Created Τρίτη 03 Ιουνίου 2025
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους μου στον οργανισμό Democracy at Work που συνέβαλαν στην παραγωγή αυτού του φυλλαδίου: την Betsy Avila και την Liz Phillips, οι οποίες διηύθυναν το έργο από την αρχή μέχρι το τέλος· τη Maria Carnemolla, η οποία πρόσφερε πολύτιμες συμβουλές και διορθώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια· τον Luis de la Cruz, του οποίου τα σχέδια κοσμούν το εξώφυλλο· και τους Jake Keyel και Andrea Iannone για την τελική επιμέλεια του κειμένου. Αμέτρητες συζητήσεις μεταξύ όλων μας γέννησαν αυτό το δοκίμιο — καθώς πράγματι αυτές οι συζητήσεις είναι η ουσία του Democracy at Work, ενός συνεργατικού, μη κερδοσκοπικού εγχειρήματος. [Richard D. Wolff]
Το Brexit, ο Τραμπ και το παγκόσμιο κύμα ακροδεξιών αντιδράσεων κατά των μεταναστών και των ξένων αποκαλύπτουν πόσο βαθιά τραυματισμένος είναι ο καπιταλισμός μετά την κρίση του 2008. Τα φαινόμενα αυτά αναπαράγουν ό,τι συνέβη σε πολλές περιοχές του κόσμου μετά την κατάρρευση του καπιταλισμού το 1929. Εκατομμύρια άνθρωποι τρομοκρατούνται από την οικονομική παρακμή. Ούτε η εκπαίδευση, ούτε τα μέσα ενημέρωσης, ούτε η εμπλοκή με κριτικά πολιτικά κινήματα τούς είχαν προετοιμάσει για μια ακόμη κρίση και τη δεκαετία απωλειών που την ακολούθησε και ακόμη διαρκεί. Πολλοί αντιδρούν με οργή και απόγνωση, αναζητώντας αλλαγές που ίσως, με κάποιον τρόπο, αναστρέψουν την απειλητική καθοδική πορεία.
Δεδομένης της προηγούμενης μισής εκατονταετίας Ψυχρού Πολέμου και των επιδράσεών του στην πολιτική, στον πολιτισμό και στην ιδεολογία, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα πρώτα κύματα πολιτικής διαμαρτυρίας προσέλαβαν δεξιές μορφές. Εκατομμύρια πολίτες στράφηκαν ενάντια στα πολιτικά κατεστημένα που διαχειρίστηκαν τις οικονομικές δυνάμεις που οδήγησαν στην κρίση, έπειτα έσωσαν αυτούς που την προκάλεσαν και στη συνέχεια επέβαλαν σκληρές λιτότητες σε όσους υπέστησαν τις συνέπειες. Η ψήφος προς σοσιαλιστικά κόμματα απέτυχε σε μεγάλο βαθμό, καθώς τα περισσότερα από αυτά είχαν προσαρμοστεί στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.
Τώρα, κάποιοι συνειδητοποιούν το σφάλμα που διέπραξαν, ενώ άλλοι συνεχίζουν να το επαναλαμβάνουν. Όσοι απογοητεύονται από το καπιταλιστικό σύστημα αναζητούν — και βρίσκουν — καλύτερες απαντήσεις από την απλή απομάκρυνση των πολιτικών ηγεσιών. Θέλοντας βαθύτερες, πιο κριτικές αναλύσεις για το τι πήγε τόσο στραβά στη σύγχρονη κοινωνία και την πολιτική οικονομία, τολμούν να θέσουν... το ερώτημα της αλλαγής του συστήματος.
Έτσι, φτάνουν στην κριτική του καπιταλισμού που απορρέει από τη μαρξική παράδοση και ανακαλύπτουν όλα όσα αυτή έχει να προσφέρει. Όλα όσα είχαν αποκλειστεί επί μακρόν από τις πολιτικές, πανεπιστημιακές και δημοσιογραφικές συζητήσεις.
Οι απαιτήσεις για προσβάσιμες εισαγωγές στον μαρξισμό και τις κοινωνικές αλλαγές που αυτός προτείνει αυξάνονται. Το παρόν δοκίμιο ανταποκρίνεται σε αυτό το ενδιαφέρον. Στοχεύει να προσφέρει βάσεις για ουσιαστικές λύσεις, τώρα που τα ελαττώματα και οι αποτυχίες του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν αποκαλυφθεί: αγαθά που παραδίδονται πρωτίστως στο 1%, ενώ οι υπόλοιποι περιγελώνται με κατάφωρη ανισότητα, αστάθεια και κατάπτυστους αντιδραστικούς ηγέτες.
Ο μαρξισμός υπήρξε πάντοτε η κριτική σκιά του καπιταλισμού. Οι αλληλεπιδράσεις τους τους μετασχημάτιζαν αμφότερους. Σήμερα, ο μαρξισμός κάνει και πάλι την εμφάνισή του στο φως, καθώς ο καπιταλισμός τρέμει από τις ίδιες του τις υπερβολές και βρίσκεται αντιμέτωπος με την παρακμή. Ελπίζουμε το παρόν δοκίμιο να συμβάλει στην ανανέωση του μαρξισμού στην εποχή μας.
«Η ιστορία κάθε κοινωνίας μέχρι σήμερα είναι η ιστορία ταξικών αγώνων.» — Καρλ Μαρξ
Προσφέρουμε αυτό το δοκίμιο σήμερα λόγω της διαρκούς ισχύος και χρησιμότητας της κριτικής που άσκησε ο Μαρξ στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Από την εποχή του Μαρξ μέχρι σήμερα, ο καπιταλισμός έχει επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί το παγκόσμιο σύστημα. Κατά την πορεία του, άλλαξε με πολλούς τρόπους. Ωστόσο, ο πυρήνας του παρέμεινε ένας ιδιαίτερος τύπος οικονομικού συστήματος, ριζικά διαφορετικός από τα δουλοκτητικά, φεουδαρχικά και άλλα συστήματα της ανθρώπινης ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός παράγει και διανέμει αγαθά και υπηρεσίες διατηρεί ακόμα τη βασική δομή, τη δυναμική, τα ελαττώματα και τις αδικίες που ο Μαρξ είχε με τόση οξύνοια επισημάνει και επικρίνει.
Γιατί, λοιπόν, να ασχολούμαστε με τους μεγάλους κοινωνικούς κριτικούς όπως ο Μαρξ; Οι επικριτές βλέπουν και κατανοούν μια κοινωνία διαφορετικά από τους θαυμαστές της. Για να κατανοήσει κανείς κάτι, χρειάζεται όχι μόνο να εξετάσει απευθείας το αντικείμενο, αλλά και να λάβει υπόψη πώς το αντιλαμβάνονται άλλοι. Έτσι, λαμβάνει υπόψη (1) τι πιστεύουν εκείνοι που το εκτιμούν, αλλά και (2) τι πιστεύουν εκείνοι που το απορρίπτουν. Από τη συνδυαστική επεξεργασία όλων αυτών των προσεγγίσεων προκύπτουν οι πιο εύστοχες και στοχαστικές κρίσεις.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την επιθυμία να κατανοήσουμε την οικογένεια που ζει παραπάνω στον δρόμο (μητέρα, πατέρας και δύο παιδιά). Ας υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε πως το ένα παιδί πιστεύει ότι είναι η καλύτερη οικογένεια που υπήρξε ποτέ, ενώ το άλλο τη θεωρεί παράδειγμα ψυχολογικής δυσλειτουργίας. Θα ήταν τουλάχιστον αλλόκοτο να επιλέξουμε να μιλήσουμε μόνο με το ένα από τα δύο παιδιά. Η στοιχειώδης εντιμότητα θα μας απαιτούσε να μιλήσουμε και με τα δύο παιδιά, να θέσουμε ερωτήσεις, να ακούσουμε τι έχει να πει το καθένα, να συζητήσουμε και με τους γονείς, να παρατηρήσουμε τη λειτουργία της οικογένειας ως σύνολο κ.ο.κ. Και με βάση όλα αυτά θα διαμορφώναμε τη δική μας κρίση για την οικογένεια, αξιοποιώντας όσο καλύτερα μπορούμε τη σκέψη μας.
Το ίδιο ισχύει και για την κατανόηση του καπιταλισμού. Προϋποθέτει όχι μόνο την άμεση μελέτη του συστήματος, αλλά και την εξέταση τόσο των επικρίσεων όσο και των επαίνων που αυτό έχει δεχθεί.
Η διαδικασία αυτή γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη όταν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο διαμορφώνεται από μια ακραία πόλωση ανάμεσα στους επικριτές και στους θιασώτες του καπιταλισμού.
Όλοι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι λέξεις όπως «Μαρξ» και «μαρξισμός», «σοσιαλισμός», «κομμουνισμός» και τα συναφή υπήρξαν για πολλούς επί σειρά ετών λέξεις-φόβητρα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και πριν από την έκρηξη του Ψυχρού Πολέμου, οι υπερασπιστές και θαυμαστές του καπιταλισμού συχνά δαιμονοποιούσαν τους επικριτές του καπιταλισμού, παρουσιάζοντάς τους ως επικίνδυνους, αντιπατριώτες, ξένους, ή/και αντιαμερικανούς, αντιχριστιανούς κ.λπ. Από το 1945 και μετά, οι Αμερικανοί διδάσκονταν ευρέως, ενθαρρύνονταν ή πιέζονταν να βλέπουν τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό, τη Σοβιετική Ένωση κ.ά. με φόβο, άγχος και μίσος. Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των Αμερικανών ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά — ή και καθόλου — με το έργο του Καρλ Μαρξ.
Οι διδάσκοντες όλων των βαθμίδων είτε αγνοούσαν το έργο αυτό είτε το αντιμετώπιζαν επιδερμικά και απαξιωτικά. Ηγετικές μορφές στον επιχειρηματικό κόσμο, τη δημοσιογραφία και την ακαδημαϊκή κοινότητα διαμόρφωσαν (ή, ορθότερα, δεν διαμόρφωσαν) τη στάση τους επηρεασμένοι από αυτούς τους εκπαιδευτές, αναπαράγοντας έτσι την άγνοια ή την περιφρόνηση απέναντι στον Μαρξ και τον μαρξισμό. Χρειάστηκε το πρόσφατο κραχ του καπιταλισμού το 2008 για να ταρακουνηθούν πολλοί και να συνειδητοποιήσουν ότι ο καπιταλισμός παρέμενε το ίδιο ασταθές οικονομικό σύστημα που πάντοτε ήταν. Παράλληλα, η ιλιγγιώδης αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες υπονόμευσε την ευρέως διαδεδομένη ρητορική ότι «ο καπιταλισμός προσφέρει αγαθά» — ή, τουλάχιστον, φανέρωσε ότι προσφέρει πολύ περισσότερα στο 1% από ό,τι στο υπόλοιπο 99%. Τα τελευταία χρόνια έχουν επομένως σημαδευτεί από μια παγκόσμια ανανέωση των κριτικών στάσεων απέναντι στον καπιταλισμό. Οι στάσεις αυτές εξελίχθηκαν γρήγορα σε ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη μελέτη όσων έχουν να πουν και να προτείνουν οι επικριτές του καπιταλισμού ως συστημική εναλλακτική. Το παρόν δοκίμιο αντανακλά αυτή την ανανέωση, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να συμβάλει ενεργά σε αυτήν.
