικός ηγέτης από τον Χίτλερ. Μια συμμαχία τμημάτων του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, του Κομμουνιστικού Κόμματος, δύο σοσιαλιστικών κομμάτων και ενός ραγδαία αναπτυσσόμενου εργατικού κινήματος (Congress of Industrial Organizations — CIO) {99} αποτέλεσε τον κορμό του Νιου Ντηλ (New Deal). Αυτός ήταν η μαζική βάση για την προώθηση των προοδευτικών πολιτικών του FDR, τις διαδοχικές του εκλογικές νίκες και την αποφασιστική του αντίθεση στον φασισμό. Οι σοσιαλιστές στις ΗΠΑ απέσπασαν από την κυβέρνηση του FDR έναν βαθμό κοινωνικής αποδοχής, κύρους και υποστήριξης που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ προηγουμένως. Η συμμαχία των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ κατά τον πόλεμο ενίσχυσε περαιτέρω αυτήν την κοινωνική αποδοχή και τις σοσιαλιστικές επιρροές.

Ένα από τα αποτελέσματα αυτών των επιρροών υπήρξαν οι φορολογικές και δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1930 και του 1940. Συνοπτικά, η κυβέρνηση του Ρούσβελτ φορολόγησε τους πλούσιους περισσότερο από ποτέ άλλοτε και χρησιμοποίησε αυτά τα έσοδα για να προσφέρει δημόσιες υπηρεσίες μαζικής κλίμακας, επίσης σε βαθμό άνευ προηγουμένου. Ο Ρούσβελτ θεσμοθέτησε το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (Social Security), το πρώτο ομοσπονδιακό σύστημα αποζημίωσης ανεργίας, τον πρώτο ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό και ένα μαζικό ομοσπονδιακό πρόγραμμα απασχόλησης, μεταξύ άλλων κοινωνικών προγραμμάτων με κρατική στήριξη.

Ο Ρούσβελτ συγκέντρωσε τα απαραίτητα έσοδα για τη χρηματοδότηση αυτών των δημόσιων υπηρεσιών εν μέσω της βαθιάς ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Με τον ίδιο τρόπο εξασφάλισε έσοδα για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πέτυχε φορολογώντας τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Δανείστηκε επίσης από αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση του Ρούσβελτ ενάντια στον πλούτο και τα προνόμια προκειμένου να χρηματοδοτήσει θέσεις εργασίας και υπηρεσίες για τους φτωχούς και τα μεσαία στρώματα, δεν οδήγησε στην πολιτική του κατάρρευση, όπως προειδοποιούσαν οι αντίπαλοι και επικριτές του. Αντιθέτως. Ο Ρούσβελτ επανεκλέχθηκε τρεις φορές και θεωρείται ίσως ο δημοφιλέστερος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Ήταν επίσης ο πρόεδρος που δέχθηκε τη μεγαλύτερη πολιτική πίεση «από τα κάτω», από μια συμμαχία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και συνδικαλιστών. Πριν την εκλογή του, δεν ήταν ριζοσπάστης Δημοκρατικός.

Η μαζική κρατική παρέμβαση για την αναδιανομή πλούτου, εισοδήματος και κρατικής στήριξης από τις επιχειρήσεις και τους {100} πλούσιους προς τον μέσο πολίτη αντανακλούσε την άνευ προηγουμένου πολιτική δύναμη της αριστεράς στις ΗΠΑ. Αυτή η πραγματικότητα — και ειδικά η ισχύς της συμμαχίας του Νιου Ντηλ (New Deal) — ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των ιδιωτών κεφαλαιούχων και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να ανατρέψουν τις κατακτήσεις του Νιου Ντηλ. Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο θάνατος του Ρούσβελτ το 1945 προσέφεραν την κατάλληλη στιγμή και συνθήκες για την αποδόμηση αυτής της συμμαχίας.

Ο συγκεκριμένος στόχος του σχεδίου αυτού ήταν η μαζική εκκαθάριση των σοσιαλιστικών επιρροών. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να διασπαστεί η συμμαχία που είχε καταστήσει εφικτό το Νιου Ντηλ. Ο αντικομμουνισμός έγινε αμέσως το κύριο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Από τη μια μέρα στην άλλη, η ΕΣΣΔ μετατράπηκε από στενός σύμμαχος σε δαιμονοποιημένο εχθρό, του οποίου οι «πράκτορες» φέρονταν να δρουν παντού μέσω των κομμουνιστικών κομμάτων ως όργανα μιας διεθνούς συνωμοσίας «για την κατάκτηση του κόσμου». Αυτή η απειλή έπρεπε να ανασχεθεί, να αποκρουστεί, να εξαλειφθεί.

Στις ΗΠΑ, ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν ή απελάθηκαν, σε ένα κύμα αντικομμουνισμού που γρήγορα επεκτάθηκε και στα σοσιαλιστικά κόμματα και γενικά στον σοσιαλισμό. Διαδοχικά, όροι όπως «κομμουνισμός», «σοσιαλισμός», «μαρξισμός», «ολοκληρωτισμός» και «αναρχισμός» κατέληξαν να γίνονται de facto συνώνυμα — συγχωνευμένα υπό τη γενική ετικέτα του «αντικομμουνισμού». Όλες αυτές οι ιδεολογίες και πρακτικές έπρεπε να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο. Η εσωτερική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέκτησαν ως κεντρικό τους άξονα τον αντικομμουνισμό. Και επειδή, μετά το 1945, οι ΗΠΑ διέθεταν τη μεγαλύτερη οικονομία και τη στρατιωτικά ισχυρότερη δύναμη παγκοσμίως, κατείχαν και την κυρίαρχη θέση στο διεθνές πολιτικό σύστημα. Έτσι, είχαν τον κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση θεσμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το ΝΑΤΟ και άλλους. Μόλις οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν πλήρως στον {101} αντικομμουνισμό, οι σύμμαχοί τους — και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου — ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, στον βαθμό που οι εσωτερικές τους συνθήκες το επέτρεπαν ή το επέβαλλαν.

Η επιτυχία της Κινεζικής Επανάστασης υπό την ηγεσία του Μάο, λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον αντικομμουνισμό. Έλαβε διαστάσεις υστερίας, με αποκορύφωμα τις δημόσιες εκστρατείες του Αμερικανού γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι. Ο όρος «μακαρθισμός» έγινε ευρύτερα συνώνυμος τέτοιων πολιτικών υστεριών. Στις ΗΠΑ, υπήρξαν κρίσιμες στιγμές και πρακτικές που σημάδεψαν την καταδίωξη των κομμουνιστών (και, συχνά, πολλών σοσιαλιστών, ειδικά αν δήλωναν ανοικτά τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις). Το 1947, ο νόμος Taft-Hartley απαγόρευσε στα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος να κατέχουν θέσεις ηγεσίας στα συνδικάτα (ανεξάρτητα από το αν είχαν εκλεγεί από τα μέλη των συνδικάτων). Τα περισσότερα αμερικανικά συνδικάτα προχώρησαν παραπέρα: αφαίρεσαν και τους σοσιαλιστές από θέσεις ευθύνης, απέβαλαν ή ανέλαβαν τα σωματεία που θεωρούνταν υπό τον έλεγχο σοσιαλιστών και έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στα μέλη τους: Μακριά από τον σοσιαλισμό και τους σοσιαλιστές (ανεξάρτητα από την ετικέτα τους: κομμουνιστές, αναρχικοί, αριστεροί κ.λπ.).

Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, μουσικοί και άλλοι επαγγελματίες του Χόλιγουντ τέθηκαν σε μαύρη λίστα και αποκλείστηκαν από την εργασία στον κλάδο τους, γεγονός που κατέστρεψε τις σταδιοδρομίες εκατοντάδων εργαζομένων και διασφάλισε ότι τα αμερικανικά μέσα ψυχαγωγίας δεν θα έδειχναν καμία συμπάθεια προς τον σοσιαλισμό. Ο Πόλεμος της Κορέας παρουσιάστηκε ως σύμβολο της νέας διεθνούς πόλωσης. Από τη μία πλευρά ήταν η «Δύση», παρουσιαζόμενη ως καπιταλιστική, ελεύθερη, δημοκρατική και αγαθή. Από την άλλη ήταν η «Ανατολή», ο αντίθετος πόλος, δαιμονοποιημένος ως σοσιαλιστικός, {102} ολοκληρωτικός και μοχθηρός.

Εκπαιδευτικοί — από δασκάλους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έως πανεπιστημιακούς καθηγητές — απολύθηκαν, υποβαθμίστηκαν ή υπέστησαν πειθαρχικές κυρώσεις αν δίδασκαν, μιλούσαν ή έγραφαν με διαφορετικό πνεύμα. Ξαφνικά, πολλοί πανεπιστημιακοί με ισχυρές ή και ήπιες συμπάθειες προς σοσιαλιστικές κριτικές του καπιταλισμού διαπίστωσαν ότι το έργο τους δεν δημοσιευόταν πια, ότι οι συνάδελφοί τους σταμάτησαν να το συμπεριλαμβάνουν στην υποχρεωτική βιβλιογραφία για τους φοιτητές, ότι δεν τους προσκαλούσαν πια σε συνέδρια. Ο ακαδημαϊκός κόσμος έλαβε το ίδιο μήνυμα που είχε ήδη σαρώσει τα συνδικάτα, το Χόλιγουντ και το ευρύ κοινό: ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν πλέον ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός και η «αυτοκρατορία του κακού» της Σοβιετικής Ένωσης.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στόχευε επίσης τον σοσιαλισμό. Κάποιες φορές η ταμπέλα του σοσιαλιστή αποδιδόταν σε άτομα, ομάδες, οργανισμούς και κινήματα που αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστικά. Άλλοτε, πολιτικές συγκρούσεις στο εξωτερικό ανταγωνίζονταν για τη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας τους αντιπάλους τους ως σοσιαλιστές. Επιπλέον, συγκρούσεις που καθοδηγούνταν από τα συμφέροντα του κέρδους — είτε μεταξύ επιχειρηματικών ομάδων είτε μεταξύ αυτών και κυβερνητικών αξιωματούχων — τις οδηγούσαν στο να επιζητούν την υποστήριξη των ΗΠΑ, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους ως «σοσιαλιστές». Παραδείγματα τέτοιας πολιτικής και δράσης περιλαμβάνουν την πολιτική των ΗΠΑ ιδίως στη Γουατεμάλα και το Ιράν (1954), στην Κούβα (1959–1961), στο Βιετνάμ (1954–1975), στη Νότια Αφρική (1945–1994), στη Βενεζουέλα (από το 1999), μεταξύ πολλών άλλων.

