2do-husserl

Created Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Content-Type: text/x-zim-wiki Wiki-Format: zim 0.6 Creation-Date: 2024-11-13T00:28:06+02:00

Περιεχόμενο-Τύπος: κείμενο/x-zim-wiki Μορφή Wiki: zim 0.6 Δημιουργία-Ημερομηνία: 2020-09-20T22:07:14+03:00

Aspects of Western Philosophy

Created Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Δρ. Sreekumar Nellickappilly Τμήμα Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών IIT Madras

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και Μεσαιωνική Σκέψη

Κεφάλαιο Πρώτο Ελληνική Φιλοσοφία: Εισαγωγή

Σοφιστές και Σωκράτης: Η Φιλοσοφία του Ανθρώπου, Σχετικισμός και Κεφάλαιο δεύτερο η Ιδέα του Καλού Κεφάλαιο Τρίτο Ο Ιδεαλισμός του Πλάτωνα Κεφάλαιο τέταρτο Η Θεωρία της Γνώσης του Πλάτωνα Κεφάλαιο πέμπτο Η κριτική του Αριστοτέλη στον πλατωνικό ιδεαλισμό και οι έννοιες της Μορφής και της Ύλης Κεφάλαιο έκτο Η θεωρία της αιτιότητας του Αριστοτέλη και οι ιδέες του δυνάμει και του ενεργεία Κεφάλαιο έβδομο Μεσαιωνική Φιλοσοφία

ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Σύγχρονη Φιλοσοφία: Οι Σχολές του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού

Κεφάλαιο όγδοο Σύγχρονη Φιλοσοφία Κεφάλαιο ένατο Descartes: Μέθοδος Φιλοσοφίας και Θεωρία της Γνώσης Κεφάλαιο δέκατο Ρενέ Ντεκάρτ: Ο δυϊσμός νου-σώματος Κεφάλαιο ενδέκατο Σπινόζα Κεφάλαιο δώδεκα Ο Πανθεϊσμός του Σπινόζα: Σχέση Θεού και Φύσης Κεφάλαιο δέκατο τρίτο Η Φιλοσοφία του Γκότφριντ Βίλχελμ φον Λάιμπνιτς Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Βασικές αρχές του εμπειρισμού του Τζον Λοκ Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο John Locke: Θεωρία της γνώσης Κεφάλαιο δέκατο έκτο Ο ιδεαλισμός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του George Berkeley Κεφάλαιο δέκατο έβδομο Διάψευση αφηρημένων ιδεών και /Esse est Percipi/ Κεφάλαιο δέκατο όγδοο David Hume: Theory of Knowledge Κεφάλαιο δέκατο ένατο David Hume: From Empiricism to Skepticism


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ Φιλοσοφία του Διαφωτισμού, Γερμανικός Ιδεαλισμός, Μαρξισμός και Μηδενισμός

Κεφάλαιο εικοστό Η κριτική φιλοσοφία του Immanuel Kant Κεφάλαιο εικοστό πρώτο Καντ: Υπερβατολογική Αισθητική και Υπερβατολογική Αναλυτική Κεφάλαιο είκοσι δύο Immanuel Kant: The Ideas of Reason and the Rejection of Speculative Μεταφυσική Κεφάλαιο εικοστό τρίτο Ηθική θεωρία του Immanuel Kant Κεφάλαιο εικοστό τέταρτο Georg Wilhelm Friedrich Hegel: The Concepts of Being, Το μη ον και το γίγνεσθαι Κεφάλαιο εικοστό πέμπτο Ο Απόλυτος Ιδεαλισμός του Χέγκελ και η Φαινομενολογία του Πνεύματος Κεφάλαιο εικοστό έκτο Καρλ Μαρξ: Ιστορικός Υλισμός Κεφάλαιο εικοστό έβδομο Νίτσε: Κριτική του δυτικού πολιτισμού

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ Φιλοσοφία της Γλώσσας

Κεφάλαιο εικοστό όγδοο Linguistic Turn in British philosophy and Russell’s Logical Ατομισμός Κεφάλαιο είκοσι ένατο Η πρώιμη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν Κεφάλαιο τριάντα Βιτγκενστάιν: Γλωσσικά παιχνίδια και μορφές ζωής Κεφάλαιο τριάντα ένα Ο Λογικός Θετικισμός και η Επιστημονική Αντίληψη της Φιλοσοφίας

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΜΠΤΗ Φαινομενολογία και Υπαρξισμός

Κεφάλαιο τριάντα δύο Edmund Husserl’s Phenomenology: Η Αρχή της Αποβλεπτικότητας και οι Μέθοδοι της Αναγωγής Κεφάλαιο τριάντα τρία Φαινομενολογική Αναγωγή και Υπερβατολογική Υποκειμενικότητα Κεφάλαιο τριάντα τέσσερα Martin Heidegger: The Question of Being Κεφάλαιο τριάντα πέντε Martin Heidegger: The Ontology of /Dasein/ and the Έννοια της αλήθειας Κεφάλαιο τριάντα έκτο Υπαρξισμός Κεφάλαιο τριάντα έβδομο Η αντίληψη του Σαρτρ για την ανθρώπινη ύπαρξη Κεφάλαιο τριάντα όγδοο Η έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης του Jean Paul Sartre

ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΚΤΗ Μεταμοντερνισμός και Μετά

Κεφάλαιο τριάντα ένατο Μεταμοντερνισμός Κεφάλαιο σαράντα Αποδόμηση, Φεμινισμός και Θεωρία Λόγου


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο Πρώτο

Ελληνική Φιλοσοφία: Εισαγωγή

Λέξεις κλειδιά: Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Ατομιστές, φυσιοδίφες (naturalists), κοσμολόγοι.

Αυτό το κεφάλαιο δίνει μια επισκόπηση ορισμένων σημαντικών χαρακτηριστικών του ελληνικού πολιτισμού, που έχει θέσει τα θεμέλια για τις διανοητικές και δημιουργικές προσπάθειες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Θα δούμε επίσης κάποιες σημαντικές πρώιμες συνεισφορές στη φιλοσοφία σε αυτό το κεφάλαιο. Αυτές περιλαμβάνουν τις θεωρίες των πρώιμων Ελλήνων στοχαστών ξεκινώντας από τον Θαλή, ο οποίος χαιρετίζεται ως ο πατέρας της Δυτικής φιλοσοφίας. Αυτοί οι στοχαστές ονομάζονται κοσμολόγοι ή φυσιοδίφες φιλόσοφοι καθώς οι θεωρίες τους ασχολούνταν κυρίως με τη θεμελιώδη φύση του φυσικού κόσμου γύρω μας. Τα δύο σημαντικά προβλήματα με τα οποία ήταν απασχολημένοι ήταν το πρόβλημα της αρχέγονης υπόστασης (problem of the primordial substance) και το πρόβλημα της αλλαγής (problem of change). Πριν αρχίσουμε να εξετάζουμε τις φιλοσοφικές συνεισφορές των πρώτων Ελλήνων στοχαστών, θα έχουμε μια επισκόπηση του ελληνικού πολιτισμού και της κουλτούρας που ενθάρρυνε κριτικούς, φιλοσοφικούς προβληματισμούς.

Ελληνικός Πολιτισμός: Μια Σύντομη Επισκόπηση

Οι Έλληνες πρέπει να πιστωθούν για την ανάπτυξη ενός πολιτισμού στον ευρωπαϊκό κόσμο. Ωστόσο, η προέλευση αυτού του πολιτισμού εξακολουθεί να περιβάλλεται από συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές μαρτυρίες, οι Έλληνες οφείλουν πολλά στο ανατολίτικο κόσμο, στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών τους απόψεων, ιδιαίτερα προς τους Αιγύπτιους και τους Βαβυλώνιους. Ακόμη και αυτοί φαίνεται να έχουν δανειστεί πολλά από τους αρχαίους Ινδούς, που είχαν πολύ πλούσια φιλοσοφική κληρονομιά από τη Βεδική εποχή κατά το 2000-1500 π.Χ. Πολλοί Ευρωπαίοι ιστορικοί σήμερα το αρνούνται αυτό. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι, πολλές από τις απόψεις τους για τον κόσμο, οι κοσμολογικές τους υποθέσεις και θρησκευτικές και επιστημονικές αντιλήψεις για το σύμπαν ήταν πολύ παρόμοια με εκείνα που θεωρούσαν αληθινά αυτά οι αρχαίοι μη δυτικοί πολιτισμοί. Ακόμη και στην πιο ώριμη εποχή της, η ελληνική σκέψη εμφανίζει τέτοιες ομοιότητες σε προσεγγίσεις και προοπτικές με τον ανατολίτικο κόσμο. Οι υλιστικές


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και οι μηδενιστικές τάσεις στην ελληνική φιλοσοφία έχουν παραλληλισμούς στην ινδική σχολή του υλισμού. Εξάλλου, υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που φέρνουν αυτούς τους διάφορους αρχαίους πολιτισμούς μαζί. Αλλά θα ήταν πολύ ανώριμο να υποστηρίξει κανείς ότι το ένα αναπτύχθηκε από το άλλο. Μπορεί να αρκεστούμε στο ότι υπήρξαν ενεργές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε αυτούς τους αρχαίους ανθρώπους, κάτι που θα είχε οδηγήσει επίσης στο εμπόριο ιδεών.

Για τον σκοπό μας, δεν χρειάζεται να μπούμε βαθιά σε αυτή τη διαμάχη. Αλλά είναι είναι σημαντικό να δούμε και να εκτιμήσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές για να κατανοήσουμε τα μοναδικά χαρακτηριστικά της δυτικής φιλοσοφίας. Αυτό θα το κάνουμε στην πορεία της ανάλυσης μας. Μια ιστορική περιγραφή της δυτικής φιλοσοφίας μπορεί βολικά να ξεκινήσει από μια ανάλυση της ελληνικής συμβολής στον κόσμο των ιδεών. Οι αρχαίοι Έλληνες έχουν βάλει θεμέλια, όχι μόνο για την άσκηση φιλοσοφικών στοχασμών στον δυτικό κόσμο, αλλά και για εξορμήσεις στους τομείς των τεχνών, της επιστήμης και άλλων πνευματικών ερευνών. Πολλοί πολιτισμοί όπως ο Ινδικός και ο Κινέζος έχουν πολύ παλαιότερες ιστορίες από τον ελληνικό κόσμο. Οι διανοητικές, πνευματικές και φιλοσοφικές παραδόσεις τους ήταν επίσης μεγαλύτερης ηλικίας. Όμως οι Έλληνες κατέχουν μοναδική θέση στην ανθρώπινη πνευματική ιστορία γιατί τα προβλήματα που έθεσαν και τα θέματα που έχουν σκεφτεί εξακολουθούν να εξετάζονται και να συζητούνται από τους φιλοσόφους. Με άλλα λόγια, η δυτική πνευματική παράδοση, την οποία ξεκίνησαν οι Έλληνες, εξακολουθεί να είναι μια ζωντανή παράδοση, τόσο πολύ που ο Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ, κορυφαίος στοχαστής της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, κάποτε παρατήρησε ότι όλες οι μεταγενέστερες φιλοσοφίες στη Δύση δεν είναι παρά υποσημειώσεις στους δύο από τους πιο επιδραστικούς και φημισμένους στοχαστές της ελληνικής παράδοσης: τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Bertrand Russell παρατηρεί ότι, σε όλη την ιστορία, τίποτα δεν είναι τόσο εκπληκτικό ή τόσο δύσκολο να εξηγηθεί όσο η ξαφνική άνοδος του πολιτισμού στην Ελλάδα. Λέει ότι αυτοί που γνωρίζουμε ως ελληνικό λαό ήρθαν στην Ελλάδα σε τρία διαδοχικά κύματα. Από το 2500 περίπου π.Χ. έως το 1400 π.Χ. ο μινωικός πολιτισμός υπήρχε στο νησί της Κρήτης. Αυτός διαδόθηκε σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα γύρω στο 1600 π.Χ. Οι Μινωίτες ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και παρουσίαζαν καλά αναπτυγμένες καλλιτεχνικές δεξιότητες. Αλλά αυτός ο πολιτισμός δεν μπορούσε να ανθίσει πέρα ​​από το 999 π.Χ. κατά το οποίο δέχθηκαν επίθεση και κατακτήθηκαν από τους ελληνόφωνους Μυκηναίους.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras Τους Ίωνες που είχαν υιοθετήσει τον Κρητικό πολιτισμό ακολούθησαν οι Αχαιούς που τους νίκησαν και τους ακολούθησαν οι Δωριείς, οι οποίοι κατέστρεψε τελικά τον αχαϊκό πολιτισμό. Ο ελληνικός πολιτισμός που εμείς προσπαθήστε να καταλάβετε —ως γενέτειρα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας— ήταν το αποτέλεσμα του ένα μείγμα από αυτούς τους διάφορους πολιτισμούς και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τους στοιχειώδεις φιλοσοφικές παραδοχές. Οι Έλληνες σταδιακά εξέλιξαν ένα πολιτικό σύστημα που μπορεί να ονομαστεί α μορφή Δημοκρατίας, αν και η εκδοχή τους για τη δημοκρατία μπορεί να λείπουν πολλά από τα σημαντικά χαρακτηριστικά που θεωρούμε αναπόσπαστα σε αυτήν σήμερα. Σε γενικές γραμμές ήταν α σύστημα διακυβέρνησης από όλους τους πολίτες, εξαιρουμένων των γυναικών και των σκλάβων. Με προόδους στη γεωργία και το θαλάσσιο εμπόριο, οι Έλληνες ανέπτυξαν α πολιτισμός που σταδιακά έδειξε τους καρπούς του μέσα από δημιουργικά έργα τέχνης, λογοτεχνία και φιλοσοφία. Ανέπτυξαν ένα γραπτό σενάριο αφού έμαθαν την τέχνη της γραφής από τους Φοίνικες. Ανέλαβαν σοβαρά λογοτεχνικές περιπέτειες και με τη σύνθεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας /από τον Όμηρο μεταξύ 750 και 550 π.Χ. η γραφή είχε αγγίξει την κορυφή των δημιουργικών της δυνατοτήτων. Κατά τον 6ο αιώνα στο Η Ελλάδα, η επιστήμη, η φιλοσοφία και τα μαθηματικά είχαν ήδη αναδειχθεί ξεχωριστά πειθαρχίες. Οι ιστορικοί βεβαιώνουν ότι μετά την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού γύρω 1200 π.Χ., υπήρξε μια σκοτεινή εποχή που είχε χωρίσει τον πρώιμο ελληνικό πολιτισμό από το μεταγενέστερο. Οι πόλεις της Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου είχαν την καταγωγή τους γύρω 800 π.Χ. Η Ελλάδα χωρίστηκε σε μεγάλο αριθμό μικρών ανεξάρτητων κρατών, το καθένα αποτελείται από μια πόλη με κάποια γεωργική περιοχή που την περιβάλλει. Αναμεταξύ από τις πολλές πόλεις-κράτη, η Αθήνα ήταν η πιο σημαντική. Ήταν μια πύλη για να Μικρά Ασία και διέθετε πολύ καλό λιμάνι και μεγάλο θαλάσσιο στόλο τον οποίο αναπτύχθηκε μετατρέποντας τη ναυτική της δύναμη αφού πολέμησε και κέρδισε τον πόλεμο με τους Πέρσες κατά το 490-470. Οι πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις που κατέστησαν δυνατές με τις συναλλαγές επέτρεψε τον πολιτιστικό τους εμπλουτισμό. Το εμπόριο κατέστησε αναγκαία την ανάπτυξη του τα μαθηματικά και οι επαφές με άλλους πολιτισμούς όπως η Ινδία και η Αίγυπτος να μάθουν μαθηματικά, φιλοσοφία και αστρονομία. Οικονομική ευημερία έφερε αναψυχή και ασφάλεια, που ήταν επίσης μια ώθηση για κερδοσκοπία σκέψη


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Προσωκρατική Περίοδος: Γενικά Χαρακτηριστικά

Αυτή η περίοδος της ελληνικής ιστορίας γνώρισε την εμφάνιση πολλών διαφορετικών φιλοσοφικών σχολών, με εξέχουσα ανάμεσά τους την Επτανησιακή σχολή, τους Πυθαγόρειους, την Ελεατική Σχολή και τους Σοφιστές. Οι Ίωνες ήταν κατεξοχήν νατουραλιστές στοχαστές και τελικά ανέπτυξαν τη φυσική.

Οι Πυθαγόρειοι ανέπτυξαν όχι μόνο ένα σύστημα αφηρημένης φιλοσοφίας που διαμορφώθηκε γύρω από την έννοια των αριθμών ως έσχατες πραγματικότητες, αλλά επίσης ανέπτυξε θρησκεία και ηθική. Η Ελεατική σχολή ανέπτυξε τη διαλεκτική, η οποία στη συνέχεια είχε σημαντική επιρροή στον ευρωπαϊκό νου και με τους σοφιστές που υποστήριζαν τη γνωστικό και ηθικό σχετικισμό και ατομικισμό, η επιστημονική τάση στην ελληνική πνευματική παράδοση άρχισε να παρακμάζει.

Ο Zeller παρατηρεί ότι, η Προσωκρατική φιλοσοφία είχε προκύψει από το κλίση της φυσικής επιστήμης να διερευνήσει την ουσία των φυσικών φαινομένων. Οι πρώτοι Ίωνες ήταν κοσμολόγοι. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης ήταν αναμφισβήτητα οι πρώτοι στοχαστές που ανέπτυξαν τις ιδέες τους για το σύμπαν μοιραζόμενοι την πεποίθηση ότι τα πάντα στο σύμπαν δημιουργήθηκαν από μια αρχέγονη υλική υπόσταση.

Οι πρώτοι Ίωνες στοχαστές αποτελούνταν από αρκετούς εξέχοντες στοχαστές που επέδειξαν αξιοσημείωτη πρωτοτυπία στις προσεγγίσεις τους απέναντι στο κόσμο γύρω τους. Ανάμεσά τους ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης ήταν οι επιφανείς και ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί πρώτους φυσιολόγους ή μαθητές της φύσης. Τους έλεγαν και φυσιοδίφες καθώς όλοι τους ήταν απασχολημένοι με το πρόβλημα της προέλευσης και των νόμων του φυσικού σύμπαντος. Όλοι έχουν υποστηρίξει ότι ο κόσμος έχει προέλθει από μια πρωτόγονη υπόσταση· η ποικιλία που το σύμπαν εκθέτει από την άποψη των διαφορετικών αντικειμένων του, στην πραγματικότητα προέρχεται από μια αρχέγονη ουσία.

Ο Θαλής, που φημολογείται ότι είναι ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας, ισχυρίστηκε ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει προέλθει από την αρχέγονη υπόσταση, η οποία γι' αυτόν ήταν το νερό. Η ύλη σε όλες τις μορφές έχει την προέλευσή της στο νερό και τα αντικείμενα στο σύμπαν που έχουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, τελικά επιστρέφουν σε αυτή την αρχέγονη κατάσταση. Ο Αναξίμανδρος ακολούθησε αυτόν τον δρόμο της έρευνας, αλλά είχε δηλώσει ότι η αρχέγονη υπόσταση δεν είναι το νερό αλλά μία αόριστη (indefinite), άπειρη (infinite), απεριόριστη (boundless) και


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

απεριόριστη (unlimited) υπόσταση. Ο μαθητής του Αναξιμένης με τη σειρά του υποστήριξε ότι η αρχέγονη υπόσταση είναι ο αέρας.

Ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας είναι γνωστοί ως μεταγενέστεροι Ίωνες και όπως και οι προκάτοχοί τους, έτσι και αυτοί έχουν ασχοληθεί με ζητήματα που σχετίζονται με το πρόβλημα της προέλευσης και της φύσης του σύμπαντος. Οι άλλοι σημαντικοί Ίωνες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης ήταν οι Πυθογόρειοι, οι Ελεατικοί Σχολικοί και οι Ατομιστές.

Θαλής: Ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας

Οι περισσότεροι ιστορικοί της φιλοσοφίας αποκαλούν τον Θαλή πατέρα της δυτικής φιλοσοφίας, αν και αυτό δεν είναι ένα θέμα, το οποίο είναι εντελώς απαλλαγμένο από διαφωνίες. Αλλά αυτή δεν είναι σημαντική ανησυχία για εμάς. Μαθαίνουμε ότι ο Θαλής γεννήθηκε το έτος 640 π.Χ., στη Μίλητο της Μικράς Ασίας και πέθανε σε ηλικία 78 ετών και θεωρήθηκε ως ένας από τους επτά σοφούς. Είχε επαφές με Βαβυλώνιους και Αιγύπτιους από όπου είχε μάθει αντίστοιχα την αστρονομία και τη γεωμετρία. Κατά μία άποψη, ο Θαλής αξίζει τον τίτλο, ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας, καθώς ήταν πιθανότατα ο πρώτος στοχαστής που υιοθέτησε πλήρως μια ορθολογική προσέγγιση σε ουσιαστικά ερωτήματα για την ανθρώπινη πραγματικότητα. Έγειρε το ζήτημα των πρωταρχικών αιτιών των πραγμάτων και προσπάθησε να δώσει εξηγήσεις που είναι απαλλαγμένες από μυθολογικές υποθέσεις. Θεωρούσε το νερό ως πρωταρχική, θεμελιακή υπόσταση και υποστήριξε ότι όλα βγαίνουν από αυτό και επιστρέφουν σε αυτό. Υιοθετεί έτσι μια υλιστική, επιστημονική, ορθολογική και φιλοσοφική προσέγγιση.

Αναξίμανδρος

Ακολουθώντας την προσέγγιση που υιοθέτησε ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο οποίος ήταν μαθητής του Θαλή (μη αποδεκτό από όλους τους ιστορικούς της φιλοσοφίας), παρουσίασε μια διαφορετική άποψη. Υποστήριζε ότι η θεμελιώδης υπόσταση δεν μπορεί να είναι παρόμοια με κάποια συγκεκριμένη υπόσταση όπως το νερό όπως υπέθεσε ο Θαλής, αλλά είναι μια αιώνια, άπειρη, απεριόριστη και άφθαρτη υπόσταση. Όλες οι ιδιότητες των πραγμάτων στον εμπειρικό κόσμο προέρχονται από αυτήν και το ίδιο το νερό βγαίνει από αυτή την αρχέγονη υπόσταση. Όλα τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο έρχονται από αυτή τη μεγάλη μάζα αδιαφοροποίητης ύλης. Ο Αναξίμανδρος διαφοροποιεί το εαυτό του από τους άλλους κοσμολόγους της ηλικίας του, με την έμφαση σε μια υπόσταση που είναι αφηρημένη. Μπορούμε να πούμε ότι, με τη διδαχή του περί απεριόριστης υπόστασης


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

έχει εγκαινιάσει μια τάση προς έναν αφηρημένο τρόπο σκέψης στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, που αργότερα διέπρεψε.

Πυθαγόρας

Ο Πυθαγόρας (560-480 π.Χ.) είναι ένας αξιόλογος στοχαστής, ο οποίος ήταν επίσης καθοριστικός στην ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης θρησκευτικής προσέγγισης της πραγματικότητας, εκτός από την εξαιρετική του συνεισφορά στα μαθηματικά και τη γεωμετρία. Είχε σπουδάσει κοντά στον Θαλή και αργότερα πήγε στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, από όπου θα είχε τελειοποιήσει τη δική του κατανόηση των μαθηματικών. Υποστήριξε ότι οι αριθμοί που είναι αφηρημένοι, είναι οι τελικές πραγματικότητες. Το επίκεντρο είναι η αφηρημένη μορφή και οι σχέσεις και ο Πυθαγόρας είχε υποστηρίξει ότι το μέτρο, η σειρά, η αναλογία και η ομοιόμορφη επανάληψη μπορεί να εκφραστούν με αριθμούς και επομένως, είναι αληθινές πραγματικότητες.

Ηράκλειτος και Παρμενίδης: Το πρόβλημα της αλλαγής

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που συζητήθηκε από αυτούς τους αρχαίους Έλληνες κοσμολόγους ήταν το πρόβλημα της αλλαγής. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ήταν δύο σημαντικοί στοχαστές οι οποίοι είχαν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με αυτό το πρόβλημα· ο Ηράκλειτος υπερασπιστής της αλλαγής (change) και ο Παρμενίδης της μονιμότητας (permanence).

Ο Ηράκλειτος υποστήριξε ότι η αλλαγή αποτελεί την ίδια τη ζωή του σύμπαντος και όλη η μονιμότητα που βιώνουμε είναι μια ψευδαίσθηση. Ο Ηράκλειτος έχει δηλώσει περίφημα ότι: «Δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές». Υποστήριξε ότι ολόκληρο το σύμπαν είναι μέσα μια κατάσταση αδιάκοπης αλλαγής και ότι η πραγματικότητα είναι μια ατέρμονη διαδικασία γίγνεσθαι (becoming). Προσδιόρισε τη φωτιά ως την αρχέγονη υπόσταση του σύμπαντος, καθώς θα συμβόλιζε την αδιάκοπη δραστηριότητα που είναι η αρχή του σύμπαντος. Η φωτιά είναι το ζωτική αρχή στον οργανισμό και την ουσία της ψυχής. Ο Ηράκλειτος επιβεβαίωσε ότι τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο αλλάζουν στο αντίθετο τους και κανένα πράγμα δεν έχει μόνιμες ποιότητες. Σύμφωνα με αυτόν κάθε αντικείμενο είναι μια ένωση αντίθετων ποιοτήτων και ως εκ τούτου υπάρχει αντίφαση και αλλαγή. Εάν δεν ήταν έτσι, ο κόσμος θα είχε μείνει στάσιμος. Επομένως, κατά μία έννοια, όλα είναι και είναι και δεν είναι. Εξηγεί την αρμονία ως αποτέλεσμα της ένωσης των αντιθέτων. Όμως, αυτή η αδιάκοπη αλλαγή που υφίσταται το σύμπαν και τα αντικείμενά του, δεν είναι αυθαίρετη, αλλά είναι μια ορθολογική διαδικασία που διέπεται από το νόμο. Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι ο λόγος (logos or reason) στα πράγματα είναι μόνιμος και επομένως, μια ζωή που βασίζεται στο λόγο είναι ανώτερη από μια αισθησιακή ζωή.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Παρμενίδης από την άλλη πρεσβεύει τη μονιμότητα και σθεναρά αντιτίθεται στην αλλαγή και ρωτά πώς μπορεί ένα πράγμα να «είναι» και «να μην είναι». Αναρωτιέται πώς μπορεί ένα πράγμα να έχει αντιφατικές ιδιότητες. Πώς μπορεί μια ποιότητα να γίνει άλλη ποιότητα; Υποστηρίζει ότι κάτι δεν μπορεί να προκύψει από το τίποτα και κάτι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αν το είναι είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι, τότε πρέπει να προήλθε είτε από το μη ον είτε από το ον. Αν από το μη ον, τότε έχει προέλθει από το τίποτα που είναι αδύνατο. Αν από το ον, τότε έχει προέλθει από τον εαυτό του και επομένως ταυτίζεται με τον εαυτό του. Ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι από το ον μόνο το ον μπορεί να προέλθει και κανένα πράγμα δεν μπορεί να γίνει οτιδήποτε άλλο. Ως εκ τούτου, συμπεραίνει ότι υπάρχει μόνο ένα αιώνιο, underived, αμετάβλητο ον, που είναι ακίνητο και ταυτίζεται με σκέψη. Αυτό που δεν μπορεί να νοηθεί δεν μπορεί να είναι, καταλήγει ο Παρμενίδης, και ό,τι δεν μπορεί να είναι (μη ον) δεν μπορεί να νοηθεί.

Οι Ατομιστές

Ο ατομισμός είναι μια άλλη φιλοσοφική θεωρία που διαδόθηκε από ορισμένους Έλληνες στοχαστές, όπου η τελική πραγματικότητα έχει ταυτιστεί με άπειρο αριθμό ατόμων τα οποία είναι απλές υποστάσεις. Με αυτή την ιδέα οι φυσικο-επιστημονικές απόψεις του σύμπαντος που αναπτύχθηκαν από τους Έλληνες κοσμολόγους φτάνει σε ένα άλλο σημαντικό ορόσημο. Οι Ατομιστές αντιλαμβάνονται το σύμπαν να απαρτίζεται από θεμελιώδεις, αμετάβλητες, αιώνιες υποστάσεις που ονομάζονται άτομα. Αυτές οι αρχέγονες υποστάσεις είναι απλές, αόρατες, αδιαπέραστες, αδιαίρετες χωρικές οντότητες. Διαφέρουν η μία από την άλλη μόνο σε μορφή, βάρος και μέγεθος και χωρίζονται η μία από την άλλη με κενό χώρο. Έχουν έκταση και είναι φυσικά αδιαίρετες και συμπαγείς φυσικές μονάδες. Μοιάζουν ποιοτικά και αποτελούν τους οικοδομικούς λίθους της πραγματικότητας. Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο είναι ένας συνδυασμός ατόμων και χώρων. Οι ατομιστές υποστήριξαν ότι η κίνηση είναι εγγενής στα άτομα και επομένως, αυτοί δεν χρειάζονταν εξωτερικές μυθικές οντότητες για να εξηγήσουν την αλλαγή. Αλλά ενώ υποστήριζαν την αλλαγή, επιβεβαίωναν επίσης ότι η απόλυτη αλλαγή είναι αδύνατη, καθώς τα άτομα δεν αλλάζουν. Επειδή η κίνηση είναι εγγενής στα άτομα και αυτά είναι πάντα σε κίνηση, τα πράγματα στον κόσμο, που αποτελούνται από συνδυασμούς ατόμων, είναι επίσης σε συνεχή κίνηση. Οι ατομιστές εξηγούν τα πάντα με όρους ατόμων, την κίνηση και τους συνδυασμούς τους.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Πρώιμη Ελληνική Φιλοσοφία: Μια Αξιολόγηση

Στις προσπάθειες όλων αυτών των στοχαστών της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας μπορεί κανείς να εντοπίσει την αρχή της ορθολογικής φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης. Ο Ράσελ δικαίως παρατηρεί ότι η σχολή της Μιλήτου είναι σημαντική, όχι για αυτά που πέτυχε, αλλά για αυτό που επιχείρησε. Προσπάθησαν να εξηγήσουν τα φαινόμενα με φυσικές αιτίες, ανεξάρτητα από μυθικές αφηγήσεις. Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται από όλα αυτά αφορούσε την ιδέα της ουσίας (essence). Ρώτησαν ποια ήταν η βασική υπόσταση (substance) και προσπάθησαν να απαντήσουν με όρους evidence που συγκεντρώθηκε από την αισθητηριακή αντίληψη. Στη συνέχεια εντόπισαν την ουσία (essence) της υλικής πραγματικότητας σε μία από τις τέσσερις βασικές υποστάσεις (substances)· γη, νερό, φωτιά και αέρα. Θα πρέπει να πιστωθούν ότι δεν έμπλεξαν με μυθολογικές και θρησκευτικές αφηγήσεις της πραγματικότητας. Αυτές οι τολμηρές προσπάθειες έθεσαν τα θεμέλια για την κριτική ορθολογική σκέψη στον ελληνικό κόσμο. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι πρώτοι στοχαστές δεν ήταν σχολαστικά (scrupulously) ορθολογικοί, καθώς οι σκέψεις τους ήταν ένα μοναδικό μείγμα επιστημονικών, ηθικών φιλοσοφικών και θρησκευτικών προβληματισμών για την πραγματικότητα γύρω τους. Αναμφίβολα οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές επηρεάστηκαν από τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους. Ήταν επίσης η αρχή του μιας περιόδου ενεργών φιλοσοφικών στοχασμών για ορισμένα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του υλικού κόσμου. Το σύνολο της προσωκρατικής φιλοσοφίας, επομένως, ήταν στο σκοπό και το περιεχόμενό της μια φιλοσοφία της φύσης.

Κουίζ

  1. Ποιος είναι ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας;

(α) Ηράκλειτος (β) Παρμενίδης (γ) Θαλής (δ) Αναξιμένης

  1. Ποιος από τους παρακάτω είναι μεταγενέστερος Ίωνας στοχαστής;

(α) Θαλής (β) Αναξίμανδρος (γ) Αναξιμένης (δ) Αναξαγόρας

  1. Ποιος θεώρησε ότι η αρχέγονη υπόσταση είναι

μια αιώνια, άπειρη, απεριόριστη και άφθαρτη υπόσταση. (α) Αναξιμένης (β) Παρμενίδης (γ) Θαλής (δ) Αναξίμανδρος

  1. Ποιος είπε ότι «δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές;»

(α) Ηράκλειτος (β) Παρμενίδης (γ) Θαλής (δ) Αναξιμένης

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν υποστηρίζεται από τους ατομιστές;

(α) Η απόλυτη αλλαγή είναι αδύνατη (β) Τα άτομα είναι απλά και αόρατα
(γ) Τα άτομα δεν εκτείνονται (δ) Η κίνηση είναι εγγενής στα άτομα.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)
  2. (δ)
  3. (δ)
  4. (α)
  5. (γ)

Εκχώρηση

  1. Συζητήστε τις σημαντικότερες συνεισφορές των προσωκρατικών Ελλήνων φιλοσόφων.
  2. Εξετάστε το πρόβλημα της ουσίας και το πρόβλημα της αλλαγής ως

συζητήθηκε από τους πρώτους Έλληνες στοχαστές.

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Long, A, The scope of early Greek philosophy, Cambridge Companions

Online © Cambridge University Press, 2006.

  1. http://www.1911encyclopedia.org/Ionian_School_Of_Philosophy
  2. http://www.iep.utm.edu/greekphi/

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Ιόνιο Φιλοσοφική Σχολή , εισαγωγή στο /New Adve3nt,

Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, / /διαθέσιμο στο: http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm/

  1. http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm
  2. http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm
  3. http://www.nationsonline.org/oneworld/greece.htm

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Ο ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΎ

Λέξεις κλειδιά: Σοφιστές, Γοργίας, μηδενισμός, σχετικισμός, σκεπτικισμός. Σωκράτης, Μαντείο των Δελφών.

Η επίδραση της φιλοσοφικής σκέψης στον ελληνικό πολιτισμό

Αυτό το κεφάλαιο θα εισαγάγει τη φιλοσοφία των σοφιστών, και σε συνέχεια αυτής, τις φιλοσοφικές συνεισφορές του Σωκράτη, αναμφισβήτητα του πιο διάσημου Έλληνα στοχαστή. Αυτή η περίοδος στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας είναι μοναδική, καθώς υπήρξε μάρτυρας μιας αλλαγής εστίασης· από τις νατουραλιστικές προσεγγίσεις των πρώιμων κοσμολόγων σε μια φιλοσοφία του ανθρώπου.

Η άνοδος της φιλοσοφικής σκέψης προώθησε την ελεύθερη σκέψη και την κριτική εξέταση όλων εκείνων των αποδεκτών εθίμων και συμβάσεων που διατηρήθηκαν καλά για αιώνες. Όπως έχουμε δει στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι πρώτοι Έλληνες κοσμολόγοι, παρά τις διαφορές, συμφώνησαν σε ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές όσον αφορά τη φύση και το στόχο της φιλοσοφίας. Όλοι ρωτούσαν για τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του φυσικού κόσμου. Αυτό όμως που χαρακτήριζε την προσέγγισή τους ήταν το κριτικό πνεύμα και ο λόγος αυστηρότητα που επέδειξαν συζητώντας τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ως σημαντικά. Ως αποτέλεσμα, παλιές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη ζωή, που ήταν μπλεγμένες με θρησκευτικές και άλλες δεισιδαιμονικές πεποιθήσεις, αντικαταστάθηκαν από ορθολογικές και λογικές εξηγήσεις και ο μυστικισμός έδωσε τη θέση του στην επιστήμη και τη φιλοσοφία. Αυτό το πνεύμα της ελεύθερης έρευνας ήταν πανταχού παρόν καθώς επηρέασε τις εξερευνήσεις σε άλλους τομείς του πολιτισμού όπως η ποίηση, η ιστορία και η ιατρική.

Οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές, αναμφίβολα, έθεσαν τα θεμέλια για όλα τις μεταγενέστερες πνευματικές προσπάθειες που επιδίωξαν οι Ευρωπαίοι σε διάφορους τομείς. Τις φιλοσοφίες των κοσμολόγων ακολούθησε ο ριζοσπαστικός σκεπτικισμός των Σοφιστών και τέλος με την εμφάνιση των μεγάλων μεταφυσικών συστημάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτή η μετα-κοσμολογική ή μετανατουραλιστική φάση στην ελληνική σκέψη, που εγκαινιάστηκε από τους Σοφιστές, ήταν μια περίοδος ριζικών αλλαγών από πολλές απόψεις. Οι Σοφιστές δεν έχουν μόνο 1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εγείρει νέα ερωτήματα και έχουν ξεκινήσει συζητήσεις και συνομιλίες σε πολλούς νέους τομείς που αφορούν την ανθρώπινη ζωή, αλλά και υιοθέτησαν νέες μεθόδους και στρατηγικές.

Η άφιξη των Σοφιστών

Η επίδραση των σοφιστών στη φιλοσοφική σκέψη είναι τόσο μοναδική, καθώς ήταν υπεύθυνοι για τη δυτική φιλοσοφία, κάνοντας μια σημαντική αλλαγή παραδείγματος από τον φυσιοδιφικές προσεγγίσεις των πρώτων στοχαστών στις πιο κριτικές και ρεαλιστικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας του ανθρώπινου εαυτού. Ο Σωκράτης, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ο πιο διάσημος μεταξύ των αρχαίων δυτικών στοχαστών, αναφέρθηκε ότι πέρασε πολύ χρόνο διαφωνώντας με τους Σοφιστές σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την ηθική φιλοσοφία, που κατείχαν μια κεντρική θέση στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Οι σοφιστές επικρίθηκαν για τον σχετικισμό τους και καταδικάστηκαν αυστηρά για την αδιαφορία τους για τις ηθικές αξίες και τη διάδοση του μηδενισμού. Αλλά αυτή η περιφρόνηση και η ασέβεια ήταν που τάραξε κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές του αρχαίου ελληνικού λαού, που βασιζόταν πολύ στις θρησκευτικές ιδέες και υποθέσεις, για τη λήψη αποφάσεων σε ερωτήματα σχετικά με τη σωστή διαγωγή (conduct) και συμπεριφορά (behavior). Οι σοφιστές ανάγκασαν μια ριζική αλλαγή σε αυτές τις μη αναστοχαστικές (unreflective) προσεγγίσεις και έκαναν έναν ασυμβίβαστο πόλεμο εναντίον τέτοιων κομφορμιστών με τον σχετικισμό και τον ατομικισμό τους. Η ισχύς των επιχειρημάτων τους ήταν τόσο σημαντική που ακόμη και μεγάλοι στοχαστές όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης έπρεπε να απαντήσουν σε αυτά και να διαμορφώσουν τα επιχειρήματά τους ως απάντηση στις κριτικές τους προκλήσεις.

Οι σοφιστές για τις ελληνικές μεταφυσικές και ηθικές παραδόσεις ήταν αυτό που οι Charvakins ήταν για τους αρχαίους Ινδούς μεταφυσικούς. Αμφισβήτησαν το νόημα και την ιερότητα των απόκοσμων και μεταφυσικών παραδοχών πίσω από τις ηθικές παραδοχές, τα έθιμα (customs) και τις συμβάσεις (conventions). Οι Charvakins αμφισβήτησαν τα ίδια τα θεμέλια της βεδικής ηθικής. Ομοίως οι σοφιστές ειρωνεύονταν τα θεμέλια της αρχαίας ελληνικής κοινωνικής και ατομικής ηθικής. Όπως και στην περίπτωση της αρχαίας Ινδίας, όπου ορισμένοι κρίσιμοι κοινωνικοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί παράγοντες ενθάρρυναν την εμφάνιση των ανορθόδοξων και μη 2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

βεδικών παραδόσεων, ορισμένοι πολύ σημαντικοί παράγοντες ενθάρρυναν την εμφάνιση του Σοφισμού αρχαία Ελλάδα.

Περισσότερο από κάθε άλλη σφαίρα της ζωής, η επίδραση των Σοφιστών ήταν στο ηθικό και πολιτικό πεδίο, και τα δύο ήταν τόσο στενά συνδεδεμένα στην αρχαία Ελλάδα. Οι σοφιστές ανήκαν σε μια εποχή όπου πολλές από τις αποδεκτές αντιλήψεις για το ανθρώπινο πεπρωμένο εξετάστηκαν κριτικά και υποθέσεις για την αγαθή ζωή αμφισβητούνται. Το κριτικό πνεύμα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού από την αρχή, ωστόσο τα θρησκευτικά αισθήματα είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των εθίμων και των συµβάσεων. Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε εμφανής σύγκρουση μεταξύ των παραδοσιακών ηθικών και θρησκευτικών παραδοχών και του κριτικού πνεύματος. Οι πρώιμοι Έλληνες στοχαστές συμμετείχαν σε βαθιές κριτικές δεσμεύσεις καθώς κάθε γενιά παρήγαγε έναν πρωτότυπο στοχαστή που θα αντιτασσόταν και θα αμφισβητούσε ό,τι υποστηριζόταν πριν. Αλλά περί ηθικών παραδοχών και αντιλήψεων για την καλή ζωή, υπήρχε μια ευρεία γενική συμφωνία, όπως οι αρχαίοι Ινδοί είχαν για τις αντιλήψεις τους για το Ντάρμα. Αν και οι ερμηνείες και η κατανόησή των λεπτομερειών του ποικίλλουν, υπήρξαν ορισμένες ευρείες θεμελιώδεις συμφωνίες. Όπως προαναφέρθηκε, οι Σοφιστές έχουν αμφισβητήσει όλα τα αποδεκτά έθιμα και τις συµβάσεις. Έχουν επιμείνει να είναι επικριτικοί και να σκέφτονται λογικά και μέσω των δικών τους κρίσιμων δεσμεύσεων προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τις παλιές αντιλήψεις για τον κόσμο, το ανθρώπινο πεπρωμένο και το νόημα της ανθρώπινης ζωής και αμφισβήτησαν ακόμη και την ίδια την ιερότητα της υποστήριξης τέτοιων μεγαλειωδών συλλήψεων.

Ποιοι ήταν οι Σοφιστές;

Οι Σοφιστές ήταν επαγγελματίες παιδαγωγοί ή περιπατητές δάσκαλοι, που δίδασκαν τους νέους την τέχνη της ρητορικής. Πολλοί από αυτούς έβγαζαν τα προς το ζην από αυτό και χρέωναν τον μαθητή τους μεταδίδοντας γνώσεις και δεξιότητες. Ο όρος Σοφιστική σημαίνει πρακτική σοφία και οι σοφιστές υποτίθεται ότι μεταδίδουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που επιτρέπουν στα άτομα να πετύχουν στη ζωή. Θα εξέφραζαν πιο ρητά την περιφρόνησή τους σε οποιαδήποτε θέση που είναι καθολικά αποδεκτή ή έγκυρη, καθώς υποστήριζαν τον σχετικισμό και 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

τον ατομικισμό που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει αλήθεια που να ισχύει καθολικά. Αφού αντιτίθενται σε όλες τις αντιλήψεις περί κατοχής μιας φιλοσοφικής θέσης, δεν θα οραματίζονταν να προβάλλουν οποιαδήποτε «θεωρία» που θα έβρισκε αποδοχή από όλους. Επομένως η Σοφιστική δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια σχολή σκέψης ή ένα οργανωμένο κίνημα.
Κατά συνέπεια, οι Σοφιστές δεν αποτελούν οργανωμένο και συστηματικό φιλοσοφικό κίνημα ή παράδοση σκέψης. Δεν υπήρχε κοινό μεταφυσικό δόγμα στο οποίο συμφωνούσαν όλοι, αν και υπήρχαν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά που συμμερίζονται οι σκέψεις τους. Όλοι τους αντιτάχθηκαν σε όλες τις μορφές της ουσιοκρατίας. μεταφυσικής ή ηθικής και είχαν, κατά τα φαινόμενα, υποστηρίξει τον σχετικισμό, τον υποκειμενισμό και περιστασιακά τον μηδενισμό.

Η εμφάνιση της Σοφιστικής

Η Σοφιστική εμφανίστηκε σε μια περίοδο της ιστορίας που κυριαρχούσε η δημοκρατία στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις-κράτη. Σε αυτό το σενάριο, η καλλιέργεια δεξιοτήτων αποτελεσματικής δημόσιας ομιλίας ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς αυτό θα έφερνε στους ανθρώπους μια καλή καριέρα στην πολιτική και τη δημόσια ζωή. Οι Σοφιστές ήταν δάσκαλοι που δίδασκαν ρητορική και άλλες μορφές τεχνών και δεξιοτήτων, που θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να διαπρέψουν στην πολιτική ζωή με την άριστη επικοινωνία και τις δεξιότητες επιχειρηματολογίας. Φυσικά, πολλοί έξυπνοι νέοι που είχαν την επιθυμία για εξουσία, πλούτο, φήμη, αποτελεσματικότητα και επιτυχία προσελκύονταν από τις διδασκαλίες και τις μεθόδους τους. Από τη μία, οι δημοκρατικοί θεσμοί ενθάρρυναν την ανεξάρτητη σκέψη και δράση και από την άλλη, η κριτική στάση και η ελεύθερη σκέψη ενθάρρυναν την ανάπτυξη του ατομικισμού. Τα ερωτήματα για την ανθρώπινη μοίρα έχουν γοητεύσει την ανθρώπινη φαντασία από παλιά. Όπως άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί, έτσι και οι Έλληνες είχαν τις υποθέσεις τους για αυτά και στη συνέχεια ανέπτυξαν και διατύπωσαν τις αντιλήψεις τους για την πρόοδο. Η ανάπτυξη της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης ήταν μια ώθηση στη σκέψη σχετικά με αυτά με νέους τρόπους με ορθολογικούς όρους. Το αναδυόμενο ορθολογικό πνεύμα είχε επίσης ενθαρρύνει την αμφισβήτηση εκείνων των θρησκευτικών παραδοχών που αποτελούσαν τα θεμέλια της ηθικής. Η ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να διαμορφώσει το δικό του πεπρωμένο τους ώθησε να οραματιστούν μεγαλύτερο ρόλο για την εκπαίδευση και κατάρτιση (training). 4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Τα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά της σκέψης των σοφιστών ήταν o σκεπτικισμός (skepticism) και ο σχετικισμός (relativism) τους. Η σκεπτικιστική άποψη εξέθεσε μια αμφιβολία για την ίδια τη δυνατότητα αληθινής γνώσης, αφενός, και αρνήθηκε να δεχτεί την άνευ όρων αρχή του ηθικού νόμου, αφετέρου την άλλη. Κατά συνέπεια, διέψευσαν τις επικρατούσες αντιλήψεις της αντικειμενικότητας και επιτέθηκαν στις υπάρχουσες θρησκευτικές και άλλες εθιμικές αξίες. Προσπάθησαν να αποδείξουν ότι οι λεγόμενες καθολικές και αντικειμενικές ηθικές αξίες δεν προέρχονται από τον Θεό: είναι ανθρώπινα δημιουργήματα.

Ο Γοργίας, εξέχουσα προσωπικότητα μεταξύ των σοφιστών, υποστήριζε τον μηδενισμό και προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τίποτα. Δήλωσε ότι αν όντως υπάρχει κάτι δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, και ακόμα κι αν μπορούμε να το γνωρίσουμε δεν μπορούμε να το επικοινωνήσουμε.

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΓΟΡΓΙΑ: ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

Αν κάτι υπάρχει, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε Ακόμα κι αν μπορούμε να το γνωρίσουμε, δεν μπορούμε να το επικοινωνήσουμε Σχετικά με τους θεούς, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν υπάρχουν ή όχι, ούτε σαν τι είναι στη μορφή· γιατί οι παράγοντες που εμποδίζουν τη γνώση είναι πολλοί Αν κάτι υπάρχει, πρέπει να είναι είτε Ον είτε Μη-Ον, είτε και τα δύο. Δεν μπορεί να είναι Μη-Ον, γιατί το Μη Ον δεν υπάρχει· αν υπήρχε, θα ήταν την ίδια στιγμή Ον και Μη-Ον, που είναι αδύνατο. Δεν μπορεί να είναι Ον, γιατί το Ον δεν υπάρχει. Εάν υπάρχει το Ον, πρέπει να είναι είτε αιώνιο (everlasting), ή δημιουργημένο, ή και τα δύο. Δεν μπορεί να είναι αιώνιο· αν ήταν, δεν θα είχε αρχή, και επομένως θα ήταν απεριόριστο (boundless). Αν ήταν απεριόριστο, τότε δεν είχε θέση (δεν θα ήταν πουθενά), γιατί αν είχε θέση θα περιέχονταν σε κάτι, και έτσι δεν θα ήταν πλέον απεριόριστο· γιατί αυτό που περιέχει είναι μεγαλύτερο από αυτό που περιέχεται και τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο από το απεριόριστο. Δεν μπορεί να περιέχεται από μόνο του, γιατί τότε το πράγμα που περιέχει και το πράγμα που περιέχεται θα ήταν το ίδιο, και το Ον θα γινόταν δύο πράγματα—τόσο θέση όσο και σώμα— που είναι παράλογο.
Αν δεν περιέχεται –χωρίς θέση– τότε δεν υπάρχει. Επομένως, εάν το Ον είναι αιώνιο, είναι απεριόριστο Αν είναι απεριόριστο, δεν έχει θέση («δεν υπάρχει πουθενά») Αν είναι χωρίς θέση, δεν υπάρχει

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Φιλοσοφική Θέση του Γοργία

Ο Γοργίας ήταν δεξιοτέχνης της ρητορικής και μεγάλος υπέρμαχος της ιδέας της παράδοξης σκέψης και παράδοξης έκφρασης. Δεν ήταν πρωτίστως δάσκαλος της αριστείας (excellence) ή της αρετής (virtue) όπως πολλοί άλλοι σοφιστές. Όμως τα επιχειρήματά του, που απέδειξαν τη μηδενιστική θέση, αντιτίθενται στη θεωρία του Είναι που προτείνεται από τον Παρμενίδη· όπου μια έννοια μιας απόλυτης, απεριόριστης ενικής οντότητας αξιώθηκε ως η απόλυτη πραγματικότητα. Η κυρίαρχη μηδενιστική θέση που υιοθέτησε τον ανάγκασε να αντικρούσει τον ηθικό απολυταρχισμό και στη συνέχεια πίστευε ότι δεν υπάρχει απόλυτη έννοια της αριστείας ή της αρετής. Όλες αυτές οι αντιλήψεις περί ηθικής αριστείας σχετίζονται με την κατάσταση και το πλαίσιο.

Όπως πολλοί άλλοι σοφιστές, ο Γοργίας ήταν μάστορας στη ρητορική και είχε πολύ ισχυρές πεποιθήσεις για τη φύση και τη λειτουργία της γλώσσας· μια πτυχή της σκέψης του, που πολλές σύγχρονοι φιλόσοφοι μπορεί να βρουν ενδιαφέρουσα. Διέψευσε κατηγορηματικά την αναπαραστατική αντίληψη της γλώσσας (representationalist conception of language). Πολύ περισσότερο από το αναπαριστάνει τον κόσμο των γεγονότων, η γλώσσα είναι ικανή να κάνει πολλά πράγματα, καθώς έχει σαγηνευτικές δυνάμεις. Εξ ου και οι λέξεις έχουν μαγικές (incantatory) και ναρκωτικές (narcotic) επιδράσεις στους ανθρώπους. Μπορεί κάποιο να εκπαιδευτεί για να τις χρησιμοποιήσει για την επίτευξη ορισμένων στόχων. Ένας εκπαιδευμένος ρήτορας μπορεί να αποδείξει την αλήθεια οποιασδήποτε πρότασης, και μπορούμε να λέμε κάτι και να εννοούμε κάτι άλλο.

Σοφιστές όπως ο Γοργίας μπορούσαν να προσελκύσουν πολλά νεαρά μυαλά που ήταν επίδοξοι δύναμης, πλούτου και φήμης. Η νεολαία έλκονταν από τέτοιες φιλοσοφικές θέσεις, οι οποίες υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει αλήθεια εκεί έξω και μπορούμε να τη φτιάξουμε μόνοι μας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι Σοφιστές παρείχαν εκπαίδευση στη ρητορική και το λόγος επιχειρηματολογία στη νεολαία με την οποία θα μπορούσαν να πετύχουν στη δημόσια ζωή. Οι Σοφιστές μέσα από τις μεθόδους τους και 6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

τις πρακτικές τους υποστήριξαν ότι η επιτυχία δεν είναι κάτι που έρχεται ως κληρονομικό δικαίωμα: αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω δεξιοτήτων.

Ένας άλλος αξιοσημείωτος στοχαστής αυτής της εποχής ήταν ο Πρωταγόρας, στον οποίο η δήλωση, «άνθρωπε». είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων‖‖ αποδίδεται. Το είδαμε, ο Γοργίας δεν ήταν πρωτίστως δάσκαλος της αρετής και ενδιαφερόταν περισσότερο να αποδείξει τη μηδενιστική θέση πλεονέκτημα των σαγηνευτικών δυνάμεων της γλώσσας. Από την άλλη ο Πρωταγόρας ήταν ενδιαφέρονται να αναλύσουν ζητήματα που σχετίζονται με την ηθική και έχουν υποστηρίξει μια ακραία μορφή ηθικός σχετικισμός.

Η Φιλοσοφία του Πρωταγόρα

Ο Πρωταγόρας υποστήριζε την ιδέα των δισσοὶ λόγοι {contrasting arguments} ή διαφορετικών λέξεων, που βεβαιώνει ότι υπάρχουν δύο αντιφατικές πλευρές σε κάθε ζήτημα. Τα επιχειρήματα και οι προσεγγίσεις του αντανακλούσαν το πνεύμα αυτής της πρωταρχικής παραδοχής, και εκπαίδευσε τους μαθητές του να βλέπουν και τις δύο αυτές πλευρές και να επιχειρηματολογούν ανάλογα. Προσπάθησε να δείξει ότι μέσα από τη χρήση τέτοιων τεχνικών κάποιο θα μπορούσε να κάνει την πιο αδύναμη αιτία (cause) να φαίνεται η ισχυρότερη.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η περίφημη δήλωση, «Ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» είναι συνδέεται με τον Πρωταγόρα. Με αυτή βεβαιώνει κατηγορηματικά τα εξής:

  1. Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, την οποία μπορούν να έχουν όλοι οι άνθρωποι καθολικά.
  2. Δεν υπάρχουν απόλυτα και καθολικά ορθές ηθικές θέσεις ή κριτήρια, χώρια

από το άτομο που πράττει και λαμβάνει αποφάσεις.

  1. Δεν υπάρχει εξωανθρώπινη πραγματικότητα που να καθορίζει τις αξίες της ανθρώπινης ζωής· ο

ατομικός άνθρωπος το αποφασίζει για αυτόν.

Ο Ατομικισμός του Πρωταγόρα

Η δήλωση «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» επιβεβαιώνει τον σχετικισμό και τον ατομικισμό. Περιέχει μια διάψευση όλων των αντικειμενικών και καθολικών κριτηρίων, καθώς η εστίαση είναι στον ατομικό άνθρωπο και όχι στην αφηρημένη ανθρώπινη φύση ή στην καθολική ορθολογική ικανότητα σε όλους τους ανθρώπους. Η εστίαση είναι στον ατομικό γνώστη και επιβεβαιώνει ότι όλη η γνώση 7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εξαρτάται από τον συγκεκριμένο γνώστη. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, καθώς ό,τι είναι αληθινό για μένα είναι αληθινό για μένα, και αυτό μπορεί να μην ισχύει για άλλα. Η ακραία μορφή του ατομικισμού που πρεσβεύει ο Πρωταγόρας καθιστά το άτομο ανεξάρτητο (law unto himself) σε ζητήματα γνώσης και αξίας.

Ο Αντίκτυπος της Σοφιστικής

Οι σοφιστές υποστήριζαν τον μηδενισμό, τον ατομικισμό και τον σχετικισμό και υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει καμία αντικειμενική αλήθεια και γνώση. Υπάρχουν μόνο υποκειμενικές απόψεις και δεν έβλεπαν κανένα λόγο για συμμόρφωση με οποιαδήποτε καθολική θέση. Σύμφωνα με αυτούς όλες οι θέσεις είναι εξίσου αληθινές. Με αυτόν τον σχετικισμό και τον μηδενισμό διέψευσαν την ορθολογιστική και θεμελιοκρατική παράδοση της ελληνικής σκέψης. Η ελληνική θεμελιοκρατική σκέψη υποθέτει σε γενικές γραμμές τον κόσμο ως ορθολογικά διατεταγμένο από νόμους που θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν με το λόγος και την παρατήρηση. Πίστευαν ότι οι νόμοι αυτού του κόσμου θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν με την εφαρμογή του ατομικού λόγου. Οι Έλληνες ανέπτυξαν ταυτόχρονα μια παράδοση επιχειρηματολογίας που παρουσίασε μια αναζήτηση για την ανακάλυψη της αλήθειας. Οι σοφιστές αντιμετώπισαν όλες αυτές τις υποθέσεις και υποστήριξαν εθνοκεντρικές και υποκειμενικές απόψεις. Κατά συνέπεια, υποστήριξαν τον σχετικισμό και τον ατομικισμό. Ο τομέας της ηθικής επηρεάστηκε σοβαρά από αυτόν τον σχετικισμό και οι σοφιστές αμφισβήτησαν όλες τις αντικειμενικές και θεμελιοκρατικές ηθικές θεωρίες που πρόβαλαν ορισμένες ηθικές αξίες ως καθολικά έγκυρες. Οι σοφιστές υποστήριζαν ότι η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο παρά συµβάσεις, και αμφισβήτησαν την εγκυρότητα όλων των αποδεκτών υποθέσεων. Η θεμελιοκρατική παράδοση της ελληνικής σκέψης υπέθεσε ότι οι ηθικοί νόμοι μοιάζουν με νόμους της φύσης και ισχύουν καθολικά για όλους τους ανθρώπους. Υποστήριξαν επίσης ότι ο καθολικός ηθικός νόμος μπορεί να γίνει κατανοητός από το λόγο. Αντικρούοντας αυτή τη θέση οι Σοφιστές 8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

υποστήριξαν ότι οι ηθικοί νόμοι δημιουργούνται από τον άνθρωπο με βάση τις περιστάσεις και δεν έχουν ανεξάρτητη αντικειμενική ύπαρξη. Διαφέρουν από καιρό σε καιρό και από τόπο σε τόπο και μάλιστα από άτομο σε άτομο.
Σύμφωνα με τους Σοφιστές οι ηθικές αξίες και νόμοι είναι συμβατικοί και συχνά αντικατοπτρίζουν τη βούληση εκείνων που έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους στους άλλους. Υποστήριξαν ότι οι ηθικοί κανόνες είναι αντίθετοι με τη φύση, καθώς διαμορφώνονται από τα αδύναμα, την πλειοψηφία, προκειμένου να περιορίσουν (restrain) τον ισχυρό που είναι μειοψηφία. Φυσικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα του ισχυρότερου. Αν θέσουμε το ζήτημα της δικαιοσύνης σε αυτό το πλαίσιο, οι επιπτώσεις των απόψεων των σοφιστών γίνονται σαφείς. Υποστηρίζουν την αρχή «η ισχύς είναι δίκαια» ("might is right") και υποστηρίζουν ότι είναι to τυχαίο που κάνει την ισχύ. Η Πολιτεία του Πλάτωνα, συζητά το επιχείρημα των σοφιστών που εξηγεί την προέλευση της δικαιοσύνης. Υποστηρίζουν ότι το να κάνεις αδικία είναι, από τη φύση του, καλό και το να υποφέρεις αδικία, κακία. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, το κακό είναι πάντα μεγαλύτερο από το καλό. Ο Πλάτωνας γράφει:

Και έτσι όταν οι άνθρωποι έχουν κάνει και έχουν υποστεί αδικίες και έχουν εμπειρία και των δύο, μη μπορώντας να αποφύγουν το ένα και να αποκτήσουν το άλλο, νομίζουν ότι καλύτερα να συμφωνήσουν μεταξύ τους να μην έχουν κανένα από τα δύο· ως εκ τούτου προκύπτουν νόμοι και αμοιβαίες συμφωνίες· και αυτό που ορίζεται από το νόμο χαρακτηρίζεται από αυτούς νόμιμο και δίκαιο. [Η Πολιτεία του Πλάτωνα: Βιβλίο II Γλαύκωνας]

Η ουσία του επιχειρήματος είναι η εξής. Η προέλευση και η φύση της δικαιοσύνης μπορεί να ανιχνευθεί σε αυτή την ιδέα ενός συμβιβασμού ή ενός μέσου μεταξύ του καλύτερου όλων και του χειρότερου όλων. Το καλύτερο από όλα είναι να αδικείς και να μην τιμωρείσαι, και το χειρότερο από όλα είναι να υποφέρεις αδικία χωρίς τη δύναμη των αντιποίνων. Η δικαιοσύνη πρέπει να εκληφθεί ως ένα μέσο σημείο μεταξύ των δύο. Γίνεται ανεκτή όχι ως ένα αγαθό, αλλά ως το μικρότερο κακό, και τιμάται λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων να αδικήσουν. Οι σοφιστές υποστηρίζουν ότι κανένα λογικό πρόσωπο δεν θα υποτασσόταν ποτέ σε μια τέτοια συμφωνία αν ήταν σε θέση να αντισταθεί.

Από τη θετική πλευρά, οι σοφιστές έχουν υποστηρίξει τον ηδονισμό και επιβεβαίωσαν ότι η η Αγαθή Ζωή ΕΙΝΑΙ η Ευχάριστη Ζωή. Εάν αυτό το αξίωμα είναι αληθινό, τότε η αδικία είναι πιο επικερδής παρά η δικαιοσύνη (υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε κανένα να ξεφύγει από αυτό). Σύμφωνα με τους Σοφιστές οι περισσότεροι άνθρωποι θα εκμεταλλεύονταν τους γείτονές τους αν ήταν σίγουροι ότι θα ξέφευγαν. 9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Οι Συνεισφορές των Σοφιστών

Στους σοφιστές πιστώνεται ότι κατέβασαν τη φιλοσοφία από τον ουρανό στις κατοικίες των ανθρώπων. Οι φιλόσοφοι πριν από αυτούς ήταν απασχολημένοι με τον φυσικό κόσμο, τη λειτουργία του, τον ουσία του κλπ. Οι σοφιστές έστρεψαν την προσοχή από την εξωτερική φύση στον ίδιο τον άνθρωπο και με τον σκεπτικισμό και τον μηδενισμό τους, αποκάλυψαν κάποιες μακροχρόνιες συμβάσεις και πεποιθήσεις για τη δυνατότητα αντικειμενικής καθολικής γνώσης. Με αυτή την εστίαση στον άνθρωπο και τη συνεχή αμφισβήτηση των υπαρχουσών υποθέσεων σχετικά με τη γνώση, προκάλεσαν τους φιλοσόφους να πάρουν τα ερωτήματα για τη γνώση - θεωρία της γνώσης - σοβαρά.

Και πάλι, με τη ριζοσπαστική τους κριτική στη θεμελιοκρατία και τη διάδοση του σχετικισμού, πρόσθεσαν μια διαφορετική διάσταση στους ηθικούς στοχασμούς. Η κριτική τους εξέθεσε την αδυναμία των θεμελίων της ηθικής που απολάμβανε αλάνθαστο κύρος (infallible status), και οδήγησε τελικά σε βαθύτερους προβληματισμούς στον τομέα της ηθικής (ethics) και της ηθικότητας (morality) από πολλούς στοχαστές συμπεριλαμβανομένου του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ανάγκασαν επίσης περισσότερες μελέτες στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας, και ώθησαν τους φιλοσόφους να εξερευνήσουν βαθιά τα προβλήματα που σχετίζονται με τις θεωρίες της δικαιοσύνης και του κράτους, σχετικά με την εξουσία και τους νόμους του κράτους κλπ.

Τα Μειονεκτήματα

Οι σοφιστές ξεκίνησαν πιο ελεύθερες και κριτικές προσεγγίσεις στους φιλοσοφικούς στοχασμούς υιοθετώντας μια εντελώς ανορθόδοξη προσέγγιση και μεθοδολογία. Αλλά με την έμφαση τους στον ατομικισμό, δεν κατάφεραν να δουν το καθολικό στοιχείο στον άνθρωπο. Κάποιο μπορεί να παρατηρήσει ότι υπερέβαλλαν τις διαφορές στις ανθρώπινες κρίσεις, και σε αυτή τη διαδικασία αγνόησαν τις συμφωνίες και τις ομοιότητες. Μεγέθυναν τα τυχαία, υποκειμενικά και προσωπικά στοιχεία στην ανθρώπινη γνώση και παραμέλησαν τα κοινά και τις ομοιότητες. Η κριτική της παραδοσιακής ηθικής κατέρρευσε σε υποκειμενισμό και ατομικισμό και περαιτέρω στον καθαρό εγωισμό (selfishness) και την ηθική αναρχία. Ο ριζοσπαστικός ηθικός σκεπτικισμός και ο ατομικισμός προώθησαν περαιτέρω την ασέβεια και την ανυπακοή προς το νόμο, και οδήγησαν τελικά 10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

σε πλήρη παραμέληση του πολιτικού καθήκοντος, και ενθάρρυναν τον εγωιστικό ατομικισμό. Με την έμφαση τους στα ιδιοτελή συμφέροντα του ατόμου έναντι της γενικής ευημερίας της κοινωνίας, η φιλοσοφική άποψη των σοφιστών αποτέλεσε μια απειλή για τη ζωή της κοινότητας.

Το επόμενο βήμα προς τα εμπρός: Η Σωκρατική Μέθοδος

Υπήρχε μια ανάμικτη ανταπόκριση στις προσεγγίσεις, τις μεθόδους και τη φιλοσοφική οπτική των σοφιστών. Οι σοφιστές ήταν εκπαιδευμένοι ρήτορες και δεν ήταν εύκολο να αντικρούσει κανείς τις απόψεις τους. Αλλά κανείς πολιτισμός δεν μπορεί να αγνοήσει τη σημασία της διατήρησης του σεβασμού του αστικού δικαίου (civil law), της κρατικής εξουσίας (state authority) και της δημόσιας πρόνοιας (public welfare), και ως εκ τούτου ήταν επιτακτική η ανάγκη να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Ο Πλάτωνας μέσα από τους περίφημους Διαλόγους του αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη και ο Σωκράτης του Πλάτωνα διεξάγει έναν ασυμβίβαστο πόλεμο ενάντια στον σχετικισμό και τον μηδενισμό που πρεσβεύουν οι Σοφιστές.

Ο Σωκράτης θεωρούσε τον εαυτό του ως αλογόμυγα και επίσης μια διανοούμενη μαία, και συνέλαβε και τελειοποίησε μια μέθοδο -- τη μέθοδο της διαλεκτικής -- για να αποκαταστήσει την πίστη στον ανθρώπινο λόγο και στις θεμελιώδεις έννοιες του ηθικού συλλογισμού (moral reasoning).

Πιστεύεται ότι κάποτε το Μαντείο των Δελφών, που πιστεύεται ότι είναι ο εκπρόσωπος των Θεών δήλωσε ότι ο Σωκράτης είναι ο σοφότερος από όλους τους Έλληνες. Ο Σωκράτης αναρωτήθηκε ποιο προσόν ήταν που τον όριζε να θεωρείται ο πιο σοφός από όλους· καθώς ο ίδιος γνώριζε ότι δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα. Κατόπιν συμπέρανε ότι, αυτή η επίγνωση — ότι γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει τίποτα — είναι η υψηλότερη γνώση που τον κάνει σοφότερο όλων. Αυτή η ιστορία έχει ένα σημαντικό μήνυμα. Μας λέει ότι η υψηλότερη γνώση ανήκει μόνο στους Θεούς και όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν μόνο πεπερασμένη νοημοσύνη και ως εκ τούτου κατέχουν μόνο πεπερασμένη γνώση.

Ταυτόχρονα, ο Σωκράτης τόλμησε να αντιμετωπίσει τους Σοφιστές αμφισβητώντας τους στις υποθέσεις και τις πεποιθήσεις τους. Συνήθιζε να μαζεύει κουβέντες με τους λεγόμενους λόγιους (learned scholars), και τους έκανε ερωτήσεις προσποιούμενος ότι είχε παντελή άγνοια για το υπό συζήτηση θέμα. Θα τους ανάγκαζε να απαντήσουν στις ερωτήσεις του 11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και σταδιακά να τους κάνει να διαπράττουν αντιφάσεις. Ο αντίπαλος σύντομα συνειδητοποιεί ότι, στην πραγματικότητα, ο Σωκράτης είναι υπό τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτό είναι γνωστό ως Σωκρατική ειρωνεία.

Ο σκοπός αυτής της μεθόδου είναι να αναδείξει τις αντιφάσεις που κρύβονται στη σκέψη κάποιου που εκδηλώνονται στις υποθέσεις, τις πεποιθήσεις και τις απόψεις του. Ο Σωκράτης συγκρίνεται με μια αλογόμυγα, γιατί με τις συνεχείς ερωτήσεις του κάνει τον αντίπαλό του να νιώθει άβολα, ο οποίος διαφορετικά δεν θα αισθανόταν την αναγκαιότητα να αμφισβητήσει ή να αναθεωρήσει τις μακροχρόνιες πεποιθήσεις του . Αυτό κάνει μια μύγα στο άλογο. Πετάει γύρω από το άλογο και το κάνει άβολο.

Ο Σωκράτης είναι επίσης γνωστός ως διανοούμενη μαία. Η δουλειά της μαίας είναι να βοηθά τη γυναίκα που πονάει να γεννήσει το παιδί. Ομοίως, ο Σωκράτης βοηθά τους ανθρώπους να φτάσουν στη σωστή γνώση, που ήδη κατέχει η ανθρώπινη ψυχή. Η υποκείμενη υπόθεση είναι ότι η ανθρώπινη ψυχή κατέχει ήδη κάθε γνώση εκ των προτέρων, την οποία ως αποτέλεσμα της επαφής της ψυχής με το σώμα, έχει ξεχάσει. Η διαλεκτική μέθοδος μας βοηθάει στην ενδοσκόπηση αυτής της γνώσης, στην αντιμετώπιση συγχύσεων και αντιφάσεων και τέλος στην υπέρβαση τους, καταλήγοντας σε σωστούς ορισμούς εννοιών.

Είναι ο Πλάτωνας που αναπτύσσει συστηματικά αυτές τις ενοράσεις, και στους Διαλόγους του, ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ο Πρωταγωνιστής, ο οποίος ασχολείται με άλλους σε συζητήσεις και επιχειρήματα. Ο Σωκράτης θα προσέλκυε την οργή πολλών ανθρώπων σε αυτή τη διαδικασία που τελικά θα οδηγούσε στη σύλληψη και την εκτέλεσή του. Το επόμενο κεφάλαιο συζητά τη σημαντική συμβολή της Φιλοσοφίας του Πλάτωνα.

Κουίζ

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τους Σοφιστές;

(α) Περιφρόνηση ηθικών αξιών (β) Προπαγανδιζόμενος μηδενισμός (γ) Υποστήριξε τον αντικειμενισμό (δ) Αμφισβήτησε όλα τα αποδεκτά έθιμα και συμβάσεις.

  1. Τι σημαίνει ο όρος Σοφιστική;

(α) Πρακτική σοφία (β) Ρητορική επιχειρηματολογία (γ) Λογική συλλογιστική
(δ) Παγκόσμια σοφία

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν σχετίζεται με τον Γοργία;

12


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Αναπαραστατική αντίληψη της γλώσσας (β) Μηδενισμός (γ) Ιδέα του παράδοξου σκέψη και παράδοξη έκφραση (δ) Διάψευση ηθικής απολυταρχίας.

  1. Το ενδιαφέρον του Πρωταγόρα για τον άνθρωπο εστιάζεται στα εξής:

(α) Αφηρημένη ανθρώπινη φύση (β) Καθολική λογική ικανότητα σε όλους τους ανθρώπους
(ντο) Η ανθρωπότητα στο σύνολό της (δ) Ο μεμονωμένος άνθρωπος.

  1. Ποια δεν είναι παραδοχή της ελληνικής θεμελιοκρατικής σκέψης;

(α) Ο κόσμος είναι ορθολογικά διατεταγμένος (β) Ο παγκόσμιος ηθικός νόμος μπορεί να είναι κατανοητός από το λόγο (γ) Οι ηθικοί νόμοι είναι όπως οι νόμοι της φύσης (δ) Οι ηθικοί νόμοι διαφέρουν ανάλογα με τον χρόνο σε χρόνο και τόπο σε τόπο. Κλειδί απάντησης

  1. (γ)
  2. (α)
  3. (α)
  4. (δ)
  5. (δ)

Ανάθεση

  1. Συζητήστε πώς οι σοφιστές αμφισβήτησαν την ελληνική ηθική παράδοση.
  2. Περιγράψτε την πνευματική μαιευτική.

Αναφορές

Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and Opinions of the Greater Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991. Long, A. A. : /Το εύρος της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας/, Cambridge Companions Online © Cambridge University Press, 2006 Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge Κλασικά, 2004. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers, 1983.
Zeller, E: /A History of Greek Philosophy/, Τόμος 1, London, Longmans, Green and Co,

Πόροι Ιστού

13


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, είσοδος στη Διεθνή Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας, διαθέσιμο στο: http://www.iep.utm.edu/greekphi/ ―Ιονική Φιλοσοφική Σχολή‖, λήμμα στην Κλασική Εγκυκλοπαίδεια, διαθέσιμο στο: http://www.1911encyclopedia.org/Ionian_School_Of_Philosophy «Ιονική Φιλοσοφική Σχολή», καταχώρηση στο New Adve3nt, Catholic Encyclopedia, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm The Sophists, διαθέσιμο στο:
http://www.personal.kent.edu/~jwattles/sophists.htm Η Δημοκρατία του Πλάτωνα, διαθέσιμη στο: http://classics.mit.edu/Plato/republic.html http://oregonstate.edu/instruct/phl201/modules/Philosophers/Plato/plato_dialogue_the _ring_of_gyges.html 14


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο Τρίτο

Ο Ιδεαλισμός του Πλάτωνα

Λέξεις κλειδιά: Ιδεαλισμός, θεωρία ιδεών, αιώνιες ουσίες, παραβολή του σπηλαίου.

Αυτό το κεφάλαιο θα εισαγάγει τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του αρχαίου Έλληνα στοχαστή Πλάτωνα, ο οποίος ήταν μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος ενός άλλου διάσημου φιλόσοφου, του Αριστοτέλη. Αυτό το κεφάλαιο θα συζητήσει τα ακόλουθα θέματα.

Ο Ιδεαλισμός του Πλάτωνα: Μια επισκόπηση

Ο Πλάτωνας, αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος μεταφυσικός της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Αθήνα σε οικογένεια ευγενών, περίπου το 427 π.Χ. Εκπαιδεύτηκε από τον Κρατύλο, ο οποίος ήταν μαθητής του Ηράκλειτου και του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Με τον τελευταίο μελέτησε τη φιλοσοφία του Παρμενίδη, του οποίου η αντίληψη για μια μόνιμη (permanent), αμετάβλητη (unchangeable) και άφθαρτη (imperishable) υπόσταση. Έπειτα έγινε μαθητής του Σωκράτη, ο οποίος παρέμεινε μέχρι το τέλος, ως πηγή μεγάλης πνευματικής έμπνευσης στη ζωή του. Ανήκε σε μια περίοδο στην ελληνική φιλοσοφία, που γνώρισε την εμφάνιση πολλών καινοτόμων ιδεών, στις οποίες είχε συμβάλει ενεργά και ο ίδιος. Ένας εξίσου σημαντικός στοχαστής της ίδιας ηλικίας, ήταν ο ίδιος ο μαθητής του Αριστοτέλης, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν και ο μεγαλύτερος κριτικός του. Από άποψη επιρροής, και οι δύο αυτοί στοχαστές έχουν επηρεάσει γενιές στοχαστών σε όλες τις ηπείρους. Ο Μπέρτραντ Ράσελ στο Μία Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας παρατηρεί:

Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή από όλους τους φιλοσόφους, αρχαίους, μεσαιωνικούς, ή σύγχρονους· και από τους δύο, ήταν ο Πλάτωνας που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στις επόμενες γενιές. Το λέω αυτό για δύο λόγους: πρώτον, γιατί ο Αριστοτέλης ο ίδιος είναι ένα αποτέλεσμα του Πλάτωνα· δεύτερον, γιατί η χριστιανική θεολογία και φιλοσοφία, σε κάθε περίπτωση μέχρι το δέκατο τρίτο αιώνα, ήταν πολύ πιο πλατωνική παρά αριστοτελική. (σελ. 104)

Στη φιλοσοφική του θεωρία, ο Πλάτωνας υποστήριξε έναν ασυμβίβαστο ιδεαλισμός που υποστήριζε ότι ο εμπειρικός κόσμος (εμπειρική πραγματικότητα) είναι θεμελιωδώς μη πραγματικός και είναι μια απλή εμφάνιση (appearance), και η τελική πραγματικότητα είναι συστατική αφηρημένων καθολικών ουσιών των πραγμάτων. Αυτό μπορεί να αναλυθεί με ένα απλό παράδειγμα. Οι ατομικές γάτες σε αυτό το σύμπαν είναι μη πραγματικές, αλλά η ουσία της γάτας ή γατότητα (cattiness) είναι πραγματική και άφθαρτη. Όλα όσα υπάρχουν στον εμπειρικό κόσμο είναι επομένως μη πραγματικά, όπως είναι όλα τα συγκεκριμένα καθέκαστα αντικείμενα (particular concrete objects). Τα καθολικά μόνο είναι αληθινά και είναι

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αφηρημένες ουσίες των πραγμάτων. Τα αντικείμενα αυτού του κόσμου είναι απλά αντίγραφα αυτών των αφηρημένων καθολικών ουσιών.

Το πρόβλημα των καθόλου έθετε ανέκαθεν προβλήματα στους φιλοσόφους. Σε συνηθισμένη γλώσσα, τα καθολικά αποτελούνται από αυτό που είναι το κοινό στοιχείο στα πολλά καθέκαστα αντικείμενα που φέρουν το ίδιο όνομα. Στο βαθμό που αντιμετωπίζονται ως κάτι που ο νους αφαιρεί από την καθημερινή εμπειρία των κοινών αντικειμένων, αυτά δεν θέτουν καμία συγκεκριμένη φιλοσοφική αμηχανία. Όταν όμως οι φιλόσοφοι επιχειρούν να τα προβάλλουν ως κατέχοντα μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τα αντικείμενα που βιώνουμε, γίνονται μεταφυσικά σημαντικά και πρέπει να ληφθούν υπόψη. Αυτό ακριβώς είναι που έκανε ο Πλάτωνας. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι μόνο ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά τα τελευταία εξαρτώνται από αυτά· είναι απόλυτες πραγματικότητες.

Η θέση των καθολικών ως ανεξάρτητων πραγματικοτήτων εγείρει ορισμένα άλλα ζητήματα. Μπορούμε στη συνέχεια να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η σχέση μεταξύ των καθέκαστων και των καθολικών. Και πάλι, τι συμβαίνει στα καθολικά όταν χάνονται τα καθέκαστα; Γνωρίζουμε τα καθέκαστα μέσω της αντίληψης. Ποια θα ήταν όμως η μέθοδος με την οποία γνωρίζουμε τα καθολικά; Μπορεί ποτέ ο άνθρωπος να γνωρίσει την πραγματικότητα; Ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα εστιάζει σε όλα αυτά τα ερωτήματα και προσπαθεί να τα απαντήσει με ένα περιεκτικό φιλοσοφικό σύστημα που συσχετίζει μια θεωρία της πραγματικότητας με μια θεωρία της γνώσης και μια θεωρία της ηθικής.

Επιρροές στον Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας ήταν υπόχρεος σε πολλούς από τους προκατόχους του στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ήταν επηρεασμένος από τον Πυθαγόρα, όπως και ο τελευταίος έτρεφε τεράστιο σεβασμό για τα μαθηματικά και προσυπέγραφε μια θεωρία αφηρημένων πραγματικοτήτων. Ο Πλάτωνας μοιράστηκε με τον Πυθαγόρα μια μυστικιστική προοπτική που πίστευε στην αθανασία και τον άλλο κόσμο. Ο Παρμενίδης ήταν ένας άλλος στοχαστής που επηρέασε τον Πλάτωνα, όταν ανέπτυξε τη θεωρία του για την αιώνια και διαχρονική πραγματικότητα, που αντιλαμβανόταν την αλλαγή ως θεμελιωδώς μη πραγματική. Αλλά ο Ηράκλειτος, ένας άλλος Ελεάτης στοχαστής, που με ενδιαφέροντα τρόπο, κατείχε μια θέση που είναι διαμετρικά αντίθετη από την άποψη του Παρμενίδη, υποστηρίζοντας, όπως είναι γνωστό, την θέση της παροδικότητας (impermanence thesis), «δεν μπορεί κανένα να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές»,

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

επηρέασε επίσης τον Πλάτωνα, καθώς ο τελευταίος είχε βεβαιώσει ότι δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο στον αισθητό κόσμο. Αυτή η παροδική κατάσταση της αισθητής πραγματικότητας τον οδήγησε να υποψιαστεί τη μαρτυρία των αισθήσεων στην απόκτηση της γνώσης.

Η σημαντικότερη επιρροή στην πνευματική και προσωπική ζωή του Πλάτωνα ασκήθηκε από τον Σωκράτη, από τον οποίο δανείστηκε την τεχνική της διαλεκτικής, και εξέλιξε παραπέρα σε συστηματική φιλοσοφική μέθοδο. Ο Σωκράτης θεώρησε επίσης το ηθικό πρόβλημα ως το πιο σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα, και ενέπνευσε επίσης τον Πλάτωνα για την ανάπτυξη τελεολογικών και όχι μηχανικών εξηγήσεων του κόσμου. Ο Σωκράτης τοποθέτησε τα φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα που αφορούν το ζήτημα του ορθού βίου (right living) στο κέντρο. Το πρακτικό έργο της φιλοσοφίας σύμφωνα με τον ίδιο ήταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκεφτεί σωστά για να μπορέσει να ζήσει σωστά. Είναι σημαντικό ότι κάποιο πρέπει να γνωρίζει τι είναι καλό για να γίνει καλό. Υπό αυτή την έννοια τα ερωτήματα της γνώσης, της αλήθειας και της καλοσύνης (goodness) συνδέονται στενά στο κεντρικό φιλοσοφικό ερώτημα που έθεσε ο Σωκράτης.

Ο Σωκράτης έχει επίσης τοποθετήσει το πεδίο της αλήθειας ως το πεδίο της απόλυτης σαφήνειας, απόλυτης βεβαιότητας και απόλυτης καθολικότητας. Είναι πολύ σημαντικό να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από τις συγκεχυμένες και ασαφείς απόψεις και σκέψεις που έχουμε. Είναι φυσικό τα ανθρώπινα όντα να έχουν διαφορετικές απόψεις για τα πράγματα. Όμως παρά αυτές τις διαφορές, ίσως μπορέσουμε να καταλήξουμε σε κοινό έδαφος ή αρχές και τελικά να φτάσουμε στην αλήθεια που μπορεί να εκφραστεί σε καθολικές κρίσεις που είναι πέρα ​​από όλες τις αμφιβολίες και αντιφάσεις.

Η Σωκρατική Μέθοδος

Ο Σωκράτης χρησιμοποίησε μια μοναδική μέθοδο επιχειρηματολογίας για να εκμαιεύσει την αλήθεια. Μπαίνει σε μια συνομιλία με ένα πρόσωπο για ένα θέμα, και αρχικά προσποιείται ότι γνωρίζει πολύ λιγότερα σχετικά με αυτό. Προχωρά θέτοντας ερωτήσεις και επιμένει για σαφείς ορισμούς και εξηγήσεις από τη σύντροφό του (όχι αντίπαλο). Σε αυτή τη διαδικασία κάνει τη σύντροφό του να έρθει σε αντίφαση, καθώς μια τέτοια επίμονη ερωτοθεσία θα αποκαλύψει τη σύγχυσή της. Πολύ σύντομα συνειδητοποιούν ότι ο Σωκράτης είναι ο κύριος της κατάστασης.

Ο Πλάτωνας εξέλιξε αργότερα αυτή την τεχνική σε μια συστηματική φιλοσοφική μέθοδο και οι διάλογοι του καταδεικνύουν ενεργεία πώς λειτουργεί ως αποτελεσματική μέθοδος

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εκμαίευσης της αλήθειας μέσω της ορθολογικής επιχειρηματολογίας. Ο Πλάτωνας ασχολείται με ποικίλα θέματα στους διαλόγους του, που έχουν ως πρωταγωνιστή τον Σωκράτη, ο οποίος εμπλέκεται ασταμάτητα σε συνομιλία με άλλα. Όλοι ακολουθούν την ίδια μέθοδο που δίνει έμφαση στη συνομιλία και το διάλογο.

Η Θεωρία των Μορφών/Ιδεών

Ο Gilbert Ryle κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. Λέει ότι προήλθε από πολλά διαφορετικά και εν μέρει ανεξάρτητα χαρακτηριστικά των γενικών ιδεών ή εννοιών που αποτελούσαν τα επαναλαμβανόμενα θέματα των διαλεκτικών διενέξεων που περιλαμβάνουν ορισμούς, πρότυπα μέτρησης και αξιολόγησης, αμετάβλητα πράγματα, διαχρονικές αλήθειες, το ένα και τα πολλά, πνευματική γνώση, εννοιολογικές βεβαιότητες και οντολογία των μορφών.

Ο Bertrand Russell δηλώνει ότι, η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα είναι εν μέρει λογική και εν μέρει μεταφυσική. Είναι λογική, καθώς ασχολείται με τη σημασία των γενικών λέξεων όπως ανθρωπιά (manness), γατότητα (catyness) κτλ., είναι μεταφυσική, καθώς προβάλλει μια οντολογία ουσιών που αποτελείται από ένα πεδίο πραγματικότητας που αντιστοιχεί στον γενικό κόσμο που βιώνουμε. Σχετικά με το λογικό μέρος, ο Russell επεκτείνεται:

Το λογικό μέρος έχει να κάνει με τη σημασία των γενικών λέξεων. Υπάρχουν πολλά ατομικά ζώα για τα οποία μπορούμε πραγματικά να πούμε «αυτή είναι μια γάτα.» Τι εννοούμε με τη λέξη «γάτα»; Προφανώς κάτι διαφορετικό από κάθε καθέκαστη γάτα. Ένα ζώο είναι μια γάτα, φαίνεται, επειδή συμμετέχει σε μια γενική φύση κοινή σε όλες τις γάτες……κάτι που δεν είναι αυτή η, ή εκείνη η γάτα, αλλά κάποιου είδους καθολική γατότητα. Αυτή δεν γεννιέται όταν η καθέκαστη γάτα γεννιέται, και δεν πεθαίνει όταν πεθάνει. Στην πραγματικότητα, δεν έχει θέση στο χώρο ή στο χρόνο· είναι «αιώνια». Αυτό είναι το λογικό μέρος της θεωρίας.

Το Μεταφυσικό μέρος της Θεωρίας των Ιδεών εξηγείται ως εξής:

Η λέξη «γάτα» σημαίνει μια ορισμένη ιδεατή γάτα, «η γάτα», δημιουργημένη από τον Θεό, και μοναδική. Οι καθέκαστες γάτες συμμετέχουν στη φύση της γάτας, αλλά λίγο πολύ ατελώς· μόνο λόγω αυτής της ατέλειας μπορεί να υπάρχει πολλές από αυτές. Η γάτα είναι πραγματική· οι καθέκαστες γάτες είναι μόνο φαινομενικές (apparent).

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι ιδέες είναι αντικείμενα της νόησης, γνωστά μόνο από το λόγο, και είναι αντικειμενικές πραγματικότητες που υπάρχουν σε έναν δικό τους κόσμο. Ο Ράσελ παρατηρεί ότι υπάρχουν τόσες ιδέες όσα κοινά ονόματα υπάρχουν, και κάθε κοινό όνομα δηλώνει μια ιδέα. Ας εξετάσουμε μερικά κοινά παραδείγματα. Ο Σωκράτης, ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος είναι όλοι άνθρωποι. Εδώ το κοινό είναι το γεγονός ότι είναι όλοι άντρες. Αυτό που είναι κοινό σε όλους είναι ο άνθρωπος-τύπος, η ουσία ή η ιδέα του ανθρώπου, που σύμφωνα

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

με τον Πλάτωνα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει σε ένα ανεξάρτητο οντολογικό πεδίο. Και πάλι, βλέπουμε πολλά όμορφα πράγματα γύρω μας· όμορφα λουλούδια, όμορφα ποίηματα, όμορφη ζωγραφική κλπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορούμε να απομονώσουμε την ιδέα της ομορφιάς ως μια ουσία. Στα παραδείγματα ενός κινούμενου αυτοκινήτου, ενός κινούμενου ανθρώπου, ενός κινούμενου κύκλου, η κίνηση είναι η ιδέα. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι όλες αυτές οι ιδέες υπάρχουν σε ένα αφηρημένο καθολική επικράτεια ουσιών, η οποία μόνο είναι αληθινή. Όλα τα καθέκαστα αντικείμενα, συμβάντα και περιπτώσεις αυτών των ιδεών είναι επομένως μη πραγματικές, και είναι απλές εμφανίσεις (appearances).

Η θεωρία του Πλάτωνα για τις καθολικές ουσίες εγείρει τώρα ένα άλλο σημαντικό ερώτημα. Στην κανονική μας εμπειρία, βλέπουμε όμορφα πράγματα, αλλά όχι, την ομορφιά ως τέτοια, βλέπουμε κινούμενα σώματα, όχι την ιδέα της κίνησης. Μπορούμε να αναρωτηθούμε πού υπάρχουν αυτές οι γενικεύσεις, which re essences exist; Υπάρχουν μόνο στο νου των ατομικών στοχαστών; Αν ναι, τότε τι αντικειμενικότητα και καθολικότητα μπορούν να έχουν; Ο Πλάτωνας βεβαιώνει ότι οι γενικές ιδέες μπορούν να προσεγγιστούν μόνο μέσω του λόγου, καθώς δεν γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις. Κάποιο πρέπει να χρησιμοποιήσει σωστά το λόγο του για να κατανοήσει τις ιδέες, που είναι πραγματικές, και για το σκοπό αυτό, ο λόγος χρειάζεται να εκπαιδευτεί κατάλληλα. Ο φιλόσοφος γνωρίζει ότι ο κόσμος των αισθήσεων είναι μια σταθερά φευγαλέα επικράτεια οντοτήτων που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματικές με την απόλυτη έννοια του όρου· αυτό που είναι καθολικό, άφθαρτο και υπερβατικό. Η πραγματικότητα είναι αμετάβλητη και αιώνια και ως εκ τούτου χρειάζεται να την ψάξουμε όχι στον κόσμο των αισθήσεων, αλλά στον νοητό κόσμο.

Ο Πλάτωνας αμφισβητεί εδώ τις κοινώς διαδεδομένες απόψεις για τα αισθητά αντικείμενα και τις γενικές ιδέες, που υποθέτουν ότι είναι νοερά αντίγραφα των αισθητών αντικειμένων. Σύμφωνα με αυτή την τελευταία άποψη, οι γενικές ιδέες, που είναι αντίγραφα, εξαρτώνται από τα αντικείμενα. Επιπλέον, δεν είναι πραγματικές, αλλά υπάρχουν μόνο στο νου του ατόμου και ως εκ τούτου δεν μπορούν να κοινοποιηθούν πλήρως. Αντικρούοντας αυτή την προοπτική ο Πλάτωνας επιβεβαιώνει ότι οι ιδέες είναι τα πρότυπα (models) ή τα πρωτότυπα (originals) και τα ατομικά αντικείμενα είναι τα αντίγραφα (copies). Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το πραγματικό πρέπει να είναι πιο σταθερό και στατικό και ως εκ τούτου πρέπει να είναι αιώνιες. Από την άλλη πλευρά, ατομικά αντικείμενα και περιπτώσεις μπορεί να έρχονται και να φεύγουν και δεν είναι αληθινά. Η Ιδέα είναι αυτό που εκφράζει το άτομο και χωρίς την ιδέα που εκφράζει, το άτομο δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιδέα είναι απόλυτη οντότητα και είναι εντελώς ανεξάρτητη από το νου, που την έχει. Τα αισθητά αντικείμενα είναι αντίγραφα αυτών των Ιδεών, καθώς συμμετέχουν στην καθολική Ιδέα.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Τα αντικείμενα του φαινομενικού κόσμου (phenomenal world) υπόκεινται επομένως σε αλλαγές και καταστροφή και δεν είναι απόλυτες πραγματικότητες. Εξαρτώνται από τον χρόνο, τον τόπο και το πρόσωπο που τα βιώνει. Με άλλα λόγια, τα πάντα στον κόσμο της φαινομενικής ομορφιάς (phenomenal beauty) είναι σχετικά, φευγαλέα και αβέβαια. Από την άλλη πλευρά, οι ουσίες ή οι ιδέες είναι αιώνιες, καθώς δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Ούτε υπόκεινται σε αλλαγές, ούτε σχετίζονται με κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Αυτές είναι πραγματικές υπερβατικές πραγματικότητες.

Με άλλα λόγια, οι ιδέες είναι απολύτως πραγματικές οντότητες, οι οποίες είναι πιο πραγματικές από τα αντικείμενα της εμπειρικής εμπειρίας. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι, μόνο αυτές μπορούν να είναι αληθινές, είναι τα αιώνια πρότυπα με βάση οποία δημιουργούνται τα αισθητά πράγματα. Από την άλλη μεριά, ο φαινομενικός κόσμος και τα αντικείμενά του έχουν δανεική ύπαρξη (borrowed existence), καθώς είναι απλά αντίγραφα του κόσμου των Ιδεών. Λαμβάνουν την πραγματικότητά τους από τις Ιδέες. Υπάρχουν, όχι στον εαυτό τους, αλλά ως αντανακλάσεις των Ιδεών τους. Δεν έχουν άλλη πραγματικότητα παρά αυτή που λαμβάνουν από αυτές τις Ιδέες.

Ο Πλάτωνας υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο ιδεατός κόσμος παρουσιάζει μια ιεραρχική διάταξη. Συγκρίνει αυτή τη διάταξη με το είδος της διευθέτησης που φαίνεται στον αισθητό κόσμο. Τα πράγματα στον εμπειρικό κόσμο είναι διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε από το πιο ατελές στο πιο τέλειο υπάρχει μια διαβάθμιση (gradation). Παρόμοιο είδος διαβάθμισης παρουσιάζεται και στον Ιδεατό κόσμο. Διατάσσονται επίσης από το χαμηλότερο στο υψηλότερο, με τα ψηλότερα να αγκαλιάζουν τα κατώτερα, και τέλος τα πάντα αγκαλιάζονται κάτω την ύψιστη, την πιο ισχυρή Ιδέα ή το Αγαθό.

Επομένως, ο πλατωνικός ιδεαλισμός βεβαιώνει ότι η ιδέα του Αγαθού είναι η μόνη πραγματική και απόλυτη Ιδέα. Περιέχει ή συνοψίζει ολόκληρη την πραγματικότητα. Αν όμως αυτό ισχύει, τι γίνεται με την πραγματικότητα αυτών των λεγόμενων κατώτερων Ιδεών; Με απόλυτη έννοια, είναι λιγότερο πραγματικές από την Ιδέα του Αγαθού και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αξιώσουν απόλυτη ισχύ και δεν υπάρχουν από μόνες τους. Επομένως, η απόλυτη ισχύ τους είναι σχετική με τα αντικείμενα που είναι τα αντίγραφά τους και επομένως εξαρτώνται από αυτά. Σε σύγκριση με την Ιδέα του Αγαθού, η ύπαρξή τους είναι μόνο σχετική και ως εκ τούτου είναι μόνο τρόποι της ιδέας του Αγαθού. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του Ιδεατού κόσμου είναι η οργανική του ενότητα. Παρά την ιεραρχική τάξη οι ιδέες παρουσιάζουν μια οργανική ενότητα και διάγουν μια κοινή ζωή. Δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν μεταξύ τους καθώς είναι ανεξάρτητα από το χρόνο και το χώρο, που είναι αρχές διαχωρισμού.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Πλάτωνας εν τέλει εντοπίζει αυτές τις ιδέες στη νοημοσύνη. Υπάρχουν, ούτε στον φυσικό κόσμο, ούτε στον ανθρώπινο νου. Μεταφορικά τοποθετούνται στους ουρανούς, αλλά στην πραγματικότητα το σπίτι των Ιδεών είναι η Ιδέα ως τέτοια. Δεν μπορεί να έχει μια θέση έξω από τον εαυτό της και υπάρχει λόγω του εαυτού της στη νοημοσύνη, στο νου και αποτελεί την ίδια την ουσία του νου. Ο Πλάτωνας λέει ότι είναι λανθάνουσα μέσα στο νου με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχουμε συνείδησή της ​​αρχικά.

Τώρα οι ερωτήσεις είναι οι εξής. Αν είναι λανθάνουσες στο νου, τότε ο νους πρέπει να τα γνωρίζει πάντα. Τότε ποια είναι η πηγή των σφαλμάτων (error) και των λαθών (mistakes); Πάλι, έχουμε πρόσβαση σε αυτές στις αισθήσεις μας, καθώς είναι προφανώς οι μόνες πηγές όλης της γνώσης μας; Ο Πλάτωνας αρνείται κατηγορηματικά τη δυνατότητα πρόσβασης στις ιδέες μέσω των αισθήσεων. Οι αισθήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο στα εξωτερικά αντίγραφα των Ιδεών και τα πρωτότυπα υπάρχουν μέσα μας. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις μπορούν μόνο να προκαλέσουν (provoke) τις Ιδέες, και δεν μπορούν να τις παράγουν (produce). Επιπλέον, οι αισθήσεις είναι βασικά απατηλές (deceptive). Σέρνουν το νου στον κόσμο των ιδιαιτεροτήτων, και η πραγματική αλήθεια είναι προσβάσιμη μόνο μέσω του συλλογισμού (reasoning). Είναι συναφές να αναφέρουμε την έννοια του Πλάτωνα για την ύλη σε αυτό το πλαίσιο όπου συζητάμε για την πραγματικότητα του υλικού κόσμου. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ύλη είναι ουσιαστικά μη ον. Η Ιδέα γίνεται δημιουργός, αιτία, θέληση σε αναφορά με το μη ον, και αυτό που είναι ουσιαστικά μη ον γίνεται σαν ον και συμμετέχει στην απόλυτη ύπαρξη της Ιδέας. Για να εξηγήσει την εξαιρετικά περίπλοκη θεωρία του για την πραγματικότητα ο Πλάτων εισάγει την περίφημη Παραβολή του Σπηλαίου. Βασικά λέει την ιστορία ανθρώπων που παραμένουν αμαθείς για τον πραγματικό κόσμο και ζουν στον κατώτερο κόσμο των αντικειμένων της αίσθησης, νομίζοντας ότι είναι πραγματικότητα. Ο Πλάτωνας συγκρίνει τέτοιους αδαείς ανθρώπους με τους φυλακισμένους σε μια σπηλιά. Αυτοί οι κρατούμενοι είναι αλυσοδεμένοι και μπορούν να κοιτάξουν μόνο προς μία κατεύθυνση· μπροστά τους. Έχουν μια φωτιά πίσω τους και έναν τοίχο μπροστά. Ανάμεσα τους και τον τοίχο δεν υπάρχει τίποτα· το μόνο που βλέπουν είναι σκιές του εαυτού τους και των αντικειμένων πίσω τους, ριγμένο στον τοίχο από το φως της φωτιάς. Αυτοί οι κρατούμενοι, που δεν έχουν δει τίποτα άλλο παρά μόνο τις σκιές, σκέφτονται ότι αυτές οι σκιές είναι αληθινές. Δεν έχουν ιδέα για την πραγματικότητα. Επιτέλους ένας άνθρωπος καταφέρνει να δραπετεύσει από τη σπηλιά στο φως του ήλιου. Αρχικά νιώθει σοκαρισμένος, βλέποντας τον ήλιο και τα αντικείμενα στο φως της ημέρας και σταδιακά κατανοεί την κατάσταση πραγμάτων. Τότε συνειδητοποιεί ότι μέχρι τότε το είχαν εξαπατήσει οι σκιές.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Πλάτωνας λέει ότι αν νομίζει ότι είναι καθήκον του να βοηθάει και τους συγκρατούμενούς του να αποδράσουν από τη φυλακή. Γίνεται έτσι φύλακας· ο κυβερνήτης των ανθρώπων, που τους οδηγεί στην αλήθεια και τη φώτιση. Σε αυτή την παραβολή, η φυλακή και οι αλυσίδες συμβολίζουν το σώμα και τις αισθήσεις μας αντίστοιχα. Μας εμποδίζουν να αποκτήσουμε πρόσβαση στην αλήθεια —τον κόσμο των ιδεών— καθώς μας παρασύρουν στον κόσμο των αισθητών αντικειμένων, που είναι απλές σκιές των πραγματικών ιδεών. Ο Ήλιος στην παραβολή συμβολίζει τη φώτιση και τη σοφία. Αυτό που είναι φωτισμένο θα κατανοήσει την πραγματικότητα του κόσμου. Ο Πλάτωνας εισάγει περαιτέρω την αναλογία της όρασης για να διευκρινίσει τη θεωρία των ιδεών περαιτέρω. Εξηγεί τη διαφορά μεταξύ της καθαρής πνευματικής όρασης και τη συγκεχυμένη όραση της αισθητηριακής αντίληψης. Όταν υπάρχει επαρκές ηλιακό φως τα αντικείμενα μας αποκαλύπτονται ξεκάθαρα. Στο λυκόφως έχουμε θολή όραση και στο σκοτάδι, τίποτα δεν αποκαλύπτεται. Εδώ το μάτι αντιπροσωπεύει την ψυχή και ο Ήλιος που είναι η πηγή του φωτός, συμβολίζει τη σοφία που συνίσταται στην πρόσβαση στην αλήθεια ή την καλοσύνη. Το σκοτάδι συμβολίζει την κατάσταση της πλήρους άγνοιας και το λυκόφως αντιπροσωπεύει τη μπερδεμένη όραση. Ο Πλάτωνας παίρνει αυτή την παραβολή γιατί η όραση είναι διαφορετική από τις άλλες αισθήσεις, καθώς απαιτεί όχι μόνο το μάτι και το αντικείμενο, αλλά και το φως. Δηλώνει κατηγορηματικά ότι έχουμε πρόσβαση στον κόσμο των ιδεών μόνο όταν υπάρχει φώτιση (enlightenment), και ο κόσμος των περαστικών πραγμάτων είναι ένας μπερδεμένος κόσμος του λυκόφωτος.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, Ιδέες ή ουσίες είναι:

(α) Νοητικά αντίγραφα των αισθητών αντικειμένων (β) Υπάρχουν στο νου του ατόμου (γ) Απόλυτες και είναι ανεξάρτητες του νου (δ) Είναι αντιπρόσωποι των αντικειμένων

  1. Ποιος από τους παρακάτω είναι μεταγενέστερος Ίωνας στοχαστής;

(α) Θαλής (β) Αναξίμανδρος (γ) Αναξιμένης (δ) Αναξαγόρας

  1. Ποιος θεώρησε ότι η αρχέγονη υπόσταση

είναι μια αιώνια, άπειρη, απεριόριστη και άφθαρτη υπόσταση; (α) Αναξιμένης (β) Παρμενίδης (γ) Θαλής (δ) Αναξίμανδρος

  1. Ποιος είπε ότι «δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές;»

(α) Ηράκλειτος (β) Παρμενίδης (γ) Θαλής (δ) Αναξιμένης

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν υποστηρίζεται από τους ατομιστές;

(α) Η απόλυτη αλλαγή είναι αδύνατη (β) Τα άτομα είναι απλά και αόρατα (γ) Τα άτομα δεν εκτείνονται (δ) Η κίνηση είναι εγγενής στα άτομα. Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. (δ)
  2. (δ)
  3. (α)
  4. (γ)

Ανάθεση

  1. Συζητήστε τις σημαντικότερες συνεισφορές των προσωκρατικών Ελλήνων φιλοσόφων.
  2. Εξετάστε το πρόβλημα της ουσίας και το πρόβλημα της αλλαγής όπως συζητήθηκε από

τους πρώιμους Έλληνες στοχαστές.

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics,

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Weber, Alfred: /History Of Philosophy, /Μετφρ. από τον Frank Thilly, New

Γιορκ Τσαρλς Scribners Sons, 1905.

  1. Zeller, E: /A History of Greek Philosophy/, Vol

1, Λονδίνο, Longmans, Green και Co, 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Long, A, The scope of early Greek philosophy, Cambridge Companions

Διαδικτυακά © Cambridge University Press, 2006.

  1. http://www.1911encyclopedia.org/Ionian_School_Of_Philosophy
  2. http://www.iep.utm.edu/greekphi/
  3. Ιόνιο Φιλοσοφική Σχολή , εισαγωγή στο /New Adve3nt,

Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, / /διαθέσιμο στο: http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm/

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm
  2. http://www.newadvent.org/cathen/08092a.htm
  3. http://www.nationsonline.org/oneworld/greece.htm

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο τέταρτο

Η Θεωρία της Γνώσης του Πλάτωνα

Λέξεις κλειδιά: γνώση ως ανάμνηση, Παραβολή του σπηλαίου, σπήλαιο αναλογία, μάτι- αναλογία, ροή, διαλεκτική μέθοδος, πνευματική μαιευτική,

Το προηγούμενο κεφάλαιο εξέτασε τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, η οποία αποτελεί τη δική του μεταφυσική θεωρία. Είδαμε ότι ο Πλάτωνας θέτει μια ξεχωριστή επικράτεια για να φιλοξενήσει τις πραγματικές του ουσίες ή ιδέες, έναν κόσμο ιδεών, όπου βρίσκονται οι Ιδέες ιεραρχικά διατεταγμένες. Αρνείται να δώσει οποιαδήποτε αξία στον κόσμο της αισθητηριακής εμπειρίας. Αλλά αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την εμπειρία των αισθήσεων, τότε πώς κατανοούμε τις ιδεατές ουσίες; Στο πλαίσιο αυτό ο Πλάτωνας εισήγαγε τη διαλεκτική μέθοδος, η οποία είναι μια μέθοδος σκέψης με έννοιες που φθάνει στο τελικούς ορισμούς για τις έννοιες μέσω των οποίων σκεφτόμαστε.

Αλλά, περιέργως, αυτή η μέθοδος προϋποθέτει ότι η ψυχή κατέχει ήδη όλες τις γνώσεις και η διαλεκτική μέθοδος μας βοηθάει μόνο να τις «ανακαλέσουμε». Έτσι, ο Πλάτωνας φαίνεται να υποστηρίζει ότι «κάθε γνώση είναι ανάμνηση». Εξ ου και η θεωρία του της γνώσης προϋποθέτει μια μοναδική θεωρία της ψυχής, όπου η τελευταία συλλαμβάνεται ως αιώνια. Αυτό το κεφάλαιο εστιάζει σε αυτά τα προβλήματα.

Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία, αφηγείται ένα περιστατικό όπου ο Σωκράτης είναι απασχολημένος σε μια συνομιλία με τον Γλαύκωνα.

Και τώρα, είπα, επίτρεψε μου να δείξω σε ένα σχήμα λόγου (figure) πόσο φωτισμένη ή αφώτιστη είναι η φύσης: --Ιδού! ανθρώπινα όντα που ζουν σε ένα υπόγειο άντρο (den), το οποίο έχει ένα στόμα ανοιχτό προς το φως που φθάνει σε όλο το άντρο· εδώ είναι από την παιδική τους ηλικία, και έχουν δεμένα τα πόδια και τον λαιμό τους με αλυσίδες έτσι ώστε να μην μπορούν να κινηθούν, και μπορούν να δουν μόνο μπροστά τους, όντας εμποδισμένοι από τις αλυσίδες να γυρίσουν το κεφάλι τους. Πάνω και πίσω τους μια φωτιά ανάβει από μακριά, και μεταξύ της φωτιάς και των αιχμαλώτων υπάρχει ένας ανυψωμένος δρόμος· και θα δεις, αν κοιτάξεις, ένα χαμηλό τοίχο χτισμένο καθ' οδόν, σαν την οθόνη που παίχτες μαριονετών έχουν μπροστά τους, πάνω στην οποία δείχνουν τις μαριονέτες.

Κατάλαβα.

Και βλέπεις, είπα, ανθρώπους που περνούν κατά μήκος του τοίχου κουβαλώντας κάθε λογής αγγεία, και αγάλματα και φιγούρες ζώων από ξύλο και πέτρα και διάφορα


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

υλικά, που φαίνονται πάνω από τον τοίχο; Άλλα από αυτά μιλάνε, άλλα είναι σιωπηλά.

Μου έδειξες μια παράξενη εικόνα, και είναι περίεργοι κρατούμενοι. Όπως εμείς, απάντησα· και βλέπουν μόνο τις δικές τους σκιές, ή τις σκιές το ένα του άλλου, που η φωτιά ρίχνει στον απέναντι τοίχο της σπηλιάς;

Αλήθεια, είπε· πώς θα μπορούσαν να δουν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις σκιές αν δεν επιτρεπόταν ποτέ να κινούν το κεφάλι τους;

Και από τα αντικείμενα που μεταφέρονται με παρόμοιο τρόπο θα έβλεπαν μόνο τις σκιές;

Ναι, είπε.

Και αν μπορούσαν να συνομιλήσουν μεταξύ τους, δεν θα πίστευαν ότι ονομάτιζαν ό,τι ήταν στην πραγματικότητα μπροστά τους;

Πολύ αληθινό.

Και ας υποθέσουμε περαιτέρω ότι η φυλακή είχε μια ηχώ που προερχόταν από την άλλη πλευρά, δεν θα ήταν σίγουρο ότι θα τους άρεσε όταν ένας από τους περαστικούς έλεγε ότι η φωνή που άκουσαν προήλθε από τη σκιά που περνούσε;

Καμία ερώτηση, απάντησε.

Για αυτούς, είπα, η αλήθεια δεν θα ήταν κυριολεκτικά παρά οι σκιές των εικόνων.

Εδώ το σπήλαιο συμβολίζει το ανθρώπινο σώμα και οι αλυσίδες είναι οι αισθήσεις μέσω των οποίων παίρνουμε γνώση για τον αισθητό κόσμο. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι, αφού οι αισθήσεις μπορούν μόνο να δώσουν γνώση για τα αντικείμενα του φευγαλέου εμπειρικού κόσμου, και όχι για τον κόσμο των Ιδεών ή των ουσιών, αποτυγχάνουν να μας δώσουν οποιαδήποτε γνώση. Μπορούμε να έχουμε μόνο απόψεις (opinions) για τα αισθητά αντικείμενα, τα οποία είναι προορισμένα να συγχυσθούν. Η Παραβολή του Σπηλαίου αναφέρεται στους ανθρώπους που έχουν άγνοια και ζουν στον κατώτερο κόσμο των αισθητηριακών αντικειμένων, και συγκρίνονται με κρατούμενους σε μια σπηλιά που είναι αλυσοδεμένοι και ως εκ τούτου μπορούν να κοιτάξουν μόνο προς μία κατεύθυνση. Έχουν μια φωτιά πίσω τους, ένα τοίχο μπροστά και ανάμεσά τους. Στον μπροστινό τοίχο βλέπουν τις δικές τους σκιές και τις σκιές των αντικειμένων πίσω τους και σκέφτονται ότι αυτές οι σκιές είναι πραγματικές, καθώς δεν έχουν ιδέα για την πραγματικότητα. Το σώμα υποκείμενο στην επιρροή των αισθήσεων (σπήλαιο και αλυσίδες) εμποδίζει τη διάνοια να έχει πρόσβαση στην


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πραγματικότητα των πραγμάτων. Βλέπει μόνο τα αισθητά αντικείμενα και τα θεωρεί πραγματικά. Ο συμβολισμός του σπηλαίου υποδηλώνει ότι στην πραγματικότητα είναι σκιές και όχι πραγματικές. Αλλά ένας άνθρωπος που δραπετεύει από τη σπηλιά και βγαίνει έξω, βλέπει τον ήλιο και τα αντικείμενα γύρω του στο φως του ήλιου. Αρχικά δυσκολεύεται να κατανοήσει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Σταδιακά όμως έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα. Ο ήλιος εδώ σημαίνει φώτιση ή σοφία, που αποκαλύπτει την απόλυτη πραγματικότητα στη διάνοια. Ο άνθρωπος που δραπετεύει από τη σπηλιά συνειδητοποιεί τώρα ότι είχε εξαπατηθεί από σκιές. Ο Πλάτωνας λέει ότι, αν ένας τέτοιος άνθρωπος που είχε συνειδητοποίηση την αλήθεια πιστεύει ότι είναι καθήκον του να βοηθήσει τους συγκρατούμενούς του να δραπετεύσουν επίσης από τη σπηλιά (σώμα και αισθήσεις), τότε είναι φιλόσοφος ή φύλακας, ο κυρίαρχος των ανθρώπων. Η θεωρία του Πλάτωνα συνδέει έτσι τη μεταφυσική θεωρία με μια γνωσιολογία που απαντά στις ερωτήσεις· τι είναι η γνώση; Πώς παίρνουμε γνήσια γνώση; Ποια είναι τα γνήσια αντικείμενα της γνώσης; Δεν ξεχωρίζει μόνο τη γνώση (knowledge) από τη γνώμη (opinion), αλλά και διαχωρίζει τα αντικείμενα της γνώσης από τα αντικείμενα της γνώμης. Μια τέτοια διάκριση έρχεται σε αντίθεση με την κοινή μας αντίληψη για τη διάκριση μεταξύ γνώσης και γνώμης. Όπως λέει ο Russell, μπορούμε να σχηματίσουμε μια άποψη για κάτι και μπορεί επίσης να έχουμε γνώση για το ίδιο πράγμα. Ο Ράσελ δίνει ένα παράδειγμα για αυτό. Λέει ότι, αν νομίζω ότι θα χιονίσει, τότε αυτό είναι μια γνώμη. Αλλά αν αργότερα δω να χιονίζει, αυτό είναι γνώση. Εδώ το θέμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Πλάτωνα, που θεωρεί ότι η γνώση και η γνώµη ασχολούνται με διαφορετικά θέµατα. Για τον Πλάτωνα η γνώση είναι δυνατή μόνο για τις ιδέες και για τις καθέκαστες, αισθητηριακές εμφανίσεις μπορούμε να σχηματίσουμε μόνο απόψεις (opinions). Από την αναλογία της όρασης, ο Πλάτωνας αντλεί ένα άλλο επιχείρημα για να υποστηρίξει τη δική του θεωρία της γνώσης. Όπου υπάρχει κανονικό φως, βλέπουμε τα πράγματα καθαρά. Στο λυκόφως, τα πράγματα φαίνονται διφορούμενα και ασαφή, και στο σκοτάδι, δεν φαίνεται τίποτα. Σε αυτή την αναλογία, το μάτι συμβολίζει την ψυχή, η οποία γνωρίζει την πραγματικότητα, ο ήλιος είναι η πηγή φωτός και ως εκ τούτου συμβολίζει την αλήθεια ή την καλοσύνη και τη σοφία. Λυκόφως σημαίνει μπερδεμένη όραση και σκοτάδι άγνοια. Αυτή η αναλογία χρησιμοποιείται προκειμένου να εξηγηθεί η διαφορά μεταξύ της σαφούς πνευματικής όρασης και της συγκεχυμένης όρασης της αισθητηριακής αντίληψης. Η αναλογία του ματιού είναι κρίσιμη γιατί η όραση είναι


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

διαφορετική από τις άλλες αισθήσεις, καθώς απαιτεί όχι μόνο το μάτι και το αντικείμενο, αλλά επίσης το φως.

Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει τίποτα που αξίζει να ονομαστεί γνώση που να προέρχεται από τις αισθήσεις, καθώς αποκαλύπτουν μόνο εμφανίσεις ή αντίγραφα των ουσιών. Η γνώση για τις ουσίες είναι η πραγματική γνώση που μπορεί να συλλάβει η νοημοσύνη μόνο μέσα από έννοιες. Αυτή η θέση προφανώς ισοδυναμεί με πλήρη απόρριψη της αντιληπτικής γνώσης.

Διάψευση της Αντιληπτικής Γνώσης

Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι ο αντιληπτικός κόσμος βρίσκεται σε συνεχή ροή. Εδώ συμφωνεί με τον Ηράκλειτο που βεβαίωσε ότι δεν μπορεί κανένα να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Τα αντικείμενα υφίστανται συνεχείς αλλαγές και ο αντιληπτικός κόσμος είναι ένας κόσμος που βρίσκεται σε μια διαδικασία του γίγνεσθαι. Επομένως, η αντίληψη ασχολείται με τη γνώση του τι γίνεται και όχι αυτού που είναι. Αποτυγχάνει να συλλάβει την αληθινή ύπαρξη των πραγμάτων. η αναλογία του Σπηλαίου το είχε καταστήσει σαφές. Οι αισθήσεις αποκαλύπτουν μόνο τις σκιές, τα μη πραγματικά αντίγραφα των πραγματικών και υποστασιακών Μορφών, οι οποίες αποκαλύπτονται μόνο στη διάνοια στον καθαρό ορθολογικό στοχασμό. Στην αντίληψη, τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο υφίστανται γρήγορες αλλαγές. Η αλλαγή στην αντίληψη (percipient) προκαλεί την αλλαγή στο αντίλημμα (percept). Ως εκ τούτου η ίδια η αντιληπτική γνώση δεν μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτη. Αυτό σημαίνει ότι τίποτα δεν είναι σταθερό και όλα βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς ροής και ως εκ τούτου αβέβαια. Ο Πλάτωνας στον Θεαίτητο του εξετάζει τη φύση της αντίληψης. Στη συνομιλία του με τον Θεαίτητο, που είναι μαθητής των μαθηματικών, ο Σωκράτης ρωτά τι είναι η γνώση; Οι αρχικές απαντήσεις που έδωσε ο Θεαίτητος δεν ήταν ικανοποιητικές, καθώς ο Σωκράτης συνέχισε να επιμένει σε σαφείς και ακριβείς ορισμούς των όρων και των εννοιών που χρησιμοποιούνται. Εδώ ο Θεαίτητος παρουσιάζει τρεις ορισμούς της γνώσης.

  1. Η γνώση είναι αντίληψη.
  2. Η γνώση είναι αληθινή πεποίθηση.
  3. Η γνώση είναι αληθινή πεποίθηση με μια λογοδοσία (account)

Ο Σωκράτης διαψεύδει όλους αυτούς τους λογαριασμούς. Ο πρώτος λογαριασμός λέει ότι η γνώση είναι αντίληψη, και αυτή η ενόραση συνδέεται με τη φιλοσοφία δύο άλλων στοχαστών: του Πρωταγόρα και του Ηράκλειτου. Αν ταυτίσουμε την αντίληψη με τη γνώση, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αντίληψη όλων των ειδών και από όλους τους τύπους· η αντίληψη των ανθρώπων, των ζώων, των τρελών, της αντίληψης των ονείρων κλπ. Και πάλι, αν ακολουθήσουμε την αρχή του Ηράκλειτου,


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

«δεν μπορεί κανένα να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές», δεν μπορούμε να κάνουμε καμία βεβαίωση για οτιδήποτε, καθώς τα πράγματα υφίστανται γρήγορες αλλαγές που μας εμποδίζουν από το να παγιώσουμε το νόημά τους.

Ο Russell παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της διάψευσης της αντιληπτικής γνώσης. Λέει ότι αντιλαμβανόμαστε μέσω των ματιών και των αυτιών, παρά με αυτά. Επισημαίνει ότι, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν συνδέονται με κανένα αισθητήριο όργανο. Αναφέρει το παράδειγμα της γνώσης για την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη. Δεν υπάρχει ειδικό όργανο για την πρόσβαση στη γνώση για την ύπαρξη και ανυπαρξία, ομοιότητα και ανομοιότητα, ομοιότητα και διαφορές, ενότητα και αριθμούς γενικά, τιμητικά και άτιμα, και καλά και κακά. Σε τέτοια περιπτώσεις ο νους παίζει πολύ κρίσιμο ρόλο. Συλλογίζεται κάποια πράγματα μέσω της δικής του εργαλειακότητας, άλλα μέσω των σωματικών ικανοτήτων. Ο Ράσελ προσθέτει ότι, αν και αντιλαμβανόμαστε το σκληρό και το μαλακό μέσω της αφής, είναι ο νους που κρίνει ότι υπάρχουν και ότι είναι αντίθετα. Μόνο ο νους μπορεί να φτάσει στην ύπαρξη, ισχυρίζεται ο Ράσελ, και δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αλήθεια αν δεν φτάσουμε στην ύπαρξη.

Η θεωρία του Πλάτωνα προβάλλει έτσι τη θέση που ισχυρίζεται ότι η γνώση συνίσταται και είναι το αποτέλεσμα του διανοητικού στοχασμού και των αισθητηριακών αντιλήψεων ή οι εντυπώσεις δεν είναι μόνο η πηγή της άκυρης γνώσης, αλλά είναι παραπλανητικές και συγκεχυμένες. Η αντίληψη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πνευματική κατανόηση και ως εκ τούτου τη γνώση. Δεν μπορεί να ενθαρρύνει την κατανόηση της αλήθειας, αφού δεν έχει κανένα ρόλο στην κατανόηση της αληθινής ύπαρξης των ιδεών ή των ουσιών. Ο Πλάτωνας λοιπόν επιμένει ότι, προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση στην πραγματικότητα και την αλήθεια που αποτελούνται από ουσίες και ως εκ τούτου να κερδίσουμε γνώση, πρέπει να πάμε πέρα ​​από την αισθητηριακή αντίληψη και ως εκ τούτου, πέρα ​​από τον κόσμο των καθέκαστων.

Η Διαλεκτική Μέθοδος

Αυτή η διανοητική κατανόηση της καθολικής ιδέας από τα διάσπαρτα καθέκαστα γίνεται με το σχηματισμό εννοιών. Ο νους πρέπει να ταξινομήσει τις έννοιες με συσχέτιση, συνδυασμό, σύγκριση, διαίρεση, σύνθεση και ανάλυση τους. Η διαλεκτική μέθοδος εισάγεται για να γίνει αυτό δυνατό. Είναι η μέθοδος σκέψης μέσω εννοιών. Ως μεθοδολογία χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Σωκράτη, ο οποίος μέσα από συνομιλίες με ανθρώπους


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ασκούσε την τέχνη να εκμαιεύει την αλήθεια με αδιάκοπη διερώτηση (questioning) και αδιάλλακτη επιμονή στους ορισμούς των όρων.

Ωστόσο, η διαλεκτική μέθοδος προϋποθέτει ορισμένα πράγματα. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα πλαίσια και τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, για να αποκτήσουμε οποιαδήποτε πραγματική πληροφορία για τον κόσμο, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τη διαλεκτική μέθοδο. Μόνο όταν ο στόχος είναι να κατανοήσουμε τις ουσίες χρειάζεται να τις χρησιμοποιήσουμε.

Προϋποθέσεις της Διαλεκτικής Μεθόδου

Η διαλεκτική μέθοδος υποθέτει πρωτίστως ότι το πραγματικό είναι αθάνατο και άφθαρτο και ως εκ τούτου η γνήσια γνώση αφορά τη γνώση των ουσιών που είναι αιώνιες και άφθαρτες. Η διαλεκτική μέθοδος επιβεβαιώνει περαιτέρω ότι, αφού η γνώση για αυτές τις άφθαρτες ουσίες δεν είναι γνωστή ούτε μέσω των αισθήσεων, ούτε έχει η ψυχή κανένα άλλο μέσο με το οποίο να τη γνωρίζει, η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να την έχει ήδη στην κατοχή της. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα υποθέτει ότι η ψυχή πρέπει να είναι αθάνατη και έχει ήδη γνώση για την πραγματικότητα, την οποία έχει ξεχάσει λόγω της σχέσης της με το σώμα και τις αισθήσεις, που λειτουργούν ως σπήλαιο και αλυσίδες. Η διαλεκτική μέθοδος στοχεύει έτσι σε μια ανάμνηση αυτών των ήδη γνωστών αληθειών, επιτρέποντας στην ψυχή να υψωθεί πέρα ​​από τα συγκεχυμένα καθέκαστα.

Εφόσον η γνώση συνίσταται στην ανάμνηση ήδη γνωστών αληθειών, η διαλεκτική μέθοδος αναμένεται να προωθήσει αυτή τη διαδικασία. Ο Σωκράτης συγκρίθηκε με μαία, και η προσέγγισή του ήταν γνωστή ως πνευματική μαιευτική. Σαν την μαία που βοηθά τη γυναίκα να γεννήσει το παιδί που φέρει στο σώμα της, η πνευματική μαία, μέσω συνεχών ερωτήσεων και επιχειρημάτων, μας βοηθά να αποκτήσουμε γνήσια γνώση, την οποία η ψυχή μας ήδη κατέχει, αλλά την έχει ξεχάσει λόγω της σύνδεσης μας με το σώμα και τις αισθήσεις. Η διαλεκτική μέθοδος που όπως προαναφέρθηκε, είναι μια μέθοδος σκέψης με έννοιες, όπου βασικά ξαναθυμόμαστε αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Προωθεί αυτή τη διαδικασία αφαιρώντας όλες τις συγχύσεις και φέρνοντας την απαραίτητη σαφήνεια στη διαδικασία σκέψης μας. Έτσι στοχεύει στην σύλληψη των ουσιών των πραγμάτων, που δεν αποκαλύπτονται στην αισθητηριακή αντίληψη. Ο Σωκράτης προσποιείται ότι δεν γνωρίζει τίποτα και ρωτάει ερωτήσεις. Σε αυτή τη διαδικασία, εκθέτει τις συγχύσεις και τις αντιφάσεις των αντιπάλων του και τους αναγκάζει να διαπράξουν αντιφάσεις. Εξ ου και η διαδικασία είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία διευκρίνισης των σκέψεων.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Πολιτεία του Πλάτωνα, Βιβλίο Ι απεικονίζει μια διαμάχη μεταξύ του Σωκράτη και του Θρασύμαχου, που ήταν σοφιστής στην Αθήνα. Το θέμα του διαλόγου είναι η έννοια της δικαιοσύνης. Ο Θρασύμαχος, με το τυπικό ύφος των σοφιστών, υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι το συμφέρον του ισχυρότερου και επιβεβαιώνει ότι η ισχύς είναι δίκαιη (might is right). Επιχειρηματολογεί ότι η κυβέρνηση, οι πλούσιοι και οι ισχυροί μπορούν να φτιάξουν και να αλλάξουν τους νόμους, που οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν. Ο Σωκράτης αμφισβητεί αυτόν τον ορισμό και προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Θρασύμαχος είναι λάθος.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι βασικές παραδοχές είναι (α) η ψυχή είναι αθάνατη (β) η ψυχή κατέχει ήδη όλη τη γνώση (γ) όλη η γνώση είναι ανάμνηση (δ) ο Σωκράτης είναι μια διανοούμενη μαία που βοηθά τους άλλους να φτάσουν στο σωστή γνώση για την πραγματικότητα.

