ideal

Can I ever say this with certainty? The irrevocability in question does not concern the actual, but the ideal. It is not the certainty of my judgement that is unchangeable (as Sigwart has just maintained) but its validity or its truth. [LI1, p.317]

Chapter 8 The a priori laws of authentic and inauthentic thinking §59 The complication into ever new forms. The pure theory of the forms of possible intuitions [Li2, p.304]

In this case, also, we are not concerned with laws which seek to assess the real being of the objects presented at different levels. These laws at all events say nothing directly about the . [LI2, p.305]

§7. Sciences of Matters of Fact and Eidetic Sciences. [Ideas I, p.15] [mathesis universalis]

§50. The Phenomenological Attitude; Pure Consciousness as the Field of Phenomenology. [Ideas I, p.112] (...) Strictly speaking, we have not lost anything but rather have gained the whole of absolute being which, rightly understood, contains within itself, "constitutes" within itself, all worldly transcendencies.[38 Addition in Copy D: as an intentional correlate of the ideally actualizable and harmonious continuable acts of habitual acceptance] [Ideas I, p.113]

§78. The Phenomenological Study of Reflections on Mental Processes. [Ideas I, p. 177] reflection on mental processes

DZ-HP, 9: +ideal_vs_real_truth

EWPLM, 379, 381: +ideal_unity

ILTK, 40, §12. Logic as Science of Ideal Propositions and Proposition Forms: +logic_ideal ILTK, 42, §13. The Science of Meanings Is Not a Part of Psychology: +science_of_meanings ILTK, 139, (b) Questions About the Relationship Between Ideal Meaning and Real Act: +ideal_meaning_and_real_act

LI I, xliii: +pure_identities_of_logic_are_irreal_or_ideal LI I, xlvi: +ideal_Husserl_Frege LI I, 43: +ideal_logic_psychology For this says nothing concerning the conflict among contradictory judgements, among real, dated acts of this or that character; it only speaks of the law-based incompatibility of the timeless ideal unities we call contradictory propositions. The truth that the members of such a pair of propositions are not both true, contains no shadow of an empirical assertion about any consciousness and its acts of judgement. I think that one has only to make this quite clear to oneself, and take it seriously, to see the wrongness of the whole notion that we are now criticizing. [LI I, 67] It is not even correct to say that the opposition between truth and falsehood is irrelevant to psychology, for truth is certainly apprehended in knowledge, and the ideal thereby becomes a determination of a real experience. But the propositions, on the other hand, which treat of this determination in its conceptual purity are not laws of real psychical happenings: the [107] psychologistic party were wrong in this regard. Ignoring the essence of the ideal in general, they also ignored the ideality of truth. This important point will require further and fuller discussion. [LI I, 106-07]

DW-OM, 23: +ideal_invariant

More exactly, the transcendental onlooker intends an identical “it” through a multiplicity of ever- changing modal appearances. “The” phase is a pole of a synthesis of identification. In this sense, immanent as well as transcendent “objects” are “ideal”; they are uni- ties in or through multiplicity, by virtue of intentional identification. [DC-PEH, 66] The /absolute/ determinations of a thing-sense, are, then, never originally presented in person, but only horizonally or emptily, as what would be presented if the ideal limit of the process of clarification were realized. In this sense, as well as in the earlier mentioned one, 7 the thing as it is in itself is an /ideal/ object. [DC-PEH, 90]

The II^nd LI (pp. 337-432) is designed to supply proof of the existence of "species" or universals in general (chapter 1). Referring back to the result of the "Prolegomena" and I^s1 LI he remarks : "Meanings as such, i.e. meanings in the sense of specific unities, constitute the domain of pure logic, so that to misread the essence of the Species must...be to strike at the very essence of logic." He must, accordingly, "assure the basic foundations of pure logic and epistemology by defending the intrinsic right of specific (or Ideal) objects to be granted objective status alongside of individual (or real) objects. (LI 338)

(The only sense in which Husserl was ever an "Idealist" was in his recognition of "the 'Ideal' as a condition for the possibility of objective knowledge in general." He staunchly refused to allow others to "'interpret it away' in psychologistic fashion." (p. 338) In general, "Ideal" never means "mental" for him, not even if the "noematic" is (wrongly) taken to be included in the mental.)

The II^nd "Investigation" also explicates the /nature /of universals (including concepts and propositions) as "Ideal," and demonstrates the ontological and phenomenological inadequacies of the British Empiricists (Locke, Mill, Berkeley, Hume) and their modern day counterparts on this point. The II^nd "Investigation" and chapter two of /Ideas /volume I should be studied together, and also with chapter 4 of the I^st "Investigation," where the existence and nature of "Ideal" entities is analyzed with reference to "meanings" only. [DF-HLIR, 166-7]

As to my concept of "ideal" significations, and "ideal" contents of representations and judgments, to speak specifically, they originally derive, not from Bolzano at all, but rather — as the term "ideal" alone indicates — from Lotze. In particular, Lotze's reflections about the interpretation of Plato's theory of forms /{Ideenlehre) /had a profound effect on me. Only by thinking out these ideas /{Gedanken) /of Lotze — and in my opinion he failed to get completely clear on them — did I find the key to the curious conceptions of Bolzano, which in all their phenomenological naivity were at first unintelligible, and to the treasures of his /Wissenschaftslehre./ [...] [JM-REHLI, 36, REPLY TO A CRITIC] JM-REHLI, 86: +ideal_real

ideal el

Created Δευτέρα 02 Δεκεμβρίου 2024

Μπορώ ποτέ να το πω αυτό με βεβαιότητα; Το επίμαχο αμετάκλητο δεν αφορά το ενεργεία, αλλά το ιδεατό. Δεν είναι η βεβαιότητα της κρίσης μου που είναι αμετάβλητη (όπως μόλις υποστήριξε ο Sigwart) αλλά η εγκυρότητά της ή η αλήθεια της. [LI1, σελ.317]

Κεφάλαιο 8 Οι a priori νόμοι της αυθεντικής και μη αυθεντικής σκέψης §59 Η επιπλοκή σε συνεχώς νέες μορφές. Η καθαρή θεωρία των μορφών των δυνατών εποπτειών [Li2, σελ.304]

Σε αυτήν την περίπτωση, επίσης, δεν μας απασχολούν νόμοι που επιδιώκουν να αξιολογήσουν την πραγματική ύπαρξη των αντικειμένων που παρουσιάζονται σε διαφορετικά επίπεδα. Αυτοί οι νόμοι εν πάση περιπτώσει δεν λένε τίποτα άμεσα για τις <ιδεατές συνθήκες των δυνατοτήτων επαρκούς πλήρωσης>. [LI2, σελ.305]

§7. Επιστήμες των Γεγονότων και Ειδητικές Επιστήμες. [Ιδέες Ι, σελ.15] [mathesis universalis]

§50. Η φαινομενολογική στάση· Η καθαρή συνείδηση ​​ως το πεδίο της φαινομενολογίας. [Ιδέες Ι, σελ.112] (...) Αυστηρά μιλώντας, δεν έχουμε χάσει τίποτα, αλλά μάλλον έχουμε κερδίσει το σύνολο του απόλυτου είναι που, σωστά κατανοημένο, περιέχει μέσα του, «συγκροτεί» μέσα του, όλα τις εγκόσμιες υπερβάσεις.[38 Προσθήκη στο Αντίγραφο Δ. : ως ένα αποβλεπτικό σύστοιχο των ιδεατά πραγματοποιήσιμων και αρμονικών συνεχιζόμενων ενεργημάτων συνήθους αποδοχής] [Ideas I, σελ.113]

§78. Η Φαινομενολογική Μελέτη των Αναστοχασμών των Βιωμάτων. [Ιδέες Ι, σελ. 177] αναστοχασμός των βιωμάτων

DZ-HP, 9: ιδεατή εναντίον πραγματικής αλήθειας

EWPLM, 379, 381: ιδεατή ενότητα

ILTK, 40, §12. Η λογική ως επιστήμη των ιδεατών προτάσεων και των μορφών προτάσεων: λογικό ιδεατό ILTK, 42, §13. Η επιστήμη των νοημάτων δεν είναι μέρος της ψυχολογίας: επιστήμη των νοημάτων ILTK, 139, (β) Ερωτήσεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ του ιδεατού νοήματος και του πραγματικού ενεργήματος: ιδεατό νόημα και πραγματικό ενέργημα

LI I, xliii: οι καθαρές ταυτότητες της λογικής είναι μη πραγματικές ή ιδεατές LI I, xlvi: ιδεατό Husserl Frege LI I, 43: ιδεατό λογική ψυχολογία Γιατί αυτό δεν λέει τίποτα σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ αντιφατικών κρίσεων, μεταξύ πραγματικών, χρονολογημένων ενεργημάτων αυτού ή εκείνου του χαρακτήρα· μιλά μόνο για τη νομική ασυμβατότητα των άχρονων ιδεατών ενοτήτων που καλούμε αντιφατικές προτάσεις. Η αλήθεια ότι τα μέλη ενός τέτοιου ζεύγους προτάσεων δεν είναι και τα δύο αληθή, δεν περιέχει καμία σκιά εμπειρικής δήλωσης (assertion) για οποιαδήποτε συνείδηση ​​και τα κρισιακά της ενεργήματα (acts of judgement). Πιστεύω ότι πρέπει να το ξεκαθαρίσει κανείς στον εαυτό του και να το πάρει σοβαρά, για να δει το λάθος της όλης αντίληψης στην οποία ασκούμε τώρα κριτική. [LI I, 67] Δεν είναι καν σωστό να πούμε ότι η αντίθεση μεταξύ αλήθειας και ψέυδους είναι ασυναφής με την ψυχολογία, γιατί η αλήθεια συλλαμβάνεται βέβαια στη γνώση, και έτσι το ιδεατό γίνεται προσδιορισμός μιας πραγματικής εμπειρίας. Όμως οι προτάσεις από την άλλη πλευρά, που μεταχειρίζονται αυτό τον προσδιορισμό στην εννοιολογική του καθαρότητα δεν είναι νόμοι του πραγματικά ψυχικά συμβάντα: το [107] psychologistic party έκανε λάθος ως προς αυτό. Αγνοώντας την ουσία του ιδεατού γενικά, αγνόησαν επίσης την ιδεατότητα της αλήθειας. Αυτό το σημαντικό σημείο θα απαιτήσει περαιτέρω και πληρέστερη συζήτηση. [LI I, 106-07]

DW-OM, 23: ιδεατό αμετάβλητο

Πιο συγκεκριμένα, ο υπερβατολογικός θεατής αποβλέπει ένα ταυτό «αυτό» μέσω μιας πολλαπλότητας διαρκώς μεταβαλλόμενων τροπικών εμφανίσεων. «Η» φάση είναι ένας πόλος σύνθεσης της ταυτοποίησης. Με αυτή την έννοια, τα εμμενή καθώς και τα υπερβατικά «αντικείμενα» είναι «ιδεατά»· είναι ενότητες μέσα στην, ή μέσω της πολλαπλότητας, δυνάμει της αποβλεπτικής ταυτοποίησης. [DC-PEH, 66] Οι απόλυτοι προσδιορισμοί ενός thing-sense, δεν παρουσιάζονται, λοιπόν, ποτέ πρωταρχικά αυτοπροσώπως, αλλά μόνο σε οριζόντια ή κενά, ως αυτό που θα παρουσιαζόταν εάν το ιδεατό όριο της διαδικασίας αποσαφήνισης πραγματοποιούνταν. Υπό αυτή την έννοια, καθώς και στην προαναφερθείσα, 7 το πράγμα όπως είναι καθεαυτό είναι ένα ιδεατόl αντικείμενο. [DC-PEH, 90]

Η II^nd LI (σελ. 337-432) έχει σχεδιαστεί για να παρέχει απόδειξη της ύπαρξης των «ειδών» ή των καθολικών γενικά (κεφάλαιο 1). Αναφερόμενος πίσω στο αποτέλεσμα των «Προλεγομένων» και της Ι^ς1 LI παρατηρεί: «Τα νοήματα ως τέτοια, δηλ. τα νοήματα με την έννοια των ειδικών ενοτήτων, αποτελούν τον τομέα της καθαρής λογικής, έτσι ώστε το να παρερμηνευτεί η ουσία του Είδους ...σημαίνει να προσβάλουμε την ίδια την ουσία της λογικής.» Πρέπει, κατά συνέπεια, «να διαβεβαιώσει τα βασικά θεμέλια της καθαρής λογικής και γνωσιοθεωρίας υπερασπίζοντας το εγγενές δικαίωμα των ειδικών (ή Ιδεατών) αντικειμένων να τους αποδίδεται αντικειμενικό στάτους παράλληλα με τα ατομικά (ή πραγματικά) αντικείμενα. (LI 338)

(Η μόνη έννοια με την οποία ο Husserl ήταν ποτέ «ιδεαλιστής» ήταν η αναγνώρισή του του «Ιδεατού» <δηλαδή των καθολικών> ως μια συνθήκη για τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης γενικά.» Αρνιόταν σθεναρά να επιτρέψει σε άλλους να «το ερμηνεύσουν ψυχολογιστικά». (σελ. 338) Γενικά, «Ιδεατό» δεν σημαίνει ποτέ «νοητικό» γι' αυτόν, ούτε κι αν το «νοηματικό» θεωρείται (λανθασμένα) ότι περιλαμβάνεται στο νοητικό.)

Η II^η «Έρευνα» εξηγεί επίσης τη φύση των καθολικών (συμπεριλαμβανομένων των εννοιών και των προτάσεων) ως "Ιδεατή," και καταδεικνύει τις οντολογικές και φαινομενολογικές ανεπάρκειες των Βρετανών Εμπειριστών (Locke, Mill, Berkeley, Hume) και των σύγχρονων ομόλογων τους σε αυτό το σημείο. Η II^η «Έρευνα» και το δεύτερο κεφάλαιο των Ιδεών τόμος I πρέπει να μελετηθούν μαζί, καθώς και με το κεφάλαιο 4 της I^st «Έρευνας», όπου η ύπαρξη και η φύση των «Ιδεατών» οντοτήτων αναλύεται με αναφορά μόνο στα «νόημα». [DF-HLIR, 166-7]

Όσον αφορά την έννοιά μου για τις «ιδεατές» σημασίες και τα «ιδεατά» περιεχόμενα των παραστάσεων και των κρίσεων, για να μιλήσουμε ειδικά, προέρχεται αρχικά, όχι από τον Bolzano, αλλά μάλλον — όπως μαρτυρεί ο όρος «ιδεατό» — από τον Lotze. Ειδικότερα, οι προβληματισμοί του Lotze σχετικά με την ερμηνεία της θεωρίας των μορφών του Πλάτωνα (Ideenlehre) είχε μια βαθιά επίδραση πάνω μου. Μόνο με τη σκέψη αυτών των ιδεών (Gedanken) του Lotze — που κατά τη γνώμη μου απέτυχε να τις ξεκαθαρίσει εντελώς — βρήκα το κλειδί για τις περίεργες συλλήψεις του Bolzano, που σε όλη τους τη φαινομενολογική αφέλεια ήταν στην αρχή ακατάληπτες, και στους θησαυρούς του Wissenschaftslehre. [...] [JM-REHLI, 36, REPLY TO A CRITIC] JM-REHLI, 86: ιδεατό πραγματικό

ideal Husserl Frege

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

The six lengthy Investigations of the second volume are concerned with analysing elements of the form of knowledge, such notions as meaning, concept, proposition, truth (LI /Prol. /§71, Findlay I: 159-60; Hua XVIII: 236-7). Husserl begins with the general structure of signs and meaningful expressions; then moves to analyse the status of universals (which he calls /species) /and the nature of abstraction; followed by a treatise on the laws governing the relations of dependence between parts and wholes; another mini-treatise on the relation between logic and grammar as /a priori /disciplines; the nature of consciousness, including the meaning of intentionality and the ambiguities surrounding the associated notions of content, object, presentation, and finally the nature of the identifying syntheses involved in judgement and its relation to truth. Along the way, he offers sharp criticisms of prevailing views, including a critique of J. S. Mill's account of connotation and denotation, a refutation of sensationalism, a rebuttal of empiricist theories of abstraction (Locke, Berkeley, Hume, Mill), a sharpened definition of the /a priori /including a new distinction between the formal (analytic) and material (synthetic) /a priori /which claims to be an advance on Kant, and careful discussions of Bolzano, Mill, Brentano and others, in terms of their views on logic, psychology and the nature of judgements and their contents.

A basic assumption of Husserl's understanding of knowledge is that knowledge is essentially understood and communicated in the form of expressive statements, where a statement is a unified whole with a single, possibly complex, meaning, that says something /about /something. It refers to an object (whether an individual thing or a state of affairs) through a 'sense' or 'meaning' (Husserl employs both /Sinn /and /Bedeutung /for 'meaning'). Of course, in the /Logical Investigations, /and indeed since 1891, Husserl was fully aware of Frege's distinction between /Sinn /('sense') and /Bedeutung /('reference' or 'meaning'), but he does not observe it since it is at variance with ordinary German usage. Husserl prefers to use the terms /Sinn, Bedeutung /and also /Meinung /more or less as equivalent notions (see LI II §2, Findlay I: 240; Hua XIX/1: 115) although later, in /Ideas /I §124, he will restrict /"Bedeutung" /to linguistic meaning only and use /'Sinn' /more broadly to include all meanings, including non-conceptual contents (e.g., perceptual sense). Both Frege and Husserl agree that the /sense /of a statement is an ideal unity

Introduction xlvii

not affected by the psychic act grasping it, nor by the psychic stuff (mental imagery, feelings, and so on) that accompanies the psychological episode. Logic (and mathematics and the other formal sciences) is concerned to process the laws governing these abstract ideal unities which Husserl characterises as having 'being in itself' /(An-sich-sein, /translated by Findlay as 'intrinsic being') as unities in manifolds (Findlay I: 169; Hua XIX/1: 12) as well as a 'being for' /(Für-sich-sein) /the thinker. In themselves, they are pure identities, remaining unchanged irrespective of their being counted, judged, or otherwise apprehended in psychic acts. As Husserl says in the /Prolegomena, /truths are what they are irrespective of whether humans grasp them at all /(Prol. /§65, Findlay I: 150; Hua XVIII: 240). Despite the fact that the objects of logic are ideal and transtemporal, nevertheless, they must also be accessible and graspable by the human mind, as Husserl later explains:

... it is unthinkable that such ideal objects could not be apprehended in appropriate subjective psychic acts and experiences.^63

We can imagine any such ideal meaning or /Sinn /being entertained or judged or considered in some way by a mind. It is simply a fact that these ideal meanings /(Sinne) /present themselves to us as something that is subjectively grasped: '. . . ideal objects confront us as subjectively produced formations in the lived experiencing and doing of the forming'.^64 This is their 'being-for'. They are always truths /for /some possible mind, subjective acts are 'constituting acts' for these ideal objectivities. The question then becomes: how are these hidden psychic experiences /correlated /to the 'idealities'? Frege had answered in a naïve manner: our minds simply /grasp /ideal thoughts. But Husserl wants to give an account that does justice to the essential two-sidedness of our cognitive achievements by analysing the structure of this expressing and grasping of meaning. [LI I]

ideal Husserl Frege el

Created Δευτέρα 02 Δεκεμβρίου 2024

Οι έξι μακροσκελείς Έρευνες του δεύτερου τόμου αφορούν την ανάλυση των στοιχείων της μορφής της γνώσης, τέτοιες έννοιες όπως νόημα, έννοια, πρόταση, αλήθεια (LI /Προλ. /§71, Findlay I: 159-60; Hua XVIII: 236-7). Ο Husserl ξεκινά με τη γενική δομή των σημείων και των σημαινουσών εκφράσεων· στη συνέχεια κινείται για να αναλύσει το στάτους των καθολικών (τα οποία ονομάζει είδη) και τη φύση της αφαίρεσης· ακολουθούμενο από μια πραγματεία για τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις εξάρτησης μεταξύ των μερών και των όλων· άλλη μια μίνι πραγματεία για τη σχέση μεταξύ λογικής και γραμματικής ως a priori επιστημονικών κλάδων· τη φύση της συνείδησης, συμπεριλαμβανομένου του νοήματος της αποβλεπτικότητας και των αμφισημιών που περιβάλλουν τις σχετικές έννοιες του περιεχομένου, του αντικειμένου, της παρουσίασης και, τέλος, της φύσης των ταυτοποιητικών συνθέσεων που εμπλέκονται στην κρίση και στη σχέση της με την αλήθεια. Στην πορεία ασκεί δριμύτατες κριτικές στις επικρατούσες απόψεις, συμπεριλαμβανομένης μιας κριτικής στην θεωρία του J. S. Mill των υποδηλώσεων/συνδηλώσεων (:connotation) και των δηλώσεων (:denotation), μια διάψευση της αισθησιοκρατίας (:sensationalism), μια αντίκρουση των εμπειριστικών θεωριών της αφαίρεσης (Locke, Berkeley, Hume, Mill), έναν ευκρινέστερο ορισμό του a priori, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας διάκρισης μεταξύ του τυπικού (αναλυτικού) και του υλικού (συνθετικού) a priori που ισχυρίζεται ότι είναι μια πρόοδος σε σχέση με τον Καντ, και προσεκτικές συζητήσεις για τους Bolzano, Mill, Brentano και άλλους, ως προς τις απόψεις τους για τη λογική, την ψυχολογία και τη φύση των κρίσεων και του περιεχομένου τους.