Ο αντικομμουνισμός υπήρξε επίσης το κεντρικό θέμα και επίκεντρο της στρατιωτικής πολιτικής των ΗΠΑ στην πυρηνική εποχή μετά το 1945. Οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν ένα δίκτυο χιλιάδων στρατιωτικών βάσεων που περικύκλωναν την ΕΣΣΔ, στη συνέχεια τους σοβιετικούς συμμάχους στην Ανατολική Ευρώπη, κατόπιν την Κίνα, και ούτω καθεξής. Οι ΗΠΑ αντιπαρατέθηκαν με πολιτικές δυνάμεις στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, οι οποίες θεωρούνταν σοσιαλιστικές. Στο εσωτερικό των συμμαχικών {103} ευρωπαϊκών χωρών, συνέβαλαν στην καταστολή σοσιαλιστών αξιωματούχων, ομάδων και κομμάτων προς όφελος των αντιπάλων τους.

Η αμερικανική κυβέρνηση είτε εντόπιζε είτε συγκροτούσε συμμάχους για να υποστηρίξει το διεθνές αντικομμουνιστικό της εγχείρημα. Όπου οι Αμερικανοί αξιωματούχοι εντόπιζαν αντικομμουνιστικές οργανώσεις σε κάποια χώρα, τις βοηθούσαν να ιδρυθούν, να αναπτυχθούν ή/και να χρηματοδοτηθούν. Όπου τέτοιες οργανώσεις ήδη υπήρχαν αλλά ήταν αδύναμες, οι ΗΠΑ τις υποστήριζαν ή τις ενίσχυαν. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν εκκλησιαστικές και ιεραποστολικές οργανώσεις, επιχειρηματικοί σύνδεσμοι, μεμονωμένες εταιρείες και εργατικά συνδικάτα. Ο μηχανισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής περιλάμβανε την ηγεσία της AFL-CIO. Ακαδημαϊκές ενώσεις και μεμονωμένοι καθηγητές στρατολογήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν (φανερά ή μυστικά) από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ή τους συμμάχους της, προκειμένου να παράγουν έρευνα που να εξυπηρετεί το αντικομμουνιστικό σχέδιο.

Κάποιες φορές, η αλλαγή καθεστώτος ήταν η μορφή που λάμβανε το παγκόσμιο αντικομμουνιστικό εγχείρημα, όταν και όπου οι τοπικές συνθήκες το επέτρεπαν. Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, ο Μοσαντέκ στο Ιράν υπήρξε θύμα αυτής της στρατηγικής, όπως και ο Άρμπενς στη Γουατεμάλα. Το 1965–66, η μαζική εξόντωση κομμουνιστών στην Ινδονησία εκτιμάται ότι κόστισε τη ζωή σε 500.000 έως τρία εκατομμύρια ανθρώπους. Λίγο μετά τη νίκη της επανάστασης στην Κούβα το 1959, η νέα κυβέρνηση του Κάστρο αντιμετώπισε την ανοιχτή εχθρότητα των ΗΠΑ, στη συνέχεια εμπορικό εμπάργκο και ένοπλη απόπειρα ανατροπής της, με αμερικανική διεύθυνση και υποστήριξη. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, αλλά η Κούβα απομονώθηκε. Ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε το κύριο θέμα και μέλημα της αμερικανικής πολιτικής για και στη Λατινική Αμερική τις επόμενες δεκαετίες. Υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα, με κατάληξη την υπονόμευση της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Κάθε περίπτωση είχε τα δικά της ιδιαίτερα {104} χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η παρουσία και η αποτελεσματικότητα του αντικομμουνιστικού εγχειρήματος υπό την ηγεσία των ΗΠΑ υπήρξαν πάντοτε σημαντικοί παράγοντες συγκρότησης του συγκεκριμένου πλαισίου κάθε τοπικής σύγκρουσης.

Σχεδόν παντού, σοσιαλιστές, κομμουνιστές και οι οργανώσεις τους υπονομεύθηκαν, καταπιέστηκαν ή και εξολοθρεύθηκαν πλήρως. Η πρόοδος του σοσιαλισμού — που είχε τρομοκρατήσει τους υποστηρικτές του καπιταλισμού πριν, κατά και μετά τον φασισμό — επιβραδύνθηκε εξαιτίας του παγκόσμιου αντικομμουνισμού υπό αμερικανική ηγεσία. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης ενίσχυσε την ιδέα ενός θριαμβευτικού τέλους, πως ο αντικομμουνισμός ίσως είχε πετύχει πέρα από κάθε προσδοκία. Ίσως η σύγκρουση του 20ού αιώνα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού/κομμουνισμού είχε πλέον οριστικά κριθεί υπέρ του πρώτου. Μέσα στο αναδυόμενο παγκόσμιο κύμα του νεοφιλελευθερισμού — ως του διαδόχου του κυρίαρχου Κεϋνσιανισμού των δεκαετιών 1930–1970 — η εποχή μετά τον κομμουνισμό έμοιαζε εξασφαλισμένη.

Ωστόσο, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπενθύμισε σε εκατομμύρια ανθρώπους πως ο καπιταλισμός είναι ο ίδιος ο χειρότερος εχθρός του. Καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις εργασίες τους, τα εισοδήματά τους, τα σπίτια και τις αποταμιεύσεις τους, οι σοσιαλιστικές κριτικές στον καπιταλισμό επανεμφανίστηκαν και συγκίνησαν τη νέα γενιά. Και πάλι, η ανισότητα, η αστάθεια και η αδικία του καπιταλιστικού συστήματος έγιναν ευρέως κατανοητές. Ο καπιταλιστικός θριαμβολογικός λόγος που είχε επικρατήσει μετά το 1989 ξεθώριασε γρήγορα. Για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια, υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ μπορούσε να αποδεχθεί την ταμπέλα του «σοσιαλιστή» και να αποσπάσει πολύ καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα από ό,τι θα περίμενε κανείς. Έκτοτε, εκατοντάδες σοσιαλιστές στις ΗΠΑ διεκδικούν πολιτικά αξιώματα και όλο και περισσότεροι τα κατακτούν.

{105} Οι σοσιαλιστικές κριτικές προς τους σοσιαλισμούς της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας, καθώς και προς τη σοσιαλδημοκρατία της Ευρώπης, αντανακλούσαν ένα αυξανόμενο φάσμα εσωτερικών και εξωτερικών προς τον σοσιαλισμό συζητήσεων. Η πολυμορφία των ερμηνειών και των ρευμάτων που χαρακτήριζε τη σοσιαλιστική παράδοση πριν το 1917 — μαζί με τις ζωηρές αντιπαραθέσεις που τη συνόδευαν — άρχισε να επανεμφανίζεται. Οι λαϊκισμοί που προκλήθηκαν από την απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού και της παλαιάς πολιτικής (με την εναλλαγή κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων) έδωσαν ώθηση σε μια νέα σοσιαλιστική αριστερά. Παλαιά σοσιαλιστικά κόμματα συρρικνώθηκαν, εξαφανίστηκαν ή άλλαξαν ηγεσία, μπροστά στην ανάδυση νέων αντικαπιταλιστικών κομμάτων και μαζικών κινημάτων (όπως το Podemos στην Ισπανία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, ηγεσίες τύπου Κόρμπιν στο Εργατικό Κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, κ.ο.κ.).

Ο σοσιαλιστικός αντικαπιταλισμός άρχισε να επανεμφανίζεται ρητά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα σχολικά προγράμματα και στην πολιτική. Παραδοσιακοί πολιτικοί στράφηκαν όλο και περισσότερο κατά του σοσιαλισμού, ενώ προηγουμένως αγνοούσαν την ύπαρξή του ή τον αντιμετώπιζαν ως ξεπερασμένο ιστορικό κατάλοιπο. Οικολογικοί ακτιβιστές βρήκαν πρόθυμους συμμάχους στο ανακάμπτον σοσιαλιστικό ρεύμα, όπως και μια νέα γενιά μαχητικών συνδικαλιστών. Εκεί όπου προηγουμένως ακτιβιστές που επικεντρώνονταν σε ζητήματα φυλής, φύλου και άλλα προοδευτικά αιτήματα απέφευγαν γενικά τα οικονομικά ζητήματα — και ιδιαίτερα τις σοσιαλιστικές προσεγγίσεις — μετά το 2008 οι συνεργασίες τους με σοσιαλιστές έγιναν ευκολότερες στη διαπραγμάτευση και τη διαχείριση. Έτσι, το 2011 το κίνημα «Occupy Wall Street» έκανε σύνθημά του την αντιπαραβολή του 1% έναντι του 99%, αναδεικνύοντας αυτόν τον διαχωρισμό ως κεντρικό άξονα ενός παγκόσμιου κινήματος. Η ευπρόσδεκτη ανοικτότητα σε μια σοσιαλιστική ρητορική ήταν εμφανής.

