Created Παρασκευή 06 Ιουνίου 2025
Μετάφραση του τέταρτου μέρους του Makoto Itoh, The Basic Theory of Capitalism / The Forms and Substance of the Capitalist Economy, 1988, Macmillan Publishers, σσ. 343-375.
{343}
Όπως είδαμε, η βασική θεωρία του καπιταλισμού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε συστηματικά τον ιστορικά συγκεκριμένο χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας, διασαφηνίζοντας τις ουσιώδεις μορφές και την υπόστασή της, μαζί με τους μηχανισμούς της κίνησής της. Με αυτό το περιεχόμενο, η βασική θεωρία του καπιταλισμού λειτουργεί ως θεμελιώδες πλαίσιο αναφοράς, όχι μόνο για τις πιο συγκεκριμένες αναλύσεις των πραγματικών καπιταλιστικών εξελίξεων και της τρέχουσας κατάστασης, αλλά και για τη θεωρητική τεκμηρίωση του σοσιαλισμού. Ας προσπαθήσουμε, επομένως, να συναγάγουμε και να συνοψίσουμε ορισμένες πιθανές συνεπαγωγές για τον σοσιαλισμό από όσα έχουμε συζητήσει σε αυτόν τον τόμο.
Παρόλο που το τελικό Μέρος VII του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου περιέχει ορισμένες ενοράσεις σχετικές με τον σοσιαλισμό, ο Μαρξ φαίνεται να απέφυγε μάλλον εσκεμμένα να περιγράψει έναν πλήρη σχεδιασμό για ένα σοσιαλιστικό (ή κομμουνιστικό – όπως ήταν η συνήθης ορολογία του) οικονομικό σύστημα, εξαιρουμένων κάποιων αφηρημένων βασικών ιδεών και ενδείξεων. Υπό αυτήν την έννοια, η στάση του απέναντι στον σοσιαλισμό αποτέλεσε σαφή αντίθεση προς εκείνη των ουτοπικών σοσιαλιστών όπως ο Σαρλ Φουριέ (F. M. C. Fourier).^1 Είναι πιθανόν να υπέθετε ότι το σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα θα μπορούσε να είναι απλό, καθώς θα οικοδομείτο συνειδητά πάνω σε κάποιους σαφείς κανόνες και δεν θα ήταν τόσο περίπλοκο όσο η καπιταλιστική οικονομία. Ενδέχεται επίσης να πίστευε ότι η βασική θεωρία του καπιταλισμού που παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο θα μπορούσε ταυτόχρονα να χρησιμεύσει ως θεμελιώδης καθοδήγηση για μια σοσιαλιστική οικονομική τάξη.
Η πραγματική διαδικασία συγκρότησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας σε μεταεπαναστατικές κοινωνίες έχει πλέον αποδειχθεί ότι συνεπάγεται πολύ περισσότερες δυσχέρειες και περιπλοκές από όσες αναμένονταν. Ένα από τα προβλήματα είναι ότι μια βασική γενική θεωρία του σοσιαλισμού, συγκρίσιμη με τη βασική θεωρία του καπιταλισμού, δεν μπορεί να διατυπωθεί λογικά. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις καθίστανται καθοριστικής σημασίας για όλη την πορεία και τη δομή της σοσιαλιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σημαντικός βαθμός ελευθερίας στη στρατηγική λήψη αποφάσεων όσον αφορά τις πραγματικές διαδικασίες σοσιαλιστικής οικονομικής μεγέθυνσης. Παρ' όλα αυτά, οι τελικοί και οι ενδιάμεσοι στόχοι καθώς και οι κύριες πολιτικές πρέπει πάντοτε να συζητούνται με αναφορά στη βασική θεωρία του καπιταλισμού, ακόμη κι αν αυτή η θεωρία λειτουργεί συχνά μόνο ως ένα είδος αρνητικού, αν και σταθερού, κριτηρίου.
Αξίζει, στο μέτρο του δυνατού, να εξετάσουμε εδώ κατά πόσον μπορούν να θεμελιωθούν τέτοια {344} κριτήρια με βάση τη βασική θεωρία του καπιταλισμού, επανεξετάζοντας τις συνεπαγωγές της. Υπάρχουν δύο λόγοι για τούτο. Πρώτον, ο Μαρξ δεν επανήλθε σε μια συστηματική και θετική πραγματεία για τον σοσιαλισμό μετά τη συγγραφή του Κεφαλαίου·^2 επομένως παραμένει το πρόβλημα του πώς οι πρότερες απόψεις του περί σοσιαλισμού, οι οποίες εδράζονταν μάλλον άμεσα στον ιστορικό υλισμό, μπορούν να ενισχυθούν ή να διευρυνθούν υπό το φως των θεωρητικών επιτευγμάτων του Κεφαλαίου. Δεύτερον, πρέπει επίσης να εξεταστούν οι ενδεχόμενες συνεπαγωγές των δικών μας πρόσφατων συμβολών στις μαρξικές αρχές της πολιτικής οικονομίας σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις περί σοσιαλισμού.
Κατά την εξέταση των βασικών κριτηρίων για τον σοσιαλισμό και για τα σοσιαλιστικά κινήματα στη δική μας εποχή, τα προβλήματα και οι περιπλοκές των κοινωνιών σοβιετικού τύπου –μαζί με όλο το εύρος των σοβαρών αντιπαραθέσεων που αυτές έχουν προκαλέσει– πρέπει ασφαλώς να ληφθούν υπόψη. Αυτά που με απασχολούν ως προβλήματα των κοινωνιών σοβιετικού τύπου μπορούν να συνοψιστούν εν συντομία ως εξής:
Πρώτον, ο κόσμος της εργασίας δεν φαίνεται να είναι πραγματικά απελευθερωμένος ως ενεργό υποκείμενο μιας κοινωνίας η οποία τελεί υπό τον ισχυρό έλεγχο του κράτους και της κομματικής γραφειοκρατίας, από τα ανώτερα προς τα κατώτερα κλιμάκια — γεγονός αντίθετο προς την ιδέα του σοσιαλισμού των Μαρξ και Ένγκελς, που αποσκοπούσε στην εξάλειψη του κράτους και όλων των εξουσιαστικών του μηχανισμών. Δεύτερον, η κεντρικά σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία έχει καταστεί «διαβρωμένη» και αναποτελεσματική, τόσο στην προσαρμογή της κατανομής των πόρων και της εργασίας στις κοινωνικές ανάγκες, όσο και στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των προϊόντων εντός κάθε επιχείρησης. Η εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας στον τομέα της τιμολόγησης μέσω της αγοράς, στη βάση της «αρχής του κέρδους», προτείνεται και δοκιμάζεται επανειλημμένως, εν μέσω συνεχών και έντονων διαμαχών αναφορικά με τον κίνδυνο του αναθεωρητισμού για τον σοσιαλισμό. Τρίτον, η ποιότητα και το περιεχόμενο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων –ως ανθρώπινης ικανότητας ελέγχου της δικής της μεταβολικής σχέσης με τη φύση– στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου ακολούθησαν ουσιαστικά τεχνολογίες αναπτυγμένες από τον καπιταλισμό, με όλες τις καταστροφικές τους συνέπειες για το οικολογικό περιβάλλον και για τις ανθρώπινες ικανότητες.
Αυτά τα προβλήματα δεν είναι καθόλου απλά και πρέπει να διερευνηθούν σε διάφορα επίπεδα έρευνας. Το δικό μας έργο στο παρόν Μέρος δεν μπορεί να είναι η πλήρης επεξεργασία αυτών των ζητημάτων· περιορίζεται μάλλον σε ορισμένα ουσιώδη σημεία για τον σοσιαλισμό, τα οποία μπορούν να συζητηθούν βάσει της παρουσίασής μας στα προηγούμενα κεφάλαια, με διαρκή επίγνωση των υπαρκτών προβληματισμών και ανησυχιών που αυτά τα ζητήματα εγείρουν. Η δική μας εξέταση θα παραμείνει σε ένα βασικό αφηρημένο επίπεδο, ενδέχεται ωστόσο να έχει κάποια, μικρότερη ή μεγαλύτερη, συνάφεια με τα εν λόγω προβλήματα, αφού αυτά αφορούν κοινωνίες οι οποίες έχουν θεωρητικά και συνειδητά θεμελιωθεί στο όνομα του μαρξισμού. Τουλάχιστον κάποιες συγχύσεις στα σοσιαλιστικά κινήματα και στη διαδικασία οικοδόμησης κοινωνιών μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση φαίνεται να απορρέουν από απλές και {345} μηχανιστικές εφαρμογές του ιστορικού υλισμού και των οικονομικών θεωριών του Μαρξ, χωρίς την προσεκτική επανεξέταση των εναπομενόντων προβλημάτων ή την επίλυση των δυσκολιών που αυτά συνεπάγονται. Εν πάση περιπτώσει, ένα σύντομο και ενιαίο κεφάλαιο επαρκεί για την παρούσα εξέτασή μας στο πλαίσιο αυτού του Μέρους.
{347}
Στον μαρξιστικό χώρο επικρατεί συχνά η άποψη ότι ο Μαρξ απέδειξε τη λογική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μαρξ είχε την πρόθεση να καταδείξει μια τέτοια αναγκαιότητα. Ο τύπος του ιστορικού υλισμού, ο οποίος παρουσιάστηκε πριν τη συγγραφή του Κεφαλαίου, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 3, Ενότητα 3.1, περιείχε ήδη έναν είδος συνεκτικής λογικής της ιστορικής μεταμόρφωσης των διαφόρων κοινωνιών, οι οποίες καταλήγουν τελικά σε μια αταξική σοσιαλιστική κοινωνία, κινούμενες από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η διαλεκτική σύγκρουση μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής θα προκαλέσει αναπόφευκτα μια περίοδο επανάστασης, μεταβάλλοντας τον υπάρχοντα κοινωνικό σχηματισμό σε μια νέα μορφή κοινωνίας. Αυτή η βασική θεώρηση του ιστορικού υλισμού ενσωματώνεται διαρκώς σε ορισμένα μέρη του Κεφαλαίου. Το ζήτημα είναι κατά πόσον αυτά τα μέρη είναι θεωρητικά θεμελιωμένα και έγκυρα ή εάν αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα του θεωρητικού περιεχομένου του Κεφαλαίου.
Για παράδειγμα, ο Μαρξ διαμόρφωσε μια θεωρία της προοδευτικής δημιουργίας ενός σχετικού υπερπληθυσμού (ή σχετικής πλεονάζουσας πληθυσμιακής μάζας) λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, στο πλαίσιο της διατύπωσης του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, στο Κεφάλαιο 25 του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, η αυξανόμενη εξαθλίωση της εργατικής τάξης επεκτείνεται παράλληλα με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης, καθιστώντας τελικά την καπιταλιστική κοινωνία μη βιώσιμη. Αντιστοίχως προς αυτό, «η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης» συνοψίζεται ως εξής στο Κεφάλαιο 32 του ίδιου τόμου: Η καπιταλιστική παραγωγή, η οποία γεννήθηκε από την «απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών, δηλαδή από τη διάλυση της ατομικής ιδιοκτησίας που βασίζεται στην εργασία του κατόχου της» (Τόμ. Ι, σελ. 927), θα αυξήσει «τη μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της δουλείας, της υποβάθμισης και της εκμετάλλευσης» των εργαζομένων κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης, της συγκέντρωσης και της απαλλοτρίωσης μεταξύ των κεφαλαίων, παράλληλα με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης υπό τη μορφή του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και των μέσων παραγωγής (Τόμ. Ι, σελ. 928–9). Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αναπτύσσεται επίσης η εξέγερση της οργανωμένης εργατικής τάξης, φθάνοντας σε ένα σημείο όπου η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας «γίνονται ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα». Τότε «οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται» ως «άρνηση της άρνησης» (Τόμ. Ι, σελ. 929).
{348} Φαίνεται ότι το επιχείρημα του Μαρξ στα εν λόγω σημεία ακολουθεί άμεσα τη γραμμή της επιχειρηματολογίας που είχε ήδη παρουσιαστεί στην πρώτη ενότητα, «Αστοί και Προλετάριοι», του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η πόλωση μιας κοινωνίας σε λιγότερους αλλά πλουσιότερους καπιταλιστές και σε έναν αυξανόμενο αριθμό εξαθλιωμένων εργατών που ζουν μέσα σε διαρκώς εντεινόμενη αθλιότητα θεωρείται ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, η οποία προετοιμάζει την ίδια του την κατάρρευση και τη μετάβασή του στον σοσιαλισμό. Η άποψη αυτή συνδυάζεται εύκολα με τον τύπο θεωρίας της κρίσης που βασίζεται στην υποκατανάλωση (underconsumptionism) και για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει αντιμετωπιστεί ως η ορθόδοξη μαρξιστική θέση. Από τους ορθόδοξους μαρξιστές αναμένεται όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να υποστηρίξουν ή να υπερασπιστούν αυτήν την αντίληψη. Σύμφωνα με αυτήν, η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού βρίσκεται στην αυξανόμενη φτώχεια και ανεργία των εργατών σε αντίθεση με τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, και αυτό υποδηλώνει τη λογική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η θέση αυτή υπήρξε σημείο αιχμής αντιπαράθεσης και υπεράσπισης μεταξύ μη μαρξιστών και ορθόδοξων μαρξιστών σχετικά με τη θεωρητική βάση του μαρξισμού. Ωστόσο, μου φαίνεται αμφίβολο κατά πόσον οι θεωρίες του Μαρξ σε αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας είναι επαρκώς θεμελιωμένες και συνεπείς με τις περισσότερο αναπτυγμένες θεωρητικές του απόψεις στο Κεφάλαιο.^1
Για παράδειγμα, στην περίληψη της «ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης», προκειμένου να καταλήξει στην απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών ως διαλεκτική άρνηση της άρνησης, ο Μαρξ ξεκινά με την απαλλοτρίωση της «ιδιωτικής ιδιοκτησίας που βασιζόταν στην εργασία του κατόχου της» ως αρχικό καθεστώς των άμεσων παραγωγών, και τονίζει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης μεταξύ των κεφαλαίων, η οποία κοινωνικοποιεί την εργασία και τα μέσα παραγωγής, και η οποία εξελίσσεται παράλληλα με τον βαθμό φτώχειας και εξαθλίωσης των μαζών των εργατών. Ωστόσο, όπως πιο εύστοχα επισημαίνει ο ίδιος ο Μαρξ, «η απαλλοτρίωση του γεωργικού παραγωγού, του αγρότη, από τη γη αποτελεί τη βάση όλης της διαδικασίας» (Τόμ. Ι, σελ. 876) της «πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου» που εγκαινιάζει την καπιταλιστική παραγωγή· και η γη, ως το κεντρικό αντικείμενο απαλλοτρίωσης σε αυτή τη διαδικασία, δεν ήταν προϊόν της εργασίας ούτε μορφή τέλειας ιδιωτικής ιδιοκτησίας υπό τη γενική της έννοια. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαθιδρύεται ο καπιταλισμός, ο θεμελιώδης άξονας της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι η απαλλοτρίωση μεταξύ κεφαλαίων αλλά μάλλον η εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών και η μετατροπή της παραγόμενης υπεραξίας σε κεφάλαιο, όπως καταδεικνύεται στη θεωρητική επεξεργασία του Μαρξ περί καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας συσσώρευσης, «παραφυάδες αποσπώνται από τα αρχικά κεφάλαια και αρχίζουν να λειτουργούν ως νέα και ανεξάρτητα κεφάλαια» (Τόμ. Ι, σελ. 776), ιδίως μέσω τεχνικών καινοτομιών και καινοτομιών προϊόντων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον θεμελιωδώς ιδιωτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου ως μορφής που επιδιώκει την ανάπτυξή του με κάθε ευκαιρία, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, σε επίπεδο βασικής θεωρίας, {349} ότι ο αριθμός των ανεξάρτητων κεφαλαίων μειώνεται οριστικά στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ακόμα και τα γιγαντιαία μονοπωλιακά κεφάλαια με τη μορφή μετοχικών εταιρειών (joint-stock companies) παραμένουν ουσιωδώς ιδιωτικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν το ιδιωτικό κέρδος, και δεν αποσκοπούν καθόλου στη ρύθμιση της κοινωνικής αναπαραγωγής ή ακόμη και ενός ενιαίου βιομηχανικού κλάδου στο σύνολό του. Από αυτή την άποψη, η καπιταλιστική διαδικασία συσσώρευσης δεν θα πραγματώσει την «κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής» σε βαθμό που να μπορεί δικαιολογημένα να χαρακτηριστεί ως «κοινωνικοποίηση».
Από την άλλη πλευρά, η αυξανόμενη αθλιότητα των μαζών της εργασίας με την παράλληλη παραγωγή ενός σχετικού υπερπληθυσμού (relative surplus-population) είναι επίσης δύσκολο να τεκμηριωθεί από τη βασική θεωρία του καπιταλισμού. Ο βαθμός εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών μπορεί να ενταθεί ακόμη και με τη διατήρηση ή και με την αύξηση των αξιών χρήσης που εξασφαλίζουν οι μισθοί (δηλαδή του υλικού περιεχομένου των πραγματικών μισθών), εντός των ορίων που επιτρέπει η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως καταδεικνύεται στη θεωρία του Μαρξ περί παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Σε περιόδους όπως η μακρά ανοδική φάση που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αύξηση των πραγματικών μισθών μπορεί να αποτελέσει ακόμη και αναγκαία συνθήκη για τη διεύρυνση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, μέσω της ενίσχυσης της αποτελεσματικής ζήτησης για νέους τύπους εμπορευμάτων. Επιπλέον, η δημιουργία σχετικού υπερπληθυσμού λόγω της ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου δεν εξελίσσεται με σταθερό και προοδευτικό τρόπο. Ιδίως στη φάση της ευημερίας, τα κεφάλαια επεκτείνουν την παραγωγή κυρίως ποσοτικά, εντός των ορίων που θέτει το υφιστάμενο σταθερό κεφάλαιο, και αυξάνουν την απασχόληση κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης, ακόμη και με αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Όπως εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο ίδιος ο Μαρξ δεν παρουσίασε τον καπιταλιστικό «νόμο του πληθυσμού» με απλοϊκό και μονοσήμαντο τρόπο ως λογική μιας αδιάκοπης και προοδευτικής παραγωγής σχετικού υπερπληθυσμού· αντιθέτως, επισήμανε ορθά ότι ο οικονομικός κύκλος «εξαρτάται από τον συνεχή σχηματισμό, την άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη απορρόφηση, και τον εκ νέου σχηματισμό του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού ή υπερπληθυσμού» (Τόμ. Ι, σελ. 785). Στη φάση απορρόφησης από τον εφεδρικό στρατό, οι πραγματικοί μισθοί δύνανται επίσης να αυξηθούν, ιδίως προς το τέλος της περιόδου ευημερίας.