Μια βασική υπόθεση της κατανόησης της γνώσης από τον Husserl είναι ότι η γνώση ουσιαστικά κατανοείται και επικοινωνείται με τη μορφή εκφραστικών δηλώσεων, όπου μια δήλωση είναι ένα ενιαίο σύνολο με ένα ενικό, δυνάμει σύνθετο, νόημα, που λέει κάτι για κάτι. Αναφέρεται σε ένα αντικείμενο (είτε ένα ατομικό πράγμα είτε μια κατάσταση πραγμάτων) μέσω μιας «σημασίας» (sense) ή «νοήματος» (meaning) (ο Husserl χρησιμοποιεί τόσο την Sinn όσο και την Bedeutung για το «νόημα»). Φυσικά, στις Λογικές Έρευνες, και μάλιστα από το 1891, ο Husserl γνώριζε πλήρως τη διάκριση του Frege μεταξύ Sinn («σημασία») και Bedeutung («αναφορά» ή «νόημα»), αλλά δεν την ακολουθεί καθώς είναι σε ασυμφωνία με τη συνηθισμένη γερμανική χρήση. Ο Husserl προτιμά να χρησιμοποιεί τους όρους Sinn, Bedeutung και επίσης Meinung ως, λιγότερο ή περισσότερο, ισοδύναμες έννοιες (βλ. LI II §2, Findlay I: 240; Hua XIX/1: 115) αν και αργότερα, στις Ιδέες I §124, θα περιορίσει το 'Bedeutung' στο γλωσσικό νόημα μόνο και θα χρησιμοποιήσει την 'Sinn' ευρύτερα για να συμπεριλάβει όλα τα νοήματα, συμπεριλαμβανομένων των μη εννοιολογικών περιεχομένων (π.χ. αντιληπτική σημασία). Τόσο ο Frege όσο και ο Husserl συμφώνησαν ότι η σημασία μιας δήλωσης είναι μια ιδεατή ενότητα [Εισαγωγή xlvii] που δεν επηρεάζεται από το ψυχικό ενέργημα που την συλλαμβάνει, ούτε από το ψυχικό περιεχόμενο (νοητικές εικόνες, συναισθήματα κ.λπ.) που συνοδεύει το ψυχολογικό επεισόδιο. Η λογική (και τα μαθηματικά και οι άλλες τυπικές επιστήμες) ενδιαφέρεται να επεξεργαστεί τους νόμους που διέπουν αυτές τις αφηρημένες ιδεατές ενότητες τις οποίες ο Husserl χαρακτηρίζει ότι έχουσες «είναι καθεαυτό» (An-sich-sein, μεταφρασμένο από τον Findlay ως 'intrinsic being' («εγγενές είναι»), ως ενότητες σε πολλαπλότητες (Findlay I: 169; Hua XIX/1: 12) καθώς και ένα «είναι για» (Für-sich-sein) το στοχαστή. Από μόνες τους, είναι καθαρές ταυτότητες, παραμένουν αμετάβλητες ανεξάρτητα από το αν αριθμηθούν, κριθούν ή συλληφθούν άλλως σε ψυχικά ενεργήματα. Όπως λέει ο Husserl στα Προλεγόμενα, οι αλήθειες είναι αυτό που είναι ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι τις συλλαμβάνουν /(Πρόλ. /§65, Findlay I: 150· Hua XVIII: 240). Παρά το γεγονός ότι τα αντικείμενα της λογικής είναι ιδεατά και υπερχρονικά (transtemporal), πρέπει, ωστόσο, να είναι επίσης προσβάσιμα και κατανοητά από τον ανθρώπινο νου, όπως εξηγεί αργότερα ο Husserl:

... είναι αδιανόητο ότι τέτοια ιδεατά αντικείμενα δεν θα μπορούσαν να συλληφθούν από κατάλληλα υποκειμενικά ψυχικά ενεργήματα και εμπειρίες.^63

Μπορούμε να φανταστούμε οποιοδήποτε τέτοιο ιδεατό νόημα ή Sinn να δεξιώνεται ή να κρίνεται ή να εξετάζεται με κάποιο τρόπο από ένα νου. Είναι απλώς γεγονός ότι αυτά τα ιδεατά νοήματα (Sinne) μας παρουσιάζονται ως κάτι που συλλαμβάνεται υποκειμενικά: «. . . τα ιδεατά αντικείμενα μας αντιμετωπίζουν ως υποκειμενικά παραγόμενοι σχηματισμοί στη βιωμένη εμπειρία και πράξη του σχηματισμού».^64 Αυτό είναι το «είναι-για» τους. Είναι πάντα αλήθειες για κάποιο δυνατό νου, τα υποκειμενικά ενεργήματα είναι «συνιστώντα ενεργήματα» για αυτές τις ιδεατές αντικειμενικότητες. Το ερώτημα τότε γίνεται: πώς αυτές οι κρυφές ψυχικές εμπειρίες συσχετίζονται με τις «ιδεατότητες»; Ο Φρέγκε είχε απαντήσει με ένα αφελή τρόπο: ο νους μας απλά συλλαμβάνει τις ιδεατές σκέψεις. Αλλά ο Χούσερλ θέλει να δώσει έναν απολογισμό που αντικατροπτίζει την ουσιαστική διπλή όψη των γνωστικών μας επιτευγμάτων, με την ανάλυση της δομής αυτής της έκφρασης και της σύλληψης του νοήματος. [LI I]

ideal invariant

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

  1. As Husserl presses for a clearer analysis of expressions he

complements this by returning to the phonological/orthographic characterization of signs first introduced in the /Investigations/. We must, he suggests, distinguish between the multiple variations of the sign and the invariant sign which appears in and through them.^31 A particular, articulated complex of sounds or a certain string of marks is not a sign because each sign allows, within limits, a variety of phonetically distinct utterances and multiple inscriptions. For this reason the sign is not identical with the occurrence of sounds or marks associated with it. In contrast to such marks and sounds it seems that the word is

^31 F I 5 (1908), p. 11a.


EXPRESSION AND MEANING / 23

not a thing in the world. The /Investigations /already introduces these notions, yet it speaks of the sign as a species and its sound or marks as instances. When we speak of the expression "quadratic remainder," for example,

*we are not referring to the sound-pattern uttered here and now, the vanishing noise which never recurs identically. We mean the expression /in specie. The /expression "quadratic remainder" is identically the same whoever may utter it.^32 *

The "Lectures" of 1908, however, are unhappy with this talk of species and instances:

*It is also clear that we do not have a case of simple abstraction as though the individual sounds and scripts and such like were simply the empirical instantiations of the word, as singular red-moments are instantiations of the species Red.^33 *

At the same time the word is not something which "floats in phantasy."^34 While these texts are far from clear it seems that Husserl is concerned to show that a sign is both real and yet invariant. Husserl still speaks of such an invariant as /ideal. /But it is ideal in a very different sense precisely because the usual opposition beween real (empirical object) and ideal (species) gives way to what is much more like a perceptual contrast between aspect or side, and in-itself:

The German word /"König" is /neither a thing in the real world nor an imagined thing. It is nothing which could be individuated in such things or thing-like determinations. It is a peculiar ideal entity, a unique objectivity which can be apprehended on the basis of the appearances of singular, empirical, phonetic words,

^32 /Logische Untersuchungen /(2nd ed.), 11/1, 42f.; Eng. trans., I, 284.

^33 "Es ist auch klar, dass nicht eine einfache Abstraktion vorliegt, als ob die einzelnen Wortlaute, Schriftzeichen und dergleichen die empirischen Vereinzelungen des Wortes einfach in dem Sinn wären, wie die singulären Rot-Momente Vereinzelungen des Rot /in specie /sind." F I 5 (1908), p. 12a.

^34 "...in der Phantasie vorschwebt." /Ibid./


24 / EXPRESSION AND MEANING

of singular, sensuous objectivities, and which also is apprehended whenever the word is apprehended as word.^35

An expression should not be construed as ideal because it exists in a realm beyond reality but because it permits a variety of marks and sounds as well as multiple combinations without changing its status as a lexical unit. Different meanings, in turn, are always different meanings of the expression. With this, it seems to us, the last temptation to treat expressions as a different class of entities from signs is overcome. Invariance is already a property of meaningful signs and thus, it is purely in terms of a differentiation of /functions /that one can contrast indicators and expressions. [DW-OM]

ideal invariant el

Created Δευτέρα 02 Δεκεμβρίου 2024

  1. Καθώς ο Husserl πιέζει για μια σαφέστερη ανάλυση των εκφράσεων,

τη συμπληρώνει αυτή επιστρέφοντας στο φωνολογικό/ορθογραφικό χαρακτηρισμό των σημείων που εισήχθη για πρώτη φορά στις Έρευνες. Πρέπει, προτείνει, να διακρίνουμε μεταξύ των πολλαπλών παραλλαγών του σημείου και του αμετάβλητου σημείου που εμφανίζεται μέσα σε, και μέσα από αυτά.^31 Ένα καθέκαστο, αρθρωμένο σύμπλεγμα ήχων ή μια συγκεκριμένη σειρά σημαδιών δεν είναι ένα σημείο γιατί κάθε σημείο επιτρέπει, εντός ορίων, μια ποικιλία από φωνητικά διακριτές εκφορές και πολλαπλές εγγραφές. Για αυτό το λόγο το σημείο δεν ταυτίζεται με το συμβάν των ήχων ή των σημαδιών που συνδέονται με αυτό. Σε αντίθεση με τέτοια σημάδια και ήχους φαίνεται ότι η λέξη

^31 F I 5 (1908), σελ. 11α.


ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ / 23

δεν είναι ένα πράγμα στον κόσμο. ΟΙ Έρευνες εισάγουν ήδη αυτές τις έννοιες, ωστόσο μιλούν για το σημείο ως ένα είδος και για τον ήχο του ή τα σημάδια του ως περιπτώσεις (instances). Όταν μιλάμε για την έκφραση «τετραγωνικό υπόλοιπο», για παράδειγμα,

δεν αναφερόμαστε στο ηχητικό μοτίβο που εκφέρεται εδώ και τώρα, τον εξαφανιζόμενο θόρυβο που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Εννοούμε την έκφραση σε είδος*. Η έκφραση «τετραγωνικό υπόλοιπο» είναι ταυτόσημα η ίδια οποιοσδήποτε μπορεί να την εκφέρει.^32 *

Οι «Διαλέξεις» του 1908, ωστόσο, είναι δυσαρεστημένες με αυτή τη συζήτηση για τα είδη και τις περιπτώσεις:

*Είναι επίσης σαφές ότι δεν έχουμε μια περίπτωση απλής αφαίρεσης, ως εάν οι ατομικοί ήχοι και οι χαρακτήρες και τα παρόμοια να ήταν απλώς οι εμπειρικές εκδοχές (instantiations) της λέξης, όπως οι ενικές στιγμές του κόκκινου είναι εκδοχές του είδους Κόκκινο.^33 *

Ταυτόχρονα η λέξη δεν είναι κάτι που «αιωρείται στη φαντασία.»^34 Ενώ αυτά τα κείμενα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα φαίνεται ότι ο Husserl ενδιαφέρεται να δείξει ότι ένα σημείο είναι ταυτόχρονα πραγματικό και ωστόσο αμετάβλητο. Ο Χουσερλ εξακολουθεί να μιλά για ένα τέτοιο αμετάβλητο ως ιδεατό. Αλλά είναι ιδεατό με μια πολύ διαφορετική σημασία ακριβώς επειδή η συνήθης αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό (εμπειρικό αντικείμενο) και το ιδεατό (είδος) δίνει τη θέση της σε ό,τι είναι πολύ περισσότερο μια αντιληπτική αντίθεση μεταξύ της όψης ή της πλευράς, και του καθεαυτό:

Η γερμανική λέξη "König" (βασιλιάς) δεν είναι ούτε πράγμα στον πραγματικό κόσμο ούτε ένα φαντασμένο πράγμα. Δεν είναι τίποτα που θα μπορούσε να εξατομικευτεί σε τέτοια πράγματα ή πραγμοειδείς προσδιορισμούς. Είναι μια ιδιόμορφη ιδεατή οντότητα, μια μοναδική αντικειμενικότητα που μπορεί να συλληφθεί στη βάση των εμφανίσεων των ενικών, εμπειρικών, φωνητικών λέξεων,

^32 Logical Investigations (2η έκδ.), 11/1, 42f.; Αγγλ. μετάφρ., Ι, 284.

^33 "Es ist auch klar, dass nicht eine einfache Abstraktion vorliegt, als ob die einzelnen Wortlaute, Schriftzeichen und dergleichen die empirischen Vereinzelungen des Wortes einfach in dem Sinn wären, wie die singulären Rot-Momente Vereinzelungen des Rot /in specie /sind." F I 5 (1908), p. 12a.

^34 "...in der Phantasie vorschwebt." /Ibid./*


24 / ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ

των ενικών, αισθησιακών αντικειμενικοτήτων, και η οποία επίσης συλλαμβάνεται όποτε η λέξη συλλαμβάνεται ως λέξη.^35

Μια έκφραση δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως ιδεατή επειδή υπάρχει σε ένα πεδίο πέρα ​​από την πραγματικότητα αλλά επειδή επιτρέπει μια ποικιλία σημαδιών και ήχων, καθώς και πολλαπλούς συνδυασμούς, χωρίς να αλλάζει η κατάστασή της ως μια λεξιλογική ενότητα (lexical unit). Τα διαφορετικά νοήματα, με τη σειρά τους, είναι πάντα διαφορετικά νοήματα της έκφρασης. Με αυτό, μας φαίνεται, ότι ο τελευταίος πειρασμός να αντιμετωπίσουμε τις εκφράσεις ως μια διαφορετική κατηγορία οντοτήτων από τα σημεία υπερβαίνεται. Το αμετάβλητο είναι ήδη μια ιδιότητα των σημαίνοντων σημείων και επομένως, είναι καθαρά από την άποψη μιας διαφοροποίησης λειτουργιών που μπορεί κανείς να αντιπαραβάλλει δείκτες (indicators) και εκφράσεις (expressions). [DW-OM]

ideal logic psychology

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

The task of psychology is to investigate the laws governing the real connections of mental events with one another, as well as with related mental dispositions and corresponding events in the bodily organism. 'Law' here means a comprehensive formula covering coexistent and successive connections that are without exception and necessary. Such connections are causal. The task of logic is quite different. It does not enquire into the causal origins or consequences of intellectual activities, but into their truth-content: it enquires what such activities /should /be like, or how they /should /proceed, in order that the resultant judgements should be true. Correct judgements and false ones, evident ones and blind ones, come and go according to natural laws, they have causal antecedents and consequences like all mental phenomena. Such natural connections do not, however, interest the logician; he looks rather for ideal connections that he does not always find realized, in fact only exceptionally finds realized in the actual course of thoughts. He aims not at a physics, but an ethics of thinking. Sigwart therefore rightly stresses the point that, in the psychological treatment of thought, 'the opposition of true and false has as little part to play as the opposition of good or bad in human conduct is a psychological matter'.^4

We cannot be content - such will be the psychologistic rejoinder - with such half-truths. The task of logic is of course quite different from that of psychology: who would deny it? It is a technology of knowledge, but how could such a technology ignore questions of causal connection, how could it look for ideal connections without studying natural ones? 'As if every "ought" did not rest on an "is", every ethics did not also have to show itself a physics.' (Lipps, 'Die Aufgabe der Erkenntnistheorie', /op. cit. /p. 529.) 'Α question as to what should be done always reduces to a question as to what must be done if a definite goal is to be reached, and this question in its turn is equivalent to a question as to how this goal is /in fact reached' /(Lipps, /Grundzüge der Logik, /§1). That psychology, as distinct from logic, does not deal with the opposition of true and false 'does not mean that psychology treats these different mental conditions on a like footing, but that it renders both intelligible in a like manner' (Lipps, /op. cit. /§3, p. 2). Theoretically regarded, Logic therefore is related to psychology as a part to a whole. Its main aim is, in particular, to set up propositions of the form: Our intellectual activities must, either generally, or in specifically characterized circumstances, have such and such a form, such and such an arrangement, such and such combinations and no others, if the resultant judgements are to have the character of evidence, are to achieve knowledge in the pointed sense of the word. Here we have an obvious causal relation. The psychological character of evidence is a causal consequence of certain antecedents. What sort of antecedents? This is just what we have to explore.^5

The following often repeated argument is no more successful in shaking the psychologistic ranks: Logic, it is said, can as little rest on psychology as on any other science; since each science is only a science in virtue of its


44 Prolegomena to Pure Logic

harmony with logical rules, it presupposes the validity of these rules. It would therefore be circular to try to give logic a first foundation in psychology.^6

The opposition will reply: That this argument cannot be right, is shown by the fact that it would prove the impossibility of all logic. Since logic itself must proceed logically, it would itself commit the same circle, would itself have to establish the validity of rules that it presupposes.

Let us, however, consider more closely what such a circle could consist in. Could it mean that psychology presupposes the validity of logical laws? Here one must notice the equivocation in the notion of 'presupposing'. That a science presupposes the validity of certain rules may mean that they serve as premisses in its proofs: it may also mean that they are rules in accordance with which the science must proceed in order to be a science at all. Both are confounded in our argument for which reasoning /according /to logical rules, and reasoning /from /logical rules, count as identical. There would only be a circle if the reasoning were /from /such rules. But, as many an artist creates beautiful works without the slightest knowledge of aesthetics, so an investigation may construct proofs without ever having recourse to logic. Logical laws cannot therefore have been premisses in such proofs. And what is true of single proofs is likewise true of whole sciences.

§20 A gap in the psychologistic line of proof

In these and similar arguments the anti-psychologistic party seem undoubtedly to have got the worst of it. Many think the battle quite at an end, they regard the rejoinders of the psychologistic party as completely victorious. One thing only might arouse our philosophical wonder, that there was and is such a battle at all, that the same arguments have repeatedly been adduced while their refutations have not been acknowledged as cogent. If everything really were so plain and clear as the psychologistic trend assures us, the matter would not be readily understandable, since there are unprejudiced, serious and penetrating thinkers on the opposite side as well. Is this not again a case where the truth lies in the middle? Has each of the parties not recognized a valid portion of the truth, and only shown incapacity for its sharp conceptual circumscription, and not even seen that they only had part of the whole? Is there not perhaps an unresolved residuum in the arguments of the anti-psychologists - despite much unclearness and error in detail which has made refutation easy; are they not informed by a true power, which always re-emerges in unbiased discussion? I for my part would answer 'Yes'. It seems to me that the greater weight of truth lies on the anti-psychologistic side, but that its key-thoughts have not been properly worked out, and are blemished by many mistakes.

