Peter Hudis-2019-Marxs Concept of Socialism el

Created Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Μετάφραση του "Peter Hudis - Marx’s Concept of Socialism" που βρίσκεται στο The Oxford Handbook of Karl Marx. Edited by Matt Vidal, Tony Smith, Tomás Rotta and Paul Prew, Oxford University Press, 2019, pp. 757-772.

Peter Hudis – Η Έννοια του Σοσιαλισμού στον Μαρξ

Όταν ο Καρλ Μαρξ αποκόπηκε από την αστική κοινωνία και μετατράπηκε σε επαναστάτη στις αρχές της δεκαετίας του 1840, εντάχθηκε σε ένα ήδη υπάρχον σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο προϋπήρχε κατά πολύ της εμφάνισής του στη δημόσια πολιτική και ιδεολογική σκηνή. Ούτε εκείνος ούτε οποιοσδήποτε άλλος ριζοσπαστικός διανοούμενος της εποχής εφηύραν την ιδέα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Μια γενική αντίληψη περί εναλλακτικής απέναντι στον καπιταλισμό, έστω και ασαφής ή παραπλανητική, βρισκόταν ήδη σε κυκλοφορία. Συνίστατο στην αντικατάσταση μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας, βασισμένης στην αγορά και στην αναρχία της, με μια σχεδιασμένη και οργανωμένη κοινωνία που θα ελέγχεται από την εργατική τάξη. Ίσως να φαίνεται ότι ο Μαρξ είχε λίγα να προσθέσει σε αυτήν την αντίληψη, δεδομένου ότι απέφευγε τις εικασίες σχετικά με το μέλλον και ασκούσε δριμεία κριτική στους ουτοπιστές σοσιαλιστές, οι οποίοι αφιέρωναν τον χρόνο τους ακριβώς σε αυτό. Επιπλέον, δεδομένου ότι η θεωρητική συμβολή του Μαρξ συνίστατο κυρίως σε μια εκτενή κριτική του υπάρχοντος καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και έγραψε σχετικά λίγα για την μετακαπιταλιστική κοινωνία, ίσως να φαίνεται ότι το έργο του έχει ελάχιστα να προσφέρει σε όσους επιδιώκουν να αναπτύξουν μια βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα. Όμως, όπως συμβαίνει με τόσα πράγματα στη ζωή, η εμφάνιση είναι παραπλανητική.

Το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν ενδιαφερόταν για ουτοπικά σχέδια που αγνοούν τους πραγματικούς μαζικούς αγώνες, δεν σημαίνει ότι το έργο του στερείται διακριτής έννοιας του σοσιαλισμού. Αντιθέτως, είναι ακριβώς η αδιάλλακτη κριτική του στις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις που του επέτρεψε να αναπτύξει μια απείρως πιο ευρεία και ουσιαστική έννοια του σοσιαλισμού από οποιονδήποτε σύγχρονό του. Πράγματι, πρόκειται για μια σύλληψη που υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που πολλοί οπαδοί και επικριτές του σήμερα εννοούν με τους όρους «σοσιαλισμός» ή «κομμουνισμός». Ο Μαρξ ουδέποτε απομακρύνθηκε από τη διακήρυξη που διατύπωσε στην αρχή της διανοητικής του πορείας: «έφτασα στο σημείο να βλέπω την ιδέα μέσα στην ίδια την πραγματικότητα» (Marx 1975a:18). Αυτή η στάση τον οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη μιας έννοιας του σοσιαλισμού που έχει παραμεληθεί για υπερβολικά μεγάλο διάστημα (και την οποία αγνοούμε με δική μας ευθύνη).

Ο Μαρξ χρησιμοποίησε πολλούς όρους για να περιγράψει μια μετακαπιταλιστική κοινωνία — θετικό ανθρωπισμό, σοσιαλισμό, κομμουνισμό, επικράτεια της ελεύθερης ατομικότητας, ελεύθερη ένωση των παραγωγών κ.ά. Τους χρησιμοποιούσε πλήρως εναλλακτικά. Η αντίληψη ότι ο «σοσιαλισμός» και ο «κομμουνισμός» αποτελούν διακριτά ιστορικά στάδια είναι ξένη προς το έργο του και εισήχθη στη μαρξιστική ορολογία μόνο μετά τον θάνατό του.

{758} Τρεις κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες επηρέασαν την ανάπτυξη της έννοιας του σοσιαλισμού στον Μαρξ: 1) η επιρροή της Χεγκελιανής φιλοσοφίας· 2) οι διαμάχες του με άλλες ριζοσπαστικές τάσεις, οι οποίες προωθούσαν –κατά την άποψή του– εσφαλμένες εκδοχές μιας νέας κοινωνίας· και 3) η εις βάθος και αυστηρή κριτική του στη λογική του κεφαλαίου.

1. Το Όραμα μιας Μετακαπιταλιστικής Κοινωνίας στον Νεαρό Μαρξ

Ο Μαρξ, μόλις ανήγγειλε τη μεταστροφή του στον κομμουνισμό, άρχισε αμέσως να εμπλέκεται σε έντονες αντιπαραθέσεις με άλλες ριζοσπαστικές τάσεις, αναφορικά με την κατανόησή τους για την εναλλακτική απέναντι στον καπιταλισμό. Όπως και οι υπόλοιποι επαναστάτες της εποχής του, αντιτάχθηκε ριζικά στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ωστόσο, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ασκεί κριτική σε αυτούς που αποκαλεί «χονδροειδείς κομμουνιστές», οι οποίοι υποθέτουν ότι η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η αντικατάστασή της από συλλογική ιδιοκτησία συνιστούν το σύνολο και την ουσία της απελευθέρωσης. Ο Μαρξ διαφωνεί κατηγορηματικά, με το επιχείρημα ότι ο «χονδροειδής κομμουνισμός» αντιπροσωπεύει μια «αφηρημένη άρνηση ολόκληρου του κόσμου του πολιτισμού και της κουλτούρας» (Marx [1844] 1975b:295), εντός του οποίου η αποξενωμένη εργασία «δεν καταργείται, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους» (Marx [1844] 1975b:294). Κατά τον Μαρξ, κάτι τέτοιο οδηγεί σε μια κοινωνία στην οποία «η κοινότητα είναι ο καθολικός καπιταλιστής» (Marx [1844] 1975b:295). Μια «εξισωτική διαδικασία που εκκινεί από ένα προκαθορισμένο ελάχιστο» δεν υπερβαίνει τον καπιταλισμό, αλλά τον αναπαράγει με άλλο όνομα. Η πληρέστερη έκφραση αυτής της κριτικής είναι η παρατήρησή του ότι σε ένα τέτοιο σύστημα «η γυναίκα γίνεται αντικείμενο κοινοκτημοσύνης και κοινής ιδιοκτησίας» (Marx [1844] 1975b:294).

Η κριτική αυτή είναι πολιτική, αλλά εδράζεται σε μια φιλοσοφική θεμελίωση — στη Χεγκελιανή διαλεκτική της αρνητικότητας. Σε αντίθεση με τον Φόιερμπαχ, ο οποίος απέρριψε την έννοια της «άρνησης της άρνησης» του Χέγκελ ως ιδεαλιστική αυταπάτη, ο Μαρξ, το 1844, τη θεωρεί ως έκφραση της «πραγματικής κίνησης της ιστορίας» (Marx [1844] 1975b:336). Η άρνηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, υποστηρίζει, αποτελεί απλώς μια πρώτη, «αφηρημένη» άρνηση, δεδομένου ότι το αντικείμενο της κριτικής είναι μια νομική σχέση, που βρίσκεται στο επιφανειακό επίπεδο της κοινωνίας. Απαιτείται μια άρνηση αυτής της άρνησης, ώστε να εστιαστεί το απελευθερωτικό εγχείρημα στο ουσιώδες ζήτημα — τη μεταμόρφωση των όρων της εργασίας. «Όταν μιλά κανείς για ιδιωτική ιδιοκτησία,» γράφει ο Μαρξ, «ασχολείται με κάτι εξωτερικό προς τον άνθρωπο. Όταν μιλά για εργασία, τότε ασχολείται άμεσα με τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτή η νέα διατύπωση του ερωτήματος περιέχει ήδη τη λύση του». Ο Μαρξ υιοθετεί κριτικά τη Χεγκελιανή σύλληψη σύμφωνα με την οποία η ιστορική πρόοδος επιτελείται μέσω της «άρνησης της άρνησης» για τις ανάγκες του επαναστατικού του προγράμματος. Έτσι, αναπτύσσει μια έννοια του σοσιαλισμού που υπερβαίνει το επιφανειακό επίπεδο, δίνοντας έμφαση στη μεταβολή των ανθρώπινων σχέσεων στο σημείο της παραγωγής και εντός του κοινωνικού συνόλου. Γι’ αυτό και γράφει ότι ο αυθεντικός Κομμουνισμός (τον οποίο ταυτίζει με έναν «ριζικό Νατουραλισμό ή Ανθρωπισμό») «είναι η θέση ως άρνηση της άρνησης» (Marx [1844] 1975b:306).

Μπορεί να φαίνεται πως ο Μαρξ εκφράζει μια διαφορετική άποψη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου δηλώνει: «η θεωρία των Κομμουνιστών συνοψίζεται σε μία πρόταση: Κατάργηση {759} της ιδιωτικής ιδιοκτησίας». Ωστόσο, ακριβώς πριν από αυτή τη φράση, γράφει: «Η κατάργηση των υφιστάμενων σχέσεων ιδιοκτησίας δεν είναι καθόλου ίδιον χαρακτηριστικό του κομμουνισμού» (Marx and Engels [1848] 1976a:498). Ο Μαρξ δεν αντιφάσκει, καθώς με τον όρο «ιδιωτική ιδιοκτησία» δεν εννοεί την ατομικά κατεχόμενη ιδιοκτησία σε αντίθεση προς τη συλλογική ή κρατική ιδιοκτησία. Η «ιδιωτική ιδιοκτησία» αναφέρεται στην ταξική ιδιοκτησία — δηλαδή στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από μια τάξη διαφορετική από την εργατική. Εφόσον τα μέσα παραγωγής δεν βρίσκονται υπό τον ουσιαστικό (και όχι απλώς τυπικό) έλεγχο της εργατικής τάξης, έχει ελάχιστη σημασία αν η μορφή ιδιοκτησίας είναι ατομική ή συλλογική. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αφού αναλύσει την ταξική βάση των σχέσεων ιδιοκτησίας, τονίζει: «Με αυτήν την έννοια, η θεωρία των Kομμουνιστών συνοψίζεται σε μία πρόταση: Κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας» (Marx and Engels [1848] 1976a:498).