Οι δύο μεγάλες εκκαθαρίσεις του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα δεν κατάφεραν να τον θάψουν ούτε να ανακόψουν οριστικά την ανάπτυξή του. Την επιβράδυναν όμως και άφησαν βαθιά σημάδια. Δύο ή και περισσότερες γενιές τραυματίστηκαν: η ιστορία τούς έδειξε ότι οι σοσιαλιστικές σκέψεις {106} και δράσεις μπορούσαν να αποβούν εξαιρετικά επικίνδυνες και δαπανηρές σε προσωπικό επίπεδο. Υπό την επιρροή φιλοκαπιταλιστικών ιδεολογιών, πολλοί νέοι απομακρύνθηκαν από κάθε πολιτική ενασχόληση. Η έμφαση στράφηκε στην ατομική προσπάθεια, τη συγκέντρωση και την επίτευξη στόχων, απορροφώντας τις διαθέσιμες ενέργειες. Η εργατική απάντηση στην εξάντληση και τις αδικίες του εργασιακού χώρου επικεντρώθηκε κυρίως στην κατανάλωση, όπως ακριβώς παρότρυνε και η διαφήμιση. Η αγοραστική δραστηριότητα εμφανίστηκε ως η προσήκουσα και επαρκής αποζημίωση για την αλλοτριωμένη εργασία. Στην καθημερινότητα του εργαζόμενου, οι «ώρες χαλάρωσης» ξεκινούσαν αμέσως μετά τη δουλειά, είτε στο μπαρ είτε αργότερα στο εμπορικό κέντρο. Ο αγώνας για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας (και συνεπώς η μελέτη και κατοχή των αντίστοιχων σοσιαλιστικών θεωριών και πρακτικών) έπεσε σε δυσμένεια. Αυτή η ενασχόληση φάνταζε πλέον λιγότερο ελκυστική και λιγότερο αποτελεσματική.

Ο σοσιαλισμός υπέστη πλήγματα, αλλά ταυτόχρονα διδάχθηκε από τις δύο μεγάλες εκκαθαρίσεις που υπέστη. Οι ήττες και οι δριμείες κριτικές ώθησαν πολλούς από τους καλύτερους στοχαστές του να επιστρέψουν στα θεμέλια, να θέσουν σκληρά, κριτικά ερωτήματα και να διαμορφώσουν νέα ρεύματα εντός της σοσιαλιστικής σκέψης. Εφόσον η ενεργός σοσιαλιστική δράση είχε κατασταλεί επικίνδυνα, πολλοί σοσιαλιστές επαναπροσανατόλισαν τις ενέργειές τους σε άλλα κοινωνικά κινήματα (αντιρατσιστικά, φεμινιστικά, οικολογικά κ.ά.), προσδίδοντάς τους έναν πιο έντονο σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Αντίστροφα, αυτό επέτρεψε να μεταφερθούν στον σοσιαλιστικό στοχασμό, στις συζητήσεις και στην ανάπτυξή του ποικίλες σημαντικές επιγνώσεις και επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εντός και μέσω αυτών των κοινωνικών κινημάτων. Οι σοσιαλιστές ανακάλυψαν εκ νέου πως δεν είναι η ίδια η καταστολή που καθορίζει τις συνέπειές της, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ένα κατασταλμένο κίνημα διαχειρίζεται την καταστολή. Η ιστορία του σοσιαλισμού μετά το 1945 έχει γνωρίσει υφέσεις και ανακάμψεις, παρακμή και αναζωογόνηση. Μέσα από την αποτίμηση των δύο μεγάλων πειραμάτων στην ΕΣΣΔ και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τις απαντήσεις του σε κριτικές και καταστολές, και τις ατέρμονες προκλήσεις του καπιταλισμού και των αποτυχιών του, ο σοσιαλισμός έχει προχωρήσει σε σημαντικούς μετασχηματισμούς {107} και έχει αναδυθεί στον 21ο αιώνα με ανανεωμένη ισχύ και επιρροή.

Οι δύο μεγάλες εκκαθαρίσεις του 20ού αιώνα δεν έθεσαν τέλος στη σύγκρουση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Οι δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα κατέδειξαν πως η σύγκρουση αυτή παραμένει απολύτως ζωντανή και σε εξέλιξη. Όπως ο σοσιαλισμός μετασχηματίστηκε ριζικά κατά τη μετάβασή του από τον 19ο στον 20ό αιώνα, έτσι μεταβλήθηκε εκ νέου έναν αιώνα αργότερα. Η μεταβαλλόμενη φύση, σύνθεση και πορεία του μαρτυρούν ότι θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και στον 21ο αιώνα.

{109}

Κεφάλαιο VI / Το Μέλλον του Σοσιαλισμού και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων

Στην Εισαγωγή του παρόντος βιβλίου αναφερθήκαμε στον σοσιαλισμό ως μια λαχτάρα για κάτι καλύτερο από τον καπιταλισμό. Καθώς ο καπιταλισμός έχει μεταβληθεί και καθώς οι σοσιαλιστικοί πειραματισμοί — επιτυχημένοι και αποτυχημένοι — έχουν συσσωρευτεί, η σοσιαλιστική αυτή λαχτάρα έχει επίσης μεταβληθεί. Ωστόσο, ένα παράδοξο χάσμα αναδύεται: καθώς οι κραυγαλέες δυσλειτουργίες του καπιταλισμού κατά και μετά την κρίση του 2008 φέρνουν τον σοσιαλισμό ξανά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού συζητούν τα υπέρ και τα κατά του σοσιαλισμού σαν να είναι στον 21ο αιώνα ταυτόσημος με αυτόν του 20ού. Είναι λογικό να υποθέτουμε ότι οι δύο εκκαθαρίσεις του προηγούμενου αιώνα, ο Ψυχρός Πόλεμος, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η εκρηκτική άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας δεν ενέπνευσαν καμία κριτική αναστοχαστική διαδικασία στους ίδιους τους σοσιαλιστές; Όχι. Η εντυπωσιακή έλλειψη επίγνωσης των νέων και διαφορετικών ορισμών του σοσιαλισμού από το 1945 και έπειτα, των επεξεργασιών τους και των συνεπειών τους, αντανακλά το γεγονός ότι η συστηματική ενασχόληση με τον {110} σοσιαλισμό υπήρξε για δεκαετίες ταμπού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το γεγονός, επομένως, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αγνοούν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του σοσιαλισμού στη θεωρία, την πράξη και την αυτοκριτική κατά το τελευταίο μισό του αιώνα, δεν προκαλεί καμία έκπληξη.

Το ταμπού αυτό οδήγησε σε μια μαζική απομάκρυνση από την ενασχόληση με τις εξελίξεις του σοσιαλισμού και από τη σύνδεσή τους με τα προβλήματα του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο σοσιαλισμός κατέληξε, στο μυαλό των περισσοτέρων, να σημαίνει ένα από δύο πράγματα.

Αφενός, πολλοί πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης παρουσίαζαν τον σοσιαλισμό ως ταυτόσημο με τις σοβιετικές προσπάθειες υπονόμευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Για τους ανθρώπους αυτούς, ο σοσιαλισμός σήμαινε τη μετάβαση από ιδιωτικές σε κρατικά ιδιόκτητες και διαχειριζόμενες επιχειρήσεις, καθώς και από κατανομή πόρων και προϊόντων μέσω της αγοράς σε κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες. Τα ίδια αυτά άτομα εξίσωναν την εναντίωση στον καπιταλισμό με την εναντίωση στη δημοκρατία και την ελευθερία. Η εξίσωση αυτή αναπαράχθηκε αδιάκοπα σε μια προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ως «κοινός νους».

Αφετέρου, ο σοσιαλισμός ήταν η ετικέτα που υιοθετήθηκε από τις κυβερνήσεις του «κράτους πρόνοιας» της Δυτικής Ευρώπης — και ιδιαιτέρως της Σκανδιναβίας — οι οποίες στόχευαν στη ρύθμιση των αγορών, οι οποίες εξακολουθούσαν να απαρτίζονται κυρίως από ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Αυτό οδήγησε πολλούς στο να ταυτίσουν τον σοσιαλισμό με υψηλές δημόσιες δαπάνες και κρατική παρέμβαση στον χώρο της αγοράς.

Ως αποτέλεσμα, ο σοσιαλισμός γινόταν αντιληπτός ως περισσότερο ή λιγότερο «ριζοσπαστικός», αναλόγως του κατά πόσο περιλάμβανε κρατικά ιδιόκτητες και διαχειριζόμενες επιχειρήσεις με κεντρικό σχεδιασμό αφενός, ή απλώς πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας με ρύθμιση της αγοράς αφετέρου. Οι όροι {111} «κομμουνιστικός» και «σοσιαλιστικός» χρησιμοποιούνταν ενίοτε για να υποδηλώσουν αντιστοίχως την πιο και την λιγότερο ακραία εκδοχή.