Κατά τα τελευταία 200 χρόνια, οι κορυφαίοι επικριτές του καπιταλισμού υπήρξαν ο Καρλ Μαρξ και οι διάφορες θεωρητικές και πολιτικές τάσεις που επηρεάστηκαν βαθιά από το έργο του. Με άλλα λόγια, ο μαρξισμός αποτέλεσε την κυρίαρχη παράδοση σκέψης και πράξης που στέκεται κριτικά απέναντι στον καπιταλισμό. Εκπροσωπεί τις ιδέες και τις εμπειρίες που έχουν συσσωρευτεί επί γενεές σε ολόκληρο τον κόσμο από ανθρώπους που επιχείρησαν και επιχειρούν να ξεπεράσουν τον καπιταλισμό, αξιοποιώντας τα κριτικά εργαλεία που προσφέρει ο Μαρξ. Ο Μαρξ και ο μαρξισμός είναι τόσο σημαντικοί για την κριτική του καπιταλισμού όσο είναι οι Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και Τζον Μέιναρντ Κέινς για την υπεράσπισή του.
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά τη διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής.» — Καρλ Μαρξ
Τι παρακίνησε τον Καρλ Μαρξ, έναν νέο που μεγάλωνε στη μέση του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, να γίνει επικριτής του καπιταλισμού; Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στις Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Μαρξ ενστερνίστηκε ιδιαίτερα τα βασικά τους αιτήματα: στη Γαλλία, την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη· στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δημοκρατία. Ήθελε αυτά τα αιτήματα να πραγματοποιηθούν στην κοινωνία της εποχής του. Πίστευε ότι ο καπιταλισμός που πρόβαλαν ως εναλλακτική οι Γάλλοι και Αμερικανοί επαναστάτες ήταν ένα καλύτερο σύστημα από τον φεουδαρχικό, δουλοκτητικό και άλλους προηγούμενους τρόπους οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Πίστευε επίσης — όπως και πολλοί νέοι της εποχής του — ότι ο καπιταλισμός θα έφερνε την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία που είχαν υποσχεθεί οι επαναστάσεις αυτές.
Ωστόσο, τα περίπου 75 χρόνια που χώριζαν την ενηλικίωση του Μαρξ από τις Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση τού παρουσίασαν μια βαθιά αντιφατική πραγματικότητα. Οι επαναστάσεις είχαν πετύχει στην εγκαθίδρυση του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός άνθιζε και εξαπλωνόταν γύρω του στη Δυτική Ευρώπη. Τα παλαιά οικονομικά συστήματα δεσπότη και δούλου, φεουδάρχη και δουλοπάροικου, είχαν εξαφανιστεί ή εξαφανίζονταν. Τη θέση τους καταλάμβαναν πλέον σχετικά «ελεύθεροι» άνδρες και γυναίκες, ενταγμένοι στον νέο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με εργοδότες και μισθωτούς εργαζομένους. Ωστόσο, ο καπιταλισμός που έβλεπε και ζούσε ο Μαρξ δεν είχε επιφέρει ούτε ελευθερία, ούτε ισότητα, ούτε αδελφοσύνη, ούτε ουσιαστική δημοκρατία. Επιπλέον, δεν παρουσίαζε ενδείξεις ότι κατευθυνόταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Αντιθέτως, όταν ο Καρλ Μαρξ παρατηρούσε την Ευρώπη της εποχής του, έβλεπε σε μεγάλο βαθμό αυτό που περιέγραφαν τα μυθιστορήματα του Τσαρλς Ντίκενς (ή του Εμίλ Ζολά, του Μαξίμ Γκόρκι και του Τζακ Λόντον). Διαπίστωνε ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε μια σχετικά μικρή μερίδα του πληθυσμού που ήταν εύπορη, καλλιεργημένη, εγγράμματη και άνετη, και σε μια μάζα αγροτικών, βιομηχανικών και εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών που ζούσαν μέσα στη φτώχεια, την αμορφωσιά και — συχνά — τον αναλφαβητισμό. Ο Μαρξ ένιωθε ότι ο καπιταλισμός είχε προδώσει την υπόσχεση που είχε οδηγήσει τόσους ανθρώπους — τους οποίους θαύμαζε — να στηρίξουν την κατάργηση της φεουδαρχίας, της δουλείας κ.λπ., ακόμη και με αιματηρές επαναστάσεις όπου χρειαζόταν. Ο καπιταλισμός είχε αποτύχει να υλοποιήσει την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία.
Έτσι έθεσε στον εαυτό του έναν στόχο. Το μεγάλο ερώτημα για εκείνον ήταν: «Τι συνέβη;» Γιατί ο καπιταλισμός δεν τήρησε την υπόσχεσή του; Την επιδίωξε και απέτυχε; Κι αν ναι, γιατί; Η ερευνητική προσπάθεια που ανέλαβε — και που αυτός και οι στενότεροι συνεργάτες του κατέγραψαν — αποτελεί τη συμβολή του Μαρξ: την κριτική του κατανόηση τού καπιταλισμού.
Ανακάλυψε ότι ο λόγος για τον οποίο ο καπιταλισμός απέτυχε να πραγματοποιήσει την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία, ήταν ότι η ίδια του η δομή και τα κοινωνικά του αποτελέσματα αποτελούσαν εμπόδια στην επίτευξη αυτών των υψηλών στόχων. Με την ανακάλυψη αυτή, ο Μαρξ διατήρησε αυτούς τους στόχους ως δικούς του.
Ο Μαρξ κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι η ουσιαστική πρόοδος προς την επίτευξη της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης και της δημοκρατίας απαιτούσε την αλλαγή του οικονομικού συστήματος: από τον καπιταλισμό σε αυτό που ονόμαζε σοσιαλισμό.
Η έρευνα που οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα ήταν βαθύτατα ιστορική. Η ιστορία των οικονομικών συστημάτων πριν τον καπιταλισμό προσέφερε στον Μαρξ κρίσιμες ενδείξεις. Τα δύο συστήματα στα οποία εστίασε την προσοχή του ήταν η δουλοκτησία και η φεουδαρχία.
Τα δουλοκτητικά οικονομικά συστήματα διαχωρίζουν τους ανθρώπους που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διανομή αγαθών και υπηρεσιών σε δύο ομάδες: δεσπότες και δούλους. Ο πλούτος, η εξουσία και η πολιτισμική κυριαρχία ανήκουν αποκλειστικά στους δεσπότες. Οι δούλοι αποτελούν ιδιοκτησία των δεσποτών. Σε γενικές γραμμές, οι δούλοι εκτελούν το έργο της παραγωγής και της διανομής, ενώ οι δεσπότες κυρίως επιβλέπουν τους δούλους. Οι κοινωνίες δουλοκτητικού τύπου του παρελθόντος διαμορφώνονταν, κυβερνιούνταν και λειτουργούσαν από τους δεσπότες, οι οποίοι διαιώνιζαν το σύστημα με την πάροδο του χρόνου. Οι δεσπότες ήθελαν να παραμείνουν δεσπότες· τα παιδιά τους γίνονταν με τη σειρά τους δεσπότες. Αν γεννιόσουν ως δούλος μέσα σε εκείνη την κοινωνία, σχεδόν πάντα παρέμενες δούλος και τα παιδιά σου επίσης. Στη σχέση τους με τους δεσπότες, οι δούλοι συμμετείχαν ελάχιστα — αν καθόλου — στην ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη ή τη δημοκρατία.
Στα φεουδαρχικά οικονομικά συστήματα, οι θέσεις δεσπότη και δούλου εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από εκείνες του φεουδάρχη (άρχοντα) και του δουλοπάροικου. Στη φεουδαρχική Ευρώπη, οι φεουδάρχες επέβλεπαν και κυριαρχούσαν στους δουλοπάροικους που έκαναν τη δουλειά, παρόμοια με τον ρόλο των δεσποτών έναντι των δούλων. Ωστόσο, ενώ οι δουλοπάροικοι δεν ήταν ιδιοκτησία, όπως οι δούλοι, γεννιούνταν στη θέση που κατείχαν οι γονείς τους — όπως συνέβαινε και με τους δούλους.
Σε σύγκριση με τη δουλοκτησία και τη φεουδαρχία ως οικονομικά συστήματα, ο καπιταλισμός ήταν ταυτόχρονα διαφορετικός και παρόμοιος. Ήταν διαφορετικός διότι οι επαναστάτες που ανέτρεψαν τα προηγούμενα συστήματα για να εγκαθιδρύσουν τον καπιταλισμό υποστήριξαν γενικά την απελευθέρωση των δούλων και των δουλοπαροίκων από τη μειονεκτική τους θέση και διακήρυξαν την ελευθερία και την ισότητα όλων. Κανείς δεν μπορούσε να δεσμευθεί σε δουλοκτητική ή φεουδαρχικού τύπου υποταγή· επομένως, μπορούσε να απολαμβάνει ελευθερία από αυτού του τύπου δουλείες.
Τελικά, οι υπερασπιστές και υποστηρικτές του καπιταλισμού στήριξαν γενικά τη διαδικασία πολιτικής εκδημοκρατισμού, επεκτείνοντας την αρχή «ένας πολίτης, μία ψήφος» σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του ενήλικου πληθυσμού.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός παρέμεινε παρόμοιος με τη δουλοκτησία και τη φεουδαρχία σε μια θεμελιώδη και κρίσιμη διάσταση. Ο Μαρξ θεμελιώνει αυτό το κεντρικό σημείο ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, στο πλαίσιο της ανάλυσής του για την «εκμετάλλευση». Στο δουλοκτητικό σύστημα, οι δούλοι παράγουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες, τα οποία γίνονται εξ ολοκλήρου — κατά 100% — άμεση ιδιοκτησία του δεσπότη (όπως και οι ίδιοι οι δούλοι). Ο δεσπότης αποφασίζει αν, πότε, πώς και σε ποιο βαθμό θα επιστραφεί μέρος του προϊόντος της εργασίας των δούλων πίσω σε αυτούς για την αναπαραγωγή τους (τροφή, ένδυση, στέγη κ.ά.). Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να εκφραστεί διαιρώντας το ημερήσιο (ή εβδομαδιαίο) ωράριο εργασίας του δούλου σε δύο μέρη: το ένα είναι το μέρος του χρόνου του οποίου το προϊόν επιστρέφεται στον δούλο για κατανάλωση. Ο Μαρξ το ονομάζει αυτό «αναγκαία εργασία» (necessary labor). Το δεύτερο μέρος της εργασίας του δούλου παράγει προϊόντα που κρατά και χρησιμοποιεί ο δεσπότης· ο Μαρξ το ονομάζει «υπερεργασία» (surplus labor). Πρόκειται για εργασία που ο δούλος προσφέρει πέρα από εκείνη που είναι απαραίτητη για το επίπεδο αναπαραγωγής που του επιτρέπει ο δεσπότης.
Η ίδια λογική ισχύει και στη φεουδαρχία. Εκεί, ο δουλοπάροικος λαμβάνει μια έκταση γης προς καλλιέργεια, μέρος του χρόνου του, με τον όρο ότι το προϊόν αυτής της εργασίας θα παραμείνει στον ίδιο και θα το καταναλώσει η οικογένειά του. Ένα άλλο μέρος του εργασιακού του χρόνου διατίθεται για την εργασία στο φέουδο του άρχοντα, ο οποίος και κρατά το προϊόν εκείνης της εργασίας. Η «αναγκαία εργασία» είναι λοιπόν η εργασία του δουλοπάροικου στη δική του γη· η «υπερεργασία» είναι το μέρος της συνολικής του εργασίας που προσφέρεται στο κτήμα του φεουδάρχη. Ο Μαρξ αποκαλούσε δούλους και δουλοπάροικους «εκμεταλλευόμενους» εργαζομένους ακριβώς επειδή (και στον βαθμό που) ένα μέρος της εργασίας τους και των προϊόντων της ιδιοποιείτο από άλλους — δηλαδή από μη παραγωγούς.