Ο Μαρξ ενεπλάκη σε πολεμικές αντιπαραθέσεις με πολλούς άλλους στοχαστές, λόγω της ελλιπούς κατανόησής τους σχετικά με την εναλλακτική στον καπιταλισμό — και κυρίως με τον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, ο οποίος επιχείρησε να οργανώσει την ανταλλαγή χωρίς να μετασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Βασιζόμενος στη ρικαρδιανή θεωρία της αξίας της εργασίας, ο Προυντόν υποστήριξε ότι το χρήμα θα έπρεπε να αντικατασταθεί από χρονικά δελτία (time chits) ή σημειώματα εργασίας (labor notes), τα οποία να εκφράζουν την «πραγματική αξία» των εμπορευμάτων. Δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, η αξία ενός εμπορεύματος είναι ίση με την αξία της εργασίας που το παράγει, μια οργάνωση της ανταλλαγής που υπολογίζει τους μισθούς βάσει της αξίας του προϊόντος εξαλείφει την ανάγκη ύπαρξης τάξης μεσαζόντων, όπως τραπεζίτες και καπιταλιστές. Ο Μαρξ κατακεραυνώνει αυτή τη θέση, με το επιχείρημα ότι «η ισότητα των μισθών, όπως τη ζητά ο Προυντόν, απλώς μετασχηματίζει τη σχέση του σημερινού εργάτη προς την εργασία του στη σχέση όλων των ανθρώπων προς την εργασία. Η κοινωνία συλλαμβάνεται ως ένας αφηρημένος καπιταλιστής» (Marx [1844] 1975b:280). Αργότερα, στην εκτενή του κριτική στα Grundrisse, αναφέρεται σε αυτή την τάση ως προσπάθεια να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές.

Ο Μαρξ αντιτάχθηκε στις αναρχικές σχέσεις της αγοράς, καθώς αυτές εξαναγκάζουν την ανθρωπότητα να παράγει για λογαριασμό μιας απρόσωπης, αφηρημένης οντότητας αντί για τις ανθρώπινες ανάγκες. Όπως καταδεικνύει η κριτική του προς τον Προυντόν, όμως, η απλή κατάργηση της «ελεύθερης» αγοράς δεν συνιστά σοσιαλισμό. Όπως επισήμανε η Ντουνάγιεφσκαγια (1958:51–52):

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η προσπάθεια «να οργανωθεί η ανταλλαγή», να επιβληθεί δηλαδή τάξη στην αναρχία της αγοράς μέσα σε μια κοινωνία βασισμένη στη βιομηχανική παραγωγή, οδηγεί αναγκαστικά στην οργάνωσή της κατά το πρότυπο της κατανομής εργασίας στο εργοστάσιο, όπου η εξουσία του καπιταλιστή είναι αδιαμφισβήτητη. Η μεταφορά αυτής της «αρχής της εξουσίας» στο σύνολο της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να σημαίνει την υποταγή της κοινωνίας σε έναν και μοναδικό κύριο.

Η κριτική του Μαρξ στον Προυντόν αποτελεί αξιοσημείωτη προορατική σύλληψη των δομικών ελλειμμάτων των «σοσιαλιστικών» καθεστώτων του εικοστού αιώνα, τα οποία επιχείρησαν να επεκτείνουν την «τάξη» του εργοστασίου στις σχέσεις της αγοράς.

Η κριτική του Μαρξ προς τις τάσεις που ορίζουν το απελευθερωτικό πρόταγμα αποκλειστικά ως αντίθεση προς την ιδιωτική ιδιοκτησία και την αγορά υποδηλώνει ότι, εάν η κριτική του καπιταλισμού περιοριστεί στο επιφανειακό, φαινομενικό επίπεδο, τότε και η κατανόηση της εναλλακτικής προς τον καπιταλισμό θα παραμείνει εξίσου επιφανειακή και φαινομενική. Μια ρηχή και εσφαλμένη θεώρηση της εναλλακτικής στον καπιταλισμό απορρέει αναπόφευκτα από μια ρηχή και εσφαλμένη κατανόηση της λογικής του κεφαλαίου. Ο Μαρξ, ωστόσο, δεν είχε ούτε ρηχή ούτε εσφαλμένη κατανόηση αυτής της λογικής {760} του κεφαλαίου — και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κριτική του στην πολιτική οικονομία, παρά τις αμέτρητες ενστάσεις του έναντι του ουτοπισμού, παρέχει ουσιώδεις θεωρητικές ενδείξεις σχετικά με το τι συνιστά μια εναλλακτική τόσο στον καπιταλισμό της «ελεύθερης αγοράς» όσο και στον κρατικιστικό σοσιαλισμό ή Κομμουνισμό. Η πληρέστερη έκφραση αυτού βρίσκεται στο μέγιστο θεωρητικό του έργο, το Κεφάλαιο.

2. Η Επίδραση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας από τον Μαρξ στην Έννοια του Σοσιαλισμού

Το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν παρέχει μια εξαντλητική περιγραφή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, καθώς ασχολείται αποκλειστικά με την ανάλυση του νόμου κίνησης του καπιταλισμού. Εφόσον μια θετική εναλλακτική μπορεί να καταστεί γνωστή μόνο μέσω μιας αρνητικής κριτικής, το έργο του δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω από υποδείξεις για το μέλλον. Ωστόσο, αυτές οι υποδείξεις —που απορρέουν από μια αυστηρή ανάλυση και κριτική της λογικής του κεφαλαίου— έχουν εξαιρετικά σημαντική θεωρητική αξία, καθώς αποκαλύπτουν μια σύλληψη του σοσιαλισμού ριζικά διαφορετική από εκείνη που για πολλά χρόνια υποστήριξαν τόσο οι οπαδοί όσο και οι επικριτές του Μαρξ.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού, κατά τον Μαρξ, είναι ότι η υποκειμενική ανθρώπινη δραστηριότητα διέπεται από την επιδίωξη της συσσώρευσης αξίας (ή πλούτου υπό την αφηρημένη, χρηματική του μορφή) ως αυτοσκοπό. Η εργασία αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα που αγοράζεται και πωλείται. Ωστόσο, ο Μαρξ επιμένει ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο καπιταλιστής δεν αγοράζει την ίδια την εργασία του εργάτη, αλλά την ικανότητα για εργασία — δηλαδή την εργατική δύναμη τους. Στις δουλοκτητικές κοινωνίες, ο δεσπότης αγοράζει το σώμα του δούλου. Αντιθέτως, στην περίπτωση της μισθωτής εργασίας, «δεν πουλιέται το σώμα του εργάτη, αλλά η προσωρινή του διαθεσιμότητα» (Basso 2015:116). Όπως το διατυπώνει ο Λούκα Μπάσσο, «ο καπιταλιστής αγοράζει κάτι που υπάρχει μόνο ως δυνατότητα, η οποία ωστόσο είναι αχώριστη από την ζωντανή προσωπικότητα του Arbeiter (εργάτη). Υπάρχει, επομένως, ένα στοιχείο που δεν μπορεί ποτέ να ‘εξαργυρωθεί’, αφού το σώμα του εργάτη δεν μπορεί ποτέ να ‘συλληφθεί’ ολοκληρωτικά» (Basso 2015:116). Συνεπώς, οι εργάτες δεν μπορούν ποτέ να μετατραπούν σε «νομισματικοποιημένα υποκείμενα». Η υποκειμενικότητά τους δεν μπορεί να εξαντληθεί πλήρως ούτε να παγώσει στο χρηματικό ισοδύναμο της εργασίας τους. Η διάκριση μεταξύ εργασίας και εργατικής δύναμης αποκαλύπτει «μια σωματικότητα διαμορφωμένη ως μόνιμο πλεόνασμα, ως ένα εν δυνάμει στοιχείο αντίστασης στις προσταγές του καπιταλισμού» (Basso 2015:116). Αυτό το «μόνιμο πλεόνασμα» συνιστά συστατικό στοιχείο των κοινών, από το οποίο μπορεί να αναδυθεί μια εναλλακτική στον καπιταλισμό.

Ο εργάτης ασφαλώς αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι αντικείμενο — εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε ποτέ να το αμφισβητήσει ή να διαμαρτυρηθεί. Οι ανθρώπινες σχέσεις προσλαμβάνουν τη μορφή σχέσεων μεταξύ πραγμάτων· ωστόσο, η μορφή δεν αναιρεί πλήρως το περιεχόμενο. Αν η ανθρώπινη υποκειμενικότητα απορροφούταν πλήρως από το αντικείμενο, τότε το Κεφάλαιο του Μαρξ θα αποτελούσε ένα ολικό, εγκλειστικό σύστημα από το οποίο δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφυγής. Η μεταβατική και ιστορικά προσδιορισμένη φύση του καπιταλισμού θα έπρεπε να απορριφθεί.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού είναι ότι η εργασία προσλαμβάνει μια μορφή αξίας (value-form). Όμως η εργασία «καθεαυτή» δεν αποτελεί την πηγή της αξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, μόνο ένα συγκεκριμένο είδος εργασίας είναι {761} η πηγή της αξίας. Η αξία ενός εμπορεύματος δεν καθορίζεται από τον πραγματικό χρόνο που απαιτήθηκε για την παραγωγή του, αλλά από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν η αξία καθοριζόταν από τον πραγματικό χρόνο εργασίας, τότε στους εργάτες θα συνέφερε να εργάζονται πιο αργά, καθώς όσο περισσότερο εργάζονται, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η παραγόμενη αξία. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, διότι η αξία των προϊόντων προσδιορίζεται από έναν κοινωνικό μέσο όρο πάνω στον οποίο οι εργάτες δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Ο μέσος αυτός όρος μεταβάλλεται συνεχώς λόγω των τεχνολογικών καινοτομιών που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Επικοινωνείται στους φορείς της παραγωγής «πίσω από την πλάτη τους», μέσω των νόμων του ανταγωνισμού. Η συγκεκριμένη εργασία (οι επιμέρους μορφές εργασίας που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων) κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από εργασία που συμμορφώνεται προς έναν αφηρημένο μέσο όρο — αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «αφηρημένη εργασία».