Ως αποτέλεσμα αυτών των άκαμπτων ορισμών του σοσιαλισμού, η εξέλιξη και η ποικιλομορφία του αποσιωπήθηκαν. Οι ίδιοι οι σοσιαλιστές πάσχιζαν να κατανοήσουν αυτό που θεωρούσαν ως μικτά αποτελέσματα των πρώτων μείζονων και διαρκών πειραμάτων οικοδόμησης σοσιαλιστικών κοινωνιών (ΕΣΣΔ, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, Κούβα, Βιετνάμ κ.ά.). Είναι βέβαιο ότι τα σοσιαλιστικά αυτά εγχειρήματα πέτυχαν αξιοσημείωτη και αξιοθαύμαστη οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη κατέστησε δυνατή την αμοιβαία αλληλοβοήθεια μεταξύ σοσιαλιστικών κοινωνιών, κάτι που υπήρξε κρίσιμο για την άμυνα και επιβίωσή τους. Ο σοσιαλισμός έτσι εδραιώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα ως ο βασικός αντίπαλος και πιθανός διάδοχος του καπιταλισμού. Στον Παγκόσμιο Νότο, ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε σχεδόν παντού ως το εναλλακτικό αναπτυξιακό πρότυπο απέναντι σε έναν καπιταλισμό που βάρυνε τόσο από την αποικιοκρατική του ιστορία όσο και από τα σύγχρονα προβλήματά του: την ανισότητα, την αστάθεια και την αδικία.

Ωστόσο, οι σοσιαλιστές έπρεπε να αντιπαρατεθούν και με ορισμένες αρνητικές πτυχές αυτών των πρώτων σοσιαλιστικών πειραμάτων, ιδίως με την ανάδυση ισχυρών κεντρικών κυβερνήσεων, οι οποίες συχνά αξιοποιούσαν τη συγκεντρωμένη οικονομική τους ισχύ για να επιβάλουν πολιτική κυριαρχία με τρόπους ιδιαίτερα αντιδημοκρατικούς. Πολλοί σοσιαλιστές συμφωνούσαν με τις επικριτικές καταδίκες της πολιτικής δικτατορίας, παρότι κάποιες από αυτές τις κριτικές αγνοούσαν τις αντίστοιχες δικτατορικές δομές στο εσωτερικό των καπιταλιστικών μεγαεταιρειών. Οι αγώνες των εργαζομένων μέσα στις ίδιες τις σοσιαλιστικές κοινωνίες ενάντια στην εσωτερική εκμετάλλευση και καταπίεση επηρέασαν επίσης τον τρόπο σκέψης των σοσιαλιστών. Ορισμένοι σοσιαλιστές θεωρητικοί — όπως ο Μίλοβαν Τζίλας και ο κύκλος του στη μη σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας — άρχισαν να εφαρμόζουν ταξική ανάλυση στα σοσιαλιστικά καθεστώτα σοβιετικού τύπου, υποστηρίζοντας ότι οι κομματικοί γραφειοκράτες αποτελούσαν μια νέα τάξη. Μία από τις συνέπειες αυτής της γραμμής {112} σκέψης ήταν ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε υπερβεί τις ταξικές διαιρέσεις σε βαθμό ούτε κατά διάνοια τόσο ριζικό όσο διακήρυσσε.

Ανεξαρτήτως των διακηρύξεων των κομματικών ηγεσιών και απολογητών, πολλοί σοσιαλιστές μετά το 1945 — και ακόμη περισσότεροι μετά το 1989 — αντιλήφθηκαν την ημιτελή, ατελή και ανεπαρκή κατάσταση των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων της εποχής τους.

Αυτοί οι σοσιαλιστές διαφωνούντες κατέβαλαν διάφορες προσπάθειες να «ανοίξουν τα παράθυρα» της αποπνικτικής ατμόσφαιρας στους επίσημους σοσιαλιστικούς κύκλους μετά το 1945. (Η φράση προέρχεται από έναν παθιασμένο μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, και αντηχεί τη θεωρητική κριτική στάση του δασκάλου του, Λουί Αλτουσέρ.) Νέοι σοσιαλιστές, κατά τη διάρκεια των παγκόσμια διαδεδομένων διαμαρτυριών του 1968, έθεταν νέα και διαφορετικά ερωτήματα προς την παλαιότερη γενιά σοσιαλιστών. Ο ευρωκομμουνισμός επιδίωξε κάποιον συμβιβασμό ανάμεσα στον κομμουνιστικό σοσιαλισμό του σοβιετικού μπλοκ και τον σοσιαλδημοκρατικό σοσιαλισμό της Δυτικής Ευρώπης. Ρεύματα αναρχικής σκέψης και πράξης επανεμφανίστηκαν ως πιθανοί δρόμοι για την προώθηση σοσιαλιστικών ιδανικών, χωρίς την προβληματική κρατικιστική διάσταση που είχε συσχετιστεί με αυτά. Μαοϊκές κομμούνες αναδύθηκαν ως μια άλλη πιθανή διέξοδος για την υλοποίηση αυτών των ιδανικών, όπως και οι γιουγκοσλαβικοί συνεταιρισμοί και τα ισραηλινά κιμπούτς της πρώιμης περιόδου.

Οι σοσιαλιστές των τελευταίων πενήντα ετών συγκλονίστηκαν επίσης βαθιά από τις κριτικές που διατύπωσαν αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα της αριστεράς. Αντιρατσιστές, φεμινίστριες και περιβαλλοντιστές — πολλοί εκ των οποίων προέρχονταν από σοσιαλιστικούς κύκλους — άρχισαν να επικρίνουν τους σοσιαλιστές ότι αγνοούσαν ή υποβάθμιζαν τα πρωτεύοντα ζητήματα των δικών τους αγώνων. Ο σοσιαλιστικός φεμινισμός και οι οικοσοσιαλισμοί, για παράδειγμα, επιχείρησαν να λάβουν αυτές τις κριτικές σοβαρά υπόψη. Αντίστοιχα, οι σοσιαλιστές διεθνώς άρχισαν να επανεξετάζουν τι {113} πρέπει να τονίζει μια σοσιαλιστική θέση, προκειμένου να ενσωματώσει τα αιτήματα και τους στόχους των κοινωνικών κινημάτων με τα οποία επιζητούσε συμμαχίες.

Ένα ρεύμα, κάπως επιφανειακής, σοσιαλιστικής αυτοκριτικής, έδινε έμφαση στην ανεπαρκή αναγνώριση και θεσμική ενσωμάτωση της δημοκρατίας από τον σοσιαλισμό. Η αυτοκριτική αυτή αναγνώριζε και ενσωμάτωνε εν μέρει τις θέσεις των επικριτών του σοσιαλισμού, πολλοί εκ των οποίων υποστήριζαν την απουσία πολιτικής δημοκρατίας στις σοσιαλιστικές κοινωνίες. Αυτή η σκέψη όξυνε επίσης τον εσωτερικό αγώνα εντός του σοσιαλισμού, ανάμεσα στις κομμουνιστικές και τις σοσιαλδημοκρατικές τάσεις. Οι τελευταίες λειτουργούσαν συνήθως εντός κοινοβουλευτικών συστημάτων, στα οποία οι σοσιαλιστές — ακόμη και όταν κατείχαν κυβερνητική εξουσία — όφειλαν να ασκούν διακυβέρνηση με δημοκρατικό τρόπο. Αυτοί οι σοσιαλδημοκράτες διαφήμιζαν τα δημοκρατικά τους διαπιστευτήρια σε αντιπαραβολή με τους σοσιαλιστές χωρών όπου κυβερνούσαν κομμουνιστικά κόμματα. Έτσι, όταν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης διαλύθηκαν μετά το 1989, πολλοί σοσιαλιστές σε αυτές τις χώρες επιδίωξαν μεταβάσεις προς σοσιαλισμούς τύπου Δυτικής Ευρώπης. Σε ορισμένες περιπτώσεις — όπως στην Ουγγαρία και την Πολωνία — οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν οικτρά.

Οι σοσιαλιστές που ζητούσαν να προστεθεί πολιτική δημοκρατία στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα ήρθαν αντιμέτωποι με αρκετά ερωτήματα και προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα: πώς μπορεί να γίνει αυτό; Η απλή προσθήκη πολλών κομμάτων και εκλογών δεν ήταν ασφαλώς η λύση. Οι σοσιαλιστές γνώριζαν καλύτερα από τους περισσότερους ότι ο πλούτος, το εισόδημα και η οικονομική εξουσία τείνουν να συγκεντρώνονται στα χέρια των καπιταλιστικών εταιρειών, καθιστώντας τα κόμματα και τις εκλογές τυπικότητες χωρίς ουσιαστικό δημοκρατικό περιεχόμενο. Γιατί λοιπόν να πιστεύει κανείς ότι αντίστοιχες συγκεντρώσεις εξουσίας σε κρατικά ιδιόκτητα και λειτουργούμενα παραγωγικά συγκροτήματα θα οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα;

{114} Ένα ευρύτερο πρόβλημα για το εγχείρημα συγχώνευσης του σοσιαλισμού με τη δημοκρατία αφορούσε το ζήτημα του πού ακριβώς θα λάμβανε χώρα αυτή η συγχώνευση. Θα εντοπιζόταν η δημοκρατία στις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος, τις επιμέρους παραγωγικές μονάδες και τους μεμονωμένους πολίτες; Ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα εντός των χώρων εργασίας; Ή και στα δύο επίπεδα; Θα υπολογίζονταν οι τόποι εργασίας ως μονάδες ψήφου όπως τα άτομα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες — μία ψήφος για κάθε μονάδα, ανεξαρτήτως πλούτου, μεγέθους κ.λπ.; Θα θεσμοθετούνταν η δημοκρατία εντός κάθε χώρου εργασίας, έτσι ώστε όλοι οι εργαζόμενοι, με μία ψήφο ο καθένας, να μπορούν να αποφασίζουν δημοκρατικά τι, πώς και πού θα παραχθεί, καθώς και πώς θα διατεθούν το προϊόν και τα έσοδα; Αν ναι, πώς θα αλληλεπιδρούσε δημοκρατικά αυτή η ενδοεργασιακή δημοκρατία με όσους επηρεάζονται εκτός του συγκεκριμένου χώρου εργασίας — π.χ. με τους καταναλωτές ή άλλους στις γύρω κοινότητες; Ο καπιταλισμός ποτέ δεν αντιμετώπισε, πόσο μάλλον έλυσε, αυτά τα προβλήματα· έτσι, το να αναζητηθεί τρόπος με τον οποίο ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να το πράξει αποδείχθηκε δύσκολο για τους σοσιαλιστές που ανέλαβαν αυτό το καθήκον.

