Created Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Η φιλοσοφία του νου είναι ένας κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τη φύση του νου και τη σχέση του με το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο.
Το πρόβλημα του νου-σώματος είναι ένα παραδειγματικό ζήτημα στη φιλοσοφία του νου, αν και εξετάζονται μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως το σκληρό πρόβλημα της συνείδησης (hard problem of consciousness) και η φύση συγκεκριμένων νοητικών καταστάσεων.[^1] [^2] [^3]
Οι πτυχές του νου που μελετώνται περιλαμβάνουν νοητικά συμβάντα, νοητικές λειτουργίες, νοητικές ιδιότητες, τη συνείδηση και τα νευρωνικά σύστοιχα της συνείδησης, την οντολογία του νου, τη φύση της γνώσης και της σκέψης και τη σχέση του νου με το σώμα.
Ο δυϊσμός και ο μονισμός είναι οι δύο κεντρικές σχολές σκέψης στο πρόβλημα νου-σώματος, αν και έχουν προκύψει διαφορετικές απόψεις που δεν ταιριάζουν με τη μία ή την άλλη κατηγορία.
Οι δυϊστές της υπόστασης όπως ο Ντεκάρτ υποστηρίζουν ότι ο νους είναι μια ανεξάρτητα υπάρχουσα υπόσταση (substance), ενώ οι δυϊστές των ιδιοτήτων (property dualism) υποστηρίζουν ότι το νους είναι μια ομάδα ανεξάρτητων ιδιοτήτων που αναδύονται (emergentism) από τον, και δεν μπορούν να αναχθούν στον, εγκέφαλο, αλλά δεν είναι μια ξεχωριστή υπόσταση.[^5]
Οι ιδεαλιστές (idealism) υποστηρίζουν ότι ο νους είναι ό,τι υπάρχει και ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι είτε ο ίδιος νοητικός είτε μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από το νου. Οι ουδέτεροι μονιστές (neutral monism) όπως ο Ερνστ Μαχ και ο Γουίλιαμ Τζέιμς υποστηρίζουν ότι τα συμβάντα στον κόσμο μπορούν να θεωρηθούν είτε ως νοητικά (ψυχολογικά) είτε ως φυσικά ανάλογα με το δίκτυο των σχέσεων στο οποίο εισέρχονται, και οι δυαδικής-όψεως μονιστές (dual-aspect monism) όπως ο Σπινόζα εμμένουν στη θέση ότι υπάρχει κάποια άλλη, ουδέτερη υπόσταση, και ότι τόσο η ύλη όσο και ο νους είναι ιδιότητες αυτής της άγνωστης υπόστασης. Οι πιο συνηθισμένοι μονισμοί στον 20ο και τον 21ο αιώνα ήταν όλοι παραλλαγές του φυσικαλισμού· αυτές οι θέσεις περιλαμβάνουν τον συμπεριφορισμό (behaviorism), την θεωρία της ταυτότητας τύπων (type physicalism), τον ανώμαλο μονισμό (anomalous monism) και τον λειτουργισμό (functionalism).[^15]
Οι περισσότεροι σύγχρονοι φιλόσοφοι του νου υιοθετούν είτε μια αναγωγιστική φυσικαλιστική θέση (Physicalism#Reductionism) είτε μια μια μη αναγωγιστική φυσικαλιστική θέση, υποστηρίζοντας με τους διαφορετικούς τρόπους τους ότι ο νους δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το σώμα. Αυτές οι προσεγγίσεις είχαν ιδιαίτερη επιρροή στις επιστήμες, ειδικά στους τομείς της κοινωνιοβιολογίας, της επιστήμης των υπολογιστών (συγκεκριμένα, τεχνητή νοημοσύνη), την εξελικτική ψυχολογία και τις διάφορες νευροεπιστήμες.[^16] [^17] [^18] [^19]
Οι αναγωγιστές φυσικαλιστές ισχυρίζονται ότι όλες οι νοητικές καταστάσεις και ιδιότητες θα εξηγηθούν τελικά από επιστημονικές αναφορές φυσιολογικών διεργασιών και καταστάσεων.[^20] [^21] [^22]
Οι μη αναγωγιστές φυσικαλιστές υποστηρίζουν ότι παρόλο που ο νους δεν είναι μια ξεχωριστή υπόσταση, οι νοητικές ιδιότητες επιγίγνονται/επισυμβαίνουν (επιγένεση, supervenience) στις φυσικές ιδιότητες, ή ότι τα κατηγορήματα και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σε νοητικές περιγραφές και εξηγήσεις είναι απαραίτητα και δεν μπορούν να αναχθούν στη γλώσσα και στις κατώτερου-επιπέδου εξηγήσεις της φυσικής επιστήμης.[^23] [^24]
Η συνεχής νευροεπιστημονική πρόοδος βοήθησε να διευκρινιστούν ορισμένα από αυτά τα ζητήματα. Ωστόσο, απέχουν πολύ από το να επιλυθούν. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι του νου συνεχίζουν να ρωτούν πώς οι υποκειμενικές ιδιότητες και η αποβλεπτικότητα (intentionality) των νοητικών καταστάσεων και ιδιοτήτων μπορούν να εξηγηθούν με νατουραλιστικούς όρους.[^25] [^26]
Τα προβλήματα των φυσικαλιστικών θεωριών του νου οδήγησαν ορισμένους σύγχρονους φιλοσόφους να ισχυριστούν ότι η παραδοσιακή άποψη του δυϊσμού της υπόστασης πρέπει να υπερασπιστεί. Από αυτή την άποψη, αυτή η θεωρία είναι συνεκτική και προβλήματα όπως η «αλληλεπίδραση νου και σώματος» μπορούν να επιλυθούν ορθολογικά.[^27]
[^1]: Kim, Jaegwan (1995). "Emergent properties". In Honderich, Ted (ed.). Oxford Companion to Philosophy. Oxford: Oxford University Press. p. 240. ISBN 978-0-19-866132-0.
[^2]: Siegel, S.: The Contents of Visual Experience. New York: Oxford University Press. 2010.
[^3]: Macpherson, F. & Haddock, A., editors, Disjunctivism: Perception, Action, Knowledge, Oxford: Oxford University Press, 2008.
[^4]: Descartes, René (1998). Discourse on Method and Meditations on First Philosophy. Hacket Publishing Company. ISBN 978-0-87220-421-8.
[^5]: Hart, W.D. (1996) "Dualism", in Samuel Guttenplan (org) A Companion to the Philosophy of Mind, Blackwell, Oxford, 265–7.
[^6]: Spinoza, Baruch (1670) Tractatus Theologico-Politicus (A Theologico-Political Treatise).
[^7]: Schneider, Susan (2013). "Non-Reductive Physicalism and the Mind Problem1". Noûs. 47 (1): 135–153. doi:10.1111/j.1468-0068.2011.00847.x. ISSN 0029-4624.
[^8]: DePaul, Michael; Baltimore, Joseph A. (2013). "Type Physicalism and Causal Exclusion". Journal of Philosophical Research. 38: 405–418. doi:10.5840/jpr20133821. ISSN 1053-8364.
[^9]: S. C. Gibb; E. J. Lowe; R. D. Ingthorsson (21 March 2013). Mental Causation and Ontology. OUP Oxford. p. 58. ISBN 978-0-19-165255-4.
[^10]: Demircioglu, Erhan (2011). "Supervenience And Reductive Physicalism". European Journal of Analytic Philosophy. 7 (1): 25–35.
[^11]: Francescotti, Robert. "Supervenience and Mind". The Internet Encyclopedia of Philosophy. ISSN 2161-0002. Archived from the original on 2014-07-17. Retrieved 2014-08-10.
[^12]: Gibb, Sophie (2010). "Closure Principles and the Laws of Conservation of Energy and Momentum". Dialectica. 64 (3): 363–384. doi:10.1111/j.1746-8361.2010.01237.x. ISSN 0012-2017. S2CID 55120533. See also Dempsey, L. P. (2012). "Consciousness, Supervenience, and Identity: Marras and Kim on the Efficacy of Conscious Experience". Dialogue. 51 (3): 373–395. doi:10.1017/s0012217312000662. S2CID 147060838. See also Baltimore, J. A. (2010). "Defending the piggyback principle against Shapiro and Sober's empirical approach". Dialectica. 175 (2): 151–168. doi:10.1007/s11229-009-9467-2. S2CID 13314992.
[^13]: McLaughlin, Brian; Bennett, Karen (2014). Edward N. Zalta (ed.). "Supervenience". The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Spring 2014 Edition). Retrieved 2014-08-10.
[^14]: Megill, Jason (2012). "A Defense of Emergence". Axiomathes. 23 (4): 597–615. doi:10.1007/s10516-012-9203-2. ISSN 1122-1151. S2CID 170226477.
[^15]: Kim, J., "Mind–Body Problem", Oxford Companion to Philosophy. Ted Honderich (ed.). Oxford:Oxford University Press. 1995.
[^16]: Pinel, J. Psychobiology, (1990) Prentice Hall, Inc. ISBN 88-15-07174-1
[^17]: LeDoux, J. (2002) The Synaptic Self: How Our Brains Become Who We Are, New York:Viking Penguin. ISBN 88-7078-795-8
[^18]: Russell, S. and Norvig, P. Artificial Intelligence: A Modern Approach, New Jersey:Prentice Hall. ISBN 0-13-103805-2
[^19]: Dawkins, R. The Selfish Gene (1976) Oxford:Oxford University Press. ISBN
[^20]: Churchland, Patricia (1986). Neurophilosophy: Toward a Unified Science of the Mind–Brain. MIT Press. ISBN 978-0-262-03116-5.
[^21]: Churchland, Paul (1981). "Eliminative Materialism and the Propositional Attitudes". Journal of Philosophy. 78 (2): 67–90. doi:10.2307/2025900. JSTOR 2025900.
[^22]: Smart, J.J.C. (1956). "Sensations and Brain Processes". Philosophical Review.
[^23]: Donald Davidson (1980). Essays on Actions and Events. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-924627-4.
[^24]: Putnam, Hilary (1967). "Psychological Predicates", in W. H. Capitan and D. D. Merrill, eds., Art, Mind and Religion (Pittsburgh: University of Pittsburgh Press.)
[^25]: Dennett, Daniel (1998). The intentional stance. Cambridge, Mass.: MIT Press. ISBN 978-0-262-54053-7.
[^26]: Searle, John (2001). Intentionality. A Paper on the Philosophy of Mind. Frankfurt a. M.: Nachdr. Suhrkamp. ISBN 978-3-518-28556-5.
[^27]: Mousavirad, Seyyed Jaaber (2023-11-29). "Coherence of Substance Dualism". International Philosophical Quarterly. 63 (1): 33–42. doi:10.5840/ipq20231114214.
Το πρόβλημα νου-σώματος αφορά την εξήγηση της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των νόων, ή των νοητικών διαδικασιών και των σωματικών καταστάσεων ή διαδικασιών. Ο κύριος στόχος των φιλοσόφων που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα είναι να προσδιοριστεί η φύση του νου και οι νοητικές καταστάσεις/διαδικασίες, και το πώς —ή ακόμα και αν— οι νόες επηρεάζονται από, και μπορούν να επηρεάσουν το σώμα.
Οι αντιληπτικές εμπειρίες εξαρτώνται από τα ερεθίσματα (stimulation) που φτάνουν στα διάφορα αισθητήρια όργανά μας από τον εξωτερικό κόσμο και αυτά τα ερεθίσματα προκαλούν αλλαγές στις νοητικές μας καταστάσεις, προκαλώντας μας τελικά μια αίσθηση, η οποία μπορεί να είναι ευχάριστη ή δυσάρεστη. Για παράδειγμα, η επιθυμία μας για ένα κομμάτι πίτσα τείνει να μας κάνει να κινήσουμε το σώμα μας με συγκεκριμένο τρόπο και κατεύθυνση για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς είναι δυνατόν να προκύψουν συνειδητές εμπειρίες από ένα σβώλο φαιάς ουσίας προικισμένου με τίποτα άλλο εκτός από ηλεκτροχημικές ιδιότητες.
Ένα σχετικό πρόβλημα είναι πώς οι προτασιακές στάσεις μας (π.χ. πεποιθήσεις και επιθυμίες) προκαλούν τους νευρώνες μας να πυροδοτήσουν και τους μύες μας να συσταλούν. Αυτά περιλαμβάνουν μερικούς από τους γρίφους που έχουν αντιμετωπίσει επιστημολόγοι και φιλόσοφοι του νου από την εποχή του Ρενέ Ντεκάρτ.
Ο δυϊσμός είναι ένα σύνολο απόψεων σχετικά με τη σχέση μεταξύ του νου και της ύλης (ή του σώματος). Ξεκινά με τον ισχυρισμό ότι τα νοητικά φαινόμενα είναι, από ορισμένες απόψεις, μη φυσικά. Μία από τις πρώτες γνωστές διατυπώσεις του δυϊσμού νου-σώματος εκφράστηκε στις ανατολικές σχολές Samkhya και Yoga της ινδουιστικής φιλοσοφίας (περ. 650 ΠΚΕ), οι οποίες χώρισαν τον κόσμο σε purusha (νους/πνεύμα) και prakriti (υλική υπόσταση).[^28]
Συγκεκριμένα, η Yoga Sutra του Patanjali παρουσιάζει μια αναλυτική προσέγγιση της φύσης του νου.