Κατά συνέπεια, η σύνοψη του Μαρξ περί της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία δίνει έμφαση στην πόλωση της κοινωνίας σε λιγότερους και πλουσιότερους καπιταλιστές και σε αυξανόμενες μάζες εξαθλιωμένων εργαζομένων υπό τη μορφή εφεδρικού στρατού εργασίας, δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένη και δύσκολα συνάδει με τις πιο υποσχόμενες θεωρητικές του διατυπώσεις. Η παρατήρηση αυτή δεν αρνείται καθόλου ότι η καπιταλιστική συσσώρευση, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών απαλλοτρίωσης, οδηγεί πράγματι σε αύξηση της έκτασης της αθλιότητας υπό ορισμένες ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες πρέπει να {350} αναλυθούν σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο έρευνας. Για παράδειγμα, ακόμη και κατά τη μακρά μεταπολεμική άνοδο, η οικονομική εξαθλίωση των μεγάλων μαζών στις περισσότερες χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου εντεινόταν υπό την πίεση της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Αντιθέτως όμως, κατά την ίδια περίοδο, οι πραγματικοί μισθοί των εργατών στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξάνονταν σταθερά, ενώ η απασχόληση παρέμενε υψηλή μέχρι το 1973· και είναι αυτή η ιστορική εμπειρία που υπέσκαψε σε μεγάλο βαθμό το κύρος της ορθόδοξης μαρξιστικής θέσης.
Επιπλέον, η κατάρρευση του καπιταλισμού και η μετάβασή του στον σοσιαλισμό δεν είναι θεωρητικά εγγυημένες ως μια μορφή μηχανικής και αυτόματης διεργασίας, ακόμη και αν θεωρηθεί δεδομένη η πόλωση της καπιταλιστικής κοινωνίας και η αυξανόμενη αθλιότητα. Η ανάπτυξη ενός οργανωμένου και ταξικά συνειδητού εργατικού κινήματος αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την σοσιαλιστική επανάσταση. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται αυτόματα μέσω της εντεινόμενης αθλιότητας των μαζών. Αν και ο Μαρξ αναφέρθηκε ορθώς στον ρόλο της εξέγερσης και της οργάνωσης των εργατών στη σύνοψή του περί της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, φαίνεται πως πίστευε υπερβολικά εύκολα ότι αυτός ο παράγοντας θα παραχθεί «από τον ίδιο τον μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας» (Τόμ. Ι, σελ. 929). Ο σχηματισμός και η ανάπτυξη αυτού του κρίσιμου παράγοντα ως προϋπόθεσης του σοσιαλισμού καθορίζονται από ποικίλες συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, καθώς και από την πραγματική υποκειμενική ικανότητα της ηγεσίας του εργατικού κινήματος· και δεν μπορούν να συναχθούν μηχανιστικά από τη βασική οικονομική θεωρία του καπιταλισμού, ακόμη και αν συμπεριληφθεί ο λεγόμενος νόμος της αυξανόμενης αθλιότητας.
Το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται και στις λοιπές απόπειρες εφαρμογής του ιστορικού υλισμού, άμεσα ή έμμεσα, στη λογική αναγκαιότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Η τυπική θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού έχει στηριχθεί στον νόμο του Μαρξ για την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ως απόπειρα να αποδειχθεί ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθίσταται ασύμβατη με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όπως υποστηρίξαμε στο Κεφάλαιο 9, §9.1, ο νόμος του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, λόγω της ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δύναται κάλλιστα να περιλαμβάνει μια συνεχή αύξηση της απόλυτης ποσότητας υπεραξίας και του κεφαλαίου κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης — έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό· συνεπώς, δεν μπορεί λογικά, από μόνος του, να καταδείξει την αναπόφευκτη κατάληξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε αδιέξοδο. Για τον λόγο αυτό, ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της θεωρίας της κατάρρευσης, ο Χ. Γκρόσμαν, επιχείρησε να καταδείξει την εξαφάνιση του μέρους της υπεραξίας που καταναλώνεται από τους καπιταλιστές, συνδυάζοντας τον νόμο αυτόν με μια μηχανιστική υπόθεση: ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του σταθερού κεφαλαίου είναι υψηλότερος από εκείνον του {351} μεταβλητού κεφαλαίου, με σταθερό ποσοστό υπεραξίας^2. Περιττό να ειπωθεί ότι η υπόθεση αυτή είναι αυθαίρετη και απέχει πολύ από το να είναι λογικά αναγκαία.
Κατά συνέπεια, ο νόμος του Μαρξ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεωρητική βάση για την απόδειξη της αναγκαιότητας είτε των περιοδικών κρίσεων —όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει— είτε της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Δεν αποτελεί ικανοποιητικό θεωρητικό θεμέλιο ούτε για τη σύλληψη του σοσιαλισμού, καθότι ο νόμος αυτός δεν εκφράζει μια συγκεκριμένη αντίφαση του καπιταλισμού. Εφόσον δηλώνει μια ουσιαστική επιβράδυνση του ρυθμού της συσσώρευσης με όρους εργασίας, ως αποτέλεσμα της σχετικής μείωσης της ζωντανής έναντι της νεκρής εργασίας στη διαδικασία ανόδου της παραγωγικότητας, τότε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα πρέπει να αναμένεται και σε μια σοσιαλιστική οικονομία. Το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό όχι μόνο παραμελείται ως καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τη λήξη του καπιταλισμού στη μηχανιστική θεωρία κατάρρευσης τύπου Γκρόσμαν, αλλά επιπλέον μένει και χωρίς σαφές θεωρητικό στόχο.
Μια άλλη, νεότερη απόπειρα εφαρμογής του ιστορικού υλισμού στη λογική αναγκαιότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού παρουσιάζεται, για παράδειγμα, από τον Ν. Οκίσιο, μέσω του ισχυρισμού ότι οι παραγωγικές δυνάμεις στην εποχή μας έχουν ήδη υπερβεί τον έλεγχο του συστήματος των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, απειλούν την ίδια τη συνέχιση της ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας — λόγω, μεταξύ άλλων, της προοδευτικής καταστροφής του οικολογικού περιβάλλοντος, της ανθρώπινης υγείας ή του ανεξέλεγκτου κινδύνου πυρηνικού πολέμου^3. Κατά τη γνώμη μου, ο ισχυρισμός αυτός θέτει σοβαρούς λόγους για να τερματιστεί ο καπιταλισμός και να μετασχηματιστεί σε σοσιαλισμό· και οι στόχοι που πρέπει να επιδιωχθούν από τον σοσιαλισμό καθίστανται επίσης σαφείς. Ωστόσο, αυτές οι ανάγκες δεν ταυτίζονται με μια λογική αναγκαιότητα κατάρρευσης και μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Ο καπιταλισμός, με τη βοήθεια κρατικών πολιτικών, ενδέχεται να συνεχίσει να λειτουργεί, προσπαθώντας να περιορίσει τους άμεσους κινδύνους για την ανθρώπινη ύπαρξη· ή μπορεί να αποτύχει σ’ αυτό και τελικά να καταστρέψει την ανθρωπότητα με κάποιον τρόπο, εάν το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό δεν είναι έτοιμο εγκαίρως. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο υποκειμενικός κοινωνικός παράγοντας —η εργατική οργάνωση— δεν μπορεί να διασφαλιστεί θεωρητικά, ακόμη και μέσω της επικίνδυνης χρήσης των παραγωγικών δυνάμεων στην εποχή μας.
Κατά συνέπεια, οι διάφορες απόπειρες να καταδειχθεί η λογική αναγκαιότητα της κατάρρευσης και του μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό εντός του πλαισίου της βασικής οικονομικής θεωρίας είναι λίγο–πολύ μη πειστικές. Κατά τη γνώμη μου, κρίσιμο σημείο αποτελεί το ότι η ανάπτυξη των εργατικών οργανώσεων και η αγωνιστική τους στράτευση υπέρ του σοσιαλισμού δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστούν λογικά ή να αποδειχθούν εντός της οικονομικής θεωρίας του καπιταλισμού. Αντιθέτως προς τη γένεση του καπιταλισμού, η οποία προκλήθηκε θεμελιωδώς από την αναρχική ανάπτυξη της εμπορευματικής οικονομίας υπό την ώθηση της προόδου των παραγωγικών δυνάμεων, η κατάληξη του καπιταλισμού και η απαρχή του {352} σοσιαλισμού δεν μπορεί να συνιστά απλώς μια διαδικασία ακούσιων οικονομικών μεταβολών· προϋποθέτει συνειδητή κοινωνικοπολιτική δράση εκ μέρους του εργατικού κινήματος.
Αυτό διότι ο καπιταλισμός συγκροτεί ένα συνολικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το οποίο γεννά την ίδια του την κίνηση θεμελιακά μέσα από αναρχικές και ασυνείδητα ατομικιστικές συναλλαγές. Καθήκον της οικονομικής θεωρίας, ως βασικής κοινωνικής επιστήμης, είναι η αποκάλυψη αυτής της ιστορικά συγκεκριμένης ιδιομορφίας της καπιταλιστικής οικονομίας — περιλαμβανομένου του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης με όλες τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που καταλήγουν σε επιχειρηματικούς κύκλους και κρίσεις, όπως έχουμε ήδη δει. Με αυτό το περιεχόμενο, η βασική οικονομική θεωρία του καπιταλισμού παρέχει αναμφίβολα μια θεωρητική βάση για το συνειδητό εργατικό κίνημα υπέρ του σοσιαλισμού, αναδεικνύοντας τη δυνατότητα υπέρβασης του καπιταλισμού καθώς και τους επιθυμητούς τελικούς στόχους της οργανωμένης δράσης.
Παρ’ όλα αυτά, όπως υποστηρίξαμε στο Κεφάλαιο 3, §3.1, είναι καθήκον της σοσιαλιστικής ιδεολογικής κοσμοαντίληψης —συνοψιζόμενης στον ιστορικό υλισμό, ο οποίος εδράζεται αλλά παραμένει εκτός της οικονομικής θεωρίας ως αντικειμενικής κοινωνικής επιστήμης— να διακηρύξει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού υπό το φως της μακράς ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών μέχρι τον καπιταλισμό. Επιπλέον, ο απώτερος στόχος του πρακτικού εργατικού κινήματος είναι τόσο η πραγματική απόδειξη όσο και η υλοποίηση του σοσιαλισμού, με βάση τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, όπως αυτές προκύπτουν από τη μαρξική οικονομική θεωρία και τον ιστορικό υλισμό. Η μαρξική πολιτική οικονομία διασαφηνίζει τόσο το αντικείμενο όσο και τις πραγματικές συνθήκες του αγώνα της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό, καθοδηγούμενη από τον ιστορικό υλισμό. Ωστόσο, είναι καθοριστικός ο ρόλος της συνειδητής σοσιαλιστικής πρακτικής, βασισμένης στο εργατικό κίνημα, να ανυψώσει τη δυνατότητα του σοσιαλισμού, όπως αυτή εδραιώνεται στην πολιτική οικονομία, σε πραγματική ιστορική αναγκαιότητα και αναπόφευκτη έκβαση.
Οι απόπειρες να θεμελιωθεί η λογική αναγκαιότητα της κατάρρευσης και του μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό αποκλειστικά εντός της βασικής οικονομικής θεωρίας συγχέουν λίγο–πολύ αυτούς τους διακριτούς ρόλους και καθήκοντα της πολιτικής οικονομίας, του ιστορικού υλισμού και του πρακτικού σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος· και κατ’ επέκτασιν, αποδυναμώνουν την επιστημονική θεμελίωση του σοσιαλισμού.
Η απλοϊκή και μηχανιστική εφαρμογή του ιστορικού υλισμού, η οποία αντιμετωπίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αφ’ εαυτής ως την τελική κινητήρια δύναμη της προόδου της ανθρώπινης ιστορίας, όχι μόνο έχει παρεμποδίσει μια ορθή κατανόηση της ουσιαστικής φύσης του μετασχηματισμού από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, αλλά έχει επίσης αλλοιώσει την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στις μεταεπαναστατικές κοινωνίες.
Στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου, επικράτησε γενικώς η αντίληψη ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων —με τη μορφή της μεγάλης κλίμακας εκβιομηχάνισης {353} μέσω αδελφικής συνεργασίας μεταξύ της εργατικής τάξης, της αγροτικής τάξης και τμήματος της διανόησης— θα προωθούσε αρμονικά την πορεία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας προς το ανώτερο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας. Σύμφωνα με την ορθόδοξη σοβιετική αντίληψη, η σοβιετική κοινωνία ολοκλήρωσε τη μετάβαση στον σοσιαλισμό είκοσι χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, η οποία απαλλοτρίωσε τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες και προώθησε την εθνικοποίηση και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής^4.
Ωστόσο, ένα είδος οικονομισμού —δηλαδή η απλή πίστη στο προοδευτικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με τη μορφή της μεγάλης κλίμακας εκβιομηχάνισης— προκάλεσε σοβαρές στρεβλώσεις στην πορεία των κοινωνιών σοβιετικού τύπου. Ιδίως, η αντίληψη αυτή τείνει να χρησιμοποιείται ως βάση για έναν κρατισμό, χωρίς να σχηματίζονται εναλλακτικές κοινωνικές πρωτοβουλίες πλην του κράτους ως υποκατάστατου του κεφαλαίου, προκειμένου να συνεχιστεί η προώθηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Υπό τον έλεγχο των προνομιούχων κρατικών γραφειοκρατών και του κομματικού μηχανισμού, όχι μόνο οι αγρότες υπέστησαν ουσιαστική εκμετάλλευση στο όνομα της κοινωνικοποίησης και με προτεραιότητα την εκβιομηχάνιση μεγάλης κλίμακας, αλλά και οι ίδιοι οι βιομηχανικοί εργάτες καθίσταντο αδρανείς και καταπιεσμένοι. Το μαρξικό ιδανικό ενός σοσιαλισμού που απελευθερώνει τους εργάτες ως αληθινά υποκείμενα της κοινωνίας τους και, τελικά, οδηγεί στην απονέκρωση του ίδιου του κράτους, φαίνεται δύσκολο να πραγματοποιηθεί και πολύ μακρινό. Παρ’ όλα αυτά, οι σοβιετικού τύπου μεταεπαναστατικές κοινωνίες, παρά τον καταπιεστικό τους έλεγχο επί της εργατικής τάξης, τείνουν να νομιμοποιούνται ειρωνικά στο όνομα του μαρξισμού, με βάση μια απλοϊκή και μηχανιστική εφαρμογή του ιστορικού υλισμού υπό τη μορφή ενός συγκεκριμένου οικονομισμού.
Επιπλέον, η συνήθης ερμηνεία του σχήματος του ιστορικού υλισμού αντιλαμβάνεται την πορεία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ως μια γραμμική, τεχνικά προσδιορισμένη διαδικασία, ανεξάρτητη από τη φύση των σχέσεων παραγωγής. Οι φυσικές επιστήμες και οι τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν υπό τον καπιταλισμό, στο πλαίσιο της επιδίωξης της παραγωγής σχετικής υπεραξίας, θεωρούνται ουδέτερες και διαχωρίσιμες από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής· ως εκ τούτου, αντιγράφονται όπως έχουν, εισάγονται και ενσωματώνονται σε έναν σοβιετικού τύπου κοινωνικό σχηματισμό όσο το δυνατόν ταχύτερα. Αντιθέτως, ο Μαρξ επεσήμανε ότι η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία υπό τον καπιταλισμό διαχώρισε την πνευματική από τη σωματική εργασία, καθιστώντας ακρωτηριασμένο το σώμα και το πνεύμα των εργαζομένων γενικά· ακόμη, ότι ο διαχωρισμός της βιομηχανίας από τη γεωργία, που μετατοπίζονται στην πόλη και την ύπαιθρο αντίστοιχα, «διαταράσσει την μεταβολική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ήτοι εμποδίζει την επιστροφή στο έδαφος των συστατικών του στοιχείων που καταναλώνονται από τον άνθρωπο υπό τη μορφή τροφής και ενδυμάτων» (I, σσ. 482–484, 636–637). Αυτές οι καταστροφικές επιδράσεις στο {354} ανθρώπινο σώμα και πνεύμα, καθώς και στις οικολογικές συνθήκες της κοινωνίας, οι οποίες έχουν καταστεί πιο σύνθετες και εντατικές από την εποχή του Μαρξ, δεν θα διορθωθούν εύκολα, ακόμη και αν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής καταργηθούν ουσιαστικά σε μια μετεπαναστατική κοινωνία, εφόσον εξακολουθήσει η χρήση της ίδιας τεχνολογίας ή η ανάπτυξή της προς παρόμοια κατεύθυνση όπως υπό τον καπιταλισμό. Ο κίνδυνος τέτοιων καταστροφικών συνεπειών μπορεί μάλιστα να καταστεί μεγαλύτερος σε ορισμένες περιπτώσεις σε έναν σοβιετικού τύπου κοινωνικό σχηματισμό, αφού η ενδεχόμενη αντισταθμιστική δύναμη κινημάτων αντίστασης – λ.χ. ενάντια στην κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων ή τη ρύπανση από πετροχημικές βιομηχανίες – δεν μπορεί να είναι ισχυρή, εφόσον καν υπάρχει. Τα ποιοτικά περιεχόμενα και η κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πρέπει να επανεξεταστούν και να αναπροσανατολιστούν, ώστε να ανταποκρίνονται σε μια υγιέστερη οικονομική ζωή για τους εργάτες, περιλαμβανομένης της μεταβολικής τους σχέσης με τη φύση. Οι εργάτες πρέπει επίσης να αναμένεται να ενεργοποιήσουν τις δικές τους πρωτοβουλίες και να συμμετάσχουν κοινωνικά με θετικό τρόπο σε μια τέτοια αναπροσανατολισμένη ανάπτυξη των τεχνολογιών, ως μέρος της οικοδόμησης μιας ουσιαστικής οικονομικής δημοκρατίας σε μια υγιέστερη σοσιαλιστική κοινωνία.