Για πολλούς σοσιαλιστές, αυτά τα ερωτήματα και προβλήματα αποδείχθηκαν υπερβολικά απαιτητικά. Αυτοί οι σοσιαλιστές κατέφυγαν σε αφηρημένες επικλήσεις της δημοκρατίας, δίχως εμβάθυνση στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της. Οι αντικομμουνιστές μπορούσαν έτσι να συνεχίζουν να καταγγέλλουν τις εναπομείνασες κοινωνίες υπό την ηγεσία κομμουνιστικών κομμάτων για την απουσία δημοκρατικών μορφών (προσποιούμενοι, όπως πάντα, ότι οι μορφές ισοδυναμούν με την ουσία της δημοκρατίας). Εν τω μεταξύ, δηλωμένοι σοσιαλιστές όπως ο Σάντερς στις ΗΠΑ ή ο Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο παρέπεμπαν στους σοσιαλισμούς τύπου Δυτικής Ευρώπης ως απόδειξη των αρετών του «δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά την καπιταλιστική κρίση του 2008, πολλοί σοσιαλιστές άρχισαν να αντιλαμβάνονται το βαθύτερο πρόβλημα της ανεπαρκούς και ανολοκλήρωτης δημοκρατίας, τόσο στους συμβατικούς σοσιαλισμούς όσο και {115} στους καπιταλισμούς, είτε ιδιωτικού είτε κρατικού τύπου. Η επίκληση της «μετάβασης από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό στο όνομα της δημοκρατίας» — όπως συνηθιζόταν ευρέως πριν και ακόμη περισσότερο μετά το 1989 — κατέληγε στο να υποβαθμίζει τη δημοκρατία από ουσία σε τυπικότητα. Αυτό που συγκλόνισε ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα των σοσιαλιστών ήταν ότι η απουσία πραγματικής, ουσιαστικής δημοκρατίας είχε υπονομεύσει τόσο τις παραδοσιακές μορφές καπιταλισμού όσο και τις παραδοσιακές μορφές σοσιαλισμού. Στον μεν πρώτο, η συνεργασία των πλουσιότερων και ισχυρότερων ιδιωτών καπιταλιστών με τον κρατικό μηχανισμό παρήγαγε μια αντιδημοκρατική κοινωνική και πολιτική ολιγαρχία. Στον δε δεύτερο, η σύμπραξη των ισχυρότερων κρατικών και ιδιωτικών οικονομικών μονάδων με το κρατικό πολιτικό σύστημα οδηγούσε σε παρόμοιο αποτέλεσμα.

Η προσπάθεια ενσωμάτωσης της δημοκρατίας στα σοσιαλιστικά πλαίσια δίδαξε σε όσους την ανέλαβαν ότι το ίδιο καθήκον έπρεπε να αναληφθεί και στο εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι συστημικές διαφορές είχαν τυφλώσει τον 20ό αιώνα ως προς ορισμένες βασικές ομοιότητες μεταξύ καπιταλισμού και συμβατικών σοσιαλισμών. Μία κρίσιμη τέτοια ομοιότητα είναι η εσωτερική δομή ή οργάνωση των τόπων εργασίας, και η συνακόλουθη φύση της σχέσης μεταξύ των τόπων εργασίας και του κράτους. Και στα δύο συστήματα — αναγνωρίζοντας όλες τις επιμέρους παραλλαγές τους — οι χώροι εργασίας οργανώνονται με κατάφωρα αντιδημοκρατικό τρόπο. Καθώς οι σοσιαλιστές προσανατολίζονταν στον εκδημοκρατισμό των χώρων εργασίας, ο ίδιος ο σοσιαλισμός μεταβαλλόταν, οδηγώντας στην εμφάνιση μιας σημαντικής νέας σοσιαλιστικής τάσης στο τέλος του 20ού αιώνα.

Και στον ιδιωτικό και στον κρατικό καπιταλισμό (δηλαδή στους «υπαρκτούς σοσιαλισμούς»), οι χώροι εργασίας εμφανίζουν μια βασική διχοτομία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Στον ιδιωτικό καπιταλισμό, οι εργοδότες δεν είναι συνήθως μέλη κάποιου κρατικού μηχανισμού. Εκτός από τις πιο μικρές παραγωγικές μονάδες, οι εργοδότες είναι μια {116} μικρή μειοψηφία ατόμων που δραστηριοποιούνται στον χώρο εργασίας. Αυτή η μειοψηφία λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις: τι θα παραχθεί, πώς και πού, και τι θα γίνει με το παραγόμενο προϊόν. Η πλειοψηφία — οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται από τους εργοδότες — αποκλείεται από αυτές τις αποφάσεις, παρότι υποχρεώνεται να τις αποδεχτεί και να ζήσει με τις συνέπειές τους. Στον ιδιωτικό καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι μπορούν θεωρητικά να εγκαταλείψουν έναν εργοδότη, αλλά αυτό συνήθως προϋποθέτει ότι θα προσληφθούν σε έναν άλλο χώρο εργασίας οργανωμένο κατά τον ίδιο τρόπο.

Στους υπαρκτούς σοσιαλισμούς, οι χώροι εργασίας που ρυθμίζονται ή ανήκουν και λειτουργούν από το κράτος εμφανίζουν την ίδια διχοτομία ή διάσπαση. Μια μικρή μειοψηφία — είτε πρόκειται για ιδιώτες εργοδότες είτε για κρατικούς αξιωματούχους — προσλαμβάνει την πλειοψηφία, δηλαδή τους εργαζόμενους που εκτελούν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας. Η μειοψηφία αποκλείει παρόμοια την πλειοψηφία από τις κρίσιμες αποφάσεις εντός του χώρου εργασίας.

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ κράτους και χώρων εργασίας, οι εργοδότες — είτε είναι ιδιώτες ιδιοκτήτες είτε κρατικοί αξιωματούχοι — λειτουργούν ως ενδιάμεσοι που «εκπροσωπούν» την επιχείρηση. Οι εργαζόμενοι διαδραματίζουν έναν δευτερεύοντα ή και κανέναν ρόλο σε αυτή τη σχέση. Εκτός του χώρου εργασίας, η μεγάλη μάζα των εργαζομένων, ως πολίτες, μπορεί περιστασιακά να εκλέγει κάποιον υποψήφιο σε δημόσιο αξίωμα, όμως είναι οι πολιτικοί αυτοί που εν συνεχεία εισέρχονται σε σχέσεις με τους εργοδότες στο πλαίσιο κράτους-επιχειρήσεων — είτε αυτοί είναι ιδιώτες ιδιοκτήτες είτε κρατικοί αξιωματούχοι όπως και οι ίδιοι. Η δομή αυτής της σχέσης λειτουργεί έτσι ώστε να κρατά την πλειονότητα των εργαζομένων μακριά από κάθε ουσιαστική συμμετοχή στις οικονομικές εξελίξεις, περιορίζοντάς τους σε σποραδικές και περιθωριακές επιρροές, και αναστέλλοντας κάθε πραγματική οικονομική δημοκρατία.

Μέσα από αυτά τα διδάγματα, ένας αυξανόμενος αριθμός σοσιαλιστών έχει στραφεί στην ιδέα των εργατικών συνεταιρισμών ως μέσου επίτευξης μιας {117} απτής οικονομικής δημοκρατίας. Τέτοιοι σοσιαλιστές απορρίπτουν τις σχέσεις δεσπότη/δούλου, φεουδάρχη/δουλοπάροικου και εργοδότη/εργαζόμενου, επειδή όλες αυτές αποκλείουν την πραγματική δημοκρατία. Οι σοσιαλιστές υπέρμαχοι των εργατικών συνεταιρισμών επιδιώκουν να οικοδομήσουν εναλλακτικούς χώρους εργασίας που αποφεύγουν συστηματικά όλες αυτές τις διχοτομίες. Το κάνουν στο όνομα της εξάλειψης των ανισοτήτων που οι διχοτομίες αυτές ανέκαθεν παρήγαγαν και της προώθησης της δημοκρατίας που πάντοτε αυτές εμπόδιζαν. Ο στόχος είναι η μετάβαση από κάθε μορφή οργάνωσης εργασίας που βασίζεται στη σχέση εργοδότη/εργαζόμενου προς εκείνες τις μορφές όπου οι εργαζόμενοι είναι επίσης — ταυτόχρονα και συλλογικά — οι εργοδότες τους. Αυτό το νέο είδος σοσιαλισμού υπερασπίζεται συνεπώς τους εργατικούς συνεταιρισμούς, στους οποίους οι εργαζόμενοι λειτουργούν δημοκρατικά ως οι ίδιοι εργοδότες του εαυτού τους.