Στη δυτική φιλοσοφία, οι πρώτες συζητήσεις των δυϊστικών ιδεών βρίσκονται στα γραπτά του Πλάτωνα, ο οποίος πρότεινε ότι η «νοημοσύνη» των ανθρώπων (μια ικανότητα του νου ή της ψυχής) δεν μπορούσε να ταυτιστεί ή να εξηγηθεί με βάση το φυσικό σώμα τους.[^29] [^30]
Ωστόσο, η πιο γνωστή εκδοχή του δυϊσμού οφείλεται στον Ρενέ Ντεκάρτ (1641), που υποστηρίζει ότι ο νους είναι μια μη εκτεταμένη, μη φυσική υπόσταση, μια «res cogitans» (νοητική υπόσταση, mental substance). Ο Ντεκάρτ ήταν ο πρώτος που ταύτισε ξεκάθαρα το νου με τη συνείδηση και την αυτοσυνείδηση, και τον ξεχώρισε από τον εγκέφαλο, που ήταν η έδρα της νοημοσύνης. Ως εκ τούτου, ήταν ο πρώτος που διατύπωσε το πρόβλημα νου-σώματος με τη μορφή που εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα.
[^28]: Sri Swami Sivananda. "Sankhya:Hindu philosophy: The Sankhya" (https://web.archive.org/web/20060515215340/http://www.experiencefestival.com/a/Sankhya/id/23117). Archived from the original on May 15, 2006.
[^29]: Plato (1995). E.A. Duke; W.F. Hicken; W.S.M. Nicoll; D.B. Robinson; J.C.G. Strachan (eds.). Phaedo. Clarendon Press. ISBN 978-1-4065-4150-2.
[^30]: Robinson, H. (1983): "Aristotelian dualism", Oxford Studies in Ancient Philosophy 1, 123–44.
Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο επιχείρημα υπέρ του δυϊσμού επικαλείται τη διαίσθηση (intuition) της κοινής λογικής ότι η συνειδητή εμπειρία είναι διαφορετική από την άψυχη ύλη. Αν ερωτηθεί τι είναι ο νους, ο μέσος άνθρωπος θα απαντούσε συνήθως ταυτίζοντάς τον με τον εαυτό του, την προσωπικότητά του, την ψυχή του ή άλλη σχετική οντότητα. Σχεδόν σίγουρα θα αρνούνταν ότι ο νους είναι απλώς ο εγκέφαλος, ή το αντίστροφο, βρίσκοντας την ιδέα ότι υπάρχει μόνο μια οντολογική οντότητα πολύ μηχανιστική ή ακατανόητη. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι του νου πιστεύουν ότι αυτές οι διαισθήσεις είναι παραπλανητικές και ότι οι κριτικές ικανότητες, μαζί με εμπειρικές αποδείξεις από τις επιστήμες, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εξέταση αυτών των υποθέσεων και να προσδιορίσουν εάν υπάρχει πραγματική βάση για αυτές.
Σύμφωνα με ορισμένους,{Who|date=Ιούλιος 2024} το νοητικό και το σωματικό φαίνεται να έχουν αρκετά διαφορετικές, και ίσως ασυμβίβαστες, ιδιότητες.[^31]
Τα νοητικά συμβάντα έχουν μια υποκειμενική ποιότητα, ενώ τα φυσικά συμβάντα όχι. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε εύλογα να ρωτήσουμε πώς γίνεται αισθητό (feels like) ένα καμένο δάχτυλο, ή πώς μοιάζει (looks like) ένας μπλε ουρανός ή πώς ακούγεται (sounds like) μια ωραία μουσική σε έναν άνθρωπο. Αλλά είναι ανόητο, ή τουλάχιστον περίεργο, να ρωτήσουμε πώς γίνεται αισθητή (feels like) μια απότομη πρόσληψη γλουταμινικού στο ραχιαίο πλάγιο τμήμα του προμετωπιαίου φλοιού.
Οι φιλόσοφοι του νου αποκαλούν τις υποκειμενικές πτυχές των νοητικών συμβάντων, «qualia» (φαινόμενες ποιότητες, φαινόμενες ιδιότητες) ή «ακατέργαστα αισθήματα». Υπάρχουν qualia που εμπλέκονται σε αυτά τα νοητικά συμβάντα που φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να αναχθούν σε οτιδήποτε φυσικό. Ο Ντέιβιντ Τσάλμερς εξηγεί αυτό το επιχείρημα δηλώνοντας ότι θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε όλες τις αντικειμενικές πληροφορίες για κάτι, όπως τις καταστάσεις του εγκεφάλου και τα μήκη κύματος του φωτός που σχετίζονται με τη θέαση του κόκκινου χρώματος, αλλά και πάλι να μην γνωρίζουμε κάτι θεμελιώδες για την κατάσταση - πώς είναι να βλέπουμε το κόκκινο χρώμα.[^32]
Εάν η συνείδηση (ο νους) μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τη φυσική πραγματικότητα (τον εγκέφαλο), πρέπει να εξηγήσουμε πώς δημιουργούνται οι φυσικές αναμνήσεις σχετικά με τη συνείδηση. Ο δυϊσμός πρέπει επομένως να εξηγήσει πώς η συνείδηση επηρεάζει τη φυσική πραγματικότητα. Μια πιθανή εξήγηση είναι αυτή ενός θαύματος, που προτάθηκε από τον Arnold Geulincx και τον Nicolas Malebranche, όπου όλες οι αλληλοδιαδράσεις νου-σώματος απαιτούν την άμεση παρέμβαση του Θεού.
Ένα άλλο επιχείρημα που έχει προταθεί από τον C. S. Lewis [^33] είναι το Επιχείρημα από το Λόγο (Argument from Reason): εάν, όπως υπονοεί ο μονισμός, όλες οι σκέψεις μας είναι αποτέλεσμα φυσικών αιτιών, τότε δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι αποτελούν επίσης συνέπεια ενός εύλογου λόγου (consequent of a reasonable ground). Η γνώση, ωστόσο, συλλαμβάνεται με το συλλογισμό από το λόγο/θεμέλιο στο επακόλουθο. Επομένως, αν ο μονισμός είναι σωστός, δεν θα υπήρχε τρόπος να το γνωρίζουμε αυτό —ή οτιδήποτε άλλο—, δεν θα μπορούσαμε καν να το υποθέσουμε, παρά μόνο κατά λάθος.
Το επιχείρημα των ζόμπι (p-zombie) βασίζεται σε ένα νοητικό πείραμα που προτάθηκε από τον Todd Moody και αναπτύχθηκε από τον David Chalmers στο βιβλίο του The Conscious Mind
. Η βασική ιδέα είναι ότι μπορούμε να φανταστούμε το σώμα μας, και επομένως να συλλάβουμε την ύπαρξη του σώματός μας, χωρίς καμία συνειδητή κατάσταση να συνδέεται με αυτό το σώμα. Το επιχείρημα του Τσάλμερς είναι ότι φαίνεται δυνατό να υπάρχει ένα τέτοιο ον, επειδή το μόνο που χρειάζεται είναι, ότι όλα και μόνο τα πράγματα που περιγράφουν οι φυσικές επιστήμες για ένα ζόμπι, ισχύουν γι' αυτό. Δεδομένου ότι καμία από τις έννοιες που εμπλέκονται σε αυτές τις επιστήμες δεν αναφέρεται στη συνείδηση ή σε άλλα νοητικά φαινόμενα, και οποιαδήποτε φυσική οντότητα μπορεί εξ ορισμού να περιγραφεί επιστημονικά μέσω της φυσικής, η μετάβαση από τη νοητότητα (conceivability) στην δυνατότητα (possibility) δεν είναι τόσο μεγάλη.[^34]
Άλλοι, όπως ο Dennett, έχουν υποστηρίξει (Philosophical zombie#Criticism), ότι η έννοια ενός φιλοσοφικού ζόμπι είναι μια ασυνάρτητη,[^35] ή απίθανη,[^36] έννοια. Έχει υποστηριχθεί, σύμφωνα με τον φυσικαλισμό, ότι πρέπει είτε να πιστεύουμε ότι οποιοδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μας, μπορεί να είναι ζόμπι είτε ότι κανένα δεν μπορεί να είναι ζόμπι – που ακολουθεί από τον ισχυρισμό ότι η πεποίθησή του ότι είμαστε (ή δεν είμαστε) ζόμπι είναι προϊόν του φυσικού κόσμου και επομένως δεν διαφέρουμε από κανένα άλλο. Αυτό το επιχείρημα έχει διατυπωθεί από τον Dennett, ο οποίος υποστηρίζει ότι «τα ζόμπι πιστεύουν ότι έχουν συνείδηση, νομίζουν ότι έχουν qualia, νομίζουν ότι υποφέρουν από πόνους—είναι απλώς 'λάθος' (σύμφωνα με αυτή τη θλιβερή παράδοση) με τρόπους που ούτε αυτά ούτε εμείς θα μπορούσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε !»
Δείτε επίσης το [πρόβλημα άλλων νόων].
[^31]: Jackson, F. (1982) "Epiphenomenal Qualia." Reprinted in Chalmers, David ed. :2002. Philosophy of Mind: Classical and Contemporary Readings. Oxford University Press.
[^32]: Nagel, T. (1974). "What is it like to be a bat?" (http://www.esalq.usp.br/lepse/imgs/conteudo_thumb/What-Is-It-Like-to-Be-a-Bat-1.pdf). Philosophical Review. 83 (4): 435–456. doi:10.2307/2183914. JSTOR 2183914.
[^33]: Lewis, C.S (1947). Miracles (https://archive.org/details/giftofmiraclesma00mill). New York : W. Morrow & Co. ISBN 978-0-688-17369-2.
[^34]: Chalmers, David (1997). The Conscious Mind. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-511789-9.
[^35]: Dennett, Daniel (1995). "The unimagined preposterousness of zombies". Journal of Consciousness Studies. 2: 322–6. (https://web.archive.org/web/20170515115656/http://pp.kpnet.fi/seirioa/cdenn/unzombie.htm) Archived from the original on 2017-05-15. Retrieved 2017-04-27.
[^36]: Dennett, Daniel (1991). Consciousness Explained. Little, Brown and Co. p. 95. ISBN 978-0-316-18065-8 (https://archive.org/details/consciousnessexp00denn/page/95).
Ο διαδραστικός δυϊσμός (interactionist dualism), ή απλά η θεωρία της αλληλοδιάδρασης (interactionism), είναι η ιδιαίτερη μορφή δυϊσμού που υποστήριξε για πρώτη φορά ο Ντεκάρτ στους Στοχασμούς
. Τον 20ο αιώνα, οι κύριοι υπερασπιστές του ήταν ο Karl Popper και ο John Carew Eccles.[^37]
Είναι η άποψη ότι οι νοητικές καταστάσεις , όπως οι πεποιθήσεις και οι επιθυμίες, αλληλοδιαδρούν αιτιακά με φυσικές καταστάσεις. Το επιχείρημα του Ντεκάρτ για αυτή τη θέση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο Σεθ έχει μια σαφή και ξεκάθαρη ιδέα για το νου του ως ένα σκεπτόμενο πράγμα που δεν έχει χωρική έκταση (δηλαδή, δεν μπορεί να μετρηθεί ως προς το μήκος, το βάρος, το ύψος κ.λπ.) . Έχει επίσης μια σαφή και ευδιάκριτη ιδέα για το σώμα του ως κάτι που εκτείνεται χωρικά, υπόκειται σε ποσοτικοποίηση και δεν μπορεί να σκεφτεί. Επομένως, ο νους και το σώμα δεν είναι ταυτόσημα επειδή έχουν ριζικά διαφορετικές ιδιότητες.
Οι νοητικές καταστάσεις του Σεθ (επιθυμίες, πεποιθήσεις, κ.λπ.) έχουν αιτιακή επίδραση στο σώμα του και αντίστροφα: Ένα παιδί αγγίζει μια καυτή σόμπα (φυσικό συμβάν) που προκαλεί πόνο (νοητικό συμβάν) και το κάνει να φωνάξει (φυσικό συμβάν) , αυτό με τη σειρά του προκαλεί ένα αίσθημα φόβου και προστασίας προς τον φροντιστή (νοητικό συμβάν) και ούτω καθεξής.
Το επιχείρημα του Ντεκάρτ εξαρτάται από την προκείμενη ότι αυτά που ο Σεθ πιστεύει ότι είναι «σαφείς και διακριτές» ιδέες του νου του, είναι αναγκαία αληθινά. Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι αμφιβάλλουν γι' αυτό.[^38] [^39] [^40]
Για παράδειγμα, ο Joseph Agassi προτείνει ότι αρκετές επιστημονικές ανακαλύψεις που έγιναν από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν υπονομεύσει την ιδέα της προνομιακής πρόσβασης στις ίδιες ιδέες μας. Ο Freud ισχυρίστηκε ότι ένας ψυχολογικά εκπαιδευμένος παρατηρητής μπορεί να κατανοήσει τα ασυνείδητα κίνητρα ενός προσώπου καλύτερα από το ίδιο το πρόσωπο. Ο Duhem έχει δείξει ότι ένας φιλόσοφος της επιστήμης μπορεί να γνωρίζει τις μεθόδους ανακάλυψης ενός προσώπου καλύτερα από το ίδιο το πρόσωπο, ενώ ο Malinowski έχει δείξει ότι ένας ανθρωπολόγος μπορεί να γνωρίζει τα ήθη και τις συνήθειες ενός προσώπου καλύτερα από τα πρόσωπα των οποίων τα έθιμα και οι συνήθειες είναι. Ισχυρίζεται επίσης ότι τα σύγχρονα ψυχολογικά πειράματα που κάνουν τους ανθρώπους να βλέπουν πράγματα που δεν υπάρχουν παρέχουν λόγους απόρριψης του επιχειρήματος του Ντεκάρτ, επειδή οι επιστήμονες μπορούν να περιγράψουν τις αντιλήψεις ενός προσώπου καλύτερα από το ίδιο το πρόσωπο.[^41] [^42]
[^37]: Popper, Karl & Eccles, John (2002). The Self and Its Brain. Springer Verlag. ISBN 978-3-492-21096-6.