Η υπεροχή της αφηρημένης έναντι της συγκεκριμένης εργασίας μετασχηματίζει τη φύση της εργασίας καθαυτής, αφού κάθε εργασία που δεν είναι συμβατή με τη διαδικασία αξιοποίησης (valorization) τείνει να απαξιώνεται και να υπονομεύεται. Μετασχηματίζει τη σχέση μας με τη φύση, η οποία πλέον εκτιμάται μόνο στο μέτρο που συμβάλλει στη συσσώρευση κέρδους και κεφαλαίου. Και μετασχηματίζει το νόημα του χρόνου, καθώς πλέον κυριαρχούμαστε από έναν αφηρημένο, ποσοτικό και αμετάβλητο χρονικό προσδιορισμό επί του οποίου δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Η αφηρημένη εργασία αποτελεί την υπόσταση της αξίας· όσο πιο αφηρημένη γίνεται η εργασία, τόσο περισσότερη αξία παράγεται. Και όσο περισσότερη αξία παράγεται, τόσο εντείνεται η ώθηση για διαρκή αύξηση της αξίας (και του κέρδους). Το κεφάλαιο είναι αυτοδιευρυνόμενη αξία — μια ατέρμονη επιδίωξη ενός απείρου μεγέθους, σ’ έναν κόσμο πεπερασμένων, περιορισμένων πόρων.

Ολόκληρη αυτή η διαδικασία βασίζεται στην εξαναγκαστική συμμόρφωση του πραγματικού χρόνου εργασίας προς τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Όπως το έθεσε ο Μαρξ: «Ο χρόνος είναι το παν, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε· είναι, το πολύ, το πτώμα του χρόνου. Η ποιότητα δεν μετρά πλέον. Η ποσότητα αποφασίζει για τα πάντα: ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα» (Marx [1847] 1976a:127). Αυτή η διαστρέβλωση της φύσης του χρόνου αποτελεί το επίκεντρο του καπιταλισμού, και η άρνησή της είναι θεμελιώδες στοιχείο στη σύλληψη του σοσιαλισμού από τον Μαρξ.

Πλήθος πρόσφατων μελετών έχει εστιάσει στην κεντρική σημασία του χρόνου και της χρονικότητας στην κριτική του κεφαλαίου από τον Μαρξ (βλ. Tombazos 2014 και Martineau 2015). Δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς εργασία, και η εργασία, κατά τον Μαρξ, είναι «μια ιδιαίτερη παραγωγική δραστηριότητα, που ασκείται με έναν ορισμένο σκοπό» (Marx [1867] 1976b:133). Η εργασία, σε γενικούς όρους, είναι μια τελεολογική δραστηριότητα, η οποία έχει τον «ορισμένο σκοπό» να διαμορφώνει και να μετασχηματίζει το παρόν βάσει του μέλλοντος. Μέσω της εργασίας, η επίγνωση της τρισδιάστατης φύσης του χρόνου καθίσταται αναπόσπαστη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Karel Kosík απέδωσε τη σχέση μεταξύ εργασίας και χρόνου στο έργο του Μαρξ ως εξής:

«Μέσω της εργασίας, η ανθρωπότητα ελέγχει τον χρόνο... διότι το ον που μπορεί να αντισταθεί στην άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας του και να την χαλιναγωγήσει «ενεργά», διαμορφώνει ένα παρόν ως συνάρτηση του μέλλοντος, κάνοντας ταυτόχρονα χρήση του παρελθόντος... Ο άνθρωπος υποτάσσεται στο (μελλοντικό του) πεπρωμένο ως δούλος ή μάχεται για τη (μελλοντική του) θέση ως κύριος, μόνο επειδή επιλέγει το παρόν του από τη σκοπιά του μέλλοντος, και έτσι διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον του βάσει εκείνου που ακόμη δεν είναι.» (Kosík 1976:121, 138)

Στον καπιταλισμό, ωστόσο, ο χρόνος προσλαμβάνει έναν ιδιόμορφο, αντεστραμμένο χαρακτήρα. Η ανθρωπότητα παύει να οργανώνει ή να ελέγχει τον χρόνο· αντίθετα, ο χρόνος οργανώνει ή ελέγχει την ανθρωπότητα. Η κριτική του Μαρξ στο κεφάλαιο, επομένως, εκτείνεται πολύ βαθύτερα από την απλή ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της αναρχικής ανταλλαγής.

Είναι κοινός τόπος να αποδίδεται στον Μαρξ η θέση ότι τα εμπορεύματα έχουν διττό χαρακτήρα: αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Αυτό όμως δεν αποτελεί ανακάλυψη του Μαρξ, αφού οι κλασικοί πολιτικοί οικονομολόγοι το γνώριζαν καλά. Αυτό που είναι καινοτόμο στον Μαρξ είναι η διάκριση ανάμεσα στην αξία και την ανταλλακτική αξία. Η τελευταία είναι η μορφή εμφάνισης (erscheinungsformen) της πρώτης. Η διάκριση αυτή διέφυγε πλήρως τόσο από τους κλασικούς πολιτικούς οικονομολόγους όσο και από τους σοσιαλιστές επιγόνους της ρικαρδιανής παράδοσης (όπως οι Προυντόν, Τόμσον, Μπρέι και άλλοι), οι οποίοι επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στον ποσοτικό προσδιορισμό της αξίας (δηλαδή στην ποσότητα του χρόνου εργασίας που ενσωματώνεται στα προϊόντα της εργασίας). Ακόμα και ο ίδιος ο Μαρξ δεν παρουσίασε με σαφήνεια αυτή τη διάκριση παρά μόνον με τη δημοσίευση της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου, το 1872. Ο Μαρξ γράφει στο τμήμα για τη μορφή της αξίας, στο πρώτο κεφάλαιο:

«Όταν, στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, είπαμε κατά τον συνηθισμένο τρόπο ότι ένα εμπόρευμα είναι ταυτόχρονα αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία, αυτό ήταν, αυστηρά μιλώντας, λανθασμένο. Ένα εμπόρευμα είναι μια αξία χρήσης ή αντικείμενο χρησιμότητας και μια “αξία”... [της οποίας] η μορφή φαινομενικής εκδήλωσης είναι η ανταλλακτική αξία.» (Marx [1867] 1976b:152)

Ο Μαρξ επανέλαβε αυτή τη θέση στο τέλος της ζωής του, στην πλέον λεπτομερή υπεράσπιση του Κεφαλαίου:

«Δεν διαιρώ, λοιπόν, την αξία σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία ως αντιθέσεις μέσα στις οποίες διασπάται η αφαίρεση “αξία”, αλλά η συγκεκριμένη κοινωνική μορφή του προϊόντος της εργασίας, δηλαδή το “εμπόρευμα”, είναι αφ’ ενός μια αξία χρήσης και αφ’ ετέρου μια “αξία”, όχι ανταλλακτική αξία, διότι η απλή μορφή έκφρασης δεν είναι το ίδιο της το περιεχόμενο.» (Marx 1989a:545)

Η διάκριση μεταξύ ανταλλακτικής αξίας και αξίας έχει καθοριστική σημασία για τη μαρξική σύλληψη της εναλλακτικής στον καπιταλισμό, διότι υποδηλώνει ότι κάθε προσπάθεια «κατάργησης» της ανταλλακτικής αξίας είναι εντελώς ουτοπική, όσο η ουσία της αξίας — δηλαδή η αφηρημένη εργασία — συνεχίζει να κυριαρχεί στις κοινωνικές σχέσεις. Η οικοδόμηση μιας κοινωνίας που δεν θα προτάσσει πλέον την ανταλλακτική αξία έναντι των ανθρώπινων αναγκών απαιτεί έναν πολύ βαθύτερο μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων απ’ ό,τι επιφέρουν οι τροποποιήσεις στην αγορά ή στις σχέσεις διανομής.