Καθόσον τόσο η σοσιαλιστική ιδεολογία όσο και το σοσιαλιστικό κίνημα οφείλουν να θεμελιώνονται όχι μόνο στον ιστορικό υλισμό αλλά και στα θεωρητικά επιτεύγματα της πολιτικής οικονομίας, πρέπει διαρκώς να δίδεται προσοχή στις ενδεχόμενες συνεπαγωγές των οικονομικών θεωριών για τον σοσιαλισμό. Παρότι οι οικονομικές θεωρίες αναπτύχθηκαν ως μορφές αυτογνωσίας μιας καπιταλιστικής εμπορευματικής οικονομίας, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του παρόντος τόμου, πρέπει να υπηρετούν ως θεωρητική βάση για τον σοσιαλισμό, ιδίως εντός του μαρξικού παραδείγματος. Εσφαλμένες κατανοήσεις των οικονομικών θεωριών οδηγούν εύκολα σε συγχύσεις ως προς την έννοια ενός εφικτού σοσιαλισμού ή ως προς την πραγματική διαδικασία οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, και περαιτέρω, ως προς τα πρακτικά κινήματα για τον σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η θεωρία της αξίας αποτελεί τον πυρήνα των οικονομικών θεωριών του καπιταλισμού, όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, ας εξετάσουμε σε αυτή την ενότητα τις συνεπαγωγές της για τον σοσιαλισμό με κάποια έκταση.
Η δημιουργία από τον Μαρξ της θεωρίας των μορφών της αξίας, η οποία απουσίαζε παντελώς από τη κλασική σχολή, υπήρξε αποφασιστική καινοτομία για τη {355} θεωρητική αποσαφήνιση του ιστορικά προσδιορισμένου χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας που εδράζεται σε ένα εμπορευματικό οικονομικό καθεστώς. Ωστόσο, πριν την παρουσίαση της ανάπτυξης των μορφών της αξίας, ο Μαρξ, ήδη από την αρχή του Κεφαλαίου, όρισε την αξία του εμπορεύματος ως κρυστάλλωση της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, αφαιρώντας τη χρηστική αξία από τις ανταλλακτικές σχέσεις των εμπορευμάτων. Ως αποτέλεσμα, η αξία του εμπορεύματος νοήθηκε μονομερώς ως υπόσταση, διαχωρισμένη από τις μορφές συναλλαγής των εμπορευμάτων. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένα υπόλειμμα της α-ιστορικής και αφηρημένης εργασιακής θεωρίας της αξίας του Ρικάρντο στον Μαρξ. Οι ίδιες οι σοσιαλιστικές του απόψεις, οι οποίες έδιναν έμφαση στον ρόλο της ανθρώπινης εργασίας, ενδέχεται να αποτέλεσαν και ψυχολογικό λόγο για την παρουσίαση της εργασιακής θεωρίας της αξίας ως θεμέλιο ολόκληρης της θεωρίας του ήδη από την αρχή. Εν πάση περιπτώσει, η δυναμική της πρωτότυπης μαρξικής θεωρίας των μορφών της αξίας περιορίστηκε σημαντικά εξαιτίας αυτού.
Για παράδειγμα, οι «τυπικές» τιμές (standard prices) ως μορφή αξίας τείνουν να ορίζονται στενά ως τυπικός μεσολαβητής της ισοδύναμης ανταλλαγής εργασίας, εκφράζοντας πάντοτε τις ανταλλακτικές σχέσεις σε ακριβή αναλογία με τις ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας ως της κοινωνικής υπόστασης της αναπαραγωγής. Αντιθέτως, η οξεία θεωρητική παρατήρηση του ίδιου του Μαρξ – ότι οι μορφές της εμπορευματικής οικονομίας αναδύονται αρχικά από εξωγενείς δια-κοινωνικές οικονομικές σχέσεις και, ως εκ τούτου, συνεχίζουν να φέρουν τον εξωτερικό ποσοτικό τους χαρακτήρα ανεξαρτήτως των ενδογενών ποσοτικών σχέσεων της κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας – δεν ενσωματώθηκε επαρκώς στη θεωρία της αξίας, ιδίως ως προς τη σύλληψη του περιεχομένου του νόμου της αξίας. Αυτό υπήρξε μία από τις σημαντικές πηγές της σύγχυσης και της διαρκούς διαμάχης γύρω από τη θεωρία της αξίας μετά τον Μαρξ.
Η προσπάθεια του Κόζο Ούνο (K. Uno) και των επιγόνων του να εξαγνίσουν (purify) τη θεωρία των μορφών της αξίας, πριν την παρουσίαση της εργασιακής θεωρίας της αξίας στην ανάλυση της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, συνιστά μια σημαντική συμβολή στο πλαίσιο αυτό. Όπως εξετάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, μια τέτοια προσπάθεια έχει σημασία και είναι χρήσιμη για την επίλυση των δυσκολιών και συγχύσεων στη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας. Επιπροσθέτως, ο εξαγνισμός της θεωρίας των μορφών της αξίας καθιστά σαφή τον εξωγενή ιστορικό χαρακτήρα των μορφών της αξίας, καθώς και τον ενδογενή γενικό οικονομικό κανόνα στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας, που είναι κοινός σε όλες τις μορφές κοινωνιών. Από τα παραπάνω μπορούν να συναχθούν τρεις θεωρητικές συνεπαγωγές για τον σοσιαλισμό.
Πρώτον, οι μορφές της εμπορευματικής οικονομίας είναι, κατά βάση, διαχωρίσιμες και αφαιρέσιμες από την οικονομική αναπαραγωγή στο πλαίσιο μιας συνεργατικής και συνειδητά διαχειριζόμενης κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας, καθόσον είναι εξωγενείς προς τη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας, ως γενικοί οικονομικοί {356} κανόνες όλων των ανθρώπινων κοινωνιών. Αντιθέτως, εάν οι μορφές αυτές είχαν την καταγωγή τους εντός της εξέλιξης της κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας – όπως, λόγου χάρη, στην ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, όπως υπέθετε ο Άνταμ Σμιθ – τότε δύσκολα θα μπορούσαν να αρθούν, ιδίως στις βιομηχανικά αναπτυγμένες κοινωνίες.
Ως εκ τούτου, είναι καθοριστικό, για την αποτίμηση της θεμελιώδους κατεύθυνσης της ανάπτυξης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, το πώς κατανοούνται οι μορφές της εμπορευματικής οικονομίας εντός της βασικής θεωρίας της πολιτικής οικονομίας. Κατά τη δική μου κατανόηση, οι μορφές της εμπορευματικής οικονομίας δεν είναι απλώς θεωρητικώς αφαιρέσιμες, αλλά θα πρέπει και οι κοινωνικές τους λειτουργίες να περιοριστούν και τελικά να καταργηθούν, προκειμένου να οικοδομηθεί μια πλήρως σοσιαλιστική οικονομία που θα εδράζεται στη συνειδητή συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων, απαλλαγμένων από τις ασυνείδητες και αναρχικές δυνάμεις της οικονομίας της αγοράς. Δεδομένου ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί μόνο διαμέσου των μορφών της αξίας σε μια εμπορευματική οικονομία, οι κοινωνικές του λειτουργίες πρέπει επίσης να περιοριστούν και τελικά να εκλείψουν κατά τη διαδικασία οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας.
Η θέση αυτή δεν ταυτίζεται καθόλου με την άρνηση της κοινωνικής αναγκαιότητας να δοθεί μέριμνα, σε μια σοσιαλιστική οικονομία, στις ουσιαστικές ποσοτικές σχέσεις της εργασίας που ενσωματώνεται στα διάφορα αγαθά τα οποία πρέπει να αναπαραχθούν. Αντιθέτως, όσο περιορίζεται ο ρόλος του νόμου της αξίας, τόσο περισσότερο οφείλει μια σοσιαλιστική οικονομία να διαχειρίζεται συνειδητά και να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ποσοτήτων εργασίας που είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή των διαφόρων τομέων της βιομηχανικής παραγωγής, μέσω της διανομής και της μη-αγοραίας ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών. Οι γενικοί κανόνες της οικονομικής ζωής, που είναι κοινοί σε όλες τις κοινωνίες οι οποίες βασίζονται στην ανθρώπινη εργασία και οι οποίοι συνιστούν την κοινωνική υπόσταση της αξίας σε μια καπιταλιστική εμπορευματική οικονομία, θα πρέπει να εφαρμόζονται με επιμέλεια σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, κατά βάση χωρίς εξάρτηση από τις σχέσεις αξίας της αγοράς.
Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 5, Ενότητα 5.1, ο Μαρξ επεσήμανε ότι «η οικονομία του χρόνου, μαζί με τον σχεδιασμένο καταμερισμό του εργάσιμου χρόνου ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, παραμένει ο πρώτος οικονομικός νόμος επί της βάσεως της κοινοτικής παραγωγής», παρόλο που ο «οικονομικός νόμος» της γενικής οικονομίας του χρόνου εντός της κοινοτικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι ο νόμος της αξίας, αλλά μάλλον ο γενικός κανόνας της οικονομικής ζωής. Υπό το φως αυτό, η δήλωσή του ότι οι σχέσεις του Ροβινσώνα Κρούσου με τα προϊόντα της εργασίας του «περιέχουν όλους τους ουσιώδεις καθορισμούς της αξίας» (τόμος Ι, σ. 170) ήταν θεωρητικώς συγκεχυμένη, όπως και η επόμενη ουσιαστικά όμοια πρότασή του: «Ακόμη και μετά την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εφόσον διατηρείται η κοινωνική παραγωγή, ο προσδιορισμός της αξίας εξακολουθεί να ισχύει υπό την έννοια ότι η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου και η κατανομή της κοινωνικής εργασίας στους διάφορους τομείς παραγωγής καθίστανται πιο ουσιώδεις {357} από ποτέ, όπως και η τήρηση λογαριασμών γι’ αυτά» (τόμος ΙΙΙ, σ. 991).
Παρόλο που η «ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου και η κατανομή της κοινωνικής εργασίας στους διάφορους παραγωγικούς τομείς» οφείλουν ασφαλώς να επιτελούνται σε μια σοσιαλιστική οικονομία, αυτό θα πρέπει, στον βαθμό του δυνατού, να επιτυγχάνεται συνειδητά εντός του σοσιαλισμού με την απελευθέρωση από τον καθορισμό και τη ρύθμιση του νόμου της αξίας, ο οποίος είναι αχώριστος από το σύστημα της αγοράς. Η σύγχυση του Μαρξ στο σημείο αυτό προέρχεται εμφανώς από μια πτυχή της έννοιας της αξίας που ο ίδιος διατυπώνει, κατά την οποία η αξία ορίζεται μονομερώς ως η κρυστάλλωση της ανθρώπινης εργασίας, αφαιρώντας από την έτερη θεώρησή του για την έννοια της αξίας, δηλαδή τις μορφές της αξίας.
Ο Ι. Β. Στάλιν, μεταξύ άλλων, κληρονόμησε και επέτεινε σημαντικά αυτή τη σύγχυση, όταν δήλωσε ότι ο νόμος της αξίας (σε αντίθεση με τον νόμο της υπεραξίας) δεν αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του καπιταλισμού και ότι θα συνεχίσει να υφίσταται και σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Θεωρούσε απλώς ότι οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως ακριβώς οι νόμοι των φυσικών επιστημών. Αντιφατικά, ωστόσο, αναγκαζόταν επίσης να αναγνωρίσει ότι ο νόμος της αξίας αποτελεί ιστορική κατηγορία και θα εκλείψει κατά τη δεύτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.^7
Ο νόμος της αξίας ρυθμίζει τις εμπορευματικές ανταλλαγές και την παραγωγή με κοινωνική αναγκαιότητα μόνο σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο εμπορευματικό σύστημα, δηλαδή στην καπιταλιστική εμπορευματική οικονομία, και λειτουργεί ως ο θεμελιώδης οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, με πλήρως εμπορευματοποιημένη τη μορφή της εργατικής δύναμης. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε μια σοσιαλιστική οικονομία ως να επρόκειτο για νόμο των φυσικών επιστημών· αντιθέτως, η κατάργησή του πρέπει να αποτελεί συνειδητό στόχο.^8
Οι γενικοί οικονομικοί κανόνες – περιλαμβανομένης της θεμελίωσης των κοινωνικά αναγκαίων σχέσεων μεταξύ ποσοτήτων εργασίας – που μπορούν θεωρητικά να αναγνωριστούν εντός του καπιταλισμού μέσω της λειτουργίας του νόμου της αξίας, πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά και να υλοποιούνται κοινωνικά σε μια σοσιαλιστική κοινωνία· ωστόσο, οι κανόνες αυτοί διαφέρουν ουσιωδώς από τον ίδιο τον νόμο της αξίας. Υπό αυτή την έννοια, τόσο ο A. Nove όσο και σύγχρονοι θεωρητικοί που υιοθετούν παρόμοιες θέσεις, δεν είναι θεωρητικώς δικαιολογημένοι όταν διατυπώνουν την έννοια του «νόμου της αξίας 1» (ή «LV1»), αναφερόμενου στην «κατανομή της εργασίας σε διάφορες αναλογίες για διάφορους σκοπούς, η οποία πρέπει να υφίσταται σε κάθε κοινωνία», σε αντιπαραβολή προς τον «νόμο της αξίας 2» («LV2») που εκδηλώνεται μόνο στην εμπορευματική οικονομία.^9
Δεύτερον, πέραν των θεωρητικών παρερμηνειών του νόμου της αξίας και των εσφαλμένων αντιλήψεων περί της δυνατότητας αξιοποίησής του σε μια σοσιαλιστική οικονομία, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι μορφές της αξίας, ιδίως η μορφή της τιμής, συχνά πράγματι παραμένουν και μπορούν να αξιοποιηθούν στη διαδικασία οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας. Αντιστοιχώντας στις βασικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού, μια σοσιαλιστική οικονομία οφείλει να ξεκινήσει με την απελευθέρωση της εργασιακής διαδικασίας από τον έλεγχο του κεφαλαίου ως της {358} αυτοαξιοποιούμενης κίνησης του χρήματος, μέσω της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και της εμπορευματικής μορφής της εργατικής δύναμης. Η μορφή της κίνησης της αξίας στο κεφάλαιο ως ιδιωτική ιδιοκτησία δεν μπορεί να επιτραπεί στον σοσιαλισμό.
Ωστόσο, η μορφή της τιμής ή το χρήμα μπορούν να παραμείνουν τουλάχιστον με δύο λειτουργίες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον καπιταλισμό.
Η μία από αυτές είναι να λειτουργεί ως συμβατική μονάδα ή μέτρο λογιστικής αποτίμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και του προσωπικού εισοδήματος ως μερίσματος της κοινωνίας προς τα μέλη της. Πρέπει να υπάρχει κάποια κοινή μονάδα ή μέτρο μεταξύ των διαφόρων παραγόμενων χρηστικών αξιών και του προσωπικού εισοδήματος για την απόκτηση αγαθών ατομικής κατανάλωσης, έστω κι αν οι φυσικές ποσότητες των χρηστικών αξιών και ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος σε συγκεκριμένες μορφές θα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία σε μια σοσιαλιστική οικονομία και στον σχεδιασμό της, απ’ ό,τι σε μια καπιταλιστική οικονομία. Οι ποσότητες αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που ενσωματώνονται σε κάθε προϊόν ή δαπανώνται σε κάθε μορφή υπηρεσίας πρέπει να αποτελούν την επιθυμητή κοινή μονάδα σε έναν πλήρως σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής. Ωστόσο, εφόσον η μέτρηση και η λογιστική αποτίμηση του εργάσιμου χρόνου που ενσωματώνεται σε αναρίθμητα είδη αγαθών είναι σήμερα πρακτικά και τεχνικά δύσκολη — αν και θεωρητικά εφικτή — τότε η συμβατική λογιστική μονάδα των χρηματικών τιμών θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται για λόγους ευχέρειας. Η μορφή της τιμής θα παραμείνει ως ένα πρόσφορο λογιστικό σύστημα, ιδίως εφόσον η σοσιαλιστική οικονομία οφείλει να διατηρεί επαφές με εξωτερικές καπιταλιστικές χώρες και χρειάζεται ένα κοινό μέτρο σύγκρισης των οικονομικών δραστηριοτήτων με αυτές. Ως λογιστική μονάδα, οι τιμές πρέπει να γίνονται κατανοητές επίσης για αποθέματα και προϊόντα που δεν πωλούνται πράγματι στην αγορά, όπως συμβαίνει σε στατιστικές εκτιμήσεις του εθνικού πλούτου και εισοδήματος, οι οποίες περιλαμβάνουν τα προϊόντα άμεσης κατανάλωσης των αγροτών σε καπιταλιστικές χώρες. Το ποσοστό αυτών των εκτιμώμενων τιμών στο εθνικό εισόδημα θα αυξάνεται όταν η κοινοτική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών ή η μη εμπορευματική διανομή των αναγκαίων αγαθών και υπηρεσιών αυξάνει αναλογικά με την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής οικονομίας.
Σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, οι επίσημα καθορισμένες τιμές καθίστανται γενικευμένες και συνδυάζονται τυπικά με τους σχεδιασμένους ποσοτικούς στόχους ή κανόνες παραγωγής και με τον επιμερισμό (rationing) των προϊόντων. Τότε, οι τιμές καθίστανται μέσο τυπικής λογιστικής, στερημένες της ουσιώδους λειτουργίας τους σε μια εμπορευματική οικονομία, δηλαδή της αναρχικής ρύθμισης της κοινωνικής προσφοράς και ζήτησης. Ένα τέτοιο σύστημα κεντρικού σχεδιασμού με επίσημες τιμές υπήρξε αποτελεσματικό στην ΕΣΣΔ για την εξασφάλιση της απασχόλησης, την εξίσωση του εισοδήματος μεταξύ του εργαζόμενου πληθυσμού και τη βιομηχανοποίηση μιας εθνικής οικονομίας {359} για μια ορισμένη περίοδο, συμπεριλαμβανομένης μιας σφοδρής περιόδου πολέμου. Το σύστημα, ωστόσο, κατέστη αναποτελεσματικό ως προς την ικανοποίηση των διαφοροποιούμενων και εξελιγμένων αναγκών των μελών της κοινωνίας ως καταναλωτών, με χρόνιες ελλείψεις σε εξελιγμένα και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ενώ η ποιότητα των προϊόντων ήταν συχνά αναξιόπιστη. Οι επιχειρήσεις ή μονάδες παραγωγής τείνουν, γραφειοκρατικά, να αντιτίθενται σε ριζικές αλλαγές στους κανόνες παραγωγής, στα είδη των προϊόντων ή στις μεθόδους παραγωγής, επικεντρώνοντας απλώς ποσοτικά στην επίτευξη των στόχων. Το σύστημα απέτυχε να ενεργοποιήσει την υποκειμενική συνεργασία και προσπάθεια των εργαζομένων στους καθημερινούς χώρους εργασίας. Η δεύτερη οικονομία, μέσω των παράνομων (μαύρων) ή ημιπαράνομων (γκρίζων) αγορών, αύξησε τον ρόλο της στην προσφορά και απόκτηση διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών, παρεμποδίζοντας έτσι σημαντικά την αποτελεσματικότητα της επίσημης οικονομίας. Οι αθροιστικές συνέπειες αυτών των παραγόντων, πέραν των δυσμενών επιδράσεων της οικονομικής ύφεσης στις εξωτερικές καπιταλιστικές χώρες, αποτελούν πιθανότατα τη βάση της «φθοράς» του σοβιετικού τύπου οικονομίας, η οποία έγινε έκδηλη ήδη από τη δεκαετία του 1970.^10
Για την υπέρβαση αυτών των δυσκολιών της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, έχει επανειλημμένα προταθεί μια άλλη λειτουργία της μορφής της τιμής ως ευέλικτου μηχανισμού της αγοράς ως πιθανή λύση. Αν και η διανομή των βασικών μέσων κατανάλωσης πρέπει να σχεδιάζεται και να πραγματοποιείται εκτός των διακυμάνσεων της αγοράς στον σοσιαλισμό, οι τιμές ορισμένων ειδών καταναλωτικών αγαθών που βρίσκονται σε έλλειψη —και τα οποία πρέπει να επιλέγονται ατομικά πέραν των αγαθών που προσφέρονται στο κοινό επίπεδο διαβίωσης— μπορούν να αυξάνονται ευέλικτα, όπως σε ένα είδος συστήματος ψηφοφορίας όπου το χρήμα λειτουργεί ως αποδοτικότερος και δικαιότερος τρόπος διανομής, εφόσον τα χρηματικά εισοδήματα μεταξύ των μελών της κοινωνίας έχουν προσεκτικά εξισωθεί. Οι αυξημένες τιμές θα ενίσχυαν τις παραγωγικές διαδικασίες αυτών των αγαθών και την αλυσίδα των μέσων παραγωγής τους, μέσω της διανομής μέρους των αυξημένων χρηματικών εσόδων ή «κέρδους» —έστω και μετά από αυξημένους «φόρους»— στα μέλη των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στις εν λόγω διαδικασίες.
Επιπλέον, από τη σκοπιά της μείωσης του γραφειοκρατικού κρατικού-κεντρικού ελέγχου, η ευέλικτη μορφή της τιμής θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως ένα εναλλακτικό ήπιο οικονομικό σύστημα για τη διανομή και μεταβίβαση διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών, μαζί με τις αναγκαίες πληροφορίες που τα συνοδεύουν, ανάμεσα σε σχετικά ανεξάρτητες κοινοτικές επιχειρήσεις και περιφέρειες υπό τον αυτοέλεγχο των εργαζομένων. Όπως ακριβώς οι μορφές της εμπορευματικής οικονομίας αναδύθηκαν έξω από τη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας, ως οικονομική μορφή της διακοινοτικής και διαπεριφερειακής ανταλλαγής αγαθών, αδιάφορες ως προς την ιδιαιτερότητα του εσωτερικού τρόπου παραγωγής των εκάστοτε κοινωνιών, έτσι και η μορφή της τιμής θα μπορούσε, προς το παρόν, να είναι αξιοποιήσιμη στη διαδικασία οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, ακόμη και μετά την {360} κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως μια πιθανή οικονομική μορφή των διαπεριφερειακών ή διακοινοτικών σχέσεων.
Ωστόσο, η αξιοποίηση του ευέλικτου συστήματος τιμών και της «αρχής του κέρδους» δεν πρέπει να εκληφθεί ως θεμελιώδης αναθεώρηση των βασικών στόχων του σοσιαλισμού. Πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μέσο που μπορεί να επιλύσει μόνο εν μέρει τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου. Η πίστη στην αγορά ως τελική και απόλυτη λύση για την παρούσα αναποτελεσματικότητα και τα συναφή προβλήματα των υπαρχόντων σοσιαλιστικών κοινωνιών συνιστά ένα είδος φετιχισμού της αρχής της αγοράς.
Κατά την εξέταση της δυνατότητας χρήσης της ευέλικτης αγοράς στον σοσιαλισμό, οφείλουμε να έχουμε κατά νου πώς η οικονομία της αγοράς στον καπιταλισμό οδήγησε σε διάφορες «αστοχίες της αγοράς» — όπως η ανισότητα εισοδήματος, η αλλοτρίωση των εργαζομένων, οι οικονομικές κρίσεις και υφέσεις, η οικολογική καταστροφή και η ερήμωση των μεγάλων πόλεων. Όπως η επέκταση της εμπορευματικής οικονομίας υπήρξε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό καταστροφική για την προκαπιταλιστική οικονομική τάξη, έτσι και η λειτουργία της ενδέχεται να λειτουργήσει αντίθετα προς τις ισοκρατικές και συνεργατικές αρχές μιας σοσιαλιστικής οικονομικής τάξης, εάν η σοσιαλιστική κοινωνία δεν ελέγξει συνειδητά την εμβέλεια και τις επιπτώσεις της τιμολόγησης μέσω αγοράς, μέσα από πρακτική κοινωνική δοκιμή και σφάλμα.
Τρίτον, από την άποψη αυτή, σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, η εισαγωγή του ευέλικτου συστήματος τιμών και της «αρχής του κέρδους» δεν μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πλήρης και καθολική σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Προσανατολισμένη σε μια συνεργατική και ισοκρατική κοινωνία, ένα ορισμένο φάσμα των μέσων διαβίωσης —συμπεριλαμβανομένων διευρυμένων δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών όπως η παιδική φροντίδα, η εκπαίδευση, οι ιατρικές υπηρεσίες και οι δημόσιες συγκοινωνίες— δεν θα πρέπει να παρέχεται μέσω ανταγωνιστικής και αναρχικής αγοράς. Ένα μέρος του κοινωνικού χρόνου εργασίας και των πόρων θα πρέπει να συγκεντρώνεται συλλογικά, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκής παροχή αυτών των βασικών μέσων διαβίωσης μέσω δωρεάν διανομής ή μέσω χαμηλών, σταθερών διοικητικών τιμών.
Πρόκειται για στρατηγικής σημασίας ζήτημα για την οικονομική δημοκρατία, το να συμμετέχουν όλα τα μέλη της κοινωνίας —άμεσα ή έμμεσα— στη λήψη αποφάσεων για το ποιο φάσμα αγαθών και υπηρεσιών θα πρέπει να περιλαμβάνεται στα βασικά μέσα διαβίωσης. Όσο ευρύτερο είναι το φάσμα αυτό, τόσο περισσότερη ισότητα και σταθερότητα αποκτούν τα μέλη της κοινωνίας· όμως, ταυτόχρονα, τόσο περιορίζεται το φάσμα των ατομικά επιλέξιμων καταναλωτικών αγαθών, με πιθανό επακόλουθο τη μείωση των κινήτρων για δυναμικές αλλαγές και βελτιώσεις.
Στην περίπτωση που η ευέλικτη τιμολόγηση στην αγορά περιορίζεται μόνο στα «μη βασικά προϊόντα» του υποδείγματος του Σράφα,^12 τα οποία δεν εισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στην αναπαραγωγή άλλων προϊόντων, οι διακυμάνσεις στις τιμές αυτών των αγαθών δεν θα επηρεάζουν το κόστος και τις τιμές των υπόλοιπων αγαθών. Όταν όμως το φάσμα της ευέλικτης τιμολόγησης επεκτείνεται {361} γενικότερα, τότε πρέπει με κάποιο τρόπο να διασφαλίζεται η προτεραιότητα της αναπαραγωγής και της παροχής των βασικών μέσων διαβίωσης, καθώς και των μέσων παραγωγής τους. Ακόμη και η διπλή τιμολόγηση ενδέχεται να καταστεί αναγκαία για ορισμένες πρώτες ύλες, διαφοροποιημένες ανάλογα με τις γραμμές αναπαραγωγής.
Κατά συνέπεια, η λειτουργία του νόμου της αξίας για την αναπροσαρμογή της κοινωνικής κατανομής της εργασίας και των πόρων, καθοδηγούμενη από την κίνηση των τιμών της αγοράς, πρέπει να περιοριστεί και δεν μπορεί να είναι καθολική. Ακόμη και στην περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις λειτουργούν βάσει χρηματικού κόστους και τιμών, τα ποσοστά «κέρδους» δεν είναι απαραίτητο να εξισώνονται. Ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους στην παραγωγή πολυτελών αγαθών λόγω έλλειψης προσφοράς θα μπορούσε να φορολογηθεί βαριά και, κατά συνέπεια, δεν θα μειωνόταν εύκολα μέσω της ταχείας αύξησης της παραγωγής· ενώ, αντίθετα, η παραγωγή των βασικών μέσων διαβίωσης και των μέσων παραγωγής τους ενδέχεται συχνά να επιδοτείται.
Επιπλέον, το χρηματικό ύψος του μισθού στον σοσιαλισμό μπορεί να είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι στον καπιταλισμό, παρόλο που οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν παρόμοιο υλικό επίπεδο διαβίωσης, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των βασικών μέσων διαβίωσης είναι προσβάσιμο υπό μορφή δημόσιων και δωρεάν υπηρεσιών ή μέσω χαμηλών, διοικητικά καθορισμένων τιμών. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, οι μισθοί δεν θα αντιπροσωπεύουν πλήρως τα αναγκαία μέσα διαβίωσης ή τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που ενσωματώνεται σε αυτά. Ως αποτέλεσμα, το χρηματικό κόστος των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων —εφόσον το κόστος λογίζεται σε χρηματικούς όρους— και οι πραγματικές τιμές των συντελεστών παραγωγής τους δεν μπορούν να αποτελέσουν ακριβή δείκτη ή μέτρο της αποδοτικότητας της παραγωγής από την άποψη της εργασίας, καθώς δεν αντιπροσωπεύουν πλέον πλήρως τον ισοδύναμο χρόνο εργασίας του (c + v). Μαζί με την απουσία ανταγωνιστικής πίεσης για αύξηση του ποσοστού κέρδους, αυτό συνιστά τη βάση για τη στρατηγικά ευέλικτη λειτουργία του συστήματος τιμών σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, η οποία επιτρέπει την ύπαρξη χαμηλών τιμών για τα βασικά μέσα διαβίωσης ακόμη και χωρίς επιδότηση.
Ωστόσο, προκειμένου το σύστημα τιμών να λειτουργήσει ως συνειδητό στρατηγικό εργαλείο για τη δημοκρατική συναίνεση όλων των μελών της κοινωνίας, θα πρέπει οι ακριβείς σχέσεις μεταξύ της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας ή του ενσωματωμένου χρόνου εργασίας και των τιμών των προϊόντων να υπολογίζονται και να είναι όσο το δυνατόν πιο διαφανείς και κατανοητές. Το ενδεχόμενο χάσμα μεταξύ τιμών και ενσωματωμένης εργασίας στα προϊόντα καθίσταται πολύ πιο εύκολα κατανοητό υπό το φως της θεωρίας μας περί των μορφών και της υπόστασης της αξίας.
Αντιθέτως, φαίνεται να υπάρχει μια θεμελιώδης δυσκολία για την ορθόδοξη ή συμβατική μαρξιστική θεωρία της αξίας να αναλύσει αυτόν τον ρόλο του συστήματος τιμών και τη σημασία του σε μια σοσιαλιστική οικονομία, στο μέτρο που η έννοια της αξίας έχει μονομερώς ταυτιστεί με την εργασιακή {362} υπόσταση, παραγνωρίζοντας τη θεωρητική δυναμική της μαρξικής θεωρίας των μορφών της αξίας. Όταν οι τιμές, ως μορφή της αξίας, νοούνται πάντοτε ως απλή αναλογική, τυπική έκφραση της εργασιακής υπόστασης που ενσωματώνεται στα προϊόντα, τότε οι στρατηγικές λειτουργίες του συστήματος τιμών σε μια σοσιαλιστική κοινωνία καθίστανται είτε θεωρητικά αδιανόητες, είτε προϋποθέτουν ότι η αποτίμηση της εργασιακής υπόστασης μεταβάλλεται σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς (à la Σχολή Rubin), είτε ότι η αποδοτικότητα της τιμολόγησης βάσει της οριακής θεωρίας επιβεβαιώνεται αβασάνιστα με την εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας ως θεωρητικού θεμελίου της ανάλυσης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας.
Ενώ η «κανονικοποίηση» της δομής των τιμών προβάλλεται συχνά και επανειλημμένα στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου, η θεωρητική βάση ή το κριτήριο του «κανονικού» συστήματος τιμών δεν είναι τότε σαφώς ορισμένο· δεν μπορεί να καθοριστεί πλήρως ούτε από την αγορά ούτε από την τεχνολογία. Ένα σημαντικό θεμέλιο της σοσιαλιστικής οικονομικής δημοκρατίας συνίσταται, αντίθετα, στον στρατηγικό βαθμό ελευθερίας για τον χειρισμό του συστήματος τιμών με βάση κοινωνικές αποφάσεις. Αυτό δεν αναιρεί καθόλου τη θεμελιώδη σημασία της προσπάθειας να μετρηθούν και να αποδοθούν οι σχέσεις του ενσωματωμένου χρόνου εργασίας σε κάθε προϊόν βάσει των αντικειμενικών τεχνολογικών συνθηκών της αναπαραγωγής, επιστρατεύοντας τις αναπτυσσόμενες τεχνολογίες μικροϋπολογιστών, προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι κοινωνικές επιπτώσεις και τα ενδεχομένως ορθολογικά περιθώρια τιμολόγησης.
Η ανάπτυξη των τεχνολογιών υπολογιστών μικροηλεκτρονικής θα μπορούσε επίσης ενδεχομένως να καταστήσει εφικτό έναν νέο τύπο πολυτερματικού συστήματος προσαρμογής των οικονομικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου και του αναγκαίου συστήματος πληροφόρησης μεταξύ σοσιαλιστικών επιχειρήσεων ή περιοχών, στη βάση μιας περισσότερο συνεργατικής αρχής· ένα νέο σύστημα οικονομικής μετάδοσης και επικοινωνίας, το οποίο διαφοροποιείται τόσο από το προηγούμενο σύστημα συγκεντρωτικού προγραμματισμού όσο και από τον μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς.^13 Ένα έμβρυο μιας τέτοιας δυνατότητας φαίνεται ήδη να υπάρχει στην οργανωτική ανάπτυξη ορισμένων τύπων καταναλωτικών συνεταιριστικών κινημάτων, ή ακόμη και στην εσωτερική οργάνωση γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Η αποσαφήνιση των μορφών της αξίας ως ιστορικά προσδιορισμένων μορφών της εμπορευματικής οικονομίας συνδέθηκε ασφαλώς στον Μαρξ με την αποσαφήνιση της εργασιακής διαδικασίας ως της ενδογενούς κοινής και καθολικής συνθήκης για όλες τις κοινωνίες, η οποία μπορεί να διακριθεί από την εμπορευματική οικονομική τάξη. Αντιθέτως, η εργασιακή θεωρία της αξίας στην κλασική σχολή παρέμεινε πλήρως ενσωματωμένη στην εμπορευματική οικονομική {363} τάξη και στερούνταν τόσο της έννοιας της εργασιακής διαδικασίας καθαυτής όσο και της θεωρίας των μορφών της αξίας. Ο Μαρξ μας θέτει ένα πρόβλημα στη θεωρία του για την εργασιακή διαδικασία αναφορικά με το ποιο είναι το αποκλειστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εργασίας όταν διαφοροποιείται από «τις πρώτες ενστικτώδεις μορφές εργασίας που παραμένουν στο ζωικό επίπεδο» (Τόμ. Ι, σ. 284). Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, η βάση της χαρακτηριστικά ανθρώπινης εργασίας είναι ότι διέπεται από συνειδητό σκοπό και βούληση, τα οποία καθοδηγούν την άσκηση των οργάνων εργασίας ώστε να προκαλούνται οι κατάλληλες μεταβολές στα εξωτερικά υλικά ως μέρος του μεταβολισμού με τη φύση. Αυτό το χαρακτηριστικό εκδηλώνεται πρωτίστως στην πλευρά της συγκεκριμένης χρήσιμης εργασίας ως «σκόπιμη δραστηριότητα που αποβλέπει στην παραγωγή αξιών χρήσης» (Τόμ. Ι, σ. 290).