Let us go back to the question we raised above regarding the essential foundations of normative logic. Have the arguments of psychologistic thinkers really settled this? Here a weak point at once appears. The argument only

Psychologism, its arguments and its attitude to the usual counter-arguments 45

proves one thing, that psychology /helps /in the foundation of logic, not that it has the only or the main part in this, not that it provides logic's /essential foundation /in the sense above defined (§16). The possibility remains open that another science contributes to its foundation, perhaps in a much more important fashion. Here may be the place for the 'pure logic' which on the other party's view, has an existence independent of all psychology, and is a naturally bounded, internally closed-off science. We readily grant that what Kantians and Herbartians have produced under this rubric does not quite accord with the character that our suggested supposition would give it. For they always talk of normative laws of thinking and particularly of concept-formation, judgement-framing etc. Proof enough, one might say, that their subject-matter is neither theoretical nor wholly unpsychological. But this objection would lose weight if closer investigation confirmed the surmise suggested to us above in §13, that these schools were unlucky in defining and building up the intended discipline, yet none the less approached it closely, in so far as they discerned an abundance of interconnected theoretical truths in traditional logic, which did not fit into psychology, nor into any other separate science, and so permitted one to divine the existence of a peculiar realm of truth. And if these were the truths to which all logical regulation in the last resort related, truths mainly to be thought of when 'logical truths' were in question, one could readily come to see in them what was essential to the whole of logic, and to give the name of 'pure logic' to their theoretical unity. That this hits off the true state of things I hope actually to prove. [LI I]

ideal logic psychology el

Created Δευτέρα 02 Δεκεμβρίου 2024

Το καθήκον της ψυχολογίας είναι να διερευνήσει τους νόμους που διέπουν τις πραγματικές συνδέσεις των νοητικών συμβάντων μεταξύ τους, καθώς και με συναφείς νοητικές διαθέσεις και αντίστοιχα συμβάντα στον σωματικό οργανισμό. «Νόμος» εδώ σημαίνει μια περιεκτική φόρμουλα που καλύπτει συνυπάρχουσες και διαδοχικές συνδέσεις που είναι χωρίς εξαίρεση και αναγκαίες. Τέτοιες συνδέσεις είναι αιτιώδεις. Το καθήκον της λογικής είναι αρκετά διαφορετικό. Δεν διερευνά την αιτιακή προέλευση ή τις συνέπειες των διανοητικών δραστηριοτήτων, αλλά το περιεχόμενο της αλήθειας τους: διερευνά πώς θα έπρεπε να είναι τέτοιες δραστηριότητες, ή πώς θα έπρεπε να προχωρούν, έτσι ώστε οι κρίσεις που προκύπτουν να είναι αληθείς. Σωστές κρίσεις και ψευδείς, εναργείς και τυφλές έρχονται και φεύγουν σύμφωνα με φυσικούς νόμους, έχουν αιτιατά προηγούμενα και συνέπειες όπως όλα τα νοητικά φαινόμενα. Ωστόσο, τέτοιες φυσικές συνδέσεις δεν ενδιαφέρουν τον επιστήμονα της λογικής· ψάχνει μάλλον για ιδεατές συνδέσεις που δεν βρίσκει πάντα πραγματοποιημένες, στην πραγματικότητα μόνο κατ' εξαίρεση βρίσκει πραγματοποιημένες στην ενεργεία πορεία της σκέψης. Δεν στοχεύει σε μια φυσική, αλλά σε μια ηθική της σκέψης. Ο Sigwart λοιπόν δικαίως τονίζει το σημείο ότι, στην ψυχολογική αντιμετώπιση της σκέψης, «η αντίθεση του αληθούς και του ψευδούς έχει τόσο μικρό ρόλο να παίξει, όσο η αντίθεση του καλού ή του κακού στην ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ένα ψυχολογικό ζήτημα».^4

Δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι -τέτοια θα είναι η ψυχολογιστική απάντηση- με τέτοιες μισές αλήθειες. Το καθήκον της λογικής είναι φυσικά αρκετά διαφορετικό από αυτό της ψυχολογίας: ποιος θα το αρνηθεί; Είναι μια τεχνολογία της γνώσης, αλλά πώς θα μπορούσε μια τέτοια τεχνολογία να αγνοήσει τα ερωτήματα της αιτιώδους σύνδεσης, πώς θα μπορούσε να αναζητήσει ιδεατές συνδέσεις χωρίς να μελετήσει τις φυσικές; «Ως εάν κάθε 'πρέπει' να μην στηριζόταν σε ένα «είναι», κάθε ηθική να μην έπρεπε να δείξει τον εαυτό της ως φυσική». (Lipps, 'Die Aufgabe der Erkenntnistheorie', /op. cit. /σελ. 529.) «Μια ερώτηση ως προς το τι πρέπει να γίνει ανάγεται πάντα σε ένα ερώτημα σχετικά με το τι πρέπει να γίνει εάν ένας ορισμένος στόχος πρέπει να επιτευχθεί, και αυτή η ερώτηση με τη σειρά της ισοδυναμεί με μια ερώτηση για το πώς αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται στην πραγματικότητα» (Lipps, Grundzüge der Logik, §1). Ότι η ψυχολογία, σε αντίθεση με τη λογική, δεν ασχολείται με την αντίθεση αληθούς και ψευδούς «δεν σημαίνει ότι η ψυχολογία αντιμετωπίζει αυτές τις διαφορετικές νοητικές συνθήκες σε παρόμοια βάση, αλλά ότι καθιστά και τις δύο κατανοητές με παρόμοιο τρόπο» (Lipps, ό.π. §3, σελ. 2). Θεωρητικά, λοιπόν, η Λογική σχετίζεται με την ψυχολογία ως ένα μέρος με ένα όλο. Κύριος στόχος της είναι, ειδικότερα, η δημιουργία προτάσεων της μορφής: Οι πνευματικές μας δραστηριότητες πρέπει, είτε γενικά, είτε σε ειδικά χαρακτηρισμένες περιστάσεις, να έχουν μια τέτοια μορφή, μια τέτοια διάταξη, τέτοιους συνδυασμούς και όχι άλλους, εάν οι κρίσεις που προκύπτουν πρόκειται να έχουν τον χαρακτήρα της ενάργειας (evidence), πρόκειται να φτάσουν στη γνώση με την έντονη έννοια της λέξης (pointed sense of the word). Εδώ έχουμε μια προφανή αιτιακή σχέση. Ο ψυχολογικός χαρακτήρας της ενάργειας είναι μια αιτιώδης συνέπεια ορισμένων προηγούμενων. Τι είδους προηγούμενων; Αυτό ακριβώς πρέπει να εξερευνήσουμε.^5

Το ακόλουθο συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα δεν είναι πιο επιτυχές στο να κλονίσει τις ψυχολογιστικές τάξεις: Η λογική, λέγεται, μπορεί τόσο λίγο να θεμελιωθεί στην ψυχολογία όσο κάθε άλλη επιστήμη· καθώς κάθε επιστήμη είναι μόνο μια επιστήμη δυνάμει της


44 Προλεγόμενα στην Καθαρή Λογική

αρμονίας της με λογικούς κανόνες, προϋποθέτει την εγκυρότητα αυτών των κανόνων. Θα ήταν επομένως κυκλικό να προσπαθήσουμε να δώσουμε στη λογική μια πρώτη θεμελίωση στην ψυχολογία.^6

Ο αντίπαλος θα απαντήσει: Το ότι αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να είναι σωστό, φαίνεται από το γεγονός ότι θα αποδείκνυε το αδύνατο κάθε λογικής. Εφόσον η ίδια η λογική πρέπει να προχωρήσει λογικά, θα έκανε και η ίδια το ίδιο κύκλο, θα έπρεπε η ίδια να καθορίσει την εγκυρότητα των κανόνων που προϋποθέτει.

Ας εξετάσουμε, ωστόσο, πιο προσεκτικά σε τι θα μπορούσε να συνίσταται ένας τέτοιος κύκλος. Θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ψυχολογία προϋποθέτει την εγκυρότητα των λογικών νόμων; Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανένα την αμφισημία στην έννοια του «προϋποθέτειν». Ότι μια επιστήμη προϋποθέτει την εγκυρότητα ορισμένων κανόνων μπορεί να σημαίνει ότι χρησιμεύουν ως προκείμενες στις αποδείξεις της: μπορεί επίσης να σημαίνει ότι είναι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να προχωρήσει η επιστήμη για να είναι καθόλου επιστήμη. Και τα δύο μπερδεύονται στο επιχείρημά μας, για το οποίο ο συλλογισμός σύμφωνα με με λογικούς κανόνες, και ο συλλογισμός από λογικούς κανόνες, υπολογίζονται ως ταυτόσημοι. Θα υπήρχε ένας κύκλος μόνο εάν ο συλλογισμός ήταν από τέτοιους κανόνες. Όμως, όπως πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν όμορφα έργα χωρίς την παραμικρή γνώση αισθητικής, έτσι μια έρευνα μπορεί να κατασκευάσει αποδείξεις χωρίς ποτέ να προσφύγει στη λογική. Επομένως, οι λογικοί νόμοι δεν μπορούν να αποτελούν προκείμενες σε τέτοιες αποδείξεις. Και ό,τι είναι αληθές για τις ενικές αποδείξεις, είναι αληθές και για ολόκληρες επιστήμες.

§20 Ένα κενό στην ψυχολογιστική γραμμή απόδειξης

Με αυτά και παρόμοια επιχειρήματα, η αντιψυχολογιστική πλευρά φαίνεται αναμφίβολα να έχει βρεθεί στη δυσμενέστερη θέση. Πολλοί πιστεύουν ότι η μάχη έχει τελειώσει, θεωρούν τις ανταπαντήσεις της ψυχολογιστικής πλευράς ως εντελώς νικηφόρες. Ένα μόνο πράγμα μπορεί να διεγείρει τη φιλοσοφική μας απορία, ότι υπήρξε και υπάρχει καθόλου μια τέτοια μάχη, ότι τα ίδια επιχειρήματα έχουν προβληθεί επανειλημμένα ενώ οι διαψεύσεις τους δεν αναγνωρίστηκαν ως πειστικές. Αν όντως όλα ήταν τόσο απλά και σαφή όπως μας διαβεβαιώνει η ψυχολογιστική τάση, το θέμα δεν θα ήταν άμεσα κατανοητό, αφού υπάρχουν απροκατάληπτοι, σοβαροί και διεισδυτικοί στοχαστές και στην απέναντι πλευρά. Δεν είναι αυτό πάλι μια περίπτωση όπου η αλήθεια βρίσκεται στη μέση; Δεν έχει καθένα από τα μέρη αναγνωρίσει ένα έγκυρο μέρος της αλήθειας, δείχνοντας μόνο ανικανότητα για την ευδιάκριτη εννοιολογική της περιγραφή/οριοθεσία/περίγραμμα (circumscription), και δεν έχουν καν δει ότι είχαν μόνο μέρος του όλου; Δεν υπάρχει ίσως κάποιο άλυτο υπόλειμμα μέσα στα επιχειρήματα των αντιψυχολογιστών -παρά την πολλή ασάφεια και τα σφάλματα στη λεπτομέρεια που έκανε εύκολη τη διάψευση· δεν είναι ενημερωμένοι από μια αληθινή δύναμη, που πάντα επανεμφανίζεται στην αμερόληπτη συζήτηση; Από τη μεριά μου θα απαντούσα «Ναι». Μου φαίνεται ότι το μεγαλύτερο βάρος της αλήθειας βρίσκεται στην αντιψυχολογιστική πλευρά, αλλά ότι οι βασικές τις σκέψεις δεν έχουν επεξεργασθεί σωστά, και έχουν κηλιδωθεί από πολλά λάθη.

Ας επιστρέψουμε στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω σχετικά με τα ουσιαστικά θεμέλια της κανονιστικής λογικής. Το έχουν πραγματικά διευθετήσει αυτό τα επιχειρήματα των ψυχολογιστών στοχαστών; Εδώ εμφανίζεται αμέσως ένα αδύνατο σημείο. Το επιχείρημα [45] αποδεικνύει μόνο ένα πράγμα, ότι η ψυχολογία βοηθάστη θεμελίωση της λογικής, όχι ότι έχει το μόνο ή το κύριο μέρος σε αυτήν, όχι ότι παρέχει το ουσιαστικό θεμέλιο της λογικής/με την έννοια που ορίζεται παραπάνω (§16). Παραμένει ανοιχτή η δυνατότητα ότι μια άλλη επιστήμη συνεισφέρει στη θεμελίωση της, ίσως με έναν πολύ πιο σημαντικό τρόπο. Εδώ μπορεί να είναι η θέση για την «καθαρή λογική» που κατά την άποψη του άλλου μέρους, έχει μια ύπαρξη ανεξάρτητη από κάθε ψυχολογία και είναι μια φυσικά περιορισμένη, εσωτερικά κλειστή επιστήμη. Παραχωρούμε πρόθυμα ότι αυτό που οι Καντιανοί και οι Χερμπαρτιανοί έχουν παραγάγει κάτω από αυτή τη ρουμπρίκα δεν συμφωνεί απόλυτα με τον χαρακτήρα που θα του έδινε η προτεινόμενη υπόθεση μας. Γιατί μιλάνε πάντα για κανονιστικούς νόμους της σκέψης και ιδιαίτερα του σχηματισμού εννοιών, άρθρωσης κρίσεων κ.λπ. Αρκετή απόδειξη, θα έλεγε κανένα, ότι το αντικείμενό τους δεν είναι ούτε θεωρητικό ούτε εξ ολοκλήρου μη ψυχολογικό. Αλλά αυτή η αντίρρηση θα έχανε βάρος αν η πιο κοντινή έρευνα επιβεβαίωνε την υπόθεση που μας προτάθηκε παραπάνω στην §13, ότι αυτές οι σχολές ήταν άτυχες στον ορισμό και το χτίσιμο του επιδιωκόμενου επιστημονικού κλάδου, αλλά παρόλα αυτά τον προσέγγισαν στενά, στο βαθμό που διέκριναν μια πληθώρα αλληλένδετων θεωρητικών αληθειών στην παραδοσιακή λογική, που δεν ταίριαζαν στην ψυχολογία, ούτε σε καμία άλλη χωριστή επιστήμη, και έτσι επέτρεψαν σε κάποιο να θεωρήσει την ύπαρξη μιας ιδιόμορφης επικράτειας της αλήθειας. Και αν αυτές ήταν οι αλήθειες με τις οποίες, σε τελευταία ανάλυση, σχετίζεται όλη η λογική ρύθμιση, αλήθειες κυρίως να νοηθούν όταν αμφισβητούνται οι «λογικές αλήθειες», θα μπορούσε κανένα εύκολα να δει σε αυτές τι ήταν ουσιαστικό για το σύνολο της λογικής, και να δώσει το όνομα της «καθαρής λογικής» στη θεωρητική τους ενότητα. Ελπίζω να αποδείξω ότι αυτό περιγράφει την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. [LI I]

ideal meaning and real act

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

<(b) Questions About the Relationship Between Ideal Meaning and Real Act>

I shall first of all begin with formal logic again. Formal logic, according to what we have said, is most intimately related to noetics. The connection is established by the fact that belonging to the essence 15 of theoretical position-takings, especially of judgments and assumptions, is a “meaning”, which places us in the sphere of concept and proposition, and correlatively of object and state of affairs. In proposition forms, or forms of states of affairs, lie essential conditions of possibility of Evidenz of judgments and assumptions. Such conditions 20 are generally expressed in the formal logical and mathematical laws. Now, here lie tremendous problems,^7 problems of understanding, not mathematical problems. They do not involve the solving of problems within the logico-mathematical sphere, the filling of perceptible gaps in our knowledge that until now have mocked the efforts and sagacity of mathematicians. They lie in another dimension. They become perceptible to us when we inquire into the relationship of the formal mathesis, even ideally perfected, to psychology.

HUSSERL: todo | @ideality

All thinking and knowing is subjective, a mental act that comes and goes, begins and ends. Every mental act has, on the other hand, 30 its meaning, its meaning content, and this must be, as we remarked, ideal and supra-subjective, something that does not come and go, for

^7 Problems of meanings in themselves.


140 NOETICS AS THEORY OF JUSTIFICATION

which beginning and ending, temporal existence in general, are not applicable categories. Someone states the theory of the sum of the angles of a triangle, thinks, judges, and knows it. This thinking and knowing is that person’s mental experience. What the person thinks 142 5 and knows must, however, be a truth. Now, does this mean, however, and this makes good sense, that a truth is what it is whether anyone whosoever thinks, states, knows it? We started with this distinction as something preestablished. It is given to us beforehand. Everyone knows it and makes use of it. In all scientific discourse, propositions 10 and truths are spoken of in this ideal, supratemporal sense. No one believes that the proposition of the sum of the angles of a triangle, or any other truth began with a subjective act of thinking and ends with it. People say that the truth is discovered. People take it as an objectivity in itself that must be found. And, formal logic then simply 15 accepts these objectifications, the true and false propositions, the non-contradictory and consistent concepts, takes them in the sense prevailing in all actual sciences. It investigates the forms of these ideal meanings and the laws to which the truth is subject purely on the basis of form. However, is not a big problem hiding here? A proposition, especially, for example, a truth, is something suprasubjective, supratemporal, ideal, an act of thinking, something subjective, temporal, and psychologically real. How does the ideal come into the real, the suprasubjective into the subjective act? The judgment judges that /S /is /P/, that the sum of the angles to the sum of two 25 right , etc. The what of the judgment is the judgment content. Is that a moment, an isolated feature of the judgment, as green is an isolated feature in the appearance of green leaves? But, with the real whole, its real parts, its real moments also come into being and pass away. If the green leaf passes away, then that moment of coloration has passed away. If the judgment passes away, then everything that constituted the judgment in terms of parts or isolated features has passed away. /The proposition is, however, what it is, whether it is thought or not/.^8 This same truth is acknowledged and seen by many individuals in many judgments. It is one. The acts and individuals are

^8 Proposition in itself.


NOETICS OF THEORY OF JUSTIFICATION

141

many. And, yet, the latter did not grow together, as if they truly had a piece in common.

The objectivity of the validity of science hinges on the ideality of 143 the meanings^9 of these logical units, on their forms and laws of form. 5 Scientific theory is suprasubjective. It is valid. It is known subjectively, but is not the subjective knowledge of scholars or pupils. Its validity with respect to all its theoretically well-grounded results reaches beyond all subjective thinking and all thinking individuals precisely in that it is a body of ideal, legitimately connected meaning units. The ideality of the meaning unit obviously first makes the ideality of all scientific theories possible. But, how is that to be understood then? If the meaning in the authentic sense is in the judgment, in the act of thinking, then it is just a part of it and then something real. It is not that, though. And, on the other hand, what 15 is the fact that the judgment has meaning, believes one proposition or another, sees one truth or another supposed to mean? How are the contrast and relationship between ideal and real objectivities in general conceivable?^10 [ILTK]

ideal meaning and real act el

Created Δευτέρα 02 Δεκεμβρίου 2024

<(b) Ερωτήσεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ της ιδεατής σημασίας και του πραγματικού ενεργήματος>

Πρώτα από όλα θα ξεκινήσω πάλι με την τυπική λογική. Η τυπική λογική, σύμφωνα με όσα είπαμε, σχετίζεται στενά με τη νοητική (noetics). Η σύνδεση εδραιώνεται από το γεγονός ότι ανήκει στην ουσία των θεωρητικών θεσιληψιών, ιδίως των κρίσεων και υποθέσεων, ένα «νόημα», που μας τοποθετεί στη σφαίρα της έννοιας και της πρότασης, και συσχετικά με αυτή του αντικειμένου και της κατάστασης πραγμάτων. Στις μορφές της πρότασης ή στις μορφές των καταστάσεων πραγμάτων, βρίσκονται ουσιαστικές συνθήκες δυνατότητας Ενάργειας (Evidenz) των κρίσεων και των υποθέσεων. Τέτοιες συνθήκες εκφράζονται γενικά με τυπικούς λογικούς και μαθηματικούς νόμους. Τώρα, εδώ βρίσκονται τεράστια προβλήματα,^7 προβλήματα κατανόησης, όχι μαθηματικά προβλήματα. Δεν εμπλέκουν την επίλυση προβλημάτων εντός της λογικομαθηματικής σφαίρας, την πλήρωση των αντιληπτικών κενών στη γνώση μας, που μέχρι τώρα χλεύαζαν τις προσπάθειες και την οξυδέρκεια των μαθηματικών. Βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση. Μας γίνονται αντιληπτά όταν ερευνούμε τη σχέση της τυπικής μάθησης (formal mathesis), έστω και ιδεατά τελειοποιημένης, με την ψυχολογία.

HUSSERL: todo | @ιδεατότητα

Όλη η σκέψη και η γνώση είναι υποκειμενική, ένα νοητικό ενέργημα που έρχεται και πάει, αρχίζει και τελειώνει. Κάθε νοητικό ενέργημα έχει, από την άλλη, 30 το νόημά του, το νοηματικό του περιεχόμενο, και αυτό πρέπει να είναι, όπως παρατηρήσαμε, ιδεατό και υπερ-υποκειμενικό, κάτι που δεν έρχεται και φεύγει, για

^7 Προβλήματα νοημάτων καθεαυτών.


140 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΩΣ ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ

το οποίο αρχή και τέλος, η χρονική ύπαρξη γενικά, δεν είναι ισχύουσες κατηγορίες. Κάποιο δηλώνει τη θεωρία του αθροίσματος των γωνιών του τριγώνου, σκέφτεται, κρίνει και το γνωρίζει. Αυτή η σκέψη και η γνώση είναι η νοητική εμπειρία αυτού του προσώπου. Αυτό που σκέφτεται το πρόσωπο 142 και γνωρίζει πρέπει, ωστόσο, να είναι μια αλήθεια. Τώρα, σημαίνει αυτό, ωστόσο, και αυτό είναι πολύ λογικό, ότι μια αλήθεια είναι αυτό που είναι αν οποιοδήποτε κάποιο τη σκέφτεται, τη δηλώνει, τη γνωρίζει; Ξεκινήσαμε με αυτή τη διάκριση ως κάτι προκαθορισμένο. Μας δίνεται εκ των προτέρων. Όλοι τη γνωρίζουν και κάνουν χρήση της. Σε όλο τον επιστημονικό λόγο, οι προτάσεις και οι αλήθειες θεωρούνται με αυτήν την ιδεατή, υπερχρονική σημασία. Κανένα δεν πιστεύει ότι η πρόταση του αθροίσματος των γωνιών ενός τριγώνου, ή οποιαδήποτε άλλη αλήθεια ξεκινάει με ένα υποκειμενικό ενέργημα σκέψης και τελειώνει με αυτό. Οι άνθρωποι λένε ότι η αλήθεια ανακαλύπτεται. Οι άνθρωποι την εκλαμβάνουν ως μια αντικειμενικότητα καθεαυτή που πρέπει να βρεθεί. Και, η τυπική λογική τότε απλά δέχεται αυτές τις αντικειμενοποιήσεις, τις αληθείς και ψευδείς προτάσεις, τις μη αντιφατικές και συνεπείς έννοιες, τις παίρνει με τη σημασία που κυριαρχεί σε όλες τις ενεργεία επιστήμες. Διερευνά τις μορφές αυτών των ιδεατών νοημάτων και των νόμων στους οποίους υπόκειται η αλήθεια καθαρά στη βάση της μορφής. Ωστόσο, δεν κρύβεται ένα μεγάλο πρόβλημα εδώ; Μια πρόταση, ειδικά, για παράδειγμα, μια αλήθεια, είναι κάτι υπερυποκειμενικό, υπερχρονικό, ιδεατό, ένα ενέργημα σκέψης, κάτι υποκειμενικό, χρονικό και ψυχολογικά πραγματικό. Πώς έρχεται το ιδεατό στο πραγματικό, το υπερυποκειμενικό στο υποκειμενικό ενέργημα; Η κρίση κρίνει ότι Υ είναι Κ, ότι το άθροισμα των γωνιών <είναι ίσο> με το άθροισμα δύο ορθών <γωνιών>, κλπ. Το τι της κρίσης είναι το περιεχόμενο της κρίσης. Είναι αυτό μια στιγμή, ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό της κρίσης, όπως το πράσινο είναι ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό στην εμφάνιση των πράσινων φύλλων; Όμως, με το πραγματικό όλο, τα πραγματικά του μέρη, οι πραγματικές του στιγμές έρχονται επίσης στο είναι και εκπνέουν. Εάν το πράσινο φύλλο εκπνεύσει, τότε αυτή η στιγμή του χρωματισμού έχει εκπνεύσει. Αν εκπνεύσει η κρίση, τότε όλα αυτά που αποτελούσαν την κρίση ως προς τα μέρη ή μεμονωμένα χαρακτηριστικά έχει εκπνεύσει. Η πρόταση είναι, όμως, αυτό που είναι, είτε νοείται είτε όχι.^8 Αυτή η ίδια αλήθεια αναγνωρίζεται και βλέπεται από πολλά άτομα σε πολλές κρίσεις. Είναι μία. Τα ενεργήματα και τα άτομα είναι

^ 8 Πρόταση καθεαυτή.


ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ

141

πολλά. Και, όμως, τα τελευταία δεν μεγάλωσαν μαζί, σαν να είχαν αληθινά ένα κοινό κομμάτι.

Η αντικειμενικότητα της εγκυρότητας της επιστήμης εξαρτάται από την ιδεατότητα των 143 εννοιών^9 αυτών των λογικών ενοτήτων, από τις μορφές και τους νόμους της μορφής τους. 5 Η επιστημονική θεωρία είναι υπερυποκειμενική. Είναι έγκυρη. Γίνεται γνωστή υποκειμενικά, αλλά δεν είναι η υποκειμενική γνώση μελετητών ή μαθητών. Η εγκυρότητά της σε σχέση με όλα τα θεωρητικά τεκμηριωμένα αποτελέσματά της φτάνει πέρα ​​από κάθε υποκειμενική σκέψη και όλα τα σκεπτόμενα άτομα ακριβώς στο ότι είναι ένα σώμα ιδεατών, νόμιμα συνδεδεμένων νοηματικών ενοτήτων. Η ιδεατότητα της νοηματικής μονάδας προφανώς κάνει πρώτα δυνατή την ιδεατότητα όλων των επιστημονικών θεωριών. Αλλά, πώς πρέπει τότε να κατανοηθεί αυτό; Εάν το νόημα με την αυθεντική έννοια είναι στην η κρίση, στο ενέργημα της σκέψης, τότε είναι απλώς ένα μέρος της και κάτι πραγματικό. Δεν είναι αυτό όμως. Και, από την άλλη, τι είναι το γεγονός ότι η κρίση έχει νόημα, πιστεύει μια πρόταση ή άλλη, βλέπει τη μία ή την άλλη αλήθεια που υποτίθεται ότι σημαίνει; Πώς είναι η αντίθεση και η σχέση μεταξύ ιδεατών και πραγματικών αντικειμενικοτήτων γενικά νοητή;^10 [ILTK]

ideal real

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

What I have been sketching can be, and for the sake of clarity probably should be, related to Husserl' radical division of existence into two realms — the ideal and the real. The real is characterized "essentially" by temporality (p. 123); everything real occurs, so to speak, within time. Real existence comprises, consequently, all mental acts, physical objects, persons, and events; in short, whatever is datable. The ideal, which includes all significations as well as "species" (or universals), consists of non-temporal or timeless entities. Most important for Husserl's interest is the distinction between real mental acts and ideal significations.^6 When I utter, for example, "The three altitudes of a triangle intersect at one point," my act of judging is "a fleeting experience, originating and passing away," i.e., it is a real existent. But what I say, the proposition or /Wahrheit an sich, /"does not originate and pass away," i.e., it is an ideal existent; it is moreover

*^6 For Gilbert Ryle's account of what I say just below, see his "The Theory of Meaning" in /Philosophy and Ordinary Language, /ed. by Charles

  1. Caton (Urbana, 1963), p. 149.*

HUSSERL ON SIGNIFICATION AND OBJECT 87

the signification of my statement (p. 44) or, to say the same thing, the "content" of my act of judging. Ideal existents are called "ideal unities," for they are unities in multiplicities. For instance, the signification of an expression stands to the multiple actual and possible acts of expressing that particular signification (concept or proposition) as the universal redness stands to its multiple instances, i.e., as the One stands to the Many (pp. 100, 106).^7 Husserl claims that the signification of an expression or statement is ideal, no matter whether the expression's object is real or ideal, and no matter what kind of expression is uttered. [JM-REHLI, ATWELL]

ideal real el

Created Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024 Αυτό που σκιαγράφω μπορεί να είναι, και μάλλον για λόγους σαφήνειας θα έπρεπε να συσχετιστεί με τη ριζική διαίρεση του Husserl της ύπαρξης σε δύο επικράτειες — την [[:ideal|ιδεατή] και την πραγματική. Το πραγματικό χαρακτηρίζεται «ουσιαστικά» από χρονικότητα (σελ. 123)· οτιδήποτε πραγματικό συμβαίνει, ούτως ειπείν, μέσα στο χρόνο. Η πραγματική ύπαρξη περιλαμβάνει, κατά συνέπεια, όλες τα νοητικά ενεργήματα, τα φυσικά αντικείμενα, τα πρόσωπα και τα συμβάντα· εν ολίγοις, ό,τι είναι χρονολογήσιμο. Το ιδεατό, που περιλαμβάνει όλες τις σημασίες καθώς και «είδη» (ή καθολικά), αποτελείται από μη χρονικές ή άχρονες οντότητες. Πιο σημαντική για το ενδιαφέρον του Husserl είναι η διάκριση μεταξύ πραγματικών νοητικών ενεργημάτων και των ιδεατών σημασιών.^6 Όταν εκφέρω, για παράδειγμα, «Τα τρία ύψη ενός τριγώνου τέμνονται σε ένα σημείο», το κρισιακό ενέργημα μου είναι «μια φευγαλέα εμπειρία, που γεννιέται και εκπνέει», δηλ. είναι ένα πραγματικό υπαρκτό. Αλλά αυτό που λέω, η πρόταση ή Wahrheit an sich (αλήθεια καθεαυτή), «δεν γεννιέται και δεν εκπνέει», δηλ. είναι ένα ιδεατό υπαρκτό· είναι επιπλέον

^6 Για την περιγραφή του Gilbert Ryle σχετικά με αυτά που λέω ακριβώς παρακάτω, δείτε το "The Theory of Meaning» στο /Philosophy and Ordinary Language, /επιμ. Charles

  1. Caton (Urbana, 1963), σελ. 149.

HUSSERL ΠΕΡΙ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 87

η σημασία της δήλωσής μου (σελ. 44) ή, για να πω το ίδιο πράγμα, το «περιεχόμενο» του κρισιακού μου ενεργήματος. Τα ιδεατά υπαρκτά ονομάζονται «ιδεατές ενότητες», γιατί είναι ενότητες σε πολλαπλότητες. Για παράδειγμα, η σημασία μιας έκφρασης σχετίζεται με τα πολλαπλά ενεργεία και δυνάμει ενεργήματα έκφρασης αυτής της καθέκαστης σημασίας (έννοιας ή πρότασης) όπως η καθολική ερυθρότητα σχετίζεται με τις πολλαπλές της περιπτώσεις, δηλ. όπως το Ένα σχετίζεται με τα Πολλά (σελ. 100, 106).^7 Ο Husserl ισχυρίζεται ότι η σημασία μιας έκφρασης ή μιας δήλωσης είναι ιδεατή, ανεξάρτητα από το εάν το αντικείμενο της έκφρασης είναι πραγματικό ή ιδεατό, και ανεξάρτητα από το είδος της έκφρασης εκφέρεται . [JM-REHLI, ATWELL]

ideal unity

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

20 /Section 13. Ideality of the Objectual Relation. Unity of the Object/

All that the object is for our knowledge reduces to certain valid ("correct") judgments which we make concerning it. They contain our entire knowledge of the object. The corresponding judgment contents are objective truths. But not all truths which refer to the object come to knowledge and are thus contents of our actual judgments. If we imagine the closed totality of the true propositions which bear upon the object, it contains within itself all that is valid or not valid of the object. Each property which intrinsically belongs to the object, each relative determination which assigns to it its position in the realm of what there is, finds in that totality its objective imprintation.^16 We can thus say that the objective being of the object displays itself or

^15 Here the brief passage from 1895 breaks off. The following text stems from the year 1898, and has been subsequently added to the original manuscript by Husserl.

^16 In this sense it is obvious that the absolutely complete knowledge of any thing includes the knowledge of the entire world, or that each thing mirrors from its standpoint the entire world.


INTENTIONAL OBJECTS

379

expresses itself in the system of Ideal truths appertaining to it. The object as the identical intention of this manifold of significations is not thereby something external or contingent in relation to it. In that the manifold intentionally refers to it, and expresses what it is or is 5 not, the two are inseparably /one. /This already holds true of each particular valid signification in relation to its object. Signification and object have not perhaps fallen in with each other by accident. Their unity is not the contingent one within the subjective act of knowledge. Rather, they necessarily go together, so that one can in a certain sense 10 hold the object to be nothing "outside" the truth appertaining to it, and the truth nothing "outside" the object appertaining to it. On the other hand one must not conceive of this necessary and Ideal correlation as an /actual /being-in one another; and one must especially resist the temptation to allow the object to dissolve into that objectively closed (although for all actual knowledge inexhaustible) manifold of interrelated truths which refer to this one and the same object, which spell out its essence in the manner indicated above, and so constitute [340] what it is for "the" knowledge of it. It would be an obvious error if one, failing to recognize the nature of this situation, wished to deny the "being in itself" of the object and perhaps to say: There is only the "framework of thought," the "unity of knowledge," wherein the /one /object is thought, the object "itself" being nothing over against the unity of the knowledge. But the error would occur in its crudest form if this were then taken in a wholly subjectivistic manner, and so came out in the end as: There exist only these and those judgments or possibilities of judgment, and the so-called objects about which they judge are mere peculiarities of this judgment context, while in and for themselves they are nothing - thus, utterly nothing, in case the relevant judgments and judgment possibilities do not obtain! Judgments are themselves objects, and even real objects, which can only have existence in judging beings. And possibilities of judgment are real tendencies to judge, thus again determinations of real judging beings. Are these beings themselves only determinations of judgments which they make? Surely it is not necessary to enter into criticism of such absurdities, which can hold no enticements for those who distinguish the subjective from the objective aspects of knowledge. It is easily made clear that in judging (as well as in representations) act, content (= signification) and object are completely different things, of which the first two, act and content, under no circumstances can be identi-


380 PHILOSOPHY OF LOGIC AND MATHEMATICS

cal, and can be (totally or partially) identical with the remaining one only very exceptionally. If we disregard the subjectivistic distortion, then it is no less clear that the object is not in the literal sense something /in /the truths which are valid of it, that object and truth also are distinct entities. One has only to consider the fact that the truth is something Ideal, supra-temporal, whereas the object quite well can be something real.

If every object were a mere determination of the significations which represent it (more specifically: of the truths which are valid of it), then these significations, which indeed are in turn themselves objects, would likewise be only determinations of certain new significations, and so on /in infinitum/. If also, on our view, that which one calls /relation /of the representation to an object (more specifically: of the proposition to a state of affairs, and in a somewhat different sense: of the proposition to the objects about which it makes asser- [341] tions, e.g., the objects for which the subject of the proposition stands) is nothing other than an objective characteristic of the representation as signification, we do not intend to say thereby that the object itself is only a determination of the signification. Rather we intend only to say this: that object and signification stand in a relationship under objective (i.e., here: /Ideal) /law, that they are /Ideally /related to one another, and inseparable from each other. The object would not be if the significations which refer to it, more specifically the /assertion /significations, had no objective validity. As soon as we say that the object /is, /then we have already given expression to one such truth. The "being of the object" and "the truth that it is" are conceptually identical expressions. They signify that the representation concerned (in this case only indirectly indicated) is an object-bearing one or is valid. Existence is only /apparently /a predicate of the subject which presents itself in terms of the grammatical form. What is expressed is, rather, that the predicate /validity /belongs to the subject /representation /of the grammatically existential proposition. In spite of - indeed, rather precisely because of - that, the existential "is" must not be grammatically interchanged with the predicate "is valid." This latter, as a non-modifying predicate, requires the subject normally accompanying it. But the former, as a modifying predicate, requires the anomalous subject. In other words, it requires a subject expression whose signification must precisely be, not, as in the normal case, the subject signification, but rather the object for


INTENTIONAL OBJECTS

381

which the subject signification stands - and, indeed, the object for the unexpressed predicate "obtains" /(gilt)./

The unity of the object is to be characterized as an /Ideal /unity, and in a twofold respect: 1) In the subjective respect. As the identical unity of the sig- nification stands over against the plurality of possible representing subjects and acts, so the same also holds true for the identical unity of the object. In relation to the subject, just as is the signification, so the object also is an "in itself." To this, even the lived experiences of the subject constitute no exception. Each "subjective" experience is also something objective. It is "in itself," over against the manifold actual and possible acts of judgment which cognitively refer to that experience. Each object (specifically here, each subjective event) is an intentional pole of unity for an unlimited manifold of possible [342] acts. That unity is something Ideal, even if perhaps the object is itself real.

2) From the objective /(objektiver) /point of view, the object is an Ideal unity with regard to the infinity of "objective" representations or significations which represent it: specifically, with regard to the infinity of truths which are valid of it. The unity from the subjective point of view is co-determined by this unity from the objective point of view. The manifold of the acts of representation is co-determined by the manifold of significations. The former is not exclusively determined by the latter, insofar as to each particular signification (e.g., "the" representation "Socrates") an unlimited number of acts of representation correspond. But the unlimited number of /truths /points to the unlimited number of /intuitive /contexts in which the object can be positioned or of the intuitive representations in which it can be represented for itself in terms of its various parts and aspects or in relation and conjunction with other objects. [EWPLM]

ideal unity el

Created Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024 Ενότητα 13. Ιδεατότητα της Αντικειμενικής Σχέσης. Ενότητα του Αντικειμένου

Ό,τι γνωρίζουμε για το αντικείμενο ανάγεται σε συγκεκριμένες έγκυρες («ορθές») κρίσεις που κάνουμε σχετικά με αυτό. Περιέχουν την πλήρη γνώση μας του αντικειμένου. Τα αντίστοιχα περιεχόμενα της κρίσης είναι οι αντικειμενικές αλήθειες. Όμως δεν έρχονται όλες οι αλήθειες που αναφέρονται στο αντικείμενο στη γνώση, και επομένως αποτελούν περιεχόμενο των ενεργεία κρίσεων μας. Εάν φανταστούμε την κλειστή ολότητα των αληθινών προτάσεων που ισχύουν για το αντικείμενο, περιέχει μέσα της όλα όσα είναι έγκυρα ή μη έγκυρα για το αντικείμενο. Κάθε ιδιότητα που ανήκει εγγενώς στο αντικείμενο, κάθε σχετικός προσδιορισμός που του αποδίδει τη θέση του στην επικράτεια αυτού που υπάρχει, βρίσκει σε αυτή την ολότητα το αντικειμενικό του αποτύπωμα.^16 Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το αντικειμενικό είναι του αντικειμένου εμφανίζει τον εαυτό του ή

^15 Εδώ διακόπτεται το σύντομο απόσπασμα από το 1895. Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το έτος 1898, και στη συνέχεια προστέθηκε στο πρωτότυπο χειρόγραφο από τον Husserl.

^16 Με αυτή την έννοια είναι προφανές ότι η απολύτως πλήρης γνώση οποιουδήποτε πράγματος περιλαμβάνει τη γνώση ολόκληρου του κόσμου, ή ότι το κάθε πράγμα καθρεφτίζει από τη σκοπιά του ολόκληρο τον κόσμο.


ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΆ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΑ

379

εκφράζει τον εαυτό του στο σύστημα των Ιδεατώνl αληθειών που του ανήκουν. Το αντικείμενο ως η ταυτή απόβλεψη αυτής της πολλαπλότητας σημασιών δεν είναι επομένως κάτι εξωτερικό ή ενδεχόμενο σε σχέση με αυτή. Σε αυτό που η πολλαπλότητα αναφέρεται αποβλεπτικά, και εκφράζει αυτό που είναι ή δεν είναι, τα δύο είναι αχώριστα ένα. Αυτό ισχύει ήδη για το κάθε καθέκαστη έγκυρη σημασία σε σχέση με το αντικείμενό της. Η σημασία και το αντικείμενο ίσως δεν έχουν βρεθεί μεταξύ τους τυχαία. Η ενότητα τους δεν είναι η ενδεχόμενη ενότητα μέσα στο υποκειμενικό ενέργημα της γνώσης. Μάλλον, πάνε αναγκαία μαζί, ώστε να μπορεί κανένα με μια ορισμένη έννοια να ισχυριστεί ότι το αντικείμενο δεν είναι τίποτα «εκτός» της αλήθειας που το αφορά, και η αλήθεια τίποτα «έξω» από το αντικείμενο που της ανήκει. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αναγκαία και Ιδεατή συστοιχία δεν πρέπει να νοηθεί από κανένα ως ένα ενεργεία είναι το ένα μέσα στο άλλο· και πρέπει να αντισταθεί κανείς ιδιαίτερα στον πειρασμό να επιτρέψει στο αντικείμενο να διαλυθεί σε αυτή την αντικειμενικά κλειστή (αν και για όλη την ενεργεία γνώση ανεξάντλητη) πολλαπλότητα των αλληλοσυσχετισμένων αληθειών που αναφέρονται σε αυτό το ένα και το αυτό αντικείμενο, που διατυπώνουν την ουσία του με τον τρόπο που υποδεικνύεται παραπάνω, και έτσι συνιστούν [340] το τι είναι για «τη» γνώση του. Θα ήταν ένα προφανές λάθος αν κάποιο, παραλείποντας να αναγνωρίσει τη φύση αυτής της κατάστασης, ήθελε να αρνηθεί το «[[:being-in-itself|είναι καθεαυτό]» του αντικειμένου και ίσως να πει: Υπάρχει μόνο το «πλαίσιο σκέψης», η «ενότητα της γνώσης», όπου το ένα αντικείμενο νοείται, το αντικείμενο το «ίδιο» όντας τίποτα πάνω έναντι της ενότητας της γνώσης. Αλλά το λάθος θα συνέβαινε στην πιο χονδροειδή του μορφή εάν αυτό στη συνέχεια εκλαμβανόταν με έναν εντελώς υποκειμενιστικό τρόπο, και διατυπωνόταν στο τέλος ως: Υπάρχουν μόνο αυτές και εκείνες οι κρίσεις ή δυνατότητες κρίσης, και τα λεγόμενα αντικείμενα για τα οποία κρίνουν είναι απλές ιδιαιτερότητες αυτού του πλαισίου κρίσης, ενώ καθεαυτά και διεαυτά δεν είναι τίποτα -- επομένως, απολύτως τίποτα, στην περίπτωση που οι συναφείς κρίσεις και δυνατότητες κρίσης δεν ισχύουν! Οι κρίσεις είναι οι ίδιες αντικείμενα, ακόμη και πραγματικά αντικείμενα, που μπορούν να έχουν ύπαρξη μόνο σε κρίνοντα όντα Και οι δυνατότητες κρίσης είναι πραγματικές τάσεις κρίσης, άρα και πάλι προσδιορισμοί πραγματικών κρίνοντων όντων. Είναι αυτά τα ίδια τα όντα μόνο προσδιορισμοί κρίσεων που αυτά κάνουν; Σίγουρα δεν είναι αναγκαίο να εισέλθουμε στην κριτική τέτοιων παραλογισμών, που δεν μπορούν να δελεάσουν αυτά που διακρίνουν τις υποκειμενικές από τις αντικειμενικές πτυχές της γνώσης. Γίνεται εύκολα σαφές ότι κατά το κρισιακό (όπως και στις αναπαραστάσεις) ενέργημα, περιεχόμενο (= σημασία) και αντικείμενο είναι τελείως διαφορετικά πράγματα, εκ των οποίων τα δύο πρώτα, ενέργημα και περιεχόμενο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να είναι


380 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ταυτά, και μπορεί να είναι (ολικά ή μερικά) ταυτά με το τρίτο μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. Αν αγνοήσουμε την υποκειμενιστική διαστρέβλωση, τότε δεν είναι λιγότερο σαφές ότι το αντικείμενο δεν είναι με την κυριολεκτική σημασία κάτι στις αλήθειες που είναι έγκυρες για αυτό, ότι το αντικείμενο και η αλήθεια είναι επίσης διακριτές οντότητες. Κάποιο πρέπει μόνο να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η αλήθεια είναι κάτι Ιδεατό, υπερχρονικό, ενώ το αντικείμενο μπορεί αρκετά καλά να είναι κάτι πραγματικό.