[^38]: Dennett D., (1991), Consciousness Explained, Boston: Little, Brown & Company
[^39]: Stich, S., (1983), From Folk Psychology to Cognitive Science. Cambridge, MA: MIT Press (Bradford)
[^40]: Ryle, G., 1949, The Concept of Mind, New York: Barnes and Noble
[^41]: Agassi, J. (1975). Privileged Access; Science in Flux, Boston Stidues in the Philosophy of Science, 80. Dordrecht: Reidel.
[^42]: Agassi, J. (1997). La Scienza in Divenire. Rome: Armando.
Ο ψυχοφυσικός παραλληλισμός, ή απλά παραλληλισμός, είναι η άποψη ότι ο νους και το σώμα, επειδή έχουν διακριτά οντολογικά στάτους, δεν επηρεάζουν αιτιακά ο ένας το άλλο. Αντίθετα, διατρέχουν παράλληλες διαδρομές (τα νοητικά συμβάντα αλληλοδιαδρούν αιτιακά με τα νοητικά συμβάντα και τα εγκεφαλικά συμβάντα αλληλοδιαδρούν αιτιακά με τα εγκεφαλικά συμβάντα) και φαίνεται μόνο να επηρεάζουν το ένα το άλλο.[^43] Αυτή την άποψη υπερασπίστηκε κυρίως ο Gottfried Leibniz. Αν και ο Leibniz ήταν ένας οντολογικός μονιστής που πίστευε ότι μόνο ένας τύπος υπόστασης, η μονάδα (monad), υπάρχει στο σύμπαν, και ότι τα πάντα μπορούν να αναχθούν σε αυτήν, εντούτοις υποστήριξε ότι υπήρχε μια σημαντική διάκριση μεταξύ του «νοητικού» και του «φυσικού» ως προς την αιτιότητα. Υποστήριζε ότι ο Θεός είχε κανονίσει τα πράγματα εκ των προτέρων έτσι ώστε ο νους και το σώμα να είναι σε αρμονία μεταξύ τους. Αυτό είναι γνωστό ως το δόγμα της προκαθιερωμένης αρμονίας (pre-established harmony).[^44]
[^43]: Robinson, Howard (2003-08-19). "Dualism" (http://plato.stanford.edu/archives/fall2003/entries/dualism/). The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2003 Edition). Center for the Study of Language and Information, Stanford University. Retrieved 2006-09-25.
[^44]: Leibniz, Gottfried Wilhelm (1714). Monadology (https://en.wikipedia.org/wiki/Monadology). ISBN 978-0-87548-030-5.
(επ. οκκαζιοναλισμός, περιπτωσιοκρατία)
Η περιστασιοκρατία (Occasionalism) είναι η άποψη που υποστηρίζεται από τον Nicholas Malebranche καθώς και από Ισλαμικούς φιλοσόφους όπως ο Abu Hamid Muhammad ibn Muhammad al-Ghazali που υποστηρίζει ότι όλες οι υποτιθέμενες αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ φυσικών συμβάντων ή μεταξύ φυσικών και νοητικών συμβάντων, δεν είναι πραγματικά καθόλου αιτιώδεις. Ενώ το σώμα και ο νους είναι διαφορετικές υποστάσεις, οι αιτίες (είτε νοητικές είτε φυσικές) σχετίζονται με τα αποτελέσματά τους μέσω μιας πράξης παρέμβασης του Θεού σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση.[^45]
[^45]: Schmaltz, Tad (2002). "Nicolas Malebranche" (http://plato.stanford.edu/archives/sum2002/entries/malebranche/). The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Summer 2002 Edition). Center for the Study of Language and Information, Stanford University. Retrieved 2006-09-25.
Ο δυϊσμός των ιδιοτήτων (property dualism) είναι η άποψη ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα είδος υπόστασης – το φυσικό είδος – και υπάρχουν δύο διακριτά είδη ιδιοτήτων: φυσικές ιδιότητες και νοητικές ιδιότητες. Είναι η άποψη ότι οι μη φυσικές, νοητικές ιδιότητες (όπως οι πεποιθήσεις, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα) είναι εγγενείς σε ορισμένα φυσικά σώματα (τουλάχιστον στους εγκεφάλους). Οι υποποικιλίες του δυϊσμού των ιδιοτήτων περιλαμβάνουν:
Ο αναδυόμενος υλισμός (emergent materialism) ισχυρίζεται ότι όταν η ύλη οργανώνεται με τον κατάλληλο τρόπο (δηλαδή με τον τρόπο που οργανώνονται τα ζωντανά ανθρώπινα σώματα), οι νοητικές ιδιότητες αναδύονται με τρόπο που δεν είναι πλήρως εξηγήσιμος από τους φυσικούς νόμους. Αυτές οι αναδυόμενες ιδιότητες έχουν ένα ανεξάρτητο οντολογικό στάτους και δεν μπορούν να αναχθούν ή να εξηγηθούν με όρους του φυσικού υποστρώματος από το οποίο αναδύονται. Εξαρτώνται από τις φυσικές ιδιότητες από τις οποίες αναδύονται, αλλά οι απόψεις ποικίλλουν ως προς τη συνοχή τής από πάνω προς τα κάτω αιτιότητας (top–down causation), δηλαδή την αιτιολογική αποτελεσματικότητα τέτοιων ιδιοτήτων. Μια μορφή αναδυόμενου υλισμού έχει υποστηριχθεί από τον David Chalmers, και η έννοια έχει υποστεί κάτι σαν αναγέννηση τα τελευταία χρόνια,[^46] αλλά είχε ήδη προταθεί τον 19ο αιώνα από τον William James.
Ο επιφαινομεναλισμός είναι ένα δόγμα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Thomas Henry Huxley.[^47]
Συνίσταται στην άποψη ότι τα νοητικά φαινόμενα είναι αιτιωδώς αναποτελεσματικά, όπου μία ή περισσότερες νοητικές καταστάσεις δεν έχουν καμία επιρροή στις φυσικές καταστάσεις, ή τα νοητικά φαινόμενα είναι τα αποτελέσματα, αλλά όχι τα αίτια, των φυσικών φαινομένων. Τα φυσικά συμβάντα μπορούν να προκαλέσουν άλλα φυσικά και νοητικά συμβάντα, αλλά τα νοητικά συμβάντα δεν μπορούν να προκαλέσουν τίποτα αφού είναι απλώς αιτιακά αδρανή υποπροϊόντα (δηλαδή, επιφαινόμενα) του φυσικού κόσμου. Αυτή την άποψη έχει υπερασπιστεί ο Frank Jackson.[^48]
Ο μη αναγωγικός φυσικαλισμός (Property dualism#Non-reductive Physicalism) είναι η άποψη ότι οι νοητικές ιδιότητες σχηματίζουν μια ξεχωριστή οντολογική τάξη από τις φυσικές ιδιότητες: οι νοητικές καταστάσεις (όπως τα qualia) δεν μπορούν να αναχθούν στις φυσικές καταστάσεις. Η οντολογική στάση απέναντι στα qualia στην περίπτωση του μη αναγωγικού φυσικαλισμού δεν συνεπάγεται ότι τα qualia είναι αιτιακά αδρανή· αυτό είναι που τον διακρίνει από τον επιφαινομεναλισμό.
Ο πανψυχισμός είναι η άποψη ότι όλη η ύλη έχει μια νοητική όψη, ή, εναλλακτικά, όλα τα αντικείμενα έχουν ένα ενοποιημένο κέντρο εμπειρίας ή σκοπιάς. Επιφανειακά, φαίνεται να είναι μια μορφή δυϊσμού των ιδιοτήτων, αφού θεωρεί ότι όλα έχουν τόσο νοητικές όσο και φυσικές ιδιότητες. Ωστόσο, ορισμένοι πανψυχολόγοι λένε ότι η μηχανική συμπεριφορά προέρχεται από την πρωτόγονη νοητικότητα των ατόμων και των μορίων— όπως προέρχεται η περίπλοκη νοητικότητα και η οργανική συμπεριφορά, η διαφορά αποδίδεται στην παρουσία ή απουσία σύνθετης δομής σε ένα σύνθετο αντικείμενο. Στο βαθμό που υπάρχει η «αναγωγή» των μη νοητικών ιδιοτήτων σε νοητικές, ο πανψυχισμός δεν είναι μια (ισχυρή) μορφή δυϊσμού των ιδιοτήτων· διαφορετικά είναι.
[^46]: Chalmers, David (1996). The Conscious Mind (https://archive.org/details/consciousmindins00chal). Oxford University Press. ISBN 978-0-19-511789-9.
[^47]: Huxley, T. H. [1874] "On the Hypothesis that Animals are Automata, and its History", The Fortnightly Review, n.s.16:555–580. Reprinted in Method and Results: Essays by Thomas H. Huxley (New York: D. Appleton and Company, 1898).
[^48]: Jackson, Frank (1986). "What Mary didn't know". Journal of Philosophy. 83 (5): 291–295. doi:10.2307/2026143. JSTOR 2026143. S2CID 19000667.
Η θεωρία της δυαδικής όψης (dual aspect theory) ή ο μονισμός της δυαδικής όψης (dual-aspect monism) είναι η άποψη ότι το νοητικό και το φυσικό είναι δύο όψεις ή προοπτικές της ίδιας υπόστασης. (Έτσι είναι μια μικτή θέση, η οποία είναι μονιστική από ορισμένες απόψεις). Στα σύγχρονα φιλοσοφικά κείμενα, η σχέση της θεωρίας με τον ουδέτερο μονισμό (neutral monism) έχει γίνει κάπως ασαφής, αλλά μια προσφερόμενη διάκριση λέει ότι ενώ ο ουδέτερος μονισμός επιτρέπει το πλαίσιο μιας δεδομένης ομάδας ουδέτερων στοιχείων και τις σχέσεις στις οποίες εισέρχονται να καθορίσουν εάν η ομάδα μπορεί να θεωρηθεί ως νοητική, φυσική, και τα δύο ή κανένα, η θεωρία της δυαδικής όψης προτείνει ότι το νοητικό και το φυσικό είναι εκδηλώσεις (ή όψεις) κάποιας υποκείμενης υπόστασης, οντότητας ή διαδικασίας που η ίδια δεν είναι ούτε νοητική ούτε φυσική όπως συνήθως κατανοείται . Διάφορες διατυπώσεις του μονισμού της δυαδικής όψης απαιτούν επίσης το νοητικό και το φυσικό να είναι συμπληρωματικά, αμοιβαία μη αναγώγιμα και ίσως αδιαχώριστα (αν και διακριτά).[^49] [^50] [^51]
[^49]: Atmanspacher, H (2012). "Dual-aspect monism a la Pauli and Jung" (https://www.researchgate.net/publication/262956033). Journal of Consciousness Studies. 19 (9–10): 96–120.
[^50]: Velmans, M (2012). "Reflexive Monism: psychophysical relations among mind, matter and consciousness" (https://www.academia.edu/2053423). Journal of Consciousness Studies. 19 (9–10): 143–165. Archived from the original on 2017-11-11.
[^51]: Leopold Stubenberg. "Neutral Monism and the Dual Aspect Theory" (http://plato.stanford.edu/entries/neutral-monism/#9.4). Stanford Encyclopedia of Philosophy.
Αυτή είναι μια φιλοσοφία του νου που θεωρεί τους βαθμούς ελευθερίας μεταξύ νοητικής και φυσικής ευεξίας ως μη συνώνυμους, υπονοώντας έτσι έναν βιωματικό δυϊσμό μεταξύ σώματος και νου. Ένα παράδειγμα αυτών των διαφορετικών βαθμών ελευθερίας δίνεται από τον Allan Wallace ο οποίος σημειώνει ότι είναι «βιωματικά προφανές ότι κάποιο μπορεί να αισθάνεται φυσικώς άβολα—για παράδειγμα, ενώ συμμετέχει σε μια έντονη σωματική προπόνηση—ενώ είναι διανοητικά ευδιάθετος· αντίθετα, μπορεί να είναι νοητικά στενοχωρημένος ενώ βιώνει σωματική άνεση».[^52]
Ο βιωματικός δυϊσμός σημειώνει ότι η υποκειμενική εμπειρία μας, να βλέπουμε απλώς κάτι στον φυσικό κόσμο, φαίνεται ποιοτικά διαφορετική από τις νοητικές διαδικασίες όπως η θλίψη που προέρχεται από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτή η φιλοσοφία είναι υπέρμαχος του αιτιακού δυϊσμού (causal dualism), ο οποίος ορίζεται ως η δυαδική ικανότητα των νοητικών καταστάσεων και των φυσικών καταστάσεων να επηρεάζουν η μία την άλλη. Οι νοητικές καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στις φυσικές καταστάσεις και αντίστροφα.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον καρτεσιανό δυϊσμό ή κάποια άλλα συστήματα, ο βιωματικός δυϊσμός δεν θέτει δύο θεμελιώδεις υποστάσεις στην πραγματικότητα: το νου και την ύλη. Αντίθετα, ο βιωματικός δυϊσμός πρέπει να γίνει κατανοητός ως ένα εννοιολογικό πλαίσιο που δίνει αξιοπιστία στην ποιοτική διαφορά μεταξύ της εμπειρίας των νοητικών και φυσικών καταστάσεων. Ο βιωματικός δυϊσμός γίνεται αποδεκτός ως το εννοιολογικό πλαίσιο του Madhyamaka Buddhism.