Το επιχείρημα του Μαρξ κορυφώνεται ως εξής: ο καπιταλισμός παραμένει όμοιος με τη δουλοκτησία και τη φεουδαρχία διότι (1) και αυτός διαιρεί τους συμμετέχοντες στην παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών σε δύο ομάδες (εργοδότες και εργαζομένους) και (2) διαιρεί και αυτός τη μέρα εργασίας του εργαζομένου σε αναγκαίο και πλεονάζον μέρος.
Μόνο οι μορφές αυτών των διαιρέσεων διαφέρουν μεταξύ δουλοκτησίας, φεουδαρχίας και καπιταλισμού· οι ίδιες οι διαιρέσεις παραμένουν στην ουσία τους ίδιες. Στον καπιταλισμό, ο εργαζόμενος συμφωνεί να εργαστεί, π.χ., για μια εβδομάδα και να πληρωθεί το απόγευμα της Παρασκευής. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, η εργασία του συνεισφέρει στο συνολικό προϊόν που πουλά ο εργοδότης στο τέλος της εβδομάδας. Τα έσοδα από την πώληση αυτού του προϊόντος αποτελούνται από δύο μέρη: το ένα καλύπτει το κόστος των αναλωθέντων εισροών στην παραγωγή· το μέρος αυτό συνήθως χρησιμοποιείται για την αντικατάστασή τους. Το υπόλοιπο των εσόδων του εργοδότη διαιρείται σε δύο μέρη: το ένα αποδίδεται στον εργαζόμενο ως μισθός, ενώ το άλλο διατηρείται από τον εργοδότη για ιδία κατανάλωση ή χρήση. Οι μισθοί αντιστοιχούν στα προϊόντα της αναγκαίας εργασίας του εργαζομένου· τα έσοδα που διατηρεί ο εργοδότης αντιστοιχούν στα προϊόντα της υπερεργασίας του εργαζομένου. Ο «ελεύθερος» εργάτης του καπιταλισμού — δηλαδή το άτομο που πουλά την εργατική του δύναμη έναντι μισθού — είναι εκμεταλλευόμενος, ακριβώς όπως ήταν και οι «ανελεύθεροι» εργάτες, δηλαδή οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι.
Ο καπιταλισμός, έλεγε ο Μαρξ, ποτέ δεν ξεπέρασε εκείνα τα οικονομικά πρότυπα στα οποία μια μειοψηφία κυριαρχεί πάνω στην πλειοψηφία. Ο καπιταλισμός απλώς αντικατέστησε τις διχοτομίες δεσπότης/δούλος και φεουδάρχης/δουλοπάροικος με μια νέα: η κυρίαρχη και εκμεταλλευτική μειοψηφία εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά έχει πλέον νέο όνομα — εργοδότες.
Η κυριαρχούμενη και εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία εξακολουθεί επίσης να υπάρχει, με το νέο της όνομα — εργαζόμενοι. Όπως συνέβη και στη δουλοκτησία και τη φεουδαρχία, έτσι και στον καπιταλισμό η κυρίαρχη μειοψηφία κατείχε και κατέχει τον ηγεμονικό κοινωνικό ρόλο. Οι εργοδότες ελέγχουν τους πολιτικούς και κατευθύνουν την κοινωνική εξέλιξη· λαμβάνουν όλες τις κρίσιμες αποφάσεις στον χώρο εργασίας· ελέγχουν τα πάντα. Οι μάζες των ανθρώπων βρίσκονται σε θέση υποταγής.
Ο Μαρξ έδειξε ότι ένα από τα θεμελιώδη αίτια για την αποτυχία του καπιταλισμού να πραγματοποιήσει την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία ήταν η εσωτερική οργάνωση της καπιταλιστικής επιχείρησης. Εκεί, μια μικροσκοπική ομάδα ανθρώπων στην κορυφή (μεγαλοϊδιοκτήτες και ανώτατα διευθυντικά στελέχη) λαμβάνει όλες τις βασικές αποφάσεις σχετικά με το τι θα παραχθεί, πώς, πού και τι θα γίνει με το προϊόν της υπερεργασίας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι αποκλείονται συστηματικά από τη διαδικασία λήψης αυτών των αποφάσεων, αλλά είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν με τις συνέπειες τους.
Αυτό δεν είναι δημοκρατία· είναι το αντίθετό της.
Ο Μαρξ πέθανε το 1883. Στα 135 χρόνια που ακολούθησαν, οι ιδέες του διαδόθηκαν σε κάθε χώρα του πλανήτη. Άνθρωποι που ζούσαν υπό εντελώς διαφορετικές οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες βρήκαν τεράστιο νόημα σε όσα έγραψε, είπε και έκανε ο Μαρξ και, αργότερα, οι μαρξιστές. Σε κάθε χώρα υπάρχουν μαρξιστικές οργανώσεις, μαρξιστικά συνδικάτα, μαρξιστικές εφημερίδες, μαρξιστικές ενώσεις, μαρξιστικά πολιτικά κόμματα κ.λπ. Όλοι αυτοί βρήκαν και συνεχίζουν να βρίσκουν νόημα στον μαρξισμό.
«Ο άνθρωπος είναι με την κυριολεκτικότερη έννοια ένα πολιτικό ζώο, όχι απλώς ένα κοινωνικό ον, αλλά ένα ον που μπορεί να εξατομικευθεί μόνο μέσα στην κοινωνία.» — Καρλ Μαρξ
Ένα σημαντικό μέρος της συμβολής του Μαρξ εντοπίζεται στην οικονομική θεωρία. Ήταν ένας ευρέως καλλιεργημένος και δραστήριος διανοούμενος της εποχής του στην Ευρώπη, όταν μόνο ένα σχετικά μικρό μέρος του πληθυσμού είχε μόρφωση ή ακόμη και βασική παιδεία. Είχε λάβει επίσημη πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη φιλοσοφία και ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως καθηγητής φιλοσοφίας. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τον κόσμο γύρω του τον οδήγησε γρήγορα στο να γίνει αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε οικονομολόγος. Εδώ παρουσιάζουμε το βασικό συμπέρασμα των οικονομικών του μελετών, προτού ακολουθήσουμε την εμβριθή του ανάλυση.
Σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, από τις αρχαιότερες που γνωρίζουμε έως σήμερα, οι άνθρωποι παράγουν και διανέμουν κάτι που ο Μαρξ ονομάζει πλεόνασμα (surplus). Μπορούμε να ξεκινήσουμε εξηγώντας τι εννοεί με αυτόν τον όρο.
Σε κάθε κοινωνία, λέει ο Μαρξ, οι άνθρωποι επιβιώνουν μέσω της εργασίας· μετασχηματίζουν τη φύση ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Μετατρέπουν το μαλλί σε ρούχα για να ζεσταθούν, τα δέντρα σε καταφύγια από τη βροχή και τις καταιγίδες, τη γη σε τρόφιμα και ούτω καθεξής. Μέσω της εργασίας τους, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον νου και το σώμα τους για να μετασχηματίσουν τη φύση σε χρήσιμα και καταναλώσιμα προϊόντα, από τα οποία εξαρτάται η ανθρώπινη κοινωνία.
Ωστόσο, δεν εργάζονται όλοι· δεν χρησιμοποιούν όλοι τον νου και τους μυς τους για να μετασχηματίσουν τη φύση. Πάντοτε σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία — είτε μεγάλη είτε μικρή — υπάρχουν μέλη που δεν εργάζονται. Αυτά επιβιώνουν μόνο εάν και εφόσον τα εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας παράγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν τα ίδια. Η ποσότητα του προϊόντος που υπερβαίνει την κατανάλωση των ίδιων των εργαζομένων είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει πλεόνασμα. Εάν το πλεόνασμα αυτό διανεμηθεί σε άτομα διαφορετικά από τους ίδιους τους εργαζόμενους που το παρήγαγαν, τότε αυτά τα άλλα άτομα μπορούν να επιβιώσουν και να λειτουργήσουν εντός της κοινωνίας. Ένα παράδειγμα τέτοιων προσώπων είναι τα βρέφη, τα οποία προφανώς δεν μπορούν να μετασχηματίσουν τη φύση, μιας και δεν έχουν ακόμη σταθεί στα πόδια τους. Για να επιβιώσουν τα βρέφη ζώντας από το παραγόμενο πλεόνασμα, κάποιοι άλλοι στην κοινωνία πρέπει να το παράγουν.
Στις περισσότερες κοινωνίες, οι παραγωγοί του πλεονάσματος — τους οποίους ο Μαρξ ονομάζει παραγωγικούς εργάτες ακριβώς επειδή παράγουν πλεόνασμα — το διανέμουν σε περισσότερα άτομα από ό,τι μόνο στα βρέφη. Παιδιά, ασθενείς και ηλικιωμένοι είναι συχνοί αποδέκτες του πλεονάσματος. Το ίδιο ισχύει και για άτομα τα οποία είναι σε θέση να παράγουν πλεόνασμα αλλά δεν το πράττουν. Το πλεόνασμα που παράγεται από ορισμένα μέλη της κοινωνίας διατηρεί στη ζωή και στηρίζει τα μέλη εκείνα που ζουν μέσω της διανομής του.
Ας ξεκινήσουμε με ένα παραστατικό παράδειγμα μιας δουλοκτητικής κοινωνίας. Όταν ο δούλος εργάζεται σε μια φυτεία, όλα όσα παράγει ανήκουν άμεσα και αυτομάτως στον δεσπότη. Συνήθως, ο δεσπότης επιστρέφει ένα μέρος του παραγόμενου πλεονάσματος στον δούλο (με τη μορφή τροφής, ρουχισμού, στέγασης κ.λπ.). Ο σκοπός είναι να μπορεί ο δούλος να εργαστεί ξανά την επόμενη μέρα. Ένα άλλο μέρος της παραγωγής του δούλου το χρησιμοποιεί ο δεσπότης για να αναπληρώσει τα εργαλεία, τον εξοπλισμό και τις πρώτες ύλες που καταναλώθηκαν κατά την εργασία τού δούλου..
Το υπόλοιπο από ό,τι παράγει ο δούλος αποτελεί το πλεόνασμα του δούλου. Όπως και κάθε άλλο τμήμα της παραγωγής του, το πλεόνασμα αυτό ανήκει επίσης στον δεσπότη. Ο δεσπότης το οικειοποιείται και το χρησιμοποιεί για να καλύψει την προσωπική του κατανάλωση, να συντηρήσει τους υπηρέτες και ακόλουθούς του, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή κοινωνική δραστηριότητα κρίνει απαραίτητα για τη διατήρηση της εξουσίας του. Ο δεσπότης διαθέτει ένα μέρος του πλεονάσματος του δούλου για να στηρίξει τέτοιες δραστηριότητες, ακριβώς επειδή αυτές συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του δουλοκτητικού συστήματος πάνω στο οποίο δεσπόζει. Για παράδειγμα, μπορεί να πληρώσει (δηλαδή να διανείμει ένα μερίδιο του πλεονάσματος) σε μια ομάδα ληστών ώστε να αιχμαλωτίσουν και να επιστρέψουν δούλους που έχουν δραπετεύσει.