Αυτές οι ιδέες και επιδιώξεις δεν είναι νέες. Υπήρξαν και κυκλοφόρησαν ανάμεσα σε δούλους, δουλοπάροικους και εργάτες που διαχρονικά λαχταρούσαν μια καλύτερη συνθήκη. Συλλογικοί τόποι εργασίας, όπου οι εργαζόμενοι διεύθυναν οι ίδιοι τη δουλειά τους, συχνά με δημοκρατικό τρόπο, υπήρξαν στο παρελθόν σε διάφορες εποχές και περιοχές. Για παράδειγμα, μεμονωμένοι δουλοπάροικοι και κοινοτικοί συνεταιρισμοί οργάνωναν καμιά φορά δημοκρατικά την εργασία τους εντός των φεουδαρχικών κοινωνιών της Ευρώπης. Το ίδιο συνέβαινε και με ορισμένους τεχνίτες σε φεουδαρχικές συντεχνίες.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ισπανία, τα εργατικά συνδικάτα ανέπτυξαν προγράμματα που υπερέβαιναν κατά πολύ τα στενά όρια της συλλογικής διαπραγμάτευσης με τους εργοδότες για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Στο πλαίσιο ενός κινήματος που ονομάστηκε «συνδικαλισμός» (από τη γαλλική λέξη για το εργατικό συνδικάτο, syndicat), οι εργαζόμενοι απαιτούσαν τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα να αντικαταστήσουν πλήρως τους καπιταλιστές εργοδότες, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να γίνουν οι ίδιοι οι εργοδότες τους. Άλλα κινήματα, αναρχικής έμπνευσης, {118} περιλάμβαναν επίσης αιτήματα για εργατικό έλεγχο των χώρων εργασίας.

Με άλλα λόγια, υπήρξαν πολυάριθμοι πρόδρομοι της ιδέας και της πρακτικής των εργατικών συνεταιρισμών. Ωστόσο, στην πλειονότητά της, η κυρίαρχη θεωρία και πρακτική των σοσιαλισμών του 19ου και 20ού αιώνα υποβάθμισε ή περιθωριοποίησε την έννοια του εκδημοκρατισμένου χώρου εργασίας. Ιδίως μετά τις ήττες που υπέστησαν οι σοσιαλισμοί στα τέλη του 20ού αιώνα, ένας νέος σοσιαλισμός του 21ου αιώνα βρίσκεται σε διαδικασία ανακάλυψης, ανανέωσης και αναδιαμόρφωσης προγραμμάτων εκδημοκρατισμού της παραγωγής. Τα προγράμματα αυτά δίνουν πλέον έμφαση και προτεραιότητα στους εργατικούς συνεταιρισμούς ως μέσο μετάβασης από τον καπιταλισμό σε μια εναλλακτική, δημοκρατική οικονομική τάξη.

Στις σύγχρονες μορφές τους, οι εργατικοί συνεταιρισμοί προσφέρουν σε όλους όσοι εργάζονται μέσα στον χώρο εργασίας — είτε πρόκειται για εργοστάσιο, γραφείο ή κατάστημα — ίσο λόγο στις κρίσιμες επιχειρηματικές αποφάσεις. Η πλειοψηφία αποφασίζει τι θα παραχθεί, πώς και πού· πώς θα χρησιμοποιηθούν ή θα διανεμηθούν τα προϊόντα· και πώς θα διαμορφωθεί η σχέση της επιχείρησης με το κράτος. Ο άμεσος συνομιλητής του κράτους σε αυτή τη σχέση δεν είναι πλέον μια μειοψηφία — οι εργοδότες — αλλά το σύνολο του συλλογικού σώματος των εργαζομένων-ιδιοκτητών. Με τον εκδημοκρατισμό των χώρων εργασίας, οι εργατικοί συνεταιρισμοί μπορούν να δώσουν υπόσταση σε μια πραγματική, καθημερινή δημοκρατία σε μια ευρεία κοινωνική βάση.

Οι εκδημοκρατισμένοι χώροι εργασίας παρέχουν ένα θεμέλιο — θεσμική δομή, συνήθειες σκέψης και δράσης, κατάρτιση και πρότυπο — για μια δημοκρατική πολιτική στα οικιστικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Στο παρελθόν, η αντιδημοκρατική σχέση εργοδότη/εργαζομένου, χαρακτηριστική τόσο των καπιταλιστικών όσο και των σοσιαλιστικών κοινωνιών, υπονόμευε την πολιτική πράξη και τη συμμετοχή των εργαζομένων. Η ίδια η ιδέα {119} μιας πραγματικής πολιτικής δημοκρατίας φαινόταν μακρινή, καθαρά φαντασιακή και αόριστα ουτοπική. Αντιθέτως, η μετάβαση από την εργοδοτική οργάνωση των χώρων εργασίας — είτε σε ιδιωτικά είτε σε κρατικά πλαίσια — σε μια εναλλακτική, συνεταιριστική μορφή, θεμελιώνει μια ουσιαστική δημοκρατία στο οικονομικό πεδίο. Αυτό, με τη σειρά του, προσφέρει καλύτερες προοπτικές στους σοσιαλιστές για να αναζωογονήσουν τα αιτήματα και τα κινήματα υπέρ μιας αντίστοιχης δημοκρατίας και στο πολιτικό πεδίο.

Μια οικονομία βασισμένη σε εργατικούς συνεταιρισμούς θα επαναστατικοποιούσε τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τον λαό. Στην ιδιότητά τους ως αυτοαπασχολούμενο συλλογικό σώμα, οι εργαζόμενοι θα καταλάμβαναν τη θέση που παραδοσιακά κατείχε ο χώρος εργασίας στις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις κράτους και παραγωγής. Ο πρώην μεσολαβητής αυτής της σχέσης — οι εργοδότες — θα απορροφούνταν από το συλλογικό σώμα των εργαζομένων-ιδιοκτητών. Οι εργαζόμενοι θα κατείχαν συλλογικά και δημοκρατικά τον έλεγχο των οικονομικών πόρων στους οποίους το κράτος θα έπρεπε να απευθυνθεί. Έτσι, το κράτος θα εξαρτιόταν από τους πολίτες και τους εργαζομένους και όχι το αντίστροφο. Το κράτος θα εξαρτιόταν από πολίτες στο συνηθισμένο δημόσιο πεδίο που βασίζεται στην κατοικία, στις εκλογές και την ψήφο (ή τα ισοδύναμά τους). Θα εξαρτιόταν επίσης από εργαζομένους στο άλλο κοινωνικό πεδίο: τις αλληλεπιδράσεις κράτους και χώρων εργασίας. Και στα δύο πεδία, η πραγματική δημοκρατία θα είχε σημειώσει άλματα προόδου. Το κράτος δεν θα προσποιούνταν πια πως κατέχει τον ρόλο του ουδέτερου διαιτητή στις συγκρούσεις ανάμεσα σε δεσπότη και δούλο, φεουδάρχη και δουλοπάροικο, εργοδότη και εργαζόμενο. Το κράτος θα διέθετε λιγότερους τρόπους και μέσα για να επιβάλλει τη δική του ορμή και τους δικούς του στόχους στους πολίτες ή στους χώρους εργασίας. Στο μέτρο αυτό, η «απονέκρωση του κράτους» θα γινόταν πιο άμεσα επιτεύξιμη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μορφή σοσιαλισμού έχει γνωρίσει η ιστορία.

{120} Ο εκδημοκρατισμός των χώρων εργασίας θέτει αμέσως το ζήτημα — στην πραγματικότητα, την αναγκαιότητα — της επέκτασής του στους ανθρώπους που επηρεάζονται από τους χώρους εργασίας χωρίς να εργάζονται σ’ αυτούς. Οι κοινότητες μέσα στις οποίες λειτουργούν οι χώροι εργασίας θα έπρεπε να συνδέονται με αυτούς μέσω δημοκρατικών σχέσεων, αφού οι επιχειρήσεις αυτές πληρώνουν φόρους στις κοινότητες και λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζουν την τοπική κυκλοφορία, την ποιότητα του αέρα, και άλλα. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει για τους πελάτες και άλλους κοινωνικούς μετόχους των εργατικών συνεταιρισμών.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται εντός των εκδημοκρατισμένων χώρων εργασίας από τους εργαζομένους τους πρέπει να κοινοποιούνται και να συναποφασίζονται με τις δημοκρατικές αποφάσεις των πελατών και των επηρεαζόμενων τοπικών και περιφερειακών κοινωνιών. Αυτή η συνδιαμόρφωση θα πρέπει επίσης να συμφωνεί σε κανόνες για την ανάπτυξη, την επιβολή και την επίλυση διαφορών και διαφωνιών. Θα ήταν αναγκαία η συγκρότηση ενός συστήματος ισορροπιών και ελέγχων ανάμεσα σε χώρους εργασίας, τοπικές κοινωνίες και καταναλωτές.

Το καθοριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον αναδυόμενο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα από την προηγούμενη σοσιαλιστική παράδοση είναι η έμφαση που δίνει ο πρώτος στον μικροοικονομικό μετασχηματισμό της εσωτερικής δομής και οργάνωσης των χώρων εργασίας. Η μετάβαση από ιεραρχικές, διχοτομικές οργανώσεις εργοδότη/εργαζομένου προς εργατικούς συνεταιρισμούς θεμελιώνει μια δημοκρατία από τα κάτω σε ένα ευρύτερο, δομικό επίπεδο. Η διαφορά του νέου σοσιαλισμού από τον καπιταλισμό έγκειται έτσι λιγότερο στη διάκριση κρατικής έναντι ιδιωτικής ιδιοκτησίας των χώρων εργασίας ή κρατικού σχεδιασμού έναντι ιδιωτικών αγορών, και περισσότερο στη διάκριση δημοκρατικής έναντι δεσποτικής οργάνωσης της παραγωγής. Μια νέα οικονομία βασισμένη σε εργατικούς συνεταιρισμούς θα χρειαστεί να διαμορφώσει το δικό της δημοκρατικό τρόπο για να οργανώσει τις σχέσεις {121} ανάμεσα στους συνεταιρισμούς και την κοινωνία στο σύνολό της.