Ο Βουδισμός Madhayamaka προχωρά παραπέρα, βρίσκοντας επίσης σφάλμα στη μονιστική άποψη των φυσικαλιστικών φιλοσοφιών του νου, στο ότι αυτές γενικά θέτουν την ύλη και την ενέργεια ως τη θεμελιώδη υπόσταση της πραγματικότητας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η καρτεσιανή δυϊστική άποψη είναι σωστή, μάλλον η Madhyamaka θεωρεί ως λάθος κάθε βεβαίωση μιας θεμελιώδους υπόστασης στην πραγματικότητα.
Αρνούμενη την ανεξάρτητη αυθυπαρξία όλων των φαινομένων που συνθέτουν τον κόσμο της εμπειρία μας, η άποψη Madhyamaka απομακρύνεται τόσο από τον υποστασιακό δυϊσμό (substance dualism) του Καρτέσιου όσο και από τον υποστασιακό μονισμό (substance monism) —δηλαδή τον φυσικαλισμό— που είναι χαρακτηριστικό της σύγχρονης επιστήμης. Ο φυσικαλισμός που προτείνεται από πολλούς σύγχρονους επιστήμονες φαίνεται να ισχυρίζεται ότι ο πραγματικός κόσμος αποτελείται από φυσικά πράγματα καθεαυτά, ενώ όλα τα νοητικά φαινόμενα θεωρούνται ως απλές εμφανίσεις (appearances), χωρίς καμία πραγματικότητα από μόνα τους. Πολλά συμπεράσματα έχουν βγει για αυτή τη διαφορά μεταξύ της εμφάνισης και της πραγματικότητας.
Πράγματι, ο φυσικαλισμός ή η ιδέα ότι η ύλη είναι η μόνη θεμελιώδης υπόσταση της πραγματικότητας, απορρίπτεται ρητά από τον Βουδισμό.
Κατά την άποψη της Madhyamaka, τα νοητικά συμβάντα δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αληθινά από τα φυσικά συμβάντα. Από την άποψη της κοινής μας εμπειρίας, υπάρχουν όντως διαφορές μεταξύ των φυσικών και των νοητικών φαινομένων. Ενώ τα πρώτα έχουν συνήθως μάζα, θέση, ταχύτητα, σχήμα, μέγεθος και πολλά άλλα φυσικά χαρακτηριστικά, αυτά δεν είναι γενικά χαρακτηριστικά των νοητικών φαινομένων. Για παράδειγμα, δεν αντιλαμβανόμαστε συνήθως το αίσθημα στοργής για ένα άλλο άτομο ως μάζα ή τοποθεσία. Αυτές οι φυσικές ιδιότητες δεν είναι οι πλέον κατάλληλες για άλλα νοητικά συμβάντα, όπως η λύπη, μια ανακαλούμενη εικόνα από την παιδική μου ηλικία, την οπτική αντίληψη ενός τριαντάφυλλου ή οποιαδήποτε συνείδηση. Ως εκ τούτου, τα νοητικά φαινόμενα δεν θεωρούνται φυσικά, για τον απλό λόγο ότι τους λείπουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που είναι μοναδικά χαρακτηριστικά των φυσικών φαινομένων. Έτσι, ο Βουδισμός δεν υιοθέτησε ποτέ τη φυσικαλιστική αρχή που θεωρεί μόνο τα φυσικά πράγματα ως πραγματικά.
[^52]: Wallace, Allen (1999). Consciousness At The Crossroads: Conversations With The Dalai Lama On Brain Science And Buddhism. Snow Lion. ISBN 978-0-545-22720-9.
Σε αντίθεση με το δυϊσμό (Mind-body dualism), ο μονισμός (monism) δεν δέχεται θεμελιώδεις διαιρέσεις. Η θεμελιωδώς ετερόκλητη φύση της πραγματικότητας ήταν κεντρική στις μορφές των ανατολικών φιλοσοφιών για πάνω από δύο χιλιετίες. Στην ινδική και κινεζική φιλοσοφία, ο μονισμός είναι αναπόσπαστο μέρος του τρόπου κατανόησης της εμπειρίας. Σήμερα, η πιο κοινή μορφή μονισμού στη δυτική φιλοσοφία είναι ο φυσικαλισμός (physicalism). Ο φυσικαλιστικός μονισμός βεβαιώνει ότι η μόνη υπάρχουσα υπόσταση είναι φυσική, με κάποια έννοια αυτού του όρου να πρέπει να διευκρινιστεί από την καλύτερη μας επιστήμη.[^53]
Ωστόσο, είναι δυνατή μια ποικιλία διατυπώσεων (βλ. παρακάτω). Μια άλλη μορφή μονισμού, ο ιδεαλισμός (idealism), δηλώνει ότι η μόνη υπάρχουσα υπόσταση είναι η νοητική. Αν και ο καθαρός ιδεαλισμός, όπως αυτός του George Berkeley, είναι ασυνήθιστος στη σύγχρονη δυτική φιλοσοφία, έχει υποστηριχθεί μια πιο περίπλοκη παραλλαγή που ονομάζεται πανψυχισμός (panpsychism), σύμφωνα με τον οποίο η νοητική εμπειρία και οι ιδιότητες μπορεί να βρίσκονται στο θεμέλιο της φυσικής εμπειρίας και των ιδιοτήτων, έχει υποστηριχθεί από ορισμένους φιλοσόφους όπως οι Alfred North Whitehead [^54] και David Ray Griffin.
Ο φαινομεναλισμός (phenomenalism) είναι η θεωρία ότι οι αναπαραστάσεις (ή τα αισθητηριακά δεδομένα (sense data)) εξωτερικών αντικειμένων είναι όλα όσα υπάρχουν. Μια τέτοια άποψη υιοθετήθηκε εν συντομία από τον Bertrand Russell και πολλούς από τους λογικούς θετικιστές (logical positivism) κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.[^55]
Μια τρίτη δυνατότητα είναι να αποδεχθούμε την ύπαρξη μιας βασικής υπόστασης που δεν είναι ούτε φυσική ούτε νοητική. Το νοητικό και το φυσικό θα ήταν τότε ιδιότητες αυτής της ουδέτερης ουσίας. Μια τέτοια θέση υιοθετήθηκε από τον Baruch Spinoza και έγινε δημοφιλής από τον Ernst Mach [^56] τον 19ο αιώνα. Αυτός ο ουδέτερος μονισμός (neutral monism), όπως λέγεται, μοιάζει με το δυϊσμό των ιδιοτήτων.
[^53]: Stoljar, Daniel (2005). "Physicalism" (http://plato.stanford.edu/archives/win2005/entries/physicalism/). The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter 2005 Edition). Center for the Study of Language and Information, Stanford University. Retrieved 2006-09-24.
[^54]: Cf. Michel Weber and Anderson Weekes (eds.), Process Approaches to Consciousness in Psychology, Neuroscience, and Philosophy of Mind (Whitehead Psychology Nexus Studies II) (https://www.academia.edu/279961/Process_Approaches_to_Consciousness_in_Psychology_Neuroscience_and_Philosophy_of_Mind) Archived 2015-04-08 at the Wayback Machine, Albany, New York, State University of New York Press, 2009.
[^55]: Russell, Bertrand (1918) Mysticism and Logic and Other Essays, London: Longmans, Green.
[^56]: Mach, Ernst (1959) [1886]. Die Analyse der Empfindungen und das Verhältnis des Physischen zum Psychischen [The Analysis of Sensations and the Relation of Physical to the Psychical] (Fifth ed.). New York: Dover.
Ο συμπεριφορισμός (behaviorism) κυριάρχησε στη φιλοσοφία του νου για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα, ειδικά του πρώτου μισού. Στην ψυχολογία, ο συμπεριφορισμός αναπτύχθηκε ως αντίδραση στις ανεπάρκειες του ενδοσκoπισμού (introspectionism). Οι ενδοσκοπικές αναφορές για την εσωτερική νοητική ζωή μας δεν υπόκεινται σε προσεκτική εξέταση για ακρίβεια και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να σχηματίσουν προγνωστικές γενικεύσεις. Χωρίς γενικευσιμότητα (generalizability) και δυνατότητα εξέτασης από τρίτο πρόσωπο, υποστήριξαν οι συμπεριφοριστές, η ψυχολογία δεν μπορεί να είναι επιστημονική. Η διέξοδος, επομένως, ήταν να εξαλειφθεί η ιδέα μιας εσωτερικής νοητικής ζωής (και επομένως ενός οντολογικά ανεξάρτητου νου) συνολικά και αντ΄αυτού να εστιαστεί η περιγραφή στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά.[^57]
Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στην ψυχολογία, αναπτύχθηκε ένας φιλοσοφικός συμπεριφορισμός (μερικές φορές αποκαλούμενος λογικός συμπεριφορισμός). Αυτός χαρακτηρίζεται από έναν ισχυρό επαληθευτισμό (verificationism), ο οποίος γενικά θεωρεί μη επαληθεύσιμες δηλώσεις σχετικά με την εσωτερική νοητική ζωή άσκοπες. Για τον συμπεριφοριστή, οι νοητικές καταστάσεις δεν είναι εσωτερικές καταστάσεις στις οποίες μπορούμε να κάνουμε ενδοσκοπικές αναφορές. Είναι απλώς περιγραφές συμπεριφοράς ή διαθέσεων συμπεριφοράς με συγκεκριμένους τρόπους, που γίνονται από τρίτα για να εξηγήσουν και να προβλέψουν τη συμπεριφορά κάποιου άλλου.[^58]
Ο φιλοσοφικός συμπεριφορισμός έχει πέσει σε δυσμένεια από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, που συμπίπτει με την άνοδο του γνωστικισμού (cognitivism).
[^57]: Skinner, B.F. (1972). Beyond Freedom & Dignity. New York: Bantam/Vintage Books. ISBN 978-0-553-14372-0.
[^58]: Ryle, Gilbert (1949). The Concept of Mind. Chicago: Chicago University Press. ISBN 978-0-226-73295-4.
{Φυσικαλισμός Τύπου}
Ο φυσικαλισμός τύπου (type physicalism) (ή η θεωρία ταυτότητας τύπων (type-identity theory)) αναπτύχθηκε από τον Jack Smart και τον Ullin Place [^59] ως άμεση αντίδραση στην αποτυχία του συμπεριφορισμού. Αυτοί οι φιλόσοφοι υποστήριξαν ότι, αν οι νοητικές καταστάσεις είναι κάτι υλικό, αλλά όχι συμπεριφορικό, τότε οι νοητικές καταστάσεις είναι πιθανώς ταυτόσημες με τις εσωτερικές καταστάσεις του εγκεφάλου. Με πολύ απλοποιημένους όρους: μια νοητική κατάσταση Ν
δεν είναι τίποτα άλλο από την εγκεφαλική κατάσταση Ε
. Η νοητική κατάσταση "επιθυμία για ένα φλιτζάνι καφέ" δεν θα ήταν επομένως παρά η "πυροδότηση ορισμένων νευρώνων σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου".
Ο φυσικαλισμός τύπου έρχεται σε αντίθεση με τον **φυσικαλισμό της ταυτότητας δειγμάτων** (token identity physicalism), ο οποίος υποστηρίζει ότι τα νοητικά συμβάντα είναι απίθανο να έχουν σταθερά ή κατηγορηματικά βιολογικά σύστοιχα (steady or categorical biological correlates). Για τη θεωρία της Ταυτότητας, κάθε δειγματική παρουσίαση (token instantiation) ενός μεμονωμένου νοητικού τύπου αντιστοιχεί (όπως υποδεικνύεται από τα βέλη) σε ένα φυσικό δείγμα (token) ενός μοναδικού φυσικού τύπου. Για τον ανώμαλο μονισμό, οι αντιστοιχίες δείγμα-δείγμα μπορεί να είναι εκτός των αντιστοιχιών τύπος-τύπος. Το αποτέλεσμα είναι η ταυτότητα δειγμάτων (token identity).]
Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν παραχωρηθούν τα παραπάνω, δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν οι παντός τύπου θεωρίες ταυτότητας. Σύμφωνα με τις θεωρίες ταυτότητας δειγμάτων (token identity theories), το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη εγκεφαλική κατάσταση συνδέεται με μία μόνο νοητική κατάσταση ενός προσώπου δεν σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτη συσχέτιση μεταξύ των τύπων νοητικής κατάστασης και των τύπων εγκεφαλικής κατάστασης. Η διάκριση τύπου-δείγματος (type–token distinction) μπορεί να εξηγηθεί με ένα απλό παράδειγμα: η λέξη "green" ("πράσινο") περιέχει τέσσερις τύπους γραμμάτων (g, r, e, n) με δύο δείγματα (εμφανίσεις) του γράμματος e
μαζί με ένα από τα άλλα.
Η ιδέα της ταυτότητας δειγμάτων είναι ότι μόνο καθέκαστα περιστατικά νοητικών συμβάντων ταυτίζονται με καθέκαστα συμβάντα ή δείγματα φυσικών συμβάντων.
Ο ανώμαλος μονισμός (βλ. παρακάτω) και οι περισσότεροι άλλοι μη αναγωγικοί φυσικαλισμοί είναι θεωρίες ταυτότητας δειγμάτων (token-identity theories).
Παρά αυτά τα προβλήματα, υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη θεωρία της ταυτότητας τύπων σήμερα, κυρίως λόγω της επιρροής του Jaegwon Kim.
[^59]: Place, Ullin (1956). "Is Consciousness a Brain Process?". British Journal of Psychology. 47 (1): 44–50. doi:10.1111/j.2044-8295.1956.tb00560.x. PMID 13304279. S2CID 36940527.
[^60]: Smart, J.J.C, "Identity Theory" (http://plato.stanford.edu/archives/sum2002/entries/malebranche), The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Summer 2002 Edition), Edward N. Zalta (ed.)