Αν κάθε αντικείμενο ήταν ένας απλός προσδιορισμός των σημασιών που το αναπαριστάνουν (ειδικότερα: των αληθειών που είναι έγκυρες για αυτό), τότε αυτές οι σημασίες, οι οποίες όντως είναι με τη σειρά τους οι ίδιες αντικείμενα, θα ήταν ομοίως μόνο προσδιορισμοί ορισμένων νέων σημασιών, και ούτω καθεξής in infinitum (επ' άπειρον). Εάν επίσης, κατά την άποψή μας, αυτό που ονομάζουμε σχέση της αναπαράστασης με ένα αντικείμενο (ειδικότερα: της πρότασης σε μια κατάσταση πραγμάτων, και με μια κάπως διαφορετική σημασία: της πρότασης προς τα αντικείμενα για τα οποία κάνει [341] δηλώσεις, π.χ., τα αντικείμενα για τα οποία το υποκείμενο της πρότασης στέκεται) δεν είναι τίποτα άλλο από ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό της αναπαράσταση ως σημασία, δεν σκοπεύουμε να πούμε με αυτό ότι το ίδιο το αντικείμενο είναι μόνο ένας προσδιορισμός της σημασίας. Μάλλον σκοπεύουμε μόνο να πούμε αυτό: ότι το αντικείμενο και η σημασία βρίσκονται σε μια σχέση υπό αντικειμενικό (δηλαδή, εδώ: Ιδεατό) νόμο, ότι σχετίζονται Ιδεατά μεταξύ τους, και αδιαχώριστα μεταξύ τους. Το αντικείμενο δεν θα ήταν αν οι σημασίες που αναφέρονται σε αυτό, ειδικότερα οι βεβαιωτικές σημασίες (assertion significations), δεν είχαν αντικειμενική εγκυρότητα. Μόλις λέμε ότι το αντικείμενο είναι, τότε έχουμε ήδη δώσει έκφραση σε μια τέτοια αλήθεια. Το «είναι του αντικειμένου» και «η αλήθεια ότι είναι» είναι εννοιολογικά ταυτόσημες εκφράσεις. Δηλώνουν ότι η αναφερόμενη αναπαράσταση (στην περίπτωση αυτή υποδεικνύεται μόνο έμμεσα) είναι μια φέρουσα αντικείμενο αναπαράσταση ή είναι έγκυρη. Η ύπαρξη είναι μόνο φαινομενικά ένα κατηγόρημα του υποκειμένου που παρουσιάζεται ως προς τη γραμματική μορφή. Αυτό που εκφράζεται είναι, μάλλον, ότι η εγκυρότητα του κατηγορήματος ανήκει στην subject αναπαράσταση της γραμματικά υπαρξιακής πρότασης. Παρά - πράγματι, μάλλον ακριβώς εξαιτίας - αυτού, το υπαρξιακό «είναι» δεν πρέπει να ανταλλάσσεται γραμματικά με το κατηγόρημα «είναι έγκυρο.» Αυτό το τελευταίο, ως μη τροποποιητικό κατηγόρημα, απαιτεί το υποκείμενο που το συνοδεύει κανονικά. Αλλά το πρώτο, ως τροποποιητικό κατηγόρημα, απαιτεί το ανώμαλο υποκείμενο. Με άλλα λόγια, απαιτεί μια έκφραση υποκειμένου (subject expression) της οποίας η σημασία πρέπει να είναι ακριβώς, όχι, όπως στην κανονική περίπτωση, η σημασία του υποκειμένου (subject signification), αλλά μάλλον το αντικείμενο


ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΆ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΑ

381

που αντιπροσωπεύει η υποκειμενική σημασία (subject signification) -- και, πράγματι, το αντικείμενο για το ανέκφραστο κατηγόρημα «ισχύει» (gilt).

Η ενότητα του αντικειμένου πρέπει να χαρακτηριστεί ως μια Ιδεατή ενότητα, και με διπλή σημασία: 1) Με την υποκειμενική σημασία. Όπως η ταυτή ενότητα της σημασίας αντιτίθεται στην πληθώρα των δυνατών αναπαραστούντων υποκειμένων και ενεργημάτων, το ίδιο ισχύει και για την ταυτή ενότητα του αντικειμένου. Σε σχέση με το υποκείμενο, όπως και η σημασία, το αντικείμενο είναι επίσης ένα «καθεαυτό». Σε αυτό, ακόμη και οι βιωμένες εμπειρίες του υποκειμένου δεν αποτελούν εξαίρεση. Κάθε «υποκειμενική» εμπειρία είναι επίσης κάτι αντικειμενικό. Είναι «καθεαυτή», απέναντι στα πολλαπλά ενεργεία και δυνάμει ενεργήματα κρίσης που αναφέρονται γνωστικά σε αυτή την εμπειρία. Κάθε αντικείμενο (ειδικά εδώ, κάθε υποκειμενικό συμβάν) είναι ένας αποβλεπικός πόλος ενότητας για μια απεριόριστη πολλαπλότητα δυνατών [342] ενεργημάτων. Αυτή η ενότητα είναι κάτι Ιδεατό, ακόμα κι αν το αντικείμενο είναι ίσως πραγματικό.

2) Από την αντικειμενική (objektiver) άποψη, το αντικείμενο είναι μια Ιδεατή ενότητα ως προς το άπειρο των «αντικειμενικών» αναπαραστάσεων ή σημασιών που το αναπαριστάνουν: ειδικότερα, όσον αφορά τις άπειρες αλήθειες που είναι έγκυρες για αυτό. Η ενότητα από την υποκειμενική άποψη συν-καθορίζεται από αυτή την ενότητα από την αντικειμενική άποψη. Η πολλαπλότητα των ενεργημάτων αναπαράστασης συνκαθορίζεται από την πολλαπλότητα των σημασιών. Η πρώτη δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την τελευταία, στο μέτρο που για κάθε καθέκαστη σημασία (π.χ. «η» αναπαράσταση «Σωκράτης») αντιστοιχεί ένας απεριόριστος αριθμός ενεργημάτων αναπαράστασης . Αλλά ο απεριόριστος αριθμός των αληθειών δείχνει τον απεριόριστο αριθμό των εποπτικών πλαισίων στα οποία το αντικείμενο μπορεί να τοποθετηθεί, ή των εποπτικών αναπαραστάσεων στις οποίες μπορεί να αναπαρασταθεί για τον εαυτό του ως προς τα διάφορα μέρη του και τις πτυχές του ή σε σχέση και σε συνδυασμό με άλλα αντικείμενα. [EWPLM]

ideal vs real truth

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

The fundamental mistake of psychologism is that it does not distinguish correctly between the /object /of knowledge and the /act /of knowing. Whereas the act is a psychical process that elapses in time and that has a beginning and an end, this does not hold true for the logical principles or mathematical truths that are known (Hua 24/141). When one speaks of a law of logic or refers to mathematical truths, to theories, principles, sentences, and proofs, one does not refer to a subjective experience with a temporal duration, but to something atemporal, objective, and eternally valid. Although the principles of logic are grasped and known by consciousness, we remain conscious of something /ideal /that is irreducible to and utterly different from the /real /psychical acts of knowing.

HUSSERL: Zahavi | ideal vs. real | truth

This distinction between the ideal and real is so fundamental and urgent to Husserl, that in his criticism of psychologism he occasionally approaches a kind of (logical) Platonism: The validity of the ideal principles are independent of anything actually existing.^2

No truth is a fact, i.e. something determined as to time. A truth can indeed have as its meaning that something is, that a state exists, that a change is going on etc. The truth itself is, however, raised above time: i.e. it makes no sense to attribute temporal being to it, nor to say that it arises or perishes (Hua 18/87 [109-110]).

The truth that 2 + 3 = 5 stands all by itself as a pure truth whether there is a world, and this world with these actual things, or not (Hua 9/23).

In the First Investigation, which carries the title 'Ausdruck und Bedeutung,' Husserl continues his argument for a distinction between the temporal act of knowing and the atemporal nature of ideality, but this time in a meaning-theoretical context. As Husserl points out, when we speak of 'meaning' we can refer to that which we mean, for instance 'that Copenhagen is the capital of Denmark,' but we can also refer to the very act or process of meaning something, and these two uses must be resolutely kept


10 /The Early Husserl/

apart. After all, it is possible for different people to entertain the same meaning, to mean the same again and again, although the concrete process of meaning is new in each case. Regardless of how frequently one repeats the theorem of Pythagoras, regardless of whom it is that thinks it, or where and when it happens, it will remain identically the same, although the concrete act of meaning will change in each case (Hua 19/49, 97-98).

Obviously, Husserl is not denying that the meaning of an assertion can be context-dependent, and that the meaning of the assertion might therefore change if the circumstances are different. His point is merely that a formal variation in place, time, and person does not lead to a change in meaning. The truth value of the claim 'In January 2000, the Danish prime minister was a man' will remain the same regardless of whether it is being asserted today or tomorrow, by me or by a friend, in Copenhagen or in Tokyo. (Exceptions to this are occasional or indexical expressions like Ί,' 'here,' and 'now' [Hua 19/85-91].) [DZ-HP: 9-10]

ideal vs real truth el

Created Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024 Το θεμελιώδες λάθος του ψυχολογισμού είναι ότι δεν διακρίνει σωστά μεταξύ του αντικειμένου της γνώσης και του ενεργήματος της γνώσης. Ενώ το ενέργημα είναι μια ψυχική διαδικασία που περνά στο χρόνο και που έχει μια αρχή και ένα τέλος, αυτό δεν ισχύει για τις λογικές αρχές ή τις μαθηματικές αλήθειες που γίνονται γνωστές (Hua 24/141). Όταν μιλάμε για ένα νόμο της λογικής ή αναφερόμαστε σε μαθηματικές αλήθειες, σε θεωρίες, αρχές, προτάσεις και αποδείξεις, δεν αναφερόμαστε σε μια υποκειμενική εμπειρία με χρονική διάρκεια, αλλά σε κάτι άχρονο, αντικειμενικό και αιώνια έγκυρο. Αν και οι αρχές της λογικής συλλαμβάνονται και γίνονται γνωστές από τη συνείδηση, παραμένουμε συνειδητοί για κάτι ιδεατό που είναι μη αναγώγιμο και εντελώς διαφορετικό από τα πραγματικά ψυχικά ενεργήματα γνώσης.

Αυτή η διάκριση μεταξύ του ιδεατού και του πραγματικού είναι τόσο θεμελιώδης και επείγουσα για τον Husserl, που στην κριτική του του ψυχολογισμού προσεγγίζει περιστασιακά ένα είδος (λογικού) πλατωνισμού: Η εγκυρότητα των ιδεατών αρχών είναι ανεξάρτητη από οτιδήποτε υπάρχει ενεργεία.^2

Καμία αλήθεια δεν είναι ένα γεγονός, δηλ. κάτι καθορισμένο ως προς τον χρόνο. Μια αλήθεια μπορεί έχει πράγματι ως νόημά της ότι κάτι είναι, ότι υπάρχει μια κατάσταση, ότι συμβαίνει μια αλλαγή κλπ. Η ίδια η αλήθεια, ωστόσο, τίθεται υπεράνω του χρόνου: δηλ. δεν έχει νόημα να αποδοθεί χρονική ύπαρξη σε αυτή, ούτε να πούμε ότι προκύπτει ή χάνεται (Hua 18/87 [109-110]).

Η αλήθεια ότι 2 + 3 = 5 στέκεται από μόνη της ως μια καθαρή αλήθεια είτε υπάρχει ένας κόσμος, και αυτός ο κόσμος με αυτά τα ενεργεία πράγματα, ή όχι (Hua 23/9).

Στην Πρώτη Έρευνα, η οποία φέρει τον τίτλο "Ausdruck und Bedeutung"" («Έκφραση και Νόημα»), ο Husserl συνεχίζει το επιχείρημά του για μια διάκριση μεταξύ του χρονικού ενεργήματος της γνώσης και της άχρονης φύσης της ιδεατότητας, αλλά αυτή τη φορά σε νοηματο-θεωρητικό πλαίσιο. Όπως επισημαίνει ο Husserl, όταν μιλάμε για «νόημα» μπορούμε να αναφερθούμε σε αυτό που εννοούμε, για παράδειγμα «ότι η Κοπεγχάγη είναι η πρωτεύουσα της Δανίας», αλλά μπορούμε να αναφερθούμε επίσης στο ίδιο το ενέργημα ή τη διαδικασία εννόησης τινός, και αυτές οι δύο χρήσεις πρέπει να κρατηθούν αποφασιστικά [10] χώρια. Άλλωστε, είναι δυνατό για διαφορετικούς ανθρώπους να φέρουν το ίδιο νόημα, να εννοήοσουν το ίδιο ξανά και ξανά, αν και η συγκεκριμένη διαδικασία του νοήματος είναι νέα σε κάθε περίπτωση. Ανεξάρτητα από το πόσο συχνά επαναλαμβάνουμε το θεώρημα του Πυθαγόρα, ανεξάρτητα από το ποιο είναι που το σκέφτεται, ή που και πότε συμβαίνει, θα παραμείνει ταυτόσημα το ίδιο, αν και το συγκεκριμένο ενέργημα νοήματος θα αλλάξει σε κάθε περίπτωση (Hua 19/49, 97-98).

Προφανώς, ο Husserl δεν αρνείται ότι το νόημα μιας βεβαίωσης μπορεί να εξαρτάται από το πλαίσιο, και ότι το νόημα της βεβαίωσης μπορεί άρα να αλλάξει εάν οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η άποψή του είναι απλώς ότι μια τυπική παραλλαγή του τόπου, του χρόνου και του προσώπου δεν οδηγεί σε μια αλλαγή στο νόημα. Η τιμή αληθείας του ισχυρισμού «Τον Ιανουάριο του 2000, ο Δανός πρωθυπουργός ήταν άντρας» θα παραμείνει η ίδια ανεξάρτητα από το αν βεβαιώνεται σήμερα ή αύριο, είτε από εμένα είτε από μια φίλη, στην Κοπεγχάγη ή στο Τόκιο. (Εξαιρέσεις σε αυτό είναι περιστασιακές ή δεικτικές εκφράσεις όπως «Εγώ,» «εδώ» και «τώρα» [Hua 19/85-91].) [DZ-HP: 9-10]

logic ideal

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

<§12. Logic as Science of Ideal Propositions and Proposition Forms>

From these considerations, we see that different theoretical sciences participate in the reality of science.

  1. /Psychology/, insofar as the actual practicing of science is realized

in individuals with minds and in certain of their acts and states of mind like presentations, judgments, etc. We add a second thing here, though it has not figured in our observations up until now.

  1. Insofar as the individuals members of a social community

and especially also, in practicing science, exercise socially connected activity, insofar, then, as science can also be viewed as a social and cultural phenomenon, it is also a part of sociology and the science of civilization, whether in the general science of forms of civilization, or in historical science, in history of civilization does not matter to us here. It does not even lie in our path. It is just mentioned for the sake of completeness.

  1. Scientific thinking is performed linguistically. Scientific

statements belong to one language or another and as such are objects of linguistics.

  1. As regards its /essential makeup/, as regards its theoretical

makeup,^2 science is, as we have recognized, a system of ideal mean-41 ings that unite into a meaning unit. So it is, at least for every theoretical discipline complete in itself in the strict sense. The theory of gravity, the system of analytic mechanics, the mechanical theory of heat, the theory of metric or projective geometry are all systematic units, not of mental experiences of one person or another, or of states of mind, but units that are entirely composed of ideal stuff, of what we called meanings. And, in this lies truth and falsehood, lies what science makes into an objective, supra-individual unit of validity logically grasping and dealing with a sphere of objectivity.

^2 Better: Science with regard to its content in “objective theories”* that dispense with the relationship to the subjectivity of the researcher. That science includes such things belongs to its essence. It includes, however, other statements as well.

*That would have to be elaborated upon: Every science has a domain for which it seeks truth, for which it seeks universality of truth, the theory of domains.


PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

41

Now, meanings like concept, proposition, proposition complex exist as objects of a possible science. /There must, though, be a science that investigates the essentially different forms or types of meanings, the different modes in accordance with which higher, more/ /complicated forms are built out of elementary forms and that further investigates which laws of validity are essentially grounded in these forms/. All meanings then come under this science, no matter which science they may occur in. But, it does not investigate those specific to the individual sciences and what results from their specificity in terms of validity or non-validity, but rather /meanings independently of their individual scientific specialization/, meaning precisely in universality and according to the specifically different types or forms that are grounded in the most universal essence of meaning and, further, of validity in general.

What kind of science is this? Is it just concerned with meanings, or must we pull in here still other series of concepts as essentially legitimately connected with meanings? To begin with, it is clear that this science coincides with the one that opened up to us when starting with substantiation. For once we recognized that substantiation, if not entirely, yet to an extraordinarily great degree, is nothing specifically dependent on the content of the different meanings, on what distinguishes the different sciences, but rather belongs to the pure form of the propositions and their combinations, then the task becomes /to differentiate systematically all possible forms of propositions and /42 /then to investigate systematically the laws of validity, primitive and derived, belonging to these forms/.^3

All meaning forms are then included in the proposition forms, because every meaning is either a proposition or possible part of a proposition. Obviously, proposition and proposition forms are actually to be taken here in the ideal sense of meanings and meaning forms. It is not a matter of acts of substantiating, but rather of substantiation as inference, inference in an ideal sense, as systems of ideal propositions. And, substantiation laws are primarily laws to which such inferences are subject as regards their ideal form. It is only in normative use that they become rules for actually substantiating psychologically.

^3 With this, though, is given the restriction to deductive and formal substantiation! That would have to be dealt with more precisely!


42

PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

When, in the ordinary discourse usual in the different sciences, we speak of one way of inferring or another, of one proof or another, for example, the Euclidean proof of the theorem of the sum of angles of a triangle, we are naturally not referring to mental experiences, but to /the /proof, which is the same over against the infinite variety of people teaching and reproducing the proof. And when, for this reason, we speak of inference forms or proof forms, of theory forms, we are again referring to forms of ideal meaning units and validity units, not forms or details of mental experiences. It is, therefore, clear that as soon as we limited the theory of the art of logic and took a look at that core content of /theoretical /propositions that had to belong to a theoretical discipline, we found ourselves within the /discipline of logico-ideal propositions and proposition forms /just now considered. We found ourselves within the /discipline of the ideal /meaning that belongs to all statements, and especially to all scientific statements, scientific expositions and texts, and makes up what is /specific to science/, its claimed or actual truth content. [ILTK]

logic ideal el

Created Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024

<§12. Η λογική ως επιστήμη των ιδεατών προτάσεων και των μορφών προτάσεων>

Από αυτές τις σκέψεις, βλέπουμε ότι διάφορες θεωρητικές επιστήμες συμμετέχουν στην πραγματικότητα της επιστήμης.

  1. Η ψυχολογία, στο βαθμό που η ενεργεία άσκηση της επιστήμης πραγματοποιείται

σε άτομα με νου και σε ορισμένα από τα ενεργήματα και τις καταστάσεις του νου όπως παρουσιάσεις, κρίσεις κ.λπ. Προσθέτουμε ένα δεύτερο πράγμα εδώ, αν και δεν έχει εμφανιστεί στις παρατηρήσεις μας μέχρι τώρα.

  1. Στο βαθμό που τα άτομα <είναι> μέλη μιας κοινωνικής κοινότητας

και ειδικά επίσης, κατά την άσκηση της επιστήμης, ασκούν κοινωνικά συνδεδεμένη δραστηριότητα, στο μέτρο, λοιπόν, που η επιστήμη μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένα κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο, είναι επίσης μέρος της κοινωνιολογίας και της επιστήμης του πολιτισμού, είτε στη γενική επιστήμη των μορφών πολιτισμού, ή στην ιστορική επιστήμη, στην ιστορία του πολιτισμού δεν έχει σημασία για εμάς εδώ. Δεν βρίσκεται καν στο δρόμο μας. Απλώς αναφέρεται για λόγους πληρότητας.

  1. Η επιστημονική σκέψη εκτελείται γλωσσικά. ΟΙ επιστημονικές

δηλώσεις ανήκουν στη μία ή την άλλη γλώσσα και ως τέτοιες είναι αντικείμενα της γλωσσολογίας.

  1. Ως προς την ουσιώδη της σύνθεση, ως προς τη θεωρητική της

σύνθεση,^2 η επιστήμη είναι, όπως έχουμε αναγνωρίσει, ένα σύστημα ιδεατών νοημάτων [41] που ενώνονται σε μια νοηματική ενότητα. Έτσι είναι, τουλάχιστον για κάθε θεωρητικό επιστημονικό κλάδο πλήρη με τη στενή έννοια καθεαυτό. Η θεωρία της βαρύτητας, το σύστημα της αναλυτικής μηχανικής, η μηχανική θεωρία της θερμότητας, η θεωρία της μετρικής ή της προβολικής γεωμετρίας είναι όλες συστηματικές ενότητες, όχι νοητικών εμπειριών του ενός ή του άλλου προσώπου ή καταστάσεων του νου, αλλά ενότητες που αποτελούνται εξ ολοκλήρου από ιδεατό υλικό, από αυτό που καλέσαμε νοήματα. Και, σε αυτό βρίσκεται η αλήθεια και το ψέυδος, βρίσκεται αυτό που η επιστήμη μετατρέπει σε μια αντικειμενική, υπερατομική ενότητα εγκυρότητας, λογικά συλλαμβάνοντας και αντιμετωπίζοντας μια σφαίρα αντικειμενικότητας.

^2 Καλύτερα: Η επιστήμη όσον αφορά το περιεχόμενό της σε «αντικειμενικές θεωρίες»* που απαλλάσσονται από τη σχέση με την υποκειμενικότητα του ερευνητή. Το ότι η επιστήμη περιλαμβάνει τέτοια πράγματα ανήκει στην ουσία της. Περιλαμβάνει, ωστόσο, και άλλες δηλώσεις.

*Αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί: Κάθε επιστήμη έχει μια περιοχή για την οποία αναζητά την αλήθεια, για την οποία αναζητά την καθολικότητα της αλήθειας, τη θεωρία των περιοχών.


Η ΚΑΘΑΡΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

41

Τώρα, νοήματα όπως έννοια, πρόταση, σύμπλεγμα πρότασης υπάρχουν ως αντικείμενα μιας δυνατής επιστήμης. Πρέπει, όμως, να υπάρχει μια επιστήμη που διερευνά τις ουσιαστικά διαφορετικές μορφές ή τύπους νοημάτων, τους διαφορετικούς τρόπους σύμφωνα με τους οποίους υψηλότερες, περισσότερο //περίπλοκες μορφές χτίζονται από στοιχειώδεις μορφές, και που διερευνά// περαιτέρω ποιοι νόμοι εγκυρότητας θεμελιώνονται ουσιαστικά σε αυτές τις μορφές. Όλα τα νοήματα υπάγονται σε αυτήν την επιστήμη, ανεξάρτητα από το σε ποια επιστήμη μπορεί να εμφανιστούν. Αλλά, δεν ερευνά τα ειδικά νοήματα στις επιμέρους επιστήμες και αυτό που προκύπτει από την ειδικότητα τους με όρους εγκυρότητας ή μη εγκυρότητας, αλλά μάλλον νοήματα ανεξάρτητα της ατομικής τους επιστημονικής εξειδίκευσης, νόημα ακριβώς σε καθολικότητα και σύμφωνα με τους ειδικά διαφορετικούς τύπους ή μορφές που θεμελιώνονται στην πιο καθολική ουσία του νοήματος και, περαιτέρω, της εγκυρότητας γενικά.

Τι είδους επιστήμη είναι αυτή; Ασχολείται απλώς με νοήματα, ή πρέπει να συμπεριλάβουμε εδώ και άλλες σειρές εννοιών ως ουσιωδώς νόμιμα συνδεδεμένες με νοήματα; Αρχικά, είναι σαφές ότι αυτή η επιστήμη συμπίπτει με αυτή που μας άνοιξε όταν ξεκινήσαμε την τεκμηρίωση. Γιατί εφόσον αναγνωρίσαμε αυτή την τεκμηρίωση, αν όχι εντελώς, αλλά σε ένα εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, δεν είναι κάτι που εξαρτάται ειδικά από το περιεχόμενο των διαφορετικών νοημάτων, από το αυτό που διακρίνει τις διαφορετικές επιστήμες, αλλά μάλλον ανήκει στην καθαρή μορφή των προτάσεων και των συνδυασμών τους, τότε το καθήκον γίνεται να διαφοροποιήσουμε συστηματικά όλες τις δυνατές μορφές προτάσεων και [42] μετά να διερευνήσουμε συστηματικά τους νόμους της εγκυρότητας, πρωταρχικούς και παράγωγους, που ανήκουν σε αυτές τις μορφές.^3

Όλες οι μορφές νοήματος περιλαμβάνονται τότε στις προτασιακές μορφές, επειδή κάθε νόημα είναι είτε μια πρόταση είτε δυνατό μέρος μιας πρότασης. Προφανώς, η πρόταση και προτασιακές μορφές που πρέπει να ληφθούν εδώ με την ιδεατή σημασία των νοημάτων και των μορφών νοήματος. Δεν είναι θέμα ενεργημάτων τεκμηρίωσης (acts of substantiating), αλλά μάλλον τεκμηρίωσης ως συμπερασμό (substantiation as inference), συμπερασμό με ιδεατή σημασία, ως συστήματα ιδεατών προτάσεων. Και, οι νόμοι τεκμηρίωσης είναι κυρίως νόμοι στους οποίους υπόκεινται τέτοιοι συμπερασμοί ως προς την ιδεατή τους μορφή. Είναι μόνο στην κανονιστική χρήση που γίνονται κανόνες ενεργεία ψυχολογικής τεκμηρίωσης.

^3 Με αυτό, όμως, δίνεται ο περιορισμός στην απαγωγική και τυπική τεκμηρίωση! Αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια!


42

Η ΚΑΘΑΡΗ ΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Όταν, στον συνηθισμένο λόγο που συνηθίζεται στις διάφορες επιστήμες, μιλάμε για τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμπερασμού, για τη μία ή την άλλη απόδειξη, για παράδειγμα, στην Ευκλείδεια απόδειξη του θεωρήματος του αθροίσματος των γωνιών ενός τριγώνου, φυσικά δεν αναφερόμαστε σε νοητικές εμπειρίες, αλλά στην απόδειξη, που είναι η ίδια έναντι της άπειρης ποικιλίας ανθρώπων που διδάσκουν και αναπαράγουν την απόδειξη. Και όταν, για αυτό το λόγο, μιλάμε για μορφές συμπερασμού ή αποδεικτικές μορφές, για μορφές θεωρίας, αναφερόμαστε και πάλι σε μορφές ιδεατών νοηματικών ενοτήτων και ενοτήτων εγκυρότητας, και όχι σε μορφές ή λεπτομέρειες νοητικών εμπειριών. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι μόλις περιορίσαμε τη θεωρία της τέχνης της λογικής και ρίξαμε μια ματιά σε εκείνο το βασικό περιεχόμενο των θεωρητικών προτάσεων που θα έπρεπε να ανήκουν ένα θεωρητικό επιστημονικό κλάδο, βρεθήκαμε μέσα στον επιστημονικό κλάδο των λογικο-ιδεατών προτάσεων και μορφών προτάσεων, που μόλις εξετάστηκαν. Βρεθήκαμε μέσα στον επιστημονικό κλάδο του ιδεατού νοήματος που ανήκει σε όλες τις δηλώσεις, και ειδικά σε όλες τις επιστημονικές δηλώσεις, τις επιστημονικές εκθέσεις και τα κείμενα, και συνθέτει αυτό που είναι ειδικό για την επιστήμη, το ισχυριζόμενο ή ενεργεία περιεχόμενο αληθείας. [ILTK]

pure identities of logic are irreal or ideal

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

Husserl's encounter with Frege - the issue of psychologism

Since the rejection of psychologism and the defence of the ideal objectivity of logical laws is now more usually credited to Gottlob Frege rather than to Husserl, it is appropriate at this point to examine the relations between these two logicians. In fact, they corresponded with one another on various issues in mathematics and semantics in 1891 (and again in 1906). Husserl


xlii Introduction

was one of the first philosophers in Germany to recognise Frege's work, and, although he had criticised Frege's account of the nature of identity in the /Philosophy of Arithmetic /in 1891, relations between the two were collegial and mutually respectful. But, in 1894, Frege published an acerbic review of Husserl's /Philosophy of Arithmetic, /in which he accused Husserl of making a number of fundamental errors.^56 According to Frege, Husserl treated numbers naïvely as properties of things or of aggregates rather than as the extensions of concepts (the /extension /of a concept is the set of objects the concept picks out).^57 Husserl had seen number as deriving from our intuition of groups or multiplicities and since neither one nor zero is a multiple, strictly speaking they were not positive numbers for Husserl. Frege criticised Husserl's account of zero and one as negative answers to the question: 'how many?' Frege states that the answer to the question, 'How many moons has the earth?', is hardly a negative answer, as Husserl would have us believe. Furthermore, Frege believed, Husserl seemed to be confusing the numbers themselves with the /presentations /of number in consciousness, analogous to considering the moon as generated by our act of thinking about it. Crucially for Frege, in identifying the objective numbers with subjective acts of counting, Husserl was guilty of /psychologism, /the error of tracing the laws of logic to empirical psychological laws. If logic is defined as the study of the laws of thought, there is always the danger that this can be interpreted to mean the study of how people actually think or ought to think; understanding necessary entailment, for example, as that everyone is so constituted psychologically if he believes /p /and if he believes that /p /implies /q /then he cannot help believing that /q /is true. For Frege, Husserl has collapsed the logical nature of judgement into private psychological acts, collapsing together truth and judging something as true.

According to the journal kept by W. R. Boyce-Gibson, who studied with Husserl in Freiburg in 1928, Husserl later acknowledged that Frege's criticisms had 'hit the nail on the head'. On the other hand, there is considerable evidence that Husserl was already moving away from his own earlier psychologism when Frege's review was published, especially in his critique of Schröder's /Algebra of Logic./,^58 Husserl was already embracing Bolzano's /Wissenschaftslehre^59 /with its doctrine of 'states of affairs' and 'truths in themselves', whose precise nature he then came to understand through his reading of Hermann Lotze's account of the Platonic Ideas, as he had reported in his reply to Melchior Palágyi in

  1. Given the supposedly crucial importance of Frege's review of

Husserl, it is surprising that Frege receives only one mention in the /Prolegomena /in a footnote /(Prol. /§45, Findlay I: 318; Hua XVIII: 172 η. **) where Husserl writes: Ί need hardly say that I no longer approve of my own fundamental criticisms of Frege's anti-psychologistic position set forth in my /Philosophy of Arithmetic'. /Husserl now cites both Frege's /Die Grundlagen der Arithmetik (Foundations of Arithmetic, /1884) and the Preface to his /Grundgesetze der Arithmetik (Fundamental/

Introduction xliii

/Laws of Arithmetic, /1893) as anti-psychologistic statements of which Husserl can now approve.

In fact, Husserl had abandoned the approach of the /Philosophy of Arithmetic /almost as soon as it was published in 1891. He realised that the cardinal numbers were not the basis of all numbers, and in particular that the psychological approach could not handle the more complex numbers (e.g., the imaginary numbers). In the /Prolegomena /Husserl explicitly denies that numbers themselves are to be understood in terms of acts of counting although they can only be accessed through acts of counting:

The number Five is not my own or anyone else's counting of five, it is also not my presentation or anyone else's presentation of five.

(LI, /Prol. /§46, Findlay I: 109; Hua XVIII: 173-4)

While it is only by counting that we encounter numbers, numbers are not simply products of the mind. This would deny objective status to mathematics. The psychological origin of arithmetic concepts does not militate against the independent ideal existence of these concepts as species quite distinct from 'the contingency, temporality and transience of our mental acts' (LI, /Prol. /§46, Findlay I: 110; Hua XVIII: 175). Two apples can be eaten but not the number two, Husserl says in his 1906/7 lectures. For Husserl, logical concepts contain nothing of the process by which they are arrived at, any more than number has a connection with the psychological act of counting. Numbers and propositions, such as the Pythagorean theorem, are ideal 'objectivities' /(Gegenständlichkeiten, /Findlay: 'objective correlates'), which are the substrates of judgements just as much as any real object is. In contrast to 'real' entities that bear some relation to time, if not to space, the pure identities of logic are 'irreal' or 'ideal'. Husserl characterised them as 'species' in the Aristotelian sense, along side other 'unities of meaning', for example the meaning of the word 'lion', a word which appears only once in the language despite its multiple instantiations in acts of speaking and writing. What is logically valid is /a priori /applicable to all worlds. In the /Prolegomena, /then, Husserl, holds a view similar to Wittgenstein in the /Tractatus /- logic says nothing about the real world, the world of facts. It is a purely formal /a priori /science. Husserl, however, integrates logic into a broader conception of the theory of science.

Whereas Husserl had begun in 1887 with the assumption that psychology would ground all cognitive acts, he ends the Foreword to his /Investigations /by quoting Goethe to the effect that one is against nothing so much as errors one has recently abandoned, in order to explain his 'frank critique' /(die freimütige Kritik) /of psychologism (LI, Findlay I: 3; Hua XVIII: 7). While in agreement with Frege concerning the dangers of psychologism for logic, Husserl was not persuaded by Frege's project for mathematical logic as, in general, he was, as we have seen, suspicious of the purely formal turn


xliv Introduction

to symbolic logic, exemplified in his day by the logical programmes of George Boole (see Hua XXIV: 162), William Stanley Jevons and Ernst Schröder, which for him contained theoretical flaws and confusions. That is not to say that Husserl thought of formalisation as unnecessary; in fact, he saw it as the only purely scientific way of advancing logic (LI, /Prol. /§71, Findlay I: 158-9; Hua XVIII: 254). Thus he praised the elegance with which mathematicians were expanding and transforming the domain of traditional logic, and he criticised those who refused to recognise the proper role of mathematics in these matters. However, Husserl believed that this mathematical tendency was manifesting itself as a kind of technical ability that had not reflected on the nature of its founding concepts. Philosophy must try to think through the essential meanings of logical procedures:

The philosopher is not content with the fact that we find our way about in the world, that we have legal formulae which enable us to predict the future course of things, or to reconstruct its past course: he wants to clarify the essence of a thing, an event, a cause, an effect, of space, of time, etc., as well as that wonderful affinity which this essence has with the essence of thought, which enables it to be thought, with the essence of knowledge, which makes it knowable, with meaning which make it capable of being meant etc.

/(Prol. /§71, Findlay I: 159; Hua XVIII: 255)

As Husserl put it in his 1906/7 lectures, 'Introduction to Logic and Theory of Knowledge', one must distinguish between mathematical logic and philosophical logic (Hua XXIV: 163). Towards the end of his life Husserl would repeat this criticism in /The Crisis of European Sciences, /where he would criticise this 'idolization of a logic which does not understand itself' and claim that a formal deductive system is not in itself an explanatory system /(Crisis, /§55, Carr: 189; Hua VI: 193). For Husserl, purely extensionalist logic or calculus could never be more than a brilliant technique. From the /Prolegomena /onwards, Husserl offered a complex account of the full nature of what he called 'formal logic', utilising a much wider conception than is now current. In some respects his account of logic is quite traditional, being centred on the notion of judgement or assertion (Greek: /apophansis) /and hence is, following Aristotle, characterised as 'apophantic logic' (see LI, IV §14, Findlay II: 72; Hua XIX/1: 344). On the other hand, in /Formal and Transcendental Logic /(§§12-15) Husserl articulated this mature vision of this 'formal logic', which for him included formal grammar or what he called 'the pure theory of forms of meaning' that laid down the conditions of meaning combination as such; then a second level of 'consequence-logic' or the logic of validity which is concerned with inference; and finally a 'logic of truth', which recognised that logic aims not only at formal validity but seeks to articulate truth. In the /Prolegomena /Husserl also saw the need for a

Introduction xlv

general 'theory of manifolds' or the theory of the possible forms of theories to complete his account of the nature of logic in general. We cannot deal with the complexities of Husserl's vision of logic here, except to note that in the /Investigations /Husserl was not pursuing an objectivist account of logic as his exclusive aim. Husserl recognised the essential 'two-sidedness' of the acts which are aimed at logical meanings, on the one hand there are the laws governing the meanings themselves, but there are also the judgings, inferrings, and other acts, which are oriented towards the subjective side, that need to be treated by phenomenology /(Formal and Transcendental Logic /§8). In other words, the aim of phenomenology is to study the essential /correlations /between acts of knowing and the objects known, something that became clearer to Husserl after he wrote the /Investigations./ [LI I]

pure identities of logic are irreal or ideal el

Created Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024

Η συνάντηση του Husserl με τον Frege - το ζήτημα του ψυχολογισμού

Εφόσον η απόρριψη του ψυχολογισμού και η υπεράσπιση της ιδεατής αντικειμενικότητας των λογικών νόμων αποδίδεται πλέον συνήθως στον Gottlob Frege και όχι στον Husserl, είναι σκόπιμο σε αυτό το σημείο να εξετάσουμε τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο λογικών. Μάλιστα αλληλογραφούσαν μεταξύ τους σε διάφορα θέματα μαθηματικών και σημασιολογίας το 1891 (και πάλι το 1906). Ο Husserl


xlii Εισαγωγή

ήταν ένας από τους πρώτους φιλοσόφους στη Γερμανία που αναγνώρισε το έργο του Frege, και, αν και είχε επικρίνει την αναφορά του Frege για τη φύση της ταυτότητας στη Φιλοσοφία της Αριθμητικής το 1891, οι σχέσεις μεταξύ των δυο τους ήταν συλλογικές και αμοιβαίες σεβασμού. Όμως, το 1894, ο Frege δημοσίευσε μια οξεία ανασκόπηση της Φιλοσοφίας της Αριθμητικής του Husserl, στην οποία κατηγόρησε τον Husserl για μια σειρά θεμελιωδών λαθών.^56 Σύμφωνα με τον Frege, ο Husserl αντιμετώπιζε τους αριθμούς αφελώς ως ιδιότητες των πραγμάτων ή των συνόλων παρά ως εκτάσεις εννοιών (η έκταση της έννοιας είναι το σύνολο των αντικειμένων που ξεχωρίζει η έννοια).^57 Ο Husserl είχε δει τον αριθμό να προέρχεται από την εποπτεία μας ομάδων ή πολλαπλοτήτων και αφού ούτε το ένα ούτε το μηδέν είναι πολλαπλότητες, αυστηρά μιλώντας δεν ήταν θετικοί αριθμοί για τον Husserl. Ο Φρέγκε επέκρινε τον απολογισμό του Husserl για το μηδέν και το ένα ως αρνητικές απαντήσεις στο ερώτημα: «πόσα;» Ο Frege δηλώνει ότι η απάντηση στην ερώτηση, «Πόσα φεγγάρια έχει η γη;», είναι δύσκολα αρνητική απάντηση, όπως ο Husserl θα μας έκανε να πιστέψουμε. Επιπλέον, ο Frege πίστευε, ότι ο Husserl φαινόταν να μπερδεύει τους ίδιους τους αριθμούς με τις παρουσιάσεις του αριθμού μέσα στη συνείδηση, ανάλογα με το να θεωρούμε ότι το φεγγάρι δημιουργείται από το ενέργημα της σκέψης μας. Κρίσιμα, για τον Frege, με την ταυτοποίηση των αντικειμενικών αριθμών με τα υποκειμενικά ενεργήματα μέτρησης, ο Husserl ήταν ένοχος ψυχολογισμού, του σφάλματος ανίχνευσης των νόμων της λογικής σε εμπειρικούς ψυχολογικούς νόμους. Αν η λογική οριστεί ως η μελέτη των νόμων της σκέψης, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει τη μελέτη του πώς σκέφτονται ενεργεία ή πρέπει να σκέφτονται οι άνθρωποι· κατανοώντας την αναγκαία συνεπαγωγή, για παράδειγμα, ως ότι όλοι είναι έτσι συγκροτημένοι ψυχολογικά ώστε αν πιστεύει p και αν πιστεύει ότι pυποδηλώνει q τότε δεν μπορεί παρά να πιστέψει ότι το q είναι αλήθεια. Για τον Frege, ο Husserl έχει ταυτίσει/αναγάγει (collapsed) τη λογική φύση της κρίσης σε ιδιωτικά ψυχολογικά ενεργήματα, ταυτίζοντας την αλήθεια και το κρίνειν κάτι ως αληθινό.

Σύμφωνα με το περιοδικό που διατηρούσε ο W. R. Boyce-Gibson, ο οποίος σπούδασε με τον Husserl στο Φράιμπουργκ το 1928, ο Husserl αργότερα αναγνώρισε ότι οι επικρίσεις του Frege είχαν «πετύχει διάνα». Από την άλλη, υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις ότι ο Χούσερλ απομακρυνόταν ήδη από τον δικό του παλαιότερο ψυχολογισμό όταν δημοσιεύτηκε η κριτική του Frege, ειδικά στην κριτική του στην Άλγεβρα της Λογικής του Schröder,^58 ο Χούσερλ είχε ήδη ενστερνιστεί την Wissenschaftslehre^59 του Bolzano με το δόγμα της των «καταστάσεων πραγμάτων» και των «αληθειών καθαυτών», των οποίων την ακριβή φύση άρχισε να κατανοεί μέσα από την ανάγνωση του απολογισμού του Hermann Lotze των Πλατωνικών Ιδεών, όπως είχε αναφέρει στην απάντησή του στον Melchior Palágyi το

  1. Δεδομένης της υποτιθέμενης κρίσιμης σημασίας της κριτικής του Frege για τον

Husserl, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Frege λαμβάνει μόνο μία αναφορά στα Prolegomena σε μια υποσημείωση (Πρόλ. §45, Findlay I: 318· Hua XVIII: 172 η. ) όπου ο Husserl γράφει: «Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν εγκρίνω πλέον τις δικές μου θεμελιώδεις κριτικές για την αντιψυχολογιστική θέση του Frege που διατυπώνονται στη δική μου Φιλοσοφία της Αριθμητικής». Ο Husserl τώρα παραθέτει τόσο τα Die Grundlagen der Arithmetik (Τα θεμέλια της Αριθμητικής, 1884) όσο και τον Πρόλογο των Grundgesetze der Arithmetik (Θεμελιώδεις [xliii] Νόμοι της Αριθμητικής, 1893) ως αντιψυχολογιστικές δηλώσεις τις οποίες ο Husserl μπορεί τώρα να εγκρίνει.