Ωστόσο, όπως αναπτύξαμε στο Κεφάλαιο 5, Τμήμα 5.1, η ανθρώπινη ικανότητα προς εργασία σε κάθε άτομο δεν είναι προορισμένη για μια πάγια μορφή χρήσιμης εργασίας. Αντιθέτως, μπορεί να δαπανηθεί σε ποικίλες μορφές χρήσιμης εργασίας, ανάλογα με τους διαφορετικούς σκοπούς που επιδιώκονται, σκοπούς οι οποίοι με τη σειρά τους μπορούν ευέλικτα να τροποποιούνται και να διευρύνονται βάσει της διανοητικής ικανότητας του ανθρώπου. Από αυτή την άποψη, η ανθρώπινη εργασία εμφανίζεται όχι μόνο ως συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία, αλλά ταυτόχρονα και ως αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η οποία είναι ποσοτικά συγκρίσιμη απλώς βάσει του φυσικού χρόνου διάρκειάς της. Ο Μαρξ δεν ορίζει την αφηρημένη ανθρώπινη εργασία στην ανάλυσή του για την εργασιακή διαδικασία, καθώς ήδη από την αρχή του Κεφαλαίου ανάγει την εμπορευματική αξία στην κρυστάλλωση της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, σε αντίθεση προς τις διαχρονικές αξίες χρήσης που παράγονται από τη συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία. Ο Ρούμπιν και συναφείς θεωρητικοί της αξίας της σχολής του Ρούμπιν έχουν συναγάγει ότι η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία αποτελεί προϊόν εξομοίωσης μέσω της εμπορευματικής ανταλλαγής στην αγορά, ή ότι δεν μπορεί να υπάρξει αφηρημένη ανθρώπινη εργασία έξω από μια εμπορευματική οικονομία.^14 Αυτή η ερμηνεία δεν συνάδει μόνο με την άποψη του Μαρξ (λ.χ. στο τμήμα για τον «Φετιχισμό του εμπορεύματος και το μυστικό του») ότι η κατάλληλη κατανομή του εργάσιμου χρόνου σε διάφορους αναγκαίους τύπους χρήσιμης εργασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε κάθε κοινωνία, αλλά παραγνωρίζει επίσης και τη θεωρητική δυνατότητα προσδιορισμού του ποσού της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που ενσωματώνεται σε κάθε προϊόν, βάσει των τεχνολογικών συνθηκών των παραγωγικών διαδικασιών σε μια κοινωνία, ανεξαρτήτως της εκτίμησης της αγοράς.
Η απόρριψη της έννοιας της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας έξω από μια εμπορευματική οικονομική τάξη θα είχε τρεις πιθανές συνεπαγωγές για τον σοσιαλισμό. Πρώτον, η αναπαραγωγή και η διανομή σε μια σοσιαλιστική οικονομία θα μπορούσε να νοηθεί απλώς με φυσικούς όρους, υπολογίζοντας διάφορες ετερογενείς αξίες χρήσης και χρήσιμες εργασίες ως έχουν, χωρίς καμία δυνατότητα {364} εξομοίωσης. Ένας τύπος ανάλυσης με πίνακες εισροών–εκροών για την κοινωνική αναπαραγωγή και τη διανομή διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών σε φυσικούς όρους θα μπορούσε να είναι νοητός, εφόσον μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν θα έπρεπε πλέον να μεριμνά για την «οικονομία του χρόνου» ή αν το εισόδημα δεν χρειάζεται να διανέμεται σε αυτή με κάποια εξομοιούμενη μονάδα· είτε υπό συνθήκες πολύ χαμηλής παραγωγικότητας που μόλις διασφαλίζουν ένα ίσο επίπεδο επιβίωσης για τα μέλη της, είτε υπό συνθήκες εξαιρετικά ανεπτυγμένης παραγωγικότητας, οι οποίες δύσκολα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο προβλέψιμο μέλλον. Δεύτερον, η δυνατότητα εξομοίωσης σε μια εμπορευματική οικονομία με όρους τιμών, ή η προκύπτουσα αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, θα θεωρούνταν ότι εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον η σοσιαλιστική κοινωνία χρειάζεται κάποια μονάδα/μονάδες για τη μέτρηση της οικονομικής αποδοτικότητας και τη διανομή του εισοδήματος μεταξύ των μελών της. Ή, τρίτον, εάν η εμπορευματική οικονομική τάξη δεν πρόκειται να αποτελέσει βάση για τον σοσιαλισμό και εντούτοις απαιτείται κάποια εξομοιούμενη λογιστική μονάδα, τότε θα πρέπει να εισαχθεί ένας τρίτος χαρακτήρας της ανθρώπινης εργασίας, πέραν των συγκεκριμένων και αφηρημένων χαρακτηριστικών της· όπως λ.χ. η έννοια της «κοινωνικά εξισωμένης εργασίας» του Ρούμπιν.^15 Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, ανακύπτει σοβαρός κίνδυνος αυθαιρεσίας στην εκτίμηση των διαφόρων τύπων συγκεκριμένης χρήσιμης εργασίας ως κοινωνικά εξισωμένου χρόνου εργασίας, σε σύγκριση με την τεχνικά προσδιορίσιμη αφηρημένη ανθρώπινη εργασία.
Η έννοια της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, επομένως, θα πρέπει μάλλον να διατηρηθεί ως η βασική μετρήσιμη μονάδα οικονομικής δραστηριότητας στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης.
Κατά την επεξεργασία του εργάσιμου χρόνου ως μονάδας μέτρησης της οικονομικής δραστηριότητας, έχει προκύψει ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πρόβλημα: πώς μπορεί η ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία να αναχθεί σε απλή εργασία. Όπως συζητήσαμε στο Κεφάλαιο 6, Τμήμα 6.1, το πρόβλημα αυτό μπορεί να αναλυθεί σε δύο πτυχές· η μία αφορά το κόστος εργασίας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή ειδικευμένης εργατικής δύναμης, και η άλλη την εκτίμηση της εργασίας που δαπανάται από ειδικευμένους εργάτες. Αν τα κοινωνικώς αναγκαία είδη ειδικευμένης εργατικής δύναμης πρέπει να αναπαράγονται διαγενεακά μέσω του προσωπικού εισοδήματος των ειδικευμένων εργατών, τότε το κόστος εκπαίδευσης ή κατάρτισης των παιδιών ώστε να φτάσουν το ίδιο επίπεδο ειδίκευσης με τους γονείς τους πρέπει να περιλαμβάνεται στο προσωπικό εισόδημα των ειδικευμένων εργατών, ακόμη και σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ακριβώς όπως οι υψηλότεροι μισθοί των ειδικευμένων εργατών στον καπιταλισμό επιτελούν σε κάποιο βαθμό αυτή τη λειτουργία. Ένα τέτοιο κοινωνικό σύστημα αναπαραγωγής ειδικευμένων εργατών δεν είναι μόνο νοητό αλλά και πιθανόν αποτελεσματικό, όποτε η πρόσβαση στην ανώτερη ή ποιοτικότερη εκπαίδευση ή κατάρτιση εξαρτάται από προσωπική πληρωμή, σε συνδυασμό με διαφοροποιημένα εισοδήματα ανάλογα με το επίπεδο δεξιότητας. Αν και μια τέτοια κοινωνική κατάσταση αναφέρεται συχνά ως προφανής στις κοινωνίες τύπου σοβιετικού μοντέλου, {365} είναι σαφώς αντίθετη προς ένα από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη — την ισονομία (egalitarianism). Ειδικά επειδή τείνει να διαιωνίζει τη κοινωνική διαστρωμάτωση των προνομιούχων γραφειοκρατών και ειδικευμένων εργατών, οι οποίοι διαχωρίζονται οικονομικά από τη γενική εργατική τάξη. Επομένως, είναι υψίστης σημασίας ο σοσιαλισμός να πραγματώσει την εξισωτική και συνεργατική αρχή ως προς την πρόσβαση σε κάθε τύπο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Μόλις το κόστος εκπαίδευσης και κατάρτισης για ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία καλύπτεται όχι σε ατομική αλλά σε πλήρως κοινωνική και κοινοτική βάση, τότε δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη το προσωπικό εισόδημα των ειδικευμένων εργατών να είναι υψηλότερο ώστε να καλύψει αυτά τα ειδικά κόστη.
Όσον αφορά την εκτίμηση της εργασίας που καταβάλλεται από τους ειδικευμένους εργάτες, έχουν διατυπωθεί τρεις θέσεις. Η πρώτη θέση υποθέτει ότι το κόστος εργασίας για την εκπαίδευση και την κατάρτιση που απαιτείται για την παραγωγή εξειδικευμένης εργατικής δύναμης μεταφέρεται στα προϊόντα του ειδικευμένου εργάτη σε μέση βάση. Η θέση αυτή έρχεται ουσιαστικά σε αντίθεση με την αντίληψή μας ότι το κόστος εργασίας ή ο αναγκαίος χρόνος εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης καθορίζεται ανεξάρτητα από τον χρόνο εργασίας που δαπανάται ως πραγματοποίηση της χρησιμότητας αυτής της εργατικής δύναμης. Ιδίως εφόσον το κόστος εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις κοινωνικά αναγκαίες δεξιότητες μπορεί να καλύπτεται από κοινοτικούς πόρους υπό τον σοσιαλισμό, το κόστος αυτό δεν χρειάζεται να ανακτηθεί ατομικά μέσω της εκτίμησης της ειδικευμένης εργασίας ως εντατικοποιημένης εργασίας, περιλαμβανομένης της μεταβίβασης αυτού του κόστους.
Η δεύτερη θέση υποθέτει ότι οι τιμές της αγοράς ή οι λόγοι ανταλλαγής των προϊόντων ή των υπηρεσιών των ειδικευμένων εργατών θα προσδιορίζουν τους συντελεστές αναγωγής της ειδικευμένης εργασίας σε ορισμένες ποσότητες απλής εργασίας. Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση με τη βασική θέση της εργασιακής θεωρίας της αξίας, κατά την οποία ο χρόνος εργασίας που ενσωματώνεται στα προϊόντα καθορίζεται από τις τεχνικές συνθήκες της παραγωγής, ανεξάρτητα από τις κινήσεις των τιμών της αγοράς ή από την διακυμαινόμενη ισορροπία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Επιπλέον, η θέση αυτή καθίσταται αναξιόπιστη σε ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, στο οποίο ο ρόλος της αγοράς είναι ελεγχόμενος και περιορισμένος.
Η τρίτη θέση υποθέτει ότι ορισμένοι συντελεστές αναγωγής μπορούν να καθορίζονται κοινωνικά για κάθε τύπο ειδικευμένης εργασίας ως ορισμένες ποσότητες απλής εργασίας, σύμφωνα με την έννοια του Ρούμπιν περί «κοινωνικά εξισωμένης εργασίας». Αν και η κοινωνική κατάταξη των εργατών, ανεξάρτητα τόσο από το τεχνικό κόστος της εκπαίδευσης όσο και από τις συνθήκες της αγοράς, παρατηρείται πράγματι σε υφιστάμενες σοσιαλιστικές κοινωνίες — και εν μέρει σε μια πτυχή του καταμερισμού των εργατών εντός καπιταλιστικών επιχειρήσεων — δεν υπάρχει πειστικός λόγος για να εξηγηθεί γιατί ορισμένοι τύποι ειδικευμένης εργασίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο ισούνται με τόσα πολλαπλάσια απλής εργασίας βάσει οποιωνδήποτε αντικειμενικών κριτηρίων.
{366} Οι συμβατικές εξηγήσεις για τον βαθμό έντασης της ειδικευμένης εργασίας συχνά είναι κυκλικές, καθώς βασίζονται στα διαφοροποιημένα εισοδήματα των ειδικευμένων εργατών, τα οποία στον καπιταλισμό τείνουν επίσης να αντανακλούν τα κόστη εκπαίδευσης και τις συνθήκες της αγοράς.
Ο Μαρξ δεν παρείχε μια συνεκτική θεωρητική λύση στο πρόβλημα της εκτίμησης της ειδικευμένης εργασίας, αν και θεωρούσε την ειδικευμένη εργασία ως ένα είδος εντατικοποιημένης εργασίας. Όλες οι μεταγενέστερες προσπάθειες να επιτευχθεί μια περισσότερο αντικειμενική ή ικανοποιητική λύση για τον καθορισμό των συντελεστών αναγωγής της ειδικευμένης εργασίας σε σχέση με την απλή εργασία, σύμφωνα με κάποια από τις τρεις παραπάνω θέσεις, ενδέχεται να συνιστούν την καταδίωξη ενός ψευδοπροβλήματος που δεν έχει ορθή λύση. Μη πεισμένος από τις προηγούμενες λύσεις, αναδιατύπωσα το ίδιο το πρόβλημα και διερωτήθηκα αν η ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία επιτελεί όντως εντατικότερη εργασία, που περιέχει ορισμένα πολλαπλάσια απλής εργασίας σε μια χρονική περίοδο, ή αν θα έπρεπε γενικά να θεωρείται ότι πράττει κάτι τέτοιο στην οικονομική ζωή.
Κατόπιν σκέψης, καθίσταται σαφές ότι ακόμη και μια μη ειδικευμένη εργασία απλού βαθμού πρέπει να περιέχει μια ποικιλία βαθμών έντασης, κάνοντας χρήση διαφορετικών σωματικών και νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, ανάλογα με τους διάφορους τύπους χρήσιμης εργασίας. Δεν μπορεί να υπάρξει ακριβής αντικειμενική μέτρηση της έντασης της εργασίας μεταξύ διαφορετικών ειδών χρήσιμης συγκεκριμένης εργασίας. Αυτό μπορεί επίσης να αποτελέσει τη βάση για έναν (ολοένα και πιο αυθαίρετο) διοικητικό καταμερισμό των εργατών. Εκείνο που μας πείθει θεωρητικά για την δυνατότητα συμμέτρησης των διαφόρων τύπων χρήσιμης συγκεκριμένης εργασίας, δεν είναι ο ίδιος βαθμός έντασης της εργασίας, αλλά το γεγονός ότι αποτελούν όλες μορφές δαπάνης της ίδιας, βασικά, ανθρώπινης ικανότητας για εργασία. Αυτή η ανθρώπινη ικανότητα για την επιτέλεση ενός ευρέος φάσματος εργασιών με ευελιξία, πλαστικότητα και δυναμισμό αποτελεί το αποτέλεσμα της μακράς ιστορικής ανάπτυξης της ίδιας της ανθρωπότητας, ξεκινώντας από το ενστικτώδες, ζωικό επίπεδο εργασίας, και πρέπει να αποτελεί την τελική βάση πάνω στην οποία μπορούμε να νοήσουμε την απλή αφηρημένη ανθρώπινη εργασία ως κοινή για όλες τις διαφορετικές χρήσιμες μορφές εργασίας.
Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, ακόμη και στην περίπτωση της ειδικευμένης εργασίας, από αυτήν την άποψη. Η ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δαπάνη της γενικής ανθρώπινης ικανότητας για εργασία σε συγκεκριμένες μορφές — παρότι απαιτεί κάποια πρόσθετα κόστη που απορρέουν από τον χρόνο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Η ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία μπορεί γενικώς να επιτελεσθεί μετά την αναγκαία ειδική εκπαίδευση και κατάρτιση, χωρίς πρόσθετη ένταση, και ενδεχομένως μάλλον ευχερώς και με ευχαρίστηση. Συνεπώς, θεωρώ ότι η ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως εντατικοποιημένη εργασία, που παρέχει περισσότερες μονάδες εργασίας στο ίδιο χρονικό διάστημα από ό,τι η μη ειδικευμένη απλή εργασία.^16
Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ πρότεινε το άνισο {367} «αστικό δίκαιο» ως κατανομή ποσοτήτων προϊόντων ανάλογα με την εργασία που προσφέρουν οι εργαζόμενοι στη κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Όταν αυτή η θέση συνδυάζεται με την έννοια της ειδικευμένης ή σύνθετης εργασίας ως εντατικοποιημένης εργασίας, ή με την έννοια της κοινωνικά εξισωμένης εργασίας ανάμεσα στα διάφορα είδη χρήσιμης εργασίας, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να νομιμοποιήσει τα ιεραρχικά προνόμια των ηγετικών στρωμάτων του κράτους και του κόμματος καθώς και της γραφειοκρατίας στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου. Δεδομένου ότι ο βαθμός έντασης της εργασίας μεταξύ των διάφορων ειδών χρήσιμης και ειδικευμένης εργασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά και σε στέρεα θεωρητική βάση, η βαθμολόγηση των εργασιών μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί αυθαίρετα υπέρ των ανώτερων διοικητικών θέσεων και των γραφειοκρατών. Μια τέτοια αντιμετώπιση της ειδικευμένης εργασίας και της κατάταξης των εργασιών, που προϋποθέτει διαφορετικές ποσότητες εργασίας δαπανημένες στην ίδια μονάδα χρόνου, είναι θεωρητικά αβάσιμη σύμφωνα με όσα έχουμε δει.