Η θεωρία της γνώσης του Πλάτωνα υποστηρίζει τον θεμελιώδη χωρισμό της ψυχής από το σώμα· ένας δυϊσμός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γνωσιολογία του. Η ψυχή είναι η κατοικία των καθαρών ιδεών ή των αφηρημένων ουσιών, ενώ το σώμα με τις αισθήσεις μας παρασύρει στον κόσμο των φθαρτών καθέκαστων αντικειμένων. Οι άνθρωποι εξαπατώνται από τις αισθήσεις, παρασύρονται από τις πρόσκαιρες αισθησιακές απολαύσεις, και το αποτέλεσμα είναι μια συγκεχυμένη όραση, παρόμοια με αυτή που έχουμε στο λυκόφως. Η καθαρή διανοητική όραση είναι δυνατή μόνο όταν απελευθερωθούμε από τους πειρασμούς του αισθησιακής εμπειρίας (sensual experience). Ο Πλάτωνας προτρέπει για αυτήν την απελευθέρωση, την οποία οι φιλόσοφοι φτάνουν με προσεκτικές πνευματικές αναζητήσεις. Ο φιλόσοφος δεν πρέπει να είναι δούλος των κοινών απολαύσεων και δεν πρέπει να νοιάζεται για φευγαλέες εγκόσμιες απολαύσεις. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με την ψυχή, που είναι αθάνατη. Ο φιλόσοφος θα πρέπει να προσπαθήσει να ελευθερώσει την ψυχή από την κοινωνία της με το σώμα, καθώς το τελευταίο είναι ένα εμπόδιο στην απόκτηση γνήσιας γνώσης.

Αυτό ισοδυναμεί με μια οριστική απόρριψη της εμπειρικής γνώσης. Η επιστημολογία του Πλάτωνα, λοιπόν, υποστηρίζει σθεναρά ένα σχήμα διχοτομιών όπου διακρίνει θεμελιωδώς την εμφάνιση (appearance) από την πραγματικότητα (reality), τα καθέκαστα (particulars) από την καθολική ουσία (universal essence), τα αισθητά αντικείμενα (sensible objects) από τις ιδέες (ideas), την αντίληψη (perception) από το λόγο (reason), τις γνώμες/απόψεις (opinions) από τη γνήσια γνώση (genuine knowledge) και τέλος το σώμα (body) από την ψυχή (soul). Ο Πλάτωνας προτείνει μια τριμερή θεωρία της ψυχής, όπου η ψυχή συλλαμβάνεται ως συστατικό τριών βασικών πτυχών· του λογικού (rational), του θυμικού (spirited) και του ορεκτικού (appetitive). Η λογική πτυχή χαρακτηρίζεται από σοφία και γνώση, το θυμικό από ανδρεία (valor), ενέργεια και θάρρος (courage) και το ορεκτικό από εγκράτεια (temperance). Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι, αν και αυτές οι τρεις


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

όψεις είναι χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπινων ψυχών, η κυρίαρχη όψη καθορίζει το είδος του ανθρώπου που κάποιο είναι. Η λογική πτυχή είναι κυρίαρχη μεταξύ των ανθρώπων που είναι οι φύλακες της κοινωνίας. Διαθέτουν τη σοφία που απαιτείται για τον προγραμματισμό και τη λήψη αποφάσεων σε κρατικό επίπεδο. Έτσι, η Πολιτεία του Πλάτωνα κυβερνάται από ειδικούς. Οι στρατιώτες είναι εκείνοι στους οποίους κυριαρχεί η θυμική όψη και ως εκ τούτου επιδεικνύουν το θάρρος που απαιτείται για την προστασία της κοινωνίας από τους εχθρούς. Η ορεκτική όψη κυριαρχεί στους εμπόρους. Η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι λοιπόν ένα ιδανικό κράτος που κυβερνάται από τους Φύλακες, προστατεύεται από τους στρατιώτες και συντηρείται από τους εμπόρους.

Κουίζ

  1. Η διαλεκτική μέθοδος δεν είναι:

(α) Μια μέθοδος σκέψης με έννοιες (β) Μια μέθοδος με την οποία φτάνουμε σε τελικούς ορισμούς για τις έννοιες (γ) Μέθοδος μέσω της οποίας θυμόμαστε όσα ήδη γνωρίζουμε (δ) Μέθοδος με την οποία επικυρώνουμε τη δική μας αισθητηριακή εμπειρία.

  1. Στην αναλογία της όρασης το λυκόφως σημαίνει :

(α) Συγκεχυμένη γνώση (β) Άγνοια (γ) Λάθος αντίληψη (δ) Σοφία

  1. Γιατί σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η αντιληπτική γνώση δεν μπορεί να παραμείνει

αμετάβλητη; (α) Η πραγματικότητα βρίσκεται σε συνεχή ροή (β) Αλλαγή στην αντίληψη προκαλεί αλλαγή στην αντίληψη (γ) Η αντίληψη εξαρτάται από έναν κόσμο που αλλάζει
(δ) Όλα τα παραπάνω

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τη διαλεκτική μέθοδο;

(α) Στοχεύει σε γνήσια γνώση που αφορά τις ουσίες (β) Επιτρέπει ανθρώπινη ψυχή να αποκτήσει γνώση μέσω των αισθήσεων (γ) Αποσκοπεί σε μια ανάμνηση ήδη γνωστών αληθειών (δ) Αποσκοπεί στην αποτύπωση των καθολικών.

  1. Ποιο δεν αποτελεί προϋπόθεση της πλατωνικής θεωρίας της γνώσης;

(α) Η ψυχή είναι αθάνατη (β) Απόρριψη της εμπειρικής γνώσης (γ) Όλη η γνώση είναι ανάμνηση (δ) Η γνήσια γνώση είναι δυνατή για το κόσμο των αισθητών αντικειμένων.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κλειδί απάντησης:

  1. (δ)
  2. (α)
  3. (β)
  4. (β)
  5. (δ)

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Long, A, The scope of early Greek philosophy, Cambridge Companions

Online © Cambridge University Press, 2006.

  1. Πλάτωνας περί Γνώσης στο /Θεαίτητος: /ατ

http://plato.stanford.edu/entries/plato-theaetetus/

  1. Jones, Dylan Michael Wlliam, «An Examination of the Development of

Η θεωρία της γνώσης του Πλάτωνα στους πρώιμους διαλόγους του.» (1968). Ανοιχτό Πρόσβαση σε Διατριβές και Διατριβές. Χαρτί 5755. http://digitalcommons.mcmaster.ca/do/search/?q=author_lname%3 A%22Jones%22%20AND%20author_fname%3A%22Dylan%22&start =0&context=212799&sort=date_desc


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο πέμπτο

Η κριτική του Αριστοτέλη στον πλατωνικό ιδεαλισμό και τις έννοιες της μορφής και της ύλης

Λέξεις-κλειδιά Αριστοτέλης, επιχείρημα τρίτου ανθρώπου, συνύπαρξη μορφής και ύλης, πρώτη φιλοσοφία, υπερβατολογισμός (transcendentalism).

Εισαγωγή

Αυτό το κεφάλαιο ασχολείται κυρίως με την κριτική του Αριστοτέλη στον πλατωνικό ιδεαλισμό και τη δική του ανάπτυξη μιας εναλλακτικής μεταφυσικής. Εδώ προτείνει έναν δυισμό μορφής και ύλης. Θα ξεκινήσουμε με μια αξιολόγηση των πνευματικών συνεισφορών του Αριστοτέλη και στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της ανασκευής του ιδεαλισμού του Πλάτωνα. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πλάτωνας προτείνει έναν ασυμβίβαστο ιδεαλισμό και μονισμό, που θέτουν τις ουσίες ή τα είδη (forms) ως τις μόνες πραγματικότητες, και αντιμετωπίζει οτιδήποτε άλλο ως μη πραγματικό, και υποβιβάζει τον υλικό κόσμο στην επικράτεια των απλών εμφανίσεων. Η θεωρία του Αριστοτέλη διατηρεί μερικές από τις ιδέες του δασκάλου, καθώς και αυτός θεωρεί τα είδη (forms) ως έσχατες πραγματικότητες, αλλά απορρίπτει τον υπερβατολογισμό του δασκάλου και καθιστά τα είδη (forms) ενυπάρχοντα (immanent) στα αντικείμενα του υλικού κόσμου. Χρησιμοποιεί έννοιες όπως δυνάμει και ενεργεία για να εξηγήσει αυτή τη γόνιμη συνύπαρξη μορφής (form) και ύλης.

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα, στη Μακεδονία το έτος 384 π.Χ. ως ο γιος ενός γιατρού, και όλη η αρχική του εκπαίδευση ήταν στην επιστήμη της ιατρικής, που άφησε ένα σημαντικό σημάδι στη μετέπειτα σκέψη και ζωή του. Σπούδασε κοντά στον Πλάτωνα για αρκετά χρόνια και υπήρξε εξέχον μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Αλλά αργότερα έγινε κριτικός του Πλατωνισμού, ιδιαίτερα του υπερβατολογισμού του δασκάλου. Ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε ότι είχε δηλώσει ότι η σοφία δεν θα πεθάνει με τον Πλάτωνα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ακαδημία και τελικά ίδρυσε το δικό του σχολείο, το Λύκειο. Σε αντίθεση με την Ακαδημία, όπου σημασία δινόταν στην αφηρημένη φιλοσοφική και μαθηματική σκέψη, το Λύκειο έδωσε εξίσου σημασία στις έρευνες στις φυσικές επιστήμες, την αισθητική και την πολιτική.

Οι πνευματικές συνεισφορές του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης έχει συμβάλει πάρα πολύ σε διάφορους κλάδους και τομείς μελέτης, όπως εξαπλώνονται σε έναν τεράστιο πνευματικό τομέα που κυμαίνεται από τη βιολογία έως την αισθητική. Οι συνεισφορές του είναι θεμελιώδεις στον κόσμο των φυσικών επιστημών, ιδιαίτερα στη βιολογία, καθώς

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

έχει κάνει εκτεταμένο πειραματικό έργο, και έχει ταξινομήσει τον έμβιο κόσμο σε διαφορετικές κατηγορίες που επέτρεψαν τη μελλοντική εργασία. Ο Αριστοτέλης έθεσε επίσης τα θεμέλια στη μελέτη του λόγου, ως μιας επιστήμης και τέχνης της σκέψης, και επίσης της Ηθικής ως επιστήμης της ζωής. Τα έργα του για την αισθητική ήταν θεμελιώδεις συνεισφορές στον κλάδο. Αναφερόμενος στις πνευματικές του συνεισφορές, ο Russell κάνει την ακόλουθη παρατήρηση:

Ο Αριστοτέλης, ως φιλόσοφος, είναι από πολλές απόψεις πολύ διαφορετικός από όλους του προκατόχους του. Είναι ο πρώτος που έγραψε σαν καθηγητής: οι πραγματείες του είναι συστηματικές, οι συζητήσεις του χωρίζονται σε κεφάλαια, είναι ένας επαγγελματίας δάσκαλος, όχι ένας εμπνευσμένος προφήτης. Η εργασία του είναι κριτική, προσεγμένη, κοινότοπη (pedestrian), χωρίς κανένα ίχνος Βακχικού ενθουσιασμού. [Russell: A History of Western Philosophy]

Η κριτική του Αριστοτέλη στον Πλάτωνα

Ο Αριστοτέλης έχει δηλώσει ότι «η σοφία δεν θα πεθάνει ποτέ με τον Πλάτωνα» και σε άλλη περίπτωση είπε, ο Πλάτωνας είναι αγαπητός, αλλά η αλήθεια είναι πιο αγαπητή. Όπως προαναφέρθηκε, ενώ η Ακαδημία ήταν αφιερωμένη στην θεωρησιακή (speculative) και πολιτική φιλοσοφία, το Λύκειο πήρε τη βιολογία και τις φυσικές επιστήμες στα σοβαρά. Αλλά η μεταφυσική ή η πρώτη φιλοσοφία κατέχει, επίσης, κεντρικό ρόλο στο σχήμα του των πραγμάτων. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες μεταχειρίζονται την ποσότητα, την ποιότητα και τις σχέσεις των πραγμάτων. Από την άλλη πλευρά, η πρώτη φιλοσοφία ασχολείται με τις κατηγορίες της υπόστασης, και μελετά επίσης τις αιτίες των πραγμάτων. Διερευνά τη φύση του όντος χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες που επιβάλλει ο χώρος και ο χρόνος. Το απόλυτο και αναγκαίο ον, όπως το κατανοεί ο Αριστοτέλης, είναι η αιώνια ουσία των πραγμάτων σε αντίθεση με το σχετικό (relative), ενδεχόμενο (contingent) και τυχαίο (accidental). Ως προς αυτό συμφωνεί με τον Πλάτωνα σε μεγάλο βαθμό.

Η κύρια κριτική του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία του Πλάτωνα στόχευσε την ιδέα των καθολικών ουσιών του τελευταίου. Για τον Πλάτωνα είναι καθολικές και αντικειμενικές πραγματικότητες και υπάρχουν ανεξάρτητα από αντικείμενα. Είναι αιώνιες και άφθαρτες, και τα αντικείμενα στον κόσμο είναι θεμελιωδώς μη πραγματικά, και είναι απλώς αντίγραφα αυτών των αιώνιων ουσιών. Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα από πολλές απόψεις. Αλλά αντιτίθεται στον υπερβατολογισμό του τελευταίου, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι ουσίες είναι χωριστές από τα πράγματα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι ουσίες ή οι μορφές (forms) είναι έμφυτες στα πράγματα.

Όπως λέει ο Russell, ο Αριστοτέλης τις θεωρούσε ως κοινά ουσιαστικά και όχι ως αντικειμενικές πραγματικότητες και πράγματα. Οποιοδήποτε όνομα με δυνατότητα καθολικής εφαρμογής στα μέλη μιας τάξης αντιπροσωπεύει ένα καθόλου. Αντιτιθέμενος στη θεωρία του Πλάτωνα, που τις θέτει ως αφηρημένες πρωτότυπες μορφές (forms) στις οποίες «συμμετέχουν» τα αντικείμενα, ο Αριστοτέλης εισάγει το επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου.

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Το Επιχείρημα του Τρίτου Ανθρώπου

Το επιχείρημα αυτό στοχεύει στην κριτική της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνα, η οποία σύμφωνα με τον Αριστοτέλη αναφέρει ότι, «ένας άνθρωπος είναι άνθρωπος γιατί μοιάζει ή συμμετέχει στην ιδέα του ανθρώπου στον κόσμο των ουσιών». Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι, αν ένας άνθρωπος είναι άνθρωπος επειδή μοιάζει με τον ιδεατό (ideal) άνθρωπο, πρέπει να υπάρχει ένας ακόμα πιο ιδεατός άνθρωπος με τον οποίο και οι απλοί άνθρωποι και ο ιδεατός άνθρωπος είναι παρόμοιοι. Ο Αριστοτέλης σκοπεύει να αποδείξει ότι η έννοια της μίμησης ή της αντιγραφής που χρησιμοποιούνται στη θεωρία των ειδών (forms) προσκρούει σε λογικές δυσκολίες. Προκειμένου να εξηγηθεί η ομοιότητα μεταξύ ενός ανθρώπου και το είδος του ανθρώπου, χρειάζεται να θεωρήσει (construe) κανένα ένα τρίτο είδος ανθρώπου, και αυτό πάντα απαιτεί ένα άλλο είδος, και ως εκ τούτου η θεωρία των ιδεών οδηγεί στο άπειρο (ad infinitum). Ο Αριστοτέλης ρωτά περαιτέρω εάν ο ιδεατός άνθρωπος είναι ένα ιδεατό ζώο. Αν είναι, τότε πρέπει να υπάρχουν τόσα ιδεατά ζώα όσα και είδη (species) ζώων. Και πάλι, πώς μπορεί ο τέλειος και αιώνιος κόσμος να θεωρηθεί υπεύθυνος για τον ατελή και φθαρτό κόσμο των υλικών αντικειμένων;

Ο υπερβατολογισμός του Πλάτωνα συνέλαβε τις Ιδέες ως πραγματικά όντα που υπάρχουν ξέχωρα από τα άτομα, που τις εκφράζουν. Αυτή τη θέση βρίσκει ο Αριστοτέλης απαράδεκτη. Ρωτάει, αν η γενική Ιδέα είναι η υπόσταση των καθέκαστων ή η ουσία των πραγμάτων, πώς μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από αυτό του οποίου είναι η υπόσταση και η ουσία; Επιβεβαιώνει ότι το γενικό δεν μπορεί να υπάρχει έξω και κατά μήκος του ειδικού. Σύμφωνα με αυτόν οι ιδέες θεωρημένες ως τέτοιες και ξέχωρα από τα πράγματα, δεν είναι πραγματικά όντα ή υποστάσεις. Αντιτιθέμενος στον Πλάτωνα υποστηρίζει ότι ο φαινομενικός κόσμος δεν είναι μη πραγματικός και επιχειρηματολογεί ότι και η μορφή (form) και η ύλη συνυπάρχουν στον κόσμο των αντικειμένων. H συνύπαρξή τους είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη του κόσμου που ζούμε. Αφού θεωρεί αυτόν τον κόσμο πραγματικό, βρίσκει να αξίζει τον κόπο να επιδιώξει τη γνώση σχετικά με αυτόν. Αυτό κάνει τις φυσικές επιστημονικές έρευνες σημαίνουσες και σημαντικές. Υποστηρίζει ότι η γνήσια επιστημονική γνώση δεν είναι μια απλή γνωριμία (acquaintance) με τα γεγονότα, καθώς η γνώση συνίσταται στη γνώση των λόγων (reasons) και των αιτιών (causes) των πραγμάτων, και θα πρέπει να εξηγεί γιατί δεν μπορούν να είναι διαφορετικά από αυτό που είναι. Η θεωρία της συνύπαρξης μορφής-ύλης (form-matter) απαντά σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα.

Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι οι ιδέες δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν χωριστά από τα πράγματα. Από την άλλη πλευρά, είναι εγγενείς (inherent: intrinsic, σύμφυτος, έμφυτος, εγγενής) ή έμφυτες (immanent: που αποτελεί μέρος της ύπαρξης ενός όντος, έμφυτος, έμμονος, σύμφυτος, ενυπάρχων) στα πράγματα. Η ιδέα είναι η μορφή (form) του πράγματος, και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό παρά μόνο με αφαίρεση. Είναι η ουσία του καθέκαστου, και μαζί του αποτελεί ένα αδιαίρετο σύνολο. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης θα υποστήριζε ότι υπάρχει ευγένεια (manness) γιατί υπάρχουν πραγματικοί άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει πατρότητα, γιατί υπάρχουν πατέρες. Ο Russell διευκρινίζει το επιχείρημα του Αριστοτέλη περί εμμένειας (immanence) με μια ενδιαφέρουσα

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

παρομοίωση. Λέει ότι, όταν λέμε "υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το παιχνίδι του ποδοσφαίρου", θα είναι ανόητο να υποθέσουμε ότι το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς ποδοσφαιριστές. Ο Ράσελ στο δικό του συνηθισμένο στυλ γλωσσικής ανάλυσης εξηγεί τη θέση του Αριστοτέλη με τον ακόλουθο τρόπο. Και αυτή η εξάρτηση θεωρείται ότι δεν είναι αμοιβαία: οι άνθρωποι που παίζουν ποδόσφαιρο θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν ακόμα κι αν δεν έπαιζαν ποτέ ποδόσφαιρο· πράγματα που είναι συνήθως γλυκά μπορεί να γίνουν ξινά· και το πρόσωπό μου, που είναι συνήθως κόκκινο, μπορεί να γίνει χλωμό χωρίς να σταματήσει να είναι το πρόσωπό μου. Με τον τρόπο αυτό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι αυτό που ένα επίθετο (adjective) σημαίνει εξαρτάται ως προς την ύπαρξή του από το τι σημαίνει ένα κύριο όνομα (proper name), αλλά όχι το αντίστροφο. Αυτό, νομίζω, εννοεί ο Αριστοτέλης. Η θεωρία του σε αυτό το σημείο, όπως και σε πολλά άλλα, είναι μια προκατάληψη της κοινής λογικής που εκφράζεται σχολαστικά (pedantically: δασκαλίστικα).

Η έννοια του Αριστοτέλη για την ύλη είναι μοναδική. Σύμφωνα με τον ίδιο η ύλη συνυπάρχει με τη μορφή και οι διαφορετικές μορφές σχεδιάζουν την ύλη διαφορετικά, στη διαδικασία της εξέλιξης των αντικειμένων. Είναι κάτι που αλλάζει και ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (instance) ύλης έχει έναν εσωτερικό σκοπό. Είναι προορισμένη να γίνει κάτι. Αλλά ο Αριστοτέλης υποστηρίζει επίσης ότι η ύλη δεν έχει πραγματικότητα ξέχωρα από τη μορφή, καθώς η ύλη χωρίς την Ιδέα είναι επίσης μια αφαίρεση όπως η Ιδέα ξέχωρα από το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Θα πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ενός στυλού για να κατανοήσουμε την έννοια της σχέσης ύλης και ύλης-μορφής. Ας εξετάσουμε τη μορφή και την ύλη ενός στυλού. Η μορφή του στυλού διαρκείας συγκροτείται/συνίσταται (constituted) στις ιδιότητες του στυλού, έχει μια μπάλα σημείο (ball point), έχει μέσα μελάνι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να γράψει και μπορεί να κρατηθεί από το χέρι. Η ύλη από την άλλη πλευρά είναι η υλική υπόσταση (material stuff) στην οποία συνδέονται αυτές οι ιδιότητες, το υλικό από από το οποίο αποτελείται το στυλό κλπ. Η μορφή του στυλού, βεβαιώνει, είναι εγγενής (inherent) στην υλική υπόσταση. Η πρώτη δεν έχει χωριστή και ανεξάρτητη ύπαρξη από το τελευταίο ή πολλά τέτοια στυλό. Αλλά με ένα μοναδικό τρόπο, η μορφή είναι ανεξάρτητη, καθώς δεν εξαρτάται από οποιοδήποτε καθέκαστο στυλό σε αυτόν τον κόσμο. Ταυτόχρονα, ο Αριστοτέλης δεν είναι διατεθειμένος να διαχωρίσει εντελώς την μορφή από τα πραγματικά (actual) στυλό στον κόσμο. Η φιλοσοφική οπτική του Αριστοτέλη πρεσβεύει την αποφυγή των ακροτήτων, υιοθετώντας μια μέση οδό. Η μεταφυσική του θεωρία υιοθετεί έτσι μια θέση, η οποία αποφεύγει τα άκρα του Πλατωνισμού και του Ατομισμού. Απορρίπτει την άποψη του Πλάτωνα, που θεωρεί τις ουσίες ως μόνες πραγματικές και τον υλικό κόσμος ως ψευδαίσθηση. Ως συνέπεια του ιδεαλισμού του ο Πλάτωνας βεβαίωσε επίσης ότι κάθε αλλαγή είναι μια ψευδαίσθηση. Οι Ατομιστές, από την άλλη, υποστήριζαν μια μοναδική μορφή υλισμού, που υποστηρίζει ότι τα πάντα αποτελούνται από άτομα. Σύμφωνα με αυτούς, η τελική (ultimate) πραγματικότητα είναι συστατική των ατόμων, και προσπαθούν να εξηγήσουν τη φύση της πραγματικότητας και του κόσμου με ποσοτικούς όρους. Υποστηρίζουν ότι τα άτομα δεν έχουν φυσικές ιδιότητες (properties), και ότι όλες οι ιδιότητες και η φύση των αντικειμένων προκύπτουν από έναν συνδυασμό ατόμων. Τα άτομα

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

τα ίδια δεν έχουν φυσικές ποιότητες (qualities). Σε αυτό ο Αριστοτέλης απαντά υποστηρίζοντας ότι, αν οι ποιότητες και οι ιδιότητες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά είναι μόνο ψευδαισθήσεις, τότε ο αισθητός κόσμος δεν μπορεί να εμπιστευτεί (the sensible world cannot be trusted). Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι ό,τι υπάρχει έχει ορισμένη φύση και ως εκ τούτου είναι δυνατό (potential) να γίνει κάτι. Ο Αριστοτέλης εξηγεί την ύλη ως προς τα υποστασιακά υλικά στοιχεία: γη, νερό, φωτιά, αέρας και αιθέρας. Αυτά τα πέντε βασικά στοιχεία έχουν ποιότητες και το καθένα διακρίνεται από το άλλο ως προς τη μοναδική τους ποιότητα, και ως εκ τούτου τα πράγματα έχουν καθορισμένη φύση. Εξ ου και το το δόγμα των ατομιστών είναι απαράδεκτο για αυτόν. Ο Αριστοτέλης λέει ότι αυτές οι ποιότητες μπορούν να μεταφερθούν μέσω της ύλης. Μια σημαντική πτυχή της μεταφυσικής του Αριστοτέλη είναι η αντίληψή του ότι όλη η αλλαγή είναι εξέλιξη. Υποστηρίζει ότι κάθε αλλαγή είναι εξέλιξη. Μορφή και ύλη, σύμφωνα με αυτόν, συνυπάρχουν αιώνια καθώς δεν μπορούν να διαχωριστούν η μία από την άλλη. Η μορφή ενός αντικειμένου αλλάζει όταν εξελίσσεται σε ένα άλλο πράγμα. Για παράδειγμα, ο σπόρος σε δέντρο. Εδώ η ύλη παραμένει λίγο πολύ η ίδια και διαφορετικές μορφές σχεδιάζουν την ύλη διαφορετικά. Σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης, ο σπόρος γίνεται δέντρο. πραγματοποιεί το σκοπό του. Ο Αριστοτέλης παρέχει εδώ μια τελεολογική εξήγηση του σύμπαντος από την άποψη της σχέσης ύλη-μορφή. Αν και οι μορφές είναι αιώνιες και μη φθαρτές — και εδώ ο Αριστοτέλης προσυπογράφει την πλατωνική άποψη — υποστηρίζει ότι δεν είναι ωστόσο υπερβατικές (transcendent). Συχνά δηλώνεται ότι ο Αριστοτέλης έφερε τις μορφές από τον ουρανό στη γη. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχουν χωριστά από τα πράγματα αλλά σε αυτά. Δεν είναι υπερβατικές, αλλά ενυπάρχοντες (immanent). Από την άλλη πλευρά, και η ύλη είναι εξίσου πραγματική και αιώνια. Δεν είναι μη-ον, αλλά δυναμική και βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής. Η ύλη πραγματώνει τη μορφή ή την ιδέα του πράγματος στη διαδικασία της εξέλιξης. Ο Αριστοτέλης εξηγεί το πρόβλημα της αλλαγής στον κόσμο με αυτόν τον δυισμό μορφής και ύλης και της διαρκούς συνύπαρξής τους. Εδώ ο Αριστοτέλης αποκλίνει σημαντικά από τη θέση του Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριζε ότι κάθε αλλαγή είναι ψευδαίσθηση. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ο υλικός κόσμος είναι ένα αντίγραφο και επομένως καμία γνώση δεν είναι δυνατή για αυτόν. Μπορούμε να σχηματίσουμε μόνο γνώμες για αυτόν. Ο Αριστοτέλης από την άλλη πλευρά θεωρεί τον υλικό κόσμο ως πραγματικό και τον εξηγεί με βάση την παραπάνω συνύπαρξη μορφής-ύλης. Η αντίληψή του για την αλλαγή γίνεται συναφής σε αυτό το πλαίσιο. Η θεωρία του της αλλαγής είναι διαφορετική από τους περισσότερους προκατόχους του. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα και τον Παρμενίδη, ποτέ δεν αντιμετώπισε την αλλαγή ως μη πραγματική και ψευδαίσθηση. Δεν συμφωνεί όμως με τον Ηράκλειτο και άλλους που δεν βρίσκουν τίποτα άλλο παρά την τυφλή αλλαγή ως πραγματική. Ο Αριστοτέλης υιοθετεί μια μέση οδό και βεβαιώνει ότι κάθε αλλαγή δεν είναι ψευδαίσθηση. Η αλλαγή δεν είναι τυφλή, αλλά σκόπιμη και σημαίνουσα.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κάθε οντότητα στη φύση είναι ενεργεία κάτι και έχει τη δυνατότητα να γίνει κάτι αλλού. Για παράδειγμα, ο σπόρος είναι ενεργεία σπόρος αλλά έχει τη δυνατότητα να γίνει δέντρο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στην κατάσταση του σπόρου, η μορφή του σπόρου διαμορφώνει (fashions) ή σχηματίζει (shapes) προκειμένου να το κάνει ενεργεία σπόρο. Αλλά καθώς ο σπόρος προχωρά προς το δέντρο, σχηματίζεται (shaped) και σχεδιάζεται (designed) με διάφορες άλλες μορφές. Τελικά ο σπόρος πραγματοποιεί τις δυνατότητές του και γίνεται δέντρο. Ο Αριστοτέλης θεωρεί λοιπόν ότι τόσο η αλλαγή όσο και η μονιμότητα είναι πραγματικές. Στην αλλαγή είναι η μορφή που αλλάζει ενώ η ύλη παραμένει ίδια. Η αλλαγή συμβαίνει όταν η διάταξη (arrangement) της ύλης αλλάζει. Παρόλο που η μορφή ενός αντικειμένου μπορεί να αλλάξει, είναι η μορφή, όχι η ύλη, που παρέχει την τάξη και τη μονιμότητα στον κόσμο. Η ύλη όλων των πραγμάτων είναι σε τελευταία ανάλυση ίδια.

Κάτω από αυτήν την αντίληψη της αλλαγής βρίσκεται η ιδέα του ότι όλες οι αλλαγές είναι σκόπιμες (purposeful), γιατί, σύμφωνα με αυτόν, όλες οι αλλαγές είναι εξέλιξη. Εξηγεί περαιτέρω αυτή τη θεωρία με μια τελεολογική εξήγηση. Υποστηρίζει ότι η ουσιαστική μορφή (form) ενός πράγματος καθορίζει το τι ένα αντικείμενο είναι και καθοδηγεί τις αλλαγές και την ανάπτυξη αυτού του πράγματος. Εξ ου και οι αλλαγές δεν είναι τυφλές ή απατηλές (illusory), αλλά είναι κατανοητές (intelligible). Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης ένας οργανισμός πραγματώνει το σκοπό του. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει η έννοια της πλήρους αλλαγής. Μόνο ορισμένες πτυχές της μορφής ενός πράγματος αλλάζουν, και όσο ένα πράγμα παραμένει σε ύπαρξη, η ουσιαστική του μορφή παραμένει η ίδια. Ένας σπόρος μηλιάς θα εξελιχθεί σε μηλιά και όχι σε οτιδήποτε άλλο. Η μορφή της ύλης αλλάζει με εκείνους τους τρόπους που είναι αναγκαίοι για να γίνει μια μηλιά.

Και πάλι, ενώ ο Πλάτωνας απέρριψε τον κόσμο ως ψευδαίσθηση, για τον Αριστοτέλη είναι πραγματικός. Ο κόσμος δεν είναι απλώς μια μίμηση ή μια σκιά, αλλά μια πραγματικότητα και ως εκ τούτου είναι δυνατό να έχουμε γνώση για αυτόν. Κατά συνέπεια, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η μελέτη των διαδικασιών του φυσικού κόσμου δεν είναι χωρίς αξία. Αυτή η προσέγγιση του φυσικού κόσμου και της γνώσης του, ενθάρρυνε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Μπορούμε να δούμε ότι η συστηματική μελέτη των φυσικών επιστημών ξεκίνησε με τη συστηματική προσέγγιση του Αριστοτέλη της γνώσης για το φυσικό κόσμο. Ήταν αυτός που ξεκίνησε την ταξινόμηση του έμβιου σύμπαντος ως είδη (species) και γένη (genera), που ακόμη και σήμερα βρίσκεται στα θεμέλια των στοιχειωδών επιστημονικών ερευνών.

H Ηθική Θεωρία του Αριστοτέλη

Όπως προαναφέρθηκε, ο Αριστοτέλης υιοθετεί μια τελεολογική προσέγγιση και επιχειρεί να εξηγήσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης πραγματικότητας με την υπόθεση ότι η φύση της πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου κόσμου, μπορεί να εξηγηθεί τελεολογικά· ως η πραγματοποίηση ενός

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

σκοπού. Σύμφωνα με τον αυτόν, ο σκοπός του ανθρώπινου βίου είναι η ευδαιμονία (eudemonia). Πριν εξηγήσουμε τι συνιστά αυτή, ας εξετάσουμε την αντίληψή του για την ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο Αριστοτέλης συνέλαβε την ηθική ως μια πολύ σημαντική επιστήμη, που σύμφωνα με τον ίδιο ασχολείται με την ενεργεία ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, βεβαίωσε ότι ο εμπειρικός κόσμος και ο βίος σε αυτόν είναι πολύτιμα. Αλλά σε αντίθεση με τους υλιστές, υιοθετεί μια τελεολογική αντίληψη του ανθρώπινου βίου και ως εκ τούτου συνέλαβε ότι υπάρχει ένας ανώτερος σκοπός στο βίο, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιηθεί στον παρόντα βίο μας σε αυτόν τον κόσμο. Ο Russell σχολιάζει ότι, η μεταφυσική του Αριστοτέλη, μπορεί να περιγραφεί, πάνω-κάτω, ως ο Πλάτωνας μετριασμένος (diluted) από την κοινή λογική. Είναι δύσκολος γιατί ο Πλάτωνας και η κοινή λογική δεν αναμειγνύονται εύκολα.

Κουίζ

  1. Κατά τον Αριστοτέλη ποιο είναι το αντικείμενο της πρώτης φιλοσοφίας; (α) Ποσότητα και ποιότητα πραγμάτων (β) Η κατηγορία της υπόστασης (γ) Περίπου η φύση της υλικής πραγματικότητας (δ) Περί υπερβατικών ουσιών.

  2. Κατά τον Αριστοτέλη το απόλυτο και αναγκαίο ον είναι:

(α) Η αιώνια ουσία των πραγμάτων (β) Τα ίδια τα αντικείμενα είναι τελικά πραγματικά (γ) Τα άτομα που αποτελούν τα πράγματα (δ) Οι υπερβατικές ιδέες.

  1. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η γνήσια επιστημονική γνώση συνίσταται:

(α) Γνωριμία με γεγονότα (β) Γνωρίζοντας τους λόγους και τα αίτια των πράγματα
(γ) Γνωρίζοντας την ουσία των πραγμάτων (δ) Γνωρίζοντας να διακρίνουμε σωστά από λανθασμένος.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν είναι αποδεκτό από τον Αριστοτέλη;

(α) Οι ιδέες δεν υπάρχουν χωριστά από τα πράγματα (β) Οι ιδέες είναι εγγενής ή έμφυτη στα πράγματα (γ) Οι ιδέες είναι υπερβατικές (δ) Τίποτα από τα παραπάνω.

  1. Τι από τα παρακάτω ισχύει για τον Αριστοτέλη;

(α) Η ύλη αλλάζει ενώ η μορφή παραμένει ίδια (β) Η αλλαγή συμβαίνει όταν η ύλη αλλάζει (γ) Η μορφή παρέχει την τάξη και τη μονιμότητα στο κόσμο (δ) Όλα τα παραπάνω Κλειδί απάντησης

  1. (β)
  2. (α)
  3. (β)
  4. (γ)
  5. (γ)

Εργασίες

  1. Περιγράψτε την κριτική του Αριστοτέλη στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Συζητήστε πώς εξηγεί ο Αριστοτέλης το πρόβλημα της αλλαγής.

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics,

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Long, A, Το πεδίο εφαρμογής της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας,

Cambridge Companions Online © Cambridge University Press, 2006.

  1. Aristotle, στο Stanford Encyclopedia of Philosophy, διαθέσιμο στο:

http://plato.stanford.edu/entries/aristotle/

  1. Aristotle et al. /Αναγνώσεις για φιλοσόφους και

Καθολικοί, /διαθέσιμο στο: http://www3.nd.edu/Departments/Maritain/aristotl.htm

  1. New Advent, Catholic Encyclopedia of Philosophy,

http://www.newadvent.org/cathen/01713a.htm.

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο έκτο

Η Θεωρία της Αιτιότητας του Αριστοτέλη και οι Ιδέες του Δυνάμει και του Ενεργεία

Λέξεις κλειδιά: Μορφή και ύλη, δυνάμει και ενεργεία, τελεολογική, αλλαγή, εξέλιξη. τυπική αιτία, υλική αιτία, αποτελεσματική αιτία, τελική αιτία, ακίνητο κινούν, Θεός, ευδαιμονία, αρετή.

Αυτό το κεφάλαιο θα εξηγήσει την τελεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη για την πραγματικότητα, μια θεωρία που έχουμε εισάγει στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είδαμε πώς ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αλλαγής. Την αντιλαμβάνεται ως εξέλιξη, όπου στη διαδικασία του γίγνεσθαι οι δυνατότητες ενός πράγματος ενεργοποιούνται και οι διαφορετικές µορφές σχεδιάζουν την ύλη διαφορετικά. Η μορφή ενός αντικειμένου αλλάζει όταν εξελίσσεται σε ένα άλλο πράγμα. Για παράδειγμα, στη διαδικασία της εξέλιξης του σπόρου σε δέντρο, διαφορετικές μορφές σχεδιάζουν την ύλη με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε στάδιο της εξέλιξης. Η ύλη παραμένει λίγο πολύ η ίδια. Ο Αριστοτέλης διακηρύσσει έτσι ότι η αλλαγή δεν είναι τυφλή ή χωρίς νόημα, αλλά είναι σκόπιμη και άρα τελεολογική. Όλες οι αλλαγές είναι εξέλιξη. Η όλη διαδικασία εξηγείται με την ανάλυση της σχέσης μεταξύ μορφής και ύλης, τις δύο ύστατες πραγματικότητες στο μεταφυσικό του σχήμα. Όσον αφορά τη σύλληψη της γενικής Ιδέας ως ουσίας του καθέκαστου, συμφωνεί με τον Πλάτωνα. Αλλά αντιτίθεται στον υπερβατολογισμό του Πλάτωνα και βεβαιώνει ότι οι ιδέες δεν υπάρχουν χωριστά από τα πράγματα. Αντίθετα, η ιδέα είναι εγγενής (inherent) ή έμφυτη (immanent) στο πράγμα επειδή είναι η μορφή του και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χωριστεί από αυτό εκτός από αφαίρεση. Για να κατανοήσουμε την ιδέα του Αριστοτέλη για την εξέλιξη, ίσως πρέπει να μάθουμε πώς εξηγεί τη σχέση μεταξύ μορφής και ύλης, και πώς εξηγεί την κίνηση (motion) ή την κίνηση (movement) στο δικό του σχέδιο. Η πραγματικότητα αποτελείται και από τα τρία: μορφή, ύλη και κίνηση (movement). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι μορφές είναι ενυπάρχουσες (immanent) στα πράγματα, που συνίστανται από ύλη, και η ύλη δεν έχει πραγματικότητα ξέχωρα από τη μορφή. Η κίνηση επίσης δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της και προϋποθέτει ένα υπόστρωμα. Με άλλα λόγια, η μορφή, η ύλη και η κίνηση δεν έχουν πραγματική ή ουσιαστική ύπαρξη ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Η πραγματικότητα αποτελείται από όλα αυτά λαμβανόμενα ως σύνολο, και αυτά τα συστατικά στοιχεία της πραγματικότητας μπορούν να διαχωριστούν μόνο στη σκέψη.

Το πρόβλημα της αλλαγής είναι ένα διαχρονικό (perennial) φιλοσοφικό πρόβλημα σε πολλούς πολιτισμούς. Σχετίζεται επίσης με το ζήτημα της φύσης της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, στην ινδική φιλοσοφία πολλά

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συστήματα όπως ο Βουδισμός, η Nyaya, η Samkhya και η Vedanta έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τη φύση και την πραγματικότητα της αλλαγής. Στην ίδια την ελληνική παράδοση αυτό ήταν ένα μείζον ζήτημα συζήτησης, στο οποία ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης πήραν αντίθετες θέσεις· ο πρώτος προτείνοντας αδιάκοπη αλλαγή, ενώ ο τελευταίος συλλαμβάνοντας την αλλαγή ως απατηλή (illusory). Ο Πλάτωνας ακολούθησε τον Παρμενίδη και απέρριψε την πραγματικότητα της αλλαγής. Ο Αριστοτέλης φέρνει όλα αυτά τα προβλήματα σε ένα ενιαίο πλαίσιο και παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη σύλληψη της πραγματικότητας. Υιοθετεί μια μέση οδό, η οποία επιδιώκει να αποφύγει τα άκρα.

Η άποψη του Αριστοτέλη για την αλλαγή

Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη εισάγει εξαρχής μια τελεολογική αντίληψη, και εξηγεί τη φύση της πραγματικότητας ανάλογα. Αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι πίσω από όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο ξετυλίγεται ένας σκοπός. Υπάρχει ένας ανώτερος σκοπός, ο οποίος υλοποιείται. Ως εκ τούτου για να κατανοήσει κανένα οτιδήποτε χρειάζεται να κατανοήσει αυτόν τον σκοπό. Για αυτό πρέπει να αναλύσουμε τη σχέση μορφής-ύλης υπό το πρίσμα δύο άλλων εννοιών, του δυνάμει και του ενεργεία. Η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών του δυνάμει και του ενεργεία, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη φύση της πραγματικότητας και τη σχέση μορφής-ύλης με ένα καλύτερο τρόπο. Επίσης βοηθά στην κατανόηση της φύσης της αλλαγής. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η γυμνή (bare) ύλη είναι δυνατότητα μορφής. Σύμφωνα με τον ίδιο, διαφορετικές μορφές διαμορφώνουν την ύλη διαφορετικά στην αλλαγή. Σε κάθε στάδιο της εξέλιξης, το εν λόγω πράγμα θα έχει περισσότερη μορφή από πριν. Με άλλα λόγια είναι τότε πιο ενεργεία (actual), ένα πιο προχωρημένο στάδιο ύπαρξης. Η θεωρία της αιτιότητας του Αριστοτέλη εξηγεί τη διαδικασία του γίγνεσθαι που τα πράγματα υφίστανται, με την εξήγηση της αλλαγής σε διάφορα στάδια. Για παράδειγμα, όταν ένας σπόρος εξελίσσεται σε δέντρο, αυτό συμβαίνει απαραίτητα σε διάφορα στάδια· σπόρος δενδρύλλιοδέντροκαρπός. Αλλά κάτω από αυτά τα διαφορετικά στάδια, πρέπει να υπάρχει κάτι που υφίσταται τις αλλαγές· κάτι που εμμένει (persists) στην αλλαγή. Εδώ η θεωρία της αιτιότητας του Αριστοτέλη εξηγεί πώς η ύλη παραμένει αμετάβλητη και εμμένει κατά την αλλαγή. Παρουσιάζει διαφορετικές ποιότητες —ως αποτέλεσμα της διαμόρφωσης ή της σχεδίασης που υφίσταται από διαφορετικές μορφές—σε διαφορετικές περιπτώσεις ή στάδια της εξέλιξης. Κατά την αλλαγή, ένα αντικείμενο αλλάζει μορφή. Όμως η ίδια η μορφή δεν αλλάζει για να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Υπό αυτή την έννοια, οι μορφές είναι επίσης αμετάβλητες. Εδώ ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα που θεωρεί τις μορφές ως ουσίες.

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η θεωρία του Αριστοτέλη για την αιτιότητα εξηγεί έτσι τη σχέση μορφής-ύλης με τον ακόλουθο τρόπο. Η ύλη λαμβάνει διαφορετικές μορφές και αυτό εκδηλώνεται ως μια σειρά στη διαδικασία της εξέλιξης. Πάντα υπήρχαν διαφορετικές μορφές και διαμορφώνουν η μία μετά την άλλη την ύλη. Αυτό συμβαίνει σε μια σειρά, η οποία εκδηλώνεται ως αλλαγή στον εξωτερικό κόσμο. Ούτε η ύλη ούτε η μορφή δημιουργούνται (come into existence) ούτε εξαφανίζονται (disappear), καθώς αποτελούν αιώνιες αρχές των πραγμάτων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αλλαγή στον φυσικό κόσμο προϋποθέτει μια ιδιότυπη αλληλεπίδραση ανάμεσά τους. Αντιλαμβάνεται την ύλη ως αρχή του δυνάμει και τη μορφή ως την αρχή της πραγματικότητας ή του ενεργεία. Η εξέλιξη είναι η διαδικασία όπου τα πράγματα εξελίσσονται προς στάδια ύπαρξης που θα έχουν όλο και περισσότερη μορφή από πριν, και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι που η αλλαγή γίνεται περιττή· μέχρι να πραγματοποιηθούν (actualized) όλες οι δυνατότητες (potentialities).

Ο Θεός του Αριστοτέλη

Αυτό προϋποθέτει μια έννοια καθαρής μορφής και καθαρού ενεργεία, και υποδηλώνει ένα τέτοιο ον στο οποίο έρχονται μαζί. Ο Θεός είναι ένα τέτοιο ον, που είναι καθαρή μορφή και καθαρό ενεργεία. Αυτός είναι το ακίνητο κινούν. Η τελεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη έχει το αποκορύφωμά της σε αυτή την ιδέα του Θεού ως το ακίνητο κινούν, η Μορφή όλων των μορφών. Ο Θεός συλλαμβάνεται ως το Υπέρτατο Ον, ως καθαρή μορφή και καθαρό ενεργεία. Δεν αλλάζει ποτέ, η αιώνια πρώτη αιτία του σύμπαντος, η μόνη αληθινή υπόσταση και καθαρό ενεργεία. Υπό αυτή την έννοια, ο Θεός του Αριστοτέλη δεν είναι ο Θεός καμίας θρησκείας. Είναι κάποιος από τον οποίο έχει προέλθει η κίνηση (motion), ο οποίος ωστόσο παραμένει ακίνητος.

Η έννοια του Θεού τεκμηριώνει την τελεολογική θεώρηση του Αριστοτέλη που συλλαμβάνει την κίνηση (motion) στο σύμπαν ως σκόπιμη και σημαίνουσα. Όπως παρατηρεί ο Russell, αυτή η έννοια του Θεού τον βοηθά να παρουσιάσει το δόγμα του ως αισιόδοξο και τελεολογικό: το σύμπαν και τα πάντα σε αυτό αναπτύσσονται προς κάτι συνεχώς καλύτερο από αυτό που προηγήθηκε. Ως εκ τούτου, το σχήμα των πραγμάτων του Αριστοτέλη έχει τον Θεό στο κέντρο, με τον οποίο συσχετίζει άλλες σημαντικές έννοιες. Όπως δυνάμει και ενεργεία, μορφή και ύλη, το δόγμα ότι κάθε αλλαγή είναι εξέλιξη και τέλος τη θεωρία της αιτιότητας.

Η θεωρία της αιτιότητας

Η συζήτηση της θέσης ότι κάθε αλλαγή είναι εξέλιξη είναι ελλιπής χωρίς να επεξεργασθούμε το δόγμα της αιτιότητας, που θα εξηγούσε τα γενεσιουργά αίτια του πραγματικού όντος ή την αιτία όλων των πραγμάτων στη φύση. Πρέπει να εξηγήσει περαιτέρω τις αρχές της αιτιότητας που παράγει την αλλαγή και έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή αντικειμένων τέχνης και ακόμη και ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης έτσι

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εισάγει τέσσερις κατηγορίες αιτιών· την ειδική/μορφική (formal), την υλική (material), την ποιητική (efficient) και την τελική (final). Θα το εξηγήσουμε αυτό με τη βοήθεια ενός παραδείγματος ενός ξυλουργού που φτιάχνει μια ξύλινη καρέκλα. Η ειδική αιτία είναι η ιδέα ή το σχέδιο στο νου του ξυλουργού, σύμφωνα με το οποίο αυτός κάνει την καρέκλα. Είναι το προσχέδιο/πρότυπο (blueprint) ή το σχέδιο, που έχει στο νου του. Η υλική αιτία είναι το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένη η καρέκλα· η ποιητική αιτία είναι οι βραχίονες, τα χέρια και τα εργαλεία, ως οι κινητήριες δυνάμεις που χρησιμοποίησε ο ξυλουργός. Είναι μέσα από αυτές τις ποιητικές αιτίες που κάνει την καρέκλα. Η τελική αιτία είναι το τελικό προϊόν, η καρέκλα, που είναι ο σκοπός που έθεσε αυτές τις δυνάμεις σε δράση και πραγματοποίησε τη μετάβαση από το δυνάμει στο ενεργεία. Με άλλα λόγια, είναι αυτό για για χάρη του οποίου φτιάχτηκε.

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται ότι αυτές οι τέσσερις αρχές λειτουργούν, όχι μόνο στα αντικείμενα που εμείς οι άνθρωποι φτιάχνουμε (όπως καρέκλες και άλλα αντικείμενα) αλλά και στη φύση· η μόνη διαφορά είναι ότι, στην περίπτωση της φύσης ο καλλιτέχνης και το προϊόν του δεν είναι ξεχωριστά. Εδώ η μορφή ή το σχέδιο και το το τέλος ή ο σκοπός συμπίπτουν. Υποστηρίζει ότι σκοπός του οργανισμού είναι η πραγματοποίησή της μορφή του, που είναι η ιδέα της κίνησης (motion). Επομένως, με την απόλυτη έννοια, υπάρχουν μόνο δύο αιτίες: η μορφή και η ύλη. Στη διαδικασία της εξέλιξης η ύλη εξελίσσεται σε αυτό που είναι δυνάμει. Για παράδειγμα, ο σπόρος σε δέντρο, το ξύλο σε καρέκλα. Το δυνάμει αντιπροσωπεύει το σκοπό της και ως εκ τούτου μπορεί επίσης να εξισωθεί με μια κατευθυντήρια δύναμη που είναι εγγενής στην ύλη. Μπορούμε να πούμε ότι η κατευθυντήρια δύναμη που ενυπάρχει στον σπόρο τον κάνει δέντρο και δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Το δυνάμει ενός πράγματος καθορίζεται από τη μορφή, που είναι το ενεργεία. Ως εκ τούτου, είναι σταθερό και όχι τυχαίο. Εδώ ο Αριστοτέλης αντιτίθεται στη μηχανιστική-ατομιστική άποψη που πρεσβεύει ο Δημόκριτος και πολλοί άλλοι. Αυτός υποστηρίζει ότι η αλλαγή δεν είναι τυφλή ή άσκοπη· αντίθετα είναι τελεολογική. Η φύση είναι δυναμική και τελεολογική και όχι μηχανική. Όπως είδαμε παραπάνω, η έννοια του Θεού βοηθά τον Αριστοτέλη να εξηγήσει την εγγενή τελεολογία στο σύμπαν. Αυτή η ιδέα του Θεού δίνει τη δυνατότητα στον Αριστοτέλη να καθιερώσει την ενότητα του σύμπαντος και να λογοδοτήσει για την αρχή της κίνησης. Η κίνηση με τη σειρά της, επιτρέπει την πραγματοποίηση του δυνάμει. Η ύλη έχει μια εγγενή τάση να κινείται προς τα δυνάμει της, όπως στην περίπτωση του σπόρου, που έχει την τάση να κινείται προς το δέντρο. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η ύλη έχει μια επιθυμία για τη μορφή.
Η αριστοτελική οντολογία είναι επομένως συστατική του Θεού, της ύλης και της μορφής. Εφόσον η ύλη και η μορφή είναι αιώνιες και αιώνια συνυπάρχουν, η κίνηση είναι επίσης αιώνια. Αυτή η αιώνια κίνηση με τη σειρά της

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

προϋποθέτει ένα αιώνιο ακίνητο κινούν, που είναι ο Θεός, η τελική αιτία της κίνησης που είναι ακίνητος. Η κίνηση έχει την αρχή της στον Θεό που είναι το αιώνιο ακίνητο πρώτο κινούν. Αυτός είναι το θεμελιώδες έδαφος όλων των ζωτικών δυνάμεων στη φύση και είναι η καθαρή μορφή χωρίς ύλη. Αυτός είναι το απόλυτο πνεύμα, ο υψηλότερος σκοπός του κόσμου, το υψηλότερο αγαθό του κόσμου και η υψηλότερη κινητήρια δύναμη του σύμπαντος. Όλα τα όντα λαχταρούν την πραγματοποίηση των δικών τους δυνάμει λόγω αυτού του ύστατου (ultimate: ύστατος, έσχατος, τελικός, οριστικός) παρακινητή.

Ο Θεός είναι αυτός που δίνει στο σύμπαν έναν ανώτερο σκοπό που προκαλεί την κίνηση. Αυτός είναι το ύψιστο Αγαθό, που περιλαμβάνει όλα τα ενεργεία και που είναι καθαρή νοημοσύνη. Είναι η ενωτική αρχή του σύμπαντος και κάθε δυνάμει πραγματώνεται σε Αυτόν. Αυτός είναι η αρχή κάθε τάξης και ενότητας.

Η θέση του ανθρώπου και ο υψηλότερος στόχος του: Ευδαιμονία και η έννοια της αρετής

Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επιφυλάσσει μια ιδιαίτερη θέση στον άνθρωπο, καθώς αυτός διαφέρει από τα άλλα ζωντανά πλάσματα. Ο άνθρωπος σύμφωνα με αυτόν είναι ένα ορθολογικό ζώο (rational animal), που είναι ο τελικός στόχος της φύσης. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο διαφορετικό είναι η παρουσία μιας ψυχής που μπορεί να εξορθολογίσει (rationalize) και να εννοιολογήσει (conceptualize). Το ανθρώπινο ον έχει σώμα και ψυχή. Το σώμα είναι μόνο ένα όργανο και ως εκ τούτου προϋποθέτει έναν χρήστη που το χρησιμοποιεί, που είναι η ψυχή. Η ψυχή είναι ο δράστης της κίνησης (motion) στο σώμα καθώς καμία κίνηση δεν είναι μηχανική. Είναι επίσης η αρχή της ζωής, καθώς ελέγχει και καθοδηγεί όλη την κίνηση.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη γενικά και της αντίληψής του για τον άνθρωπο ιδιαίτερα είναι η εξήγηση που παρέχεται υπό το πρίσμα ενός δόγματος της λειτουργίας (function). Η τελεολογική προοπτική του Αριστοτέλη προτρέπει ότι όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν κάποιο στόχο, ο οποίος είναι ο ίδιος ένα μέσο για ένα ακόμα υψηλότερο στόχο και ούτω καθεξής. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι υπάρχει ένα υπέρτατο τέλος ή σκοπός, που είναι το απόλυτο (ultimate) αγαθό για χάρη του οποίου κάθε άλλο αγαθό αναζητείται. Μπορούμε να το εξηγήσουμε αυτό με διαφορετικό τρόπο. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι κάθε αντικείμενο έχει ένα ειδικό τέλος ή αγαθό. Που συνίσταται στην πραγμάτωση της ειδικής φύσης του. Αυτή η ειδική φύση το ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα. Τώρα εξετάζει ποια είναι αυτή η ειδική φύση του ανθρώπου. Η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να κατανοηθεί με όρους απλής φυτικής (vegetative) ύπαρξης όπως στην περίπτωση των φυτών, ούτε από την άποψη των ζωικών λειτουργιών όπως η αντίληψη, οι επιθυμίες, ο πόνος, η ευχαρίστηση κ.λπ. Αντίθετα, η ζωή του ανθρώπου είναι μια ζωή λόγου, της ιδιότητας που διακρίνει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα πλάσματα. Επομένως, το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου είναι η πραγμάτωση αυτής της ζωής του λόγου. Σε αυτό το

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πλαίσιο ο Αριστοτέλης εισάγει την έννοια της ευδαιμονίας, που σύμφωνα με τον ίδιο είναι η το υψηλότερο αγαθό για τον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει και παράλογα μέρη και ως εκ τούτου ο λόγος χρειάζεται να τα συντονίσει όλα για την επίτευξη του τελικού στόχου. Λέει λοιπόν ότι αυτό συνίσταται στην επίτευξη της σωστής σχέσης και ισορροπίας μεταξύ λόγου, συναισθήματος και επιθυμίας. Εδώ εκθέτει την αποστροφή του προς την υιοθέτηση των ακραίων απόψεων. Υποστηρίζει την αποφυγή των ακροτήτων και υποστηρίζει ότι οι αρετές συνίστανται σε αυτό. Η ευδαιμονία ως τέτοια δεν είναι ένα παθητικό εσωτερικό συναίσθημα. Συνίσταται στην εμπειρία μιας καλύτερης ζωής ή στην ίδια την κάλλιστη ζωή, όπου εκπληρώνονται όλες οι λειτουργίες μας. Σημαίνει επίσης να ζεις μια ενάρετη ζωή. Για να το αναπτύξει αυτό ο Αριστοτέλης εξηγεί μια τριμερή σύλληψη της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή έχει θρεπτικές ή φυτικές λειτουργίες που προκαλούν θρέψη και ανάπτυξη. Αυτή η πτυχή της ψυχής είναι παράλογη. Η άλλη λειτουργία της ψυχής είναι η ορεκτική, η οποία προσέχει (attentive to) το λογισμό (reasoning). Αλλά το τρίτο μέρος, που είναι διανοητικό, είναι ορθολογικό από μόνο του. Η ευδαιμονία προϋποθέτει μια ζωή λόγου καθώς υπερτερεί των άλλων δύο και είναι το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου. Οι αρετές παίζουν επίσης κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι οι αρετές για την επίτευξη της ευδαιμονίας πρέπει να αναζητηθούν . Η αρετή είναι ένα μέσο μεταξύ δύο κακών και ως εκ τούτου συνίσταται στην αποφυγή της υπερβολής καθώς και του ελλείμματος. Είναι ένα χαρακτηριστικό που συμβάλλει σε ένα πρόσωπο να λειτουργεί καλά ως άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ένα χαρακτηριστικό που τον εμπλέκει σε μια ζωή λογικής. Είναι επομένως μια μαθημένη διάθεση για λόγο και πράξη με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν κυρίως δύο είδη αρετών: οι διανοητικές και οι ηθικές. Οι πρώτες μπορούν να διδαχθούν άμεσα, και οι τελευταίες είναι αποτέλεσμα συνήθειας, και πρέπει να τις ζήσουμε για να τις μάθουμε. Είναι το αποτέλεσμα μιας πρακτικής σοφίας και είναι ο χρυσός μέσος ή ενδιάμεσος μεταξύ δύο άκρων. Για παράδειγμα, η γενναιότητα είναι το μέσο ή το ενδιάμεσο μεταξύ της δειλίας και του παράτολμου, και πρέπει να μαθαίνεται μέσα από την πρακτική. Καμία αρετή δεν μπορεί να μαθευτεί σε ένα καθαρά διανοητικό επίπεδο.

Κουίζ:

  1. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τι συμβαίνει όταν αλλάζουν τα πράγματα;

(α) Εξελίσσονται (β) Οι δυνατότητές τους πραγματοποιούνται
(γ) Διαφορετικές μορφές σχεδιάζουν το έχουν διαφορετική σημασία (δ) Όλα τα παραπάνω.

  1. Τι από τα παρακάτω ισχύει για τον Αριστοτέλη;

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Η μορφή και η ύλη είναι ασύνδετες ανεξάρτητες πραγματικότητες (β) Η μορφή είναι ανεξάρτητο αλλά ύλη εξαρτάται από τη μορφή (γ) Η μορφή από μόνη της είναι πραγματική, η ύλη είναι εξωπραγματική (δ) Η μορφή και η ύλη δεν έχουν πραγματικό ή ουσιαστική ύπαρξη ανεξάρτητη μεταξύ τους

  1. Όταν ένα πράγμα εξελίσσεται υφίσταται πολλά στάδια ύπαρξης. Σε

κάθε στάδιο: (α) Το πράγμα έχει περισσότερη μορφή από το προηγούμενο στάδιο (β) Το θέμα για το οποίο είναι το θέμα αποτελούσαν αλλαγές (γ) τόσο εξωπραγματικές όσο το προηγούμενο στάδιο όσο και όλες οι αλλαγές είναι απατηλή (δ) Κανένα από τα παραπάνω.

  1. Ο Θεός του Αριστοτέλη είναι:

(α) Δημιουργός του σύμπαντος (β) καθαρή μορφή και καθαρή πραγματικότητα (γ) Καθαρή μορφή (δ) Καθαρή πραγματικότητα.

  1. Οι κινητήριες δυνάμεις όπως τα χέρια και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται

από τον ξυλουργό για να φτιάξεις μια καρέκλα είναι: (α) Τυπική αιτία (β) Υλική αιτία (γ) Αποτελεσματική αιτία (δ) Τελική αιτία. Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)
  2. (δ)
  3. (α)
  4. (β)
  5. (γ)

Εκχώρηση

  1. Εξηγήστε τη θεωρία της αιτιότητας του Αριστοτέλη.
  2. Συζητήστε την αντίληψη του Αριστοτέλη για τον Θεό.
  3. Εξηγήστε τη διαδικασία της αλλαγής όπως αναφέρθηκε από τον Αριστοτέλη.

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα Υόρκη, Βιβλία εικόνων, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co.,

Πόροι Ιστού

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Long, A, Το πεδίο εφαρμογής της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας,

Cambridge Companions Online © Cambridge University Press, 2006.

  1. Aristotle, στο Stanford Encyclopedia of Philosophy, διαθέσιμο στο:

http://plato.stanford.edu/entries/aristotle/

  1. Aristotle et al. /Αναγνώσεις για φιλοσόφους και

Καθολικοί, /διαθέσιμο στο: http://www3.nd.edu/Departments/Maritain/aristotl.htm Aristotle et al.

  1. New Advent, Catholic Encyclopedia of Philosophy,

http://www.newadvent.org/cathen/01713a.htm.

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο έβδομο

Μεσαιωνική Φιλοσοφία

Λέξεις κλειδιά: Σχολαστικισμός, θεολογία, Χριστιανισμός, Απολογητές, Αγ. Αυγουστίνος, Αγ. Θωμάς Ακινάτης, Θεός, λόγος και πίστη, διττή θεωρία της αλήθειας, Κοσμολογικό επιχείρημα, επιχείρημα από το σχέδιο.

Ο θάνατος του Αριστοτέλη δημιούργησε ένα κενό στον ελληνικό πνευματικό πολιτισμό, καθώς στη συνέχεια απέτυχε να παράγει έναν στοχαστή που θα ισοδυναμούσε με τη φαντασία είτε του Πλάτωνα είτε του Αριστοτέλη, των δύο μεγάλων οικοδόμων συστημάτων της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Αργότερα, με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, η παρακμή ήταν πλήρης. Τώρα συναντάμε μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην ανθρώπινη πνευματική ιστορία· την εμφάνιση του Σχολαστικισμού· την παράδοση των καθολικών θεολόγων. Ενώ οι Έλληνες γενικά ήταν ορθολογικοί, κριτικοί και υποστήριζαν την ελεύθερη σκέψη, οι Σχολαστικοί στοχαστές που εμπνεύστηκαν από την επίσημη φιλοσοφία της Καθολικής Εκκλησίας υπογράμμισαν την άκριτη και άνευ όρων πίστη. Για αυτούς η αυθεντία της Βίβλος και της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Κατά την τελευταία περίοδο της ελληνιστικής εικοτολογίας (speculation), ο Χριστιανισμός έγινε δημοφιλής στo ρωμαϊκό βασίλειο. Με τη σειρά του, ο Χριστιανισμός επηρεάστηκε από τις φιλοσοφικές παραδόσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν να δικαιολογήσει τις πεποιθήσεις του σε ορθολογική βάση (rational grounds). Οι πρώιμοι θεολόγοι στράφηκαν έτσι στην κατεστημένη φιλοσοφική παράδοση του ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα στις φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι Απολογητές προσπάθησαν να υπερασπιστούν φιλοσοφικά την πίστη και χρησιμοποίησαν κάποιες θεμελιώδεις ενοράσεις της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης προκειμένου να παράσχουν ορθολογική έκφραση των θεμελιωδών χριστιανικών πεποιθήσεων. Έπρεπε επίσης να αναπτύξουν φιλοσοφικές αρχές που θα συνέδεαν τις διάφορες ρήσεις της χριστιανικής πίστης με τη ζωή των ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο και ως εκ τούτου έπρεπε να διατυπώσουν δόγματα και θεωρίες. Η γέννηση αυτού που είναι γνωστό ως Σχολαστική φιλοσοφία μπορεί επομένως να ανιχνευθεί σε αυτές τις προσπάθειες των πρώιμων χριστιανών στοχαστών να εκθέσουν, να συστηματοποιήσουν και να αποδείξουν τα χριστιανικά δόγματα. Για τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές η φιλοσοφία ήταν πρωτίστως μια ορθολογική και κριτική προσπάθεια. Οι Έλληνες όχι μόνο ανέπτυξαν ορθολογικά φιλοσοφικά συστήματα, αλλά και εγκαινίασαν την επιστημονική σκέψη, και προώθησαν τον κριτικό στοχασμό σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης ζωής. Αλλά για τους σχολαστικούς στοχαστές, η φιλοσοφία ήταν μια υπηρέτρια (handmaiden) της θρησκείας, και δύσκολα ενθάρρυναν ορθολογικούς και κριτικούς προβληματισμούς ανεξάρτητους από τα θρησκευτικά δόγματα.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Σχολαστική Φιλοσοφία

Η σχολαστική φιλοσοφία αποδέχεται σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια του Χριστιανισμού χωρίς αμφισβήτηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως φιλοσοφία με τη στενή έννοια του όρου. Σύμφωνα με τους σχολαστικούς στοχαστές, η φιλοσοφία ήταν στην υπηρεσία της θρησκείας ή ήταν η υπηρέτρια της θεολογίας. Χρησιμοποίησαν τις τεχνικές των φιλοσόφων· ορθολογική εικοτολογία. Αλλά σε αντίθεση με τους φιλοσόφους που δεν θα δέχονταν τίποτα ανερώτητα, οι θεολόγοι αποδέχονταν ορισμένες πεποιθήσεις για τον Θεό και τις δυνάμεις Του χωρίς να αμφισβητούν την εγκυρότητά τους. Ήταν ο Απόστολος Παύλος που πρόσφερε για πρώτη φορά μια χριστιανική θεολογία. Κατόπιν οι Γνωστικοί που κυριάρχησαν στο Καθολικό σύστημα προσπάθησαν να αναπτύξουν μια φιλοσοφία του χριστιανισμού συγκεντρώνοντας την ελληνική μεταφυσική και τα χριστιανικά δόγματα και αργότερα οι Απολογητές ανέπτυξαν ένα πιο συστηματικό δόγμα, το οποίο πίστευαν ότι θα δικαιολογούσε τις χριστιανικές πεποιθήσεις.

Μεσαιωνική Φιλοσοφία: Εισαγωγή

Ο όρος μεσαιωνική φιλοσοφία χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίοδο από το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ιταλία μέχρι την Αναγέννηση· περίπου από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. Προσδιορίζει τη φιλοσοφία της Δυτικής Ευρώπης μεταξύ της παρακμής του κλασικού παγανιστικού πολιτισμού και της Αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα λατινικά έγιναν η επίσημη γλώσσα του Καθολικισμού, και απέκτησαν επίσης την ιδιότητα της γλώσσας, που χρησιμοποιούνταν για τη διατύπωση λόγιων σκέψεων. Με άλλα λόγια, τα λατινικά ήταν τα μεσαιωνικά σανσκριτικά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Υπάρχουν αρκετοί ιστορικοί παράγοντες που οδήγησαν στην εμφάνιση του Σχολαστικισμού. Η κατάρρευση του ρωμαϊκού πολιτισμού ήταν σίγουρα ο πιο σημαντικός παράγοντας πίσω από την εμφάνισή του. Κατά μία έννοια η Εκκλησία είχε αντικαταστήσει την αυτοκρατορία και τις κοινωνικές δομές της, και παρέμεινε μέχρι το τέλος του 12ου αιώνας ο θεσμός που υποστήριζε και έλεγχε την πνευματική κουλτούρα στην Ευρώπη. Θεωρητικά, οι πιο θεμελιώδεις ιδέες της Σχολαστικής σκέψης προέκυψαν από τις διανοητικές ενοράσεις της αθηναϊκής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα από τα φιλοσοφικά δόγματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο Βοήθιος (480-525) έγραψε σχόλια στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που έγιναν δημοφιλή ανάμεσα στους διανοούμενους εκείνης της εποχής. Η εβραϊκή παράδοση ήταν μια άλλη σημαντική επιρροή κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων. Ισλαμιστές φιλόσοφοι και Ινδοί στοχαστές είχαν επίσης επηρεάσει τους

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Σχολαστικούς στοχαστές, καθώς αυτές οι δύο ήταν οι κύριες πνευματικές παραδόσεις εκείνων των ημερών. Αλλά αργότερα, τον 12ο αιώνα μ.Χ., ο Αριστοτέλης απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή. Από τους Έλληνες φιλοσόφους, ήταν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης που ήταν περισσότερο επιδραστικοί. Ο πλατωνισμός φάνηκε ενδιαφέρον και χρήσιμος από τους πρώτους θεολόγους λόγω της έμφασης στην ιδέα της αιώνιας ψυχής και στην καταδίκη της ύλης ως μη πραγματικής. Το δόγμα του Πλάτωνα της ψυχής υποστήριξε την αιωνιότητα της, και συζήτησε επίσης το πρόβλημα της ηθικής της ανάπτυξης. Η σκληροπυρηνική μονιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα είχε διαχωρίσει την ψυχή από το σώμα και είχε ανυψώσει την πρώτη στο πεδίο της πραγματικότητας. Αλλά οι σχολαστικοί στοχαστές αντιμετώπισαν επίσης κάποιες δυσκολίες με τα δόγματα του Πλάτωνα, καθώς ο τελευταίος υποστήριζε πιο ριζοσπαστικές απόψεις για την ηθική ανάπτυξη της ψυχής από τους επίσημους καθολικούς στοχαστές. Ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι οι ψυχές θα μετενσαρκωθούν, και η χριστιανική ιδέα της ανάσταση δεν εντάσσεται στο δόγμα του Πλάτωνα για την ψυχή και την ηθική της ανάπτυξη. Ο Πλάτωνας οραματίζεται μια ένωση της ψυχής με το απόλυτο Αγαθό, μια πρόταση που ήταν αδιανόητη για τους Καθολικούς φιλοσόφους, καθώς θεωρούσαν τον Θεό ως το απόλυτο ον που παραμένει μια ξεχωριστή οντότητα με υπέρτατη απόλυτη υπόσταση από οτιδήποτε άλλο που εξαρτάται από Αυτόν.

Η Φιλοσοφία του Αγίου Αυγουστίνου (μ.Χ. 353-430)

Ο Αυγουστίνος είναι αναμφισβήτητα ο πιο επιδραστικός από όλους τους στοχαστές του Μεσαίωνα, και η φιλοσοφία του αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες πρόβλημα, το οποίο όλοι όσοι στοχαστές επιχειρούν να συμφιλιώσουν την πίστη με το λόγο θα συναντούσαν: τη φαινομενική αντίθεση μεταξύ θρησκείας και φιλοσοφίας ή πίστης και λόγου. Ο Αυγουστίνος επιχειρεί να υποστηρίξει ότι η θρησκεία μπορεί να βοηθήσει τη φιλοσοφία στις ορθολογικές της αναζητήσεις, και επίσης υποστηρίζει ότι η αποκάλυψη της φιλοσοφικής του βάσης, μπορεί να εμπλουτίσει τον Χριστιανισμό. Οι Εξομολογήσεις του είναι από τα πιο επιδραστικά και σημαντικά φιλοσοφικά έργα όλων των εποχών. Διανοητικά, ο Αυγουστίνος επηρεάστηκε σημαντικά από τον Πλάτωνα και τους οπαδούς του, και γοητεύτηκε ιδιαίτερα από την ιδέα ότι το φυσικό διαχωρίζεται από το πνευματικό. Αντιμετώπισε αυτόν τον χωρισμό ως ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Αλλά φιλοσοφικά ήταν απασχολημένος με την έννοια του Θεού και θεωρούσε ότι η μόνη γνώση που αξίζει να έχει είναι η γνώση του Θεού. Υποστηρίζει ότι ο Θεός ήταν αυτός που δημιούργησε την υπόσταση, και ήταν επίσης υπεύθυνος για την τάξη (order) και τη διάταξη (arrangement) που εκθέτει ο κόσμος. Ο Θεός δημιούργησε τον χρόνο όταν δημιούργησε τον κόσμο, καθώς ο Θεός παραμένει ο αιώνιος (eternal), διαχρονικός (timeless) δημιουργός των πάντων. Αυτός είναι η απόλυτη πηγή των πάντων και σημείο προέλευσης των πάντων. Ο Θεός εξισώνεται με το Είναι, την Καλοσύνη και την Αλήθεια

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό του φιλοσοφικού δόγματος του Αυγουστίνου είναι η συμφιλίωση του δυϊσμού μεταξύ θρησκείας και φιλοσοφίας από τη μια και πίστης και λόγου από την άλλη. Υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι ικανός να κατανοήσει τον Θεό, καθώς ο Θεός έχει δώσει το λόγο σε εμάς για να γνωρίζουμε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του Θεού. Η φιλοσοφία καταλαμβάνει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Το να φιλοσοφείς σημαίνει να βλέπεις την αλήθεια άμεσα και χωρίς την παρέμβαση των ματιών του σώματος. Λόγος, κατ' αυτόν, είναι το μάτι της ψυχής και η σοφία είναι η υψηλότερη αλήθεια για την οποία θα πρέπει να αγωνιζόμαστε. Επιβεβαιώνει ότι η σοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο Θεός, και να έχεις σοφία σημαίνει να έχεις Θεό.

Ο δυϊσμός συμφιλιώνεται περαιτέρω δείχνοντας πώς μπορεί μια αληθινή φιλοσοφία να ταυτιστεί με την αληθινή θρησκεία. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, και οι δύο έχουν τις ίδιες επιδιώξεις για το αιώνιο. Ο Θεός περιφρονεί το Λόγο, τον πρωτότοκο Υιό του, που είναι ο ίδιος ο Θεός για εμάς, για να μας κάνει πιο τέλειους από τα άλλα όντα. Αλλά ενώ συμφιλιώνει την πίστη με το λόγο υποστηρίζει ότι χρονολογικά η πίστη προηγείται της νοημοσύνης, καθώς για να κατανοήσουμε ένα πράγμα, πρέπει πρώτα να το πιστέψουμε. Με άλλα λόγια, η πίστη είναι προϋπόθεση της γνώσης. Είναι μια προσωρινή κατάσταση, κατώτερη από τη γνώση, και τελικά ανάγεται (resolves) σε αυτήν. H πίστη και ο λόγος συσχετίζονται μοναδικά. Ο Αυγουστίνος καλεί (summons) ότι πρέπει να κατανοήσουμε τι πιστεύουμε ακράδαντα, και να δούμε τον ορθολογισμό της πίστης μας. Πρέπει να κατανοήσετε για να μπορέσετε να πιστέψετε, και να πιστέψετε για να κατανοήσετε, λέει ο Αυγουστίνος.

Η έννοια του Θεού στη Φιλοσοφία του Αυγουστίνου

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με αυτόν, ο Θεός είναι το ον πέρα από τον οποίο, έξω από τον οποίο, και χωρίς τον οποίο, τίποτα δεν υπάρχει. Ο Θεός είναι η αρχή, η μέση και το τέλος όλων των πραγμάτων. Είναι αγαθός και όμως χωρίς ποιότητα. Είναι μεγάλος, χωρίς να είναι ποσότητα. Ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι ποιότητες όπως η καλοσύνη, η δικαιοσύνη και η σοφία δεν είναι τυχαίες ιδιότητες του Θεού, αλλά αποτελούν την ενδότατη ουσία του. Και πάλι, η παντοδυναμία, η πανταχού παρουσία και η αιωνιότητα είναι η θεϊκή του ουσία. Όλα είναι μέσα στο Θεό, αν και δεν είναι το Όλο. Ο Θεός είναι ο δημιουργός της νοημοσύνης και όμως είναι ανώτερος από αυτήν. Είναι παρών παντού, χωρίς να είναι δεσμευμένος σε κανένα τόπο. Υπάρχει και όμως δεν είναι πουθενά. Ζει αιώνια και όμως δεν είναι στον χρόνο. Αυτός είναι η αρχή κάθε αλλαγής και όμως αμετάβλητος.

Όσον αφορά το ζήτημα της γνώσης του Θεού, ο Αυγουστίνος είναι πρόθυμος να επισημάνει κάποιες δυσκολίες που μπορεί να συναντήσουμε όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον Θεό με τη χρήση του λόγου. Προειδοποιεί ότι ο λόγος συναντά αντινομίες στις εικασίες του για το Θεό. Ο λόγος μπορεί να περιγράψει μόνο αρνητικά τον Θεό και μπορεί να δηλώσει τι δεν είναι ο Θεός. Με άλλα

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

λόγια, μόνο με το λόγο δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τη φύση του Θεού. Ο Αυγουστίνος παραδέχεται ότι ο λόγος μπορεί εν μέρει να συλλάβει τον Θεό, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να κατανοήσει τον Θεό στην πληρότητα του, την τελειότητά του. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, είναι απολύτως άγιος και δεν μπορεί να κάνει κακό. Στο Θεό η βούληση και η πράξη είναι ένα, με την έννοια ότι, ό,τι θέλει γίνεται χωρίς κανένα ενδιάμεσο ον. Όλες οι ιδέες ή οι μορφές των πραγμάτων βρίσκονται σε Αυτόν και όλα οφείλουν τη μορφή τους σε Αυτόν.

Η σχέση Θεού – κόσμου είναι επίσης μοναδική. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός και αυτή η διαδικασία δημιουργίας είναι κάτι που είναι σε εξέλιξη. Βεβαιώνεται ότι ο κόσμος στην πραγματικότητα εξαρτάται από τον Θεό, ο οποίος ήταν επίσης υπεύθυνος για τη δημιουργία του χρόνου και του χώρου. Ήταν ο Θεός που δημιούργησε την ύλη και όλα όσα βιώνουμε. Αλλά αυτή η διαδικασία της δημιουργίας δείχνει επίσης πόσο πολύ αγαπά ο Θεός τη δημιουργία Του. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο λόγω της απέραντης αγάπης του.

Ο Αυγουστίνος είχε φτάσει στο σημείο να πει ότι ο Θεός και ο κόσμος που αυτός
δημιούργησε είναι ταυτόσημοι. Αυτό συχνά περιγράφεται ως αυγουστιανός πανθεϊσμός, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν πανθεϊστής, και είχε δει στην ουσία τον Θεό και τον κόσμο ως διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον.

Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του δόγματος του Αυγουστίνου για τον Θεό είναι η αντιμετώπιση του πρόβληματος του κακού. Είχε υποστηρίξει αυτό που είναι γνωστό ως το δόγμα του ex nihilo. Για να κατανοήσουμε τη θέση του, ας εξετάσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τα γραπτά του David Hume:

Είναι [η Θεότητα] πρόθυμη να αποτρέψει το κακό, αλλά δεν μπορεί; Τότε είναι ανίκανη. Είναι σε θέση, αλλά δεν είναι πρόθυμη; Τότε είναι κακόβουλη. Είναι και ικανή και πρόθυμη; Από πού λοιπόν το κακό; (David Hume, Dialogues Concerning Natural Religion)

Το ερώτημα είναι, από πού προέρχεται το κακό; Αν ο Θεός είναι καλός και τα έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα καλά, τότε είναι ο ίδιος ο Θεός δημιουργός του κακού; Αν ο Θεός δεν είναι ο δημιουργός του κακού, τότε πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος ανεξάρτητος από τον Θεό που το είχε δημιουργήσει. Αυτό θα απορρίψει το αμετάβλητο και το απόλυτο καθεστώς του Θεού. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Θεός είναι η αιτία των πάντων και αν υπάρχει καθόλου κακό, ο Θεός θα το είχε δημιουργήσει. Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι ο Θεός είναι απόλυτη καλοσύνη, και ολόκληρη η δημιουργία είναι έκφραση της καλοσύνης Του. Όλα όσα υπάρχουν τότε είναι καλά, καθώς έχουν προέλθει από τον Θεό. Αλλά όντας ένα Καλό και καλοπροαίρετο (benevolent) ον, ο Θεός θα ήθελε τα πάντα για το καλύτερο για τα πλάσματά του. Τότε τι γίνεται με το κακό; Μπορούμε εδώ να καταλήξουμε σε ένα παράδοξο συμπέρασμα ότι αν όλα είναι καλά τότε και το κακό πρέπει να είναι καλό.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Για να λύσει αυτό το παράδοξο, ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι το κακό είναι σαν τη σκιά μιας εικόνας. Όπως η σκιά, ανήκει στην ομορφιά του συνόλου. Φυσικά, το κακό ως τέτοιο δεν είναι καλό, αλλά είναι καλό που υπάρχει το κακό. Είναι μια στέρηση της ουσίας και η παράλειψη του καλού, και εξαρτάται από το καλό για την ύπαρξή του. Αν δεν υπάρχει καλό, δεν υπάρχει κακό. Είναι η απουσία κάποιου πράγματος που πρέπει να έχει η φύση. Ο Αυγουστίνος προσθέτει ότι το ηθικό κακό προέρχεται από μια ελαττωματική θέληση, και η χειρότερη μορφή κακού είναι η απομάκρυνση από τον Θεό.

Τώρα το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι, γιατί ο Θεός δεν παρέλειψε το κακό; Αφού ο Θεός είναι παντοδύναμος και τίποτα δεν του είναι αδύνατο, θα μπορούσε να είχε παραλείψει το κακό και να σώσει την ανθρωπότητα από τα ατελείωτα βάσανα της. Εδώ πάλι ο Αυγουστίνος δικαιολογεί την πράξη της δημιουργίας του κακού από τον Θεό, λέγοντας ότι το έκανε για να υπηρετήσει το καλό. Δημιουργώντας το κακό, ο Θεός ενίσχυσε τη δόξα του σύμπαντος.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, με τη στενή έννοια του όρου, πραγματικό κακό δεν υπάρχει και υπάρχει μόνο ως στέρηση ή απουσία του καλού. Η παρουσία του κάνει τον άνθρωπο όλο και πιο υπεύθυνο και με αυτή την έννοια δίνει νόημα στη ζωή του που χρειάζεται να κατανοηθεί με όρους ηθικής ανάπτυξης της ψυχής.

Η Φιλοσοφία του Αγίου Θωμά Ακινάτη

Αν και πολλοί από τους πρωταρχικούς στόχους της φιλοσοφίας του Ακινάτη ήταν παρόμοιοι με Αυγουστίνου, η προσέγγισή του και τα συμπεράσματά του ήταν σημαντικά διαφορετικά, καθώς σε αντίθεση με τον τελευταίο, ο Ακινάτης επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και ουσιαστικά στοχεύει σε μια σύνθεση του χριστιανισμού με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Είχε γράψει σχόλια σε πολλά από τα έργα του Αριστοτέλη, συμπεριλαμβανομένων των Περί ψυχής, Ηθικά Νικομάχεια και Μεταφυσική και εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας, που ποικίλλει σημαντικά από την επικρατούσα άποψη των χριστιανών θεολόγων που ήταν επηρεασμένοι από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τον ασυμβίβαστο ιδεαλισμό του. Ο Ακινάτης αντιτάχθηκε εκείνοι τους πλατωνιστές θεολόγους που διέψευδαν την πραγματικότητα του συγκεκριμένου φυσικού κόσμου και τόνιζε την επικράτεια των αφηρημένων και καθαρά πνευματικών μορφών και ιδεών.

Ο Ακινάτης προσπάθησε να καταδείξει την ορθολογικότητα του σύμπαντος ως μια αποκάλυψη του Θεού, και προσπάθησε να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, και πίστης και λόγου, από μια αριστοτελική οπτική, που υιοθετεί έναν δυισμό. Προσπαθεί να δείξει πώς αυτές οι αντίθετες προσεγγίσεις στην πραγματικότητα αλληλοσυμπληρώνονται. Αλλά το πιο σημαντικό του φιλοσοφικό δόγμα είναι ο ισχυρισμός του για την ανωτερότητα της πίστης.

Ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι ο φυσικός κόσμος έχει μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Σύμφωνα με αυτόν, η ψυχή και το σώμα είναι σε ένωση. Αυτό το χαρακτηριστικό της σκέψης του

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

επιχειρεί να ξεπεράσει τον κυρίαρχο αρνητισμό του σώματος διακηρύσσοντας ότι το σώμα και ο φυσικός κόσμος έχουν αξία. Ο Ακινάτης αναζητά έναν συμβιβασμό μεταξύ των θεϊκών και υλικών πραγματικοτήτων. Είναι δυνατό να έχουμε γνώση για τον κόσμο. Αλλά οι συνήθεις μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για να αποκτήσουμε γνώση είναι ανεπαρκείς για αυτό.

Η γνώση και ο ρόλος της φιλοσοφίας

Ο Ακινάτης βεβαιώνει ότι ολόκληρη η πνευματική μας γνώση αναδύεται από τις αισθήσεις και όλη η φιλοσοφία ξεκινά με όσα γνωρίζουμε για τα υπάρχοντα αντικείμενα. Ως εκ τούτου υποστηρίζει ότι οι κοινές αφετηρίες της ανθρώπινης σκέψης βασίζονται στην αισθητηριακή αντίληψη και είναι ο στόχος της φιλοσοφίας να τις προσδιορίσει. Ο Ακινάτης ήταν περισσότερο αριστοτελικός παρά πλατωνικός και κατά συνέπεια υποστήριξε ότι ο εμπειρικός κόσμος είναι πραγματικός. Όπως είδαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, εφόσον ο Αριστοτέλης θεωρεί τον εμπειρικό κόσμο ως πραγματικό, η γνώση για το ίδιο ήταν ένα μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνον. Ο Ακινάτης επίσης θεωρεί τη γνώση για τον εμπειρικό κόσμο εξίσου σημαντική, καθώς υποστηρίζει ότι ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός δεν πρέπει να αναιρεθεί εντελώς. Ως εκ τούτου, οι επιστημονικές προσπάθειες θεωρούνται θεμιτές. Από τη στιγμή που τέτοιες προσπάθειες προϋποθέτουν το λόγο, έχει σημαντική θέση και αξία στις ανθρώπινες προσπάθειες. Υπενθυμίζει όμως ότι έχει τους περιορισμούς του.

Λόγος και Πίστη

Όπως οι περισσότεροι θεολόγοι, έτσι και ο Ακινάτης προσπαθεί να αποδώσει στο λόγο μια σημαντική θέση και αναθέτει στο λόγο μια λειτουργία. Εντούτοις, δεν ήταν διατεθειμένος να του απονείμει ένα απόλυτο καθεστώς. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν εξαντλείται με ορθολογικές έρευνες. Ο λόγος μας διαφωτίζει για πολλές πτυχές της πραγματικότητας, αλλά μόνο με το λόγο δεν μπορούμε να αποδείξουμε πράγματα όπως η τριαδικότητα, η ενσάρκωση, το προπατορικό αμάρτημα, η δημιουργία του κόσμου εν καιρώ, τα μυστήρια κ.λπ. που είναι κεντρικά ενδιαφέροντα του Χριστιανισμού. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία, ως μια ορθολογική προσπάθεια, υπολείπεται (falls short) να τα αντιμετωπίσει. Επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν αποκαλυμμένες αλήθειες που είναι πέρα από το λόγο και επομένως δεν είναι αντικείμενα της φιλοσοφίας. Ο λόγος δεν μπορεί ούτε να τις αποδείξει ούτε να τις διαψεύσει. Αλλά ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι δεν είναι εντελώς παράλογες (unreasonable).

Σε αυτό το πλαίσιο συζήτησης για τη φύση των θρησκευτικών αξιώσεων εισάγει τη διττή θεωρία της αλήθειας. Οι θρησκευτικοί ισχυρισμοί απαιτούν μια διττή θεωρία της αλήθειας· αυτή, την οποία η έρευνα του λόγου μπορεί να φτάσει, και αυτή που ξεπερνά την όλη ικανότητα του ανθρώπου λόγου. Το παράδειγμα για την πρώτη είναι οι αποδείξεις που έχουν προωθήσει οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και για την τελευταία είναι η σύλληψη της Τριάδας, η αιώνια ζωή κλπ. Ο Ακινάτης τονίζει ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ τους. Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι τα θέματα που αποκαλύπτονται δεν είναι απαραίτητα παράλογα, σαν να πιστεύουμε σε

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αυτά, η λογικότητα τους θα γινόταν ξεκάθαρη . Από την άλλη, ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να παρέχουμε ορθολογικές αποδείξεις για τα μυστήρια της θρησκείας, καθώς προϋποθέτουν την πίστη. Ο Ακινάτης γράφει:

Υπάρχει ένας διττός τρόπος αλήθειας σε όσα ομολογούμε για τον Θεό. Μερικές αλήθειες για τον Θεό υπερβαίνουν κάθε ικανότητα του ανθρώπινου λόγου. Τέτοια είναι η αλήθεια ότι ο Θεός είναι τρισυπόστατος. Υπάρχουν όμως κάποιες αλήθειες που και ο φυσικός λόγος είναι ικανός να φτάσει. Τέτοια είναι η αλήθεια ότι ο Θεός υπάρχει, ότι είναι ένας και άλλα παρόμοια. Στην πραγματικότητα, τέτοιες αλήθειες για τον Θεό έχουν αποδειχθεί αποδεικτικά από τους φιλοσόφους, καθοδηγούμενοι από το φως του φυσικού λόγου. (Aquinas/: Summa Contra Gentiles/, Ι, κεφ.3, αρ.2)

Με άλλα λόγια, η διττή θεωρία της αλήθειας διαχωρίζει την αποκεκαλυμμένη θεολογία από την ορθολογική θεολογία. Η πρώτη είναι δογματική και είναι πέρα ​​από λάθη, ενώ η δεύτερη είναι φιλοσοφική, αλλά μπορεί να κάνει λάθος και ως εκ τούτου είναι ατελής. Η αποκεκαλυμμένη θεολογία είναι μια γνήσια εικοτολογική επιστήμη, η οποία δεν βασίζεται στη φυσική εμπειρία και το λόγο. Είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη γνώση του Θεού, και ως εκ τούτου είναι ευγενέστερη από οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Από την άλλη, η ορθολογική θεολογία μπορεί να κάνει αποδείξεις χρησιμοποιώντας τα άρθρα της πίστης ως αρχές της, και μπορεί να αντικρούσει απολογητικά τις αντιρρήσεις που εγείρονται κατά της πίστης, ακόμη κι αν κανένα άρθρο της πίστης δεν προϋποτεθεί.

Αποδείξεις για την Ύπαρξη του Θεού

Πριν ολοκληρώσουμε τις συζητήσεις αυτού του κεφαλαίου, θα εξετάσουμε εν συντομία τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού όπως συζητήθηκαν από τον Ακινάτη. Όπως είδαμε, αυτή η πτυχή της θεολογίας είναι ορθολογική, καθώς προσπαθεί να δικαιολογήσει ορθολογικά την ύπαρξη του Θεού. Ο Ακινάτης στο Summa Theologia περιγράφει πέντε «αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού»· οι τρεις πρώτοι τρόποι αντιμετωπίζουν το κοσμολογικό επιχείρημα, ο τέταρτος με το ηθικό επιχείρημα και ο τελευταίος με τελεολογικά επιχειρήματα (επιχείρημα από το σχέδιο).

Το κοσμολογικό επιχείρημα βασίζεται στην αντίληψη του Αριστοτέλη του πρώτου κινούντα, ή του ακίνητου κινούντα. Όπως ο Αριστοτέλης που λέει ότι το σύμπαν απαιτεί την ύπαρξη τινός που κινείται, χωρίς το ίδιο να κινείται από κάτι άλλο, αυτό το επιχείρημα δηλώνει ότι όλα τα κινούμενα πράγματα προϋποθέτουν μια αμετάβλητη και ακίνητη οντότητα. Αυτό το επιχείρημα ξεκινά έτσι από την ιδέα της κίνησης. Η κίνηση συνεπάγεται την αναγωγή τινός από το δυνάμει στο ενεργεία. Για παράδειγμα, όταν ένας σπόρος γίνεται δέντρο, είναι οι δυνατότητες του σπόρου που πραγματοποιούνται στη διαδικασία. Όμως μόνο κάτι που είναι ήδη ενεργεία, μπορεί να μετακινήσει ένα πράγμα από το δυνάμει στο ενεργεία. Με άλλα λόγια, ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι και κινούν και κινούμενο συγχρόνως--αυτοκινούμενο. Ό,τι

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

κινείται κινείται από κάτι άλλο και εκείνο από κάτι άλλο και αυτό δεν μπορεί να πάει στο άπειρο. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο κινούν που είναι ο Θεός.

Ο δεύτερος τρόπος για να αποδείξουμε το κοσμολογικό επιχείρημα είναι μέσω της ιδέας της ποιητικής αιτίας (efficient cause). Λέει ότι ο κόσμος έχει μια τάξη ποιητικών αιτιών. Τα πάντα στο κόσμο έχουν μια αιτία. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι η ποιητική αιτία από μόνο του, καθώς δεν μπορεί να είναι προγενέστερο του εαυτού του. Κάθε ποιητική αιτία έχει μια προηγούμενη αιτία και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί στο άπειρο. Επομένως, πρέπει να υπάρχει μια πρώτη ποιητική αιτία που είναι ο Θεός.

Ο τρίτος τρόπος για να αποδείξουμε το κοσμολογικό επιχείρημα είναι να το προσεγγίσουμε από το παρασκήνιο της έννοιας του συμβεβηκότος (contingency). Ορισμένα πράγματα βρίσκονται να δημιουργούνται και να καταστρέφονται και ως εκ τούτου είτε μπορεί να υπάρχουν είτε όχι. Υπό αυτή την έννοια, είναι συμβεβηκότα/ενδεχομενικά. Αλλά αν όλα τα πράγματα ήταν απλά τυχαία γεγονότα, τότε τίποτα δεν θα υπήρχε πραγματικά, το οποίο δεν είναι αλήθεια. Επομένως, δεν είναι όλα τα πράγματα απλά τυχαία γεγονότα. Πρέπει αναγκαία να υπάρχει ένα υπάρχον ον, που είναι ο Θεός. Και πάλι, κάθε αναγκαίο πράγμα πρέπει να έχει μια αιτία της αναγκαίας του ύπαρξης. Αλλά η αλυσίδα των αιτιών δεν μπορεί να πάει πίσω στο άπειρο. Εξ ου πρέπει να υπάρχει κάτι που αναγκαία υπάρχει μέσω της δικής του φύσης, χωρίς να έχει την αιτία του αλλού, αλλά είναι το ίδιο η αιτία της αναγκαίας ύπαρξης άλλων πραγμάτων. Αυτό είναι ο Θεός.

Ο τέταρτος τρόπος για να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού προέρχεται από την ιδέα των βαθμών τελειότητας. Ο Ακινάτης λέει ότι, βρίσκουμε βαθμούς τελειότητας μεταξύ των πραγμάτων. Υπάρχουν μεγαλύτεροι και μικρότεροι βαθμοί καλοσύνης, αλήθειας, ευγένειας κ.λπ. Αυτοί οι βαθμοί έχουν νόημα μόνο σε σχέση με κάτι που είναι τέλειο: κάτι που είναι το πιο αληθινό, το καλύτερο, το πιο ευγενές, και το μεγαλύτερο ον. Αυτός είναι ο Θεός, που είναι η αιτία της ύπαρξης όλων των πραγμάτων και της καλοσύνης και της τελειότητας.

Ο πέμπτος τρόπος του Ακινάτη είναι το επιχείρημα εκ του Σχεδιασμού. Λέει:

Βλέπουμε ότι τα πράγματα που στερούνται γνώσης, όπως τα φυσικά σώματα, δρουν για ένα τέλος, και αυτό φαίνεται από το ότι πράττουν πάντα, ή σχεδόν πάντα, με τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου είναι προφανές ότι πετυχαίνουν το τέλος τους, όχι τυχαία, αλλά σχεδιασμένα. Τώρα ό,τι στερείται γνώσης δεν μπορεί να προχωρήσει προς ένα τέλος, εκτός αν κατευθύνεται από κάποιο ον προικισμένο με γνώση και νοημοσύνη· όπως το βέλος κατευθύνεται από τον τοξότη. Επομένως υπάρχει κάποιο νοήμον ον από το οποίο όλα τα φυσικά πράγματα κατευθύνονται προς το τέλος τους· και αυτό το ον το καλούμε Θεό. [Aquinas, Summa Theologica, Άρθρο 3, Ερώτηση 2]

Ο πέμπτος τρόπος απόδειξης της ύπαρξης του Θεού υποστηρίζει λοιπόν ότι όλα τα φυσικά αντικείμενα είναι διατεταγμένα σύμφωνα με ένα σχέδιο, και υπάρχει κάτι νοήμον με το οποίο είναι τακτοποιημένα όλα τα φυσικά πράγματα σύμφωνα με ένα σχέδιο. Αυτός είναι ο Θεός. Ο Θεός είναι λοιπόν το πρώτο κινούν, η πρώτη αιτία, το αναγκαίο ον, το μεγαλύτερο ον και ο νοήμον σχεδιαστής.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κουίζ

  1. Ποιος από τους παρακάτω πρόσφερε μια χριστιανική θεολογία για την πρώτη

φορά;

(α) Άγιος Θωμάς Ακινάτης (β) Άγιος Αυγουστίνος (γ) Απόστολος Παύλος (δ) Αγ. Φραγκίσκος

  1. Τι ήταν χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Αυγουστίνου;

(α) Η λογική μπορεί να κατανοήσει τον Θεό (β) ο λόγος είναι ανίκανη να κατανοήσει

Θεός (γ) Ο Θεός δεν είναι κατανοητός με κανένα τρόπο (δ) Ο Θεός είναι γνωστός μόνο

μέσω της πίστης.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν κατέχει ο Αυγουστίνος;

(α) Ο Θεός μας έδωσε λόγο (β) Η λογική είναι το μάτι της ψυχής (γ) Να έχεις

σοφία σημαίνει να έχεις Θεό (δ) Η λογική δεν οδηγεί στον Θεό.

  1. Λόγος, κατά τον άγιο Θωμά Ακινάτη:

(α) Δεν έχει σημαντική θέση στο σύστημά του (β) Έχει χορηγηθεί τελική κατάσταση (γ) Δεν μας διαφωτίζει για καμία πτυχή της πραγματικότητας (δ) Δεν μπορεί αποδεικνύουν τη δημιουργία του κόσμου έγκαιρα.

  1. Σύμφωνα με τον Ακινάτη, η αποκαλυφθείσα θεολογία:

(α) Μπορεί να κάνει λάθος και ως εκ τούτου είναι ατελής (β) Μια γνήσια κερδοσκοπική επιστήμη (ντο) Δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη της Τριάδας, της αιώνιας ζωής κ.λπ. (δ) Συμφωνίες με αλήθειες που να γίνει κατανοητό σε σχέση.

  1. Ποια από τις παρακάτω αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, αν δεν έχει προηγηθεί

από τον Ακινάτη; (α) Από την ιδέα της αποτελεσματικής αιτίας (β) Από την έννοια του απρόβλεπτου
(γ) Από την ιδέα των βαθμών τελειότητας (δ) Από το ιδέα του Θεού ως το το μεγαλύτερο δυνατό ον.

Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)
  2. (α)
  3. (δ)
  4. (δ)
  5. (β)
  6. (δ)

Εργασίες

  1. Συζητήστε την αντιμετώπιση του προβλήματος του κακού από τον Άγιο Αυγουστίνο.
  2. Συζητήστε τη διττή θεωρία της αλήθειας.
  3. Εξηγήστε τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού που προέβαλε ο Ακινάτης

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of

το μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics,

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Giedrius Saulytis: “Augustine and the Problem of Evil”, διαθέσιμο στο?

http://www.btz.lt/English/Giedrius/works/Augustine_Problem%20of%20Evil. <http://www.btz.lt/English/Giedrius/works/Augustine_Problem%20of%20Evil.pdf> pdf <http://www.btz.lt/English/Giedrius/works/Augustine_Problem%20of%20Evil.pdf>

  1. Internet Encyclopedia of Philosophy, διαθέσιμη στη διεύθυνση:

http://www.iep.utm.edu/faith-re/#SH4e <http://www.iep.utm.edu/faith-re/>

  1. http://www.dartmouthapologia.org/articles/show/125

<http://www.dartmouthapologia.org/articles/show/125>

  1. http://plato.stanford.edu/entries/aquinas/#LifeWork

<http://plato.stanford.edu/entries/aquinas/>

  1. http://www.aquinasonline.com/Topics/5ways.html

<http://www.aquinasonline.com/Topics/5ways.html>

  1. http://www.newadvent.org/summa/1002.htm

<http://www.newadvent.org/summa/1002.htm>

  1. http://www.thatreligiousstudieswebsite.com/Religious_Studies/Phil_of_Rel/G

<http://www.thatreligiousstudieswebsite.com/Religious_Studies/Phil_of_Rel/God/five_ways.php> od/five_ways.php <http://www.thatreligiousstudieswebsite.com/Religious_Studies/Phil_of_Rel/God/five_ways.php>

  1. http://www.fordham.edu/halsall/source/aquinas3.asp

<http://www.fordham.edu/halsall/source/aquinas3.asp>

  1. http://www.iep.utm.edu/design/

11


8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο όγδοο

Σύγχρονη Φιλοσοφία

Λέξεις κλειδιά: Αναγέννηση, Ανθρωπισμός, γνωσιολογία, ορθολογισμός, εμπειρισμός, γνώση.

Εισαγωγή

Τα φιλοσοφικά κινήματα είναι φαινόμενα αποτελεσματικής ιστορίας (effective history), λέει ο Χάμπερμας. (Habermas: Postmetaphysical Thinking). Η σύγχρονη φιλοσοφία είναι επομένως το αποτέλεσμα αρκετών ιστορικών και κοινωνικών εξελίξεων που είχαν ριζικές επιπτώσεις στις ζωές των Ευρωπαϊκών λαών. Ο όρος σύγχρονος (modern) προέρχεται από τη λατινική λέξη modo, που σημαίνει αυτό που είναι τρέχον. Υπό αυτή την έννοια ο όρος σύγχρονος υποδηλώνει μόνο το διαχωρισμό της σύγχρονης εποχής από την αρχαία. Όταν όμως μιλάμε για σύγχρονη φιλοσοφία, αναφερόμαστε σε ορισμένες εξελίξεις στον τομέα της φιλοσοφίας, ως αποτέλεσμα της επίδρασης διαφόρων άλλων εξελίξεων στην κουλτούρα και τον πολιτισμό που συνέβησαν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η συγκεκριμένη περίοδος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει ξεκάθαρα στην ιστορία της Ευρώπης. Αυτή η περίοδος έγινε μάρτυρας μιας μειούμενης αυθεντίας (authority) της Εκκλησίας και μιας αυξανόμενης αυθεντίας (authority) της επιστήμης. Η Ευρώπη είχε αρχίσει να αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο σε πολιτικές και εθνικές γραμμές, παρά σε θρησκευτικές γραμμές, και τα κράτη άρχισαν να αντικαθιστούν την Εκκλησία ως την αρχή (authority) που ελέγχει την κουλτούρα. Οι γαλλικές και αμερικανικές επαναστάσεις που είχαν πολύ σημαντικές επιπτώσεις συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και τα έθνη βρίσκονταν στο δρόμο του εκδημοκρατισμού.

Από την Αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα

Με την εισβολή των Βαρβάρων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μια εποχή σπουδαίων αρχαίων πολιτισμών είχε φτάσει στο τέλος της στην Ευρώπη. Μέχρι τον 5ο αιώνα, ο Χριστιανισμός είχε έγινε η επίσημη θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η Εκκλησία είχε γίνει ο πιο ισχυρός οργανισμός στην Ευρώπη [Lavine]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κυριαρχία του Χριστιανισμού ως θεσμού που βασίζεται στην αδιαμφισβήτητη πίστη και άκαμπτα δόγματα στη θέση της ελεύθερης, ορθολογικής, ανεξάρτητης φιλοσοφικής σκέψης των Ελλήνων. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία κατέστρεψε πολλά γραπτά και έργα τέχνης του αρχαίου πολιτισμού, κατηγορώντας τα ως ειδωλολατρικά, μη-

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

χριστιανικά και ανήθικα, και γέννησε έναν νέο πολιτισμό με επαναπροσδιορισμένες κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές και πολιτικές επικράτειες σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το πέρασμα από την αρχαία ελληνική στη χριστιανική κοσμοθεωρία ήταν στην πραγματικότητα μια υποχώρηση από το ορθολογικό στο υπερφυσικό και από το λογικό στο αποκαλυπτικό. Αυτή η περίοδος είχε αντικαταστήσει την κριτική σκέψη με την πίστη και την αφοσίωση στα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως, αντικατέστησε την επιστήμη με τη δεισιδαιμονία. Οι περισσότεροι από τους φιλοσοφικούς στοχασμούς αυτής της εποχής περιορίζονταν σε προβλήματα σχετικά με την ορθολογική αιτιολόγηση της πίστης και της ύπαρξης του Θεού.

Σύγχρονη Φιλοσοφία

Ο Bertrand Russell παρατηρεί ότι η περίοδος της ιστορίας που συνήθως ονομάζεται «σύγχρονη» έχει μια νοητική προοπτική που διαφέρει από εκείνη της μεσαιωνικής περιόδου με πολλούς τρόπους. Από αυτούς, δύο είναι οι πιο σημαντικοί: η φθίνουσα αυθεντία (authority) της Εκκλησίας και η αυξανόμενη αυθεντία της επιστήμης. [A History of Western Philosophy]. Ένα σημαντικό ιστορικό συμβάν που συνέβη αυτή την περίοδο στην ευρωπαϊκή πολιτιστική ζωή ήταν η έλευση της Αναγέννησης (Renaissance) [η γαλλική λέξη για αναγέννηση (rebirth)]. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η σύγχρονη προοπτική ξεκίνησε στην Ιταλία με την Αναγέννηση. Η Αναγέννηση ουσιαστικά συνίσταται στην αναβίωση της αρχαίας σοφίας του ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού στη σύγχρονη εποχή. Οι διανοούμενοι και δημιουργικοί καλλιτέχνες αυτής της περιόδου αναγνώρισαν ότι η αρχαία σοφία των Ελλήνων και των Ρωμαίων είναι η πηγή πολύτιμων γνώσεων που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν την πορεία της ανθρώπινης ζωής με δραστικό τρόπο. Ο όρος Αναγέννηση αντιπροσωπεύει μια περίοδο στην ευρωπαϊκή ιστορία που εκτείνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα έως τις αρχές του 17ου αιώνα. Μέχρι τον 15ο αιώνα διαβάστηκαν και εκτιμήθηκαν τα πρωτότυπα ελληνικά έργα. Οι στοχαστές διάβασαν και εκτίμησαν κριτικά τις ερμηνείες του Αριστοτέλη από τον Αγίου Θωμά. Η ανάκτηση των κλασικών γλωσσών, της λογοτεχνίας, της τέχνης, της ιστορίας και των φιλοσοφικών ενοράσεων, είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση του πνεύματος του ελληνικού ανθρωπισμού, που θεωρούσε κεντρική την αναγνώριση της αξιοπρέπειας και της αξίας των ανθρώπων. Ο ανθρωπισμός αναγνωρίζει τη δύναμη του ανθρώπινου λόγου να γνωρίζει τις αλήθειες της φύσης και αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους ως έχοντες την ικανότητα να καθορίζουμε, να εκφράζουμε και να πετυχαίνουμε αυτό που είναι καλό για εμάς.

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Ιδέα του Αγαθού παρέμεινε βασικό μέλημα του ελληνικού πολιτισμού. Η συμμετοχή στη ζωή των πόλεων-κρατών και στην κοινωνική και πολιτική ζωή που υπήρχε εκείνη την περίοδο καθόρισε τη σύλληψη του Αγαθού που κατείχαν οι Έλληνες. Μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για το αγαθό επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όπου το να ζεις σύμφωνα με τις επιταγές της Εκκλησίας εθεωρείτο ως αρχέγονο. Η Αναγέννηση, από την άλλη, όπως είδαμε παραπάνω, συνίσταται στην αναβίωση της αρχαίας σοφίας και του ανθρωπιστικού πνεύματος. Αποσκοπούσε στην αποκατάσταση στον άνθρωπο των ικανοτήτων, των δυνάμεων και των εξουσιών του μεμονωμένου ατόμου που είχαν παραμεληθεί κατά τον Μεσαίωνα. Έχει αναγνωρίσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως προς τα ατομικά του επιτεύγματα, και όχι απαραίτητα ως προς τη θεϊκή του πίστη. Έτσι, η Αναγέννηση θεωρούσε τον πολιτισμό του αρχαίου κόσμου ως ανώτερο από τον τωρινό και είχε οραματιστεί έναν νέο τρόπο ζωής. Αυτή η περίοδος σημαδεύτηκε επίσης με την άνοδο της σύγχρονης επιστήμης. Ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων ήταν οι κατεξοχήν επιστήμονες αυτής της εποχής. Η ηλιοκεντρική άποψη του Κοπέρνικου για το σύμπαν ανέτρεψε τα υπάρχοντα παραδείγματα, και ο Κέπλερ κατέληξε σε μαθηματικές ερμηνείες της ηλιοκεντρικής άποψης. Ο Γαλιλαίος ανέπτυξε τη μέθοδο παρατήρησης με μαθηματικές ερμηνείες σε νέα ύψη και με την εμφάνιση της σύγχρονης επιστήμης, οι βασισμένες στην πίστη κοσμοθεωρίες αντικαθίστανται ολοένα και περισσότερο από την επιστημονική προοπτική που βασίζεται στο λόγο. Ο Κοπέρνικος και ο Γαλιλαίος έφεραν κοντά τα δύο σημαντικά στοιχεία της επιστημονικής μεθόδου: την εμπειρική μέθοδο που δίνει έμφαση στην παρατήρηση και το πείραμα και την ορθολογική προσέγγιση που χρησιμοποιεί την αρχή που βρίσκεται πίσω από τον μαθηματικό απαγωγικό συλλογισμό.

Η φιλοσοφία κατά την Αναγέννηση

Αν και η Αναγέννηση ήταν μια περίοδος που γνώρισε έντονες εξελίξεις σε πολλά πεδία, δεν ήταν μια πολύ πλούσια περίοδος για τη φιλοσοφία. Αυτή η περίοδος έγινε μάρτυρας μιας αναβίωσης της μελέτης του Πλάτωνα, εις βάρος του Αριστοτέλη. Όπως παρατηρεί ο Russell, η Αναγέννηση ενθάρρυνε τη συνήθεια να θεωρείται η πνευματική δραστηριότητα ως μια ευχάριστη κοινωνική περιπέτεια, όχι ένας απομονωμένος/μοναχικός (cloistered) διαλογισμός με στόχο τη διατήρηση μιας προκαθορισμένης ορθοδοξίας [A History of Western Philosophy]. Μια σημαντική εξέλιξη που συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η πρόκληση που η ερμηνεία του Αγίου Θωμά για τον Αριστοτέλη αντιμετώπισε από διαφορετικές πλευρές. Ο Αριστοτέλης

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

μελετήθηκε με μεγαλύτερη έμφαση στις κοσμικές και επιστημονικές πτυχές του, ανεξάρτητα των κυρίαρχων Σχολαστικών ερμηνειών. Ο Πλατωνισμός, ο Στωικισμός, ο Επικουριανισμός και ο Σκεπτικισμός επανεισήχθησαν επίσης κατά την περίοδο αυτή. Η εξουσία τόσο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας όσο και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να φθίνει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γεγονός που ενθάρρυνε μια νέα θεώρηση των φιλοσοφικών θεμάτων, των αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων και προσεγγίσεων. Όπως παρατηρεί ο T.Z.Lavine:

Με τον ερχομό της Αναγέννησης εμφανίζεται μια έκφραση μιας ανθρωπιστικής πίστης στον άνθρωπο, στη δύναμή του να κατευθύνει τη ζωή του και τη ζωή της κοινωνίας του προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, μαζί με την αίσθηση ότι αυτή η δύναμη, που ήταν στην κατοχή του ατόμου στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, είχε χαθεί στον κόσμο της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης. [Από τον Σωκράτη στον Σαρτρ: Η Φιλοσοφική Αναζήτηση.]

Πολιτιστικός αντίκτυπος

Η τέχνη και η λογοτεχνία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτιστικού και πνευματικού περιβάλλοντος αυτής της εποχής. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που τόσο η τέχνη όσο και η λογοτεχνία ανεξαρτητοποιήθηκαν από τα θρησκευτικά δόγματα και τη μυθολογία, και οι καλλιτέχνες εξέθεσαν το θάρρος, απεικονίζοντας την ανθρώπινη δόξα, και όχι μόνο τον πόνο και τον θάνατο όπως συνηθιζόταν παλιά. Με άλλα λόγια, η τέχνη και η λογοτεχνία απομακρύνθηκαν από τα χριστιανικά θέματα προς τη φύση όπως τη βλέπει και την αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Η φύση έγινε ένα ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης και δεν θεωρούνταν πλέον απλώς ως έκφραση του υπερφυσικού. Το ανθρώπινο σώμα έγινε επίσης αντικείμενο καλλιτεχνικής φαντασίας, ως αποτέλεσμα της υπέρβασης του αρνητισμού απέναντι στο σώμα που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή κουλτούρα από την εποχή του Πλάτωνα και ενισχύθηκε κατά τον Μεσαίωνα. Αυτή ήταν επίσης μια εποχή επιστημονικών και άλλων ανακαλύψεων που επέτρεψαν στον άνθρωπο να κατανοήσει τον κόσμο, έχοντας καλύτερο έλεγχο πάνω του. Υπήρχαν πολλές νέες εφευρέσεις και ανακαλύψεις που επέτρεψαν στους ανθρώπους να κυριαρχήσουν στη φύση, συμπεριλαμβανομένων και άλλων ανθρώπων σε μακρινούς ηπείρους. Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο είναι ένα παράδειγμα. Μαζί με τέτοιες εξελίξεις στις επιστημονικές, οικονομικές και πολιτικές επικράτειες, η Ευρώπη γνώρισε επίσης την άνοδο και την ανάπτυξη της Προτεσταντικής μεταρρύθμισης της χριστιανικής θρησκείας, με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθηρο. Η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία αυτής της εποχής χαρακτηριζόταν έτσι από την επιστημονική ιδιοσυγκρασία, τον ανθρωπισμό και τον σκεπτικισμό. Ενδιαφερόταν κυρίως για επιστημολογικά ερωτήματα, που αφορούσαν τις πηγές, τα είδη και τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Στον ηθικό τομέα, προσπάθησε να ανακαλύψει τα κριτήρια και τη δυνατότητα ηθικής ζωής χωρίς θρησκευτικές αρχές. Η σύγχρονη εποχή

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

χαρακτηρίζεται έτσι από μια αφύπνιση του αναστοχαστικού πνεύματος και των κριτικών προσεγγίσεων που αμφισβήτησαν και έθεσαν υπό ερώτηση όλες τις μορφές εξουσίας (authority), ιδιαίτερα την αυθεντία (authority) της παράδοσης. Ήταν εμφανώς ενάντια στον απολυταρχισμό και τον κολλεκτιβισμό (collectivism) και υποστήριξε τη σημασία της ελευθερίας στη σκέψη, το συναίσθημα και τη δράση.
Στην πολιτική επικράτεια, τα κράτη έπαιρναν όλο και περισσότερο τη θέση της Εκκλησίας, και κινήθηκαν περισσότερο προς το συνταγματικό πολίτευμα (constitutionalism), και τη δημιουργία όλο και περισσότερων δημοκρατικών θεσμών. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου ήταν η εμφάνιση του ατομικισμού και ενός συναφούς ιδεώδους, του φιλελευθερισμού. Η σύγχρονη φιλοσοφία αναδύθηκε σε ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.

Σύγχρονη Φιλοσοφία

Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι η εμφάνιση του λόγου ως του μοναδικού διαιτητή σε θέματα γνώσης και ζωής. Γίνεται η μόνη αυθεντία στη φιλοσοφία και την επιστήμη, και κατά συνέπεια η έννοια της αλήθειας συνδέεται με την ιδέα της επιστημονικής παρατήρησης. Η αλήθεια πρέπει να επιτευχθεί μέσω ελεύθερης και αμερόληπτης έρευνας, και στο πλαίσιο αυτό η θεολογία, που θεωρεί την αποκεκαλυμμένη γνώση ως πρωταρχική, έχασε τη σημασία της. Αυτή η εποχή έδωσε έμφαση στην πρακτική εφαρμοσιμότητα της γνώσης.

Από πολλές απόψεις, η σύγχρονη φιλοσοφία μοιάζει με την αρχαία ελληνική σκέψη. Όπως και η τελευταία, η σύγχρονη φιλοσοφία έδωσε επίσης έμφαση σε μια ανεξάρτητη αναζήτηση της αλήθειας και ήταν απόλυτα ορθολογιστική, καθώς θεωρούσε ότι ο ανθρώπινος λόγος είναι η ανώτατη αυθεντία. Ήταν νατουραλιστική, καθώς προσπαθούσε να εξηγήσει την εσωτερική και εξωτερική φύση χωρίς υπερφυσικές προϋποθέσεις. Ήταν επιστημονική, καθώς είχε πολύ στενούς δεσμούς με τις νέες επιστήμες που αναδύονταν [Frank Thilly]. Η σύγχρονη φιλοσοφία έγινε επίσης μάρτυρας της ανάδυσης δύο σημαντικών γνωσιολογικών σχολών σκέψης — του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού — ως ανεξάρτητων και αντίθετων φιλοσοφικών σχολών. Η επίδραση της σύγχρονης επιστημονικής κατανόησης της φιλοσοφίας ήταν αρκετά ορατή, καθώς και οι δύο αυτές σχολές απασχολήθηκαν με το ζήτημα της ορθολογικής γνήσιας γνώσης. Με αυτές τις δύο σχολές, η φιλοσοφία ανέκτησε τη χαμένη της θέση ως θεμελιώδης επιστημονικός κλάδος (discipline). Αυτές συνέλαβαν και εξίσωσαν τη φιλοσοφία με τη γνωσιολογία. Με τη μετατόπισή της εστίασης της στην γνωσιολογία, οι στόχοι της φιλοσοφίας είχαν επίσης αλλάξει. Δεν ασχολείται πλέον με το ζήτημα της τελικής πραγματικότητας (ultimate reality), όπως έκαναν οι αρχαίοι και μεσαιωνικοί στοχαστές. Σύμφωνα με αυτούς τους στοχαστές,

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

η φιλοσοφία ασχολείται με τη γνώση με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ενώ οι επιστημονικοί κλάδοι ασχολούνται με τη γνώση μιας συγκεκριμένης πτυχής ή τομέα του σύμπαντος, η φιλοσοφία ασχολείται με τη γνώση ως τέτοια. Ως εκ τούτου ασχολείται με τη φύση, τα είδη, τους περιορισμούς και τις πηγές της γνώσης.

Εμπειρισμός και Ορθολογισμός

Όντας οι δύο σημαντικές σχολές της σύγχρονης φιλοσοφίας, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός έχουν διαφορετικές και αντίθετες αντιλήψεις και απόψεις για την πηγή της γνώσης. Ο ορθολογισμός έχει την άποψη ότι η γνήσια γνώση αποτελείται από καθολικές και αναγκαίες κρίσεις. Σύμφωνα με αυτούς, ο στόχος της σκέψης είναι ένα σύστημα αληθειών στο οποίο οι διαφορετικές προτάσεις σχετίζονται λογικά μεταξύ τους. Υποστηρίζουν έτσι μια μαθηματική αντίληψη της γνώση και θεωρούν ότι η προέλευση της γνώσης δεν είναι η αισθητηριακή αντίληψη, αλλά έχει θεμέλιο στη σκέψη ή λόγο. Οι ορθολογιστές πιστεύουν ότι ορισμένες αλήθειες είναι φυσικές ή εγγενείς (native) — έμφυτες (innate) — στο λόγο και είναι a priori. Μεταχειρίζονται το λόγο και την εποπτεία (intuition) ως πηγές γνήσιας γνώσης και όχι την αίσθηση και την εμπειρία. Επιπλέον, θεωρούν όλες ή τις περισσότερες ιδέες ως έμφυτες και όχι περιστασιακές (adventitious), και θεωρούν ότι ο στόχος της έρευνας είναι η βέβαιη γνώση και όχι κάτι, που είναι απλώς πιθανό. Ο ιδρυτής της ορθολογιστικής σχολής, Ρενέ Ντεκάρτ (1596- 1650) έθεσε το ζήτημα της γνώσης με άνευ προηγουμένου τρόπο. Έκανε την ερώτηση, «τι πραγματικά γνωρίζω;», και για να βρει απάντηση σε αυτήν, στηρίζεται στους δικούς του πνευματικούς πόρους. Η μέθοδός του λοιπόν συνίσταται στην υπέρβαση του σκεπτικισμού, και στοχεύει περαιτέρω στην εγκαθίδρυση της αυτονομίας της επιστήμης.

Ο εμπειρισμός, από την άλλη πλευρά, θεωρεί την αισθητηριακή αντίληψη ως τη θεμελιώδη πηγή όλης της γνώσης, σκοπεύει να δείξει ότι δεν υπάρχουν εγγενείς (inborn) ή έμφυτες (innate) αλήθειες, και ότι δεν υπάρχουν προτάσεις που να αποδίδουν αναγκαία ή απόλυτη γνώση. Ο John Locke (1632-1704), για παράδειγμα, ο οποίος είναι ο ιδρυτής της βρετανικής εμπειρικής σχολής, αντιτίθεται σθεναρά στη σύλληψη των έμφυτων ιδεών και υποστηρίζει ότι όλη η γνώση ξεκινά από την εμπειρία. Ισχυρίζεται ότι ο ανθρώπινος νους είναι ένας άγραφος πίνακας (tabula rasa), ή ένα άδειο ερμάριο στην αρχή και είναι η εμπειρία που θα αρχίσει να γράφει πάνω του. Τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός επιβεβαιώνουν ότι ο λόγος είναι μια ικανότητα του νου μέσω της οποίας γίνονται γνωστές οι αλήθειες για την πραγματικότητα. Όσον αφορά την ερώτηση για την πηγή της γνώσης διαφωνούν. Αλλά κανένας από τους δύο δεν βεβαιώνει ότι όλη

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

η γνώση προέρχεται από την αισθητηριακή. Ακόμη και οι εμπειριστές, αναγνωρίζουν ότι υπάρχει κάποια γνώση που δεν προέρχεται από την εμπειρία.
Αν και οι κυρίαρχες φιλοσοφικές σχολές στη σύγχρονη εποχή ήταν ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός, επικρατούσαν και άλλες τάσεις κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής. Με τη ριζοσπαστική εμπειρική φιλοσοφία του David Hume, ο σκεπτικισμός έγινε πασίγνωστος. Ο μυστικισμός ήταν μια άλλη τάση που κυριάρχησε αυτή την εποχή. Οι Καθολικοί μελετητές διατήρησαν τη σχολαστική φιλοσοφία. Θα είναι ενδιαφέρον να έχουμε έναν απολογισμό της εξέλιξης της φιλοσοφίας από τον ελληνικό χρυσό αιώνα έως τη σύγχρονη περίοδο. Η παρακμή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού ήταν στην πραγματικότητα μια παρακμή της ελεύθερης σκέψης. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η ανάδειξη της Χριστιανικής Εκκλησίας ως ανώτατης εξουσίας που ελέγχει τον πολιτισμό, συνέβη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (middle ages), που ονομάζονται επίσης και οι σκοτεινές εποχές (dark ages).

Κουίζ

  1. Τι χαρακτήριζε την αντίληψη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού για το καλό

ζωή; (1) Η εμφύσηση της ιδέας της καθολικής καλοσύνης (β) Η ιδέα του θεία βούληση (γ) Η συμμετοχή στη ζωή των πόλεων-κρατών (δ) Ο έννοια της /Ευδειμονίας/.

  1. Η Αναγέννηση αποτελείται από:

(α) Η απόρριψη της αρχαίας σοφίας (β) Η αναβίωση της ανθρωπιστικής πνεύμα (γ) Η αναβίωση της χριστιανικής πίστης (δ) Η διαβεβαίωση των υπεροχή των θρησκευτικών δογμάτων.

  1. Ποιο είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης φιλοσοφίας;

(α) Εμφάνιση του ανθρωπισμού (β) Εμφάνιση του ατομικισμού (γ) ανάδειξη του λόγου ως απώτερου κριτηρίου (δ) Η υιοθέτηση του επιστημονική μέθοδος στη φιλοσοφία.

  1. Ποιο ήταν το θεμελιώδες φιλοσοφικό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο σύγχρονος

φιλόσοφοι; (α) Πρόβλημα της γνώσης (β) Πρόβλημα της τελικής πραγματικότητας (γ) Το πρόβλημα καλής ζωής (δ) Οντολογικά προβλήματα.

  1. Ποια από τις παρακάτω απόψεις δεν υποστηρίζουν οι ορθολογιστές;

(α) Η γνώση αποτελείται από καθολικές και αναγκαίες κρίσεις

(β) Μαθηματική αντίληψη της γνώσης (γ) Η γνώση έχει τη δική της θεμέλιο στο λόγο (δ) Όλες οι γνώσεις είναι εκ των υστέρων.

  1. Ποιος ισχυρίστηκε ότι το ανθρώπινο μυαλό είναι ένα άδειο ντουλάπι στην αρχή;

(α) Ντεκάρτ (β) Λοκ (γ) Καντ (δ) Πλάτων

Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. (β)
  2. (γ)
  3. (α)
  4. (δ)
  5. (β)

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 1: Ελλάδα και

Ρώμη, Νέα York, Image Books, 1993.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. http://wps.ablongman.com/long_stearns_wc_4/17/4389/1123706.c

w/index.html

  1. http://www.historyofmacedonia.org/AncientMacedonia/greeklie4.ht

ml

  1. http://www.utm.edu/staff/jfieser/class/110/7-rationalism.htm

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο ένατο

Ντεκάρτ: Μέθοδος της Φιλοσοφίας και Θεωρία της Γνώσης

Λέξεις κλειδιά: Ντεκάρτ, μαθηματική απαγωγή, αυτονόητη, προφανής αναμφισβήτητη γνώση, σκεπτικισμός, μεθοδολογικός σκεπτικισμός.

Αυτό το κεφάλαιο συζητά την έννοια της γνώσης που υποστηρίζεται από τον Rene Descartes και την μοναδική μεθοδολογία που υιοθέτησε για την απόκτηση αυτής της γνώσης. Οι στοχαστές της σύγχρονης εποχής εμπνεύστηκαν φυσικά από την επιτυχία των αναδυόμενων νέων επιστημών. Αλλά ως φιλόσοφος, ο Ντεκάρτ ήταν πιο προσεκτικός και προσέγγιζε τις φυσικές επιστήμες με προσοχή. Ένιωθε ότι δεν θα ήταν δυνατό για τις φυσικές επιστήμες να διεκδικήσουν απόλυτη βεβαιότητα λόγω του γεγονότος ότι εξαρτώνται από τις εισροές που λαμβάνονται από τις αισθήσεις, οι οποίες είναι οι ίδιες ασταθείς και απροσδιόριστες. Εξετάζει τις υπάρχουσες επιστήμες και διαπιστώνει ότι είναι οι μεθοδολογικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις που τις διακρίνουν από άλλες μορφές γνώσης και συλλογής πληροφοριών. Αλλά μεταξύ των επιστημονικών κλάδων, τα μαθηματικά μπορούν να διεκδικήσουν απόλυτη βεβαιότητα και αυτό οφείλεται στη μοναδική μεθοδολογία τους· τη μέθοδο της απαγωγής. Τα μαθηματικά ξεκινούν με ένα σύνολο αυτονόητων (self-evident) αξιωμάτων, η αλήθεια των οποίων δεν αμφισβητείται ποτέ καθώς είναι σαφή και διακριτά, απολύτως βέβαια και αναμφισβήτητα. Ξεκινώντας με τέτοια αυτονόητα και προφανή αξιώματα, τα μαθηματικά απάγουν την υπόλοιπη γνώση τους από αυτά, που κατά λογική αναγκαιότητα είναι επίσης εξίσου προφανής, σαφής και διακριτή.