Στην πραγματικότητα, ο Husserl είχε εγκαταλείψει την προσέγγιση της Φιλοσοφίας της Αριθμητικής σχεδόν μόλις εκδόθηκε το 1891. Συνειδητοποίησε ότι οι πληθικοί αριθμοί δεν ήταν η βάση όλων των αριθμών, και ιδιαίτερα ότι η ψυχολογική προσέγγιση δεν μπορούσε να χειριστεί τους περισσότερο σύνθετους μιγαδικούς αριθμούς (π.χ. τους φανταστικούς αριθμούς). Στα Προλεγόμενα ο Husserl αρνείται ρητά ότι οι ίδιοι οι αριθμοί πρέπει να γίνουν κατανοητοί σε αναφορά με τα ενεργήματα μέτρησης, αν και η πρόσβαση σε αυτούς είναι δυνατή μόνο μέσω ενεργημάτων μέτρησης:

Ο αριθμός Πέντε δεν είναι η δική μου, ή οποιουδήποτε άλλου, μέτρηση του πέντε, δεν είναι επίσης η παρουσίασή μου, ή η παρουσίαση οποιουδήποτε άλλου του πέντε. (LI, Προλ. §46, Findlay I: 109· Hua XVIII: 173-4)

Ενώ μόνο με την μέτρηση συναντάμε αριθμούς, οι αριθμοί δεν είναι απλώς προϊόντα του νου. Αυτό θα αρνιόταν το αντικειμενικό στάτους στα μαθηματικά. Η ψυχολογική προέλευση των αριθμητικών εννοιών δεν αντιστρατεύεται την ανεξάρτητη ιδεατή ύπαρξη αυτών των εννοιών, ως ειδών που διακρίνονται αρκετά από «το ενδεχόμενο, τη χρονικότητα και την παροδικότητα των νοητικών μας ενεργημάτων» (LI, Προλ. §46, Findlay I: 110· Hua XVIII: 175). Δύο μήλα μπορούν να φαγωθούν αλλά όχι ο αριθμός δύο, λέει ο Husserl στις διαλέξεις του του 1906/7. Για τον Husserl, οι λογικές έννοιες δεν περιέχουν τίποτα από τη διαδικασία μέσω της οποίας προκύπτουν, όπως ακριβώς ο αριθμός δεν έχει καμία σύνδεση με το ψυχολογικό ενέργημα της μέτρησης. Οι αριθμοί και οι προτάσεις, όπως το Πυθαγόρειο θεώρημα, είναι ιδεατές «αντικειμενικότητες» (Gegenständlichkeiten, Findlay: «αντικειμενικά σύστοιχα»), τα οποία είναι τα υποστρώματα των κρίσεων, όσο είναι και κάθε πραγματικό αντικείμενο. Σε αντίθεση με τις «πραγματικές» οντότητες που έχουν κάποια σχέση με το χρόνο, αν όχι με το χώρο, οι καθαρές ταυτότητες της λογικής είναι «απραγματικές» ή «ιδεατές». Ο Husserl τις χαρακτήρισε ως «είδος» με την αριστοτελική έννοια, παράλληλα με άλλες «ενότητες νόματος», για παράδειγμα το νόημα της λέξης «λιοντάρι», μια λέξη που εμφανίζεται μόνο μία φορά στη γλώσσα, παρά τις πολλαπλές υλοποιήσεις της σε ενεργήματα ομιλίας και γραφής. Αυτό που είναι λογικά έγκυρο είναι a priori εφαρμόσιμο σε όλους τους κόσμους. Στα Προλεγόμενα, τότε, ο Husserl, διατηρεί μια άποψη παρόμοια με του Wittgenstein στο Tractatus -- η λογική δεν λέει τίποτα για τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο των γεγονότων. Είναι μια καθαρά τυπική a priori επιστήμη. Ο Husserl, ωστόσο, ενσωματώνει τη λογική σε μια ευρύτερη σύλληψη της θεωρίας της επιστήμης.

Ενώ ο Husserl είχε ξεκινήσει το 1887 με την υπόθεση ότι η ψυχολογία θα θεμελιώσει όλα τα γνωσιακά ενεργήματα, τελειώνει τον Πρόλογο των Ερευνών του παραθέτοντας τον Γκαίτε, ότι δεν είμαστε σε τίποτα τόσο πολύ ενάντια όσο στα λάθη που έχουμε εγκαταλείψει πρόσφατα, για να εξηγήσει την «ειλικρινή κριτική» του (die freimütige Kritik) του ψυχολογισμού (LI, Findlay I: 3· Hua XVIII: 7). Ενώ ήταν σε συμφωνία με τον Frege σχετικά με τους κινδύνους του ψυχολογισμού για τη λογική, ο Husserl δεν είχε πεισθεί από το έργο του Frege για τη μαθηματική λογική καθώς, γενικά, ήταν, όπως είδαμε, καχύποπτος για την καθαρά τυπική στροφή [xliv] στη συμβολική λογική, που παραδειγματιζόταν στην εποχή του από τα λογικά προγράμματα του George Boole (βλ. Hua XXIV: 162), William Stanley Jevons και Ernst Schröder, που για αυτόν περιείχαν θεωρητικά ελαττώματα και συγχύσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Husserl θεωρούσε την τυποποίηση (formalisation) ως περιττή· στην πραγματικότητα, την έβλεπε ως τον μόνο καθαρά επιστημονικό τρόπο ανάπτυξης της λογικής (LI, Προλ. §71, Findlay I: 158-9· Hua XVIII: 254). Έτσι επαίνεσε την κομψότητα με την οποία οι μαθηματικοί επέκτειναν και μεταμόρφωσαν την περιοχή της παραδοσιακής λογικής, και επέκρινε όσους αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον κατάλληλο ρόλο των μαθηματικών σε αυτά τα ζητήματα. Ο Husserl, ωστόσο, πίστευε ότι αυτή η μαθηματική τάση εκδηλωνόταν ως ένα είδος τεχνικής ικανότητας που δεν είχε αναστοχαστεί τη φύση των ιδρυτικών της εννοιών. Η φιλοσοφία πρέπει να σκεφτεί σοβαρά τα ουσιώδη νοήματα των λογικών διαδικασιών:

Ο φιλόσοφος δεν αρκείται στο γεγονός ότι βρίσκουμε τον δρόμο μας στον κόσμο, ότι έχουμε νομικούς τύπους που μας επιτρέπουν να προβλέψουμε τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων, ή να ανασκευάσουμε την προηγούμενη πορεία του: θέλει να διευκρινίσει την ουσία ενός πράγματος, ενός συμβάντος, μιας αιτίας, ενός αποτελέσματος, του χώρου, του χρόνου κ.λπ., καθώς και εκείνη την υπέροχη συγγένεια που έχει αυτή η ουσία με την ουσία της σκέψης, που της δίνει τη δυνατότητα να νοηθεί, με την ουσία της γνώσης, που την καθιστά γνώσιμη, με το νόημα που την κάνει ικανή να εννοηθεί κ.λπ. (Πρόλ. §71, Findlay I: 159· Hua XVIII: 255)

Όπως το έθεσε ο Husserl στις διαλέξεις του το 1906/7, «Εισαγωγή στη Λογική και τη Θεωρία της Γνώσης», πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της μαθηματικής λογικής και της φιλοσοφικής λογικής (Hua XXIV: 163). Προς το τέλος της ζωής του ο Husserl θα επαναλάμβανε αυτή την κριτική στην Κρίση των Ευρωπαϊκών Επιστημών, όπου θα επέκρινε αυτή την «ειδωλοποίηση μιας λογικής που δεν κατανοεί τον εαυτό της» και θα ισχυριζόταν ότι ένα τυπικό απαγωγικό σύστημα δεν είναι καθεαυτό ένα επεξηγηματικό σύστημα (Crisis, §55, Carr: 189· Hua VI: 193). Για τον Husserl, η καθαρά εκτασιακή λογική (extensionalist logic) ή ο λογισμός (calculus) δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι περισσότερο από μια λαμπρή τεχνική. Από τα Προλεγόμενα και μετά, ο Husserl πρόσφερε μια σύνθετη περιγραφή της πλήρους φύσης αυτού που αποκαλούσε «τυπική λογική», αξιοποιώντας μια πολύ ευρύτερη αντίληψη από αυτή που είναι τρέχουσα τώρα. Από κάποιες απόψεις ότι ο απολογισμός του της λογική είναι αρκετά παραδοσιακός, με επίκεντρο την έννοια της κρίσης ή της βεβαίωσης (ελληνικά: apophansis) και ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ως «αποφαντική λογική» (βλ. LI, IV §14, Findlay II: 72; Hua XIX/1: 344). Από την άλλη πλευρά, στην Τυπική και Υπερβατολογική Λογική (§§12-15), ο Husserl διατύπωσε αυτό το ώριμο όραμα αυτής της «τυπικής λογικής» ('formal logic'), που γι' αυτόν περιλάμβανε την τυπική γραμματική (formal grammar) ή αυτό που ονόμασε «καθαρή θεωρία των μορφών νοήματος», που καθόριζε τις συνθήκες συνδυασμού των νοημάτων ως τέτοιου· στη συνέχεια ένα δεύτερο επίπεδο μιας «λογικής της συνεπείας» ('consequence-logic') ή λογικής της εγκυρότητας που αφορά το συμπερασμό· και τέλος μια «λογική της αλήθειας» ('logic of truth'), που αναγνώριζε ότι η λογική στοχεύει όχι μόνο στην τυπική εγκυρότητα αλλά επιδιώκει να αρθρώσει την αλήθεια. Στα Προλεγόμενα ο Husserl είδε επίσης την ανάγκη για μια [xlv] γενική «θεωρία των πολλαπλοτήτων» ('theory of manifolds') ή θεωρία των δυνατών μορφών των θεωριών, για να ολοκληρώσει τον απολογισμό του της φύση της λογικής εν γένει. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πολυπλοκότητα του οράματος της λογικής του Husserl εδώ, εκτός από το να σημειώσουμε ότι στις Έρευνες ο Husserl δεν επιδίωκε έναν αντικειμενιστικό απολογισμό της λογικής ως αποκλειστικό του στόχο. Ο Χούσερλ αναγνώριζε την ουσιαστική «διττότητα» των ενεργημάτων που στοχεύουν λογικά νοήματα, από τη μια πλευρά υπάρχουν οι νόμοι που διέπουν τα νοήματα τα ίδια, αλλά υπάρχουν και οι κρίσεις, τα συμπεράσματα και άλλα ενεργήματα, που προσανατολίζονται προς την υποκειμενική πλευρά, που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τη φαινομενολογία (Τυπική και Υπερβατολογική Λογική §8). Με άλλα λόγια, στόχος της φαινομενολογίας είναι να μελετήσει τα ουσιαστικά σύστοιχα ανάμεσα στα ενεργήματα της γνώσης και στα γνώσιμα αντικείμενα, κάτι που έγινε πιο ξεκάθαρο στον Husserl αφού έγραψε τις Έρευνες. [LI I]

science of meanings

Created Κυριακή 01 Δεκεμβρίου 2024

<§13. The Science of Meanings Is Not a Part of Psychology> 43

<(a) The Ideal Unity of the Proposition as Against the Variety of Real Experiences of Judging>

Now what kind of science is this science of meanings? How far do its natural boundaries extend? When they hear of a science of meaning, people raised with the prevailing psychological logic and those whose interests and cast of mind are psychologically oriented say that meanings are presentations that are attached to words by association. Consequently, the science of meanings falls into psychology. This is exactly as if they had said: the formal logical laws are laws of formal truth, or are laws for judgments, for only in judging is there truth. Laws for judgments also include laws for inferences, proofs, etc. But judging is a mental activity. Drawing conclusions, working out proofs are mental activities. Therefore, it is everywhere a matter of psychological laws.

We would naturally answer here: If it makes psychologists happy to call subjective meaning presentations, acts of judging, and so on,


PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

43

meanings, then a science of meanings is surely a science of mental experiences of a certain category, consequently a part of psychology. We are, however, not referring to mental meaning presentations as meanings, judgments as propositions, inferential acts as inferences, and by science of meanings, we do not understand a science of all such mental activities or experiences, or states of mind either, but by meanings we understand concepts or propositions, and by propositions, say, not judgments, but what is understood by propositions in all sciences, and they are just not judgments, not temporal events in an individual consciousness, but rather /ideal units of the supratemporal kind /that can function identically as meaning in infinitely many judgments. And that carries over to inferences, proofs, theories.

And, we furthermore say: Engaging in scientific research into experiences of presenting, judging, and so on, is different from engaging in scientific research into propositions and combinations of propositions, speaking generally, about meanings. The experience of judgment 44 belongs /hic et nunc /within one context or another of the experiences of an I. It can be investigated within this real context. In scientifically psychological research, though, one does not consider the experience /hic/ /et nunc/, but asks what holds for such real experiences, for judgments in I-contexts in general, which real properties of such an I substantiate such experiences, how they determine the course of mental life, what role they play in general within the context of individual reality and of psychophysical causality. And precisely all that is of no concern to us in logic at all. We do not talk about all that when we want to deal with propositions and laws of validity for propositions.

If we know, for example, that every proposition is simple or composite and that every simple proposition contains at least one concept directed to the object about which the proposition posits something, or that out of propositions of one form or another propositions of such a form truly result, and other knowledge of the same kind, then we are continually speaking of the proposition in its ideal unity and not at all about mental experiences of individuals, not even in the most general way. Likewise, when we say that for every proposition there is a contradictory one, and again when we state the law of validity that of any two contradictory propositions one holds and the other does not hold, etc.

Two propositions are not two judgments. The same proposition can be judged a thousand times and it remains just one proposition. Wherever


44

PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

several propositions are spoken of in the given sciences (and absolutely so wherever the theory of science speaks in universal terms of several propositions), it is not a matter of several acts of judgments, as if the contingency of the judging was decisive, but of several propositions in the ideally unitary sense. Once again, where two proofs are spoken of, it is not a matter of two people and their experiences of proof, or of one person and several experiences of proving, but of two proofs in the ideal sense. And /one /proof can be thought out a thousand times, actually be carried out a thousand times in anyone’s thinking and seeing. Only the circumstance that logicians had not sharply made the distinction and had spoken in their science of “presentations” and “judgments” where they should have spoken of concepts and propositions clouded the true situation. People spoke in logic of judgments and speak in psy- 45 chology of judgments. The word was the same and people did not pay attention to the fact that in the properly logical sphere, in the sphere of formal theoretical principles, the word judgment never signified the same thing as in psychology, never a real experience, but an identically ideal meaning.

<(b) Propositions as Ideal Particulars Are Not Class Concepts for Mental Experiences>

Now, however, an objection surely comes up. A proposition is the meaning of a statement or of a judgment. A logical proposition is /what /the judgment judges, /what /the statement states, therefore, for example, the /identical what/, however often I or others state 2 × 2 = 4.

Therefore, a proposition is surely something universal that we obtain by abstraction and generalization on the basis of actual judgments. Let us take a look at some parallel cases. If, on the basis of individual feelings that we hold out before ourselves in memory or perception, we form the universal concept of feeling, or any universal given lying in feeling, then we surely obtain a psychological concept. When we do the same on the basis of several individual judgments, should we not then obtain a psychological concept just as well? Does not the concept proposition, therefore, belong in psychology and with it likewise also the general laws grounded in this concept?


PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

45

We shall still have to delve more deeply into this question. Here, though, the following suffices as an answer. The concept of judgment is a psychological concept insofar as in psychology it is a class concept for certain mental experiences linked by what they have internally and specifically in common. If, however, we form the concept of proposition, then mental experiences do not fall into it as particulars. No class of facts of consciousness is designated by it. With a class concept we universally express propositions about the individual particulars falling into the class. By means of the concept of judgment, psychology, therefore, expresses universal propositions about judgments, about real matters of fact in individual egos that are to be characterized in such and such a manner. When we speak of propositions, however, we are referring precisely to propositions as particulars, and propositions are not facts of consciousness. The individual proposition indeed comes to giveness in a certain way in the experience of judgment, but it is not the judgment. It is rather 46 something ideally identical, or something identical in endlessly many actual or possible judgments. The individual proposition, for example, the theorem of the sum of the angles of a triangle, does not refer either, however—although a general unit as against the multiplicity of judgments—to a class concept that contains these judgments, or individual parts or moments inherent to them, but talk of the theorem of the sum of the angles of a triangle simply refers to something individual that in no way claims to relate to and claims to co-refer to any individual particulars falling under them. In talking about this theorem, we are not referring to what happens in or to real temporal matters of fact that we call mental experiences of experiencing individuals, but just this theorem as something simply individual. This individual is absolutely the same however often we state that the sum of the angles of a triangle is two right .

These ideal particulars, the theorem of the sum of the angles of a triangle, the theorem of the parallelogram of forces, and so on, form the objective sphere to which universal talk of the theorem in general refers and to which every law of substantiation for propositions in general refers. I do not want to say that the science of meanings has nothing to do with psychology—psychology, the natural science of mental individuals and their real experiences and experiential states of mind—but it is certain that /theory of meaning is neither psychology,/


46

PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

/nor belongs in psychology/, since it just does not deal with real experiences, let alone experiential states of mind of real individuals. The mere fact that only on the basis of actual experiences, whether judgments, whether memories of judgments, or presentational feelings of empathy in judgments, can we bring the meaning of the word proposition to exemplarily clear givenness, and only there directly capture what the word proposition refers to, may not provide any argument that we are dealing with a psychological concept. It is indeed obvious from the start that every concept refers back to the so-called corresponding intuition, thus for example, the concept of number. A number is only given in actual counting. Someone who had never counted would not know what a number is, just as someone who had never had a sensation of red would have authentic presentation of what is red. Are we to say for this reason that number is a psychological concept, the whole of arithmetic a branch of psychology? That would surely occur to no one. All givenness is 47 realized in knowledge, in subjective experiences of perceiving, presenting, etc. And, upon this we form concepts and we judge and draw conclusions. /Mental experiences of knowing belong in psychology. /20 /What is known is not psychology, however, just because it is known in knowing, a mental experience/.

<(c) Psychology an /A posteriori /Discipline, Pure Mathematics and Logic /A priori /Disciplines>

/That with purely theoretical logic, insofar as it is theory of meaning,/ /it is a matter of a science completely different from psychology /is also markedly in evidence when we consider how psychology substantiates its general propositions, and alone can substantiate them, and, on the other hand, how logic does the same thing. Psychology is a natural science, a science of real matters of fact. It truly deals with the real I and real occurrences in egos. As a natural science or science of matters of fact, it starts with what is given it at first, that is with precisely the particulars of a mental nature that are established by perception, at least directly and in initial substantiation. What is given by perception and experience is placed under empirical concepts. /Induction /then supplies propositions of empirically universal


PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

47

validity. If one wants to reach beyond these lower universalities and if one is seeking /natural laws/, universalities of unconditional validity within the range of possible experience that can be used for the theoretical clarification of matters of fact and other universalities, then hypothetical assumption is the only way. If the hypothesis is verified over and over by extensive deduction and verification, then this is grounds for an extraordinary, ever increasing /probability /of its validity as a natural law.

This way of empirical formation of concepts, of empirical generalization, of empirical formation of hypotheses and what is connected with it is all called for by the nature of real matters of fact, and this is why no natural science, none developed or yet to be developed, will ever be able to lay down and substantiate a law of nature 48 except as being of relatively greater probability, never, however, as being absolutely certain.

It is one of the biggest jobs, if not the biggest, of logic and critique of knowledge to demonstrate this and to understand the ultimate reasons for it. Nonetheless, in the face of such ultimate substantiation, one sees that really all natural science can only move forward by such means. Matters of fact only produce matters of fact over and over, and universalities only prove to be factual universalities presumably reaching beyond previous experience. /There is, therefore, no psychological proposition that can be substantiated with absolute certainty, any more than there is any such thing in the/ /most exact physics/.

As everyone knows, pure mathematics is completely different, and we observe this with pure logic just as well. Pure mathematics as pure arithmetic investigates what is grounded in the essence of number. It is concerned not with things, not with physical things, not with souls, not with real events of a physical and mental nature. It has nothing at all to do with nature. Numbers are not natural objects. The number series is so to speak a world of objectivities of its own, of /ideal /objectivities, /not real /ones. The number 2 is not a thing, not an event in nature. It has no place and no time. It is just not an object of possible perception and “experience”. Two apples come into being and pass away, have a place and time. But when the apples are eaten up, the number 2 is not eaten up. The number series of pure arithmetic has not suddenly developed a hole, as if we then had to count 1, 3, 4….


48 PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

Pure arithmetic does not, moreover, obtain its universal propositions by means of perception and empirical generalizations based on perception and on the substantiation of individual judgments resulting from them. Arithmetic does not first obtain its individual propositions from perception. I can perceive two apples precisely while I perceive each apple. But I can not perceive the two. And, when we judge generally, set forth /a /+ 1 = 1 + /a /as a legitimately valid proposition, or when we express the proposition that for each number /a /there is a number /a /+ 1, and whatever other primitive laws of that kind there may be, we are not then substantiating this unconditionally universal proposition inductively and as concerns probability. We are not step by step establishing that 2 + 1 = 1 + 49 2, 3 + 1 = 1 + 3… and in the end saying that it will presumably continue in this way as in all the individual cases established so far. We do not first state /a /+ 1 = 1 + /a /as a hypothesis that then has first to be verified by further experience by means of ever new individual findings, or else inductively according to the methods of the natural sciences. Rather, mathematicians set down /a /+ 1 = 1 + /a /in a single blow as something unconditionally valid and certain. And how do they come to that? Well, in a perfectly obvious way. It is part of the meaning of number (of cardinal number in the original sense) for that to be the case, and it would be tantamount to flying in the face of the meaning of how many if one wanted to deny here. It is part of the meaning of talk of “cardinal numbers”^4 that each one can be increased by one. To say that a cardinal number, a how many, cannot be increased is tantamount to not knowing what one is talking about. It is tantamount to contravening the meaning, the identical meaning, of talk of “cardinal numbers”.