Αναγνωρίζοντας ότι όλα τα είδη κοινωνικά αναγκαίας εργασίας εμπεριέχουν βασικά τον ίδιο χαρακτήρα της απλής αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, βασισμένο στη κοινή ανθρώπινη ικανότητα για εργασία, πρέπει εξαρχής να επιδιωχθούν συνειδητά οι πιο συνεργατικές και ισοκρατικές αρχές, όπως το «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του!», και όχι να αναβάλλονται ως απώτερος στόχος που δήθεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο έπειτα από γενιές.
Αν και η θέση μας ευνοεί έναν συνεργατικό και ισοκρατικό τρόπο διανομής εισοδήματος, τα προσωπικά εισοδήματα δεν είναι απαραίτητο να εξισώνονται αυστηρά και μηχανιστικά. Οι διαφορετικές ανάγκες των εργαζομένων, π.χ. ανάλογα με το μέγεθος και τη σύνθεση της οικογένειας, ή με τη γεωγραφική απόσταση ανάμεσα στην κατοικία και τον τόπο εργασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Ενδέχεται να προστίθεται κάποιο πριμ για εργασία που φέρει βαριά ευθύνη, ή που έχει επικίνδυνο ή δυσάρεστο περιεχόμενο, ή που απαιτεί μεγαλύτερη περίοδο εκπαίδευσης και κατάρτισης κ.λπ. Εάν δοθεί με τη μορφή χρηματικής αμοιβής, αυτός ο πρόσθετος μισθός μπορεί να αντιπροσωπεύει σημαντική αύξηση στο γενικό χρηματικό εισόδημα, δεδομένου ότι τα βασικά μέσα συντήρησης διανέμονται με ελεγχόμενες χαμηλές τιμές ή δωρεάν. Ωστόσο, το ουσιαστικό του ποσοστό σε σχέση με το σύνολο των μέσων συντήρησης ή με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης θα πρέπει να παραμένει σχετικά μικρό, ώστε να αντισταθμίζει απλώς την μη δημοφιλή ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης εργασίας και να εξασφαλίζει τον αναγκαίο αριθμό ανθρώπων για την εκτέλεσή της. Πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι το ύψος αυτών των κινήτρων μισθού δεν βασίζεται σε διαφορετική ποσότητα εργασίας προσφερόμενης στην ίδια χρονική περίοδο, αλλά είναι απλώς ένα λειτουργικό μέσο για την προσέλκυση του αναγκαίου αριθμού ανθρώπων σε ορισμένα είδη εργασίας. Έτσι, η εργασία {368} με μισθολογικά κίνητρα δεν χρειάζεται να είναι σταθερή, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται ευέλικτα στη διαδικασία των τεχνολογικών αλλαγών και των μεταβαλλόμενων προτιμήσεων του πληθυσμού. Το κοινωνικό σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλα τα μέλη της κοινωνίας επί ίσοις όροις, έστω και με κάποια μορφή ανταγωνισμού, και δεν θα πρέπει να λειτουργεί προς εδραίωση μιας προνομιούχας κοινωνικής τάξης ή στρώματος με ευκολότερη πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση σε ατομική ή οικογενειακή βάση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει συνεχώς να αναβαθμίζει τη γενική ανθρώπινη ικανότητα για εργασία με μεγαλύτερη ελευθερία σε ευρύτερο φάσμα τομέων, προάγοντας περαιτέρω την κοινή ατομική ικανότητα άσκησης αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας σε διάφορες συγκεκριμένες μορφές.
Ο σοσιαλισμός αποσκοπεί στην κατάργηση της εκμετάλλευσης της υπερεργασίας στον καπιταλισμό, μέσω της αυτο-χειραφέτησης των εργαζομένων από τη μορφή εμπορεύματος της εργατικής δύναμης υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου. Ωστόσο, η κατάργηση της εκμετάλλευσης της υπερεργασίας δεν ταυτίζεται με την κατάργηση της ίδιας της υπερεργασίας, δηλαδή της εργασίας που εκτελείται πέραν του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Βεβαίως, η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ υπερεργασίας και αναγκαίας εργασίας ως της οικονομικής βάσης όλων των ταξικών κοινωνιών πρέπει να καταργηθεί στον σοσιαλισμό. Όμως, το τμήμα του χρόνου υπερεργασίας πέρα από τον χρόνο εργασίας που απαιτείται για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει και στη σοσιαλιστική κοινωνία, χάριν της επέκτασης της αναπαραγωγής ή ως ασφάλεια έναντι ατυχημάτων κ.λπ. Ο Μαρξ το επισήμανε αυτό ως εξής:
Η υπερεργασία υπό κάποια μορφή πρέπει πάντα να παραμένει, ως εργασία πέρα από το μέτρο των δεδομένων αναγκών. Είναι απλώς ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως και στο δουλοκτητικό κ.λπ., έχει μια ανταγωνιστική μορφή και η αντίθετή της όψη είναι η καθαρή απραξία ενός μέρους της κοινωνίας. Ένα ορισμένο ποσοστό υπερεργασίας απαιτείται ως ασφάλεια έναντι ατυχημάτων και για τη σταδιακή διεύρυνση της διαδικασίας αναπαραγωγής, που είναι αναγκαία για να συμβαδίζει με την ανάπτυξη των αναγκών και την πρόοδο του πληθυσμού — πράγμα που από την οπτική του κεφαλαιοκράτη αποκαλείται συσσώρευση. (Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, σελ. 958)
Καθώς η εκμετάλλευση και ιδιοποίηση της υπερεργασίας από την κυρίαρχη τάξη δεν υφίστανται πλέον σε έναν σοσιαλιστικό οικονομικό σχηματισμό, ο συνολικός χρόνος εργασίας, περιλαμβανομένου και του χρόνου υπερεργασίας, πρέπει να χρησιμοποιείται είτε άμεσα είτε {369} έμμεσα προς όφελος του συνόλου των εργαζομένων. Η σχέση μεταξύ του μέρους της υπερεργασίας και εκείνου της αναγκαίας εργασίας δεν είναι πλέον σχέση αντίθεσης ή αντίφασης. Η κοινωνική λειτουργία της υπερεργασίας, όταν εξυπηρετεί ως ασφάλεια ή για σκοπούς συσσώρευσης, δεν είναι πλέον ανταγωνιστική, αλλά συμπληρωματική της άμεσα αναγκαίας εργασίας. Με μια έννοια, το τμήμα της υπερεργασίας πέρα από τις άμεσες ανάγκες μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένα μέρος της αναγκαίας εργασίας για τη διατήρηση του εργαζόμενου πληθυσμού στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, η έννοια της υπερεργασίας παραμένει αναλυτικά χρήσιμη για την εξέταση της λειτουργίας ενός σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος, στη βάση της βασικής θεωρίας του καπιταλισμού, παρόλο που ο διαφορετικός κοινωνικός της χαρακτήρας δεν πρέπει να παραβλέπεται.
Η δυναμική διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι γεμάτη μαθήματα για έναν ενδεχόμενο σοσιαλισμό. Αυτά δεν περιορίζονται μόνο στον ελαττωματικό και αντιφατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, ο οποίος πρέπει να υπερβαθεί στον σοσιαλισμό. Για παράδειγμα, στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλισμού, η ευέλικτη κατανομή της υπερεργασίας με τη μορφή των διακυμάνσεων των αγοραίων τιμών και των ποσοστών κέρδους λειτουργεί ως κοινωνικό μαξιλάρι ή δεξαμενή που επιτρέπει την επαναρύθμιση των ανισορροπιών μεταξύ των βιομηχανικών κλάδων, οι οποίες προκαλούνται από δυναμικές αλλαγές στις παραγωγικές τεχνολογίες, καθώς και για την ικανοποίηση των αναγκών αναδιάρθρωσης των βιομηχανικών δομών λόγω μεταβαλλόμενων καταναλωτικών προτιμήσεων. Ιδίως κατά τη φάση της ευημερίας, αυτή η επαναρύθμιση μπορεί να προχωρά σχετικά ομαλά και θετικά, αξιοποιώντας επίσης το πιστωτικό σύστημα και τη μορφή του τόκου ως μηχανισμό αναδιανομής της υπερεργασίας.
Αν το περιεχόμενο του νόμου της αξίας νοηθεί απλώς ως η ισοδύναμη ανταλλαγή της εργασίας που είναι ενσωματωμένη στα εμπορεύματα, τότε η θεμελιώδης ικανότητα του καπιταλισμού να χειρίζεται ευέλικτα την υπερεργασία και τις κοινωνικές της λειτουργίες στο πλαίσιο της δυναμικά μεταβαλλόμενης ισορροπίας μεταξύ των παραγωγικών κλάδων, τείνει να παραβλέπεται ως λειτουργία του ίδιου του νόμου της αξίας. Εάν ένας σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής σχεδιαστεί για να εκπληρώνει ό,τι ο καπιταλισμός επιτελούσε ως το ουσιαστικό περιεχόμενο του νόμου της αξίας στη διατήρηση κοινωνικών σχέσεων με όρους ποσοτήτων εργασιακού χρόνου —όπως συνοψίζεται στα συμβατικά σχήματα αναπαραγωγής— απλώς μέσω μιας κατανόησης του νόμου της αξίας ως ισοδύναμης ανταλλαγής χρόνου εργασίας, τότε ο σοσιαλιστικός οικονομικός προγραμματισμός θα καταστεί αναπόφευκτα άκαμπτος και αναποτελεσματικός στην επαναρρύθμιση της κοινωνικής αναπαραγωγής ώστε να ανταποκρίνεται στις δυναμικές αλλαγές των τεχνολογιών και των κοινωνικών αναγκών.^19
Ο σοσιαλισμός θα πρέπει πράγματι να πραγματοποιεί συνειδητά εκείνο που ο καπιταλισμός επιτελούσε ασυνείδητα μέσω της λειτουργίας του νόμου της αξίας, ενώ ταυτόχρονα θα εξαλείφει τη χαοτική σπατάλη και την απάνθρωπη καταστροφή που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό.
Οι νοητές ρυθμίσεις για την κοινωνική κατανομή των προϊόντων της εργασίας {370} κατά τη διαδικασία οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας φαίνεται να είναι: επίσημα καθορισμένες τιμές, μερική αξιοποίηση ευέλικτης τιμολόγησης αγοράς, κεντρικά σχεδιασμένη διανομή ή επιμερισμός προϊόντων και συνεταιριστικές άμεσες ανταλλαγές εκτός του συστήματος τιμών. Στην πράξη, τα μέσα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό, και θα συνεχίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμένει ένα σύνθετο ζήτημα, προς κοινωνική απόφαση, το πώς ακριβώς θα συνδυαστούν αυτά τα μέσα κατά την εξέλιξη μιας σοσιαλιστικής οικονομίας.
Όποιος κι αν είναι ο συνδυασμός, η λειτουργική ευελιξία που προσφέρει ο χρόνος υπερεργασίας (surplus-labour time) πρέπει να διατηρείται σαφώς υπόψη, διακριτά από την αναγκαιότητα κάλυψης τόσο του μεταφερόμενου χρόνου εργασίας από τα μέσα παραγωγής όσο και του αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για τη διατήρηση των εργαζομένων σε κάθε διαδικασία παραγωγής — τόσο σε επίπεδο διαχείρισης σοσιαλιστικών επιχειρήσεων όσο και στο σύνολο της οικονομίας. Η θεώρηση αυτή, η οποία αποτελεί λογικό επακόλουθο της επανεξέτασης του ουσιαστικού περιεχομένου του νόμου της αξίας στον παρόντα τόμο, δεν παρέχει ένα άμεσο και πλήρες κλειδί για την υφιστάμενη αναποτελεσματικότητα των κοινωνιών σοβιετικού τύπου, μπορεί ωστόσο να χρησιμεύσει ως θεωρητική βάση για την επίλυσή της.
Η σχετικά ομαλή διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης στη φάση της ευημερίας στηρίζεται επίσης στην ελαστική διαθεσιμότητα επιπλέον εργατών από το βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, σε συνδυασμό με την ευέλικτη ανακατανομή της υπερεργασίας. Από τη σκοπιά των μισθωτών εργατών, αυτή η πλευρά της καπιταλιστικής συσσώρευσης ενέχει τη διαρκή απειλή της ανεργίας ή μιας παράλογης απώλειας των μέσων συντήρησης, όχι μόνο κατά τη φάση της κρίσης και της ύφεσης.
Ο σοσιαλισμός στοχεύει πρωτίστως στην κατάργηση αυτής της απειλής για τους εργάτες και οφείλει να εγγυηθεί εργασία για όλους ως ουσιώδες μέρος της απελευθέρωσής τους από τη μορφή εμπορεύματος της εργατικής δύναμης — δηλαδή από την εξαρτημένη μισθωτή εργασία υπό τον καπιταλισμό.^20
Η πλήρης απασχόληση δεν μπορεί να αποτελεί σταθερό οικονομικό φαινόμενο υπό τον καπιταλισμό. Όταν αυτή εμφανίζεται προς το τέλος περιόδων ευημερίας, πρέπει να υπάρχει μια ασταθής υπερσυσσώρευση κεφαλαίου σε σχέση με τον πληθυσμό των εργαζομένων, και μια συνεπαγόμενη πτώση του ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης των μισθών, οδηγώντας σε μια καταστροφική φάση κρίσης — όπως έχουμε δει στη θεωρία των περιοδικών οικονομικών κύκλων.
Από αυτή την άποψη, ο σοσιαλισμός πρέπει να επιλύσει δύο προβλήματα:
Πρώτον, πώς μπορεί να ελέγξει την έκταση των αναγκαίων μέσων συντήρησης ώστε να μην εμποδίζεται η αναλογία του οικονομικού πλεονάσματος για συσσώρευση, ασφάλιση κ.λπ.; Αν το ζήτημα αυτό αφεθεί στην ελεύθερη διακύμανση της αγοράς, οι μισθοί μπορούν εύκολα να αυξηθούν χωρίς την πίεση ενός εφεδρικού βιομηχανικού στρατού στο πλαίσιο της διευρυμένης {371} αναπαραγωγής. Μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία θα μπορούσε, με σχετική ευκολία, να ελέγξει το υλικό επίπεδο των εργατών και να διατηρεί την κατάλληλη αναλογία υπερεργασίας σε σχέση με την παραγωγικότητα.
Προφανώς, η αυτοδιαχείριση των εργατών όσον αφορά το δικό τους υλικό επίπεδο διαβίωσης γίνεται ουσιώδης ως μέρος της οικονομικής δημοκρατίας, εφόσον πρόκειται να χαλαρώσει ο κεντρικός αυταρχικός σχεδιασμός. Τα σοσιαλιστικά επιχειρήματα υπέρ του ελέγχου από τους εργάτες και της περιφερειακής αυτονομίας πρέπει τότε να είναι προετοιμασμένα να αποδεχθούν μια δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τα επίπεδα διαβίωσης, αφήνοντας χώρο για τις κοινωνικές ανάγκες για ανάπτυξη, ασφάλιση κ.ο.κ., σύμφωνα με μια βασικά ισοκρατική αρχή.
Δεύτερον, πώς μπορεί ο σοσιαλισμός να διατηρήσει μια ευέλικτη προσαρμοστικότητα της οικονομίας συγκρίσιμη με εκείνη του καπιταλισμού; Ο καπιταλισμός εξασφάλιζε τη βάση για δυναμική προσαρμογή μέσω του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού· γι’ αυτό και καθίσταται άκαμπτος και ολοένα πιο δυσπροσάρμοστος όταν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του στρατού απορροφάται εξαιτίας υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στο τέλος της ευημερίας.
Η ίδια η επιτυχία του σοσιαλισμού στην εξάλειψη της απειλής της ανεργίας δημιουργεί ειρωνικά μια διαρθρωτική δυσκολία ανελαστικής προσφοράς εργασίας στην οικονομία του. Θα ήταν επιθυμητό, από αυτή την άποψη, μια σοσιαλιστική οικονομία να ενσωματώνει στον σχεδιασμό της μια θετική σοσιαλιστική μορφή βιομηχανικού «εφεδρικού στρατού», η οποία ασφαλώς διαφέρει από την ανεργία: κάποιας μορφής προγραμματισμένη άδεια ή εκπαιδευτική άδεια (sabbatical), με επαρκή εγγύηση εισοδήματος και πιθανώς δυνατότητες μάθησης ή κατάρτισης, καθώς και διασφάλιση ορισμένης απασχόλησης στο εγγύς μέλλον.
Ακόμα και με έναν τέτοιο σοσιαλιστικό «εφεδρικό στρατό», η θετική κοινωνική στάση των ίδιων των εργατών απέναντι στη δική τους κινητικότητα είναι αναγκαία για μια ευέλικτη και δυναμική σοσιαλιστική οικονομία.^21
Η σημασία της προώθησης της θετικής κοινωνικής συνεργασίας και της αυτοδιαχείρισης των εργατών δεν έχει τονιστεί επαρκώς στις κοινωνίες σοβιετικού τύπου, όπου επικρατεί αντίθετα η τάση υπερτροφίας της κρατικής εξουσίας. Θεωρητικά, αυτό οφείλεται πιθανότατα σε μια εσφαλμένη κατανόηση της θεμελιώδους αντίφασης στον καπιταλισμό. Είναι καθήκον της μαρξικής θεωρίας κρίσεων να αποκαλύψει τη θεμελιώδη αυτή αντίφαση και τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις της στη διαδικασία της συσσώρευσης.