Τα άτομα που ζουν από μερίδια των πλεονασμάτων των δούλων τα οποία τους διανέμουν οι δεσπότες μπορεί πράγματι να ασχολούνται με εργασία που απαιτεί πνευματική ή σωματική προσπάθεια. Όμως δεν παράγουν οι ίδιοι πλεόνασμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, κατά τον Μαρξ, είναι μη παραγωγικοί εργάτες. Πιστός στον ρόλο του κοινωνικού κριτικού και θεωρητικού, ο Μαρξ θέλει να αναδείξει καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στους εργάτες που παράγουν πλεόνασμα και εκείνους που ζουν από τη διανομή πλεονασμάτων που παρήχθησαν από άλλους. Βλέπει αυτή τη διάκριση ως κρίσιμη για πολλές συνέπειες: για τις διαφορετικές στάσεις αυτών των δύο κατηγοριών απέναντι στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, για τη συμμετοχή τους σε προτάσεις υπέρβασης αυτού του συστήματος, και ούτω καθεξής. Αναδεικνύει επίσης τη διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών εργατών ώστε να μην αποκρύπτονται οι ουσιώδεις διαφορές τους εξαιτίας επιφανειακών ομοιοτήτων — όπως το ότι μπορεί όλοι να είναι δούλοι. Αυτή η διάκριση είναι απολύτως κρίσιμη για οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο επιδιώκει την ενότητα όλων των δούλων σε μια ισχυρή κοινωνική δύναμη.
Ο δεσπότης ζει από το πλεόνασμα. Δεν εργάζεται στα βαμβακοχώραφα, δεν καλλιεργεί φρούτα και λαχανικά, δεν παρασκευάζει το τυρί, το βούτυρο ή το κρέας. Όλα αυτά τα κάνουν οι παραγωγικοί δούλοι. Παράγουν περισσότερο βαμβάκι απ’ όσο χρειάζονται για να ντυθούν οι ίδιοι, περισσότερα τρόφιμα και ρούχα απ’ όσα χρειάζονται για τη δική τους κατανάλωση, και όλο αυτό το «περισσότερο» — είτε σε είδος είτε σε χρήμα, αν το προϊόν πωλείται στην αγορά — παραδίδεται στον δεσπότη. Ο δεσπότης το χρησιμοποιεί για να διατηρήσει την αναπαραγωγή αυτού του τύπου κοινωνίας. Ο δεσπότης βρίσκεται στην κορυφή· ο δεσπότης έχει την εξουσία· ο δεσπότης συντηρείται από το πλεόνασμα των δούλων.
Πολύ παρόμοια λογική διέπει και την ανάλυση του Μαρξ για την φεουδαρχία. Οι παραγωγικοί εργάτες σε αυτό το σύστημα είναι οι δουλοπάροικοι, και το πλεόνασμα που παράγουν αποδίδεται στον φεουδάρχη. Στην Ευρώπη, το όνομα που δινόταν στο φεουδαρχικό πλεόνασμα ήταν «πρόσοδος». Οι φεουδάρχες ζούσαν από τις προσόδους που αντλούσαν από την εκμετάλλευση των δουλοπαροίκων· συχνά χρησιμοποιούσαν αυτές τις προσόδους για να συντηρούν υπηρέτες και άλλους εξαρτώμενους, οι οποίοι με τη σειρά τους ζούσαν από το φεουδαρχικό πλεόνασμα ως μη παραγωγικοί εργάτες του φεουδαρχικού συστήματος.
Και τώρα στο κύριο σημείο του Μαρξ: στον καπιταλισμό βρίσκουμε την ίδια βασική σχέση εκμετάλλευσης που υπήρχε μέσα στα δουλοκτητικά και φεουδαρχικά οικονομικά συστήματα. Η εκμετάλλευση αυτή αποκρύπτεται μέσα σε και μέσω των διατυπώσεων του συστήματος εργοδότη–εργαζόμενου. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ διαπερνά αυτό το προσωπείο για να δείξει πώς η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου εμπεριέχει τη χαρακτηριστικά καπιταλιστική μορφή παραγωγής και διανομής του πλεονάσματος.
Φαντάσου ότι αναζητάς εργασία και συζητάς με έναν εργοδότη, του οποίου η επιχείρηση κατασκευάζει σκάλες. Αφού έχετε συζητήσει τις λοιπές λεπτομέρειες της θέσης, φτάνετε στο ζήτημα του μισθού και συμφωνείτε στα 20 δολάρια ανά ώρα για εργασία από τις 9 π.μ. έως τις 5 μ.μ., Δευτέρα έως Παρασκευή. Ο εργοδότης πιστεύει ότι η πρόσληψή σου — όπως και όλων των άλλων παραγωγικών εργαζομένων — θα προσθέσει ποιότητα ή/και ποσότητα στην παραγωγή σκαλών της επιχείρησης και συνεπώς θα αυξήσει και τα έσοδα από τις πωλήσεις.
Ο Μαρξ, τότε, εξηγεί αυτό που οι περισσότεροι εργαζόμενοι διαισθάνονται τουλάχιστον ενστικτωδώς: ένας εργοδότης θα πληρώσει έναν παραγωγικό εργαζόμενο 20 δολάρια την ώρα μόνο εάν κατά τη διάρκεια αυτής της ώρας παράγονται έσοδα από πωλήσεις μεγαλύτερης αξίας από 20 δολάρια. Σε αυτή τη διαφορά, μας λέει ο Μαρξ, βρίσκεται το πλεόνασμα στη μορφή του που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό.
Η προστιθέμενη αξία (στην αξία των εργαλείων, του εξοπλισμού και των πρώτων υλών που καταναλώθηκαν στην παραγωγή) από κάθε ώρα εργασίας υπερβαίνει την αξία που πληρώνεται στον εργαζόμενο για εκείνη την ώρα εργασίας. Η διαφορά ανάμεσα στην προστιθέμενη αξία και τον καταβληθέντα μισθό αποτελεί το πλεόνασμα που παράγει ο εργαζόμενος μέσα σε μια καπιταλιστική επιχείρηση. Ο εργοδότης ιδιοποιείται αυτό το πλεόνασμα μέσω των εσόδων από τις πωλήσεις του προϊόντος της επιχείρησης. Τα έσοδα αυτά διανέμονται από τον εργοδότη σε τρία μέρη: ένα χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση/αναπλήρωση των εργαλείων, του εξοπλισμού και των πρώτων υλών που καταναλώθηκαν κατά την παραγωγή· ένα άλλο μέρος καταβάλλεται στους εργαζόμενους ως μισθός· και το τρίτο αποτελεί το πλεόνασμα που διατηρεί και, συνεπώς, ιδιοποιείται ο καπιταλιστής εργοδότης.
Όπως και η παραγωγική εργασία των δούλων και των δουλοπαροίκων, έτσι και εκείνη των μισθωτών είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης: όλοι παράγουν πλεόνασμα για λογαριασμό άλλων. Μόνο οι μορφές του καπιταλιστικού πλεονάσματος και της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης τις διακρίνουν από τα αντίστοιχά τους στη δουλεία και τη φεουδαρχία.
Στην παραγωγική καρδιά του καπιταλισμού, δηλαδή στη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο τελευταίος παράγει πλεόνασμα το οποίο ιδιοποιείται ο πρώτος. Μέσα σε αυτήν την εκμετάλλευση, ο Μαρξ εντοπίζει ένα βασικό εμπόδιο που εμποδίζει τον καπιταλισμό να επιτύχει τα υποσχόμενα αποτελέσματα της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφότητας και της δημοκρατίας. Η απουσία αυτών των αρχών στη δουλεία και τη φεουδαρχία οφειλόταν επίσης στις εκμεταλλευτικές σχέσεις που βρίσκονταν στον πυρήνα των αντίστοιχων παραγωγικών συστημάτων. Το συμπέρασμα του Μαρξ είναι το εξής: για να επιτευχθούν η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφότητα και η δημοκρατία σε οποιαδήποτε κοινωνία, κάθε εκμεταλλευτική παραγωγική σχέση πρέπει να αποκλειστεί.
Το να ιδιοποιείται και να διανέμει μια μειοψηφία το πλεόνασμα που παράγει μια πλειοψηφία είναι ασύμβατο με και υπονομεύει τους προοδευτικούς κοινωνικούς στόχους που υπερασπίστηκαν η Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση και που έκτοτε υμνούνται παντού στα λόγια.
Η μαρξική γραμματεία κάνει συχνά λόγο για «μισθωτή σκλαβιά». Αυτό δεν είναι μια πρόχειρη παρατήρηση. Συνδέει την κατάσταση του μισθωτού εργαζομένου με εκείνη του δούλου. Αν δούμε την ελευθερία των μισθωτών μέσα από τον φακό της θεωρίας του πλεονάσματος του Μαρξ, τότε αυτή η ελευθερία αποκαλύπτεται ως απατηλή. Στον καπιταλισμό, οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι παγιδευμένοι: είτε ως παραγωγικοί μισθωτοί που παράγουν πλεόνασμα για τον εργοδότη, είτε ως μισθωτοί που προσφέρουν υπηρεσίες στον εργοδότη ζώντας από τη διανομή του πλεονάσματος κάποιου άλλου παραγωγικού εργαζομένου. Η ελευθερία απαιτεί αλλαγή του συστήματος, διότι αλλιώς παραμένεις αιχμάλωτος εντός του.
Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες χρησιμοποιούν συνήθως το πλεόνασμα που αποσπούν για να διατηρήσουν την εκμετάλλευση. Οι δεσπότες χρησιμοποιούν το πλεόνασμα που παίρνουν από τους δούλους για να συντηρήσουν το δουλοκτητικό σύστημα· οι φεουδάρχες κάνουν το ίδιο με το πλεόνασμα των δουλοπαροίκων για να διαιωνίσουν την φεουδαρχία· και οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν το πλεόνασμα που ιδιοποιούνται από τους παραγωγικούς εργαζομένους για να αναπαράγουν την κοινωνική σχέση του καπιταλισμού — την κοινωνία των εργοδοτών και των εργαζομένων. Αυτό συνεπάγεται την ανάθεση στους καπιταλιστές — και στους εκπροσώπους που διορίζουν — κυρίαρχων θέσεων όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην πολιτική και τον πολιτισμό.
Στον καπιταλισμό — είτε πριν εκατό χρόνια, είτε πριν πενήντα, είτε σήμερα — η κυρίαρχη κοινωνική τάξη είναι εκείνη των εργοδοτών. Η συμβολή του Μαρξ έγκειται στο ότι εντοπίζει μέσα στην παραγωγή τον θεμελιώδη μηχανισμό με τον οποίο εδραιώνεται αυτή η κυριαρχία.
Στη συζήτησή του για το πλεόνασμα και την εκμετάλλευση, ο Μαρξ ανέπτυξε τη δική του, μοναδική έννοια της τάξης — μια έννοια διαφορετική από τις παραδοσιακές, προ-μαρξικές αντιλήψεις. Πριν από τον Μαρξ (πράγματι, επί χιλιάδες χρόνια), πολλοί άνθρωποι κατηγοριοποιούσαν τους πληθυσμούς σε υποομάδες με βάση τον πλούτο που κατείχαν ή την εξουσία που ασκούσαν πάνω σε άλλους. Όσοι εστίαζαν στον πλούτο, διέκριναν τους ιδιοκτήτες περιουσίας από τους άκληρους, τους πλούσιους από τους φτωχούς και, φυσικά, τις μεσαίες τάξεις από όσους βρίσκονται πάνω ή κάτω από αυτές. Όσοι εστίαζαν στην εξουσία, διέκριναν τους κυβερνώντες από τους κυβερνώμενους, τους ισχυρούς από τους ανίσχυρους, κ.ο.κ. Για όλους αυτούς, η τάξη ήταν μια κατηγορία που διαιρούσε και περιέγραφε τους ανθρώπους ανάλογα με τη διανομή της ιδιοκτησίας ή της εξουσίας ανάμεσά τους. Ο Μαρξ αξιοποίησε αυτές τις παλαιές έννοιες (κατηγορίες, ορισμούς) της τάξης στη διαμόρφωση της κοινωνικής του κριτικής. Σε αυτό ακολούθησε το παράδειγμα πολλών άλλων που είχαν ενεργήσει με παρόμοιο τρόπο πριν από αυτόν ή ταυτόχρονα με αυτόν.