Μόνο όταν εντοπιστεί το κατάλληλο αντικείμενο της κριτικής καθίσταται ορατή η ουσιαστική εναλλακτική στον καπιταλισμό. Η παραγωγή αξίας καθιστά τις ανθρώπινες σχέσεις έμμεσα κοινωνικές, μέσω της κυριαρχίας αφηρημένων μορφών όπως το χρήμα. Η εργασία προσλαμβάνει κοινωνικό ή γενικό χαρακτήρα όχι μέσα από τις συνειδητές πράξεις των παραγωγών, αλλά μέσω σχέσεων ανταλλαγής που τους επιβάλλονται εξωτερικά. Αντίθετα, ο σοσιαλισμός ορίζεται ως η άρνηση αυτής της κατάστασης. Η εργασία αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα πριν την ανταλλαγή των προϊόντων, με βάση τον κοινοτικό χαρακτήρα της παραγωγής. Καμία εξωτερική δύναμη, όπως ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, δεν καθορίζει τον ρυθμό ή τη φύση της εργασίας· αυτά καθορίζονται από τους ίδιους τους παραγωγούς. Καθώς αναδύεται μια νέα μορφή μη αλλοτριωμένης εργασίας, η διάσπαση μεταξύ {763} συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας υπερβαίνεται. Δεδομένου ότι η αφηρημένη εργασία είναι η υπόσταση της αξίας, η υπέρβασή της σηματοδοτεί και το τέλος της παραγωγής που στοχεύει στην αξιοποίηση της αξίας. Και αφού η ανταλλακτική αξία είναι η φαινομενική έκφραση της αξίας, καθίσταται πλέον περιττή. Ο Μαρξ διατυπώνει ρητά αυτό το όραμα μιας νέας κοινωνίας στα Grundrisse:

Ο γενικός χαρακτήρας της εργασίας δεν θα της αποδίδεται μόνον μέσω της ανταλλαγής· ο κοινοτικός της χαρακτήρας θα καθορίζει τη συμμετοχή στα προϊόντα. Ο κοινοτικός χαρακτήρας της παραγωγής θα καθιστούσε από την αρχή το προϊόν κοινό, γενικό. Η ανταλλαγή που θα πραγματοποιείται αρχικά στην παραγωγή — και η οποία δεν θα είναι ανταλλαγή ανταλλακτικών αξιών, αλλά δραστηριοτήτων καθορισμένων από κοινοτικές ανάγκες και κοινοτικούς σκοπούς — θα περιλαμβάνει εξ αρχής τη συμμετοχή του ατόμου στον κοινοτικό κόσμο των προϊόντων... η εργασία θα τίθεται ως γενική εργασία πριν από την ανταλλαγή, δηλαδή η ανταλλαγή προϊόντων δεν θα αποτελεί σε καμία περίπτωση το μέσο με το οποίο διαμεσολαβείται η συμμετοχή του ατόμου στη γενική παραγωγή. Η διαμεσολάβηση, βεβαίως, πρέπει να υπάρξει. (Marx [1857–1858] 1986a:108*)

Δεν είναι όλες οι μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης συστατικές της παραγωγής αξίας. Η τελευταία υπερβαίνεται όταν οι κοινωνικές σχέσεις καθίστανται διαμεσολαβημένες μέσω διυποκειμενικών συνδέσεων μεταξύ ελεύθερα συνεταιρισμένων ατόμων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ ορίζει τον σοσιαλισμό στα Grundrisse ως την «επικράτεια της ελεύθερης ατομικότητας» (Marx [1857–1858] 1986a:95). Η εναλλακτική στις αφηρημένες μορφές κυριαρχίας δεν είναι, για τον Μαρξ, η κυριαρχία από συγκεκριμένες συλλογικές ή κοινωνικές οντότητες (όπως συνέβαινε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες). Αντίθετα, σε μια νέα κοινωνία τα άτομα μαθαίνουν συλλογικά να ζουν χωρίς την κυριαρχία ούτε συγκεκριμένων κοινωνικών ιεραρχιών, ούτε αφηρημένων μορφών όπως η αξία.

Συνεργατικές μορφές παραγωγής και διανομής μπορούν πράγματι να προαναγγείλουν τέτοιες μορφές ζωής μετά τον καπιταλισμό. Παρ’ όλα αυτά, οι δημοκρατικές και συνεργατικές μορφές λήψης αποφάσεων δεν αναιρούν από μόνες τους το νόμο της αξίας, εφόσον παραμένουν περιορισμένες από τις προσταγές του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας — έστω και όχι άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα. Ο Μαρξ προειδοποιεί γι’ αυτό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου:

«Η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας καταργείται εδώ, έστω και αρχικά μόνο με τη μορφή ότι οι εργάτες ως συνεταιρισμός γίνονται οι ίδιοι οι καπιταλιστές τους, δηλαδή χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής για να αξιοποιήσουν τη δική τους εργασία.» (Marx [1894] 1981:507)

Η αντίληψη ότι η εναλλακτική στον καπιταλισμό μπορεί να αναδυθεί αυτογενώς (sui generis) από απομονωμένα, διαχωρισμένα πειράματα συλλογικής διαβίωσης — μια αντίληψη χαρακτηριστική της παράδοσης του Προυντόν και των επιγόνων του — ήταν ξένη προς τον Μαρξ.

3. Το Όραμα μιας Νέας Κοινωνίας στο Κεφάλαιο του Μαρξ

Εντυπωσιακά, η πληρέστερη συζήτηση για την έννοια του σοσιαλισμού στον Μαρξ βρίσκεται στην περίφημη ενότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, «Ο Φετιχιστικός Χαρακτήρας του Εμπορεύματος». Ο φετιχισμός του εμπορεύματος {764} είναι δύσκολο να διαλυθεί, καθώς δεν αποτελεί απλώς μια ιδεολογική ψευδαίσθηση ή μια εσφαλμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αντιθέτως, τόσο για τους καπιταλιστές όσο και για «τους παραγωγούς, οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ιδιωτικών εργασιών τους εμφανίζονται όπως είναι, δηλαδή δεν εμφανίζονται ως άμεσες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ προσώπων κατά την εργασία τους, αλλά μάλλον ως υλικές σχέσεις μεταξύ προσώπων και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ πραγμάτων» (Marx [1867] 1976b:155–166). Δεδομένου ότι ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι μια «μορφή σκέψης κοινωνικά έγκυρη και, επομένως, αντικειμενική για τις σχέσεις παραγωγής» του καπιταλισμού (Marx [1867] 1976b:169), δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι μπορεί κανείς να αποφύγει τη μυστικοποίηση του.

Υπάρχει, λοιπόν, διέξοδος; Το μυστήριο του εμπορεύματος, γράφει ο Μαρξ, «εξαφανίζεται μόλις περάσουμε σε άλλες μορφές παραγωγής» (Marx [1867] 1976b:169). Η αντίθεση των καπιταλιστικών με τους μη καπιταλιστικούς τρόπους ζωής καθιστά δυνατή τη ρήξη με τα «δεσμά του νου» που φυσικοποιούν μεταβατικές κοινωνικές μορφές. Ο Μαρξ στρέφεται πρώτα προς το παρελθόν, πραγματοποιώντας μία σύντομη ανασκόπηση των προκαπιταλιστικών οικονομικών μορφών, όπου επικρατεί η κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σε αυτές κυριαρχούν σχέσεις προσωπικής εξάρτησης, στις οποίες «δεν υπάρχει ανάγκη η εργασία και τα προϊόντα της να προσλαμβάνουν μια φαντασιακή μορφή διαφορετική από την πραγματικότητά τους» (Marx [1867] 1976b:170). Καμία αφηρημένη οντότητα, όπως η ανταλλακτική αξία, δεν διαμεσολαβεί τις ανθρώπινες σχέσεις· η σχέση μεταξύ παραγωγών και προϊόντων είναι διαφανής. Ο Μαρξ θα εμβαθύνει περαιτέρω στο θέμα αυτό μετά την ολοκλήρωση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, μέσα από τα εκτενή γραπτά του τη δεκαετία του 1870 και 1880 για τις κοινοτικές μορφές στην Ινδία, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδονησία, τη Βόρεια Αφρική και μεταξύ των αυτόχθονων Αμερικανών.

Στη συνέχεια, στρέφεται προς το μέλλον, γράφοντας: «Ας φανταστούμε, επιτέλους, για αλλαγή, μια ένωση ελεύθερων ανθρώπων, που εργάζονται με κοινή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής». Στη μελλοντική αυτή σοσιαλιστική κοινωνία, τα προϊόντα είναι «άμεσα αντικείμενα χρηστικής αξίας» και δεν προσλαμβάνουν μορφή αξίας. Η ανταλλακτική αξία και η καθολική εμπορευματική παραγωγή καταργούνται. Οι παραγωγοί αποφασίζουν πώς θα παραχθεί, θα διανεμηθεί και θα καταναλωθεί το συνολικό κοινωνικό προϊόν. Ένα μέρος χρησιμοποιείται για την ανανέωση των μέσων παραγωγής· το άλλο «καταναλώνεται από τα μέλη της ένωσης ως μέσα συντήρησης». Ο Μαρξ προσθέτει: «Το μερίδιο του κάθε μεμονωμένου παραγωγού στα μέσα συντήρησης καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας του». Ο χρόνος αυτός «υπηρετεί ως μέτρο της συμμετοχής του κάθε ατόμου στην κοινή εργασία, και του μεριδίου του στο μέρος του συνολικού προϊόντος που προορίζεται για ατομική κατανάλωση» (Marx [1867] 1976b:172). Εφόσον οι σχέσεις μεταξύ παραγωγών και προϊόντων είναι «διαφανείς μέσα στην απλότητά τους», ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας — που κάθε άλλο παρά είναι διαφανής, καθώς επιβάλλεται πίσω από τις πλάτες των παραγωγών — δεν έχει θέση στον σοσιαλισμό. Η ανταμοιβή βασίζεται στον πραγματικό χρόνο εργασίας — δηλαδή στην ποσότητα των πραγματικών ωρών εργασίας. Μια νέα σύλληψη, σχέση και οργάνωση του χρόνου καθίσταται θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού.