Ενώ οι ορθόδοξοι μαρξιστές έχουν στηριχθεί στη θεωρία της υπερπαραγωγής εμπορευμάτων ως αιτία της κρίσης, τείνουν να εντοπίζουν τον θεμελιώδη περιορισμό της καπιταλιστικής οικονομίας στους όρους πραγματοποίησης της υπεραξίας, αντί για τους όρους παραγωγής της. Συνήθως επικαλούνται τις μαρξικές διατυπώσεις ότι:
«Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και της πραγματοποίησης αυτής της εκμετάλλευσης δεν είναι ταυτόσημοι… Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογικότητα {372} μεταξύ των διάφορων κλάδων παραγωγής και από τη δυνατότητα κατανάλωσης της κοινωνίας». (Τόμος ΙΙΙ, σελ. 352)
Ο τύπος του ιστορικού υλισμού συμπίπτει φυσικά με αυτή την αντίληψη. Οι αναρχικές σχέσεις μεταξύ των κλάδων παραγωγής και η στενά περιορισμένη αγοραστική δύναμη των μαζών ερμηνεύονται ως συνεπαγωγές των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που βασίζονται στον καπιταλιστικό τρόπο ιδιοποίησης, την ίδια στιγμή που η παραγωγική ισχύς αναπτύσσεται ήδη με κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι, ο Ένγκελς υποστήριξε χαρακτηριστικά ότι:
«Σε αυτές τις κρίσεις, η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης καταλήγει σε μια βίαιη έκρηξη»^22,
και ο Λένιν επανέλαβε αυτό το σημείο ορίζοντας την καπιταλιστική
«αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του ιδιωτικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης».^23
Ο σοσιαλισμός που θεμελιώνεται σε αυτές τις θεωρητικές αντιλήψεις θα ανέμενε ότι η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής σε συνδυασμό με τον κεντρικό σχεδιασμό θα αποτελούσε έναν ισχυρό δρόμο υπέρβασης των ριζικών κοινωνικών αντιφάσεων του καπιταλισμού. Αν οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλισμού πράγματι εντοπίζονται στην κοινωνική φύση της παραγωγής και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης, καθώς και στη συνακόλουθη δυσαναλογία ή την υποκατανάλωση των εργαζομένων, τότε αυτές θα μπορούσαν ασφαλώς να αρθούν μέσω της εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Καθώς η εθνικοποίηση αποτελεί το ασφαλέστερο μέσο για την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιωτικής ιδιοποίησης, ο κεντρικός σχεδιασμός με εθνικοποιημένους τόπους εργασίας θα έθετε τέλος στη χαοτική δυσαναλογία του καπιταλισμού, και η εξάλειψη της ανεργίας σε συνδυασμό με την άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων υπό το σχεδιασμένο καθεστώς θα εξουδετέρωνε τη δυσκολία της υποκατανάλωσης που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός. Έχει επίσης υπογραμμιστεί ότι ο μαρξισμός, σε αντίθεση με τον αναρχισμό, προϋποθέτει μια επαναστατική μεταβολή του χαρακτήρα του κράτους, ήτοι τη μετάβαση από το καπιταλιστικό στο προλεταριακό κράτος, ώστε το κράτος να μπορεί να αξιοποιηθεί ως κεντρικός οργανωτής του οικονομικού σχεδιασμού – ιδίως στο πρώτο και κατώτερο στάδιο του κομμουνισμού – και όχι ως αντικείμενο άμεσης κατάργησης. Έτσι, η εδραίωση του κρατικού μηχανισμού με ισχυρή ηγεσία για τον κεντρικό σχεδιασμό της εθνικής οικονομίας στις μεταεπαναστατικές κοινωνίες έχει θεωρηθεί ως εγγύηση για την οικοδόμηση ουσιαστικού σοσιαλισμού, μέσω της εξάλειψης τόσο του αστικού δικαιώματος ιδιοποίησης όσο και της αναρχικής δυσαναλογίας και της άνισης διανομής του εισοδήματος. Η σύλληψη αυτή ενισχύεται από την παραδοχή ότι ο ιδεώδης σοσιαλισμός του Μαρξ, στον οποίο το ίδιο το κράτος έχει καταργηθεί, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε ένα ανώτερο στάδιο του κομμουνισμού, το οποίο δεν αναμένεται εύκολα στο ορατό μέλλον.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η σοβιετική οικονομία πράγματι λειτούργησε και επέδειξε ορισμένα επιτεύγματα στη βάση αυτής της {373} κατανόησης. Υπερέβη τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες της αρχικής περιόδου οικοδόμησής της, καθώς και της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και επέτυχε αξιοσημείωτη εκβιομηχάνιση, απαλλαγμένη από καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις. Παρ' όλα αυτά, όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει, παραμένουν και σοβαρά προβλήματα. Πέρα από την απλοϊκή εφαρμογή του σχήματος του ιστορικού υλισμού, οι τεχνολογίες και οι μέθοδοι παραγωγής που ανέπτυξε ο καπιταλισμός τείνουν να υιοθετούνται και να επεκτείνονται ποσοτικά άκριτα στους εθνικοποιημένους τόπους εργασίας. Τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα της αγροτικής τάξης θυσιάστηκαν στη διαδικασία μαζικής κοινωνικοποίησης και εκβιομηχάνισης.^24 Ως αποτέλεσμα, παραμένει το δυσεπίλυτο πρόβλημα της διασφάλισης και της αύξησης της αγροτικής παραγωγής παράλληλα με τη βιομηχανική ανάπτυξη. Με την εδραίωση του κρατικού μηχανισμού, οι θέσεις των κρατικών και κομματικών γραφειοκρατών ενισχύθηκαν μέσω αυταρχικής διοικητικής εξουσίας και κοινωνικών και οικονομικών προνομίων, σε αντίθεση με τη διαρκώς ασθενή κοινωνική θέση των απλών εργαζομένων, οι οποίοι παραμένουν αποκλεισμένοι από τα επίπεδα λήψης αποφάσεων. Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η θεμελιώδης ανθρώπινη ικανότητα προς εργασία βάσει εννοιακής σκέψης έχει επίσης λειτουργήσει ως δυνητική βάση για την υποτελή θέση των εργαζομένων, λόγω του κοινωνικού διαχωρισμού ανάμεσα στη σύλληψη του έργου και στην εκτέλεσή του σε ταξικές κοινωνίες, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 5, Τμήμα 5.1.
Υπήρξε έντονη συζήτηση για το πώς πρέπει να κατανοηθεί ο ιστορικός χαρακτήρας των σοβιετικού τύπου κοινωνιών, και ιδίως η δύσκολη θέση των εργαζομένων. Ποικίλες έννοιες έχουν προταθεί. Για παράδειγμα, οι έννοιες του πρώιμου σοσιαλισμού σε νηπιακή ή μεταβατική φάση,^25 των φαινομένων σταλινισμού^26 ή του κρατικού-γραφειοκρατικού καθεστώτος^27 ως εντολοδόχου του προλεταριάτου, αναγνωρίζουν μεν τις στρεβλώσεις των σοβιετικών κοινωνιών, αλλά δεν αποδέχονται την ύπαρξη ανταγωνιστικών ταξικών σχέσεων σε ένα προλεταριακό σοσιαλιστικό κράτος. Αντιθέτως, οι θεωρίες του κρατικού καπιταλισμού ή της νέας μεταεπαναστατικής ταξικής κοινωνίας προβαίνουν σε πιο ριζική κριτική του «καταπιεστικού χαρακτήρα» των «ταξικών σχέσεων» σε τέτοια καθεστώτα.
Όπως επέκρινε έντονα ο Πωλ Σουήζυ στο Μεταεπαναστατική Κοινωνία, δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό να ερμηνεύεται το παρόν πρόβλημα – ιδίως η υπερτροφία της κρατικής εξουσίας και η ασθενής θέση των εργαζομένων στις σοβιετικού τύπου βιομηχανικές κοινωνίες – απλώς μέσω των προσωπικών σφαλμάτων του Στάλιν, ή της αρχικής έλλειψης ειδικών, που τοποθετήθηκαν ως γραφειοκρατικοί εντολοδόχοι των εργαζομένων, όπως τόνιζαν οι Λ. Τρότσκι και Ε. Μαντέλ, ή μέσω της αναβίωσης του νόμου κίνησης του καπιταλισμού, όπως υποστήριξε ο Σ. Μπετελχάιμ. Συνεπώς, {374} συμμερίζομαι την πρόταση του Σουήζυ να σκεφτούμε την έννοια ενός νέου τύπου μεταεπαναστατικής ταξικής κοινωνίας, με την κριτική της σημασία για τις σοβιετικού τύπου κοινωνίες. Ωστόσο, δεν έχω ακόμη απολύτως πεισθεί για αυτή τη σύλληψη, για τρεις λόγους:
(i) Σε θεωρητικό επίπεδο, ο προσδιορισμός των ανώτερων γραφειοκρατών σε αυτές τις κοινωνίες ως προνομιούχας κυρίαρχης τάξης εξακολουθεί να βασίζεται, λίγο πολύ, σε μια κοινωνιολογική αντίληψη της κοινωνικής τάξης. Παραμένει το πρόβλημα κατά πόσον αυτός ο προσδιορισμός, ή η έννοια της «κρατικής τάξης», μπορεί να εναρμονιστεί με τη μαρξική θεωρία, η οποία υπογραμμίζει την οικονομική βάση των κοινωνικών τάξεων στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Για να υπάρξει συνοχή, ίσως χρειαστεί να επανεξετάσουμε την έννοια της τάξης στις μαρξιστικές θεωρίες της πολιτικής οικονομίας και του κράτους, καθώς και στον ιστορικό υλισμό, πιθανώς δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο της κοινωνικής λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα και στα μέσα διαχείρισης της κοινωνικής υπερεργασίας. Οι ρίζες των αδυναμιών των μαρξικών θεωριών που επέτρεψαν την υπερτροφία του κράτους πρέπει επίσης να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας.
(ii) Στην πράξη, η υπερτροφία της κρατικής εξουσίας είναι κατά μία έννοια ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται στον «δεύτερο κόσμο», αλλά αποτελεί παγκόσμιο γνώρισμα της εποχής μας, συμπεριλαμβανομένων των χωρών του πρώτου και του τρίτου κόσμου. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το χαρακτηριστικό αυτό φαίνεται να ενισχύεται διεθνώς, ιδίως μέσω των δομών του Ψυχρού Πολέμου· επομένως, η ιστορική του αναγκαιότητα και σημασία δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως μόνο από εσωτερικούς κοινωνικούς παράγοντες.^30
(iii) Σε πρακτικό επίπεδο, η αποδοχή της έννοιας της ταξικής κοινωνίας για τις σοβιετικού τύπου κοινωνίες θα απαιτούσε περαιτέρω κοινωνικές επαναστάσεις. Δεν έχω ακόμη απελπιστεί ως προς την προσδοκία ή την ελπίδα ότι η ΕΣΣΔ και παρόμοιες κοινωνίες μπορεί να προοδεύσουν εσωτερικά και να εξελιχθούν σε πλήρως σοσιαλιστικές κοινωνίες. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που προτάθηκαν και δοκιμάστηκαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στην Κίνα και στην ΕΣΣΔ, καθώς και η διεθνής συζήτηση γύρω από αυτές μεταξύ μαρξιστών, όπως και οι προοπτικές τους στα διάφορα επαναστατικά κινήματα του πρώτου και του τρίτου κόσμου, ενδέχεται να συμβάλουν στην διεύρυνση αυτών των προσδοκιών. Τουλάχιστον, χωρίς τέτοιες προσδοκίες, ανησυχώ ειλικρινά ότι η φιλική συνεργασία και αλληλεγγύη ανάμεσα σε τόσους μαρξιστές και εργαζόμενους διεθνώς τείνουν να παρεμποδίζονται σοβαρά και διαρκώς από αυτό το ζήτημα, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Επανερχόμενοι στο θεωρητικό μας ζήτημα εδώ, σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεωρία της κρίσης λόγω υπερπροσφοράς εμπορευμάτων, η θεωρία της κρίσης λόγω υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου υπό τη μορφή της έλλειψης εργασίας, η οποία υποστηρίχθηκε στο Κεφάλαιο 9, προσδιορίζει τη ρίζα της αντίφασης της καπιταλιστικής οικονομίας στην εμπορευματική μορφή της εργατικής δύναμης· ή, με άλλα λόγια, στη θεμελιώδη δυσκολία που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο να μεταχειριστεί την ανθρώπινη ικανότητα για εργασία ως {375} εμπόρευμα, όπως οποιοδήποτε άλλο παραγόμενο εμπορευματικό αγαθό.
Ο σοσιαλισμός, για να υπερβεί τη θεμελιώδη αυτή αντίφαση του καπιταλισμού υπό το φως της εν λόγω θεωρίας της κρίσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί απλώς μέσω της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και της εθνικοποίησής τους. Αν και η εθνικοποίηση των κύριων μέσων παραγωγής αποτελεί αναγκαίο αρχικό βήμα σε μια σοσιαλιστική επανάσταση, η υποκειμενική αυτο-χειραφέτηση των εργαζομένων από την υποτελή κοινωνική τους θέση, στην οποία υπόκεινται λόγω της εμπορευματικής μορφής της εργατικής δύναμης, οφείλει οπωσδήποτε να συνεχιστεί.
Η ουσιαστική επιδίωξη του σοσιαλισμού, δηλαδή η απελευθέρωση των εργαζομένων από την εμπορευματική μορφή της εργατικής δύναμης, πρέπει να αποσαφηνιστεί βάσει της λογικής και του μηχανισμού της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης των μισθωτών εργατών από τον καπιταλισμό. Η επίλυση του μονομερούς διαχωρισμού μεταξύ αλλοτριωμένης χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, καθώς και της καταστροφικής καπιταλιστικής διαίρεσης της εργασίας μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας, περιλαμβάνεται ασφαλώς στο εγχείρημα αυτό.
Παρότι ο μηχανισμός και οι λειτουργίες του σοσιαλιστικού κράτους θα χρειαστεί να επεκταθούν στο αρχικό στάδιο της εθνικοποίησης, οφείλουν να μειωθούν το ταχύτερο δυνατό, ώστε να κοινωνικοποιηθούν συλλογικά, μέσω της ενίσχυσης των πρωτοβουλιών των εργαζομένων από τα κάτω. Το επιχείρημα υπέρ της αποκέντρωσης της εξουσίας και της εργατικής αυτοδιεύθυνσης, το οποίο αποκτά όλο και μεγαλύτερη απήχηση σε ποικίλους κύκλους τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Ευρώπη, καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου, φαίνεται να υποδεικνύει την αναγκαία κατεύθυνση και ορισμένα από τα περιεχόμενα των σοσιαλιστικών κοινωνιών που θα προκύψουν κατόπιν της κατάργησης της εμπορευματικής μορφής της εργατικής δύναμης.
Αυτοί οι στοχασμοί σχετικά με έναν επιθυμητότερο σοσιαλισμό είναι πράγματι αναγκαίοι και για την κατάλληλη αποτίμηση τόσο των επιτευγμάτων όσο και των περιορισμών της σοσιαλδημοκρατίας στις καπιταλιστικές χώρες. Η βασική θεωρία του καπιταλισμού που αναπτύσσεται στον παρόντα τόμο ευελπιστεί να είναι συνεπής με και υποστηρικτική προς τέτοιου είδους περαιτέρω επιχειρήματα υπέρ ενός ουσιαστικότερου σοσιαλισμού.
1. Πρβ. F. M. C. Fourier, /Le Nouveau Monde Industriel et Sociétaire ou Invention du Procédé d'Industrie Attrayante et Naturelle Distribuée en Serie Passionnées /(1822, στο /Oeuvres complètes de Ch. Fourier /(Παρίσι: La Librairie Societarie, 1845, t. 6).
2. Στον πρόλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος (1872), ο Μαρξ και ο Ένγκελς επιβεβαιώνουν ότι «οι γενικές αρχές που διατυπώνονται στο παρόν Μανιφέστο είναι, συνολικά, τόσο ορθές σήμερα όσο και πάντοτε», αν και παραδέχονται ότι «η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών θα εξαρτηθεί [...] από τις ιστορικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά, και για τον λόγο αυτό δεν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα επαναστατικά μέτρα που προτάθηκαν στο Τμήμα ΙΙ για τις ενδεχόμενες συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις». Η σημαντικότερη τροποποίηση που διατυπώνεται σε εκείνο τον πρόλογο αφορά τον ρόλο του κράτους, υπό το φως της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας, όπου αναφέρεται: «Ένα πράγμα κατέδειξε ιδιαιτέρως η Κομμούνα, δηλαδή ότι “η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να οικειοποιηθεί τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει για δικούς της σκοπούς”» (Κ. Μαρξ, Επιλεγμένα Έργα, επιμ. D. McLellan, Οξφόρδη: Oxford University Press, 1977, σ. 559).
Η σημαντικότερη διατύπωση του Μαρξ σχετικά με την ενδεχόμενη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, μετά τη συγγραφή του Κεφαλαίου, παρουσιάστηκε μάλλον αποσπασματικά με τη μορφή της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα το 1875. Κατά τη γνώμη μου, η διατύπωσή του για τη «χαμηλότερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας» —διαφοροποιημένη από την ανώτερη—, που βασίζεται στο «δικαίωμα των παραγωγών» να διεκδικούν εισόδημα ανάλογο προς την εργασία που προσφέρουν στην κοινωνία, αφαιρουμένων διαφόρων κοινωνικά αναγκαίων ποσοστών των προϊόντων της εργασίας, περιέχει τις θεωρητικές ενδείξεις που αποκόμισε από τις μελέτες του πάνω στις κοινωνικές λειτουργίες και τον ιστορικό χαρακτήρα της υπόστασης της αξίας και της υπεραξίας στο Κεφάλαιο. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε τους περιορισμούς της {413} έννοιας της υπόστασης της αξίας, τόσο στον Μαρξ όσο και στους ορθόδοξους επιγόνους του, στο Κεφάλαιο 10 κατωτέρω, σε συνάρτηση με την ενδεχόμενη κατανόηση της φύσης του σοσιαλισμού.