[^61]: Davidson, D. (2001). Subjective, Intersubjective, Objective. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-88-7078-832-7.
Ο λειτουργισμός (functionalism) διατυπώθηκε από τους Hilary Putnam και Jerry Fodor ως αντίδραση στις ανεπάρκειες της θεωρίας της ταυτότητας. Οι Putnam και Fodor είδαν τις νοητικές καταστάσεις με όρους μιας εμπειρικής υπολογιστικής θεωρίας του νου (computational theory of mind).[^62]
Την ίδια περίπου εποχή ή λίγο μετά, οι D.M. Armstrong και David Kellogg Lewis διατύπωσαν μια εκδοχή του λειτουργισμού που ανέλυε τις νοητικές έννοιες της λαϊκής ψυχολογίας (folk psychology) με όρους λειτουργικών ρόλων.[^63]
Τέλος, η ιδέα του Wittgenstein για το νόημα ως χρήση οδήγησε σε μια εκδοχή του λειτουργισμού ως θεωρίας του νοήματος, που αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους Wilfrid Sellars και Gilbert Harman. Μια άλλη, ο ψυχολειτουργισμός (psychofunctionalism), είναι μια προσέγγιση που υιοθετήθηκε από την νατουραλιστική φιλοσοφία του νου (metaphysical naturalism) που σχετίζεται με τον Jerry Fodor και τον Zenon Pylyshyn.
Οι νοητικές καταστάσεις χαρακτηρίζονται από τις αιτιώδεις σχέσεις τους με άλλες νοητικές καταστάσεις και με αισθητηριακές εισροές και εκροές συμπεριφοράς. Ο λειτουργισμός απομακρύνεται από τις λεπτομέρειες της φυσικής υλοποίησης μιας νοητικής κατάστασης χαρακτηρίζοντάς την ως προς τις μη νοητικές λειτουργικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, ένας νεφρός χαρακτηρίζεται επιστημονικά από τον λειτουργικό του ρόλο στο φιλτράρισμα του αίματος και στη διατήρηση ορισμένων χημικών ισορροπιών.
[^62]: Block, Ned. "What is functionalism" in Readings in Philosophy of Psychology, 2 vols. Vol 1. (Cambridge: Harvard, 1980).
[^63]: Armstrong, D., 1968, A Materialist Theory of the Mind, Routledge.
Οι μη αναγωγιστές φιλόσοφοι υποστηρίζουν σταθερά δύο βασικές πεποιθήσεις σχετικά με τις σχέσεις νου-σώματος: 1) Ο φυσικαλισμός είναι αληθινός και οι νοητικές καταστάσεις πρέπει να είναι φυσικές καταστάσεις, αλλά 2) Όλες οι αναγωγικές προτάσεις δεν είναι ικανοποιητικές: οι νοητικές καταστάσεις δεν μπορούν να περιοριστούν στη συμπεριφορά, στις εγκεφαλικές καταστάσεις ή στις λειτουργικές καταστάσεις. Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα εάν μπορεί να υπάρχει ακόμα ένας μη αναγωγικός φυσικαλισμός. Ο ανώμαλος μονισμός του Donald Davidson είναι μια προσπάθεια να διατυπωθεί ένας τέτοιος φυσικαλισμός. Αυτός «σκέφτεται ότι όταν κάποιος αντιμετωπίζει αυτά που παραδοσιακά θεωρούνται παραλογισμοί του Λόγου, όπως η ακρασία ή η αυταπάτη, το πλαίσιο της προσωπικής ψυχολογίας δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί υπέρ του υποπροσωπικού, αλλά μάλλον πρέπει να διευρυνθεί ή να επεκταθεί έτσι ώστε ο ορθολογισμός που ορίζεται από την αρχή της γενναιοδωρίας (principle of charity) να μπορεί να βρεθεί αλλού.»[^64]
Ο Davidson χρησιμοποιεί τη θέση της επιγένεσης (supervenience): οι νοητικές καταστάσεις επιγίγνονται των φυσικών καταστάσεων, αλλά δεν είναι αναγώγιμες σε αυτές. Ως εκ τούτου, η «επιγένεση» περιγράφει μια λειτουργική εξάρτηση: δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο νοητικό χωρίς κάποια αλλαγή στο φυσικό–αιτιατική αναγωγιμότητα μεταξύ του νοητικού και του φυσικού χωρίς οντολογική αναγωγιμότητα.[^65]
[^64]: Di Francesco M. & Marraffa M. (2013). "The Unconscious, consciousness, and the Self illusion" (http://www.crossingdialogues.com/Ms-A13-01.pdf). Dialogues in Philosophy, Mental and Neuro Sciences. 6 (1): 10–22. Archived (PDF) from the original on 2017-03-03.
[^65]: Stanton, W.L. (1983). "Supervenience and Psychological Law in Anomalous Monism". Pacific Philosophical Quarterly. 64: 72–9. doi:10.1111/j.1468-0114.1983.tb00185.x.
Η ασθενής αναδυσιμότητα (weak emergentism) είναι μια μορφή «μη αναγωγικού φυσικαλισμού» που περιλαμβάνει μια πολυεπίπεδη άποψη της φύσης, με τα στρώματα να είναι διατεταγμένα με όρους αυξανόμενης πολυπλοκότητας και το καθένα να αντιστοιχεί στη δική του ειδική επιστήμη. Ορισμένοι φιλόσοφοι{who?|date=September 2020} υποστηρίζουν ότι οι αναδυόμενες ιδιότητες αλληλοδιαδρούν αιτιακά με πιο θεμελιώδη επίπεδα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ιδιότητες υψηλότερης τάξης απλώς υπερισχύουν των κατώτερων επιπέδων χωρίς άμεση αιτιακή αλληλοδιάδραση. Επομένως, η τελευταία ομάδα έχει έναν λιγότερο αυστηρό ή «ασθενέστερο» ορισμό της αναδυσιμότητας, ο οποίος μπορεί να διατυπωθεί αυστηρά ως εξής: μια ιδιότητα I του σύνθετου αντικειμένου A είναι αναδυόμενη εάν είναι μεταφυσικά αδύνατο για ένα άλλο αντικείμενο να μην έχει την ιδιότητα I εάν αυτό το αντικείμενο αποτελείται από μέρη με εγγενείς ιδιότητες ταυτόσημες με εκείνες του A και έχει αυτά τα μέρη σε ταυτόσημη διαμόρφωση.{citation need|date=September 2020}
Μερικές φορές οι αναδυστές (emergentists) χρησιμοποιούν το παράδειγμα του νερού που έχει μια νέα ιδιότητα όταν το Υδρογόνο Η και το Οξυγόνο Ο συνδυάζονται για να σχηματίσουν H2O (νερό). Σε αυτό το παράδειγμα «αναδύεται» μια νέα ιδιότητα ενός διαφανούς υγρού που δεν θα είχε προβλεφθεί με την κατανόηση του υδρογόνου και του οξυγόνου ως αέρια. Αυτό είναι ανάλογο με τις φυσικές ιδιότητες του εγκεφάλου που προκαλούν μια νοητική κατάσταση. Οι ειδικοί προσπαθούν να λύσουν το περιβόητο χάσμα νου-σώματος με αυτόν τον τρόπο. Ένα πρόβλημα για την αναδυσιμότητα είναι η ιδέα του αιτιακού κλεισίματος (causal closure) του κόσμου που δεν επιτρέπει μια αιτιότητα από το νου στο σώμα.[^66]
[^66]: Jaegwon Kim, Philosophy of Mind, Westview Press; 2 edition (July 8, 2005) ISBN 0-8133-4269-4
{Eliminative materialism}
Εάν είμαστε υλιστές και πιστεύουμε ότι όλες οι πτυχές της ψυχολογίας μας της κοινής λογικής θα βρουν αναγωγή σε μια ώριμη γνωστική νευροεπιστήμη (cognitive neuroscience) και ότι ο μη αναγωγικός υλισμός είναι λάθος, τότε μπορεί να υιοθετήσουμε μια τελική, πιο ριζοσπαστική θέση: τον εξαλειπτικό υλισμό.
Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες εξαλειπτικού υλισμού, αλλά όλες υποστηρίζουν ότι η «λαϊκή ψυχολογία» (folk psychology) της κοινής λογικής μας, παραποιεί άσχημα τη φύση κάποιας πτυχής της γνώσης. Οι εξαλειπτιστές όπως η Patricia και ο Paul Churchland υποστηρίζουν ότι ενώ η λαϊκή ψυχολογία αντιμετωπίζει τη γνώση ως βασικά προτασιακή (sentence-like), το μη γλωσσικό μοντέλο διανυσμάτων/μήτρας της θεωρίας των νευρωνικών δικτύων ή του διασυνδετισμού (connectionism) θα αποδειχθεί πολύ περισσότερο ακριβής περιγραφή του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου.
Οι Churchlands επικαλούνται συχνά τη μοίρα άλλων, εσφαλμένων λαϊκών θεωριών και οντολογιών που έχουν προκύψει στην πορεία της ιστορίας. Για παράδειγμα, η Πτολεμαϊκή αστρονομία χρησίμευσε για να εξηγήσει και να προβλέψει χονδρικά τις κινήσεις των πλανητών για αιώνες, αλλά τελικά αυτό το μοντέλο του ηλιακού συστήματος εξαλείφθηκε υπέρ του μοντέλου του Κοπέρνικου. Οι Churchlands πιστεύουν ότι η ίδια εξαλειπτιστική μοίρα περιμένει το μοντέλο του νου του «αλγόριθμου επεξεργασίας προτάσεων» ("sentence-cruncher" model of the mind) στο οποίο η σκέψη και η συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα χειρισμού καταστάσεων που μοιάζουν με προτάσεις που ονομάζονται «προτασιακές στάσεις» (propositional attitude). Ο κοινωνιολόγος Jacy Reese Anthis υποστηρίζει τον εξαλειπτικό υλισμό για όλες τις ικανότητες του νου, συμπεριλαμβανομένης της συνείδησης, δηλώνοντας, «Τα βαθύτερα μυστήρια του νου είναι στα μέτρα μας.»[^67]
[^67]: Anthis, Jacy (2022). "Consciousness Semanticism: A Precise Eliminativist Theory of Consciousness". (https://philarchive.org/rec/ANTCSA) Biologically Inspired Cognitive Architectures 2021. Studies in Computational Intelligence. Vol. 1032. pp. 20–41. doi:10.1007/978-3-030-96993-6_3. ISBN 978-3-030-96992-9. Retrieved 7 August 2022.
Μερικοί φιλόσοφοι υιοθετούν μια γνωσιολογική προσέγγιση και υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα νου-σώματος είναι επί του παρόντος άλυτο και ίσως θα παραμένει πάντα άλυτο για τα ανθρώπινα όντα. Αυτό συνήθως ονομάζεται Νέος Μυστηριασμός (New mysterianism). Ο Colin McGinn υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι γνωστικά κλειστά (cognitive closure) όσον αφορά τον δικό τους νου. Σύμφωνα με τον McGinn, οι ανθρώπινοι νόες στερούνται τις διαδικασίες διαμόρφωσης εννοιών για να κατανοήσουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο οι νοητικές ιδιότητες όπως η συνείδηση προκύπτουν από την αιτιώδη βάση τους.[^68]
Ένα παράδειγμα θα ήταν το πώς ένας ελέφαντας είναι γνωστικά κλειστός σε σχέση με τη σωματιδιακή φυσική.
Μια πιο μετριοπαθής αντίληψη έχει εκτεθεί από τον Thomas Nagel, ο οποίος υποστηρίζει ότι το πρόβλημα νου-σώματος είναι επί του παρόντος άλυτο στο παρόν στάδιο της επιστημονικής ανάπτυξης και ότι μπορεί να χρειαστεί μια μελλοντική επιστημονική αλλαγή παραδείγματος ή επανάσταση για να γεφυρωθεί το εξηγητικό χάσμα (explanatory gap). Ο Nagel υποστηρίζει ότι στο μέλλον ένα είδος «αντικειμενικής φαινομενολογίας» θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της υποκειμενικής συνειδητής εμπειρίας και της φυσικής της βάσης.[^69]
[^68]: McGinn, Colin. "Can We Solve the Mind–Body Problem?" (https://www.jstor.org/stable/2254848) Archived (https://web.archive.org/web/20161226060901/http://www.jstor.org/stable/2254848) 2016-12-26 at the Wayback Machine, Mind, New Series, Vol. 98, No. 391, July 1989 (pp. 349–366), p. 350.
Reprinted in O'Connor, Timothy and Robb, David. "Colin McGinn, Can We Solve the Mind–Body Problem?", Philosophy of Mind: Contemporary Readings. Routledge, 2003, p. 438ff.
[^69]: "Hard problem of Consciousness" (http://www.iep.utm.edu/hard-con/#SH3b) Archived 2015-04-20 at the Wayback Machine, The Internet Encyclopedia of Philosophy, Josh Weisberg
Κάθε προσπάθεια απάντησης στο πρόβλημα νου-σώματος συναντά ουσιαστικά προβλήματα. Μερικοί φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει μια υποκείμενη εννοιολογική σύγχυση.[^70]
Αυτοί οι φιλόσοφοι, όπως ο Ludwig Wittgenstein και οι οπαδοί του στην παράδοση της γλωσσικής κριτικής, απορρίπτουν ως εκ τούτου το πρόβλημα ως απατηλό.[^71]
Υποστηρίζουν ότι είναι λάθος να ρωτάμε πώς ταιριάζουν μεταξύ τους οι νοητικές και βιολογικές καταστάσεις. Αντίθετα, θα πρέπει απλώς να γίνει αποδεκτό ότι η ανθρώπινη εμπειρία μπορεί να περιγραφεί με διαφορετικούς τρόπους—για παράδειγμα, με νοητικό και βιολογικό λεξιλόγιο. Προβλήματα ψευδαισθήσεων προκύπτουν εάν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το ένα με όρους λεξιλογίου του άλλου ή εάν το νοητικό λεξιλόγιο χρησιμοποιείται σε λάθος περιβάλλοντα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, εάν αναζητήσουμε νοητικές καταστάσεις του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος είναι απλώς το λάθος πλαίσιο για τη χρήση του νοητικού λεξιλογίου—η αναζήτηση για νοητικές καταστάσεις του εγκεφάλου είναι επομένως ένα κατηγοριακό λάθος (category error) ή ένα είδος συλλογιστικής πλάνης. Σήμερα, μια τέτοια θέση υιοθετείται συχνά από ερμηνευτές του Wittgenstein όπως ο Peter Hacker.