Ωστόσο, σε αντίθεση με όλους εκείνους, ο Μαρξ επινόησε και αξιοποίησε μια άλλη, διαφορετική έννοια της τάξης: μια έννοια βασισμένη στην ανάλυσή του περί πλεονάσματος. Υπήρχε η τάξη των παραγωγών του πλεονάσματος, η τάξη των ιδιοποιούμενων το πλεόνασμα και η τάξη εκείνων που λαμβάνουν μερίδια του πλεονάσματος μέσω της διανομής που τους παρέχουν οι ιδιοποιητές. Οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των τάξεων υπονόμευαν τις συχνά επαναλαμβανόμενες δεσμεύσεις των καπιταλιστών στην ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα και τη δημοκρατία. Διατυπωμένο διαφορετικά, ο Μαρξ επινόησε και χρησιμοποίησε τις έννοιες της τάξης που βασίζονται στο πλεόνασμα για να εξηγήσει γιατί οι προηγούμενοι κοινωνικοί επικριτές των κατάφωρα άνισων κατανομών πλούτου και εξουσίας δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε να ξεπεράσουν αυτές τις κοινωνικές αδικίες. Δεν είχαν κατανοήσει ότι η αλλαγή της οργάνωσης του πλεονάσματος ήταν απαραίτητο συνοδευτικό κάθε άλλου προγράμματος που στόχευε στη μείωση των ανισοτήτων στην κοινωνική κατανομή του πλούτου και της εξουσίας. Δεν είχαν κατανοήσει γιατί η κατάργηση της εκμετάλλευσης ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση των κοινωνικών δεσμεύσεων στην ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα και τη δημοκρατία. Οι ταξικές συγκρούσεις στις οποίες εστίασε ο Μαρξ την προσοχή του (π.χ. στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου) αφορούσαν πρωτίστως την παραγωγή και διανομή του πλεονάσματος και μόνον δευτερευόντως την κοινωνική κατανομή της ιδιοκτησίας και της εξουσίας.
«Όπως στην ιδιωτική ζωή διακρίνει κανείς μεταξύ αυτού που νομίζει και λέει για τον εαυτό του ένας άνθρωπος και αυτού που πραγματικά είναι και κάνει, έτσι και στους ιστορικούς αγώνες πρέπει ακόμη περισσότερο να διακρίνει κανείς τη γλώσσα και τις φαντασιακές επιδιώξεις των κομμάτων από τον πραγματικό οργανισμό και τα πραγματικά τους συμφέροντα, την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους από την πραγματικότητά τους.» — Καρλ Μαρξ
Στον σύγχρονο καπιταλισμό, τα προϊόντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παίρνουν τη μορφή των εμπορευμάτων. Αυτό σημαίνει ότι περνούν από τον παραγωγό στον καταναλωτή μέσω μιας ενδιάμεσης διαδικασίας, δηλαδή της ανταλλαγής στην αγορά. Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις «αγοράζουν» τις εμπορευματικές εισροές τους, προσλαμβάνουν (δηλαδή επίσης αγοράζουν) την εργατική δύναμη των εργαζομένων τους και πωλούν τα παραγόμενα εμπορεύματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού εισροών και εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία. Ένα διακριτό γνώρισμα του καπιταλισμού είναι ότι η ικανότητα για εργασία — η εργατική δύναμη — καθίσταται και αυτή εμπόρευμα που αγοράζεται και πωλείται. Η εργατική δύναμη δεν ήταν εμπόρευμα στα δουλοκτητικά και φεουδαρχικά οικονομικά συστήματα.
Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αποκομίζουν έσοδα, δηλαδή χρήματα που κερδίζουν από την πώληση των εμπορευματικών τους προϊόντων. Τα έσοδα αυτά συνήθως υπερβαίνουν το άθροισμα των χρημάτων που δαπανώνται για την αγορά εμπορευματικών εισροών (εργαλεία, εξοπλισμός και πρώτες ύλες που καταναλώνονται στην παραγωγή) συν τα χρήματα που δαπανώνται για την αγορά εργατικής δύναμης. Με λίγα λόγια, τα έσοδα υπερβαίνουν το κόστος παραγωγής. Αυτό το πλεόνασμα είναι το πλεονάζον προϊόν.
Μια από τις συνέπειες της ανάλυσης του Μαρξ είναι ότι η τάξη των εργοδοτών θα επιδιώκει πάντοτε να μειώνει τους μισθούς που καταβάλλονται στους παραγωγικούς εργάτες που προσλαμβάνει. Ομοίως, οι εργοδότες θα επιδιώκουν πάντοτε την επιμήκυνση του χρόνου και την ένταση της εργασίας.
Οι λόγοι και για τις δύο αυτές πιέσεις βρίσκονται στην απλή αριθμητική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης: όσο μεγαλύτερη είναι η προστιθέμενη αξία που παράγουν οι εργάτες και όσο μικρότερο το ποσοστό που επιστρέφεται σε αυτούς ως μισθός, τόσο μεγαλύτερο είναι το πλεόνασμα που αποκτά ο καπιταλιστής.
Όπως θα δούμε και παρακάτω, όσο περισσότερο πλεόνασμα κατορθώνει να αποσπάσει ο καπιταλιστής από τους εργάτες που παράγουν το πλεόνασμα, τόσο περισσότερους πόρους διαθέτει για κατανάλωση, ανάπτυξη, ανταγωνισμό και για τη διασφάλιση του συστήματος που τον τοποθετεί στην κορυφή. Οι παραγωγικοί εργάτες, με τη σειρά τους, θα επιδιώκουν πάντοτε υψηλότερους μισθούς, καθώς το βιοτικό τους επίπεδο (και αυτό της οικογένειάς τους) εξαρτάται συνήθως από αυτούς τους μισθούς.
Η ταξική πάλη είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του καπιταλισμού.
Κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, ο καπιταλισμός κατάφερε να αναπαραχθεί με επιτυχία, επεκτεινόμενος ώστε να καταστεί η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της παραγωγής παγκοσμίως. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Μαρξ, η λειτουργία και η αναπαραγωγή του καπιταλισμού ήταν εξίσου «αποτελεσματικές» στην παραγωγή πλούτου όσο και στην παραγωγή φτώχειας. Η φτώχεια αποδείχθηκε ένα διαρκές «πρόβλημα» για τον καπιταλισμό, το οποίο ποτέ δεν εξάλειψε.
Για τον Μαρξ, για να εξαλειφθεί η φτώχεια, απαιτείται η μετάβαση σε ένα οικονομικό σύστημα διαφορετικό από τον καπιταλισμό.
«Ως καπιταλιστής, δεν είναι παρά η προσωποποίηση του κεφαλαίου. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Όμως το κεφάλαιο έχει μία μόνο ζωτική ορμή: την τάση να δημιουργεί αξία και υπεραξία, να κάνει τον σταθερό του συντελεστή, τα μέσα παραγωγής, να απορροφούν τη μέγιστη δυνατή ποσότητα υπερεργασίας.» — Καρλ Μαρξ
Περνάμε τώρα στη διανομή των καπιταλιστικών υπεραξιών. Η διανομή αυτή δείχνει πώς η οργάνωση του πλεονάσματος στον καπιταλισμό επηρεάζει σε βάθος τόσες πολλές πτυχές των κοινωνιών στις οποίες υφίσταται (και ιδίως όπου κυριαρχεί). Οι καπιταλιστές διανέμουν σημαντικά τμήματα της υπεραξίας που ιδιοποιούνται στους ίδιους, για κατανάλωση. Το κάνουν αυτό τόσο για προσωπική ικανοποίηση όσο και για να υπογραμμίσουν τη διαφορά τους (στα σπίτια, την ενδυμασία, τα μέσα μεταφοράς κ.λπ.) από τους μισθωτούς εργαζομένους. Οι διαφορές στο επίπεδο κατανάλωσης — που είναι αποτέλεσμα της ανισότητας που παράγει και διατηρεί ο καπιταλισμός — μπορούν στη συνέχεια να μετασχηματιστούν ιδεολογικά σε ενδείξεις έμφυτων ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία υποτίθεται ότι κάνουν κάποιους ιδιοποιητές υπεραξίας και άλλους παραγωγούς της. Όπως παλιότερες κοινωνίες απέδιδαν τις ανισότητες που προέκυπταν από τη δουλεία και τη φεουδαρχία στη φύση ή τον Θεό, έτσι και στον καπιταλισμό κυριαρχούν ισχυρές ιδεολογικές τάσεις που αποδίδουν την ανισότητα στην «ανθρώπινη φύση». Αυτή, όπως και η φύση ή ο Θεός, θεωρείται αμετάβλητη από τους κοινούς θνητούς. Έτσι, μια παροδική κοινωνική σύμβαση — προϊόν της ανθρώπινης ιστορίας και μεταβλητή — εμφανίζεται ως ακλόνητη και αιώνια. Όσοι κυβερνούν τις κοινωνίες έχουν απεγνωσμένη ανάγκη να πιστεύουν, και να πιστεύουν κι οι άλλοι, ότι οι θέσεις τους είναι μόνιμες.
Εξίσου σημαντικά, οι καπιταλιστές διανέμουν άλλα μέρη της υπεραξίας που ιδιοποιούνται σε κάθε λογής διευθυντικά και εποπτικά στελέχη, ώστε να εκτελούν τα καθήκοντα που είναι αναγκαία για την παραγωγή του πλεονάσματος. Τα καθήκοντα αυτά δεν παράγουν τα ίδια υπεραξία, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή υπεραξίας από άλλους. Η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη. Ο υπεύθυνος προσωπικού σε μια σύγχρονη καπιταλιστική επιχείρηση δεν εργάζεται με μηχανές για να μετατρέψει πρώτες ύλες σε εμπορεύματα προς πώληση. Ένας τέτοιος διευθυντής διαχειρίζεται και ελέγχει τους παραγωγικούς εργάτες, αλλά δεν ανήκει στους ίδιους. Ο μισθός του και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιεί αποτελούν για τον καπιταλιστή έξοδα που καλύπτονται μέσω διανομών του πλεονάσματος. Στον καπιταλισμό, όπως επισημαίνει καθαρά ο Μαρξ, ο καπιταλιστής οφείλει να διανείμει μεγάλο μέρος της υπεραξίας σε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει να αποσπά υπεραξία. Χωρίς υπεύθυνους προσωπικού, οι εργάτες που παράγουν υπεραξία ίσως παρήγαν λιγότερη ή και καθόλου.