Δεδομένου ότι ο λόγος της βεβαιότητάς τους είναι η μοναδική μεθοδολογία που υιοθετείται από τα μαθηματικά, ο Ντεκάρτ επιχειρεί να υιοθετήσει παρόμοια μέθοδο και στη φιλοσοφία. Η σωστή μεθοδολογία της φιλοσοφίας αναμένεται να την καταστήσει πιο ακριβή και να εξασφαλίσει βεβαιότητα. Ο Ντεκάρτ αρχίζει με την αμφιβολία για τις υπάρχουσες μεθόδους που υιοθετήθηκαν για την απόκτηση γνώσεων σε διάφορους κλάδους· την αισθητηριακή αντίληψη. Προτείνει να αμφισβητήσει όλα όσα μπορούν να αμφισβητηθούν και τελικά να φτάσει σε μια αναμφισβήτητη αλήθεια, που θα ήταν η αφετηρία κάθε γνώσης στη φιλοσοφία.

Η σημασία της επιστημολογίας στη σύγχρονη εποχή

Πρωταρχικός στόχος της φιλοσοφίας στη σύγχρονη περίοδο είναι να επαναπροσδιοριστεί ως θεμελιακός επιστημονικός κλάδος που διευκρινίζει τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη γνώση. Σε αντίθεση με την αρχαία φιλοσοφία, δεν ασχολείται πλέον με το ζήτημα της έσχατης (ultimate) πραγματικότητας και αντ' αυτού διερευνά τη φύση, τα είδη, τους περιορισμούς και τις πηγές της γνώσης. Αυτή η αλλαγή στην έμφαση

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ενθαρρύνθηκε από την άνοδο της σύγχρονης επιστήμης ως πολιτιστικού θεσμού. Οι ραγδαίες εξελίξεις στη σύγχρονη επιστήμη είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή της αυθεντίας της Εκκλησίας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αντί αυτής, ο επιστημονικός ορθολογισμός εγείρει τώρα μια ισχυρή αξίωση αυθεντίας στον πολιτισμό και την ανθρώπινη ζωή. Η επιστήμη εξέθεσε (exposed) πολλά δόγματα που επικράτησαν για αιώνες ως αδιαμφισβήτητα, και η νεοεμφανιζόμενη επιστημονική ιδιοσυγκρασία επανέλαβε τη σημασία του να μην αποδεχόμαστε τίποτα ως αυθεντία ή ως γνώση χωρίς να το θέτουμε υπό ερώτηση. Ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν μπορεί να βεβαιωθεί ως αληθινό χωρίς κριτική εξέταση.

Τα δύο σημαντικά στοιχεία στην επιστημονική μέθοδο είναι το εμπειρικό στοιχείο και το ορθολογικό στοιχείο. Το εμπειρικό ή το επαγωγικό (inductive) στοιχείο στηρίζεται στην αισθητηριακή παρατήρηση και θεωρεί την παρατήρηση ως πρωταρχική (paramount) στη διαδικασία απόκτησης γνώσης. Θεωρεί τη μαρτυρία των αισθήσεων—τι βρίσκεται μπροστά μας και είναι το πιο προφανές—ως έγκυρη πηγή γνώσης. Με αυτή την έννοια η επιστήμη είναι η έκταση της κοινής λογικής (common sense). Από την άλλη πλευρά, το ορθολογικό στοιχείο δεν βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση, αλλά στο απαγωγικό σύστοιχο της συλλογιστικής (reasoning) μας διαδικασίας. Εξ ου και οι δύο προσεγγίσεις που υιοθετήθηκαν από τον εμπειρισμό και τον ορθολογισμό, που αντιπροσωπεύουν τις επαγωγικές και απαγωγικές διαδικασίες του συλλογισμού αντίστοιχα, συνδυάζονται στη σύγχρονη επιστήμη για την απόκτηση γνήσιας γνώσης. Αυτές είναι δύο σημαντικές σχολές της σύγχρονης φιλοσοφίας και η διαίρεση τους βασίζεται στην απάντηση που δίνουν στο ζήτημα της έσχατης πηγής γνώσης. Ενώ οι εμπειριστές θεωρούν την αισθητηριακή εμπειρία (sense experience) ως τη θεμελιώδη πηγή της γνώσης, ο ορθολογισμός βεβαιώνει ότι όλη η γνώση εξαρτάται από τις έμφυτες δομές του νου (innate structures of the mind). Οι ορθολογιστές γενικά βεβαιώνουν ότι η γνήσια γνώση αποτελείται από καθολικές και αναγκαίες κρίσεις, και υποστηρίζουν ότι στόχος της σκέψης είναι ένα σύστημα αληθειών στο οποίο οι διαφορετικές προτάσεις σχετίζονται λογικά μεταξύ τους. Με αυτή την έννοια πρεσβεύουν μια μαθηματική αντίληψη της γνώσης. Υποστηρίζουν ότι η γνώση έχει την προέλευσή της, όχι στην αισθητηριακή αντίληψη, αλλά στη σκέψη ή λόγο. Σύμφωνα με αυτούς ο λόγος και η εποπτεία είναι οι πηγές της γνήσιας γνώσης και όχι η αίσθηση και η εμπειρία. Ως εκ τούτου, ισχυρίζονται ότι υπάρχουν αλήθειες που είναι φυσικές στο λόγο και επομένως είναι a priori. Εξ ου και οι περισσότερες από τις ιδέες μας είναι εγγενείς (native) ή έμφυτες (innate) παρά περιστασιακές (adventitious). Οι Ρενέ Ντεκάρτ (1596–1650), Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677) και Γκότφριντ Λάιμπνιτς (1646-1716) είναι μερικοί σημαντικοί στοχαστές της ορθολογιστικής παράδοσης.

Οι εμπειριστές θεωρούν την αισθητηριακή αντίληψη ως πηγή γνώσης και απορρίπτουν την έννοια των εγγενών (inborn) ή έμφυτων (innate) αληθειών. Βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχουν προτάσεις που να αποδίδουν

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αναγκαία ή απόλυτη γνώση. Οι Τζον Λοκ (1632-1704), Τζορτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753) και Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) ήταν οι εξέχοντες εκπρόσωποι αυτής της παράδοσης.

Παρά αυτές τις διαφορές στις θεμελιώδεις παραδοχές, τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός θεωρούν το λόγο ως μια ικανότητα του νου μέσω της οποίας οι αλήθειες για την πραγματικότητα γίνονται γνωστές. Διαφωνούν μόνο ως προς το ζήτημα της πηγής της γνώσης. Αλλά καμία δεν βεβαίωσε ότι όλη η γνώση προέρχεται από την εμπειρία, καθώς ακόμη και οι εμπειριστές αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν κάποιες γνώσεις που δεν προέρχονται από την εμπειρία.

Ρενέ Ντεκάρτ: Οι σημαντικές ερωτήσεις

Ο Ντεκάρτ διερευνά πρωτίστως πώς να αποκτήσει κανείς τη φιλοσοφική αλήθεια με τη χρήση του λόγου. Κάνει την ερώτηση· πώς μπορώ να αποκτήσω σαφή και διακριτή γνώση (clear and distinct knowledge); Στόχος του ήταν να αναπτύξει ένα σύστημα αληθών προτάσεων στο οποίο δεν προϋποτίθεται τίποτα που δεν είναι αυτονόητο (self-evident) και αναμφίβολο (indubitable). Οραματίστηκε έτσι την ανάπτυξη ενός συστήματος γνώσης με γερές βάσεις, που επομένως θα είναι απαλλαγμένο από τον σκεπτικισμό. Με άλλα λόγια, ο Descartes στοχεύει στην εύρεση για τη φιλοσοφία της βεβαιότητας μιας μαθηματικής απόδειξης. Αυτό το σύστημα της φιλοσοφίας θα βασιζόταν στην εποπτεία και την απαγωγή, και θα παρέμενε τόσο βέβαιο και τόσο άφθαρτο όσο η γεωμετρία. Είχε μια πολύ περιεκτική έννοια της φιλοσοφίας που περιλαμβάνει τη μεταφυσική, τις φυσικές επιστήμες, τη μηχανική και την ηθική. Ο Ντεκάρτ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ρωτούσε πώς να φτάσει σε θεμελιώδεις πεποιθήσεις που είναι σαφείς και διακριτές. Είναι αυτονόητες για το λόγο και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να αμφισβητηθεί η εγκυρότητά τους. Ο Ντεκάρτ υποστήριξε ότι η βεβαιότητα μιας τέτοιας θεμελιώδους πεποίθησης πρέπει να είναι έσχατη, και να μην εξαρτάται από τη βεβαιότητα οποιωνδήποτε άλλων πεποιθήσεων. Και πάλι, πρέπει να είναι για κάτι που υπάρχει, έτσι ώστε να είναι δυνατό να συναχθούν από αυτό πεποιθήσεις για την ύπαρξη άλλων πραγμάτων. Για να καταλήξει σε μια τέτοια θεμελιώδη πεποίθηση, ο Ντεκάρτ προτείνει μια μέθοδο αμφιβολίας. Προτείνει να αμφισβητηθεί οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητηθεί για να καταλήξουμε στην απόλυτη βεβαιότητα. Κατά μία έννοια, αυτή η προσέγγιση είναι αναπόσπαστο μέρος του κριτικού πνεύματος της νεωτερικότητας (modernity). Αμφισβητεί παλιές πεποιθήσεις, συστήματα και μεθόδους γνώσης. Ο Ντεκάρτ ξεκινά αυτό που είναι γνωστό ως μεθοδικός ή μεθοδολογικός σκεπτικισμός, ο οποίος χρησιμοποιεί μεθοδικά την αμφιβολία για να καταλήξει στην αληθινή γνώση, η οποία είναι πέρα ​​από κάθε αμφιβολία.

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, ίσως χρειαστεί να κατανοήσουμε την αντίληψη του Descartes της ανθρώπινη γνώσης και του λόγου, που πίστευε ότι μπορούν να αποκτήσουν αυτή τη γνώση. Σημειώσαμε παραπάνω ότι προσυπογράφει μια πολύ περιεκτική έννοια της φιλοσοφίας που περιλαμβάνει τη μεταφυσική, τις φυσικές επιστήμες, τη μηχανική και την ηθική. Η φιλοσοφία αντιμετωπίστηκε από αυτόν ως μελέτη της σοφίας και σύμφωνα με τον Descartes, όλες οι επιστήμες μαζί είναι ταυτόσημες με την ανθρώπινη σοφία που παραμένει πάντα ένα και το αυτό. Βεβαιώνει έτσι ότι υπάρχει μόνο ένα είδος γνώσης. Τελικά υπάρχει μόνο μία επιστήμη, αν και έχει διασυνδεδεμένους κλάδους. Μεταφορικά μπορούμε να συλλάβουμε την ανθρώπινη σοφία ως ένα δέντρο, το δέντρο της σοφίας. Οι ρίζες του δέντρου αποτελούν τη μεταφυσική που αποτελεί τα θεμέλια της ανθρώπινης γνώσης, και αυτό από όπου αντλεί την τροφή της. Ο κορμός αποτελείται από τη φυσική και υπάρχουν τρεις κλάδοι, η ιατρική, η μηχανική και η ηθική, κάτω από τις οποίες όλες οι άλλες γνώσεις που αφορά την ανθρωπότητα μπορούν να υπαχθούν.

Πρέπει να δούμε τώρα μερικές από τις βασικές υποθέσεις σχετικά με την έννοια του λόγου. Ο Λόγος περί της Μεθόδου βεβαιώνει ότι ο λόγος (reason) ή η καλή λογική (good sense) είναι τα πιο ομοιόμορφα κατανεμημένα πράγματα στον κόσμο. Είναι η ικανότητα να κρίνεις και να διακρίνεις το αληθινό από το ψεύτικο, και αυτή η ικανότητα, σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, κατανέμεται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους. Είναι η μόνη που μας κάνει ανθρώπους και μας διαφοροποιεί από τα ζώα και ως εκ τούτου είναι εξ ολοκλήρου παρούσα στο καθένα μας. Ο Ντεκάρτ συνέλαβε το λόγο ως το μέσο για να αποκτήσει μια σαφή και βέβαιη γνώση όλων αυτών που είναι χρήσιμα στη ζωή. Υποστηρίζει ότι ο λόγος χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη μέθοδο στην επιδίωξή της γνώσης. Ο Descartes προτείνει λοιπόν να διερευνήσει τη φύση αυτής της μεθόδου. Λέει ότι η φιλοσοφία αποτελείται από ένα οργανικά συνδεδεμένο σύστημα επιστημονικά καθιερωμένων αληθειών που είναι απολύτως βέβαιες και ξεκάθαρες. Αυτές οι αλήθειες διατάσσονται έτσι ώστε ο νους να περνά από τις θεμελιώδεις αυτονόητες αλήθειες σε άλλες προφανείς αλήθειες που υπονοούνται/συνεπάγονται (implied) από τις πρώτες. Στη συνέχεια αντιλαμβάνεται ότι τέτοιες αλήθειες υπάρχουν μόνο στα μαθηματικά και προτείνει μια καθολική εφαρμογή της μεθόδου των μαθηματικών, καθώς υπάρχει μόνο μία επιστήμη, και η μέθοδος πρέπει να είναι κοινή για όλες τις επιδιώξεις και τις διανοητικές έρευνες που στοχεύουν στην επίτευξη γνώσης. Ως εκ τούτου, μπορεί να υπάρχει μόνο μία επιστημονική μέθοδος, η οποία είναι η μέθοδος της μαθηματικής απαγωγής. Με άλλα λόγια, αφού η μέθοδος που είναι εφαρμόσιμη στα μαθηματικά είναι η πιο ανταποδοτική μέθοδος, πρέπει να είναι η μέθοδος όλων των επιστημών.

Η Προσέγγιση του Ντεκάρτ

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Ντεκάρτ προτείνει να αποκοπεί από το παρελθόν και να ξαναρχίσει από την αρχή χωρίς να εμπιστευτεί την αυθεντία οποιασδήποτε προηγούμενης φιλοσοφίας. Επέδειξε μια γενική δυσπιστία σχετικά με τις θεωρίες και μεθόδους περασμένων φιλοσόφων, ιδιαίτερα των Ελλήνων, των Αριστοτελικών και των Σχολαστικών στοχαστών. Το κύριο εμπόδιο στην αναζήτηση της γνώσης είναι η έλλειψη βεβαιότητας αυτού που ερμηνεύουμε ως γνώση. Το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης μας βασίζεται σε αβέβαιες υποθέσεις, έθιμα και συμβάσεις. Και ως εκ τούτου δεν έχουν γερά θεμέλια. Έτσι προτείνει να αμφισβητηθούν συστηματικά όλα όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να αμφισβητηθούν. Ο Ντεκάρτ πίστευε ότι αυτό θα μας οδηγήσει σε βέβαιη γνώση. Ο Ντεκάρτ προτείνει να μην πιστεύω πολύ σταθερά σε οτιδήποτε πείστηκα μόνο με παράδειγμα και έθιμο. Στη συνέχεια λέει ότι, με αυτή τη στάση ελευθερώθηκε σιγά σιγά από πολλά λάθη, τα οποία μπορούν να μειώσουν το φυσικό μας φως και ακόμη και να μας κάνουν λιγότερο ικανούς να ακούμε το λόγο. Στη συνέχεια στρέφει την προσοχή του από τη μελέτη του βιβλίου του κόσμου στη μελέτη του εαυτού του. Λέει ότι έχει χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις του νου του για να επιλέξει το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει, το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν πολύ πιο επιτυχημένο, παρά αν δεν είχε αφήσει ποτέ τη δική του χώρα ή τα βιβλία του. Ο Descartes προτείνει έτσι ότι η αληθινή μέθοδος έρευνας θα έπρεπε να είναι ενδοσκοπική (introspective), όπου κάποιος στρέφεται προς τον εαυτό του και αξιολογεί κριτικά τους ισχυρισμούς του. Στη συνέχεια συζητά τέσσερα σημαντικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν για να φτάσουμε στη σωστή κατανόηση των πραγμάτων.

  1. Ποτέ να μην αποδεχτούμε τίποτα ως αληθινό που δεν θα μπορούσαμε να το δεχθούμε ως

προφανώς αληθινό· να αποφεύγουμε προσεκτικά τον παρορμητισμό (impulsiveness) και την προκατάληψη (prejudice), και να μην συμπεριλαμβάνουμε τίποτα στα δικά μας συμπεράσματα που να μην έχει τόσο ξεκάθαρα παρουσιαστεί στο νου μας ώστε να μην έχουμε κανένα λόγο να το αμφισβητούμε.

  1. Να διαιρέσουμε κάθε ένα από τα προβλήματα που εξετάζουμε σε όσα περισσότερα μέρη μπορούμε,

τόσα όσα είναι αναγκαία για την επίλυσή τους.

  1. Να αναπτύξουμε τις σκέψεις με τη σειρά, ξεκινώντας από τα πιο απλά και ευκολονόητα

θέματα, για να φτάσουμε με βαθμούς, σιγά σιγά, στην πιο σύνθετη γνώση, υποθέτοντας μια τάξη μεταξύ τους που δεν φαινόταν καθόλου να ακολουθεί φυσικά η μία από την άλλη.

  1. Να κάνουμε τις απαριθμήσεις τόσο πλήρεις και τις ανασκοπήσεις τόσο γενικές που θα μπορούσαμε

να είμαστε σίγουροι ότι δεν είχαμε παραλείψει τίποτα.

Οι Καρτεσιανοί Διαλογισμοί και η Μέθοδος της Αμφιβολίας

Ο Ντεκάρτ προτείνει έξι Διαλογισμούς, με τον καθένα να ασχολείται με μια συγκεκριμένη πτυχή της μεθοδολογίας, που επιλύει τελικά ορισμένα σημαντικά προβλήματα, που ένας φιλόσοφος που επιθυμεί

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

να αποκτήσει απολύτως βέβαιη γνήσια γνώση θα συναντούσε. Ο πρώτος διαλογισμός περιγράφει δύο στάδια στη μέθοδο· τον σκεπτικισμό ως προς τις αισθήσεις και τη διάψευση του ριζοσπαστικού σκεπτικισμού. Εδώ προτείνει να αμφισβητήσουμε οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητηθεί για να φτάσουμε στην αναμφισβήτητη αφετηρία κάθε γνώσης. Αυτό το σημείο εκκίνησης θεωρήθηκε ως το θεμέλιο της γνώσης. Αποφασίζει έτσι να αμφιβάλλει για οτιδήποτε μπορεί πιθανώς να αμφισβητηθεί και να απαλλαγεί από όλες τις απόψεις τις οποίες είχε υιοθετήσει μέχρι τώρα για τον κόσμο. Από την εποικοδομητική πλευρά, αυτή η προσπάθεια στοχεύει στην εκ νέου έναρξη της εργασίας χτισίματος από τα θεμέλια. Ο Ντεκάρτ αναρωτιέται λοιπόν, αν μπορούσε να αμφιβάλλει για το γεγονός ότι αυτός είναι στο μέρος όπου βρίσκεται, καθισμένος δίπλα στη φωτιά, ντυμένος με μια χειμερινή ρόμπα, ότι κρατά στα χέρια του ένα χαρτί, με άλλες υποδείξεις (intimations: υπαινιγμός/νύξη) της ίδιας φύσης. Εικάζει τη δυνατότητα ότι μπορεί να είναι σε κατάσταση παραφροσύνης με διαταραγμένο εγκέφαλο και επίσης την δυνατότητα να ονειρεύεται, καθώς μπορεί να εξαπατηθεί στον ύπνο από ψευδαισθήσεις. Είναι επίσης πιθανόν ο Θεός να τον κάνει να κάνει λάθη ή ένας κακός δαίμονας μπορεί να να τον παραπλανεί. Αμφιβάλλει για την ύπαρξη των αντικειμένων, τα οποία αντιλαμβάνεται, αλλά και για το γεγονός ότι κατέχει οποιεσδήποτε αισθήσεις. Λέει ότι το σώμα, το σχήμα, η έκταση, η κίνηση και ο τόπος, μπορούν όλα να είναι απλώς μυθοπλασίες του νου. Ως εκ τούτου, η πίστη στη μαρτυρία των αισθήσεων, και επομένως, της ύπαρξης υλικών πραγμάτων ή του φυσικού κόσμου αναστέλλεται. Αυτό μας αναγκάζει να αμφιβάλλουμε για τη γνώση που αποκτήθηκε από τις φυσικές επιστήμες. Περαιτέρω οι πεποιθήσεις στα μαθηματικά, που θεωρείται ευρέως ως τομέας βεβαιοτήτων, μπορούν επίσης να αμφισβητηθούν, καθώς ένας κακός δαίμονας μπορεί να με προκαλεί να πιστεύω σε αυτές και να τις θεωρώ βέβαιες.

Αφού περιέγραψε το σκεπτικιστικό μέρος της μεθόδου του, ο Ντεκάρτ επιχειρεί τώρα να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό. Λέει έτσι ότι, αν και μπορεί να αμφιβάλλει για πολλά πράγματα και την ύπαρξη ενός κόσμου, που βιώνει, το γεγονός ότι αμφιβάλλει είναι πέρα ​​από κάθε αμφιβολία. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αμφιβάλλει για τη δική του ύπαρξη, γιατί για να αμφιβάλλει, θα έπρεπε να υπάρχει. Ο Ντεκάρτ λέει έτσι ότι, κάθε φορά που αμφιβάλλω, πρέπει να υπάρχω για να αμφιβάλλω, και έστω ότι ένα ον με την μεγαλύτερη δύναμη και τη βαθύτερη πανουργία, μπορεί να χρησιμοποιεί συνεχώς όλη την εφευρετικότητά του για να με εξαπατήσει, πρέπει να υπάρχω, αφού εξαπατήθηκα. Το γεγονός ότι αμφισβητώ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εγώ, λοιπόν, υπάρχω, γιατί εγώ σκέφτομαι: cogito ergo sum, σκέφτομαι, άρα είμαι.

Το «υπάρχω» λοιπόν, είναι η απολύτως βέβαιη, αυτονόητη και αναμφισβήτητη πρώτη αρχή. Είναι η μόνη αναγκαία αλήθεια. Ο Ντεκάρτ υποστηρίζει ότι, σκέφτομαι, είμαι, υπάρχω, είναι αναγκαστικά αληθινά κάθε φορά που εκφράζονται από εμένα, ή συλλαμβάνονται από το νου μου, καθώς το «εγώ είμαι» και το «εγώ

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

υπάρχω», είναι βέβαια όσο συχνά σκέφτομαι. Από αυτό προκύπτει ότι, αν πάψω να σκέφτομαι, τότε θα έπρεπε ταυτόχρονα να πάψω να είμαι. Για τον Descartes, το Cogito είναι αυτονόητο στο λόγο και αναμφισβήτητο και δεν μπορεί κανένα να ξεφύγει από το Cogito αμφιβάλλοντας. Ακόμα και να το αμφισβητείς σημαίνει να το επιβεβαιώνεις. Σύμφωνα με τον Descartes, είναι η πιο βέβαιη αλήθεια και η πιο έσχατη αλήθεια και δεν εξαρτάται από καμία άλλη έσχατη αλήθεια, καθώς δεν συνάγεται από άλλες αλήθειες, αλλά είναι αυτή από όπου κάθε άλλη αλήθεια συνάγεται.
Στο επόμενο στάδιο, ο Descartes εστιάζει περισσότερο σε αυτό το cogito και προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματική του φύση. Το μόνο που μπορούμε να πούμε γι' αυτό είναι ότι πρόκειται για «σκεπτόμενο πράγμα» ("thinking thing"). Αυτό γιατί, γνωρίζω ότι υπάρχω, μόνο επειδή σκέφτομαι. Ως εκ τούτου, ο Descartes συμπεραίνει ότι, είμαι μόνο ένα σκεπτόμενο πράγμα, δηλαδή νους. Το cogito είναι επομένως, ένα πράγμα που αμφιβάλλει, φαντάζεται, κατανοεί, βεβαιώνει, αρνείται, συλλαμβάνει, αντιλαμβάνεται, θέλει, αρνείται κ.λπ. Επομένως, η φιλοσοφία του Ντεκάρτ ξεκινά με έναν στόχο· να προσδιορίσει τα θεμέλια της γνήσιας επιστημονικής γνώσης. Προωθεί έτσι μια μέθοδο αμφιβολίας, όπου αμφιβάλλει όλα όσα μπορούν να αμφισβητηθούν, για να φτάσουμε στην αναμφισβήτητη αφετηρία της γνώσης. Το cogito είναι το σημείο εκκίνησης. Αλλά το cogito μόνο αποδεικνύει την ύπαρξη του νου. Ή ακριβέστερα, αποδεικνύει την ύπαρξή μου ως σκεπτόμενο πράγμα. Η ύπαρξη του νου αποδεικνύεται έτσι στην αρχή. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει την ύπαρξη του κόσμου των αντικειμένων. Μπορεί κανένα ακόμα να αμφιβάλλει για την ύπαρξή του. Ο Ντεκάρτ γνώριζε αυτή τη δυσκολία και σκέφτηκε ότι αν μπορούσε να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, τότε θα μπορούσε να αποδείξει επίσης την ύπαρξη του εμπειρικού κόσμου των αντικειμένων. Στο επόμενο κεφάλαιο θα συζητήσουμε αυτά τα θέματα λεπτομερειακά.

Κουίζ

  1. Τι από αυτά που ακολουθεί δεν ισχύει για τα Μαθηματικά;

(α) Χρησιμοποιεί τη μέθοδο της επαγωγής (β) Ξεκινά με ένα σύνολο αυτο- καταφανής αξιώματα (γ) τα αξιώματά του είναι σαφή και ευδιάκριτα (δ) Χρησιμοποιεί απαγωγική μέθοδος

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τη σύγχρονη φιλοσοφία;

(α) Πρωτοκαθεδρία στη γνωσιολογία (β) Προτεραιότητα στη μεταφυσική (γ) Επιστημονική

ιδιοσυγκρασία (δ) Κριτικό πνεύμα.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Στο δέντρο της ανθρώπινης σοφίας του Ντεκάρτ, οι ρίζες αποτελούνται από:

(α) Ηθικά (β) Φυσική (γ) Μεταφυσική (δ) Μηχανική.

  1. Ποιος ήταν ο στόχος της μεθόδου αμφιβολίας του Ντεκάρτ;

(α) Να φτάσει στη γνώση των πραγμάτων στον κόσμο (β) Να φτάσει σε σαφή και

διακριτές γνώσεις για ο νους (γ) Να διαχωρίσουν το σώμα από ο νους (δ) Να

φτάνουν στην αναμφισβήτητη αφετηρία κάθε γνώσης.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν ισχύει για το λόγος σύμφωνα με τον Descates;

(α) Η ικανότητα να κρίνουμε και να διακρίνουμε το αληθινό από το ψεύτικο (β) Το

μας διαφοροποιεί από τα ζώα (γ) Τα μέσα για να αποκτήσουμε μια σαφή και βέβαιη

γνώση (δ) Μερικοί άνθρωποι είναι πιο λογικοί από άλλους. Κλειδί απάντησης

  1. (α)
  2. (β)
  3. (γ)
  4. (δ)
  5. (δ)

Εργασίες

  1. Συζητήστε την αντίληψη του Ντεκάρτ για τη γνώση.
  2. Εξηγήστε τη μέθοδο της αμφιβολίας όπως υιοθετήθηκε από τον Descartes.

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 4: /Οι ορθολογιστές Descartes to / /Leibniz/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

των Μεγαλύτερων Φιλοσόφων / /the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of

Western Philosophy, /Oxford, Clarendon Press,

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co.,

Πόροι Ιστού

  1. Σημαντικά επιχειρήματα από τους Διαλογισμούς του Ντεκάρτ, /διαθέσιμα στο:

http://www.anselm.edu/homepage/dbanach/dcarg.htm.

  1. ―Descartes' Life and Works‖, στο Stanford Encyclopedia of Philosophy,

διαθέσιμο σε: http://plato.stanford.edu/entries/descartes-works/

  1. ―Rene Descartes‖, διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://oregonstate.edu/instruct/phl302/philosophers/descartes.html

9


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο δέκατο

Ρενέ Ντεκάρτ: Ο Δυισμός Νου-Σώματος

Λέξεις κλειδιά: μεθοδολογική αμφιβολία, σολιψισμός, ο Θεός ως απατεώνας, κοσμολογικό επιχείρημα, επιχείρημα από το σχέδιο, υπόσταση, ιδιότητες, τρόποι.

Υπάρχουν δύο βασικές ιδέες που παρουσιάζονται στον Λόγο περί της Μεθόδου και αναπτύσσονται σε μεταγενέστερα έργα. Πρώτον: τα ανθρώπινα όντα είναι σκεπτόμενες υποστάσεις. Δεύτερον: η ύλη είναι έκταση σε κίνηση. Τα πάντα στο σύστημά του πρόκειται να εξηγηθούν με όρους αυτού του δυϊσμού νου και ύλης. Αν στις μέρες μας τείνουμε να σκεφτόμαστε φυσικά το νου και την ύλη ως τις δύο μεγάλες αμοιβαία αποκλειόμενες και αμοιβαία εξαντλητικές διαιρέσεις του σύμπαντος που κατοικούμε, αυτό οφείλεται στον Ντεκάρτ.

Άντονι Κένι

Αυτό το κεφάλαιο ξεκινά με μια εξέταση ορισμένων από τις επιπτώσεις της μεθοδολογικής αμφιβολίας που διατυπώθηκε από τον Descartes, η οποία κατέληξε στην αναγνώριση του cogito. Το είδαμε αυτό αναλυτικά στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η φιλοσοφία του Ντεκάρτ προσδιορίζει τρεις θεμελιώδεις υποστάσεις, οι οποίες υποστήριξε ότι συνιστούν την πραγματικότητα· ο νους, που είναι η σκεπτόμενη υπόσταση, ο Θεός, η αληθινή υπόσταση και το σώμα ή ο υλικός κόσμος. Όλα τα άλλα μπορούν να αναχθούν είτε στην πρώτη είτε στην τρίτη. Όπως έχει διευκρινίσει το προηγούμενο κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Descartes, μια επιβεβαίωση για την ύπαρξη του νου ή της σκεπτόμενης υπόστασης είναι η αρχή όλης της γνώσης. Μόλις επιβεβαιωθεί η, χωρίς αμφιβολία, ύπαρξη της σκεπτόμενης υπόστασης, γίνεται η αφετηρία ολόκληρης της ανθρώπινης γνώσης, που μπορεί να αντληθεί από αυτή την πρωταρχική βεβαιότητα με την εφαρμογή της μεθόδου της απαγωγής. Όπως βεβαιώνει ο Ντεκάρτ, δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολα ή ξεκάθαρα κατανοητό από το δικό μου νου.

Η απειλή του σολιψισμού

Το Cogito ergo sum εμποδίζει τη συστηματική αμφιβολία να οδηγήσει σε σκεπτικισμό, παρέχοντας το σημείο εκκίνησης για όλη την ανθρώπινη γνώση. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει την απειλή του σολιψισμού. Το cogito έχει αποδείξει ότι υπάρχω ως νους με τις δικές μου σκέψεις. Αυτό όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο νους μου να είναι η μόνη πραγματική οντότητα και τα υπόλοιπα να μην είναι τίποτα άλλο από δημιουργία του. Για να ξεπεραστούν τέτοια σολιψιστικά συμπεράσματα, ο Ντεκάρτ πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το δικό του νου και τις σκέψεις. Η αισθητηριακή εμπειρία διασφαλίζει έναν τέτοιο τομέα της πραγματικότητας. Αλλά ο σκεπτικισμός του Ντεκάρτ είχε ήδη θέσει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητά του.


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αναζητά τώρα ένα άλλο επίπεδο βεβαιότητας που να τον διαβεβαιώνει ότι το cogito είναι σωστό όταν αυτό έχει ιδέες.

Και εδώ ο Ντεκάρτ επιμένει στην ιδέα της βεβαιότητας και βεβαιώνει ότι αυτό που κάνει μια ιδέα αληθινή και βέβαιη είναι η σαφήνεια και η διακριτότητά της. Παίρνει το μοντέλο της γνώσης από τα μαθηματικά. Για να είναι σίγουρα αληθινές, οι ιδέες πρέπει να είναι αυτονόητα σαφείς και ευδιάκριτες όπως οι μαθηματικές προτάσεις. Ακόμα και στα μαθηματικά υπάρχει μια πιθανότητα ένας κακός δαίμονας ή ο Θεός να μας εξαπατά. Η περίπτωση του αισθητηριακού κόσμου ή των σωμάτων είναι ακόμα πιο αδιαφανής. Εξ ου και η γνώση μας για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ύπαρξη του νου απαιτεί μια ακόμη πιο σίγουρη βεβαιότητα, την οποία αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να συλλάβει.

Ύπαρξη Υλικών Αντικειμένων

Σημαίνει αυτό ότι η ύπαρξη της σκεπτόμενης υπόστασης μόνο είναι βέβαιη; Η σκεπτικιστική μέθοδος που υιοθέτησε ο Descartes δεν προτείνει κάτι περισσότερο από αυτό. Τι γίνεται με την ύπαρξη των υλικών αντικειμένων που αντιλαμβανόμαστε και που ο μεθοδολογικός σκεπτικισμός είχε αναβάλλει; Δεν υπάρχουν και αυτά; Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο Descartes αναλύει περαιτέρω αυτό που συνήθως κατανοούμε ως αντιληπτική γνώση. Υποστηρίζει ότι, ακόμη και στην αντίληψη, είναι ο νους και όχι οι αισθήσεις που είναι ενεργός. Για να καταδείξει το επιχείρημά του, ο Descartes παίρνει το παράδειγμα ενός κομματιού κεριού. Το κερί έχει ορισμένες ορατές ιδιότητες· έχει γεύση μέλι, μυρίζει λουλούδια, έχει κάποιο αισθητό χρώμα, μέγεθος και σχήμα, είναι σκληρό και ψυχρό και αν χτυπηθεί εκπέμπει έναν ήχο. Αλλά όλα αυτά τα αισθητά χαρακτηριστικά εξαφανίζονται μόλις τοποθετηθεί κοντά στη φωτιά. Ωστόσο, το κερί εμμένει. Επομένως, ο Ντεκάρτ συμπεραίνει ότι αυτό που φαινόταν στις αισθήσεις δεν ήταν το το ίδιο το κερί. Το ίδιο το κερί αποτελείται από διάφορες ιδιότητες όπως έκταση, ευκαμψία, και κίνηση, που γίνονται κατανοητές από το νου. Επομένως, το ίδιο το κερί δεν είναι αισθητό, καθώς εμπλέκεται εξίσου σε όλες τις εμφανίσεις του κεριού στις διάφορες αισθήσεις. Η αντίληψη του κεριού δεν είναι όραση ή αφή ή φαντασία, αλλά μια εποπτεία (inspection) του νου. Ως εκ τούτου, ο Descartes συμπεραίνει ότι τα εξωτερικά αντικείμενα δεν βιώνονται από τις αισθήσεις, αντίθετα, είναι «γνωστά» από το νου. Η γνώση των εξωτερικών πραγμάτων πρέπει να είναι από το νου και όχι από τις αισθήσεις, και το να σκεφτώ ότι οι ιδέες μου είναι σαν τα εξωτερικά αντικείμενα είναι ένα σφάλμα. Με άλλα λόγια, ο Descartes ισχυρίζεται ότι τα ίδια τα υλικά αντικείμενα ή τα ίδια τα σώματα δεν γίνονται αντιληπτά κατάλληλα από τις αισθήσεις αλλά από τη


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

διάνοια (intellect) μόνο. Τα σώματα δεν γίνονται αντιληπτά επειδή βλέπονται και αγγίζονται, αλλά μόνο γιατί γίνονται κατανοητά από το νου. Αλλά, μόνο και μόνο επειδή τα αντιλαμβάνομαι, δεν μπορώ να είμαι βέβαιο για αυτά, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι απλώς ένα όνειρο ή μπορεί να εξαπατώμαι από τον Θεό. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ντεκάρτ κάνει μια ενδιαφέρουσα παρέκκλιση. Λέει ότι η ύπαρξη των υλικών αντικειμένων προϋποθέτει, από τη μία πλευρά, την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, και από την άλλη την απόδειξη ότι δεν είναι απατεώνας. Με άλλα λόγια, μπορώ να είμαι βέβαιος για αυτά μόνο αν μπορώ να αποδείξω ότι υπάρχει Θεός που δεν είναι απατεώνας.

Θεός και Βεβαιότητα

Όσον αφορά το πρόβλημα της γνώσης, ο Descartes παραθέτει την αρχή ότι, μόνο εκείνες οι ιδέες που είναι ξεκάθαρα και ευδιάκριτα γνωστές είναι απολύτως βέβαιες. Η γνώση για το cogito είναι ένα παράδειγμα για μια τέτοια γνώση. Η ύπαρξη του κόσμου των αισθητών αντικειμένων παραμένει ακόμη αμφίβολη. Για να προχωρήσουμε παρακάτω, πρέπει τώρα να αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού· να βεβαιωθούμε ότι ο Θεός υπάρχει και δεν είναι απατεώνας, άρα ότι ο κόσμος των αντικειμένων δεν είναι μη πραγματικός. Αφού ο Θεός είναι η μόνη υπόσταση με την πραγματική έννοια —καθώς αυτός μόνο υπάρχει (subsists) άνευ όρων και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο— του χρωστάω την ύπαρξή μου ως σκεπτόμενο πράγμα. Ο Ντεκάρτ προχωρά έτσι με αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού με πολλά επιχειρήματα· τα περισσότερα από αυτά υπάρχουν ήδη στην παράδοση, αλλά με ορισμένες τροποποιήσεις. Σχολαστικοί στοχαστές όπως ο Άγιος Άνσελμος και ο Άγιος Θωμάς έχουν προτείνει τα γνωστά ως ορθολογικά απαγωγικά επιχειρήματα, τα οποία βασίζονται σε συλλογισμούς από αξιώματα που είναι αυτονόητα αληθή. Ο Ντεκάρτ δεν τα οικειοποιείται άνευ όρων. Επισημαίνει ορισμένες δυσκολίες στις οποίες μας οδηγούν και απορρίπτει κάποια από αυτά. Ορισμένα άλλα επιχειρήματα τα δέχεται με τροποποιήσεις. Ο Ντεκάρτ διαφωνεί με το Κοσμολογικό Επιχείρημα του Αγίου Θωμά. Κρατάει επίσης αποστάσεις από το επιχείρημα από το σχέδιο, που αντιλαμβάνεται τον Θεό ως την πρώτη αιτία. Αυτό το επιχείρημα ξεκινά από τον κόσμο και από το σχεδιασμό και την τάξη του συνάγει τη διαθεσιμότητα ενός μεγάλου σχεδιαστή. Ο Ντεκάρτ το βρίσκει αυτό απαράδεκτο, καθώς η αμφιβολία για την ύπαρξη του κόσμου είναι πρωταρχική για τη μέθοδό του.

Ο Ντεκάρτ αναλαμβάνει την εξέταση των ιδεών που έχει ο νους. Υπάρχουν βασικά τρία είδη ιδεών. Μερικές από αυτές είναι έμφυτες στο νου, καθώς έρχονται από τη δική μας φύση, και γίνονται γνωστές από το φως του δικού μας λόγου. Οι ιδέες της υπόστασης ή του πράγματος, της αιτίας, της ύπαρξης, του χρόνου, του χώρου, οι βασικές αρχές των μαθηματικών


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και της λογικής κλπ είναι παραδείγματα. Ένα άλλο σύνολο ιδεών είναι πλασματικές (factitious), οι οποίες επινοούνται από την ανθρώπινη φαντασία. Οι ιδέες για γοργόνες, μονόκερους, ουτοπίες ή μελλοντικούς κόσμους είναι παραδείγματα. Ο τρίτος τύπος ιδεών είναι οι περιστασιακές (adventitious). Είναι ιδέες που προέρχονται από έξω μας, που φαίνεται να μας προτείνει η φύση, και που έρχονται παρά τη θέλησή μας. Τα ακούσματα ενός θορύβου, η θέαση του ήλιου, των δέντρων ή των χρωμάτων είναι παραδείγματα.

Τι είναι όμως αυτές οι ιδέες; Ποια είναι η ουσιαστική τους φύση; Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Descartes λέει ότι είναι κυρίως παρούσες στο νου μας και ως εκ τούτου μπορούμε να πούμε ότι όντως υπάρχουν στο νους μας. Έχουν ενεργεία (actual) ή μορφική/τυπική (formal) πραγματικότητα. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ιδεών είναι ότι είναι πάντα ιδέες για κάτι, για αντικείμενα. Αναπαριστούν ή αναφέρονται σε αντικείμενα και έχουν αντικειμενική πραγματικότητα. Εδώ ο Ντεκάρτ αναλύει την ιδέα του Θεού. Υποστηρίζει ότι εκτός από την ιδέα του Θεού όλες οι άλλες ιδέες θα μπορούσαν να είναι πλασματικές ή εφευρέσεις μου. Ακολουθώντας τον παραδοσιακό ορισμό της υπόστασης—αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από τα πάντα — βεβαιώνει ότι ο Θεός είναι μια υπάρχουσα υπόσταση που διαθέτει όλες τις θετικές ιδιότητες στον πληρέστερο βαθμό πραγματικότητας. Ο Θεός είναι ένα απείρως τέλειο ον και κατέχει τις θετικές ιδιότητες της καλοσύνης, της γνώσης, της δύναμης, της διάρκειας, στους τέλειους βαθμούς τους. Με αυτές τις βασικές διατυπώσεις ο Ντεκάρτ προτείνει την πρώτη απόδειξη για την ύπαρξη του θεού.

Πρώτη απόδειξη για την Ύπαρξη του Θεού

Ο Ντεκάρτ ξεκινά με την ιδέα του Θεού ως τέλειου όντος. Έχουμε μια ξεκάθαρη και διακριτή ιδέα του Θεού. Λέει ότι αφού κάτι δεν μπορεί να προκύψει από το τίποτα, πρέπει να υπάρχει κάποια αιτία της ιδέας μας για τον Θεό. Το πιο τέλειο δεν μπορεί να προέλθει από το λιγότερο τέλειο. Πρέπει να υπάρχει τόση πραγματικότητα στην αιτία όσο και στο αποτέλεσμά της. Γι' αυτό ο Θεός, που είναι τέλειος, πρέπει να είναι η αιτία της ιδέας μου για τον Θεό ως τέλεια υπόσταση.

Δεύτερη απόδειξη για την Ύπαρξη του Θεού

Ο Ντεκάρτ θέτει τώρα το ερώτημα της αιτίας της ίδιας της ύπαρξης. Ρωτάει ποιες είναι οι δυνατές αιτίες της ύπαρξής του και υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να είναι η αιτία, καθώς αν ήταν η αιτία της ύπαρξής του, θα τον είχε κάνει τέλειο, αφού έχει στο νου του μια Ιδέα τελειότητας. Και δεν είναι σίγουρα ένα τέλειο ον, καθώς αδυνατεί να συντηρήσει τον εαυτό του, κάτι που ένα τέλειο ον θα μπορούσε να κάνει. Επομένως ο Θεός ως τέλειο ον υπάρχει ως η μόνη δυνατή αιτία της ύπαρξής μου ως ένα σκεπτόμενο πράγμα.

Τρίτη απόδειξη για την Ύπαρξη του Θεού


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αυτό είναι το επιχείρημα από την ιδέα της τελειότητας. Ο Ντεκάρτ υποστηρίζει ότι, όλες οι ιδιότητες τις οποίες σαφώς και ευδιάκριτα συλλαμβάνει ότι ανήκουν στον Θεό ανήκουν αληθινά σε Αυτόν. Η σαφής και ευδιάκριτη ιδέα ενός τέλειου όντος περιλαμβάνει την τελειότητα της ύπαρξης. Η ύπαρξη ανήκει στη φύση του Θεού ως τέλειου όντος. Εάν η ύπαρξη έλειπε από το Θεό, Αυτός θα ήταν λιγότερο από τέλειος. Η τελειότητα περιλαμβάνει την ύπαρξη. Επομένως, Ο Θεός υπάρχει.

Ο Θεός δεν είναι απατεώνας

Σε αυτό το πλαίσιο μιλάει για το έμφυτο της ιδέας του Θεού. Η ιδέα του Θεού είναι εγγενής στο νου μου και οι έμφυτες ιδέες είναι σαφείς και διακριτές, και είναι αυτονόητες για το νου. Ο Ντεκάρτ στη συνέχεια βεβαιώνει ότι ο Θεός είναι η αιτία αυτής της ιδέας. Άλλες ιδέες όπως οι ιδέες της αιτίας, της υπόστασης, της λογικής και των μαθηματικών αποτυπώνονται επίσης σε εμάς εκ γενετής. Ο Ντεκάρτ διερευνά τώρα εάν υπάρχουν φυσικές υποστάσεις ανεξάρτητα από το νου μου. Αναρωτιέται αν μπορεί να γνωρίζει την ύπαρξη φυσικών υποστάσεων με βεβαιότητα, και να γνωρίζει ποιες είναι οι ιδιότητες των φυσικών πραγμάτων. Αναφέρει τις εξής ερωτήσεις: Μπορώ να εμπιστευτώ τις αισθήσεις μου; Είναι η ιδέα της φυσικής υπόστασης δική μου δημιουργία; Είναι ο Θεός η αιτία αυτής της ιδέας;
Εξετάζοντας την αιτία των φυσικών υποστάσεων ο Descartes βεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να είναι η αιτία τους, καθώς είναι βασικά μια σκεπτόμενη υπόσταση. Μια σκεπτόμενη υπόσταση δεν μπορεί να είναι η αιτία μιας υπόστασης που έχει ως ουσιαστική ιδιότητα την έκταση. Το αποτέλεσμα πρέπει να είναι όπως η αιτία και επομένως η αιτία της ιδέας μιας εκτεταμένης φυσικής υπόστασης πρέπει να είναι η ίδια φυσική υπόσταση. Επομένως πρέπει να έρχονται από έξω μου. Επιπλέον, ο Θεός δεν είναι απατεώνας. Αφού ο Θεός υπάρχει και είναι απείρως καλός, δεν θα με άφηνε να εξαπατηθώ για όλα όσα υπάρχουν. Εφόσον ο Θεός είναι καλός, δεν θα ενεργήσει σαν τον δόλιο δαίμονα. Επομένως, ο Θεός πιστοποιεί τις αισθητηριακές μου εμπειρίες. Ο Θεός μου έχει δώσει μια τέτοια έντονη κλίση να πιστεύω στα σώματα. Αν στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν, τότε ο Θεός θα ήταν απατηλός (deceitful). Από τη στιγμή που αυτό δεν μπορεί να ισχύει για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα σώματα υπάρχουν. Έτσι συναντάμε δύο σημαντικές πτυχές της φιλοσοφίας του Ντεκάρτ. Η πρώτη πτυχή αναφέρεται στην κριτική εξέταση των μακροχρόνιων πεποιθήσεων και υποθέσεων μας, και ως εκ τούτου είναι απολύτως κριτική. Αμφισβητεί έτσι σχεδόν όλες τις παραδοσιακές φιλοσοφικές παραδοχές που θεωρήθηκαν ως το θεμέλιο για όλη τη φιλοσοφία, την επιστήμη και την ηθική. Αλλά όταν έρχεται να προτείνει τη δική του θέση, φαίνεται να


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

να επιστρέφει στις ίδιες παλιές υποθέσεις και πεποιθήσεις που είχε επικρίνει. Ο Ράσελ κάνει την ακόλουθη ενδιαφέρουσα παρατήρηση.

Το εποικοδομητικό (constructive) μέρος της θεωρίας της γνώσης του Ντεκάρτ είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από το προηγούμενο καταστροφικό (destructive) μέρος. Χρησιμοποιεί όλα τα είδη των σχολαστικών αξιωμάτων, όπως ότι ένα αποτέλεσμα δεν μπορεί ποτέ να έχει περισσότερη τελειότητα από την αιτία του, που κατά κάποιο τρόπο έχουν ξεφύγει από τον αρχικό κριτικό έλεγχο. Δεν δίνεται λόγος για την αποδοχή αυτών των αξιωμάτων, αν και είναι σίγουρα λιγότερο αυτονόητα από τη δική του ύπαρξη, που αποδεικνύεται με μια άνθηση σαλπίγγων (flourish of trumpets). O Θεαίτητος του Πλάτωνα, o Άγιος Αυγουστίνος και o Άγιος Θωμάς περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού που είναι καταφατικό (affirmative) στους Διαλογισμούς. [A History of Western Philosophy]

Υπόσταση, Ιδιότητα και Τρόπος

Η φιλοσοφία του Ντεκάρτ αναλύει έτσι την ύπαρξη τριών Υποστάσεων: του Θεού ως απόλυτη υπόσταση, που υπάρχει έτσι που δεν χρειάζεται άλλο πράγμα για να υπάρχει, και του νου και του σώματος που είναι σχετικές ή εξαρτώμενες υποστάσεις. Αυτή η ιδέα της υπόστασης είναι μια πολύ παλιά φιλοσοφική παραδοχή, που έχει τις ρίζες της στην ελληνική παράδοση, και αυτή είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο και στη σχολαστική σκέψη. Ο Ντεκάρτ προσυπογράφει αυτή την έννοια και την κατανοεί με τον ίδιο τρόπο που οι Σχολαστικοί φιλόσοφοι τη συλλαμβάνουν. Θεμελιώδης στην έννοια της υπόστασης είναι η ιδέα των ιδιοτήτων ή του ουσιαστικού χαρακτηριστικού της υπόστασης, αυτού που αναγκαστικά ενυπάρχει σε αυτήν. Οι υποστάσεις γίνονται γνωστές μέσω των ιδιοτήτων τους. Είναι η ποιότητα μιας υπόστασης χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Descartes, ο νους έχει τη «σκέψη» ως χαρακτηριστικό του, καθώς δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε διαφορετικά. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό με το οποίο ξεχωρίζει από άλλα πράγματα. Ομοίως, η ιδιότητα του σώματος είναι η έκταση. Όλα τα σώματα εκτείνονται. Αλλά το χαρακτηριστικό μιας υπόστασης μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους (ways or modes). Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συσχέτιση μεταξύ των τριών· υποστάσεις, ιδιότητες και τρόποι. Οι τρόποι δεν μπορούν να συλληφθούν χωρίς την υπόσταση και τις ιδιότητες, και δεν είναι δυνατόν για μια υπόσταση να αλλάξει τα χαρακτηριστικά της, αν και μπορεί να αλλάξει τους τρόπους της. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Descartes, το σχήμα και η κίνηση είναι τρόποι της εκτεταμένης υπόστασης ή των σωμάτων, και η φαντασία ή η θέληση είναι τρόποι σκέψης.

Ο δυϊσμός νου-σώματος

Η θεωρία των ιδιοτήτων και των τρόπων δικαιολογεί θεμελιωδώς τον διαχωρισμό του συνόλου της ανθρώπινης πραγματικότητας σε δύο ανεξάρτητες επικράτειες: την επικράτεια του σκεπτόμενου νου και την επικράτεια των εκτεταμένων υλικών αντικειμένων. Αυτός ο δυϊσμός διαχωρίζει τον νου από την ύλη


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

λόγω των διαφορετικών ιδιοτήτων τους. Ο νους έχει ως ιδιότητα τη σκέψη και πάντα σκέφτεται και δεν εκτείνεται. Η Σκεπτόμενη Υπόσταση είναι αυτή που αμφιβάλλει, κατανοεί, συλλαμβάνει, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, φαντάζεται και αισθάνεται. Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, η σκέψη περιλαμβάνει όλα όσα ονομάζουμε συνείδηση. Είναι εξ ολοκλήρου διαφορετική από τα φυσικά αντικείμενα και δεν είναι μέρος της φύσης. Αντίθετα, καταλαμβάνει ένα ανεξάρτητο έδαφος και μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα. Από την άλλη, αυτό που ξεκάθαρα και ευδιάκριτα αντιλαμβανόμαστε στο σώμα είναι η έκταση ή το χωρικό συνεχές των τριών διαστάσεων που αποτελούν το μήκος, το πλάτος και το πάχος. Άλλες ορατές ιδιότητες όπως χρώματα ή γεύσεις ή οσμές δεν είναι αναγκαίες ιδιότητες μιας φυσικής υπόστασης, καθώς δεν τις χρειάζεται όλες για να υπάρξει. Αλλά πρέπει απαραίτητα να έχουν μέγεθος και σχήμα. Λόγω του μοναδικού του χαρακτηριστικού, ο φυσικός κόσμος υπάρχει ως μια ανεξάρτητη επικράτεια με τους δικούς της νόμους που μπορούν να εξηγηθούν με όρους μηχανικής. Δεδομένου ότι το σώμα είναι μια σχετική υπόσταση σε σχέση με την απόλυτη υπόσταση του Θεού, οφείλει την ύπαρξή του στον τελευταίο. Ο Ντεκάρτ λέει ότι ο Θεός δημιούργησε την ύλη με κίνηση και ανάπαυση, και η πηγή της κίνησης στον υλικό κόσμο είναι ο Θεός. Είναι το πρώτο κινούν. Ο Descartes υποστηρίζει περαιτέρω ότι το μέγεθος της κίνησης στο σύμπαν είναι σταθερό, καθώς ο Θεός είχε δώσει στον κόσμο μια συγκεκριμένη κίνηση. Αυτός ο δυϊσμός νου-σώματος έχει πολύ βαθιές και μακρόπνοες φιλοσοφικές επιπτώσεις. Θεωρούνται ως εκ διαμέτρου αντίθετες υποστάσεις. Τα σώματα είναι εκτεταμένα, και είναι παθητικά αλλά δεν μπορούν να σκεφτούν. Οι νόες μπορούν να σκέφτονται και ως εκ τούτου είναι ενεργοί, αλλά δεν εκτείνονται. Και οι δύο επικράτειες ακολουθούν τους δικούς τους ανεξάρτητους νόμους. Λόγω ενός τέτοιου διαχωρισμού, η φύση και η λειτουργία της μπορούν να εξηγηθούν καθαρά με μηχανικούς όρους. Η φυσική προχωρά με τους δικούς της νόμους και για να κατανοήσει τη λειτουργία του φυσικού κόσμου, οι νόμοι της μηχανικής μπορούν να εφαρμοστούν. Κατά συνέπεια, το ανθρώπινο σώμα και τα σώματα των ζώων, συλλαμβάνεται ως μια μηχανή που ακολουθεί τους νόμους της μηχανικής. Η θερμότητα στην καρδιά είναι η αρχή της κίνησης, τα νεύρα είναι τα όργανα της αίσθησης και οι μύες είναι τα όργανα κίνησης.

Αλληλεπίδραση νου-σώματος

Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε αυτός ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι σε σχέση με την εξήγηση της αλληλοσυσχέτισης μεταξύ νου και σώματος. Αν ο νους και το σώμα έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την αλληλεπίδρασή τους; Λογικά μιλώντας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλληλεπίδραση. Ο νους δεν μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στο σώμα και το σώμα δεν μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στο νου.


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αλλά αυτό είναι αντίθετο με την εμπειρία μας. Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια οικεία ένωση μεταξύ νου και σώματος. Συχνά συνθέτουν μια υποστασιακή ενότητα. Αλλά ο έσχατος διαχωρισμός των δύο υποστάσεων ως προς τις αντίθετες ιδιότητες τους αποτυγχάνει για να το εξηγήσει αυτό. Για παράδειγμα, αν ήμουν απλώς μια σκεπτόμενη υπόσταση και αν ο νους μου δεν συνδέεται στενά με το σώμα, τότε όταν πεινάω, μπορεί να γνωρίζω ότι είμαι πεινασμένος αλλά μπορεί να μην αισθάνονται πεινασμένος. Το ερώτημα είναι πώς εξηγεί ο Ντεκάρτ αυτή την κατάσταση; Ο Ντεκάρτ εδώ προτείνει μια αλληλεπίδραση νου-σώματος. Υποστηρίζει ότι αν και κατέχουν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες, συνδυάζονται στον άνθρωπο, στην ενότητα της σύνθεσης και όχι στην ενότητα της φύσης. Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα είναι διαταραχές στο νου που προκύπτουν από την ένωσή του με το σώμα. Ωστόσο, παραμένουν διακριτές. Μια φυσική κατάσταση ούτε γίνεται ούτε παράγει ψυχική κατάσταση (και το αντίστροφο), αλλά προβληματίζεται από αυτή (troubled by it). Υπάρχει μια μορφή αιτιώδους αλληλεπίδρασης. Ο Ντεκάρτ συλλαμβάνει το νου ως έχοντα την κύρια έδρα του στην επίφυση του εγκεφάλου. Το μοντέλο αλληλεπίδρασης που προτείνει ο Ντεκάρτ έχει πολιτιστικές και πολιτικές επιπτώσεις επίσης. Παρέχει ένα μοντέλο όπου η εχθρότητα μεταξύ της νέας επιστήμης και της εκκλησίας, και μεταξύ ορθολογικής γνώσης και θείας αποκάλυψης μπορεί να επιλυθεί. Υποδηλώνει ένα δυιστικό μοντέλο όπου οι φυσικές υποστάσεις και οι νόμοι τους (της κίνησης) ελέγχονται από την επιστήμη και τις νοητικές υποστάσεις, οι οποίες δεν προσδιορίζονται αιτιακά, ... κάτω από την Εκκλησία (come under the Church). Προτείνει έτσι έναν συμβιβασμό και τη συμφιλίωση μεταξύ της Εκκλησίας και του κόσμου της επιστήμης. Αυτή η συμφιλίωση έδωσε τη δυνατότητα στην αναδυόμενη σύγχρονη εποχή να συλλάβει ότι η πρόοδος και οι εξελίξεις που συμβαίνουν στην επιστήμη δεν είναι αναγκαία ανταγωνιστικά στα δόγματα της Εκκλησίας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες φιλοσοφικές θεωρίες σε ολόκληρη την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Αφού διαχωρίστηκαν, ο ίδιος ο Ντεκάρτ καθώς και οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι δυσκολεύτηκαν να εξηγήσουν τη φαινομενική συνεργασία τους και ενότητα. Διαφορετικοί στοχαστές έχουν καταλήξει σε διαφορετικές εξηγήσεις, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να παρέχει μια ικανοποιητική λύση για τον χωρισμό του κόσμου σε δύο ανεξάρτητες επικράτειες. Ο Ντεκάρτ έχει επικριθεί για αυτό από πολλούς στοχαστές. Αλλά για έναν στοχαστή ο οποίος εμφανίστηκε σε μια εποχή που οι νέες επιστήμες επρόκειτο να εισαγάγουν επαναστατικές αλλαγές στη σχέση του ανθρώπου με τον υπόλοιπο κόσμο και μεταξύ του ανθρώπου και του ανθρώπου, η αυτονομία του φυσικού κόσμου και η κατάστασή του ως ανεξάρτητης επικράτειας από μόνη της ήταν ουσιαστική.


/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ οι παρακάτω είναι οι θεμελιώδεις ουσίες.

(α) Μόνο νους (β) Νους και σώμα (γ) Μόνο ο Θεός (δ) Νους, σώμα και Θεός.

  1. Σύμφωνα με τον Descates, οι ιδέες της υπόστασης ή του πράγματος, της αιτίας,

ύπαρξη, χρόνος, χώρος, στις οποίες ανήκουν οι βασικές αρχές των μαθηματικών και του λόγου κ.λπ κατηγορία ιδεών; (α) Έμφυτες ιδέες (β) Πλαστικές ιδέες (γ) Συμπτωματικές ιδέες (δ) Κανένα από τα παραπάνω.

  1. Ο νους και το σώμα αποτελούν:

(α) Ενότητα της φύσης (β) Ενότητα σύνθεσης (γ) Ποτέ ενωμένη (δ) Ενωμένη περιστασιακά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

  1. Τι κάνει μια ιδέα αληθινή και βέβαιη;

(α) Το γεγονός ότι γίνεται αντιληπτό από ο νους (β) Το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει κάτι στον κόσμο (γ) Το γεγονός ότι είναι σαφές και ευδιάκριτο (δ) Το γεγονός ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη ιδέα.

Κλειδί απάντησης

  1. (δ)
  2. (α)
  3. (β)
  4. (γ)

Εκχώρηση

  1. Πώς αποδεικνύει ο Ντεκάρτ την ύπαρξη του υλικού κόσμου;
  2. Εξηγήστε τη σχέση νου-σώματος σύμφωνα με τον Ντεκάρτ.

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 4: /Οι Ορθολογιστές / /Descartes to Leibniz/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,

/Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Σημαντικά επιχειρήματα από τους Διαλογισμούς του Ντεκάρτ, /διαθέσιμα στο:

http://www.anselm.edu/homepage/dbanach/dcarg.htm.

  1. «Descartes' Life and Works», στο Stanford Encyclopedia of Philosophy,

διαθέσιμο στο: http://plato.stanford.edu/entries/descartes-works/

  1. «Rene Descartes», διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://oregonstate.edu/instruct/phl302/philosophers/descartes.html


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 11

ΣΠΙΝΟΖΑ

Λέξεις κλειδιά: Σπινόζα, γεωμετρική μέθοδος, Υπόσταση, Θεός, φύση, ιδιότητες, νους, σώμα, ψυχοσωματικός παραλληλισμός, πανθεϊσμός.

Μεταξύ όλων των σύγχρονων φιλοσόφων, ο Σπινόζα κατέχει μοναδική θέση, όχι μόνο ως προς τις εξαιρετικές συνεισφορές του στον κόσμο της φιλοσοφίας, αλλά και επειδή διακρίθηκε ως ηθικό πρότυπο. Ο Μπέρτραντ Ράσελ τον θεωρεί ως τον ευγενέστερο και πιο αξιαγάπητο από τους μεγάλους φιλοσόφους, που μπορεί να είχε ξεπεραστεί διανοητικά από κάποιους άλλους, αλλά παρέμενε ηθικά υπέρτατος. Έζησε μια πολύ απλή ζωή, σχεδόν σαν ασκητής σοφός, και επέμενε ότι σαν ένας αληθινός Εβραίος, θα ανταποκρινόταν στις προσωπικές του ανάγκες με ένα επάγγελμα που περιλάμβανε σωματική εργασία. Έτσι έβγαζε τα προς το ζην γυαλίζοντας φακούς. Ωστόσο, παρέμεινε ανορθόδοξος στις φιλοσοφικές και θρησκευτικές του απόψεις, χάρη στη δική του κυρίαρχη φιλοσοφική σοφία που τον έκανε έναν από τους μεγαλύτερες νόες στη σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλοσοφία.

Οι γονείς του κατάγονταν από την Πορτογαλία και είχαν καταφύγει στο Άμστερνταμ, όπου ο Σπινόζα γεννήθηκε το 1632. Αν και μεγάλωσε σε ορθόδοξο περιβάλλον, ο Σπινόζα εξέφραζε συχνά τις αμφιβολίες του για τις αποδεκτές θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές. Οι ανορθόδοξες απόψεις και προσεγγίσεις του Σπινόζα στη φιλοσοφία όχι μόνο του χάρισαν φήμη, αλλά και εχθρούς και αντιπάλους που προσπάθησαν ακόμη και να τον εξοντώσουν σωματικά. Η εβραϊκή κοινότητα στην οποία ανήκε αρχικά προσπάθησε να τον φιμώσει μέσω πειθούς, και στη συνέχεια εκτενών απειλών, και τελικά τον αφόρισε το

  1. Ο Σπινόζα είχε εχθρούς και μεταξύ των Εβραίων και των Χριστιανών, καθώς αυτές οι δύο

θρησκείες είχαν πολλές κοινές πεποιθήσεις, τις οποίες αμφισβήτησε. Μερικοί μάλιστα από αυτούς θεωρούσαν τις απόψεις του αθεϊστικές, ενώ κάποιοι άλλοι τον θεωρούσαν πρωτίστως ως ένα θρησκευτικό στοχαστή. Ο ποιητής Novalis του έχει μάλιστα δώσει το όνομα «Θεός- μεθυσμένος.»

Ο Σπινόζα έλαβε την πρώιμη εκπαίδευσή του κυρίως σύμφωνα με τις παραδοσιακές γραμμές, και οι πρεσβύτεροι της κοινότητα άρχισαν να τον θεωρούν ως έναν ελπιδοφόρο νεαρό Εβραίο λόγιο/μελετητή της πίστης. Αλλά ο Σπινόζα σύντομα σκόνταψε σε διάφορα θέματα και προβλήματα στα οποία οι απαντήσεις που δόθηκαν από τους Εβραίους λογίους δεν τον ικανοποιούσαν. Άρχισε έτσι να μαθαίνει λατινικά για να κερδίσει

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

μια διορατικότητα στη χριστιανική παράδοση και τέτοιες προσπάθειες τον βοήθησαν να αποκτήσει μια ενδελεχή κατανόηση της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής σκέψης. Επηρεάστηκε σημαντικά από τους σχολαστικούς στοχαστές και τους οφείλει τη γεωμετρική μέθοδο της έκθεσης κατά αξίωμα, ορισμό, πρόταση, απόδειξη κ.λπ. (Will Durant: A Story of Philosophy)

Η Φιλοσοφία του Σπινόζα: Επιρροές

Ο Σπινόζα επηρεάστηκε από πολλούς από τους προκατόχους του, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες δάσκαλοι, οι σχολαστικοί φιλόσοφοι και κυρίως ο Ρενέ Ντεκάρτ, ο οποίος παρουσίασε μια εικόνα της πραγματικότητας που αποτελείται από τρεις υποστάσεις. Σύμφωνα με την καρτεσιανή εικόνα, αν και υπάρχουν τρεις υποστάσεις, ο Θεός μόνο πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί έτσι με την αληθινή έννοια του όρου, καθώς ως υπόσταση ορίζεται κάτι που υφίσταται ανεξάρτητα από όλα τα άλλα. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υπάρχει μόνο μία υπόσταση και αυτή είναι ο Θεός. Οι δύο άλλες υποστάσεις — ο νους και η ύλη που δημιουργούνται από αυτόν και επομένως, μπορεί να τις εκμηδενίσει αν το επιθυμεί—εξαρτώνται από αυτόν και ονομάζονται εξαρτημένες ή σχετικές υποστάσεις. Ο Θεός μόνο είναι υπόσταση με την απόλυτη έννοια του όρου. Αυτή η σύλληψη μιας ομοιογενούς υπόστασης ασκεί σημαντική επιρροή στη σκέψη του Σπινόζα.

Αλλά, ταυτόχρονα, ο Descartes υποστηρίζει ότι οι δύο σχετικές υποστάσεις του νου και της ύλης, αν και εξαρτώνται από τον Θεό, είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους λόγω της κατοχής διαφορετικών και αντίθετων χαρακτηριστικών/ιδιοτήτων· σκέψη και έκταση αντίστοιχα. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον Ντεκάρτ να αντικατοπτρίσει τη σύγχρονη επιστημονική ιδιοσυγκρασία, που χρειαζόταν να εκχωρήσει έναν διαφορετικό τομέα για τον υλικό κόσμο—τον κόσμο των φυσικών επιστημών, ανεξάρτητο από τον κόσμο του νου ή του πνεύματος — με τους δικούς του νόμους και αρχές. Ο καρτεσιανός δυϊσμός, ωστόσο, είχε δημιουργήσει αρκετά άλλα διλήμματα, καθώς, αφού τους διαχώρισε, ο Ντεκάρτ δυσκολεύτηκε να εξηγήσει την αλληλοσυσχέτιση τους. Ωστόσο, ο δυϊσμός νου-σώματος βοήθησε στην εξήγηση των λειτουργιών του υλικού κόσμου και της επικράτειας του σώματος, ανεξάρτητα από τις άλλες μεταφυσικές σκέψεις που κυριαρχούσαν στην ανθρώπινη σκέψη κατά τη σχολαστική εποχή. Μεταφορές όπως «το σώμα ως μηχανή» είχαν βοηθήσει στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης με σημαντικούς τρόπους.

Όμως ο Σπινόζα είχε διαφορετική αποστολή. Αν και αντιπροσωπεύει και αυτός το σύγχρονο ορθολογιστικό πνεύμα, η ενασχόλησή του ήταν, όπως παρατήρησε ο Μπέρτραντ Ράσελ, με ερωτήματα που σχετίζονται με τη θρησκεία και την αρετή. Προσπάθησε να φέρει τα ηθικά ερωτήματα στην πρωτοπορία της φιλοσοφίας, παραμένοντας πιστός σε μια φιλοσοφική θεώρηση που ήταν

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

σε μεγάλο βαθμό «σύγχρονη», και ως εκ τούτου θα προσυπέγραφε μια υλιστική και ντετερμινιστική φυσική που υποστήριζε ο Descartes και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι εκείνης της εποχής. Όπως ο Russell επισημαίνει, η προσπάθεια του Σπινόζα ήταν να βρει χώρο για την ευλάβεια και για μια ζωή αφοσιωμένη στο Αγαθό στα πλαίσια μιας υλιστικής και ντετερμινιστικής φυσικής. [Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας] Με άλλα λόγια, επιχειρεί να φέρει την επιστήμη και την ηθική μαζί, που φαίνεται να βρίσκονται ξεχωριστά και συχνά αντίθετες μεταξύ τους.

Για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική προοπτική του Σπινόζα, είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε με τη φιλοσοφική θέση και τις προσεγγίσεις που υιοθετεί ο άμεσος προκάτοχός του, ο Ντεκάρτ, ο πατέρας της σύγχρονης φιλοσοφίας. Όπως φαίνεται στο σχήμα παρακάτω, η πραγματικότητα για τον Ντεκάρτ αποτελείται από δύο είδη υποστάσεων· res cogitans ή σκεπτόμενες υποστάσεις και res extensaή εκτεταμένες υποστάσεις. Η πρώτη διαιρείται περαιτέρω σε άπειρη σκεπτόμενη υπόσταση ή Θεό και πεπερασμένη σκεπτόμενη υπόσταση ή τον/τους ατομικό/ούς νου/νόες.

Άπειρη σκέψη Υπόσταση ΘΕΌΣ

Res Cogitans Σκεπτόμενη Υπόσταση Πεπερασμένη σκέψη
Υπόσταση ΚΟΣΜΟΣ Ατομικοί νόες

Res Extensa Πεπερασμένο εκτεταμένο Εκτεταμένη Υπόσταση Υπόσταση Υλη

Αλλά αυτή η θεωρία των τριών υποστάσεων βεβαιώνει περαιτέρω την υπεροχή του Θεού, και με την αληθινή έννοια του όρου Αυτός μόνο είναι υπόσταση. Οι νόες και τα υλικά σώματα εξαρτώνται από το Θεό και επομένως δεν είναι πραγματικές υποστάσεις. Είναι σχετικές υποστάσεις και ο Θεός τις έχει δημιουργήσει και μπορεί επίσης να τις εκμηδενίσει αν το επιθυμεί. Ο Ντεκάρτ υποστηρίζει επίσης ότι, αν και ο νους και η ύλη εξαρτώνται από τον Θεό, εντούτοις είναι αμοιβαία ανεξάρτητα. Ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου, που είναι συστατικό των νόων και της ύλης. Με αυτή

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την έννοια Αυτός απολαμβάνει μια ξεχωριστή και διαφορετική θέση. Είναι χωρισμένος και είναι διαφορετικός τόσο από το νου όσο και από την ύλη.

Αυτή είναι μια πτυχή της θεωρίας του Ντεκάρτ, την οποία ο Σπινόζα βρήκε προβληματική. Ο καρτεσιανός δυϊσμός ισοδυναμεί με την απομάκρυνση του Θεού από τον κόσμο, και έκανε τον τελευταίο έναν μακρινό παρατηρητή. Το καρτεσιανό παράδειγμα έχει αδειάσει την ιδέα του Θεού από οποιοδήποτε περιεχόμενο, και αυτό έχει δημιουργήσει αρκετά θέματα εκτός από τα εννοιολογικά αινίγματα που δημιουργούνται από τον δυϊσμό νου και σώματος. Ο Σπινόζα διαπίστωσε ότι ο κόσμος, καθώς είναι συστατικό των νόων και των σωμάτων, χρειάζεται μια ορθολογική εξήγηση της ύπαρξή του καθώς και της συμπεριφορά του. Υπάρχουν πολλά πράγματα στον κόσμο, τα οποία ένα δυϊστικό πλαίσιο αποτυγχάνει να εξηγήσει. Μόνο με μια έννοια του Θεού, με τη σύλληψη μιας θεϊκής ενότητας των πραγμάτων, θα μπορούσαμε να λύσουμε αυτούς τους γρίφους. Ως εκ τούτου, το άμεσο καθήκον του Σπινόζα είναι, πώς να αποκαταστήσει τη στενή σύνδεση ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, την οποία ο καρτεσιανός δυϊσμός έχει χωρίσει. Προσπαθούσε να ερμηνεύσει όλη την πραγματικότητα με όρους της απόλυτης τελειότητας και ενότητας του Θεού. Με άλλα λόγια, ο Σπινόζα προσπαθούσε να ενοποιήσει τα φαινομενικά διακριτά και διαφορετικά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο, με όρους μιας αρχής που θα εδραίωνε (establish) λογικά τη θεμελιώδη ενότητα των πάντων. Για αυτό χρειάζεται να αποδείξει (establish) την ουσιαστική διασύνδεση των πραγμάτων που βλέπει τριγύρω. Το δόγμα της άπειρης υπόστασης εισάγεται για να εξηγήσει αυτή τη διασύνδεση.

Το δόγμα της άπειρης υπόστασης

Ο κόσμος δεν είναι μια συλλογή ανεξάρτητων προσώπων και αντικειμένων, καθένα από αυτά ολοκληρωμένο από μόνο του και πραγματικό από μόνο του. Μια τέτοια πρόταση θα έκανε τον κόσμο να διαλυθεί σε χρόνο μηδέν. Κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό μεμονωμένα, και κάθε αντικείμενο συνδέεται με άλλα αντικείμενα. Με αυτή την έννοια τα αντικείμενα σε αυτόν τον κόσμο σχηματίζουν μια ατελείωτη σειρά με απαραίτητες διασυνδέσεις μεταξύ τους.

Αυτή η αναγκαία διασύνδεση οδηγεί τελικά στην έσχατη ενότητα των πραγμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο ο Σπινόζα στρέφεται στον Ντεκάρτ, του οποίου η έννοια της ομοιογενούς υπόστασης, σκέφτηκε, θα βοηθούσε στην επίλυση ορισμένων λογικών προβλημάτων που προέκυψαν κατά την προσπάθεια κατανόησης της σχέσης μεταξύ res cogitans και res extensa. Αν και είχε επιφυλάξεις στο να αποδεχτεί τον δυϊσμό που υπονοείται στο καρτεσιανό παράδειγμα, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αντλήσει (derive: αντλώ, αποκομίζω· συμπεραίνω, συμπεραίνω κάτι βάση άλλου· παράγομαι) την ύπαρξη της πολλαπλότητας των πεπερασμένων αντικειμένων από αυτήν την ομοιογενή άπειρη υπόσταση. Ξεκινά έτσι την ανάλυσή του για την έννοια της υπόστασης — ένα πρόβλημα που απασχόλησε ένα

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ουσιαστικό μέρος της φιλοσοφικής του σκέψης — με τον ισχυρισμό ότι μπορεί να υπάρχει μόνο μια τέτοια Υπόσταση, η οποία λογικά θα πρέπει να είναι άπειρη. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι συστατική των (constitutive of) πεπερασμένων πραγμάτων, καθώς ο ίδιος ο ορισμός της υπόστασης αντιτίθεται σε ένα τέτοιο αξίωμα.

Η υπόσταση ορίζεται ως: Η σύλληψη της οποίας δεν εξαρτάται από τη σύλληψη ενός άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να είναι αναγκαία άπειρη (infinite) και απεριόριστη (boundless). Τα πεπερασμένα πράγματα ορίζονται από τα φυσικά ή λογικά τους όρια (boundaries) και ορίζονται από αυτό που δεν είναι. Όταν εμείς αποδίδουμε ορισμένες ποιότητες σε ένα αντικείμενο και το ορίζουμε, ταυτόχρονα βεβαιώνουμε ότι περιορίζεται από αυτές τις ποιότητες. Με το να είναι μαύρου χρώματος, για παράδειγμα, το κοράκι χαρακτηρίζεται ως ένα ειδικό αντικείμενο, το οποίο επίσης δεν είναι λευκό, ούτε μπλε ή οποιοδήποτε χρώμα εκτός από μαύρο. Εξ ου και οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου στην πραγματικότητα το περιορίζουν σε ένα συγκεκριμένο είδος. Υπό αυτή την έννοια, κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση (all determination is negation).

Επομένως, οτιδήποτε πεπερασμένο περιορίζεται από κάποιο άλλο πράγμα της ίδιας φύσης. Αν υπάρχουν δύο πράγματα με την ίδια φύση, τότε θα έχουν την ίδια ιδιότητα. Σύμφωνα με τον Σπινόζα, μια ιδιότητα είναι αυτή που η διάνοια αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί την ουσία μιας υπόστασης. Δεν μπορεί να υπάρχουν δύο ή περισσότερες υποστάσεις που έχουν την ίδια ιδιότητα. Αν υπήρχαν δύο ή περισσότερες από αυτές, θα έπρεπε να διακρίνονται μεταξύ τους ως προς τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν. Αντίθετα, αν δύο υποστάσεις διαθέτουν τα ίδια χαρακτηριστικά, τότε έχουν την ίδια υπόσταση και κατά συνέπεια είναι όχι δύο, αλλά μία. Άρα είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσεις. Από αυτό προκύπτει ότι, εάν δεν υπάρχουν δύο ή περισσότερες υποστάσεις που να έχουν την ίδια ιδιότητα, και ως εκ τούτου, υπάρχει μόνο μία υπόσταση, τότε δεν πρέπει να είναι περιορισμένη ή πεπερασμένη υπόσταση. Αντίθετα, πρέπει να είναι μια άπειρη υπόσταση. Με άλλα λόγια, η υπόσταση πρέπει να είναι ομοιογενής και ως εκ τούτου πρέπει να είναι άπειρη και υπαρκτή. Πρέπει να είναι αιτία του εαυτού της (self-caused), ανεξάρτητη (self-dependent: επίσης: αυτόνομος, αυτάρκης) και ενική.

Η Έννοια της Υπόστασης

Η υπόσταση νοείται ως αυτό που είναι καθεαυτό και συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει εξωτερική αιτία και μπορεί να γίνει γνωστή μόνο μέσω του εαυτού της. Είναι δηλαδή η αιτία του εαυτού της και εξηγείται μέσω του εαυτού της και όχι με αναφορά σε κάποια εξωτερική αιτία.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Για να θεμελιώσει την ιδέα της άπειρης υπόστασης ο Σπινόζα πρέπει να αποδείξει οριστικά την αδυναμία μιας πολλαπλότητας υποστάσεων. Επισημαίνει ότι η ύπαρξη μιας πλειάδας υποστάσεων πρέπει να εξηγηθεί με τους όρους της έννοιας της αιτίας. Αλλά αυτή η ιδέα της αιτιώδους συνάφειας επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στην υπόσταση καθώς καθιστά την τελευταία εξαρτημένη οντότητα. Η άπειρη υπόσταση δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής αιτίας και ως εκ τούτου πρέπει να είναι αναγκαστικά αυτοπροκαλούμενη (self-caused). Κατανοείται καθαρά μέσω του εαυτού της, καθώς το να τη συλλάβουμε ως αποτέλεσμα μιας αιτίας είναι ενάντια στον ορισμό της υπόστασης, η οποία εκλαμβάνεται ως εντελώς ανεξάρτητη (self-dependent). Ο Σπινόζα προσθέτει ότι η Υπόσταση δεν εξαρτάται από καμία εξωτερική αιτία είτε για την ύπαρξή της είτε για τις ιδιότητες και τις τροποποιήσεις της και επομένως η ουσία της περιλαμβάνει την ύπαρξή της. Αφού η ύπαρξη ανήκει στη φύση της υπόστασης, ο ορισμός της συνεπάγεται αναγκαστικά την ύπαρξη. Εξ ου και ο Σπινόζα συμπεραίνει ότι από τον απλό ορισμό της Υπόστασης, μπορεί να εξακριβωθεί η ύπαρξή της.

Η Μέθοδος του Σπινόζα

Ο Ράσελ παρατηρεί ότι η Ηθική του Σπινόζα είναι ένα πολύ μοναδικό έργο από πολλές απόψεις. Είναι στημένο στο στυλ του Ευκλείδη, με ορισμούς, αξιώματα και θεωρήματα· όλα μετά τα αξιώματα υποτίθεται ότι αποδεικνύονται αυστηρά με απαγωγικό επιχείρημα. (Ιστορία της Φιλοσοφίας)

Είδαμε νωρίτερα ότι εκείνο το σημαντικό ζήτημα με το οποίο οι φιλόσοφοι της σύγχρονης εποχής απασχολήθηκαν ήταν με την επινόηση της σωστής μεθόδου που ενσαρκώνει τον ανθρώπινο ορθολογισμό και επομένως μας οδηγεί συστηματικά στη γνώση και την αλήθεια. Ο Σπινόζα δεν αποτελούσε εξαίρεση καθώς και αυτός επηρεάστηκε σημαντικά από τη σύγχρονη επιστημονική ιδιοσυγκρασία και από τη βεβαιότητα και την ακρίβεια που υπόσχονταν οι μαθηματικές επιστήμες. Εδώ η επιρροή του Ντεκάρτ είναι εμφανής. Αλλά σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ που χρησιμοποίησε τη μαθηματική απαγωγική μέθοδο (deductive method), ο Σπινόζα υιοθετεί τη γεωμετρική μέθοδο (geometrical method) στη φιλοσοφία.

Ως επιστήμη η γεωμετρία ασχολείται με αιώνιες αλήθειες για τις χωρικές σχέσεις που συνάγονται από αυτονόητες προκείμενες (self-evident premises). Ο Σπινόζα υποστήριξε ότι η φιλοσοφία θα πρέπει επίσης να ακολουθήσει παρόμοια μέθοδο. Με οδηγό την ιδέα της αυτονόητης αλήθειας, βεβαιώνει ότι το πιο αυτονόητο είναι η ύπαρξη μιας ομοιογενούς, άπειρης υπόστασης, που είναι ο Θεός, του οποίου η υπόσταση περιλαμβάνει την ύπαρξή του. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι από τον ίδιο τον ορισμό του Θεού, πρέπει να προκύψουν οι ιδιότητες του, και ότι περαιτέρω από τις ιδιότητες του Θεού προέρχονται άλλες μικρότερες αλήθειες. Το σύστημά του έτσι παρουσιάζει ένα λογικά συνδεδεμένο σύστημα όπου τα στοιχεία του συνδέονται

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

μεταξύ τους όχι με όρους αιτιακών σχέσεων, αλλά λογικής διασύνδεσης. Η επέκταση αυτής της ενόρασης στην κατανόησή μας για τον κόσμο συνεπάγεται ότι οι συνδέσεις στον κόσμο δεν πρέπει να κατανοούνται με όρους αιτίας και αποτελέσματος, αλλά χρειάζεται να εξηγηθούν ως θέμα λογικής εξάρτησης.

Το Δόγμα των Ιδιοτήτων (Attributes: επίσης, χαρακτηριστικά)

Το δόγμα των ιδιοτήτων παίζει σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφία του Ντεκάρτ, καθώς η έννοια της υπόστασης απαιτεί φυσικά τα χαρακτηριστικά της μέσω των οποίων μπορεί να διακριθεί και χωρίς τα οποία δεν μπορεί να συλληφθεί. Ο Ντεκάρτ έτσι εισάγει μια διάκριση μεταξύ του νου και του σώματος—τις δύο εξαρτημένες υποστάσεις στο σχήμα του — με βάση το δόγμα των ιδιοτήτων. Με άλλα λόγια, αυτό το δόγμα οδήγησε τελικά στην ερμηνεία του δυϊσμού του νου και του σώματος. Από τότε που προσδιόρισε το cogito ως το σημείο εκκίνησης της φιλοσοφίας του, το διακριτικό χαρακτηριστικό του cogito, ως η ιδιότητά του πρέπει να συλληφθεί. Αργότερα, όταν το σώμα συμπεριλήφθηκε στο οντολογικό σχήμα, θεωρήθηκε ότι έχει το χαρακτηριστικό της έκτασης. Αυτές οι δύο ιδιότητες της σκέψης και της έκτασης είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, και ως εκ τούτου και οι δύο υποστάσεις του νου και του σώματος διαχωρίζονται επίσης για πάντα.

Αυτός ο δυϊσμός εισήγαγε αρκετές εννοιολογικές δυσκολίες στην καρτεσιανή σκέψη. Ο Ντεκάρτ και οι οπαδοί του απασχολούνταν με τέτοια προβλήματα σε μεγάλο βαθμό, και το καρτεσιανό πλαίσιο αποτυγχάνει να προσφέρει μια ικανοποιητική λύση σε αυτό το πρόβλημα.

Εφόσον η αντιμετώπιση της έννοιας της Υπόστασης από τον Σπινόζα είναι διαφορετική—καθώς ο ίδιος αρνείται να παραδεχτεί ένα δυϊστικό σχήμα και οραματίζεται μια ομοιογενή και ενική Υπόσταση—το δόγμα των ιδιοτήτων του είναι επίσης αναπόφευκτο να είναι διαφορετικό. Αρχίζει με την υπόθεση ότι όσο περισσότερη πραγματικότητα ή είναι ένα πράγμα έχει, τόσο περισσότερες ιδιότητες θα έχει. Επομένως, η άπειρη υπόσταση πρέπει να έχει άπειρες ιδιότητες. Το δόγμα του Σπινόζα για τις ιδιότητες οραματίζεται (envisions) έτσι την άπειρη κατοχή από την Υπόσταση άπειρων ιδιοτήτων, καθεμία από τις οποίες εκφράζει την αιώνια και άπειρη ουσία της ομοιογενούς υπόστασης. Η θεωρία του Ντεκάρτ έχει αναγνωρίσει μόνο τις δύο ιδιότητες της σκέψης και της έκτασης, και ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι είναι οι δύο ιδιότητες που η ανθρώπινη διάνοια είναι ικανή να γνωρίσει. Λόγω της ουσιαστικά πεπερασμένης φύσης της, η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να συλλάβει όλες τις ιδιότητες της άπειρης Υπόστασης.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αυτή η θέση δίνει τη δυνατότητα στον Σπινόζα να λύσει το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Descartes ενώ φαντάστηκε το δυϊστικό σχήμα. Ο τελευταίος ανησυχούσε για το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο υποστάσεων που είναι εντελώς διαφορετικές η μία από την άλλη, λόγω των εκ διαμέτρου αντίθετων ιδιοτήτων τους. Ο Σπινόζα επιλύει το παράδοξο με ένα δόγμα ψυχοφυσικού παραλληλισμού. Υποστηρίζει ότι η οι ιδιότητες της σκέψης και της έκτασης δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλλά είναι μόνο πτυχές ενός και του αυτού πράγματος. Υποστηρίζει ότι, για κάθε τρόπο σκέψης, θα υπάρχει ένας τρόπος έκτασης. Οι πεπερασμένοι νόες είναι τρόποι του Θεού υπό την ιδιότητα της σκέψης και τα πεπερασμένα σώματα είναι τρόποι του Θεού υπό την ιδιότητα της έκτασης.

Το Δόγμα των Ιδιοτήτων (Attributes) του Σπινόζα

Ενώ το δυϊστικό σχήμα του Ντεκάρτ διακρίνει τον κόσμο ως εκτεταμένη υπόσταση από τις σκεπτόμενες υποστάσεις (Θεός και νους), ο Σπινόζα διαλύει όλους αυτούς τους διαχωρισμούς με την ιδέα του για μια άπειρη ομοιογενή Υπόσταση ή Θεό. Για τον Descartes, ο Θεός είναι η αιτία του εξωτερικού κόσμου των εκτεταμένων υποστάσεων και παραμένει διακριτός από τον τελευταίο. Υποστηρίζει ότι ο Θεός, που είναι η εξωτερική αιτία του κόσμου, έχει προκαλέσει την κίνηση στον κόσμο και έχει καθορίσει το μέγεθος της κίνησης σταθερό. Σύμφωνα με αυτόν, η κίνηση και η ηρεμία είναι ο θεμελιώδης τρόπος της έκτασης και η κατανόηση ή σύλληψη είναι ο θεμελιώδης τρόπος της σκέψης.

Ο Σπινόζα απορρίπτει όλες αυτές τις διακρίσεις. Υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει εξωτερική αιτία για τη φύση και δεν είναι διαφορετική από τον Θεό. Η κίνηση και η ηρεμία είναι μόνο η λογικά προγενέστερη κατάσταση της υπόστασης υπό την ιδιότητα της έκτασης. Το σύμπαν ή ο κόσμος δεν διαφέρει τελικά από τον Θεό που είναι η άπειρη υπόσταση με άπειρες ιδιότητες. Ως εκ τούτου, ο Θεός και η φύση δεν είναι διακριτά. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία εξωτερική αιτία που να δημιουργεί την κίνηση στον φυσικό κόσμο, η κίνηση πρέπει να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ίδιας της φύσης. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αιτία διαφορετική από τη φύση που μπορεί να προσδώσει (confer) ή να αποτυπώσει (impress) την κίνηση στη φύση.

Ως εκ τούτου, ο Πανθεϊσμός του Σπινόζα είναι τόσο παρόμοιος όσο και διαφορετικός από την άποψη του Ντεκάρτ. Όπως ο τελευταίος, έτσι και αυτός αντιλαμβάνεται ότι η κίνηση και η ηρεμία είναι ο θεμελιώδης τρόπος της έκτασης και ότι συνιστά το πρωταρχικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτεταμένης φύσης. Και πάλι συμφωνεί με τον Ντεκάρτ ότι το σύνολο των αναλογιών κίνησης και ηρεμίας παραμένει σταθερό στον κόσμο. Αλλά σε αντίθεση με τον προκάτοχό του υποστηρίζει ότι το φυσικό σύμπαν είναι ένα αυτόνομο (self-contained: αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτοτελής, αυτάρκης) σύστημα

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

σωμάτων σε κίνηση, και ότι η συνολική ποσότητα κίνησης και ηρεμίας ή ενέργειας είναι ο άπειρος και αιώνιος άμεσος τρόπος του Θεού ή της φύσης υπό την ιδιότητα της έκτασης. Η φύση είναι ένα χωρικό σύστημα ή σύστημα σωμάτων που είναι ο έμμεσος (mediate) άπειρος και αιώνιος τρόπος του Θεού ή της Φύσης υπό την ιδιότητα της έκτασης.

Η σκέψη, από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως άπειρη κατανόηση, και είναι ο άμεσος (immediate) άπειρος και αιώνιος τρόπος του Θεού ή της Φύσης υπό την ιδιότητα της σκέψης. Ο νους μας είναι ένας αιώνιος τρόπος σκέψης και ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι καθορίζεται από έναν άλλο τρόπο σκέψης, και αυτός πάλι από έναν άλλον, και έτσι στο άπειρο. Τελικά τα πάντα ανήκουν στο σύστημα της ολότητας του όντος που είναι ο άπειρος Θεός. Ως εκ τούτου, οι ιδιότητες της σκέψης και της έκτασης είναι ιδιότητες της ίδιας υπόστασης ή διαφορετικές όψεις της μίας υπόστασης, η οποία είναι η αιώνια και άπειρη διάνοια του Θεού.

Ψυχοφυσικός Παραλληλισμός

Το δόγμα του ψυχοφυσικού παραλληλισμού είναι η λύση του Σπινόζα στα προβλήματα που δημιουργούνται με το διαχωρισμό του νου από το σώμα. Όπως συζητήθηκε παραπάνω, το δόγμα των ιδιοτήτων συλλαμβάνει ότι ο Θεός, που είναι η άπειρη Υπόσταση, έχει άπειρες ιδιότητες, που η καθεμία εκφράζει την άπειρη υπόσταση του πρώτου. Προσθέτει περαιτέρω ότι, μεταξύ των άπειρων ιδιοτήτων του Θεού, η σκέψη και η έκταση είναι οι δύο, που μπορεί να κατανοήσει η ανθρώπινη διάνοια.

Ο Σπινόζα δηλώνει περαιτέρω ότι για κάθε τρόπο σκέψης υπάρχει ένας τρόπος έκτασης. Η σκέψη μπορεί να εξηγηθεί μόνο με αναφορά στη σειρά σκέψης, και η έκταση με αναφορά σε άλλους τρόπους έκτασης. Υποστηρίζει ότι, ένας τρόπος της έκτασης, και η ιδέα αυτού του τρόπου, είναι ένα και το αυτό πράγμα, που εκφράζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Μπορούμε να συλλάβουμε τη φύση υπό την ιδιότητα της έκτασης ή υπό αυτήν της σκέψης, ακολουθώντας και οι δύο την ίδια τάξη. Ακολουθούν και οι δύο μία και την αυτή συνένωση (concatenation) αιτιών και τελικά δείχνουν στην άπειρη Θεία Υπόσταση ή Θεό.

Κουίζ

  1. Η κύρια ενασχόληση του Σπινόζα ήταν με …………….προβλήματα.

(α) Μεταφυσικό (β) Επιστημολογικό (γ) Ηθικό (δ) Πολιτικό

  1. Η υπόσταση του Σπινόζα δεν είναι:

(α) Ετερογενής (β) Ομογενής (γ) Αυτοπροκαλούμενος (δ) Αιώνιος.

  1. Ο Σπινόζα υιοθετεί την ……………….μέθοδο στη φιλοσοφία

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Φυσικό επιστημονικό (β) Επαγωγικό (γ) Μαθηματικό (δ) Γεωμετρικό.

  1. Πώς εξηγεί ο Σπινόζα τη σχέση Θεού-φύσης;

(α) Ο Θεός δημιούργησε τη φύση (β) Δεν είναι διαφορετικοί (γ) Η φύση είναι ένας τρόπος του

Θεός (δ) Είναι άρρηκτα συγγενείς.

  1. Η λύση του Spinoz για τον δυϊσμό νου-σώματος είναι:

(α) Ψυχοφυσικός παραλληλισμός (β) Αλληλεπιδράσεις (γ) Προκαθιερωμένος

αρμονία (δ) Δυϊσμός

Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)
  2. (α)
  3. (δ)
  4. (β)
  5. (α)

Εργασίες

  1. Συζητήστε για τον ψυχοφυσικό παραλληλισμό.
  2. Περιγράψτε την έννοια της ουσίας, σκιαγραφώντας πώς συμβαίνει το Spinoza’s

θέση διαφέρει από τον Ντεκάρτ.

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 4: /Οι Ορθολογιστές/ /Descartes to Leibniz/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of

Δυτική Φιλοσοφία, /Οξφόρδη, Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. «Benedict De Spinoza (1632-1677)», στο Internet Encyclopedia of

Φιλοσοφία, διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.iep.utm.edu/spinoza/.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Nadler, Steven, "Baruch Spinoza", / The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας / (Έκδοση Φθινοπώρου 2012), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2012/entries/spinoza/.

11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 12

Πανθεϊσμός του Σπινόζα: Σχέση Θεού και Φύσης

Λέξεις κλειδιά: Σπινόζα, πανθεϊσμός, Θεός, φύση, Υπόσταση, διανοητική αγάπη του Θεού, Natura Naturans, Natura Naturata.

Ο Σπινόζα υποστηρίζει μια εξαιρετικά ανορθόδοξη σύλληψη του Θεού. Την αντλεί από την ιδέα του για την Υπόσταση, χρησιμοποιώντας τη γεωμετρική μέθοδο που βασίζεται σε αυτονόητα (self-evident) αξιώματα και εκείνες τις προτάσεις που συνάγονται λογικά από αυτά. Φυσικά, οι απόψεις του προσέλκυσαν την κριτική και την οργή της κατεστημένης ορθοδοξίας. Με το δική του ακραία έμφαση στις λογικές σχέσεις και την αναγκαιότητα, η αντίληψη του Σπινόζα για τον Θεό θα φαινόταν υπερβολικά διανοητική (intellectual). Μιλάει ακόμη και για μια έννοια που ονομάζεται η «διανοητική αγάπη του Θεού». Όμως, από την άλλη, αυτή η έμφαση στη λογική τον ανάγκασε να συλλάβει μια εξαιρετικά μοναδική πανθεϊστική σύλληψη για τον Θεό, τον κόσμο και την αλληλοσυσχέτιση τους.

Αυτό που κάνει τον Σπινόζα μοναδικό είναι η προσωπική του δέσμευση στις φιλοσοφικές του θεωρίες. Στην προσωπική του ζωή, ο Σπινόζα παρέμεινε πολύ αφοσιωμένος στις θεωρίες και φιλοσοφικές παραδοχές του, καθώς η ζωή και ο θάνατός του έδειξαν υποδειγματική και εξαιρετική απλότητα, σεμνότητα και θάρρος, που φαίνονται μόνο σε άτομα με υψηλό ηθικό χαρακτήρα. Ο σκοπός της φιλοσοφίας για αυτόν ήταν να καταλήξει σε μια σαφή και σωστή κατανόηση για τον εαυτό του και για τον Θεό, που θα του επέτρεπε να οδηγήσει μια ζωή χωρίς φόβο. Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι η φιλοσοφική σοφία απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο του θανάτου και του δίνει τη δυνατότητα να διαλογιστεί τη ζωή. Ο Ράσελ παρατηρεί ότι ο Σπινόζα στάθηκε στο ύψος αυτής της προσταγή. Προσθέτει ότι ακόμη και την τελευταία μέρα της ζωής του ο Σπινόζα παρέμεινε εξ ολοκλήρου ήρεμος και όχι εξυψωμένος (exalted). Όπως ο Σωκράτης συνέχισε να συνομιλεί, όπως θα έκανε σε οποιονδήποτε άλλh ημέρα, για θέματα που ενδιαφέρουν τον συνομιλητή του. Ο Ράσελ παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με ορισμένους άλλους φιλοσόφους, όχι μόνο πίστευε τα δικά του δόγματα, αλλά τα άσκησε. (Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας)

Αν και μιλάει για την διανοητική αγάπη του Θεού, αυτή η αγάπη δεν είναι αποκλειστικά διανοητική, όπως συνήθως κατανοείται ο όρος· ως διαφορετική από το βίωμα ή αδιάφορη για την προσωπική ζωή κάποιου. Πίστευε ακράδαντα ότι το υψηλότερο αγαθό του νου είναι η γνώση του Θεού, και ως εκ τούτου η υψηλότερη αρετή του είναι να γνωρίζει τον Θεό. Ο Σπινόζα λέει το να γνωρίζεις τον Θεό σημαίνει να αγαπάς τον Θεό, και επίσης συνίσταται στο να έχεις μια προοπτική του όλου, καθώς ο Θεός περικλείει τα πάντα. Αυτό θα μας επέτρεπε επίσης να κατανοήσουμε τον εαυτό μας

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και τα συναισθήματα και τα πάθη μας, ώστε να κατευθύνουμε την προσοχή μας στην επαρκή γνώση της αιώνιας και άπειρης ουσίας του Θεού.

Ο Σπινόζα λοιπόν προχωρά από τον ορισμό της Υπόστασης που έδωσε ο Descartes και επίσης οι σχολαστικοί στοχαστές και, ακολουθώντας τις επιπτώσεις του, φτάνει σε μια ιδέα που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τον Θεό, και η φύση δεν μπορεί να είναι διαφορετική από τον Θεό. Αλλά πριν ιχνηλατήσουμε αυτό το πανθεϊστικό συμπέρασμα, ας δούμε τον τρόπο που εξελίσσει αυτή την έννοια από την αρχαία έννοια της Υπόστασης: ο Θεός ως η μόνη Υπόσταση.

Ο Θεός ως η μόνη υπόσταση

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Σπινόζα επηρεάστηκε από τους Σχολαστικούς στοχαστές και ειδικότερα από τον Descartes, ερμηνεύοντας την έννοια του της Υπόστασης. Όρισε την υπόσταση με τον εξής τρόπο· «η σύλληψη της οποίας δεν εξαρτάται από τη σύλληψη ενός άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να σχηματιστεί». Ο Σπινόζα βεβαιώνει ότι, αν αυτό είναι αλήθεια, τότε μπορεί να υπάρχει μόνο μία Υπόσταση. Εδώ συμφωνεί με τον Descartes, ο οποίος είχε την ιδέα του ομοιογενούς υπόστασης. Έτσι, προσυπογράφει ορισμένες παραδοσιακές περιγραφές του Θεού, όπου ο τελευταίος νοείται ως άπειρο ον, άπειρη υπόσταση, μοναδικός, αιώνιος και απλός.

Πέρα από αυτές τις ομοιότητες—που προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό από τον ορισμό του όρου Υπόσταση—η θέση του Σπινόζα είναι δραστικά διαφορετική από τις σχολαστικές και τις καρτεσιανές απόψεις. Αυτό είναι πιο εμφανές αν εξετάσουμε τη σχέση Θεού-κόσμου. Στην αρχή, ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι τόσο ο Σχολαστικισμός όσο και ο Ντεκάρτ δεν κατανόησαν τις συνέπειες της σύλληψης του Θεού ως άπειρου όντος ή υπόστασης, αν και είχαν και αυτοί μια τέτοια άποψη. Όπως υποστήριξαν, η υπόσταση δεν μπορεί αλλά πρέπει να είναι άπειρη. Αλλά μια τέτοια ιδέα της άπειρης Υπόστασης επιμένει ότι δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα άλλο που να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτήν, διότι εάν οτιδήποτε άλλο υπάρχει ανεξάρτητα από αυτήν, τότε δεν είναι άπειρη με την αληθινή έννοια του όρου. Τα πεπερασμένα πράγματα δεν είναι απολύτως ανεξάρτητα, αν και μπορεί να είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο (όπως έχει συλληφθεί από Ντεκάρτ). Πρέπει τουλάχιστον να εξαρτώνται από τον Θεό, διαφορετικά δεν μπορούν να ληφθούν ως πεπερασμένα. Ο Θεός είναι παρών σε όλα τα πεπερασμένα πράγματα, υποστηρίζοντας τα στην ύπαρξη.

Ο Σπινόζα ξεκινάει από αυτές τις υποθέσεις για την άπειρη υπόσταση και τις λεγόμενες πεπερασμένες υποστάσεις. Βεβαιώνει ότι οι ανεξάρτητες ταυτότητες των πεπερασμένων υποστάσεων ουσίες δεν μπορούν να είναι τελικές και απόλυτες. Δεν μπορούν να είναι απολύτως ανεξάρτητες από το Θεό που είναι άπειρος. Ως εκ τούτου, ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι πρέπει να είναι στον Θεό. Ο Σπινόζα διατηρεί μια

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πιο ριζοσπαστική περιγραφή της σχέσης Θεού-Κόσμου. Σύμφωνα με τον ίδιο όλα τα πεπερασμένα όντα είναι τροποποιήσεις του Θεού και η φύση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι οντολογικά διακριτή από το Θεό. Ο άπειρος Θεός περιλαμβάνει μέσα Του όλη την πραγματικότητα. Ο Σπινόζα υπογραμμίζει το γεγονός ότι, λογικά, δυνάμει του ορισμού του, δεν μπορεί να υπάρχει, ή να συλληφθεί, καμία υπόσταση εκτός από τον Θεό. Κάθε τι που υπάρχει είναι είτε Θεός είτε τρόπος του Θεού ή της Υπόστασης που αποτελείται από άπειρες ιδιότητες, καθεμία από τις οποίες εκφράζει αιώνια και άπειρα η ουσία υπάρχει.

Ακολουθώντας τους προκατόχους του, ο Σπινόζα παρέχει επίσης αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Η πρώτη του απόδειξη καταδεικνύει την ύπαρξη του Θεού στις ακόλουθες γραμμές. Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε η ουσία του Θεού δεν περιλαμβάνει την ύπαρξη. Αλλά ο Θεός είναι μια Υπόσταση και η ουσία μιας Υπόστασης περιλαμβάνει την ύπαρξη. Άρα υπάρχει ο Θεός. Στη δεύτερη απόδειξη υποστηρίζει ότι αν δεν υπάρχει Θεός, τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος ή αιτία που εμποδίζει τον Θεό να υπάρχει. Αλλά, τότε λογικά αυτός ο λόγος πρέπει να είναι της ίδιας φύσης με του Θεού, αφού τα πράγματα διακριτής φύσης δεν έχουν τίποτα κοινό. Αν αυτός ο λόγος που έχει την ίδια φύση με του Θεού εμποδίζει τον Θεό να υπάρχει, τότε υπάρχει κάποια πτυχή της φύσης του Θεού που εμποδίζει τον Θεό να υπάρχει: που είναι μια αντίφαση. Το να βεβαιωθεί αντίφαση σε ένα ον, που είναι απολύτως άπειρο και στον υψηλότερο βαθμό τέλειο, είναι παράλογο. Επομένως, ο Θεός υπάρχει χωρίς καμία αμφιβολία. Αλλά αυτός ο θεός του Σπινόζα δεν είναι ο θεός των θρησκευτικών παραδόσεων, ιδιαίτερα των Ιουδαϊκών και χριστιανικών παραδόσεων που πιστεύουν σε έναν προσωπικό Θεό και τους προφήτες Του. Ο Σπινόζα έχει μια πανθεϊστική άποψη για τη σχέση Θεού και Θεού-φύσης, η οποία είναι πολύ κοντά στην εικόνα που έχουν κάποιες ινδικές φιλοσοφικές παραδόσεις.

Η έννοια του Θεού του Σπινόζα

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ιδέα του Σπινόζα για τον Θεό είναι διαφορετική από τον προσωπικό Θεό των θρησκειών και της θεολογίας. Όπως και οι Advaita Vedantins της Ινδίας, υποστηρίζει ότι η ατομικότητα ή η προσωπικότητα υποδηλώνουν προσδιορισμό ή περιορισμό. Λόγω του γεγονότος ότι ο Θεός είναι απολύτως άπειρος, δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα εξωτερικό προς τον Θεό και ανεξάρτητο από αυτόν και ως εκ τούτου ο Θεός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί σύμφωνα με τέλη ή σκοπούς πέρα από τον εαυτό του.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθεις ιδέες περί Θεού, στις οποίες οι πιστοί αποδίδουν σε Αυτόν, θέληση ή διάνοια. Η κυρίαρχη άποψη—που υποστηρίζεται από την Καθολική Εκκλησία και πολλές άλλες θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις στη δύση — θεωρεί τον Θεό ως την πρώτη και μόνη ελεύθερη αιτία και ουσία όλων των πραγμάτων κατά την ύπαρξή τους (as of their existence). Σύμφωνα με

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αυτή την άποψη, ο Θεός συλλαμβάνεται ως ρυθμιστική δύναμη του σύμπαντος και της ανθρώπινης ζωής και είναι ο προσωπικός δημιουργός των πάντων.

Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι, τέτοιες αντιλήψεις για τον Θεό οφείλονται στους ουσιώδεις περιορισμούς του ανθρώπινου νου. Αναζητούμε (ανθρώπινο) νόημα σε έναν κόσμο γύρω μας και το βρίσκουμε σε μια σύλληψη του Θεού ως δημιουργού, ρυθμιστή και σχεδιαστή. Αλλά στην πραγματικότητα, ο Θεός πρέπει να είναι πέρα ​​από όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και όλους τους περιορισμούς. Υποκείμενη τέτοιων δημοφιλών αντιλήψεων για τον Θεό, είναι η έννοια του ηθικού κυβερνήτη· η ιδέα της κυβέρνησης του κόσμου σύμφωνα με έναν σκοπό. Αυτό σημαίνει να συλλάβουμε τον Θεό ως ον που μπορεί να σκεφτεί ή να σχεδιάσει και να αποφασίσει να ενεργήσει σύμφωνα με συνειδητό σκοπό και σχεδιασμό. Ο Σπινόζα υπενθυμίζει ότι κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση (determination is negation), και η νοημοσύνη ή η θέληση δεν μπορούν να αποδοθούν στον Θεό που δεν είναι ένα πρόσωπο. Ο Θεός δεν είναι ένας απλός μαριονετίστας που ελέγχει τον κόσμο τραβώντας χορδές. Δεν μπορούμε να του αποδώσουμε αιτιότητα, καθώς δεν ανήκει, ούτε μπορεί να περιορίζεται σε μια αιτιακή σχέση. Δεν είναι μια εξωτερική αιτία των κινήσεων των πραγμάτων που υπάρχει ανεξάρτητα από αυτά. Ούτε είναι ένα άτομο που κοιτάζει έξω Του σε έναν κόσμο και διαμορφώνει ανάλογα τις πράξεις του. Όλες αυτές οι αντιλήψεις οδηγούν στην απόδοση περιορισμών στον Θεό που είναι απολύτως απεριόριστος και άπειρος.

Και πάλι, ο Σπινόζα είναι ενάντια στην ιδέα ότι ο Θεός κάνει τα πάντα για χάρη του αγαθού. Μια τέτοια ιδέα είναι σημαντική για τη χριστιανική θεολογική αντίληψη, η οποία έχει τη διχοτομία μεταξύ καλού και κακού στο κέντρο της. Άλλες σημαντικές έννοιες είναι η ιδέα της αμαρτίας και η έννοια της ελευθερίας της βούλησης. Για τον Σπινόζα όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μιας περιορισμένης όρασης· της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε την άπειρη τελειότητα του Θεού. Είναι πάλι μια ανθρώπινη προσπάθεια να αποδώσουμε τις σημασίες μας σε αυτό που βλέπουμε γύρω μας.

Ο Σπινόζα, από την άλλη πλευρά, έχει μια διαφορετική έννοια του ελέγχου και δηλώνει ότι ο Θεός ελέγχει τον κόσμο μέσω των φυσικών νόμων. Βεβαιώνει ότι τα πάντα στον υλικό κόσμο συμβαίνουν μέσω της ανάγκης (necessity). Ο Θεός είναι η εσωτερική αιτία όλων αυτών που συμβαίνουν στη φύση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι διαφορετικός από τη φύση. Δεν είναι εξωτερική υπερβατική αιτία που ενεργεί στη φύση από έξω αλλά είναι η έμφυτη (immanent) αρχή του κόσμου.

Αυτή η άποψη υπονομεύει την ιδέα του Θεού ως ηθικού κυβερνήτη, ο οποίος λειτουργεί με τις έννοιες της αμαρτίας, της ελεύθερης βούλησης, της καλοσύνης και του κακού. Αντί για την ιδέα της σύλληψης του κόσμου ως σχεδιασμένου σύμφωνα με τους κανόνες μιας θεϊκής δύναμης και ρυθμισμένου από τη νοημοσύνη, ο Σπινόζα εισάγει την έννοια της λογικής αναγκαιότητας και δηλώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα ενδεχομένο (contingent) στη φύση των πραγμάτων. Ό,τι συμβαίνει είναι μέρος του αιώνιου διαχρονικού κόσμου όπως τον βλέπει ο Θεός. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από την αναγκαιότητα της θείας

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

φύσης για να υπάρχει και να λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ο Θεός προκαλεί αναγκαία τα ενδεχόμενα πεπερασμένα πράγματα και όλα διέπονται από μια απόλυτη λογική αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση στη νοητική σφαίρα, καθώς αυτό θα έκανε το νοητικό ανώτερο από το φυσικό, ενώ και οι δύο είναι ιδιότητες του άπειρου Θεού που είναι η μόνη Υπόσταση. Όλα όσα συμβαίνουν είναι μια εκδήλωση της ανεξιχνίαστης φύσης του Θεού και τα συμβάντα είναι αυτό που είναι αναγκαία και δεν μπορούν να είναι διαφορετικά. Η πραγματική σοφία συνίσταται στο να βλέπουμε τον κόσμο όπως τον βλέπει ο Θεός· υπό την όψη της αιωνιότητας. Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι όλα είναι σταθερά και βέβαια σε αυτό το σύμπαν, και το μέλλον είναι επίσης σταθερό, όπως και παρελθόν. Εμείς δεν μπορούμε να το αλλάξουμε με τις πράξεις μας.

Με αυτές τις θεμελιώδεις αξιώσεις ο Σπινόζα αμφισβητεί κάποιες βασικές παραδοχές του σχολαστικισμού και της χριστιανικής θεολογίας. Αν δεν υπάρχει καμία ελεύθερη βούληση, τότε πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει την έννοια της αμαρτίας; Η άποψη του Σπινόζα θα υπονομεύσει επίσης την διχοτόμηση καλού και κακού, και θα ανατρέψει επίσης την ιδέα της προσωπικής αθανασίας. Ισχυρίζεται ότι, έννοιες όπως το κακό, η αμαρτία και η ελεύθερη βούληση είναι ανθρώπινες εφευρέσεις που στοχεύουν στην κατανόηση της λειτουργίας του σύμπαντος, αποδίδοντάς τους ανθρώπινες σημασίες. Το κακό και η αμαρτία είναι αρνητικές έννοιες που δεν μπορούν να έχουν θέση στον κόσμο που δεν είναι διαφορετικός από τον Θεό. Όλα τα αρνητικά υπάρχουν μόνο από την άποψη των πεπερασμένων πλασμάτων, και δεν υπάρχουν αρνήσεις στον Θεό. Ο Σπινόζα ισχυρίζεται ότι, ιδωμένα από την σκοπιά του όλου, το κακό και η αμαρτία δεν υπάρχουν. Η διχοτόμηση καλού-κακού είναι μια ψευδής διχοτόμηση και δεν αποτελούν στοιχείο στα πράγματα. Δεν υπάρχει καλό και κακό καθεαυτό. Είναι μόνο τρόποι σκέψης και είναι απλές υποκειμενικές έννοιες. Ένα και το αυτό πράγμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα καλό, κακό και αδιάφορο. Η ελπίδα και ο φόβος του Χριστιανισμού είναι το αποτέλεσμα της θεώρησης του μέλλοντος ως αβέβαιου. Είναι το αποτέλεσμα μιας έλλειψης σοφίας.

Προσωπική Αθανασία

Η έννοια της προσωπικής αθανασίας είναι ένα από τα κεντρικά δόγματα του Χριστιανισμού. Ο Σπινόζα απορρίπτει αυτή την έννοια και προτείνει μια απρόσωπη ιδέα της απελευθέρωσης. Υποστηρίζει μια έννοια της απελευθέρωσης που συνίσταται στο να γίνουμε όλο και περισσότερο ένα με τον Θεό. Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι διαφορετικό από τον Θεό. Ό,τι είναι, είναι στο Θεό, και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει ή να συλληφθεί χωρίς τον Θεό. Αυτή είναι η πρωταρχική δήλωση ενός πανθεϊσμού, τον οποίο ο Σπινόζα θα αναπτύξει περαιτέρω στα λογικά του συμπεράσματα. Με αυτή την έννοια ο Σπινόζα συλλαμβάνει όλα τα πεπερασμένα όντα ως τροποποιήσεις του Θεού. Και ο αληθινός άπειρος Θεός περιλαμβάνει μέσα Του όλη την πραγματικότητα. Επιμένει λοιπόν ότι και η φύση, που είναι

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

προφανώς πεπερασμένη, δεν είναι οντολογικά διακριτή από τον Θεό, αλλά είναι ένα με αυτό. Ο Θεός είναι η φύση και η φύση είναι ο Θεός.

Ο Πανθεϊσμός του Σπινόζα

Μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές της φιλοσοφίας του Σπινόζα είναι η αντίληψή του για τον Θεό, που ξεκινά με την ανάπτυξη, των σχολαστικών και καρτεσιανών αντιλήψεων για την Υπόσταση, στα λογικά τους άκρα όπου τίποτα άλλο εκτός από την Υπόσταση ή τον Θεό δεν υπάρχει. Αυτή η θέση εγείρει ορισμένα σημαντικά ερωτήματα που αφορούν τον κόσμο, τη σχέση νου και σώματος (καθώς ο κόσμος διαιρείται σε νοητικές και πνευματικές υποστάσεις), τη σχέση ανθρώπου και Θεού, την ανθρώπινη μοίρα και την απελευθέρωση. Ο πανθεϊσμός του Σπινόζα είναι μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα.

Ο Σπινόζα ισχυρίζεται κατηγορηματικά ότι ο Θεός είναι η πηγή όλων όσων είναι, και ότι είναι η έμφυτη αρχή του σύμπαντος (immanent principle of the universe). Αυτό οδηγεί στην ταύτιση του Θεού με τον κόσμο: Ο Θεός είναι ο κόσμος και ο κόσμος είναι μέσα Του ή ο Θεός και ο κόσμος είναι ένα. Με αυτή την έννοια, ο Θεός δεν είναι ένας απλός δημιουργός του κόσμου, που τον δημιούργησε και παραμένει χωρισμένος από αυτόν. Είναι το μόνιμο υπόστρωμα ή η ουσία σε όλα τα πράγματα και η ενεργός αρχή ή πηγή όλης της πραγματικότητας.

Για να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ Θεού και φύσης ο Σπινόζα εισάγει δύο όρους: Natura Naturans και Natura Naturata. Ο λατινικός όρος Natura Naturans σημαίνει φύση φύση (nature naturing), ή η φύση κάνει αυτό που κάνει η φύση. Ο όρος naturans είναι ο ενεστώτας του natura και Natura Naturansαναφέρεται στην αυτοπροκαλούμενη (self-causing) δραστηριότητα της φύσης ή στη φύση με την ενεργητική έννοια. Είναι η φύση καθεαυτή και συλλαμβάνεται μέσω της ίδιας.

Από την άλλη πλευρά, ο όρος Natura Naturata αναφέρεται στην πληθώρα των αντικειμένων. Αντιπροσωπεύει τα αποτελέσματα ή τα προϊόντα της αρχής και με αυτή την έννοια η φύση θεωρείται ως παθητικό γινόμενο μιας άπειρης αιτιακής αλυσίδας. Είναι οτιδήποτε προκύπτει από την αναγκαιότητα της φύσης του Θεού ή από τις ιδιότητες του Θεού. Όλοι οι τρόποι των ιδιοτήτων του Θεού, στο βαθμό που θεωρούνται ως πράγματα που είναι στον Θεό, και δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν ούτε να νοηθούν χωρίς το Θεό, συνιστούν την Natura Naturata.

Με τον πανθεϊσμό του ο Σπινόζα παρουσιάζει μια λογική θεωρία του Θεού που προέρχεται από την έννοια της υπόστασης, και τη συσχετίζει με τον τρόπο που τα πράγματα υπάρχουν ενεργεία στον κόσμο, και όπως τα βιώνουμε εμείς οι άνθρωποι. Αυτή η θεωρία θα ήταν πλήρης μόνο με μια εξήγηση των εννοιών της δουλείας και της απελευθέρωσης, με τις οποίες περιγράφει ο Σπινόζα την ιδέα μιας διανοητικής αγάπης του Θεού.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Δουλεία και Ελευθερία

Αν και από την αρχή φαίνεται πολύ λογική και μαθηματική, η φιλοσοφία του Σπινόζα είναι κατά βάση ηθική και θρησκευτική. Υποθέτει ότι ο στόχος του κάθε ατόμου είναι η επίτευξη της τελειότητας ή της ευτυχίας και αυτό συνίσταται στη γνώση του Θεού. Με αυτή την έννοια, ο απώτερος ανθρώπινος στόχος είναι να γνωρίσει τον Θεό. Το να γνωρίσεις τον Θεό είναι το υψηλότερο αγαθό του νου και η ύψιστη αρετή, και ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να διευκολύνει αυτό.

Ο Σπινόζα βεβαιώνει ότι ο ανθρώπινος νους έχει επαρκή γνώση της αιώνιας και άπειρης υπόστασης του Θεού. Όμως διάφορα πάθη αποσπούν την προσοχή και συσκοτίζουν την πνευματική όραση του νου για το όλο. Λέει ότι όλες οι λεγόμενες λάθος πράξεις οφείλονται σε ένα τέτοιο διανοητικό λάθος. Είμαστε σε δουλεία κατά αναλογία, καθώς αυτό που συμβαίνει σε εμάς καθορίζεται από εξωτερικές αιτίες. Ως εκ τούτου, αυτό που επιδιώκεται είναι ένας μέγιστος βαθμός αυτοδιάθεσης (self-determination). Αυτό που το εμποδίζει αυτό είναι το γεγονός ότι ελεγχόμαστε από τα συναισθήματα μας. Ως εκ τούτου, η δουλεία αναφέρεται στην αδυναμία μας να απελευθερωθούμε από τα συναισθήματα. Αυτή η ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χρήση του λόγου.

Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι το να ζεις μια ορθολογική ζωή σημαίνει να αναζητάς αυτό που είναι χρήσιμο για τον εαυτό σου, που σημαίνει πάλι, να ζεις και να συντηρείς την ύπαρξή σου. Αυτό είναι το ενάρετο για ένα άτομο. Επομένως, το να ενεργείς σύμφωνα με την αρετή σημαίνει να ενεργείς υπό την καθοδήγηση του λόγου. Τα συναισθήματα είναι εμπόδια σε αυτή τη μορφή ενάρετης ζωής. Ισχυρίζεται ότι τα συναισθήματα που πηγάζουν από ανεπαρκείς ιδέες είναι πάθη που είναι πιο επιζήμια. Σύμφωνα με αυτόν, τα πάθη είναι εκείνα τα συναισθήματα στα οποία φαινόμαστε στον εαυτό μας να είμαστε παθητικοί στη δύναμη των εξωτερικών δυνάμεων, και ως εκ τούτου το να τις υπερνικήσεις σημαίνει να ξεπεράσεις την άγνοια και το κακό.

Το πρώτο βήμα για να το πετύχουμε αυτό είναι να σχηματίσουμε μια σαφή και ξεκάθαρη ιδέα για τα δικά μας συναισθήματα, ακούγοντας τη φωνή του λόγου και της κατανόησης. Αυτή είναι να κατανοήσουμε ότι όλα τα πράγματα είναι αναγκαία και τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι τυχαίο. Εδώ πρέπει κανείς να κατανοήσει σαφώς και ξεκάθαρα τον εαυτό του και τα συναισθήματά του. Αυτό είναι που αναφέρει ο Σπινόζα ως αγάπη του Θεού. Για αυτόν είναι μια διανοητική αγάπη, που βλέπει τα πράγματα ως sub specie aeternitatis, ή πράγματα όπως περιέχονται στον Θεό. Αυτό είναι να δούμε τα πράγματα ως προερχόμενα από την αναγκαιότητα της θεϊκής φύσης, και όχι να τα συλλάβουμε ως χωριστά από τον Θεό. Τα πράγματα συλλαμβάνονται στη σχέση τους με το άπειρο αιτιακό σύστημα της Φύσης και ως μέρος του λογικά συνδεδεμένου άπειρου συστήματος.

Υπό αυτή την έννοια, το να γνωρίσουμε τον Θεό σημαίνει να συλλάβουμε εμάς και τα άλλα πράγματα ως μέρος του λογικά συνδεδεμένου άπειρου σύστηματος. Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι από αυτή τη γνώση προκύπτει η

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ευχαρίστηση ή η ικανοποίηση του νου. Αυτή η αντίληψη οδηγεί σε μια άλλη ιδέα που είναι κεντρικό στοιχείο της θεωρίας του Σπινόζα· τη διανοητική αγάπη του Θεού.

Η Διανοητική αγάπη του Θεού

Η γνώση ότι είμαστε μέρος του λογικά συνδεδεμένου άπειρου συστήματος οδηγεί στη χαρά. Και αυτή η χαρά που συνοδεύεται από την ιδέα του Θεού ως αιώνιας αιτίας είναι η διανοητική αγάπη του Θεού. Αυτό είναι διανοητική και όχι συναισθηματική, καθώς πηγάζει από μια κατανόηση της φύσης του άπειρου Θεού. Αυτή η αγάπη οδηγεί επίσης στην κατανόηση της θέσης κάποιου στο άπειρο σύστημα και της θέσης των άλλων. Συνεπώς η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους και η διανοητική αγάπη του νου προς τον Θεό είναι ένα και το αυτό πράγμα.

Ο Σπινόζα βεβαιώνει ότι αυτή η αγάπη προς τον Θεό πρέπει να κατέχει την κύρια θέση στο νου. Αυτή είναι η κατανόηση των πάντων ως μέρος του Θεού. Αυτή είναι η διανοητική αγάπη του Θεού όπου γίνεται η ένωση σκέψης και συναισθήματος. Σε αυτήν την διανοητική αγάπη συμβαίνει η σύλληψη της αλήθειας, ή του όλου. Σε μια τέτοια σύλληψη, τίποτα αρνητικό δεν περιέχεται, καθώς τίποτα δεν μπορεί να αναιρεθεί από το όλο.

Ο Σπινόζα λέει ότι αυτή η κατανόηση περιλαμβάνει μια ιδιόμορφη μορφή χαράς, που είναι όχι μια απλή συναισθηματική απόλαυση. Υποστηρίζει ότι όταν όλα τα αντικείμενα αναφέρονται στον Θεό, η ιδέα του Θεού θα απασχολήσει πλήρως το νου. Η διανοητική αγάπη του νου προς τον Θεό είναι μέρος της άπειρης αγάπης με την οποία ο Θεός αγαπά τον εαυτό του. Αυτό σύμφωνα με τον Σπινόζα είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της απόκτησης κατανόησης. Λογικά, υποστηρίζει ο Σπινόζα, κανένα δεν μπορεί να μισήσει τον Θεό καθώς αυτό οδηγεί σε μίσος προς τον εαυτό. Πάλι ένας άνθρωπος που αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να θέλει ο Θεός να τον αγαπήσει, καθώς θα γνώριζε τότε ότι ο Θεός δεν έχει πάθη ή απολαύσεις ή πόνους, και ότι ο Θεός δεν αγαπά και δεν μισεί κανέναν. Αν ένας άνθρωπος που αγαπά τον Θεό και θέλει ο Θεός να τον αγαπήσει, τότε θα επιθυμούσε ο Θεός, τον οποίο αγαπά, να μην είναι Θεός, που είναι λογικά παράλογο.

Κουίζ

Ποιο είναι σύμφωνα με τον Σπινόζα το υψηλότερο αγαθό του νου;

(α) Η γνώση του κόσμου (β) Η γνώση του Θεού (γ) Η

γνώση του ανθρώπινου νου (δ) Η γνώση των παθών μας.

Σύμφωνα με τον Σπινόζα όλα τα πεπερασμένα όντα είναι:

(α) Ιδιότητες του Θεού (β) Διαφορετικά από τον Θεό που είναι άπειρος (γ) Προσπαθεί να

γίνε Θεός (δ) Τροποποίηση του Θεού.

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ποιο από τα παρακάτω δεν ισχύει για την έννοια του Θεού του Σπινόζα;

(α) Ο Θεός είναι απολύτως άπειρος (β) Δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα εξωτερικό προς τον Θεό

(γ) Ο Θεός είναι ο προσωπικός δημιουργός των πάντων (δ) Ο Θεός ενεργεί σύμφωνα με τελειώνει ή

σκοπούς πέρα ​​από τον εαυτό του.

Σύμφωνα με τον Σπινόζα πώς ελέγχει ο Θεός τον κόσμο;

(α) Μέσω της ηθικής διακυβέρνησης (β) Μέσα από την ιδέα του καλού (γ) Μέσα

φυσικοί νόμοι (δ) Μέσω ηθικών εντολών.

