[Robert Sokolowski, Husserlian Meditations, 1974, σ. 16-7]
§ 4. Φαινομενολογικά Λάθη, Σύγχυση Μερών
Μια φαινομενολογική ανάλυση ασχολείται με τις ειδητικές αναγκαιότητες, και έτσι ασχολείται με την κυκλοφορία των στιγμών, όχι των τμημάτων (Stücke). Οι ενεργεία και κανονικοί συνδυασμοί τμημάτων στην εμπειρία μας είναι το μέλημα των εμπειρικών επιστημών. Η φαινομενολογική επιστήμη, εκτός από την απαρίθμηση των ειδητικών συνδυασμών των στιγμών, πρέπει επίσης να περιγράψει την τυπική δομή των μερών και των συνόλων που πραγματοποιείται σε τέτοιες στιγμές και συνδυασμούς, και πρέπει να εξηγήσει τη συνείδηση που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια αφήγηση και ανάλυση. Πρέπει να λογοδοτήσει για τη δική της δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζει τις στιγμές που είναι τα συστατικά της συνειδητής ζωής. Έτσι, σε όποιο επίπεδο και αν λειτουργεί -- περιγράφοντας τη δομή των αντικειμένων που δίνονται στη συνείδηση, περιγράφοντας τη συνείδηση που συγκροτεί τα αντικείμενα ή περιγράφοντας τη συνείδηση που κάνει φαινομενολογία -- η φαινομενολογική ανάλυση εφαρμόζει τη λογική των μερών και των συνόλων.
Όσον αφορά τα σύνολα και τα μέρη, η φαινομενολογική ανάλυση πάει στραβά ουσιαστικά λαμβάνοντας μια στιγμή για ένα ανεξάρτητο μέρος ή για το σύνολο. Λαμβάνει ένα abstractum για ένα concretum. Τότε ξεχνά ότι το αντικείμενό της από τη φύση του απαιτεί συμπληρώματα. Προκύπτουν άσκοπα διλήμματα και παράδοξα ως προς το πώς πρέπει να συμφιλιωθεί το αντικείμενο με άλλα αντικείμενα ή διαστάσεις -- πώς συμφιλιώνεται η σκέψη με την αισθητικότητα, τα πράγματα με τις εμφανίσεις, τα άτομα με την κοινότητα -- ενώ δεν έπρεπε ποτέ να έχουν αποσπαστεί φιλοσοφικά εξαρχής. Μια τέτοια δύστροπη διαδικασία παίρνει τις αφηρημένες σημειωτικές αποβλέψεις [abstract signitive intentions] ως ισοδύναμες με τις εποπτείες συγκεκριμένων πραγμάτων [intuitions of concrete things] και οδηγεί σε διαμάχες για τις λέξεις αντί για αναλύσεις αυτού που δίνεται.
Η λήψη του αφηρημένου για συγκεκριμένο μπορεί να συμβεί απλά, ή σε τρεις πιο περίπλοκες μορφές. Πρώτον, μπορεί να αναγνωρίσουμε ότι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο είναι μια στιγμή, αλλά μπορεί να μην δώσουμε μια πλήρη λίστα με τα συμπληρώματα που οδηγούν στη συγκεκριμένη κατάστασή του. Μπορεί να παρακάμψουμε την αιτιότητα στη συγκρότηση των υλικών πραγμάτων ή να παραλείψουμε τη διυποκειμενική διάσταση της κρίσης. Αυτή η ανεπάρκεια λαμβάνει το αφηρημένο για συγκεκριμένο «πιο κάτω στη γραμμή», σε ένα από τα ενδιάμεσα στάδια της ειδητικής δομής του αντικειμένου.
Δεύτερον, μπορούμε να δώσουμε για ένα αντικείμενο τη λίστα των συμπληρωμάτων που ανήκουν σε άλλο είδος αντικειμένου. Ένα ποίημα μπορεί να αναλυθεί ως ρητορικός λόγος, ένας ρητορικός λόγος μπορεί να αναλυθεί σε [σελ. 16] μέρη που είναι κατάλληλα για είδη κοινωνικού καταναγκασμού, ένα ανθρώπινο ον μπορεί να αναλυθεί με όρους κατάλληλους για ένα ζώο ή ένα πράγμα. Μια τέτοια ελλιπής ανάλυση μπορεί να είναι πειστική επειδή η διάσταση στην οποία ανάγεται το αντικείμενο είναι πράγματι μια διάσταση που υπάρχει στη δομή του αντικειμένου και μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αφηρημένη διάσταση υλοποιείται ως συγκεκριμένο αντικείμενο. Μπορεί να υπάρχουν ρητορικές διαστάσεις σε ένα ποίημα, και υπάρχουν λόγοι που είναι απλώς ρητορικοί λόγοι, επομένως από φιλοσοφική άποψη μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να μπερδέψουμε ένα ποίημα με μια ομιλία. Υπάρχουν ζωικές διαστάσεις στο ανθρώπινο ον, και υπάρχουν μερικά όντα που είναι απλώς ζωικά, οπότε φιλοσοφικά μπορεί να μπερδέψουμε τον άνθρωπο με ένα ζώο. Οδηγούμαστε φιλοσοφικά στο να παίρνουμε ένα αντικείμενο για ένα άλλο· στο αντικείμενο που έχουμε παραμορφώσει φιλοσοφικά, έχουμε πάρει μια αφηρημένη διάσταση για το συγκεκριμένο σύνολο.
Η πρώτη και η δεύτερη μορφή αυτής της φιλοσοφικής «πλάνης της λανθασμένης συγκεκριμενοποίησης» δεν είναι ισοδύναμες.^8 Στη δεύτερη, προκύπτει σφάλμα επειδή μερικές φορές υπάρχουν συγκεκριμένες καταστάσεις που είναι απλώς αφηρημένες στο σύνολο που θέλουμε να αναλύσουμε. Στην πρώτη, τέτοιες συγκεκριμένες καταστάσεις μπορεί να μην βρεθούν ποτέ· αντίθετα η σύγχυσή μας μάς οδηγεί να υποθέσουμε ορισμένες στιγμές ως συγκεκριμένα υπαρκτά.
Τρίτον, μπορούμε να παρέχουμε μια κατάλληλη ανάλυση του αντικειμένου αλλά να αποτύχουμε να εξηγήσουμε το είδος της συνείδησης που σχετίζεται με αυτό. Μπορεί να δώσουμε μια επαρκή νοηματική ανάλυση, αλλά να μην παρέχουμε το νοητικό της συμπλήρωμα. Αυτό είναι ένα έλλειμμα όχι παραμόρφωσης αλλά παραμέλησης. Παραλείπει τη συζήτηση για τον ορίζοντα εντός του οποίου το αντικείμενο αποκτά το νόημά του· καθιστά επίσης αδύνατο τον χειρισμό προβλημάτων αλήθειας και επαλήθευσης που σχετίζονται με το είδος του επίμαχου αντικειμένου, αφού η αλήθεια και η επαλήθευση είναι έργο τής συνείδησης που συσχετίζεται με το αντικείμενο. Σε αυτό το σημείο οδηγούμαστε στο θέμα του Κεφαλαίου 2, τη διάκριση μεταξύ κενών και πληρωμένων αποβλέψεων.
^ 8. Ο Whitehead διατυπώνει αυτή την έκφραση στο Science and the Modern World (New York: Free Press, 1967), σ. 51.