Ωστόσο, ο Hilary Putnam, ο δημιουργός του λειτουργισμού, έχει επίσης υιοθετήσει τη θέση ότι το πρόβλημα νους-σώμα είναι ένα απατηλό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί σύμφωνα με τον τρόπο του Wittgenstein.[^72]
[^70]: Hacker, Peter (2003). Philosophical Foundations of Neuroscience. Blackwel Pub. ISBN 978-1-4051-0838-6.
[^71]: Wittgenstein, Ludwig (1954). Philosophical Investigations. New York: Macmillan. ISBN 978-0-631-14660-5.
[^72]: Putnam, Hilary (2000). The Threefold Cord: Mind, Body, and World. New York: Columbia University Press. ISBN 978-0-231-10286-5.
Η θέση του φυσικαλισμού είναι ότι ο νους είναι μέρος του υλικού (ή φυσικού) κόσμου. Μια τέτοια θέση αντιμετωπίζει το πρόβλημα ότι ο νους έχει ορισμένες ιδιότητες που κανένα άλλο υλικό πράγμα δεν φαίνεται να διαθέτει. Ο φυσικαλισμός πρέπει επομένως να εξηγήσει πώς είναι ωστόσο δυνατόν αυτές οι ιδιότητες να προκύψουν από ένα υλικό πράγμα. Το εγχείρημα παροχής μιας τέτοιας εξήγησης αναφέρεται συχνά ως «φυσικοποίηση (naturalization) του νοητικού». Μερικά από τα κρίσιμα προβλήματα που επιχειρεί να επιλύσει αυτό το σχέδιο περιλαμβάνουν την ύπαρξη των qualia και της φύσης της αποβλεπτικότητας (intentionality).
{φαινόμενες ποιότητες, φαινόμενες ιδιότητες}
Πολλές νοητικές καταστάσεις φαίνεται να βιώνονται υποκειμενικά με διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικά άτομα. Και είναι χαρακτηριστικό μιας νοητικής κατάστασης ότι έχει κάποια βιωματική ποιότητα
, π.χ. του πόνου, που πονάει. Ωστόσο, η αίσθηση του πόνου μεταξύ δύο ατόμων μπορεί να μην είναι ταυτόσημη, αφού κανένα δεν έχει τον τέλειο τρόπο να μετρήσει πόσο πονάει κάτι ή να περιγράψει ακριβώς πώς αισθάνεται να πονάει. Οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες λοιπόν ρωτούν από πού προέρχονται αυτές οι εμπειρίες.
Ωστόσο, σε πολλούς φαίνεται επίσης ότι η επιστήμη θα πρέπει τελικά να εξηγήσει τέτοιες εμπειρίες. Αυτό ακολουθεί μια υπόθεση σχετικά με τη δυνατότητα αναγωγικών εξηγήσεων (reductionism). Σύμφωνα με αυτή την άποψη, εάν μπορεί να γίνει επιτυχώς μια προσπάθεια να εξηγηθεί αναγωγικά ένα φαινόμενο (π.χ. νερό), τότε μπορεί να εξηγηθεί γιατί το φαινόμενο έχει όλες του τις ιδιότητες (π.χ. ρευστότητα, διαφάνεια). Στην περίπτωση των νοητικών καταστάσεων, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση για το γιατί έχουν την ιδιότητα να βιώνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Ο Γερμανός φιλόσοφος του 20ου αιώνα Martin Heidegger επέκρινε τις οντολογικές παραδοχές που στηρίζουν ένα τέτοιο αναγωγικό μοντέλο και ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε την εμπειρία με αυτούς τους όρους. Αυτό συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η φύση της υποκειμενικής μας εμπειρίας και οι «ποιότητές» της είναι αδύνατο να κατανοηθούν με όρους καρτεσιανών «υποστάσεων» που φέρουν «ιδιότητες». Ένας άλλος τρόπος για να το θέσουμε αυτό είναι ότι η ίδια η έννοια της ποιοτικής εμπειρίας είναι ασυναφής ως προς — ή είναι σημασιολογικά ασυμβίβαστη με — την έννοια των υποστάσεων που φέρουν ιδιότητες.[^73]
Αυτό το πρόβλημα της εξήγησης των ενδοσκοπικών πρωτοπρόσωπων πτυχών των νοητικών καταστάσεων και της συνείδησης γενικά, με όρους τριτοπρόσωπης ποσοτικής νευροεπιστήμης, ονομάζεται εξηγητικό χάσμα (explanatory gap).[^74]
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις για τη φύση αυτού του χάσματος μεταξύ των σύγχρονων φιλοσόφων του νου. Ο David Chalmers και ο πρώιμος Frank Jackson ερμηνεύουν το χάσμα ως οντολογικής φύσης. Δηλαδή, υποστηρίζουν ότι οι φαινόμενες ιδιότητες (qualia) δεν μπορούν ποτέ να εξηγηθούν από την επιστήμη επειδή ο φυσικαλισμός είναι ψευδής. Υπάρχουν δύο ξεχωριστές κατηγορίες που εμπλέκονται και η μία δεν μπορεί να περιοριστεί στην άλλη.[^75]
Μια εναλλακτική άποψη υιοθετούν φιλόσοφοι όπως ο Thomas Nagel και ο Colin McGinn. Σύμφωνα με αυτούς, το χάσμα είναι επιστημολογικής φύσης. Για τον Nagel, η επιστήμη δεν είναι ακόμη σε θέση να εξηγήσει την υποκειμενική εμπειρία επειδή δεν έχει φτάσει ακόμη στο επίπεδο ή το είδος της γνώσης που απαιτείται. Δεν είμαστε καν σε θέση να διατυπώσουμε το πρόβλημα με συνοχή. Για τον McGinn, από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα έγκειται σε μόνιμους και εγγενείς βιολογικούς περιορισμούς. Δεν είμαστε σε θέση να επιλύσουμε το εξηγητικό χάσμα επειδή η επικράτεια των υποκειμενικών εμπειριών είναι γνωστικά κλειστή (cognitively closed) σε εμάς με τον ίδιο τρόπο που η κβαντική φυσική είναι γνωστικά κλειστή στους ελέφαντες.[^76]
Άλλοι φιλόσοφοι εξαλείφουν το χάσμα ως καθαρά σημασιολογικό πρόβλημα. Αυτό το σημασιολογικό πρόβλημα, φυσικά, οδήγησε στο περίφημο Ερώτημα των Qualia
, που είναι: Προκαλεί το κόκκινο Κοκκινότητα;
[^73]: Hubert Dreyfus, "Critique of Descartes I" (recorded lecture), University of California at Berkeley, Sept. 18, 2007.
[^74]: Joseph Levine, Materialism and Qualia: The Explanatory Gap, in: Pacific Philosophical Quarterly, vol. 64, no. 4, October, 1983, 354–361
[^75]: Jackson, F. (1986) "What Mary didn't Know", Journal of Philosophy, 83, 5, pp. 291–295.
[^76]: McGinn, C. "Can the Mind-Body Problem Be Solved", Mind, New Series, Volume 98, Issue 391, pp. 349–366. a (online) Archived (https://web.archive.org/web/20070928101441/http://art-mind.org/review/IMG/pdf/McGinn_1989_Mind-body-problem_M.pdf) 2007-09-28 at the Wayback Machine
Η αποβλεπτικότητα (intentionality) είναι η ικανότητα των νοητικών καταστάσεων να κατευθύνονται προς, ή να είναι σε σχέση με, κάτι στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η ιδιότητα των νοητικών καταστάσεων συνεπάγεται ότι έχουν περιεχόμενα (mental content) και σημασιολογικές αναφορές (semantic referents) και επομένως μπορούν να τους αποδοθούν τιμές αληθείας. Όταν προσπαθήσουμε να αναγάγουμε αυτές τις καταστάσεις σε φυσικές διεργασίες, δημιουργείται ένα πρόβλημα: οι φυσικές διεργασίες δεν είναι αληθείς ή ψευδείς, απλώς συμβαίνουν.[^77]
Δεν θα είχε νόημα να πούμε ότι μία φυσική διαδικασία είναι αληθής ή ψευδής. Αλλά οι νοητικές ιδέες ή κρίσεις είναι αληθείς ή ψευδείς, οπότε πώς μπορούν τότε οι νοητικές καταστάσεις (ιδέες ή κρίσεις) να είναι φυσικές διαδικασίες; Η δυνατότητα απόδοσης σημασιολογικής αξίας σε ιδέες πρέπει να σημαίνει ότι τέτοιες ιδέες αφορούν γεγονότα (facts). Έτσι, για παράδειγμα, η ιδέα ότι ο Ηρόδοτος ήταν ιστορικός αναφέρεται στον Ηρόδοτο και στο γεγονός ότι ήταν ιστορικός. Εάν το γεγονός είναι αλήθεια, τότε η ιδέα είναι αληθινή· αλλιώς, είναι ψευδής. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η σχέση; Στον εγκέφαλο, υπάρχουν μόνο ηλεκτροχημικές διεργασίες και αυτές δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση με τον Ηρόδοτο.
[^77]: Fodor, Jerry (1993). Psychosemantics. The problem of meaning in the philosophy of mind. Cambridge: MIT Press. ISBN 978-0-262-06106-3.
Η φιλοσοφία της αντίληψης ασχολείται με τη φύση της αντιληπτικής εμπειρίας (perceptual experience) και το στάτους των αντιληπτικών αντικειμένων, ιδιαίτερα με το πώς η αντιληπτική εμπειρία σχετίζεται με τις εμφανίσεις (appearances) και τις πεποιθήσεις (beliefs) για τον κόσμο. Οι κύριες σύγχρονες απόψεις εντός της φιλοσοφίας της αντίληψης περιλαμβάνουν τον αφελή ρεαλισμό (naive realism), τον ενενεργητισμό (enactivism) και τις αναπαραστασιακές απόψεις (representational views).[^2] [^3] [^78]
[^78]: Siegel, S. (2011)."The Contents of Perception", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter 2011 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = http://plato.stanford.edu/archives/win2011/entries/perception-contents/.
Οι άνθρωποι είναι σωματικά όντα (corporeal beings) και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε εξέταση και περιγραφή από τις φυσικές επιστήμες. Εφόσον οι νοητικές διεργασίες σχετίζονται στενά με τις σωματικές διεργασίες (π.χ., ενσώματη γνωστική θεωρία του νου (embodied cognition theory of mind)), οι περιγραφές που παρέχουν οι φυσικές επιστήμες για τα ανθρώπινα όντα παίζουν σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφία του νου. Υπάρχουν πολλοί επιστημονικοί κλάδοι που μελετούν διαδικασίες που σχετίζονται με το νοητικό. Ο κατάλογος τέτοιων επιστημών περιλαμβάνει: τη βιολογία, την επιστήμη των υπολογιστών, την γνωστική επιστήμη, την κυβερνητική, την γλωσσολογία, την ιατρική, την φαρμακολογία και την ψυχολογία.[^79]
[^79]: Pinker, S. (1997) How the Mind Works. tr. It: Come Funziona la Mente. Milan:Mondadori, 2000. ISBN 88-04-49908-7
Το θεωρητικό υπόβαθρο της βιολογίας, όπως συμβαίνει με τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες γενικά, είναι θεμελιωδώς υλιστικό. Τα αντικείμενα μελέτης είναι καταρχήν οι φυσικές διεργασίες, οι οποίες θεωρούνται τα θεμέλια της νοητικής δραστηριότητας και συμπεριφοράς.[^80]
Η αυξανόμενη επιτυχία της βιολογίας στην εξήγηση των νοητικών φαινομένων μπορεί να φανεί από την απουσία οποιασδήποτε εμπειρικής διάψευσης της θεμελιώδους προϋπόθεσης:
«δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στις νοητικές καταστάσεις ενός ατόμου χωρίς αλλαγή στις εγκεφαλικές καταστάσεις.»
Στο πεδίο της νευροβιολογίας, υπάρχουν πολλοί επιστημονικοί υποκλάδοι που ασχολούνται με τις σχέσεις μεταξύ νοητικών και φυσικών καταστάσεων και διεργασιών:
Οι μεθοδολογικές ανακαλύψεις των νευροεπιστημών, ιδίως η εισαγωγή διαδικασιών νευροαπεικόνισης υψηλής τεχνολογίας, ώθησαν τους επιστήμονες στην εκπόνηση όλο και πιο φιλόδοξων ερευνητικών προγραμμάτων: ένας από τους κύριους στόχους είναι να περιγράψουν και να κατανοήσουν τις νευρωνικές διεργασίες που αντιστοιχούν στις νοητικές λειτουργίες (βλ.: [neural correlate]). Αρκετές ομάδες εμπνέονται από αυτές τις προόδους.