Τι από τα παρακάτω δεν συμβαίνει στην πνευματική αγάπη του Θεού;

(α) Άρνηση όλων όσων είναι αρνητικά (β) Ένωση σκέψης και συναισθήματος

(γ) Μια αντίληψη της όλης αλήθειας (δ) Συνειδητοποίηση ότι κάποιος είναι μέρος του l

λογικά συνδεδεμένο άπειρο σύστημα

Κλειδί απάντησης

  1. (β)
  2. (δ)
  3. (γ)
  4. (γ)
  5. (α)

Εκχώρηση

  1. Περιγράψτε τον Πανθεϊσμό.
  2. Εξηγήστε την έννοια της «διανοητικής αγάπης του Θεού».

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 4: /Οι Ορθολογιστές / /Descartes to Leibniz/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. «Benedict De Spinoza (1632-1677)», στο Internet Encyclopedia of

Φιλοσοφία, διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.iep.utm.edu/spinoza/

  1. Nadler, Steven, "Baruch Spinoza", / The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας / (Έκδοση Φθινοπώρου 2012), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2012/entries/spinoza/.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 13

Η φιλοσοφία του Γκότφριντ Βίλχελμ φον Λάιμπνιτς

Λέξεις κλειδιά: μονάδα, μοναδολογία, προκαθορισμένη αρμονία, δύναμη, μεταφυσικό σημείο, χωρίς παράθυρα, queen monad.

Εισαγωγή

Η φιλοσοφία του Leibniz (Ιούλιος 1646 – Νοέμβριος 1716) είναι μοναδική για πολλούς λόγους. Είναι ο τρίτος ανάμεσα στους τρεις μεγάλους ορθολογιστές που συνέβαλαν πάρα πολύ στην ανάπτυξη της Σύγχρονης φιλοσοφίας. Η Μοναδολογία του επιχειρεί να λύσει μερικά από τα προβλήματα που η έννοια της υπόστασης έχει δημιουργήσει στην ορθολογιστική σχολή, και προσπαθεί επίσης να λύσει το πρόβλημα του δυϊσμού νου-σώματος. Παρέχει μια πολύ καινοτόμο περιγραφή της ιδέας του Θεού με την ιδέα του της προκαθορισμένης αρμονίας.

Ο Leibniz, ο οποίος ήταν κυρίως γνωστός ως εξαιρετικός μαθηματικός, γεννήθηκε τον Ιούλιο 1, 1646, στη Λειψία. Η πρώιμη εκπαίδευσή του έγινε στη Γερμανία σε μια νεο-Σχολαστική αριστοτελική φιλοσοφία. Όταν πήγε στο Παρίσι μυήθηκε στον Καρτεσιανισμό και τον υλισμό του Gassendi. Το 1676 γνώρισε τον Σπινόζα και είχαν συζητήσεις. Αν και αυτό το περιστατικό ήταν πολύ σημαντικό στην καριέρα του, αρνήθηκε να παραδεχτεί την επιρροή του Σπινόζα στο έργο του.

Επισκόπηση της Φιλοσοφίας του Leibniz

Όπως και οι δύο προκάτοχοί του, ο Ντεκάρτ και ο Σπινόζα, έτσι και ο Λάιμπνιτς ξεκίνησε τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς με το πρόβλημα της Υπόστασης. Διαφορετικές εξηγήσεις για τη σχέση νου-σώματος και του αριθμού των υποστάσεων επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, αν και καμία από αυτές δεν μπορούσε να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα.

Ένα θέμα με το οποίο απασχολήθηκε κυρίως η φιλοσοφία του ήταν η έννοια της αρμονίας. Εισάγει την έννοια του Θεού σε αυτό το πλαίσιο και συλλαμβάνει τον τελευταίο ως ένα ον που είναι υπεύθυνο για την αρμονία που επιδεικνύει το σύμπαν. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει την έννοια της προκαθορισμένης αρμονίας, μια αρμονία που έχει θεσπιστεί από τον Θεό στην αρχή. Ο Λάιμπνιτς προσπαθεί έτσι να συμβιβάσει τη θεωρησιακή θεολογία του Σχολαστικών στοχαστών με την ορθολογική σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη της εποχής του. Πίστευε ότι το το σύμπαν είναι ένα αρμονικό σύνολο το οποίο διέπεται από μαθηματικές και λογικές αρχές.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ως προς τον αριθμό των Υποστάσεων, υιοθετεί διαφορετική θέση και από τους δύο, Ντεκάρτ και Σπινόζα. Ο Ντεκάρτ, όπως είδαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, είχε υποθέσει τον Θεό ως τη μόνη αληθινή Υπόσταση και αντιλαμβανόταν το νου και το σώμα ως εξαρτώμενες υποστάσεις. Η διαίρεση μεταξύ νου και σώματος διατηρείτο χάρη στις ιδιότητες τους· της σκέψης και της έκτασης αντίστοιχα. Ο Σπινόζα από την άλλη επιβεβαίωσε ότι υπάρχει μόνο μία υπόσταση που είναι άπειρη καθεαυτή μόνο του και που διαθέτει άπειρες ιδιότητες. Προσπαθεί έτσι να επανενώσει το σώμα και το νου που χωρίστηκαν από τον Descartes, που δημιούργησε πολλά εννοιολογικά ζητήματα στην διανοητική ιστορία της Δύσης. Ο Leibniz αποδέχτηκε τη μηχανιστική εξήγηση του φυσικού κόσμου του Descartes, η οποία εξηγούσε την ανεξάρτητη λειτουργία του φυσικού σύμπαντος. Μια τέτοια φιλοσοφική προοπτική ήταν συμφέρουσα για μια αναδυόμενη σύγχρονη επιστήμη που αναζητούσε έναν απολογισμό της λειτουργίας του φυσικού σύμπαντος, ανεξάρτητα από ψυχικές ή πνευματικές αρχές. Αλλά ταυτόχρονα βρήκε τον ενσωματωμένο δυισμό στην καρτεσιανή φιλοσοφία ως εγγενώς προβληματικό. Από την άλλη, ήταν επίσης δυσαρεστημένος με τον Σπινόζα που δεν αναγνώριζε την πραγματικότητα των ατόμων. Κατέκρινε τον Σπινόζα για την απόρριψη της τελεολογίας ή του σκοπού, καθώς για τον Λάιμπνιτς είναι σημαντικό να εργάζεσαι για σκοπούς στην πρακτική ζωή. Και πάλι ισχυρίστηκε ότι το να συλλάβει την υπόσταση ως τόσο εκτεταμένη όσο και μη, όπως έκανε ο Σπινόζα είναι μια αντίφαση. Το κύριο σημείο εκκίνησης του Leibniz από τον Descartes συμβαίνει όταν συζητά την έννοια της έκτασης, η οποία συλλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό της υλικής υπόστασης από τον Descartes και του Θεού του Σπινόζα. Ο Ντεκάρτ αντιλαμβάνεται την ύλη ως εκτεταμένη υπόσταση και ως εγγενώς παθητική και αδρανή και ως εκ τούτου ως να λαμβάνει κίνηση από έξω. Ο Leibniz, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι η έκταση δεν είναι χαρακτηριστικό της υπόστασης, καθώς περιλαμβάνει την πολλαπλότητα και επομένως ανήκει μόνο σε ένα άθροισμα υποστάσεων. Ο Ντεκάρτ υποστήριξε ότι η ποσότητα της κίνησης στο σύμπαν είναι σταθερή. Ο Leibniz το αμφισβητεί αυτό και αναρωτιέται τι συμβαίνει όταν τα σώματα ηρεμούν και όταν τα σώματα αρχίζουν να κινούνται. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η κίνηση φαίνεται να χάνεται και να κερδίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς τότε παραβιάζει την αρχή της συνέχειας, η οποία υποστηρίζει ότι η φύση δεν δημιουργεί κανένα άλμα. Υποστηρίζει έτσι ότι, θα πρέπει να υπάρχει ένα θεμέλιο της κίνησης, που είναι η δύναμη, ή conatus. Η δύναμη, κατά τον ίδιο, είναι η τάση του σώματος να κινείται ή να συνεχίζει την κίνησή του. Ο Leibniz υποστηρίζει λοιπόν ότι κάθε υπόσταση είναι έκφραση δύναμης. Εξισώνει έτσι το σώμα ή την ύλη με ένα μη εκτεταμένο κέντρο δύναμης. Επομένως για αυτόν η ύλη δεν είναι απλώς ένα απλό παθητικό κομμάτι εκτεταμένης υπόστασης, αλλά είναι δύναμη. Δεν υπάρχει λόγω έκτασης, αλλά η έκταση υπάρχει δυνάμει του σώματος ή της δύναμης. Η έκταση είναι ο φαινομενικός τρόπος με τον οποίο η ύλη

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

μας φαίνεται. Δεν είναι η ιδιότητα της ύλης. Είναι η δύναμη που είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ύλης. Επιβεβαιώνει έτσι ότι υπάρχει άπειρος αριθμός υποστάσεων, καθεμία είναι ενική και μη εκτεταμένη. Αυτό επιβεβαιώνει την πεποίθησή του ότι μια αληθινή αδιαίρετη ενότητα πρέπει να είναι μη εκτεταμένη, όπως τίποτα υποστασιακό ή πρωταρχικό δεν αποτελείται από μέρη. Κάθε πρωταρχική αρχή πρέπει να είναι μια απλή, αδιαίρετη πραγματικότητα. Ενώ κατά τον Ντεκάρτ η ύπαρξη σωμάτων προϋποθέτει έκταση, ο Leibniz υποστήριξε ότι η έκταση προϋποθέτει την ύπαρξη σωμάτων ή δυνάμεων. Εδώ ίσως χρειαστεί να κατανοήσουμε τι εννοεί λέγοντας δύναμη.

Η Έννοια της Δύναμης και της Μοναδολογίας

Ο Leibniz υποστηρίζει ότι η δύναμη είναι η πηγή ή το θεμέλιο του μηχανικού κόσμου όπως είναι το θεμέλιο της έκτασης του σώματος. Η ιδέα της έκτασης προϋποθέτει ότι στο σώμα υπάρχει μια πτυχή που εκτείνεται από μόνη της. Είναι η φύση του σώματος να απλώνεται και να συνεχίζει. Η δύναμη είναι η ιδιότητα λόγω της οποίας εμφανίζεται αυτό το σώμα ως περιορισμένο ή ως ύλη.

Ο Leibniz υποστηρίζει ότι κάθε μονάδα δύναμης είναι μια αδιαίρετη ένωση ψυχής και ύλης. Είναι μια ένωση δραστηριότητας και παθητικότητας. Είναι μια οργανωτική, αυτοπροσδιοριζόμενη, σκόπιμη δύναμη, που περιορίζει τον εαυτό της, και που κατέχει τη δύναμη της αντίστασης. Ο Leibniz βεβαιώνει περαιτέρω έναν πλουραλισμό, καθώς υπάρχει πλουραλισμός δυνάμεων. Υπάρχει άπειρος αριθμός δυνάμεων ή καθέκαστων ατομικών υποστάσεων, καθεμία από τις οποίες είναι μια δυναμική μονάδα ανεξάρτητη από τις άλλες. Κάθε μονάδα είναι άυλη, μη εκτεταμένη και απλή. Όσον αφορά τη φύση αυτών των μονάδων, ο Leibniz έχει μια πολύ περίεργη άποψη. Καθεμία από αυτές είναι μια ανεξάρτητη υπόσταση, και είναι μια ένωση της ύλης και της ψυχής. Υπό αυτή την έννοια, ο πλουραλισμός των υποστάσεων του Leibniz, που μοιάζει με τον ατομισμό διακρίνεται από τον τελευταίο. Κάθε υπόσταση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ένα μεταφυσικό σημείο και όχι μια φυσική ή μαθηματική μονάδα. Το ανθρώπινο σώμα δεν είναι παρά ένα πλήθος τέτοιων απλών δυνάμεων, και η ανθρώπινη ψυχή είναι επίσης ένα τέτοιο μεταφυσικό σημείο. Αυτή είναι η λύση του Leibniz για το πρόβλημα νου-σώματος.

Κάθε μονάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μια ένωση ύλης και ψυχής, αλλά είναι κατά κύριο λόγο μια πνευματική ή ψυχική δύναμη. Ό,τι ισχύει για μια μονάδα ισχύει για όλες, καθώς η ίδια αρχή που εκφράζεται στο νου του ανθρώπου είναι ενεργή στο σώμα, στο φυτό και στο ζώο. Υποστηρίζει έτσι ότι όλη η ύλη είναι έμψυχη. Η μοναδολογία του Leibniz αντιτίθεται στην παραδοσιακή έννοια που εξισώνει το νου με τη συνείδηση, ​​και υποστηρίζει ότι η ύλη είναι ουσιαστικά ασυνείδητη και διαχωρίζεται από την προηγούμενη. Αντιβαίνει έτσι στη θεμελιώδη καρτεσιανή υπόθεση που βεβαιώνει τη σκέψη ως

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αποκλειστική ιδιότητα του νου. Ο νους κατ' αυτόν αποτελείται από αντιλήψεις και τάσεις (tendencies). Ο Leibniz υποστηρίζει ότι κάθε μονάδα αντιλαμβάνεται το σύμπαν από την ιδιαίτερη προοπτική της, και κάθε μονάδα έχει τη δύναμη της αντίληψης ή της αναπαράστασης. Υπάρχουν καθαρές και σκοτεινές αντιλήψεις ως καθαρότητα και διακριτότητα στις διαφορετικές μονάδες. Κάθε μονάδα αντιλαμβάνεται ή αναπαριστάνει και εκφράζει ολόκληρο το σύμπαν. Υπό αυτή την έννοια, η καθεμία από αυτές είναι ένας κόσμος μινιατούρα, ένας μικρόκοσμος και ένας ζωντανός καθρέφτης όλου του σύμπαντος. Ως εκ τούτου, κάθε μονάδα αισθάνεται όλα όσα συμβαίνουν σε ολόκληρο το σύμπαν. Η καθεμία αντανακλά και αναπαριστάνει ολόκληρο το σύμπαν από τη μοναδική προοπτική της με τον δικό της τρόπο και αυτό το χαρακτηριστικό είναι η βάση της διαφοράς ανάμεσά τους. Η διαφορά είναι ως προς τους βαθμούς καθαρότητας. Από τη στιγμή που η προοπτική της κάθε μονάδας είναι περιορισμένη και δεν υπάρχουν δύο μονάδες που να καθρεφτίζουν το σύμπαν με τον ίδιο τρόπο, σχηματίζεται μια ιεραρχία.
Εκείνες οι μονάδες που αναπαριστάνουν το σύμπαν με ολοένα και περισσότερη σαφήνεια βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας. Είναι διατεταγμένες από τη χαμηλότερη προς την υψηλότερη μονάδα ως προς την καθαρότητα της συνείδησης. Αυτό είναι ορατό στη φύση όπου υπάρχει μια ιεραρχία από φυτά, έως τα ζώα και τον άνθρωπο· μια ιεραρχία μονάδων. Ο Leibniz ισχυρίζεται ότι η φύση δεν κάνει λάθη, και υπάρχει μια συνεχής γραμμή διαφορών στη σαφήνεια από το πιο θαμπό κομμάτι αδαούς ύλης μέχρι τον Θεό, που είναι η υψηλότερη μονάδα. Θεός. Σύμφωνα με τον Leibniz, είναι η υψηλότερη μονάδα, η οποία είναι τέλεια και είναι καθαρή δραστηριότητα.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των μονάδων είναι ότι καθεμία από αυτές είναι χωρίς παράθυρα. Κάθε μία είναι χωρίς παράθυρα και είναι μια ομοιογενής μονάδα. Ως εκ τούτου, μια μονάδα δεν καθορίζεται από έξω και οτιδήποτε πρόκειται να είναι, είναι δυνητικό ή άρρητο σε αυτήν. Αυτή είναι η αρχή της συνέχειας. Τίποτα δεν μπορεί να μπει μέσα σε αυτήν από έξω και τίποτα δεν μπορεί να είναι στη μονάδα που δεν ήταν πάντα εκεί. Τίποτα δεν μπορεί ποτέ να μπει σε αυτήν που δεν είναι μέσα τώρα. Αυτά τα παράθυρα κάνουν την καθεμία μονάδα μια ανεξάρτητη και αυτόνομη μονάδα, ασύνδετη και ανεπηρέαστη από τις άλλες.

Σύμφωνα με τον Leibniz, ολόκληρο το σύμπαν αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό τέτοιων μονάδων, ή ατομικές υπάρξεων, που είναι πνευματικές οντότητες. Μοιάζουν με τα άτομα του Δημόκριτου, καθώς και τα τελευταία είναι άπειρα σε αριθμό και είναι ομοιογενή. Αλλά οι μονάδες είναι διαφορετικές, καθώς σε αντίθεση με τα άτομα, δεν είναι υλικές, αλλά μεταφυσικές. Είναι αιώνιες σαν τις ιδέες του Πλάτωνα, αλλά δεν είναι έξω από τα πράγματα όπως πρότεινε ο Πλάτωνας, αλλά είναι στα πράγματα όπως προτείνεται από τον Αριστοτέλη.

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Leibniz υποστηρίζει περαιτέρω ότι, οι μονάδες βρίσκονται σε μια διαδικασία εξέλιξης, και σε αυτή τη διαδικασία κάθε μονάδα συνειδητοποιεί τη φύση της. Αυτή η διαδικασία ελέγχεται με μια εσωτερική αναγκαιότητα και όχι εξωτερικά, καθώς είναι ανεξάρτητες και χωρίς παράθυρα. Κάθε μονάδα διέρχεται από μια σειρά σταδίων εξέλιξης, και κάθε στάδιο συνίσταται σε ένα ξεδίπλωμα αυτού που υπονοείται σε αυτό. Από τη στιγμή που η μονάδα είναι χωρίς παράθυρα, τίποτα στη μονάδα δεν χάνεται σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης και τίποτα νέο επίσης δεν κερδίζεται. Ό,τι υπήρχε εκεί διατηρήθηκε στα μεταγενέστερα στάδια και τα μελλοντικά στάδια είναι προκαθορισμένα από τα προηγούμενα. Αυτό ονομάζεται δόγμα του προσχηματισμού (doctrine of preformation) ή η θεωρία του εγκλεισμού/εγκιβωτισμού (incasement theory). Ο Leibniz λέει, λοιπόν, ότι κάθε μονάδα είναι φορτισμένη με το παρελθόν και κυοφορεί το μέλλον.

Ολόκληρο το σύμπαν είναι συστατικό αυτών των μονάδων, συμπεριλαμβανομένων των οργανικών και ανόργανων σωμάτων. Ο Leibniz υποστηρίζει ότι στους οργανισμούς υπάρχει μια κεντρική μονάδα ή μια μονάδα βασίλισσα (Queen Monad), που είναι μια ψυχή. Η κεντρική μονάδα αντιπροσωπεύει την εικόνα ολόκληρου του σώματος και είναι η κατευθυντήρια αρχή των μονάδων που το περιβάλλουν. Από την άλλη, τα ανόργανα σώματα δεν συγκεντρώνονται με μια βασίλισσα και αποτελούνται από μια απλή μάζα ή συνάθροιση μονάδvn. Δεν υπάρχει ένωση μονάδων σε ανόργανα σώματα.

Το πρόβλημα νου-σώματος αντιμετωπίζεται από τον Leibniz σε αυτό το πλαίσιο. Αποκλείει τη θεωρία της αλληλεπίδρασης (interactionism) καθώς οι μονάδες είναι χωρίς παράθυρα και δεν ενεργούνται από έξω. Ούτε μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε αιτιακή αλληλεπίδραση· καθώς τέτοια δυνατότητα θα παραβιάζε την αρχή της αυτονομίας των μονάδων. Προτείνει έτσι ότι η αρμονία μεταξύ νου και σώματος είναι από τον Θεό. Αυτή η έννοια της προκαθορισμένης αρμονίας χρησιμοποιείται προκειμένου να εξηγηθεί η σχέση μεταξύ της νοητικής και της φυσικής επικράτειας. Ο Θεός τακτοποίησε τους νόες και τα σώματα από την αρχή με τέτοιο τρόπο που ακολουθούν μαζί. Η ψυχή και το σώμα βρίσκονται σε μια σχέση αρμονίας, που είναι προκαθορισμένη από τον Θεό. Αυτή η αρμονία εξασφαλίζει έναν παραλληλισμό ή συνάφεια μεταξύ των ψυχικών και των σωματικών καταστάσεων. Το σώμα είναι η υλική έκφραση της ψυχής, και ως αντίστοιχη της δύναμης στην ύλη υπάρχει η συνειδητή δραστηριότητα ή βούληση. Οι ψυχές ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους των τελικών αιτιών, μέσω της επιθυμίας, των σκοπών και των μέσων, τα οποία είναι ψυχικά και τα σώματα ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους ποιητικών αιτιών ή κινήσεων, που είναι μηχανικές. Η εικόνα του σύμπαντος του Leibniz παρουσιάζει έτσι μια οργανική ενότητα. Όπως σε έναν οργανισμό το καθένα μέρος έχει τη λειτουργία του, κάθε μονάδα λειτουργεί στο σύμπαν για να σχηματίσει την πραγματικότητα. Η καθεμία έχει τη δική της ειδική λειτουργία που πρέπει να εκτελέσει και όλες οι μονάδες ενεργούν μαζί όπως τα μέρη ενός οργανισμού. Κάθε

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

κατάσταση σε μια μονάδα είναι το αποτέλεσμα της προηγούμενης κατάστασης σε αυτό, και κάθε κατάσταση ενεργεί από κοινού με τις καταστάσεις όλων των άλλων μονάδων, λόγω της προκαθορισμένης αρμονίας. Αυτό θα εξηγούσε επίσης το γιατί και το πώς το σύμπαν παρουσιάζει μια τάξη. Το σύμπαν παρουσιάζει μια τάξη και ομοιομορφία, καθώς τα πάντα στη φύση μπορούν να εξηγηθούν μηχανικά. Υπάρχει αιτιώδης σειρά μεταξύ των πραγμάτων στον κόσμο και το σύμπαν λειτουργεί σαν μια αιτιακή αλυσίδα, όπου τα πάντα σχετίζεται αιτιακά. Αλλά αυτή η ιδέα της αιτιότητας είναι επίσης ιδιαίτερη. Η Μοναδολογία απορρίπτει την ιδέα της εξωτερικής αιτίας καθώς δεν μπορεί να υπάρξει καμία αιτία από έξω, χάρη στην έλλειψη παραθύρων των μονάδων. Ως εκ τούτου, η αιτιότητα σημαίνει ταυτόχρονες (concomitant) αλλαγές. Σημαίνει μόνο μια αρμονική δράση των μερών, η οποία οφείλεται στην προκαθορισμένη αρμονία που καθιέρωσε ο Θεός. Η τάξη που εμφανίζεται στο Σύμπαν οφείλεται σε αυτήν την προκαθορισμένη αρμονία που θεσπίστηκε από τον Θεό. Ο Θεός έχει κανονίσει τις μονάδες με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργούν χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση, ούτε από άλλες μονάδες ούτε καν από τον Θεό. Η τάξη και ο σχεδιασμός στο σύμπαν προϋποθέτει έναν ανώτερο λόγο και ο Θεός είναι η τελική αιτία όλων των συμβάντων. Εξ ου και η πηγή της μηχανικής βρίσκεται μέσα στη μεταφυσική. Η μεταφορά των πολλών ρολογιών που δείχνουν την ίδια ώρα αναφέρεται εδώ. Αφού όλα τα ρολόγια κρατούν το χρόνο μεταξύ τους χωρίς καμία αιτιακή αλληλεπίδραση, πρέπει να υπάρχει μια ενιαία εξωτερική Αιτία που τα ρυθμίζει όλα αυτά. Με αυτή την ιδέα της προκαθορισμένης αρμονίας, ο Leinbiz συμφιλιώνει τον Μηχανισμό και την Τελεολογία και υλοποιεί μια αρμονία θρησκείας και λόγου. Είναι επίσης μια αρμονία μεταξύ του φυσικού βασιλείου της φύσης και του ηθικού βασιλείου της χάριτος. Υποστηρίζει ότι οι καθολικές αρχές της φυσικής και της μηχανικής προϋποθέτουν ένα θεϊκό σκοπό. Δεν είναι σαν τους νόμους της λογικής ή των μαθηματικών καθώς η ύπαρξή τους εξαρτάται από τη χρησιμότητα. Βεβαιώνει ότι το θεμέλιο τους είναι η σοφία του Θεού. Ο Θεός τους επέλεξε ως τρόπους υλοποίησης του σκοπού του.
Οι ψυχές, σύμφωνα με αυτόν, είναι αντίγραφα του Θεού, και ως εκ τούτου είναι μικρές θεότητες στους δικούς τους τομείς. Ο λόγος του ανθρώπου μοιάζει με το λόγο του Θεού, αν και διαφέρει από αυτόν σε βαθμό. Ο σκοπός του ανθρώπου συμφωνεί με το σκοπό του Θεού. Υπάρχει μια αρμονία μεταξύ του λόγου του ανθρώπου και του λόγου του Θεού, μεταξύ του σκοπού του ανθρώπου και του σκοπού του Θεού, μεταξύ του φυσικού βασιλείου και του βασιλείου της χάριτος, ανάμεσα στον Θεό τον κατασκευαστή της μηχανής του σύμπαντος και τον Θεό τον μονάρχη της θείας πνευματικής κατάστασης. Ο Θεός είναι η υψηλότερη μονάδα, η μονάδα των μονάδων. Ο Leibniz υποστηρίζει ότι η αρχή της συνέχειας απαιτεί μια υψηλότερη μονάδα στο τέλος της σειράς των δυνάμεων. Είναι η αιτία των μονάδων. Η τάξη και η αρμονία της φύσης απαιτούν έναν εναρμονιστή και οι αιώνιες και αναγκαίες αλήθειες όπως οι αλήθειες του λόγου και της γεωμετρίας προϋποθέτουν μια αιώνια διάνοια στην οποία υπάρχουν.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Δηλώνει περαιτέρω ότι, ενώ είναι μια ατομική μονάδα ή πρόσωπο, ο Θεός επίσης υπερβαίνει όλες τις μονάδες. Είναι η υπερφυσική (supernatural) και υπερορθολογική (superrational) μονάδα. Ο Θεός είναι η τελειότερη και η πιο πραγματική ύπαρξη και επομένως δεν υφίσταται καμία αλλαγή ή εξέλιξη. Κατέχει τέλεια γνώση καθώς βλέπει όλα τα πράγματα με μια ματιά και είναι ο απόλυτος Εναρμονιστής. Επιστρέφοντας στη μεταφορά των ρολογιών, αφού όλα τα ρολόγια κρατούν το χρόνο χωρίς καμία αιτιακή αλληλεπίδραση μεταξύ τους, πρέπει να υπάρχει μια ενική εξωτερική αιτία που τα ρυθμίζει όλα, που είναι ο Θεός. Εξ ου και η έννοια του Θεού είναι μια κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Leibniz.

Κουίζ

  1. Τι είναι μια ουσία σύμφωνα με τον Leibniz;

(α) μια ομοιογενής οντότητα (β) Μια έκφραση δύναμης (γ) τόσο εκτεταμένο όσο και σκεπτόμενο

οντότητα (δ) ουσιαστικά χωρίς έκταση.

  1. Τι είναι σύμφωνα με τον Leibniz μονάδα δύναμης;

(α) Μια αγνή ψυχή (β) Ένα υλικό άτομο (γ) Μια αδιαίρετη ένωση ψυχής και ύλης (δ)

Ούτε ψυχή ούτε ύλη.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν περιγράφει δύναμη;

(α) Άυλο (β) Μη εκτεταμένο (γ) Ανεξάρτητο από άλλα (δ) Σύνθετο
σύνολο.

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τις μονάδες;

(α) Όλες οι Μονάδες αντιπροσωπεύουν το σύμπαν με τον ίδιο τρόπο (β) Οι Μονάδες σχηματίζουν α

ιεραρχία (γ) Κάθε μονάδα αντιλαμβάνεται ή αντιπροσωπεύει και εκφράζει το σύνολο

σύμπαν (δ) Κάθε μονάδα είναι χωρίς παράθυρα.

  1. Ποια ήταν η λύση του Leibniz για τον δυϊσμό νου-σώματος;

(α) Αλληλεπιδραστικότητα (β) Ψυχοφυσικός παραλληλισμός (γ) Περιστασιακός (δ) Προ-

εδραιωμένη αρμονία. Κλειδί απάντησης

  1. (β)
  2. (γ)
  3. (δ)
  4. (α)
  5. (δ)

Εργασίες

  1. Εξηγήστε τη μοναδολογία του Leibniz.
  2. Συζητήστε την έννοια της προκαθορισμένης αρμονίας.
  3. Εξηγήστε το ρόλο του Θεού στο φιλοσοφικό σύστημα του Leibniz.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 4: /Οι ορθολογιστές Descartes to / /Leibniz/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press,

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of

Greek Philosophy, /London, Longmans, green and Co.,

Πόροι Ιστού

  1. Gottfried Wilhelm von Leibniz, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www-history.mcs.st-

andrews.ac.uk/Biographies/Leibniz.html.

  1. Leibniz: Metaphysics”, στο Διαδίκτυο

Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας, διαθέσιμη στο: http://www.iep.utm.edu/leib-met/.

  1. Κοίτα, Brandon C., "Gottfried Wilhelm Leibniz", /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια / /Philosophy /(Έκδοση Άνοιξης 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/leibniz/.

  1. The System of Leibniz», στο New Advent, διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://www.newadvent.org/cathen/09134b.htm

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 14

Βασικές αρχές του εμπειρισμού του Τζον Λοκ

Λέξεις κλειδιά: εμπειρισμός, γνώση, υπόσταση, “I know, not what”, έμφυτες ιδέες, ιδέες, απλή ιδέα, σύνθετη ιδέα, υλική υπόσταση.

Η εμπειρική φιλοσοφική σχολή είχε ασκήσει εκπληκτική επιρροή στην ανάπτυξη της σύγχρονης φιλοσοφίας στην Ευρώπη, με τον Βρετανό φιλόσοφο Τζον Λοκ να είναι ο πρώτος σημαντικός υποστηρικτής της. Η γνωσιολογική στροφή στη σύγχρονη φιλοσοφία απέκτησε μια νέα διάσταση με τη δημοσίευση του The Essay Concerning Human Understanding του Locke όπου εξηγεί τα θεμελιώδη δόγματα της εμπειρικής φιλοσοφικής σχολής. Εκτός από τις συνεισφορές του στην επιστημολογία, ο Λοκ ήταν επίσης ο κύριος υποστηρικτής αυτού που είναι γνωστό ως κοινωνική συμβολαιακή θεωρία στην πολιτική φιλοσοφία. Εδώ τα γραπτά του εξακολουθούν να θεωρούνται ως πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη του φιλελευθερισμού. Η φιλοσοφία του Τζον Λοκ εκφράζει δυσαρέσκεια για τις θεμελιώδεις θεωρητικές θέσεις που κατείχαν οι σχολαστικοί στοχαστές. Αρχικά επηρεάστηκε από τον Descartes, αλλά αργότερα τον επέκρινε και ανέπτυξε τα θεμέλια του εμπειρισμού, που έγινε ένα πολύ σημαντικό και επιδραστικό φιλοσοφικό σύστημα κατά τη διάρκεια της σύγχρονης εποχής. Αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθεί με τις συνεισφορές του στον τομέα της επιστημολογίας την οποία ξεκίνησε με μια κριτική στα θεμέλια του ορθολογισμού. Θα συζητήσει τη διάψευση του Λοκ των έμφυτων ιδεών (innate ideas) που οι ορθολογιστές θεωρούν ως σημαντικές, και στη συνέχεια προσπαθεί να επεξεργαστεί τη θεωρία του για τη γνώση και τα διάφορα συστατικά της, όπως οι έννοιες των ιδεών, των ποιοτήτων και των υποστάσεων. Ο Λοκ ξεκινά με μια έρευνα για το πώς αποκτάται η γνώση και προσπαθεί να αποδείξει τη σημασία της εμπειρίας στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης. Ρωτά, με ποια αντικείμενα είναι προσαρμοσμένη η κατανόησή μας να ασχολείται και με ποια δεν είναι. Το επιδραστικό έργο του Λοκ, An Essay Concerning Human Understanding είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «Μια έρευνα για την κατανόηση, ευχάριστο και χρήσιμο. Αφού η κατανόηση είναι που θέτει τον άνθρωπο πάνω από τα υπόλοιπα λογικά όντα (sensible beings), και του δίνει όλο το πλεονέκτημα και την κυριαρχία, που έχει πάνω τους.» Επιχειρεί έτσι να διερευνήσει το πρωτότυπο, τη βεβαιότητα και την έκταση της ανθρώπινης

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

γνώση, μαζί με τους λόγους και τους βαθμούς της πίστης, της γνώμης και της συγκατάθεσης. Το Δοκίμιο πραγματεύεται τόσο το ψυχολογικό ερώτημα σχετικά με την καταγωγή των ιδεών μας, και τα επιστημολογικά ερωτήματα που αφορούν τη βεβαιότητα, τους λόγους κ.λπ., της γνώσης μας.

Η διάψευση των έμφυτων ιδεών

Οι έμφυτες (innate) ιδέες είναι εκείνες οι ιδέες που είναι εγγενείς (native) στο νου, και μια τέτοια έννοια αποτελεί το θεμέλιο της ορθολογιστικής παράδοσης. Ο Λοκ επιδιώκει να τη διαψεύσει καθιερώνοντας την εμπειριστική του αντίληψη για τη γνώση. Η έννοια των έμφυτων ιδεών αντιπροσωπεύει τις έμφυτες αρχές ή τις πρωταρχικές έννοιες που υπάρχουν στην κατανόησή μας από την αρχή κιόλας. Η ψυχή τις δέχεται στην πρώτη κιόλας της ύπαρξη και τις φέρνει στον κόσμο μαζί της. Ένα παράδειγμα για μια τέτοια ιδέα θα ήταν η εικοτολογική (speculative) έμφυτη ιδέα που βεβαιώνει ότι «ό,τι είναι, είναι και είναι αδύνατο για το ίδιο πράγμα να είναι και να μην είναι», αυτό είναι ένα κλασικό παράδειγμα για μια έμφυτη ιδέα, την οποία τα ανθρώπινα όντα δεν παράγουν από την εμπειρία, αλλά από κάτι που εμείς ήδη γνωρίζουμε.

Ο Λοκ εξετάζει τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι ορθολογιστές για να υποστηρίξουν την έννοια των έμφυτων ιδεών. Το πιο σημαντικό είναι η πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν για την εγκυρότητα ορισμένων θεωρητικών και πρακτικών αρχών. Αυτή είναι η θεωρία της καθολικής συναίνεσης (universal consent). Συνεπώς, έχει υποστηριχθεί ότι αυτές οι ιδέες έχουν αρχικά αποτυπωθεί στο νου των ανθρώπων, και τις έχουμε φέρει στον κόσμο μαζί μας τόσο αναγκαία και πραγματικά όσο κάνουμε με οποιαδήποτε από τις εγγενείς μας ικανότητες (faculties). Ο Λοκ προβάλλει μια σειρά αντιρρήσεων εναντίον αυτού. Λέει ότι ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν για ορισμένες αρχές, αυτό δεν θα αποδείκνυε ότι αυτές οι αρχές είναι έμφυτες. Υποστηρίζει ότι η προέλευση όλων των ιδεών μας μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να υποθέσουμε έμφυτες ιδέες, και ως εκ τούτου η υπόθεση των έμφυτων ιδεών είναι περιττή. Εδώ θα πρέπει να εφαρμόσουμε την αρχή της οικονομίας και να εγκαταλείψουμε μια τέτοια θέση. Για να διευκρινίσει τις απόψεις του, ο Locke εξετάζει την εικοτολογική έμφυτη ιδέα, «ό,τι είναι, είναι». Είναι αδύνατον το ίδιο πράγμα να είναι και να μην είναι. Αυτός είναι ο πιο καθολικά αποδεκτός υποψήφιος για μια έμφυτη ιδέα, καθώς κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξίωση της. Αλλά ο Λοκ δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει τέτοιες προτάσεις να έχουν καθολική συγκατάθεση και επισημαίνει ότι δεν είναι γνωστές σε πολλά ανθρώπινα όντα στον

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

κόσμο. Για παράδειγμα, τα παιδιά και οι ηλίθιοι έχουν νόες αλλά δεν έχουν συγκατάθεση σε αυτές τις αλήθειες. Ο Λοκ επισημαίνει ότι, είναι αντίφαση να πούμε, ότι υπάρχουν αλήθειες αποτυπωμένες στην ψυχή, αλλά ότι αυτή δεν τις αντιλαμβάνεται ούτε τις κατανοεί. Ο Λοκ αναρωτιέται πώς μπορούν να είναι έμφυτες, αν δεν είναι έννοιες φυσικά αποτυπωμένες, και πώς μπορούν να είναι άγνωστες αν είναι έννοιες αποτυπωμένες; Επομένως, καταλήγει ο Λοκ, δεν υπάρχουν τέτοιες ιδέες. Ο Λοκ εξετάζει τότε μια αντίρρηση στο επιχείρημά του. Είναι δυνατό ότι όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν και συμφωνούν σε αυτές όταν έρχονται στη χρήση του λόγου. Η χρήση και η άσκηση του λόγου βοηθά τον άνθρωπο να ανακαλύψει αυτές τις αρχές. Απαντώντας σε αυτές τις αντιρρήσεις, ο Locke υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο λόγος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ικανότητα της συναγωγής άγνωστων αληθειών από αρχές ή προτάσεις που είναι ήδη γνωστές. Πώς μπορεί, τότε, ο λόγος να ανακαλύψει έμφυτες αρχές; Στη συνέχεια βεβαιώνει ότι η έννοια του έμφυτου είναι μια αντίφαση. Υποστηρίζει ότι, αν οι άνθρωποι έχουν έμφυτες αλήθειες αρχικά, πρέπει να τις έχουν πριν από τη χρήση του λόγου. Αλλά όπως θα υποστήριζαν οι αντίπαλοί του, τις αγνοούν πάντα μέχρι να χρησιμοποιήσουν το λόγο. Αυτό, σύμφωνα με τον Λοκ, σημαίνει ότι οι άνθρωποι τις γνωρίζουν και δεν τις γνωρίζουν ταυτόχρονα, κάτι που είναι μια αντίφαση.

Στη συνέχεια επισημαίνει ότι τα παιδιά δεν τις γνωρίζουν, αλλά χρησιμοποιούν το λόγο, οι αγράμματοι άνθρωποι και οι άγριοι δεν γνωρίζουν πολλές τέτοιες έμφυτες αλήθειες, αν και είναι επίσης ορθολογικοί. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το λόγο πριν αποκτήσουν τη γνώση αυτών των γενικών αληθειών. Οι γενικές αφηρημένες ιδέες αρθρώνονται στο νου μόνο αφού οι άνθρωποι έρθουν στη χρήση του λόγου. Αρθρώνονται με τον ίδιο τρόπο που αρθρώνονται και οι άλλες ιδέες. Ο Locke υποστηρίζει έτσι ότι ο νους αποκτά ιδέες μέσω της εμπειρίας. Ο νους παίρνει όλα τα υλικά του λόγου και της γνώσης από την εμπειρία. Επομένως, όλη μας η γνώση βασίζεται στην εμπειρία και προέρχεται από δύο βασικές πηγές: την αίσθηση και τον αναστοχασμό. Στην αίσθηση, οι αισθήσεις μεταφέρουν στο νου αρκετές διακριτές αντιλήψεις των πραγμάτων, και στον αναστοχασμό αντιλαμβανόμαστε τις λειτουργίες του δικού μας νου. Στην αίσθηση τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου επηρεάζουν τις αισθήσεις και παίρνουμε ιδέες για αυτά. Στο στοχασμό παίρνουμε ιδέες για τις λειτουργίες του νου μας όπως η αντίληψη, η σκέψη, η αμφιβολία, η πίστη και η βούληση.

Μια ιδέα, σύμφωνα με τον Locke, είναι το αντικείμενο της σκέψης, που αντλούμε από τις αισθήσεις και τον αναστοχασμό. Καμία από τις ιδέες μας δεν είναι έμφυτη καθώς ο νους μας δεν έχει καμία

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πριν η εμπειρία γράψει σε αυτόν. Μια ιδέα ορίζεται ως οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ο νους μέσα του, ή είναι το άμεσο αντικείμενο της αντίληψης, της σκέψης ή της κατανόησης. Ο Locke υποστηρίζει ότι οι ιδέες είναι σύγχρονες (coeval) με την αίσθηση, καθώς η ψυχή αρχίζει να έχει ιδέες όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται. Ο Locke λέει στο Essay ότι το να ρωτήσω, πότε ένας άνθρωπος έχει πρώτα ιδέες, είναι να ρωτήσω, πότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται. Η κατοχή ιδεών και η αντίληψη είναι ένα και το αυτό πράγμα. Βεβαιώνει ότι ένας άνθρωπος αρχίζει να έχει ιδέες όταν έχει για πρώτη φορά αίσθηση.

Ο Λοκ λέει περαιτέρω ότι οι ιδέες χωρίζονται σε απλές και σύνθετες. Ο νους δέχεται τις απλές ιδέες παθητικά από εξωτερικές πηγές και παράγει τις σύνθετες ιδέες συνδυάζοντας τις απλές ιδέες. Εδώ αναφέρονται οι πηγές των απλών ιδεών. Μεταξύ των απλών ιδεών της αίσθησης έχουμε ιδέες που λαμβάνονται από ένα όργανο αίσθησης όπως η ψυχρότητα και η σκληρότητα ενός κομματιού πάγου, το άρωμα και η λευκότητα ενός κρίνου, η γεύση ζάχαρης κ.λπ. Έχουμε και ιδέες που παρέχονται από περισσότερες από μία αισθήσεις, όπως στην περίπτωση του ρυθμού ή της έκτασης, του σχήματος, της ηρεμίας και της κίνησης κ.λπ. Ομοίως, υπάρχουν απλές ιδέες του αναστοχασμού, και της αίσθησης και του αναστοχασμού. Οι πρώτες περιλαμβάνουν ιδέες της αντίληψης ή της σκέψης, και της βούληση ή θέλησης, και οι τελευταίες περιλαμβάνουν ιδέες όπως η ευχαρίστηση ή η απόλαυση και το αντίθετο, ο πόνος ή η ανησυχία, η δύναμη, η ύπαρξη, η ενότητα κ.λπ. Επομένως, υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες απλών ιδεών· της μίας αίσθησης, περισσότερων της μιας αισθήσεων, του αναστοχασμού, της αίσθησης και του αναστοχασμού..

Αφού εξήγησε λεπτομερώς τους διαφορετικούς τύπους απλών ιδεών, ο Locke αναλαμβάνει την έννοια των σύνθετων ιδεών, που αρθρώνονται ενεργά από το νου, χρησιμοποιώντας απλές ιδέες ως υλικά. Ο νους συνδυάζει δύο ή περισσότερες απλές ιδέες σε μια σύνθετη ιδέα. Μπορεί επίσης να συνδυάσει τα δεδομένα της αίσθησης και του αναστοχασμού για να σχηματίσει ένα νέο σύμπλεγμα ιδεών. Για παράδειγμα, τις ιδέες της ομορφιάς, της ευγνωμοσύνης, ενός ανθρώπου, ενός στρατού, του σύμπαντος κλπ., ο νους συνδυάζει απλές ιδέες της λευκότητας, της γλυκύτητας και της σκληρότητας για να σχηματίσει τη σύνθετη ιδέα ενός κομματιού ζάχαρης. Υπάρχουν σύνθετες ιδέες για τις υποστάσεις, τους τρόπους και τις σχέσεις. Η ιδέα ενός ανθρώπου ή ενός τριαντάφυλλου ή του χρυσού είναι παραδείγματα της σύνθετης ιδέας των υποστάσεων, και η ιδέα ενός στρατού είναι παράδειγμα μιας συλλογικής υπόστασης. Η ιδέα ενός σχήματος ή της σκέψης ή του τρεξίματος είναι παραδείγματα σύνθετων ιδεών, τρόπων ή τροποποιήσεων, και όταν βλέπουμε τη σχέση μεταξύ δύο ιδεών όπως η φωτιά και η ζεστασιά, τότε σχηματίζεται η σύνθετη ιδέα της σχέσης.

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Λοκ λέει ότι οι σύνθετες ιδέες παράγονται από το νου μέσω ορισμένων δραστηριοτήτων όπως ο συνδυασμός, η σύγκριση και ο διαχωρισμός. Συνδυάζουμε αρκετές απλές ιδέες σε μια σύνθετη ιδέα ή συγκρίνουμε δύο ιδέες, είτε απλές είτε σύνθετες, χωρίς να τις ενώνουμε σε ένα, προκειμένου να αποκτήσουμε ιδέες των σχέσεων, και διαχωρίζουμε ορισμένες ιδέες από όλες τις άλλες ιδέες που τις συνοδεύουν στην πραγματική τους ύπαρξη, για να αποκτήσουμε αφηρημένες γενικές ιδέες.

Η Ιδέα της Υπόστασης

Η έννοια της υπόστασης βρέθηκε στο επίκεντρο των φιλοσοφικών στοχασμών από την εποχή του Αριστοτέλη ή και πριν. Οι ορθολογιστές στοχαστές έχουν ασχοληθεί με αυτό το πρόβλημα αναλυτικά και οι αντίστοιχες φιλοσοφικές τους θέσεις— ο δυϊσμός του Καρτέσιου, ο πανθεϊσμός του Σπινόζα και ο πλουραλισμός του Λάιμπνιτς—ήταν αποτέλεσμα των απαντήσεών τους σε αυτό το πρόβλημα. Ο Locke, για τον οποίο οι αισθήσεις και οι αναστοχασμοί είναι οι μόνες δύο θεμελιώδεις πηγές απόκτησης γνώσης βρήκε δύσκολο να ενσωματώσει την υπόσταση στην οντολογία του. Αλλά ταυτόχρονα, υποστήριξε ότι οι ιδιότητες που αντιλαμβανόμαστε δεν θα μπορούσαν να κρέμονται στον αέρα και ότι χρειάζονται ένα υπόστρωμα στο οποίο υπάρχουν. Ως εκ τούτου, περιγράφει την υλική υπόσταση ως «Δεν γνωρίζω, τι». (“I know, not what”.) Οι υποστάσεις δεν γίνονται αντιληπτές από το νου, αλλά γνωρίζουμε ότι υπάρχουν σίγουρα.

Τώρα αν δεν αντιλαμβανόμαστε την υπόσταση, τότε πώς γνωρίζουμε για αυτές; Ο Locke λέει ότι συμπεραίνουμε την υπόσταση ως υποστήριγμα «συμβεβηκότων» ('accidents'), ποιοτήτων ή τρόπων. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε τις υποστάσεις υφιστάμενες από μόνες τους. Η υπόσταση αντιμετωπίζεται ως άγνωστο υπόστρωμα, το οποίο υποστηρίζει συμβεβηκότα. Ο Λοκ μιλάει για υλικές και πνευματικές υποστάσεις. Το παράδειγμα για τις πρώτες περιλαμβάνει οποιοδήποτε αντικείμενο συναντάμε στον υλικό κόσμο. Για παράδειγμα, ένα τριαντάφυλλο. Έχουμε έναν αριθμό από απλές ιδέες κόκκινου ή λευκού, μιας συγκεκριμένης μυρωδιάς, μιας συγκεκριμένης φιγούρας ή σχήματος, και ούτω καθεξής που πάνε μαζί στην εμπειρία, και ονομάζουμε το συνδυασμό τους με ένα όνομα, «τριαντάφυλλο». Αλλά τι είναι η υπόσταση ή το υπόστρωμα εκτός από τις ιδιότητες ή τις ιδέες είναι άγνωστο. Εξ ου και περιγράφεται ως «Δεν γνωρίζω, τι». Η πνευματική υπόσταση ή ο νους συνάγεται πάλι από εμάς συνδυάζοντας απλές ιδέες σκέψης, αμφιβολίας και ούτω καθεξής, με την αόριστη και σκοτεινή έννοια ενός υποστρώματος στο οποίο αυτές οι ψυχικές λειτουργίες ενυπάρχουν.

Σχετικά με τις ιδέες των τρόπων, ο Locke λέει ότι είναι σύνθετες ιδέες, οι οποίες δεν περιέχουν μέσα τους την υπόθεση ότι υπάρχουν από μόνες τους, αλλά

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

θεωρούνται ως εξαρτήσεις από, ή επιδράσεις υποστάσεων. Τα παραδείγματα που αναφέρονται περιλαμβάνουν τις ιδέες που σημαίνουν οι λέξεις τρίγωνο, ευγνωμοσύνη, φόνος κ.λπ. Σύμφωνα με το Locke υπάρχουν απλοί και μικτοί τρόποι. Οι απλοί τρόποι αντιπροσωπεύουν τις παραλλαγές ή τους διαφορετικούς συνδυασμούς της ίδιας απλής ιδέας, χωρίς τη μίξη καμίας άλλης ιδέας, ενώ οι μικτοί τρόποι αποτελούνται από απλές ιδέες διαφόρων ειδών, οι οποίες συνδυάζονται για να σχηματίσουν μία σύνθετη ιδέα.

Οι ιδέες των σχέσεων προκύπτουν συγκρίνοντας μια ιδέα —απλή ή σύνθετη— με μια άλλη ιδέα. Η ιδέα της αιτιότητας είναι ένα παράδειγμα. Και πάλι, παρατηρούμε την απλή ιδέα της ρευστότητας να παράγεται στο κερί με την εφαρμογή ενός ορισμένου βαθμού θερμότητας, και συμπεραίνουμε ότι η απλή ιδέα της θερμότητας είναι η αιτία της ρευστότητας στο κερί, που είναι το αποτέλεσμα.

Ο Εμπειρισμός του Λοκ: Μια σύντομη αξιολόγηση

Ο Λοκ είναι ένας σημαντικός φιλόσοφος και επειδή είναι ο ιδρυτής της εμπειριστικής παράδοσης στη φιλοσοφία και λόγω των επιδραστικών του έργων στους τομείς της πολιτικής φιλοσοφία. Με την κριτική του στις έμφυτες ιδέες, ο Λοκ προκαλεί μια μακροχρόνια καθιερωμένη παράδοση σκέψης που ανάγεται στην εποχή του Πλάτωνα. Έχει εκθέσει κάποιες θεμελιώδεις αδυναμίες της ορθολογιστικής παράδοσης, η οποία δίνει έμφαση στη γνώση που αποκτάται από το νου a priori. Με την έμφασή του στις αισθήσεις και τους αναστοχασμούς, ο Locke ξεκινά μια νέα αρχή στη φιλοσοφία που φέρνει την εμπειρική παρατήρηση και εμπειρία στο επίκεντρο. Προτείνει τη θεωρία του ιδεασμού της γνώσης (ideation theory of knowledge) και μια αντιπροσωπευτική επιστημολογία, η οποία άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση των ιδεών στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης. Αλλά, ο Λοκ συναντά δυσκολίες όσον αφορά τις θεωρίες του περί υπόστασης και ποιοτήτων. Θα εξετάσουμε το δόγμα των ποιοτήτων στο επόμενο κεφάλαιο.

Κουίζ

  1. Τι δεν ισχύει για τις έμφυτες ιδέες;

(α) Εγγενής στο νου (β) Κατέχεται από τους ορθολογιστές (γ) Κερδισμένος από

εμπειρία (δ) Η ψυχή τα δέχεται στην πρώτη της ύπαρξη

  1. Τι είναι οι ιδέες σύμφωνα με τον Λοκ;

(α) Έμφυτα στο νου (δ) Ο νους τα έχει από την αρχή (γ) Συνομήλικα

με αίσθηση (δ) Αντίγραφα εντυπώσεων.

  1. Οι ιδέες των τρόπων είναι:

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Συνδυασμός απλών και σύνθετων ιδεών (β) Απλές ιδέες (γ) Σύνθετες

ιδέες (δ) Τόσο απλές όσο και σύνθετες ιδέες.

  1. Οι ιδέες της ομορφιάς και της ευγνωμοσύνης είναι παραδείγματα για:

(α) Απλή ιδέα (β) Συνδυασμός απλών ιδεών αισθήσεων

(γ) Συνδυασμός απλών ιδεών αναστοχασμού. (δ) Συνδυασμός των ιδέες του s

αίσθηση και αναστοχασμός

Κλειδί απάντησης:

  1. (γ)
  2. (γ)
  3. (α)
  4. (δ)

Εργασίες

  1. Συζητήστε τη διάψευση των έμφυτων ιδεών του Λοκ.
  2. Περιγράψτε τους διαφορετικούς τύπους ιδεών.

Αναφορές και περαιτέρω αναγνώσεις

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία / /Hobbes to Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Lowe, E.J, /Locke, /Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Routledge, 2005.
  2. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics,

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Πράσινο και Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Hall, Roland (Επιμ.) /Locke Studies, /Annual Journal

της Locke Research, http://www.luc.edu/philosophy/LockeStudies/

  1. “John Locke (1632-1704)”, Internet Encyclopedia of Philosophy,

http://www.iep.utm.edu/locke/.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Zgalis, William, "John Locke", /The Stanford Encyclopedia of

Φιλοσοφία /(Πτώση Έκδοση 2012), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2012/entries/locke/

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 15

Τζον Λοκ: Θεωρία της γνώσης

Λέξεις κλειδιά: Ιδέες, αυτονόητη γνώση, ποιότητα, πρωταρχικές ποιότητες, δευτερεύουσες ποιότητες, τρόποι, αναπαραστατισμός (representationalism).

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έχουμε περιγράψει ορισμένα θεμελιώδη δόγματα του εμπειρισμού του Locke. Εξετάσαμε τις έννοιες του για τις απλές και σύνθετες ιδέες που είναι τα αρχέτυπα της γνώσης σύμφωνα με την εμπειριστική γνωσιολογία. Οι ιδέες των υποστάσεων, των τρόπων και των σχέσεων είναι οι τρεις τύποι σύνθετων ιδεών που σχηματίζει ο νους μας συνδυάζοντας τις απλές ιδέες που λαμβάνονται από πολλές πηγές. Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, πρέπει να κατανοήσουμε πώς αποκτάται η γνώση από τις ιδέες. Μαθαίνουμε ότι η έννοια της ιδέας παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στην εμπειριστική επιστημολογία, καθώς ο Locke προτείνει μια θεωρία ιδεασμού (ideation theory) προκειμένου να εξηγήσει την έννοια της γνώσης. Ο Λοκ λέει ότι η γνώση είναι η αντίληψη της σύνδεσης ή της συμφωνίας, και της αποστροφής ή διαφωνίας, οποιονδήποτε από τις ιδέες μας. Αφού ο νους έχει πρόσβαση μόνο στις ιδέες και όχι στον κόσμο των αντικειμένων, έχουμε βεβαιότητα μόνο για τις ιδέες. Ο Λοκ βεβαιώνει ότι, δεν έχουμε καμία αυτονόητη γνώση της πραγματικής ύπαρξης εκτός από τον εαυτό μας και τον Θεό, καθώς ενώ η ύπαρξη του εαυτού είναι εποπτική, η ύπαρξη του Θεού είναι γνωστή μέσω του λόγου. Η γνώση σύμφωνα με τον Locke, συμφωνεί με τις πραγματικότητες των πραγμάτων, όπως οι απλές ιδέες αντιπροσωπεύουν πράγματα έξω. Με αυτή την έννοια οι απλές ιδέες είναι προϊόν πραγμάτων που λειτουργούν στο νου μας. Με άλλα λόγια, πράγματα έξω από εμάς διέγειραν μέσα μας αισθήσεις που δημιούργησαν απλές ιδέες. Είμαστε παθητικοί στην υποδοχή τους. Αυτή είναι πολύ θεμελιώδης υπόθεση του εμπειρισμού του Λοκ. Θεωρεί έτσι δεδομένη την ύπαρξη πραγμάτων μέσα τον κόσμο, κάτι που προσέλκυσε αργότερα την κριτική από τους ίδιους τους διαδόχους του στην εμπειριστική σχολή. Ο Locke υποθέτει λοιπόν ότι υπάρχουν πράγματα εκεί έξω στον κόσμο και οι απλές μας ιδέες είναι αντίγραφα αυτού που υπάρχει στον κόσμο. Σε αντίθεση με αυτές τις απλές ιδέες, οι σύνθετες ιδέες δεν είναι αντίγραφα και δεν αναφέρονται σε τίποτα πρωτότυπο εκεί έξω. Ο ανθρώπινος νους τις φτιάχνει. Από όλες τις σύνθετες ιδέες που σχηματίζει ο νους, η ιδέα της υπόστασης είναι η το πιο ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Πριν συζητήσουμε αυτήν την έννοια, ίσως χρειαστεί να εξετάσουμε πώς σχηματίζονται οι ιδέες. Η έννοια της ποιότητας είναι σημαντική εδώ. Όπως είδαμε ήδη στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Λοκ ορίζει μια ιδέα ως «ό,τι αντιλαμβάνεται ο νους από μόνος του ή είναι το άμεσο αντικείμενο της αντίληψης, σκέψης ή κατανόησης». Τώρα, αυτές οι ίδιες οι ιδέες παράγονται από πηγές έξω από το νου. Παράγονται από αντικείμενα στον κόσμο. Με άλλα λόγια, τα αντικείμενα έχουν ορισμένες δυνάμεις να παράγουν ιδέες στο νου. Αυτές οι δυνάμεις που έχει ένα αντικείμενο για την παραγωγή μιας ιδέας στο νου ονομάζονται ποιότητες. Ο Locke υποστηρίζει ότι κάθε αντικείμενο έχει δύο τύπους ποιοτήτων· πρωταρχικές ποιότητες και δευτερεύουσες ποιότητες. Οι πρωταρχικές ποιότητες είναι αχώριστες από ένα σώμα και παραμένουν σε αυτό ακόμα και όταν υφίσταται αλλαγές. Για παράδειγμα, ποιότητες στερεότητας, έκτασης, σχήματος και κινητικότητας, κίνησης ή ανάπαυσης και αριθμού. Ο Λοκ τις θεωρεί ως πρωτότυπες ή πρωταρχικές ποιότητες του σώματος, που παράγουν απλές ιδέες μέσα μας. Μοιάζουν με αυτό που υπάρχει στο αντικείμενο και τα μοτίβα τους υπάρχουν πραγματικά στα ίδια τα σώματα. Για παράδειγμα, η ιδέα του σχήματος μοιάζει με το ίδιο το αντικείμενο που προκαλεί την ιδέα μέσα μας. Υπό αυτή την έννοια, είναι πραγματικές ποιότητες, όπως πραγματικά υπάρχουν τα σώματα, είτε τις αντιλαμβάνεται κανείς είτε όχι. Από την άλλη πλευρά, οι δευτερεύουσες ποιότητες δεν βρίσκονται στα ίδια τα αντικείμενα. Είναι δυνάμεις να παράγουν διάφορες αισθήσεις μέσα μας από τις πρωταρχικές τους ποιότητες. Για παράδειγμα, χρώματα, ήχους, γεύσεις και οσμές. Δεν έχουν καμία ομοιότητα με τα σώματα στα οποία γίνονται αντιληπτές. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός κόκκινου τριαντάφυλλου, η ιδέα μας για αυτό δεν μοιάζει με το τριαντάφυλλο που θεωρείται καθεαυτό. Αυτό που αντιστοιχεί στο τριαντάφυλλο στην ιδέα μας για το κόκκινο είναι η δύναμή του να παράγει μέσα μας την ιδέα του κόκκινου μέσω της δράσης ανεπαίσθητων σωματιδίων στα μάτια μας. Αλλά ο Λοκ δεν είναι διατεθειμένος να θεωρήσει αυτές τις δευτερεύουσες ποιότητες ως καθαρά υποκειμενικές. Υποστηρίζει ότι είναι πραγματικές δυνάμεις στα αντικείμενα που μπορούν να παράγουν απλές ιδέες μέσα μας. Αλλά, ταυτόχρονα, αυτές οι ιδέες όπως τα χρώματα, οι ήχοι κ.λπ., δεν είναι αντίγραφα χρωμάτων και ήχων στα ίδια τα αντικείμενα.

Αυτή η διαίρεση των πρωταρχικών και δευτερευουσών ποιοτήτων έχει δημιουργήσει πολλές δυσκολίες στο δόγμα του Λοκ. Όπως είδαμε παραπάνω, η αναπαραστατική θεωρία της αντίληψης του Locke δεν διαπιστώνει την ύπαρξη τίποτε άλλου εκτός από τις ιδέες μας. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι, ενώ οι ιδέες των πρωταρχικών ποιοτήτων μοιάζουν πραγματικά με τα πράγματα, οι ιδέες των δευτερευουσών ποιοτήτων δεν μοιάζουν. Αλλά επειδή αυτό που ξέρουμε αμέσως είναι μόνο ιδέες, δεν έχουμε τρόπο να μάθουμε

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

είτε αυτές οι ιδέες μοιάζουν είτε όχι με πράγματα. Ωστόσο, ο Locke ισχυρίζεται ότι είναι περισσότερο πρωτότυπες και μοιάζουν με πράγματα. Και πάλι, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Locke, δεν είμαστε σίγουροι αν υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από τις ιδέες μας. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ιδέες με πράγματα για να δούμε αν τους μοιάζουν ή όχι. Ως εκ τούτου, ο αναπαραστατικός χαρακτήρας του Λοκ αποτυγχάνει να καθορίσει τη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερευουσών ποιοτήτων. Και πάλι, όσον αφορά τις ιδέες και την υπόσταση, οι απόψεις του Λοκ προσέλκυσαν κριτικές. Ο Locke λέει ότι είμαστε βέβαιοι για ιδέες ή συλλογές ή ομάδες ποιοτήτων. Από τη στιγμή που οι ιδέες δεν μπορούν να υπάρξουν από μόνες τους, πρέπει να υπάρχει κάποιο υπόστρωμα όπου υπάρχουν, το οποίο είναι η υπόσταση. Εδώ η ιδέα της υπόστασης συλλαμβάνεται ως υποστήριξη τέτοιων ποιοτήτων, που είναι ικανές να παράξουν απλές ιδέες μέσα μας. Είναι το στήριγμα στο οποίο ενυπάρχουν οι πρωταρχικές ποιότητες. Για παράδειγμα, συγκεντρώνουμε μερικές ποιότητες όπως λευκό, γλυκό, συμπαγές κ.λπ., στην ιδέα μας για την υπόσταση της ζάχαρης. Υπό αυτή την έννοια πολλές απλές ιδέες συνυπάρχουν σε μια υπόσταση, που είναι ο άγνωστος φορέας ή το υπόστρωμά τους. Παραμένει άγνωστη, γιατί δεν βιώνουμε την εξάρτηση αυτών των ποιοτήτων, της μίας στην άλλη. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η προέλευση της ιδέας μας για την υπόσταση βρίσκεται στην έννοια της άγνωστη στήριξης αυτών των ποιοτήτων που βρίσκουμε ότι υπάρχουν. Υποθέτουμε ότι αυτές οι ποιότητες δεν μπορεί να υπάρξουν χωρίς κάτι που να τις στηρίζει και αυτή η στήριξη είναι η υπόσταση. Συμπεραίνουμε την ύπαρξή της ως στήριξη των συμβεβηκότων, των ποιοτήτων ή των τρόπων. Εξ ου και η σύνθετη ιδέα της υπόστασης είναι η συλλογή απλών ιδεών, με την υπόθεση τινός στο οποίο ανήκουν και στο οποίο υφίστανται. Φυσικά, δεν έχουμε καμία ξεκάθαρη, ευδιάκριτη ιδέα τι ακριβώς είναι. Σχηματίζουμε τη σύνθετη ιδέα της υπόστασης κάνοντας αρχικά μια διάκριση μεταξύ των σύνθετων ιδεών καθέκαστων υποστάσεων και τη γενική ιδέα της υπόστασης. Οι σύνθετες ιδέες καθέκαστων υποστάσεων λαμβάνονται με συνδυασμό απλών ιδεών και η γενική ιδέα της υπόστασης αποκτάται με αφαίρεση. Στην αντίληψή του για τη γενική ιδέα της υπόστασης η επιρροή του Σχολαστικισμού είναι ορατή, αν και η ίδια η άποψη του Λοκ είναι ουσιαστικά διαφορετική από τη Σχολαστική άποψη. Η ιδέα αφορά ένα αμετάβλητο υπόστρωμα κρυμμένο κάτω από τα μεταβαλλόμενα φαινόμενα. Με αυτή την έννοια αναφέρεται στη δύναμη του αναστοχαστικού νου. Όσον αφορά την πνευματική υπόσταση, ο Locke λέει ότι είναι μια υπόσταση που σκέφτεται και ως εκ τούτου είναι μια άυλη υπόσταση. Αυτή η ιδέα επιτυγχάνεται συνδυάζοντας τις απλές ιδέες της σκέψης, της γνώσης, της θέλησης, της κατανόησης, της αμφιβολίας κ.λπ., οι οποίες αποκτώνται από τον αναστοχασμό, με την αόριστη και σκοτεινή έννοια ενός υποστρώματος στο οποίο αυτές οι ψυχικές

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

λειτουργίες ενυπάρχουν. Σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ και άλλους ορθολογιστές, υποστηρίζει ότι η σκέψη δεν είναι η ουσία της πνευματικής υπόστασης, αλλά η δράση της. Από την άλλη πλευρά, η ιδέα της φυσικής ή υλικής υπόστασης λαμβάνεται συνδυάζοντας σωματικές ποιότητες και υποθέτοντας ένα στήριγμα για αυτές. Η ιδέα του Θεού είναι μια άλλη τέτοια σύνθετη ιδέα. Αν και είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξη της, δεν είναι έμφυτη ιδέα, αλλά γνωρίζουμε για αυτόν με τη χρήση του λόγου, που είναι η φυσική μας ικανότητα. Ο Θεός ή το Καθαρό Πνεύμα είναι μια διαρκώς ενεργή υπόσταση σύμφωνα με τον Λοκ. Σχηματίζουμε αυτή την ιδέα παίρνοντας τις ιδέες της ύπαρξης, της διάρκειας, της γνώσης και της δύναμης, της ευχαρίστησης και της ευτυχίας, διευρύνοντάς τες σε άπειρο βαθμό. Στη συνέχεια συνδυάζουμε αυτές τις άπειρες ιδέες για να φτάσουμε στην ιδέα του Θεού. Ο Λοκ δηλώνει ότι μόνο ο Θεός είναι πάντα ενεργός. Η ύλη είναι ουσιαστικά παθητική και ο νους είναι και ενεργητικός και παθητικός, καθώς γίνεται ενεργητικός όταν κινεί τα σώματα και γίνεται παθητικός όταν δέχεται ιδέες που παράγονται από τα σώματα έξω από εμάς. Σύμφωνα με τον Λοκ, ο νους συλλαμβάνεται πιο εύκολα παρά το σώμα. Ο Locke συλλαμβάνει επίσης μια αλληλοδιάδραση νου-σώματος και δηλώνει ότι οι ιδέες σχηματίζονται μέσω τέτοιων αλληλοδιαδράσεων. Η δράση του σώματος στο νου στην παραγωγή αισθήσεων είναι μια θεμελιώδης πράξη στη διαδικασία απόκτησης γνώσης. Το δόγμα των ποιοτήτων και η διάκριση μεταξύ πρωταρχικών και δευτερευουσών ποιοτήτων καθίσταται σημαντική σε αυτό το πλαίσιο. Οι πρωταρχικές ποιότητες του σώματος είναι ικανές να παράγουν τις ιδέες της στερεότητας, της έκτασης και της κίνηση στο νου, και αυτές οι ιδέες νοούνται ως αντίγραφα πραγματικών ποιοτήτων στο σώμα. Από την άλλη πλευρά, οι δευτερεύουσες ιδιότητες του χρώματος, του ήχου, της γεύσης κ.λπ., δεν ανήκουν πραγματικά στο σώμα, αλλά είναι απλώς τα αποτελέσματα που παράγονται στο νου από στερεά εκτεταμένα αντικείμενα.
Ο εμπειρισμός του Locke, όπως μπορούμε να δούμε, είναι ιστορικά πολύ σημαντικός, καθώς παρέχει μια σημαντική προοπτική στη σύγχρονη φιλοσοφία και γνωσιολογία. Είναι πολύ κοντά στα αιτήματα (contentions) της κοινής λογικής και της θέσης που υιοθετεί η σύγχρονη επιστήμη. Η σύγχρονη εποχή απαίτησε τη συνένωση δύο προσεγγίσεων στη γνώση· της μαθηματικής αντίληψης της γνώσης που στηριζόταν σε a priori δομές της ανθρώπινης κατανόησης, και του είδους της γνώσης που δίνει έμφαση στην εμπειρία και την παρατήρηση. Οι συνεισφορές του Locke στην τελευταία είναι εκπληκτικές.

Κουίζ

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Η προέλευση της ιδέας μας για την υπόσταση βρίσκεται στην έννοια του…………….

(α) Άγνωστη υποστήριξη ιδιοτήτων (β) Δευτερεύουσες ιδιότητες (γ) Πνευματική υπόσταση
(δ) Θεός.

  1. Ποια από τις παρακάτω περιγραφές δεν ταιριάζει με τη φύση του πνευματικού

υπόσταση σύμφωνα με τον Λοκ; (α) Μια υπόσταση που σκέφτεται (β) Μια άυλη υπόσταση (γ) υπόστρωμα στο οποίο αυτές οι ψυχικές πράξεις ενυπάρχουν (δ) Μια υπόσταση της οποίας η ουσία αν σκέψη.

  1. Η ιδέα του Θεού είναι;

(α) Μια απλή ιδέα (β) Μια σύνθετη ιδέα (γ) ΜΙΑ έμφυτη ιδέα (δ) Αν ιδέα του προβληματισμού.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν ισχύει για τον Locke;

(εγώ) Μόνο ο Θεός είναι πάντα ενεργός (ii) Η ύλη είναι ουσιαστικά παθητική (iii) Ο νους είναι μόνο ενεργό. (iv) Το μυαλό συλλαμβάνεται πιο εύκολα από το σώμα. (α) [iii] μόνο του (β) [iii] και [iv] (γ) [ii] και [iv] (δ) [ii] μόνο του. Πλήκτρα απαντήσεων

  1. [α]
  2. [δ]
  3. [β]
  4. [α]

Εργασίες

  1. Συζητήστε τη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερευουσών ποιοτήτων.
  2. Τι είναι μια ιδέα και πόσα είδη ιδεών υπάρχουν;

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία Χομπς προς / /Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press,

  1. Lowe, E.J, /Locke, /Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Routledge, 2005.
  2. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co.,

Πόροι Ιστού

  1. Hall, Roland (Επιμ.) /Locke Studies, /Annual Journal of Locke

Ερευνα, http://www.luc.edu/philosophy/LockeStudies/

  1. “John Locke (1632-1704)”, Internet Encyclopedia of Philosophy,

http://www.iep.utm.edu/locke/.

  1. Zgalis, William, «John Locke», /The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Έκδοση Φθινόπωρο 2012), Έντουαρντ Ν. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2012/entries/locke/

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 16

Ο Αντιυλισμός ή Αϋλοκρατία και ο Υποκειμενικός Ιδεαλισμός του Τζορτζ Μπέρκλεϋ

Λέξεις-κλειδιά Αντιυλισμός ή Αϋλοκρατία (Immaterialism), esse est percipi, υλική υπόσταση, αισθητηριακά δεδομένα, σκεπτικισμός, πρωταρχική ποιότητα, δευτερεύουσα ποιότητα, θεωρία υποστρώματος.

Εισαγωγή

Ο επίσκοπος George Berkeley (12 Μαρτίου 1685 – 14 Ιανουαρίου 1753) είναι ο δεύτερος ανάμεσα στους μεγάλους Βρετανούς εμπειριστές στοχαστές, μετά τον Τζον Λοκ. Αν και συμφωνεί με τον Locke σε πολλές πτυχές που αφορούν τη φύση της φιλοσοφίας, οι συνεισφορές του Μπέρκλεϋ σημειώνονται περισσότερο για την αντίθεσή του, καθώς και τη διάψευση του των θεμελιωδών υποθέσεων και δογμάτων του πρώτου. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό ζήτημα με το οποίο απασχολήθηκε ο Μπέρκλεϋ ήταν η διάψευση της υλικής υπόστασης, μια θεωρία που κατέλαβε κεντρική θέση στο φιλοσοφικό πλαίσιο του Λοκ. Ο Μπέρκλεϋ είχε λόγους να εναντιωθεί στον Λοκ, ιδιαίτερα στην ιδέα της υλικής υπόστασης, καθώς ήταν Αγγλικανός Επίσκοπος—ο Επίσκοπος του Κλόιν, μιας μικρής Ιρλανδικής πόλης — και η ιδέα μιας ανεξάρτητης ή αυτόνομης υλικής υπόστασης αντικρούει ορισμένες βασικές υποθέσεις της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Μπέρκλεϋ αρνήθηκε έτσι την ύπαρξη υλικής υπόστασης και τα κύρια έργα του πυροδοτούν επιχειρήματα υπέρ αυτής της φιλοσοφικής θέσης. Στην Treatise Concerning the Principles of Human Knowledge, υποστήριξε ότι τίποτα δεν υπάρχει έξω από το νου και σε ένα άλλο έργο με τίτλο, Τρεις διάλογοι μεταξύ Ύλα και Φιλόνου, πρότεινε ότι ο κόσμος εξαρτάται για την ύπαρξή του από το να γίνεται αντιληπτός· esse est percipi. Ως Επίσκοπος θέλει να αντικρούσει τον υλισμό και τον αθεϊσμό και σκέφτηκε ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί δείχνοντας ότι η έννοια της ανεξάρτητης από το νου υλικής υπόστασης είναι αβάσιμη. Με αυτή τη διάψευση, ο Μπέρκλεϋ σκοπεύει να καθιερώσει την πνευματική βάση όλης της πραγματικότητας και να βεβαιώσει ότι όλα τα πράγματα οφείλουν τη δική τους ύπαρξη σε ένα νου που αντιλαμβάνεται. Μεθοδολογικά, αυτός ο τρόπος επιχειρηματολογίας είναι μια επέκταση της εμπειριστικής επιστημολογίας που ξεκίνησε από τον Λοκ. Αλλά ενώ

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Λοκ άντλησε μια μορφή αναπαραστατισμού από τις βασικές αρχές του εμπειρισμού, ο Μπέρκλεϋ ακολουθεί αυτές τις βασικές αρχές στην ακραία τους μορφή και επιδιώκει να αποδείξει ότι τελικά προτείνουν μια ψυχική βάση για όλη την πραγματικότητα. Το επιχείρημα κατά της υλικής υπόστασης εκτίθεται στο The Dialogues of Hylas and Philonous, ένα έργο γραμμένο με τη μορφή διαλόγου μεταξύ δύο χαρακτήρων· τον Ύλα, που αντιπροσωπεύει την επιστημονικά μορφωμένη κοινή λογική και τον Φιλόνου, που είναι ο ίδιος ο Μπέρκλεϋ. Η ελληνική λέξη Ύλας σημαίνει «ξύλο», που σημαίνει «ύλη» και η λέξη Φιλόνους είναι συνδυασμός του «φιλο» που σημαίνει «αγάπη» και «νους» που σημαίνει «νους» (mind). Ο Φιλόνους είναι λοιπόν λάτρης του νου, που ισχυρίζεται ότι κάθε πραγματικότητα είναι νοητική.

Σημαντικά θέματα του Μπέρκλεϋ

Από την αρχή, ο Μπέρκλεϋ σκοπεύει να υποστηρίξει μια μορφή ιδεαλισμού, η οποία βεβαιώνει ότι η υλική υπόσταση δεν υπάρχει. Ο Bertrand Russell παρατηρεί ότι, «Ο Μπέρκλεϋ είναι σημαντικός στη φιλοσοφία μέσω της άρνησής του για την ύπαρξη της ύλης — μια άρνηση την οποία υποστήριξε με μια σειρά από έξυπνα επιχειρήματα.

Για να τεκμηριώσει τη βασική του άποψη, ο Μπέρκλεϋ εξετάζει όλες αυτές τις πτυχές του φιλοσοφικού δόγματος που υποστηρίζει την ύπαρξη μιας υλικής υπόστασης. Τα περισσότερα από τα επιχειρήματά του προβλήθηκαν ενάντια στο δόγμα του Λοκ για ένα υλικό υπόστρωμα (material substratum). Υποστηρίζει έτσι ότι μια άλλη απαράδεκτη θέση που υποστηρίζει την ιδέα της υλικής υπόστασης είναι η διάκριση μεταξύ πρωταρχικών και δευτερευουσών ποιοτήτων, τις οποίες ο Λοκ θεωρούσε ως κεντρικές της αναπαραστασιακής επιστημολογίας. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι αυτή η διάκριση είναι περιττή, και περαιτέρω υποστηρίζει ότι τα αντικείμενα οφείλουν την ύπαρξή τους στους νόες που τα αντιλαμβάνονται. Αυτή η θεωρία είναι γνωστή ως υποκειμενικός ιδεαλισμός.

Στη συνέχεια, υποστηρίζει την έννοια του Locke για τις αφηρημένες ιδέες, η οποία επιβεβαιώνει ότι ο ανθρώπινος νους έχει την ικανότητα να αρθρώνει αφηρημένες ιδέες. Αυτό το δόγμα θα προτείνει τελικά ότι τα εξωτερικά αντικείμενα έχουν μια φυσική ή πραγματική ύπαρξη, διακριτή από το να γίνονται αντιληπτά. Πριν εξετάσουμε αυτές τις διαψεύσεις, θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην έννοια της υλικής υπόστασης, την οποία βρίσκει ο Μπέρκλεϋ απαράδεκτη.

Η ιδέα της υλικής υπόστασης

Η έννοια της υλικής υπόστασης έχει μακρά ιστορία στη δυτική φιλοσοφία. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, οι φυσιοδίφες (naturalists) ήταν πρόθυμοι να βεβαιώσουν την ύπαρξή της,

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

καθώς προσπαθούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξηγήσουν την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον σωματικό κόσμο. Στη μεταφυσική του Πλάτωνα, η ύλη αντιμετωπίζεται ως μη πραγματική αλλά ο μαθητής του Αριστοτέλης αποκατέστησε τη σημασία της, και την κατανόησε ως υπόσταση από την οποία εξαρτώνται οι ποιότητες των υλικών αντικειμένων. Η ύλη είναι επομένως μια υπόσταση η οποία έχει αυτές τις ποιότητες. Φιγουράρει ως μία από τις τέσσερις αιτίες που λειτουργούν πίσω από τις λειτουργίες του σύμπαντος και παραμένει η ίδια, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που τα αντικείμενα υφίστανται ως αποτέλεσμα των μορφών που τα διαμορφώνουν διαφορετικά.

Κατά τη σύγχρονη εποχή, ο δυϊσμός του νου και του σώματος του Ντεκάρτ αντιλαμβάνεται την ύλη ως ανεξάρτητη περιοχή (από την περιοχή του νου). Με αυτόν τον δυϊσμό ο Descartes θα μπορούσε να εξηγήσει τη λειτουργία του υλικού σύμπαντος ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μεταφυσικές ή πνευματικές αρχές· μια προοπτική που ήταν πολύ σημαντική κατά τη σύγχρονη περίοδο. Αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν η έννοια του Locke για το υλικό υπόστρωμα που βρήκε περισσότερο απαράδεκτη ο Berkeley, και επιχειρεί να την αντικρούσει με διάφορα επιχειρήματα.

Σύμφωνα με τον Locke, το υλικό υπόστρωμα είναι ένα άγνωστο στήριγμα των αισθητών ποιοτήτων που έχουν τα αντικείμενα. Είναι επομένως μια οντότητα ανεξάρτητη από το νου ή τη συνείδηση. Ακολουθώντας τις επιταγές του αναπαραστασιακού εμπειρισμού του, ο Locke υποστήριξε ότι οι ποιότητες που αντιλαμβανόμαστε στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου δεν μπορούν να κρέμονται στον αέρα και χρειάζονται στήριξη. Υποστήριξε λοιπόν ότι πρέπει να υπάρχει ένα υπόστρωμα ή ένα στήριγμα στο οποίο να συνδέονται αυτές οι ποιότητες.

Απαντώντας σε αυτές τις θεωρίες, ο Μπέρκλεϋ αναρωτιέται αν μπορούμε να αναπαραστήσουμε στον εαυτό μας αυτό που εννοούμε με τον όρο ύλη με αυτή την έννοια. Ρωτάει αν αυτό το υλικό υπόστρωμα δεν είναι απλώς μια λέξη, την οποία χρησιμοποιούμε χωρίς καμία κατανόηση πίσω από αυτήν. Είναι περίεργος να μάθει αν μπορούμε να περιγράψουμε τι εννοούμε με την ύπαρξη αντικειμένων αφαιρώντας από το γεγονός ότι γίνονται αντιληπτά. Ο Μπέρκλεϋ μας προσκαλεί να δούμε την ύλη σαν τίποτα άλλο από τα ίδια τα πράγματα που βλέπουμε, νιώθουμε και ακούμε· ως μόνο συλλογές ιδεών που αποτελούν την εμπειρία της αντίληψης. Αυτός είναι ο αντιυλισμός του Μπέρκλεϋ, τον οποίο εκθέτει στο έργο του, Three Dialogues between Hylas and Philonous, στο οποίο ο Φιλόνους αντιπροσωπεύει τις απόψεις του Μπέρκλεϋ, οι οποίες περιλαμβάνουν τον αντιυλισμό, τη διάψευση της υλικής υπόστασης, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό κλπ. Ο Ύλας αντιπροσωπεύει αντίθετες με αυτές απόψεις, που τελικά υποστηρίζουν την πραγματικότητα της υλικής υπόστασης.

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Όπως προαναφέρθηκε, το όνομά του δείχνει ότι ο Φιλόνους είναι λάτρης του νου, που υποστηρίζει ότι όλη η πραγματικότητα είναι νοητική. Η λέξη Ύλας στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ξύλο και υπονοεί την ύλη και ως εκ τούτου αντιπροσωπεύει την άποψη ότι οι υλικές υποστάσεις υπάρχουν. Το επιχείρημα του αντιυλισμού μπορεί να συνοψιστεί στην ακόλουθη συνομιλία μεταξύ του Ύλα και του Φιλόνου.

Ύλας: Μπορεί κάτι να είναι πιο φανταστικό, πιο αποκρουστικό στην κοινή λογική, ή ένα πιο προφανές κομμάτι Σκεπτικισμού, από το να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως η ύλη; Φιλόνους: Δεν αρνούμαι την πραγματικότητα των αισθητών πραγμάτων, δηλ. αυτού που γίνεται αντιληπτό άμεσα από τις αισθήσεις. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι δεν βλέπουμε τις αιτίες των χρωμάτων ή δεν ακούμε τις αιτίες των ήχων……. με την όραση αντιλαμβανόμαστε μόνο το φως, το χρώμα και το σχήμα· με την ακοή, μόνο ήχους... εκτός από αισθητές ποιότητες δεν υπάρχει τίποτα αισθητό, και τα αισθητά πράγματα δεν είναι παρά αισθητές ποιότητες ή συνδυασμοί αισθητών ποιοτήτων.

Ο Μπέρκλεϋ φαίνεται να επιχειρηματολογεί με τον ακόλουθο τρόπο. Τα αισθητήρια δεδομένα είναι νοητικά και η ζέστη και το κρύο είναι αισθήσεις. Η μεγάλη ζέστη είναι πόνος και ο πόνος πρέπει να είναι στο νου. Επομένως η ζέστη είναι νοητική. Η γλυκιά γεύση είναι απόλαυση και η πικρή γεύση είναι πόνος, και η ηδονή και ο πόνος είναι νοητικές. Οι οσμές είναι επίσης ευχάριστες ή δυσάρεστες και άρα είναι νοητικές. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι όλη η πραγματικότητα είναι άυλη, δηλαδή νοητική ή πνευματική. Ο Μπέρκλεϋ προωθεί ένα επιχείρημα για το Χλιαρό Νερό για να κάνει αυτό το σημείο πιο ξεκάθαρο. Λέει ότι όταν το ένα χέρι μας είναι ζεστό και το άλλο κρύο, αν βάλουμε και τα δύο σε χλιαρό νερό, μπορεί να είναι κρύο στο ένα χέρι και ζεστό στο άλλο, αν και το νερό δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζεστό και κρύο. Επομένως, όλα αυτές οι αισθήσεις είναι νοητικές.

Η διάψευση της υλικής υπόστασης προκύπτει από αυτό το επιχείρημα. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι όλη η γνώση μας προέρχεται από την αίσθηση και τον αναστοχασμό. Γνωρίζουμε μόνο ιδέες. Και δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε έναν υλικό κόσμο χωρίς εμάς. Είναι γεγονός ότι, στη γνώση μας για το υλικό αντικείμενο περιοριζόμαστε σε καταστάσεις συνείδησης. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τις ιδέες μας με τα σώματα, καθώς δεν γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτά: και δεν έχω άμεση γνώση γι' αυτά. Δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχουν ή όχι.

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Και πάλι, έχει επισημανθεί ότι η ιδέα της υλικής υπόστασης οδηγεί αναπόφευκτα σε σκεπτικισμό. Ο Τζον Λοκ, μιλώντας γι' αυτό είχε αναφερθεί στην υλική υπόσταση ως «Δεν γνωρίζω, τι» (“I know, not what”). Λέει ότι, γνωρίζω ότι μια τέτοια υπόσταση πρέπει να υπάρχει, καθώς οι ποιότητες δεν μπορούν να κρέμονται στον αέρα, αλλά δεν γνωρίζω τι είναι είναι, γιατί δεν έχω ιδέες για αυτήν. Για τον Berkeley, αυτό οδηγεί σε σκεπτικισμό, καθώς δεν μπορούμε να τη γνωρίζουμε. Και πάλι, η ιδέα μιας τέτοιας υλικής υπόστασης, ανεξάρτητης από το νου, μπορεί να αποτελεί την απειλή του αθεϊσμού και της αθρησκείας, καθώς θέτει μια ανεξάρτητη υλική υπόσταση και ένας κόσμος καθαρού χώρου υπονοεί την ύπαρξη μιας άπειρης, αιώνιας αμετάβλητης πραγματικότητας δίπλα στον Θεό. Αυτό θα περιόριζε τον Θεό, και μπορεί ακόμη και να υπονοήσει την ανυπαρξία Του. Επομένως, η πίστη στην ύλη, οδηγεί στον αθεϊσμό και τον υλισμό. Ως εκ τούτου, για να αντιμετωπίσουμε τον αθεϊσμό, πρέπει να αποδείξουμε ότι η υλική υπόσταση δεν υπάρχει. Δηλώνει περαιτέρω ότι το σύμπαν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την υλική υπόσταση· με τον Θεό, το υπέρτατο Πνεύμα και άλλα πνευματικά όντα.

Η ύλη περιγράφεται ως μια αδρανής, ανόητη, άγνωστη υπόσταση. Αυτό είναι γιατί ο Λοκ την είχε αναφέρει ως «Δεν γνωρίζω, τι». Η ύλη ούτε πράττει, ούτε αντιλαμβάνεται, ούτε γίνεται αντιληπτή και αποτελείται κυρίως από αρνητικά. Η μόνη θετική υπόθεση για την ύλη είναι ότι αποτελεί «στήριγμα των ποιοτήτων». Ο Μπέρκλεϋ αναρωτιέται πώς μπορεί κάτι να είναι παρόν σε εμάς, το οποίο δεν είναι ούτε αντιληπτό από την αίσθηση ούτε από τον αναστοχασμό, ούτε ικανό να παράγει οποιαδήποτε ιδέα στο νου μας, ούτε είναι καθόλου εκτεταμένη, ούτε έχει κάποια μορφή, ούτε υπάρχει σε κανένα μέρος; Διαπίστωσε ότι η βάση της ερμηνείας της υλική υπόσταση είναι η θεωρία των ποιοτήτων και η διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες.

Συνεπώς, ένα υλικό σώμα (corporeal body) είναι μια στερεή, εκτεταμένη, σχηματισμένη υπόσταση, που έχει τη δύναμη της κίνησης, έχει ένα ορισμένο χρώμα, βάρος, γεύση, οσμή και ήχο. Ορισμένες ποιότητες όπως η έκταση, το σχήμα, η στερεότητα, η κίνηση, η ηρεμία κ.λπ., ενυπάρχουν στην υπόσταση και ονομάζονται πρωτεύουσες ιδιότητες. Από την άλλη, ποιότητες όπως το χρώμα, ο ήχος, η γεύση, η μυρωδιά κ.λπ. δεν είναι παρά τα αποτελέσματα αυτών των πρωταρχικών ποιοτήτων που παράγουν σε ένα υποκείμενο που αντιλαμβάνεται. Δεν είναι ποιότητες του ίδιου του σώματος, αλλά είναι στο υποκείμενο που αντιλαμβάνεται. Ονομάζονται δευτερεύουσες ιδιότητες.

Επομένως, αυτή η διάκριση μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων, προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένων ποιοτήτων στο αντικείμενο, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από εκείνο που αντιλαμβάνεται. Είναι η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει πραγματικά και αντικειμενικά

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και σε αυτό που είναι απλώς υποκειμενικό. Αυτό υποδηλώνει περαιτέρω ότι τα υλικά πράγματα έχουν ορισμένες ποιότητες ανεξάρτητα από το πώς τις αντιλαμβανόμαστε και επομένως, αυτές υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Η έννοια των πρωταρχικών ποιοτήτων αναφέρεται στο πρωτότυπες ποιότητες της υπόστασης, που βρίσκονται στο σώμα, και όχι μόνο σε αυτόν που τα αντιλαμβάνεται. Ανήκουν στο υλικό αντικείμενο ή στο υλικό υπόστρωμα. Από την άλλη, οι δευτερεύουσες ποιότητες είναι μέσα μου. Μια προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι, ακόμη και οι λεγόμενες πρωταρχικές ποιότητες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιδέες στο νου. Ο Lock το αναγνωρίζει και βεβαιώνει ότι είναι μέσα στο αντικείμενο και επίσης στο νου. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν εκτός του νου και είναι επίσης στο νου. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι αυτό είναι μια αντίφαση. Αυτός έτσι υποστηρίζει ότι η έννοια της ύλης ενέχει επομένως μια αντίφαση σε αυτήν. Επιχειρεί έτσι να αντικρούσει τη διάκριση μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων. Υποστηρίζει ότι οι λεγόμενες πρωταρχικές ιδιότητες δεν διαφέρουν σε είδος από τις λεγόμενες δευτερεύουσες ιδιότητες. Οι ιδέες της έκτασης και της στερεότητας, που αναφέρονται να είναι πρωταρχικές ιδιότητες και ως εκ τούτου νοούνται ως οι αρχικές ποιότητες που ανήκουν στην υλική υπόσταση αποκτώνται επίσης μέσω της αίσθησης της αφής και άρα είναι αισθήσεις στο νου. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ιδέα μας για την έκταση από την ιδέα του χρώματος και άλλες λεγόμενες δευτερεύουσες ποιότητες. Όταν αντιλαμβανόμαστε οτιδήποτε εκτεταμένο το αντιλαμβανόμαστε ως έγχρωμο και έχοντας άλλες δευτερεύοντες ποιότητες επίσης. Ο Μπέρκλεϋ καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα ότι οι πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες είναι αχώριστα ενωμένες. Αν οι δευτερεύουσες ιδιότητες υπάρχουν μόνο στο νου, το ίδιο πράγμα πρέπει να ισχύει και για τις πρωταρχικές ιδιότητες. Όπως το επιχείρημα για το χλιαρό νερό βεβαιώνει, το ίδιο νερό που φαίνεται κρύο στο ένα χέρι φαίνεται ζεστό στο άλλο. Επομένως, οι δευτερεύουσες ιδιότητες της ζέστης και του κρύου είναι πάθη του νου και δεν είναι πρότυπα πραγματικών όντων που υπάρχουν στις σωματικές υποστάσεις που τις διεγείρουν. Ένα αντικείμενο που είναι γλυκό σε μια περίπτωση μπορεί να φαίνεται πικρό σε μια άλλη περίπτωση (για παράδειγμα, όταν έχουμε πυρετό) και στο ίδιο μάτι σε διαφορετικά τμήματα ή μάτια μιας διαφορετικής υφής στο ίδιο τμήμα, σχήμα και έκταση εμφανίζονται διαφορετικά. Ως εκ τούτου, δεν είναι μοτίβα ή ομοιότητες ποιοτήτων που υπάρχουν στην ύλη. Αν η ύπαρξη όλων των αντικειμένων εξαρτάται από την ικανότητα του νου να αντιλαμβάνεται, τότε υπάρχει κάτι που ονομάζεται πραγματική ύπαρξη αντικειμένων; Η απάντηση του Μπέρκλεϋ

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

είναι υπό όρους. Λέει ότι είναι πραγματικά πράγματα με την έννοια ότι ο Θεός προκαλεί αυτές οι αισθήσεις μέσα μας με μια τακτική συνεκτική σειρά. Η υλική υπόσταση είναι ένας απλός συνδυασμός αισθητών ποιοτήτων, όπως π.χ έκταση, στερεότητα, βάρος και παρόμοια και όχι στήριξη συμβεβηκότων, ή ποιοτήτων χωρίς νου. Ούτε είναι ιδεατά αντίγραφα ή ομοιότητες πραγμάτων που υπάρχουν χωρίς τον νου σε μια ασυνείδητη υπόσταση. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι μια ιδέα δεν μπορεί να μοιάζει με τίποτα άλλο από μια ιδέα και μια ιδέα μπορεί να συγκριθεί μόνο με μια άλλη ιδέα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε μια ομοιότητα εκτός μόνο μεταξύ των ιδεών μας. Για παράδειγμα, ένα χρώμα ή ένα σχήμα δεν μπορεί να είναι σαν τίποτα άλλο παρά σαν ένα άλλο χρώμα ή σχήμα. Σύμφωνα με τον Berkeley, κάθε ποιότητα ενός αντικειμένου μπορεί να αναχθεί σε μια αισθητή ποιότητα ή σε μια αίσθηση, η οποία είναι συνειδητή και άυλη. Οι αισθήσεις είναι ουσιαστικά ψυχικές. Ο Μπέρκλεϋ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα ​​από τις αισθήσεις και επομένως κάθε πραγματικότητα είναι νοητική. Ο Μπέρκλεϋ καταλήγει έτσι τελικά στο συμπέρασμα ότι, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ο υλικός κόσμος. Υποστηρίζει ότι, αν και τα αισθητά αντικείμενα είναι πραγματικά, δεν είναι υλικά. Αντίθετα, είναι σύνθετες ιδέες ή σύνθετες δέσμες αισθητών ποιοτήτων που υπάρχουν μόνο στο νου αυτών που αντιλαμβάνονται. Υπό αυτή την έννοια, υποστηρίζει ότι το να υπάρχεις σημαίνει να γίνεσαι αντιληπτό: esse est percipi. Τα αισθητά αντικείμενα υπάρχουν μόνο εφόσον γίνονται αντιληπτά από κάποιο νου. Ως εκ τούτου, τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά είναι ιδέες που δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς το νου. Επομένως, η ύπαρξη των πραγμάτων εξαρτάται από το ότι γίνονται αντιληπτά.

Με τη διάψευση της διάκρισης μεταξύ πρωταρχικών και δευτερευουσών ποιοτήτων και την έννοια της υλικής υπόστασης, ο Μπέρκλεϋ αμφισβητεί την θεωρία υποστρώματος που υποστηρίζει ότι οι ποιότητες των υλικών αντικειμένων εξαρτώνται από, και υπάρχουν σε μια υπόσταση, η οποία έχει αυτές τις ποιότητες. Αυτή ήταν μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση από τον Αριστοτέλη. Υπέθεσε την ύπαρξη μιας υπόστασης που παραμένει η ίδια μέσα από όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αντικείμενο. Ο Μπέρκλεϋ διαψεύδει κατηγορηματικά αυτή την έννοια και υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει μια ιδέα για ένα υλικό υπόστρωμα που υπάρχει ανεξάρτητα από έναν σκεπτόμενο νου. Προχωράει έτσι την εμπειριστική φιλοσοφική θέση προς τα εμπρός με μια προσπάθεια διάψευσης του υλισμού και του αθεϊσμού, αλλά αποτυγχάνει να επεκτείνει την κριτική του στην ιδέα του στηρικτικού υποστρώματος στη διάψευση της ύπαρξη της ψυχικής υπόστασης. Αυτό είναι που κάνει ο διάδοχός του Ντέιβιντ Χιουμ. Όπως παρατηρεί ο Russell:

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Berkeley προβάλλει έγκυρα επιχειρήματα υπέρ ενός ορισμένου σημαντικού συμπεράσματος, αν και όχι ακριβώς υπέρ του συμπεράσματος που πιστεύει ότι αποδεικνύει. Νομίζει ότι αποδεικνύει ότι όλη η πραγματικότητα είναι νοητική· αυτό που αποδεικνύει είναι ότι αντιλαμβανόμαστε ποιότητες, όχι πράγματα, και ότι οι ποιότητες είναι σε σχέση με τον λήπτη (percipient). [Μια Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας]

Κουίζ

  1. Ο αντιυλισμός, αϋλοκρατία του Μπέρκλεϋ δεν προσπαθεί να αποδείξει…………………….

(α) Η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης από ο νους υλικής υπόστασης

(β) Καθιέρωση της πνευματικής βάσης όλης της πραγματικότητας (γ) Επιβεβαιώνοντας ότι όλα τα πράγματα οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα νου που αντιλαμβάνεται (δ) Το να είσαι είναι να είσαι αντιληπτή

  1. Η θεωρία που υποστηρίζει ότι τα αντικείμενα οφείλουν στην ύπαρξή τους νου που

το αντιλαμβανόμαστε είναι γνωστό ως ……………… [a] Immaterialism [b] Idealism [c] Subjectivism [d] Υποκειμενικός ιδεαλισμός

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για το Berkeley;

[α] Τα δεδομένα της αίσθησης είναι ψυχικά [b] Η ευχαρίστηση και ο πόνος είναι ψυχικά [γ] Εμείς σίγουρα γνωρίζουμε ότι τα υλικά σώματα δεν υπάρχουν [δ] Η ιδέα του υλικού ουσία οδηγεί σε σκεπτικισμό.

  1. Σύμφωνα με τον Berkeley, η ιδέα της υλικής υπόστασης, ανεξάρτητη

του ο νους μπορεί να οδηγήσει σε …………….. [a] Αθεϊσμός [b] Ανθρησκεία [γ] Σκεπτικισμός [ d] Υποκειμενικός ιδεαλισμός.

  1. Ποια από τα παρακάτω κατέχει το Berkeley;

[i] Οι πρωτεύουσες και οι δευτερεύουσες ιδιότητες ενώνονται άρρηκτα. [ii] Οι πρωταρχικές ιδιότητες υπάρχουν εκτός του νου και βρίσκονται επίσης στο νου. [iii] Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ιδέα μου για την επέκταση από την ιδέα του χρώματος και άλλες λεγόμενες δευτερεύουσες ιδιότητες. [iv] Οι ιδιότητες των υλικών αντικειμένων εξαρτώνται και υπάρχουν σε μια ουσία, που έχει αυτές τις ιδιότητες. [α] Και τα τέσσερα
[β] (i) και (iii)
[γ] (ii) και (iv) [d] (i), (ii) και (iii)

Κλειδί απάντησης

  1. [α]
  2. [δ]
  3. [γ]
  4. [δ]
  5. [β]

Εργασίες

  1. Συζητήστε τον αντιυλισμός, αϋλοκρατία του Μπέρκλεϋ
  2. Πώς ο Μπέρκλεϋ αντικρούει τη διάκριση μεταξύ πρωτοβάθμιας και

δευτερεύουσες ιδιότητες;

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία / /Hobbes to Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Πράσινο και Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Downing, Lisa, "George Berkeley", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Έκδοση Άνοιξης 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/berkeley/.

  1. Epistemology, Encyclopedia Britannica,

http://www.britannica.com/EBchecked/topic/190219/epistemology/11453/Ge ορτζ-Μπέρκλεϋ

  1. Flage, Daniel E, George Berkeley (1685-1753), Encyclopedia of

Φιλοσοφία, http://www.iep.utm.edu/berkeley/.

  1. George Berkeley, Encyclopedia Britannica,

http://www.britannica.com/EBchecked/topic/61987/George-Berkeley.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 17

Μπέρκλεϋ: Διάψευση των Αφηρημένων Ιδεών και Esse est Percipi

Λέξεις κλειδιά: Έμφυτες ιδέες, αφηρημένες ιδέες, ιδέες, υλική υπόσταση, υποκειμενικός ιδεαλισμός, σολιψισμός, υπέρτατη θέληση, Θεός.

Ο αντιυλισμός του Berkeley έχει τρία συστατικά· τη διάψευση της διάκρισης μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ιδιοτήτων, τη διάψευση της υλικής υπόστασης και τη διάψευση των αφηρημένων ιδεών. Εξετάσαμε τις δύο πρώτες στο προηγούμενο κεφάλαιο. Σε αυτό το κεφάλαιο θα συζητήσουμε τη διάψευση των αφηρημένων ιδεών που υποστηρίζουν ότι ο νους μπορεί να αρθρώσει αφηρημένες ιδέες. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι το δόγμα της αφηρημένης ιδέας, το οποίο εξηγεί πώς οι γενικοί όροι αποκτούν νόημα, είναι η πηγή κάθε φιλοσοφικής αμηχανίας και ψευδαίσθησης. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η ιδέα είναι η αιτία για την άποψη ότι τα εξωτερικά αντικείμενα έχουν πραγματική ύπαρξη διακριτή από το να γίνονται αντιληπτά. Ως εκ τούτου, η διάψευση του είναι το επόμενο βήμα για την άρνηση της θεωρίας του υλικού υποστρώματος. Ο Μπέρκλεϋ υποστηρίζει ότι η θεωρία των αφηρημένων ιδεών είναι ένα από τα πιο επιβλαβή λάθη του Λοκ, καθώς έχει γίνει η απόλυτη πηγή σκεπτικισμού στη φιλοσοφία. Το έργο του Μπέρκλεϋ Αρχές της ανθρώπινης γνώσης επιχειρεί να αντικρούσει την πεποίθηση ότι οι γενικοί όροι σημαίνουν αφηρημένες ιδέες.

Το Δόγμα του Λοκ για τις Αφηρημένες Ιδέες

Η θεωρία του Locke υποστηρίζει ότι ένας γενικός όρος αναφέρεται σε μια αφηρημένη γενική ιδέα. Για παράδειγμα, ο γενικός όρος «άνθρωπος» περιέχει όλες και μόνο εκείνες τις ιδιότητες που είναι κοινές σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Εξ ου και η αφηρημένη γενική ιδέα άνθρωπος αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Λοκ, οι ιδέες γίνονται γενικές διαχωρίζοντας από αυτές όλες τις άλλες ιδέες που τις καθορίζουν σε οποιαδήποτε καθέκαστη ύπαρξη. Όλες οι συνθήκες του χρόνου και του τόπου που την κάνουν μια καθέκαστη ύπαρξη διαχωρίζονται. Μια τέτοια αφηρημένη ιδέα μπορεί να αντιπροσωπεύει περισσότερα άτομα από ένα. Κατά τη διαμόρφωση τέτοιων ιδεών παραλείπουμε όλα τα συγκεκριμένα ατομικά χαρακτηριστικά και διατηρούμαι μόνο εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που διαθέτουν όλα τα μέλη. Υπό αυτή την έννοια, η αφαίρεση είναι μια διαδικασία παράλειψης διαφόρων στοιχείων σε μια ιδέα έτσι ώστε να ισχύει για περισσότερα από ένα άτομα ή τάξεις.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Λοκ υποστήριζε ότι ο νους είναι ικανός να αφαιρεί και να σχηματίζει τέτοιες αφηρημένες γενικές ιδέες. Μπορεί να διαχωρίσει το ένα από όλα τα άλλα που το κάνουν ενα καθέκαστο. Αυτή η αφηρημένη ιδέα αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό. Η ιδέα του υλικού υποστρώματος είναι μια τέτοια ιδέα. Όταν εφαρμόζουμε αυτή τη θεωρία για να αρθρώσουμε την ιδέα ενός Ανθρώπου, υποθέτουμε ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι έγχρωμα, αλλά δεν έχουν καθορισμένο χρώμα. Στη συνέχεια περιλαμβάνει μια γενική ιδέα για το χρώμα, αλλά όχι ένα ειδικό χρώμα όπως μαύρο ή λευκό ή καφέ ή κίτρινο. Έχει μέγεθος αλλά δεν έχει καθορισμένο μέγεθος. Ως εκ τούτου ο νους θα απογυμνώσει όλες τις εξατομικευτικές (particularizing) ποιότητες από μια οντότητα και θα δημιουργήσει μια νέα, εγγενώς γενική, αφηρημένη ιδέα.

Διάψευση των αφηρημένων ιδεών

Συμφωνείται γενικά, ότι οι ποιότητες ή οι οι τρόποι των πραγμάτων δεν υπάρχουν ποτέ πραγματικά χωριστά από μόνα τους, και χωρισμένα από όλα τα άλλα, αλλά αναμειγνύονται (mixed), σαν να λέγαμε, και αναμειγνύονται (blended) μαζί, πολλά στο ίδιο αντικείμενο. Αλλά μας λένε, ότι ο νους με το να μπορεί να εξετάσει την καθεμία ποιότητα μεμονωμένα, ή σε αφαίρεση από εκείνες τις άλλες ποιότητες με τις οποίες είναι ενωμένη, αρθρώνει για τον εαυτό του αφηρημένες ιδέες. … Όχι ότι είναι δυνατό να υπάρχει χρώμα ή κίνηση χωρίς έκταση: αλλά μόνο ότι ο νους μπορεί να αρθρώσει για τον εαυτό του με αφαίρεση την ιδέα του χρώματος χωρίς την έκταση και της κίνησης χωρίς το χρώμα και την έκταση. [Αρχές της ανθρώπινης γνώσης: (Εισαγωγή, §7)] Ο Μπέρκλεϋ βεβαιώνει ότι η ιδέα του ανθρώπου που αρθρώνω στον εαυτό μου πρέπει να είναι είτε λευκού, είτε μαύρου, ή καστανόξανθου, ίσιου, ή στραβού, ψηλού, ή κοντού ή μεσαίου μεγέθους ανθρώπου. Δεν μπορώ να αρθρώσω μια εικόνα του ανθρώπου που παραλείπει και περιλαμβάνει όλα τα καθέκαστα χαρακτηριστικά πραγματικών ατομικών ανθρώπων. Ο Berkeley υποστηρίζει ότι η εμπειρία μας είναι πάντα εμπειρία συγκεκριμένων καθέκαστων. Οταν συλλογίζομαι την ιδέα του ανθρώπου, η εικόνα που μου έρχεται στο νου είναι αυτή ενός καθορισμένου σχήματος, χρώματος και άλλες ποιότητες. Δεν μπορούμε να αρθρώσουμε την ιδέα της κίνησης, χωριστά από την κίνηση του σώματος, και που δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε αργή, ούτε καμπυλόγραμμη ούτε ευθύγραμμη. Και πάλι, δεδομένου ότι χρησιμοποιούμε ένα όνομα ή ένα σημείο για όλες τις καθέκαστες ιδέες του ίδιου είδους, καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια γενική ή αφηρημένη ιδέα που αντιστοιχεί σε αυτήν. Αλλά ο Μπέρκλεϋ ισχυρίζεται ότι, στην πραγματικότητα, είναι απλώς ένα όνομα. Τέτοιες υποτιθέμενες αφηρημένες ιδέες δεν είναι απαραίτητες για την επικοινωνία ούτε για τη διεύρυνση των γνώσεών μας. Εξετάζει την αφηρημένη ιδέα της υλικής υπόστασης, που αναφέρεται στην ιδέα ενός κόσμου χωρίς το νου και στην ιδέα ενός πραγματικού κόσμου της ύλης ανεξάρτητα από το νους που τον αντιλαμβάνεται. Εδώ πρέπει κανείς να διαχωρίσει όλα τα αισθητά αντικείμενα από το ότι γίνονται αντιληπτά, και έτσι να συλλάβει την ύλη ως υπάρχουσα μη αντιληπτή. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε κανένα αισθητό πράγμα ή αντικείμενο, χωριστά από την αίσθηση ή την αντίληψη του.

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Berkeley υποστηρίζει ότι, μπορούμε να έχουμε γενικές ιδέες, αλλά όχι αφηρημένες γενικές ιδέες. Κάθε γενική ιδέα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μια καθέκαστη ιδέα που χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ολόκληρη ομάδα. Όλες οι ιδέες είναι εικόνες. Δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα μιας αφηρημένης γενικής ιδέας, όπου κάτι υποτίθεται ότι δεν έχει καμία ειδική ποιότητα. Σύμφωνα με τον Berkeley, οποιαδήποτε εικόνα μπορούμε να σχηματίσουμε θα αφορά ένα καθέκαστο, το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε. Η αντίληψή μας είναι η βάση σχηματισμού μιας τέτοιας ιδέας. Αυτή η διάψευση οδηγεί στη διάψευση της ιδέας ενός στηρίγματος των αισθητών ποιοτήτων. Ο Μπέρκλεϋ υποστηρίζει έτσι ότι τα πάντα υπάρχουν λόγω του ότι γίνονται αντιληπτά από το νου, και κηρύσσει την ψυχική φύση της πραγματικότητας.

Μπέρκλεϋ και ο εξωτερικός κόσμος

Αν και διαψεύδει την έννοια της υλικής υπόστασης, ο Μπέρκλεϋ δεν αρνείται την ύπαρξη συνηθισμένων αντικειμένων όπως δέντρα, μήλα και βιβλία, αλλά παρέχει μόνο έναν αντιυλιστικό λογαριασμό τέτοιων αντικειμένων. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει υλικός κόσμος, αλλά υπάρχει ένας φυσικός κόσμος των συνηθισμένων αντικειμένων. Βεβαιώνει ότι αυτός ο φυσικός κόσμος εξαρτάται από το νου, καθώς αποτελείται από ιδέες, των οποίων η ύπαρξη συνίσταται στο να γίνονται αντιληπτές. Όλες οι ποιότητες των αντικειμένων εξαρτώνται από τις αισθήσεις. Επομένως, τα αντικείμενα δεν υπάρχουν ανεξάρτητα του νου. Ο Μπέρκλεϋ υποστηρίζει έτσι την εξάρτηση των ιδεών από το νου, και υποστηρίζει ότι οι σκέψεις, τα πάθη, οι εικόνες της φαντασίας κ.λπ., δεν υπάρχουν χωρίς το νου. Ισχυρίζεται ότι και οι αισθήσεις υπάρχουν στο νου και η ύπαρξή τους συνίσταται στο να γίνονται αντιληπτές ή γνωστές από το νου. Για παράδειγμα, ότι το στυλό που χρησιμοποιώ για να γράψω υπάρχει σημαίνει ότι μπορώ να το δω και να το αισθανθώ. Ως εκ τούτου, συμπεραίνει ο Μπέρκλεϋ, esse est percipi, το να είσαι σημαίνει να είσαι αντιληπτό (to be is to be perceived). Αλλά αν όλα στο δωμάτιό μου υπάρχουν επειδή τα αντιλαμβάνομαι ή τα βλέπω και τα αισθάνομαι, τότε τι θα τους συμβεί αν βγω από αυτό το δωμάτιο και πάψω να τα αντιλαμβάνομαι; Ο Μπέρκλεϋ λέει ότι, εξακολουθούν να υπάρχουν, γιατί αν ήμουν σε αυτό το δωμάτιο μπορεί να τα αντιλαμβανόμουν. Υποστηρίζει ότι είναι ακατανόητο να πει κανείς ότι τα πράγματα υπάρχουν όταν κανένας νους δεν τα αντιλαμβάνεται. Το να υπάρχεις σημαίνει να γίνεσαι αντιληπτό από ένα νου και να είσαι στο νου. Το είναι ενός πράγματος μπορεί να εξισωθεί με το είναι του αντιληπτό από ένα νου. Η θεωρία του Μπέρκλεϋ φαίνεται λοιπόν να θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη του νου, όπου ο τελευταίος νοείται ως κάτι που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται ιδέες. Ο νους είναι η οντότητα που θέλει, φαντάζεται και θυμάται ιδέες. Είναι μια ενεργής υπόσταση που στηρίζει ή

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αντιλαμβάνεται ιδέες. Αλλά ο ίδιος ο νους δεν μπορεί να είναι ιδέα, καθώς οι ιδέες είναι παθητικές. Ως εκ τούτου εκτός από τις παθητικές ιδέες που λαμβάνουμε, υπάρχει ενεργητικός νους/ψυχή/πνεύμα. Η ύπαρξή του συνίσταται στην αντίληψη ιδεών και στη σκέψη. Οι ιδέες είναι αδρανή, φευγαλέα, εξαρτημένα όντα και δεν υφίστανται από μόνες τους. Υποστηρίζονται ή υπάρχουν σε, νόες ή πνευματικές υποστάσεις. Ο νους είναι ενεργός και είναι μια αδιαίρετη υπόσταση, και δεν μπορούμε να έχουμε ιδέα για αυτόν, καθώς είναι το πράγμα που έχει ιδέες. Αυτή η θέση του Μπέρκλεϋ οδηγεί σε μια μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού και σολιψισμού. Αν όλα που υπάρχουν είναι μια ιδέα στο νου, τότε αυτό οδηγεί σε σολιψισμό. Φαίνεται να υποδηλώνει ότι αν σταματήσω να υπάρχω, και ο κόσμος φτάνει στο τέλος του, και υπάρχουμε εγώ και οι ιδέες μου μόνο! Ο κόσμος είναι στο νου μου καθώς ο νους μου δημιουργεί τον κόσμο! Ο Μπέρκλεϋ οραματίζεται την επίλυση τέτοιων ζητημάτων εισάγοντας την έννοια του Θεού. Ελπίζει ότι αυτή η ιδέα επιλύει την απειλή του σολιψισμού. Τα πράγματα οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα νου και όταν όλοι οι πεπερασμένοι νόες πάψουν να υπάρχουν, ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει στον αιώνιο νου, που είναι ο νους του Θεού. Υποστηρίζει ότι, αν δεν τα αντιλαμβάνομαι εγώ, τότε κάποιος άλλος νους θα πρέπει να τα αντιλαμβάνεται. Αν δεν υπάρχει κανείς να τα αντιληφθεί, τότε υπάρχει ο αιώνιος νους, ή ο νους του Θεού, που αντιλαμβάνεται τα πάντα ταυτόχρονα. Η ύπαρξη του Θεού διασφαλίζεται επίσης με την σύλληψη του Θεού ως της ασώματης αντικειμενικής αιτίας των αισθήσεων ή των ιδεών στο νου μου. Οι αισθήσεις πρέπει να έχουν μια εξωτερική πηγή, καθώς εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να είμαι ο δημιουργός τους. Εφόσον η υλική υπόσταση δεν υπάρχει, η αιτία πρέπει να είναι μια πνευματική οντότητα, που είναι ο Θεός. Εξάλλου, η αντικειμενικότητα, η τάξη, η σημασία και η αναγκαιότητα των ιδεών μας υποδηλώνουν μια ενεργή ευφυή υπόσταση ως την αιτία τους. Ο Θεός είναι επομένως, η υπέρτατη Θέληση ή Πνεύμα που παράγει τις αισθήσεις και τις ιδέες μέσα στο νου μου. Όντας η υπέρτατη ευφυΐα, καθορίζει τη σειρά που θα ακολουθήσουν οι ιδέες μας όταν εμείς έχουμε αισθήσεις. Οι ιδέες και οι αισθήσεις επιδεικνύουν σταθερότητα, τάξη και συνοχή που δείχνουν τη σοφία και την καλοσύνη του υπέρτατου ευφυούς δημιουργού τους. Στη φύση βρίσκουμε σύνδεση μεταξύ των συμβάντων και ως εκ τούτου μια κανονικότητα και τάξη —που ονομάζουμε νόμους της φύσης— με όρους της σύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών ιδεών που έχουμε. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι το σύμπαν είναι καλά διατεταγμένο. Σύμφωνα με τον Berkeley, ο Θεός το εγκαθιδρύει αυτό, καθώς εγείρει σε μας διαφορετικές ιδέες σε μια ορισμένη τάξη. Για παράδειγμα, έχει συνδέσει με την ιδέα της τροφής (food) την ιδέα της θρέψης (nourishment).

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

με την ιδέα του ύπνου, την ιδέα της ανανέωσης· με την οπτική αίσθηση της φωτιάς, τη σωματική αίσθηση της ζεστασιάς. Με αυτόν τον απολογισμό, ο Μπέρκλεϋ δίνει μια πολύ διαφορετική εξήγηση της αιτιότητας. Σύμφωνα με αυτόν, αιτιώδης σχέση σημαίνει την αντίληψη μιας ορισμένης αναγκαίας μορφής σύνδεσης ανάμεσα στις ιδέες μας. Από αυτό, τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι ιδέες ή τα πράγματα προκαλούν το ένα το άλλο. Ένας κριτικός μπορεί να αναρωτηθεί, εάν όταν έχουμε πόνο λέμε ότι έχουμε μια ιδέα του πόνου. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπέρκλεϋ λέει ότι πρέπει να σκεφτόμαστε με τους μορφωμένους (learned) και να μιλάμε με τους αγοραίους/χυδαίους (vulgar). Ο εμπειρισμός του Μπέρκλεϋ αποκαλείται συχνά ως υποκειμενικός ιδεαλισμός. Αλλά δεν είναι σολιψιστής, για τον οποίο υπάρχει μόνο ο νους μου και το περιεχόμενό του. Θεωρεί ότι οι ιδέες που ο νους έχει, υπάρχουν αντικειμενικά. Αποτυπώνονται στις αισθήσεις από τον ίδιο τον Θεό και ως εκ τούτου υπάρχουν πραγματικά. Αλλά δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί ότι αυτές οι ιδέες μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το νου. Με άλλα λόγια, ο Μπέρκλεϋ θα υποστήριζε ότι τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με την αίσθηση δεν παράγονται από μέσα από τον ίδιο το νου, αλλά αποτυπώνονται από ένα Πνεύμα, που είναι ο Θεός. Αλλά χρειάζονται τον/τους νου/νόες για να έχουν οποιαδήποτε πραγματικότητα. Υπάρχουν επειδή ένας νους τα αντιλαμβάνεται, Το να είσαι είναι να γίνεσαι αντιληπτό.

Κουίζ

  1. Ποιο από τα παρακάτω κατέχει το Berkeley;

(α) Οι αφηρημένες ιδέες είναι έμφυτες στο νου (β) Μπορούμε να έχουμε γενικές ιδέες, αλλά όχι αφηρημένες γενικές ιδέες (γ) Η αφηρημένη ιδέα αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό (δ) Η ιδέα του το υλικό υπόστρωμα είναι μια αφηρημένη ιδέα.

  1. Ποιο δεν το κατέχει το Μπέρκλεϋ;

(α) Η εμπειρία μας βασίζεται πάντα σε συγκεκριμένα στοιχεία (β) Δεν χρειάζονται αφηρημένες ιδέες για την επικοινωνία ούτε για τη διεύρυνση των γνώσεών μας (γ) Η ύλη υπάρχει μη αντιληπτό (δ) Δεν μπορούμε να συλλάβουμε κανένα αισθητό πράγμα ή αντικείμενο, διαφορετικό από το αίσθηση ή αντίληψη αυτού.

  1. Γιατί σύμφωνα με τον Berkeley, δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα του

ένας αφηρημένος γενικός ιδέα; (α) Επειδή σε μια αφηρημένη γενική ιδέα κάτι υποτίθεται ότι είναι κατέχοντας αρ συγκεκριμένες ιδιότητες (β) Επειδή ο νους ξέρει τα πάντα από η αρχή
(γ) Οι αφηρημένες ιδέες έχουν αναλυτικό χαρακτήρα. (δ) Αφηρημένες γενικές ιδέες είναι περίπου καθολικές οντότητες

  1. Σύμφωνα με τον Berkeley, ο νους είναι:

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Κάτι που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται ιδέες (β) Μια οντότητα που θέλει, φαντάζεται και θυμάται για ιδέες. (γ) Ο ίδιος δεν μπορεί να είναι ιδέα (δ) Είναι ουσιαστικά ένα παθητικό ουσία.

  1. Σύμφωνα με τον Berkeley, οι ιδέες είναι:

(i) Αδρανή και φευγαλέα (ii) Διατηρούνται ανεξάρτητα από μόνα τους (iii) Είναι μυαλό- ανεξάρτητοι (iv) Υποστηρίζονται ή υπάρχουν σε, μυαλά ή πνευματικά ουσίες.
(α) (i) και (ii) (β) (i) μόνο (γ) (i) και (iv) (δ)
(ΡΕ)
Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [γ]
  3. [α]
  4. [δ]
  5. [γ]

Εργασίες

  1. Συζητήστε τη διάψευση του Μπέρκλεϋ εάν είναι αφηρημένες ιδέες.
  2. Εξηγήστε την έννοια του Θεού στην οφιλοσοφία του Μπέρκλεϋ.

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία Χομπς προς / /Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the

Μεγαλύτερο / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press,

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co.,

Πόροι Ιστού

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Downing, Lisa, "George Berkeley", /The Stanford Encyclopedia of

Φιλοσοφία /(Άνοιξη Έκδοση 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/berkeley/.

  1. Epistemology, Encyclopedia Britannica,

http://www.britannica.com/EBchecked/topic/190219/epistemology/11453/George- Μπέρκλεϋ

  1. Flage, Daniel E, George Berkeley (1685-1753), Encyclopedia of

Φιλοσοφία, http://www.iep.utm.edu/berkeley/.

  1. George Berkeley, Encyclopedia Britannica,

http://www.britannica.com/EBchecked/topic/61987/George-Berkeley.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 18

Ντέιβιντ Χιουμ: Θεωρία της Γνώσης

Λέξεις-κλειδιά

Εμπειρισμός, σκεπτικισμός, προσωπική ταυτότητα, αναγκαία σύνδεση, αιτιώδης σύνδεση, επαγωγή, εντυπώσεις, ιδέες.

Ο DAVID HUME (1711-76) είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους, γιατί ανέπτυξε στο λογικό της συμπέρασμα την εμπειρική φιλοσοφία του Locke και του Berkeley, και κάνοντας την αυτοσυνεπή την έκανε απίστευτη. Αντιπροσωπεύει, κατά μία έννοια, ένα αδιέξοδο: στην κατεύθυνσή του, είναι αδύνατο να προχωρήσουμε παραπέρα. [Ράσελ, A History of Western Philosophy, σελ. 659]

Μία από τις θεμελιώδεις παραδοχές της εμπειρικής σχολής είναι η πεποίθηση αυτή η γνώση συνδέεται με τις ιδέες που έχει ο νους. Είδαμε πώς ο Λοκ είχε αναπτύξει τη δική του θεωρία του ιδεασμού της γνώσης (ideation theory of knowledge) που βασίζεται σε αυτή την υπόθεση. Νόμιζε ότι υπάρχει ένας κόσμος έξω από το νου μας από όπου παίρνουμε τις ιδέες μέσω των αισθήσεων. Ο Μπέρκλεϋ είχε επικρίνει τη θέση αυτή και είχε επισημάνει ότι είμαστε βέβαια μόνο για τις δικές μας ιδέες και όχι για τις εξωτερικές πηγές τους. Υποστήριξε έτσι την ουσιαστική ψυχική φύση του κόσμου, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, τα πάντα στον κόσμο εξαρτώνται από το να γίνονται αντιληπτά από ένα νου. Απορρίπτει έτσι τη θέση που διεκδικεί την ανεξάρτητη ύπαρξη του υλικού κόσμου, και απέδειξε πόσο λανθασμένες είναι οι αντιλήψεις του Λοκ για την υλική υπόσταση και η διάκρισή του μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων.

Ο David Hume, ο τρίτος μεταξύ των μεγάλων Βρετανών εμπειριστών φιλοσόφων, ξεκίνησε επίσης τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του με αυτές τις θεμελιώδεις εμπειριστικές ενοράσεις. Αποδέχεται την εμπειρική θεωρία της προέλευσης της γνώσης που προτείνει ο Λοκ και επίσης το δόγμα esse est percipi του Berkeley. Από αυτές τις βασικές παραδοχές συμπεραίνει μια ριζοσπαστική μορφή εμπειρισμού που αφήνει χώρο για σκεπτικισμό και ακόμη και μηδενισμό.

Ο Χιουμ υποστηρίζει ότι όλες οι επιστήμες έχουν σχέση με την ανθρώπινη φύση και ως εκ τούτου είναι σημαντικό να μελετήσουμε την ανθρώπινη φύση με μια επιστήμη του ανθρώπου ή την ηθική φιλοσοφία. Βεβαιώνει ότι μόνο με αυτήν την επιστήμη μπορούμε να δώσουμε γερές βάσεις στις άλλες επιστήμες. Αυτή η επιστήμη, όπως και οι Νευτώνειες φυσικές επιστήμες, θα έπρεπε να χρησιμοποιεί την πειραματική μέθοδο του συλλογισμού και θα έπρεπε να βασίζεται στην εμπειρία και την παρατήρηση. O Χιουμ υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση είναι το κέντρο των επιστημών και η επιστήμη του

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ανθρώπου πρέπει να επιχειρήσει να την κατανοήσει. Θα πρέπει να διερευνήσει τη φύση της ανθρώπινης κατανόησης και να αναλύσει τις δυνάμεις και τις ικανότητες της ανθρώπινης κατανόησης. Το πιο σημαντικό, διερευνά την προέλευση και τη φύση της γνώσης.

Όπως προαναφέρθηκε, η επιστήμη του ανθρώπου θα πρέπει να ακολουθεί την πειραματική μέθοδο των νέων επιστημών για τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Θα πρέπει να παρατηρεί τις ψυχολογικές διεργασίες του ανθρώπου, και της ηθικής του συμπεριφοράς, και θα πρέπει να προσπαθήσει να ανακαλύψει τις αρχές και τις αιτίες. Όπως και οι φυσικές επιστήμες, έτσι και αυτή η επιστήμη θα πρέπει να ξεκινά με τα εμπειρικά δεδομένα και να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της επαγωγής (method of induction). Θα πρέπει να συλλέγει δεδομένα που αποκτήθηκαν από την ενδοσκόπηση και την παρατήρηση της ανθρώπινης ζωής και συμπεριφοράς.

Η προέλευση της γνώσης

Το έργο του Hume οραματίζεται την εξέταση των περιεχομένων του νου ή τις αντιλήψεις, οι οποίες προέρχονται από την εμπειρία. Αποφασίζει να εμβαθύνει στα εμπειριστικά θεμέλια της γνώσης και υποστηρίζει ότι οι αντιλήψεις, που αποτελούν τη βάση της εμπειρικής γνώσης μπορούν να χωριστούν περαιτέρω σε εντυπώσεις (impressions) και ιδέες. Οι εντυπώσεις και οι ιδέες είναι τα πραγματικά δομικά στοιχεία όλης της γνώσης μας. Οι εντυπώσεις περιλαμβάνουν τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που είναι δυνατά και ζωντανά (strong and vivid) και αποτελούν είτε εντυπώσεις της αίσθησης, που προέρχονται από τις αισθήσεις μας, είτε εντυπώσεις αναστοχασμού που προέρχονται από την εμπειρία του νου μας. Από την άλλη πλευρά, οι ιδέες σχετίζονται με τη σκέψη και περιλαμβάνουν έννοιες, πεποιθήσεις, αναμνήσεις, νοητικές εικόνες κλπ. που προέρχονται από, και είναι αντίγραφα των εντυπώσεων, και ως εκ τούτου είναι σχετικά αχνές και ασαφείς (faint and unclear). Ο Χιουμ θεωρεί τα χρώματα και τις οσμές ως ιδέες της αίσθησης, και η ιδέα ενός συναισθήματος αντιμετωπίζεται ως ιδέα αναστοχασμού.