Ο Μαρξ σημειώνει ότι εδώ υπάρχει μια «παραλληλία» με την εμπορευματική παραγωγή, υπό την έννοια ότι λαμβάνει χώρα ανταλλαγή ισοδυνάμων: τα άτομα εργάζονται τόσες ώρες και λαμβάνουν αγαθά που παρήχθησαν σε αντίστοιχο αριθμό ωρών. Όμως η παραλληλία δεν σημαίνει ταύτιση. Η ανταλλαγή αυτή δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από εκείνη του καπιταλισμού, αφού ορίζεται από την ελεύθερη συνεταιριστική ανταλλαγή δραστηριοτήτων, και όχι εμπορευμάτων βάσει ενός αφηρημένου κοινωνικού μέσου χρόνου πάνω στον οποίο τα άτομα δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας προβάλλει μπροστά στα άτομα ως απρόσωπη δύναμη που δρα ανεξάρτητα από {765} τις αισθητές ανάγκες τους, ενώ ο πραγματικός χρόνος εργασίας είναι η αισθητηριακή δραστηριότητα των ατόμων που διαμεσολαβεί τη σχέση τους με τη φύση. Η διανομή των στοιχείων της παραγωγής βάσει του πραγματικού χρόνου εργασίας συνιστά μια ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό, καθώς σηματοδοτεί ότι η ιδιότυπη κοινωνική μορφή εργασίας του τελευταίου — δηλαδή ο διαχωρισμός της αφηρημένης από τη συγκεκριμένη εργασία — έχει καταργηθεί. Κατά συνέπεια, η παραγωγή αξίας τερματίζεται με την έναρξη του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ επιμένει αδιάκοπα σε αυτό το σημείο: «Στην έρευνά μου για την αξία ασχολήθηκα με τις αστικές σχέσεις, όχι με την εφαρμογή αυτής της θεωρίας της αξίας σε μια "κοινωνική κατάσταση"» (Marx 1989a:536–537).

Η νύξη προς τον σοσιαλισμό στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου είναι αξιοσημείωτη, όχι μόνο γιατί συμβαίνει εκεί, αλλά και επειδή η κυρίαρχη αφήγηση μεταξύ πολλών μαρξιστών υποστηρίζει ότι το να «φαντάζεται» κανείς το μέλλον είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει ένας ιστορικός υλιστής. Σύμφωνα με την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη —την οποία συμμερίζονται και πολλοί επικριτές του παραδοσιακού μαρξισμού—, το μόνο που επιτρέπεται είναι η συζήτηση των εμμενών δυνατοτήτων για χειραφέτηση που εμπεριέχονται στο παρόν. Αφού, όπως αναφέρεται στη Γερμανική Ιδεολογία, «ο κομμουνισμός είναι το πραγματικό κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» (Marx and Engels [1932] 1846:49), τότε γιατί να χρειάζεται καθόλου η φαντασιακή σύλληψη του μέλλοντος; Κι όμως, αυτό ακριβώς μάς καλεί να κάνουμε ο Μαρξ.

Έχει, άραγε, υποπέσει στον ουτοπισμό; Όχι, διότι το μέλλον παράγεται εντός του παρόντος, μέσα από τους αγώνες ενάντια στις επιταγές της παραγωγής αξίας. Ο Μαρξ είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει άμεσα έναν τέτοιον αγώνα λίγο μετά τη δημοσίευση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου — την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Η εμπειρία αυτή εμβάθυνε σημαντικά την κατανόησή του για την παραγωγή αξίας, καθώς η Κομμούνα αντιπροσώπευσε «την πολιτική μορφή που ανακαλύφθηκε επιτέλους, υπό την οποία μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας» (Marx [1875] 1986b:334). Η αντίθεση μεταξύ της υπαρκτής κοινωνίας και του οράματος του μέλλοντος που διέκρινε στην πράξη των κομμουνάρων τον οδήγησε να αναθεωρήσει τη συζήτηση για τον φετιχισμό του εμπορεύματος στη δεύτερη γερμανική έκδοση του 1872, η οποία αφιερώνει για πρώτη φορά ξεχωριστή ενότητα σε αυτόν.

Η στήριξη του Μαρξ σε ένα πραγματικό κίνημα που ανέτρεψε την υπάρχουσα κοινωνική τάξη δεν τον εμπόδισε να «φανταστεί, για αλλαγή» μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Ήταν, άλλωστε, απολύτως ενήμερος ότι δεν είναι όλοι οι αγώνες που στοχεύουν στην ανατροπή της υπάρχουσας τάξης σοσιαλιστικοί ή κομμουνιστικοί. Για να γνωρίσει κανείς αν ένα κίνημα είναι σοσιαλιστικό, απαιτείται να το αξιολογήσει. Η αξιολόγηση απαιτεί μέτρο. Και το μέτρο απαιτεί έννοια που το ορίζει. Ο Μαρξ παρέχει μια τέτοια έννοια στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου.

Συνεπώς, δεν ισχύει ότι «η τοποθέτηση του [σοσιαλισμού] στο μέλλον ισοδυναμεί με το να μας κρατάει υπό την εξουσία του κόμματος-[πρωτοπορίας], μιας μορφής αγώνα που έχει αποτύχει και μάλιστα παταγωδώς» (Holloway 2015:8). Όπως έχω δείξει αλλού, η ιδέα του κόμματος-πρωτοπορίας, που φέρνει την κομμουνιστική συνείδηση στις μάζες «απ’ έξω», ήταν ξένη προς τον Μαρξ και εισήλθε στον «μαρξισμό» μέσω ενός από τους πικρότερους πολιτικούς αντιπάλους του — του Φερδινάνδου Λασάλ (βλ. Hudis 1998 και Hudis 2018). Ο Λασάλ ήταν αυτός που πρώτος προώθησε την άποψη ότι απαιτούνται «φορείς της επιστήμης», όπως ο ίδιος, για να μεταδώσουν τη σοσιαλιστική συνείδηση στους εργάτες, οι οποίοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν μέσω της δικής τους δράσης — μια ιδέα που μετέδωσε απευθείας στον Καρλ Κάουτσκι, ο οποίος με τη σειρά του τη μετέφερε στον Λένιν. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος αυτής της αντίληψης στο έργο του Μαρξ, ο οποίος διακήρυξε από την αρχή έως το τέλος ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης. Όπως δείχνει το κείμενο του Κεφαλαίου, δεν υπάρχει καμία αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στη φαντασιακή σύλληψη του μέλλοντος {766} και στην άποψη ότι η σοσιαλιστική συνείδηση πρέπει να μεταδοθεί στις μάζες ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των αυθόρμητων αγώνων τους.

Ωστόσο, ένα ερώτημα παραμένει: Γιατί ο Μαρξ προβάλλει τον πραγματικό χρόνο εργασίας ως καθοριστική αρχή μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, σε αυτήν τη σύντομη αναφορά του στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου; Δεν είναι, άραγε, ο σοσιαλισμός εκείνο που θα έπρεπε να καταργήσει την εργασία; Δεν θα έπρεπε ο ελεύθερος χρόνος, αντί του χρόνου εργασίας, να αποτελεί την κυρίαρχη αρχή; Στα Grundrisse, ο Μαρξ δηλώνει ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για την υπέρβασή του, μειώνοντας την ποσότητα της ζωντανής εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο στο σημείο της παραγωγής. Η τάση να αντικαθίσταται η ζωντανή εργασία με μηχανισμούς εξοικονόμησης εργασίας καταλήγει, τελικά, στο σημείο όπου «η άμεση εργασία ως τέτοια παύει να αποτελεί τη βάση της παραγωγής». Η εργασία «μετατρέπεται περισσότερο σε εποπτική και ρυθμιστική δραστηριότητα». Αυτό αποτελεί τη βάση για μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, στην οποία «το μέτρο του πλούτου δεν είναι πλέον, σε καμία περίπτωση, ο χρόνος εργασίας, αλλά ο διαθέσιμος χρόνος» (Marx 1973:708–709).

Αντιφάσκει αυτή η προοπτική με όσα αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο; Θα μπορούσε να φαίνεται έτσι —ιδίως επειδή τα αποσπάσματα για το «αυτόματο σύστημα μηχανών» (“the automaton”) στα Grundrisse δεν επανεμφανίζονται στο Κεφάλαιο. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι ο Μαρξ άλλαξε τη θέση του πώς η καπιταλιστική ώθηση στη μείωση της αναγκαίας εργασίας στο ελάχιστο δημιουργεί μια υλική προϋπόθεση για τον σοσιαλισμό. Καθώς ο αναγκαίος χρόνος εργασίας συρρικνώνεται, δημιουργείται περισσότερος χρόνος για την ανάπτυξη και απόλαυση του πλήρους φάσματος των ανθρώπινων ικανοτήτων — αυτό που ο νεαρός Μαρξ αποκαλούσε «ολότητα των ανθρώπινων εκδηλώσεων της ζωής» (Marx [1844] 1975b:299). Ο Μαρξ ποτέ δεν υποστήριξε ότι η εργασία θα παρέμενε η κυρίαρχη μορφή κοινωνικής σχέσης σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Το Κεφάλαιο παρουσιάζει τον πραγματικό χρόνο εργασίας ως ένα μέτρο για τη διανομή των προϊόντων της εργασίας, αλλά δεν προτείνει ότι αυτός λειτουργεί ως το μέτρο για το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.

Επιπλέον, ο Μαρξ δεν δηλώνει ούτε στα Grundrisse ότι η εργασία καταργείται πλήρως στον σοσιαλισμό. Υποστηρίζει ότι, με την ουσιαστική εξάλειψη της παραγωγικής εργασίας, η εργασιακή δραστηριότητα «μετατρέπεται περισσότερο σε εποπτική και ρυθμιστική». Αλλά άραγε το τέλος της παραγωγικής, βιομηχανικής εργασίας συνεπάγεται την κατάργηση κάθε μορφής εργασίας; Τι γίνεται με την εργασία που δεν παράγει υπεραξία, όπως η φροντίδα, η ανατροφή, η εκπαίδευση και η κριτική σκέψη — αυτό που κάποιοι αποκαλούν συναισθηματική εργασία (affective labor); Η τελευταία τείνει να υποτιμάται στον καπιταλισμό, ακριβώς επειδή δεν παράγει υπεραξία. Γι’ αυτό η οικιακή, αναπαραγωγική εργασία των γυναικών συχνά παραγκωνίζεται ή αγνοείται. Αλλά είναι δεδομένο ότι η συναισθηματική εργασία δεν έχει θέση στον σοσιαλισμό; — αφού, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες, «χαρακτηριστικά μοναδικά ανθρώπινα, όπως η ενσυναίσθηση, η δημιουργικότητα, η κρίση ή η κριτική σκέψη, δεν πρόκειται ποτέ να υπαχθούν σε μαζική αυτοματοποίηση» (Smith 2014). Δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε ότι η κατάργηση της παραγωγικής εργασίας συνεπάγεται και την κατάργηση όλων των μορφών εργασίας — εκτός αν ταυτίσει κανείς τη βιομηχανική, εργαλειακή εργασία με κάθε είδους εργασιακή δραστηριότητα. Μα κάτι τέτοιο θα σήμαινε τη φυσικοποίηση μιας μεταβατικής ιστορικής μορφής.