Μια τέτοια οικονομία θα πρέπει, για παράδειγμα, να καθορίσει την καλύτερη δυνατή αναλογία μεταξύ σχεδιασμένης και αγοραίας διανομής, καθώς και μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ιδιοκτησίας των χώρων εργασίας, όπως και να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη δομή των νόμων και κανονισμών. Με τον τρόπο αυτό, οι εργατικοί συνεταιρισμοί επιτελούν εκ νέου το έργο που είχαν επιτελέσει οι καπιταλιστικοί χώροι εργασίας κατά την έξοδό τους από το παρακμάζον φεουδαρχικό σύστημα. Έτσι, ο νέος σοσιαλισμός αναδύεται μέσα από τις πρακτικές εμπειρίες και τα πειράματα του παλαιού, αλλά και από την κριτική θεωρητική επεξεργασία που αυτά προκάλεσαν.

Στο νέο φως αυτού του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, η ιστορία εμφανίζεται υπό διαφορετικό πρίσμα. Μπορούμε να δούμε ότι τα βασίλεια που εκδιώχθηκαν από τον δημόσιο, πολιτικό στίβο επιβίωσαν εντός του ιδιωτικού χώρου των τόπων εργασίας. Η μοναρχία και η απολυταρχία δεν εξαλείφθηκαν πλήρως στη νεωτερική εποχή· απλώς μετατοπίστηκαν μέσα στους χώρους εργασίας, εκεί όπου η δημοκρατία παρέμενε απαγορευμένη. Αυτοί οι αυταρχικοί χώροι παρείχαν κατόπιν στους ιδιοκτήτες-μονάρχες τα μέσα για να υπονομεύουν τη δημοκρατία στον πολιτικό στίβο. Πριν από την κατάργηση της πολιτικής μοναρχίας, οι συντηρητικοί ανησυχούσαν ότι ο πολιτισμός δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την κυρίαρχη καθοδήγηση του βασιλιά και της αυλής του. Σήμερα, πριν από την κατάργηση του καπιταλισμού, οι συντηρητικοί ανησυχούν ότι η οικονομία — και συνεπώς ο ίδιος ο πολιτισμός — δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την ηγεσία ενός διευθυντή και στελεχών μέσα στους χώρους εργασίας.

Ως απάντηση σε αυτό το αίσθημα, είναι γεγονός ότι τα κίνητρα του κέρδους πράγματι παρακινούν τους εργοδότες να επιδιώκουν την επιτυχία στη σημερινή μας οικονομία. Ωστόσο, η οργάνωση του χώρου εργασίας στη βάση της σχέσης εργοδότη/εργαζομένου παράγει εντάσεις και συγκρούσεις που οδηγούν αναπόφευκτα σε αντιπαραγωγικά κίνητρα για τους εργαζομένους. Στους εργατικούς συνεταιρισμούς, οι εργαζόμενοι τείνουν να εργάζονται πιο σκληρά και πιο αποτελεσματικά, ακριβώς επειδή η επιχείρηση τους ανήκει και όχι στους εργοδότες. Στους καπιταλιστικούς {122} χώρους εργασίας, εργοδότες και εργαζόμενοι συγκρούονται για την αναδιανομή του πλούτου που παράγουν. Αυτές οι συγκρούσεις εντείνουν και πικραίνουν τις κοινωνικές διαιρέσεις. Αντιθέτως, στους εργατικούς συνεταιρισμούς, τα μέλη καθορίζουν δημοκρατικά κάθε διανομή της εργασίας και του πλούτου ακριβώς για να προληφθούν και να αποκλειστούν τέτοιες κοινωνικές διαιρέσεις.

Ένας νέος σοσιαλισμός που επικεντρώνεται στον μετασχηματισμό των χώρων εργασίας σε εργατικούς συνεταιρισμούς προσφέρει στη νέα γενιά των σοσιαλιστών μια ιδιαιτέρως αποτελεσματική πολιτική στρατηγική. Η παλαιά σοσιαλιστική παράδοση δίδαξε τους αντιπάλους της να επικεντρώνουν την κριτική τους στα κρατικιστικά χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού. Οι αντίπαλοι αυτοί δεν είναι — τουλάχιστον όχι ακόμη — προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν έναν σοσιαλισμό που ορίζεται αντιθέτως με βάση τον εκδημοκρατισμό του χώρου εργασίας και την ιδιοκτησία των εργαζομένων. Αυτή η έλλειψη προετοιμασίας προσφέρει στους σοσιαλιστές στρατηγικό πλεονέκτημα. Ο νέος σοσιαλισμός προσφέρει επίσης ένα σταθερό έδαφος για την κριτική αναγνώριση και υπέρβαση της παλαιάς σοσιαλιστικής παράδοσης. Ο νέος σοσιαλισμός μπορεί να αναγνωρίσει τη συνεισφορά της παλαιάς παράδοσης στην οικοδόμηση ισχυρών πολιτικών κομμάτων, στην άνοδό τους στην εξουσία σε σημαντικές χώρες, και στη διάδοση του ενδιαφέροντος και της επίγνωσης του σοσιαλισμού παγκοσμίως. Μπορεί όμως επίσης να αναμετρηθεί με τα όρια αυτής της παράδοσης, ιδίως με τον κρατικισμό της, ο οποίος από μέσο επέκτασης του σοσιαλισμού μετατράπηκε σε τροχοπέδη του.

Οι εργατικοί συνεταιρισμοί έχουν μακρά ιστορία και ευρεία παρουσία στον σημερινό κόσμο. Ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα, μεταξύ των χιλιάδων που υπάρχουν παγκοσμίως, είναι ο Όμιλος Mondragon στην περιοχή των Βάσκων στην Ισπανία, που προσφέρει πάνω από μισό αιώνα εμπειρίας ως τεκμήριο της βιωσιμότητας αυτού του οικονομικού μοντέλου. Η Mondragon ξεκίνησε με έξι εργαζομένους και πλέον περιλαμβάνει {123} πάνω από 80.000. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ισπανίας. Σε όλη της την πορεία, η Mondragon κατόρθωσε να μετασχηματίζει μικρούς εργατικούς συνεταιρισμούς σε μεγάλους, και ακόμη να υπερτερεί έναντι καπιταλιστικών ανταγωνιστών εντός του ίδιου κλάδου. Έδειξε πώς οι εργατικοί συνεταιρισμοί μπορούν να αναπτυχθούν ενώ συνυπάρχουν με καπιταλιστικούς χώρους εργασίας στο ίδιο κοινωνικό πλαίσιο. Η Mondragon προσφέρει επίσης αξιόπιστες στρατηγικές για την επιτυχημένη σύμπραξη και αλληλεπίδραση των εργατικών συνεταιρισμών με τα κράτη. Βεβαίως, η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Mondragon δεν υπήρξε χωρίς οπισθοδρομήσεις και δύσκολες φάσεις, ορισμένες από τις οποίες οφείλονταν σε ευρύτερους παγκόσμιους παράγοντες· στις κυκλικές αστάθειες του καπιταλισμού· και σε δικά της λάθη, προβλήματα μάθησης και εσωτερικές αδυναμίες.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, είτε καπιταλιστικές είτε σοσιαλιστικές, παρουσιάζουν περισσότερες από επαρκείς ελλείψεις — δηλαδή, ανισότητες, αστάθειες, αδικίες, έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατίας — ώστε να μπορούν και να ωθούν τους πολίτες τους να αναζητούν μια υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Τα διαθέσιμα στοιχεία, τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά, είναι σαφή: οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι αυτή η εναλλακτική. Το αναγκαίο επόμενο βήμα είναι η οικοδόμηση τομέων εργατικών συνεταιρισμών σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Ένα τέτοιο βήμα θα επέτρεπε στους πολίτες να γνωρίσουν, να εργαστούν σε και να αγοράζουν από συνεταιρισμούς εργαζομένων παράλληλα με τους συμβατικούς ιδιωτικούς και κρατικούς καπιταλιστικούς χώρους εργασίας. Ένας τέτοιος τομέας θα παρείχε τη βάση ώστε οι πολίτες να μπορούν να κάνουν τεκμηριωμένες επιλογές σχετικά με το ποιο μείγμα εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της εργασίας λειτουργεί καλύτερα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, σοσιαλιστές πολιτικοί ηγέτες όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν και ο Μπέρνι Σάντερς τάσσονται υπέρ της κυβερνητικής υποστήριξης των εργατικών συνεταιρισμών. Αυτή η υποστήριξη θα συνεπαγόταν νομοθετικά μέτρα που θα έδιναν στους εργαζομένους δικαίωμα πρώτης άρνησης όταν ένας εργοδότης εξετάζει ορισμένες βασικές αλλαγές στην επιχείρηση. Οι εργαζόμενοι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επιλέξουν να αγοράσουν μια επιχείρηση που διαφορετικά θα {124} πωλούνταν σε κάποιον άλλο ιδιώτη ή εταιρεία, και να τη μετατρέψουν σε εργατικό συνεταιρισμό. Αυτή η υποστήριξη θα περιλάμβανε επίσης τη χορήγηση αρχικού κεφαλαίου στους εργαζόμενους με προσιτό επιτόκιο για την εξαγορά της επιχείρησής τους. Τέλος, όσο αναπτύσσονται οι αντίστοιχοι νόμοι και μηχανισμοί χρηματοδότησης υπέρ των συνεταιρισμών, η κρατική υποστήριξη θα περιλάμβανε την οργάνωση ενός ευρέος δημόσιου διαλόγου και κοινωνικού διαλόγου για το ζήτημα της κοινωνικής μετάβασης προς μια δημοκρατικά οργανωμένη οικονομία.