[^80]: Bear, M. F. et al. Eds. (1995). Neuroscience: Exploring The Brain. Baltimore, Maryland, Williams and Wilkins. ISBN 0-7817-3944-6
[^81]: Pinel, J.P.J (1997). Psychobiology. Prentice Hall. ISBN 978-88-15-07174-3.
[^82]: Metzinger, Thomas (2003). Being No One – The Self Model Theory of Subjectivity. Cambridge: MIT Press. pp. 349–366. ISBN 978-0-262-13417-0.
Η νευροφιλοσοφία είναι ένα διεπιστημονικό πεδίο που εξετάζει τη διασταύρωση της νευροεπιστήμης και της φιλοσοφίας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο τα νευροεπιστημονικά ευρήματα πληροφορούν και προκαλούν παραδοσιακά επιχειρήματα στη φιλοσοφία του νου, προσφέροντας πληροφορίες για τη φύση της συνείδησης, της γνώσης και της σχέσης του νου-εγκεφάλου.
Η Patricia Churchland υποστηρίζει μια βαθιά ενσωμάτωση της νευροεπιστήμης και της φιλοσοφίας, υπογραμμίζοντας ότι η κατανόηση του νου απαιτεί τη θεμελίωση των φιλοσοφικών ερωτήσεων σε εμπειρικά ευρήματα για τον εγκέφαλο. Η Churchland αμφισβητεί τις παραδοσιακές δυϊστικές και καθαρά εννοιολογικές προσεγγίσεις στο νου, υποστηρίζοντας ένα υλιστικό πλαίσιο όπου τα νοητικά φαινόμενα κατανοούνται ως εγκεφαλικές διαδικασίες. Υποστηρίζει ότι οι φιλοσοφικές θεωρίες του νου πρέπει να ενημερώνονται από την πρόοδο της νευροεπιστήμης, όπως τη μελέτη των νευρωνικών δικτύων, την πλαστικότητα του εγκεφάλου και τη βιοχημική βάση της γνώσης και της συμπεριφοράς. Η Churchland επικρίνει την ιδέα ότι η ενδοσκόπηση ή η καθαρά εννοιολογική ανάλυση μπορεί να εξηγήσει επαρκώς τη συνείδηση, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι οι εμπειρικές μέθοδοι μπορούν να φωτίσουν πώς οι υποκειμενικές εμπειρίες προκύπτουν από νευρωνικούς μηχανισμούς.[^83]
[^83]: Churchland, Patricia (1989). Neurophilosophy : Toward a Unified Science of the Mind-Brain. Cambridge, MA: MIT Press. ISBN 978-0-262-53085-9.
Η επιστήμη των υπολογιστών ασχολείται με την αυτόματη επεξεργασία πληροφοριών (ή τουλάχιστον με φυσικά συστήματα συμβόλων στα οποία έχουν εκχωρηθεί πληροφορίες) μέσω τέτοιων πραγμάτων όπως υπολογιστές.[^84]
Από την αρχή, οι προγραμματιστές υπολογιστών μπόρεσαν να αναπτύξουν προγράμματα που επιτρέπουν στους υπολογιστές να εκτελούν εργασίες για τις οποίες τα οργανικά όντα χρειάζονται νου. Ένα απλό παράδειγμα είναι ο πολλαπλασιασμός. Δεν είναι σαφές εάν οι υπολογιστές θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχουν νου. Θα μπορούσαν, κάποια μέρα, να αποκτήσουν αυτό που λέμε νου; Αυτό το ερώτημα έχει προωθηθεί στην πρώτη γραμμή πολλών φιλοσοφικών συζητήσεων λόγω των ερευνών στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence) (ΤΝ).
Στο πλαίσιο της τεχνητής νοημοσύνης, είναι συνηθισμένο να γίνεται διάκριση μεταξύ ενός μετριοπαθούς ερευνητικού προγράμματος και ενός πιο φιλόδοξου: αυτή η διάκριση επινοήθηκε από τον John Searle ως ασθενής ΤΝ και ισχυρή ΤΝ (philosophy of artificial intelligence#Strong AI vs. weak AI). Ο αποκλειστικός στόχος της «ασθενούς τεχνητής νοημοσύνης», σύμφωνα με τον Searle, είναι η επιτυχής προσομοίωση νοητικών καταστάσεων, χωρίς προσπάθεια να γίνουν οι υπολογιστές συνειδητοί ή συνειδητοποιημένοι, κ.λπ. Ο στόχος της ισχυρής τεχνητής νοημοσύνης, αντίθετα, είναι ένας υπολογιστής με παρόμοια συνείδηση με αυτήν των ανθρώπινων όντων.[^85]
Το πρόγραμμα της ισχυρής ΤΝ πηγαίνει πίσω σε έναν από τους πρωτοπόρους του υπολογισμού (computation), τον Alan Turing. Ως απάντηση στην ερώτηση «Μπορούν οι υπολογιστές να σκεφτούν;», διατύπωσε το περίφημο τεστ Turing.[^86]
Ο Turing πίστευε ότι ένας υπολογιστής θα μπορούσε να πει ότι «σκέφτεται» όταν, αν τοποθετηθεί μόνος του σε ένα δωμάτιο δίπλα σε ένα άλλο δωμάτιο που βρίσκεται ένας άλλος άνθρωπος, και με τις ίδιες ερωτήσεις τόσο στον υπολογιστή όσο και στον άνθρωπο από έναν τρίτο άνθρωπο, οι απαντήσεις του υπολογιστή αποδειχτούν δυσδιάκριτες από αυτές του ανθρώπου. Ουσιαστικά, η άποψη του Turing για τη μηχανική νοημοσύνη ακολούθησε το συμπεριφοριστικό μοντέλο του νου -- η νοημοσύνη είναι όπως η νοημοσύνη κάνει (intelligence is as intelligence does). Το τεστ Turing έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις, μεταξύ των οποίων η πιο διάσημη είναι ίσως το πείραμα σκέψης του κινέζικου δωματίου που διατύπωσε ο Searle.
Το ερώτημα σχετικά με την πιθανή ευαισθησία (sensitivity) (qualia) των υπολογιστών ή των ρομπότ παραμένει ακόμα ανοιχτό. Ορισμένοι επιστήμονες υπολογιστών πιστεύουν ότι η ειδικότητα της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί ακόμα να προσφέρει νέες συνεισφορές στην επίλυση του «προβλήματος νου-σώματος». Προτείνουν ότι με βάση τις αμοιβαίες επιρροές μεταξύ λογισμικού και υλικού που λαμβάνουν χώρα σε όλους τους υπολογιστές, είναι πιθανό κάποια μέρα να ανακαλυφθούν θεωρίες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις αμοιβαίες επιρροές μεταξύ του ανθρώπινου νου και του ανθρωπισμικού^* εγκεφάλου (wetware (brain)).[^87]
[^84]: Sipser, M. (1998). Introduction to the Theory of Computation (https://archive.org/details/introductiontoth00sips). Boston, Mass.: PWS Publishing Co. ISBN 978-0-534-94728-6.
[^85]: Searle, John (1980). "Minds, Brains and Programs" (http://cogprints.org/7150/1/10.1.1.83.5248.pdf). The Behavioral and Brain Sciences. 3 (3): 417–424. doi:10.1017/S0140525X00005756. S2CID 55303721.
[^86]: Turing, Alan (October 1950). "Computing Machinery and Intelligence". (https://academic.oup.com/mind/article/LIX/236/433/986238) Mind. 59 (236): 433–460. doi:10.1093/mind/LIX.236.433. ISSN 1460-2113. JSTOR 2251299. S2CID 14636783.
[^87]: Russell, S. & Norvig, R. (1995). Artificial Intelligence:A Modern Approach. New Jersey: Prentice Hall, Inc. ISBN 978-0-13-103805-9.
Η ψυχολογία είναι η επιστήμη που ερευνά άμεσα τις νοητικές καταστάσεις. Χρησιμοποιεί γενικά εμπειρικές μεθόδους για τη διερεύνηση συγκεκριμένων νοητικών καταστάσεων όπως χαρά, φόβος ή εμμονές (ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, obsessive–compulsive disorder). Η ψυχολογία διερευνά τους νόμους που συνδέουν αυτές τις νοητικές καταστάσεις μεταξύ τους ή με εισροές και εκροές στον ανθρώπινο οργανισμό.[^88]
Ένα παράδειγμα αυτής είναι η ψυχολογία της αντίληψης. Οι επιστήμονες που εργάζονται σε αυτό το πεδίο έχουν ανακαλύψει γενικές αρχές της αντίληψης των μορφών (form perception). Ένας νόμος της ψυχολογίας των μορφών λέει ότι τα αντικείμενα που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση γίνονται αντιληπτά ως σχετιζόμενα μεταξύ τους. Αυτός ο νόμος περιγράφει μια σχέση μεταξύ της οπτικής εισροής και των νοητικών αντιληπτικών καταστάσεων. Ωστόσο, δεν υποδηλώνει τίποτα για τη φύση των αντιληπτικών καταστάσεων. Οι νόμοι που ανακάλυψε η ψυχολογία είναι συμβατοί με όλες τις απαντήσεις στο πρόβλημα νου-σώματος που έχει ήδη περιγραφεί.
[^88]: "Encyclopedia of Psychology". 2019-03-07. Archived (https://web.archive.org/web/20080513103646/http://www.psychology.org/) from the original on 2008-05-13.
Η γνωστική επιστήμη (cognitive science) είναι η διεπιστημονική επιστημονική μελέτη του νου και των διαδικασιών του. Εξετάζει τι είναι η γνώση (cognition), τι κάνει και πώς λειτουργεί. Περιλαμβάνει έρευνα για τη νοημοσύνη και τη συμπεριφορά, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο αναπαρίστανται, επεξεργάζονται και μετασχηματίζονται οι πληροφορίες (σε ικανότητες όπως η αντίληψη, η γλώσσα, η μνήμη, ο συλλογισμός και το συναίσθημα) μέσα σε νευρικά συστήματα (ανθρώπους ή άλλα ζώα) και μηχανές (π.χ. υπολογιστές ). Η γνωστική επιστήμη αποτελείται από πολλαπλούς ερευνητικούς κλάδους, όπως η ψυχολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, η φιλοσοφία, η νευροεπιστήμη, η γλωσσολογία, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία και η εκπαίδευση.[^89]
Εκτείνεται σε πολλά επίπεδα ανάλυσης, από χαμηλού επιπέδου μάθηση και μηχανισμούς λήψης αποφάσεων έως τη λογική και τον προγραμματισμό υψηλού επιπέδου· από το νευρωνικό κύκλωμα (neural circuitry) στη δομοστοιχειωτή οργάνωση του εγκεφάλου (modular brain organization). Με τα χρόνια, η γνωστική επιστήμη έχει εξελιχθεί από μια προσέγγιση αναπαράστασης και επεξεργασίας πληροφοριών στην εξήγηση του νου, για να αγκαλιάσει μια ενσώματη προοπτική του (embodied cognition). Αντίστοιχα, οι σωματικές διαδικασίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απόκτηση, ανάπτυξη και διαμόρφωση των γνωστικών ικανοτήτων.[^90]
Για παράδειγμα, ο Rowlands (2012) υποστηρίζει ότι η γνώση είναι ενεργητική (enactive), ενσώματη (embodied), ενσωματωμένη (embedded), συναισθηματική (affective) και (δυνητικά) εκτεταμένη (extended). Η θέση που διατυπώνεται είναι ότι το «κλασικό σάντουιτς» της γνώσης που βρίσκεται ανάμεσα στην αντίληψη (perception) και την πράξη (action) είναι τεχνητό· η γνώση πρέπει να θεωρηθεί ως προϊόν μιας ισχυρά συζευγμένης αλληλόδρασης που δεν μπορεί να διαχωριστεί με αυτόν τον τρόπο.[^91] [^92]
[^89]: Thagard, Paul, Cognitive Science (http://plato.stanford.edu/archives/fall2008/entries/cognitive-science/), The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2008 Edition), Edward N. Zalta (ed.).
[^90]: Calvo, Paco; Gomila, Toni (2008). Handbook of Cognitive Science: An Embodied Approach. Elsevier. ISBN 978-0-08-091487-9.
[^91]: Mark Rowlands (2010). "Chapter 3: The mind embedded". The new science of the mind: From extended mind to embodied phenomenology. MIT Press. pp. 51 ff. ISBN 978-0-262-01455-7.
[^92]: Dave Ward; Mog Stapleton (2012). "Es are good. Cognition as enacted, embodied, embedded, affective and extended". In Fabio Paglieri (ed.). Consciousness in Interaction: The role of the natural and social context in shaping consciousness. John Benjamins Publishing. pp. 89 ff. ISBN 978-90-272-1352-5. On-line version here Archived (https://web.archive.org/web/20140410040010/http://philpapers.org/archive/WAREAG.pdf) 2014-04-10 at the Wayback Machine.
Στον τομέα της επιθανάτιας έρευνας, μεταξύ άλλων, εμφανίζεται το εξής φαινόμενο: Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια ορισμένων εγκεφαλικών επεμβάσεων ο εγκέφαλος απενεργοποιείται τεχνητά και μετρήσιμα. Παρόλα αυτά, κάποιοι ασθενείς αναφέρουν κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης ότι έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει στο περιβάλλον τους, δηλαδή ότι είχαν συνείδηση. Οι ασθενείς αναφέρουν επίσης εμπειρίες κατά τη διάρκεια μιας καρδιακής ανακοπής. Υπάρχει το εξής πρόβλημα: Μόλις ο εγκέφαλος δεν τροφοδοτείται πλέον με αίμα και συνεπώς με οξυγόνο μετά από καρδιακή ανακοπή, ο εγκέφαλος σταματά την κανονική του λειτουργία μετά από περίπου 15 δευτερόλεπτα, δηλαδή ο εγκέφαλος πέφτει σε κατάσταση απώλειας της συνείδησης.[^93]
[^93]: J. M. Luce: Chronic disorders of consciousness following coma: Part one: medical issues. In: Chest. Band 144, Nummer 4, Oktober 2013, S. 1381–1387, doi:10.1378/chest.13-0395, PMID 24081351 (Review).
Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης σε αυτό το άρθρο έχει επικεντρωθεί σε ένα στυλ ή παράδοση φιλοσοφίας στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα, που συνήθως ονομάζεται αναλυτική φιλοσοφία (μερικές φορές περιγράφεται ως αγγλοαμερικανική φιλοσοφία).[^94]
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές άλλες σχολές σκέψης, οι οποίες ενίοτε υπάγονται στην ευρεία (και ασαφή) ετικέτα της ηπειρωτικής φιλοσοφίας. Σε κάθε περίπτωση, αν και τα θέματα και οι μέθοδοι εδώ είναι πολυάριθμα, σε σχέση με τη φιλοσοφία του νου, οι διάφορες σχολές που εμπίπτουν σε αυτή την ετικέτα -- φαινομενολογία, υπαρξισμός, κ.λπ.) -- μπορεί να θεωρηθεί παγκοσμίως ότι διαφέρουν από την αναλυτική σχολή στο ότι εστιάζουν λιγότερο στη γλώσσα και στη λογική ανάλυση μόνο, αλλά λαμβάνουν υπόψη επίσης και άλλες μορφές κατανόησης της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας. Αναφορικά με τη συζήτηση του νου, αυτή τείνει να μεταφραστεί σε απόπειρες σύλληψης των εννοιών της σκέψης και της αντιληπτικής εμπειρίας με κάποια έννοια που δεν περιλαμβάνει απλώς την ανάλυση γλωσσικών μορφών.
Η «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Immanuel Kant, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1781 και παρουσιάστηκε ξανά με μεγάλες αναθεωρήσεις το 1787, αντιπροσωπεύει μια σημαντική παρέμβαση σε αυτό που αργότερα θα γίνει γνωστό ως η φιλοσοφία του νου. Η πρώτη κριτική του Καντ αναγνωρίζεται γενικά ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης φιλοσοφίας στη Δύση. Ο Καντ είναι μια φιγούρα της οποίας η επιρροή σημειώνεται τόσο στην ηπειρωτική όσο και στην αναλυτική/αγγλοαμερικανική φιλοσοφία. Το έργο του Καντ αναπτύσσει μια σε βάθος μελέτη της συνείδησης, της υπερβατολογικής συνείδησης (transcendental idealism), ή της ζωής του νου όπως συλλαμβάνεται μέσα από τις καθολικές κατηγορίες της κατανόησης.
Στη «Φιλοσοφία του Νου» του Georg Wilhelm Friedrich Hegel (συχνά μεταφράζεται ως «Φιλοσοφία του Πνεύματος» ή [Geist]),[^95] το τρίτο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των Φιλοσοφικών Επιστημών
, ο Χέγκελ συζητά τρεις διαφορετικούς τύπους του νου: τον «υποκειμενικό νου/πνεύμα», το νου ενός ατόμου· τον «αντικειμενικό νου/πνεύμα», το νου της κοινωνίας και του κράτους· και τον «απόλυτο νου/πνεύμα», την θέση της θρησκείας, της τέχνης και της φιλοσοφίας. Δείτε επίσης το Η φαινομενολογία του πνεύματος
του Χέγκελ. Ωστόσο, το έργο του Χέγκελ διαφέρει ριζικά από το ύφος της Αγγλο-αμερικανικής φιλοσοφίας του νου.
Το 1896, ο Henri Bergson έκανε στο Ύλη και Μνήμη:
"Δοκίμιο για τη σχέση σώματος και πνεύματος" μια ισχυρή υπόθεση για την οντολογική διαφορά σώματος και νου, ανάγοντας το πρόβλημα στο πιο σαφές πρόβλημα της μνήμης, επιτρέποντας έτσι μια λύση που βασίζεται στον εμπειρικό έλεγχο
της αφασίας.
Στη σύγχρονη εποχή, οι δύο κύριες σχολές που αναπτύχθηκαν ως απάντηση ή αντίθεση σε αυτήν την χεγκελιανή παράδοση είναι η φαινομενολογία και ο υπαρξισμός. Η φαινομενολογία, που ιδρύθηκε από τον Edmund Husserl, εστιάζει στο περιεχόμενο του ανθρώπινου νου (βλ. noema) και στο πώς οι διαδικασίες (processes) διαμορφώνουν τις εμπειρίες μας.[^96]
Ο Υπαρξισμός, μια σχολή σκέψης που ιδρύθηκε με το έργο του Søren Kierkegaard, εστιάζει στην ανθρώπινη κατάσταση και στο πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την κατάσταση τού να είναι ζωντανοί. Η υπαρξιακή-φαινομενολογία αντιπροσωπεύει έναν κύριο κλάδο της ηπειρωτικής φιλοσοφίας (δεν είναι αντιφατικές), ριζωμένη στο έργο του Husserl αλλά εκφράζεται με τις πληρέστερες μορφές της στο έργο των Martin Heidegger, Jean-Paul Sartre, Simone de Beauvoir και Maurice Merleau-Ponty. Δείτε το Είναι και ο χρόνος
του Χάιντεγκερ, τη Φαινομενολογία της αντίληψης
του Μερλώ-Ποντύ, το Είναι και το Μηδέν
του Σαρτρ και το Το δεύτερο φύλο
της Σιμόν ντε Μποβουάρ.
[^94]: Dummett, M. (2001). Origini della Filosofia Analitica. Einaudi. ISBN 978-88-06-15286-4.
[^95]: Hegel, G.W.F (1983). Phenomenology of Spirit. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-503169-0., translated by A.V. Miller with analysis of the text and foreword by J. N. Findlay (Oxford: Clarendon Press, 1977) ISBN 0-19-824597-1 .
[^96]: Husserl, Edmund (2008). Logische Untersuchungen. Akademie Verlag Berlin. ISBN 978-3-05-004391-3. trans.: Giovanni Piana. Milan: EST. ISBN 88-428-0949-7
Υπάρχουν αμέτρητα θέματα που επηρεάζονται από τις ιδέες που αναπτύσσονται στη φιλοσοφία του νου. Ξεκάθαρα παραδείγματα αυτού είναι η φύση του θανάτου και ο οριστικός χαρακτήρας του, η φύση του συναισθήματος, της αντίληψης και της μνήμης. Ερωτήσεις σχετικά με το τι είναι ένα πρόσωπο και τι σχέση έχει η ταυτότητά του με τη φιλοσοφία του νου. Υπάρχουν δύο θέματα που, σε σχέση με τη φιλοσοφία του νου, έχουν προκαλέσει ιδιαίτερη προσοχή: η ελεύθερη βούληση (free will) και ο εαυτός (self).
Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του νου, το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης αποκτά ανανεωμένη ένταση. Αυτό ισχύει για τους αιτιοκράτες υλιστές.
Σύμφωνα με αυτή τη θέση, οι φυσικοί νόμοι καθορίζουν πλήρως την πορεία του υλικού κόσμου. Οι νοητικές καταστάσεις, και επομένως και η βούληση, θα ήταν υλικές καταστάσεις, που σημαίνει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι αποφάσεις θα καθορίζονταν πλήρως από φυσικούς νόμους. Κάποιοι πηγαίνουν αυτό το σκεπτικό ένα βήμα παραπέρα: οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσδιορίσουν μόνοι τους τι θέλουν και τι κάνουν. Ως εκ τούτου, δεν είναι ελεύθεροι.[^97]
Αυτή η επιχειρηματολογία απορρίπτεται, αφενός, από τους συμβατοκράτες (compatibilism, συμβατοκρατία). Όσοι υιοθετούν αυτή τη θέση προτείνουν ότι το ερώτημα «Είμαστε ελεύθερα;». μπορεί να απαντηθεί μόνο αφού προσδιορίσουμε τι σημαίνει ο όρος «ελεύθερο». Το αντίθετο του «ελεύθερο» δεν είναι «προκλημένο» (caused) αλλά «εξαναγκασμένο» (compelled) ή «καταναγκασμένο» (coerced). Δεν είναι σωστό να ταυτίζεται η ελευθερία με την απροσδιοριστία (indetermination). Μια ελεύθερη πράξη είναι αυτή όπου ο δράστης θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά, αν είχε επιλέξει διαφορετικά. Υπό αυτή την έννοια, ένα πρόσωπο μπορεί να είναι ελεύθερο ακόμη κι αν η αιτιοκρατία είναι αληθινή.
Ο πιο σημαντικός συμβατοκράτης στην ιστορία της φιλοσοφίας ήταν ο David Hume.[^98]
Πιο πρόσφατα,{When|date=July 2024} αυτή τη θέση υπερασπίστηκε, για παράδειγμα, ο Daniel Dennett.[^99]
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επίσης πολλοί ασυμβατοκράτες (incompatibilism) που απορρίπτουν το επιχείρημα επειδή πιστεύουν ότι η βούληση είναι ελεύθερη με μια ισχυρότερη έννοια που ονομάζεται ελευθεροκρατία (Libertarianism (metaphysics)).
Αυτοί οι φιλόσοφοι επιβεβαιώνουν ότι η πορεία του κόσμου είτε
α) δεν καθορίζεται πλήρως από τον φυσικό νόμο, όπου ο φυσικός νόμος παρεμποδίζεται από φυσικά ανεξάρτητους δρώντες,[^100]
β) καθορίζεται από ακαθόριστο φυσικό νόμο μόνο, ή
γ) καθορίζεται από ακαθόριστο φυσικό νόμο σύμφωνα με την υποκειμενική προσπάθεια του φυσικώς μη αναγώγιμου δρώντα.[^101]
Υπό την Ελευθεροκρατία, η βούληση δεν χρειάζεται να είναι αιτιοκρατική και, επομένως, είναι δυνητικά ελεύθερη. Οι επικριτές της δεύτερης πρότασης (β) κατηγορούν τους ασυμβατοκράτες ότι χρησιμοποιούν μια ασυνάρτητη έννοια της ελευθερίας. Υποστηρίζουν ότι: αν η θέλησή μας δεν καθορίζεται από τίποτα, τότε επιθυμούμε αυτό που επιθυμούμε από καθαρή τύχη. Και αν αυτό που επιθυμούμε είναι καθαρά τυχαίο, δεν είμαστε ελεύθερα. Αν λοιπόν η θέλησή μας δεν καθορίζεται από τίποτα, δεν είμαστε ελεύθερα.
[^97]: "Philosopher Ted Honderich's Determinism web resource". Archived (https://web.archive.org/web/20080516062050/http://www.ucl.ac.uk/~uctytho/dfwIntroIndex.htm) from the original on 2008-05-16.
[^98]: Russell, Paul, Freedom and Moral Sentiment: Hume's Way of Naturalizing Responsibility. Oxford University Press: New York & Oxford, 1995.
[^99]: Dennett, Daniel (1984). The Varieties of Free Will Worth Wanting. (https://archive.org/details/elbowroom00dani) Cambridge MA: Bradford Books–MIT Press. ISBN 978-0-262-54042-1.
[^100]: Descartes, René (1649). Passions of the Soul. Hackett Publishing Company. ISBN 978-0-87220-035-7.
[^101]: Kane, Robert (2009). "Libertarianism". Philosophical Studies. 144 (1): 39. doi:10.1007/s11098-009-9365-y. S2CID 262782420.
Η φιλοσοφία του νου έχει επίσης σημαντικές συνέπειες για την έννοια του «εαυτού». Εάν με τον όρο «εαυτός» ή «εγώ» αναφερόμαστε σε έναν ουσιαστικό, αμετάβλητο πυρήνα του «ανθρώπου», ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι του νου, όπως ο Daniel Dennett πιστεύουν ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τον Dennett και άλλους σύγχρονους, ο εαυτός θεωρείται ψευδαίσθηση.[^102]
Η ιδέα ενός εαυτού ως αμετάβλητου ουσιαστικού πυρήνα προέρχεται από την ιδέα μιας άυλης ψυχής. Μια τέτοια ιδέα είναι απαράδεκτη για τους σύγχρονους φιλοσόφους με φυσικαλιστικούς προσανατολισμούς και τον γενικό σκεπτικισμό τους για την έννοια του «εαυτού», όπως διατυπώθηκε από τον David Hume, ο οποίος δεν μπορούσε ποτέ να πιάσει τον εαυτό του να μην κάνει, να μην σκέφτεται ή να αισθάνεται τίποτα.[^103]
Ωστόσο , υπό το πρίσμα των εμπειρικών αποτελεσμάτων από την αναπτυξιακή ψυχολογία (developmental psychology), την αναπτυξιακή βιολογία (developmental biology) και τη νευροεπιστήμη (neuroscience), η ιδέα ενός ουσιαστικού ασταθούς υλικού πυρήνα — ενός ολοκληρωμένου συστήματος αναπαράστασης κατανεμημένου σε μεταβαλλόμενα πρότυπα συναπτικών συνδέσεων— φαίνεται λογική.[^104]
[^102]: Dennett, C. & Hofstadter, D.R. (1981). The Mind's I. Bantam Books. ISBN 978-0-553-01412-9.
[^103]: Searle, John (1 November 2004). Mind: A Brief Introduction. Oxford University Press Inc, USA. ISBN 978-0-19-515733-8.
[^104]: LeDoux, Joseph (2002). The Synaptic Self. New York: Viking Penguin. ISBN 978-88-7078-795-5.