Οι επικριτές του Μαρξ συχνά παραβλέπουν αυτό το σημείο όταν πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ «παραγωγικής» και «μη παραγωγικής» εργασίας. Η Σίλβια Φεντερίτσι, για παράδειγμα, έχει υποστηρίξει ότι ο Μαρξ «εξιδανίκευσε τη βιομηχανική εργασία ως τη κανονιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής» (Federici 2017:80). Ωστόσο, ο Μαρξ δεν υποδηλώνει ότι η βιομηχανική ή παραγωγική εργασία —την οποία ορίζει ως την εργασία που παράγει υπεραξία— είναι «ανώτερη» από τη μη παραγωγική εργασία. Αντιθέτως, δηλώνει: «το να είσαι παραγωγικός εργάτης είναι μια ατυχία» (Marx [1867] 1976b:644). Ούτε {767} υπονοεί ότι η μη παραγωγική εργασία είναι αχρείαστη (αναμφίβολα, η εργατική δύναμη δεν μπορεί να αυξήσει την υπεραξία εάν δεν αναπαράγεται στη σφαίρα του οικιακού). Ο Μαρξ επιδιώκει να απαντήσει σε ένα διαφορετικό ερώτημα — συγκεκριμένα, ποιες κοινωνικές σχέσεις είναι αναγκαίες για την παραγωγή υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό το θέτει για να εντοπίσει πώς μπορεί να καταργηθεί η παραγωγή αξίας.

Δεν είναι μόνο ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου που περιέχει συζήτηση για το οικονομικό περιεχόμενο μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας· παρόμοιες αναφορές υπάρχουν και σε ορισμένα αποσπάσματα των τόμων 2 και 3 του Κεφαλαίου. Στον δεύτερο τόμο γράφει:

Με τη συλλογική παραγωγή, το χρηματικό κεφάλαιο καταργείται πλήρως. Η κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο οι παραγωγοί να μη λαμβάνουν έντυπα γραμμάτια (paper tokens) που να τους επιτρέπουν να αποσύρουν από το κοινωνικό ταμείο κατανάλωσης ένα ποσό αντίστοιχο προς τον εργάσιμο χρόνο τους. Όμως αυτά τα γραμμάτια δεν είναι χρήμα· δεν κυκλοφορούν. (Marx [1885] 1978:434)

Αυτά και παρόμοια σχόλια είναι πλήρως συμβατά με τη συζήτηση του Μαρξ για τον σοσιαλισμό στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου.

4. Η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα του 1875

Η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (1875) αποτελεί τη λεπτομερέστερη συζήτηση του Μαρξ σχετικά με μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Με μια αυστηρή επίπληξη προς τους οπαδούς του για την υποταγή τους στις δογματικές αρχές του Λασάλ, απευθύνει τις δριμύτερες επιθέσεις του στο γεγονός ότι το πρόγραμμα απέτυχε να «ασχοληθεί με τη μελλοντική κατάσταση της κομμουνιστικής κοινωνίας» (Marx [1875] 1989b:95). Ο Μαρξ απαντά με άμεση συζήτηση μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνίας (οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι στον Μαρξ και δεν υποδηλώνουν διακριτά ιστορικά στάδια). Κατά τη διάρκεια αυτής της ανάλυσης, διακρίνει μεταξύ δύο φάσεων του σοσιαλισμού ή κομμουνισμού: της πρώτης, όπως αναδύεται από τη μήτρα της παλιάς κοινωνίας, και της δεύτερης, όπως υφίσταται στη βάση των δικών της θεμελίων.

Δηλώνει ότι στην αρχική, κατώτερη φάση οι παραγωγοί «δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους· όπως επίσης, η εργασία που έχει καταναλωθεί για την παραγωγή δεν εμφανίζεται πλέον ως η αξία αυτών των προϊόντων, ως μια υλική ιδιότητα που τα χαρακτηρίζει, καθώς τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, η ατομική εργασία δεν υπάρχει έμμεσα, αλλά άμεσα ως συστατικό μέρος της συνολικής εργασίας» (Marx [1875] 1989b:85). Η γενικευμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων τερματίζεται στην αρχική φάση του σοσιαλισμού, καθώς προϋπόθεση ύπαρξής της είναι μια κοινωνική υπόσταση — η αφηρημένη εργασία — που καθιστά εφικτή την καθολική ανταλλαξιμότητα των προϊόντων της εργασίας. Όμως, με τον δημοκρατικό, ελεύθερα συνεταιριστικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, η αφηρημένη εργασία παύει να υφίσταται — αφού πλέον οι ίδιοι οι παραγωγοί (και όχι μια εξωτερική δύναμη) καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις. Και εφόσον η αφηρημένη εργασία είναι η υπόσταση της αξίας, η παραγωγή αξίας παύει να υπάρχει — όχι μόνο στην ανώτερη, αλλά και στην «κατώτερη», αρχική φάση του σοσιαλισμού.

{768} Ωστόσο, η εργασία καθαυτή δεν καταργείται, καθώς ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος λειτουργεί ως μέτρο για τη διανομή των προϊόντων της κοινοτικής δραστηριότητας. Ο Μαρξ γράφει: «Ο ατομικός παραγωγός λαμβάνει από την κοινωνία — αφού αφαιρεθούν οι κρατήσεις — ακριβώς ό,τι της έδωσε. Αυτό που της έδωσε είναι το ατομικό του ποσόν εργασίας». Τα άτομα λαμβάνουν από την κοινωνία ένα κουπόνι ή γραμμάτιο που βεβαιώνει ότι «προσέφεραν τόση και τόση εργασία (αφού αφαιρεθεί η εργασία για τα κοινά ταμεία)» και με αυτό το γραμμάτιο αποκτούν «από το κοινωνικό απόθεμα μέσων κατανάλωσης ποσότητα αντίστοιχη με το κόστος της εργασίας» (Marx [1875] 1989b:86). Όπως και στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ δεν υποστηρίζει ότι η εργασία του εργάτη υπολογίζεται βάσει ενός κοινωνικού μέσου όρου εργάσιμου χρόνου. Εδώ, ο εργάσιμος χρόνος αναφέρεται απλώς στο πραγματικό πλήθος ωρών εργασίας που εκτελεί το άτομο εντός ενός συγκεκριμένου συνεταιρισμού.

Επειδή είναι εύκολο να συγχέεται ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος με τον κοινωνικά αναγκαίο εργάσιμο χρόνο, αυτό απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση. Θα μπορούσε να φαίνεται ότι ο Μαρξ υιοθετεί την πρόταση του Προυντόν περί εργασιακών δελτίων ή χρονικών δελτίων, την οποία έχει ανελέητα επικρίνει στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας και στα Grundrisse. Όμως αυτή η εντύπωση είναι παραπλανητική. Ο Προυντόν και οι σοσιαλιστές νεο-ρικαρντιανοί υποστήριζαν τα χρονικά δελτία ως μέσο μέτρησης της «αξίας της εργασίας» βάσει του μέσου χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτό σήμαινε τον ορθολογικό εξορθολογισμό της παραγωγής αξίας αντί την κατάργηση της. Η προσέγγιση του Μαρξ δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Τα εργασιακά δελτία που συζητά βασίζονται στον πραγματικό εργάσιμο χρόνο, όχι σε κοινωνικό μέσο όρο. Ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος, σε αντίθεση με τον κοινωνικά αναγκαίο εργάσιμο χρόνο, διαφέρει από άτομο σε άτομο και από περίσταση σε περίσταση. Είναι απολύτως ενδεχομενικός. Το πραγματικό χρονικό διάστημα που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων σε έναν συνεταιρισμό μπορεί να διαφέρει σημαντικά από αυτό σε άλλον, καθώς οι ίδιοι οι παραγωγοί αποφασίζουν τον ρυθμό και τη φύση της εργασίας.^1 Επιπλέον, τέτοιες αποφάσεις εξαρτώνται από τις ποικιλίες του φυσικού περιβάλλοντος. Τίποτα από αυτά δεν έχει σχέση με μια «ορθολογική» ή σχεδιασμένη οργάνωση της παραγωγής αξίας. Παρόλο που τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι επικριτές του καπιταλισμού συχνά συγχέουν τον πραγματικό, αισθητό, συγκεκριμένο χρόνο με τον χρόνο ως αμετάβλητη μη-αισθητή αφαίρεση, ο Μαρξ ιστορικοποιεί και προβληματοποιεί την έννοια του χρόνου. Για αυτόν, σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, «ο χρόνος γίνεται ο χώρος για την ανθρώπινη ανάπτυξη» (Marx 1989c:493).

^1 Για μια συζήτηση σχετικά με το πώς η διανομή βάσει του πραγματικού εργάσιμου χρόνου απαντά στο ζήτημα της αποδοτικότητας και της εξοικονόμησης χρόνου, βλέπε Hudis 2013:111–112.