Η διαφορά μεταξύ εντυπώσεων και ιδεών είναι μια διαφορά δύναμης (forcefulness) και ζωηρότητας. Σε αντίθεση με τις εντυπώσεις, οι ιδέες είναι λιγότερο ισχυρές/εξαναγκαστικές (forcible) και λιγότερο ζωηρές και είναι ασαφή αντίγραφα των εντυπώσεων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Hume, όταν ακούμε μουσική, έχουμε εντυπώσεις και όταν θυμόμαστε τη μουσική που έχουμε ακούσει, έχουμε ιδέες. Με άλλα λόγια, οι εντυπώσεις είναι οι αισθήσεις, τα πάθη και τα συναισθήματά μας, καθώς κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην ψυχή. Έχουμε εντυπώσεις όταν ακούμε ή βλέπουμε ή αισθανόμαστε ή αγαπάμε ή μισούμε ή επιθυμούμε ή θέλουμε. Όλες οι σκέψεις και οι ιδέες μας είναι οι αντίγραφα αυτών των ζωηρών εντυπώσεων.

Η έννοια της εντύπωσης βρίσκεται επομένως στο κέντρο της αντίληψης του Hume για τη γνώση. Υποστηρίζει ότι όλη η γνώση δημιουργείται με τη σύνθεση, τη μετάθεση,

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την αύξηση ή τη μείωση των εντυπώσεων, και δεδομένου ότι οι ιδέες είναι αντίγραφα των εντυπώσεων, όπου δεν υπάρχει εντύπωση, δεν υπάρχει ιδέα. Για παράδειγμα, ένας τυφλός δεν έχει την έννοια του χρώματος.

Η διαδικασία μπορεί να εξηγηθεί με τον ακόλουθο τρόπο. Ολόκληρο το ανθρώπινο σύστημα γνώσης ξεκινά με τις εντυπώσεις. Υπάρχουν εντυπώσεις αισθήσεων, που προκύπτουν από άγνωστες πηγές, και εντυπώσεις αναστοχασμού, που προέρχονται από τις ιδέες που έχουμε. Η εντύπωση οποιασδήποτε αίσθησης όπως το κρύο μπορεί να συνοδεύεται από έναν πόνο, το αντίγραφο του οποίου διατηρείται από το νου ως ιδέα. Αυτή μπορεί να δημιουργήσει μια νέα εντύπωση αποστροφής, η οποία είναι μια εντύπωση αναστοχασμού, που με τη σειρά της θα αντιγραφεί από τη μνήμη και τη φαντασία και θα γίνει ιδέα. Η διαδικασία συνεχίζεται για να συστήσει το ανθρώπινο σύστημα γνώσης.

Ο Χιουμ μιλά τώρα για μια διαδικασία που ονομάζεται συνειρμός των ιδεών, όπου απλές ιδέες συνδυάζονται για να παράξουν σύνθετες ιδέες. Αυτή είναι η διαδικασία που μας μεταφέρει από τις εντυπώσεις στη γνώση. Ο Χιουμ υποστηρίζει ότι για καθεμία εντύπωση υπάρχει μια αντίστοιχη ιδέα και στον συνειρμό των ιδεών αυτές οι απλές ιδέες συνδυάζονται. Με αυτή την έννοια λέει ότι οι σύνθετες ιδέες αποτελούνται από υλικά που παρέχονται από τις εντυπώσεις. Αλλά η διαδικασία της ένωσης δεν συνίσταται απλώς στο συνδυασμό απλών ιδεών. Αντίθετα, οι ιδέες συνδέονται μεταξύ τους με όρους των αρχών της ομοιότητας (resemblance), της γειτνίασης σε χρόνο και τόπο (contiguity in time and place) και αιτίας και αποτελέσματος (cause and effect). Επομένως, στο σχηματισμό σύνθετων ιδεών, οι ιδέες ή οι σκέψεις μας παρουσιάζουν μια κανονικότητα, καθώς εισάγονται η μία μετά την άλλη όχι απότομα, αλλά με ένα τακτικό τρόπο. Για παράδειγμα, μια πληγή ανακαλεί την ιδέα του πόνου υποδηλώνοντας μια αιτιώδη σχέση. Ο Hume υποστηρίζει έτσι ότι οι σύνθετες ιδέες σχηματίζονται από το συνειρμό των ιδεών σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές.

Ο συνειρμός των ιδεών λειτουργεί έτσι ως ενοποιητική αρχή μεταξύ των ιδεών. Αντιπροσωπεύει κάποια συνδετική ποιότητα με την οποία μια ιδέα εισάγει φυσικά μια άλλη. Περιγράφεται ως μια ήπια δύναμη (gentle force) που εισάγει συνδέσεις και τάξη. Είναι μια έμφυτη δύναμη ή παρόρμηση στον άνθρωπο που κάνει τα ανθρώπινα όντα να συνδυάζουν μαζί ορισμένους τύπους ιδεών.

Όταν εξετάσουμε περαιτέρω την έννοια της γνώσης του Hume, η ιδέα των σχέσεων χρειάζεται βαθύτερη ανάλυση. Ο Χιουμ λέει ότι όλος ο συλλογισμός μας ασχολείται με τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα και τέτοιες σχέσεις είναι τα αντικείμενα του ανθρώπινου λόγου ή έρευνας. Ο Χιουμ μιλά βασικά για δύο τύπους σχέσεων: τις σχέσεις των ιδεών (relations of ideas) και τα γεγονότα (matters of fact).

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Στις επιστήμες της γεωμετρίας, της άλγεβρας και της αριθμητικής ασχολούμαστε με σχέσεις ιδεών. Η αλήθεια των προτάσεων που αποτελούν αυτές τις επιστήμες είναι ανεξάρτητες ερωτήσεων για την ύπαρξη και του τι συμβαίνει στον κόσμο (what is the case in the world). Είναι άρα απολύτως βέβαιες καθώς οι σχέσεις που βεβαιώνουν είναι αναγκαίες. Σε τέτοιες επιστήμες κάθε βεβαίωση που γίνεται είναι είτε εποπτικά είτε αποδεικτικά βέβαιη, καθώς η αλήθεια αυτών των προτάσεων εξαρτάται από τις σχέσεις μεταξύ ιδεών ή από τις σημασίες ορισμένων συμβόλων. Με άλλα λόγια, η αλήθεια των προτάσεων αυτών των επιστημών εξαρτάται από τις σημασίες των όρων, και δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευστούν από την εμπειρία. Έχουν τυπικό χαρακτήρα (formal in nature). Για παράδειγμα, το Πυθαγόρειο Θεώρημα το λέει ότι σε ένα τρίγωνο, το τετράγωνο της υποτείνουσας είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών. Εδώ η αλήθεια του δεν είναι θέμα εμπειρίας.

Από την άλλη οι σχέσεις των γεγονότων δεν είναι γνωστές a priori και ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει γνωστές μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας. Δεν είναι ούτε εποπτικά ούτε αποδεικτικά βέβαιες, και ως εκ τούτου δεν ανακαλύπτονται μόνο με τη σκέψη. Επομένως, οι προτάσεις που εκφράζουν γεγονότα είναι ενδεχόμενες (contingent). Η αλήθεια τους εξαρτάται από το τι συμβαίνει (what is the case). Όλες εκείνες οι προτάσεις που αρθρώνουν αιτιώδεις σχέσεις είναι παραδείγματα τέτοιων κρίσεων γεγονότων (judgements of matters of fact). Για παράδειγμα, η φωτιά προκαλεί ζεστασιά. Αυτή η κρίση βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, δηλ. φωτιά και ζεστασιά. Ο Χιουμ αμφισβητεί αυτήν την υπόθεση και ρωτά από ποια εντύπωση ή εντυπώσεις προκύπτει η ιδέα της αιτιότητας. Υποστηρίζει ότι η ιδέα της αιτιότητας προέρχεται από κάποια σχέση μεταξύ των αντικειμένων και όχι από καμία εγγενή ποιότητα αυτών των πραγμάτων που ονομάζουμε αιτίες. Καμία τέτοια κοινή ποιότητα δεν είναι ανιχνεύσιμη στις λεγόμενες αιτίες των πραγμάτων. Εξ ου και η δική μας εμπειρία είναι η βάση της πίστης στην αιτιώδη σχέση.

Ο Hume εξετάζει τρία στοιχεία της σχέσης αιτιότητας. γειτνίαση, χρονική προτεραιότητα (temporal priority) και αναγκαία σύνδεση. Αντικείμενα που νοούνται ως αιτία και αποτέλεσμα είναι άμεσα ή έμμεσα συνεχόμενα. Με βάση αυτό υποθέτουμε ότι συνδέονται αιτιωδώς. Και πάλι δύο πράγματα συνδέονται αιτιακά όταν αυτά εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο και αυτό που εμφανίζεται πρώτο νοείται ως η αιτία και αυτό που ακολουθεί είναι το αποτέλεσμα. Η αιτία πρέπει να είναι χρονικά πριν από το αποτέλεσμα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη σχέση είναι η αναγκαία σύνδεση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Ο Hume λέει ότι η γειτνίαση ή η χρονική προτεραιότητα δεν εγκαθιδρύουν την απαραίτητη αιτιακή σχέση, καθώς ακριβώς επειδή δύο γεγονότα είναι συνεχόμενα ή το ένα

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ακολουθεί το άλλο, δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι συνδέονται αιτιακά. Ως εκ τούτου, ο μοναδικός παράγοντας που φαίνεται να στηρίζει την αιτιότητα είναι η αναγκαία σύνδεση.

Και εδώ ο Χιουμ εγείρει αντίρρηση καθώς αναρωτιέται από ποια εντύπωση ή εντυπώσεις προέρχεται η ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης. Πώς δικαιολογούμε το ότι τα πράγματα που δημιουργούνται έχουν αιτίες; Σε ποια βάση συνδέουμε αναγκαία μια συγκεκριμένη αιτία με ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα; Ο Χιουμ λέει ότι ο ισχυρισμός ότι όλα έχουν μια αιτία δεν είναι ούτε εποπτικά βέβαιος ούτε είναι ευαπόδεικτος (demonstrable). Αυτό που εμείς βλέπουμε είναι ότι ένα αντικείμενο ή ένα συμβάν, που ήταν ανύπαρκτο, έρχεται ξαφνικά σε ύπαρξη. Παρατηρούμε ότι ένα άλλο πράγμα ή συμβάν προηγείται της εμφάνισής του σε όλες τις περιπτώσεις εμφάνισης του. Στη συνέχεια συμπεραίνουμε ότι υπάρχει κάποια αναγκαία σύνδεση μεταξύ του προγενέστερου και του επακόλουθου. Η πίστη μας στην αιτιότητα, επομένως, προκύπτει από την εμπειρία και την παρατήρηση.

Υπάρχουν δύο σημαντικοί παράγοντες που επιβεβαιώνουν την αιτιώδη σχέση. Πρώτον, εάν οτιδήποτε άρχισε να υπάρχει χωρίς αιτία, θα είχε προκαλέσει τον εαυτό του, κάτι που είναι αδύνατο και δεύτερον, ένα πράγμα, που δημιουργήθηκε χωρίς αιτία, θα είχε προκληθεί από το τίποτα και το τίποτα δεν μπορεί να είναι η αιτία για οτιδήποτε. Ο Χιουμ επικρίνει αυτά τα επιχειρήματα λέγοντας ότι συνιστούν λήψη του ζητουμένου (beg the question). Προϋποθέτουν την εγκυρότητα της ίδιας της αρχής που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν, δηλαδή, ότι οτιδήποτε αρχίζει να υπάρχει πρέπει να έχει μια αιτία.

Ο Hume βεβαιώνει έτσι ότι η αιτιώδης σχέση δεν είναι ζήτημα λογικής αναγκαιότητας. Ούτε είναι αποτέλεσμα εποπτείας. Ο Χιουμ θέλει να εστιάζουμε μόνο στις εντυπώσεις και τις ιδέες που έχουμε, και το να υποθέτουμε την ύπαρξη οτιδήποτε πέρα ​​από αυτές είναι σαν να εισερχόμαστε σε μια χωρίς νόημα μεταφυσική. Διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση μεταξύ των αντικειμένων και κανένα αντικείμενο δεν συνεπάγεται την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου. Κάθε ιδέα είναι ανεξάρτητη και δεν συνδέεται με καμία άλλη ιδέα και έχουμε πρόσβαση μόνο σε αυτές.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βάση της αιτιότητας είναι η εμπειρία μας. Συμπεραίνουμε την ύπαρξη ενός αντικειμένου από ένα άλλο από την εμπειρία, όπως βλέπουμε μια συχνή σύνδεση δύο αντικειμένων. Για παράδειγμα, βλέπουμε τη φλόγα και την αίσθηση της θερμότητας. Τα αντικείμενα που πιστεύουμε ότι συνδέονται αιτιακά, παρουσιάζουν κανονικότητα στην εμφάνισή τους. Εμφανίζονται σε μια τακτική επαναλαμβανόμενη σειρά γειτνίασης και διαδοχής. Τα σχετίζουμε λοιπόν ως αιτία και αποτέλεσμα, και συμπεραίνουμε την ύπαρξη του ενός από αυτή του άλλου. Ο Hume βεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν εντυπώσεις για την ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης. Ούτε ο σταθερός

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συνδυασμός ούτε η παρατήρηση κανονικών ακολουθιών ή αιτιακών συνδέσεων υποδηλώνει μια αιτιακή σχέση με βεβαιότητα. Δεν αντιλαμβανόμαστε καμία αναγκαία σχέση. Με άλλα λόγια, οι ιδέες των γεγονότων δεν παρέχουν καμία αναγκαία γνώση. Ο Χιουμ λέει ακόμη ότι δεν είναι αναγκαίο να ανατείλει ο ήλιος αύριο. Η αναγκαιότητα είναι το αποτέλεσμα της παρατήρησης πολλών περιπτώσεων σταθερής σύνδεσης και είναι ο νους που το αποδίδει αυτό στον κόσμο. Είναι μόνο μια εσωτερική εντύπωση του νου. Η αναγκαιότητα στον κόσμο των γεγονότων είναι το αποτέλεσμα της τάσης του ανθρώπινου νου να αποδίδει κανονικότητα και τάξη από έθιμο και συνήθεια. Προκαλείται από έθιμο ή συνειρμό, να περάσει από ένα παρατηρούμενο πράγμα σε ένα άλλο που σταθερά συνδέεται με αυτό. Ο Χιουμ εξηγεί έτσι την αιτιότητα καθαρά με ψυχολογικούς όρους. Η αιτιακή σχέση είναι η ψυχολογική επίδραση της παρατήρησης περιπτώσεων σταθερής σύνδεσης. Αποδίδεται στην τάση του νου να περνά με φυσικό τρόπο από τη μια ιδέα στην άλλη ή από μια εντύπωση σε μια ιδέα. Σε αυτή τη διαδικασία λόγω του εθίμου, ο νους περνάει πέρα από την εμπειρία, και περιμένει ότι κάθε συμβάν θα έχει κάποια αιτία· πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν αναίτια συμβάντα.

Στην κριτική του για την ικανότητα του νου να αποκτά γνώση, ο Hume απορρίπτει την εγκυρότητα του επαγωγικού συμπεράσματος. Λέει ότι η επαγωγή είναι η διαδικασία του συμπερασμού από προηγούμενες εμπειρίες συνεχούς σύνδεσης δύο αντικειμένων με παρόντα ή μελλοντικά συμβάντα. Η αρχή της επαγωγής δεν μπορεί να συναχθεί λογικά από την εμπειρία, καθώς περιλαμβάνει ένα άλμα από τις παρατηρούμενες περιπτώσεις στο μη παρατηρήσιμο, που είναι αβέβαιο. Ως εκ τούτου, τα επαγωγικά συμπεράσματα δεν είναι λογικά αναγκαία. Θα δούμε περισσότερα από αυτά τα θέματα στο επόμενο κεφάλαιο. Εν ολίγοις, ο Hume υποστηρίζει τον σκεπτικισμό του κόσμου, του εαυτού και της προσωπικής ταυτότητας. Αντικρούει την αρχή της αιτιότητας και αμφισβητεί την εγκυρότητα της επαγωγικής συλλογιστικής, η οποία είναι αναπόφευκτη στην επιστημονική θεωρητικοποίηση.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Hume, οι ιδέες είναι:

(α) Προκλήθηκε από αντικείμενα (β) Αντίγραφα αποτυπώσεων (γ) Παρήχθησαν από τις ιδιότητες του αντικείμενα (δ) Προκαλούμενα από τον Θεό.

  1. Σύμφωνα με τον Hume, ποιο είναι το αντικείμενο της επιστήμης του ανθρώπου;

(α) Προέλευση ανθρώπινων παθών και συναισθημάτων (β) Προέλευση του ανθρώπινα έθιμα
(γ) Προέλευση και φύση της γνώσης (δ) Ορθολογική ψυχολογία.

  1. Πώς λειτουργεί ο συσχετισμός ιδεών;

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Αρχή ενοποίησης μεταξύ ιδεών (β) Εισαγωγή νέων ιδεών (γ) Συναγωγή μιας ιδέας από μια άλλη (δ) Διαχωρισμός μιας ιδέας από την άλλη.

  1. Η αλήθεια των προτάσεων των επιστημών

της γεωμετρίας, της άλγεβρας και της αριθμητικής είναι δεν; (α) Εξαρτάται από τις έννοιες των όρων (β) Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε να είναι διαψεύδεται από την πείρα (γ) Προέρχεται μέσω επαγωγής (δ) Επίσημο σε φύση.

  1. Ποιο δεν είναι στοιχείο της αιτιακής σχέσης;

(α) Περιστασιακή συσχέτιση (β) γειτνίαση (γ) χρονική προτεραιότητα (δ) Απαραίτητη σύνδεση. Κλειδί απάντησης

  1. (β)
  2. (γ)
  3. (α)
  4. (γ)
  5. (α)

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία Χομπς / /to Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy/: /The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press,

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο,

Routledge Classics,

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Πράσινο και Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. /Hume Studies/, ένα διεπιστημονικό επιστημονικό περιοδικό αφιερωμένο στο

δημοσίευση σημαντικό έργο που σχετίζεται με τη σκέψη του David Hume, http://www.humesociety.org/hs/index.html.

  1. «David Hume (1711-1776)», /Internet Encyclopedia pf Philosophy, /

http://www.iep.utm.edu/hume/

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Morris, William Edward, "David Hume", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Έκδοση Άνοιξης 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/hume/

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 19

Ντέιβιντ Χιουμ: Από τον Εμπειρισμό στον Σκεπτικισμό

Λέξεις κλειδιά: Φαντασία, σταθερότητα, συνοχή, ιδέες, εντυπώσεις, αντιλήψεις, σκεπτικισμός, αιτιότητα, επαγωγή, γεγονότα, σχέσεις ιδεών, ορθολογική κοσμολογία, ορθολογική ψυχολογία, ορθολογική θεολογία.

Εισαγωγή

Από τότε που ο Μπέρκλεϋ εισήγαγε τον υποκειμενικό ιδεαλισμό που υποστήριζε «το να είσαι είναι να είσαι αντιληπτό», η εμπειρική σχολή, έχει προβληματίσει την πίστη στη συνεχή ύπαρξη των σωμάτων ανεξάρτητα από το νου που τα γνωρίζει. Ο David Hume ξεκινά επίσης με το πρόβλημα της ανεξάρτητης ύπαρξης του κόσμου, αλλά μας οδηγεί σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα, που τον έκαναν έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών. Η κριτική του Χιουμ ήταν ακόμα πιο ριζοσπαστική από αυτή του Μπέρκλεϋ καθώς αμφισβητεί ακόμη και την ύπαρξη του νους, που ο Μπέρκλεϋ υποστήριζε ότι υπήρχε ως αυτό που αντιλαμβάνεται τις ιδέες. Αυτό δεν είναι πολύ διαφορετικό από το να υποθέσουμε ότι ο νους υπάρχει ως σκεπτόμενη υπόσταση, όπως έκανε ο Ντεκάρτ.

Ο Χιουμ αναρωτιέται ποια είναι η βάση αυτής της πεποίθησης. Υποστηρίζει ότι, αν κάθε γνώση προέρχεται από ιδέες και εντυπώσεις, οι οποίες είναι υποκειμενικές, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου; Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν μπορούμε να πούμε ότι αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου προκαλούν τις εντυπώσεις ή τις αντιλήψεις μας, αφού οι αντιλήψεις ή εντυπώσεις, που έχουμε, είναι διαφορετικές από τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος που μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτές οι αντιλήψεις προκαλούνται από οτιδήποτε στο εξωτερικό κόσμο, καθώς η εμπειρία υποδηλώνει μόνο την ύπαρξη αντιλήψεων. Όλες οι ιδέες μας προέρχονται από εντυπώσεις, τα αίτια των οποίων είναι άγνωστα σε εμάς.

Όπως ο Μπέρκλεϋ, έτσι και ο Χιουμ αντιτίθεται στην διάκριση πρωταρχικών ποιοτήτων — δευτερευουσών ποιοτήτων και υποστηρίζει ότι δεν έχουμε εμπειρία από τέτοιες πρωτότυπες ποιότητες που προκαλούν εντυπώσεις. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τον εξωτερικό κόσμο και τα αντικείμενα του. Το αν υπάρχουν ή όχι είναι άγνωστο σε εμάς, καθώς δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι εντυπώσεις προκαλούνται από εξωτερικά αντικείμενα ή από μια άγνωστη υπόσταση ή από τον εαυτό μας ή από τον Θεό. Ο Hume υποστηρίζει έτσι ότι, η σωστή προσέγγιση στη φιλοσοφία είναι να περιοριζόμαστε στις εντυπώσεις και τις ιδέες μας, και να παρατηρούμε τις σχέσεις τους. Δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε οτιδήποτε για την προέλευση των εντυπώσεων μας. Το τι κρύβεται πίσω από τις εντυπώσεις δεν γίνεται ποτέ γνωστό σε μας.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Έτσι ο Hume δεν αρνείται την ύπαρξη των υλικών αντικειμένων ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις μας, αλλά λέει μόνο ότι δεν είμαστε σε θέση να αποδείξουμε ότι υπάρχουν. Ρωτάει ποια είναι η αιτία που μας ωθεί να πιστεύουμε στη συνεχιζόμενη ύπαρξη των σωμάτων διακριτών από το νου και τις αντιλήψεις μας. Εξερευνά την πηγή της ιδέας ότι τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν και λέει ότι οι αισθήσεις μας δεν μας δίνουν αυτή τη γνώση. Οι αισθήσεις αποκαλύπτουν σε εμάς σώματα που δεν διακρίνονται από τις αντιλήψεις μας, και για να αποκαλύψουν τα πράγματα που είναι διακριτά από τις αντιλήψεις, οι αισθήσεις πρέπει να λειτουργήσουν όταν έχουν πάψει να λειτουργούν, πράγμα που αποτελεί αντίφαση.

Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που μας ωθούν να πιστέψουμε στην ύπαρξη ενός εξωτερικού κόσμου. Σε κάποιες εντυπώσεις αποδίδουμε μια ξεχωριστή και συνεχή ύπαρξη και σε κάποιες όχι. Για παράδειγμα, δεν αποδίδουμε διακριτή και συνεχή ύπαρξη σε εντυπώσεις πόνων και απολαύσεων. Από την άλλη σε ορισμένες άλλες εντυπώσεις όπως σχήμα, όγκος, κίνηση και στερεότητα, αποδίδουμε διακριτές και συνεχείς υπάρξεις, ανεξάρτητες από την αντίληψη. Αυτή είναι η βάση της πίστης στα αντικείμενα, και στη συνέχεια μιας πίστης στον εξωτερικό κόσμο. Αλλά ο Χιουμ επιτίθεται σε αυτή την πεποίθηση και ρωτά τι μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε αυτές τις διακρίσεις. Λέει ότι οι αισθήσεις δεν μας παρακινούν να πιστέψουμε σε αυτές, και όλες οι εντυπώσεις που παίρνουμε από τις αισθήσεις είναι στην ίδια βάση. Ακόμη και ο λόγος δεν μας παρακινεί να πιστέψουμε σε αυτές, καθώς δεν μπορούμε να τις δικαιολογήσουμε ορθολογικά, καθώς δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξη αντικειμένων από αντιλήψεις.

Η ανθρώπινη φαντασία παίζει καθοριστικό ρόλο στην πίστη στη συνεχή ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Ο νους έχει την τάση να φαντάζεται ότι υπάρχει. Η σταθερότητα και η συνοχή ωθούν το νου να πιστέψει στη συνεχή ύπαρξη του κόσμου. Ορισμένες εντυπώσεις που λειτουργούν στη φαντασία, μας κάνουν να πιστέψουμε σε αυτόν. Η όψη της σταθερότητας αναφέρεται στην υπόθεση της διακριτής ύπαρξης των σωμάτων. Από την εμπειρία μας διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα εμφανίζονται με την ίδια σειρά και παρόμοιες εντυπώσεις επαναλαμβάνονται συνεχώς. Αυτό μας παρακινεί να υποθέσουμε ότι τα αντικείμενα υπάρχουν συνεχώς. Τα σώματα επιδεικνύουν συνοχή ακόμη και όταν αλλάζουν τις θέσεις και τις ποιότητές τους και ο νους παρατηρεί την ομοιομορφία ή τη συνοχή μεταξύ των εντυπώσεων. Η μνήμη μας βοηθάει διατηρώντας αυτή τη συνέχεια στη φαντασία. Ο νους έχει την ικανότητα να αποφύγει αυτές τις διακοπές στην εμφάνιση όμοιων αντιλήψεων, και να σχηματίσει την εικόνα του αντικειμένου στη φαντασία.

Όπως και ο προκάτοχός του ο Μπέρκλεϋ, ο Χιουμ αναφέρεται επίσης στη διάκριση μεταξύ αγοραίων απόψεων, που είναι μη αναστοχαστικές, και πιο ορθολογικών φιλοσοφικών απόψεων, που διακρίνουν μεταξύ διακοπτόμενων και εξαρτώμενων από τον νου αντιλήψεων και

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συνεχών και ανεξάρτητων αντικειμένων. Και πάλι, όπως ο Μπέρκλεϋ, το υποστηρίζει κι αυτός ότι οι αντιλήψεις είναι τα μόνα αντικείμενα καθώς δεν υπάρχουν υλικά αντικείμενα ανεξάρτητα από το νου. Η πίστη σε αντικείμενα ανεξάρτητα από το νου και η συνεχής ύπαρξή τους, έχουν δημιουργήσει αρκετά κρίσιμα φιλοσοφικά ζητήματα, όπως είδαμε στις φιλοσοφίες του Λοκ και του Μπέρκλεϋ. Ο Locke συνέλαβε ως πραγματικές τόσο τις υλικές όσο και τις νοητικές υποστάσεις, και καθιέρωσε αυτόν τον δυϊσμό των υποστάσεων με τη διάκρισή του μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων. Ο Μπέρκλεϋ απέρριψε την ανεξάρτητη από το νου ύπαρξη υλικών υποστάσεων, και αντιτάχθηκε επίσης στη διάκριση μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων, αλλά δεν κατάφερε να επεκτείνει την κριτική του στην υπόθεση της ύπαρξης της ψυχικής υπόστασης ή του νου. Όπως αποδείχθηκε παραπάνω, ο Hume έχει αντιταχθεί σε όλες τις υποθέσεις και τις αξιώσεις ύπαρξης, που τα στοιχειώδη υλικά της εμπειρίας, δηλ. οι εντυπώσεις και οι ιδέες, δεν υποδηλώνουν. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο εντυπώσεις.

Με μια τέτοια ριζοσπαστική κριτική των παραδοσιακών μεταφυσικών παραδοχών, ο Hume καταδεικνύει την αδυναμία μιας ορθολογικής κοσμολογίας που ασχολείται με την προέλευση και τη φύση του σύμπαντος και μια ορθολογική ψυχολογία, που αντιτίθεται στην επιστήμη της άυλης, άφθαρτης ψυχής. Αφού πρέπει να περιοριστούμε στις εντυπώσεις μας και στις ιδέες μας, δεν μπορούμε να τρέφουμε μεταφυσικές υποθέσεις ή πεποιθήσεις. Η διάσημη δήλωση “no matter, never mind” αρθρώνεται σε αυτό το πλαίσιο.

Ενώ συμφωνούσε με τον Μπέρκλεϋ στην κριτική της ιδέας της υλικής υπόστασης, ο Χιουμ επιμένει ότι πρέπει να επεκταθεί επίσης στην κριτική της λεγόμενης ψυχικής ή σκεπτόμενης υπόστασης. Ο Hume ισχυρίζεται ότι είναι άσκοπο να διερευνήσει κανείς εάν οι αντιλήψεις ενυπάρχουν σε μια υλική ή μια άυλη υπόσταση. Ούτε υλικές ούτε άυλες υποστάσεις μας είναι γνωστές. Δεν έχουμε εντυπώσεις που να παράγουν την ιδέα τέτοιων υποστάσεων μέσα μας. Αντιτιθέμενος στη δυνατότητα μιας επιστήμης της ψυχής ή της ορθολογικής ψυχολογίας, ο Hume βεβαιώνει ότι καμία εντύπωση δεν υποδηλώνει την ύπαρξη μιας τέτοιας οντότητας. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το άυλο, το αδιαίρετο και το άφθαρτο της ψυχής. Δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή και δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχει ή όχι. Ο Χιουμ προτείνει τη χρήση πειραματικών μεθόδων στη μελέτη της πνευματικής υπόστασης. Λέει ότι, όταν εξετάζει τον εαυτό του, σκοντάφτει σε κάποια συγκεκριμένη αντίληψη ή άλλη όπως ζέστη ή κρύο, φως ή σκιά, αγάπη ή μίσος, πόνο ή ευχαρίστηση κ.λπ. Λέει ότι συναντά μια δέσμη διαφορετικών αντιλήψεων που διαδέχονται η μία την άλλη γρήγορα. Στη συνέχεια περιγράφει το νου ως ένα θέατρο όπου κάνουν την εμφάνισή τους διάφορες αντιλήψεις. Ο Χιουμ συμπεραίνει λοιπόν ότι, δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί ότι ο νους είναι απλός και

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την προσωπική ταυτότητα ή τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του ενός και του ίδιου εαυτού στις διάφορες στιγμές του. Η έννοια της προσωπικής ταυτότητας βασίζεται στην ιδέα ενός εαυτού που παραμένει σε μια μόνιμη κατάσταση αυτο-ταυτότητας. Αλλά ο Hume υποστηρίζει ότι ο εαυτός ή το άτομο δεν είναι οποιαδήποτε εντύπωση, καθώς δεν υπάρχει εντύπωση που να είναι σταθερή και αμετάβλητη. Καμία εντύπωση που έχουμε δεν υποδηλώνει την ύπαρξη μιας τόσο σταθερής και αμετάβλητης ψυχής. Η ιδέα της προσωπικής ταυτότητας είναι επομένως μια φανταστική κατασκευή στην οποία αρκετές μας εντυπώσεις και ιδέες αναφέρονται. Ο Hume λέει ότι κάθε αντίληψη είναι μοναδική. Καθεμία είναι διακριτή, διαφορετική και χωριζόμενη, και δεν υπάρχει ενότητα ή πραγματικός δεσμός μεταξύ αυτών των διαφορετικών εντυπώσεων. Οι περαστικές, επαναπεραστικές και ξεθωριασμένες εντυπώσεις δεν υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας απλής, αδιαίρετης ψυχής. Αυτές οι φευγαλέες εντυπώσεις που έχουμε δεν υποδηλώνουν καμία αυτο- ταυτότητα ούτε οποιαδήποτε συνέχιση της ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Hume η λεγόμενη αυτο-ταυτότητα είναι μια ιδιότητα που αποδίδουμε στις αντιλήψεις λόγω της ένωσης των ιδεών στη φαντασία. Λέει ότι η μνήμη μας είναι η πηγή της ιδέας της προσωπικής ταυτότητας. Παράγει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ των αντιλήψεών μας με τη βοήθεια εικόνων παρελθουσών αντιλήψεων. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η φαντασία παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ. Η αλυσίδα των διαφορετικών αντιλήψεων συνδέεται με το συνειρμό μεταξύ τους λόγω ομοιότητας και μνήμης, και αυτό τελικά έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός συνεχούς και επίμονου αντικειμένου. Οι διακοπές συμβαίνουν στη διαδοχή των σχετικών αντιλήψεων, και παραλείπονται από το νου, που βλέπει ταυτότητα αντί για ατομικές άσχετες αντιλήψεις.

Η απόρριψη από τον Χιουμ του εαυτού

Η περίφημη διάψευση της σκεπτόμενης υπόστασης από τον Χιουμ (no matter, never mind) είναι με βάση το παραπάνω επιχείρημα. Αλλά η απόρριψη του εαυτού από τον Χιουμ δεν ισοδυναμεί με την άποψη ότι ο εαυτός δεν υπάρχει· υποστηρίζει μόνο ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε είτε υπάρχει εαυτός είτε όχι. Ως εκ τούτου, ο χιουμιανός μηδενισμός δεν είναι ένας μεταφυσικός μηδενισμός. Όπως παρατηρεί ο Russell, αυτό το συμπέρασμα είναι σημαντικό στη μεταφυσική, ως η απαλλαγή από την τελευταία επιζούσα χρήση της «υπόστασης». Είναι σημαντικό στη θεολογία, καθώς καταργεί όλη την υποτιθέμενη γνώση της «ψυχής». Είναι σημαντικό στην ανάλυση της γνώσης, αφού δείχνει ότι η κατηγορία υποκειμένου και αντικειμένου δεν είναι θεμελιώδης, Σε αυτό το θέμα του εγώ ο Χιουμ έκανε μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με το Μπέρκλεϋ. (A History of Western Philosophy)

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο σκεπτικισμός του Hume είναι το αποτέλεσμα της συνέχισης του εμπειριστικού προγράμματος με αυστηρή συνέπεια, το οποίο επιμένει ότι η απολύτως βέβαιη γνώση είναι δυνατή μόνο στα καθαρά μαθηματικά καθώς επιστρατεύουν σχέσεις ιδεών και δεν αναφέρονται στον κόσμο. Όσον αφορά τα γεγονότα (matters of fact), υπάρχει μόνο πιθανότητα, καθώς εκεί βασιζόμαστε σε πειραματικές παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν μόνο διακριτές (discrete), σαφείς (distinct) εντυπώσεις. Ο Χιουμ έτσι σκιαγραφεί τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Λέει ότι είναι η φυσική μας τάση να θεωρούμε τις αντιλήψεις ή τις εικόνες ως τα ίδια τα εξωτερικά αντικείμενα. Αλλά αφού εμείς έχουμε πρόσβαση μόνο στις εντυπώσεις μας, ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αδικαιολόγητο. Ο ίδιος λόγος αναφέρεται για την απόρριψη της εγκυρότητας της αιτιακής σχέσης καθώς και της επαγωγικής συλλογιστικής. Με την αμφισβήτηση της εγκυρότητας της πίστης σε έναν ανεξάρτητο από το νου κόσμο των αντικειμένων, μαζί με την εγκυρότητα της πίστης σε έναν αυτο-ταυτόσημο (self-identical) νου, τις αρχές της αιτιότητας και της επαγωγής, ο Hume αμφισβητεί τις θεμελιώδεις παραδοχές όλων των φυσικών επιστημών που θεωρούν αυτές τις αρχές ως σημαντικές. Η άρνηση της επαγωγής έχει τις πιο κρίσιμες επιπτώσεις. Ο Χιουμ επισημαίνει ότι η αρχή της επαγωγής δικαιολογείται με βάση τον νόμο της ομοιομορφίας της φύσης. Αλλά αυτός ο ίδιος ο νόμος προϋποθέτει την εγκυρότητα της επαγωγής, όπως αυτή διατυπώνεται με βάση την παρατήρηση της εμφάνισης αρκετών περιστατικών με τάξη και κανονικότητα. Εξ ου και η υπόθεση της αρχής της επαγωγής βάσει του νόμου της ομοιομορφίας της φύσης περιλαμβάνει κυκλικότητα. Για παράδειγμα, υποθέτουμε ότι ο ήλιος θα ανατείλει στην ανατολή αύριο, γιατί έχει υψωθεί στα ανατολικά στο παρελθόν.

Ο Hume υποστηρίζει ότι η πίστη στον εξωτερικό κόσμο είναι θεμελιωδώς προβληματική έννοια. Υπάρχουν προφανώς δύο θεωρίες εξωτερικής αντίληψης που ασχολούνται με αυτή την πίστη· η μία την επιβεβαιώνει και η άλλη την απορρίπτει. Ενώ η πρώτη θεωρία ασχολείται με τη δική μας τάση να πιστεύουμε ότι τα αντικείμενα υπάρχουν όπως τα βλέπουμε, η δεύτερο είναι η φιλοσοφική άποψη, η οποία δηλώνει ότι βλέπουμε μόνο νοητικές εικόνες. Δεν υπάρχει τρόπος να να αποδείξουμε ότι η μία από αυτές είναι η καλύτερη άποψη από την άλλη, καθώς η φυσική διαδικασία του συλλογισμού μας οδηγεί και στις δύο από διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτό δείχνει τα όρια του λόγου. Ο Χιουμ συμπεραίνει λοιπόν ότι ο λόγος έχει ορισμένους περιορισμούς, και είναι ο νους αυτός που έχει δημιουργήσει τις ιδέες της αιτιότητας και της αναγκαιότητας. Ο Χιουμ ισχυρίζεται ότι, «Ο λόγος είναι και θα έπρεπε μόνο να είναι ο σκλάβος των παθών, και δεν μπορεί ποτέ να διεκδικήσει οποιοδήποτε άλλο ρόλο παρά να τα υπηρετεί και να τα υπακούει. (Hume: A Treatise on Human Reason)

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο αντίκτυπος του σκεπτικισμού

Ο σκεπτικισμός του Hume είχε επηρεάσει πολλούς τομείς της ανθρώπινης γνώσης, πιο σημαντικά είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την πορεία ανάπτυξης των φυσικών επιστημών, τη θεολογία και την ηθική. Έθεσε υπό αμφισβήτηση την ίδια τη διαδικασία του λογικού συλλογισμού που χρησιμοποιείται στις φυσικές επιστήμες, αμφισβητώντας την εγκυρότητα των αρχών της επαγωγής, της αιτιότητας και της βεβαιότητας. Στη θεολογία, επέκρινε το κοσμολογικό επιχείρημα, το οντολογικό επιχείρημα και το επιχείρημα από την κίνηση, τα οποία προωθήθηκαν από τους θεολόγους για να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού. Και πάλι, διαχωρίζοντας τον τομέα της αξίας από τον τομέα των γεγονότων, ο Hume αμφισβήτησε ορισμένες βασικές υποθέσεις της ηθικής. Υποστήριξε ότι, ενώ ο λόγος ασχολείται με το «τι συμβαίνει»/«τι ισχύει» (“what is the case”), είναι ένα ενδιαφέρον του συναισθήματος μας να αποφασίσει «τι θα έπρεπε να ισχύει» (“what ought to be the case”). Ο Χιουμ, όταν αναφέρεται στο θέμα του «τι θα έπρεπε να ισχύει», υποστηρίζει ότι η ηθική θεμελιώνεται στο αίσθημα (sentiment) -- στα συναισθήματα (feelings, emotions) κ.λπ., -- και όχι στο λόγο. Ο Χιουμ προσθέτει ότι στην ηθική ο ρόλος του λόγου είναι δευτερεύων σε σχέση με το συναίσθημα, καθώς οι αρετές με τις οποίες ασχολείται κυρίως η ηθική, είναι χαρακτηριστικά που θεωρούμε αποδεκτά, που θα δικαιολογούσαν την έγκρισή μας ή την αποδοκιμασία μας. Ως εκ τούτου, δεν είναι ζητήματα με τα οποία ασχολείται ο λόγος. Θα ήταν κατάλληλο να αναφέρουμε τα λόγια του Russell ολοκληρώνοντας τις συζητήσεις μας για τη φιλοσοφία του Hume και ιδιαίτερα τον σκεπτικισμό του. Ο Ράσελ παρατηρεί:

Η φιλοσοφία του Hume, είτε αληθής είτε ψευδής, αντιπροσωπεύει τη χρεοκοπία της λογικότητας (reasonableness) του δέκατου όγδοου αιώνα… καταλήγει στο καταστροφικό συμπέρασμα ότι από την εμπειρία και την παρατήρηση τίποτα δεν μαθαίνεται. Δεν υπάρχει κάτι όπως μία ορθολογική πεποίθηση:

«Αν πιστεύουμε ότι η φωτιά ζεσταίνει ή ότι το νερό δροσίζει, αυτό συμβαίνει μόνο επειδή μας κοστίζει υπερβολικά να σκεφτούμε διαφορετικά. Δεν μπορούμε παρά να πιστεύουμε, αλλά καμία πίστη δεν μπορεί να βασίζεται στο λόγο. Ούτε μπορεί μια γραμμή δράσης να είναι πιο ορθολογική από μια άλλη, καθώς όλες βασίζονται σε παράλογες πεποιθήσεις.»

Κουίζ

  1. Ποιος αντιτίθεται στις πρωταρχικές ποιότητες — στη διάκριση δευτερευουσών ποιοτήτων;

(α) Berkeley (β) Hume (γ) Berkeley and Hume (δ) Locke, Berkeley και Χιουμ.

  1. Ποια κατά τον Χιουμ είναι η πηγή της ιδέας ότι τα πράγματα

συνεχίσει να υπάρχει; (α) Αισθήσεις (β) Σταθερότητα και συνοχή ιδεών (γ) Λόγος (δ) Επαγωγή.

  1. Η ορθολογική κοσμολογία ασχολείται με;

(α) Η προέλευση και η φύση του σύμπαντος (β) Η προέλευση και η φύση του η ψυχή
(γ) Η αδυναμία των φυσικών επιστημών (δ) Η ολότητα της ύπαρξης.

  1. Ο εαυτός που ασχολείται από την ορθολογική ψυχολογία δεν είναι;
  2. (α) Αδιαίρετο (β) Υλικό (γ) Άφθαρτο (δ) Απλό.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Σε ποια από τις παρακάτω δηλώσεις θα προσυπέγραψε ο Hume;

(εγώ) Ορισμένη γνώση είναι δυνατή μόνο σε σχέσεις ιδεών. (ii) Τα πραγματικά περιστατικά παρέχουν βεβαιότητα μόνο όταν είναι η σωστή μέθοδος εφαρμοσμένος. (iii) Τα πραγματικά περιστατικά είναι πάντα πιθανά. (iv) Οι σχέσεις ιδεών είναι επίσης μερικές φορές αβέβαιες. (α) (iii) μόνο (β) (i) και (ii) (γ) (i) και (iii) (δ) (111) και (iv)

Κλειδί απάντησης

  1. [γ]
  2. [β]
  3. [α]
  4. [β]
  5. [γ]

Εκχώρηση

  1. Περιγράψτε πώς εξηγεί ο Hume την πίστη μας στη συνέχιση της ύπαρξης του

αντικείμενα.

  1. Πώς ο Χιουμ απορρίπτει την αδυναμία της ορθολογικής κοσμολογίας, ορθολογική

ψυχολογία και ορθολογική θεολογία;

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /vol.5: /British

Φιλοσοφία / /Hobbes to Hume/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy/: /The Lives and Opinions

του Μεγαλύτερου / /Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Πράσινο και Co., 1881.

Πόροι Ιστού

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. /Hume Studies/, ένα διεπιστημονικό επιστημονικό περιοδικό αφιερωμένο στο

δημοσίευση σημαντικό έργο που σχετίζεται με τη σκέψη του David Hume, http://www.humesociety.org/hs/index.html.

  1. «David Hume (1711-1776)», /Internet Encyclopedia pf Philosophy, /

http://www.iep.utm.edu/hume/

  1. Morris, William Edward, "David Hume", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Έκδοση Άνοιξης 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/hume/

8


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 20

Η Κριτική Φιλοσοφία του Ιμάνουελ Καντ

Λέξεις-κλειδιά Κριτική φιλοσοφία, αναλυτική κρίση, συνθετική κρίση, a priori, a posteriori, συνθετική α priori, Υπερβατολογική κριτική, κοπερνίκεια επανάσταση στη φιλοσοφία.

Εισαγωγή

Ο Immanuel Kant είναι ένας πολύ ιδιαίτερος φιλόσοφος για διάφορους λόγους. Μέχρι τη γέννησή του το 1724, οι μεγάλες επιστημολογικές παραδόσεις του εμπειρισμού και του ορθολογισμού έχουν ήδη φτάσει τα ύψη τους, και η Ευρώπη του διαφωτισμού αγωνιζόταν να καταλήξει σε συναίνεση όσον αφορά την κεντρικά ζητήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Και οι δύο παραδόσεις έχουν τις επιρροές τους, και δεδομένων των φαινομενικά αντικρουόμενων προϋποθέσεων των θεωρητικών τους θέσεων ήταν δύσκολο να βρεθεί ένα σημείο συνάντησης ή να καταλήξουν σε συναίνεση. Υπήρχε ανάγκη για ένα συνοπτικό νου με εξαιρετική φιλοσοφική δεξιοτεχνία για να τις συμφιλιώσει και να αντλήσει από την αντιπαραγωγική τους αντιπαράθεση κάτι πιο διαφωτιστικό. Ο Kant προσπαθεί να το κάνει αυτό με την υιοθέτηση των βασικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης φιλοσοφίας· την κριτική της στάση, την απροθυμία της να αποδεχτεί την αυθεντία και παράδοση, και την πίστη της στην ανθρώπινη κατανόηση για να φτάσει στη γνώση.

Από τη μια πλευρά, ο Καντ εμπνεύστηκε από τη Βολφική παράδοση του ορθολογισμού, και επίσης επηρεάστηκε από τον Leibniz, αλλά σύντομα βρήκε μερικές από τις υποθέσεις των ορθολογιστών στοχαστών πολύ απλοϊκές και δογματικές. Στην αναζήτησή του για μια πιο λογική περιγραφή της ανθρώπινης γνώσης ο Καντ στράφηκε στους Βρετανούς εμπειριστές στοχαστές και στους τρεις μεγάλους εμπειριστές, τον Locke, τον Berkeley και τον Χιουμ να έχουν τραβήξει την προσοχή του. Γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τη ριζοσπαστική κριτική του Ντέιβιντ Χιουμ. Ο Καντ έχει δηλώσει ότι ήταν ο Χιουμ που τον είχε αφυπνίσει από το δογματικό του ύπνο.

Ο Καντ έγραψε τρεις Κριτικές, εκτός από κάποια άλλα βιβλία που ασχολούνταν με διάφορες πτυχές της φιλοσοφίας. Οι τρεις Κριτικές είναι: η Κριτική του καθαρού λόγου, η Κριτική του πρακτικού Λόγου και η Κριτική της κρίσης. Η πρώτη Κριτική εξετάζει τη διαδικασία της απόκτησης γνώσης που συμβαίνει στον τομέα των φυσικών επιστημών και τελικά θέτει ένα όριο στη δική μας 1


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

κατανόηση σε σχέση με αυτό το πεδίο. Η δεύτερη Κριτική πραγματεύεται το πρόβλημα της ηθικής κρίσης, και εδώ ο Καντ εξετάζει τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν στον ανθρώπινο νου να καταλήξει σε τέτοιες κρίσεις. Η τρίτη Κριτική ασχολείται με το πρόβλημα της αισθητικής κρίσης και κατά μία έννοια επιχειρεί να ενοποιήσει τους τομείς των καθαρών φυσικών επιστημών με τον τομέα της ηθικής.

Η Κριτική Φιλοσοφία του Καντ

Ο Καντ θεωρείται ως ο σημαντικότερος φιλόσοφος του διαφωτισμού και συχνά αποκαλείται ο προφήτης του διαφωτισμού καθώς το πνεύμα του διαφωτισμού βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη έκφρασή του στην Κριτική Φιλοσοφία του. Στην ίδια την εννοιολόγηση της κριτικής φιλοσοφίας, η επιρροή του Χιουμ είναι ορατή. Η φιλοσοφία του Hume έχει εκφράσει μια ριζική αμφιβολία για τη δύναμη του ανθρώπου να αποκτήσει γνήσια γνώση με βεβαιότητα, ιδιαίτερα για τον φυσικό κόσμο που ασχολείται με «γεγονότα» (“matters of fact”), για τα οποία βεβαιώνει ότι μόνο η πιθανότητα είναι δυνατή. Απέδειξε το αδύνατο της ορθολογικής θεολογίας, της ορθολογικής κοσμολογίας και της ορθολογικής ψυχολογίας, και κατά συνέπεια έδειξε ότι είναι αδύνατο να αποκτήσει κανείς γνώση του Θεού, του κόσμου και της ψυχής. Η φιλοσοφία του Hume είναι μια περίπτωση όπου ο λόγος στρέφει την κριτική του ματιά στον εαυτό του. Το πνεύμα της σύγχρονης φιλοσοφίας συνίσταται στην υπονόμευσή της κάθε αυθεντίας και παράδοσης, και στον Χιουμ η φιλοσοφία φτάνει σε ένα σημείο όπου ο λόγος στρέφεται στον εαυτό του και προσπαθεί να ανακαλύψει τους περιορισμούς της κατανόησής μας. Ο Χιουμ είχε ισχυριστεί ότι η αναγκαία γνώση είναι δυνατή μόνο με σχέσεις ιδεών (relations of ideas) και όχι όσον αφορά τα γεγονότα (matters of fact). Είχε εκθέσει/τεκμηριώσει (exhibited) ότι η αιτιακή σχέση, η εγκυρότητα της οποίας προϋποτίθεται στις φυσικές επιστήμες, βασίζεται στην πραγματικότητα στο έθιμο, και την απέδωσε στη συνήθεια του νου. Ο Καντ παρατήρησε ότι αν ο Χιουμ έχει δίκιο, τότε θα υπήρχαν μόνο εμπειρικές επιστήμες και τυπικές ασκήσεις υπολογισμού (formal exercises of calculation). Όλες οι αναγκαίες αλήθειες θα ασχολούνταν με σχέσεις ιδεών και ως εκ τούτου θα ήταν αναλυτικές. Προτάσεις που εκφράζουν γεγονότα (matters of fact) θα ήταν συνθετικές αλήθειες και ως εκ τούτου θα ήταν απλώς ενδεχόμενες (contingent). Σε αυτό το πλαίσιο, ο στόχος του Kant μπορεί να γίνει κατανοητός, ως η προσπάθεια «να περιορίσει τον σκεπτικισμό του Hume από τη μια και τον παλιό δογματισμό από την άλλη, και να αντικρούσει και να καταστρέψει τον υλισμό, τη μοιρολατρία, τον αθεϊσμό, καθώς και τον συναισθηματισμό και τη δεισιδαιμονία." Αποφασίζει να διεξαγάγει μια κριτική Έρευνα για τις δυνάμεις του καθαρού λόγου καθεαυτού. Εδώ συμφωνεί με τον Χιουμ σε μεγάλο βαθμό, αλλά αντιτίθεται στον ριζοσπαστικό σκεπτικισμό του τελευταίου. Από 2


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την άλλη, αντιτίθεται στον δογματισμό που ήταν ορατός στις φιλοσοφίες πολλών ορθολογιστών που άκριτα θεωρούσαν δεδομένες τις δυνάμεις του καθαρού λόγου. Σε αντίθεση με τον Χιουμ, ο Καντ δεν αμφέβαλλε ποτέ για τη δυνατότητα της γνήσιας γνώσης. Ούτε αμφισβήτησε τις δυνάμεις της ανθρώπινης κατανόησης για την απόκτηση γνώσης για πραγματικά ζητήματα (matters of fact). Η κριτική του διερεύνηση επιδιώκει να μάθει πώς ο λόγος καταλήγει σε ορισμένες αρχές στις οποίες έχει εδώ και καιρό τη συνήθεια να απασχολεί για την απόκτηση γνώσης. Προσπαθεί να κατανοήσει με ποιον τρόπο ο λόγος έχει φτάσει σε αυτές τις αρχές. Στην εξήγηση αυτής της διαδικασίας, ο συνοπτικός νους του Καντ επιχειρεί να συμβιβάσει τις διαφορετικές και αντιφατικές απόψεις που είχαν οι προκάτοχοί του. Αναπτύσσει έτσι μια μέθοδο που εξετάζει τη φύση και τα όρια της ανθρώπινης γνώσης αναλύοντας τον γνωρίζοντα νου. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού είναι ο διαχωρισμός μεταξύ του κόσμου και της γνώσης για τον κόσμο, που είναι επίσης ένας διαχωρισμός μεταξύ του νου που γνωρίζει και του αντικειμένου της γνώσης του, και μεταξύ σκέψης και πραγματικότητας. Όπως είδαμε παραπάνω, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός παρέχουν διαφορετικούς λογαριασμούς για αυτό το ρήγμα (cleavage), και η προσπάθεια του Καντ είναι να φέρει μαζί τα χωρισμένα στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο. Η κριτική μέθοδος που προτείνει εστιάζει σε αυτό το ζήτημα εξετάζοντας τι βρίσκεται στη βάση της διάκρισης μεταξύ των a priori και των a posteriori πηγών γνώσης, που θα καθόριζε επίσης το ακριβές πεδίο εφαρμογής και τη λειτουργία τέτοιων μορφών γνώσης. Με άλλα λόγια, προσπαθεί να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ αυτού που ανακαλύπτει ο νους ότι είναι αναγκαίο και καθολικό και αυτού που κερδίζει από την εμπειρία. Αυτός είναι ένας από τους κύριους στόχους της Κριτικής Μεθόδου που χρησιμοποιεί.

Σημαντικά χαρακτηριστικά της κριτικής μεθόδου

Με την κατανόηση της διάκρισης μεταξύ της αναγκαίας γνώσης που είναι a priori και της εμπειρικής γνώσης που είναι ενδεχόμενη και a posteriori, η κριτική φιλοσοφία του Καντ επιχειρεί να γνωρίσει τη φύση και τον περιορισμό της ανθρώπινης γνώσης. Τελικά αυτό τον κάνει να σκεφτεί μια συμφιλίωση των δύο αντίθετων απόψεων για την πηγή της γνώσης· μία που τονίζει το λόγο και η άλλη την εμπειρία. Ο Καντ βλέπει ότι αυτή η διάκριση μπορεί να γίνει κατανοητή και ως διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων. 3


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η κριτική μέθοδος επιστρατεύει μια υπερβατολογική κριτική του λόγου. Επιδιώκει να εντοπίσει τα καθολικά και αναγκαία στοιχεία σε κάθε γνώση στη φύση της σκέψης μας, και δεν ενδιαφέρεται για οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση γνώσης. Με άλλα λόγια, εστιάζει στο μοναδικό είδος γνώσης που είναι κοινό σε κάθε εμπειρία. Υπό αυτή την έννοια η υπερβατολογική έρευνα δεν είναι μια ψυχολογική έρευνα για τη φύση του λόγου που θεωρείται ως ψυχική οντότητα. Ασχολείται μάλλον με τις ίδιες τις προϋποθέσεις της δυνατότητας της γνώσης ή των καθαρών συνθηκών, στο ανθρώπινο υποκείμενο, που επιτρέπουν τη γνώση των αντικειμένων. Η Κριτική διερεύνηση ξεκινά με τον Καντ να επισημαίνει τους περιορισμούς των δύο διαθέσιμων μοντέλων της γνώσης· του ορθολογισμού και του εμπειρισμού. Διαφωνούσε με τον ωμό εμπειρισμό του Λοκ, ο οποίος υποστήριζε ότι όλες οι έννοιές μας προέρχονται τελικά από την εμπειρία. Θα προτιμούσε να υποστηρίξει ότι, αν και η γνώση μας έχει αναγκαστικά ένα εμπειρικό αντίστοιχο, καθώς προκύπτει αναγκαστικά από την εμπειρία, δεν εξαντλεί πλήρως αυτό το εμπειρικό περιεχόμενο. Πρέπει να υπάρχει κάτι που επιτρέπει στην εμπειρία να εμφανιστεί με σημαίνοντα τρόπο. Εδώ ο Καντ συμφωνεί με τους ορθολογιστές που δίνουν έμφαση στις έμφυτες δομές του νου. Αλλά παρόλα αυτά διαφώνησε μαζί τους όσον αφορά την έννοια των έμφυτων ιδεών που προϋποθέτει ότι όλη η ανθρώπινη γνώση είναι εγγενής στο νου. Αν και αναγνωρίζει ότι υπάρχουν κάποιες a priori έννοιες και αρχές τις οποίες ο λόγος αντλεί από μέσα του με αφορμή την εμπειρία, αυτές από μόνες τους δεν θα αρκούσαν για να εξηγήσουν τη διαδικασία απόκτησης γνώσης. Είναι προϋποθέσεις που θα έβρισκαν την εφαρμογή τους στα παρεχόμενα, από την εμπειρική εμπειρία (empirical experience), δεδομένα . Με άλλα λόγια, αυτές οι a priori έννοιες είναι θεμελιωμένες στη δομή του ίδιου του νου. Αυτές οι καθαρές έννοιες στερούνται κάθε εμπειρικού περιεχομένου. Δεν προέρχονται από την εμπειρία αλλά εφαρμόζονται στην, και διέπουν την εμπειρία. Με αυτή την έννοια δεν υπερβαίνουν την εμπειρία, αλλά είναι οι προϋποθέσεις της τελευταίας. Για παράδειγμα, η ιδέα της αιτιότητας, την οποία ο Hume θα αρνιόταν ως μια αναγκαία ή a priori ιδέα. Σύμφωνα με τον Καντ δεν είναι ούτε έμφυτη — με την έννοια ότι γεννιόμαστε με αυτήν — ούτε είναι αποτέλεσμα επαγωγής — όπως θα υποστήριζε ο Χιουμ. Αντίθετα, ο λόγος μας την αντλεί από μέσα του. Ο Καντ πραγματοποιεί την περαιτέρω ανάλυσή του με μια εξέταση των διάφορων ειδών κρίσεων, καθώς νόμιζε ότι η δομή του ανθρώπινου νου μπορεί να προκύψει αναλύοντας τη δομή των κρίσεων.

Ανάλυση των Κρίσεων

4


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η πρώτη ταξινόμηση είναι μεταξύ της αναλυτικής και της συνθετικής κρίσης. Οι αναλυτικές είναι κρίσεις των οποίων το κατηγόρημα περιέχεται ήδη στο υποκείμενο, και ως εκ τούτου είναι απλώς επεξηγηματικές. Απλώς εξηγεί κάποιο προφανές και ουσιαστικό χαρακτηριστικό του θέματος. Για παράδειγμα, ένας εργένης είναι ανύπαντρος. Αυτή η δήλωση δεν προσθέτει τίποτα νέο στη γνώση μας που ανακαλύπτεται με όρους εμπειρικής επαλήθευσης. Στις συνθετικές κρίσεις το κατηγόρημα προσθέτει κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα στη φύση του θέματος. Τέτοιες κρίσεις μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με κάποια πτυχή του θέματος την οποία δεν λαμβάνουμε μέσα από μια απλή ανάλυση της ιδέας του θέματος. Για παράδειγμα, το αυτοκίνητό μου είναι λευκό. Ο Kant υποστηρίζει ότι όλες οι αναλυτικές προτάσεις είναι a priori, καθώς είναι εξ ορισμού αληθείς και βέβαιες, αν και δεν περιέχουν πληροφορίες για τον πραγματικό κόσμο. Αφού το κατηγόρημα τους περιέχεται λογικά στο θέμα, η άρνησή τους θα ήταν χωρίς νόημα. Από την άλλη οι συνθετικές κρίσεις είναι δύο ειδών: συνθετικές a posteriori και συνθετικές a priori. Οι πρώτοι τύποι των κρίσεων είναι ενδεχόμενοι, αν και περιέχουν πληροφορίες για τον πραγματικό κόσμο. Αυτό ισχύει γιατί δεν είναι βέβαιοι. Η αλήθεια τους εξαρτάται από την αντίληψη. Τον άλλο τύπο συνθετικών προτάσεων ο Καντ ονομάζει συνθετικές a prioriπροτάσεις. Η πρώτη Κριτική ασχολείται με αυτούς τους τύπους κρίσεων. Διακρίνοντας το συνθετικό a posteriori από το συνθετικό a priori, ο Kant απορρίπτει τη διχοτόμηση του Hume μεταξύ αναλυτικού και συνθετικού (σχέσεις ιδεών και γεγονότων). Υποστήριξε τη δυνατότητα να σχηματίσουμε οποιεσδήποτε συνθετικές κρίσεις που έχουν καθαρά a priori προέλευση. Ο Καντ ποτέ δεν αμφιβάλλει για τη δυνατότητα τέτοιων κρίσεων, καθώς βεβαιώνει ότι είναι δυνατές και η ίδια η δυνατότητα των φυσικών επιστημών όπως η φυσική μαρτυρούν την ύπαρξή τους. Για παράδειγμα, «2+2=4», «η ευθεία είναι η μικρότερη απόσταση μεταξύ δύο σημείων» και «Κάθε γεγονός έχει μια αιτία», είναι συνθετικές a priori δηλώσεις. Μάλλον θέτει το ερώτημα, πώς είναι δυνατές τέτοιες κρίσεις. Είναι κρίσεις που ανακαλύπτει η ίδια η σκέψη και οι συνθήκες που διασφαλίζουν τη δυνατότητά τους αποτελούν τις αναγκαίες και απαραίτητες προϋποθέσεις της ίδιας της δυνατότητας κάθε αισθητηριακής εμπειρίας. Όλες οι μαθηματικές προτάσεις είναι συνθετικές a priori καθώς εξαρτώνται από την εποπτεία. Σύμφωνα με τον Kant, όλες οι μαθηματικές προτάσεις εφαρμόζουν τέτοιες a priori έννοιες στο χώρο και τον χρόνο, που είναι επίσης a priori. Η γεωμετρία και η φυσική τις χρησιμοποιούν επίσης. Ο Καντ υποστηρίζει ότι η αλήθεια τους 5


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εξαρτάται από την εποπτεία, αλλά είναι ανεξάρτητες από την εμπειρική εμπειρία (empirical experience). Κάνουν μάλλον την εμπειρική εμπειρία δυνατή. Οι δύο επιστήμες της γεωμετρίας και της αριθμητικής χρησιμοποιούν τις εποπτείες του χώρου και του χρόνου αντίστοιχα. Η φυσική, από την άλλη, έχει τόσο συνθετικές a posteriori ή εμπειρικές προτάσεις και συνθετικές a priory προτάσεις. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι συνθετικές a priori προτάσεις είναι κρίσεις που είναι και τόσο συνθετικές όσο και αποδείξιμες a priori. Για να απαντήσει στο ερώτημα, πώς είναι οι συνθετικές a priori προτάσεις δυνατές, ο Καντ προτείνει μια υπερβατολογική κριτική έρευνα των ίδιων των συνθηκών της εμπειρίας. Εξετάζει τι είδους αλήθεια έχουν. Αυτές οι προτάσεις προκύπτουν, όχι από την εμπειρία αλλά από το συλλογισμό. Ωστόσο, ισχύουν ουσιαστικά για τον κόσμο. Με άλλα λόγια, οι αλήθειες τους είναι αναγκαίες όπως τα μαθηματικά, αλλά εφαρμόζονται στην εμπειρία και εξηγούν την ίδια τη δυνατότητα των αισθητηριακών εντυπώσεων.

Εξηγώντας τη δυνατότητα συνθετικών a prioriπροτάσεων ο Καντ σκοπεύει να ξεπεράσει τη σκεπτικιστική απειλή του Χιουμ. Η δυνατότητά τους θα αποδείκνυε τη δυνατότητα των φυσικών επιστημών που προϋποθέτουν τη δυνατότητα της εμπειρίας που είναι καθολική και αναγκαία. Η επιστημονική γνώση είναι συστατική τέτοιων προτάσεων που είναι καθολικές και αναγκαίες, που ωστόσο ισχύουν και για τον κόσμο. Αυτή η πτυχή της καθολικότητας οφείλεται στη δομή του νου που καθορίζει τη δομή αυτών των κρίσεων. Ως εκ τούτου οι συνθετικές a priori κρίσεις λένε επίσης κάτι για τον εαυτό μας: για τη δομή του νου μας. Αυτό που ο κόσμος είναι για εμάς, είναι ο κόσμος όπως τον βιώνουμε. Αλλά οι ικανότητές μας να βιώνουμε οτιδήποτε θα επέβαλαν έναν περιορισμό στο είδος του κόσμου που θα μπορούσε να είναι ο κόσμος μας. Με αυτό ο Καντ συμβιβάζει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό και εξηγεί τη δυνατότητα μιας γνήσιας επιστημονικής γνώσης.

Η υπερβατολογική κριτική του λόγου καταδεικνύει έτσι τις προϋποθέσεις της γνώσης. Ο Καντ παραδέχεται ότι όλες οι γνώσεις μας ξεκινούν από (begins with) την εμπειρία. Αλλά προχωρά πιο πέρα ​​από αυτό τον εμπειριστικό ισχυρισμό και βεβαιώνει ότι η γνώση, ωστόσο, δεν προκύπτει από (arise out of) την εμπειρία. Ο νους παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία καθορίζοντας και παρέχοντας τις a priori προϋποθέσεις της ίδιας της δυνατότητας γνώσης. Αυτό είναι γνωστό ως η Κοπερνίκεια Επανάσταση στη Φιλοσοφία του Καντ.

Κοπερνίκεια Επανάσταση στη Φιλοσοφία

6


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η υπερβατολογική κριτική του Καντ ασχολείται έτσι με τις γενικές συνθήκες χρήσης των ανθρώπινων ικανοτήτων. Βεβαιώνει ότι, αν και αφενός οι γνώσεις μας θα πρέπει να συμμορφώνονται με τα αντικείμενα, τα αντικείμενα πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με τις γνώσεις μας με την έννοια ότι η φύση των ικανοτήτων μας καθορίζει τι ισχύει στον κόσμο. Από αυτή την άποψη, έχει υποστηριχθεί ότι ο Καντ ξεκίνησε μια κοπερνίκεια επανάσταση στη φιλοσοφία· μια επανάσταση στη φιλοσοφία που μοιάζει με την επανάσταση την οποία ξεκίνησε ο Κοπέρνικος στην αστρονομία προτείνοντας μια ηλιοκεντρική θεώρηση. Ο Καντ αντικρούει τις υπάρχουσες απόψεις για τη γνώση του κόσμου από το νου. Έχει υποτεθεί ότι όλη η γνώση μας πρέπει να συμμορφώνεται με τα αντικείμενα του έξω κόσμου. Οι εμπειριστές, ιδιαίτερα ο John Locke υποστηρίζει ένα αναπαραστατικό μοντέλο απόκτησης γνώσης, όπου οι ιδέες που λαμβάνει ο νους έχουν υποτίθεται τα πρωτότυπά τους σε έναν εξωτερικό κόσμο. Αν και πολλά άλλα μοντέλα απόκτησης γνώσης δεν συμμορφώνονται με μια μορφή αφελούς αναπαραστατισμού, καμία ικανοποιητική εξήγηση δεν προτάθηκε η οποία θα τα αντικαθιστούσε πειστικά. Η πρόταση του Hume ισοδυναμούσε με σκεπτικισμό, που αντί να εξηγήσει τη δυνατότητα της γνώσης, απέρριπτε την ίδια τη νομιμότητά της απόκτηση της από τον ανθρώπινο νου. Οι ορθολογιστές, θεώρησε ότι είναι πολύ δογματικοί στο να υποθέτουν ότι το οι a priori ιδέες μόνο θα εξηγήσουν τη διαδικασία. Η κοπερνίκεια επανάσταση του Καντ επιχειρεί έτσι να παρουσιάσει ένα πιο ικανοποιητικό, περισσότερο πειστικό μοντέλο, το οποίο θα συμβιβάζει ταυτόχρονα και τις αντικρουόμενες απόψεις που προτείνονται από τους προκατόχους του. Διατηρεί τον σκεπτόμενο νου στο κέντρο και τονίζει τον κρίσιμο ρόλο του στη γνώση του κόσμου, ο οποίος όμως προσεγγίζεται μόνο μέσω της αντίληψης. Τονίζει τη σημαντική συμβολή των έμφυτων και a prioriδομών του νου στη λήψη των αισθητηριακών εντυπώσεων, που δεν φτάνουν στο νου ως ένα χαοτικό σύνολο, αλλά ως μια ήδη διατεταγμένη κανονικότητα. Αυτή η κανονικότητα επιβάλλεται από το νου ακόμη και στο ίδιο το στάδιο της ύπαρξης αισθήσεων. Ο νους είναι επομένως στο κέντρο της διαδικασίας γνώσης, αν και η γνώση δεν είναι καθαρά έμφυτη όπως οι ορθολογιστές νόμιζαν ότι ήταν. Ο Καντ καταλήγει: «Οι αντιλήψεις χωρίς έννοιες είναι τυφλές και οι έννοιες χωρίς αντιλήψεις είναι κενές». Η κοπερνίκεια επανάσταση του Καντ έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Αν τα αντικείμενα πρέπει να συμμορφώνονται με τη γνώση μας όπως δηλώνει ο Καντ, τότε αυτό θα συνεπαγόταν ορισμένους περιορισμούς της γνώσης και της κατανόησής μας. Αυτό σίγουρα θα απέρριπτε κάθε δυνατότητα ύπαρξης 7


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

γνώσης για έναν κόσμο ή πραγματικότητα που δεν μας δίνεται μέσω των αισθήσεών μας. Δεν θα είχαμε άμεση πρόσβαση στον κόσμο έξω από εμάς, καθώς όλες οι γνώσεις μας είναι αναγκαστικά διαμεσολαβημένες από τις αισθήσεις μας και την a priori δομή του νου μας.

Κουίζ

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τον Καντ;

[α] Ποτέ δεν αμφέβαλλε για τη δυνατότητα γνήσιας γνώσης [β] Αμφισβήτησε τις δυνάμεις του ανθρώπινη κατανόηση για την απόκτηση γνώσης σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά
[γ] Αναζήτησε να μάθει πώς ο λόγος φτάνει στις a priori αρχές της κατανόησης. [δ] Εξετάζει τη φύση και όριο της ανθρώπινης γνώσης.

  1. Η κριτική φιλοσοφία του Καντ δεν περιλαμβάνει:

[α] Κατανόηση της διάκρισης μεταξύ a priori και a posteriori γνώση [b] Κατανόηση της διάκρισης μεταξύ αυτού που ανακαλύπτει ο νους να είναι απαραίτητο και καθολική και τι κερδίζει από την εμπειρία [γ] να γνωρίσει τη φύση και περιορισμός της ανθρώπινη γνώση [δ] Να γνωρίζει τη μεταφυσική βάση όλης της πραγματικότητας.

  1. Η υπερβατική κριτική του λόγου συνίσταται στο:

[α] Εντοπισμός των καθολικών και απαραίτητων στοιχείων σε όλη τη γνώση [β] Κατανόηση τις a priori κατηγορίες του νου που επιστρατεύει στα μαθηματικά γνώση [γ] Α ψυχολογική έρευνα για τη φύση του λόγου [δ] Μια ψυχολογική και λογική έρευνα στη φύση της απόκτησης γνώσης

  1. Η υπερβατική κριτική του Καντ ασχολείται με:

(α) Υπερβατική υποκειμενικότητα (β) Η πραγματική φύση και δομή του το ανθρώπινο μυαλό
(γ) Οι γενικοί όροι απασχόλησης των ανθρώπινων ικανοτήτων (δ) Οι ιδιαιτερότητες του ορθολογική έρευνα.

  1. Ποιο δεν το κατέχει ο Καντ;

(α) Αυτό που είναι ο κόσμος για εμάς είναι ο κόσμος όπως τον βιώνουμε (β) Οι ικανότητές μας για βιώνοντας οτιδήποτε θα επέβαλε περιορισμό στο είδος του κόσμου τον κόσμο μας θα μπορούσε να είναι (γ) Όλη η γνώση προκύπτει από την εμπειρία (δ) Συνθετικό a priori προτάσεις βρίσκονται στη φυσική επιστήμη.

Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [δ]
  3. [α]
  4. [γ]
  5. [γ]

8


Όψεις της Δυτικής Φιλοσοφίας: Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 6: /The

Διαφωτισμός Βολταίρος προς Καντ/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: A

Story of Philosophy: The Lives and Opinions of the / /Greater Philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Η εταιρεία Macmillan,

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Johnson, Robert, «Kant's Moral Philosophy», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας /(Καλοκαίρι Έκδοση 2012), Edward

  1. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/kant-

ηθικός/

  1. McCormick, Matt, Immanuel kant: Metaphysics, Internet Encyclopedia

της Φιλοσοφίας, http://www.iep.utm.edu/kantmeta/

  1. Rohlf, Michael, «Immanuel Kant», /The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Έκδοση Φθινόπωρο 2010), Έντουαρντ Ν. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2010/entries/kant/.

  1. Turner, W. (1910). Φιλοσοφία του Immanuel Kant. Στο The Catholic

Εγκυκλοπαιδεία. Νέα Υόρκη: Εταιρεία Robert Appleton. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2013 από New Advent: http://www.newadvent.org/cathen/08603a.htm.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 21

Καντ: Υπερβατολογική Αισθητική και Υπερβατολογική Αναλυτική

Λέξεις κλειδιά: εποπτεία, συνθετική λειτουργία του νου, μορφές της Αισθητικότητας, του χώρου, του χρόνου, /a priori/ μορφές του νου, κατηγορίες της κατανόησης.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο, εξετάσαμε την έννοια των συνθετικών a priori προτάσεων. Είναι με την επίδειξη της δυνατότητας τέτοιων προτάσεων που ο Καντ ξεκινά την κοπερνίκεια επανάστασή του στη φιλοσοφία. Αυτό το κεφάλαιο εξετάζει αυτό περαιτέρω με μια επεξεργασία των διαφόρων πτυχών των συνθετικών a priori προτάσεων.

Όπως υποδηλώνει ο όρος, αυτοί οι τύποι προτάσεων είναι τόσο συνθετικοί όσο και a priori. Είναι συνθετικές γιατί βασίζονται σε, και εξαρτώνται από την αισθητηριακή εμπειρία. Απαιτούν αντιλήψεις από μια εξωτερική πηγή. Με άλλα λόγια, η εμπειρία μας του κόσμου πρέπει να είναι αντιληπτή και πρέπει να είναι για έναν κόσμο που υπάρχει εκεί έξω. Είναι a priori καθώς προϋποθέτουν ορισμένα στοιχεία που δεν προέρχονται από την εμπειρία. Αναφέρεται σε μια ικανότητα του νου που διευκολύνει την πρόσληψη των αντιλήψεων από εξωτερικές πηγές και την περαιτέρω διάταξη τους προκειμένου να αναπτυχθεί ένα σύστημα γνώσης. Αυτό το ψυχικό αντίστοιχο στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης είναι έμφυτο. Ο Καντ λέει έτσι ότι η εμπειρία του κόσμου πρέπει επίσης να είναι νοητή. Θα έπρεπε να λέει κάτι για εμάς. Ο Καντ συνδυάζει αυτές τις δύο βασικές πτυχές της γνώσης και τις αντιλαμβάνεται ως συνιστώσες των ίδιων των προϋποθέσεων της γνώσης.

Η πρώτη προϋπόθεση βεβαιώνει την εμπειρική πτυχή. Ο Καντ λέει ότι η γνώση είναι δυνατή μόνο για έναν κόσμο που μπορούμε να βιώσουμε. Αλλά η εμπειρική γνώση είναι νοητή μόνο αν υπάρχει κάποια κανονικότητα σε ό,τι είναι γνωστό. Ο Καντ βεβαιώνει περαιτέρω ότι αυτή η κανονικότητα είναι δυνατή μόνο εάν υπάρχει κάποιος γνώστης στον οποίο μπορεί να αναπαρασταθεί αυτή η κανονικότητα. Bεβαιώνοντας τη σημασία τόσο των εμπειρικών όσο και των a priori πτυχών της γνώσης —τα εμπειριστικά και ορθολογιστικά αντίστοιχα— ο Καντ δηλώνει ότι έννοιες χωρίς αντιλήψεις είναι κενές και αντιλήψεις χωρίς έννοιες είναι τυφλές.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο ρόλος της εποπτείας

Αν διερευνήσουμε την αρχή της γνώσης, συνειδητοποιούμε τη σημασία της εποπτείας, καθώς ο μόνος τρόπος που η γνώση μας μπορεί να συσχετιστεί άμεσα με αντικείμενα είναι μέσω μιας εποπτείας. Αυτός ο παράγοντας βεβαιώνει τη σημασία ενός εξωτερικού κόσμου αντικειμένων. Μια εποπτεία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στο βαθμό που ένα αντικείμενο μας δίνεται· μόνο όταν το υποκείμενο μας επηρεάζεται από το αντικείμενο. Σύμφωνα με τον Καντ, η ικανότητα λήψης αναπαραστάσεων των αντικειμένων με τον επηρεασμό από αυτά ονομάζεται αισθητικότητα/ευαισθησία. Ως προς αυτόν τον παράγοντα, ο Καντ φαίνεται να συμφωνεί με τον εμπειρισμό.

Αλλά ο Καντ διαφωνεί με εκείνους τους εμπειριστές που αντιλαμβάνονται το νου ως παθητικό δέκτη αισθήσεων ή αντιλήψεων. Υποστηρίζει ότι η συνθετική λειτουργία της σκέψης είναι ενεργή από την αρχή. Ο Καντ αναφέρεται έτσι στην εποικοδομητική δύναμη της κατανόησης και υποστηρίζει ότι ακόμη και στη λήψη των αισθήσεων ο ανθρώπινος νους είναι ενεργός. Αντιτίθεται έτσι στη φωτογραφική θεωρία της αισθητηριακής αντίληψης, και την αντικαθιστά με τη θεωρία που υποστηρίζει ότι οι αντιλήψεις παράγονται από την ενεργητική εργασία της σκέψης πάνω στο αισθητηριακό υλικό. Με άλλα λόγια, ο Καντ βεβαιώνει ότι το να βλέπεις είναι σκέψη.

Υπερβατολογική Φιλοσοφία: Προκαταρκτικές Υποθέσεις

Η Κριτική του Καθαρού Λόγου ασχολείται με τρεις υπερβατολογικούς τομείς· την υπερβατολογική αισθητική, την υπερβατολογική αναλυτική και την υπερβατολογική διαλεκτική. Η υπερβατολογική αισθητική ασχολείται με το πρόβλημα της αισθητικότητας και ως εκ τούτου αντιμετωπίζει διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με την αισθητηριακή αντίληψη. Η υπερβατολογική αναλυτική αντιμετωπίζει προβλήματα που σχετίζονται με τη συσχέτιση των διαφόρων αντιλήψεων και τρίτον, η υπερβατολογική διαλεκτική ασχολείται με τον συλλογισμό (reasoning), καθώς αντιμετωπίζει ζητήματα που σχετίζονται με το συμπέρασμα (inference). Η υπερβατολογική προσέγγιση, όπως προαναφέρθηκε εστιάζει στις προϋποθέσεις, παρά σε μια απλή περιγραφή του τι συμβαίνει. Αντιμετωπίζει εκείνους τους παράγοντες που είναι απαραίτητοι και αναγκαίοι για την αντίληψη και την κατανόηση των αντικειμένων στον κόσμο. Η υπερβατολογική αισθητική ασχολείται έτσι με εκείνους τους απαραίτητους παράγοντες που αποτελούν προϋποθέσεις όλων των αντιλήψεων. Ασχολείται με τα στοιχεία που υπάρχουν στις αισθητηριακές διεργασίες, αλλά δεν είναι ποιότητες οποιωνδήποτε καθέκαστων αντικειμένων αντίληψης. Από τη στιγμή που ασχολείται με προϋποθέσεις, έχει μια a priori και όχι εμπειρική προέλευση και ως εκ τούτου είναι υπερβατολογική. Ο Καντ εστιάζει σε εκείνες τις κοινές μορφές στις οποίες εμφανίζονται όλα τα αντικείμενα της αισθητηριακής αντίληψης στην εμπειρία, και προσδιορίζει τα μεταβλητά και σταθερά στοιχεία στη γνώση που αποκτάμε μέσα από 2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

τις αισθήσεις. Τα μεταβλητά στοιχεία αναφέρονται στις ποιότητες του αντικειμένου που το διακρίνουν από τα άλλα αντικείμενα και τα σταθερά στοιχεία είναι ο χώρος και ο χρόνος. Μεταξύ των τελευταίων, ο χώρος παρατηρείται από την εξωτερική αίσθηση και ο χρόνος από την εσωτερική αίσθηση. Μαζί αναφέρονται ως «μορφές αισθητικότητας». Σύμφωνα με τον Καντ, ο χώρος και ο χρόνος είναι τα σταθερά στοιχεία στα αντικείμενα των αντιλήψεων, και οι ίδιοι δεν είναι αποτέλεσμα επαγωγικών γενικεύσεων της εμπειρίας. Τα πράγματα εμφανίζονται μέσα στο χώρο, και συνδέονται με κάποιο σημείο ή χρονική περίοδο. Ο Καντ υποστηρίζει ότι όλη η εμπειρία εξαρτάται (conditioned) από αυτούς [το χώρο και το χρόνο] και παρόλο που οι ίδιοι δεν βιώνονται άμεσα, εμφανίζονται μέσα από την εμπειρία. Ο Καντ τους θεωρεί ως τις a priori μορφές του νου σύμφωνα με τις οποίες [ο νους] τακτοποιεί τις αισθήσεις, και οι οποίες έχουν την προέλευσή τους στην ίδια τη φύση της σκέψης. Ο Καντ το αναπτύσσει αυτό περαιτέρω δηλώνοντας ότι, δεν είναι ότι στην αρχή συνειδητοποιούμε τις μη διατεταγμένες αισθήσεις και μετά τις υποβάλλουμε στις a priori μορφές του χώρου και του χρόνου. Βεβαιώνει ότι δεν αντιμετωπίζουμε ποτέ άτακτες αισθήσεις, καθώς η τακτοποίηση είναι μια συνθήκη της επίγνωσης ή της συνείδησης, και όχι συνέπεια αυτής. Υποστηρίζει ότι όλες οι αναπαραστάσεις είναι προσδιορισμοί του νου και ως εκ τούτου είναι καθολικές και αναγκαίες. Υποστηρίζει ότι όλη η εμπειρία πρέπει να συμμορφώνεται με τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον χώρο και τον χρόνο, που δεν είναι παρά οι μορφές που επιβάλλονται από τη φύση του νου που τους συλλαμβάνει. Ως εκ τούτου, είναι οι υποκειμενικές συνθήκες που επιβάλλονται στην εμπειρία από εμάς. Αλλά η εφαρμογή τους είναι υπό όρους και περιορισμένη. Εφαρμόζονται μόνο σε πράγματα όπως φαίνονται σε εμάς και όχι σε πράγματα καθεαυτά. Αποτελούν ουσιαστικά προϋποθέσεις για την δυνατότητα εμφανίσεων. Σύμφωνα με τον Καντ, ο χώρος και ο χρόνος είναι εμπειρικά πραγματικοί αλλά υπερβατολογικά ιδεατοί. Είναι εμπειρικά πραγματικοί γιατί, αυτό που δίνεται στην εμπειρία είναι στο χώρο και στο χρόνο. Και πάλι, είναι υπερβατολογικά ιδεατοί, γιατί η σφαίρα των φαινομένων είναι η μόνη σφαίρα της εγκυρότητάς τους, και επειδή δεν ισχύουν για τα πράγματα καθεαυτά, θεωρούμενα ξεχωριστά από την εμφάνισή τους σε εμάς. Ο Καντ επίσης ισχυρίζεται ότι δεν είναι απλές ψευδαισθήσεις.

Υπερβατολογική Αναλυτική

Το υπερβατολογική αναλυτική ασχολείται με τη συνεργασία της αισθητικότητας και της κατανόησης στην ανθρώπινη γνώση. Η αισθητικότητα (sensibility) αναφέρεται στην ικανότητα λήψης εντυπώσεων και η κατανόηση (understanding) σημαίνει τη δύναμη της σκέψης των δεδομένων που λαμβάνονται από τις αισθήσεις χρησιμοποιώντας έννοιες. Η υπερβατολογική λογική του Καντ ασχολείται λοιπόν με τις a prioriέννοιες και αρχές της κατανόησης και της εφαρμογής τους σε αντικείμενα. Μελετά τις a prioriέννοιες και αρχές της κατανόησης ως 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αναγκαίες προϋποθέσεις ακόμη και για να σκεφτούμε τα αντικείμενα. Με άλλα λόγια, εξετάζει τις a priori έννοιες της κατανόησης με τις οποίες ο ανθρώπινος νους συνθέτει τα φαινόμενα. Το πρωταρχικό καθήκον της υπερβατολογικής αναλυτικής είναι να εξακριβώσει τις a prioriέννοιες της κατανόησης με εξέταση της ικανότητας της κρίσης (faculty of judgment) ή της δύναμης της σκέψης. Ο Καντ έτσι εξετάζει τη διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης και αναλύει τις κρίσεις μέσω των οποίων η ανθρώπινη κατανόηση λειτουργεί. Ανάγει όλες τις λειτουργίες της κατανόησης σε κρίσεις και εξετάζει ποια είναι τα δυνατά είδη κρίσεων. Η διαδικασία της κρίσης είναι μια μοναδική λογική πράξη που πραγματοποιείται από τον ανθρώπινο νου. Το να κρίνεις και να σκέφτεσαι δεν είναι δύο διακριτές πράξεις. Με τέτοιες πράξεις ο ανθρώπινος νους ενοποιεί τις διαφορετικές αναπαραστάσεις με τη βοήθεια εννοιών για να σχηματίσει μία γνώση. Με άλλα λόγια, οι κρίσεις συνθέτουν αναπαραστάσεις μέσω εννοιών.
Ο Καντ εισάγει μια άλλη κρίσιμη έννοια σε αυτό το πλαίσιο· την έννοια των κατηγοριών της κατανόησης (categories of understanding). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η διαδικασία της κατανόησης περιλαμβάνει μια διαδικασία κρίσης, η οποία στην πραγματικότητα είναι μια διαδικασία σύνθεσης. Ο Καντ εξετάζει πώς αυτό πραγματοποιείται από το νου. Επιδιώκει να εξετάσει τους διαφορετικούς τρόπους κρίσης και υποστηρίζει ότι ο αριθμός των δυνατών τρόπων κρίσης και ο αριθμός των λογικών τύπων κρίσης είναι ταυτόσημος. Οι λογικοί έχουν ήδη εντοπίσει ότι υπάρχουν 12 είδη κρίσεων, και ο Καντ αναζητά να μάθει γιατί αυτές, και μόνο αυτές, οι μορφές κρίσης είναι δυνατές. Ο Καντ βεβαιώνει ότι κάθε μορφή κρίσης καθορίζεται από μια a priori έννοια. Σύμφωνα με τον αυτόν αυτές οι a priori έννοιες αντικατοπτρίζουν τις θεμελιώδεις συνθετικές λειτουργίες της κατανόησης. Στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους ο ανθρώπινος νους συνθέτει τις αντιλήψεις που λαμβάνει μέσω των αισθήσεων. Ο Καντ τις ονομάζει κατηγορίες της κατανόησης. Ταυτίζει έτσι την ίδια τη διαδικασία της κατανόησης με την ενοποιητική ή συνθετική ή κριτική δύναμη του νου. Ισχυρίζεται ότι ο νους το κάνει αυτό επειδή έχει μια a prioriκατηγορική δομή. Αναγκαστικά συνθέτει αναπαραστάσεις με ορισμένους θεμελιώδεις τρόπους, σύμφωνα με αυτές τις βασικές κατηγορίες. Ο Καντ υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες της κατανόησης είναι a prioriσυνθήκες της γνώσης. Είναι οι a priori συνθήκες για τη δυνατότητα της σκέψης των αντικειμένων. Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις 12 κατηγορίες τις οποίες ο Καντ τοποθετεί σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες κατανόησης: της ποιότητας, της ποσότητας, του τρόπου και των σχέσεων.

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ
ΚΡΊΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΡΊΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Καθολική Ενότητα Βεβαιωτική Πραγματικότητα
Καθέκαστη Πολλαπλότητα Αρνητική Άρνηση
Ενική Ολότητα Άπειρη Περιορισμός
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Προβληματική Δυνατότητα/Αδυνατότητα Κατηγορική Ενύπαρξη & Ύπαρξη
Βεβαιωτική Ύπαρξη/Μη-ύπαρξη Υποθετική Αιτιότητα & εξάρτηση
Αποδεικτική Αναγκαιότητα/Ενδεχομενικότητα Διαζευκτική Κοινότητα

Αυτές οι 12 κατηγορίες αποτελούν την a priori δομή που καθορίζει την ανθρώπινη κατανόηση, καθοδηγώντας τη λειτουργία του καθαρού λόγου. Όπως προαναφέρθηκε, πριν ακόμη οι κατηγορίες συνθέσουν τις αντιλήψεις στην κατανόηση, οι αισθήσεις που προκαλεί ο κόσμος διατάσσονται από τις μορφές της εποπτείας, το χώρο και το χρόνο. Μια τέτοια διάταξη απαιτείται αναγκαία έτσι ώστε τα αντικείμενα να δοθούν σε εμάς. Αυτές οι ταξινομημένες αισθήσεις κατηγοριοποιούνται περαιτέρω από τις 12 κατηγορίες της κατανόησης προκειμένου να αρθρωθεί η γνώση του φαινομενικού κόσμου. Αυτές οι κατηγορίες είναι επομένως οι a priori συνθήκες κάθε εμπειρίας, που καθορίζουν τις συνθήκες της δυνατότητας της εμπειρίας. Με άλλα λόγια, αναφέρονται στις συνθήκες που απαιτούνται αναγκαία για να νοηθούν τα αντικείμενα. Τα αντικείμενα δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο μέσω των συνθετικών κατηγοριών της κατανόησης. Για παράδειγμα, για να γνωρίζετε ότι υπάρχουν 10 πράσινα μήλα και 12 κόκκινα μάνγκο σε ένα καλάθι, ο νους πρέπει a priori να έχει την ικανότητα να ποσοτικοποιεί (10 μήλα και 12 μάνγκο) και να κατανοεί τις ποιότητες πράσινο και κόκκινο. Για να γνωρίζουμε ότι η ζέστη προκαλεί ζεστασιά, ο νους πρέπει να γνωρίζει να συνδέει τις δύο αντιλήψεις μεταξύ τους με όρους αιτιότητας. Οι έννοιες χωρίς αντιλήψεις είναι κενές και οι αντιλήψεις χωρίς έννοιες είναι τυφλές.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ: Μια Αξιολόγηση

Οι δύο υπερβατολογικές προσεγγίσεις —η αισθητική και η αναλυτική— εξηγούν πώς η αισθητικότητα και η κατανόηση συνεργάζονται για να μας παρέχουν ένα λογαριασμό της εμπειρικής πραγματικότητας. Έτσι προσπαθούν να κατανοήσουν τη διαδικασία απόκτησης γνώσεων στις φυσικές επιστήμες. Ο Καντ τοποθετεί τον ανθρώπινο νου στο κέντρο, κάτι που έχουμε ήδη δει στο προηγούμενο κεφάλαιο όταν συζητήσαμε την ιδέα της Κοπερνίκειας επανάστασης στη φιλοσοφία. Η ακριβής φύση αυτής της επανάστασης γίνεται ξεκάθαρη με μια αποσαφήνιση (explication) της υπερβατολογικής αισθητικής και αναλυτικής. Υπογραμμίζουν τον κρίσιμο ρόλο τον οποίο παίζει ο ανθρώπινος νους στη διαδικασία απόκτησης γνώσης. Η έκθεση, του Καντ, για τη φύση του καθαρού λόγου έχει πιο σημαντικές συνέπειες. Η κριτική του προσέγγιση προτείνει ότι στη γνώση μας για τον κόσμο ο ανθρώπινος νους και η συνθετική του λειτουργία παίζουν κρίσιμους ρόλους. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τον «πραγματικό» κόσμο των οντοτήτων, αλλά μόνο έναν κόσμο που μας δίνεται μέσω των αντιλήψεών μας και συντίθεται περαιτέρω από τις έννοιες. Το έσχατα πραγματικό δεν είναι ποτέ προσβάσιμο από εμάς, καθώς όλη η πρόσβασή μας στον κόσμο γίνεται μέσω αντιλήψεων που είναι χωροχρονικά διατεταγμένες, και έννοιες που αποτελούν την a prioriδομή του νου. Επομένως, ο Καντ αναφέρει έναν τομέα της πραγματικότητας που είναι ανεξάρτητος από το νου, που είναι η τελική πηγή των αντιλήψεών μας, αλλά υποστηρίζει ότι αυτός ο τομέας παραμένει άγνωστος για πάντα. Η υπερβατολογική κριτική, του Καντ, του καθαρού λόγου υποδεικνύει έτσι τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Εξηγεί πώς η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τις αισθήσεις και τι ρόλο παίζει η κατανόηση στη διαδικασία μετατροπής των αισθητηριακών δεδομένων σε γνώση. Ο Καντ μας λέει ότι αυτή η γνώση περιορίζεται ουσιαστικά από τις συνθήκες που επιβάλλει ο νους μας και την ονομάζει φαινομενική (phenomenal). Ο φαινομενικός κόσμος είναι ο κόσμος όπως τον βλέπουμε με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς μας. Από την άλλη πλευρά, ο πραγματικός κόσμος, που αποτελείται από τα πράγματα καθεαυτά ή τα νοούμενα είναι πάντα άγνωστος. Δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε γνώση γι' αυτά λόγω των περιορισμών της ικανότητάς μας της κατανόησης (faculty of understanding). Αυτό υποδηλώνει το αδύνατο της μεταφυσικής ως επιστήμης. Για να αποκτήσουμε γνώση χρειαζόμαστε τις αισθήσεις που διατάσσονται από τις μορφές της αισθητικότητας και περαιτέρω συντίθενται από τις 12 κατηγορίες που αποτελούν τις a priori προϋποθέσεις της κατανόησης. Η μεταφυσική πραγματικότητα ή τα πράγματα καθεαυτά δεν μπορούν να κατανοηθούν με αυτόν τον τρόπο, καθώς είναι αναγκαία πέρα ​​από την κατανόηση μας, που περιορίζεται από τον χώρο και τον χρόνο.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κουίζ

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν κατέχει ο Καντ;

(α) Ο νους είναι παθητικός δέκτης αισθήσεων (β) Το συνθετικό η λειτουργία της σκέψης είναι ενεργή από την αρχή (γ) Η φωτογραφική θεωρία της αίσθησης η αντίληψη είναι λανθασμένη
(δ) Το να βλέπεις είναι σκέψη.

  1. Με ποιον τρόπο η υπερβατική φιλοσοφία ασχολείται με την εμπειρία;

(α) Περιγράφει τι συμβαίνει όταν βιώνουμε (β) Εξηγεί το ψυχολογικές πτυχές εμπλέκεται στην εμπειρία (γ) Αντιμετωπίζει τις προϋποθέσεις της εμπειρίας (δ) Εξηγεί πώς Η εμπειρία οδηγεί στη γνώση.

  1. Κατά τον Καντ, χώρος και χρόνος;

(α) Είναι γνωστά μέσω επαγωγικών γενικεύσεων του εμπειρία (β) Είναι μεταβλητά στοιχεία σε τα αντικείμενα των αντιλήψεων (γ) Εμφανίζονται μόνο στην εμπειρία (δ) Είναι όχι a priori.

  1. Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι;

(α) Εφαρμόζεται στα πράγματα μέσα τους (β) Μορφές που επιβάλλονται από τη φύση του νου

(γ) Υποκειμενικοί όροι που επιβάλλονται στην εμπειρία από εμάς (δ) Είναι ουσιαστικά προϋποθέσεις για το ενδεχόμενο εμφανίσεων.

  1. Ο Καντ ταυτίζει τη διαδικασία της κατανόησης με ………………….. .

(α) Συνθετική δύναμη του νου (β) Μορφές ευαισθησίας (γ) Κατηγορίες ποσότητας
(δ) Κατηγορίες τροπικότητας Κλειδί απάντησης

  1. [α]
  2. [γ]
  3. [γ]
  4. [α]
  5. [α]

Εργασίες

  1. Περιγράψτε την έννοια του Καντ για τις μορφές ευαισθησίας.
  2. Συζητήστε την ιδέα του Καντ για την υπερβατική ανάλυση.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of

Φιλοσοφία, /τόμος 6: /Ο Διαφωτισμός Βολταίρος στον Καντ/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτεροι φιλόσοφοι / /the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Johnson, Robert, «Kant's Moral Philosophy», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας / (Καλοκαίρι 2012 Έκδοση), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/kant-moral/

  1. McCormick, Matt, Immanuel Kant: Μεταφυσική, Διαδίκτυο

Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας, http://www.iep.utm.edu/kantmeta/

  1. Rohlf, Michael, "Immanuel Kant", /The Stanford Encyclopedia of

Φιλοσοφία /(Φθινόπωρο 2010 Έκδοση), Edward N. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2010/entries/kant/.

  1. Turner, W. (1910). Φιλοσοφία του Immanuel Kant. Στο The Catholic

Εγκυκλοπαιδεία. Νέος York: Robert Appleton Company. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2013 από New Advent: http://www.newadvent.org/cathen/08603a.htm.

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 22

Immanuel Kant: Οι ιδέες του λόγου και η απόρριψη της εικοτολογικής μεταφυσικής

Λέξεις κλειδιά: Ιδέες του λόγου, υπερβατολογική διαλεκτική, λόγος, κατανόηση, πράγματα καθεαυτά, νοούμενα, αντινομίες, υπερβατολογική ψευδαίσθηση, υπερβατολογικό ιδεατό, φιλοσοφική θεολογία.

Αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθεί με την έννοια των «ιδεών του λόγου», η οποία είναι κεντρική στη φιλοσοφία του Καντ. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η πρώτη Κριτική του Καντ μπορεί να γίνει κατανοητή με την επεξεργασία των τριών υπερβατολογικών προσεγγίσεων; υπερβατολογική αισθητική, υπερβατολογική αναλυτική και υπερβατολογική διαλεκτική. Έχουμε ήδη συζητήσει τις δύο πρώτες στο προηγούμενο κεφάλαιο και σε αυτό το κεφάλαιο θα επικεντρωθούμε περισσότερο στην τρίτη. Ο Καντ λέει ότι ο ανθρώπινος νους αποτελείται από δύο όψεις· την κατανόηση και το λόγο. Έχουμε ήδη δει τη λειτουργία της κατανόησης στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Καντ θέτει το λόγο λίγο παραπάνω από την κατανόηση ως προς τη σημασία του στη διαδικασία της απόκτησης γνώσης. . Η υπερβατολογική διαλεκτική, όπως τη συνέλαβε ο Καντ, είναι μια κριτική της κατανόησης και του λόγου. Εδώ αυτός εξετάζει κριτικά τις ικανότητές τους [της κατανόησης και του λόγου] να παρέχουν γνώση των καθεαυτό πραγμάτων. Με άλλα λόγια, σκοπεύει να αποκαλύψει τους περιορισμούς αυτών των ανθρώπινων ορθολογικών ικανοτήτων, όταν η ερώτηση είναι για τα νοούμενα (noumena). Ο ανθρώπινος λόγος υπολείπεται της κατανόησης της έσχατης πραγματικότητας των πραγμάτων ή των πραγμάτων καθεαυτών. Μας προειδοποιεί έτσι για την κακή χρήση των a priori εννοιών και αρχών, και βεβαιώνει ότι η χρήση αυτών των δύο πτυχών της ικανότητας της σκέψης για την κατανόηση τα πραγμάτων καθεαυτών, οδηγεί σε ορισμένες άλυτες αντιφάσεις. Μας προειδοποιεί έτσι για την αθέμιτη επέκταση των a prioriεννοιών από τα αντικείμενα που δίνονται στην αισθητηριακή εποπτεία στα πράγματα εν γένει. Η υπερβατολογική διαλεκτική λοιπόν βεβαιώνει ότι η γνωστική λειτουργία των κατηγοριών είναι περιορισμένη στα αντικείμενα της αισθητηριακής εποπτείας ή φαινόμενα, και δεν είναι δυνατόν να έχουμε καθολική και αναγκαία ή a priori γνώση οτιδήποτε μη αντιληπτού. Ο Καντ δεν έχει καμία αμφιβολία για την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου των πραγμάτων καθεαυτών ή νοουμένων που βρίσκονται πίσω από τον αισθητό κόσμο. Αλλά αυτός ο τομέας των νοουμένων δεν μπορεί να κατανοηθεί χρησιμοποιώντας τις συνήθεις ικανότητες του λόγου και της κατανόηση. Κι όμως ο νους έχει μια τάση να τα εννοιολογούμε και να τα στοχαζόμαστε, το οποίο, προειδοποιεί ο Καντ, μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένους γρίφους. Ο ανθρώπινος νους προσπαθεί να αρθρώσει τις αντιλήψεις για τον Θεό, την ελευθερία και την αθανασία που 1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αποτελούν την πραγματικότητα των νοουμένων. Αλλά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση και αντιφάσεις. Εφαρμόζοντας τις κατηγορίες της κατανόησης στα νοούμενα οδηγεί σε ψευδαισθήσεις. Υποστηρίζει ότι η σκέψη δεν μπορεί ποτέ να εξερευνήσει τι κρύβεται πίσω από τη φύση ή τον νοητό κόσμο ως το απόλυτο θεμέλιο της. Τα νοούμενα δεν μπορούν ποτέ να γίνουν το κατάλληλο αντικείμενο της έρευνάς μας. Ως εκ τούτου, ο Kant υποστηρίζει ότι η μεταφυσική ως επιστήμη είναι αδύνατη.

Το αδύνατο της μεταφυσικής

Σύμφωνα με τον Καντ, η μεταφυσική επιχειρεί να συναγάγει a priori τη συνθετική γνώση από το καθαρές έννοιες της κατανόησης. Λέει ότι αυτό σημαίνει να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες μόνες τους χωρίς αντιλήψεις. Για παράδειγμα, όταν ένας μεταφυσικός μιλάει για το σύμπαν ή την ολότητα της ύπαρξης, υπάρχουν ορισμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται, αλλά δεν υπάρχουν αντιλήψεις που να αντιστοιχούν σε αυτές. Ο Καντ ισχυρίζεται κατηγορηματικά ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, καμία γνήσια γνώση δεν μπορεί να αντληθεί, καθώς οι έννοιες χωρίς εποπτείες είναι κενές. Αυτό βεβαιώνει το αδύνατο της μεταφυσικής. Ο Kant επισημαίνει περαιτέρω ότι, η εφαρμογή a prioriεννοιών στα πράγματα καθεαυτά οδηγεί σε αντινομίες. Ως εκ τούτου, αποκλείει τη μεταφυσική ως δυνατή πηγή αντικειμενικής γνώσης. Ερωτήματα που είναι θεμιτά όταν τίθενται για τον κόσμο της εμπειρίας είναι χωρίς νόημα όταν ρωτηθούν για την υπερβατολογική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, έννοιες όπως αιτία και αποτέλεσμα, υπόσταση και συμβεβηκός, είναι θεμιτές όταν εφαρμόζονται στη φαινομενική τάξη. Μόλις όμως προσπαθήσουμε να τις χρησιμοποιούν για να νομιμοποιήσουμε τη λειτουργία του κόσμου των νοουμένων, οδηγούμαστε σε ανοησίες.

Υπερβατολογική Ψευδαίσθηση και Υπερβατολογική Διαλεκτική

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι αρχές της κατανόησης είναι έμφυτες αρχές. Είναι μέσα μας, επιβάλλοντας περιορισμούς στις ικανότητές μας να κατανοήσουμε τον κόσμο. Λειτουργούν και ως προϋποθέσεις (preconditions) της γνώσης μας, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για την αντικειμενική κατανόηση της φαινομενικής πραγματικότητας. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η εφαρμογή τους θα πρέπει να περιορίζεται στον τομέα του φαινομένου, καθώς αυτές οι αρχές που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε τον κόσμο είναι ουσιαστικά υποκειμενικές και όχι αντικειμενικές. Ο Καντ υποστηρίζει ότι το να μπερδεύουμε τις έμφυτες ή υποκειμενικές αρχές με αντικειμενικές ή υπερβατικές αρχές μπορεί να καταλήξει σε λάθος και ψευδαίσθηση. Η εφαρμογή υποκειμενικών αρχών στα πράγματα καθεαυτά οδηγεί σε αυτό που ο Καντ ονομάζει υπερβατολογική ψευδαίσθηση. Η υπερβατολογική διαλεκτική έχει σκοπό να μας απαλλάξει από αυτή τη δογματική ή υπερβατολογική ψευδαίσθηση. Είναι λοιπόν μια κριτική που θα περιορίσει τις εικοτολογικές μας αξιώσεις (pretensions) στη σφαίρα της δυνατής εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η υπερβατολογική διαλεκτική σκοπεύει να μας απελευθερώσει από τις υπερβατολογικές ψευδαισθήσεις μας. Διερευνά επίσης τον ρόλο των υπερβατολογικών ιδεών στην σκέψη μας. Αυτή η πτυχή της κριτικής φιλοσοφίας ασχολείται με την εξέταση της ικανότητας του λόγου, και τους αρνητικούς και θετικούς ρόλους του.
2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αρνητικοί και θετικοί Ρόλοι του Λόγου

Σε σχέση με την κριτική του λόγου, ο Καντ προσδιορίζει τους αρνητικούς και θετικούς ρόλους του. Στην αρνητική πλευρά, όπως είδαμε παραπάνω, ο λόγος οδηγεί σε υπερβατολογική ψευδαίσθηση. Έτσι είναι η πηγή όλων των μεταφυσικών λαθών. Μας οδηγεί επίσης σε αντινομίες.

Στη θετική πλευρά, ο Καντ βλέπει ότι ο λόγος έχει έναν αναγκαίο και κρίσιμο ρόλο, καθώς είναι η πηγή των αναγκαίων ιδεών και αρχών που παίζουν ζωτικό ρόλο στην επιστημονική θεωρητικοποίηση. Εξετάζει έτσι τις ανώτερες διαδικασίες του λόγου, για να δει αν είναι δυνατό να ανακαλύψουμε την έσχατη φύση των πραγμάτων καθεαυτών. Υπό αυτή την έννοια, είναι επίσης η πηγή των υπερβατολογικών εννοιών ή ιδεών του εαυτού, του κόσμου και του Θεού.

Με την αποσαφήνιση αυτών των υπερβατολογικών αρχών, η φιλοσοφία του Καντ παρουσιάζεται ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα, το οποίο συνδέει τις έμφυτες (immanent) αρχές με τις υπερβατολογικές πραγματικότητες, προκειμένου να εξηγήσει την ίδια την ιδέα της ορθολογικής γνώσης και τη δυνατότητά της. Οι έμφυτες αρχές είναι επίσης γνωστές ως a priori έννοιες της κατανόησης. Είναι υποκειμενικές αρχές που εφαρμόζονται μέσα στα όρια της δυνατής εμπειρίας. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβατολογικές αρχές είναι γνωστές ως οι έννοιες του λόγου, ή ιδέες του λόγου. Είναι αρχές που ξεπερνούν τα όρια της εφικτής εμπειρίας και είναι αναγκαία αντικειμενικές. Ο Καντ επιμένει ότι, για να αποφύγουμε συγχύσεις, πρέπει να διακρίνουμε τις υποκειμενικές a priori έννοιες της κατανόησης που είναι έμφυτες από τις αντικειμενικές ιδέες του λόγου που είναι υπερβατολογικές.

Για να κατανοήσουμε τη θετική λειτουργία του λόγου, ίσως πρέπει να δούμε πώς τον έχει διακρίνει ο Kant από την κατανόηση. Ο Καντ αποδίδει μια ανώτερη θέση στο λόγο καθώς τον αντιλαμβάνεται να αντιπροσωπεύει μια ανώτερη λειτουργία του νου από την κατανόηση. Ο λόγος νοείται ως η δραστηριότητα του νου η οποία ρωτά για τις δικές της λειτουργίες. Ο Καντ σε αυτό το πλαίσιο βεβαιώνει ότι η μεταφυσική είναι η ενασχόληση του λόγου με τον εαυτό του. Από την άλλη πλευρά, η κατανόηση ασχολείται με αντικείμενα γνώσης στην εμπειρία. Όπως έχουμε ήδη δει, η κατανόηση εδώ παραπέμπει καθέκαστες αντιλήψεις σε γενικές έννοιες ή κατηγορίες της κατανόησης προκειμένου να αποκτήσουμε γνώση σχετικά με τη φαινομενική επικράτεια.

Οι θετικές λειτουργίες του λόγου γίνονται πλέον σαφέστερες και η υπερβατολογική διαλεκτική εστιάζει σε αυτό το θέμα. Όπως προαναφέρθηκε, η υπερβατολογική διαλεκτική εξετάζει τον καθαρό λόγο ως μια ικανότητα διακριτή από την κατανόηση, και προσπαθεί επίσης να προσδιορίσει ποιες είναι οι υπερβατολογικές ιδέες του καθαρού λόγου. Προσπαθεί να ανακαλύψει τη θεμιτή και σωστή λειτουργία των ιδεών του καθαρού λόγου. Για παράδειγμα, εξετάζονται οι μεταφυσικές ιδέες ενός κόσμου και ενός εαυτού. Δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε μια συνθετική a priori γνώση για αυτές. Ο Καντ μας προειδοποιεί ενάντια στην επέκταση της εφαρμογής των κατηγοριών και 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εννοιών του καθαρού λόγου στην κατανόησή τους. Από την άλλη βεβαιώνει ότι αυτές οι ιδέες του καθαρού λόγου έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη. Η υπερβατολογική διαλεκτική προσπαθεί να ανακαλύψει τη νόμιμη λειτουργία τους. Ο Καντ υποστηρίζει ότι προκύπτουν μέσα μας μέσα από την ίδια τη φύση του λόγου μας, και ο λόγος πρέπει να τις ανακαλύψει μέσα του, στρέφοντας το βλέμμα του στον εαυτό του. Επομένως, η υπερβατολογική διαλεκτική διερευνά τη σωστή λειτουργία των ιδεών του καθαρού λόγου, που καθορίζονται από τη συγκρότηση του λόγου μας. Μας προειδοποιεί επίσης για την κακή χρήση του. Δείχνει ότι οι ιδέες του καθαρότερου λόγου είναι εγγενείς στη φύση του ίδιου του λόγου και επομένως δεν προέρχονται από την εμπειρία. Ωστόσο, δεν είναι έμφυτες. Ο Καντ υποστηρίζει επανειλημμένα ότι είναι οι υπερβατολογικές ιδέες που παράγονται από τον καθαρό λόγο, και ο λόγος περιέχει μέσα του την πηγή αυτών των Ιδεών. Αποτελούν τα θεμέλια για την κατασκευή του λόγου και τον λογαριασμό της συστηματικής ενότητας της εμπειρίας, χωρίς την οποία καμία γνώση δεν θα ήταν δυνατή. Η συνθετική λειτουργία του λόγου αντανακλάται στην κατασκευή των υπερβατολογικών ιδεών του εαυτού, του κόσμου και του Θεού. Ο εαυτός έχει συλληφθεί ως ένα μόνιμο υποστασιακό υποκείμενο, για το οποίο δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε συνθετική a priori γνώση. Αλλά ο Καντ λέει ότι ο εαυτός πρέπει να υπάρχει ως υπερβατολογική ιδέα. Το ίδιο συμβαίνει με τον κόσμο. Για τον Καντ ο κόσμος ως σύνολο συμβάντων που συνδέονται αιτιακά μεταξύ τους υπάρχει. Η υπερβατολογική ιδέα του Θεού είναι πιο σημαντική από τις άλλες δύο, καθώς εξηγεί την ολότητα όλης της ύπαρξης. Θεωρείται ως η ενότητα των αντικειμένων της σκέψης γενικά. Ο Καντ την ονομάζει ένα υπερβατολογικό ιδεατό (transcendental ideal), καθώς και οι άλλες δύο, ο κόσμος και ο εαυτός, είναι ενωμένες στον Θεό.

Ο Καντ υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος νους επιστρέφει συνεχώς σε αυτές τις ιδέες του λόγου. Αναφέρεται στην τάση του ανθρώπου να κατανοεί τα πράγματα στο σύνολό τους, και οι ιδέες του λόγου μας επιτρέπουν να το κάνουμε αυτό. Αλλά δεν είναι απλώς φανταστικές ή αυθαίρετες, καθώς προβάλλουν ένα ιδεατό προς το οποίο κατευθύνεται η γνώση. Ο Καντ βεβαιώνει ότι δεν δίνονται μέσω των συνηθισμένων καναλιών της εμπειρίας, αλλά προκύπτουν μέσα μας μέσα από την ίδια τη φύση του λόγου μας. Με άλλα λόγια, έχουν τη λειτουργία τους που καθορίζεται από τη σύσταση του λόγου μας. Στο επίπεδο της ίδιας της κατανόησης — όπου ο νους εφαρμόζει έννοιες σε αντιλήψεις — εκτελείται μια σημαντική συνθετική λειτουργία. Ο Καντ υποστηρίζει ότι, με τις ιδέες του λόγου, ο λόγος τείνει να ολοκληρώσει τη σύνθεση που επιτυγχάνεται με την κατανόηση. Για να δικαιολογήσει τα επιχειρήματά του, ο Καντ στρέφεται στον συλλογιστικό συλλογισμό και υποστηρίζει ότι οι ιδέες του λόγου συνάγονται από τις μορφές του έμμεσου συμπεράσματος ή του συλλογιστικού συμπεράσματος. Αντιλαμβάνεται ότι οι διαδικασίες του λόγου είναι ουσιαστικά συλλογιστικές και επιχειρεί να εξετάσει τις τρεις μορφές της συλλογιστικής διαδικασίας· κατηγορηματική, υποθετική και διαζευκτική. Αντίστοιχη με τον κατηγορηματικό συλλογισμό, υπάρχει η ψυχολογική ιδέα του εαυτού, με τον υποθετικό συλλογισμό, η κοσμολογική ιδέα του κόσμου και με τον διαζευκτικό συλλογισμό, η θεολογική ιδέα του Θεού.
4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Έτσι, στις τρεις μορφές της συλλογιστικής διαδικασίας αντανακλώνται οι τρεις τύποι δυνατών έμμεσων συμπερασμάτων. Ο Καντ λέει ότι, αντίστοιχα, υπάρχουν τρεις κατηγορίες σχέσεων· η υπόσταση, που αντιπροσωπεύεται από τον εαυτό, η αιτία, που αντιπροσωπεύεται από την ιδέα του σύμπαντος, και η κοινότητα ή αμοιβαιότητα που εκπροσωπείται από τον Θεό. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι στους τρεις τύπους συμπερασμάτων αντιστοιχούν τρία είδη απόλυτων (unconditioned) ενοτήτων, που αξιώνονται ή υποτίθενται από τις αρχές του καθαρού λόγου. Κάθε ιδέα του λόγου αντιπροσωπεύει έτσι μια ενότητα. Και εδώ ο Καντ αντλεί τα τρία είδη απόλυτης ενότητας από τα τρία είδη συλλογιστικών συμπερασμάτων. Εξηγεί πώς παράγονται οι τρεις ιδέες του λόγου. Υποστηρίζει ότι, ανεβαίνοντας την αλυσίδα των κατηγορικών συλλογισμών ο λόγος αναζητά κάτι που είναι πάντα υποκείμενο και ποτέ κατηγόρημα. Αυτή είναι η ιδέα του εαυτού. Και πάλι, ανεβαίνοντας από μια αλυσίδα υποθετικών συλλογισμών, ο λόγος απαιτεί μια απόλυτη ενότητα η οποία είναι μια έσχατη προϋπόθεση. Ο κόσμος είναι μια τέτοια προϋπόθεση. Τέλος, ανεβαίνοντας από μια αλυσίδα διαζευκτικών συλλογισμών ο λόγος απαιτεί μια απόλυτη ενότητα, που βρίσκεται στην ιδέα του Θεού. Προκειμένου να εξηγήσει τη νομιμότητα της συλλογιστικής διαδικασίας, ο Καντ πέφτει πίσω στην φυσική τάση του νου να περιμένει ότι η γνώση του θα πρέπει να είναι ικανή ενοποίησης και συστηματοποίησης. Εξ ου και η φύση της συλλογιστικής διαδικασίας υποδηλώνει τις μεταφυσικές ιδέες του Θεού, του εαυτού και του κόσμου. Αυτή η τάση μας αναγκάζει να δούμε τις καθέκαστες περιπτώσεις υπό το πρίσμα του καθολικού που τις εξηγεί. Η ανθρώπινη σκέψη αναζητά κάποια ολοκληρωμένη, κεντρική και περιεκτική ιδέα.

Ιδέες του Λόγου και της Μεταφυσικής

Στον τομέα της μεταφυσικής, αυτές οι τρεις ιδέες του λόγου έχουν αντίστοιχους εκπροσώπους, και οι τρεις ιδέες του λόγου αντιστοιχούν στους τρεις κλάδους της εικοτολογικής μεταφυσικής (speculative metaphysics). Υπάρχει η έννοια του «σκεπτόμενου υποκειμένου», με την οποία ασχολείται η ψυχολογία, του «κόσμου» με την οποία ασχολείται η κοσμολογία και του «Θεού», με την οποία ασχολείται η θεολογία. Δεν δίνονται στην εμπειρία και δεν αποτελούν μέρος της φαινομενικής πραγματικότητας. Για τον Καντ, αυτή η μεταφυσική είναι αδύνατη καθώς δεν μπορούμε να έχουμε γνήσια γνώση για αυτές. Ο Καντ εξετάζει έτσι την καθεμία από αυτές. Για παράδειγμα, η ιδέα του εαυτού. Ο Καντ λέει ότι αυτή η έννοια είναι το αποτέλεσμα της τάσης του νου να αναζητήσει ένα κοινό έδαφος για όλα τα φαινόμενα που συμβαίνουν στη συνείδηση. Εδώ απαιτεί τη δυνατότητα ενός υποκειμένου, που είναι πάντα υποκείμενο και ποτέ κατηγόρημα κάποιου άλλου υποκειμένου. Για τη δυνατότητα εμπειρίας, όλες οι αναπαραστάσεις θα πρέπει να σχετίζονται με την ενότητα της αντίληψης, και η σύλληψη του εαυτού είναι ριζωμένη σε αυτή την υπόθεση. Ο εαυτός λοιπόν, είναι το εγώ σκέφτομαι που συνοδεύει όλες τις εμπειρίες. Ο λόγος επιδιώκει να ολοκληρώσει τη σύνθεση της εσωτερικής ζωής στην ιδέα ενός κεντρικού εαυτού ή του απόλυτου υποκειμένου των 5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εμπειριών μας. Περνά πέρα ​​από το εμπειρικό και εξαρτημένο εγώ στο απόλυτο ουσιαστικό υποκείμενο.

Ο Καντ παρατηρεί ότι η ψυχολογία μελετά το εμπειρικό εγώ, που είναι αντικείμενο στο χρόνο και ανάγεται σε διαδοχικές καταστάσεις όπως ο εαυτός. Είναι μέρος του κόσμου της εμπειρίας. Από την άλλη πλευρά, το υπερβατολογικό εγώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπειρία. Δεν δίνεται στην εμπειρία και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τις κατηγορίες της υπόστασης και της ενότητας σε αυτό για να το κατανοήσουμε. Δεν ανήκει στον κόσμο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά.

Παρομοίως, η ιδέα του Κόσμου αντιπροσωπεύει το υποκείμενο σύστημα τάξης και νόμου που θεμελιώνουν όλα τα αντικείμενα γνώσης. Αυτό που μας κάνει δυνατό να γνωρίσουμε τον κόσμο είναι αυτή η υποκείμενη τάξη. Η ιδέα του κόσμου, ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύει την ιδέα ενός περιεκτικού παγκόσμιου συστήματος. Αντιπροσωπεύει το σύνολο των αιτιατικών ακολουθιών. Η ικανότητα μας της κατανόησης συνθέτει την πολλαπλότητα της αισθητηριακής εποπτείας σύμφωνα με την αιτιακή σχέση, ενώ η ικανότητα του λόγου τείνει να ολοκληρώσει τη σύνθεση φτάνοντας σε μια απόλυτη ενότητα, νοημένη ως το σύνολο των αιτιακών ακολουθιών. Ως εκ τούτου, ο λόγος αξιώνει μια έσχατη προϋπόθεση της ολότητας των αιτιακών ακολουθιών των φαινομένων. Το καντιανό σχήμα επικρίνει κάθε προσπάθεια μελέτης αυτής της έσχατης προϋπόθεσης καθιστώντας την αντικείμενο. Έτσι ασκεί κριτική στην εικοτολογική κοσμολογία, η οποία αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως το σύνολο των αιτιακών ακολουθιών των φαινομένων. Υποστηρίζει ότι, η προσπάθεια να επεκτείνουμε τη γνώση μας για τον κόσμο, ως μια ολότητα φαινομένων,, μέσω συνθετικών a priori προτάσεων οδηγεί σε αντινομίες.

Το Πρόβλημα των Αντινομιών

Οι αντινομίες είναι αμοιβαία αντιφατικές προτάσεις, καθεμία από τις οποίες μπορεί κατά τα φαινόμενα να αποδειχθεί ακολουθώντας τη διαδικασία του λόγου. Σύμφωνα με τον Καντ οι αντινομίες εμφανίζονται όταν εφαρμόζουμε μορφές της εποπτείες και τις κατηγορίες της κατανόησης σε πράγματα που δεν βιώνονται. Οποιαδήποτε εικασία σχετικά με τη φύση του κόσμου οδηγεί σε αντινομίες. Προκύπτουν όταν μετατρέπουμε τις σκέψεις σε πράγματα και τις υποστασιοποιούμαι (hypostasize). Χτίζουμε μια φανταστική επιστήμη πάνω σε αυτά τα πράγματα. Ο Καντ λέει ότι υπάρχουν τέσσερις αντινομίες. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μια αντινομία αποτελείται από αμοιβαία αντιφατικές προτάσεις, μία από αυτές βεβαιώνει κάτι και η άλλη το αρνείται. Ο Καντ υποστηρίζει ότι, τόσο η βεβαίωση όσο και η άρνησή τους είναι το αποτέλεσμα ψευδαίσθησης. Για παράδειγμα, η πρώτη αντινομία έχει μια θέση που υποστηρίζει ότι «Ο κόσμος έχει μία αρχή στο χρόνο και είναι επίσης περιορισμένος ως προς το χώρο» και μια αντίθεση που υποστηρίζει ότι, «Ο κόσμος είναι άπειρος και δεν έχει αρχή στο χρόνο και δεν περιορίζεται στο χώρο». Ο Καντ λέει ότι και οι δύο μπορούν να αποδειχθούν. 6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Στη δεύτερη αντινομία, η δήλωση, «Τα πάντα στον κόσμο αποτελούνται από απλά μέρη» είναι η θέση και «Δεν υπάρχει τίποτα απλό, αλλά όλα είναι σύνθετα» είναι η αντίθεση. Η τρίτη αντινομία έχει τη δήλωση, «Υπάρχουν δύο είδη αιτιότητας: ένα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και το άλλο σύμφωνα με αυτούς της ελευθερίας» ως τη θέση και «Υπάρχει μόνο αιτιότητα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης» ως την αντίθεση. Στην τέταρτη αντινομία «Υπάρχει ένα απολύτως αναγκαίο ον που ανήκει στον κόσμο είτε ως μέρος είτε ως αιτία» είναι η θέση και «Δεν υπάρχει απολύτως αναγκαίο ον στον κόσμο, ούτε υπάρχει έξω από τον κόσμο ως αιτία του» είναι η αντίθεση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθένα από αυτά τα ζευγάρια αποτελείται από δύο αντιφατικές προτάσεις, αν και και οι δύο μπορούν να αποδειχθούν χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα.

Ιδέα του Θεού

Από τις τρεις ιδέες του λόγου, η τρίτη, η υπερβατολογική ιδέα του Θεού, είναι πιο περίεργη και μοναδική, καθώς αντιμετωπίζεται ως υπερβατολογικό ιδεατό. Αυτό το ιδεατό είναι αναγκαίο γιατί ο λόγος αναζητά μία απόλυτη ενότητα, η οποία είναι η τελική ιδέα στην οποία η σκέψη μπορεί να μείνει ικανοποιημένη. Έχει συλληφθεί ως η υπέρτατη συνθήκη της δυνατότητας όλων όσων είναι νοητά. Ο Καντ υποστηρίζει ότι, η αναζήτηση του ανθρώπινου νου, για περισσότερη ενότητα και πληρότητα τον κάνει να κινείται προς κάποιο ανώτερο κέντρο ενοποίησης. Ο νους παραπέμπει τόσο τον εαυτό όσο και τον κόσμο σε μια περιεκτική ιδέα, η οποία θεμελιώνει και τον εαυτό και τον κόσμο. Αυτή η ιδέα είναι η ιδέα του Θεού.

Επομένως, ο Θεός είναι η ιδέα του αθροίσματος όλων των δυνατών κατηγορημάτων, που περιέχουν a priori τα δεδομένα για όλες τις καθέκαστες δυνατότητες. Είναι η ιδέα του συνόλου ή του αθροίσματος όλων των δυνατών τελειοτήτων. Στο Θεό έχουμε την ιδέα του πιο τέλειου Όντος, που είναι και το πιο πραγματικό Ον. Αντιπροσωπεύει την ένωση των απεριόριστων, καθαρών τελειοτήτων σε ένα απλό ον. Ο Θεός επομένως, είναι η μεγάλη ιδέα που περικλείει τα πάντα.