Ο διευθυντής σε αυτή την περίπτωση είναι μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του αποτελεί αναγκαία συνθήκη ύπαρξης της παραγωγής υπεραξίας από άλλους, παραγωγικούς εργάτες. Οι δεύτεροι επιτελούν υπερεργασία, ενώ ο διευθυντής διευκολύνει την παραγωγική τους εργασία. Για να αναπαραχθεί ο καπιταλισμός, χρειάζονται και επιτελεστές και διευκολυντές, παραγωγικοί και μη παραγωγικοί εργάτες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι διαφορές τους είναι αμελητέες. Το αντίθετο: σε κάθε εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα, οι δύο τύποι εργαζομένων έχουν διαδραματίσει διαφορετικούς ρόλους είτε στη στήριξη είτε στην ανατροπή του συστήματος, επιδιώκοντας πολιτικές συμμαχίες είτε μεταξύ τους είτε με τους ιδιοποιητές του πλεονάσματος. Στη δουλεία, για παράδειγμα, οι δούλοι των αγρών και οι οικιακοί δούλοι είχαν διαφορετικές σχέσεις. Το ίδιο και οι δουλοπάροικοι στην αγροτική παραγωγή σε σύγκριση με εκείνους στις τεχνικές εργασίες. Ο καπιταλισμός είχε τους εργαζομένους με μπλε και λευκά κολάρα. Η θεωρία του πλεονάσματος του Μαρξ — και η ανάλυση των τάξεων που θεμελίωσε σε αυτήν — συνέλαβε την βαθύτερη, συστημική σημασία αυτών των διαφορών.
Οι καπιταλιστές διανέμουν επίσης πλεόνασμα σε άλλες κατηγορίες αποδεκτών για διαφορετικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, διανέμουν πλεόνασμα σε διευθυντές που είναι επιφορτισμένοι με την αγορά και εγκατάσταση περισσότερων ή καλύτερων μηχανημάτων, εργαλείων, εξοπλισμού κ.λπ. Οι στόχοι μπορεί να είναι η αύξηση της κλίμακας παραγωγής ή η αντικατάσταση της εργατικής δύναμης (αυτοματοποίηση) ή και τα δύο. Αυτό που καθοδηγεί τέτοιες διανομές του πλεονάσματος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών. Ο καθένας φοβάται ότι οι ανταγωνιστές του θα αποκτήσουν μηχανήματα ή άλλες εισροές που θα επιτρέπουν την παραγωγή περισσότερων προϊόντων με χαμηλότερο κόστος· και ο καθένας ελπίζει να είναι αυτός που θα το πετύχει. Με παρόμοια κίνητρα, οι καπιταλιστές μπορούν να κατευθύνουν διανομές πλεονάσματος για να καλύψουν το κόστος μεταφοράς της παραγωγής σε περιοχές με χαμηλότερους μισθούς ή για να στρατολογήσουν εργαζομένους από αλλού (π.χ. μετανάστες ή εξωτερικά απασχολούμενο εργατικό δυναμικό) πρόθυμους να δουλέψουν με χαμηλότερους μισθούς.
Οι καπιταλιστές διανέμουν τμήματα της υπεραξίας που ιδιοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες ύπαρξης θεωρούν απαραίτητες.
Για παραγωγικούς χώρους που απειλούνται από κλοπές, για παράδειγμα, το πλεόνασμα μπορεί να καλύψει τους μισθούς της μη παραγωγικής εργασίας των φυλάκων ασφαλείας. Εκεί όπου οι παραγωγικοί εργάτες παρουσιάζουν προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ, οι καπιταλιστές ενδέχεται να προσλάβουν την μη παραγωγική εργασία υπευθύνων προσωπικού ή συμβούλων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αν υπάρχει κίνδυνος νομικών διενέξεων, οι καπιταλιστές θα χρησιμοποιήσουν το πλεόνασμα για να προσλάβουν δικηγόρους. Τμήματα του πλεονάσματος καταβάλλονται επίσης σε ομοσπονδιακές, πολιτειακές ή/και τοπικές κυβερνήσεις με τη μορφή φόρων, σε μετόχους ως μερίσματα, σε δανειστές ως τόκοι, και ούτω καθεξής.
Για τον Μαρξ, ο καπιταλιστής λειτουργεί στο επίκεντρο ενός σύνθετου συστήματος. Από τη μία πλευρά, ο καπιταλιστής επιδιώκει να ιδιοποιηθεί τη μέγιστη δυνατή υπεραξία από τους μισθωτούς παραγωγικούς εργάτες. Από την άλλη, ο ίδιος καπιταλιστής καλείται να υποθέσει — να εκτιμήσει — πώς να διανείμει καλύτερα διαφορετικά τμήματα της ιδιοποιημένης υπεραξίας σε ποικίλους παραλήπτες (διευκολυντές, μη παραγωγικούς εργάτες), οι οποίοι εξασφαλίζουν τις αναγκαίες συνθήκες ύπαρξης της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα — όπως τόνισε ο Μαρξ. Κάθε ανταγωνιστικός καπιταλιστής λαμβάνει αποφάσεις και λειτουργεί στη βάση εικασιών σχετικά με τις παρούσες και μελλοντικές πραγματικότητες. Κάθε καπιταλιστής εικάζει διαφορετικά, επειδή διαφέρουν τόσο οι συνθήκες μέσα στις οποίες δρα όσο και οι τρόποι με τους οποίους αξιολογεί και κατανοεί αυτές τις συνθήκες. Κάποιος επιτυγχάνει ενώ κάποιος άλλος αποτυγχάνει, και έτσι ο καπιταλισμός ακολουθεί μια τροχιά ανισόμετρης ανάπτυξης. Η βαθιά καχυποψία μεταξύ των καπιταλιστών — και ακόμη βαθύτερη καχυποψία έναντι οποιουδήποτε κρατικού συντονισμού — τους εμποδίζει να ξεπεράσουν αυτή τη συστημική ανισομέρεια. Ομοίως, ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα και γεωγραφικά, καθώς περιοχές «αναπτυγμένες» και «υπανάπτυκτες» πολλαπλασιάζονται και ενίοτε αντικαθιστούν η μία την άλλη.
«Ο Χέγκελ παρατηρεί κάπου ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα και πρόσωπα της παγκόσμιας ιστορίας εμφανίζονται, κατά κάποιον τρόπο, δύο φορές. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.» — Καρλ Μαρξ
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των αναλύσεων του Μαρξ και πολλών μαρξιστών — πέρα από τις επιμέρους διορατικές παρατηρήσεις που προκύπτουν από την ανάλυσή τους με επίκεντρο την υπεραξία — είναι η προσοχή που δίνουν στις αντιφάσεις. Πέρα από τις βασικές τάσεις που εντοπίζουν και διαμορφώνουν τις κοινωνίες, αναζητούν συστηματικά και βρίσκουν αντιθετικές τάσεις, καθώς και στοιχεία μέσα σε κάθε τάση που την ωθούν — και την κοινωνία — σε διαφορετικές και συχνά συγκρουσιακές κατευθύνσεις. Αυτή η ευαισθησία και το ενδιαφέρον για τις αντιφάσεις προέρχονται εν μέρει από τον δάσκαλο του Μαρξ, τον Γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ. Στη σκέψη του Χέγκελ, τα πάντα είναι αντιφατικά. Κάθε φαινόμενο της ζωής (φύση, κοινωνία κ.λπ.) είναι ένα σύμπλεγμα αντικρουόμενων αναγκών, δυνάμεων και πιέσεων. Μάλιστα, ακόμη και οι σκέψεις και οι γνώσεις μας για τη ζωή είναι αναπόφευκτα αντιφατικές.
Για τον Μαρξ, και ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα γεμάτο αντιφάσεις. Ένα παράδειγμα: κάθε καπιταλιστής προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερη υπεραξία από τους παραγωγικούς εργάτες. Όσο περισσότερη υπεραξία ιδιοποιείται, τόσο περισσότερη μπορεί να διανείμει σε μερίσματα για να ικανοποιεί τους μετόχους, σε υψηλούς μισθούς για να παρακινεί τα στελέχη και ούτω καθεξής. Αυτές οι διανομές υπεραξίας διατηρούν το καπιταλιστικό σύστημα σε λειτουργία και ενισχύουν την κυριαρχία των καπιταλιστών. Εφόσον περισσότερη υπεραξία σημαίνει μεγαλύτερο όφελος για τον καπιταλιστή, οι καπιταλιστές αναζητούν διαρκώς αύξησή της.
Η απληστία δεν είναι η αιτία της συμπεριφοράς των καπιταλιστών· είναι ιδιότητα που αποκτούν καθώς προσαρμόζονται και εσωτερικεύουν τις απαιτήσεις της επιβίωσης στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Οι καπιταλιστές μπορούν να ιδιοποιηθούν περισσότερη υπεραξία αν μειώσουν τους μισθούς των εργατών, χωρίς να μειωθεί το παραγόμενο προϊόν. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να επιτευχθεί αυτή η μείωση των μισθών. Η μετανάστευση εργατών με χαμηλότερες απαιτήσεις αμοιβής είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Επίσης, η αντικατάσταση μιας πληθυσμιακής ομάδας από μια άλλη (για παράδειγμα, ανδρών από γυναίκες, ενηλίκων από παιδιά, μιας εθνοτικής ομάδας από άλλη κ.ο.κ.) έχει αξιοποιηθεί προς την ίδια κατεύθυνση. Φυσικά, και οι δύο αυτοί μηχανισμοί μείωσης μισθών ενέχουν αντιφάσεις, καθώς οι εκτοπισμένοι εργάτες δυσανασχετούν και αντιστέκονται. Αυτό μπορεί να επιβάλει νέες απαιτήσεις στους καπιταλιστές για τη χρήση της υπεραξίας (π.χ. για την αποκατάσταση ζημιών από δυσαρεστημένους εργάτες), οι οποίες ακυρώνουν τα αρχικά οφέλη από τους χαμηλότερους μισθούς. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι με χαμηλότερες αποδοχές μπορεί να εμφανίζουν μικρότερη αφοσίωση στην επιχείρηση. Οι αντιφάσεις αφθονούν και, ανάλογα με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να εξουδετερώσουν την αρχική καπιταλιστική ώθηση προς τη μείωση του κόστους εργασίας.
Πέρα από τη μείωση των μισθών, το κόστος παραγωγής μπορεί να μειωθεί όταν οι καπιταλιστές αντικαθιστούν παραγωγικούς εργάτες με μηχανές. Η αυτοματοποίηση, η μηχανογράφηση ή η ρομποτοποίηση μπορεί να είναι φθηνότερες από την απασχόληση ανθρώπων και επομένως να τις υποκαταστήσουν. Όμως, μόλις οι καπιταλιστές καταφέρουν να μειώσουν τους μισθούς ή να απασχολούν λιγότερους εργάτες, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μια άλλη αντίφαση: οι εργάτες έχουν τώρα λιγότερο εισόδημα από πριν και επομένως μικρότερη αγοραστική δύναμη για να αγοράσουν τα προϊόντα που οι ίδιοι οι καπιταλιστές προσπαθούν να πουλήσουν. Στην προσπάθεια να μειώσουν τα έξοδα προς τους εργάτες, οι καπιταλιστές υπονομεύουν ακούσια τη ζήτηση για τα προϊόντα τους. Η σχεδόν καθολική ώθηση προς τη μείωση του εργατικού κόστους συγκρούεται άμεσα με την εξίσου καθολική ανάγκη να πωληθούν όλα τα παραγόμενα προϊόντα.
Το σύστημα είναι αντιφατικό: η ίδια η λογική που επιβάλλεται στον καπιταλιστή υπονομεύει την ευρύτερη επιτυχία του. Για τους μαρξιστές, κανένας νόμος, κανόνας, κανονισμός ή πρότυπο συμπεριφοράς δεν μπορεί να προσφέρει διαφυγή από αυτή την αντίφαση· ποτέ δεν το κατάφερε.