Αυτές οι διακρίσεις συχνά παραβλέπονται. Μία πρόσφατη ανάλυση της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα, για παράδειγμα, ερμηνεύει τη συζήτηση του Μαρξ για τη διανομή βάσει του πραγματικού εργάσιμου χρόνου ως ένδειξη ότι η κατώτερη φάση του Κομμουνισμού αντιπροσωπεύει μια καθολικοποιημένη παραγωγή αξίας: «Η καθολικοποίηση αυτής της μορφής κυριαρχίας είναι ο προάγγελος της κατάργησης της κυριαρχίας. Για τον Μαρξ, μόνο στη ανώτερη φάση ξεπερνιέται στην πραγματικότητα η κυριαρχία» (Benanav 2015:185–186). Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς αυτό μπορεί να εξαχθεί από το κείμενο του Μαρξ, αφού στην κατώτερη φάση δεν υπάρχουν τάξεις, δεν υπάρχει αλλοτριωμένη ή αφηρημένη εργασία, δεν υπάρχει ανταλλαγή εμπορευμάτων και δεν υπάρχει διπλός χαρακτήρας της εργασίας. Πώς λοιπόν μπορεί να υπάρχει παραγωγή αξίας, πόσο μάλλον καθολικοποιημένη παραγωγή αξίας; Ο ισχυρισμός αυτός είναι δυνατός μόνο εφόσον κάθε είδους «εργασία» εξισώνεται με την αφηρημένη εργασία και κάθε είδους «χρόνος» εξισώνεται με τον αφηρημένο {769} καθολικό χρόνο εργασίας. Τέτοιες διατυπώσεις μπορεί να συνάδουν με τη λογική του κεφαλαίου, αλλά δύσκολα ευθυγραμμίζονται με την κριτική του Μαρξ προς αυτό.

Όταν ο Μαρξ δηλώνει στην Κριτική ότι στη χαμηλότερη φάση «θα ισχύει η ίδια αρχή όπως στην αστική κοινωνία», δεν αναφέρεται στην αφηρημένη εργασία, στον κοινωνικά αναγκαίο εργάσιμο χρόνο ή στην παραγωγή αξίας. Επαναλαμβάνει απλώς το ίδιο σημείο που διατυπώνει και στο Κεφάλαιο, ότι υπάρχει μια «παραλληλία» με την εμπορευματική παραγωγή με την πολύ περιορισμένη έννοια ότι επιβιώνει μια ανταλλαγή ισοδυνάμων. Όπως και με το καπιταλιστικό «αστικό δίκαιο», αυτό που λαμβάνεις από την κοινωνία εξαρτάται από αυτό που της προσφέρεις. Αυτό το ελάττωμα είναι, κατά τον ίδιο, «αναπόφευκτο» σε μια κοινωνία που μόλις αναδύεται από τη μήτρα του καπιταλισμού. Όμως η μορφή αυτού του quid pro quo (ανταποδοτικού ανταλλάγματος) απέχει πολύ από την ανταλλαγή αφηρημένων ισοδυνάμων. Οι άνθρωποι πλέον μαθαίνουν να κυριαρχούν στον εαυτό τους και στο περιβάλλον τους βάσει ενός προσδιορισμού του χρόνου που δεν τους αντιπαρατίθεται ως εξωτερική δύναμη. Αντί να «καθολικοποιεί» την κυριαρχία ως «προάγγελο του τέλους της κυριαρχίας», η ανάλυση του Μαρξ για τη χαμηλότερη φάση θεμελιώνει τις απελευθερωτικές προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την επίτευξη της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» στην ανώτερη φάση. Στο σημείο αυτό, το quid pro quo εγκαταλείπεται. Με την κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας και την επίτευξη της «πολύπλευρης ανάπτυξης του ατόμου», επιτυγχάνεται μια ανώτερη φάση, όπου ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος δεν χρησιμεύει πλέον ως μέτρο των κοινωνικών σχέσεων.

Επιπλέον, ο Μαρξ δεν υποστηρίζει ότι η χαμηλότερη φάση διέπεται από την αρχή «στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του, από τον καθένα ανάλογα με την εργασία του». Ουδέποτε διατύπωσε ο Μαρξ τέτοια διατύπωση, και για καλό λόγο— είναι φόρμουλα που αντανακλά την εργασία με μισθό. Η μισθωτή εργασία βασίζεται στην ιδέα ότι αποζημιώνεσαι για την αξία της εργασίας σου. Μπορεί σπάνια να απολαμβάνεις το πλήρες της αξίας, όμως ο Μαρξ θεωρεί στα Τόμοι 1 και 2 του Κεφαλαίου ότι η εργατική δύναμη πληρώνεται στην αξία της. Το κάνει αυτό για να δείξει ότι ακόμη κι αν ο εργάτης λάβει «δίκαιο» μισθό, εξακολουθεί να είναι αποξενωμένος και εκμεταλλευόμενος, καθότι αντιμετωπίζεται ως απλή έκφραση ανταλλακτικής αξίας. Γι’ αυτό και ορίζει τον σοσιαλισμό ως την κατάργηση της μισθωτής εργασίας.

Η ανάλυση του Μαρξ για τη χαμηλότερη φάση δεν πρέπει να διαβαστεί ως κανονιστική προβολή του πώς θα έπρεπε να οργανωθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία που αναδύεται από τη μήτρα του καπιταλισμού. Δεν γράφει σχεδιαγράμματα για το μέλλον. Δηλώνει στην Κριτική ότι μόλις οι σχέσεις παραγωγής μετασχηματιστούν πλήρως σε ένα συστηματικό, κοινωνικό επίπεδο, «προκύπτει αυτόματα μια νέα μορφή διανομής των μέσων κατανάλωσης», η οποία ορίζει τη συγκεκριμένη κοινωνία (Marx [1875] 1989b:95).^2 Η διανομή βάσει του πραγματικού εργάσιμου χρόνου αποτελεί τεράστιο άλμα προς τα εμπρός, καθώς σηματοδοτεί την κατάργηση της παραγωγής αξίας, αλλά παραμένει ελαττωματική, αφού εξακολουθεί να υφίσταται μια ανταλλαγή ισοδυνάμων (πραγματικών, όχι αφηρημένων).

^2 Φυσικά, ομάδες ατόμων ενδέχεται να επιλέξουν να υιοθετήσουν μια μορφή διανομής σε ένα δεδομένο τοπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από νέες σχέσεις παραγωγής. Όμως ο Μαρξ υποθέτει ότι αυτή η μορφή δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα και σε κοινωνική κλίμακα.

Ίσως φαίνεται παράδοξο ότι μια φάση του σοσιαλισμού που αντιπροσωπεύει την επικράτεια της ελευθερίας μπορεί να είναι ελαττωματική. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σε αυτό. Ο Μαρξ δεν έχει μια τελειοκρατική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, και συνεπώς δεν έχει ούτε μια τελειοκρατική αντίληψη για τη νέα κοινωνία. Κάθε φάση ελευθερίας αντιμετωπίζει όρια και φραγμούς— αλλιώς δεν θα υπήρχε ώθηση για περαιτέρω υπέρβαση. Υπάρχει άραγε κάποιο σημείο στο οποίο αυτή η ώθηση για αυτοανάπτυξη παύει να {770} υπάρχει; Όχι, ούτε καν στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού, η οποία δεν αναιρεί όλα τα αντικειμενικά όρια ή αντιφάσεις. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο νεαρός Μαρξ υποστήριζε ότι: «Ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η κινητήρια αρχή του άμεσου μέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός καθαυτός δεν είναι ο στόχος της ανθρώπινης ανάπτυξης, η μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας». Και γι’ αυτό στα Grundrisse κάνει λόγο για την «απόλυτη κίνηση του γίγνεσθαι» (Marx [1857–1858] 1986a:412).

Παίζει άραγε η εργασία κάποιο ρόλο στην ανώτερη φάση του σοσιαλισμού; Ο Μαρξ πιστεύει πως ναι, αφού πλέον «η εργασία έχει καταστεί όχι μόνο μέσο ζωής, αλλά η πρωταρχική ανάγκη της ζωής» (Marx [1875] 1989b:87). Η εργασία ως μέσο προς έναν σκοπό, ως καθαρά εργαλειακή δραστηριότητα, έχει καταργηθεί πολύ πριν από αυτή τη φάση. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν ταυτίζει κάθε μορφή εργασίας με την εργαλειακή εργασία. Η «εργασία» περιλαμβάνει επίσης συναισθηματικές δραστηριότητες, όπως η φροντίδα, η ανατροφή και η αλληλοϋποστήριξη, ως σκοπούς καθαυτούς. Όπως γράφει στο Κεφάλαιο, «Η εργασία είναι η καθολική συνθήκη για τον μεταβολισμό μεταξύ ανθρώπου και φύσης, η διαρκής, επιβεβλημένη από τη φύση συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, και συνεπώς [...] κοινή σε όλες τις μορφές κοινωνίας στις οποίες υπάρχει ανθρώπινη ζωή» (Marx [1867] 1976b:290). Δεν είναι καθόλου αναγκαίο κάθε είδους «εργασίας» να λαμβάνει τη μορφή της αξίας, όπως δεν είναι αναγκαίο κάθε ανθρώπινη κοινωνία να προσλαμβάνει τη μορφή του καπιταλισμού. Παρόλα αυτά, παραμένει αναγκαίο να περιοριστεί η ποσότητα του πραγματικού εργάσιμου χρόνου στο ελάχιστο, εάν θέλουμε να βιώσουμε την «ολότητα των ανθρώπινων εκδηλώσεων της ζωής».

Η αντίληψη του Μαρξ για τις φάσεις του σοσιαλισμού δεν πρέπει να συγχέεται με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», την οποία ορίζει ως ένα πολιτικό μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό/Κομμουνισμό. Η Κριτική δηλώνει ρητά: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος [...] στην οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» (Marx [1875] 1989b:95). Πρόκειται για δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας από την «τεράστια πλειοψηφία», δηλαδή από τους παραγωγούς, οι οποίοι χρησιμοποιούν την πολιτική εξουσία ως μοχλό για την κατάργηση της ταξικής κυριαρχίας μέσω της επαναστατικής αναδιοργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, η δικτατορία του προλεταριάτου καθίσταται περιττή, αφού με το τέλος της ταξικής κοινωνίας, το προλεταριάτο καταργείται μαζί με όλες τις άλλες τάξεις. Το κράτος ως τέτοιο καταργείται.