Κριτική της Φιλοσοφικής Θεολογίας

Αν και η ιδέα του Θεού είναι μια εξαιρετικά σημαντική ιδέα του λόγου, και προϋποτίθεται από όλη την απόκτηση γνώσης, ωστόσο, δεν μπορούμε να έχουμε συνθετικές a priori προτάσεις σχετικά με τη φύση της ή της λειτουργία της. Ακόμη και το να τον γνωρίζεις με τη συνήθη έννοια του όρου είναι προβληματικό. Ο λόγος αναζητά την απόλυτη (unconditioned) ενότητα όλων των δυνατών κατηγορημάτων που δεν μπορούν να βρεθούν εμπειρικά. Εδώ ο Καντ ασκεί κριτική σε όλους τους φιλοσόφους και τους θεολόγους που προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη ενός τέτοιου ιδεατού όντος. Υποστηρίζει ότι ο λόγος πρέπει να ξεπεράσει το εξαρτημένο (conditioned) και να υποστασιοποιήσει ένα ατομικό ον που είναι τέλειο. Αλλά όπως προαναφέρθηκε, η ύπαρξή του δεν μπορεί να αποδειχθεί, καθώς καμία συνθετική a priori πρόταση για τον Θεό δεν είναι δυνατή. 7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Από την άλλη πλευρά, ο λόγος βλέπει όλες τις γνώσεις σαν να ανήκουν σε ένα ενιαίο και οργανωμένο σύστημα. Η αρχιτεκτονική φύση του λόγου του δίνει τη δυνατότητα και τον ωθεί να μετακινηθεί από το καθέκαστο και το ενδεχόμενο στο καθολικό. Επιδιώκει λοιπόν όλο και υψηλότερα επίπεδα γενικότητας για να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο είναι τα πράγματα. Αλλά ο Καντ εδώ υποστηρίζει ότι οι ιδέες του λόγου έχουν μια σημαντική θεωρητική λειτουργία. Η υπερβατολογική διαλεκτική του ασχολείται έτσι με τη ρυθμιστική χρήση (regulative use) των ιδεών του καθαρού λόγου. Επιχειρηματολογεί έτσι για κάποια σωστή εμμενή (immanent) χρήση του λόγου. Επιδιώκει επίσης να καταδείξει έναν αναγκαίο ρόλο για την αρχή της συστηματικής ενότητας του λόγου. Ο Καντ υποστηρίζει ότι κάθε μία από τις ιδέες χρησιμεύει ως ένα φανταστικό σημείο προς το οποίο οι έρευνές μας υποθετικά συγκλίνουν. Υποστηρίζει λοιπόν ότι οι μεταφυσικές μας τάσεις θεμελιώνονται στη φύση του ανθρώπινου λόγου. Η ιδέα της ψυχής μας καθοδηγεί στις εμπειρικές μας έρευνες στην ψυχολογία, και η ιδέα του κόσμου θεμελιώνει τις έρευνες στη φυσική. Αντιπροσωπεύουν έτσι τη συστηματική ενότητα στην οποία φιλοδοξούμε σε όλες τις εμπειρικές μας μελέτες. Η ιδέα του Θεού, που είναι το υπερβατολογικό ιδεατό, θεμελιώνει την ενοποίηση αυτών των δύο κλάδων της φυσικής επιστήμης σε μια ενοποιημένη Επιστήμη. Η ιδέα του Θεού, επομένως, δίνει τη δυνατότητα να συλλάβουμε ότι κάθε σύνδεση στον κόσμο συμβαίνει σύμφωνα με τις αρχές μιας συστηματικής ενότητας. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλα έχουν προκύψει από ένα ενικό περιεκτικό (all-encompassing) ον: υπέρτατη και επαρκή (all-sufficient) αιτία.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Καντ, ποιες είναι οι δύο όψεις που συνιστούν το

ανθρώπινο νου;

(α) Θεός και ψυχή (β) Κατανόηση και λόγος (γ) Νοούμενα και φαινόμενα

(δ) Γνώση και διαίσθηση

  1. Ποια είναι η λειτουργία της υπερβατικής διαλεκτικής;

(α) Να εξετάσει κριτικά τη λειτουργία των μορφών αισθητικότητας (β) Να εξετάσει κριτικά το

λειτουργία κατηγοριών (γ) Να εξετάζει κριτικά τις ικανότητες του λόγου και της κατανόησης σε

παροχή γνώσης των πραγμάτων-εαυτών (δ) Να εξετάζει κριτικά τις ικανότητες του λόγου

και κατανόηση στην παροχή γνώσης των φαινομένων.

  1. Σύμφωνα με τον Καντ, η ιδέα του Θεού δεν είναι:

(α) Ο καλοπροαίρετος δημιουργός του σύμπαντος (β) Το άθροισμα όλων των πιθανών κατηγορημάτων (γ) Το υπερβατικό ιδανικό (δ) Η μεγάλη ιδέα που περικλείει τα πάντα.

  1. Σύμφωνα με τον Καντ, οι ιδέες του λόγου είναι;

(α) Ενυπάρχει στη φύση του ίδιου του λόγου (β) Δεν παράγονται εμπειρικά (γ) Είναι έμφυτα στο

νους (δ) Αποτελούν μέρος των φαινομένων.

  1. Τι από τα παρακάτω δεν ισχύει για τις ιδέες του λόγου;

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Δεν δίνονται στην εμπειρία (β) Δεν αποτελούν μέρος της φαινομενικής πραγματικότητας
(γ) Δεν μπορούμε να έχουμε γνήσια γνώση για αυτά (δ) Δίνονται μέσω του συνηθισμένου κανάλια εμπειρίας.

Κλειδί απάντησης

  1. β
  2. γ
  3. α
  4. β
  5. δ

Εργασίες

  1. Εξηγήστε τις λειτουργίες της υπερβατικής διαλεκτικής.
  2. Συζητήστε πώς προέρχονται οι τρεις ιδέες του λόγου.

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 6: /The

Διαφωτισμός Βολταίρος προς Καντ/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του / /Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Η εταιρεία Macmillan,

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Johnson, Robert, «Kant's Moral Philosophy», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας /(Καλοκαίρι Έκδοση 2012), Edward

  1. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/kant-

ηθικός/

  1. McCormick, Matt, Immanuel kant: Metaphysics, Internet Encyclopedia

της Φιλοσοφίας, http://www.iep.utm.edu/kantmeta/

  1. Rohlf, Michael, «Immanuel Kant», /The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Έκδοση Φθινόπωρο 2010), Έντουαρντ Ν. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2010/entries/kant/.

  1. Turner, W. (1910). Φιλοσοφία του Immanuel Kant. Στο The Catholic

Εγκυκλοπαιδεία. Νέα Υόρκη: Εταιρεία Robert Appleton. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2013 από New Advent: http://www.newadvent.org/cathen/08603a.htm.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 23

Η Ηθική θεωρία του Immanuel Kant

Λέξεις κλειδιά: Δεοντολογική, υποθετική προσταγή, κατηγορική προσταγή, ηθικός νόμος, αξιώματα της ηθικής, καθολικευσιμότητα (universalizability), βασίλειο των σκοπών, αρετή, καθήκον, καλή θέληση, βεβαιωτικός, πρακτικός λόγος.

Αυτό το κεφάλαιο εισάγει την ηθική θεωρία του Immanuel Kant, η οποία υιοθετεί μια δεοντολογική προσέγγιση. Ξεκινά με μια εξέταση της δυνατότητας της ηθικής φιλοσοφίας στο καντιανό πλαίσιο. Δύο πολύ σημαντικές έννοιες σε αυτό το πλαίσιο είναι η έννοια της κατηγορικής προσταγής και η ιδέα της καλής θέλησης. Μετά τη συγγραφή της πρώτης του Κριτικής, που πραγματεύεται τον καθαρό λόγο, ο Καντ ασχολείται με το πρόβλημα της ηθικής, για το οποίο η τελευταία δεν μπορούσε να λογοδοτήσει. Εδώ αντί για τον καθαρό λόγο, είναι ο πρακτικός λόγος που γίνεται συναφής. Όπως προαναφέρθηκε, η ηθική θεωρία του Καντ υιοθετεί μια δεοντολογική προσέγγιση που αναδεικνύει την έννοια του καθήκοντος και την ιδέα του καθολικού ηθικού νόμου. Αυτή η ηθική θεωρία έχει στο επίκεντρό της την ιδέα της κατηγορικής προσταγής, καθώς η ηθική εντολή δεν είναι υποθετική ή υπό όρους, αλλά κατηγορική. Ο Καντ συζητά διάφορες διατυπώσεις της κατηγορικής προσταγής. Πολλές έννοιες όπως το σύμπαν, ο εαυτός και ο Θεός, τις οποίες ο καθαρός λόγος βρέθηκε ανίκανος να αποδείξει, εμφανίζονται ως ουσιώδεις ρυθμιστικές αρχές και αξιώματα της ηθική στο πλαίσιο του πρακτικού λόγου. Με όλες αυτές τις έννοιες, ο Καντ εγκαινιάζει μια ηθική θεωρία, η οποία σκέφτηκε ότι θα δικαιολογούσε ορθολογικά μια ηθική βασισμένη στα καθήκοντα.

Οι Ιδέες του Λόγου και της Ηθικής

Οι τρεις «ιδέες του λόγου», ο εαυτός, ο κόσμος και ο Θεός παίζουν ζωτικό ρόλο στην ηθική θεωρία που ανέπτυξε ο Καντ. Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου ο Καντ είχε δείξει ότι ο ίδιος ο θεωρητικός λόγος δεν μπορεί να αποδείξει την πραγματικότητά τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι συστατικές, αλλά ρυθμιστικές, καθώς προσθέτουν συστηματική ενότητα και συνοχή στην εμπειρία μας. Δεδομένου ότι σχετίζονται με την ηθική με σημαντικούς τρόπους, έχουν τεράστια πρακτική σπουδαιότητα. Η ηθική φιλοσοφία του Kant υποστηρίζει μια δεοντολογική ηθική θεωρία, η οποία αντιτίθεται στο να θέσουμε την ηθική σε εξάρτηση από τις πραγματικές συνθήκες και τις συνέπειες των πράξεων. Αυτό που κάνει μια πράξη σωστή σύμφωνα με τον Καντ δεν είναι το γεγονός ότι οδηγεί σε καλές και επιθυμητές συνέπειες, αλλά ότι εκτελείται για χάρη του καθήκοντος. Υποστηρίζει ότι η υπέρτατη αρχή της ηθικής είναι η «κατηγορική προσταγή». που είναι εντολή άνευ όρων (unconditional). Ισχυρίζεται ότι η κατηγορική προσταγή έχει τη φύση μιας 1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

άνευ όρων ηθικής εντολής ή νόμου, τον οποίο τα ανθρώπινα όντα είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν με την ιδιότητά των ορθολογικών πλασμάτων. Είναι ένας καθολικός νόμος, που δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση. Αλλά η κεντρική έννοια της ηθικής θεωρίας του Καντ είναι η ιδέα της καλής θέλησης, την οποία επεξεργάζεται με τη μεταφορά ενός κοσμήματος που λάμπει από το δικό του φως.

Η Δυνατότητα της Ηθικής: Εξέχοντα Χαρακτηριστικά της Ηθικής Φιλοσοφίας του Καντ

Ο Καντ υποστηρίζει ότι η φύση ως τέτοια είναι απρόσωπη και μη ηθική. Αν και ο κόσμος επιδεικνύει μια τάξη που υποδηλώνει τη δυνατότητα ενός μεγάλου και καλοπροαίρετου σχεδιαστή ή ενός Θεού, που δίνει νόημα σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, με τις περιορισμένες ανθρώπινες ικανότητες δεν μπορούμε να αντλήσουμε καμία γνώση για αυτό. Αυτή η πτυχή έχει αποδειχθεί στην πρώτη Κριτική, όπου έχει βεβαιώσει το αδύνατο της μεταφυσικής ως επιστήμης. Ο Καντ συμφωνεί με τον Χιουμ στη γελοιοποίηση των προσπαθειών που προσπαθούσαν να βρουν μια βάση για την ηθική σε μεταφυσικές αλήθειες. Εφόσον το πώς λειτουργεί ο κόσμος είναι μη ηθικό, ο Καντ επιδιώκει να εντοπίσει την επικράτεια των ηθών έξω από την επικράτεια της φύσης. Υποστηρίζει λοιπόν ότι τα ήθη πρέπει να είναι ανεξάρτητα από το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο απροϋπόθετου (unconditionality) σχετικά με τα ήθη, όπως ότι πρέπει να είναι καθολικά και ορθολογικά. Η ανάλυσή του για τον θεωρητικό λόγο προσπάθησε να εντοπίσει τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης γνώσης μέσα στην ίδια τη δομή του λόγου. Ομοίως, η ηθική του φιλοσοφία σκοπεύει να ανακαλύψει τις a priori αρχές, σύμφωνα με τις οποίες κρίνουμε όταν κάνουμε ηθικές κρίσεις, από την εξέταση της δομής του πρακτικού λόγου. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση του Kant είναι βαθιά πρωτότυπη και μοναδική. Όπως παρατηρεί ο Alastair McIntyre:

Ο Καντ βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα διαχωριστικά σημεία στην ιστορία της ηθικής. Ίσως για την πλειοψηφία των μεταγενέστερων φιλοσοφικών συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είναι συνειδητά αντι-καντιανοί, η ηθική ορίζεται ως ένα θέμα με καντιανούς όρους. Για πολλούς που δεν έχουν ακούσει ποτέ για φιλοσοφία, πόσο μάλλον για τον Καντ, η ηθική είναι περίπου αυτό που είπε ο Καντ. [Μια Σύντομη Ιστορία της Ηθικής]

Από τη μια πλευρά, η θεωρία του παρέχει μια βαθιά φιλοσοφική περιγραφή της ηθικής μας γνώσης και των ηθικών κρίσεων, εξετάζοντας τις a priori δομές τους. Ο Καντ επιδιώκει να επεξεργαστεί την ιδέα μιας αναγκαίας, καθολικής και a priori ηθικής γνώσης που εκδηλώνεται στην ανθρώπινη συμπεριφορά, όταν είναι ηθική. Βεβαιώνει ότι είναι a priori επειδή δεν θέλει να εξαρτήσει τη θεωρία του από την πραγματική συμπεριφορά των ανθρώπων που εξαρτάται από διάφορες συνθήκες. Ως εκ τούτου, δεν εστιάζει στη γνώση «τι είναι», που μας λέει «πώς συμπεριφέρονται πραγματικά οι άνθρωποι», αλλά στο «τι πρέπει να είναι» ή «πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι.» Με άλλα λόγια, ο Καντ επιδιώκει να εξετάσει την προέλευση των a priori στοιχείων στην ηθική μας γνώση, ανακαλύπτοντας τις a priori αρχές σύμφωνα με τις οποίες κρίνουμε όταν κάνουμε ηθικές κρίσεις. 2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Με άλλα λόγια, επιδιώκει να απομονώσει τα a priori και αμετάβλητα στοιχεία της ηθικής, εξετάζοντας τι μορφή πρέπει να έχει μια προσταγή για να αναγνωριστεί ως ηθική προσταγή. Αντανακλώντας τις θεμελιώδεις ανησυχίες για το υπερβατολογικό του έργο και την κριτική του προσέγγιση στη φιλοσοφία, ο Καντ επιδιώκει να γνωρίσει το καθολικό στοιχείο στον ηθικό συλλογισμό θέτοντας το ερώτημα «τι είναι άνευ όρων καλό;» Σε αυτό το πλαίσιο εισάγει την έννοια της κατηγορικής προσταγής και τη διακρίνει από άλλες μορφές προσταγών· υποθετικές, βεβαιωτικές κ.λπ.

Υποθετική Προσταγή και Κατηγορική Προσταγή

Για να καταδείξει την άνευ όρων φύση της ηθικής προσταγής, ο Καντ διακρίνει την κατηγορική προσταγή από άλλες μορφές προσταγής, κυρίως από την υποθετική προσταγή. Η τελευταία ισχύει μόνο για ορισμένες περιορισμένες ομάδες ανθρώπων που, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, έχουν ορισμένους στόχους στη θέα. Για παράδειγμα, η δήλωση «αν θέλω να σημειώσω καλούς βαθμούς στην εξέταση, τότε θα πρέπει να μελετήσω καλά», είναι μια υποθετική προσταγή, καθώς προφανώς εξαρτάται από ορισμένες συνθήκες. Οι βεβαιωτικές προσταγές είναι επίσης υπό όρους. Για παράδειγμα, η δήλωση, «όλα αναζητούν ορισμένους σκοπούς όπως η ευτυχία» κ.λπ. Ο Καντ λέει ότι οι υποθετικοί κανόνες για την επίτευξή τους είναι καθολικά εφαρμόσιμοι. Αλλά είναι υπό όρους γιατί ισχύουν μόνο λόγω της συνθήκης ότι οι άνθρωποι αναζητούν αυτούς τους σκοπούς. Οι κανόνες που πρέπει να τηρούνται για να επιτύχουμε την ευτυχία, είναι βεβαιωτικοί νόμοι. Ο Καντ δεν θεωρεί ότι τέτοιοι κανόνες αποτελούν μέρος της ηθικής, καθώς είναι υπό όρους. Για αυτόν μια ηθική προσταγή πρέπει να είναι άνευ όρων. Οι ηδονιστές από την άλλη πλευρά, βεβαιώνουν ότι όλοι οι νόμοι της ηθικής είναι βεβαιωτικοί. Ο Καντ βεβαιώνει εδώ τη σημασία της κατηγορικής προσταγής, η οποία ισχύει άνευ όρων και καθολικά. Διαπιστώνει ότι ο ηθικός νόμος και μόνο πληροί τις προϋποθέσεις να θεωρηθεί ως προσταγή υπό αυτή την έννοια. Ο ηθικός νόμος συλλαμβάνεται ως απόλυτος, a priori, ορθολογικός και ως βασιζόμενος στην ιδέα της Καλής Θέλησης. Δεν υπάρχουν αν και αλλά όταν εφαρμόζεται. Δεν εξαρτάται από κανέναν από τους σκοπούς ή τους στόχους μας και με αυτή την έννοια ο Καντ αντιτίθεται σε όλες τις μορφές τελεολογικών και συνεπειοκρατικών (consequentialist) ηθικών θεωριών που δεσμεύουν την ηθική σε εξωτερικές συνθήκες.

Η ιδέα της καλής θέλησης

Για να απαντήσει στην ερώτηση, «τι είναι καλό άνευ όρων;» ο Καντ εξετάζει την ιδέα της καλής θέλησης. Λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο ή ακόμα και έξω από αυτόν που να μπορεί να ονομαστεί καλό χωρίς επιφυλάξεις εκτός από μία καλή θέληση. Τα πράγματα, που είναι εγγενώς καλά, είναι καλά ακόμη αν υπάρχουν ολομόναχα.

Ο Καντ ισχυρίζεται ότι, όλα τα άλλα είναι καλά μόνο σε σχέση με την Καλή Θέληση, που είναι το υπέρτατο κριτήριο που καθορίζει την ηθική αξία μιας πράξης. Όλα τα άλλα πράγματα που συνήθως θεωρούνται καλά όπως η υγεία, ο πλούτος, τα δώρα της τύχης, τα ταλέντα, η διάνοια κ.λπ., είναι καλά μόνο εφόσον χρησιμοποιούνται σωστά ή χρησιμοποιούνται με καλή θέληση. Ο Καντ εδώ φαίνεται να εστιάζει στον πράκτορα θέληση και τα κίνητρα και τις προθέσεις του. 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Βεβαιώνει ότι η καλή θέληση είναι πάντα άνευ όρων καλή, ανεξάρτητα από τις συνέπειες της πράξης που προτρέπει τον δρώντα να εκτελέσει.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ηθικής θεωρίας του Καντ γενικά και της ιδέας του για την καλή θέληση είναι η συγγένεια τους με τον συνηθισμένο ηθικό μας συλλογισμό. Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με αυτές τις ιδέες που ο Καντ κάνει περισσότερο ρητές εκθέτοντας τη δομή του με μια βαθιά φιλοσοφική ανάλυση. Ισχυρίζεται ότι μόνο κάνει ρητά μια αλήθεια, η οποία είναι σιωπηρά παρούσα στη συνηθισμένη ηθική γνώση.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σύμφωνα με τον Καντ η καλή θέληση είναι από μόνη της ένα εγγενώς καλό όλο και είναι καλή ακόμα κι όταν υπάρχει μόνη της. Ως εκ τούτου, η ερώτηση «τι κάνει την καλή θέληση καλή;» δεν είναι πολύ εύκολο να απαντηθεί. Ο Καντ θέτει το «απροϋπόθετο» (“unconditionality”) ως προϋπόθεση στην αντίληψή του για τον ηθικό νόμο και την καλή θέληση. Ως εκ τούτου, αντιτίθεται στην συνεπειοκρατία που κάνει τα αποτελέσματα στα οποία οδηγεί μια πράξη ως κεντρικό στοιχείο για την αξιολόγηση της ηθικής της αξίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό θα έκανε την καλή θέληση υποθετική ή βεβαιωτική.

Ο Καντ ανακοινώνει ότι ο ηθικός νόμος είναι κατηγορικός και βεβαιώνει την απόλυτη αυθεντία του. Ισχυρίζεται ότι, αυτό που κάνει τη βούληση σωστή είναι ότι πρέπει να βασίζεται σε μια ορθολογική αρχή. Σύμφωνα με τον ίδιο ο ηθικός νόμος είναι νόμος του λόγου. Αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως θεμελιωδώς ορθολογικό ον και ως εκ τούτου, το να υπακούει στις επιταγές του λόγου δεν είναι μόνο επιθυμητό, αλλά είναι κατηγορικό. Επιπλέον, το σύμπαν όπου βρίσκεται ο άνθρωπος είναι επίσης δομημένο σε ορθολογικές αρχές. Ως εκ τούτου, το έσχατο κριτήριο που καθιστά σωστή μια πράξη πρέπει να είναι η δική του επιτέλεση με σεβασμό στο νόμο του λόγου. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτελείται για χάρη του καθήκοντος. Αυτή είναι η λειτουργία του πρακτικού λόγου κατά τον Καντ.

Ο πρακτικός λόγος βεβαιώνει ότι, μόνο οι ορθολογικές πράξεις είναι ηθικά σωστές και επομένως, με σκοπό να αποδείξουμε ότι μια πράξη είναι σωστή πρέπει να αποδείξουμε ότι είναι ορθολογική. Ο Καντ βεβαιώνει ειδικότερα ότι κανένα άλλο κριτήριο ή ενδεχόμενος παράγοντας όπως συναισθήματα, κλίσεις, περιστάσεις κ.λπ., δεν θα πρέπει να αναφέρονται στην αξιολόγηση της ηθικής αξίας μιας πράξης. Αυτή η συνθήκη της ορθολογικής συμφωνίας χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Σύμφωνα με τον Καντ, μια σωστή πράξη πρέπει να είναι καθολικά σωστή. Πρέπει να είναι η ίδια για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από γούστα, κλίσεις ή συνθήκες. Θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε σύμφωνη με το καθήκον. Αλλά μια πράξη σύμφωνα με το καθήκον δεν είναι αναγκαία ηθικά ορθή ενέργεια. Εδώ ο Καντ κάνει διάκριση μεταξύ πράξεων που είναι σύμφωνες με το καθήκον και πράξεων οι οποίες γίνονται για χάρη του καθήκοντος. Οι πρώτες επιτελούνται για την επίτευξη ορισμένων στόχων και ορισμένων σκοπών, αν και θα μπορούσαν να εναρμονιστούν με τις επιταγές του λόγου και του καθήκοντος. Για παράδειγμα, μπορεί να ξοδέψω πολλά χρήματα για την παροχή βοήθειας σε άπορους συνανθρώπους, που είναι καθήκον μου ως άνθρωπος. Αλλά αυτό δεν το κάνω για λόγους καθήκοντος, αλλά για την απόκτηση αναγνώρισης και φήμης στην κοινωνία. Μια τέτοια πράξη, αν και είναι σύμφωνη με το καθήκον, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηθικά ορθή σύμφωνα με τα κριτήρια του Καντ, καθώς

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

δεν είναι άνευ όρων ορθή ή καλή. Τέτοιες πράξεις δεν μπορούν να διεκδικήσουν ηθική αξία. Ο Καντ βεβαιώνει ότι ηθικές πράξεις είναι πράξεις που εκτελούνται για χάρη του καθήκοντος. Επιμένει ότι η εκτέλεση του καθήκοντος είναι άνευ όρων: Καθήκον για χάρη του καθήκοντος.

Με άλλα λόγια, οι ηθικά καλές πράξεις γίνονται από έναν δρώντα με τη γνώση ότι ήταν ευπειθής/υπάκουος (dutiful) και όχι μόνο επειδή είχε την τάση να εκτελεί τέτοιες πράξεις ή τις επιτέλεσε επιθυμώντας ορισμένα αποτελέσματα ή αποτρέποντας ορισμένες ανεπιθύμητες συνέπειες της μη τήρησης του καθήκοντος. Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της ηθικής θεωρίας του Καντ και αναδεικνύει την έμφαση του στο λόγο. Ο Καντ γνωρίζει ότι η καλή κλίση (inclination) ή ο αλτρουισμός μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να είναι καλός και να κάνει το καθήκον του. Μερικοί άνθρωποι έχουν από τη φύση τους την τάση να κάνουν το καλό και να εκτελούν το καθήκον τους χωρίς καμία αναφορά σε συνέπειες. Τέτοιες πράξεις λέγονται να πηγάζουν από την κλίση. Αλλά η ορθολογική ηθική θεωρία του Καντ δεν δέχεται τέτοιες πράξεις ως ηθικά άξιες. Εδώ υπάρχει μια φαινομενική αντίθεση μεταξύ καθήκοντος και κλίσης. Ο Καντ υποστηρίζει ότι οι κλίσεις μας καθορίζονται από τη φυσική και ψυχολογική μας φύση και λέει ότι δεν μπορούμε να τις επιλέξουμε. Τονίζει την πτυχή της επιλογής και βεβαιώνει ότι οι επιλογές μας πρέπει να είναι ορθολογικές. Εφόσον τα ανθρώπινα όντα είναι ορθολογικά πλάσματα, η υπακοή σε έναν ορθολογικό και καθολικό νόμο είναι άνευ όρων δεσμευτική.

Όμως, ο λόγος που αναφέρει εδώ ο Καντ δεν είναι ο θεωρητικός λόγος που ανέλυσε στην πρώτη Κριτική του—ο λόγος που αποτελεί το αντικείμενο που δίνεται στην εποπτεία—αλλά είναι ο Πρακτικός ή Ηθικός Λόγος που αφορά την παραγωγή ηθικών επιλογών ή αποφάσεων σύμφωνα με το νόμο που προέρχεται από τον εαυτό του. Κατευθύνεται αναγκαία προς μια επιλογή σύμφωνα με τον ηθικό νόμο που είναι καθολικός. Ο Καντ υποστηρίζει ότι ο πρακτικός λόγος επηρεάζει τη βούληση καθώς κινεί τη δεύτερη με την ταύτιση του μαζί της, και μέσω της ηθικής προσταγής κάνει τη βούληση μια ορθολογική δύναμη. Ο πρακτικός λόγος ή η ορθολογική βούληση είναι λοιπόν το θεμέλιο του ηθικού νόμου.

Η ιδέα του Καντ για το ηθικό καθήκον μπορεί να αναπτυχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, καθήκον είναι η αναγκαιότητα να πράττουμε από σεβασμό στον καθολικό ηθικό νόμο, ο οποίος δεν δέχεται εξαιρέσεις. Η διάκριση μεταξύ «πράξεων σύμφωνα με το καθήκον» και «πράξεων για χάρη του καθήκοντος» γίνεται περισσότερο εμφανής εδώ. Για να εκτελέσει κανείς πράξεις για χάρη του καθήκοντος πρέπει να κατανοήσει ορθολογικά τι είναι η ευπειθής πράξη σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Εφόσον είναι άνευ όρων, πρέπει να επιτελείται με ευλάβεια προς την καθολική ηθική εντολή, που από μόνη της είναι η σωστή επιλογή. Είναι να «πράξουμε σύμφωνα με την ιδέα του νόμου», κάτι για το οποίο είναι ικανά μόνο τα λογικά όντα. Ο ηθικός νόμος βασίζεται στον πρακτικό λόγο, πράγμα που σημαίνει ότι βασίζεται σε μια αρχή όπου όλοι οι άνθρωποι θα έπρατταν αν ήταν καθαρά ορθολογικοί ηθικοί δρώντες. Για να το κατανοήσουμε αυτό ξεκάθαρα ας 5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εξετάσουμε τι πραγματικά συμβαίνει όταν κάνουμε ηθικές επιλογές την πραγματική μας ζωή. Κάνουμε μια επιλογή και πράττουμε με βάση ένα αξίωμα, το οποίο είναι μια υποκειμενική αρχή της βούλησης. Είναι αυτό το αξίωμα που καθορίζει τις αποφάσεις του. Αλλά αυτή η υποκειμενική αρχή της βούλησης δεν χρειάζεται να συμφωνεί με τον καθολικό ηθικό νόμο, και για τον Καντ οι πράξεις είναι ηθικά άξιες μόνο αν επιτελούνται από σεβασμό προς τον νόμο. Ο ηθικός νόμος παρουσιάζεται ως κατηγορική προσταγή και ο πρακτικός λόγος επιτάσσει την επιτέλεση του που εμείς που είμαστε ορθολογικά πλάσματα είμαστε υποχρεωμένα να τιμούμε. Αυτό το πράττειν από σεβασμό για το νόμο είναι καθήκον, και κατά την εκτέλεση του καθήκοντος αναμένεται να ξεπεράσει κανείς όλους τους άλλους παράγοντες όπως πάθη, κλίσεις και επιθυμίες που έρχονται σε σύγκρουση με την ηθική εντολή.

Από τη μια πλευρά, οι πράξεις μας βασίζονται σε αξιώματα που είναι υποκειμενικές αρχές της βούλησης και από την άλλη πλευρά για να είναι ηθικά ορθές πρέπει να είναι σύμφωνες με την ιδέα του νόμου. Με άλλα λόγια, για να είναι η θέληση ηθικά καλή, θα πρέπει να θέλουμε τα αξιώματά μας, να γίνουν καθολικοί νόμοι και να είναι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο. Και αν οι πράξεις που διέπονται από το αξίωμα υπακούουν στον καθολικό ηθικό νόμο, τότε θα έχουν ηθική αξία. Τέτοιες πράξεις επιτελούνται στη συνέχεια «για χάρη του καθήκοντος» από ορθολογικά πλάσματα, καθώς μόνο τα ορθολογικά πλάσματα μπορούν να επιτελέσουν συνειδητά πράξεις για χάρη του καθήκοντος. Εδώ ο Καντ αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα. Θα μπορούσε να υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των αντικειμενικών αρχών της ηθικής και των αξιωμάτων ενός ανθρώπου ή των υποκειμενικών αρχών της βούλησης. Κατά συνέπεια, οι αντικειμενικές αρχές της ηθικής δεν χρειάζεται πάντα να διέπουν τις πράξεις μας. Μερικές φορές πράττουμε βάσει αξιωμάτων ή υποκειμενικών αρχών της βούλησης που είναι ασύμβατες με τις αντικειμενικές αρχές της ηθικής. Με άλλα λόγια, η θέληση δεν ακολουθεί απαραίτητα την επιταγή του λόγου. Αυτό το πρόβλημα τον οδήγησε να σκεφτεί να διατυπώσει, αυτό που είναι το πυρήνας της ηθικής του φιλοσοφίας· την κατηγορική προσταγή.

Διατύπωση της Κατηγορικής Προσταγής

Στα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών ο Καντ διατυπώνει την κατηγορική προσταγή με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Η πρώτη μορφή της κατηγορικής προσταγής είναι η διατύπωση του καθολικού νόμου. Αναφέρει τα εξής:

Διατύπωση Καθολικού Νόμου

Πράξε μόνο με βάση αυτό το αξίωμα μέσω του οποίου μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις να γίνει ένας καθολικός νόμος

Αυτή η πρώτη διατύπωση μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω με δύο τρόπους, δίνοντας έμφαση στην πτυχή της καθολικότητας.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Πράξτε μόνο με βάση αυτό το αξίωμα μέσω του οποίου μπορείτε ταυτόχρονα να θέλετε να

γίνει καθολικός νόμος

  1. Πράξτε ως εάν το αξίωμα της πράξης σας να γίνει μέσω της θέλησής σας ένας καθολικός νόμος της

φύσης

Εδώ η δοκιμή της ορθότητας μιας πράξης συνίσταται στο να δούμε αν είμαστε έτοιμοι να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι άλλοι θα πρέπει να υιοθετήσουν τον κανόνα, βάσει του οποίου εκτελούμε τη πράξη, σαν τον δικό μας κανόνα δράσης. Ως εκ τούτου, δίνει έμφαση στην αποφυγή ασυνεπειών. Είναι λογικά ασυνεπές να υιοθετήσουμε μια ηθική αρχή για τον εαυτό μας και να αρνηθούμε να υιοθετήσουμε την ίδια αρχή για τους άλλους ανθρώπους. Θα πρέπει επίσης να είμαστε σε θέση να καθολικοποιήσουμε την αρχή. Για παράδειγμα, δεν συνάδει να αρνηθούμε να αποπληρώσουμε δανεικά χρήματα, καθώς ο θεσμός του δανεισμού χρημάτων δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί αν όλοι αρνιόνταν να πληρώσουν τα χρέη τους. Η δεύτερη διατύπωση υπογραμμίζει τη σημασία της εξέτασης της ανθρωπότητας ως σκοπό καθεαυτό. Αναφέρει ότι:

Διατύπωση της ανθρωπότητας ως καθεαυτού σκοπού

Πράξτε με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπίζετε πάντα την ανθρωπότητα, είτε στο δικό σας πρόσωπο ή στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου, ποτέ απλά ως μέσο, ​​αλλά πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό.

Αυτή η διατύπωση καλεί να αντιμετωπίζουμε κάθε ορθολογικό ον, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μας, πάντα ως σκοπό, και ποτέ ως απλό μέσο. Με άλλα λόγια, τονίζει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε ένα ορθολογικό ον ως απλό μέσο, ​​σαν να μην είχε καμία αξία για τον εαυτό του παρά μόνο ως μέσο για τον υποκειμενικό μου σκοπό. Αυτή η αρχή ισχύει τόσο για τον εαυτό μου όσο και για τους άλλους. Για παράδειγμα, στην αυτοκτονία, κάποιος χρησιμοποιεί τον εαυτό του, ένα άτομο, ως απλό μέσο για τον σκοπό, που είναι η διατήρηση ανεκτών συνθηκών μέχρι το τέλος της ζωής. Ομοίως, ο άνθρωπος που δίνει μια υπόσχεση σε έναν άλλον να κάνει τα πράγματα του, αλλά δεν την κρατάει, κάνει τον άλλον μέσο.

Η υπόθεση πίσω από αυτό είναι η έννοια του βασιλείου των σκοπών. Υποθέτει την ύπαρξη ενός βασιλείου της συστηματικής ένωσης των ορθολογικών όντων μέσω κοινών νόμων. Ο Καντ αντιλαμβάνεται κάθε ορθολογικό ον τόσο ως μέλος όσο ως κυρίαρχο σε αυτό το βασίλειο των σκοπών. Είναι μέλος γιατί, αν και δίνει νόμους, υπόκειται επίσης σε αυτούς. Είναι κυρίαρχος γιατί νομοθετώντας δεν υπόκειται στη θέληση κανενός άλλου, παρά μόνο στο δικό του ορθολογικό εαυτό.

Τα Αξιώματα του Πρακτικού Λόγου

Τα αξιώματα της ηθικής είναι ιδέες που υπερβαίνουν τους περιορισμούς του λόγου στη θεωρητική του χρήση, καθώς ο τελευταίος λειτουργεί μόνο στο φαινομενικό πεδίο της πραγματικότητας. Τα αξιώματα της ηθικής είναι επομένως αξιώματα του λόγου στην πρακτική ή ηθική χρήση του. 7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Για παράδειγμα, η ιδέα της ελευθερίας, σύμφωνα με τον Καντ, είναι μια πρακτική αναγκαιότητα. Υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε καμία θεωρητική απόδειξη για την ελευθερία. Ούτε μπορούμε να διαψεύσουμε την ελευθερία. Ο Καντ λέει ότι η συνθήκη δυνατότητας μιας κατηγορικής προσταγής βρίσκεται στην ιδέα της ελευθερίας, καθώς χωρίς ελευθερία δεν μπορούμε να πράξουμε ηθικά, κάτι που είναι ισοδύναμο με το να πράττουμε για χάρη του καθήκοντος. Ο Καντ δηλώνει περίφημα ότι «ένα οφείλω προϋποθέτει ένα μπορώ». Σύμφωνα με αυτόν, η ηθική υποχρέωση προϋποθέτει ότι έχουμε την ελευθερία να υπακούουμε ή να μην υπακούμε το νόμο, και μπορούμε να κάνουμε καθολικούς νόμους μόνο αν είμαστε ελεύθεροι. Με άλλα λόγια, ο πρακτικός λόγος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, και η έννοια της κατηγορικής προσταγής προϋποθέτει την ιδέα της ελευθερία.
Το δεύτερο αξίωμα της ηθικής είναι η αθανασία, την οποία ο Kant αποδεικνύει με έμμεσο τρόπο. Υποστηρίζει ότι ο ηθικός νόμος μας προστάζει να επιδιώκουμε την αρετή. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αρετή συνίσταται στο να είσαι σε πλήρη συμφωνία θέλησης και συναισθήματος με τον ηθικό νόμο. Μια τέτοια πλήρης συμφωνία ή τελειότητα είναι αδύνατο να επιτευχθεί στο διάστημα μίας και μόνο ζωής. Το τέλειο καλό πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη μορφή μιας αόριστης, ατέρμονης προόδου προς το ιδεατό. Αυτό προϋποθέτει φυσικά την ατελείωτη διάρκεια της ύπαρξης του ίδιου του ατόμου. Αυτή είναι η αθανασία της ψυχής, που είναι αξίωμα του καθαρού πρακτικού λόγου. Σύμφωνα με τον Καντ, αυτή δεν αποδεικνύεται από το λόγο στη θεωρητική του χρήση. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πρακτική της αξία, καθώς η άρνηση της αθανασίας σημαίνει την άρνηση του ηθικού νόμου. Το τρίτο αξίωμα είναι η ύπαρξη του Θεού. Εδώ πάλι ο Καντ αναφέρεται στην ιδέα των προϋποθέσεων. Μας υπενθυμίζει ότι η έννοια του ηθικού νόμου απαιτεί ότι η αρετή και η ευτυχία συνδέονται αναγκαία a priori και δεν βασίζονται σε πραγματικές καταστάσεις και συνθήκες. Η ευτυχία είναι η κατάσταση ενός ορθολογικού όντος στον κόσμο με το οποίο στο σύνολο της ύπαρξής του όλα πάνε σύμφωνα με την επιθυμία και τη θέλησή του. Οραματίζεται μια αρμονία της φυσικής φύσης με την επιθυμία και τη θέληση του ανθρώπου. Αυτή η κατάσταση δεν συμβαίνει χωρίς τη δυνατότητα ενός Θεού που επιβλέπει τέτοιες συνδέσεις και αρμονία. Προϋποθέτει μια a priori συνθετική σύνδεση αρετής και ευτυχίας, ώστε η ευτυχία να ακολουθεί και να είναι ανάλογη προς την αρετή. Η δυνατότητα μιας τέτοιας a priori σύνδεσης απαιτεί ότι πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας αιτίας ολόκληρης της φύσης που είναι ο Θεός. Επομένως, ο Θεός είναι το θεμέλιο της σύνδεσης της ευτυχίας με την ηθική. Ο Θεός, κατά τον Καντ, κατανέμει την ευτυχία στην ηθική σύμφωνα με την αντίληψη του νόμου. Η ευτυχία πρέπει να επιμεριστεί στην ηθική. Ο Καντ αντιλαμβάνεται τον Θεό ως παντογνώστη και παντοδύναμο. Υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι η αιτία της φύσης και είναι ικανός να φέρει σε ύπαρξη έναν κόσμο στον οποίο βρίσκεται η ευτυχία ακριβώς σε αναλογία με την αρετή. Και τα τρία αξιώματα της ηθικής προέρχονται από την αρχή της ηθικής, η οποία είναι ένας νόμος. Ο Καντ υποστηρίζει ότι αυτά τα αξιώματα, αν και δεν έχουν κανένα ρόλο να παίξουν στον καθαρό λόγο, έχουν τεράστια πρακτική αξία. Επεκτείνουν τις γνώσεις μας από πρακτική άποψη και προτείνουν τι πρέπει να κάνουμε. Ο Καντ αναπτύσσει τη δεοντολογική του ηθική απορρίπτοντας τις συνεπειοκρατικές προσεγγίσεις στην ηθική, με τη βοήθεια αυτών των αξιωμάτων, με την ιδέα μιας 8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

καλής θέλησης και με την έννοια της κατηγορικής προσταγής. Στόχος του Καντ ήταν να αναπτύξει μια ηθική θεωρία και να τη θεμελιώσει στον ανθρώπινο λόγο. Αντανακλώντας το πνεύμα του υπερβατολογικής προσέγγισης, ο Kant αναζητά τις a priori συνθήκες που κάνουν μια πράξη καλή άνευ όρων. Αλλά η έμφαση σε τέτοιες a priori συνθήκες εγείρει ορισμένες δυσκολίες. Κάνει την ηθική θεωρία του υπερβολικά φορμαλιστική και αφηρημένη, που τελικά δυσκόλεψε την αντιμετώπιση των επιλογών επιλεγμένων στην πρακτική ζωή. Στην καθημερινή μας ζωή, αντιμετωπίζουμε εξαιρετικά σύνθετες καταστάσεις όπου η σωστή ηθική επιλογή είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Η θεωρία του Καντ απαιτεί οι ηθικές επιλογές να μπορούν να γίνουν ανεξάρτητα από τις καταστάσεις και τα πλαίσια όπου τις συναντάμε. Οι επιλογές είναι σωστές ή λάθος a priori. Και πάλι, η ιδέα του Καντ για τον πρακτικό λόγο απαιτεί ότι τα αξιώματα της ηθικής δεν μπορούν να αποδειχθούν. Μπορεί κανένα να αναρωτηθεί με ποια έννοια είναι ορθολογικά; Η ιδέα του Καντ για το λόγο υποδηλώνει ότι ο καθαρός ή θεωρητικός λόγος είναι διαφορετικός από τον πρακτικό λόγο. Επομένως, η αντίληψη του Καντ του διαφωτιστικού ορθολογισμού οραματίζεται έναν κατακερματισμό της ανθρώπινης ορθολογικής ικανότητας. Αυτό μπορεί περαιτέρω να οδηγήσει σε κατακερματισμό του ανθρώπινου εαυτού αλλά και της κοινωνίας, ένα ρήγμα που απειλεί το ίδιο το εγχείρημα της νεωτερικότητας.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Καντ, οι ιδέες του λόγου;

(α) Αποδεικνύονται με θεωρητικό λόγο (β) Είναι συστατικά και ρυθμιστικό (γ) Κατασκευάζω η εμπειρία μας είναι δυνατή (δ) Σχετίζονται με καθαρό λόγο.

  1. Σύμφωνα με τον Καντ, τι κάνει μια πράξη σωστή;

(α) Οδηγεί σε καλές και επιθυμητές συνέπειες (β) Είναι μέσα σύμφωνα με το καθήκον του το πρόσωπο που το τέλεσε (γ) Τελείται για χάρη καθήκον (δ) Το ο εκτελεστής της δράσης είναι ένα ενάρετο άτομο.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν ισχύει κατά τον Καντ;

(α) Τα ήθη είναι ανεξάρτητα από το πώς λειτουργεί ο κόσμος (β) Ηθική είναι άνευ όρων καθολικό και ορθολογικό (γ) Το πώς λειτουργεί ο κόσμος είναι μη ηθικό (δ) Η βάση του τα ήθη βρίσκονται σε μεταφυσικές αλήθειες.

  1. Η πρώτη μορφή της κατηγορικής προστακτικής τονίζει:

(α) Αποφυγή ασυνεπειών (β) Αντιμετώπιση των λογικών όντων ως σκοπών (γ) Βασίλειο των άκρων
(δ) Επιθυμητές συνέπειες.

  1. Ποια από τις παρακάτω προτάσεις δεν σχετίζεται με την έννοια του Καντ

της ελευθερίας; [α] Χωρίς ελευθερία δεν μπορούμε να ενεργήσουμε ηθικά [b] Είμαστε καταδικασμένοι να είσαι ελεύθερος [γ] Είμαστε ελεύθερος να κάνει οτιδήποτε [δ] Η ανθρώπινη ελευθερία είναι αξίωμα της ηθικής.

  1. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις ισχύουν για τον Καντ;

[i] Τα πάντα στον κόσμο μπαίνουν σύμφωνα με την επιθυμία και το θέλημα του Θεού. [ii] Υπάρχει μια /a priori /συνθετική σύνδεση μεταξύ της αρετής και ευτυχία. [iii] Ο Θεός κατανέμει την ευτυχία στην ηθική σύμφωνα με τη σύλληψη του νόμου. 9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

[iv] Η ευτυχία και οι λύπες είναι ανταμοιβές και τιμωρίες από τον Θεό.

(α) [i], [ii] και [iii] (β) [i] και [ii] (γ) [ii] και [iii] (δ) Όλα τα τέσσερα. Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [γ]
  3. [δ]
  4. [α]
  5. [γ]
  6. [γ]

Εργασίες

  1. Εξηγήστε την έννοια των αξιωμάτων της ηθικής.
  2. Συζητήστε την έννοια της κατηγορικής προστακτικής και τη διαφορετική της

σκευάσματα.

Παραπομπές

Βιβλία

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 6: /The

Διαφωτισμός Βολταίρος προς Καντ/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του / /Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Guyer Paul, /Kant, /Oxon, Routledge, 2006.
  2. Irwin, Terence, /The Development of Ethics: A Historical and

Critical Study/, Vol. ΙΙΙ: Από τον Καντ to Rawls, Oxford, Oxford University Press, 2011.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press, 2012.

  1. Macintyre, Alasdair, A Short History of Ethics, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2002.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Η εταιρεία Macmillan,

  1. Russell, Bertrand: History of Western Philosophy, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Πόροι Ιστού

  1. Johnson, Robert, «Kant's Moral Philosophy», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας /(Καλοκαίρι Έκδοση 2012), Edward

  1. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/kant-

ηθικός/

  1. McCormick, Matt, Immanuel kant: Metaphysics, Internet Encyclopedia

της Φιλοσοφίας, http://www.iep.utm.edu/kantmeta/

  1. Rohlf, Michael, «Immanuel Kant», /The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Έκδοση Φθινόπωρο 2010), Έντουαρντ Ν. Zalta (επιμ.), http://plato.stanford.edu/archives/fall2010/entries/kant/.

  1. Turner, W. (1910). Φιλοσοφία του Immanuel Kant. Στο The Catholic

Εγκυκλοπαιδεία. Νέα Υόρκη: Εταιρεία Robert Appleton. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2013 από New Advent: http://www.newadvent.org/cathen/08603a.htm. <http://www.newadvent.org/cathen/08603a.htm>

  1. Kantian Ethics, διαθέσιμο

στη διεύθυνση: http://www.csus.edu/indiv/g/gaskilld/ethics/Kantian%20Ethics.htm. <http://www.csus.edu/indiv/g/gaskilld/ethics/Kantian%20Ethics.htm>

  1. Δεοντολογία που βασίζεται στο καθήκον, διαθέσιμη

στη διεύθυνση: http://www.bbc.co.uk/ethics/introduction/duty_1.shtml. <http://www.bbc.co.uk/ethics/introduction/duty_1.shtml>

11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 24

Georg Wilhelm Friedrich Hegel: The Concepts of Being, Non-eing and Becoming

Λέξεις κλειδιά: Ρομαντισμός, /Geist, /Πνεύμα/ (Spirit), απόλυτο, αμεσότητα, τελεολογική αιτιότητα, νοούμενα, διαλεκτική μέθοδος, αντιφάσεις, θέση, αντίθεση, σύνθεση, άρνηση, διατήρηση, ανύψωση.

Εισαγωγή

Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1770 στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Μετά τη σχολική εκπαίδευση, πήγε στο Tübingen για να σπουδάσει φιλοσοφία και θεολογία και ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που γνώρισε τον μεγάλο ποιητή Hölderlin και τον φιλόσοφο Schelling. Υπό την επιρροή τους άρχισε να διαβάζει τη φιλοσοφία του Immanuel Kant και του J. G. Fichte. Ο Μπέρτραντ Ράσελ παρατηρεί ότι ο Χέγκελ ήταν το αποκορύφωμα του κινήματος στη γερμανική φιλοσοφία που ξεκίνησε από τον Καντ, καθώς αν και συχνά επέκρινε τον Καντ, το σύστημά του δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει αν δεν υπήρχε αυτό του Καντ. Ο Ράσελ λέει περαιτέρω ότι, η φιλοσοφία του Χέγκελ είναι πολύ δύσκολη και είναι η δυσκολότερη να κατανοηθεί από όλους τους μεγάλους φιλοσόφους. Ο Χέγκελ δημοσίευσε το πρώτο του σημαντικό έργο, τη Φαινομενολογία του Πνεύματος το 1807. Εκτός από τον Γαλλικό Ορθολογισμό, το Βρετανικό Εμπειρισμό και την υπερβατολογική φιλοσοφία του Καντ, επηρεάστηκε από την οπτική και τις προσεγγίσεις του Ρομαντισμού. Ήταν πιθανώς υπό την επιρροή των τελευταίων που ο Hegel οραματίστηκε να διατυπώσει μια φιλοσοφική θεωρία που τα περιλαμβάνει όλα και φτάνει στο άπειρο. Σκοπεύει να αναπτύξει μια ολοποιητική (totalizing) φιλοσοφία που κατανοεί όλη την πραγματικότητα και ενσωματώνει όλη τη γνώση· μια φιλοσοφία που αντιπροσωπεύει όλη την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Χέγκελ θέλει να συνθέσει τη σοφία παρούσα στην επιστήμη, την ιστορία, τη θρησκεία, την πολιτική, την τέχνη και τη λογοτεχνία στο σύστημά του. Υπό την επίδραση του ρομαντισμού ο Χέγκελ ερμήνευσε (construed) μια έννοια της πραγματικότητας που είναι ουσιαστικά πνευματική. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη άποψη της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού που αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα ως υλική. Η Νευτώνεια αντίληψη της φύσης ως μηχανικού κόσμου εγκαταλείπεται και αντ' αυτού υποστήριξε μια ιδέα της φύσης όπου η τελευταία αντιμετωπίζεται ως ένα ουσιαστικό πνευματικό φαινόμενο.

Σημαντικά Χαρακτηριστικά της Εγελιανής Φιλοσοφίας

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας του Χέγκελ είναι ότι «μόνο το όλο είναι πραγματικό». Εισάγει έτσι την έννοια του Geist ή Πνεύματος ως ολοποιητικής κεντρικής έννοιας που ενοποιεί τα πάντα. Βλέπει κάθε μερικό μεμονωμένο γεγονός ως ουσιαστικά ελλιπές και ως τεχνητή αφαίρεση, που θα αποκτήσει ισχύ μόνο όταν έλθει σε σύνδεση με το όλο. Προσπαθεί έτσι να αποφύγει την άμεσοτητα, την άποψη που υποστηρίζει ότι κάτι μπορεί να είναι το ίδιο ανεξάρτητα από τις σχέσεις του με οτιδήποτε άλλο. Μια τέτοια προσέγγιση, σύμφωνα με τον Χέγκελ, έχει ως αποτέλεσμα πολλές αδικαιολόγητες φιλοσοφικές αμηχανίες και προβλήματα, τα οποία μπορούν να επιλυθούν μόνο με την έμφαση στην σημασία της ανάδειξης της προοπτικής του όλου. Ο Ράσελ παρατηρεί ότι κάτω από το ξόρκι του μυστικισμού, το οποίο κράτησε ο Χέγκελ κατά τα διαμορφωτικά του χρόνια, αντιτίθεται στον χωρισμό και επιδιώκει να αποδείξει ότι τίποτα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τις σχέσεις. Η πραγματικότητα, βεβαιώνει ο Χέγκελ, είναι το όλο και η αυθυπόσταση (self-subsistence) των πεπερασμένων πραγμάτων είναι μια ψευδαίσθηση. Σε αυτή την τάση να δει τα πάντα ως ένα ομοιογενές όλο, ο Russell βλέπει την επιρροή του μυστικισμού.

Η έννοια της πραγματικότητας του Χέγκελ

Όπως ο Σπινόζα, ο οποίος επίσης έχει τονίσει την ουσιαστική ομοιογενή φύση της έσχατης πραγματικότητας, που είναι η Υπόσταση ή ο Θεός, για τον Χέγκελ επίσης η πραγματικότητα, που είναι το όλο, είναι ομοιογενής. Αλλά σε αντίθεση με την Υπόσταση του Σπινόζα, το απόλυτο του Χέγκελ είναι ένα σύνθετο σύστημα συγκρίσιμο με έναν οργανισμό. Επομένως, σε αντίθεση με τον Σπινόζα, υποστηρίζει ότι τα ξεχωριστά πράγματα δεν είναι απατηλά (illusory), καθώς το καθένα έχει μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πραγματικότητας. Η πραγματικότητα των ξεχωριστών πραγμάτων συνίσταται στο ότι είναι μια όψη του όλου, που είναι το Απόλυτο.

Και πάλι, ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα διέπεται από την αρχή της τελεολογικής αιτιότητας (teleological causality) και όχι από μια μηχανική ποιητική αιτιότητα (mechanical efficient causality). Ως εκ τούτου, το νόημα κάθε σταδίου πραγματοποιείται στο όλο, που είναι μια ορθολογική διαδικασία. Ταυτίζει έτσι το Πνεύμα με τη δραστηριότητα. Η επίδραση του Αριστοτέλη είναι ορατή σε αυτή την τελεολογική αντίληψη. Θα διερευνήσουμε αυτή την πτυχή αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτό που είναι σημαντικό στο παρόν πλαίσιο είναι η αναθεώρηση που προτείνει στην αντίληψη του ορθολογισμού. Ο Καντ, όπως είδαμε νωρίτερα, συνάγει ορισμένα αναγκαία όρια στο λόγο, και με βάση αυτή την ενόραση, διαχωρίζει τα νοούμενα από τα φαινόμενα. Αυτό που υπόκειται σε ορθολογική κατανόηση είναι το στοιχείο της πραγματικότητας που δίνεται μέσω της συνεργασίας της αισθητικότητας και της κατανόησης.

Σε αντίθεση με αυτό, το απόλυτο, που είναι το όλο, μοιάζει με έναν οργανισμό που είναι ορθολογικός, σκόπιμος και με νόημα. Ο Χέγκελ συνειδητοποιεί ότι η καντιανή προσέγγιση δεν είναι κατάλληλη για τη γνώση μιας τέτοιας πραγματικότητας, και ότι η αντίληψή του για τον ορθολογισμό είναι ανεπαρκής για τη γνώση της διαδικασίας. Ο Καντ υποστηρίζει ότι το εγώ ή ο νους είναι η συνθήκη δυνατότητας εμφάνισης των πραγμάτων

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

στο υποκείμενο. Μια περιγραφή του εγώ στην καντιανή φιλοσοφία δεν είναι παρά μια αφηρημένη περιγραφή των μορφών της σκέψης ή κατηγοριών της κατανόησης. Ο λόγος είναι μια ικανότητα της ψυχής ή του εγώ, αποτελούμενος από έναν συνδυασμό αρχών, μορφών ή κανόνων σύμφωνα με τους οποίους σκεφτόμαστε. Διαχωρίζει έτσι το νου από τον κόσμο. Ή διαφορετικά οι μορφές σκέψης χωρίζονται από αυτό του οποίου είναι μορφές. Ο Καντ φαντάζεται ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του νου και του κόσμου ή των νοουμένων και των φαινομένων. Κατά τον ίδιο, τα νοούμενα ή τα πράγματα καθεαυτά δεν μπορούν ποτέ να γίνουν γνωστά. Μας προειδοποιεί επίσης για τις αντινομίες που μπορεί να καταλήξουμε στη σκέψη μας όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα πράγματα καθεαυτά με τη χρήση της αισθητικότητας και της κατανόησης.

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ προσπαθεί να δώσει μια εναλλακτική περιγραφή αυτής της σχέση και να δείξει πώς μπορεί να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα. Εδώ προτείνει να πάει πέρα ​​από τον Καντ. Υπάρχουν ορισμένες θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των αντίστοιχων προσεγγίσεων τους στη φιλοσοφία. Ενώ ο Καντ επηρεάστηκε σημαντικά από τις φυσικές επιστήμες, ο Χέγκελ υιοθετεί την προσέγγιση ενός ιστορικού. Για τον Καντ η σκέψη περιορίζεται στο επιστημονικό επίπεδο και για τον Χέγκελ είναι μια δραστηριότητα του πνεύματος ή του λόγου και ως εκ τούτου δεν περιορίζεται απλώς στο επιστημονικό επίπεδο. Ο Χέγκελ έτσι υποστηρίζει ότι οι λεγόμενες αναπόφευκτες αντιφάσεις στη σκέψη, τις οποίες οραματίστηκε ο Καντ, θα μπορούσαν να ξεπεραστούν και μπορούμε να ξεπεράσουμε τις αντιφάσεις στη σύνθεσή τους.

Ο Χέγκελ θεωρεί τον λόγο ως το νόμο σύμφωνα με τον οποίο το ον παράγεται, συγκροτείται και ξεδιπλώνεται. Είναι ταυτόχρονα μια υποκειμενική ικανότητα και μια αντικειμενική πραγματικότητα. Υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες της σκέψης δεν είναι απλώς υποκειμενικά στοιχεία της σκέψης μας. Είναι επίσης τρόποι του είναι των ίδιων των πραγμάτων. Δεν είναι άδεια πλαίσια, τα οποία λαμβάνουν το περιεχόμενό τους από έξω αλλά είναι υποστασιακές μορφές που δίνουν στον εαυτό τους το δικό τους περιεχόμενο. Είναι τόσο οι μορφές, που διαμορφώνουν τη σκέψη μου, όσο και τα στάδια της αιώνιας δημιουργίας. Από αυτή την άποψη, ο Χέγκελ αντιτίθεται στην ιδέα του Καντ για τις καθαρές έννοιες. Αντιτίθεται στην προσέγγιση του Καντ που περιορίζει τον αριθμό των εννοιών, και περιορίζει επίσης αυτές τις κατηγορίες στη χρήση στην αισθητηριακή εμπειρία. Το ριζικό πρόβλημα στη διαφωτιστική αντίληψη του Καντ έγκειται στον περιορισμό της γνώσης που αποκτάται από τις κατηγορίες στην κατάσταση της απλής εμφάνισης. Ο Χέγκελ αντιτίθεται έτσι στην απαγωγή των κατηγοριών με όρους εμπειρικής απαρίθμησης καθαρών εννοιών.

Υπάρχουν ορισμένοι θεμελιώδεις τρόποι με τους οποίους η άποψη του Χέγκελ για τις κατηγορίες της σκέψης διαφέρει από αυτή του Καντ. Για τον Καντ οι κατηγορίες είναι ξεχωριστές μεταξύ τους, αν και είναι στενά συνδεδεμένες. Επιχειρεί έτσι μια a priori απαγωγή (a priori deduction) των κατηγοριών μέσω μιας εμπειρικής απαρίθμησης καθαρών εννοιών. Από την άλλη ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες είναι μετασχηματισμοί μιας και της ίδιας θεμελιώδους κατηγορίας,

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

που είναι η ιδέα του όντος (being). Σε αντίθεση με τον Καντ, δεν είναι απλώς εμπειρική απαρίθμηση, αλλά γίνονται γνωστές μέσω πραγματικής απαγωγής (real deduction). Ωστόσο, όπως ο Καντ, έτσι και ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες έχουν κάποια υπεροχή έναντι των αισθητηριακών εντυπώσεων. Προτείνει έτσι να οικοδομήσει περαιτέρω πάνω στον Καντ συνδυάζοντας την ιδέα της κριτικής φιλοσοφίας με την ολοποιητική προσέγγιση του ρομαντισμού. Επεκτείνει έτσι τη χρήση των ορθολογικών εννοιών προκειμένου να κατανοήσει την τεράστια ποικιλία της εμπειρίας και γνώσης σε πολλούς τομείς όπως η ψυχολογία, η θρησκεία, η ιστορία, ο πολιτισμός, η λογοτεχνία και η τέχνη.

Ο Χέγκελ προτείνει έτσι την κατασκευή μιας νέας θεωρίας της πραγματικότητας και μιας νέας μεταφυσικής που σκοπεύει να φέρει σε ενοποίηση τις απέραντες εκτάσεις του ανθρώπινου πνεύματος σε μια ενιαία θεωρία. Οραματίζεται να συγκεντρώσει το σύνολο των εννοιών που χρησιμοποιούνται στις αχανείς εκτάσεις όλης της γνώσης, όλων των τεχνών και των επιστημών, της θρησκείας, της πολιτικής σκέψης και της ιστορίας. Η έννοια του Απόλυτου Πνεύματος ή Geist, που είναι ορθολογική, περιλαμβάνει όλα αυτές τις πτυχές της πραγματικότητας.

Geist είναι η γερμανική λέξη, που σημαίνει πνεύμα, νους ή ψυχή. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, το Geist είναι και ορθολογικό και ορθολογικά κατανοητό. Η λογική του δομή εκδηλώνεται στις φυσικές επιστήμες και στην ιστορική πρόοδο. Με μια τέτοια περιεκτική έννοια, ο Χέγκελ επιδιώκει να καταδείξει ότι, η σκέψη και η ύλη της σκέψης δεν είναι ουσιαστικά διακριτές ή ξεχωριστές. Τονίζει ότι οι διαφορετικές μορφές σκέψης προκύπτουν ιστορικά μέσω της αλληλοδιάδρασης υποκειμένου και αντικειμένου. Ολόκληρη η πραγματικότητα που περιλαμβάνει τη φύση, την ανθρωπότητα, την ιστορία κ.λπ., διαμορφώνεται από το Geist, το νου ή το πνεύμα. Εκδηλώνεται μέσω της αυτοσυνείδησης ή της αυτο-άρθρωσης σε αυτές τις ανθρώπινες προσπάθειες. Σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς τομείς της ανθρώπινης προσπάθειας όπως η ψυχολογία, η ιστορία, η θρησκεία, το δράμα, η τέχνη και η φιλοσοφία, βρίσκουμε μόνο τις εκδηλώσεις της αυτοσυνείδησης του Geist. Σε αυτό το πλαίσιο ο Χέγκελ διακηρύσσει ότι το πραγματικό είναι ορθολογικό και το ορθολογικό είναι πραγματικό. Εφόσον αυτό το Απόλυτο Πνεύμα περικλείει τα πάντα, είναι Θεός και επίσης η έσχατη πραγματικότητα. Είναι επομένως μια σύνθετη ολότητα ορθολογικών εννοιών που συνιστούν το απόλυτο πνεύμα ή Θεό. Αυτή η ολότητα της σκέψης είναι απόλυτη και άπειρη σε αντίθεση με τους πεπερασμένους νόες των ανθρώπων. Ο Χέγκελ καλεί το Geist αντικειμενικό νου. Η υπόλοιπη φιλοσοφία του Χέγκελ μπορεί να συναχθεί λογικά από αυτή την έννοια του ορθολογικού Πνεύματος, που είναι μια ολότητα ορθολογικών εννοιών, σκέψεων και νόων. Όπως επισημαίνεται από τον Άλφρεντ Βέμπερ, σύμφωνα με τον Χέγκελ, η κοινή πηγή του εγώ και της φύσης δεν υπερβαίνει την πραγματικότητα. Από την άλλη, είναι έμφυτη σε αυτήν. Ο νους και η φύση δεν είναι απλές πτυχές του απόλυτου. Όπως λέει ο Russell, δεν είναι σαν μια οθόνη, πίσω από την οποία ένας αδιάφορος και άψυχος Θεός βρίσκεται κρυμμένος. Ούτε είναι το απόλυτο η αρχή της φύσης και του

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

νου, αλλά είναι το ίδιο διαδοχικά φύση και νους. Αυτή η διαδοχή, αυτή η διαδικασία, αυτό η διαρκής γέννηση πραγμάτων, είναι το ίδιο το απόλυτο. [Ιστορία της Φιλοσοφίας]. Το απόλυτο δεν είναι ακίνητο, αλλά ενεργό. Ο απόλυτος ιδεαλισμός του Χέγκελ παρουσιάζει έτσι μια πολύ μοναδική περιγραφή της πραγματικότητας όπου η η τελευταία συλλαμβάνεται ως ορθολογική και ως εννοιολογική ολότητα και ως ολοκληρωμένη και ολική δομή εννοιολογικών αληθειών. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ολότητα των εννοιολογικών αληθειών αποκαλύπτεται σε όλες τις περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας και γνώσης. Η επικράτεια της πραγματικότητας λοιπόν, περιλαμβάνει όλες τις ορθολογικές περιοχές ως την τεράστια δομή ορθολογικών εννοιών που περιλαμβάνει όλες τις δυνατές περιοχές. Αλλά το απόλυτο Πνεύμα δεν είναι μια απλή αφηρημένη κατηγορία της σκέψης. Ούτε είναι ένα τυπικό (formal) ή ιδεατό αρχέτυπο όπως ο Πλάτωνας συλλαμβάνει την πραγματικότητα. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι δεν διαφέρει από αυτό που είναι υπαρκτό. Ισχυρίζεται ότι το ορθολογικό είναι το υπαρκτό αντικείμενο πιο βαθιά κατανοημένο. Είναι η βαθύτερη κατανόηση των τεράστιων περιοχών της φυσικής και οργανικής φύσης και της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια δεν είναι ανεξάρτητο ή υπερβατικό (reading transcendent instead of transcendental), ξέχωρο από τον συγκεκριμένο κόσμο. Αντίθετα, αποτελεί τον ορθολογικό πυρήνα του κόσμου των πραγμάτων. Από αυτές τις παραδοχές, ο Χέγκελ αντλεί τον περιεκτικό ιδεαλισμό του. Αντιτιθέμενος στον Καντ υποστηρίζει ότι εφόσον η πραγματικότητα είναι ορθολογική, είναι γνώσιμη, όπως και οι ορθολογικές δομές της είναι γνώσιμες. Ο απόλυτος νους είναι μια ενότητα-μέσα-στην-ποικιλομορφία (unity-in-diversity) και ενσωματώνει όλες τις διαφορές. Η Απόλυτη Πραγματικότητα μας εκδηλώνεται στη συνηθισμένη εμπειρία, στη λογική και στη φυσική επιστήμη, στην ψυχολογία, στην πολιτική και την ιστορία, στη ζωγραφική, την ποίηση και την αρχιτεκτονική, και στη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Όπως προαναφέρθηκε, το απόλυτο ον είναι η κοινή ρίζα των κατηγοριών ή καθαρών εννοιών. Υπάρχουν ορισμένες δυσκολίες στην ορθολογική κατανόηση αυτής της έννοιας, καθώς είναι η η πιο άδεια και συνάμα η πιο περιεκτική πραγματικότητα. Είναι η πιο αφηρημένη και η πιο πραγματική, η πιο στοιχειώδης και η πιο εξυψωμένη έννοια. Εφόσον τα περιλαμβάνει όλα, όλες οι έννοιές μας εκφράζουν τρόπους του όντος (being) και είναι μετασχηματισμοί της ιδέας του όντος. Ας επαναλάβουμε, είναι τα πάντα και επομένως περιλαμβάνει τα πάντα. Επομένως, είναι το πιο καθολικό ον. Λογικά μιλώντας, αυτό το απόλυτο ον, που είναι απολύτως άπειρο και είναι «όλα», δεν μπορεί να είναι κάποιο συγκεκριμένο «πράγμα», καθώς κάθε συγκεκριμένο πράγμα είναι ουσιαστικά μια περιορισμένη και πεπερασμένη οντότητα. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο Χέγκελ είναι: πώς το ον, που είναι το παν, γίνεται κάτι άλλο; Επιδιώκει να μάθει με βάση ποια αρχή ή εσωτερική δύναμη τροποποιείται; Πώς το Ον (Being) που είναι πλήρες και στατικό ξεκινά την κίνηση έτσι ώστε να μπορεί να γίνει κάτι;

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Με άλλα λόγια, το ον είναι η πιο καθολική έννοια, και επομένως η πιο φτωχή και η πιο κενή, το απόλυτο Πνεύμα φαίνεται να είναι «καμία συγκεκριμένη οντότητα» ή «κανένα πράγμα». Για να είναι κάτι χρειάζεται να προσδιοριστεί ως ένα πράγμα και πεπερασμένο. Αλλά το απόλυτο Πνεύμα εξ ορισμού είναι απροσδιόριστο και άπειρο. Κάθε προσδιορισμός είναι ένας περιορισμός και το Πνεύμα είναι απολύτως απεριόριστο ον. Αλλά το ον χωρίς κανένα προσδιορισμό είναι το μη ον, ή το καθαρό και απλό ον ισούται με το μη ον. Το απόλυτο, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι τόσο ον όσο μη ον και ως εκ τούτου, παραδόξως, τόσο το ίδιο όσο και το αντίθετό του. Δεδομένου ότι είναι άπειρο και πλήρες από μόνο του, αυτό πρέπει να είναι ένα ακίνητο και άγονο πράγμα. Δεν μπορεί να κινείται, γιατί δεν υπάρχει «μέρος» ή «χώρος» που στερείται αυτού. Επομένως είναι τίποτα ή μη ον.
Υπάρχει λοιπόν μια θεμελιώδης αντίφαση στην αντίληψη του όντος, η οποία ο Χέγκελ λέει ότι μπορεί να ξεπεραστεί αν κατανοήσουμε πραγματικά τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίφασης, όπου το ον είναι και το ίδιο και το αντίθετό του. Αυτή η αντίφαση μεταξύ του όντος και του μη όντος επιλύεται στην έννοια του γίγνεσθαι ή της ανάπτυξης. Το υποστηρίζει αυτό, γιατί το ον είναι και τα δύο, γίνεται κάτι. Η αντίφαση που υπάρχει στην εννοιοποίησή του ως όντος, έχει ως αποτέλεσμα τον δυναμισμό που κάνει το ον μια αιώνια διαδικασία. Το γίγνεσθαι είναι τόσο ον όσο και μη ον, καθώς και τα δύο περιέχονται και συμβιβάζονται σε αυτό. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης του όντος και του μη όντος, προκύπτει μια σύνθεση, η οποία ενσωματώνει και τα δύο και προχωρά περαιτέρω. Αλλά αυτό και πάλι θα έχει ως αποτέλεσμα τη βεβαίωση του όντος, που γεννά την αντίφασή του. Αυτό η νέα αντίφαση που προκύπτει από τη διαδικασία του γίγνεσθαι επιλύεται περαιτέρω από μια νέα σύνθεση, και ούτω καθεξής, μέχρι να φτάσουμε στην απόλυτη ιδέα. Ο Χέγκελ εξηγεί έτσι την έννοια της πραγματικότητας με μια εξήγηση της διαδικασίας του γίγνεσθαι όπου οι αντιφάσεις συναντώνται, επιλύονται και συντίθενται συνεχώς. Κάθε αντίφαση συμβιβάζεται σε μια ενότητα ή μια σύνθεση. Αυτή η σύνθεση που προέκυψε αντικρούεται περαιτέρω, και στη συνέχεια συντίθεται σε μια άλλη ενότητα. Οι αντιφάσεις και οι ενότητες εμφανίζονται η μία μετά άλλη στη διαδικασία ανάπτυξης μέχρι να επιλυθούν όλες στην τελική ενότητα της απόλυτης ιδέας. Έτσι το εγελιανό σύστημα αντιλαμβάνεται τις αντιφάσεις, όχι ως εμπόδια ή ως απόλυτες. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι οι αντιφάσεις δεν υπάρχουν μόνο στη σκέψη, αλλά και στα ίδια τα πράγματα. Αποτελούν την ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, ο Χέγκελ δεν βλέπει τις καντιανές αντινομίες ως προβληματικές. Αντίθετα, γίνονται κατανοητές ως φυσικές, καθώς βρίσκονται στη φύση του λόγου και μέσα στην πραγματικότητα. Η αντίφαση που βρίσκεται στην ιδέα του όντος επιλύεται στην έννοια του γίγνεσθαι. Ο Χέγκελ λέει ότι, στη διαδικασία του γίγνεσθαι, το ον καθορίζεται από μόνο του. Με μια έκθεση αυτής της διαδικασίας όπου οι αντιφάσεις συναντώνται και συντίθενται, ο Χέγκελ αναδεικνύει το

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

διαλεκτικό στοιχείο στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Βεβαιώνει ότι αυτή η διαδικασία και το εμμενές διαλεκτικό στοιχείο θα εξηγήσει και τη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης. Ο Χέγκελ επιχειρεί να εκθέσει τη διαλεκτική που είναι έκδηλη σε κάθε φαινόμενο· φυσικό, οργανικό, πολιτικό και ιστορικό. Λέει ότι αποτελεί την κινούμενη ψυχή της επιστημονικής προόδου. Συλλαμβάνει τις αντιφάσεις ως την κινητήρια δύναμη όλης της πραγματικότητας και την αρχή κάθε κίνησης και όλων των δραστηριοτήτων που βρίσκουμε στην πραγματικότητα. Ο Χέγκελ μας λέει επίσης πώς να αντιμετωπίσουμε τις αντιφάσεις. Εναντιωνόμενος στις παραδοσιακές προσλήψεις (apprehensions) για αυτές, ο Χέγκελ θεωρεί ότι δεν είναι αδιανόητες. Αποτελούν τη ρίζα όλης της ζωής και της κίνησης. Όλα τείνουν να αλλάζουν ή να περνούν στα αντίθετά τους και χωρίς αντιφάσεις όλα θα ήταν νεκρή ύπαρξη, στατική εξωτερικότητα. Αυτή η ενόραση υποδηλώνει περαιτέρω ότι καμία μεμονωμένη έννοια δεν αντιπροσωπεύει ολόκληρη την αλήθεια. Επομένως, η αλήθεια είναι το όλο. Όλες οι επιμέρους έννοιες είναι μερικές αλήθειες. Η πραγματικότητα στο σύνολό της αποτελείται από αντιθέσεις και αντιφάσεις και την τελική υπέρβασή τους. Η φύση δεν σταματά στις αντιφάσεις, αλλά τις ξεπερνάει. Όλες οι αντιθέσεις επιλύονται στο απόλυτο. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η Αλήθεια όπως και η ορθολογική πραγματικότητα είναι μια ζωντανή διαδικασία, καθώς αποτελείται από ολόκληρο το σύστημα των εννοιών. Υποστηρίζει ότι ο λόγος μπορεί να συλλάβει αυτή την κινούμενη πραγματικότητα με την εφαρμογή της μεθόδου της διαλεκτικής.

Η Διαλεκτική Μέθοδος

Ο Χέγκελ ισχυρίζεται κατηγορηματικά ότι ο λόγος δεν είναι μια στατική ικανότητα, αλλά είναι προϊόν της κοινωνικής μας κληρονομιάς, η ιστορική εξέλιξη της κοινωνικής μας ομάδας. Συναντά αντιφάσεις και προχωρά με τη σύνθεση τους στη διαδικασία. Η διαλεκτική σκέψη είναι μια διαδικασία που επιδιώκει να αποδώσει δικαιοσύνη στην κινούμενη, ζωντανή, οργανική ύπαρξη. Η διαλεκτική δεν είναι επινόηση του Χέγκελ. Είναι μια παλιά φιλοσοφική έννοια, την οποία βρίσκουμε παρούσα από την εποχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η αρχαία ελληνική σκέψη μελέτησε τη θεωρία των τεσσάρων στοιχείων, που κατανοεί την πραγματικότητα ως συντεθειμένη από τη γη και τον αέρα, αλλά και τη φωτιά και το νερό, τα ζεύγη, που βρίσκονται σε συνεχή αντίθεση. Η φύση είναι μια διαδικασία όπου αυτές οι αντιθέσεις συνυπάρχουν και συνεργάζονται, για να αναδείξουν ανώτερες μορφές εκδηλώσεων. Ήταν ο Σωκράτης που την ανέπτυξε ως μέθοδο της φιλοσοφίας, όπου τη χρησιμοποιούσε στις συζητήσεις και τους διαλόγους του με άλλους. Τη χρησιμοποίησε στα επιχειρήματά του για να κάνει τον αντίπαλο να έρθει σε αντίφαση με τον εαυτό του. Ο Χέγκελ παρουσιάζει μια μοναδική οπτική για τη διαλεκτική διαδικασία, όπου αντιφάσεις συναντώνται και συντίθενται για να υψωθούν σε μια ανώτερη μορφή εννοιολογικής πραγματικότητας.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αφού όλες οι επιμέρους έννοιες αντιπροσωπεύουν μόνο μια πεπερασμένη και περιορισμένη προοπτική, κάθε έννοια που αρθρώνουμε έχει περιορισμούς, και ως εκ τούτου θα περάσει στην αντίθετή της. Δημιουργεί έτσι τη δική της αντίθεση και άρνηση. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια διαδικασία που αποτελείται από τρία στάδια, ή στιγμές· θέση, αντίθεση και σύνθεση. Είναι οι τρεις στιγμές της διαλεκτικής. Η διαλεκτική διαδικασία ξεκινά με την πρόταση μιας θέσης. Από εκεί περνά σε ένα δεύτερο στάδιο το οποίο αναιρεί, εναντιώνεται ή έρχεται σε αντίφαση με το πρώτο και έτσι ξεκινά μια αντίθεση. Αυτή η αντίθεση ξεπερνιέται από ένα τρίτο στάδιο στο οποίο συντίθενται τα αντίθετα στάδια. Στη σύνθεση μια νέα έννοια αναδύεται ως ανώτερη αλήθεια που τις υπερβαίνει. Η σύνθεση εδώ έχει τρεις λειτουργίες. Πρώτον, ακυρώνει τη σύγκρουση μεταξύ θέσης και αντίθεσης. Δεύτερον, διατηρεί ή συγκρατεί το στοιχείο της αλήθειας που υπήρχε μέσα στην θέση και την αντίθεση. Τέλος, ξεπερνά την μεταξύ τους αντίθεση εξυψώνοντας τη σύγκρουση σε μια ανώτερη αλήθεια. Αυτή η διαδικασία, επομένως, περιλαμβάνει άρνηση, διατήρηση και ανύψωση. Μια θέση που εκκινείται ακυρώνεται. Για παράδειγμα, στην Αστρονομία, στον ίδιο τον ισχυρισμό της, η γεωκεντρική άποψη του Πτολεμαίου αναιρείται, καθώς αντιπροσωπεύει μόνο μια ενική και πεπερασμένη προοπτική. Ας το ονομάσουμε (Πτολεμαίος). Η δημιουργική σύγκρουση μεταξύ (Πτολεμαίου) και (Πτολεμαίος) συντίθεται στην ηλιοκεντρική άποψη που προτείνει ο Κοπέρνικος. Εδώ η κοπερνίκεια άποψη είναι η σύνθεση και διατηρεί και τη θέση και την αντίθεση. Με άλλα λόγια, κατά την κοπερνίκεια άποψη, ο Πτολεμαίος διατηρείται, από την άποψη ότι είναι αυτό που έκανε την πρώτη δυνατή. Και πάλι, η σύνθεση θα ανυψωθεί επίσης, καθώς η νέα ερμηνεία είναι ανώτερη και από τη θέση και από την αντίθεση.

Κουίζ

  1. Ποια είναι η κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας του Χέγκελ;

(α) Η πραγματικότητα είναι και υλική και πνευματική (β) Κάθε στοιχείο μέσα η πραγματικότητα έχει μια ανεξάρτητη σημασία (γ) Μόνο το σύνολο είναι πραγματικό (δ) Η πραγματικότητα είναι υλική.

  1. Η άποψη που υποστηρίζει ότι «κάτι μπορεί να είναι το ίδιο ανεξάρτητα από

τις σχέσεις του με οτιδήποτε άλλο», είναι γνωστό ως; (α) Απόλυτος ιδεαλισμός (β) Αμεσότητα (γ) Υποκειμενικός ιδεαλισμός (δ) Πλουραλισμός.

  1. Τι δεν ισχύει για το εγελιανό απόλυτο Πνεύμα;

(α) Είναι ορθολογικό (β) Είναι σκόπιμο (γ) Είναι στατικό (δ) Είναι με γεμάτο νόημα

  1. Ποια από τις παρακάτω προτάσεις δεν ισχύει για τον Χέγκελ;

(α) Η σκέψη του περιορίζεται στο επιστημονικό επίπεδο (β) Υιοθετεί την προσέγγιση του α ιστορικός (γ) Αντιλαμβανόταν τη σκέψη ως δραστηριότητα πνεύματος ή λογικής
(δ) Σκέψη δεν περιορίζεται απλώς στο επιστημονικό επίπεδο

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες της σκέψης είναι;

(α) Υποκειμενικά στοιχεία της σκέψης μας (β) Τρόποι της όντας (γ) Αφηρημένο κενό πλαίσια (δ) Καθαρές έννοιες.

Κλειδί απάντησης:

  1. [γ]
  2. [β]
  3. [δ]
  4. [α]
  5. [β]

Εργασίες

  1. Εξηγήστε την έννοια του Απόλυτου πνεύματος.
  2. Περιγράψτε τη διαδικασία της διαλεκτικής.

Αναφορές

Βιβλία

  1. Beiser, Frederick, /Hegel, /New York, Routledge, 2005.
  2. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 7: /18ος και

Γερμανικά του 19ου αιώνα / /Philosophy/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του / /Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Press, 2012.

  1. Kojève, Alexandre, 1969, /Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ/,

Allan Bloom (επιμ.), J. H. Nichols, Jr. (μτφρ.), Νέα Υόρκη: Basic Books, 1996.

  1. Pinkard, Terry, /Hegel's Phenomenology: The Sociality of Reason/,

Cambridge: Cambridge University Press, 1994.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Μακμίλαν Εταιρεία, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο,

Routledge Classics, 2004.

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Green and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Redding, Paul, «Georg Wilhelm Friedrich Hegel», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια / /Philosophy /(Summer 2012 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/hegel/>.

  1. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια

Britanicca, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/259378/Georg-Wilhelm-Friedrich-Hegel

  1. Turner, William. «Εγκελιανισμός». Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια. Τομ. 7.

Νέα Υόρκη: Robert Appleton Company, 1910. 26 Μαΐου 2013 <http://www.newadvent.org/cathen/07192a.htm>.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 25

Ο Απόλυτος Ιδεαλισμός του Χέγκελ και η Φαινομενολογία του Πνεύματος

Λέξεις κλειδιά: Απόλυτος ιδεαλισμός, αντιφάσεις, αντινομίες, Πνεύμα, Απόλυτο, απόλυτος ιδεαλισμός, τελεολογική αιτιότητα, αντικειμενικός νους, καθολικός νους, φαινομενολογία του νου, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, λόγος.

Ο απόλυτος ιδεαλισμός του Χέγκελ προσπαθεί να καταλήξει σε μια περιεκτική θεωρία που γεφυρώνει το πεπερασμένο με το άπειρο. Διακηρύσσει ότι, μόνο το όλο είναι πραγματικό και ως εκ τούτου, όλα τα καθέκαστα γεγονότα και οι έννοιες είναι ελλιπή και μόνο εν μέρει αληθή. Ο Χέγκελ προωθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία, η οποία θεωρεί τις αντιφάσεις ως φυσικές. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές φιλοσοφικές απόψεις, οι οποίες θεωρούσαν τις αντιφάσεις ως προβληματικές και κάτι που πρέπει αναγκαστικά να αποφεύγεται. Η νέα προσέγγιση του Χέγκελ στη σκέψη υποδεικνύει ότι μπορούμε να ακολουθήσουμε την παράλογη μέθοδο του να αντιφάσκουμε με τον εαυτό μας. Προτείνει λοιπόν την επίλυση του πρόβληματος των αντινομιών που εκτίθενται στο καντιανό πλαίσιο. Ο Καντ έχει δείξει ότι ο καθαρός λόγος συναντά αντινομίες όταν προσπαθεί να αποδείξει πράγματα, τα οποία δεν μας δίνονται μέσα από τις μορφές της αισθητικότητας και των εννοιολογικών κατηγοριών. Συναντάμε λοιπόν ορισμένες άλυτες αντιφάσεις. Ο Καντ προτείνει ότι για να αποφευχθεί αυτή η κατάσταση θα πρέπει να μείνουμε μακριά από τέτοια εγχειρήματα. Δηλώνει το αδύνατο της μεταφυσικής ως επιστήμης που βασίζεται σε αυτό σενάριο.

Ο Χέγκελ από την άλλη προσεγγίζει τον λόγο από διαφορετική προοπτική. Δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί την παραδοσιακή άποψη για τη φύση του λόγου, όπου ο τελευταίος συλλαμβάνεται ως στατική ικανότητα. Η ιδεαλιστική του άποψη δηλώνει ότι η κοσμική ιστορία συνίσταται στην ιστορία της ζωής του πνεύματος ή Geist, που είναι το απόλυτο. Συνέλαβε το Geist ως ορθολογικό και ως εκ τούτου ουσιαστικά δυναμικό. Ο ιδεαλισμός του Χέγκελ υποστηρίζει ότι το απόλυτο περιλαμβάνει τα πάντα. Στα λόγια του ίδιου του Χέγκελ, «όλα όσα από την αιωνιότητα έχουν συμβεί στον ουρανό και τη γη, η ζωή του Θεού και όλες οι πράξεις του χρόνου είναι απλώς οι αγώνες του Πνεύματος να γνωρίσει τον εαυτό του και να βρει τον εαυτό του». Αυτό το Πνεύμα είναι καθολικό και είναι συγκεκριμένο μέσα στον εαυτό του. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το Πνεύμα είναι μια διαδικασία και ως εκ τούτου είναι δυναμικό και

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

η ευφυής κατανόηση του εαυτού του είναι ταυτόχρονα η πρόοδος της συνολικής εξελισσόμενης πραγματικότητας. Ο Χέγκελ χωρίζει τη φιλοσοφία σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: λογική, φυσική φιλοσοφία και φιλοσοφία του Geist. Η λογική αποτελείται από την περιγραφή των μορφών της σκέψης, η φυσική φιλοσοφία ασχολείται με τις φυσικές επιστήμες, όπως η εκδήλωση των μορφών σκέψης στον αντικειμενικό κόσμο και η φιλοσοφία του Geist ασχολείται με την εκδήλωση των μορφών σκέψης στην κοινωνία. Μπορούμε να δούμε ότι και οι τρεις ενότητες ασχολούνται με μορφές σκέψης και τη θεμελιώδη ενότητα των ορθολογικών μορφών. Ο Χέγκελ βεβαιώνει ότι τα πάντα συμπίπτουν στο Απόλυτο. Το Απόλυτο συλλαμβάνεται από τον Χέγκελ ως το έσχατα πραγματικό, που είναι όλη διαδικασία που περιλαμβάνει, το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, το εσωτερικό και το εξωτερικό και τις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Είναι ένα σύνθετο οργανικό σύστημα αποτελούμενο από επιμέρους ξεχωριστά πράγματα που είναι πραγματικά. Η πραγματικότητα αυτών των ξεχωριστών πραγμάτων συνίσταται στο ότι είναι μια όψη του όλου. Υπό αυτή την έννοια, το απόλυτο ενσωματώνει και το πεπερασμένο και το άπειρο και γεφυρώνει το πεπερασμένο με το άπειρο. Ο Χέγκελ είναι προσεκτικός στην παροχή μιας περιγραφής του Geist. Δεν είναι η πραγματικότητα που εμφανίζεται μπροστά μας. Κατηγοριοποιεί έτσι τα φαινόμενα που εμφανίζονται μπροστά μας ως κατώτερα ή και ακόμη όχι εντελώς πραγματικά, αν και η περιεκτική θεωρία του δεν είναι προετοιμασμένη να συλλάβει τις εμφανίσεις ως εντελώς μη πραγματικές. Αλλά αντιτίθεται στο κυρίαρχο μοντέλο της γνώσης που πρεσβεύει ο διαφωτιστικός ορθολογισμός. Ο Χέγκελ προτείνει να στραφούμε προς τα μέσα στην κατανόησή μας για να φτάσουμε στην αληθινή πηγή της φιλοσοφικής γνώσης. Σε αυτή τη διαδικασία του φιλοσοφικού στοχασμού, μπορεί κανείς να συναντήσει αντιφάσεις, καθώς επικεντρώνεται αποκλειστικά στην κατανόηση. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι πρέπει να επιτρέψουμε στις αντιφάσεις να συμβούν και να τις συμφιλιώσουμε. Πρέπει να επιτρέψουμε στη διαδικασία να προχωρήσει και να εκδηλωθεί στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Εδώ η έννοια της πραγματικότητας που πρεσβεύει ο Χέγκελ είναι μοναδική και διαφορετική. Υποστηρίζει ότι διέπεται από την αρχή της τελεολογικής αιτιότητας και όχι από τη μηχανική ποιητική αιτιότητα (mechanical efficient causality). Βεβαιώνει ότι, σε αυτή τη διαδικασία, η σημασία του κάθε σταδίου πραγματοποιείται στο όλο, το οποίο είναι ορθολογικό. Ο Χέγκελ προτείνει έτσι μια αναθεώρηση της αντίληψης του ορθολογισμού, ιδιαίτερα του είδους που

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

υποστήριξε ο Καντ και πολλοί άλλοι στοχαστές του διαφωτισμού. Προσπαθεί να ξεπεράσει τον καντιανό διαχωρισμό των νοουμένων και των φαινομένων, και των πεπερασμένων και του απείρου, που θέτει τελικά όρια στην ορθολογική σκέψη. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτού του ιδεαλισμού είναι η σύλληψη του Πνεύματος ως δραστηριότητα. Σε αυτή την αντίληψη ο Χέγκελ είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον Αριστοτέλη και προτείνει μια αρχή τελεολογικής αιτιότητας. Στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη βρίσκουμε μια ταύτιση του πλήρως υποστασιακού όντος με το πνεύμα, που στην ουσία του είναι δραστηριότητα. Ο Αριστοτέλης εξηγεί τη διαδικασία της εξέλιξης με τη βοήθεια των έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία, και επίσης με την ιδέα της αρχής της αιτιότητας που λειτουργεί παντού με βάση τις τέσσερις αρχές· ειδικά, υλικά, ποιητικά και τελικά αίτια. Συνεπώς, σε αυτή την τελεολογική αντίληψη, τα πράγματα έχουν αναγκαίες σημασίες και κάθε διαδικασία που συμβαίνει στον κόσμο είναι ορθολογική, σκόπιμη και πλήρης νοήματος. Στο πλαίσιο του Αριστοτέλη, εφόσον η πραγματικότητα είναι ορθολογική, μπορούμε να την κατανοήσουμε. Αντανακλάται επομένως σε μια ενότητα λογικής και μεταφυσικής. Σύμφωνα με την τελεολογική διαδικασία, η πραγματικότητα, ο κόσμος, η σκέψη και ο λόγος δεν είναι στατικά, αλλά είναι δυναμικά και κινούνται και εξελίσσονται. Οι αλλαγές δεν είναι αυθαίρετες αλλά έχουν νόημα και επομένως όλες οι αλλαγές αποτελούν μέρος της εξελικτικής διαδικασίας, η οποία είναι σημαίνουσα και τελεολογική. Στη διαδικασία της εξέλιξης, κάτι που είναι μη ανεπτυγμένο, αδιαφοροποίητο, ομοιογενές και ως εκ τούτου αφηρημένο, διαφοροποιείται, χωρίζεται και παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές. Η αναγνώριση αυτής της διαφορετικότητας και των διαφορών είναι ουσιώδης για την υιοθέτηση μιας τελεολογικής προσέγγισης. Η δυνατότητα αυτών των διαφορετικών πεπερασμένων μορφών να έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους δεν αποκλείεται. Όμως ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι αυτές οι πεπερασμένες μορφές τελικά ενοποιούνται. Το απόλυτο είναι επομένως μια ενότητα στην διαφορετικότητα. Ο Χέγκελ δηλώνει ότι το Πραγματικό είναι Ορθολογικό και το Ορθολογικό είναι Πραγματικό. Σύμφωνα με τον ίδιο, το το απόλυτο πνεύμα, ή ο Θεός, είναι η απόλυτη πραγματικότητα, που είναι το Geist ή ο αντικειμενικός νους. Επομένως, η πραγματικότητα είναι μια σύνθετη ολότητα ορθολογικών εννοιών που συνιστούν το απόλυτο πνεύμα. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τον πεπερασμένο νου των ανθρώπων, που δεν είναι τίποτα, παρά εκδηλώσεις του καθολικού, αντικειμενικού νου, αυτή η ολότητας της σκέψης είναι απόλυτη και άπειρη. Αντιλαμβάνεται έτσι την πραγματικότητα, η οποία είναι ορθολογική ως

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την εννοιολογική ολότητα και μια ολοκληρωμένη και ολική δομή εννοιολογικών αληθειών.

Αυτό το ορθολογικό Απόλυτο ή ο καθολικός νους, που συνιστά την ολότητα των εννοιολογικών αληθειών, αποκαλύπτεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας και γνώσης. Περιλαμβάνει τα πάντα. Εφόσον είναι ορθολογικό, περιλαμβάνει την απέραντη δομή των ορθολογικών εννοιών που υπάρχουν σε όλους τους τομείς. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι, αν και το Απόλυτο είναι άπειρο και καθολικό, δεν είναι διαφορετικό από αυτό που είναι υπαρκτό. Βεβαιώνει έτσι ότι το ορθολογικό είναι το υπαρκτό αντικείμενο βαθύτερα κατανοημένο. Περιλαμβάνει τη βαθύτερη κατανόηση των αχανών πεδίων της φυσικής και οργανικής φύσης και κοινωνίας. Οι ορθολογικές έννοιες δεν είναι ανεξάρτητες ή υπερβατικές, εκτός του συγκεκριμένου κόσμου· αντί αυτού, αποτελούν τον λογικό πυρήνα του κόσμου των πραγμάτων. Όπως συζητήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε αντίθεση με τον Καντ, ο οποίος θεώρησε ότι τα νοούμενα ή το πραγματικό είναι μη γνώσιμα, ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα είναι γνώσιμη, αφού οι ορθολογικές δομές της είναι γνώσιμες. Είδαμε επίσης πώς αυτή η διαδικασία συμβαίνει και πώς είναι γνώσιμη με τη χρήση της διαλεκτικής μεθόδου. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι, λόγω της περιεκτικότητάς τους, όλες οι έννοιές μας εκφράζουν τρόπους του όντος, και είναι μεταμορφώσεις της ιδέας του όντος. Εξ ου και στο απόλυτο, που είναι μια διαδικασία, κάθε στάδιο που πρωτοεξελίσσεται περιέχει όλα τα προηγούμενα στάδια και προμηνύει όλα τα μελλοντικά. Κάθε πεπερασμένο στάδιο είναι τόσο προϊόν όσο και προφητεία. Εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο πώς οι κατώτερες μορφές όχι μόνο αναιρούνται στις ανώτερες μορφές αλλά και διατηρούνται. Οι κατώτερες μορφές μεταφέρθηκαν και εξυψώθηκαν (sublated) στις ανώτερες. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα τέλη ή οι σκοποί πραγματοποιούνται στη διαδικασία της εξέλιξης. Ο Χέγκελ λέει ότι, οι σκοποί του καθολικού λόγου πραγματοποιούνται στη διαδικασία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αλήθεια βρίσκεται στο όλο, που είναι η αλήθεια του οργανισμού. Το απόλυτο είναι μια πνευματική και λογική διαδικασία εξέλιξης και για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα, πρέπει να βιώσουμε αυτή τη διαδικασία μέσα μας, με την αναπαραγωγή της ορθολογικής αναγκαιότητας όλης της σκέψης και της πραγματικότητας, στη δική μας σκέψη, με τη διαλεκτική. Η σκέψη, όπως και η ίδια η πραγματικότητα, εξελίσσεται ορθολογικά, κινείται λογικά, γενετικά και διαλεκτικά. Ο Χέγκελ υποστηρίζει περαιτέρω ότι το απόλυτο ή Geist είναι ο δημιουργικός λόγος (logos) ή λόγος (reason) και περιέχει ολόκληρη τη λογικό-

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

διαλεκτική διαδικασία που ξεδιπλώνεται σε έναν κόσμο. Όλοι οι νόμοι της εξέλιξής του σκιαγραφούνται στο Απόλυτο και ως εκ τούτου βρίσκουν έκφραση με τη μορφή αντικειμενικής ύπαρξης. Η αντίληψη του Χέγκελ για τον Θεό εφιστά την προσοχή μας για άλλη μια φορά σε αυτό το πλαίσιο. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη που υποστηρίζει ο διαφωτιστικός λόγος, ο Χέγκελ δεν αντιλαμβάνεται τον Θεό ως ξεχωριστό από τον κόσμο. Από την άλλη, ο Θεός είναι ο ζωντανός και κινούμενος λόγος του κόσμου. Ο Θεός αποκαλύπτεται στον κόσμο, μέσα στη φύση και στην ιστορία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η φύση και η ιστορία είναι αναγκαία στάδια στην εξέλιξη του Θεού σε αυτοσυνείδηση. Ταυτόχρονα ο Χέγκελ δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί την πλήρη απορρόφηση του κόσμου στον Θεό. Υποστηρίζει μάλλον ότι, ο Θεός δεν μπορεί να είναι χωρίς να δημιουργήσει έναν κόσμο και χωρίς να γνωρίσει τον εαυτό του στον άλλο του στη διαλεκτική. Το απόλυτο είναι λοιπόν, μια ενότητα σε αντίθεση, καθώς περιλαμβάνει τον κόσμο, τον Θεό και τον ανθρώπινο νου. Η συνήθης θεολογική ιεραρχία όπου ο άνθρωπος τοποθετείται κάτω από τον Θεό, επομένως, δεν βρίσκεται στον Χέγκελ στην αυστηρή της μορφή. Υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος νους δεν είναι μια απλή κατώτερη εξαρτημένη οντότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο η θεία Ιδέα εμπλουτίζεται από τις αυτοεκφράσεις της στη φύση και την ιστορία. Διά μέσου τους υψώνεται σε αυτοσυνείδηση. Ο Χέγκελ περιγράφει αυτή τη διαδικασία εξέλιξης, ως ένα φαινόμενο όπου το απόλυτο σκέφτεται τον εαυτό του στο αντικείμενό του. Προσεγγίζει τη γνώση της ίδιας της ουσία του μόνο στην εξέλιξη και αυτό συμβαίνει μόνο στον άνθρωπο. Είναι μόνο στη διαδικασία της σκέψης του ανθρώπινου νου που είναι διαλεκτική που το απόλυτο πραγματώνει την ουσία του. Ο Χέγκελ λοιπόν υποστηρίζει με ενδιαφέροντα τρόπο ότι σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής· στην ίδια τη φύση, στα άτομα, στους ανθρώπινους θεσμούς, στην ιστορία, στο νόμο, στην ηθική, στο έθιμο, στους ηθικούς κανόνες των ανθρώπινων όντων, δεν βρίσκουμε παρά την έκφραση του καθολικού λόγου. Λέει ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το καθολικό πνεύμα συνειδητοποιεί το σκοπό του σε μια ορθολογική διαλεκτική κίνηση. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασία είναι ο απόλυτος νους. Είναι επομένως, το ανώτατο στάδιο στην εξέλιξη της λογικής ιδέας. Αυτός ο απόλυτος νους περιλαμβάνει τα πάντα. Η φαινομενολογία του Πνεύματος, που είναι μια προσπάθεια σκιαγράφησης της βιογραφίας του πνεύματος της ανθρωπότητας θα το εξηγήσει περαιτέρω.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος

Η φαινομενολογία του πνεύματος σκιαγραφεί την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος από τα χαμηλότερα στάδια ύπαρξης και πραγμάτωσης στα ανώτερα και τελικά στο υψηλότερο στάδιο. Ο ανθρώπινος νους, σύμφωνα με τον Χέγκελ, υφίσταται αυτή τη διαδικασία στην εξέλιξή του στην ύψιστη δυνατότητά του και προσπαθεί να την ιχνηλατήσει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό στην εγελιανή φιλοσοφία, γιατί σύμφωνα με αυτόν, είναι μόνο στον ανθρώπινο νου που το απόλυτο Πνεύμα έρχεται να γνωρίσει τη δική του ουσία στην εξέλιξη. Με μια έννοια είναι μια περιγραφή της ιστορίας της συνείδησης.

Η φαινομενολογία είναι μια επιστήμη της συνείδησης που προσπαθεί να μελετήσει το νου σε σχέση με τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά αντικείμενα. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ιστορία της συνείδησης ​​έχει τρία κύρια μέρη που αντιστοιχούν στις τρεις κύριες φάσεις της συνείδησης: συνείδηση, αυτοσυνείδηση ​​και λόγος. Σε αυτή τη διαδικασία, ο νους εξελίσσεται σε όλο και υψηλότερα στάδια της συνείδησης.

Το πρώτο είναι το στάδιο της συνείδησης, το οποίο είναι επίσης το στάδιο της αισθητηριακής βεβαιότητας. Εδώ ο νους έχει επίγνωση της παρουσίας άλλων αντικειμένων γύρω του. Αντιλαμβάνεται άκριτα καθέκαστα αντικείμενα με τις αισθήσεις. Η γνώση που αποκτάται από τις αισθήσεις θεωρείται εδώ ως η πιο βέβαιη και βασική. Ο Χέγκελ στη συνέχεια επισημαίνει τις ανεπάρκειες και τους περιορισμούς αυτού του σταδίου. Λέει ότι, για να περιγράψουμε ένα τέτοιο αντικείμενο άμεσης γνωριμίας (immediate acquaintance) πρέπει να χρησιμοποιήσουμε καθολικές κατηγορίες. Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι υπάρχουν πέντε δάχτυλα στο ένα χέρι, χρησιμοποιούμε τις καθολικές κατηγορίες της ποσότητας, της ποιότητας, της τροπικότητας, των σχέσεων κ.λπ., που ο Καντ είχε επιδείξει στην πρώτη του Κριτική. Για κατηγοριοποιήσει ο νους την αισθητηριακή γνώση ως κάτι, χρειάζεται να εφαρμόσει ορισμένες a priori κατηγορίες που αντλεί από τον εαυτό του. Στην επιστήμη, για παράδειγμα, επικαλούμαστε μεταφαινομενικές (metaphenomenal) ή μη παρατηρήσιμες οντότητες για την εξήγηση των αισθητικών φαινομένων. Για να κατανοήσει την πηγή αυτών των a priori δομών, η συνείδηση ​​πρέπει να στραφεί πίσω στον εαυτό της και να γίνει αυτοσυνείδητη. Για να συνοψίσουμε αυτή τη διαδικασία, μπορούμε να πούμε ότι, η αισθητηριακή βεβαιότητας μπορεί να πει ΟΤΙ ένα αντικείμενο είναι, αλλά όχι ΤΙ είναι.

Στο στάδιο της αυτοσυνείδησης, ο εαυτός ασχολείται με το εξωτερικό αντικείμενο. Αυτή είναι μια πιο προηγμένη κατάσταση όπου ο εαυτός υποτάσσει το αντικείμενο στο ίδιο. Πλησιάζει το αντικείμενο για να το κατανοήσει, να το χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του, προσπαθεί να το οικειοποιηθεί και να το καταναλώσει. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει επομένως μια μονόπλευρη πράξη του υποκειμένου πάνω στο αντικείμενο. Όμως αυτή η διαδικασία παρεμποδίζεται όταν ο

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

εαυτός έρχεται αντιμέτωπος με άλλους εαυτούς, που δεν είναι απλά αντικείμενα στον κόσμο. Εδώ ο εαυτός συναντά τους άλλους εαυτούς, μια συνάντηση που τον κάνει να νιώθει άβολα, καθώς συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να προσεγγίσει τον άλλο εαυτό ως αντικείμενο. Δεν μπορεί να αντικειμενοποιήσει το άλλο υποκείμενο, λόγω της υποκειμενικότητάς του. Και πάλι, αφού, το άλλο είναι επίσης ένα υποκείμενο, το οποίο αντιμετωπίζει τον κόσμο των αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου του δικού του εαυτού/υποκειμενικότητας, μπορεί να κάνει κάποιο αντικείμενο της κατανόησής του· μπορεί να αντικειμενοποιήσει την υποκειμενικότητα του εαυτού κάποιου. Κατά συνέπεια, ο εαυτός αισθάνεται μια επιθυμία να ακυρώσει ή να εκμηδενίσει τον άλλο εαυτό ως μέσο για να επιβεβαιώσει τον εαυτό του. Επιδιώκει να εκμηδενίσει τις υποκειμενικότητες των άλλων εαυτών, υποδουλώνοντάς τους.

Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι αυτή η προσπάθεια να ακυρωθεί η υποκειμενικότητα των άλλων είναι αναμενόμενο να είναι αντιπαραγωγική, καθώς η συνείδηση ​​του εαυτού του προϋποθέτει την αναγνώριση αυτής της ιδιότητας από έναν άλλο εαυτό. Με άλλα λόγια, για να αναγνωριστώ ως υποκείμενο χρειάζομαι ένα άλλο υποκείμενο που να με αναγνωρίζει ως ένα υποκείμενο. Για αυτό χρειάζεται να παραμείνουν οι άλλοι ως υποκείμενα και όχι απλώς ως οντότητες που έχουν χάσει την υποκειμενικότητά τους (ένας δούλος). Για να εξηγήσει περαιτέρω αυτή τη θέση, ο Χέγκελ αναφέρεται στη σχέση δεσπότη-δούλου. Στο στάδιο της αυτοσυνείδησης, φοβάται κανείς από την παρουσία άλλων υποκειμένων, που μπορούν να ακυρώσουν την υποκειμενικότητα κάποιου. Ο άλλος, που δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο αλλά είναι ένα υποκείμενο, μπορεί να υποδουλώσει κάποιον. Εδώ ο ένας μπορεί να προσπαθήσει να υποδουλώσει τον άλλον προκειμένου να βεβαιώσει την ατομικότητα (self-hood) και την ελευθερία του. Ο άλλος εκλαμβάνεται ως μια απειλή για την ελευθερία κάποιου και η μόνη διέξοδος φαίνεται να συνίσταται στο να υποδουλώσει τον άλλον αφαιρώντας την ελευθερία του τελευταίου και μη αναγνωρίζοντας την προσωπικότητα (personhood) του. Εδώ ο ένας υποδουλώνει τον άλλον και γίνεται κύριος και δεν αναγνωρίζει τον τελευταίο ως πραγματικό πρόσωπο. Αλλά κάνοντας αυτό ο κύριος στερεί από τον εαυτό του αυτή την αναγνώριση της ελευθερίας του, που ήθελε να διατηρήσει. Αυτή η ελευθερία ήταν πολύτιμη για εκείνον γιατί ήταν ουσιώδης για την ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης. Το παράδοξο της υποδούλωσης του άλλου είναι ότι, σε αυτή τη διαδικασία, ο κύριος εξαρτάται από τον δούλο για να επιβεβαιώσει τη δική του ατομικότητα. Για να διεκδικήσει κανείς την ελευθερία του υποδουλώνει ένα άλλο άτομο και τότε ειρωνικά γίνεται εξαρτημένος από τον δούλο και χάνει την ελευθερία του. Ο δούλος από την άλλη απελευθερώνεται μέσω της εργασίας, η οποία μεταμορφώνει τα υλικά πράγματα.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Χέγκελ καλεί ότι, η τελική λύση σε αυτό το πρόβλημα συνίσταται, όχι στην υποδούλωση του άλλου αλλά στην αναγνώριση της υποκειμενικότητας του τελευταίου. Όμως, όπως επισημαίνεται παραπάνω, αυτό μπορεί να αποτελέσει απειλή για την ελευθερία κάποιου, καθώς ο άλλος ως διακριτό μεμονωμένο υποκείμενο αποτελεί απειλή για την ατομικότητα κάποιου. Ο Χέγκελ εδώ προτείνει να μεταβεί στο υψηλότερο στάδιο της εξέλιξης, το λόγο, όπου ο άλλος και ο εαυτός αναγνωρίζονται ως εκδηλώσεις του ίδιου καθολικού νου. Ο λόγος λοιπόν, είναι το έσχατο στάδιο, στο οποίο το πεπερασμένο υποκείμενο αίρεται στην καθολική αυτοσυνείδηση. Συνίσταται στη συνειδητοποίηση ότι είμαστε όλα εκδηλώσεις του καθολικού Πνεύματος. Αυτό το στάδιο δεν χαρακτηρίζεται από τη μονόπλευρη επίγνωση του εαυτού ως μεμονωμένου υποκειμένου που απειλείται από, και μέσα σε σύγκρουση με, άλλα αυτοσυνείδητα όντα. Από την άλλη πλευρά, περιλαμβάνει μια πλήρη αναγνώριση της εαυτότητας (selfhood) στον εαυτό του και στα άλλα. Το υψηλότερο στάδιο του λόγου είναι επομένως, μια σύνθεση των δύο πρώτων σταδίων της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης. Στη συνείδηση, το υποκείμενο έχει επίγνωση του αισθητού αντικειμένου ως κάτι εξωτερικό και ετερογενές προς τον εαυτό του. Στην αυτοσυνείδηση, η προσοχή του υποκειμένου στρέφεται πίσω στον εαυτό του ως πεπερασμένο εαυτό. Και τέλος στο λόγο, το υποκείμενο βλέπει τα πάντα ως την αντικειμενική έκφραση του άπειρου Πνεύματος με το οποίο είναι το ίδιο ενωμένο.

Κουίζ

1. Ποιο από τα παρακάτω ισχύει για τον ιδεαλισμό του Χέγκελ; [α] Το απόλυτο περικλείει μόνο το αντικειμενικό και όχι το υποκειμενικό όψεις [β] Απόλυτο γεφυρώνει το πεπερασμένο με το άπειρο [γ] Απόλυτο είναι α απλό σύστημα χωρίς μέρη [γ] Το απόλυτο είναι διαφορετικό από το Θεό.

Ποιο από τα παρακάτω δεν ισχύει; [ α] Το απόλυτο είναι μια ενότητα στη διαφορετικότητα [b] Το πραγματικό είναι ορθολογικό και λογικό είναι Πραγματικό [γ] Απόλυτο πνεύμα είναι η απόλυτη πραγματικότητα [d] Απόλυτο Πνεύμα και Ο Θεός είναι διαφορετικός.

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η πραγματικότητα είναι: [a] Μια εκδήλωση του συμπαντικού μυαλού [b] Μια ολοκληρωμένη και συνολική δομή της εννοιολογικής αλήθειας [γ] Ένα σύνολο αφηρημένων μυαλών [δ] Το ιδανικό συμπαντικό Πνεύμα που είναι διαφορετικό από τον υπάρχοντα κόσμο.

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Θεός είναι: [α] Ο ζωντανός και κινούμενος λόγος του κόσμου [b] Ξεχωριστός από τον κόσμος [γ] Ο δημιουργός του κόσμου [δ] Δεν αποκαλύπτεται στον κόσμος.

Τι δεν χαρακτηρίζει το στάδιο της συνείδησης;

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

[α] Είναι ένα στάδιο αυτοπεποίθησης [b] Ο νους έχει επίγνωση του παρουσία άλλων αντικειμένων [γ] Ο νους υποτάσσει το αντικείμενο που βιώνει στον εαυτό του. [δ] Ο νους προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αντιτίθεται στους σκοπούς του.

Τι δεν συμβαίνει στο στάδιο του λόγου; [α] Το πεπερασμένο υποκείμενο ανεβαίνει σε καθολική αυτοσυνείδηση
[β] Το πεπερασμένο υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εκδήλωση του συμπαντικό πνεύμα [γ] Το πεπερασμένο υποκείμενο προσπαθεί να υποδουλώσει τους άλλους. [δ] Αναγνωρίζει κανείς η εγωπάθεια στον εαυτό του και στους άλλους. Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [δ]
  3. [β]
  4. [α]
  5. [γ]
  6. [γ]

Εργασίες

  1. Συζητήστε την αντίληψη του Χέγκελ για το Απόλυτο.
  2. Περιγράψτε τη φαινομενολογία του πνεύματος.

Αναφορές

Βιβλία

  1. Beiser, Frederick, /Hegel, /New York, Routledge, 2005.
  2. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 7: /18ος και

19ος αιώνας / /German Philosophy/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτερη / /philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Kojève, Alexandre, 1969, /Introduction to the Reading of Hegel/, Allan

Bloom (επιμ.), J. H. Nichols, Jr. (μτφρ.), Νέα Υόρκη: Basic Books, 1996.

  1. Pinkard, Terry, /Hegel's Phenomenology: The Sociality of Reason/,

Cambridge: Cambridge University Press, 1994.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Thilly, Frank: /A History of Philosophy/, Νέο Δελχί, SBE Publishers,
  2. Zeller, Eduard, /A History of Greek Philosophy, /London, Longmans,

Πράσινος and Co., 1881.

Πόροι Ιστού

  1. Redding, Paul, "Georg Wilhelm Friedrich Hegel", /The Stanford /

/Encyclopedia of Philosophy /(Summer 2012 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/hegel/>.

  1. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια

Britanicca, διαθέσιμο στο: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/259378/Georg-Wilhelm- Φρίντριχ-Χέγκελ

  1. Turner, William. «Εγκελιανισμός». Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια. Τομ. 7. Καινούργιο

York: Robert Appleton Company, 1910. 26 Μαΐου 2013 <http://www.newadvent.org/cathen/07192a.htm>.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 26

Καρλ Μαρξ: Ιστορικός Υλισμός

Λέξεις κλειδιά: Μαρξισμός, Κομμουνισμός, ταξικές διαφορές, βάση/δομή, υπερδομή/εποικοδόμημα, εργασία, παραγωγή, τρόπος παραγωγής, μέσα παραγωγής, επανάσταση, καπιταλισμός, προλεταριάτο, υλικές δυνάμεις.

Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται τη φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ, του διάσημου ιδρυτή της Μαρξιστικής ή Κομμουνιστικής σχολής σκέψης. Ο Καρλ Μαρξ είναι ένας στοχαστής που επέμενε στο ότι η φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι μια απλή θεωρητική άσκηση. Αντίθετα, θα πρέπει να κάνει αλλαγές στον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι καταργώντας την εκμετάλλευση (exploitation) και τις κοινωνικές ανισότητες. Για να παρουσιάσει την άποψή του πρότεινε μια αντίληψη της ιστορίας, την υλιστική αντίληψη, που αντιμετώπισε πρωτίστως το πρόβλημα της ανθρώπινης αποξένωσης (alienation) και έψαξε να βρει λύσεις στο πρόβλημα. Συνέλαβε την ανθρώπινη ιστορία ως ιστορία ταξικών συγκρούσεων και πρότεινε μια αταξική κοινωνία, όπου οι συγκρούσεις θα επιλύονταν τελικά μαζί με όλα τα θεμελιώδη φιλοσοφικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα της ανθρώπινης αποξένωσης, ο Μαρξ προτείνει να αλλάξει τον κόσμο, και εντόπισε τρόπους για να υλοποιηθεί αυτό. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας σκιαγραφεί το θεμελιώδες πρόβλημα και την έξοδο.

Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας

Για τον Μαρξ, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα είναι ουσιαστικά ιστορική και οδηγείται από υλικές δυνάμεις. Ο ιστορικός υλισμός είναι μια προσπάθεια να εξηγηθεί η προέλευση και ανάπτυξη της κοινωνίας από υλιστική προοπτική. Ασχολείται με τους πιο γενικούς νόμους της κοινωνικής ανάπτυξης, όπου προσδιορίζει τις υλικές δυνάμεις που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Η πιο σημαντική πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας είναι η οικονομική δομή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας· οι τρόποι με τους οποίους διαφορετικές ομάδες ανθρώπων σχετίζονται με τους οικονομικούς πόρους της κοινωνίας και τις αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής.

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας αντιτίθεται στην ιδεαλιστική κατανόηση της ιστορίας και προσπαθεί να την αντικαταστήσει με μια επιστημονική και υλιστική αντίληψη. Ο Μαρξ ενθουσιάστηκε από τη θεωρία της εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου, η οποία εξηγούσε την εξέλιξη του είδους με όρους της διαδικασίας της φυσικής επιλογής. Η αναδυόμενη σύγχρονη επιστήμη ήταν μια άλλη έμπνευση.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Μαρξ οραματίζεται την ανατροπή πολλών καθιερωμένων θεωριών της ιστορίας, οι οποίες εξετάζουν παράγοντες όπως η συνείδηση, η βούληση των ανθρώπων, οι υπερφυσικές δυνάμεις, διάφορες ιδέες ή θεωρίες κ.λπ., ως εξίσου σημαντικές για τον καθορισμό της πορείας της ιστορίας και του ανθρώπινου πεπρωμένου. Η μαρξιστική υλιστική προσέγγιση προσπαθεί να την ιχνηλατήσει εξετάζοντας τους παράγοντες που ωθούν την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών από τα προϊστορικά τους χρόνια. Ο Μαρξ λέει ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύσσονται σύμφωνα με ορισμένους νόμους, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από τις θελήσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικασία κοινωνικής παραγωγής. Τα διαφορετικά στάδια του ανθρώπινης εξέλιξης από τους πιθήκους στους σύνθετους κοινωνικούς σχηματισμούς εξετάζονται προκειμένου να αναπτύξει τη θεωρία του.

Ο Μαρξ λέει ότι, στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής τα ανθρώπινα όντα έρχονται μαζί και συνάπτουν καθορισμένες σχέσεις που είναι απαραίτητες και ανεξάρτητες από τη θέληση και την επιθυμία τους. Βλέπει λοιπόν τον κρίσιμο ρόλο της εργασίας, τόσο στην ανθρώπινη προέλευση από τους πιθήκους όσο και στην εξέλιξη των διάφορων μορφών πολύπλοκων κοινωνικών σχηματισμών. Ο Δαρβίνος πιστώθηκε για την επιστημονική εξήγηση της προέλευσης του ανθρώπου. Την εντόπισε στο ζωικό κόσμο και εξήγησε την εξέλιξη ολοένα και πιο σύνθετων μορφών ζωής από απλούστερους οργανισμούς. Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου παρέχει έτσι μια περιγραφή της ανακάλυψης του νόμου της ανάπτυξης της οργανικής φύσης. Συνδυάζοντας αυτές τις διάφορες ιδέες από διαφορετικές διανοητικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά την εποχή του ο Μαρξ, μαζί με τον σύντροφό του Φρέντερικ Ένγκελς, έθεσαν τα θεμέλια μιας νέας φιλοσοφικής θεωρίας, η οποία προσπαθεί να εξηγήσει τη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης από μια ιστορική προοπτική και επιδιώκει να λύσει πολλά ανθρώπινα προβλήματα με μια υλιστική σύλληψη.

Ο Ένγκελς παρέχει μια περιγραφή του σημαντικού ρόλου που είχε διαδραματίσει η εργασία στην καταγωγή του ανθρώπου, η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε μια θεωρία που εξηγεί το νόμο της ανάπτυξης της ανθρώπινης ιστορίας με την ανάδειξη της σχέσης μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της ανθρώπινης εξέλιξης. Ο Ένγκελς λέει ότι οι πρόγονοί μας έχουν μάθει πώς να χρησιμοποιούν τα μπροστινά τους άκρα για απλές λειτουργίες, οι οποίες ήταν προαπαιτούμενες λειτουργίες. Ένα τέτοιο σημαντικό στάδιο στη διαδικασία της ανθρώπινης εξέλιξης είναι το όρθιο βάδισμα, όπου ο πίθηκος άρχισε να διαφοροποιεί το χέρι του από το πόδι του. Αυτό είχε οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι το χέρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκράτηση εργαλείων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκπλήρωση ορισμένων σκοπών. Αυτή είναι η ανάδυση της εργασίας, μια ικανότητα που κατέχει ο άνθρωπος, η οποία τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα.

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η δυνατότητα εργασίας με το σώμα και το χέρι, με την οποία ξεκίνησε ο άνθρωπος κάνοντας επιθυμητές αλλαγές στο περιβάλλον του, έφεραν τελικά τους ανθρώπους μαζί, και τόνωσαν την αμοιβαία βοήθεια και την κοινή δραστηριότητα, η οποία τελικά οδήγησε στην εμφάνιση της κοινωνικής παραγωγής. Αυτές οι θεμελιώδεις ιδέες συμπληρώθηκαν αργότερα από τους φυσικούς νόμους που διέπουν τη ζωή, οι οποίοι εξηγούν πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στη φύση.

Με την εμφάνιση της εργασίας και της παραγωγής οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνονται για να σχηματίσουν κοινωνικές δομές. Έξω από και μαζί με την εργασιακή διαδικασία προέκυψε η γλώσσα, γεγονός που διέγειρε περαιτέρω την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την εμφάνιση της συνείδησης. ​​και διευκόλυνε επίσης τις προϋποθέσεις για ξεχωριστές χρήσιμες πράξεις. Επομένως, η εργασία, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της υλικής ζωής του ανθρώπου — μέσω της οποίας ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με τη φύση για να επιβιώσει — είναι υπεύθυνη ακόμη και για την ανάπτυξη της συνείδησής του. Ο Ένγκελς γράφει:

Η εργασία και ο λόγος (speech) ήταν τα δύο ουσιαστικά ερεθίσματα υπό την επίδραση των οποίων ο εγκέφαλος του πιθήκου σταδιακά άλλαξε σε άνθρωπο. Χέρι με χέρι με την ανάπτυξη του εγκεφάλου πήγε η ανάπτυξη των πιο άμεσων οργάνων του – των αισθήσεων.

Η εξειδίκευση του χεριού είχε δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούσαν στη συνέχεια να χειρίζονται και να χρησιμοποιούν εργαλεία για να κάνουν αλλαγές στη φύση. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται παραγωγή, την οποία ο Μαρξ αντιλήφθηκε ως μια συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Και πάλι, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνεται και να συνεργάζονται, το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική παραγωγή. Ο Μαρξ θεωρεί την παραγωγή ως τη χαρακτηριστική ανθρώπινη δραστηριότητα. Γράφει:

Η αράχνη εκτελεί λειτουργίες που μοιάζουν με αυτές ενός υφαντή, και μια μέλισσα ντροπιάζει πολλούς αρχιτέκτονες στην κατασκευή των κελιών της. Αλλά αυτό που ξεχωρίζει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη των μελισσών είναι ότι, αυτός ο αρχιτέκτονας ορθώνει τη δομή του στη φαντασία πριν την στήσει στην πραγματικότητα. Στο τέλος κάθε εργασιακής διαδικασίας παίρνουμε ένα αποτέλεσμα που υπήρχε ήδη στη φαντασία του εργάτη κατά την έναρξή της. Αυτός όχι μόνο επιφέρει μια αλλαγή μορφής στο υλικό πάνω στο οποίο εργάζεται, αλλά πραγματοποιεί και έναν δικό του σκοπό.

Ενώ προτείνει μια υλιστική αντίληψη της ιστορίας ο μαρξισμός διακρίνει τη φιλοσοφική του θεώρηση με μια ιδιόμορφη αντίληψη του υλισμού, η οποία είναι γνωστή ως διαλεκτικός υλισμός. Ο μαρξισμός αντιτίθεται και στους ιδεαλιστές — που ισχυρίζονται ότι είναι η συνείδηση ​​που καθορίζει την ύλη — και στην άποψη του μεταφυσικού υλισμού — που ισχυρίζεται ότι είναι η ύλη που καθορίζει τη συνείδηση — και βεβαιώνει ότι, ενώ η ύλη καθορίζει τη συνείδηση, η τελευταία με τη σειρά της επηρεάζει την πρώτη.

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Για να κατανοήσουμε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και του διαλεκτικού υλισμού πρέπει να διευκρινίσουμε ορισμένες βασικές έννοιες που χρησιμοποιεί ο μαρξισμός. Από την αρχή, ο μαρξισμός σκιαγραφεί τα διάφορα συστατικά της παραγωγής υλικού πλούτου. Είναι τα Αντικείμενα της εργασίας, που είναι συστατικά της γης, του φυτικού και ζωικού κόσμου. Είναι τα αντικείμενα στα οποία ενεργεί ο άνθρωπος. Τα μέσα εργασίας ή παραγωγής είναι τα πράγματα που οι άνθρωποι τοποθετούν μεταξύ τους και των αντικειμένων εργασίας. Αυτά αποτελούνται από τα εργαλεία της εργασίας όπως το τσεκούρι, το πριόνι, ο τόρνος, οι μηχανές κλπ.

Ένα άλλο σημαντικό συστατικό είναι οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, που αποτελούνται από τις γνώσεις και τις δεξιότητες των εργαζομένων που είναι αναπόφευκτες για τη δημιουργία υλικού πλούτου. Χαρακτηρίζουν τις υλικές σχέσεις της κοινωνίας και της φύσης. Ένα άλλο συστατικό είναι το συστατικό των σχέσεων παραγωγής, οι οποίες βασίζονται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Ο μαρξισμός βεβαιώνει ότι οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν τον τρόπο παραγωγής μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που υπάρχει ως αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από την επιθυμία, τη βούληση και τη συνείδηση ​​των ανθρώπων. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι ο τρόπος παραγωγής μιας συγκεκριμένης κοινωνίας δεν είναι στατικός καθώς αλλάζει και αναπτύσσεται συνεχώς. Οι αλλαγές στην παραγωγή ξεκινούν από αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις, που με τη σειρά τους οδηγούν στον μετασχηματισμό ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, των κοινωνικών ιδεών και πολιτικών απόψεων, που αποτελούν το εποικοδόμημα της κοινωνίας.

Μία από τις κεντρικές ιδέες της μαρξιστικής φιλοσοφίας συνοψίζεται σε αυτή την παρατήρηση του Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα ερμήνευσαν μόνο τον κόσμο, αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε.» Ο Μαρξ θέλει έτσι να κάνει αλλαγές στον κόσμο, κάνοντας αλλαγές στις υλικές συνθήκες που πίστευε ότι καθορίζουν την ίδια την πορεία της ανθρώπινης ζωής, προκειμένου να λυθεί το θεμελιώδες φιλοσοφικό πρόβλημα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης (alienation). Πίστευε ότι τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής μιας κοινωνίας· αντικαθιστώντας τον ουσιαστικά εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής με ένα μοντέλο που αντανακλά την ουσία του είδους του ανθρώπου. Με την αντικατάσταση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που συνιστά μια κοινωνία, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο παραγωγής αυτής της κοινωνίας.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Μαρξ συνειδητοποιεί ότι οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια κοινωνία αναπτύσσονται γρηγορότερα από τις σχέσεις παραγωγής και μπορεί επίσης να συγκρούονται μεταξύ τους. Αυτή η σύγκρουση μπορεί να επιλυθεί με (i) αντικατάσταση των παλαιών σχέσεων παραγωγής με νέες

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(ii) καταστρέφοντας ή ανατρέποντας τον παλιό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, και τέλος, (γ) αντικαθιστώντας το με ένα νέο.

Μπορούμε να περιγράψουμε το νόμο του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Ο μαρξισμός βεβαιώνει ότι αυτός ο καθολικός νόμος διέπει ολόκληρη την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, κυβερνώντας όλη την πρόοδο της υλικής παραγωγής και της κοινωνίας στο σύνολό της. Σύμφωνα με τον μαρξισμό, υπάρχουν πέντε κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί. Αυτοί είναι:

  1. Πρωτόγονος-Κοινοτικός.
  2. Δουλοκτητικός.
  3. Φεουδαρχικός.
  4. Καπιταλιστικός.
  5. Κομμουνιστικός.

Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι, σε κάθε σχηματισμό, η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής φθάνουν τελικά στο στάδιο της επανάστασης. Αυτό συμβαίνει γιατί η σύγκρουση καθιστά το σύστημα ανίκανο να διατηρηθεί χωρίς αλλαγή. Κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός αντιμετωπίζει έτσι ένα στάδιο κοινωνικής ανατροπής, ένα στάδιο επανάστασης, μετά την οποία υπάρχει μετάβαση από έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό σε έναν άλλο. Ο μαρξισμός το βλέπει αυτό ως μια κοινωνικοϊστορική και καθοδηγούμενη από νόμους διαδικασία ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, και υποστηρίζει ότι αυτή η διαδικασία υπογραμμίζει τον προοδευτικό χαρακτήρα της κοινωνικής ανάπτυξης.

Μια πολύ σημαντική πτυχή της υλιστικής ερμηνείας είναι η έμφαση που δίνει στις οικονομικές πτυχές ή πιο συγκεκριμένα, στον τρόπο παραγωγής και τη φύση των σχέσεων παραγωγής. Έτσι ο Μαρξ κάνει διάκριση μεταξύ της βασικής δομής (base structure) μιας κοινωνίας από την υπερδομή (super structure) της, όπου η πρώτη αντιπροσωπεύεται από τις υλικές σχέσεις και η τελευταία αντιπροσωπεύει τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις. Η βασική δομή είναι η βάση μιας κοινωνίας και αποτελείται από το σύνολο των ιστορικά καθορισμένων σχέσεων παραγωγής. Η υπερδομή, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει το σύνολο των ιδεολογικών σχέσεων, απόψεων και θεσμών όπως ο νόμος και το κράτος, η ηθική, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η τέχνη, οι πολιτικές και νομικές μορφές συνείδησης και οι αντίστοιχοι θεσμοί. Αυτή η διάκριση μεταξύ βάσης και υπερδομής αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις μιας ιστορικά καθορισμένης κοινωνίας ως ενός ολικού συστήματος. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν:

Στην κοινωνική παραγωγή που συνεχίζουν οι άνθρωποι, συνάπτουν σχέσεις που είναι καθορισμένες, απαραίτητες και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους· αυτές οι σχέσεις

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης των υλικών τους παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση, επί της οποίας υψώνονται νομικές και πολιτικές υπερδομές, στις οποίες αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.