Ο καπιταλισμός βιώνει αυτή την αντίφαση με τη μορφή επαναλαμβανόμενων διακυμάνσεων μεταξύ περιόδων όπου η εξοικονόμηση στο εργατικό κόστος ενισχύει τα κέρδη και περιόδων όπου η ανεπάρκεια της αποτελεσματικής ζήτησης καταστρέφει τα κέρδη. Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος. Και φυσικά, οι εργάτες που απολύονται λόγω αυτοματοποίησης ή έλλειψης ζήτησης επιδεινώνουν αυτή την ανεπάρκεια, προκαλώντας έναν καθοδικό φαύλο κύκλο που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ύφεση ή κρίση. Τελικά, οι υφέσεις επιφέρουν τέτοια μείωση στο κόστος της εργατικής δύναμης και των εισροών παραγωγής, ώστε οι καπιταλιστές μπορούν να ξανακερδοφορήσουν με την επανεκκίνηση της παραγωγής. Έτσι ξεκινά μια νέα άνοδος, και ο ίδιος κύκλος της αστάθειας επαναλαμβάνεται ξανά.
Λόγω αυτής και πολλών άλλων αντιφάσεων που εξετάζονται στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, το καπιταλιστικό σύστημα είναι βαθιά ασταθές. Κατά μέσο όρο, κάθε τέσσερα έως επτά χρόνια, όπου κι αν έχει υπάρξει, ο καπιταλισμός παράγει μια οικονομική κάμψη. Εργάτες χάνουν ξαφνικά τις δουλειές τους, επιχειρήσεις καταρρέουν και εξαπλώνεται μαζική πραγματική δυστυχία για μήνες ή και χρόνια. Αυτή η αστάθεια προστίθεται στις ήδη αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις φυσικών καταστροφών (πλημμύρες, ξηρασίες κ.ά.) και κοινωνικών καταστροφών (πολέμων). Οποιοδήποτε άτομο παρουσίαζε τέτοιο βαθμό προσωπικής αστάθειας όσο ο καπιταλισμός σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, θα είχε από καιρό παραπεμφθεί σε επαγγελματική βοήθεια και σε θεμελιώδη αλλαγή της κατάστασής του.
Το βασικό σημείο του Μαρξ είναι ότι ο καπιταλισμός παράγει και αναπαράγει την ανισότητα και την αστάθεια. Μόνο αυτό αρκεί για να μας οδηγήσει να αμφισβητήσουμε οποιονδήποτε αποδέχεται ένα σύστημα που λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Μέσα από το έργο του Μαρξ και άλλων στοχαστών, μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, καθώς και τις ανεπαρκείς και άδικες συνθήκες που αυτές μας επιβάλλουν. Ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα — ιδίως ο τρόπος με τον οποίο παράγει, ιδιοποιείται και διανέμει τα πλεονάσματά του — αποτέλεσε το εμπόδιο που δεν επέτρεψε στον καπιταλισμό να πραγματοποιήσει τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης και της δημοκρατίας. Εστιάζοντας στην οργάνωση του πλεονάσματος, ο Μαρξ μας προσέφερε επίσης τη γνώση ότι το επόμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα οφείλει να είναι ένα σύστημα στο οποίο η οργάνωση του πλεονάσματος είναι δημοκρατική· όπου αυτοί που παράγουν το πλεόνασμα είναι ταυτόχρονα και αυτοί που το ιδιοποιούνται· και όπου οι παραγωγικοί και μη παραγωγικοί εργάτες συναποφασίζουν δημοκρατικά πώς κατανέμεται το πλεόνασμα, σε ποιον και για την παροχή ποιων κοινωνικών υπηρεσιών.
«Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν μονάχα τον κόσμο με διάφορους τρόπους· το ζητούμενο όμως είναι να τον αλλάξουμε.» — Καρλ Μαρξ
Στα καταληκτικά μέρη αυτού του δοκιμίου, εξετάζουμε τις προτάσεις του Μαρξ και των μαρξιστών ως προς τις λύσεις για τα προβλήματα των ανεπάρκειων του καπιταλισμού. Ο ίδιος ο Μαρξ είπε και έγραψε ελάχιστα για το μέλλον πέραν του καπιταλισμού. Δεν πίστευε στην πρόγνωση του μέλλοντος· κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί ο κόσμος. Ο Μαρξ μας έδωσε ορισμένες ιδέες για το τι ίσως θα πρέπει να συμβεί εάν πρόκειται να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό. Δεν προσέφερε όμως ούτε σχέδια ούτε οδικούς χάρτες. Οι μεταγενέστεροι μαρξιστές δεν συμμερίστηκαν πάντα αυτούς τους ενδοιασμούς, ιδίως αφότου κάποιοι εξ αυτών ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους σε αυτό που αποκαλούσαν «σοσιαλιστικές» κοινωνίες.
Ο Μαρξ ποτέ δεν πρότεινε — αντίθετα με όσα τόσοι έχουν ισχυριστεί — ότι το κράτος, δηλαδή η κυβέρνηση, θα έπρεπε να έχει κάποιον διαρκή, κεντρικό ρόλο στο πώς θα μοιάζει αυτός ο μελλοντικός μετακαπιταλιστικός κόσμος. Κάποιοι μεταγενέστεροι μαρξιστές τον ερμήνευσαν έτσι, όμως είναι δύσκολο να βρει κανείς κάτι τέτοιο στα ίδια του τα γραπτά. Δεν έγραψε ποτέ ένα βιβλίο για το κράτος, διότι αυτό δεν ήταν το κέντρο ούτε το επίκεντρο της ανάλυσής του. Το επίκεντρο ήταν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κατά την παραγωγή της ύπαρξής τους: σχέσεις όπως δεσπότη-δούλου, φεουδάρχη-δουλοπάροικου και εργοδότη-εργαζόμενου. Σε καθεμία από αυτές τις σχέσεις, μια μειοψηφία ανθρώπων λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις παραγωγής: οι δεσπότες, οι φεουδάρχες, οι εργοδότες. Αυτοί αποφασίζουν τι θα παραχθεί, πώς θα παραχθεί, πού θα παραχθεί και τι θα γίνει με το πλεόνασμα που ιδιοποιούνται από τους παραγωγικούς εργαζόμενους.
Για να επιτευχθεί μια κοινωνία που να ενσαρκώνει την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία, το αντικείμενο της αλλαγής πρέπει πρώτα και κύρια να είναι η παραγωγή.
Πρέπει να υπάρξει θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο που γίνεται η παραγωγή: στο γραφείο, το εργοστάσιο, το κατάστημα ή το σπίτι, δηλαδή οπουδήποτε γίνεται εργασία. Για τον Μαρξ, ο στόχος αυτής της αλλαγής είναι να καταργηθεί η διάκριση μεταξύ των λίγων που ιδιοποιούνται το πλεόνασμα στο ανώτατο επίπεδο του τόπου εργασίας — δηλαδή εκείνων που λαμβάνουν τις βασικές παραγωγικές αποφάσεις — και όλων των υπολοίπων που απασχολούνται σε αυτόν. Δεν πρέπει πλέον να υπάρχει μάζα ανθρώπων που παράγει ή επιτρέπει την παραγωγή πλεονάσματος το οποίο καταλήγει στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας ιδιοποιητών. Ο στόχος είναι ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα, στο οποίο ο τόπος εργασίας γίνεται ριζικά ισότιμος και δημοκρατικός. Οι παραγωγοί του πλεονάσματος είναι ταυτόχρονα εκείνοι που το ιδιοποιούνται και το διανέμουν· η εκμετάλλευση καταργείται. Οι αποφάσεις στον χώρο εργασίας — τι, πώς και πού θα παραχθεί και πώς θα διανεμηθεί το πλεόνασμα — πρέπει να λαμβάνονται δημοκρατικά από κοινού από παραγωγικούς και μη παραγωγικούς εργαζόμενους, βάσει της αρχής «ένα άτομο, μία ψήφος».
Από αυτή την οπτική, ο εκδημοκρατισμός του χώρου εργασίας είναι ο τρόπος να σκεφτούμε τι σημαίνει «να τα πάμε καλύτερα» από τον καπιταλισμό.
Εάν πιστεύετε στη δημοκρατία, εάν πιστεύετε ότι η ελευθερία για τους ενήλικες απαιτεί ένα δημοκρατικό κοινωνικό περιβάλλον, τότε αυτή η δημοκρατία πρέπει να περιλαμβάνει και τους χώρους εργασίας. Εκεί άλλωστε περνούν οι περισσότεροι ενήλικες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, ή έστω ένα σημαντικό μέρος του. Επομένως, η λύση για τα προβλήματα του καπιταλισμού απαιτεί τον μετασχηματισμό του καπιταλιστικού χώρου εργασίας. Αυτό που πρέπει να καταργηθεί είναι η ιεραρχική, διχοτομημένη δομή με τον εργοδότη στην κορυφή και τη μάζα των εργαζομένων στη βάση. Αντ’ αυτού, οι χώροι εργασίας πρέπει να μετατραπούν σε δημοκρατικούς θεσμούς όπου όλοι έχουν ίσο λόγο για το τι συμβαίνει. Αυτό που χρειάζεται η οικονομία είναι ανάλογο με αυτό που πολλοί δημοκρατικοί στοχαστές ζητούν εδώ και καιρό για την πολιτική. Άλλωστε, η απαλλαγή μας από βασιλείς, τσάρους και αυτοκράτορες βασίστηκε στην αρχή ότι η υποταγή σε μια μικρή ομάδα που λαμβάνει όλες τις βασικές πολιτικές αποφάσεις για όλους μας είναι απαράδεκτη. Η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί και στην οικονομία· στην πραγματικότητα, αυτός είναι ένας τρόπος να κατανοήσουμε το επιχείρημα του Μαρξ.
Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής υπήρξε σύνθημα, αίτημα και στόχος για πολύ καιρό. Ο Μαρξ ρωτά: γιατί μόνο ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής; Γιατί όχι και της οικονομίας;
Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο Μαρξ ουσιαστικά υποστηρίζει ότι μια αυθεντική πολιτική δημοκρατία προϋποθέτει μια οικονομική δημοκρατία ως βάση και συνοδοιπόρο της.
Εάν επιτρέψουμε σε ένα οικονομικό σύστημα να πλουτίζει μόνο λίγους, τότε αυτοί οι λίγοι θα χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους για να διαφθείρουν το πολιτικό σύστημα ώστε να διασφαλίσουν τον πλούτο τους. Οι ιστορίες της φεουδαρχίας, της δουλείας και του καπιταλισμού το επιβεβαιώνουν επανειλημμένα. Το σημερινό κραυγαλέο θέαμα των δισεκατομμυριούχων που ανταγωνίζονται ποιος θα αγοράσει περισσότερες ψήφους είναι εμπειρία κοινή για κάθε αναγνώστη αυτών των γραμμών.
Μία από τις συνέπειες της προοπτικής του Μαρξ για έναν διαφορετικό, δημοκρατικό τρόπο οργάνωσης των χώρων εργασίας είναι πως δεν αρκεί να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό απλώς αντικαθιστώντας τους ιδιώτες επιχειρηματίες ή εργοδότες με κρατικούς αξιωματούχους. Η εθνικοποίηση ή κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν μας οδηγεί πέραν του καπιταλισμού εάν διατηρεί τη διάκριση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Κατά τον τελευταίο αιώνα, όταν ο κρατικός καπιταλισμός αντικατέστησε τον ιδιωτικό καπιταλισμό, κάποιοι άρχισαν να αναφέρονται σε αυτόν ως σοσιαλισμό ή ακόμη και κομμουνισμό. Έτσι, ορισμένοι αναφέρουν κρατικά ταχυδρομεία, σιδηροδρόμους ή τράπεζες ως τεκμήρια σοσιαλισμού. Άλλοι επιφύλαξαν τον όρο σοσιαλισμός για ολόκληρες κοινωνίες που εφάρμοσαν τον κρατικό καπιταλισμό ως κυρίαρχο οικονομικό τους σύστημα, όπως η ΕΣΣΔ, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κ.ο.κ.