1. Ο Κ. Uno έθεσε ανοιχτά αυτό το πρόβλημα, αναλύοντας λεπτομερώς τη σύνοψη του Μαρξ για την «Ιστορική Τάση της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης» στο κεφ. 32 (στην αγγλική έκδοση, ή στην έβδομη ενότητα του κεφ. 24 στη γερμανική έκδοση) του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, στο άρθρο του «[Σοσιαλισμός και Πολιτική Οικονομία]» (στο [Τα Θεμελιώδη Προβλήματα της Κοινωνικής Επιστήμης], Τόκιο: Aoki-Shoten, 1966).
2. H. Grossmann, Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος (Λειψία: Hirschfeld, 1929), σσ. 121–2. Βλ. επίσης σημ. 7 για το Κεφάλαιο 9.
3. Αυτή η θέση του N. Okishio εκτίθεται, για παράδειγμα, στο [Ο Σύγχρονος Καπιταλισμός και η Πολιτική Οικονομία] (Τόκιο: Iwanami-Shoten, 1986). Συζήτησα αυτό το σημείο μαζί του, όπως και άλλα συναφή προβλήματα, σε έναν διάλογο για το περιοδικό [Shiso] (Απρ. 1986).
4. Αυτή υπήρξε η επίσημα διακηρυγμένη θέση από τον Συνταγματικό Νόμο του Στάλιν το 1936.
5. Εφόσον η στενή συνάρτηση ανάμεσα στην ανάπτυξη των σύγχρονων βιομηχανικών τεχνολογιών και στην ανάπτυξη της «επιστημονικής» διαχείρισης της εργασίας υπό τις μορφές του ταιηλορισμού, του φορντισμού και του καταμερισμού των εργατών (με τις τεχνητές βαθμίδες τους) είναι τόσο προφανής, η δυνατότητα διαχωρισμού τους θα πρέπει να δοκιμαστεί εμπειρικά και να θεμελιωθεί για κάθε τύπο τεχνολογίας, παράλληλα με τις προσπάθειες αλλαγής της φύσης των ίδιων των τεχνολογιών. Δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι αυτός ο διαχωρισμός θα είναι εύκολος.
6. Την ώρα που έγραφα αυτή την παράγραφο μεταδόθηκε η ανησυχητική είδηση του ατυχήματος στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ.
7. Ι. Β. Στάλιν, Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην Ε.Σ.Σ.Δ. (1952, Πεκίνο: Foreign Languages Press, 1972), σσ. 3–4, 22, 38–9.
8. Το 1953, τρία χρόνια πριν από την αποσταλινοποίηση στη Σοβιετική Ένωση και την επιρροή της στην Ιαπωνία, ο K. Uno, στο άρθρο του «[Ο Νόμος της Αξίας και ο Σοσιαλισμός]» (στο περιοδικό [Shiso], Οκτ. 1953, και αργότερα στον τόμο [Κεφάλαιο και Σοσιαλισμός], Τόκιο: Iwanami-Shoten, 1958), άσκησε κριτική στη προβληματική αντίληψη του Στάλιν περί του νόμου της αξίας και της δυνατότητας εφαρμογής του στον σοσιαλισμό.
9. A. Nove, Η Οικονομία του Εφικτού Σοσιαλισμού (Λονδίνο: George Allen & Unwin, 1983), σσ. 12–13.
10. Από αυτήν την άποψη, δεν με πείθει η θέση που αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη παγκόσμια οικονομική κρίση ως ενιαία και απορρέουσα από τις κρίσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ως το κέντρο ενός ενοποιημένου παγκόσμιου συστήματος που περιλαμβάνει και τον «δεύτερο κόσμο». Αναμφίβολα, δεν αρνούμαι τη σημασία της αρνητικής επίδρασης της κρίσης του καπιταλιστικού κόσμου στις σοβιετικού τύπου κοινωνίες. Το βάρος του συσσωρευμένου εξωτερικού χρέους σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εξαγωγικών αγορών είναι πράγματι σοβαρό για πολλές χώρες του δεύτερου αλλά και του τρίτου κόσμου. Ωστόσο, ένα πρόβλημα της αντίληψης περί ενιαίας παγκόσμιας κρίσης, όπως παρουσιάζεται π.χ. από τον A. G. Frank, στα Reflections on the World Economic Crisis (Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Monthly Review Press, 1981) και Crisis in the World Economy (Νέα Υόρκη: Holmes & Meier, 1981), είναι ότι δεν τονίζεται επαρκώς η ανεξάρτητη αιτιότητα των οικονομικών δυσκολιών εντός των ίδιων των σοβιετικού τύπου κοινωνιών.
11. Για παράδειγμα, ο L. von Mises, στο «Οικονομικός Υπολογισμός στην Σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία» (1920, στο A. Nove και D. M. Nuti, επιμ., Socialist Economics, Harmondsworth, Middx: Penguin Books, 1972), υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι ο σοσιαλισμός χωρίς τιμολόγηση στην αγορά στερείται ορθολογικής μέτρησης της αποδοτικότητας και άρα δεν μπορεί να είναι ορθολογική οικονομία. Ο von Mises επισημαίνει τη δυσκολία αναγωγής της εξειδικευμένης εργασίας σε μονάδες απλής εργασίας ως σημαντικό λόγο. Επομένως, βλέπουμε εδώ πόσο ουσιώδης είναι η αναζήτηση μιας αρτιότερης εργασιακής θεωρίας της αξίας, προκειμένου να εξετάσουμε και να διασαφηνίσουμε τη βάση του επιχειρήματος υπέρ του σοσιαλισμού.
12. P. Sraffa, Παραγωγή Εμπορευμάτων μέσω Εμπορευμάτων (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1960), κεφ. II.
13. O. Lange, «Ο Υπολογιστής και η Αγορά» (1967, στο A. Nove και D. M. Nuti, επιμ., όπ.π.), πρότεινε ότι «ο μαθηματικός προγραμματισμός με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών καθίσταται το θεμελιώδες εργαλείο του μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού, καθώς και για την επίλυση δυναμικών οικονομικών προβλημάτων περιορισμένου εύρους. Εδώ, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν υποκαθιστά την αγορά. Εκπληρώνει μια λειτουργία που η αγορά ουδέποτε ήταν ικανή να επιτελέσει» (σελ. 404–5). Η πρόσφατη ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορικής φαίνεται να διευρύνει τη δυνατότητα πιο ευέλικτης εφαρμογής των ηλεκτρονικών υπολογιστών ως μέσου ενός πολυκεντρικού συστήματος ρύθμισης των οικονομικών σχέσεων, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για μακροπρόθεσμο κεντρικό σχεδιασμό. Η κοινωνική απόφαση για το πώς θα χρησιμοποιηθούν και θα εφαρμοστούν οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες θα καταστεί καθοριστικής σημασίας ως προς το επιθυμητό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς που πραγματώνεται στον σοσιαλισμό.
14. Ι. Ι. Ρούμπιν, Δοκίμια πάνω στη Θεωρία της Αξίας του Μαρξ (1982, μετάφρ. M. Samardzija και F. Perlman, Ντιτρόιτ: Black & Red, 1972). Βλ. σημ. 7 του Κεφ. 5 για τους πρόσφατους εκπροσώπους της «Σχολής Ρούμπιν» στη θεωρία της αξίας. Η θεωρητική συγγένεια δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι όλοι αυτοί οι πρόσφατοι θεωρητικοί που ονομάζω Σχολή Ρούμπιν έχουν μελετήσει ή βασιστεί στο έργο του Ρούμπιν. Η θέση τους μπορεί να συναχθεί αρκετά άμεσα από πτυχές της μαρξικής σύλληψης, όπως και από έναν συγκεκριμένο τύπο λογικής διατύπωσης της σχέσης μεταξύ μορφής και υπόστασης της αξίας.
15. Ρούμπιν, όπ.π., σελ. 139 επ.
16. Εάν επιμείνει κανείς σε μια αυστηρή μέτρηση της έντασης της εργασίας μεταξύ διαφορετικών συγκεκριμένων μορφών και βαθμίδων εργασίας, δεν θα υπάρχει ένας πλήρως αντικειμενικός τρόπος ορισμού αυτής της μέτρησης. Από αυτήν την άποψη, οφείλουμε να παραδεχθούμε τη θεμελιώδη ανθρώπινη ικανότητα για εργασία υπό ποικίλες μορφές ως τη βάση για τη σύλληψή μας της ανθρώπινης εργασίας που συγκροτεί εξίσου την κοινωνική υπόσταση της οικονομικής ζωής, αδιάφορα ως προς τις συγκεκριμένες μορφές ή τις βαθμίδες δεξιότητας — ειδικά σε μια πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτή η συλλογιστική ως προς τη βάση της μετρησιμότητας της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας υπό τον σοσιαλισμό βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην κατανόηση της θεωρίας της αξίας, αλλά μπορεί επίσης να {415} λειτουργήσει αντιστρόφως, διαφωτίζοντας το πώς μπορούμε να συλλάβουμε την αφηρημένη ανθρώπινη εργασία ως την υπόσταση της αξίας.
17. Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ επισημαίνει τα αναγκαία μέρη του κοινωνικού προϊόντος που πρέπει να παρακρατηθούν από την κοινωνία πριν προσδιοριστεί η διανομή των μέσων κατανάλωσης στα ατομικά της μέλη, ως εξής: «αντικατάσταση των καταναλωμένων μέσων παραγωγής», «πρόσθετο μέρος για την επέκταση της παραγωγής», «αποθεματικά ή ασφαλιστικά ταμεία για απρόοπτα, αναταράξεις λόγω φυσικών καταστροφών κ.λπ.», και επιπλέον τρία στοιχεία που πρέπει να αφαιρεθούν από τα μέσα κατανάλωσης: «γενικά έξοδα διοίκησης που δεν ανήκουν άμεσα στην παραγωγή» – τα οποία πρέπει να περιορίζονται και να μειώνονται σε μια νέα κοινωνία –, το μέρος «που προορίζεται για την κοινή ικανοποίηση αναγκών, όπως σχολεία, υγειονομικές υπηρεσίες κ.ά.» – που πρέπει να αυξάνεται αναλόγως με την ανάπτυξη της νέας κοινωνίας –, και «ταμεία για όσους είναι ανίκανοι προς εργασία κ.λπ.» (Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, 1875, Πεκίνο: Foreign Languages Press, 1976, σσ. 13–14). Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν όχι μόνο το αποτέλεσμα της υπερεργασίας, αλλά επίσης ενσωματωμένη παρελθούσα εργασία και ένα μέρος της αναγκαίας εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αν και μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε μεταξύ τους τα ταμεία ή κόστη που βασίζονται στην υπερεργασία των εργαζομένων – όπως εκείνα για την επέκταση της παραγωγής, την ασφάλιση, τη διοίκηση και τα πρόσωπα ανίκανα προς εργασία –, η κοινωνική σημασία της διάκρισης μεταξύ υπερεργασίας και αναγκαίας εργασίας προφανώς μεταβάλλεται ριζικά σε μια συνεργατική σοσιαλιστική κοινωνία σε σύγκριση με τις ταξικές κοινωνίες.
18. Στη βάση της κοινωνικής συναίνεσης, η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, καθώς και η αναλογία μεταξύ της πλεονάζουσας και της αναγκαίας εργασίας εντός αυτής, πρέπει να καθορίζονται με ευελιξία στον σοσιαλισμό. Όπως υποδεικνύει ο Μαρξ: «Ο πραγματικός πλούτος της κοινωνίας και η δυνατότητα συνεχούς επέκτασης της διαδικασίας αναπαραγωγής της δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια της υπερεργασίας, αλλά από την παραγωγικότητά της και από τις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες παραγωγής μέσα στις οποίες αυτή πραγματοποιείται. Η σφαίρα της ελευθερίας αρχίζει πραγματικά μόνο εκεί όπου παύει η εργασία που υπαγορεύεται από την αναγκαιότητα και την εξωτερική σκοπιμότητα· αυτή καθαυτή βρίσκεται, εκ της φύσεώς της, πέραν της σφαίρας της υλικής παραγωγής.» (Το Κεφάλαιο, τ. 3, σσ. 958–9).
19. Μια τέτοια κατανόηση της χρηστικότητας του νόμου της αξίας κατά τη διαδικασία σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης απαντάται σε ορισμένες πρόσφατες κινεζικές μαρξιστικές θέσεις που ακολουθούν τη γραμμή του Ι. Β. Στάλιν, παρά τη σαφώς πρακτική στάση τους υπέρ της επανεισαγωγής μηχανισμών της αγοράς, π.χ. Hu Chiao-mu, «Observe Economic Laws, Speed Up the Four Modernizations», Peking Review, τεύχη 45–47 (10–24 Νοεμβρίου 1978).
20. Η πτυχή αυτή επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις σοβιετικού τύπου κοινωνίες, παράλληλα με τις πολιτικές εκβιομηχάνισης. Το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, για παράδειγμα, υπήρξε σαφώς υψηλότερο από ό,τι στις καπιταλιστικές χώρες, αν και αυτό δεν συνεπάγεται ακόμη πλήρη επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.
21. Προκειμένου να παρακινηθούν οι εργάτες να προσφέρονται εθελοντικά για τη θέση αυτή, η συμμετοχή στον σοσιαλιστικό εφεδρικό στρατό εργασίας δεν θα πρέπει να αποτελεί μια δυσάρεστη συνθήκη, αλλά μάλλον μια ευνοϊκή ευκαιρία. Ωστόσο, η θέση αυτή δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται {416} ως ισότιμα κατανεμημένο και παγιωμένο ατομικό δικαίωμα. Διαφορετικά, η ευέλικτη κινητοποίηση ενός τέτοιου σοσιαλιστικού εφεδρικού στρατού εργασίας, σε αντιστοιχία με τις δυναμικές μεταβολές των κοινωνικών αναγκών, θα παρέμενε δυσχερής.
22. Φρ. Ένγκελς, Ο Σοσιαλισμός: Ουτοπικός και Επιστημονικός (1892, Πεκίνο: Foreign Languages Press, 1975), σελ. 87.
23. Β. Ι. Λένιν, Χαρακτηρισμός του Οικονομικού Ρομαντισμού (1897, στα Άπαντα, τόμ. 2, Μόσχα: Foreign Languages Publishing House, 1963), σελ. 167.
24. Μεταξύ άλλων, ο Σ. Μπετελχάιμ, Ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ: Δεύτερη Περίοδος, 1923–1930 (μετάφραση B. Pearce, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1978), επανεξετάζει εκτενώς τη διαδικασία αυτή για την περίοδο εκείνη.
25. Η αντίληψη αυτή βρίσκεται συγκριτικά πλησιέστερα προς την ορθόδοξη σοβιετική θεώρηση, έστω και με ορισμένες επικρίσεις.
26. Βλ., π.χ., Ρ. Α. Μεντβέντεφ, [Ας Κρίνει η Ιστορία: Η Προέλευση και οι Συνέπειες του Σταλινισμού] (1968, μετάφραση S. Ishido, Τόκιο: Sanichi-Shobo, 2 τόμοι, 1973–1974), και Ζ. Ελενστάιν, Το Φαινόμενο Στάλιν, μετάφραση P. Lantham (Λονδίνο: Lawrence & Wishart, 1976).
27. Η αντίληψη αυτή ορίζει την υπερτροφία της σοβιετικής κρατικής εξουσίας ως απόρροια της ιστορικής αναγκαιότητας να τοποθετηθούν ειδικοί στη θέση γραφειοκρατικών εντολοδόχων των εργατών, λόγω της έλλειψης διοικητικών και τεχνολογικών δεξιοτήτων μεταξύ των εργατών κατά την αρχική φάση της σοβιετικής ιστορίας μετά την επανάσταση. Ο Λ. Τρότσκι, στο έργο του Η Προδομένη Επανάσταση (μετάφραση M. Eastman, Λονδίνο: Faber & Faber, 1937), διατυπώνει αρχικά και χαρακτηριστικά αυτή τη θέση, την οποία, για παράδειγμα, ακολουθεί και ο Ε. Μαντέλ στο άρθρο του Για τη Φύση του Σοβιετικού Κράτους, στο New Left Review (Μάρτιος–Απρίλιος 1978).
28. Η θέση αυτή εκφράστηκε στις κριτικές του Μάο Τσετούνγκ και των οπαδών του έναντι της ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Ο Μπετελχάιμ, ό.π., υπερασπίζεται αυτή την αντίληψη στα έργα του.
29. Η θέση αυτή διατυπώνεται στο έργο του Π. Σουήζι, Μετεπαναστατική Κοινωνία (Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Monthly Review Press, 1980), καθώς και στο Dynamics of Global Crisis των Σ. Αμίν κ.ά. (Λονδίνο και Μπέιζινγκστοκ: Macmillan Press, 1982), σελ. 201.
30. Η σκέψη αυτή υποδηλώνει ότι δεν χρειαζόμαστε μόνο τη βασική θεωρία του καπιταλισμού, αλλά και μελέτες των ιστορικών μεταβολών στους ρόλους του καπιταλιστικού κράτους και του εθνικισμού, στη θεωρία των σταδίων καπιταλιστικής ανάπτυξης ή πιο συγκεκριμένες αναλύσεις, προκειμένου να θεμελιώσουμε το πλαίσιο αναφοράς μας για την κριτική αντιμετώπιση των προβλημάτων των σοβιετικού τύπου κοινωνιών. Η αμοιβαία ενίσχυση της κρατικής εξουσίας ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο κόσμο, ιδίως στο πλαίσιο της δομικής τάξης των διεθνών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων υπό την ηγεμονία των υπερδυνάμεων, πρέπει να αναλυθεί, να ασκηθεί κριτική και να λυθεί και από τις δύο πλευρές για ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον της ανθρωπότητας.
EOF