Ένα πιθανό επακόλουθο αυτών των μεταβάσεων θα ήταν ο επαναπροσδιορισμός της πολιτικής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Τα πολιτικά κόμματα θα αναδιοργανώνονταν, κατά πάσα πιθανότητα, με βάση το ποιες μορφές οργάνωσης των χώρων εργασίας υποστήριζαν και ποιες αντιμάχονταν. Εκεί όπου κάποτε τα σοσιαλιστικά κόμματα εξέφραζαν την αντίθεση στον καπιταλισμό, εδώ και καιρό έχουν μετατραπεί σε κόμματα που υπερασπίζονται έναν πιο «ευγενή» και «ήπιο» ιδιωτικό καπιταλισμό, με λίγο ή περισσότερο μείγμα κρατικού καπιταλισμού (δηλαδή κρατικής ρύθμισης και κρατικά ανήκοντων και διαχειριζόμενων επιχειρήσεων). Με την ανάδυση του νέου σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, η επόμενη φάση της σοσιαλιστικής οργάνωσης θα περιλάμβανε την υποστήριξη και οικοδόμηση μιας οικονομίας βασισμένης σε εργατικούς συνεταιρισμούς. Διάφοροι κεντροαριστεροί και κεντροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί — περιλαμβανομένων ορισμένων σοσιαλιστικών κομμάτων ή τάσεων εντός αυτών — θα καταστούν ρητά αυτό που πάντοτε ήταν έμμεσα: υποστηρικτές μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Οι καπιταλιστές θα αποτελούν τη βάση και την κοινωνική στήριξη αυτών των κομμάτων, ενώ οι εργατικοί συνεταιρισμοί θα γίνονταν το αντίστοιχο θεμέλιο των σοσιαλιστικών κομμάτων. Η πολιτική θα επανασυνδεθεί με ουσιαστικό, τακτικό και, ελπίζουμε, μη βίαιο τρόπο με το ερώτημα: ποιο σύστημα εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, ο καπιταλισμός ή ο σοσιαλισμός; Οι σημασίες των λέξεων και των ετικετών όπως «καπιταλισμός» και «σοσιαλισμός» θα μετασχηματιστούν οι ίδιες καθώς αυτό το νέο πολιτικό τοπίο θα παίρνει μορφή.

{125} Οι εργατικοί συνεταιρισμοί αποτελούν το νέο όραμα και στόχο του σοσιαλισμού. Ασκούν κριτική στον κληρονομημένο σοσιαλισμό του παρελθόντος, προσθέτοντας όμως κάτι κρίσιμο: μια συγκεκριμένη, απτή εικόνα του πώς θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική, πιο δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία. Με τη νέα έμφαση στον εκδημοκρατισμό του χώρου εργασίας, οι σοσιαλιστές βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση ώστε να διεκδικήσουν λόγο στον αγώνα του 21ου αιώνα ανάμεσα στα οικονομικά συστήματα.

{127}

Επίλογος

Για να κατανοήσει κανείς τον σοσιαλισμό σήμερα, χρειάζεται να καταλάβει πώς και γιατί μεταβάλλεται σε σχέση με αυτό που υπήρξε κατά τους δύο πρώτους αιώνες του, από το 1800 έως το 2000. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο σοσιαλισμός αναπτύχθηκε από μικρά, πρώιμα και διστακτικά πειράματα σε ώριμα εθνικά πολιτικά κόμματα, αναδιοργανωμένες κοινωνίες και σημαντικές κρατικές διοικήσεις. Από αρκετές περιφερειακές και εθνικές πρωτοβουλίες, εξελίχθηκε σε μια διεθνή παράδοση με ποικίλες ερμηνείες των μετακαπιταλιστικών του οραμάτων. Ο σοσιαλισμός ενέπνευσε και παρήγαγε μια αξιοσημείωτη θεωρητική παραγωγή, η οποία ανύψωσε την κριτική στον καπιταλισμό σε νέα επίπεδα αναλυτικής πολυπλοκότητας, δημιούργησε νέα κριτικά ρεύματα σκέψης σε όλα τα γνωστικά πεδία και διαμόρφωσε πρωτότυπα σχέδια και υποδείγματα για τους πιθανούς σοσιαλισμούς του μέλλοντος. Η ταχύτητα και η ένταση της σοσιαλιστικής εξάπλωσης υπήρξαν τέτοιες, ώστε το εμπειρικό του ιστορικό –δοκιμές και σφάλματα, επιτυχίες και αποτυχίες– προκάλεσε επανειλημμένες περιόδους έντονου αυτοστοχασμού και αυτοκριτικής. Από όλες, η σημαντικότερη προέκυψε από την κατάρρευση του σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1980, τις αλλαγές στην Κίνα, την νεοφιλελεύθερη {128} αναβίωση του καπιταλισμού και, στη συνέχεια, τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2008 και ό,τι ακολούθησε.

Τόσο βαθύς ήταν ο αντίκτυπος αυτών των καθοριστικών γεγονότων των τελευταίων 40 ετών, ώστε η αυτοκριτική του σοσιαλισμού έφτασε στις ρίζες της παράδοσής του με θεμελιώδη ερωτήματα. Οι σοσιαλιστές συνειδητοποίησαν πως οι πρώτες δεκαετίες κάθε κοινωνικού συστήματος είναι πάντοτε περίοδοι πειραματισμού, αναζήτησης τρόπων προσαρμογής θεωριών και πρακτικών – τρόπων μετάβασης σε ένα νέο σύστημα – έτσι ώστε αυτό να μπορεί να αναπαράγεται επιτυχώς και να αναπτύσσεται. Τα πρώτα χρόνια του καπιταλισμού αποδεικνύουν αυτό το φαινόμενο. Οι σοσιαλιστές ανακάλυψαν ότι και οι πρώτες εμπειρίες του δικού τους συστήματος δίδαξαν πολύτιμα μαθήματα σε όσους τόλμησαν να θέσουν τα ερωτήματα και να αναζητήσουν τις απαντήσεις. Ένα από αυτά τα μαθήματα ήταν ότι ο σοσιαλισμός οφείλει να μετατοπίσει το κύριο ενδιαφέρον του από το μακροοικονομικό στο μικροοικονομικό επίπεδο. Η κεντρικότητα θεμάτων όπως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (ιδιωτική ή κρατική) και η διανομή των πόρων και προϊόντων μέσω αγορών ή κρατικού σχεδιασμού πρέπει να υποχωρήσει. Η συγκέντρωση της σοσιαλιστικής προσοχής πρέπει να στραφεί σε ζητήματα ιεραρχίας ή δημοκρατίας εντός του χώρου εργασίας. Οι σοσιαλιστές σήμερα είναι διχασμένοι ως προς το πώς βλέπουν, αισθάνονται και αντιδρούν σε αυτές τις μεταβολές της παράδοσής τους. Οι εργατικοί συνεταιρισμοί ήδη συνιστούν βασική θεσμική ενσάρκωση αυτής της μετατόπισης προσανατολισμού του σοσιαλισμού. Ο χρόνος και οι κοινωνικοί αγώνες θα δείξουν το κατά πόσον και μέχρι ποιο σημείο θα καταλήξουν να εκπροσωπούν τον νέο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.

Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τον σοσιαλισμό χωρίς να κατανοήσει τις ανθρώπινες επιθυμίες για κάτι καλύτερο από τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός αναπαράγει αδιάκοπα αυτές τις επιθυμίες καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Ο σοσιαλισμός είναι η σκιά του καπιταλισμού, ο επίμονος κριτικός του. Αλληλένδετοι, καπιταλισμός και σοσιαλισμός αλληλομετασχηματίζονται, ώσπου οι συγκρούσεις τους να καταλήξουν τελικά σε {129} κάτι νέο και διαφορετικό – σε ένα νέο σύστημα με τη δική του, νέα, αυτοκριτική σκιά. Όπως μια αρκούδα που ξυπνά από χειμερία νάρκη, έτσι και ο σοσιαλισμός αναδύεται σήμερα από την –συχνά σκληρή και κατασταλτική– προσπάθεια του καπιταλισμού να εξολοθρεύσει τη σκιά του. Φυσικά, αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Η αποτυχία είναι εγγεγραμμένη στις ίδιες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ωστόσο, οι νέες ευκαιρίες ενός ανανεωμένου σοσιαλισμού αφήνουν ανοιχτό το ερώτημα του κατά πόσον οι σοσιαλιστές θα τις δουν καθαρά, θα αγκαλιάσουν τις συνέπειές τους και θα ανασυγκροτήσουν κοινωνικά κινήματα ικανά να τις πραγματοποιήσουν. Είναι ερώτημα του αν ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα θα ανταποκριθεί επαρκώς σε εκείνες τις βαθιές ανθρώπινες επιθυμίες για κάτι καλύτερο. Ελπίζουμε το παρόν βιβλίο να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας τέτοιας απάντησης.

EOF

Generated at: 2025-06-03 08:02:42