Βεβαίως, οι ορισμοί μπορεί και όντως διαφέρουν. Το ζητούμενο με τη μελέτη του Μαρξ είναι να καταστεί σαφές ότι στην ανάλυσή του η αντικατάσταση των ιδιωτών εκμεταλλευτών από κρατικούς αξιωματούχους στη θέση που τους αντιστοιχεί έναντι των παραγωγικών και μη παραγωγικών εργαζομένων δεν συνιστά υπέρβαση του καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός υπερβαίνεται όταν τερματίζεται η εργασιακή σχέση που δηλώνεται με τον όρο εκμετάλλευση. Αυτό συμβαίνει όταν οι παραγωγικοί εργαζόμενοι παύουν να παραδίδουν τα πλεονάσματα που παράγουν στα χέρια άλλων, οι οποίοι τα ιδιοποιούνται, τα διανέμουν και λαμβάνουν όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για τη διανομή τους.
Αποτελεί η υλοποίηση της λύσης του Μαρξ απλώς ένα ουτοπικό όνειρο; Δεν το νομίζω. Πιστεύω μάλιστα ότι πολλοί άνθρωποι έχουν κατανοήσει και υποστηρίξει τον τρόπο σκέψης του Μαρξ. Γι’ αυτό και ιδέες συνεταιριστικής, κοινοτικής και άλλων μορφών περισσότερο δημοκρατικής οργάνωσης των χώρων εργασίας έχουν συζητηθεί και δοκιμαστεί κατ’ επανάληψιν στην ανθρώπινη ιστορία, παντού. Η πρώιμη αμερικανική ιστορία είχε εργατικούς συνεταιρισμούς: εργαζόμενοι σε φάρμες, καταστήματα, μικρές βιοτεχνίες συνεργάζονταν με δημοκρατικό και ισότιμο τρόπο. Σήμερα, η Ισπανία έχει ένα διάσημο παράδειγμα: την Συνεταιριστική Επιχείρηση Μοντραγόν. Η Εμίλια Ρομάνια στην Ιταλία είναι μια περιοχή όπου περίπου το 40% των επιχειρήσεων λειτουργούν ως εργατικοί συνεταιρισμοί, κ.ά.
Η προσέγγιση του Μαρξ είναι μια πιο διατυπωμένη και πλήρης έκφραση μιας εκδοχής αυτών των ιδεών. Την ανέπτυξε περαιτέρω σε μια σύγχρονη διατύπωση. Ο Μαρξ τη διδάσκει με συστηματικό και θεωρητικά σύνθετο τρόπο. Όμως με αυτόν τον τρόπο ανακτά για λογαριασμό μας την ιστορία πολλών προσπαθειών ανά τους αιώνες και σε όλες σχεδόν τις κουλτούρες να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, για να επιτύχουν μια δίκαιη κοινωνία.
Ο Μαρξ υπήρξε κοινωνικός κριτικός για τον οποίο ο καπιταλισμός δεν ήταν το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας. Ήταν απλώς η τελευταία της φάση και είχε ανάγκη την μετάβαση σε κάτι καλύτερο.
Το έργο του Μαρξ μπορεί να μας υπενθυμίσει ότι οι υποστηρικτές και υμνητές του καπιταλισμού κάνουν συχνά το ίδιο σφάλμα που έκαναν και εκείνοι της δουλείας ή της φεουδαρχίας πριν από αυτούς: φαντάζονται γεμάτοι ελπίδα ότι το σύστημά τους είναι το τέλος της ιστορίας, ότι είναι το καλύτερο δυνατό, ότι η ανθρωπότητα δεν μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο. Κάθε ένας από αυτούς έχει διαψευστεί. Γιατί λοιπόν να πιστέψουμε εκείνους που μας λένε σήμερα ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό; Ο Μαρξ, όπως και πολλοί άλλοι ιστορικοί, είχε παρατηρήσει ότι οικονομικά συστήματα όπως η φεουδαρχία, η δουλεία και όλα τα άλλα είχαν ιστορία· γεννήθηκαν, εξελίχθηκαν με τον χρόνο, πέθαναν και έδωσαν τη θέση τους σε κάποιο άλλο σύστημα. Ήδη από τη δεκαετία του 1850, ο καπιταλισμός είχε δείξει αρκετά στον Μαρξ ώστε να αναζητήσει την αντικατάστασή του από κάτι καλύτερο. Η ανάλυσή του υπήρξε ο καρπός αυτής της αναζήτησης.
Οι Αμερικανοί σήμερα ειδικά αντιμετωπίζουν σοβαρά ερωτήματα και τεκμήρια ότι το καπιταλιστικό μας σύστημα είναι σε κρίση. Είναι προφανές ότι εξυπηρετεί το 1% πολύ, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εξυπηρετεί τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Για κάποιο διάστημα, η μαζική αγανάκτηση, η παρακμή και η οργή μπορεί να αποπροσανατολιστούν από την κριτική ενός δυσλειτουργικού οικονομικού συστήματος. Για λίγο, αυτή η οργή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ρίξει το φταίξιμο σε μετανάστες, εμπορικούς εταίρους, μειονότητες και άλλους από ένα δυστυχώς γνώριμο σύνολο στόχων. Αλλά η στοχοποίηση δεν έλυσε ποτέ προβλήματα. Ούτε τα λύνει σήμερα. Αργά ή γρήγορα, όσοι είναι σοβαροί ως προς τα προβλήματα και τις λύσεις τους, θα βρουν — όπως πάντοτε — τον δρόμο τους προς τον Μαρξ και την μαρξιστική παράδοση ως έναν πολύτιμο πόρο. Στη στήριξη αυτής της πορείας στοχεύει το παρόν δοκίμιο.
«Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν κόσμο να κερδίσουν. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» — Καρλ Μαρξ
«Η ιστορία όλων των μέχρι τώρα υπαρχουσών κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων.» — Μαρξ, Κ., & Ένγκελς, Φ. (1966). Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μόσχα: Εκδόσεις Progress.
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά τη διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής.» — Μαρξ, Κ. (1970). Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας. Μόσχα: Εκδόσεις Progress.
«Ο άνθρωπος είναι, με την κυριολεκτικότερη έννοια, ένα πολιτικό ον — όχι απλώς ένα κοινωνικό ον που ζει σε ομάδες, αλλά ένα ον που μπορεί να εξατομικευθεί μόνο εντός της κοινωνίας.» — Μαρξ, Κ., & Nicolaus, M. (1973). Grundrisse: Θεμέλια της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Νέα Υόρκη: Vintage Books.
«Όπως στην ιδιωτική ζωή διακρίνει κανείς ανάμεσα σε αυτό που ένα άτομο σκέφτεται και λέει για τον εαυτό του και σε αυτό που πραγματικά είναι και πράττει, έτσι και στους ιστορικούς αγώνες πρέπει πολύ περισσότερο να διακρίνουμε τη γλώσσα και τις φαντασιακές επιδιώξεις των κομμάτων από τον πραγματικό οργανισμό και τα πραγματικά συμφέροντά τους — την αυτοαντίληψή τους από την πραγματικότητά τους.» — Μαρξ, Κ., & De, L. D. (1898). Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Νέα Υόρκη: International Publishing Co.
«Ως κεφαλαιοκράτης, είναι απλώς το κεφάλαιο προσωποποιημένο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Αλλά το κεφάλαιο έχει μόνο μία και μοναδική ζωτική ώθηση: την τάση να δημιουργεί αξία και υπεραξία· να κάνει τον σταθερό του παράγοντα, τα μέσα παραγωγής, να απορροφούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα υπερεργασίας.» — Μαρξ, Κ. (1959). Το Κεφάλαιο: Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Σικάγο: H. Regnery.
«Ο Χέγκελ παρατήρησε κάπου ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα και πρόσωπα της παγκόσμιας ιστορίας εμφανίζονται, κατά κάποιο τρόπο, δύο φορές. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.» — Μαρξ, Κ., & De, L. D. (1898). Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Νέα Υόρκη: International Publishing Co.
«Οι φιλόσοφοι απλώς ερμήνευσαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους· το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε.» — Μαρξ, Κ. Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, στο: Μαρξ, Κ. (1975). Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς: Επιλεγμένα έργα. Μόσχα: Εκδόσεις Progress.
«Το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει τίποτα παρά μόνο τις αλυσίδες του. Έχει να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» — Μαρξ, Κ., & Ένγκελς, Φ. (1966). Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μόσχα: Εκδόσεις Progress.
David M. Brennan, David Kristjanson-Gural, Catherine P. Mulder and Eruk.
New York: Routledge, 2017.
Theodore Burczak, Robert Garnett, and Richard Mclntyre, Editors. Knowledge, Class and Economics: Marxism Without Guarantees. London and New York: Routledge, 2018.
Stephen Resnick and Richard Wolff. Knowledge and Class: A Marxian Critique of Political Economy. Chicago and London: University of Chicago Press, 1987.
Stephen Resnick and Richard Wolff, Class Theory and History: Capitalism and Communism in the USSR, New York and London: Roudedge Publishers, 2002
Stephen Resnick and Richard Wolff, Editors. New Departures in Marxian Theory. London and New York: Roudedge, 2006.
Richard D. Wolff and Stephen A. Resnick. Contending Economic Theories: Neoclassical, Keynesian and Marxian. Cambridge and London: MIT Press, 2012.
Richard D. Wolff, Democracy at Work: A Cure for Capitalism. Chicago: Haymarket, 2016.
Ο Richard D. Wolff είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ, όπου δίδαξε οικονομικά από το 1973 έως το 2008. Προηγουμένως δίδαξε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Yale και στο City College του City University of New York. Ο Wolff υπήρξε επίσης τακτικός ομιλητής στο Brecht Forum στη Νέα Υόρκη. Το 1988 ήταν μεταξύ των ιδρυτών του νέου ακαδημαϊκού συλλόγου Association of Economic and Social Analysis (AESA) και του τριμηνιαίου επιστημονικού περιοδικού Rethinking Marxism. Σήμερα είναι επισκέπτης καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διεθνών Υποθέσεων του New School University στη Νέα Υόρκη.
Ο καθηγητής Wolff είναι επίσης παρουσιαστής της εκπομπής Economic Update with Richard D. Wolff, η οποία παράγεται και επιμελείται από τον οργανισμό που ίδρυσε, Democracy at Work.
Μάθετε περισσότερα: http://www.rdwolff.com/
Το Democracy at Work είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός [501(c)3] που προωθεί τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις εργαζομένων και τα δημοκρατικά εργασιακά περιβάλλοντα ως βασική κατεύθυνση προς ένα ισχυρότερο και δημοκρατικότερο οικονομικό σύστημα. Βασισμένο στο βιβλίο Democracy at Work: A Cure for Capitalism του Richard D. Wolff, ο οργανισμός οραματίζεται ένα μέλλον στο οποίο οι εργαζόμενοι, σε όλα τα επίπεδα των γραφείων, των καταστημάτων και των εργοστασίων τους, έχουν ισότιμη φωνή στη χάραξη της πορείας της επιχείρησής τους και στην επίδρασή της στην κοινότητα και την κοινωνία συνολικά.
Το Democracy at Work παράγει την εκπομπή Economic Update with Richard D. Wolff, καθώς και τα podcasts David Harvey's Anti-Capitalist Chronicles, Puerto Rico Forward με τον Andrew Mercado-Vázquez και Capitalism Hits Home με την Dr. Harriet Fraad.
Μάθετε περισσότερα: http://www.democracyatwork.info/
EOF