Αλλά η βασική δομή δεν είναι ένας ανεξάρτητος ή αυτόνομος τομέας που δεν επηρεάζεται από τις αλλαγές που γίνονται στην υπερδομή. Ο Μαρξ επισημαίνει ένα διαδραστικό-διαλεκτικό στοιχείο που καθορίζει ολόκληρο το σύστημα και τις σχέσεις ενός κοινωνικού σχηματισμού. Οι ιστορικές αλλαγές στη βάση προέρχονται και καθορίζονται από τις αλλαγές στη φύση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και η ιστορικά καθορισμένη βάση με τη σειρά της καθορίζει τη φύση και το είδος της κοινωνικής υπερδομής.

Μια ριζική αλλαγή στην οικονομική δομή μιας δεδομένης κοινωνίας παράγει αλλαγές και ριζική μεταμόρφωση σε ολόκληρο το κοινωνικό εποικοδόμημα. Εδώ ο Μαρξ αναμένει ότι το προλεταριάτο ή η εργατική τάξη θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο. Αυτό συμβαίνει επειδή η ιδέα της ταξικής πάλης είναι κεντρική στη μαρξιστική αντίληψη, καθώς την αντιλαμβάνεται ως την πηγή τη; κοινωνικής ανάπτυξης. Ο μαρξισμός εξηγεί τις παραγωγικές σχέσεις με όρους ταξικών σχέσεων.

Σύμφωνα με τον μαρξισμό, υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο τάξεις στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών· οι έχοντες και οι μη έχοντες. Η διαφορά μεταξύ τους βασίζεται στον τρόπο που σχετίζονται με τα μέσα παραγωγής. Μια τάξη σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων που διαφέρει από άλλες ομάδες ως προς τη σχέση τους με τα μέσα της παραγωγής. Κάθε τάξη έχει να παίξει το μοναδικό της ρόλο στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας καθώς ο τρόπος οικειοποίησης κάθε τάξης και η ιδιοκτησία του δημόσιου πλούτου ποικίλλουν. Για να το εξηγήσει αυτό περαιτέρω, ο Μαρξ εξετάζει την εμφάνιση των τάξεων στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Μαρξ λέει ότι η πρωτόγονη κοινωνία ήταν αταξική, καθώς οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές κοινότητες που απολάμβαναν ίσα δικαιώματα και όλα ήταν κοινά. Αλλά σε τέτοιες κοινωνίες το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης ήταν πολύ χαμηλό. Αργότερα, με την κοινωνική ανάπτυξη και την πρόοδο, οι τάξεις εξελίχθηκαν σε σχέση με τις σχέσεις παραγωγής, εισάγοντας τη θεμελιώδης διχοτόμηση μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, αυτή η διαφορά είναι μεταξύ των καπιταλιστών που κατέχουν την ιδιοκτησία και τα βιομηχανικά σπίτια και το προλεταριάτο ή την εργατική τάξη που είναι χωρίς ιδιοκτησία. Ο Μαρξ παρατηρεί επίσης ότι θα υπάρχει μια διαρκής πάλη μεταξύ των τάξεων των εχόντων και των μη εχόντων και ως εκ τούτου μεταξύ των καπιταλιστών και του προλεταριάτου. Η σημαντική συμβολή του

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Μαρξ στη φιλοσοφία συνίσταται στην ερμηνεία αυτού του αγώνα ως αγώνα υπέρβασης της αλλοτρίωσης (alienation).

Ο Μαρξ για την αλλοτρίωση

Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται το χρήμα ως την αλλοτριωμένη ουσία της ανθρώπινης εργασίας και ζωής. Λέει ότι το χρήμα ή η αλλοτριωμένη ουσία του ανθρώπου τον εξουσιάζει καθώς το λατρεύει και επομένως το χρήμα αποτελεί εμπόδιο στην ανθρώπινη ελευθερία. Επομένως, για να ξεπεράσουμε την αλλοτρίωση πρέπει να καταργήσουμε το χρήμα και επίσης να καταργήσουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία, γεγονός που το καθιστά αναπόφευκτο. Για να το εξηγήσει αυτό περαιτέρω ο Μαρξ επισημαίνει τον στενό δεσμό μεταξύ της εργασίας και της αλλοτρίωσης.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργασία είναι η θεμελιώδης δραστηριότητα του ανθρώπου. Με απλά λόγια είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος αποκτά τα μέσα επιβίωσης μέσω της αλληλεπίδρασης με τη φύση. Στην περίπτωση των ζωντανών πλασμάτων εκτός από τον άνθρωπο, δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών και της φύσης. Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση είναι η εργασία και είναι επίσης ένα εργαλείο για την αυτοδημιουργία του ανθρώπου. Όμως στον καπιταλισμό ο εργάτης και το προϊόν της εργασίας του διαχωρίζονται, πράγμα που οδηγεί τελικά στην αλλοτριωμένη εργασία.

Ο Μαρξ παρατηρεί ότι, ιδανικά, το προϊόν της εργασίας θα πρέπει να παραμένει με τον εργάτη, καθώς είναι ο τρόπος που δημιουργεί τον εαυτό του και επομένως είναι η ουσία του. Αλλά κάτω από την αλλοτριωμένη εργασία του καπιταλισμού, το προλεταριάτο δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στο προϊόν του που είναι αποτέλεσμα της εργασίας του. Δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής και ως εκ τούτου αναγκάζεται να ανταλλάξει το προϊόν της εργασίας του — που στην πραγματικότητα είναι η δική του ουσία — για χρήμα ή μισθούς. Εξ ου και η σχέση του με το προϊόν έχει τον χαρακτήρα αλλοτρίωσης. Δεν έχει κανένα δικαίωμα ή έλεγχο επί του προϊόντος και γι' αυτό εμφανίζεται μπροστά του ως ξένο αντικείμενο. Στέκεται από πάνω του, απέναντι του ως ανεξάρτητη δύναμη. Το προϊόν, που είναι η ουσία του, διαχωρίζεται από αυτόν στην πράξη της ίδιας της παραγωγή. Ως εκ τούτου, αλλοτριώνεται από τον εαυτό του στην ίδια την πράξη της παραγωγής. Εφόσον δεν έχει δύναμη, δικαίωμα ή έλεγχο αυτού που παράγει, δεν μπορεί να δει τη δική του εργασία ως μέρος του πραγματικού του εαυτού.

Το προλεταριάτο, όπως προαναφέρθηκε, θα ανταλλάξει τότε την εργασία του, τη δική του δραστηριότητα παραγωγής, που είναι η μέθοδος αυτοδημιουργίας και δημιουργίας της δικής του ουσίας, για τους μισθούς για τους οποίους αμείβεται. Ως εκ τούτου το προϊόν εμφανίζεται μπροστά του ως ένα αλλοτριωμένο αντικείμενο. Τα χρήματα με τα οποία το έχει ανταλλάξει γίνονται εχθρός του, όπως και αυτό

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

γίνεται το σύμβολο της αλλοτρίωσης του. Όσο περισσότερο λατρεύει αυτά τα χρήματα, τόσο περισσότερο αλλοτριώνεται από τον εαυτό του.

Και πάλι, η εργασία που κάνει σε συνεργασία με άλλους πρέπει να τον κάνει μέρος της ανθρωπότητας, του ανθρωπίνου είδους. Ο Μαρξ παρατηρεί ότι η ειδητική του ζωή (species-life) του αποτελεί την κοινωνική του ουσία. Αλλά υπό τις συνθήκες της αλλοτριωμένης εργασίας αυτή η κοινωνική ουσία αφαιρείται από αυτόν. Εδώ αλλοτριώνεται από τους άλλους ανθρώπους, καθώς αντί για συνεργασία με άλλους στην πράξη της κοινωνικής παραγωγής, τους ανταγωνίζεται, καθώς αυτό που καθορίζει την αξία του είναι η καπιταλιστική αρχή της ζήτησης και της προσφοράς. Όσο περισσότερη είναι η προσφορά, τόσο λιγότερη γίνεται η ζήτηση ενός προϊόντος. Στον καπιταλισμό ο εργάτης είναι ένα προϊόν και όσο περισσότεροι είναι, τόσο μικρότερη είναι η ζήτηση για αυτούς στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που στοχεύουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Εδώ ο συνάδελφός κάποιου γίνεται απειλή για τα δικά του συμφέροντα. Ο άνθρωπος αλλοτριώνεται έτσι από την ανθρωπότητα και τον κοινωνικό του εαυτό.

Για να ξεπεραστεί η αλλοτρίωση, ο Μαρξ προτείνει την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, καθώς είναι η τελευταία, που προκαλεί αλλοτρίωση από τη φύση και τους άλλους ανθρώπους. Αυτό συνίσταται στην κατάργηση των Μισθών και του χρήματος, και όχι απλώς αύξηση των μισθών, καθώς αυτό δεν θα έλυνε το θεμελιώδες πρόβλημα της αλλοτρίωσης.

Ο Μαρξ εδώ προτείνει την έναρξη μιας επανάστασης από την τάξη του προλεταριάτου. Η διαλεκτική σχέση και οι συγκρούσεις μεταξύ των καπιταλιστών και του προλεταριάτου οδηγεί στη διαμόρφωση μιας αταξικής κοινωνίας. Καπιταλιστές και προλετάριοι είναι οι δύο τάξεις, που αποτελούν τη θέση και την αντίθεση, και η αταξική κοινωνία είναι η σύνθεση. Ο Μαρξ λέει ότι αυτή η διαλεκτική αναδύεται στην πραγματικότητα από την ίδια έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η ιδιωτική ιδιοκτησία δημιουργεί τη δική της αντίθεση, καθώς για να υπάρχει πρέπει να διατηρεί επίσης την ύπαρξη της ακτήμονος εργατικής τάξης. Αλλά το να είσαι ακτήμονας σημαίνει να υποφέρεις την απώλεια της ουσίας και να αλλοτριωθείς, και για να το ξεπεράσει αυτό το προλεταριάτο πρέπει να καταργήσει τον εαυτό του καθώς και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Εξ ου και στη μαρξιστική ιδέα της αταξικής κοινωνίας, τόσο η ιδιωτική ιδιοκτησία όσο και οι ταξικές διαφορές θα εξαφανιστούν.

Η Υπέρβαση της Αλλοτρίωσης: Ο Ρόλος του Προλεταριάτου

Ο Μαρξ βλέπει τον πολύ κρίσιμο ρόλο που παίζει η χωρίς ιδιοκτησία τάξη του προλεταριάτου σε αυτή τη διαδικασία υπέρβασης της αλλοτρίωσης και της απελευθέρωσης τόσο των εκμεταλλευομένων όσο και των εκμεταλλευτών· στον εξανθρωπισμό όλης της ανθρωπότητας. Το προλεταριάτο αναγνωρίζει τα δεινά του και αντιλαμβάνεται τους λόγους της αλλοτρίωσης του. Αλλά μια απλή κριτική δεν είναι από μόνη της

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

αρκετή για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Η βασική αιτία αυτής της αλλοτρίωσης έγκειται στην εγκαθίδρυση ορισμένων μορφών τρόπων παραγωγής και των υλικών δυνάμεων που τους στηρίζουν. Ο Μαρξ λέει ότι οι υλικές δυνάμεις πρέπει να ανατραπούν από υλικές δυνάμεις και εντοπίζει τη δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον υπάρχοντα καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην εργατική τάξη.

Επιπλέον, το προλεταριάτο αποτελεί μια σφαίρα της κοινωνίας που έχει έναν καθολικό χαρακτήρα λόγω της καθολικής δυστυχίας του. Ενώ οι ιδιοκτήτριες τάξεις μπορούν να κερδίσουν την ελευθερία με βάση τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία, η ακτήμων εργατική τάξη δεν κατέχει τίποτα. Για να απελευθερωθούν και να αποκτήσουν ελευθερία, πρέπει να αλλάξουν τον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και τον τρόπο παραγωγής του συστήματος που είναι εκμεταλλευτικό και αλλοτριωτικό. Στην πραγματικότητα το καπιταλιστικό σύστημα αλλοτριώνει, όχι μόνο το προλεταριάτο. Επίσης, απανθρωποποιεί τον καπιταλιστή καθώς οι ταξικές συγκρούσεις που είναι αναπόφευκτα παρούσες στον καπιταλισμό θα εμποδίσουν τα άτομα να συμμετέχουν στην ειδητική ζωή του ανθρώπου. Το προλεταριάτο εδώ πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία και να απελευθερώσει τον εαυτό του και επίσης ολόκληρη την ανθρωπότητα. Με αυτή την έννοια, το προλεταριάτο αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αντιπροσωπεύουν το σύνολο του ανθρώπινου πόνου λόγω της έλλειψης ελευθερίας και χαμένης ουσίας.

Ο μαρξισμός είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο κέρδισε ευρεία αποδοχή και δημοτικότητα σε πολλά μέρη του κόσμου. Έχει εμπνεύσει επαναστάσεις σε πολλά μέρη του κόσμο, και ξεκίνησε αλλαγές στις σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν στον κόσμο από τη βιομηχανική επανάσταση. Όπως πολλοί άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Μαρξ προσπάθησε να ασχοληθεί με το πρόβλημα του ανθρώπινου πόνου και της αλλοτρίωσης. Αλλά σε αντίθεση με άλλους, προσδιόρισε τη ρίζα αυτών των προβλημάτων στον τρόπο της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, και πρότεινε τους τρόπους με τους οποίους αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν.

Κουίζ

  1. Ποιον παράγοντα τονίζει περισσότερο η αντίληψη της ιστορίας του Μαρξ;

[α] Συνείδηση ​​και θέληση των ανθρώπων [b] Υπερφυσικές δυνάμεις [γ] Μεγάλες ιδέες
[δ] Κοινωνική παραγωγή

  1. Τι αποτελούν οι παραγωγικές δυνάμεις μιας κοινωνίας;

[α] Ο κόσμος της γης, των φυτών και των ζώων [b] Τα όργανα του εργασία [γ] Το γνώσεις και δεξιότητες των εργαζομένων [δ] Η ιδιοκτησία των μέσων του παραγωγή.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Τι αποτελούν τον τρόπο παραγωγής μιας κοινωνίας;

[α] Παραγωγικές δυνάμεις και μέσα παραγωγής [β] Παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής [γ] Αντικείμενα εργασιακών και παραγωγικών σχέσεων

[δ] Σχέσεις παραγωγής και παραγωγικές δυνάμεις.

  1. Τι δεν ισχύει για τη δομή βάσης;

[α] Οι υλικές σχέσεις [β] Το σύνολο των το ιστορικά καθορισμένο σχέσεις παραγωγής [γ] Οικονομική δομή [δ] Το σύνολο των ιδεολογικές σχέσεις

  1. Γιατί το προλεταριάτο είναι σημαντικό για την έναρξη της επανάστασης;

[a] Δεν έχουν τίποτα να χάσουν [b] Μόνο αυτοί είναι ισχυροί να φτιάξουν αλλαγές [γ] Αποτελούν τις υλικές δυνάμεις που μπορούν να ανατρέψουν την υφιστάμενος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής [δ] Μόνο αυτοί μπορούν να ξεκινήσουν τη βία επανάσταση.

  1. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανθρώπινη ελευθερία;

[α] Χρήματα [β] Καπιταλιστές [γ] Πολιτική εξουσία [δ] Τάξεις.

Κλειδί απάντησης

  1. [δ]
  2. [γ]
  3. [β]
  4. [δ]
  5. [γ]
  6. [α]

Εκχώρηση

  1. Περιγράψτε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και της ιστορικής

υλισμός.

  1. Τι είναι η αλλοτρίωση κατά τον Μαρξ και πώς μπορεί να ξεπεραστεί;

Αναφορές

Βιβλία

  1. Avineri, Shlomo, /The Social and Political Thought of

Karl Marx/, Cambridge: Cambridge University Press, 1970.

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy, /τόμος 7: /18ος και

19ος αιώνας / /German Philosophy/, Λονδίνο, Continuum, 2003.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Durant, Will, /A Story of Philosophy: The lives and opinions of the

μεγαλύτερη / /philosophers of the Western World/, Pocket Books, 1991.

  1. Kenny, Anthony, /A New History of Western Philosophy, /Oxford,

Clarendon Τύπος, 2012.

  1. Rogers, Arthur Keyon, /A Student’s History of Philosophy, /Νέα Υόρκη,

Ο Macmillan Company, 1935.

  1. Russell, Bertrand: /History of Western Philosophy/, Λονδίνο, Routledge

Κλασικά, 2004.

  1. Singer, Peter, /Marx, /Oxford, Oxford University Press, 1980.
  2. Wheen, Francis, /Karl Marx/, Λονδίνο: Fourth Estate, 1999
  3. Wood, Allen, /Karl Marx/, Λονδίνο: Routledge; δεύτερη έκδοση, 2004.

Πόροι Ιστού

  1. Wolff, Jonathan, "Karl Marx", /The Stanford Encyclopedia of Philosophy /

(Summer 2011 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2011/entries/marx/>.

  1. Αρχική σελίδα του αρχείου Marx-Engels, διαθέσιμη στη διεύθυνση:

http://www.marxists.org/archive/marx/works/

  1. Marx and Engles’ Writings, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://marx.eserver.org/
  2. Καρλ Μαρξ (1818 - 1883), λήμμα στο

http://www.bbc.co.uk/history/historic_figures/marx_karl.shtml

11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 27

Νίτσε: Κριτική του Δυτικού Πολιτισμού

Λέξεις κλειδιά: θρησκεία και ηθική, θέληση για εξουσία, η ηθική του κυρίου, η ηθική του σκλάβου, ηθική αγέλης, υπεράνθρωπος (overman), υπεράνθρωπος (superman), θάνατος του θεού, καλό και κακό, ηθικός μηδενισμός.

Εισαγωγή

Ο Φρίντριχ Νίτσε είναι αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα με όρους της επιρροής του σε πολλούς σύγχρονους στοχαστές, όπως ο Χάιντεγκερ, ο Φουκώ, ο Ρόρτι και πολλοί άλλοι που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές σκέψης. Ακόμη και ο Ρόρτι λέει ότι η φιλοσοφία του 20ου αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό μετα-Νιτσεϊκή φιλοσοφία. Με κάθε έννοια, ήταν ένας αντισυμβατικός στοχαστής και ένθερμος κριτικός της νεωτερικότητας.

Ο Νίτσε γεννήθηκε το 1844 στο Rocken της Πρωσίας και η πρώιμη εκπαίδευσή του ήταν στην λογοτεχνία, ιδιαίτερα την ελληνική και τη γερμανική λογοτεχνία. Το 1865, εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που άρχισε να απομακρύνεται από το χριστιανική πίστη. Το 1869 άρχισε να διδάσκει κλασική φιλολογία στο το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, αλλά σύντομα η κακή υγεία τον ανάγκασε να τερματίσει τη διδακτική του καριέρα. Το 1889 είχε μια ξαφνική ψυχική κατάρρευση, έγινε ψυχωτικός και πέθανε το 1890.

Ο Νίτσε ήταν υπέρμαχος μιας κουλτούρας και μιας κοινωνίας που θα δημιουργούσε ισχυρότερα και πιο πλήρως ανεπτυγμένα άτομα. Σκέφτηκε ότι το σημαντικότερο εμπόδιο στην συνειδητοποίηση αυτού, είναι το ηθικό και ιδεολογικό πνεύμα της σύγχρονης εποχής. Ενώ πολλοί σύγχρονοί του είδαν τη νεωτερικότητα ως ευλογία, προσφέροντας στην ανθρωπότητα ένα πιο σημαίνων κόσμο, ο Νίτσε την αντιλήφθηκε ως το κύριο εμπόδιο στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Διεξήγαγε έναν αδιάλλακτο πόλεμο ενάντια στις επικρατούσες λογικές, ηθικές και θρησκευτικές προσεγγίσεις στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Υποστηρίζει ότι, «η ανθρωπότητα δεν αντιπροσωπεύει μια ανάπτυξη προς κάτι καλύτερο ή ισχυρότερο ή ανώτερο, με την έννοια που είναι αποδεκτή σήμερα. Η “πρόοδος” είναι απλώς μια σύγχρονη ιδέα, δηλαδή μια ψευδής ιδέα.» [Νίτσε: Πρόλογος στο Ο Αντίχριστος]

Θα είναι ενδιαφέρον να διαβάσετε αυτές τις γραμμές μαζί με αυτό που ένας άλλος 1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

μεγάλος στοχαστής του 20ου αιώνα, ο Sigmund Freud, είπε για τον σύγχρονο πολιτισμό. Λέει: «Έχω φροντίσει να απέχω από την ενθουσιώδη προκατάληψη που βλέπει τον πολιτισμός μας ως το πολυτιμότερο πράγμα που κατέχουμε ή θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε, και πιστεύει ότι το μονοπάτι του θα μας οδηγήσει αναγκαία σε ύψη τελειότητας που μέχρι τώρα δεν ονειρευόμασταν». [Φρόιντ: Η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό]

Η κριτική του Νίτσε στον Δυτικό Πολιτισμό ξεκινά με τη σύγκριση του ευρωπαϊκού και γερμανικού πολιτισμού του δέκατου ένατου αιώνα με τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας. Υποστηρίζει ότι, σε σύγκριση με την υψηλή κουλτούρα του δεύτερου, ο πρώτος είναι άρρωστος και κατώτερος και λατρεύει την αδυναμία και τη μετριότητα. Στη συνέχεια εξετάζει τα σημαντικά χαρακτηριστικά του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού, που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ένα μείγμα Διονυσιακών και Απολλώνιων γνωρισμάτων, των δύο κεντρικών αρχών του ελληνικού πολιτισμού. Οι δημιουργικές συγκρούσεις μεταξύ αυτών των δύο αντιθετικών χαρακτηριστικών ήταν υπεύθυνες για την υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού, και ήταν υπεύθυνες για όλα τα παραμυθένια επιτεύγματα που σημείωσε σε διάφορους τομείς των ανθρώπινων ερευνών.

Ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος είναι οι δύο Έλληνες Θεοί, που παρουσιάζουν αντίθετους χαρακτήρες. Ο Απόλλωνας είναι ο θεός της ιατρικής, της μουσικής και της ποίησης. Είναι επίσης ο θεός της τοξοβολίας. Όσοι μοιράζονται τα απολλώνια χαρακτηριστικά είναι καλά οργανωμένοι, λογικοί και γαλήνιοι. Ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι όλα τα είδη μορφής ή δομής και ορθολογικής σκέψης είναι Απολλώνια. Από την άλλη, οι Διονύσιοι είναι άγριοι, φρενήρεις και αισθησιακοί, καθώς ο Διόνυσος είναι ο θεός της έκστασης, του τρόμου, της ενοχής και της εξιλέωσης, του θανάτου και της ανάστασης, της βλάστησης, των δέντρων, του κρασιού, της τρέλας και του δράματος. Σύμφωνα με τον Νίτσε, όλες οι μορφές του ενθουσιασμού και η έκσταση είναι διονυσιακές. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δει μια γόνιμη συγχώνευση αυτών των δύο αντιφατικών χαρακτηριστικών, όπου η αρχή της εξατομίκευσης, ο αυτοέλεγχος, η τάξη και η ισορροπία συγχωνεύτηκαν με την τάση να σπάσεις οποιαδήποτε σύνορα και κανόνες, και να χάσεις τον αυτοέλεγχο. Αυτό ήταν υπεύθυνο για τη δόξα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που κατά τον Νίτσε δεν κράτησε πολύ.

Ο ελληνικός πολιτισμός σύντομα συνάντησε πιο ορθολογικά και συστηματικά φιλοσοφικά συστήματα, με επικεφαλής τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Εξιδανίκευσαν το ορθολογικό στοιχείο και αγνόησαν τις πτυχές του πάθους. Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι το πνεύμα της διαλεκτικής έβλαψε σοβαρά τα αρχέγονα ένστικτα και τις ζωικές δυνάμεις του ανθρώπου και του πολιτισμού. Εισάγει την έννοια της βούλησης για εξουσία σε αυτό το πλαίσιο, 2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

που είναι η θεμελιώδης κινητήρια δύναμη όλων των ζωντανών πλασμάτων και η βασική παρόρμηση όλων των πράξεών μας.

Σύμφωνα με τον Νίτσε, η ζωή είναι ένα ένστικτο ανάπτυξης, επιβίωσης, συσσώρευσης δυνάμεων και εξουσίας. Η ίδια η ζωή είναι Θέληση για Δύναμη, βεβαιώνει. Είναι ουσιαστικά ένα ένστικτο για ανάπτυξη και για συνέχεια. Αγνοεί όλες τις άλλες αξίες και τις αρετές της ζωής, που οι ορθολογικές ηθικές παραδόσεις των μετασωκρατικών φιλοσοφιών έχουν υποστηρίξει. Αντίθετα, ο Νίτσε εξιδανικεύει την εξουσία και υποστηρίζει ότι τίποτα στη ζωή δεν έχει αξία εκτός από το βαθμό ισχύος. Βεβαιώνει, ότι όπου λείπει η θέληση για εξουσία υπάρχει παρακμή. Επικρίνοντας τις λεγόμενες υπέρτατες αξίες της ανθρωπότητας, υποστηρίζει ότι όλες χαρακτηρίζονται από έλλειψη θέλησης για Εξουσία.

Αυτή η θέληση για δύναμη δεν είναι απλώς μια θέληση για επιβίωση ή διατήρηση της ύπαρξής κάποιου. Αντίθετα, είναι μια προληπτική δύναμη: να δρας στη ζωή και όχι απλώς να αντιδράς. Ο Νίτσε λέει ότι κάθε ζωντανό ον κάνει ό,τι μπορεί, όχι απλώς για να διατηρηθεί και απλά να υπάρχει, αλλά για να γίνει περισσότερο. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι η εξουσία επί των άλλων, αλλά τα συναισθήματα της δημιουργικής ενέργειας και ελέγχου του εαυτού που είναι αναγκαία για την επίτευξη της αυτοδημιουργίας, της αυτοκατεύθυνσης και της έκφρασης της ατομικής δημιουργικότητας.

Το σημαντικότερο εμπόδιο στην πορεία υλοποίησης αυτής της βούλησης είναι οι ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, και οι κοινωνικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν για την προώθησή τους. Ο Νίτσε βεβαιώνει ότι όλη η ηθική και η θρησκεία είναι ενάντια σε αυτήν, καθώς όλες απαιτούν υποταγή (submission). Κατά τον Νίτσε όλα αυτά είναι κατά της φύσης και κατά του σώματος και προσπαθούν να πειθαρχήσουν το σώμα και να σκοτώσουν τη θέληση για δύναμη. Προσπαθούν να αντικαταστήσουν η θέληση με υπακοή και τη φυσική ελευθερία με υποταγή και τη δημιουργικότητα με την πίστη.

Ο αρχαίος πολιτισμός ήταν απαλλαγμένος από αυτές τις ηθικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Με την εμφάνιση της ορθολογικής φιλοσοφικής παράδοσης του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αρχίζει η παρακμή. Σύμφωνα με τον Νίτσε, αγνόησαν το σώμα ως έδρα των συναισθημάτων και εξιδανίκευσαν τον ορθολογικό νου πάνω από την παθιασμένη θέληση. Ως αποτέλεσμα εξιδανίκευσαν την πειθήνια μετριότητα (tame mediocrity). Αργότερα, με την άνοδο του Χριστιανισμού, αυτή η παρακμή ήταν πλήρης. Η Εκκλησία απαιτούσε πλήρη υποταγή και ανέπτυξε μια ηθική που εξιδανικεύει την υπακοή και την πίστη. Η νεωτερικότητα δεν άλλαξε την κατάσταση δραστικά, καθώς και η φιλοσοφική προοπτική ήταν πρόθυμη να αναπτύξει ηθικά 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πλαίσια που υποτάσσουν το σώμα και τα πάθη του. Η δημιουργία της μετριότητας έχει γίνει το κεντρικό μοτίβο του δυτικού πολιτισμού. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών ο Δυτικός πολιτισμός κυριαρχείται από μια ηθική του καλού και του κακού.

Για να το διευκρινίσει περαιτέρω, ο Νίτσε εισάγει μια διάκριση μεταξύ της ηθική του κυρίου και την ηθική της αγέλης. Η ηθική του κυρίου προσπαθεί να κυριαρχήσει και είναι αντίθετη σε όλες τις μορφές υποταγής. Ακολουθεί τις σωματικές ορμές και δεν προσπαθεί ποτέ να τις υποβάλει σε οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας όπως ο λόγος ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Απορρίπτει τη θεμελιώδη διάκριση κάθε ηθικής παράδοσης· μεταξύ καλού και κακού. Υπό αυτή την έννοια, είναι πέρα από το καλό και το κακό και ακόμη, πέρα ​​από την ηθική.

Από την άλλη, η ηθική του δούλου είναι η ηθική της υποταγής και της δουλείας. Δημιουργείται εξημερώνοντας το σώμα. Ο Νίτσε λέει ότι οι ασκητές ιερείς έχουν δημιουργήσει την ηθική του δούλου καθώς η άρνηση του σώματος ήταν ουσιώδης στο πρόγραμμά τους. Μετέτρεψαν την αδυναμία και την αγανάκτηση (resentment) σε πειθαρχία και κοινωνικό έλεγχο. Ο Νίτσε παρατηρεί ότι, με τη δημιουργία αυτής της δουλοπρεπούς ηθικής οι αδύναμοι πήραν εκδίκηση από τους δυνατούς. Λέει ότι η ηθική των δούλων «διοχετεύει τη δυσαρέσκεια προς τα μέσα κατά του σώματος και προς τα έξω κατά των εχθρών της αγέλης». Προσθέτει ότι εξημερώνοντας το σώμα τα πιο αδύναμα άτομα αγανακτούν με τα προνόμια του ισχυρότερου και πραγματοποιούν μια επαναξιολόγηση των αξιών (transvaluation of values), ανατρέποντας την προηγούμενη κυρίαρχη ηθική υπέρ των ηθών των δούλων που υπόσχονται σωτηρία σε έναν μελλοντικό παράδεισο σε αντάλλαγμα με την υποταγή και την υπακοή στις κοινωνικές δυνάμεις και θεσμούς.

Αυτή η ηθική, που επιμένει να πειθαρχεί το σώμα καταπιέζοντας όλες τις σωματικές ορμές και τα πάθη, είναι η ηθική της αγέλης. Αναιρεί και θυσιάζει το σώμα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επιμένει ότι το άτομο πρέπει να υποταχθεί και να είναι υπάκουο στις κοινωνικές δυνάμεις και τους θεσμούς για χάρη της σωτηρίας σε ένα μελλοντικό ουρανό. Ο Νίτσε παρατηρεί ότι οι θρησκείες, ιδιαίτερα ο Χριστιανισμός στην Ευρώπη, έχουν προωθήσει μια τέτοια ηθική αγέλης. Υποστηρίζει ότι, ο Χριστιανισμός έγινε δημοφιλής στην Ευρώπη με την πλειοψηφία να τον υιοθετεί. Ήταν η τάξη των Ρωμαίων δούλων, η οποία υιοθέτησε αρχικά το Χριστιανισμό, ο οποίος στη συνέχεια εξιδανίκευσε το ηθικό του πλαίσιο για να δικαιολογήσει την απελευθέρωση τους από τους καταπιεστές τους. Καθολικοποίησαν τη δουλεία και επέμειναν ότι όλοι θα πρέπει να υπακούουν στην εξουσία της Εκκλησίας και τα δόγματά της, που ήταν δυσανεκτικά σε όλες τις μορφές ατομικής ευφυΐας (individual brilliance). 4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η ηθική της αγέλης λειτουργεί με βάση τη διχοτομία του καλού και του κακού. Ο Νίτσε την αποκαλεί έτσι ηθική του καλού και του κακού. Υποστηρίζει ότι αυτή η διχοτομία ήταν στη βάση της σύγχρονης ασθένειας. Σύμφωνα με το ηθικό πλαίσιο του Χριστιανισμού το καλό αντιπροσωπεύει το θείο που είναι υπεύθυνο για την εγγενή αξία των ανθρώπων και του κόσμου που κατέχουν. Εφόσον όλα είναι δημιουργήματα του Θεού, ο Χριστιανισμός διαδίδει μια μορφή ισότητας, μια μορφή ατομισμού της ψυχής, που υποστηρίζει ότι όλες οι ψυχές βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ο Νίτσε είναι της άποψης ότι αυτή η ιδέα ότι όλοι είναι ίσοι, υπονομεύει την ίδια την έννοια της ανθρώπινης ανάπτυξης, η οποία προϋποθέτει την ελεύθερη άσκηση της θέλησης για εξουσία, καταστολή (suppression) και κυριαρχία (domination). Ο Νίτσε λέει ότι, για αυτούς τους λόγους οι δούλοι έβλεπαν τη συμπεριφορά των ισχυρών τύπων πολεμιστών κακή. Οι τελευταίοι είναι ανεμπόδιστοι από τη συνείδηση ​​και ως εκ τούτου θεωρούνται αδίστακτοι. Ως εκ τούτου, η ηθική του καλού και του κακού θεωρεί την ηθική των ισχυρών ανθρώπων που κυριαρχούν και κυβερνούν κακή. Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι είναι μόνο ανάμεσα στους δυνατούς που βρίσκουμε έκφραση ανεξάρτητης ευφυΐας. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν άμεσα τις επιθυμίες τους ασκώντας ελεύθερα τα πάθη και τη θέλησή τους για εξουσία. Από την άλλη πλευρά, ο αδύναμος αντιπροσωπεύει τη δειλία και την ανικανότητα και βρίσκει τον εαυτό του να επισκιάζεται από τους δυνατούς. Παρότι είναι μειοψηφία η δυνατή ασκεί τη θέλησή της για εξουσία και κυριαρχεί. Οι αδύναμοι λοιπόν έχουν εφεύρει την ηθική του καλού και του κακού ή την ηθική της αγέλης για να απελευθερωθούν από τους δυνατούς ανθρώπους και την ηθική τους των κύριων. Έχουν εφεύρει τελικά την έννοια του κακού για να χαρακτηρίσουν αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της συμπεριφοράς των ισχυρών.

Η ηθική της αγέλης, με την αντίληψή της για το καλό και το κακό τους έσωσε έτσι από την υποδούλωση τους. Οι αδύναμοι απελευθερώθηκαν κάνοντας τους πάντες αδύναμους. Ήταν μισαλλόδοξοι απέναντι σε όλους εκείνους που επιδεικνύουν ανεξάρτητη ευφυΐα και επομένως είναι ικανοί να ορίσουν τη δική τους θέση στον κόσμο. Ο Νίτσε βλέπει αυτή τη δημιουργία της νέας ηθικής ως την εκδίκηση των αδύναμων και αβοήθητων στους δυνατούς. Σχολιάζοντας τον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα και την αντίληψή του για την εγγενή αξία των ηθικών αξιών, ο Νίτσε παρατηρεί:

Η εγγενής αξία αυτών των αξιών θεωρήθηκε δεδομένη ως γεγονός της εμπειρίας και πέρα από αμφισβήτηση. Κανείς, μέχρι τώρα, δεν έχει αμφισβητήσει το ότι ο «καλός» άνθρωπος αντιπροσωπεύει μια υψηλότερη αξία από τον «κακό», όσον αφορά την προώθηση και την ευημερία της ανθρωπότητας γενικά, ακόμη και από μια μακροπρόθεσμη άποψη. Ας υποθέσουμε όμως ότι 5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ίσχυε ακριβώς το αντίθετο… Τι θα γινόταν αν η ηθική αποδεικνυόταν ότι είναι ο κίνδυνος των κινδύνων;... [Νίτσε, Γενεαλογία των Ηθών]

Διεξάγει έτσι έναν πόλεμο ενάντια στην ίδια την υποβόσκουσα αντίληψη της ηθικής που διατηρεί τη διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Εναντιωνόμενος στους τρόπους με τους οποίους η ηθική είχε συλληφθεί στις ανθρώπινες κοινωνίες, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι εφόσον η ηθική δεν είναι μια επιστήμη, δεν μπορεί να υπάρχουν ηθικά δεδομένα (moral facts). Παρατηρεί ότι η ηθική έχει βασιστεί στην υπακοή (obedience) και η εξουσία (authority) των κοινωνικών θεσμών, των κανόνων και της εκκλησίας έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη θέσπισή της. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι οι ηθικές και θρησκευτικές κρίσεις ανήκουν σε ένα επίπεδο άγνοιας, καθώς όλες οι αξιολογικές κρίσεις σχετικά με τη ζωή είναι ηλιθιότητες.

Ο Νίτσε κάνει μια λεπτομερή ανάλυση αυτού που νοείται ως σύγχρονη ηθική, που σύμφωνα με τον ίδιο χαρακτηρίζεται από την πλήρη παραμέληση της θέλησης για δύναμη και άλλα σημαντικά πάθη της ζωής. Υποστηρίζει ότι οι δύο εξέχουσες σχολές της σύγχρονης ηθικής, ο ωφελιμισμός και η καντιανή ηθική έχουν αναγάγει το μεγάλο πάθος της ζωής σε υπολογισμούς και δύσκολες φόρμουλες. Σύμφωνα με τον ίδιο αυτές οι δύο σπουδαίες παραδόσεις έχουν αποδυναμώσει το ανθρώπινο πνεύμα ελέγχοντας και εξημερώνοντάς τη δημιουργικότητα και τα εγωιστικά πάθη. Συνέβαλαν στη δημιουργία και την ενίσχυση της ηθικής της αγέλης, που στην ουσία της συνίσταται σε μια άρνηση της ζωής. Από την άλλη ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η ζωή είναι ουσιαστικά οικειοποίηση, τραυματισμός, κατάκτηση του ξένου και του αδύναμου, καταστολή, αυστηρότητα/σκληρότητα (severity), παρεμπόδιση ιδιόμορφων μορφών, ενσωμάτωση, και τουλάχιστον, και πιο ήπια, εκμετάλλευση. [Νίτσε: Πέρα το καλό και το κακό]

Στη συνέχεια ο Νίτσε εξετάζει τι αποτελεί τη βάση της ηθικής και βεβαιώνει ότι είναι η σύλληψη της καθολικής και αμετάβλητης Αλήθειας. Οι ιδέες του Θεού και του άλλου κόσμου που υποστηρίζονται από τον Χριστιανισμό και άλλες θρησκείες συνδέονται με αυτή την έννοια. Ο Χριστιανισμός υποθέτει μια έννοια, η οποία πιστεύει στην ουσιαστική καλοσύνη στην ανθρώπινη φύση. Στις φιλοσοφικές παραδόσεις βρίσκουμε αντιλήψεις για την ανθρώπινη φύση που ταυτίζεται με την ορθολογική ικανότητα. Από τον Πλάτωνα και μετά αυτή η τάση ήταν ισχυρή στη δυτική σκέψη. Ο Χριστιανισμός θεϊκοποίησε αυτή την έννοια και υπέθεσε την αντίληψη του καλού με βάση την ιδέα της ανθρώπινης φύσης, η οποία λόγω του ότι είναι μια δημιουργία του Θεού, είναι θεϊκή στη φύση. Στην εποχή του Διαφωτισμού, φιλόσοφοι σαν τον Καντ ανέπτυξαν περαιτέρω την ιδέα της ουσιαστικής ορθολογικής ικανότητας στον άνθρωπο και προσπάθησαν να βασίσουν τις ηθικές τους θεωρίες πάνω σε αυτήν.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κατά τη σύγχρονη εποχή αυτή η ιδέα της αμετάβλητης καθολικής αλήθειας έχει υποστεί κάποιες αλλαγές, ιδιαίτερα με την ιστορική προσέγγιση που ξεκίνησε από τον Δαρβίνο και τον Χέγκελ. Αυτή η νέα προοπτική δημιούργησε την έννοια της Αλήθειας που εξελίσσεται. Κατά συνέπεια, αυτή η έννοια της αλήθειας δεν μπορεί να διεκδικήσει ένα απόλυτο καθεστώς. Εφόσον εξελίσσεται, η αλλαγή του χρόνου και των τόπων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εννοιοποίησή της. Με άλλα λόγια, αυτή η θέση κάνει λογική την ιδέα μιας προοπτικιστικής αλήθειας (perspectival truth). Αυτή η αλλαγμένη προοπτική για την αλήθεια έχει επίσης αμφισβητήσει τις αντιλήψεις για την καθολική αλήθεια και την καθολική ανθρώπινη φύση.

Ακολουθώντας αυτές τις ιδέες, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η έννοια του άλλου κόσμου, που είναι κεντρική στη χριστιανική ηθική, επινοείται για να εξασφαλιστεί η ομαλή διαδοχή του status quo. Αποτρέπει κάθε ελεύθερη άσκηση της θέλησης για δύναμη από τα άτομα, και ελέγχει αποτελεσματικά όλες τις εμφανίσεις και εκφράσεις της ατομικής ευφυΐας. Η υποκείμενη ηθική της αγέλης σκοπεύει να προωθήσει την ισότητα, κάτι που απαιτεί άνευ όρων υποταγή από τα άτομα. Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια σύμφωνα με Νίτσε; Λέει:

Η αλήθεια είναι ένας κινητός στρατός από μεταφορές, μετωνύμιες και ανθρωπομορφισμούς, συνοπτικά, ένα άθροισμα ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες έχουν ενισχυθεί, μεταφερθεί και διανθιστεί ποιητικά και ρητορικά, και που μετά από μακρά χρήση φαίνονται σταθερές, κανονικές και υποχρεωτικές για έναν λαό: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις για τις οποίες κάποιος έχει ξεχάσει τι είναι· μεταφορές που είναι φθαρμένες και χωρίς αισθητηριακή δύναμη· νομίσματα που έχουν χάσει τις εικόνες τους και έχουν πλέον σημασία μόνο ως μέταλλο, όχι πλέον ως νομίσματα. [Νίτσε: «Για την Αλήθεια και το Ψέμα με μια Υπερ-Ηθική Σημασία»]

Ο Νίτσε αναπτύσσει τον ηθικό του μηδενισμό, από αυτή τη γενική μηδενιστική θέση, που αρνείται την αλήθεια οποιασδήποτε καθολικής αξίας. Η θεωρία του επιβεβαιώνει ότι η αλήθεια είναι αναμφίβολα προοπτικιστική. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε πλέον να διατηρούμε καμία διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Αυτός ο μηδενισμός κάνει τα πάντα επιτρεπτά, μια θέση που θα ανοίξει μια απεριόριστη περιοχή ελευθερίας ισχυρών ανθρώπων και φυλών να ασκούν ελεύθερα τη θέλησή τους για εξουσία, να κυριαρχούν και να πραγματώνουν την ανάπτυξή τους. Διχοτομίες που είχαν κεντρική θέση στην ηθική φιλοσοφία όπως δίκαιο και άδικο, καλό και κακό είναι άσχετα σε μια τέτοια κατάσταση.

Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η σύγχρονη εποχή έχει κάνει αυτόν τον μηδενισμό αναπόφευκτο και αυτό είχε τελικά ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Θεού, όπου ο τελευταίος αντιπροσώπευε όλα όσα είναι καθολικά και αιώνια θεϊκά και ορθά. Η φράση «θάνατος του Θεού» χρησιμοποιείται για 7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

να υποδείξει το σύγχρονο σενάριο όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει την πίστη τους στις απόλυτες αξίες και αλήθειες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση του προοπτικισμού (perspectivalism). Η ιδέα του Θεού που ενώνει όλους τους ανθρώπους και δίνει νόημα στην ανθρώπινη ζωή είχε πεθάνει.

Με αυτόν τον θάνατο του Θεού τα ηθικά θεμέλια του Χριστιανισμού γκρεμίστηκαν και το «ου ποιήσεις» (“thou shalt”) που περιέχει την ουσία της χριστιανικής ηθικής εντολής έχασε το νόημά του. Ο θάνατος του Θεού είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό, καθώς έκανε κάθε μορφή ηθικής απολύτως αδύνατη. Στο έργο του Νίτσε Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, ο πρωταγωνιστής προφήτευσε για το ηθικό κενό που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του Θεού και διακήρυξε την ανάγκη για την ανακάλυψη νέων πραγματικοτήτων για τον άνθρωπο. Επιμένει να δημιουργεί νέο νόημα από τη χαοτική συνέπεια του θανάτου του Θεού. Η έννοια του υπερανθρώπου (overman ή superman) εισάγεται σε αυτό το πλαίσιο. Αυτή η υπέρβαση του ανθρώπου πρέπει να επιτευχθεί περνώντας από τρία στάδια ηθικής ανάπτυξης: τα στάδια της Καμήλας, του Λιονταριού και του Παιδιού.

Η Καμήλα αντιπροσωπεύει τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος αναμφισβήτητα αποδέχεται την αυθεντία του «ου ποιήσεις». Η στάση της καμήλας να γονατίζει στην αποδοχή της του φορτίου είναι συγκρίσιμο με τη στάση του μέσου ανθρώπου να γονατίζει για να μεταφέρει το βάρος αυτών που πιστεύει ότι είναι τα καθήκοντά του/της. Τα καθήκοντα αυτά ορίζονται από την κοινωνία και τις θρησκευτικές παραδόσεις και οι ηθικές συμβάσεις καθορίζουν τι είναι. Ο κύριος σκοπός τους είναι να κανονικοποιήσουν το άτομο, να ελέγξουν την ευφυΐα του ατόμου, και να τον/την συγχωνεύσουν με το κοινό ηθικό πλαίσιο της κοινωνίας. Σαν την καμήλα, ο μέσος άνθρωπος για τον οποίο το «ου ποιήσεις» είναι ιερό, η αίσθηση του καθήκοντος είναι τόσο αναπόσπαστη στην αυτοαντίληψή του και οποιαδήποτε παραβίαση του θα προκαλέσει ένα αίσθημα ενοχής μέσα του/της. Το άτομο, χωρίς καμία διαμαρτυρία δέχεται το βάρος του «εσύ θα». Όπως η καμήλα που δεν θέλει αυτό που κάνει και απλώς υπακούει σε αυτό που «πρέπει να κάνει» (“ought to do”,), ο μέσος άνθρωπος δίνει τη θέλησή του σε αυτό που πιστεύει ότι είναι τα καθήκοντά του.

Στο επόμενο στάδιο στο μονοπάτι της ηθικής μεταμόρφωσης, η καμήλα μεταστρέφεται σε λιοντάρι. Ο Νίτσε λέει ότι, όπως η καμήλα που κινείται στην έρημο το πνεύμα κινείται στην έρημο του και στην πιο μοναχική έρημο το πνεύμα γίνεται λιοντάρι. Αυτός τότε αναγνωρίζει την ανάγκη για ελευθερία και παροτρύνει να την κερδίσει και να είναι ο κύριος του εαυτού του στην ερημιά του. Θέλει να πολεμήσει με τον μεγάλο δράκο· το «ου ποιήσεις», που είναι το κύριο εμπόδιο στη μεταμόρφωση του πνεύματος στην ανώτερη κατάσταση της ύπαρξης. Το πνεύμα 8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συναντά το «ου ποιήσεις»/«θα πρέπει» στην έρημο του και με μια βίαιη άρνηση, το σκοτώνει. Το πνεύμα του λιονταριου λέει, «Θα» ("I will") και βρίσκει τον δράκο του «πρέπει» (“thou shalt” ) στο δρόμο του προς το την ελευθερία και τον εκμηδενίζει.

Ο Νίτσε παρατηρεί ότι, ακόμη και αφού σκοτώσει το «θα πρέπει», το λιοντάρι δεν είναι εντελώς απαλλαγμένο από την ηθική του καλού και του κακού. Κάποτε αγάπησε το «θα πρέπει» και το έχει αντιμετωπίσει ως το πιο ιερό και τώρα αναζητά την ελευθερία από αυτή την αγάπη. Ο μηδενισμός της ηθικής επιταγής, που προκύπτει από τη θανάτωση του «θα πρέπει» δημιουργεί ένα κενό, το οποίο είναι άγνωστο στο λιοντάρι. Επιπλέον, δεν έχει ακόμη πλήρως απελευθερωθεί από το παρελθόν του. Έχει καταφέρει να αναιρέσει το υπάρχον ηθικό πλαίσιο σκοτώνοντας το «θα πρέπει», αλλά αποτυγχάνει να γεμίσει το κενό με μια νέα ηθική, η οποία είναι εντελώς απαλλαγμένη από τις παραμέτρους της προηγούμενης. Αυτη η νέα ηθική προοπτική απαιτεί περαιτέρω εξέλιξη· από το λιοντάρι στο παιδί. Ο Νίτσε γράφει:

Το παιδί είναι αθωότητα και λήθη, μια νέα αρχή, ένα παιχνίδι, ένας αυτοπροωθούμενος τροχός, μια πρώτη κίνηση, ένα ιερό «Ναι». Για το παιχνίδι της δημιουργίας, αδελφοί μου, χρειάζεται ένα ιερό «Ναι»: το πνεύμα τώρα θέλει το δικό του θέλημα, και αυτός που είχε χαθεί στον κόσμο τώρα κατακτά τον κόσμο. [Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μέρος I, Walter Kaufmann μετάφραση.]

Το παιδί αντιπροσωπεύει έτσι τον πραγματικό χαρακτήρα που φιλοδοξεί κανείς να αποκτήσει. Είναι απολύτως αμετανόητο για αυτό που κάνει, καθώς δεν επηρεάζεται από την ηθική του καλού και του κακού. Αντιπροσωπεύει έτσι τον υπεράνθρωπο που λέει «Ναι» στη ζωή και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα και ένα νέο εαυτό. Το παιδί εφαρμόζει τη θέλησή του στην ανάπτυξη και την επίτευξη μοναδικών αξιών και στην ανάπτυξη της αυτονομίας. Δημιουργεί τον εαυτό του, καθώς κανένα μοντέλο δεν το επηρεάζει.

Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι ένα δυνατό και ελεύθερο άτομο που το έχει ξεπεράσει τον άνθρωπο στον εαυτό του. Ο Νίτσε καλεί επανειλημμένα ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τον άνθρωπο μέσα μας· ο άνθρωπος που παραδίδεται, που αγαπά το «θα πρέπει» και που βρίσκει παρηγοριά στην καθεστηκυία τάξη. Αυτός ο υπεράνθρωπος έχει ξεπεράσει τις ασήμαντες, αδύναμες, μικροπρεπείς τάσεις του που τον κάνουν λάτρη της καθεστηκυίας τάξης και λάτρη του «θα πρέπει», μέσα από μια διαδικασία αυτο-υπέρβασης. Κατά συνέπεια απορρίπτει όλα τα δημιουργήματα του εαυτού του από εξωτερικούς παράγοντες όπως η θρησκεία και η ηθική, αντίθετα δημιουργεί τον εαυτό του. Δεν έχει μόνο ξεπεράσει το «θα πρέπει» (“thou shalt”) και την ιδέα του «πρέπει να» (“ought to be”), αλλά κάνει επίσης ό,τι θέλει. Με άλλα 9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

λόγια, ασκεί τη θέλησή του για εξουσία. Δημιουργεί τις δικές του αξίες, και ζει πλήρως και με πάθος.

Ο Νίτσε προσθέτει ότι, ο υπεράνθρωπος δημιουργεί μια μοναδική νέα κυρίαρχη ηθική, η οποία είναι απαλλαγμένη από τις παλιές αξίες και τα έθιμα. Υπό αυτή την έννοια είναι ο κριτής του εαυτού του. Αυτοδημιουργείται ξεπερνώντας, κυριαρχώντας και μεταμορφώνοντας το εσωτερικό του χάος σε μια νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο έργο και ο Νίτσε θυμίζει ότι μόνο λίγα άτομα πετυχαίνουν σε αυτό. Ωστόσο, είναι αισιόδοξος για την εμφάνιση των νέων αριστοκρατών, με τη νέα τους ηθική να κυβερνά τον κόσμο. Προσυπογράφουν σε μια ηθική άνισων ψυχών προσπαθώντας να απορρίψουν την καθεστηκυία τάξη, το «θα πρέπει» και να εξουδετερώσουν τους άλλους. Αν και αυτοί ασκούν τη θέληση για εξουσία, ανάμεσά τους ασκούν μια διαφορετική και μοναδική ηθική. Αναγνωρίζουν ότι έχουν ίση δύναμη και κατά συνέπεια σχηματίζουν ένα κοινωνικό σώμα που υπάρχει χωρίς απαραίτητα να τραυματίζει ή να εκμεταλλεύεται άλλους.

Στην ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα της σύγχρονης δυτικής σκέψης, ο Νίτσε είναι ένας επιδραστικός στοχαστής που καλλιέργησε μοναδικές ιδέες και οι θεωρίες του εξακολουθούν να ασκούν εκπληκτική επιρροή σε πολλούς από τους σύγχρονους στοχαστές. Η φιλοσοφία του δεν μας δίνει μια σαφή κατεύθυνση με την έννοια του να ορίζει έναν στόχο για όλα τα ανθρώπινα όντα. Ωστόσο, μπορούμε να βρούμε την παρουσία της τελεολογίας στη σκέψη του. Ο Νίτσε προσδιορίζει ένα κεντρικό χαρακτηριστικό που σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να γαλουχηθεί η θέληση να εξουσία. Παρόλα αυτά η τελεολογία του είναι χαρακτηριστικά διαφορετική από αυτή πολλών άλλων στοχαστών. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης προπαγανδίζει μια τελεολογική προοπτική, όπου θέτει την ευδαιμονία ως τον απώτερο ανθρώπινο στόχο. Ορίζει επίσης έναν τρόπο με τον οποίο αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί· κάνοντας μια ενάρετη ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, η προσέγγισή του είναι επιτακτική (prescriptive). Αλλά ο Νίτσε υιοθετεί μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. Λέει:

Οι νέες αξίες και η διαδικασία δημιουργίας αξίας δεν είναι επιτακτικές: «Αυτός – είναι τώρα ο δρόμος (way) μου, – πού είναι ο δικός σου;» Έτσι απάντησα σε όσους με ρώτησαν «ο δρόμος.» Γιατί ο δρόμος – δεν υπάρχει!» [Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα]

Η μεταμόρφωση του πνεύματος δεν είναι ένα τυποποιημένο μεταφυσικό πρόγραμμα. Κάθε ένα από εμάς πρέπει να το συναντήσει αυτό στη ζωή του και να διαπραγματευτεί τις μοναδικές μας καταστάσεις. Δεν υπάρχει «ο δρόμος» που πρέπει να υπαγορευθεί, αλλά πρέπει να ανακαλύψουμε το δικό μας μονοπάτι. Καμία έκπληξη ότι ο Νίτσε ήταν ευρέως σεβαστός από τους υπαρξιστές όπως ο Σαρτρ και ο Χάιντεγκερ και οι μεταμοντερνιστές όπως ο Φουκώ και ο Ρόρτυ.

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κουίζ

  1. Γιατί ο Νίτσε υποστήριξε ότι οι Ευρωπαίοι και Γερμανοί του δέκατου ένατου αιώνα

ο πολιτισμός και ο δυτικός πολιτισμός είναι άρρωστοι και κατώτεροι σε σύγκριση με τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας;

(α) Επειδή είναι υλιστικό (β) Επειδή είναι μηχανιστικό (γ) Επειδή

λατρεύει την αδυναμία και τη μετριότητα (δ) γιατί είναι κοσμική.

  1. Η θέληση για εξουσία δεν είναι θέληση για:

(α) Επιβιώστε (β) Γίνετε περισσότεροι (γ) Έχετε τον έλεγχο ο εαυτός του (δ) να επιτύχει τον εαυτό του

δημιουργία.

  1. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της ηθικής του δούλου;

(α) Εφευρέθηκε από την άρχουσα τάξη για να υποδουλώσει τους άλλους (β) τονίζει τον εαυτό του

πειθαρχία (γ) Δεν πιστεύει στην εξουσία του καθολικού λόγου

(δ) Εξημερώνει το σώμα.

  1. Η βάση της ηθικής της αγέλης είναι:

(α) Η διχοτόμηση καλού και κακού (β) Η ιδέα του πάθους (γ) Η έννοια του

δύναμη (δ) Η έννοια της θέλησης για δύναμη.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν χαρακτηρίζει έναν υπεράνθρωπο;

(α) Ασκεί τη θέλησή του για δύναμη (β) Ακολουθεί τις ανθρώπινες αξίες (γ) Δημιουργεί το δικό του αξίες (δ) Ζει πλήρως και με πάθος.

Κλειδί απάντησης

  1. [γ]
  2. [α]
  3. [δ]
  4. [α]
  5. [β]

Εκχώρηση

  1. Συζητήστε την επανεκτίμηση των αξιών από τον Νίτσε.
  2. Συζητήστε για την υπέρβαση του ανθρώπου μέσα από τα τρία στάδια του

ηθική ανάπτυξη όπως σκιαγραφεί ο Νίτσε.

Αναφορές

Βιβλία

  1. Bataille, Georges, 1945, /On Nietzsche/, μτφρ. Μπρους Μπουν. Λονδίνο:

Athlone Press, 1992. 11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Clark, Maudemarie, 1990, /Nietzsche on Truth

και Φιλοσοφία/. Cambridge: Cambridge University Press.

  1. Danto, Arthur C, 1965, /Nietzsche as

Φιλόσοφος: Μια πρωτότυπη μελέτη/. Νέος York: Columbia University Press.

  1. Kaufmann, Walter, 1950, /Νίτσε: Φιλόσοφος, Ψυχολόγος,

Αντίχριστος/. Princeton: Princeton University Press.

  1. Nietzsche, F, /Πέρα από το καλό και το κακό/. μεταφρ. Walter Kaufmann. Νέα Υόρκη:

Random House, 1966.

  1. Nietzsche, F,/ Human, All Too Human: Α

Book for Free Spirits/. μεταφρ. R. J. Hollingdale. Cambridge: Cambridge University Press, 1986.

  1. Nietzsche, F, /On the Genealogy of

Ήθη/. μεταφρ. Walter Kaufmann και R.J. Hollingdale, στο /On the Genealogy of Morals and Ecce Homo/. Νέα Υόρκη: Random House, 1967.

  1. Nietzsche, F, /Έτσι

Μίλησε ο Ζαρατούστρα/. μεταφρ. Walter Kaufmann, στο /The / /Φορητός Νίτσε/. Νέα Υόρκη: Viking Press, 1968.

  1. Nietzsche, F, /The Will to Power/. μεταφρ. Walter Kaufmann. Νέα Υόρκη:

Random House, 1967.

  1. Richardson, John, and Brian Leiter (επιμ.),

2001, /Νίτσε/. Οξφόρδη: Οξφόρδη Πανεπιστημιακές Εκδόσεις.

Πόροι Ιστού

  1. Wicks, Robert, "Friedrich Nietzsche", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Έκδοση Άνοιξης 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/nietzsche/>.

  1. Κύκλος του Νίτσε: Μια Φιλοσοφική Κοινότητα, URL=

http://www.nietzschecircle.com/. <http://www.nietzschecircle.com/>

  1. The Journal of Nietzsche Studies,

URL= < http://www.hunter.cuny.edu/jns/>. <http://www.hunter.cuny.edu/jns/>

  1. Πηγή Nietzsche, URL= < http://www.nietzschesource.org/>.

<http://www.nietzschesource.org/>

12


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 28

Γλωσσική στροφή στη βρετανική φιλοσοφία και στον λογικό ατομισμό του Ράσελ

Λέξεις κλειδιά: Γλωσσική στροφή, γλωσσική σημασία, αναλυτική φιλοσοφία, λογική ανάλυση της γλώσσας, επιφανειακή γραμματική, γραμματική βάθους, ατομικό γεγονός, λογικός ατομισμός, μοριακή πρόταση.

Εισαγωγή

Η γλωσσική στροφή στη βρετανική φιλοσοφία υποθέτει πρωτίστως ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα μπορούν να νοηθούν ως προβλήματα σχετικά με το γλωσσικό νόημα και η σωστή κατανόηση οι λύσεις τους μπορούν να επιτευχθούν με μια ανάλυση της γλώσσας. Αυτή η προσέγγιση στη φιλοσοφία είναι επίσης γνωστή ως αναλυτική φιλοσοφία, καθώς υπογραμμίζει τη σημασία της ανάλυσης της γλώσσας στη φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία ταυτίζεται με την ανάλυση της γλώσσας. Συχνά αναφέρεται ότι η αναλυτική φιλοσοφία ξεκίνησε με τα έργα του G.E.Moore και του Μπέρτραντ Ράσελ, ο οποίος ξεκίνησε μια κριτική της κυρίαρχης ιδεαλιστικής σκέψης που απέρριπτε κάθε πλουραλισμό και συνέλαβε ολόκληρη την πραγματικότητα ως αποτελούμενη από ένα απόλυτο πνεύμα. Τα έργα του Ράσελ είχαν σίγουρα μεγαλύτερη επιρροή και σημασία, καθώς τα λογικά θεμέλια της αναλυτικής φιλοσοφίας δημιουργήθηκαν από το εκπληκτικό έργο του για τη μαθηματική λογική, τις Αρχές των Μαθηματικών. Ο Russell επηρεάστηκε από τα έργα λογικών όπως ο Peano και ο Frege και ασχολήθηκε με ένα έργο που επιδιώκει να ορίσει όλες τις αριθμητικές έννοιες με όρους λογικών εννοιών, και επιδιώκει να δείξει ότι όλες οι αριθμητικές αλήθειες είναι αποδείξιμες από τις λογικές. Εν ολίγοις, ακολουθώντας τον Frege, επιχείρησε κι αυτός μια αναγωγή των Μαθηματικών στη Λογική. Ο τρόπος με τον οποίο επιδιώχθηκαν αυτές οι προσπάθειες—μέσω μιας ανάλυσης της γλώσσας— ενέπνευσε πολλούς άλλους φιλοσόφους να εξερευνήσουν τις δυνατότητες μιας τέτοιας τυπικής-λογικής ανάλυσης και σε άλλους τομείς χρήσης της γλώσσας. Οι λογικοί θετικιστές που ανέπτυξαν μια ανεξάρτητη προσέγγιση της φιλοσοφίας και των μεταφυσικών προβλημάτων είναι στοχαστές που ενθαρρύνθηκαν να ακολουθήσουν το στυλ της φιλοσοφίας που υιοθέτησε ο Russell. Ο G.E.Moore έχει επίσης συμβάλει σημαντικά σε αυτό το κίνημα, όχι μόνο με τη φιλοσοφία του που έδινε έμφαση στην προσέγγιση της κοινής λογικής στα φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά και με την ανάλυση και την εξέταση των φιλοσοφιών των άλλων στοχαστών, αποκαλύπτοντας την ασάφεια στις δηλώσεις τους.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Εκτός από τον Μουρ και τον Ράσελ, ένας άλλος σημαντικός στοχαστής που είχε επηρεάσει το σχηματισμό της αναλυτικής φιλοσοφίας και της γλωσσικής φιλοσοφίας στον αγγλοσαξονικό κόσμο ήταν ο Ludwig Βιτγκενστάιν, του οποίου το βιβλίο Tractatus Logico Philosophicus διαβάστηκε ευρέως σε διάφορους φιλοσοφικούς κύκλους και συζητήθηκε διεξοδικά. Ακόμη και ο ίδιος ο Ράσελ επηρεάστηκε από τα πρώτα γραπτά και τις σκέψεις του Βιτγκενστάιν, αν και ο Βιτγκενστάιν αποστασιοποιήθηκε από πολλά από αυτές τις σημαντικές φιλοσοφικές εξελίξεις που εμπνεύστηκαν από το έργο του, καθώς τις θεωρούσε παρερμηνείες (misinterpretations or misreadings) των σκέψεών του. Ο Βιτγκενστάιν υιοθέτησε μια θέση η οποία αντιμετώπισε πρωτίστως τη φιλοσοφία ως δραστηριότητα κριτικής της γλώσσας και επιβεβαίωσε ότι ο σκοπός της είναι το λογικό ξεκαθάρισμα των σκέψεων. Ισχυρίστηκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία αλλά μια δραστηριότητα.

Με τα έργα και τις διδασκαλίες όλων αυτών των στοχαστών, η αναλυτική Φιλοσοφία αναδείχθηκε ως μια μέθοδος και προσέγγισης της φιλοσοφικής σκέψης που δίνει έμφαση κυρίως στην ανάλυση της γλώσσας. Οι στοχαστές που ανήκαν σε αυτή την ομάδα έχουν διεξαγάγει μια αυστηρή εξέταση φιλοσοφικά σημαντικών εννοιών με επίκεντρο τη γλώσσα στην οποία εκφράζονται.

Η Φιλοσοφία του Μπέρτραντ Ράσελ

Ο Bertrand Arthur William Russell γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1872 σε μια πολύ φημισμένη οικογένεια στη Βρετανία. Ο Λόρδος John Russell, ο οποίος ήταν δύο φορές Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου και ο οποίος εισήγαγε το Reform Bill of 1832 ήταν ο παππούς του από τον πατέρα του. Στα πρώτα του χρόνια, επηρεάστηκε από τις φιλοσοφίες των René Descartes, Gottfried Leibniz, George Berkeley, David Hume, Peano, Gottlob Frege, G.

  1. Moore και A. N. Whitehead. Ήταν στο Trinity College, όπου εντάχθηκε το 1890 για να σπουδάσει

μαθηματικά και δούλεψε με επιφανείς φιλοσόφους εκείνης της εποχής όπως ο A. N. Whitehead, ο Henry Sidgwick, James Ward και ο G. F. Stout. Επηρεάστηκε επίσης από τον εγελιανό φιλόσοφο J.

  1. E. McTaggart και πήρε στα σοβαρά τον ιδεαλισμό του Καντ και του Χέγκελ.

Η αρχική του φιλοσοφική πίστη ήταν σε ένα είδος ιδεαλισμού, πολύ επηρεασμένο από τη σκέψη του Χέγκελ, αλλά πιο συγκεκριμένα από τον νεοχεγκελιανό φιλόσοφο της Οξφόρδης F. H. Bradley, που υποστήριξε μια εκδοχή του ιδεαλισμού που ανήγαγε όλη την πραγματικότητα σε μια ενιαία πνευματική οντότητα. Αργότερα επαναστάτησε ενάντια στον ιδεαλισμό και εγκατέλειψε την ιδεαλιστική του φάση και μαζί με τον G.E.Moore, ξεκίνησε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως αναλυτική φιλοσοφία. Ο Ράσελ και ο Μουρ έκαναν λεπτομερή ανάλυση των φιλοσοφικών θεωριών που υποστηρίζονταν και των θέσεων που υιοθετήθηκαν από πολλές από τις παραδοσιακές

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

φιλοσοφικές σχολές, ιδιαίτερα τον ιδεαλισμό, με σκοπό να αποκαλύψουν τις γλωσσικές συγχύσεις από τις οποίες είχαν προκύψει. Υποστήριζαν ότι τέτοιες φιλοσοφικές θεωρίες ήταν το αποτέλεσμα ορισμένων θεμελιωδών γλωσσικών συγχύσεων και μια σωστή λογική ανάλυση της γλώσσας θα κάνει τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Η πραγματική καμπή στη διανοητική ζωή του Ράσελ συνέβη όταν ασχολήθηκε με τη μελέτη των μαθηματικών και άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογική. Άρχισε έτσι να εργάζεται πάνω σε ένα πρόβλημα που τον απασχόλησε σε μεγάλο μέρος της καριέρας του· να δει αν τα μαθηματικά μπορούν να εφοδιαστούν με λογικά θεμέλια. Πολλοί άνθρωποι τον έχουν επηρεάσει σε αυτή την προσπάθεια, συμπεριλαμβανομένου του Ιταλού λογικού Giuseppe Peano, τον οποίο γνώρισε το 1890 και του Gottlob Frege, ο οποίος επίσης ασχολήθηκε με πολύ παρόμοιο είδος άσκησης. Ως αποτέλεσμα της εργασίας του πάνω στο θέμα δημοσίευσε το σημαντικό βιβλίο The Principles of Mathematics το 1903. Μαζί με αυτές τις εξορμήσεις στη σφαίρα της μαθηματικής λογικής, ο Ράσελ ανέπτυξε μια φιλοσοφική θέση που θα συμπλήρωνε αργότερα τα λογικά του έργα. Αυτή είναι γνωστή ως λογικός ατομισμός, όπου ερμήνευσε ορισμένες πολύ βασικές και στοιχειώδεις δηλώσεις τις οποίες ονόμασε ατομικές προτάσεις, ως συνιστώσες της γλώσσας. Η δομή της γλώσσας αντανακλάται στη δομή των ατομικών προτάσεων. Αυτή η δομή των στοιχειωδών γλωσσικών εκφράσεων παρεμπιπτόντως ταυτίζεται και με τη δομή της πραγματικότητας. Αυτές οι μεγάλες πνευματικές εξελίξεις συνέβη κατά την περίοδο 1899-1900, περίοδος κατά την οποία συνέβησαν ορισμένες σημαντικές αλλαγές στις ακαδημαϊκές του αναζητήσεις, που ο ίδιος ο Ράσελ αποκαλεί επανάσταση.

Η διάψευση του ιδεαλισμού του Russell

Ο ιδεαλισμός είναι η άποψη, η οποία διακηρύσσει ότι η πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς νοητική. Η διάψευση του Ράσελ του ιδεαλισμού είναι μοναδική, καθώς εφαρμόζει τη μέθοδο της γλωσσικής ανάλυσης για να αποκαλύψει τα ελαττώματα του ιδεαλισμού ως φιλοσοφικής θέσης. Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ήταν υπό την επήρεια του γερμανικού ιδεαλισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890 και υποστήριζε ένα είδος εγελιανής και μπραδελιανής άποψης που βεβαίωνε ότι όλη η πραγματικότητα είναι νοητική, και συνέλαβε το σύμπαν να αποτελείται τελικά από έναν ενικό Νου που βιώνει τον εαυτό του. Εφόσον ο ιδεαλισμός βεβαιώνει μια μορφή μονισμού - όλη η πραγματικότητα είναι μια ενική πνευματική οντότητα - απορρίπτει την πολλαπλότητα των πραγμάτων, τα οποία συνήθως βιώνουμε ως απλή εμφάνιση (appearance). Σύμφωνα με τον

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ιδεαλιστή, όλα σχετίζονται με οτιδήποτε άλλο στο σύμπαν και το σύμπαν είναι τελικά ένα ενικό πράγμα. Ο Ράσελ, από την άλλη πλευρά, είχε μια ρεαλιστική άποψη, η οποία επιβεβαίωσε ότι τα αντικείμενα της εμπειρία ήταν ανεξάρτητα από την εμπειρία τους. Αυτή η άποψη οδηγεί τελικά στον πλουραλισμό, που βεβαιώνει ότι υπάρχουν πολλά ανεξάρτητα πράγματα στον κόσμο. Για να τεκμηριώσει την άποψή του, επιδιώκει να αντικρούσει το θεμελιώδες δόγμα του ιδεαλισμού· τη μονιστική του ματιά. Σύμφωνα με αυτόν, η βάση του ιδεαλισμού είναι η ιδέα ότι όλες οι σχέσεις είναι εσωτερικές. Βεβαιώνουν ότι η σχέση της εμπειρίας με τα αντικείμενά της είναι εσωτερική και επομένως στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν τέτοιες σχέσεις, και επομένως, όλες οι σχέσεις είναι μη πραγματικές. Ο Russell ξεκινά μια γλωσσική ανάλυση αυτής της ιδεαλιστικής άποψης για να την αντικρούσει. Ισχυρίζεται ότι τόσο ο ιδεαλισμός όσο και ο μονισμός είναι αποτέλεσμα μιας γλωσσικής σύγχυσης. Ο ιδεαλιστής διατηρεί μια θεμελιωδώς εσφαλμένη άποψη για τις σχέσεις. Νόμιζαν ότι όλες οι προτάσεις είναι της μορφής υποκειμένου-κατηγορήματος, όπου κατηγορούμε κάτι στο υποκείμενο. Για παράδειγμα, όταν λέμε η ζάχαρη είναι γλυκιά, δηλώνουμε γλυκύτητα στο αντικείμενο ζάχαρη. Ως εκ τούτου, με αυτή την έννοια μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι η φύση της ζάχαρης να είναι γλυκιά και άρα και η σχέση μεταξύ ζάχαρης και της γλυκύτητας είναι εσωτερική. Κατά συνέπεια, η μεταξύ τους σχέση δεν είναι κάτι μεταξύ δύο πραγμάτων. Δεν διαφέρουν δηλαδή μεταξύ τους και άρα και η λεγόμενη σχέση είναι μη πραγματική. Από αυτό το απλό γεγονός ο ιδεαλιστής υποστηρίζει ότι κάθε πρόταση συνιστά μια κατηγόρηση για την πραγματικότητα στο σύνολό της. Δεδομένου ότι όλες οι σχέσεις είναι εσωτερικές και επομένως είναι μη πραγματικές, η σχέση που αρθρώνεται από όλες τις προτάσεις είναι μη πραγματική. Υπάρχει μόνο μία οντότητα, η οποία είναι ομοιογενής και πνευματική. Ο Russell υποστηρίζει ότι το λάθος του ιδεαλιστή είναι να εξετάζει όλες τις προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχεσιακών προτάσεων ως εάν να έχουν μορφή υποκειμένου-κατηγορήματος. Ο Ράσελ επιδιώκει να αποδείξει ότι αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα, η πρόταση «το Α είναι στα αριστερά του Β» που εκφράζει μια σχέση που δεν μπορεί να είναι εσωτερική. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι εσωτερικό στη φύση του Α να είναι στα αριστερά του Β. Η σχέση «στα αριστερά του» δεν ανήκει εγγενώς σε κανένα αντικείμενο του χώρου. Με άλλα, κανένα χωρικό αντικείμενο δεν πρέπει αναγκαστικά να βρίσκεται στα αριστερά των άλλων πραγμάτων. Και πάλι, για να είναι το Α αριστερά από το Β θα πρέπει να υπάρχουν δύο ξεχωριστές οντότητες, το Α και το Β. Αυτό διαψεύδει τη θεμελιώδη θέση του ιδεαλισμού και συνηγορεί υπέρ του πλουραλισμού. Εξ ου και η προσέγγιση του Russell χαρακτηρίζεται από τη μέθοδο της γλωσσικής ανάλυσης. Προσεγγίζει τη φιλοσοφική θέση του

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ιδεαλισμού από τη σκοπιά της γλωσσικής ανάλυσης και εξετάζει πόσο θεμιτοί είναι ο μονισμός και ο ιδεαλισμός του, ώστε να μπορούν λογικά να επιχειρηματολογήσουν υπέρ του πλουραλισμού. Ο Ράσελ επιδιώκει να αποκαλύψει τις λογικές αντιφάσεις που ενυπάρχουν σε αυτή την άποψη και υποστηρίζει ότι αναλύοντας τη δομή των προτάσεων που θεωρούνται αληθινές από τους ιδεαλιστές μπορούμε να αποκαλύψουμε αυτές τις λογικές αντιφάσεις. Η λογική ανάλυση της γλώσσας θα αναδείξει αυτή τη δομή. Από αυτές τις βασικές πτυχές της γλωσσικής ανάλυσης, ο Ράσελ προχωρά στην ανάπτυξη της θεωρίας του για τον λογικό ατομισμό.

Προς τον Λογικό Ατομισμό

Ο Ράσελ αρχικά υιοθέτησε μια μορφή φαινομεναλισμού, που υποστήριζε ότι η αντιληπτική γνώση μπορούσε να αναλυθεί ως προς τη γνωριμία μας με τα θεμελιώδη δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας. Το βιβλίο του Our Knowledge of the External World και η εργασία του “The Relation of Sense-Data to Physics” υποστηρίζουν αυτή τη θέση. Στο βιβλίο του το 1927, The Analysis of Matter, ο Russell αναλύει τις κύριες έννοιες της φυσικής, όπως η δύναμη και η ύλη, με όρους συμβάντων, και εδώ υιοθέτησε μια ρεαλιστική θέση. Υποστηρίζει ότι, για να αναλύσει κανείς τις βασικές έννοιες της φυσικής πρέπει να παραδεχτεί ότι ορισμένες οντότητες υπάρχουν ανεξάρτητα από την αντίληψή μας γι' αυτές. Αυτό είναι για να πάει πέρα ​​από τον απλό φαινομεναλισμό. Ο λογικός ατομισμός είναι μια φιλοσοφική άποψη για τη γλώσσα, η οποία στοχεύει στην εξήγηση της σχέσης γλώσσας και κόσμου. Αναπτύχθηκε κυρίως για την επίλυση ερωτήσεων σχετικά με τη φύση της αντίληψης και της σχέσης της με τη φυσική. Αποσκοπεί στην καθιέρωση της εμπειρικής βάσης της φυσικής επιστήμης. Ως εκ τούτου, έρχεται με μια θεωρία του κόσμου. Ο Russell έτσι εγκαινιάζει μια μεταφυσική θεωρία για τον φυσικό κόσμο και προσπαθεί να δώσει έναν απολογισμό της φύσης της πραγματικότητας εκθέτοντας τη λογική της δομή. Η ιδέα του για τη λογική ανάλυση βασίζεται στον ισχυρισμός ότι η μαθηματική λογική είναι η ουσία της φιλοσοφίας. Στην κλασική του εργασία «On Denoting», ο Russell περιγράφει τη διαδικασία της ανάλυσης, όπου εξετάζει τις δομές των προτάσεων και των γεγονότων. Σε αυτή τη διαδικασία της γλωσσικής ανάλυσης διακρίνει την επιφανειακή γραμματική των προτάσεων, που είναι παραπλανητική, από τη γραμματική βάθους, που αναφέρεται στην ουσιώδη λογική δομή της γλώσσας.

Ο Russell υποστηρίζει ότι δεν έχουν όλες οι προτάσεις τη μορφή υποκειμένου-κατηγορήματος. Σύμφωνα με αυτόν, η επιφανειακή γραμματική των δηλώσεων μπορεί συχνά να μας παραπλανήσει. Μπορούμε να πάρουμε τις περιγραφές και τα συνηθισμένα ονόματα να δηλώνουν εκφράσεις, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν χρειάζεται να το κάνουν.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Russell προτείνει μια λογική ανάλυση της γλώσσας προκειμένου να επιλυθούν τέτοιες συγχύσεις. Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να το αναδείξει αυτό αποκαλύπτοντας τη δομή των προτάσεων. Στο προαναφερθέν άρθρο «On Denotation» ο Ράσελ παίρνει μια έκφραση, «Ο σημερινός βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός», για ανάλυση. Η ανάλυσή του δείχνει ότι αυτή η δήλωση υποστηρίζει τρία πράγματα:

  1. Υπάρχει αυτή τη στιγμή τουλάχιστον ένα άτομο που βασιλεύει στη Γαλλία.
  2. Υπάρχει επί του παρόντος το πολύ ένα άτομο που βασιλεύει στη Γαλλία.
  3. Όποιος βασιλεύει στη Γαλλία είναι φαλακρός.

Τώρα ο Ράσελ προχωρά περαιτέρω και λέει ότι η δήλωση «Υπάρχει προς το παρόν τουλάχιστον ένα πρόσωπο που βασιλεύει στη Γαλλία» είναι ψευδής, καθώς η Γαλλία δεν είναι μοναρχία. Επομένως, καταλήγει ο Russell, ο συνδυασμός των τριών δηλώσεων είναι επίσης ψευδής. Είναι επιτακτική ανάγκη, για να είναι είτε αληθινή ή ψευδής το υποκείμενο μιας πρότασης πρέπει να αναφέρεται σε κάτι. Επειδή όμως η έκφραση «παρών Βασιλιάς της Γαλλίας» δεν έχει αναφορά στον κόσμο, η έκφραση είναι χωρίς νόημα.
Ο Ράσελ βεβαιώνει έτσι ότι η λογική δομή του κόσμου και της γλώσσας αποκαλύπτεται στη σωστή λογική ανάλυση της γλώσσας. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως αποτελούμενο από γεγονότα, τα οποία είναι πράγματα με πολλές ποιότητες που σχετίζονται με διαφορετικούς τρόπους. Ο Russell υποστηρίζει ότι ένα γεγονός μπορεί να αναλυθεί στα συστατικά του, όπως τα πράγματα, τις ποιότητες και τις σχέσεις. Τώρα, ανάλογα με τα γεγονότα στον κόσμο, υπάρχουν προτάσεις στη γλώσσα και τα πρώτα εκφράζονται με προτάσεις, που είναι μορφές των λέξεων που δηλώνονται ως αληθείς ή ψευδείς. Συγκρίνοντας τις προτάσεις με τον κόσμο των γεγονότων επιβεβαιώνουμε την αλήθεια ή το ψέμα τους. Από αυτούς τους βασικούς ισχυρισμούς ο Russell εξετάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας που αποκαλύπτονται στη λογική της ανάλυση. Η ανάλυση των προτάσεων αναδεικνύει τη λογική τους δομή. Μπορούμε να αναλύσουμε τις προτάσεις σε όλο και πιο στοιχειώδεις μορφές προτάσεων, που εκφράζουν βασικά γεγονότα και ο Ράσελ τις ονομάζει ατομικές προτάσεις. Μια ατομική πρόταση βεβαιώνει ότι ένα πράγμα έχει μια ορισμένη ποιότητα ή στέκεται με κάποιο άλλο πράγμα σε μια συγκεκριμένη σχέση. Με συνδυασμό ατομικών προτάσεων μέσω λογικών λέξεων όπως και, ή, και αν—τότε, εξάγουμε μια σύνθετη ή μοριακή πρόταση. Ο Russell βεβαιώνει ότι, αν όλα τα ατομικά γεγονότα είναι γνωστά, και ότι είναι όλα τα ατομικά γεγονότα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε όλες τις άλλες αλήθειες από αυτά, καθώς είναι οι πιο στοιχειώδεις μορφές εκφράσεων που αναπαριστάνουν γεγονότα στον κόσμο.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Επομένως, η λογική ανάλυση της γλώσσας εκθέτει τις έσχατες απλές μονάδες των γλωσσικών εκφράσεων που έχουν άμεση εξοικείωση (immediate acquaintance) με τον κόσμο των γεγονότων. Τα άτομα είναι τα τελευταία υπολείμματα της λογικής ανάλυσης. Όλες οι σύνθετες προτάσεις που χρησιμοποιούμε σε διάφορους τομείς μπορούν να αναλυθούν λογικά με αυτόν τον τρόπο. Αν δεν μπορούν να αναλυθούν, αν βρούμε κάποιες από τις εκφράσεις να στερείται αναφοράς στον κόσμο, τότε η πρόταση στην οποία εμφανίζονται πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χωρίς νόημα. Μπορούμε έτσι να προχωρήσουμε σε όλο και πιο ακριβή, σαφή και ορισμένη γνώση από τις προφανείς και ασαφείς συνηθισμένες πεποιθήσεις για τον κόσμο. Φτάνουμε λοιπόν στα απλά σύμβολα, που παραπέμπουν αμέσως σε γεγονότα, από τα σύνθετα σύμβολα ή προτάσεις, που αναλύουμε. Μέσα από την ανάλυση μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο της άμεσης γνωριμίας (direct acquaintance) με τα αντικείμενα. Αυτά τα αντικείμενα, σύμφωνα με τον Russell, είναι οι σημασίες των απλών συμβόλων.

Η ίδια η ιδέα της λογικής ανάλυσης της γλώσσας προϋποθέτει ότι υπάρχει μια κρυφή δομή στη γλώσσα, η οποία δεν είναι πάντα εμφανώς ορατή. Με άλλα λόγια, η φαινομενικά ορατή δομή δεν χρειάζεται να είναι η πραγματική και ως εκ τούτου μπορεί να μας παραπλανήσει. Η ανάλυση του Russell για τη δήλωση, «ο σημερινός βασιλιάς της Γαλλίας…» αποκαλύπτει αυτό. Ο Russell κάνει λοιπόν μια διάκριση μεταξύ της επιφανειακής γραμματικής των γλωσσικών εκφράσεων από τη γραμματική βάθους. Ενώ η πρώτη είναι πιο ορατή, είναι επίσης παραπλανητική. Η τελευταία, μπορεί να κρύβεται, αλλά αντιπροσωπεύει την πραγματική δομή, η οποία αποκαλύπτεται στη λογική ανάλυση. Η λογική ανάλυση δείχνει λοιπόν πόσο παραπλανητική μπορεί να είναι η επιφανειακή γραμματική. Οι συνηθισμένες γλώσσες μας έχουν παραπλανητικές δομές. Η λογική δομή των γλωσσικών εκφράσεων δεν είναι εμφανής στην επιφανειακή γραμματική των συνηθισμένων γλωσσών. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να αναλυθεί λογικά. Οι διφορούμενες, παραπλανητικές εκφράσεις των συνηθισμένων γλωσσών μπορεί να αναλυθεί λογικά μέσα από περιγραφές. Αυτό σύμφωνα με τον Russell θα αποκαλύψει τη λογική δομή. Αυτή η δυνατότητα υποδηλώνει ότι μπορεί να αναπτυχθεί μια ιδανική γλώσσα, η οποία δεν έχει τους περιορισμούς των συνηθισμένων γλωσσών. Μια τέτοια ιδανική γλώσσα θα είναι απαλλαγμένη από κάθε δυνατό λογικό λάθος. Αναδεικνύει έτσι τη λογική δομή ή τη γραμματική βάθους των γλωσσικών εκφράσεων και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες ή μπερδέματα. Σε μια τέτοια γλώσσα, κάθε λέξη θα έχει ένα αντικείμενο να αναπαραστήσει και ένα αντικείμενο θα έχει ένα και μόνο σύμβολο. Αυτή η έννοια μιας ιδανικής γλώσσας δεν είναι δημιουργία του Ράσελ, καθώς υπήρχε στους φιλοσοφικούς κύκλους εδώ και πολύ καιρό. Αλλά η ιδέα της λογικής ανάλυσης του Russell της είχε δώσει μια νέα ζωή. Πολλοί φιλόσοφοι, ιδιαίτερα οι στοχαστές του κινήματος του λογικού θετικισμού εμπνεύστηκαν από τέτοια Ρασελιανές ιδέες.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο Ράσελ είναι ένας πολύ σημαντικός στοχαστής στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, καθώς οι προσπάθειες του, μαζί με τον G.E. Moore, άνοιξαν έναν νέο τρόπο φιλοσοφίας στις αρχές του 20ου αιώνας. Έχει επηρεάσει και εμπνεύσει πολλά διαφορετικά κινήματα στην Αγγλο-Σαξονική φιλοσοφία του 20ου αιώνα. Αναμφισβήτητα η πιο σημαντική συνεισφορά του είναι The Principles of Mathematics, που έθεσε τα θεμέλια της μαθηματικής λογικής. Αυτό το βιβλίο και πολλά άλλα γραπτά του Ράσελ έχουν συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της συμβολικής λογικής.

Κουίζ

  1. Ποιος ήταν ο πρωταρχικός στόχος της εργασίας του Russell σχετικά με τη μαθηματική λογική;

[α] Αναγωγή των μαθηματικών στο λόγο [β] Αναγωγή του λόγου σε μαθηματικά
[γ] Αναγωγή της φιλοσοφίας στο λόγο [δ] Αναγωγή της μεταφυσικής σε λογική.

  1. Έμφαση στη φιλοσοφία του G.EMoore;

[α] Λογική ανάλυση της γλώσσας [β] Κοινή λογική [γ] Μεταφυσική προβλήματα [δ] Προτάσεις φυσικών επιστημών.

  1. Σύμφωνα με τον Russell, τόσο ο ιδεαλισμός όσο και ο μονισμός είναι τα αποτελέσματα του

……………..; [a] Ένα μεταφυσικό λάθος [b] Μια λογική αδυναμία [γ] Α λογική αντίφαση [δ] Α γλωσσική σύγχυση.

  1. Ο ιδεαλισμός ουσιαστικά ισχυρίζεται;

[α] Πλουραλισμός [β] Δυϊσμός [γ] Μονισμός [δ] Υλισμός.

  1. Τι σύμφωνα με τον Russell δεν έχει ένας ιδεαλιστής;

[a] Όλες οι σχέσεις είναι εσωτερικές [b] Υπάρχουν πολλές οντότητες που σχετίζονται μεταξύ τους
[γ] Όλες οι προτάσεις έχουν υποκείμενο-κατηγόρημα [d] Όλα οι σχέσεις είναι εξωπραγματικές.

  1. Πώς αναλύουμε λογικά τις διφορούμενες, παραπλανητικές εκφράσεις του

συνήθης γλώσσες; [α] Μέσα από περιγραφές [b] Μέσα από τη μαθηματική λογική [γ] Μέσα εξήγηση [δ] Μέσω της συντακτικής ανάλυσης.

Κλειδί απάντησης

  1. [α]
  2. [β]
  3. [δ]
  4. [γ]
  5. [β]
  6. [α]

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Εργασίες

  1. Εξηγήστε τα σημαντικά χαρακτηριστικά της γλωσσικής στροφής.
  2. Περιγράψτε τον λογικό ατομισμό.

Αναφορές

Βιβλία

  1. Gross, Barry R, ​​/Analytic Philosophy: An Historical Introduction/,

Νέο Δελχί, Βομβάη, Calcutta, Oxford & IBH Publishing Co., 1981.

  1. Pradhan, R.C, /Recent Developments in Analytic Philosophy, /New

Δελχί, Ινδικό Συμβούλιο Φιλοσοφικής Έρευνας, 2001.

  1. Russell, Bertrand, /Logic and Knowledge/, Λονδίνο: Allen and Unwin,
  2. Eames, Elizabeth R, /Bertrand Russell's Theory

of Knowledge/, Λονδίνο: George Allen και Unwin, 1969.

  1. Γκρίφιν, Νίκολας, /Ο σύντροφος του Κέμπριτζ στον Μπέρτραντ Ράσελ/,

Cambridge: Cambridge University Press, 2003.

  1. Patterson, Wayne, /Bertrand Russell's Philosophy of Logical

Atomism/, Νέα Υόρκη: Lang,

Πόροι Ιστού

  1. «Bertrand Russell Society Quarterly», διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://www.lehman.edu/deanhum/philosophy/BRSQ/index.html <http://www.lehman.edu/deanhum/philosophy/BRSQ/index.html>

  1. Irvine, A. D., "Bertrand Russell", /The Stanford Encyclopedia of

Φιλοσοφία /(Έκδοση Χειμώνας 2012), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/win2012/entries/russell/>.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 29

Η πρώιμη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν

Λέξεις κλειδιά: θεωρία εικόνας, νόημα, πρόταση, αντικείμενο, κατάσταση πραγμάτων, μεταφυσικός εαυτός, λογική δομή, σημασιολογική ανάλυση, ατομικά γεγονότα, στοιχειώδεις προτάσεις, αίσθηση, θέαση και επίδειξη, γραμματική επιφάνειας, γραμματική βάθους, υπερβατολογικό υποκείμενο, σιωπή.

Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται ορισμένες σημαντικές πτυχές των αντιλήψεων της γλώσσας, του νοήματος και της πραγματικότητας και τις αλληλοσυσχετίσεις τους, όπως συζητήθηκαν στο πρώιμο έργο του Βιτγκενστάιν, Tractatus Logico Philosophicus. Θα ξεκινήσει με μια εξέταση της εικονικής θεωρίας του νοήματος, που εκθέτει τη λογική δομή της γλώσσας με μια ανάλυση των εννοιών της λέξης, του νοήματος, της σημασίας, της λογικής μορφής και των μορφών των προτάσεων. Στη συνέχεια εξετάζει τις ερωτήσεις, πώς προκύπτουν τα φιλοσοφικά προβλήματα και πώς τα λύνουμε. Το Tractatus ενδιαφέρεται επίσης για πολύ βαθιά φιλοσοφικά προβλήματα όπως η φύση του εαυτού, που είναι αθάνατος. Ολοκληρώνεται με μια έννοια της σιωπής, η οποία θα εξεταστεί σε αυτό το κεφάλαιο.

Εισαγωγή

Ο Ludwig Josef Johann Βιτγκενστάιν γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1889 στη Βιέννη της Αυστρίας. Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Βερολίνο και το 1908 πήγε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για να κάνει έρευνα στην αεροναυπηγική. Εκεί άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογική, καθώς η μελέτη των μαθηματικών τον οδήγησε να κάνει περαιτέρω εξερευνήσεις στα θεμέλια των μαθηματικών. Το πιο σημαντικό συμβάν στην πνευματική του ζωή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέβη όταν γνώρισε τον Gottlob Frege, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ο ιδρυτής της σύγχρονης λογικής όπως την κατανοούμε σήμερα. Ο Φρέγκε πρότεινε στον Βιτγκενστάιν να συναντήσει τον Bertrand Russell στο Cambridge. Ο Βιτγκενστάιν πήγε τελικά εκεί και συνεργάστηκε με τους Russell και G.E. Moore, τους δύο μεγάλους στοχαστές της Βρετανικής αναλυτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, οι οποίοι ήταν επίσης γνωστοί ως οι φιλόσοφοι που ξεκίνησαν αυτόν τον νέο τρόπο φιλοσοφίας στην Ευρώπη του 20ου αιώνα. Ο Βιτγκενστάιν, αν και κέρδισε τη φήμη του πρωτότυπου στοχαστή σε πολύ μικρή ηλικία στο Κέμπριτζ, ήταν ένα πολύ διαφορετικό είδος ανθρώπου και είχε πολύ αντισυμβατικές ιδέες. Το 1914, όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, προσφέρθηκε εθελοντικά στον αυστριακό στρατό και άφησε την έρευνά του. Μέχρι το 1922, ολοκλήρωσε τη συγγραφή του πρώτου του βιβλίου Tractatus Logico- Philosophicus, που εκδόθηκε στη συνέχεια με πρόλογο του Russell. Αυτό το βιβλίο παρεμπιπτόντως είναι το μόνο που δημοσίευσε όσο ζούσε.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αφού έγραψε το Tractatus, ο Βιτγκενστάιν σκέφτηκε ότι είχε λύσει όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας και ως εκ τούτου αποφάσισε να εγκαταλείψει τη φιλοσοφία. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν προετοιμασμένος να αναλάβει μια συμβατική δουλειά καθηγητή πανεπιστημίου, καθώς η φιλοσοφία δεν ήταν γι' αυτόν επιχείρηση που θα επέτρεπε σε κάποιον να προωθήσει τις γνώσεις του· ούτε μπορεί κανείς να διδάξει φιλοσοφία, σκέφτηκε, καθώς δεν υπάρχει τίποτα να διδαχθεί από έναν φιλόσοφο. Ανέλαβε έτσι το επάγγελμα του δασκάλου δημοτικού σχολίου στην αγροτική Αυστρία. Αργότερα, το 1929, επέστρεψε στο Cambridge και στη φιλοσοφία και συνέχισε ξανά τις έρευνές του στη φύση των φιλοσοφικών προβλημάτων και στις δυνατές λύσεις τους. Έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας στο Cambridge το 1939. Την περίοδο αυτή υποστήριξε μια χαρακτηριστικά διαφορετική φιλοσοφική θέση από το πρώιμο έργο του. Το 1947 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή προκειμένου να συγκεντρωθεί στο γράψιμο. Ο Βιτγκενστάιν πέθανε από καρκίνο του προστάτη στο Cambridge τον Απρίλιο

Η Φιλοσοφία του Tractatus

Ο Βιτγκενστάιν βεβαιώνει ότι το κύριο σημείο του βιβλίου του είναι ηθικό, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο δεν ανήκει στην επικράτεια του ρητού (sayable). Αντανακλώντας το πνεύμα της φιλοσοφίας της γλωσσικής ανάλυσης που διαδόθηκε από τον Russell, ο Βιτγκενστάιν επίσης προβληματίζει (problematizes) τη σχέση γλώσσας και κόσμου, και διερευνά το πρόβλημα του νοήματος. Σύμφωνα με αυτόν, η φιλοσοφία είναι μια κριτική της γλώσσας. Πραγματοποιεί μια λογική ανάλυση της γλώσσας, η οποία αναδεικνύει την ουσιώδη λογική δομή όλων των γλωσσικών εκφράσεων.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, η φιλοσοφία προσπαθεί να προσδιορίσει την ουσιώδη λογική δομή της γλώσσας, μια δομή που μοιράζεται με τον κόσμο και με τις σκέψεις μας. Με αυτή την έννοια, η φιλοσοφία θέτει όρια σε αυτό που μπορεί να νοηθεί, και κάνοντας έτσι σε αυτό που δεν μπορεί να νοηθεί. Αλλά αυτό είναι ένα έργο που μοιάζει πολύ με αυτό που υποστήριξε ο Immanuel Kant στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο έργο, καθώς, όπως λέει ο Βιτγκενστάιν, για να μπορέσουμε να χαράξουμε ένα όριο στη σκέψη, θα έπρεπε να θεωρήσουμε και τις δύο πλευρές του ορίου νοητές, κάτι που είναι παράλογο. Εδώ ο φιλόσοφος της γλώσσας στρέφεται στις εκφράσεις των σκέψεων, που μοιράζονται με τη τελευταίες μια κοινή λογική δομή. Με άλλα λόγια, τα όρια σχεδιάζονται στη γλώσσα. Η εξέταση της γλώσσας από τον Βιτγκενστάιν είχε αποκαλύψει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή έχει μια ουσιαστικά παραπλανητική δομή. Η γλώσσα συγκαλύπτει τη σκέψη, λέει Βιτγκενστάιν, τόσο πολύ που, όπως τα ρούχα που φοράμε, που συγκαλύπτουν το σώμα μας, η γλώσσα

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

επίσης ουσιαστικά καλύπτει τις σκέψεις κάτι που οδηγεί σε αρκετές παρεξηγήσεις. Ωστόσο, η γλώσσα είναι μια έκφραση σκέψης, η οποία δεν χρειάζεται να είναι πάντα ορατή από την αρχή.
Τα προβλήματα της φιλοσοφίας τίθενται ως αποτέλεσμα της παρανόησης της λογικής της γλώσσας. Προωθεί έτσι μια κριτική της γλώσσας—η οποία μοιάζει με την κριτική της σκέψης του Καντ —που θα μας επέτρεπε να δούμε τα λάθη που διαπράττουμε. Η ανάλυση της γλώσσας θα αναδείξει την πραγματική, λογική δομή της γλώσσας. Θα αποκαλύψει τη γραμματική του βάθους της γλώσσας, που διαφέρει από την επιφανειακή γραμματική. Ενώ η συνηθισμένη δομή της γλώσσας καθορίζεται από τη συντακτική δομή, η πραγματική δομή ανακαλύπτεται από τη σημασιολογική ανάλυση της γλώσσας που αναδεικνύει το ουσιαστικό λογικό ικρίωμα (scaffolding) της γλώσσας. Η συντακτική δομή είναι παραπλανητική, καθώς ποτέ δεν αποκαλύπτει την ουσιαστική σχέση λέξης-σημασίας. Αλλά η λογική ανάλυση της γλώσσας την αναδεικνύει. Αυτή η ανάλυση αναδεικνύει έτσι το βάθος της γραμματικής των γλωσσικών εκφράσεων ως διαφορετική από την επιφανειακή γραμματική και βοηθά στην αποφυγή των συγχύσεων στη χρήση της γλώσσας, που ευθύνονται τελικά για τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές ανησυχίες.

Ο Φιλοσοφικός Προσανατολισμός του TLP

Ο βασικός φιλοσοφικός προσανατολισμός του TLP μπορεί να γίνει κατανοητός εξηγώντας τη θεμελιώδη προσέγγιση που υιοθετεί ενώ ασχολείται με παραδοσιακά φιλοσοφικά και μεταφυσικά προβλήματα. Οι λύσεις στα φιλοσοφικά προβλήματα υποδεικνύονται με την άρθρωση της διάκρισης νοήματος- ανόητου. Περιγράφοντας πώς η φιλοσοφία ασχολείται με τη γλώσσα και την ανάλυση της --όπως έχει συλληφθεί ως κριτική της γλώσσας-- ο Βιτγκενστάιν καταδεικνύει ότι η φιλοσοφία δεν ασχολείται και δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα λεγόμενα προβλήματα της ζωής. Στη συνέχεια αναπτύσσει το δικό του υπερβατολογισμό (transcendentalism), αναφερόμενος κυρίως στον μεταφυσικό εαυτό, που είναι το όριο του κόσμου και όχι μέρος αυτού. Ο υπερβατολογισμός του αναφέρει επίσης την επικράτεια της σιωπής, που είναι μια εξαιρετικά σημαντική πτυχή της πρώιμης σκέψης του. Ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει έτσι ότι η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια δραστηριότητα. Η λειτουργία της φιλοσοφίας συνίσταται στη διεξαγωγή μιας κριτικής της γλώσσας, η οποία περιλαμβάνει μια ανάλυση. Αυτή η ανάλυση θα αναδείξει τη λογική δομή της γλώσσας, η οποία αντιστοιχεί στη λογική δομή των σκέψεών μας και του κόσμου. Υπάρχει μια αντιστοιχία ένας προς έναν μεταξύ τα τριών σφαιρών της γλώσσας, της σκέψης και του κόσμου.

Ο Κόσμος, η Σκέψη και η Γλώσσα

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Tractatus ξεκινά με την πρόταση, «Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων που ισχύουν» (“The world is all that is the case”), που ακολουθείται από μια άλλη, «Ο κόσμος είναι ένα σύνολο γεγονότων και όχι πραγμάτων». Η σύλληψη του Βιτγκενστάιν του κόσμου δεν εξαντλείται στον φυσικό κόσμο που ζούμε και βιώνουμε. Ασχολείται επίσης με τις λογικές δυνατότητες των καταστάσεων πραγμάτων. Η πραγματικότητα συγκροτείται από τον κόσμο και τα αντικείμενα σε αυτόν, τα γεγονότα και τα ατομικά γεγονότα. Σύμφωνα με αυτόν, ο κόσμος είναι γεγονότα σε λογικό χώρο, που είναι η ολότητα των υπαρχόντων ατομικών γεγονότων. Αυτή η σύλληψη του ατομικού γεγονότος είναι επίσης ένας συνδυασμός αντικειμένων με συγκεκριμένους τρόπους, κάθε συνδυασμός είναι ανεξάρτητος από τον άλλο. Ο Βιτγκενστάιν στη συνέχεια βεβαιώνει ότι η ύπαρξη και η μη ύπαρξη δυνάμει και ενεργεία ατομικών γεγονότων είναι η πραγματικότητα. Η σκέψη περιγράφεται, ως η λογική εικόνα των γεγονότων και ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει ότι ένα ατομικό γεγονός είναι νοητό ή μπορούμε να φανταστούμε ένα ατομικό γεγονός. Ο κόσμος δεν είναι παρά μια εικόνα της ολότητας των αληθινών σκέψεων. Η σκέψη περιέχει τη δυνατότητα της κατάστασης των πραγμάτων, που σκέφτεται και οι σκέψεις εκφράζονται μέσα από προτάσεις. Ο Βιτγκενστάιν καλεί το σημείο μέσω του οποίου εκφράζουμε τη σκέψη ένα προτασιακό σημείο και υποστηρίζει ότι η πρόταση είναι το προτασιακό σημείο στην προβολική του σχέση με τον κόσμο. Εδώ οι έννοιες της λογικής δομής και της λογικής μορφής είναι σημαντικές. Η γλώσσα μοιράζεται με τον κόσμο και τις σκέψεις την ίδια λογική μορφή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχει μια ένα προς ένα σχέση μεταξύ των τριών σφαιρών, που αναδεικνύονται με ανάλυση. Η επικράτεια της γλώσσας είναι η φιλοσοφικά πιο σημαντική και ενδιαφέρουσα, καθώς στην ανάλυση, την οποία εκτελεί ο φιλόσοφος, η γλώσσα είναι το εστιακό αντικείμενο. Η γλώσσα είναι η επικράτεια των προτάσεων και σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, υπάρχουν βασικά δύο τύποι προτάσεων· αυτές που ισχύουν για όλες τις δυνατές καταστάσεις πραγμάτων και εκείνες που είναι εικόνες της πραγματικότητας. Οι προτάσεις της λογικής και των καθαρών μαθηματικών, που ονομάζονται ταυτολογίες, ανήκουν στην πρώτη ομάδα και δεν δίνουν πληροφορίες για τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, οι προτάσεις που απεικονίζουν ή αναπαριστάνουν δυνατές καταστάσεις πραγμάτων στον κόσμο είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Τις συγκρίνουμε με την πραγματικότητα. Μας λένε κάτι για τον κόσμο. Το κάνουν αυτό με τη δομή τους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν το σύνολο των αληθών προτάσεων αποτελεί τις προτάσεις των φυσικών επιστημών. Ο Βιτγκενστάιν βεβαιώνει κατηγορηματικά ότι εκτός από αυτές τις δύο, δεν υπάρχει άλλη κατηγορία προτάσεων. Δεν υπάρχουν φιλοσοφικές ή μεταφυσικές προτάσεις. Έτσι βλέπει τη γλώσσα ως την ολότητα των προτάσεων. Λέει ότι μια πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας, γιατί γνωρίζω την κατάσταση των πραγμάτων που παρουσιάζει, αν καταλαβαίνω την πρόταση. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια πολύ

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Ισχυρίζεται ότι η εικόνα συνδέεται με πραγματικότητα καθώς φτάνει μέχρι αυτήν. Είναι σαν μια ζυγαριά που εφαρμόζεται στην πραγματικότητα. Κάθε εικόνα πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και δεν υπάρχουν εικόνες που να είναι a priori αληθείς. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό μιας εικόνας ή μιας πρότασης είναι η σημασία (sense) της. Σύμφωνα με Βιτγκενστάιν, κάθε εικόνα αναπαριστάνει τη σημασία της και το αν μια πρόταση είναι αληθής ή ψευδής αποφασίζεται με βάση τη συμφωνία ή τη διαφωνία της σημασίας της με την πραγματικότητα. Η εικονική θεωρία του νοήματος (meaning) εισάγεται σε αυτό το πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, το προτασιακό σημείο συνίσταται στο γεγονός ότι τα στοιχεία του, οι λέξεις, συνδυάζονται σε αυτό με συγκεκριμένο τρόπο. (TLP. 3.14). Ως εκ τούτου, παρουσιάζει μια συγκεκριμένη δομή και τάξη. Με άλλα λόγια, η πρόταση είναι όχι απλώς ένα μείγμα λέξεων, όπως ακριβώς το μουσικό θέμα δεν είναι ένα μείγμα τόνων. Υποστηρίζει ότι μόνο τα γεγονότα μπορούν να εκφράσουν μια σημασία, μια τάξη ονομάτων δεν μπορεί. Αυτό δείχνει επίσης τη σημαντικότητα της δομής. Η πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας, υποστηρίζει ο Βιτγκενστάιν. Εξ ου και σε προτάσεις οι σκέψεις μπορούν να εκφραστούν έτσι ώστε, στα αντικείμενα των σκέψεων να αντιστοιχούν τα στοιχεία του προτασιακού σημείου. (TLP. 3.2) Αυτό βεβαιώνει τη σχέση απεικόνισης (picturing) που έχει η γλώσσα με τον κόσμο. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας δομικός ισομορφισμός μεταξύ γλώσσας και κόσμου. Στη γλώσσα έχουμε ονόματα που αντιπροσωπεύουν τα αντικείμενα στον κόσμο. Ισχυρίζεται ότι το όνομα σημαίνει το αντικείμενο στον κόσμο και το αντικείμενο είναι η σημασία της λέξης στη γλώσσα. (TLP. 3.203) Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, στη διάρθρωση (configuration) των απλών σημείων στο προτασιακό σημάδι αντιστοιχεί η διάρθρωση των αντικειμένων στην κατάσταση των πραγμάτων. (3.21) Μια πρόταση στη γλώσσα είναι επομένως μια εικόνα ενός γεγονότος στον κόσμο και η γλώσσα μπορεί να απεικονίσει γεγονότα γιατί μπορεί να αρθρώσει τη δομή τους. Οι προτάσεις στη γλώσσα το κάνουν αυτό αρθρώνοντας το πώς τα αντικείμενα συσχετίζονται στον κόσμο. Τα στοιχεία της εικόνας αντιστοιχούν στα αντικείμενα στα γεγονότα. Στην πρόταση πρέπει να υπάρχουν ακριβώς τόσα πράγματα διακριτά όσα υπάρχουν στην κατάσταση πραγμάτων, την οποία αναπαριστάνει (4.04). Με αυτόν τον τρόπο η προτασιακή δομή αντιστοιχεί στη δομή του γεγονότος. Αυτός ο δομικός ισομορφισμός κάνει την πρώτη μια εικόνα του τελευταίου. Η εικονιστική σχέση της γλώσσας με τον κόσμο είναι κεντρική για τη σύλληψη του Βιτγκενστάιν της γλώσσας και της φιλοσοφίας στην TLP. Η εικόνα, που είναι μια πρόταση, παρουσιάζει τα γεγονότα σε λογικό χώρο, που είναι η ύπαρξη και η ανυπαρξία ατομικών γεγονότων. (TLP. 2.11). Οι ακόλουθες προτάσεις του TLP βεβαιώνουν περαιτέρω την εικονιστική σχέση.

2.12 Η εικόνα είναι υπόδειγμα (model) πραγματικότητας.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

2.13 Στα αντικείμενα αντιστοιχούν στην εικόνα τα στοιχεία της εικόνας. 2.131 Τα στοιχεία της εικόνας στέκονται, στην εικόνα, για τα αντικείμενα. 2.14 Η εικόνα συνίσταται στο γεγονός ότι τα στοιχεία της συνδυάζονται το ένα με το άλλο με ορισμένο τρόπο. 2.141 Η εικόνα είναι ένα γεγονός. 2.15 Το ότι τα στοιχεία της εικόνας συνδυάζονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο, αντιπροσωπεύει ότι τα πράγματα είναι έτσι συνδυασμένα μεταξύ τους.

Η Δομή της Πρότασης και της Απεικόνισης

Ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει ότι μια πρόταση για ένα σύμπλεγμα βρίσκεται σε εσωτερική σχέση με την πρόταση για το συστατικό του μέρος. Αυτό βεβαιώνει τη σχέση απεικόνισης που έχει η γλώσσα με την πραγματικότητα. Μια πρόταση, που είναι μια εικόνα, αντιπροσωπεύει ένα γεγονός ή μια κατάσταση πραγμάτων στο λογικό χώρο. Ο Βιτγκενστάιν επιβεβαιώνει ότι η εικόνα περιέχει τη δυνατότητα της κατάστασης των πραγμάτων που αναπαριστάνει (2.203). Όλες οι εικόνες μπορεί να μην συμφωνούν με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η μία μπορεί να βεβαιώσει ότι η γάτα είναι στο τραπέζι, ενώ η γάτα είναι πραγματικά πάνω στο χαλάκι. Ωστόσο, είναι μια εικόνα, καθώς η πρόταση, «η γάτα είναι στο χαλάκι» είναι μια δυνατή κατάσταση. Είναι μια εικόνα, και επομένως, μια λογική (sensible) πρόταση, αλλά μια ψευδής πρόταση. Με βάση τη συμφωνία μιας πρότασης με την πραγματικότητα την κρίνουμε είτε ως αληθή είτε ως ψευδή, είτε ως σωστή είτε ως λανθασμένη. (2.21) Οι προτάσεις είναι γλωσσικές εκφράσεις που έχουν σημασία. Η σημασία μιας πρότασης εξαρτάται από την κατάσταση πραγμάτων που ενεργεία ή δυνάμει αναπαριστάνει. Με άλλα λόγια, η σημασία μιας πρότασης συνίσταται στη σχέση απεικόνισης την οποία έχει με τον κόσμο. Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι μια εικόνα ή μια πρόταση αναπαριστάνει τη σημασία της. (2.221) Η εικονιστική θεωρία δεν διευκρινίζει μόνο τη φύση και τη δομή των προτάσεων που είναι εικόνες της πραγματικότητας, αλλά και μας διαφωτίζει για τα όρια της γλώσσας. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι μια πρόταση παρουσιάζει την ύπαρξη και την ανυπαρξία ατομικών γεγονότων (4.1). Εδώ ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει ότι δεν είναι όλες οι προτάσεις αληθείς ή δεν αναπαριστάνουν όλες οι προτάσεις πραγματικές καταστάσεις πραγμάτων στον κόσμο. Αλλά μερικές από αυτές αναπαριστάνουν ενεργεία γεγονότα και ως εκ τούτου είναι αληθείς. Ο Βιτγκενστάιν προσθέτει ότι, η ολότητα των αληθών προτάσεων συνιστά την ολότητα των φυσικών επιστημών (4.11). Όλες οι λογικές προτάσεις (sensible propositions) είναι επομένως, είτε αληθείς είτε ψευδείς, ανάλογα με το αν αντιστοιχούν σε πραγματικές καταστάσεις πραγμάτων ή όχι. Όλες εκείνες οι προτάσεις που αποτυγχάνουν να απεικονίσουν ένα γεγονός στον κόσμο δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς, αλλά είναι ανόητες.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Αυτό μας διαφωτίζει για τα όρια της γλώσσας. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου (5.6). Όλες εκείνες οι προτάσεις που δεν είναι ούτε ταυτολογίες ούτε εικόνες του κόσμου είναι ανόητες. Οι λεγόμενες μεταφυσικές προτάσεις είναι παραδείγματα. Για παράδειγμα, όταν λέμε «ο Θεός είναι πανταχού παρών», δεν υποστηρίζουμε κανένα γεγονός στο κόσμο, καθώς τα συστατικά της δήλωσης δεν αντιστοιχούν σε κανένα αντικείμενο στον κόσμο και ως εκ τούτου η σύσταση τους δεν αρθρώνει τίποτα με νόημα. Ούτε αναπαριστάνουν τον κόσμο ούτε αρθρώνουν οποιεσδήποτε αναγκαίες αλήθειες. Δεν είναι δυνατό να σκεφτούμε τίποτα που έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους της λογικής. Υποστηρίζει ότι, το «να παρουσιάσουμε στη γλώσσα οτιδήποτε «αντιφάσκει στη λογική» είναι τόσο αδύνατο όσο και στη γεωμετρία να παρουσιάσουμε με τις συντεταγμένες της ένα σχήμα που έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους του χώρου· ή να δώσουμε τις συντεταγμένες ενός σημείου που δεν υπάρχει.(3. 032)

Τα Όρια του Κόσμου: Το Υπερβατολογικό

Ένα τμήμα της TLP είναι αφιερωμένο στη λογική και δομική σχέση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας. Ασχολείται με το τι μπορεί να ειπωθεί. Αλλά η TLP ασχολείται επίσης με το τι δεν μπορεί να ειπωθεί. Αυτή η επικράτεια του ανείπωτου είναι μάλλον πιο σημαντική από αυτήν αυτού που μπορεί να ειπωθεί. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλά μόνο να δειχθούν. Το μεταφυσικό υποκείμενο είναι μια τέτοια οντότητα. Αυτό το υποκείμενο είναι διαφορετικό από τον εμπειρικό εαυτό, ο οποίος είναι ένα μέρος του κόσμου. Αυτό το υποκείμενο δεν ανήκει στον κόσμο αλλά είναι το όριο του κόσμου. Λέει ότι το «εγώ» εμφανίζεται στη φιλοσοφία μέσω του γεγονότος ότι «ο κόσμος είναι ο κόσμος μου». Το φιλοσοφικό εγώ δεν είναι ο άνθρωπος, ισχυρίζεται ο Βιτγκενστάιν, δεν είναι το ανθρώπινο σώμα ή η ανθρώπινη ψυχή που αντιμετωπίζει η ψυχολογία, αλλά το μεταφυσικό υποκείμενο, το όριο — όχι ένα μέρος του κόσμου. Ιδιότυπος είναι και ο ρόλος της φιλοσοφίας. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι η φιλοσοφία δεν είναι μία από τις φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η λέξη «φιλοσοφία» πρέπει να σημαίνει κάτι που βρίσκεται πάνω ή κάτω, αλλά όχι δίπλα στις φυσικές επιστήμες. Υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι η λογική αποσαφήνιση (clarification) των σκέψεων. (TLP. 4.112). Δεν είναι μια θεωρία αλλά μια δραστηριότητα. Για αυτόν ένα τυπικό φιλοσοφικό έργο αποτελείται ουσιαστικά από διευκρινίσεις (elucidations) και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της φιλοσοφίας δεν είναι ένας αριθμός από «φιλοσοφικές προτάσεις». Μάλλον κάνει αυτές τις προτάσεις σαφείς. Καθιστά σαφείς και οριοθετεί ξεκάθαρα τις σκέψεις που διαφορετικά θα ήταν, ούτως ειπείν, αδιαφανείς και ασαφείς. Αυτή ο λογική αποσαφήνιση της γλώσσας υποδηλώνει τελικά ότι η φιλοσοφία δεν έχει κανέναν ρόλο να παίξει στην ανάπτυξη θεωριών κάθε είδους που ασχολούνται με την έσχατη φύση των πραγμάτων και των ουσιαστικών σχέσεων τους. Βεβαιώνει ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα. Ούτε μπορεί

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής. Η λογική ανάλυση αποκαλύπτει ότι τελικά τα λεγόμενα προβλήματα της ζωής δεν είναι γνήσια προβλήματα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να βρεθούν απαντήσεις σε αυτά. Αυτό δεν σημαίνει να αρνηθούμε τη σημασία και την αξία σε πράγματα που δεν είναι εμπειρικά (όπως έκαναν οι λογικοί θετικιστές). Ο Βιτγκενστάιν λέει μόνο ότι η φιλοσοφία, ως κριτική της γλώσσας δεν μπορώ να πει τίποτα για αυτά. Με την παροχή τέτοιων διευκρινίσεων σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της φιλοσοφίας, ο Βιτγκενστάιν λέει ότι η φιλοσοφία δεν έχει σκοπό να λύσει τα προβλήματα της ζωής. Ούτε μπορεί να το κάνει αυτό. Δείχνει μόνο ότι δεν είναι γνήσια προβλήματα που μπορούν να έχουν λύσεις.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, το κύριο σημείο του βιβλίου του /Tractatus

Logico Philosophicus / είναι; [α] Λογική [β] Ηθική [γ] Γλωσσική [δ] Συντακτική.

  1. Η φιλοσοφία, που είναι μια κριτική της γλώσσας, αναδεικνύει …………………

γλωσσικός εκφράσεις. [α] Γραμματική δομή [β] Σημασιολογικό περιεχόμενο [γ] Λογική δομή [δ] Πραγματικές ιδέες που βρίσκονται πίσω.

  1. Τα προβλήματα της φιλοσοφίας τίθενται ως αποτέλεσμα ………………

[α] Οι μεταφυσικές μας τάσεις [b] Η παρανόηση του το συντακτικό δομή της γλώσσας [γ] Το ακατάληπτο της γλωσσικής εκφράσεις [δ] Οι παρανόηση του λόγου της γλώσσας.

  1. Τι είναι η φιλοσοφία κατά τον Βιτγκενστάιν;

[α] Μια δραστηριότητα γλωσσικής ανάλυσης [b] Μια ανάλυση της πραγματικότητας [γ] Α θεωρία του κόσμος και γλώσσα [d] Ένα δόγμα του εαυτού.

  1. Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, αντικείμενο είναι το ………………;

[α] Έννοια της λέξης [β] Έννοια της λέξης [γ] Συστατικό του κόσμος

[δ] Η ουσία της λέξης.

Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [γ]
  3. [δ]
  4. [α]
  5. [β]

Αναφορές

Βιβλία και άρθρα

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Anscombe, G.E.M., 1959, /An Introduction to Βιτγκενστάιν's

Tractatus/, Λονδίνο: Hutchinson.

  1. Χάκερ, P.M.S. 1996, /Βιτγκενστάιν's Place in Twentieth

Century Analytic Philosophy/. Μπλάκγουελ,.

  1. Kenny, A., 1973, /Βιτγκενστάιν/, Cambridge: Harvard University Press.
  2. Pears, David, 1985, /Βιτγκενστάιν, Λονδίνο: /Fontana Press.
  3. McGinn, Colin, 1984, /Βιτγκενστάιν on Meaning/, Oxford: Blackwell.
  4. Monk, Ray, 2005, /How to Read Βιτγκενστάιν, /New York and

Λονδίνο: W.W.Norton & Εταιρεία.

  1. Mounce, H.O., 1981, /Βιτγκενστάιν's Tractatus: An Introduction/,

Οξφόρδη: Blackwell.

  1. Sluga, Hans D. (επιμ.). 1996, /The Cambridge Companion to

Βιτγκενστάιν/. Cambridge Πανεπιστημιακές Εκδόσεις.

  1. Ράσελ, Μπέρτραντ. 1922, «Εισαγωγή», /Tractatus

Logico-Philosophicus/, Μάιος.

Πόροι Ιστού

  1. Biletzki, Anat and Matar, Anat, «Ludwig Βιτγκενστάιν», /The Stanford

Εγκυκλοπαίδεια / /Philosophy /(Summer 2011 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2011/entries/wittgenstein/>.

  1. British Βιτγκενστάιν Society, URL= http://www.editor.net/BWS/.
  2. The Βιτγκενστάιν Archives at the University of Bergen (WAB), URL=

http://wab.uib.no/.

  1. Ludwig Βιτγκενστάιν, Lectures on Philosophy, URL=

http://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/at/wittgens.htm>.

  1. Conant, James, “Why Worry about the /Tractatus/?”, URL=

<http://philosophy.uchicago.edu/faculty/files/conant/Conant%20Why%20Worry%20 Σχετικά με το%20the%20Tractatus.pdf>.

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 30

Βιτγκενστάιν: Γλωσσικά-Παιχνίδια και Μορφές Ζωής

Λέξεις κλειδιά: Οικογενειακή ομοιότητα, νόημα ως χρήση, μορφές της ζωής, γλωσσικά παιχνίδια, νόημα, ιδιωτική γλώσσα, τήρηση κανόνων.

Αυτό το κεφάλαιο συζητά τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ύστερης φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αφού έγραψε την TLP, όπου σκιαγράφησε μια πολύ ιδιόμορφη σύλληψη της φιλοσοφίας — η οποία συνέλαβε τα φιλοσοφικά προβλήματα ως ψευδοπροβλήματα, που δεν έχουν λύσεις — ο Βιτγκενστάιν άφησε τη φιλοσοφία, καταλήγοντας ότι όλα τα σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τη φιλοσοφία επιλύθηκαν και δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να εξερευνηθεί. Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη. Αφού ασχολήθηκε με πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου του επαγγέλματος του δασκάλου στη Νορβηγία, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στο Cambridge και στη φιλοσοφία το 1929 και μέχρι το 1935 καλλιέργησε πολύ αντισυμβατικές ιδέες για τη φιλοσοφία. Αυτή η περίοδος ήταν επίσης μια μεταβατική περίοδος στην πνευματική του ζωή. Οι σημαντικές ανησυχίες αυτών των ημερών περιλαμβάνουν τη φιλοσοφία των μαθηματικών, τη γλώσσα και το νόημα, τις ψυχολογικές έννοιες και την έννοια της γνώσης.

Ένα σημαντικό έργο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι τα Philosophische Bemerkungen(Αγγλικά μετάφραση Philosophical Remarks) που γράφτηκε το 1932, αλλά δημοσιεύτηκε μεταθανάτια το

  1. Στη συνέχεια γράφτηκε η Philosophische Grammatik (αγγλικά: Philosophical Grammar),

η οποία αμφισβητεί την άποψη ότι η κατανόηση της γλώσσας είναι μια νοητική διαδικασία. Η ιδέα της οικογενειακής ομοιότητας (family resemblance) που κατέχει κεντρική θέση στα μεταγενέστερα έργα του, ιδιαίτερα στις Φιλοσοφικές Έρευνες κάνει την πρώτη της εμφάνιση στη Φιλοσοφική Γραμματική. Ένα άλλο σημαντικό έργο αυτής της περιόδου είναι το The Blue Book, που αναφέρεται στη θεωρία του νοήματος ως χρήσης, η οποία είναι κεντρική στην ύστερη φιλοσοφία του.

Άποψη της Γλώσσας στην Ύστερη Φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν

Κατά τη διάρκεια της ύστερης περιόδου του, ο Βιτγκενστάιν απορρίπτει αυτό που αποτελεί τον πυρήνα των πρώτων του απόψεων για τη γλώσσα· την απεικονιστική σχέση. Κατά συνέπεια, αντιτίθεται και στην άποψη ότι η γλώσσα έχει μόνο μία λογική ή ότι υπάρχει μόνο μία ουσία της γλώσσας.
Αντίθετα, δίνει έμφαση στους διαφορετικούς και πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Συνεπώς υποστηρίζει ότι το νόημα δεν συνίσταται στην εικονιστική σχέση μεταξύ

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

προτάσεων και γεγονότων, αλλά στη χρήση μιας έκφρασης στην πολλαπλότητα των πρακτικών, που συνιστούν τη γλώσσα.

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με αυτή τη μεταγενέστερη άποψη, δεν θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε μια ενική ουσία της γλώσσας, καθώς η τελευταία συνδέεται εγγενώς με όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και συμπεριφορές, τις πρακτικές μας υποθέσεις και σχέσεις, τις προσωπικές και δημόσιες δραστηριότητες μας, τη σχέση με τους άλλους και τον κόσμο. Με άλλα λόγια, σχετίζεται με τις διαφορετικές μορφές ζωής στις οποίες συμμετέχουμε ως άνθρωποι που ζούμε σε μια κοινωνία. Παρά τις προφανείς διαφορές από την πρώιμη άποψή του, η ύστερη φιλοσοφία συμμερίζεται με την πρώτη ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν τη φύση της φιλοσοφίας. Στην Tractatus, ο Βιτγκενστάιν απέρριψε πολλές παραδοσιακές συλλήψεις για τη φύση και τη λειτουργία της φιλοσοφίας και υποστήριξε ότι, η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία ή μια επιστήμη. Ήταν της άποψης ότι η φιλοσοφία δεν προτείνει καμία θεωρία, ούτε λύνει κανένα προβλήματα, αλλά είναι μόνο μια κριτική της γλώσσας. Στη ύστερη περίοδο του επίσης προσυπέγραψε μερικές εξαιρετικά αντισυμβατικές απόψεις για τη φιλοσοφία. Εδώ επίσης ισχυρίστηκε ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα δεν είναι εμπειρικά προβλήματα, και απέρριψε τη δυνατότητα διατύπωσης φιλοσοφικών θεωριών, και τη σύλληψή της ως επιστήμης. Εδώ προτείνει ότι, τα φιλοσοφικά προβλήματα λύνονται εξετάζοντας τη λειτουργία της γλώσσας μας. Πιστεύει ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα θα εξαφανιστούν όταν η λειτουργία της γλώσσας κατανοηθεί σωστά. Η ύστερη του άποψη υποστηρίζει ότι στη φιλοσοφία δεν πρέπει να επιδιώκουμε να εξηγήσουμε αλλά μόνο να περιγράψουμε.

Και πάλι, η πρώιμη άποψή του για τη σύλληψη της γλώσσας ως αναπαράστασης της πραγματικότητας αντικαταστάθηκε υπέρ μιας έννοιας που δίνει έμφαση στην ποικιλομορφία των χρήσεων που έχει η γλώσσα τη ζωή μας. Εδώ ο Βιτγκενστάιν δεν υποστηρίζει πλέον την ιδέα ότι η γλώσσα έχει μια καθολική λογική δομή. Η ιδέα του νοήματος που πρεσβεύει στην πρώιμη σκέψη, η οποία θεωρεί ότι ένα όνομα αντιπροσωπεύει (stands for) ένα αντικείμενο, και η γλώσσα ως όλο είναι μια εικόνα του κόσμου, αντικαταστάθηκε με την έννοια ότι η σημασία μιας λέξης είναι η χρήση της στη γλώσσα.