Πολλοί μαρξιστές μετά τον Μαρξ, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, θόλωσαν τα νερά υποστηρίζοντας ότι στη «πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όλοι οι πολίτες μετατρέπονται σε μισθωτούς υπαλλήλους του κράτους» (Lenin [1917] 1972:92). Όμως ο Μαρξ δεν αναφέρει πουθενά το κράτος στη συζήτηση για τη χαμηλότερη φάση του κομμουνισμού. Ούτε θα μπορούσε, καθώς το κράτος βασίζεται στην ύπαρξη τάξεων— οι οποίες δεν υπάρχουν πλέον στον σοσιαλισμό ή στον κομμουνισμό. Ο Μαρξ θέτει στην Κριτική το ερώτημα: «Τίθεται τότε το ερώτημα: τι μετασχηματισμό θα υποστεί το κράτος στην κομμουνιστική κοινωνία; Με άλλα λόγια, ποιες κοινωνικές λειτουργίες θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν που είναι ανάλογες με τις σημερινές κρατικές λειτουργίες;» (Marx [1875] 1989b:95). Το ερώτημα αυτό αναδεικνύει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ κράτους και των λειτουργιών που αυτό επιτελεί σήμερα (αντιπροσωπευτικά σώματα, συντονιστικά όργανα μεταξύ συνεταιρισμών κ.λπ.), οι οποίες στο μέλλον μπορούν να επιτελούνται δίχως κράτος.

Παρά τις πολλές συνεισφορές του, η άποψη του Λένιν είχε αρνητικές συνέπειες, καθώς συνέχισε να τοποθετεί παρωπίδες στην ακριβή ερμηνεία των κειμένων του Μαρξ. Ο Μάικλ Λεμπόβιτς, για παράδειγμα, υποστηρίζει: «Χτίζουμε την κομμουνιστική κοινωνία πάνω στα δικά της θεμέλια {771} αναπτύσσοντας νέες κοινοτικές σχέσεις παραγωγής που υποτάσσουν την ιδιωτική ιδιοκτησία της εργατικής δύναμης μέσω της δημιουργίας ενός νέου κράτους» (Lebowitz 2015:71). Εδώ όχι μόνο εισάγεται το κράτος στη χαμηλότερη φάση του Κομμουνισμού— αλλά υπονοείται ότι συνεχίζει να υπάρχει και στην ανώτερη φάση. Το κράτος πλέον φετιχοποιείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναγορεύεται σε αιώνιο δεδομένο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με το να συγχέουν τη «δικτατορία του προλεταριάτου» με την αρχική φάση της νέας κοινωνίας, οι μαρξιστές μετά τον Μαρξ υπέθεσαν ότι το κράτος—το οποίο, με κάποια μορφή, επικρατεί κατά τη διάρκεια της πολιτικής μεταβατικής περιόδου—συνεχίζει να υπάρχει και στον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Όμως, ότι αυτή δεν υπήρξε ποτέ η θέση του Μαρξ είναι σαφές από τα ίδια του τα γραπτά, τα οποία πουθενά δεν ταυτίζουν τον σοσιαλισμό ή τον κομμουνισμό με την κυριαρχία του κράτους. Για τον Μαρξ, το κράτος είναι ένα «έκφυμα» της ταξικής κοινωνίας, που υπερβαίνεται στον σοσιαλισμό (Marx 1972:329).

5. Συμπέρασμα

Παρότι ο Μαρξ δεν αφιέρωσε ποτέ ένα βιβλίο, ούτε καν ένα δημοσιευμένο άρθρο, σε μια συστηματική συζήτηση για την μετακαπιταλιστική κοινωνία, εδώ καταφέραμε να θίξουμε μόνο λίγα από τα πολλά σημεία του έργου του που αφορούν τη φύση του σοσιαλισμού (για μια πληρέστερη και αναλυτική εξέταση, βλ. Hudis 2013). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η έλλειψη ενασχόλησης με αυτή τη διάσταση της σκέψης του έχει λιγότερη σχέση με την άγνοια των κειμένων που την περιέχουν και περισσότερη με τις ιδεολογικές παρωπίδες που παρεμβάλλονται στην κατανόησή τους. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημείο στο οποίο σχεδόν όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν: ο Μαρξ υποστήριζε ότι μια σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να προκύψει μόνο επί τη βάσει των υπαρκτών υλικών συνθηκών. Το να «βλέπει την ιδέα μέσα στην ίδια την πραγματικότητα» ήταν το σημείο εκκίνησης και επιστροφής του Μαρξ. Δεν υπάρχει δρόμος προς το μέλλον που να μην αναδύεται από τις υλικές συνθήκες του παρόντος. Όμως αυτό δεν απαλλάσσει τη δική μας γενιά από το καθήκον να οραματιστούμε το μέλλον ως οδηγό για τη δράση στο παρόν. Όπως γράφει η Άννα Στετσένκο (Anna Stetsenko) (2015:110), «Είναι αδύνατο να φανταστούμε το μέλλον αν δεν έχουμε εντοπίσει τον εαυτό μας μέσα στο παρόν και την ιστορία του· ωστόσο, το αντίστροφο ισχύει επίσης: δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στο παρόν και την ιστορία του, αν δεν φανταστούμε το μέλλον και δε δεσμευτούμε στη δημιουργία του».

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Basso, Luca. 2015. /Marx and the Common: From Capital to the Late Writings/. Translated by David Broder. Chicago: Haymarket.

Dunayevskaya, Raya. [1958] 2000. / Marxism and Freedom, from 1776 Until Today. /Amherst, NY: Humanities Books,.

Benanav, Aaron. 2015. “A History of Separation,” Pp. 70– 193, /Endnotes /(4). Federici, Silvia. 2017. “Capital and Gender.” Pp. 79– 96, /Reading ‘Capital’ Today/, edited by I. Schmidt and C. Fanelli. London: Pluto Press.

Holloway, John. 2015. “Read /Capital/: The First Sentence,” Pp. 3– 26 /Historical Materialism /23(3).

Hudis, Peter. 1998. “Dialectics, ‘the Party,’ and the Problem of the New Society.” Pp. 95– 118, /Historical Materialism /3.

{772} Hudis, Peter. 2013. /Marx’s Concept of the Alternative to Capitalism. / Chicago: Haymarket.

Hudis, Peter. 2018 [Forthcoming]. “Political Organization.” in /The Marx Revival/, edited by Marcelo Musto. Cambridge, UK: Cambridge University Press.

Kosik, Karel. 1976. /Dialectics of the Concrete: A Study on Problems of Man and the World./ Dordrecht, The Netherlands: D. Reidel.

Lebowitz, Michael. 2015. /The Socialist Alternative: from Gotha to Now/. New York: Monthly Review.

Lenin, V.I. [1917] 1972. /The State and Revolution. /Moscow: Progress Publishers.

Martineau, Jonathan. 2015. /Time, Capitalism and Alienation: A Socio- Historical Inquiry into the/ /Making of Modern Time. /Chicago: Haymarket.

Marx, Karl. 1972. /The Ethnological Notebooks. /Edited by Lawrence Krader. Assen, The Netherlands: Van Gorcum.

Marx, Karl. 1975a. “Letter from Marx to his Father in Trier.” Pp. 10– 21 in /Marx-Engels Collected/ /Works/. Vol. 1. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1844] 1975b. “Economic and Philosophic Manuscripts of 1844.” Pp. 229–348 in /Marx- Engels Collected Works/. Vol. 3. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1847] 1976a. “The Poverty of Philosophy.” Pp 105–213 in /Marx-Engels Collected/ /Works /. Vol. 6. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1867] 1976b. /Capital/, Vol. 1. Translated by Ben Fowkes. New York: Penguin.

Marx, Karl. [1885] 1978. /Capital/, Vol. 2. Translated by David Fernbach. New York: Penguin.

Marx, Karl. [1894] 1981. /Capital/. Vol. 3. Translated by David Fernbach. New York: Penguin.

Marx, Karl. [1857–1858] 1986a. “Grundrisse.” Pp. 5– 540 in /Marx and Engels Collected Works/, Vol. 28. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1875] 1986b. “The Civil War in France.” Pp. 307– 359 in /Marx and Engels Collected/ /Works/. Vol. 22. New York: International Publishers.

Marx, Karl. 1989a. “Marginal Notes on Adolph Wagner’s /Lehrbuch der/ /politischen Ökonomie/.” Pp. 531– 562 in /Marx- Engels Collected Works/. Vol. 24. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1875] 1989b. “Critique of the Gotha Program.” Pp. 81–99 in /Marx-Engels Collected/ /Works /. Vol. 6. New York: International Publishers.

Marx, Karl. [1961– 1963] 1989c. “Economic Manuscripts of 1861- 63.” Pp. 7– 546 in /Marx-Engels/ /Collected Works/. Vol. 32. New York: International Publishers.

Marx, Karl, and Friedrich Engels. [1848] 1976a. “Manifesto of the Communist Party.” Pp. 477–519 in /Marx- Engels Collected Works/. Vol. 6. New York: International Publishers.

Marx, Karl, and Friedrich Engels. [1846] 1976b. “The /German Ideology./” Pp. 19– 584 in /Marx Engels Collected Works/. Vol. 5. New York: International Publishers.

Smith, A. 2014. “AI, Robotics, and the Future of Jobs.” /Pew Research Center/. Retrieved August 6, 2014. (http://www.pewinternet.org/2014/08/06/future-of-jobs).

Stetsenko, Anna. 2015. “Theory For and As Social Practice for Realizing the Future: Implications from a Transformative Activist Stance.” Pp. 102– 115 in /The Wiley Handbook of Teoretical/ /and Philosophical Psychology: Methods, Approaches, and New Directions/, edited by J. Martin,

  1. Sugarman, and K. L. Slaney. Hoboken, NJ: John Wiley.

Tombazos, Stavros. 2014. /Time in Marx: The Categories of Time in Marx’s Capital./ Chicago: Haymarket.

Generated at: 2025-06-19 10:57:40