Αν και ο Βιτγκενστάιν συνεχίζει να ασχολείται με τη γλώσσα, η ύστερη άποψη δεν συλλαμβάνει τη γλώσσα ως πεδίο έρευνας από μόνη της. Θεωρεί τώρα ότι προκύπτουν φιλοσοφικά προβλήματα όταν χρησιμοποιούμε γλώσσα με ακατάλληλους και ασυνήθιστους τρόπους. Αλλά και εδώ πιστεύει ότι πολλές από τις συγχύσεις και τους γρίφους μας είναι το αποτέλεσμα της κακής χρήσης της γλώσσας. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί υπάρχει μια κατάρρευση του μηχανισμού της γλώσσας, καθώς ο Βιτγκενστάιν αντιλαμβάνεται ότι η συνηθισμένη χρήση της γλώσσας είναι μια επικράτεια που δεν δημιουργεί τέτοια προβλήματα. Ορισμένες άλλες ερωτήσεις όπως,

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

«Τι είναι η γλώσσα;», «Έχει η γλώσσα ουσία;» και «Τι είναι νόημα, και είναι αυτό η ουσία της γλώσσας;» μπορεί επίσης να τεθούν σε αυτό το πλαίσιο.

Η Έννοια του Νοήματος

Σε αντίθεση με την πρώιμη άποψη, ο Βιτγκενστάιν στις Φιλοσοφικές Έρευνες (PI) υποστηρίζει ότι κάθε λέξη δεν είναι ένα όνομα και το αντικείμενο που αντιστοιχεί στη λέξη δεν είναι το νόημα της λέξης. Ο Βιτγκενστάιν γράφει:

Ας συζητήσουμε πρώτα αυτό το σημείο του επιχειρήματος: ότι μια λέξη δεν έχει νόημα αν τίποτα δεν αντιστοιχεί σε αυτή.—Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η λέξη «νόημα» χρησιμοποιείται παράνομα εάν χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πράγμα που «αντιστοιχεί» στη λέξη. Αυτό σημαίνει να μπερδέψουμε το νόημα ενός ονόματος με το φορέα του ονόματος. Όταν ο κ. Ν. Ν. πεθάνει κάποιος λέει ότι πέθανε ο φορέας του ονόματος, όχι ότι το νόημα πέθανε. Και θα ήταν ανόητο να το πούμε αυτό, γιατί αν το όνομα έπαυε να έχει νόημα, δεν θα είχε κανένα νόημα να πούμε «ο κ. Ν. Ν. πέθανε». [PI: 40]

Ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει τώρα ότι η έννοια του νοήματος σχετίζεται με τη δημόσια πρακτική της εκφοράς, και με όλα αυτά που καθιστούν δυνατή αυτή την πρακτική. Ως εκ τούτου, δεν είναι απλώς μια λογική άσκηση, η οποία βασίζεται σε αφηρημένες και a priori κανόνες, αλλά μια δυναμικά διαδραστική διαδικασία που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους και τα φυσικά και τεχνητά τους περιβάλλοντα.

Διαφορετικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα για διαφορετικούς σκοπούς. Επιστήμονες, ποιητές, πολιτικοί, μηχανικοί, εργάτες κ.λπ. όλοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα και διάγουν τη ζωή τους μέσω αυτής. Ως εκ τούτου, είναι το εργαλείο των ανθρώπινων σκοπών και αναγκών. Το ενδιαφέρον του φιλοσόφου είναι με το εργαλείο, με τη γλώσσα, όπου εξετάζει τη λειτουργία της γλώσσας. Ο Βιτγκενστάιν αντιτίθεται στην πιθανότητα να φτάσουμε σε μια μοναδική (unitary) θεωρία της γλώσσας, που εξηγεί την όλη λειτουργία μιας γλώσσας με όρους ενός ενικού θεωρητικού μοντέλου. Επιχείρησε κάτι παρόμοιο κατά την πρώιμη περίοδο του, όπου οραματίστηκε να ανακαλύψει την ουσία της γλώσσας εξερευνώντας το λογική της δομή. Από την άλλη πλευρά, η ύστερη άποψη συλλαμβάνει τη γλώσσα ως πολλαπλότητα διαφορετικών δραστηριοτήτων. Αντιτίθεται έτσι σε μια θεωρία της γλώσσας που υποστήριξε η Tractatus και πολλές άλλες λανθασμένες απόψεις για τη γλώσσα.

Οι Φιλοσοφικές Έρευνες πραγματεύονται πολλές τέτοιες απόψεις της γλώσσας, τις οποίες ο Βιτγκενστάιν θεωρεί λανθασμένες στην ύστερη του περίοδο. Ξεκινά με μια κριτική στην

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

σύλληψη του Αυγουστίνου για τη γλώσσα, η οποία είναι μια κοινά αποδεκτή άποψη και η οποία είναι πολύ κοντά στην άποψη της Tractatus. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ουσία της γλώσσας βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια και αυτή η κρυμμένη ουσία πρέπει να ανακαλυφθεί μέσω της ανάλυσης της γλώσσας. Ως εκ τούτου, αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι σαν τελική ανάλυση των μορφών της γλώσσας μας. Αυτή η άποψη υποστηρίζει επίσης ότι η κύρια λειτουργία της γλώσσας είναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας. Και πάλι αφού πιστεύει ότι η εκμάθηση μιας γλώσσας γίνεται κάνοντας συσχετισμούς μεταξύ λέξεων και αντικειμένων, είναι δυνατό να έχουμε μια ιδιωτική γλώσσα, καθώς οι συσχετισμοί αυτοί γίνονται ιδιωτικά από κάθε άτομο. Οι PI αντιτίθεται σε όλες αυτές οι απόψεις και παρουσιάζουν μια πολύ διαφορετική ιδέα για τη φύση και τη φιλοσοφική σημασία της γλώσσας. Υποστήριξε έτσι μια μοναδική σύλληψη της φιλοσοφίας, η οποία άσκησε τεράστια επιρροή στην εξέλιξη του 20ού αιώνα και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλοσοφία.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι PI ξεκινούν με μια εξέταση της σύλληψης της γλώσσας του Augustine, όπου η σημασία της κάθε λέξης είναι προσαρτημένη σε ένα αντικείμενο και κάποιο μαθαίνει τη γλώσσα μαθαίνοντας να συσχετίζει τις λέξεις με τα πράγματα, που είναι τα νοήματα τους. Εναντιωνόμενος σε αυτήν την άποψη, η οποία είναι πιο κοντά στη δική του άποψη που υποστηρίζεται στην TLP, ο Βιτγκενστάιν διακηρύσσει ότι η γλώσσα δεν είναι ένα ομοιόμορφο πράγμα, που ορίζεται ως προς μια ουσία ή καθολική λογική δομή. Αντίθετα, είναι μια σειρά από διαφορετικές δραστηριότητες, καθώς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να κάνουμε πολλά πράγματα στη ζωή. Ο Βιτγκενστάιν εισάγει εδώ την παρομοίωση των παιχνιδιών προκειμένου να διευκρινίσει αυτή την πτυχή. Συγκρίνει αυτές τις διαφορετικές δραστηριότητες με διαφορετικά παιχνίδια που παίζουμε στη γλώσσα. Η έννοια των γλωσσικών παιχνιδιών εισάγεται για να εξηγηθεί η πολλαπλότητα των χρήσεων και η σχέση με τα διαφορετικά πλαίσια των χρήσεων τους.

Και πάλι, ο Βιτγκενστάιν προσυπογράφει μια άποψη που ταυτίζει τη γλώσσα με μια ουσιαστική ανθρώπινη ικανότητα ή δυνατότητα. Λέει ότι η γλώσσα ανήκει στη δική μας φυσική ιστορία όπως το βάδισμα, το φαγητό ή το ποτό. Είναι μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς του είδους και εξελίσσεται σαν θεσμός με τα διάφορα πράγματα που κάνουμε με αυτήν. Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για διαφορετικούς σκοπούς και για να πραγματοποιήσουμε τις διάφορες δραστηριότητες της ζωής μας σε διαφορετικές καταστάσεις και περιστάσεις. Εξ ου και το παρασκήνιο των ανθρώπινων απαιτήσεων στο φυσικό περιβάλλον έχει ζωτικό ρόλο στην εξέλιξη της Γλώσσας.

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Όπως προαναφέρθηκε, η προσέγγιση στην ύστερη περίοδο είναι χαρακτηριστικά διαφορετική από την πρώιμη φιλοσοφία της TLP. Αντί να ψάχνει την ουσία ή την καθολική δομή της γλώσσας, ο Βιτγκενστάιν εδώ εστιάζει στη συνήθη λειτουργία της. Εξετάζει πώς η γλώσσα λειτουργεί κανονικά στα διάφορα πλαίσια στα οποία οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν πραγματικά· για αφήγηση, αμφισβήτηση, περιγραφή, θήρευση, έκφραση ευγνωμοσύνης ή θυμού, αναφορά, βεβαίωση ή άρνηση κ.λπ., πρέπει να εξετάσουμε πώς οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν σε αυτά τα πλαίσια. «Μην εξηγείτε, απλώς δείτε πώς λειτουργεί πραγματικά, καθώς τα νοήματα πρέπει να βρεθούν στη χρήση της», λέει ο Βιτγκενστάιν.

Η μέθοδος του Βιτγκενστάιν συνίσταται στην επίκληση ορισμένων τεχνητών παραδειγμάτων προτύπων γλωσσικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, αναλύει τη γλώσσα του οικοδόμου και του βοηθού του, ως στοιχειώδες πρότυπο μιας γλώσσας εργασίας. Ο οικοδόμος εκφέρει κάποιες ρήσεις που σε άλλα πλαίσια δεν έχουν κατά ανάγκην κανένα νόημα. Αλλά αυτός επικοινωνεί τέλεια με τον βοηθό του, καθώς και οι δύο είναι γνώστες του γλωσσικού παιχνιδιού που συμμετέχουν. Και οι δύο γνωρίζουν τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται και δύσκολα κάνουν λάθη. Ορισμένες δηλώσεις του οικοδόμου προκαλούν καθορισμένες μορφές απαντήσεων στο βοηθό σε ένα καθέκαστο πλαίσιο. Και οι δύο δεν έχουν καμία αμφιβολία για όσα αναφέρονται και τι αναμένεται να γίνει.

Ο Βιτγκενστάιν συγκρίνει εδώ τη χρήση της γλώσσας με ένα παιχνίδι. Οι συμμετέχοντες σε μια συνομιλία συγκρίνονται με παίκτες που εκτελούν ορισμένες εργασίες και κάνουν κάποιους τύπους κινήσεων που βασίζονται σε ορισμένους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί δημόσια. Το πλαίσιο στο οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γλώσσα είναι ζωτικής σημασίας εδώ, καθώς οι κανόνες αλλά και το παιχνίδι αλλάζουν σύμφωνα με το πλαίσιο. Τα πράγματα που κάνουν και επιτυγχάνουν οι συμμετέχοντες, συμμετέχοντας στη συζήτηση, πρέπει να εξεταστούν και ο Βιτγκενστάιν λέει ότι συναντάμε εδώ την τεράστια ποικιλομορφία που παρουσιάζουν οι χρήσεις μας. Ο Βιτγκενστάιν προσθέτει: Αλλά πόσα είδη προτάσεων υπάρχουν; Όπως βεβαίωση, ερώτηση και εντολή;—Υπάρχουν αμέτρητα είδη: αμέτρητα διαφορετικά είδη χρήσης αυτού που ονομάζουμε «σύμβολα», «λέξεις», «προτάσεις». Και αυτή η πολλαπλότητα δεν είναι κάτι σταθερό, δοσμένο μια για πάντα· αλλά νέα είδη γλώσσας, νέα γλωσσικά παιχνίδια, όπως μπορούμε να πούμε, δημιουργούνται, και άλλα γίνονται παρωχημένα και ξεχνιούνται. Εδώ ο όρος «γλωσσικό παιχνίδι» έχει σκοπό να φέρει στο προσκήνιο το γεγονός ότι η ομιλία της γλώσσας είναι μέρος μιας δραστηριότητας ή μιας μορφής ζωής. [PI, 23]

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Γλωσσικά παιχνίδια

Ο Βιτγκενστάιν συλλαμβάνει τη γλώσσα συγκρίνοντάς την με μια εργαλειοθήκη. Σε μια εργαλειοθήκη υπάρχουν πολλά εργαλεία όπως το σφυρί, ο γνώμονας και το δοχείο κόλλας. Ομοίως οι λέξεις έχουν μια πολλαπλότητα διαφορετικών χρήσεων. Δίνει παραδείγματα αρχικών (primitive) μορφών γλωσσών και τις καλεί γλωσσικά παιχνίδια. Έχουμε ήδη αναφέρει το παράδειγμα του γλωσσικού παιχνιδιού του οικοδόμου και του βοηθού του. Αναφέρει επίσης το παράδειγμα ενός παιδιού που μαθαίνει τη χρήση των λέξεων. Τέτοιες αρχικές μορφές γλωσσών αναφέρονται για να απομακρυνθεί η νοητική ομίχλη γύρω από τη συνηθισμένη μας χρήση της γλώσσας. Σε τέτοιες αρχικές μορφές η σκέψη εμφανίζεται λιγότερο μπερδεμένη. Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει ότι αυτές οι απλές αρχικές μορφές δεν είναι εντελώς διαφορετικές από τις σύνθετες φυσικές γλώσσες, καθώς διαφέρουν μόνο στο είδος. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η γλώσσα μας.

Ο Βιτγκενστάιν βεβαιώνει επανειλημμένα την ποικιλομορφία της χρήσης της γλώσσας ανάλογα με το πλαίσια στα οποία τη χρησιμοποιούμε. Σε αντίθεση με την πρώιμη άποψή του που αναζητούσε την καθολική δομή όλων των γλωσσικών εκφράσεων, εδώ δίνει έμφαση στη ποικιλία και αντιλαμβάνεται την πρώιμη προσέγγιση ως μια περίπτωση λαχτάρας για γενικότητα (craving for generality). Αυτή η τάση αναζήτησης της κοινής ουσίας όλων των εκφράσεων είναι ένα μεταφυσικό ενδιαφέρον, καθώς επιδιώκει να εντοπίσει το κοινό χαρακτηριστικό όλων των καθέκαστων του ίδιου είδους. Η μεταφυσική έννοια της γενικής ιδέας πηγάζει από αυτό το ενδιαφέρον.

Αυτή η μεταφυσική τάση συχνά εκλαμβάνει το νόημα της λέξης ως μια εικόνα ή ένα πράγμα που σχετίζεται με αυτή τη λέξη. Αυτό σημαίνει τη συσχέτιση του νοήματος με μια εξωγλωσσική οντότητα, που είναι είτε φυσική είτε νοητική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι λέξεις είναι κύρια ονόματα (proper names) και συγχέουμε τον φορέα του ονόματος με το νόημα του ονόματος. Ο Βιτγκενστάιν μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάτι θεμελιωδώς λάθος σε αυτή τη λαχτάρα για γενικότητα. Υποστηρίζει ότι δεν έχουν όλες οι χρήσεις της γλώσσας με νόημα, νόημα με τον ίδιο τρόπο και δεν είναι όλες οι λέξεις ονόματα. Για να διευκρινιστεί αυτό το σημείο περαιτέρω, αναφέρει το παράδειγμα του ονόματος ενός προσώπου. Το έχουμε δει παραπάνω. Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, το πράγμα ή το πρόσωπο που είναι ο φορέας του ονόματος δεν είναι το νόημα του ονόματος. Όπως λέει, όταν ένα πρόσωπο ονόματι κ. Ν.Ν. πεθαίνει, λέμε, πέθανε ο τάδε. ή ο φέρων το όνομα κ. Ν.Ν. πέθανε, και όχι το νόημα της έκφρασης κ. Ν.Ν. πέθανε.

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η λαχτάρα για γενικότητα είχε οδηγήσει σε πολλές μεταφυσικές συγχύσεις και έχει δημιουργήσει πολλά φιλοσοφικά προβλήματα. Για παράδειγμα, τα προβλήματα που σχετίζονται με αφαιρέσεις (αφηρημένες οντότητες) και τη νοητική αναπαράσταση. Ως αποτέλεσμα υποθέτουμε ότι υπάρχει μια ξεχωριστή και κρυφή επικράτεια της πραγματικότητας, όπου συναντάμε το νόημα των λέξεων. Αντιμετωπίζοντας αυτή την προσέγγιση, ο Βιτγκενστάιν μας προτρέπει να δούμε πώς αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται στην πραγματική γλώσσα. Η ιδέα των γλωσσικών παιχνιδιών το διευκρινίζει αυτό περαιτέρω. Ο Βιτγκενστάιν λέει:

Αντί να παράγω κάτι κοινό για όλα αυτά που ονομάζουμε γλώσσα, λέω ότι αυτά τα φαινόμενα δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο που να μας κάνει να χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για όλα, — αλλά σχετίζονται το ένα με το άλλο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Και είναι λόγω αυτής της σχέσης, ή αυτών των σχέσεων, που τα λέμε όλα «γλώσσα». [PI: 65]

Υπάρχουν διάφορα πράγματα που ορίζουμε ως παιχνίδια. Για παράδειγμα, υπάρχουν επιτραπέζια παιχνίδια, παιχνίδια με κάρτες, παιχνίδια με μπάλα, Ολυμπιακοί αγώνες κ.λπ. Ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει ότι, αν ψάξουμε να μάθουμε τι είναι κοινό σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς τύπους παιχνιδιών, δεν έχουμε τίποτα συγκεκριμένο να επισημάνουμε. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, καθώς σε κάποια παιχνίδια χρησιμοποιούμε μπάλες, κάποια παίζονται σε κλειστό χώρο, άλλα παίζονται ατομικά και άλλα ομαδικά. Για παράδειγμα, τόσο τα παιχνίδια ποδοσφαίρου όσο και τα παιχνίδια βόλεϊ χρησιμοποιούν μπάλες. Αλλά οι τρόποι χρήσης τους είναι διαφορετικοί. Υπάρχουν βέβαια κάποιες ομοιότητες, αλλά υπάρχουν και σημαντικές διαφορές μεταξύ κάθε παιχνιδιού. Αυτές οι ομοιότητες δεν μας δικαιολογούν να προσδιορίσουμε την "ουσία" όλων των παιχνιδιών. Ο Βιτγκενστάιν χαρακτηρίζει τέτοιες ομοιότητες ως οικογενειακές ομοιότητες (family resemblances), υποδεικνύοντας ότι είναι συγκρίσιμες με τις ομοιότητες μεταξύ των διαφορετικών μελών της ίδιας οικογένειας. Κάποια μπορεί να έχουν παρόμοιες μύτες και κάποια άλλα μπορεί να έχει παρόμοια μέτωπα και ούτω καθεξής και ούτω καθεξής. Αλλά τέτοιες ομοιότητες (similarities και resemblances) δεν μας δικαιολογούν να εκλάβουμε μια ουσία. Στα ίδια τα λόγια του Βιτγκενστάιν:

Και το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης είναι: βλέπουμε ένα περίπλοκο δίκτυο ομοιοτήτων που επικαλύπτονται και διασταυρώνονται: μερικές φορές γενικές ομοιότητες, μερικές φορές ομοιότητες στη λεπτομέρεια.

Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους τη χρησιμοποιούμε καθιστά αδύνατη την αναγνώριση μιας ενικής ουσίας. Είναι μια δραστηριότητα που διέπεται από κανόνες, και δεν μπορεί να οριστεί με ακριβείς όρους. Της λείπουν ακριβή όρια και ως εκ τούτου η ίδια έννοια μπορεί να έχει μια σειρά από διαφορετικές εφαρμογές στη χρήση μας. Το νόημα και η σημασία των γλωσσικών χρήσεων εξαρτώνται από το πλαίσιο της ζωντανής εφαρμογής τους. Εδώ ο Βιτγκενστάιν εισάγει την έννοια της «μορφή της ζωής.» Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε μορφή ζωής είναι ένα πλαίσιο ζωής όπου οι άνθρωποι συνδέονται με τον καθένα

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

άλλο, και με το πλαίσιο της ζωής μέσω συμβάσεων και κανόνων. Η μεταφορά του παιχνιδιού μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτήν την πτυχή. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας παρτίδας σκακιού. Εδώ δεν αρκεί απλώς να ονομάσουμε τα διάφορα πιόνια. Κάποιο πρέπει να μάθει πώς οι φιγούρες μπορούν να κινηθούν στη σκακιέρα. Αυτό σημαίνει να γνωρίζετε τους κανόνες του παιχνιδιού του σκακιού, που ουσιαστικά ρυθμίζουν αυτές τις κινήσεις. Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του Βιτγκενστάιν συνίσταται στον ισχυρισμό ότι τα νοήματα είναι κρυμμένα. Δεν βρίσκονται σε καμία περίεργη άγνωστη περιοχή· στο νου ή σε μια υπερφυσική σφαίρα. Αντίθετα, πρέπει να εντοπιστούν στις καθημερινές χρήσεις. Ο Βιτγκενστάιν υποστηρίζει ότι, όπως και τα παιχνίδια, οι κανόνες χρήσης της γλώσσας είναι επίσης δημόσια, συμβατικά και εθιμικά. Αυτοί οι κανόνες είναι ο ρυθμιστικός μηχανισμός μιας κοινότητας. Ο κόσμος τους ακολουθεί, χωρίς να συλλογίζεται σχετικά με αυτούς ή εγείροντας ερωτήματα ή αμφιβολίες για τη νομιμότητά τους. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι «η υπακοή σε έναν κανόνα» είναι μια πρακτική. Μαθαίνουμε έναν κανόνα ακολουθώντας τον και συμμετέχοντες στη μορφή ζωής. Ο Βιτγκενστάιν βεβαιώνει κατηγορηματικά ότι οι κανόνες δεν μπορούν να τηρηθούν ιδιωτικά, καθώς προϋποθέτουν ένα πλαίσιο ζωής, το οποίο είναι δημόσιο.

Η Έννοια της Ιδιωτικής Γλώσσας

Εφόσον οι λέξεις αποκτούν νόημα στη δημόσια δραστηριότητα χρήσης τους, η γλώσσα είναι ουσιαστικά δημόσια δραστηριότητα. Έτσι ο Βιτγκενστάιν αντιτίθεται στην ιδέα μιας ιδιωτικής γλώσσας. Η ιδέα μιας ιδιωτικής γλώσσας, όπου ένα άτομο εκφράζει τις εσωτερικές του εμπειρίες όπως αισθήματα, διαθέσεις κ.λπ. που μόνο αυτό μπορεί να κατανοήσει αμφισβητείται εδώ. Οι ατομικές λέξεις αυτής της γλώσσας λέγεται ότι αναφέρονται σε ιδιωτικές αισθήσεις, τις οποίες μόνο το πρόσωπο που τις έχει, μπορεί να κατανοήσει.

Αντικρούοντας αυτή την άποψη, ο Βιτγκενστάιν ρωτά· πώς ένας άνθρωπος μαθαίνει το νόημα των ονομάτων των αισθήσεων; Θεωρεί τη λέξη «πόνος», που στην πραγματικότητα είναι μια ιδιωτική αίσθηση. Τώρα υποθέστε ότι δίνει ένα όνομα στην ιδιωτική του αίσθηση, που μόνο αυτός μπορεί να σχετίζεται με την τελευταία. Ο Βιτγκενστάιν θυμίζει εδώ ότι όταν κάποιο δίνει ένα όνομα στην αίσθηση του, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος του σκηνικού της γλώσσας προϋποτίθεται. Μόνο τότε έχει νόημα η πράξη της ονοματοδοσίας. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι όταν κάποιο υποδεικνύει μια ιδιωτική αίσθηση που έχει με μια λέξη και σημειώνει αυτή η λέξη όποτε έχει αυτή την αίσθηση, αυτή η λέξη δεν έχει νόημα. Αυτό ισχύει επειδή, αν και μια σημείωση έχει μια λειτουργία και επομένως, μια ορισμένη σημασία, η σημείωση που αυτό το πρόσωπο κάνει όταν έχει μια ιδιωτική αίσθηση, που κανείς άλλος δεν κατανοεί, δεν έχει κανένα νόημα, επειδή σε αντίθεση με τις συνηθισμένες σημειώσεις που κάνουν οι άνθρωποι, αυτή η σημείωση δεν έχει μια λειτουργία

8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

στη δημόσια δραστηριότητα χρήσης της γλώσσας. Μια λέξη που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μια αίσθηση, θα πρέπει να είναι κατανοητή και σε άλλα, και όχι μόνο στον χρήστη. Η χρήση μιας λέξης για την αίσθηση αυτού του προσώπου χρειάζεται μια δικαιολόγηση που όλα κατανοούν. Γίνεται σημείωση μόνο όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που είναι δημόσιοι. Με άλλα λόγια, είναι η πράξη που διέπεται από κανόνες που κάνει τέτοιες κινήσεις σημαντικές (significant) και σημαίνουσες (meaningful). Ο Βιτγκενστάιν συνεχίζει:

Και δεν θα βοηθούσε ούτε να πούμε ότι δεν χρειάζεται να είναι μια αίσθηση· ότι όταν γράφει το «S», έχει κάτι — και αυτό είναι το μόνο που μπορεί να ειπωθεί. Το «έχει» και το «κάτι» ανήκουν επίσης στην κοινή μας γλώσσα.—Έτσι στο τέλος όταν κάποιο κάνει φιλοσοφία φτάνει στο σημείο που θα ήθελε απλώς να εκπέμψει έναν άναρθρο ήχο.—Αλλά ένας τέτοιος ήχος είναι μια έκφραση μόνο όπως εμφανίζεται σε ένα καθέκαστο γλωσσικό παιχνίδι, το οποίο πρέπει τώρα να περιγραφεί. [PI: 261]

Ο Βιτγκενστάιν υπογραμμίζει ότι η γλώσσα είναι μια δημόσια και κοινωνικά ρυθμισμένη δραστηριότητα και ως εκ τούτου, ένας κανόνας διέπει τη δραστηριότητα. Οι γλωσσικές εκφράσεις και χρήσεις έχουν νόημα μόνο εάν χρησιμοποιούνται με τρόπο που διέπεται από τους κανόνες. Αυτή η στροφή στο κανονιστικά ρυθμίζων ενέργημα (rule-governing act) τονίζει τη σημασία των δημοσίως κοινών διυποκειμενικών συμβάσεων στο σχηματισμό και την εξέλιξη των ανθρώπινων γλωσσών. Ο Βιτγκενστάιν εδώ δεν συζητά τη λογική της γλώσσας, όπως έκανε στην TLP, αλλά αντ' αυτού εστιάζει στη γραμματική της γλώσσας που αποτελεί τους κανόνες για ουσιαστική χρήση της γλώσσας. Με αυτή την έμφαση στη γραμματική αναδεικνύει το φαινόμενο της τήρησης κανόνων που ακολουθούν οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν μεταξύ τους στην καθημερινή τους ζωή.

Ο Ρόλος της Φιλοσοφίας

Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι τα τυπικά φιλοσοφικά προβλήματα που απαντώνται συνήθως στην ιστορία της φιλοσοφίας, είναι αποτέλεσμα γλωσσικών συγχύσεων. Προκύπτουν όταν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα όχι με τη συνήθη έννοια με την οποία χρησιμοποιείται. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα προκύπτουν όταν η γλώσσα πάει διακοπές. Προκύπτουν όταν η γλώσσα χρησιμοποιείται με ασυνήθιστη έννοια.

Αλλά η φιλοσοφία έχει επίσης έναν θετικό και σημαντικό ρόλο να παίξει. Εδώ οι απόψεις του μοιάζουν με την πρώιμη άποψή του, η οποία αντιλαμβανόταν τη φιλοσοφία ως κριτική της γλώσσας, και αντιμετώπιζε την κύρια λειτουργία της ως λογική ανάλυση που οδηγεί σε λογική διασαφήνιση (clarification). Και εδώ λέει ότι η φιλοσοφία μας βοηθά να απαλλαγούμε από τις συγχύσεις μας, και η ιδέα της γλωσσικής ανάλυσης είναι κρίσιμη και εδώ. Αλλά εδώ η φιλοσοφία αναδεικνύει τις

9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συγχύσεις, όχι με τη λογική ανάλυση των προτάσεων αλλά με την υπόδειξη της πραγματικότητας της γλώσσας, η οποία συνίσταται στη χρήση της στη συνηθισμένη ζωή.

Η νέα προσέγγιση στη γλωσσική ανάλυση προτρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε εξήγηση, και μόνο η περιγραφή πρέπει να πάρει τη θέση της. Και εδώ η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη και ως εκ τούτου δεν γεννά θεωρίες. Έχει μια εντελώς διαφορετική λειτουργία. Ο Βιτγκενστάιν γράφει:

Η φιλοσοφία απλώς θέτει τα πάντα μπροστά μας και ούτε εξηγεί ούτε συνάγει οτιδήποτε.—Εφόσον όλα είναι ανοιχτά για προβολή, δεν υπάρχει τίποτα να εξηγηθεί. Γιατί αυτό που κρύβεται, για παράδειγμα, δεν μας ενδιαφέρει. Κάποιο θα μπορούσε επίσης να δώσει το όνομα «φιλοσοφία» σε ό,τι είναι δυνατό πριν από όλες τις νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις. Το έργο του φιλοσόφου συνίσταται στη συγκέντρωση υπενθυμίσεων για έναν καθέκαστο σκοπό. [127]

Ως εκ τούτου, τα φιλοσοφικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται ως εμπειρικά προβλήματα που μπορεί να επιλυθούν υιοθετώντας μια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Ο Βιτγκενστάιν λέει ότι, τα φιλοσοφικά προβλήματα λύνονται εξετάζοντας τη λειτουργία της γλώσσας μας. Η φιλοσοφία μας κάνει να αναγνωρίσουμε αυτές τις λειτουργίες της γλώσσας μας, παρά την παρόρμηση για παρεξήγηση τους. Ισχυρίζεται ότι τα προβλήματα λύνονται, όχι με την παροχή νέων πληροφοριών, αλλά τακτοποιώντας αυτά που πάντα γνωρίζαμε. [PI: 109]

Κουίζ

  1. Τι δεν κρατά ο Βιτγκενστάιν στην τελευταία του περίοδο;

(α) Τα φιλοσοφικά προβλήματα επιλύονται εξετάζοντας τη λειτουργία του τη γλώσσα μας

(β) τα φιλοσοφικά προβλήματα λύνονται με λογική ανάλυση της γλώσσας

(γ) Τα φιλοσοφικά προβλήματα θα εξαφανιστούν όταν λειτουργήσουν της γλώσσας είναι σωστά

συλληφθεί (δ) Φιλοσοφία δεν πρέπει να επιδιώξουμε να εξηγήσουμε αλλά μόνο για να /περιγράψω./

  1. Ποιο από τα παρακάτω υποστηρίζει η αυγουστινιανή άποψη για τη γλώσσα;

(α) Η ουσία της γλώσσας βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια (β) Η σημασία μιας λέξης είναι

καθορίζεται από το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται (γ) Η γλώσσα είναι ούτε μία στολή

πράγμα (δ) Η γλώσσα έχει καθολική λογική δομή.

  1. Ποιο από τα παρακάτω υποστηρίζει η μεταγενέστερη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν;

(α) Η φιλοσοφία συνίσταται στο λόγο διευκρίνιση της γλώσσας (β) Φιλοσοφία

ασχολείται με τις θεωρίες της γλωσσολογίας κατανόηση (γ) Η φιλοσοφία εξηγεί

η φύση του κόσμου και της γλώσσας (δ) Η φιλοσοφία ούτε εξηγεί ούτε συνάγει

κάθε άλλο παρά απλά βάζει τα πάντα μπροστά μας.

  1. Γιατί ο Βιτγκενστάιν απέρριψε τη δυνατότητα της ιδιωτικής γλώσσας;

(α) Επειδή δεν μπορούμε ποτέ να εκφράσουμε τις εσωτερικές μας εμπειρίες (β) Επειδή μπορούμε

ποτέ μην ονομάσετε μια ιδιωτική αίσθηση (γ) Επειδή δεν υπάρχει ένα δύο ένα

αντιστοιχία λέξης και σημασίας (δ) Επειδή οι λέξεις αποκτούν

νοήματα στη δημόσια δραστηριότητα χρήσης τους.

  1. Το μοντέλο της γλωσσικής ανάλυσης στο μεταγενέστερο του Βιτγκενστάιν

η εργασία δίνει έμφαση σε:

10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Τα φιλοσοφικά προβλήματα αντιμετωπίζονται ως εμπειρικά προβλήματα (β) Το λογικό

ανάλυση προτάσεων (γ) Κατάργηση κάθε εξήγησης (δ) Φτάνοντας στο α

επιστημονική αντίληψη της γλώσσας. Κλειδί απάντησης

  1. [β]
  2. [α]
  3. [δ]
  4. [δ]
  5. [γ]

Αναφορές

Βιβλία και άρθρα

  1. Χάκερ, P.M.S. 1996, /Βιτγκενστάιν's Place in Twentieth Century

Αναλυτική / /Φιλοσοφία/. Μπλάκγουελ,.

  1. Kenny, A., 1973, /Βιτγκενστάιν/, Cambridge: Harvard University Press.
  2. Pears, David, 1985, /Βιτγκενστάιν, Λονδίνο: /Fontana Press.
  3. McGinn, Colin, 1984, /Βιτγκενστάιν on Meaning/, Oxford: Blackwell.
  4. Monk, Ray, 2005, /How to Read Βιτγκενστάιν, /Νέα Υόρκη και Λονδίνο:

W.W.Norton & Εταιρεία.

  1. Sluga, Hans D. (επιμ.). 1996, /The Cambridge Companion

στον Βιτγκενστάιν/. Cambridge Πανεπιστημιακές Εκδόσεις.

Πόροι Ιστού

  1. Biletzki, Anat and Matar, Anat,

"Ludwig Βιτγκενστάιν", /The Stanford Encyclopedia / /of Philosophy /(Summer 2011 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2011/entries/wittgenstein/>.

  1. British Βιτγκενστάιν Society, URL= http://www.editor.net/BWS/.
  2. The Βιτγκενστάιν Archives at the University of Bergen (WAB), URL=

http://wab.uib.no/.

  1. Ludwig Βιτγκενστάιν, Lectures on Philosophy, URL=

http://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/at/wittgens.htm>.

11


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 31

Λογικός Θετικισμός και η Επιστημονική Σύλληψη της Φιλοσοφίας

Λέξεις κλειδιά: Κύκλος της Βιέννης, αρχή επαλήθευσης, θετικισμός, ταυτολογίες, πραγματολογικές προτάσεις (factual propositions), γλωσσική ανάλυση, απόρριψη της μεταφυσικής, πρακτική επαληθευσιμότητα, επαληθεύσιμη κατ' αρχήν, ισχυρή επαληθευσιμότητα, αδύναμη επαληθευσιμότητα, ενοποιημένη επιστήμη

Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται μια από τις πολύ σημαντικές εξελίξεις που η Ευρωπαϊκή φιλοσοφία του 20ου αιώνα έχει μαρτυρήσει· τον λογικό θετικισμός, ο οποίος είναι επίσης γνωστός ως νεοεμπειρισμός. Πάλι, όπως πολλές άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες στη φιλοσοφία όπως ο υπαρξισμός, ο λογικός θετικισμός δεν είναι μια φιλοσοφική σχολή, με ορισμένο κεντρικό δόγμα, μια σαφή σύλληψη της πραγματικότητας ή μια θεωρία της γνώσης. Είναι μάλλον ένα κίνημα που αντανακλά την κυρίαρχη επιστημονική θεώρηση ευρωπαϊκού πολιτισμού του 20ού αιώνα, και την επέκτασή της σε όλους τους τομείς της ζωής. Οι λογικοί θετικιστές έτσι υποστήριξαν μια μοναδική σύλληψη της γνώσης που θεωρούσε το επιστημονικό μοντέλο ως παράδειγμα. Αντιτάχθηκαν έτσι στη μεταφυσική που αποσκοπεί στην υπέρβαση του αισθητού κόσμου και στοχάζεται υπερβατολογικές πραγματικότητες. Σύμφωνα με αυτούς η μεταφυσική είναι μια κακή επιστήμη. Επηρεάστηκαν εξαιρετικά από πολλές φιλοσοφικές προσεγγίσεις, κυρίως από τον θετικισμό του Augustine Comte, τον λογικό ατομισμό του Bertrand Russell, και το πιο σημαντικό, από την ιδιόμορφη σύλληψη της γλώσσας και του νοήματος που ανέπτυξε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν στο πρώιμο έργο του, την Tractatus Logico Philosophicus. Το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι σημαντικές εξελίξεις στη γνώση έχουν γίνει στον τομέα της φυσικής επιστήμης ώθησε τους λογικούς θετικιστές να θεωρήσουν την επιστημονική σύλληψη της γνώσης ως παραδειγματική. Διαπίστωσαν ότι οι θεωρίες της εικοτολογικής φιλοσοφίας που υποστηρίζονται από διάφορους στοχαστές ήταν απλώς προσωπικές ερμηνείες για την πραγματικότητα. Το πιο σημαντικό, αυτές οι θεωρίες δεν ήταν εμπειρικά επαληθεύσιμες, και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να διαπιστωθεί η αλήθεια ή το ψεύδος τους. Οι λογικοί θετικιστές βεβαιώνουν ότι αυτές οι θεωρίες δεν είναι παρά ποιητικές ή συναισθηματικές αντιδράσεις στον κόσμο και καμία από αυτές δεν αντιπροσωπεύει τη γνώση όπως η επιστήμη. Από την άλλη η επιστήμη


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Προσεγγίζει την πραγματικότητα και τη ζωή από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν ποτέ η ίδια μετά το διαφωτισμό, που είχε γίνει μάρτυρας της εμφάνισης της σύγχρονης επιστήμης. Από τότε που συνέβη η αναγέννηση και η επιστημονική επανάσταση στη σύγχρονη Ευρώπη, οι εφαρμοσμένες επιστήμες έχουν αλλάξει εξαιρετικά την ανθρώπινη ζωή. Ακολουθώντας τον Βιτγκενστάιν που δήλωσε ότι η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη και δεν υπάρχουν φιλοσοφικές θεωρίες, οι λογικοί θετικιστές έχουν επίσης βεβαιώσει ότι η φιλοσοφία δεν συμβάλλει στην αύξηση της ανθρώπινης γνώσης. Η φιλοσοφία του 20ου αιώνα ήταν χαρακτηριστικά διαφορετική από τη φιλοσοφική σκέψη των πρώτων αιώνων. Παλαιότερα, η φιλοσοφία ήταν η υπηρέτρια της θεολογίας και με τον πολιτισμό να στρέφεται όλο και περισσότερο προς την επιστήμη, η φιλοσοφία του 20ου αιώνα έχει γίνει υπηρέτρια της επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο καθήκον της φιλοσοφίας συνίσταται στη λογική αποσαφήνιση της γλώσσας. Ο φιλόσοφος ασχολείται με την αποσαφήνιση της σημασίας των λέξεων και επίσης επιθυμεί να δείξει τι δηλώνουν οι λέξεις με όρους άμεσης εμπειρίας. Ο λογικός θετικισμός ήταν μια εξέχουσα φιλοσοφική πρωτοβουλία που οδήγησε τη σκέψη του 20ου αιώνα προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες —ιστορικοί, πολιτιστικοί, πνευματικοί— που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του λογικού θετικισμού. Θα εξετάσουμε τώρα μερικούς από αυτούς.

Η Εμφάνιση του Λογικού Θετικισμού

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ομάδα διανοουμένων που αποτελείτο από μαθηματικούς, επιστήμονες και φιλοσόφους, άρχισαν να συναντώνται στη Βιέννη υπό την ηγεσία του Γερμανού φιλοσόφου και φυσικού, Moritz Schlick. Συζήτησαν κυρίως τις επιπτώσεις των πρόσφατων εξελίξεων στη λογική που ξεκίνησε από πολλούς στοχαστές όπως ο Frege, ο Russell και ο Βιτγκενστάιν. Οι πρόοδοι που η σύγχρονη επιστήμη είχε κάνει τους είχε επίσης εντυπωσιάσει. Άρχισαν να σκέφτονται την δυνατότητα μιας συστηματικής αναγωγής της ανθρώπινης γνώσης σε λογικά και επιστημονικά θεμέλια, καθώς πίστευαν, ότι η επιστήμη μόνο είναι ικανή να παρέχει καθολική και βέβαιη γνώση. Καθώς καθοδηγούνταν από, υιοθετημένες από τις φυσικές επιστήμες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, έδωσαν έμφαση στον υλισμό, τον εμπειρισμό, τον φιλοσοφικό νατουραλισμό και την επιστημονική μέθοδο. Τα πιο αξιόλογα μέλη του Κύκλου της Βιέννης ήταν οι Moritz Schlick, Hans Reichenbach, Rudolf Carnap, Herbert Feigl,


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Philipp Frank, Kurt Grelling, Hans Hahn, Carl Gustav Hempel, Victor Kraft, Otto Neurath και Friedrich Waismann. Ο Λογικός Θετικισμός ξεκίνησε επίσημα το 1929 με τη δημοσίευση ενός μανιφέστου με τίτλο The Vienna Circle; Its Scientific Outlook, γραμμένο από κοινού από τους Carnap, Neurath και Hahn. Αυτό το φυλλάδιο έδινε μια σύντομη περιγραφή της φιλοσοφικής θέσης των στοχαστών που συνδέονται με την ομάδα, και μια ανασκόπηση των προβλημάτων στη φιλοσοφία των μαθηματικών, της φυσικής και των κοινωνικών επιστημών που είχαν κυρίως ενδιαφερθεί να λύσουν. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του λογικού θετικισμού ήταν η υπεράσπιση της αρχής της επαλήθευσης (principle of verification), η οποία αναφέρει ότι, προκειμένου να να έχει νόημα μια δήλωση πρέπει να είναι εμπειρικά επαληθεύσιμη, αν και κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η δήλωση η ίδια δεν είναι επαληθεύσιμη. Όπως προαναφέρθηκε, οι λογικοί θετικιστές επηρεάστηκαν από πολλούς παράγοντες που συνέβαλαν στον καθορισμό της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ευρώπης του 20ού αιώνα. Μία από τις πρωταρχικές επιρροές ήταν ο εμπειρισμός των Hume, Comte, Mill, Avenarius και Mach. Οι σύγχρονες εξελίξεις στην τυπική λογική ήταν μια άλλη σημαντική πνευματική έμπνευση καθώς οι λογικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν από τους Frege, Peano και Russell χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τους λογικούς θετικιστές στην ανάλυσή της γλώσσας. Η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική του Αϊνστάιν ήταν άλλοι παράγοντες που επηρέασαν τη σκέψη τους. Αλλά η πιο σημαντική επιρροή ήταν η Tractatus του Βιτγκενστάιν, επί της οποίας ανέπτυξαν τη δική τους μοναδική ανάγνωση και ερμηνεία. Οι λογικοί θετικιστές υιοθέτησαν τον ασυμβίβαστο θετικισμό και πρότειναν μια γενική απόρριψη της μεταφυσικής. Είχαν τεράστιο σεβασμό για την επιστημονική μέθοδο και τη λογική ανάλυση, και πίστευαν ότι στο βαθμό που τα φιλοσοφικά προβλήματα είναι γνήσια, μπορούν να λυθούν σίγουρα με λογική ανάλυση. Όντας πιστοί στην εμπειρική παράδοση, ήταν φυσικό για τους λογικούς θετικιστές να επηρεαστούν από τη ριζοσπαστική εμπειριστική φιλοσοφία του Ντέιβιντ Χιουμ. Στη συνέχεια, επαναδιατύπωσαν τη διαίρεση του Hume μεταξύ Σχέσεων Ιδεών (Relations of Ideas) και Γεγονότων (Matters of Facts) ως ταυτολογίες και πραγματολογικές προτάσεις (factual propositions). Υποστηρίζουν ότι όλες οι λογικές προτάσεις εμπίπτουν σε αυτές τις δύο κατηγορίες. Επομένως, σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, προτάσεις που δεν είναι ούτε ταυτολογίες ούτε πραγματολογικές δεν είναι προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η θεωρία της επαληθευσιμότητας, η οποία έφτασε να αναγνωριστεί ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα των λογικών θετικιστών.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Λογικός Θετικισμός και το Ερώτημα του Νοήματος

Όπως πολλοί άλλοι που θεωρούν ότι η γλωσσική ανάλυση αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας, οι λογικοί θετικιστές επίσης αντιμετώπισαν την ανάλυση της γλώσσας ως ζωτικής σημασίας. Σύμφωνα με αυτούς, υπάρχουν διάφοροι τύποι σημαινουσών δηλώσεων. Υπάρχουν αναλυτικές a priori δηλώσεις που είναι αληθείς ή ψευδείς συνέπεια της σημασίας τους ή της λογικής μορφής τους. Όταν η αλήθεια και το ψεύδος των δηλώσεων διαπιστώνονται από την εμπειρία, είναι γνωστές ως συνθετικές a posteriori. Επομένως, υποστηρίζουν ότι το νόημα μιας πρότασης είναι γνωστό αν γνωρίζουμε τη μέθοδο μέσω της οποίας την επαληθεύουμε. Με άλλα λόγια, γνωρίζουμε το νόημα αν γνωρίζουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες η δήλωση είναι σωστή ή ψευδής. Αυτή είναι η περίφημη αρχή της επαλήθευσης. Οι λογικοί θετικιστές πραγματοποιούν την απόρριψη της μεταφυσικής χρησιμοποιώντας την αρχή της επαλήθευσης ως κριτήριο για το νόημα (meaningfulness). Οι μεταφυσικές προτάσεις, προφανώς δεν είναι επαληθεύσιμες, καθώς δεν αφορούν αυτό που συμβαίνει στον κόσμο.

Στη συνέχεια, υποστηρίζουν ότι πολλές μεταφυσικές εκφορές οφείλονται σε διάπραξη λογικών λαθών. Ξεκινούν την ανάλυσή τους με μια εξέταση δηλώσεων που εκφράζουν τις ονομαζόμενες μεταφυσικές αλήθειες. Εξερευνούν από ποιες προκείμενες συμπεραίνουν οι μεταφυσικοί τις προτάσεις τους, καθώς και αυτοί πρέπει να ξεκινήσουν, όπως κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, με την προφάνεια (evidence) των αισθήσεών τους. Ως εκ τούτου, οι λογικοί θετικιστές αναρωτιούνται ποια έγκυρη διαδικασία συλλογισμού μπορεί να οδηγήσει τους μεταφυσικούς στη σύλληψη μιας υπερβατικής πραγματικότητας. Όπως λέει ο A. J. Ayer, οι παραδοσιακές διαφωνίες των φιλοσόφων είναι, ως επί το πλείστον, τόσο αδικαιολόγητες όσο και άκαρπες. Υποστηρίζει έπειτα ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για να τερματιστούν είναι να καθοριστεί πέρα ​​από κάθε αμφιβολία «ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός και η μέθοδος μιας φιλοσοφικής έρευνας;» [Language Truth and Logic, σελ. 1]

Απόρριψη της Μεταφυσικής και Γλωσσική Ανάλυση

Οι λογικοί θετικιστές απορρίπτουν τη μεταφυσική με έναν χαρακτηριστικά διαφορετικό τρόπο από πολλούς άλλους που επιχείρησαν να το κάνουν. Για παράδειγμα, ο Immanuel Kant είχε αποδείξει ότι η μεταφυσική ως επιστήμη είναι αδύνατη. Αντιμετώπισε την αδυναμία της μεταφυσικής ως γεγονός και προσπάθησε να θέσει ένα όριο στη σκέψη μας. Από την άλλη, ο Βιτγκενστάιν, που ακολούθησε μια μέθοδο που βασίζεται στη γλωσσική ανάλυση προσπαθεί να βάλει ένα όριο στη γλώσσα. Υποστηρίζει ότι, για να θέσουμε ένα όριο στη σκέψη, όπως έκανε ο Καντ, θα πρέπει να σκεφτούμε και τις δύο πλευρές αυτού του ορίου, που είναι παράλογο. Ακολουθώντας τον Βιτγκενστάιν, οι λογικοί θετικιστές προσπαθούν επίσης να καταδείξουν


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

το αδύνατο μιας υπερβατικής μεταφυσικής, όχι ως γεγονός, αλλά ως θέμα λογικής. Σκοπεύουν να δείξουν πώς η μεταφυσική είναι αδύνατη, με μια κριτική της φύσης των πραγματικών δηλώσεων που συνιστούν τη μεταφυσική. Εφαρμόζοντας την αρχής της επαλήθευσης ως κριτήριο νοηματοδότησης (meaningfulness) ισχυρίζονται ότι οι δηλώσεις που ξεπερνούν τα όρια κάθε δυνατής αισθητηριακής εμπειρίας δεν έχουν κυριολεκτική σημασία. Καθώς οι λεγόμενες μεταφυσικές προτάσεις υπερβαίνουν τέτοια όρια, είναι βέβαιο ότι δεν έχουν νόημα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο κανόνας που καθορίζει την κυριολεκτική σημασία της γλώσσας είναι το κριτήριο της νοηματοδότησης. Αλλά οι μεταφυσικοί παράγουν προτάσεις, οι οποίες αποτυγχάνουν να συμμορφωθούν με τις συνθήκες υπό τις οποίες και μόνο μια πρόταση μπορεί να είναι κυριολεκτικά σημαίνουσα (significant). Σχετικά με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει την προσέγγιση των λογικών θετικιστών διαφορετική από άλλους που αντιτίθενται στη μεταφυσική, A.J. Ο Ayer παρατηρεί:

Η πρωτοτυπία των λογικών θετικιστών έγκειται στο ότι κάνουν το αδύνατο της μεταφυσικής να μην εξαρτάται από τη φύση αυτού που θα μπορούσε να γνωσθεί, αλλά από τη φύση αυτού που θα μπορούσε να ειπωθεί. Η κατηγορία τους εναντίον του μεταφυσικού ήταν ότι παραβαίνει τους κανόνες που κάθε ρήση πρέπει να ικανοποιεί για να είναι κυριολεκτικά σημαίνουσα. [Λογικός θετικισμός, σελ.11]

Οι λογικοί θετικιστές υποστηρίζουν λοιπόν ότι όλες οι προτάσεις για τον Θεό ή το απόλυτο, για υπερβατικές οντότητες, την υπόσταση, το πεπρωμένο του ανθρώπου, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, την καλοσύνη κ.λπ. είναι μεταφυσικές. Αυτές οι προτάσεις μοιάζουν με άλλες σημαίνουσες προτάσεις που αφορούν πραγματικά γεγονότα (matters of fact). Προσποιούνται ότι είναι γνωσιακές (cognitive). Αλλά με μια γλωσσική ανάλυση που βασίζεται στην αρχή της επαληθευσιμότητας, οι λογικοί θετικιστές βεβαιώνουν ότι στην πραγματικότητα είναι κυριολεκτικά ανοησίες και χωρίς νόημα, αν και μπορεί να έχουν συναισθηματική ή ποιητική αξία. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της λογικής ανάλυσης της γλώσσας για να καταδείξουν το ανόητο των μεταφυσικών προτάσεων, οι λογικοί θετικιστές επηρεάστηκαν από την Tractatus του Βιτγκενστάιν. Ο Βιτγκενστάιν μιλά για εκείνες τις στοιχειώδεις προτάσεις που μια λογική ανάλυση της γλώσσας μπορεί να αποκαλύψει. Αυτές οι στοιχειώδεις προτάσεις έχουν άμεση αντιστοιχία με γεγονότα. Είναι άμεσες αναφορές παρατήρησης και, ως εκ τούτου, είναι η λυδία λίθος με αναφορά τις οποίες όλες οι άλλες δηλώσεις επαληθεύονται εμπειρικά.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ίσως χρειαστεί να εξετάσουμε λίγο περισσότερο τα σημαντικά χαρακτηριστικά της αρχής της επαλήθευσης σε αυτό το πλαίσιο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτή η αρχή υποστηρίζει ότι το νόημα μιας πρότασης είναι η δική της μέθοδος επαλήθευσης. Επομένως, η επαλήθευση είναι το κριτήριο με το οποίο ελέγχουμε εάν μια πρόταση εκφράζει μια γνήσια πρόταση σχετικά με ένα γεγονός. Υποστηρίζουν ότι όλες οι σημαίνουσες δηλώσεις μπορούν τελικά να αναλυθούν στις στοιχειώδεις δηλώσεις που αντιπροσωπεύουν τα παρατηρήσιμα συμβάντα. Αυτό ισχύει και για τις πιο αφηρημένες επιστημονικές υποθέσεις. Σύμφωνα με τον A.J. Ayer, η αρχή της επαλήθευσης βεβαιώνει ότι μια πρόταση είναι πραγματικά σημαίνουσα για κάθε δεδομένο πρόσωπο, εάν και μόνο εάν αυτό γνωρίζει πώς να επαληθεύσει την πρόταση που υποτίθεται ότι εκφράζει -- δηλαδή, αν γνωρίζει ποιες παρατηρήσεις θα τον οδηγούσαν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποδεχτεί την πρόταση ως αληθή ή να την απορρίψει ως εσφαλμένη. Ο Ayer συζητά διάφορους τύπους επαλήθευσης, όπως η πρακτική επαληθευσιμότητα, η επαληθευσιμότητα κατ' αρχήν, η ισχυρή επαληθευσιμότητα και η αδύναμη επαληθευσιμότητα. Η πρακτική επαληθευσιμότητα είναι δυνατή στην περίπτωση προτάσεων οι οποίες μπορούν να επιβεβαιωθούν είτε ως αληθείς είτε ως ψευδείς με βάση πραγματικές παρατηρήσεις. Από την άλλη, οι προτάσεις για τις οποίες δεν διαθέτουμε πρακτικά μέσα επαλήθευσης μπορεί να εξακολουθούν να έχουν νόημα αν μπορούμε θεωρητικά να τις επαληθεύσουμε. Το κριτήριο της ισχυρής επαλήθευσης επιμένει ότι μια δήλωση έχει νόημα εάν και μόνο εάν, η αλήθεια της θα μπορούσε να εδραιωθεί οριστικά στην εμπειρία. Αλλά ένα τόσο ισχυρό/αυστηρό κριτήριο καθίσταται δύσκολο να υποστηριχθεί, καθώς πολλές δηλώσεις που θεωρούμε αληθινές, όπως όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί, και τα σώματα επεκτείνονται όταν θερμαίνονται, δεν είναι επαληθεύσιμες με την ισχυρή έννοια. Τέτοιες γενικές προτάσεις νόμου σχεδιάζονται για να καλύψουν έναν άπειρο αριθμό περιπτώσεων. Επομένως, δεν επαληθεύονται οριστικά. Από την άλλη πλευρά, το κριτήριο της αδύναμης επαλήθευσης δηλώνει ότι μια δήλωση έχει νόημα εάν είναι δυνατόν για την εμπειρία για να το καταστήσει πιθανό. Το σημαντικό ερώτημα σε αυτό το πλαίσιο είναι, «θα ήταν οι οποιεσδήποτε παρατηρήσεις σχετικές με τον προσδιορισμό της αλήθειας ή του ψεύδους της;» Με την αδύναμη έννοια, η γνήσια πραγματική πρόταση (genuine factual proposition) δεν χρειάζεται να είναι ισοδύναμη με μια εμπειρική πρόταση ή με οποιοδήποτε πεπερασμένο αριθμό εμπειρικών προτάσεων. Λέει μόνο ότι αν κάποιες εμπειρικές προτάσεις μπορούν να συναχθούν από αυτήν σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες προκείμενες χωρίς να προκύπτει από αυτές τις άλλες προκείμενες και μόνο, τότε έχει νόημα. Η ίδια η ιδέα της σύλληψης της επαληθευσιμότητας ως κριτηρίου του νοήματος συναντά πολλές δυσκολίες. Η ιδέα της επαληθευσιμότητας βασίζεται στην έννοια των στοιχειωδών δηλώσεων που είναι


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

δηλώσεις άμεσης παρατήρησης. Όμως αυτές οι ίδιες οι στοιχειώδεις δηλώσεις δεν είναι αλάνθαστες, καθώς μπορεί να μην αναφέρονται σε τίποτα άλλο εκτός από τις ιδιωτικές αισθήσεις του ομιλητή. Μπορεί να μην είναι οτιδήποτε περισσότερο από απλές εγγραφές των άμεσων εμπειριών του υποκειμένου. Και πάλι, η υπερβολική έμφαση στην παρατήρηση μπορεί επίσης να θέσει την απειλή του σολιψισμού. Μια μετάβαση από τις ιδιωτικές εμπειρίες του υποκειμένου στις εμπειρίες των άλλων και στον δημόσιο κόσμο είναι πάντα προβληματική. Κατά ειρωνικό τρόπο, όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της επαλήθευσης δεν είναι η ίδια επαληθεύσιμη.

Λογικός Θετικισμός και η Ιδέα της Ενοποιημένης Επιστήμης

Οι λογικοί θετικιστές έχουν υποστηρίξει μια ιδέα ενοποιημένης επιστήμης, η οποία βεβαιώνει ότι όλη η γνήσια γνώση μπορεί να ταυτιστεί με την επιστημονική γνώση. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να υλοποιήσουν την ενότητα όλων των επιστημών με την ανάπτυξη μιας κοινής γλώσσας στην οποία όλες οι επιστημονικές προτάσεις μπορούν να εκφραστούν. Όλες οι γνώσεις μπορούν να κωδικοποιηθούν σε μια ενιαία τυπική γλώσσα της επιστήμης (standard language of science). Αυτό γίνεται με την πραγματοποίηση πολλών αναγωγών ή επεξηγήσεων των όρων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα, σε πιο θεμελιώδεις εκφράσεις που αντιπροσωπεύουν παρατηρήσεις.

Οι λογικοί θετικιστές υποστηρίζουν ότι η επιστημονική θεωρία αντιπροσωπεύει ένα αξιωματικό σύστημα, που δεν είναι άμεσα επαληθεύσιμο. Είναι ένα αφηρημένο τυπικό σύστημα (abstract formal system). Οποιαδήποτε εμπειρική ερμηνεία είναι δυνατή μόνο μέσω εκείνων των δηλώσεων που καθιερώνουν μια συσχέτιση μεταξύ των πραγματικών αντικειμένων και των αφηρημένων εννοιών. Η επιστημονική θεωρία χρειάζεται τέτοιους κανόνες αντιστοιχίας (rules of correspondence) για εμπειρική ερμηνεία και επαλήθευση. Η γλώσσα της επιστημονικής θεωρίας, σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, αποτελείται από τρεις τύπους όρων: λογικούς, παρατηρησιακούς και θεωρητικούς. Ενώ οι λογικοί όροι σχηματίζουν λογικές δηλώσεις, οι παρατηρησιακές δηλώσεις σχηματίζονται από λογικούς όρους και όρους παρατήρησης. Οι θεωρητικές δηλώσεις σχηματίζονται από θεωρητικούς όρους και λογικούς όρους. Οι λογικοί θετικιστές πιστεύουν λοιπόν ότι όλες οι επιστήμες μοιράζονται μια κοινή γλώσσα και όλοι οι επιστημονικοί όροι θα μπορούσαν να επαναδιατυπωθούν ως, ή να αναχθούν σε, ένα σύνολο βασικών δηλώσεων ή προτάσεων πρωτοκόλλου, που περιγράφει την άμεση εμπειρία ή αντίληψη. Με άλλα λόγια, οι λογικοί θετικιστές οραματίζονται μια αναγωγή όλων των επιστημονικών όρων σε όρους φυσικής. Υποστηρίζουν ότι οι διαδικασίες για τις δοκιμές δηλώσεων στις διάφορες επιστήμες είναι βασικά οι ίδιες.


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Εμπνευσμένοι από τον Βιτγκενστάιν, οι λογικοί θετικιστές υποστηρίζουν ότι η πρωταρχική λειτουργία της φιλοσοφία δεν είναι να προτείνει βασικές αρχές γνώσης. Η φιλοσοφία δεν στοχεύει να κατασκευάσει ένα απαγωγικό σύστημα σημαινουσών προτάσεων, προσφέροντας τις συνέπειες των βασικών αρχών της γνώσης ως μια ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Βεβαιώνουν ότι η φιλοσοφία διευκρινίζει τις λογικές σχέσεις των εμπειρικών προτάσεων.

Όπως με τα περισσότερα άλλα φιλοσοφικά κινήματα, ιστορικοί και πολιτιστικοί παράγοντες έπαιξαν έναν κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση του λογικού θετικισμού. Οι αρχές του 20ου αιώνα ήταν μια εποχή λογικής και επιστημονικής ορθολογικότητας. Ο αντίκτυπος των επιστημονικών εξελίξεων στη φιλοσοφία ενέπνευσε πολλούς στοχαστές να συλλάβουν τη φιλοσοφία ως επιστημονική· μια επιστημονική φιλοσοφία. Υιοθέτησαν τη μέθοδο της αυστηρής λογικής και γλωσσικής ανάλυσης για το σκοπό αυτό, και τη συνδύασαν με το πνεύμα του εμπειρισμού και του θετικισμού.

Αν και οι λογικοί θετικιστές έχουν προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον από διάφορα μέρη, δεν κατάφεραν να διατηρηθούν και να εδραιωθούν ως κίνημα. Οι θεωρίες τους προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από τις σκέψεις του Ράσελ και του Βιτγκενστάιν. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν είχε συνδεθεί με το κίνημα. Ο Βιτγκενστάιν ήταν ακόμη και επικριτικός για το έργο τους και παραπονέθηκε ότι είχαν παρανοήσει τη φιλοσοφία του. Έχουν προσελκύσει κριτική από μεταγενέστερους φιλοσόφους της αναλυτικής φιλοσοφίας όπως ο Hilary Putnam και ο W.V. Quine. Ο Putnam έχει αποδείξει ότι η διάκριση των λογικών θετικιστών, που γίνεται μεταξύ «παρατηρησιακών» και «θεωρητικών» δηλώσεων δεν έχει νόημα. Ο W. V. Quine έχει επικρίνει τη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών δηλώσεων, και την αναγωγή των σημαινουσών δηλώσεων στην άμεση εμπειρία. Περαιτέρω ο Thomas Kuhn έχει αποδείξει το αδύνατο της παροχής συνθηκών αλήθειας για την επιστήμη, ανεξάρτητα από το ιστορικό της παράδειγμα.

Κουίζ

  1. Σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, ποιο από τα παρακάτω ήταν

όχι λόγος απόρριψης μεταφυσική; (α) Οι μεταφυσικές θεωρίες αποδεικνύονται ψευδείς (β) Δεν είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο
(γ) Δεν είναι παρά ποιητικές ή συναισθηματικές αντιδράσεις στον κόσμο (δ) Είναι όχι περισσότερο από απλές προσωπικές ερμηνείες για την πραγματικότητα.

  1. Όλα τα παρακάτω έχουν επηρεάσει τους λογικούς θετικιστές, εκτός;

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Εμπειρισμός (β) Σύγχρονες εξελίξεις στην τυπική λογική (γ) Ιδεαλισμός

(δ) Εξελίξεις στη σύγχρονη επιστήμη.

  1. Σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, ποιο είδος δηλώσεων

είναι αληθή ή ψευδή λόγω του τη σημασία τους ή το λόγος τους μορφή; (α) Αναλυτικό a priori (β) Syhtnetic a priori (γ) Συνθετικό εκ των υστέρων (δ) Κανένα από τα πάνω από.

  1. Σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, σχετικά με το τι κάνει η

αδυναμία μεταφυσικής εξαρτάται από; (α) Για τη φύση αυτού που θα μπορούσε να είναι γνωστό (β) Για τη φύση του τι μπορούσε να φανταστεί κανείς (γ) Σχετικά με τη φύση του τι θα μπορούσε να εξεταστεί (δ) Για τη φύση του τι θα μπορούσε να είναι είπε.

  1. Σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές μεταφυσικές δηλώσεις

δεν είναι………. . (α) Αποδείχθηκε ότι είναι ψευδές (β) Κυριολεκτική ανοησία (γ) Χωρίς νόημα (δ) Έχει μόνο συναισθηματικό αξία.
Κλειδί απάντησης

  1. [α]
  2. [γ]
  3. [α]
  4. [δ]
  5. [α]

Εργασίες

  1. Συζητήστε τον τρόπο με τον οποίο οι λογικοί θετικιστές έχουν απορρίψει τη μεταφυσική, αναδεικνύοντας την

ιδιόμορφα χαρακτηριστικά.

  1. Περιγράψτε τη θεωρία του νοήματος που υποστηρίζουν οι λογικοί θετικιστές.

Αναφορές

Βιβλία

  1. Ayer, A. J, /The Problem of Knowledge/, Λονδίνο, MacMillan. 1956.
  2. --------- (Επιμ.), /Logical Positivism, /New York, Free Press, 1959.
  3. ---------/Language Truth and Logic, /London, Penguine Books, 1971.

/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Chapman, Siobhan and Routledge, Christopher (Επιμ.), /Key Ideas in Linguistics and the /

/Philosophy of Language/, Edinburgh, Edinburgh University Press, 2009.

  1. Copleston, Frederick, /A History of Philosophy /1950ol 11: Logical Positivism and

Υπαρξισμός, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Continuum, 2003.

  1. Hahn, Lewis Edwin (Επιμ.) /The Philosophy of A. J. Ayer/, La Salle IL,

Ανοιχτό Δικαστήριο, 1992.

  1. Hempel, C.G, ―Problems and Changes in the Empiricist Criterion of Meaning‖, /Revue /

/International de Philosophie/, 11: 41–63.

  1. Joad, C. E. M. A, /Critique of Logical Positivism /Chicago, University of Chicago Press,
  2. Λογικός Θετικισμός και Υπαρξισμός. Συντελεστές: Frederick

Κόπλστον

  1. Klemke, E. D (Επιμ.), /Contemporary Analytic and Linguistic Philosophies/, Buffalo, NY,

Προμηθέας 1983.

  1. Weinberg, Julius Rudolph, /An Examination of Logical Positivism/, Νέα Υόρκη, Harcourt,

Brace and Co, 1936.

  1. Waismann, Friedrich, 1965, /Principles of Linguistic Philosophy/, R. Harré (επιμ.), Λονδίνο:

Μακμίλαν.

Αναφορές Ιστού

  1. Creath, Richard, "Logical Empiricism", /The Stanford Encyclopedia of Philosophy /

(Ανοιξη 2013 Εκδοση), Εδουάρδος

Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/spr2013/entries/logical-empiricism/>.

  1. Uebel, Thomas, "Vienna Circle", /The Stanford Encyclopedia of Philosophy /(Καλοκαίρι

2012 Εκδοση), Εδουάρδος

Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2012/entries/vienna-circle/>.

  1. Μια σελίδα πληροφοριών για τον Ρούντολφ Κάρναπ (1891 - 1970), Γερμανός

φιλόσοφος του γλώσσα και επιστήμη., διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.carnap.org/. <http://www.carnap.org/>

  1. Ινστιτούτο Vienna Circle, διαθέσιμο

στη διεύθυνση: http://www.univie.ac.at/ivc/e_institut/index.htm




/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 32

Φαινομενολογία του Edmund Husserl: The Principle of Intentionality and the Methods of Reduction

Λέξεις κλειδιά: φιλοσοφία χωρίς προϋποθέσεις, συνείδηση, φαινόμενα, αρχή της αποβλεπτικότητας, αποβλεπτική ενύπαρξη, ουσίες, φυσική στάση, παρένθεση, Εποχή, φαινομενολογική-ψυχολογική αναγωγή, ειδητική αναγωγή, υπερβατολογική αναγωγή, υπερβατολογικό εγώ.

Ο Edmund Husserl (1859-1938) είναι ευρέως γνωστός ως ο ιδρυτής της σύγχρονης φαινομενολογίας, ενός κινήματος με μεγάλη επιρροή στη δυτική φιλοσοφία του 20ου αιώνα. Ο Husserl ήταν ένας από τους εξέχοντες Ευρωπαίους στοχαστές του 20ού αιώνα και το κίνημα έχει εμπνεύσει στοχαστές από διαφορετικά ρεύματα. Αν και θεωρούμε τον Husserl ως τον ιδρυτή της φαινομενολογίας, η προσέγγιση και μέθοδος που καλούμε φαινομενολογικές δεν είναι αποκλειστική του εφεύρεση. Πολλοί στοχαστές και φιλόσοφοι όπως ο Kant, ο Fichte, ο Hegel και ο Mach έχουν αναφερθεί στον όρο φαινομενολογία στα γραπτά τους πριν ο Husserl τον χρησιμοποιήσει με πιο συστηματικό τρόπο. Αλλά ήταν ο Husserl που την εξέλιξε σε μια συστηματική φιλοσοφική προσέγγιση και μέθοδο με ορισμένους καθορισμένους στόχους. Όλες οι σημαντικές συνεισφορές σε αυτή την περιοχή είναι από τον Edmund Husserl στα γραπτά του οποίου εμφανίζεται ως φιλοσοφία και ως μέθοδος. Ο Husserl συνέλαβε περαιτέρω τη φαινομενολογία ως θεμελιακή επιστήμη και ως φιλοσοφία χωρίς προϋποθέσεις.

Ο Husserl ήταν κυρίως μαθηματικός και λογικός. Ήταν μαθητής του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου και ψυχολόγου Φραντς Μπρεντάνο, ο οποίος όπως είναι ευρέως γνωστό είχε επαναφέρει την αρχή της αποβλεπτικότητας. Ο Husserl επηρεάστηκε επίσης από τον εμπειρισμό του Ντέιβιντ Χιουμ. Βρήκε τον κυρίαρχο νατουραλισμό και τον ιστορικισμό στη γερμανική σκέψη απαράδεκτους και άρχισε να ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τα θεμέλια των μαθηματικών. Αυτό το ενδιαφέρον τον οδήγησε στη μελέτη της λογικής και τέλος της γνωσιολογίας και της φιλοσοφίας.

Τι είναι η Φαινομενολογία;

Ο Husserl συνέλαβε τη φαινομενολογία με τρεις σημαντικούς τρόπους. Πρώτον, θεωρήθηκε ως η επιστήμη των επιστημών, η οποία προσπαθεί να ανακαλύψει τη βάση της 1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

συνείδησης. Στη δεύτερη άποψη, η φαινομενολογία θεωρήθηκε ως πρώτη φιλοσοφία και ως εκ τούτου συνεκτείνεται (coextensive) με τη φιλοσοφία, καθώς παραδοσιακά ήταν η τελευταία που απολάμβανε το καθεστώς της πρώτης φιλοσοφίας. Η τρίτη σύλληψη της φαινομενολογίας είναι η πιο σημαντική, όπου συλλαμβάνεται ως υπερβατολογικός ιδεαλισμός. Αυτή η άποψη αντιλαμβάνεται το υπερβατολογικό εγώ ως την πηγή κάθε νοήματος. Ως φιλοσοφία, η φαινομενολογία ξεκινά μια ρήξη με πολλούς παραδοσιακούς προβληματισμούς και εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο σκέψης. Ήταν ένα από τα πιο επιδραστικά φιλοσοφικά κινήματα της δυτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, καθώς ενέπνευσε την εμφάνιση πολλών άλλων κινημάτων στη φιλοσοφία όπως ο Υπαρξισμός και η Ερμηνευτική. Η φαινομενολογία εισήχθη σε μια εποχή όταν ο φιλοσοφικός στοχασμός αντιμετώπιζε κρίση και έδωσε νέα πνοή στη Γερμανική φιλοσοφία, που είχε χάσει την αίγλη της με την παρακμή της μεγάλης ιδεαλιστικής παράδοσης. Όπως υποδηλώνει το όνομα, το αντικείμενο της φαινομενολογίας είναι η ιδέα των φαινομένων, τα οποία σύμφωνα με τον Husserl, αναφέρονται στον εαυτό μας, στους άλλους ανθρώπους και στα αντικείμενα και τα συμβάντα γύρω μας. Περιλαμβάνει επίσης τον αναστοχασμό των συνειδητών εμπειριών μας, όπως τις βιώνουμε. Σύμφωνα με τον Husserl, τα φαινόμενα αποτελούν τα πράγματα όπως δίνονται στη συνείδησή μας, είτε στην αντίληψη ή στη φαντασία ή στη σκέψη ή στη βούληση. Ο θεμελιώδης στόχος της φαινομενολογίας είναι η μελέτη των φαινομένων, η οποία βιώνεται σε διάφορα ενεργήματα της συνείδησης. Υπό αυτή την έννοια υπάρχουν δύο είδη φαινομένων· νοητικά και φυσικά. Νοητικά φαινόμενα αποτελούν αυτά που συμβαίνουν στο νου όταν βιώνουμε κάτι. Περιλαμβάνουν επίσης τα ενεργήματα της συνείδησης ή το περιεχόμενό της. Από την άλλη πλευρά, τα φυσικά φαινόμενα περιλαμβάνουν τα αντικείμενα της εξωτερικής αντίληψης, ξεκινώντας με τα χρώματα και τα σχήματα. Η φαινομενολογία οραματίζεται την απομόνωση των φαινομένων με την αναστολή της θεώρησης της αντικειμενικής τους πραγματικότητας ή του υποκειμενικού συνειρμού. Εδώ ο φαινομενολόγος εμπλέκεται στην αναζήτηση της βεβαιότητας. Υπό αυτή την έννοια εξισώνοντας τη φαινομενολογία με τη φιλοσοφία, η τελευταία συλλαμβάνεται ως αυστηρή επιστήμη που ασχολείται με ιδεατά αντικείμενα ή ουσίες πραγμάτων που προέρχονται από τη συνείδηση. 2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κατά την ανάπτυξη της έννοιας των φαινομένων, ο Husserl επηρεάστηκε από τον Brentano, ο οποίος έκανε διάκριση μεταξύ ψυχολογικών φαινομένων και φυσικών φαινομένων. Ο Brentano διαπίστωσε ότι το ψυχολογικό είναι διαφορετικό από το φυσικό, καθώς το πρώτο χαρακτηρίζεται από αυτό που είναι γνωστό ως αποβλεπτικότητα. Ο Brentano λέει ότι τα ψυχικά φαινόμενα υπάρχουν αποβλεπτικά σε ενεργήματα της συνείδησης, ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως αποβλεπτική ενύπαρξη (intentional in-existence). Οι Brentano και Husserl υποστηρίζουν ότι κάθε νοητικό φαινόμενο, ή ενέργημα της συνείδησης, κατευθύνεται προς κάποιο αντικείμενο. Πρόκειται για κάτι που βρίσκεται έξω. Ενώ για τον Μπρεντάνο αυτό είναι το χαρακτηριστικό όλων των ψυχολογικών φαινομένων, ο Husserl αντικαθιστά τα ψυχικά φαινόμενα με εμπειρίες ή αποβλεπτικές εμπειρίες. Η θέση της αποβλεπτικής κατευθυντικότητας αποτελεί τον πυρήνα της περιγραφικής ψυχολογίας του Brentano και σύμφωνα με τον Husserl, η συνείδηση ​μας ​είναι πάντα αποβλεπτική και στοχεύει ή αναφέρεται σε κάτι αντικειμενικό.

Η Αρχή της Αποβλεπτικότητας

Η φαινομενολογική περιγραφή της εμπειρίας βεβαιώνει δύο πράγματα. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι οι καθημερινές εμπειρίες είναι αποβλεπτικές. Δεύτερον, βεβαιώνει ότι οι εμπειρίες αποκαλύπτουν πάντα τα αντικείμενά τους από μια προοπτική. Εξ ου και η φαινομενολογική θεώρηση της αποβλεπτικότητας συμβιβάζει τον αντικειμενισμό της αποβλεπτικότητας με τον προοπτικισμό (perspectivism) του εμπειρισμού.

Η αρχή της αποβλεπτικότητας υποστηρίζει ότι η συνείδηση ​​είναι πάντα «συνείδηση ​​για» κάτι. Αυτή η αναφορικότητα (aboutness) της συνείδησης ​​δείχνει κάτι έξω από το νου που έχει συνείδηση ​​του αντικειμένου. Η αρχή της αποβλεπτικότητας υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι καθημερινές μας εμπειρίες κατευθύνονται προς αντικείμενα, ιδιότητες και καταστάσεις πραγμάτων. Ταυτόχρονα τα αντικείμενα αποκαλύπτονται από καθορισμένες προοπτικές. Φαίνεται ότι υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ της καθορισμένης κατευθυντικότητας της συνείδησης και του προοπτικισμού των εμπειριών. Ο Husserl υποστηρίζει ότι, αν και η εμπειρία αποκαλύπτει το αντικείμενό της από μια προοπτική, εμείς κατευθυνόμαστε αποβλεπτικά προς ένα πλήρες τρισδιάστατο αντικείμενο. Οι διαφορετικοί τρόποι συνείδησης που μπορεί να έχουμε όταν αγαπάμε, μισούμε, επιθυμούμε, παρουσιάζουμε, θαυμάζουμε κλπ. είναι όλοι σχετικά με κάτι. Επομένως όλα τα αντικείμενα της εμπειρίας παρουσιάζονται στη συνείδηση ​​ως υπερβατικά. Παρουσιάζονται ως να υπερβαίνουν 3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την εμπειρία που έχουμε για αυτά. Αν και όλες οι εμπειρίες μας είναι προοπτικές, μας παρουσιάζουν επίσης τα αντικείμενά τους ως να υπερβαίνουν την προοπτική. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα δέντρο, δεν βλέπουμε μια απλή εικόνα του δέντρου ή ένα πακέτο αισθητηριακών δεδομένων, αλλά βλέπουμε το ίδιο το δέντρο. Φυσικά το δέντρο φαίνεται από μια καθορισμένη προοπτική και μόνο εκείνα τα μέρη του δέντρου που είναι ορατά από τη δική μας προοπτική φαίνονται από εμάς. Αλλά ο Husserl ισχυρίζεται ότι, ολόκληρο το δέντρο δίνεται στη συνείδηση ​​ως αποβλεπτικό αντικείμενο. Ως εκ τούτου, η φαινομενολογία υπερβαίνει τον απλό εμπειρισμό. Ξεπερνά την εικονική θεωρία που προτείνει ο εμπειρισμός.

Ο Husserl υποστηρίζει ότι η αντίληψη μας δίνει τη δυνατότητα να υπερβούμε την εικόνα, η οποία είναι παρούσα σε μας. Συσχετίζουμε τους εαυτούς μας με το ίδιο το αντικείμενο ως εικόνα με ένα ορισμένο εξω-συνειδητό αντικείμενο (extra conscious object). Ο Husserl ισχυρίζεται ότι σε αποβλεπτικές εμπειρίες, δεν αποκτάμε ακατέργαστες, αδιάκοπες εικόνες στη συνείδηση. Αντίθετα, λαμβάνουμε δεδομένα που έχουν ήδη ερμηνευτεί ως εικόνες ορισμένων αντικειμένων ή άλλων. Ο Brentano, εισάγοντας την έννοια της αποβλεπτικότητας είχε υποστηρίξει ότι η συνείδηση ​​ήταν ουσιαστικά αποβλεπτική και υποστήριξε ότι κάθε νοητικό φαινόμενο χαρακτηριζόταν από την αποβλεπτική ενύπαρξη ενός αντικειμένου. Κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο ή εμμενή αντικειμενικότητα (immanent objectivity). Σύμφωνα με τον Brentano, κάθε νοητικό φαινόμενο περιέχει κάτι ως αντικείμενο μέσα του, αν και δεν το κάνουν όλα με τον ίδιο τρόπο. Αυτό το αντικείμενο, υποστηρίζει ο Brentano, είναι η αναφορά σε ένα περιεχόμενο. Η αρχή της αποβλεπτικότητας του Brentano στοχεύει έτσι στη διάκριση του ψυχικού από το φυσικό. Ο Brentano ξεκινά έτσι μια μελέτη για τη φύση της συνείδησης ​​και επίσης των φαινομένων όπως αυτά δίνονται άμεσα συνείδηση. Υποστηρίζει ότι κάθε νοητική κατάσταση περιέχει πλήρως το αντικείμενό της μέσα της, καθώς το αποβλεπτικό αντικείμενο ενυπάρχει στη νοητική κατάσταση. Ενώ υιοθετεί την αρχή της αποβλεπτικότητας ως κεντρικό δόγμα στη δική του φαινομενολογία, ο Husserl πρότεινε κάποιες κρίσιμες αλλαγές στην εννοιολόγησή της. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εμπειρίες κατευθύνονται προς οντότητες που είναι τόσο νοητικές και όσο μη νοητικές. Υποστηρίζει ότι στην εμπειρία του χρώματος, βλέπουμε χρωματιστά πράγματα και όχι απλές χρωματικά αισθήματα. Υποστηρίζει ότι, οντότητες όπως φυσικά αντικείμενα, πρόσωπα, αριθμοί που δεν είναι χωροχρονικοί, καθέκαστα όπως η πιτσιλιά του μπλε, καθολικά όπως το μπλε, καταστάσεις πραγμάτων, νοητικές οντότητες όπως οι σκέψεις, οι εικόνες και τα συναισθήματα κ.λπ., μπορούν να γίνουν αποβλεπτικά αντικείμενα. Με αυτή 4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

την έννοια πάει τη φαινομενολογία και την αρχή της αποβλεπτικότητας πέρα ​​από αυτό που ο Μπρεντάνο σκόπευε να είναι.

Η Φαινομενολογία του Husserl

Η φαινομενολογία του Husserl δεν περιορίζεται σε ένα απλό φιλοσοφικό δόγμα για τη φύση της συνείδησης και τις ουσίες που δίνονται άμεσα σε αυτήν. Αντίθετα, προτείνει μια μέθοδο για την απομόνωση αυτών των άμεσα δοσμένων ουσιών. Το κεντρικό μέλημα της φαινομενολογίας στοχεύει στην απομόνωση των ουσιαστικών πτυχών που συνιστούν τα νοήματα. Επιδιώκει δηλαδή να απομονώσει τις ουσίες. Κάθε τι αντιληπτό συνδέεται με την ουσία της αντίληψης που είναι διαφορετική από το αντικείμενο που υπάρχει στη φύση.

Ο Husserl υποστηρίζει ότι κάθε αποβλεπτική εμπειρία δίνει νόημα. Με άλλα λόγια, οι αποβλεπτικές εμπειρίες έχουν το ουσιαστικό χαρακτηριστικό να δίνουν κάποιο νόημα. Ο θεμελιώδης στόχος της φαινομενολογίας είναι να κατανοήσει το αντιληπτό ως τέτοιο (perceived as such). Προσπαθεί να συλλάβει αυτό που είναι ουσιαστικά δοσμένο. Το καθήκον της φαινομενολογίας είναι να συλλάβει το φαινόμενο ως εννοημένο (meant). Η φαινομενολογία αναζητά τις ουσίες στη συνείδηση, που είναι το πεδίο των ουσιών. Ψάχνει για καθαρές νοητικές διεργασίες που ενυπάρχουν στη σφαίρα της συνείδησης που τις διερευνά. Η έσχατη εστίαση είναι στην καθαρή συνείδηση. Οι διάφορες νοητικές διαδικασίες όπως η ανάμνηση, η φαντασία, η κρίση, η θέληση, η περιγραφή, το συναίσθημα, η αντίληψη κ.λπ. έχουν τις δικές τους ουσίες. Η φαινομενολογική μέθοδος εξετάζει αυτές τις ουσίες, αποκλείοντας ό,τι δεν ανήκει στο ίδιο το νοητικό ενέργημα. Χτίζει έτσι μια επιστήμη των ουσιών. Για να βρει την ουσία της συνείδησης, η φαινομενολογία αποκλείει ό,τι είναι μη ουσία. Για αυτό το κύριο εμπόδιο είναι η φυσική στάση (natural attitude), την οποία ένας φαινομενολόγος πρέπει να υπερβεί. Η φυσική στάση είναι χαρακτηριστική τόσο στην καθημερινή μας ζωής όσο και στη συνηθισμένη επιστήμη. Η φυσική στάση είναι η δεδομένη στάση που υιοθετούμε στην καθημερινή μας ζωή και στις επιστημονικές μας θεωρητικές προσπάθειες για τον κόσμο. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος ύπαρξης μας, πιστεύοντας και θεωρώντας δεδομένη την πραγματικότητα των αντικειμένων της εμπειρίας μας, όπως φυσικά αντικείμενα, άλλοι άνθρωποι, ακόμα και ιδέες. Απλώς πιστεύουμε στην ύπαρξή τους και ποτέ δεν αμφισβητούμε αυτήν την πεποίθηση. Τα δεχόμαστε 5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

ως «ακριβώς εκεί» (“just there”) και δεν αμφισβητούμε την ύπαρξή τους. Mε με άλλα λόγια, βλέπουμε τα αντικείμενα της συνείδησης ως πραγματολογικά στοιχεία (factual items). Σύμφωνα με τον Husserl, η γνήσια φιλοσοφική στάση αντιτίθεται σε αυτή την άποψη. Ενώ η φυσική στάση δέχεται τη δυνατότητα γνώσης ως αυτονόητο γεγονός, η φιλοσοφία εγείρει αμφιβολίες για τέτοιες υποθέσεις. Βεβαιώνει ότι το αυτονόητο δόσιμο/χορήγηση (self-evident givenness) των αντικειμένων της φυσικής μας στάσης μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Husserl προτείνει να ξεπεράσει τη φυσική στάση με την αναστολή του χωρο-χρονικού κόσμος και την εστίαση σε καθαρές νοητικές διεργασίες. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται φαινομενολογική αναγωγή, η οποία περιλαμβάνει μια διαδικασία θέσης εντός παρενθέσεων ή Epoche, που είναι η ελληνική λέξη για την παύση. Αυτή η διαδικασία αναγωγής στοχεύει στον αποκλεισμό, όλων όσων δεν είναι γνήσια ενυπάρχοντα, από τη σφαίρα των απόλυτων δεδομένων. Αυτό που επιδιώκεται είναι το επαρκώς δοσμένο καθεαυτό. Η διαδικασία της θέσης εντός παρενθέσεων περιλαμβάνει μια αναστολή της έρευνας. Αναστέλλει την κατάσταση του αντικειμένου ως πραγματικότητα και επομένως, περιλαμβάνει μια ουδετεροποίηση της πεποίθησης (neutralization of belief). Θέτει κατά μέρος οτιδήποτε είναι εξωτερικό και τις προκαταλήψεις που συνδέουμε με την πραγματικότητα του κόσμου. Η φαινομενολογική μέθοδος επικεντρώνεται έτσι μόνο στο εσωτερικό περιεχόμενο των συνειδητών μας ενεργημάτων. Προσπαθεί να απομονώσει αυτό που θυμάται κανένα στο ενέργημα της ανάμνησης, αυτό που φαντάζεται στο ενέργημα της φαντασίας, αυτό που αντιλαμβάνεται στο ενέργημα της αντίληψης κ.λπ. Σύμφωνα με τον Husserl, η διαδικασία της αναγωγής έχει δύο ευρείες φάσεις: τη φαινομενολογική και την υπερβατολογική. Η φαινομενολογική αναγωγή επιχειρεί να επικεντρωθεί στην καθαρή συνείδηση ​​και περιγράφει αντικείμενα όχι μέσα στις φυσικές αιτιακές σχέσεις τους, αλλά όπως εμφανίζονται στη συνείδηση. Εξ ου και ονομάζεται φαινομενολογική. Η υπερβατολογική αναγωγή από την άλλη ασχολείται με τις συνθήκες που καθιστούν δυνατή κάθε γνώση. Σύμφωνα με τον Husserl, υπάρχουν τρεις τύποι αναγωγής: η φαινομενολογική-ψυχολογική αναγωγή, η ειδητική αναγωγή και η υπερβατολογική αναγωγή. Η φαινομενολογική-ψυχολογική αναγωγή νοείται ως η πύλη στη σωστή μορφή φαινομενολογικής στάσης από τη φυσική στάση. Η φυσική στάση βρίσκεται σε παρένθεση σε αυτό το στάδιο και περιέχει την περιγραφή των νοητικών ενεργημάτων απαλλαγμένων από θεωρίες και προϋποθέσεις. Επίσης, απέχει από τη λήψη οποιασδήποτε φυσικής-αντικειμενικής θέσης. 6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Ο δεύτερος τύπος αναγωγής είναι η ειδητική, όπου η ατομική ύπαρξη του εν λόγω αντικειμένου βρίσκεται σε παρένθεση, αφού η φαινομενολογία ενδιαφέρεται μόνο για την ουσία. Το eidos ή οι ουσίες αξιολογούνται σε αυτό το στάδιο. Η εστίαση εδώ είναι στις ιδιότητες, τα είδη, ή τους τύπους και τα ιδεατά είδη που οι οντότητες μπορεί να παραδειγματίσουν (exemplify). Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει μια ελεύθερη παραλλαγή των ατόμων στη φαντασία μας. Με αυτήν ανακαλύπτει ποια κοινά χαρακτηριστικά έχουν αυτά τα πράγματα. Εντοπίζει τις αμετάβλητες μορφές που είναι ουσίες. Αυτά τα δύο στάδια αναγωγής μαζί θέτουν το στάδιο για αυτό που περιγράφεται ως ο απώτερος στόχος της φαινομενολογικής μεθόδου· η απομόνωση της Υπερβατολογικής υποκειμενικότητας. Όπως παρατηρεί ο Speigelberg:

Υποδεικνύει ότι η αναγωγή έχει σκοπό να αναστείλει και να «λάβει πίσω», ούτως ειπείν, όλες τις αναφορές στο «υπερβατικό» ως το αποβλεπτικό σύστοιχο των ενεργημάτων μας, και να τις ανιχνεύσει πίσω στα ενυπάρχοντα ή «υπερβατολογικά» ενεργήματα στα οποία έχουν την πηγή τους. [Τόμ. Ι, σελ. 136]

Ο Husserl παρατηρεί ότι χωρίς τη συνείδηση ​​δεν θα υπήρχε καθόλου κόσμος και σύμφωνα με αυτόν, η φαινομενολογία πρέπει να μελετήσει την επικράτεια της καθαρής συνείδησης ​​και των ουσιαστικών σχηματισμών που βρίσκονται εκεί.

Η Υπερβατολογική Αναγωγή και το Υπερβατολογικό Εγώ

Ο Husserl υποστηρίζει ότι δεδομένου ότι οι βασικές προσεγγίσεις των αναγωγών που συνεπάγονται αναστολή ή θέση σε παρένθεση είναι αρνητικές —στις ψυχολογικο-φαινομενολογικές και ειδητικές αναγωγές—πρέπει να υιοθετήσουμε πιο θετικές προσεγγίσεις. Πρέπει να διευκρινίσουμε προς ποια κατεύθυνση κατευθύνονται οι αναγωγές. Οι δύο πρώτες αναγωγές κινούνται μακριά από τον φυσικό κόσμο, και δεν διευκρινίζουν σε τι οδηγεί τελικά η φαινομενολογική αναγωγή. Ο Husserl εδώ βεβαιώνει ότι η υπερβατολογική υποκειμενικότητα είναι ο απώτερος στόχος της φαινομενολογικής μεθόδου.

Εφόσον η απομόνωση του υπερβατολογικού εγώ είναι ο απώτερος στόχος της φαινομενολογίας, ο Husserl υποστηρίζει ότι η σωστή κατανόηση του εγώ είναι ουσιώδης για την πραγματοποίηση της φαινομενολογικής άσκησης. Λέει ότι υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με την κατανόησή μας για το εγώ. Το εγώ νοείται συνήθως ως ουσιαστικά μη φυσική οντότητα, που αλληλεπιδρά αιτιωδώς με το φυσικό. Συχνά κατανοούμε το εγώ και τα ενεργήματα του με νατουραλιστικούς όρους. Η συζήτηση για το εγώ και τις εμπειρίες του προϋποθέτει τη φυσική στάση, την οποία 7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

η φαινομενολογία προσπαθεί να υπερβεί. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θέσουμε σε παρένθεση και το εγώ. Αυτό συμβαίνει στο τρίτο στάδιο της αναγωγής, το οποίο είναι γνωστό ως η υπερβατολογική αναγωγή.

Στην υπερβατολογική αναγωγή, θέτουμε σε παρένθεση το εγώ και τις αποβλέψεις του. Παύουμε τότε να βεβαιώνουμε την ύπαρξη του εγώ ως μια ψυχολογική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, το εμπειρικό ή ψυχολογικό εγώ πρέπει να παραμεριστεί. Ο Χουσερλ γράφει:

Με τη φαινομενολογική εποχή ανάγω το φυσικό ανθρώπινο Εγώ μου και την ψυχική ζωή – τις επικράτειες της ψυχολογικής αυτο-εμπειρίας μου – στο δικό μου υπερβατολογικό φαινομενολογικό Εγώ, την επικράτεια της υπερβατολογικής φαινομενολογικής αυτο-εμπειρίας. [Καρτεσιανοί Στοχασμοί, σελ.26]

Η υπερβατολογική αναγωγή προχωρά με μια θέση σε παρένθεση του εγώ και των αποβλέψεων του. Αυτό το στάδιο παύει να βεβαιώνει την ύπαρξη του εγώ ως ψυχολογικής πραγματικότητας. Με αυτό μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στην υπερβατολογική υποκειμενικότητα ή στο υπερβατολογικό εγώ. Ο Husserl πίστευε ότι η εποχή που θέτει σε παρένθεση τα εμπειρικά στοιχεία στη συνείδηση,​ αφήνει τελικά μόνο το υπερβατολογικό εγώ και τα καθαρά του ενεργήματα. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο αναστοχασμός πάνω σε αυτά τα υπερβατολογικά στοιχεία της συνείδησης είναι καθαρός ή υπερβατολογικός αναστοχασμός. Πίστευε ότι έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτή την υπερβατολογική υποκειμενικότητα μέσω μιας υπερβατολογικής εμπειρίας, και η εποχή είναι μια μορφή υπερβατολογικής εμπειρίας. Το υπερβατολογικό εγώ και τα καθαρά του ενεργήματα είναι το υπόλειμμα της υπερβατολογικής αναγωγής. Ο Husserl λέει ότι, ενώ κάθε cogitato έρχεται και φεύγει, το καθαρό εγώ εμφανίζεται να είναι καταρχήν αναγκαίο. Παραμένει απολύτως ταυτόσημο (self-identical) σε όλες τις δυνατές αλλαγές της εμπειρίας. Ο Husserl ισχυρίζεται ότι το καθαρό Εγώ είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει εμπειρία. Με την υπερβατολογική αναγωγή του εμπειρικού εγώ, μπαίνουμε στον τομέα του νοήματος, όχι στη συνείδηση ​​ενός μεμονωμένου ανθρώπου, αλλά στην ουσία όλης της νοηματοδότησης (meaning-making). Η έννοια του υπερβατολογικού εγώ και η ιδέα της υπερβατολογικής αναγωγής είναι οι πιο ενδιαφέρουσες και οι πιο προβληματικές πτυχές της φιλοσοφίας του Husserl. Αν και ο Husserl θεωρούσε αυτές τις ιδέες ως τα πιο σημαντικά συστατικά στοιχεία της φιλοσοφίας του, κανένας από τους μαθητές του δεν έχει δείξει ενδιαφέρον στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Ο Husserl αναφέρθηκε ότι είχε δηλώσει ότι κάποτε μετά το θάνατό του, το υπερβατολογικό του εγώ μπορεί να υπάρχει, καθώς είναι αιώνιο. Με αυτή την έννοια Η φαινομενολογία είναι τελικά μια φιλοσοφία του εαυτού. 8


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κουίζ

  1. Που από τα παρακάτω δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει συλλάβει ο Husserl

φαινομενολογία; (α) Ως γνωσιολογία (β) Επιστήμη των επιστημών (γ) Πρώτη φιλοσοφία (δ) Υπερβατολογικός ιδεαλισμός.

  1. Σύμφωνα με τον Husserl, οι εμπειρίες κατευθύνονται προς οντότητες οι οποίες

εκτάριο……….; (α) Διανοητικό μόνο (β) Μη ψυχικό μόνο (γ) Ούτε νοητικό ούτε μη νοητικό (δ) Τόσο νοητικό όσο και μη.

  1. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι αληθείς για την έννοια του Husserl

φαινομενολογία; (εγώ) Καταλαβαίνει τις νοητικές έννοιες (ii) Πιάνει αυτό που είναι ουσιαστικά δεδομένο (iii) Αποτυπώνει το φαινόμενο όπως δηλώνεται από τις επιστήμες (iv) Αναζητά έννοιες στη συνείδηση (v) Ψάχνει για καθαρές νοητικές διεργασίες. (vi) Η απόλυτη εστίασή του είναι στην καθαρή συνείδηση. (α) (vi) μόνο (β) (ii), (v) και (vi) (γ) (i), (ii) και (vi) (δ) (ii), (iii) και (vi)

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν εμπλέκεται στη διαδικασία του bracketing;

(α) Αναστολή της έρευνας (β) Θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη του κόσμου και τα αντικείμενά του (γ) Αναστέλλει την κατάσταση του αντικειμένου ως πραγματικότητα (δ) Εξουδετέρωση της πίστης.

  1. Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της αιδετικής μείωσης;

(α) Ελευθερία από φυσική στάση (β) Περιγραφή ψυχικών πράξεων χωρίς θεωρίες και προϋποθέσεις (γ) εντοπίζει τις αμετάβλητες μορφές (δ) Ρεφρέν από τη λήψη οποιασδήποτε φυσικής-αντικειμενικής θέσης.

Κλειδί απάντησης

  1. [α]
  2. [δ]
  3. [γ]
  4. [β]
  5. [γ]

Εργασίες 9


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Περιγράψτε την αρχή της σκοπιμότητας και τον ρόλο της στη φαινομενολογία.
  2. Συζητήστε την έννοια του Husserl για τη φαινομενολογική αναγωγή.

Αναφορές

Βιβλία και άρθρα

  1. Cerbone, David R, /Understanding Phenomenology/, Durham, Acumen,

  2. Husserl, Edmund, /Cartesian Meditations/, Χάγη: Martinus

Nijhoff, 1967.

  1. ----------, /The Crisis of European Sciences and Transcendental /

/Φαινομενολογία/, μτφρ. D. Carr. Evanston, Northwestern University Press

  1. Kockelmans, Joseph J (Επιμ.) /Phenomenology: The Philosophy of Edmund /

/Husserl and its Interpretation, /New York, Anchor Books, 1967.

  1. Mohanty, J. N., /Transcendental Phenomenology: An Analytic Account/t.

Οξφόρδη και Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Basil Blackwell, 1989.

  1. Moran, Dermot, /Εισαγωγή στη Φαινομενολογία, /Λονδίνο και Νέα Υόρκη,

Routledhe, 2000.

  1. ------------ /Edmund Husserl: Ιδρυτής της Φαινομενολογίας/. Cambridge και

Malden, Μασαχουσέτη: Polity Press, 2005.

  1. Spiegelberg, Herbert, /The Phenomenological Movement; Ένα ιστορικό /

/Εισαγωγή, /Τόμ. I και II, Χάγη: Martinus Nijhoff, 1960.

Πόροι Ιστού

  1. Beyer, Christian, "Edmund Husserl", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Summer 2013 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2013/entries/husserl/>.

  1. Smith, David Woodruff, "Phenomenology", /The Stanford Encyclopedia of /

/Philosophy /(Fall 2011 Edition), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = http://plato.stanford.edu/archives/fall2011/entries/phenomenology/ <http://plato.stanford.edu/archives/fall2011/entries/phenomenology/>

  1. Για δωρεάν πόρους και επιστημονικά εργαλεία όπως η βάση δεδομένων με δυνατότητα αναζήτησης

λέξεις-κλειδιά, μια βάση δεδομένων με τα γραπτά του Husserl και την υποτροφία Husserl, και α έννοια-βάση δεδομένων. http://www.husserl.net/. <http://www.husserl.net/> 10


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Κεφάλαιο 33

Φαινομενολογική Αναγωγή και Υπερβατολογική Υποκειμενικότητα

Λέξεις κλειδιά: Επιστήμη των ουσιών, φαινομενολογική αναγωγή, καθαρές νοητικές διεργασίες, αμετάβλητες μορφές, ιδεατό είδος, υπερβατολογική υποκειμενικότητα.

Η Μέθοδος της Αναγωγής

Έχουμε δει ένα περίγραμμα της φαινομενολογίας του Husserl και της μεθόδου του στην προηγούμενη διάλεξη. Τώρα θα εξετάσουμε λεπτομερώς τη μέθοδό του αλλά και τον τελικό στόχο της μεθόδου. Θα συζητήσουμε λεπτομερώς τους τρεις τύπους αναγωγής με ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της υπερβατολογικής υποκειμενικότητας. Η φαινομενολογία επινοήθηκε επίσης ως μια μέθοδος για την οικοδόμηση μιας επιστήμης των ουσιών. Έχουμε ήδη δει πώς η φαινομενολογία προσπαθεί να αποκλείσει αυτό που δεν βρίσκεται στο ίδιο το νοητικό ενέργημα, και έτσι στοχεύει να βρει την ουσία της συνείδησης. Αυτό γίνεται κυρίως αποκλείοντας ό,τι είναι μη ουσία. Αντίστοιχα, η φαινομενολογία προτείνει μια μέθοδο που μας βοηθά να υπερβούμε τη φυσική στάση, η οποία θεωρεί τη συνείδηση ​​ως ένα πράγμα μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων στον κόσμο. Με άλλα λόγια, η φαινομενολογία στοχεύει στην απομόνωση των εμμενών δεδομένων της συνείδησης (immanent data of consciousness).

Το εμμενές νοείται ως το επαρκώς αυτοχορηγημένο καθαρό φαινόμενο (adequately self-given pure phenomena) στο συνείδηση. Είναι το αναμφισβήτητο απόλυτο δεδομένο, που δεν παραπέμπει σε τίποτα έξω από τον εαυτό του. Ο Husserl λέει ότι, αυτό που αποβλέπεται είναι επαρκώς χορηγημένο καθεαυτό, και αυτό το εμμενές είναι πέρα ​​από κάθε επιστημολογικό ερώτημα. Προτείνεται η διαδικασία της αναγωγής προκειμένου να απομονωθούν αυτά τα εμμενή δεδομένα. Καταλήγουμε σε αυτά θέτοντας τα εμπειρικά δεδομένα σε παρένθεση, και επίσης απέχοντας από το να κάνουμε κρίσεις για αυτά. Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι τα καθαρά φαινόμενα και το καθαρό Εγώ είναι τα υπολείμματα της φαινομενολογικής αναγωγής. Η φαινομενολογία λοιπόν προτρέπει να συγκεντρωθούμε μόνο στο εσωτερικό περιεχόμενο των συνειδητών μας ενεργημάτων και να διακρίνουμε το εμμενές αντικείμενο του ενεργήματος από το πραγματικό αντικείμενο (actual object). Όπως παρατήρησε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος ήταν μαθητής του Χούσερλ και ένας εξέχων στοχαστής της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, η φαινομενολογία είναι να αφήσουμε ένα πράγμα να δείξει τον εαυτό του από τον εαυτό του με τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται από τον εαυτό του.

1


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Η Φύση της Φαινομενολογικής Μεθόδου

Η φαινομενολογική μέθοδος δεν είναι ούτε εμπειρική ούτε απαγωγική. Συνίσταται στην κατάδειξη αυτού που χορηγείται και στην διασάφηση (elucidating) του. Εστιάζει άμεσα σε οτιδήποτε παρουσιάζεται στη συνείδηση ​​και αποκλείει όλα όσα δεν είναι αυθεντικά εμμενή ή επαρκώς αυτο-χορηγημένα (genuinely immanent or adequately self-given). Ο Husserl εισάγει την ιδέα της φαινομενολογικής αναγωγής στις διαλέξεις του 1906-07 σχετικά με τη Λογική και Θεωρία της Γνώσης. Λέει ότι σκοπός του είναι να βρει μια ριζοσπαστική επιστήμη χωρίς προϋποθέσεις. Έχουμε ήδη δει στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι υπάρχουν διαφορετικά στάδια της αναγωγής, κάθε ένα να περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο περιορισμένο στόχο. Αλλά αυτά τα διαφορετικά στάδια δεν διατυπώνονται σαφώς στο έργο του Husserl. Χρησιμοποιεί τη διαδικασία της θέσης σε παρένθεση σε όλα τα στάδια, και σύμφωνα με αυτόν ο απώτερος στόχος της φαινομενολογίας είναι να εκθέσει τις υπερβατολογικές δομές της συνείδησης. Η φαινομενολογική αναγωγή γενικά αναστέλλει τον χωροχρονικό κόσμο και επικεντρώνεται σε καθαρές νοητικές διεργασίες. Χρησιμοποιεί τη διαδικασία της θέσης σε παρένθεση για να δει την προέλευση της γνώσης μας, η οποία έχει χαθεί από τα μάτια μας. Η θέση σε παρένθεση δεν είναι απλώς μια μέθοδος που υιοθετείται από τον φαινομενολόγο. Είναι μια μορφή εμπειρίας, που τελικά κορυφώνεται σε μια υπερβατολογική εμπειρία.

Τι Συμβαίνει στη Θέση σε Παρένθεση;

Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί τι συμβαίνει στον κόσμο των αντικειμένων όταν τα τοποθετούμε σε παρενθέσεις στη διαδικασία της φαινομενολογικής θέσης σε παρένθεση. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε έναν όμορφο πίνακα, ο φαινομενολόγος επιμένει να αναστέλλουμε όλες τις πεποιθήσεις μας για αυτόν και να υπερβούμε την δεδομένη στάση της θέσης του φυσικού κόσμου. Αλλά ο Husserl διαβεβαιώνει ότι τίποτα δεν χάνεται στη φαινομενολογική αναγωγή. Όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, με τα οποία ο πίνακας εμφανιζόταν στην αντίληψή μας, παραμένουν ίδια ακόμα και μετά την θέση σε παρένθεση. Τίποτα δεν συμβαίνει στον κόσμο μετά την αναγωγή και τα αναχθέντα αντικείμενα εξακολουθούν να θεωρούνται ότι είναι εκεί έξω. Μόνο η δική μας στάση απέναντι στον κόσμο αλλάζει.

Αυτή η αλλαγή στη στάση είναι αυτό που σκοπεύει να επιτύχει ο φαινομενολόγος. Αντί για θέτουμε αφελώς τον κόσμο γύρω μας, εστιάζουμε στο πώς μας δίνονται τα πράγματα. Για να διευκρινίσει αυτή την πτυχή, ο Husserl διακρίνει μεταξύ εμφανίσεων (appearances) και εμφανίσεων του (appearances of). Λέει ότι το αντιληπτό αντικείμενο εμφανίζεται σε εμάς με διάφορους τρόπους. Υπάρχουν κυμαινόμενες

2


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

πολλαπλότητες τρόπων εμφάνισης. Και κάθε τρόπος εμφάνισης είναι μια «εμφάνιση του». Κάθε εμφάνιση παράγει συνθετικά τη συνείδηση ​​του ενός και του αυτού πράγματος. Με άλλα λόγια, αν και ο τρόπος εμφάνισης μπορεί να ποικίλλει, είναι όλες εμφανίσεις του ίδιου αντικειμένου.

Η έννοια της φαινομενολογικής αναγωγής ισοδυναμεί με το δόσιμο μιας περιγραφής των νοητικών ενεργημάτων, απαλλαγμένη από θεωρίες και προϋποθέσεις. Επιμένει να απέχει από τη λήψη οποιασδήποτε φυσικής αντικειμενικής θέσης, και εστιάζει την προσοχή μας στη συνείδηση ​​και τις εμπειρίες της. Απομακρύνει περαιτέρω την προσοχή από τα διάφορα εξωτερικά αντικείμενα με τα οποία η συνείδηση βρίσκεται συνήθως απασχολημένη. Ως εκ τούτου, το πρώτο βήμα στη θέση σε παρένθεση είναι η θέση σε παρένθεση της φυσικής στάσης. Η φύση είναι το σύμπαν της χωροχρονικής αντικειμενικότητας, που μας δίνεται συνεχώς. Η θέση σε παρένθεση αλλάζει αυτή τη στάση και θέτει τη φύση εκτός δράσης. Παύουμε να συμμετέχουμε σε αυτήν. Όλες οι προϋποθέσεις για τον κόσμο πρέπει να ανασταλούν ή να παραμεριστούν. Η παρένθεση της φυσικής στάσης ξεκινά με την παραδοχή της υπόθεσης ενός πραγματικού, φυσικού κόσμου με τον οποίο σχετίζονται οι αποβλέψεις μας. Οι πεποιθήσεις μας για τα καθέκαστα αντικείμενα και όλες οι θεωρίες των φυσικών επιστημών βρίσκονται σε παρένθεση. Η αναζήτηση εναργειών (evidences) επικεντρώνεται, όχι στα αντικείμενα που συνήθως αποβλέπουμε, αλλά στις ίδιες τις αποβλέψεις και το εγώ που τις υφίσταται.

Αλλά αυτή η διαδικασία έχει ορισμένους αναπόφευκτους περιορισμούς. Η φαινομενολογική αναγωγή σε αυτό το στάδιο επιτυγχάνει μόνο την ευρεία, υποτυπώδη μορφή της φαινομενολογίας και δεν διακρίνεται από την ψυχολογία. Ως εκ τούτου, αυτή η διαδικασία αναγωγής δεν είναι εντελώς ελεύθερη από τη θέση του φυσικού κόσμου. Η φυσική στάση τίθεται σε παρένθεση μόνο όπως ισχύει για τα αντικείμενα των καθημερινών μας αποβλέψεων και όχι όπως ισχύει για τις εμπειρίες μας και για εμάς. Ακόμη και μετά από αυτό το στάδιο συνεχίζουμε να βεβαιώνουμε την πίστη μας στην ύπαρξη του εαυτού μας ως φυσικά πρόσωπα. Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως ψυχολογικά λειτουργούντα συνειδητά εγώ. Συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τις αποβλέψεις μας ως φυσικά συμβάντα που συνθέτουν την ψυχολογική πραγματικότητα αυτού του εγώ. Ως εκ τούτου, ο φαινομενολόγος πρέπει να πάει τη θέση σε παρένθεση στο επόμενο επίπεδο· την ειδητική αναγωγή.

Στο δεύτερο στάδιο ο φαινομενολόγος κινείται από το γεγονός στην ουσία με μια θετική σημασία. Αυτό το στάδιο εξυψώνει το eidos ή τις ουσίες. Όπως έχουμε συζητήσει νωρίτερα, όταν αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο το αντικείμενο γίνεται αντιληπτό από μια προοπτική, αλλά ολόκληρο το αντικείμενο δίνεται στη συνείδησή μας. Με άλλα λόγια, η ενότητα του αντικειμένου διατηρείται στο συνείδηση. Οι διάφορες απόψεις του αντικειμένου δίνονται στη συνείδηση ​​ως συνεχείς, ως απόψεις του ενός πράγματος. Ο φαινομενολόγος αντιλαμβάνεται ότι οι ουσίες δίνουν τον εαυτό τους

3


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

στη συνείδηση ​​με μιας. Για να συλλάβει την ουσία, η φαινομενολογία προτρέπει να εξαλειφθούν όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά του εμπειρικού αντικειμένου. Με άλλα λόγια, Η φαινομενολογία τοποθετείται στην παρουσία της καθαρής ουσίας και αγνοεί όλες τις άλλες πηγές των πληροφοριών. Αυτό που εποπτεύουμε (intuit) δεν περιορίζεται σε αντιληπτά άτομα, αλλά περιλαμβάνει επίσης μορφές. Αυτές οι μορφές είναι οι αμετάβλητες δομές που αποκαλύπτονται στη διαδικασία της εποπτείας. Η φαινομενολογία εξηγεί επίσης τον τρόπο εντοπισμού των ουσιών. Όταν εποπτεύουμε μια ομάδα από πράγματα, μπορούμε να εποπτεύσουμε τις αναγκαίες ομοιότητες μεταξύ τους. Μέσω της ελεύθερης παραλλαγής των ατόμων στη φαντασία μας, πρέπει να μάθουμε τι χαρακτηριστικά έχουν αυτά τα πράγματα από κοινού. Εντοπίζουμε έτσι τις αμετάβλητες μορφές, που είναι «ουσίες». Η ειδητική φαινομενολογία επομένως, αποτελεί μια μέθοδο για να στραφεί το επίκεντρο οποιασδήποτε μελέτης από το συγκεκριμένο στο γενικό, από τα άτομα στις ουσίες τους. Οι ουσίες ή το eidos (είδος) είναι ιδιότητες, είδη ή τύποι –ιδεατά είδη– που οι οντότητες μπορούν να παραδειγματίσουν (exemplify). Οι ιδιότητες του ατόμου που δεν μπορούν να «παραλλαχθούν» ανήκουν σε αυτή την ουσία. Στην ειδητική αναγωγή πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στον ίδιο τον τύπο ή την ουσία και σε ό,τι αναγκαστικά ισχύει για όλα τα άτομα. Το ειδητικό στάδιο είναι σίγουρα ανώτερο στάδιο από το προηγούμενο, που είναι σε μεγάλο βαθμό μια μορφή ψυχολογικής αναγωγής. Αλλά έχει και ορισμένους περιορισμούς. Πρώτα απ 'όλα, περιγράφει μόνο αυτό που μας δίνεται και ποτέ δεν προσπαθεί να φτάσει στο εγώ στο οποίο δίνονται τα πράγματα. Ο Husserl μας υπενθυμίζει ότι η φαινομενολογία δεν είναι απλώς η μελέτη των ουσιών, καθώς ο απώτερος στόχος της αναγωγής είναι η επίτευξη του υπερβατολογικού εγώ.

Υπερβατολογική Υποκειμενικότητα: Ο Απώτερος Στόχος της Αναγωγής

Δείχνει ότι η αναγωγή έχει σκοπό να αναστείλει και να «πάρει πίσω», ούτως ειπείν, όλες τις αναφορές στο «υπερβατικό» ως το αποβλεπτικό σύστοιχο των ενεργημάτων μας, και να τις ιχνηλατίσει πίσω στα εμμενή ή «υπερβατολογικά» ενεργήματα στα οποία έχουν την πηγή τους. [Speigelberg, Vol I, σελ.136] Οι διαδικασίες της θέσης σε παρένθεση και της αναγωγής αναμένεται να ολοκληρωθούν με την ανακάλυψη του υπερβατολογικού εγώ ως την έσχατη πηγή κάθε νοήματος. Η διαδικασία της αναγωγής πρέπει να προχωρήσει από το ειδητικό επίπεδο στο υπερβατολογικό επίπεδο. Η υπερβατολογική αναγωγή είναι το μόνο μέσο για την αποκάλυψη των κρυφών αποβλεπτικών ενεργημάτων που προβάλλουν τα υπερβατικά αντικείμενα. Ισοδυναμεί με μια πλήρη υπέρβαση του νατουραλισμού, καθώς ακόμη και μετά την ειδητική αναγωγή η φυσική στάση επικρατεί. Μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τη γνωστική διαδικασία

4


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

και μας δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε την απόλυτη ύπαρξη της συνείδησης ως διαφορετική από την ύπαρξη των πραγμάτων στη φύση. Ο Husserl βεβαιώνει ότι χωρίς τη συνείδηση ​​δεν θα υπήρχε κανένας κόσμος. Η φαινομενολογία με αυτή την έννοια πρέπει να μελετήσει την επικράτεια της καθαρής συνείδησης ​​και τους ουσιαστικούς σχηματισμούς που βρίσκονται εκεί. Ποια είναι όμως η υπερβατολογική υποκειμενικότητα, που θεωρείται ως το πραγματικό εγώ; Υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις για το εγώ. Ο Husserl λέει ότι, η συνηθισμένη μας συζήτηση για το εγώ φέρνει τη φυσική στάση στην εικόνα. Αντιλαμβανόμαστε το εγώ και τις πράξεις του με νατουραλιστικούς όρους, καθώς το αντιμετωπίζουμε ως μια ουσιαστικά μη φυσική οντότητα που αλληλεπιδρά αιτιακά με τα φυσικά αντικείμενα. Με άλλα λόγια, η συζήτηση για το εγώ και τις εμπειρίες του προϋποθέτουν τη γενική θέση της φυσικής στάσης (general thesis of the natural attitude). Ως εκ τούτου, ο Husserl προτρέπει να επεκταθεί η μέθοδος της παρένθεση στο εγώ και στις αποβλέψεις του. Η υπερβατολογική αναγωγή θέτει έτσι σε παρένθεση το εγώ και τις αποβλέψεις του, όχι για να βεβαιώσει το το εγώ ως εμπειρική ή ψυχολογική πραγματικότητα, αλλά για να αποκτήσει πρόσβαση στην υπερβατολογική υποκειμενικότητα ή υπερβατολογικό εγώ μέσα από μια υπερβατολογική εμπειρία. Εδώ η εποχή είναι μια μορφή υπερβατολογικής εμπειρίας. Η υπερβατολογική αναγωγή θέτει έτσι σε παρένθεση τα εμπειρικά στοιχεία στη συνείδηση, ​​για να αποκτήσει πρόσβαση στο υπερβατολογικό εγώ και τα καθαρά του ενεργήματα. Περιγράφοντας τη συνείδηση ​​ανεξάρτητα από νατουραλιστικές βεβαιώσεις αποκαλύπτει την εσωτερική ζωή της συνείδησης. Είναι επομένως, ένας αναστοχασμός για τα υπερβατολογικά στοιχεία της συνείδησης. Ο υπερβατολογικός αναστοχασμός περιγράφει τις αποβλέψεις του υπερβατολογικού εγώ. Το υπερβατολογικό Εγώ επιτυγχάνεται ως αποτέλεσμα της υπερβατολογικής αναγωγής. Είναι ελεύθερο από όλες τις υποθέσεις σχετικά με το πώς είναι στην πραγματικότητα το εγώ ως φυσική, εμπειρική, πραγματικότητα. Εδώ ο Husserl ισχυρίζεται ότι μαθαίνει από τα λάθη του Descartes. Ο Ντεκάρτ μέσω του σκεπτικισμού, θέτει σε παρένθεση τον φυσικό κόσμο, αλλά ολοκληρώνει την εξερεύνηση του με το επίτευγμα του cogito, που στην πραγματικότητα είναι το εμπειρικό εγώ. Παρερμηνεύει το cogito ως τη σκεπτόμενη υπόσταση. Το καθαρό Εγώ παραμένει απολύτως ταυτόσημο σε όλες τις δυνατές αλλαγές της εμπειρίας. Δεν είναι ένα πραγματικό μέρος ή φάση των εμπειριών. Όπως παρατηρεί ο Dermot Moran, τα συνηθισμένα αντιληπτικά μας ενεργήματα έχουν μια χρονική δομή συγκρατήσεων και προσδοκιών και η ενότητα της ψυχικής ζωής του εγώ υποδηλώνει ότι υπάρχει ένας ενοποιητικός παράγοντας που υπόκειται της χρονικής εξάπλωσης της συνείδησης. [σελ. 138] όλες οι εμπειρίες μας ανήκουν στο εγώ και το εγώ ανήκει σε αυτές τις εμπειρίες και όλες ανήκουν σε ένα μόνο ρεύμα εμπειρίας.

5


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

Οι εμπειρίες ενός αντικειμένου έχουν διαφορετικούς τρόπους· το να κατευθύνεσαι προς ένα αντικείμενο, το να ασχολείσαι με ένα αντικείμενο, το να υιοθετείς μια στάση, το να υφίστασαι κάτι κ.λπ. Όλα αυτά τα ενεργήματα περιλαμβάνουν αναγκαία το εγώ και είναι κάτι από το εγώ. Με άλλα λόγια το καθαρό Εγώ είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να συμβεί η εμπειρία. Δεν είναι απλά ένα ακόμη πράγμα στον κόσμο, ως ένας απλός δρων αποβλεπτικής ζωής. Με αυτή την έννοια διαφοροποιείται ουσιαστικά από το εμπειρικό εγώ, που είναι κάτι στον κόσμο. Το εμπειρικό εγώ είναι μια οντότητα που καταλαμβάνει χώρο, αντέχει στο χρόνο και έχει φυσικά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη μεριά, το υπερβατολογικό εγώ είναι το κέντρο της αποκάλυψης στο οποίο ο κόσμος και τα πάντα σε αυτόν εκδηλώνονται. Είναι ο δρων της αλήθειας, που είναι υπεύθυνος για τις κρίσεις και την επαλήθευση. Αποτελεί για μένα τον κόσμο και είναι το απόλυτο ον που προϋποθέτει το είναι του φυσικού κόσμου. Είναι επίσης η πηγή κάθε νοήματος. Εφόσον η φαινομενολογία ασχολείται πρωτίστως και θεμελιωδώς με το εγώ, είναι ουσιαστικά μια εγωλογία. Είναι μια μελέτη του εγώ και της εμπειρίας του εαυτού του. Εξ ου και η πραγματική εστίαση της φιλοσοφίας είναι η περιοχή της αυτο-εμπειρίας, το υπερβατολογικό εγώ. Ο Husserl γράφει στο Καρτεσιανοί Στοχασμοί: Μια Εισαγωγή στη Φαινομενολογία:

Ο Αντικειμενικός κόσμος, ο κόσμος που υπάρχει για μένα,… αυτός ο κόσμος με όλα του Αντικείμενα . . . αντλεί όλη του την σημασία και την υπαρξιακή του υπόσταση, που έχει για μένα, από εμένα το ίδιο, από μένα ως το υπερβατολογικό Εγώ, το Εγώ που έρχεται στο προσκήνιο μόνο με την υπερβατολογική-φαινομενολογική εποχή. [σελ. 26]

Στις Ideas I, ο Husserl βεβαιώνει περαιτέρω την απόλυτη κατάσταση (status) του καθαρού εγώ και υποστηρίζει ότι μπορεί να αναλάβει το πείραμα της σκέψης, της φαντασίας της ίδιας της καταστροφής του κόσμου – την εκμηδένιση του κόσμου – ωστόσο μπορούμε να δούμε ότι η συνείδηση ​​επιβιώνει ως καθαρό, απόλυτο ον. [Moran, σελ.151]

Το υπερβατολογικό εγώ λοιπόν, είναι η επικράτεια της αναγκαίας ύπαρξης. Η ύπαρξη του κόσμου και των αντικειμένων του είναι ενδεχόμενη, αλλά η συνείδηση ​​είναι απόλυτη. Συγκροτεί τον κόσμο ως κόσμο νοημάτων και κόσμο αντικειμένων. Ο Χουσερλ συλλαμβάνει ακόμη και το καθαρό εγώ ως αιώνιο. Ο Dermot Moran αναφέρει τον Alfred Schutz που θυμάται ότι, ο Husserl στις τελευταίες τους συζητήσεις είχε αναφέρει ότι, αν και θα πέθαινε, το υπερβατολογικό του εγώ θα συνέχιζε να ζει. [σελ. 169].

Κουίζ

  1. Ποιο από τα παρακάτω ταιριάζει με την κατανόηση του Husserl για το

έννοια του « εμμενές";

6


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

(α) Δείχνει κάτι έξω από τον εαυτό του (β) Εγείρει επιστημολογικό ερωτήσεις (γ) Είναι επαρκώς δεδομένο από μόνο του (δ) Αντιπροσωπεύεται από νοητικές εικόνες.

  1. Τι συμβαίνει στο bracketing;

(α) Τα αντικείμενα ανάγονται σε ουσίες (β) Ο κόσμος δεν υπάρχει πια (γ) Οι ιδιότητες του τα αντικείμενα εξαφανίζονται (d0 Οι πεποιθήσεις για τα αντικείμενα αναστέλλονται.

  1. Ποιο από τα παρακάτω είναι χαρακτηριστικό του φαινομενολογικού

μέθοδος;

(α) Είναι εμπειρικού χαρακτήρα (β) Διευκρινίζει το δεδομένο (γ) Είναι απαγωγικό σε

φύση (δ) Χρησιμοποιεί επαγωγική γενίκευση.

  1. Ποιο από τα παρακάτω δεν ανήκει στο /eidos/ ενός αντικειμένου;

(α) Όλες οι ιδιότητες ενός συγκεκριμένου αντικειμένου (β) δηλαδή αναγκαστικά ισχύει για όλα
άτομα του ίδιου τύπου αντικειμένων (γ) Οι τύποι που οντότητες μπορεί να αποτελεί παράδειγμα (δ) Το αμετάβλητο μορφές.

  1. Ποια από τις παρακάτω περιγραφές είναι κατάλληλη για το καθαρό εγώ;

(α) Πράκτορας σκόπιμης ζωής (β) Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για εμπειρία σε

συμβαίνουν (γ) Καταλαμβάνει χώρο και αντέχει στο χρόνο (δ) Έχει φυσική και ψυχικό

χαρακτηριστικά.

Κλειδί απάντησης

  1. [γ]
  2. [δ]
  3. [β]
  4. [α]
  5. [β]

Εργασίες

  1. Συζητήστε τα τρία στάδια μείωσης του

λεπτομέρεια που υποδεικνύει τους περιορισμούς των δύο πρώτων στάδια.

  1. Περιγράψτε τα κύρια χαρακτηριστικά και τους στόχους του υπερβατικού

μείωση. Αναφορές

Βιβλία και άρθρα

  1. Cerbone, David R, /Understanding Phenomenology/, Durham, Acumen, 2006.
  2. Husserl, Edmund, /Cartesian Meditations/, Χάγη:

Martinus Nijhoff, 1967.

  1. ----------, /Η Κρίση των Ευρωπαϊκών Επιστημών και

Υπερβατική Φαινομενολογία/, μτφρ.

  1. Carr. Evanston, Northwestern University Press 1970.
  2. Kockelmans, Joseph J (Επιμ.) /Phenomenology: The Philosophy of Edmund

Husserl και / /its Interpretation, /New York, Anchor Books, 1967.

  1. Mohanty, J. N., /Transcendental Phenomenology: An Analytic Account/t.

Οξφόρδη και Cambridge, Μασαχουσέτη: Basil Blackwell, 1989.

  1. Moran, Dermot, /Εισαγωγή στη Φαινομενολογία, /Λονδίνο και Νέα Υόρκη,

Routledhe,

  1. ------------ /Edmund Husserl: Founder of Phenomenology/.

Κέιμπριτζ και Μάλντεν, Μασαχουσέτη: Polity Press, 2005.

7


/Πτυχές Δυτικής Φιλοσοφίας: /Δρ. Sreekumar Nellickappilly, IIT Madras

  1. Spiegelberg, Herbert, /The Phenomenological Movement; Ένα ιστορικό

Εισαγωγή, / Τομ. I και II, Χάγη: Martinus Nijhoff, 1960.

Πόροι Ιστού

  1. Beyer, Christian, «Edmund Husserl», /The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Καλοκαίρι Έκδοση 2013), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2013/entries/husserl/>.

  1. Smith, David Woodruff, "Phenomenology", / The Stanford Encyclopedia

Φιλοσοφίας /(Πτώση Έκδοση 2011), Edward N. Zalta (επιμ.), URL = http://plato.stanford.edu/archives/fall2011/entries/phenomenology/ <http://plato.stanford.edu/archives/fall2011/entries/phenomenology/>

  1. Για δωρεάν πόρους και επιστημονικά εργαλεία όπως η δυνατότητα αναζήτησης

βάση δεδομένων λέξεων-κλειδιών, μια βάση δεδομένων των τα γραπτά του Husserl και η υποτροφία Husserl, και α έννοια-βάση δεδομένων. http://www.husserl.net/. <http://www.husserl.net/>

8

Generated at: 2024-11-24 16:16:05