/In this manner, the direct arithmetical laws, genuine axioms, develop. They develop directly in the Evidenz of certainty/. And this quality of certainty and Evidenz carries over to all theses in deductive substantiation. All mathematical propositions, insofar as they are really purely mathematical, express something about the essence of what is mathematical, about the meaning of what belongs to it. Their denial is consequently an absurdity. /No proposition of the natural sciences, no proposition about real matters of fact that is really of the natural/ /sciences /(and is not, say, the mere carrying over of a proposition based on essence-laws to individual cases) /is to be substantiated as certain/

^4 Cardinal number is itself a “meaning”.


PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

49

/by means of Evidenz/. Its denial never means an absurdity, a contradiction in terms. If I deny the law of gravity, or the law of the parallelogram of forces, or the laws of habit, of the association of ideas, and the like, then in so doing I cast experience to the wind. I violate the evident and extremely valuable probability that experiences and their systematic processing have established for the laws. But, I never in any way incur absurdity. I am not saying anything “unthinkable”, anything absurd, i.e., precisely evidently nullifying the meaning of the word, as I, for example, do when I say that 2 × 2 is not 4, but 5.

It naturally also happens in mathematics that universalities are assumed presumptively on the basis of observed patterns. However, that does not settle the matter for mathematicians, but only formulates a problem. For, just as it is grounded in the nature of the realm of matters of fact that propositions about matters of fact can only be established inductively and in all probability, so it is grounded in the nature of the mathematical realm, so to speak, that the propositions relating to it must be able to be perspicuously established as certitudes.

/Precisely the same thing holds for pure logic /under the sphere of laws we have elucidated up to now with examples. Every primitive law of inference, every primitive logical “principle” is a general certitude to be directly grasped through Evidenz. Of two contradictory propositions, one is true and one false. That is to be viewed generally as absolutely certain. Anyone who denies this does not know what contradictory means, what true and false mean. One cannot deny this without flying in the face of the meaning of those words. The proposition is simply an “unfolding” of the intension of the “concepts”. It is purely grounded in them.

And what holds directly for the principles holds indirectly for the deductively derived from them. We are just not in psychology, in any sphere of empiricism and probability. /The world of the mathematical and purely logical is a world of ideal objects/, a world of “concepts”, as people are in the habit of saying. /There all truth is nothing other than analysis of essences or concepts/. What is required by the concepts and is inseparable from their intension, meaning, is known and established.

The distinction is also referred to as that between the /a priori /and the /a posteriori/. /Pure mathematics is an a priori discipline, the whole of natural science an a posteriori discipline/. The one is entirely grounded


50

PURE LOGIC AS THEORETICAL SCIENCE

in conceptual essentialities, the other in experience with its factual occurrences. Mathematical propositions require no reference to experience and no induction through experience. This is what is meant by saying mathematical propositions are /a priori/. It makes no sense to require such 51 a thing of them. The opposite holds for of the natural sciences. However, one has to be quite careful that no further mischief is gotten into with the concepts /a priori /and /a posteriori /and that no other thing may be understood than what we have set forth. [ILTK]

science of meanings el

Created Τετάρτη 04 Δεκεμβρίου 2024

<§13. Η επιστήμη των νοημάτων δεν είναι μέρος της ψυχολογίας> 43

<(α) Η ιδεατή ενότητα της πρότασης ενάντια στην ποικιλία των πραγματικών εμπειριών της κρίσης>

Τώρα τι είδους επιστήμη είναι αυτή η επιστήμη των νοημάτων; Πόσο μακριά εκτείνονται τα φυσικά της όρια; Όταν ακούν για μια επιστήμη του νοήματος, άνθρωποι μεγαλωμένοι με την επικρατούσα ψυχολογική λογική και αυτοί των οποίων τα ενδιαφέροντα και ο τρόπος σκέψης είναι ψυχολογικά προσανατολισμένα, λένε ότι οι έννοιες είναι παραστάσεις που συνδέονται με λέξεις μέσω συνειρμού (association). Κατά συνέπεια, η επιστήμη των νοημάτων εμπίπτει στην ψυχολογία. Αυτό είναι ακριβώς σαν να είχαν πει: οι τυπικοί λογικοί νόμοι είναι νόμοι της τυπικής αλήθειας ή είναι νόμοι για κρίσεις, γιατί μόνο στην κρίση υπάρχει αλήθεια. Οι νόμοι για τις κρίσεις περιλαμβάνουν επίσης νόμους για τους συμπερασμούς, τις αποδείξεις, κλπ. Αλλά η κρίση είναι μια νοητική δραστηριότητα. Η εξαγωγή συμπερασμάτων, η διατύπωση αποδείξεων είναι νοητικές δραστηριότητες. Επομένως, είναι παντού ένα ζήτημα ψυχολογικών νόμων.

Φυσικά θα απαντούσαμε εδώ: Αν κάνει τους ψυχολόγους χαρούμενους να αποκαλούν τις παραστάσεις υποκειμενικού νοήματος, τα ενεργήματα κρίσης και ούτω καθεξής, [43] νοήματα, τότε μια επιστήμη των νοημάτων είναι σίγουρα μια επιστήμη των νοητικών εμπειριών μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, κατά συνέπεια μέρος της ψυχολογίας. Εμείς, ωστόσο, δεν αναφερόμαστε στις νοητικές παραστάσεις νοημάτων ως νοήματα, στις κρίσεις ως προτάσεις, στα συμπερασματικά ενεργήματα ως συμπεράσματα, και με επιστήμη των νοημάτων, δεν κατανοούμε μια επιστήμη όλων αυτών των νοητικών δραστηριοτήτων ή εμπειριών, ή καταστάσεων του νου, αλλά με νοήματα κατανοούμε έννοιες ή προτάσεις, και με προτάσεις, κρίσεις, αλλά αυτό που κατανοείται από τις προτάσεις σε όλες τις επιστήμες, και δεν είναι απλώς κρίσεις, ούτε χρονικά συμβάντα σε μια ατομική συνείδηση, αλλά μάλλον //ιδεατές ενότητες υπερχρονικού είδους// που μπορούν να λειτουργήσουν ταυτόσημα ως νόημα σε άπειρα πολλές κρίσεις. Και αυτό ισχύει για τους συμπερασμούς, τις αποδείξεις, τις θεωρίες.

Και, επιπλέον λέμε: Η εμπλοκή στην επιστημονική έρευνα των εμπειριών παράστασης, κρίσης και ούτω καθεξής, διαφέρει από την εμπλοκή στην επιστημονική έρευνα των προτάσεων και συνδυασμών προτάσεων, μιλώντας γενικά, των νοημάτων. Η εμπειρία της κρίσης [44] ανήκει hic et nunc (εδώ και τώρα) στο ένα ή το άλλο πλαίσιο των εμπειριών ενός εγώ. Μπορεί να διερευνηθεί μέσα σε αυτό το πραγματικό πλαίσιο. Σε επιστημονικά ψυχολογική έρευνα, ωστόσο, δεν λαμβάνει κανένα υπόψη την εμπειρία hic et nunc, αλλά ρωτά τι ισχύει για τέτοιες πραγματικές εμπειρίες, για κρίσεις σε πλαίσια του εγώ γενικά, για το ποιες πραγματικές ιδιότητες ενός τέτοιου εγώ υλοποιούν (substantiate) τέτοιες εμπειρίες, πώς καθορίζουν την πορεία της νοητικής ζωής, τι ρόλο παίζουν γενικά στο πλαίσιο της ατομικής πραγματικότητας και της ψυχοφυσικής αιτιότητας. Και ακριβώς όλα αυτά που δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου στη λογική . Δεν μιλάμε για όλα αυτά όταν θέλουμε να ασχοληθούμε με προτάσεις και νόμους εγκυρότητας προτάσεων.

Αν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι κάθε πρόταση είναι απλή ή σύνθετη, και ότι κάθε απλή πρόταση περιέχει τουλάχιστον μία έννοια κατευθυνόμενη στο αντικείμενο για το οποίο η πρόταση θέτει κάτι, ή ότι από προτάσεις της μιας ή της άλλης μορφής, προτάσεις τέτοιας μορφής προκύπτουν αληθινά, και άλλες γνώσεις του ίδιου είδους, τότε μιλάμε συνεχώς για την πρόταση στην ιδεατή ενότητά της και όχι, ούτε καν με τον πιο γενικό τρόπο, για τις νοητικές εμπειρίες των ατόμων, . Ομοίως, όταν λέμε ότι για κάθε πρόταση υπάρχει μια αντιφατική, και και πάλι όταν δηλώνουμε τον νόμο της εγκυρότητας ότι από δύο οποιεσδήποτε αντιφατικές προτάσεις η μία ισχύει και η άλλη δεν ισχύει κ.λπ.

Δύο προτάσεις δεν είναι δύο κρίσεις. Η ίδια πρόταση μπορεί να κριθεί χίλιες φορές και παραμένει μόνο μία πρόταση. Όπου [44] γίνεται λόγος για πολλές προτάσεις στις δεδομένες επιστήμες (και απολύτως έτσι όπου η θεωρία της επιστήμης μιλά με καθολικούς όρους για πολλές προτάσεις), δεν πρόκειται για πολλά ενεργήματα κρίσεων, ως εάν το ενδεχόμενο της κρίσης να ήταν καθοριστικό, αλλά πολλών προτάσεων με την ιδεατή ενιαία σημασία. Για άλλη μια φορά, όπου γίνεται λόγος για δύο αποδείξεις, δεν πρόκειται για δύο άτομα και τις εμπειρίες τους της απόδειξης, ή ενός προσώπου και πολλών εμπειριών απόδειξης, αλλά για δύο αποδείξεις με ιδεατή σημασία. Και μία απόδειξη μπορεί να νοηθεί χίλιες φορές, να πραγματοποιηθεί ενεργεία χίλιες φορές στη σκέψη και την όραση μας. Μόνο η περίσταση ότι οι λογικοί δεν είχαν κάνει με σαφήνεια τη διάκριση και είχαν μιλήσει στην επιστήμη τους για «παραστάσεις» και «κρίσεις» όπου θα έπρεπε να έχουν μιλήσει για έννοιες και προτάσεις, θόλωσε την αληθινή κατάσταση. Οι άνθρωποι μιλούσαν στη λογική για κρίσεις και μιλούν στην ψυχολογία [45] για κρίσεις. Η λέξη ήταν ίδια και ο κόσμος δεν έδωσε προσοχή στο γεγονός ότι στη κατάλληλη λογική σφαίρα, στη σφαίρα των τυπικών θεωρητικών αρχών, η λέξη κρίση ποτέ δεν σήμαινε το ίδιο πράγμα όπως στην ψυχολογία, ποτέ μια πραγματική εμπειρία, αλλά ένα ταυτόσημα ιδεατό νόημα.

<(b) Οι προτάσεις ως ιδεατά καθέκαστα δεν είναι έννοιες τάξης για τις νοητικές εμπειρίες>

Τώρα, όμως, σίγουρα προκύπτει μια ένσταση. Μια πρόταση είναι το νόημα μιας δήλωσης ή μιας κρίσης. Μια λογική πρόταση είναι αυτόπου η κρίση κρίνει, αυτό που η δήλωση δηλώνει, επομένως, για παράδειγμα, το ταυτόσημο τι, όσο συχνά εγώ ή άλλοι δηλώνουν 2 × 2 = 4.

Επομένως, μια πρόταση είναι σίγουρα κάτι καθολικό που λαμβάνουμε με αφαίρεση και γενίκευση με βάση ενεργεία κρίσεις. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένες παράλληλες περιπτώσεις. Εάν, με βάση ατομικά συναισθήματα που κρατάμε μπροστά μας στη μνήμη ή στην αντίληψη, σχηματίσουμε την καθολική έννοια του συναισθήματος, ή οποιουδήποτε καθολικού δεδομένου που βρίσκεται στο συναίσθημα, τότε σίγουρα αποκτάμε μια ψυχολογική έννοια. Όταν κάνουμε το ίδιο στη βάση πολλών ατομικών κρίσεων, δεν θα έπρεπε τότε να αποκτήσουμε εξίσου καλά μια ψυχολογική έννοια; Δεν ανήκει, λοιπόν, η έννοια πρόταση, στην ψυχολογία και μαζί της επίσης οι γενικοί νόμοι που θεμελιώνονται σε αυτή την έννοια;

[45] Θα πρέπει ακόμη να εμβαθύνουμε σε αυτό το ζήτημα. Εδώ, ωστόσο, ως απάντηση αρκούν τα ακόλουθα. Η έννοια της κρίσης είναι μια ψυχολογική έννοια στο βαθμό που στην ψυχολογία είναι μια έννοια τάξης (class concept) για ορισμένες νοητικές εμπειρίες που συνδέονται από αυτό που έχουν, εσωτερικά και ειδικά, από κοινού. Αν, όμως, σχηματίσουμε την έννοια της πρότασης, τότε οι νοητικές εμπειρίες δεν εμπίπτουν σε αυτήν ως καθέκαστα. Καμία τάξη γεγονότων της συνείδησης δεν ορίζεται από αυτή. Με μια έννοια τάξης εκφράζουμε καθολικά προτάσεις για ατομικά καθέκαστα που εμπίπτουν στην τάξη. Μέσω της έννοιας της κρίσης, η ψυχολογία, λοιπόν, εκφράζει καθολικές προτάσεις για τις κρίσεις, για τα πραγματικά γεγονότα σε ατομικά εγώ που πρόκειται να χαρακτηριστούν με συγκεκριμένο τρόπο. Όταν μιλάμε για προτάσεις, όμως, αναφερόμαστε ακριβώς σε προτάσεις ως καθέκαστα, και οι προτάσεις δεν είναι γεγονότα της συνείδησης. Η ατομική πρόταση όντως χορηγείται με ένα συγκεκριμένο τρόπο στην εμπειρία της κρίσης, αλλά δεν είναι η κρίση. Είναι μάλλον [46] κάτι ιδεατά ταυτόσημο ή κάτι ταυτόσημο σε ατελείωτα πολλές ενεργεία ή δυνάμει κρίσεις. Η ατομική πρόταση, για παράδειγμα, το θεώρημα του αθροίσματος των γωνιών ενός τριγώνου, δεν αναφέρεται, όμως, — αν και γενική μονάδα έναντι της πολλαπλότητας των κρίσεων—σε μια έννοια τάξης που περιέχει αυτές τις κρίσεις, ή σε ατομικά μέρη ή στιγμές που είναι εγγενείς σε αυτές, αλλά ο λόγος για το θεώρημα του αθροίσματος των γωνιών ενός τριγώνου απλώς αναφέρεται σε κάτι ατομικό που σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζεται ότι σχετίζεται με, και συναναφέρεται σε τυχόν ατομικά καθέκαστα που εμπίπτουν σε αυτές. but talk of the theorem of the sum of the angles of a triangle simply refers to something individual that in no way claims to relate to and claims to co-refer to any individual particulars falling under them Μιλώντας για αυτό το θεώρημα, δεν αναφερόμαστε σε αυτό που συμβαίνει στις πραγματικές χρονικά γεγονότα που ονομάζουμε νοητικές εμπειρίες των βιούντων ατόμων, αλλά μόνο σε αυτό το θεώρημα ως κάτι απλά ατομικό. Αυτό το άτομο είναι απολύτως το ίδιο οσοδήποτε συχνά δηλώνουμε ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι δύο ορθές <γωνίες>.

Αυτά τα ιδεατά καθέκαστα, το θεώρημα του αθροίσματος των γωνιών ενός τριγώνου, το θεώρημα του παραλληλογράμμου των δυνάμεων κ.ο.κ, σχηματίζουν την αντικειμενική σφαίρα στην οποία η καθολική συζήτηση για το θεώρημα παραπέμπει γενικά, και στην οποία κάθε νόμος τεκμηρίωσης (law of substantiation) των προτάσεων γενικά αναφέρεται. Δεν θέλω να πω ότι η επιστήμη των νοημάτων δεν έχει καμία σχέση με την ψυχολογία — την ψυχολογία, τη φυσική επιστήμη της νοητικών ατόμων και των πραγματικών τους εμπειριών και των βιωματικών καταστάσεων του νου—αλλά είναι βέβαιο ότι η θεωρία του νοήματος δεν είναι ούτε ψυχολογία, [46] ούτε ανήκει στην ψυχολογία, αφού απλά δεν ασχολείται με τις πραγματικές εμπειρίες, πόσο μάλλον τις βιωματικές νοητικές καταστάσεις πραγματικών ατόμων. Το απλό γεγονός ότι μόνο βάσει ενεργεία εμπειριών, είτε κρίσεων, είτε αναμνήσεων κρίσεων, είτε παραστατικών συναισθημάτων της ενσυναίσθησης στις κρίσεις, μπορούμε να φέρουμε το νόημα της λεκτικής πρότασης σε υποδειγματική σαφή χορήγηση, και μόνο εκεί άμεσα να συλλάβουμε αυτό στο οποίο αναφέρεται η λεκτική πρόταση, μπορεί να μην παρέχει κανένα επιχείρημα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ψυχολογική έννοια. Είναι πράγματι προφανές από την αρχή ότι κάθε έννοια αναφέρεται πίσω στη λεγόμενη αντίστοιχη εποπτεία, έτσι για παράδειγμα, η έννοια του αριθμού. Ένας αριθμός δίνεται μόνο στην ενεργεία μέτρηση. Κάποιο που δεν θα είχε ποτέ μετρήσει δεν θα γνώριζε τι είναι ένας αριθμός, όπως και κάποιο που δεν είχε ποτέ μια αίσθηση κόκκινου δεν θα είχε <καμία> αυθεντική παράσταση αυτού που είναι κόκκινο. Πρέπει να πούμε για αυτό το λόγο ότι ο αριθμός είναι μια ψυχολογική έννοια, ότι το σύνολο της αριθμητικής είναι ένας κλάδος της ψυχολογίας; Αυτό σίγουρα δεν θα περνούσε από το νου καμιάς. Όλη η χορήγηση [47] πραγματοποιείται στη γνώση (knowledge), σε υποκειμενικές εμπειρίες αντίληψης, παρουσίασης κ.λπ. Και, πάνω σε αυτές σχηματίζουμε έννοιες και κρίνουμε και βγάζουμε συμπεράσματα. Οι νοητικές εμπειρίες του γνωρίζειν (knowing) ανήκουν στην ψυχολογία. Αυτό που γίνεται γνωστό δεν είναι ψυχολογία, ωστόσο, απλά επειδή γίνεται γνωστό στo γνωρίζειν, μια νοητική εμπειρία.

<(c) Η Ψυχολογία ένας A posteriori Επιστημονικός Κλάδος, τα Καθαρά Μαθηματικά και η Λογική A priori Επιστημονικοί Κλάδοι>

Ότι με την καθαρά θεωρητική λογική, στο βαθμό που είναι μια θεωρία νοήματος, είναι ένα ζήτημα μιας επιστήμης τελείως διαφορετικής από την ψυχολογία, είναι επίσης αξιοσημείωτα εναργές όταν εξετάζουμε πώς η ψυχολογία τεκμηριώνει τις γενικές της προτάσεις, και μόνο έτσι μπορεί να τις τεκμηριώσει, και, από την άλλη, πώς η λογική κάνει το ίδιο πράγμα. Η ψυχολογία είναι μια φυσική επιστήμη, μια επιστήμη πραγματικών καταστάσεων πραγμάτων. Στα αλήθεια αντιμετωπίζει το πραγματικό εγώ και τα πραγματικά περιστατικά του εγώ. Ως φυσική επιστήμη ή η επιστήμη των καταστάσεων πραγμάτων, ξεκινά με αυτό που της δίνεται στην αρχή, δηλαδή ακριβώς με τα καθέκαστα μιας νοητικής φύσης που θεμελιώνονται από την αντίληψη, τουλάχιστον άμεσα και σε αρχική τεκμηρίωση. Αυτό που δίνεται από την αντίληψη και την εμπειρία τίθεται κάτω από εμπειρικές έννοιες. Η επαγωγή στη συνέχεια παρέχει προτάσεις εμπειρικά καθολικής [47] εγκυρότητας. Αν θέλουμε να φτάσουμε πέρα ​​από αυτές τις κατώτερες καθολικότητες και αν αναζητάμε φυσικούς νόμους, καθολικότητες εγκυρότητας χωρίς όρους εντός του εύρους της δυνατής εμπειρίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την θεωρητική αποσαφήνιση των γεγονότων και άλλων καθολικοτήτων, τότε η υποθετική εικασία (hypothetical assumption) είναι ο μόνος τρόπος. Αν η εικασία επαληθευτεί ξανά και ξανά με εκτενή απαγωγή και επαλήθευση, τότε αυτά είναι θεμέλια (grounds) για μια εξαιρετική, συνεχώς αυξανόμενη πιθανότητα της εγκυρότητάς της ως ένας φυσικός νόμος.

Αυτός ο τρόπος εμπειρικής διαμόρφωσης των εννοιών, της εμπειρικής γενίκευσης, της εμπειρικής διαμόρφωσης υποθέσεων και ό,τι συνδέεται με αυτό, υπαγορεύεται από τη φύση των πραγματικών καταστάσεων πραγμάτων, και αυτός είναι ο λόγος που καμία φυσική επιστήμη, είτε ανεπτυγμένη είτε υπό ανάπτυξη, δε θα μπορέσει ποτέ να διατυπώσει και να τεκμηριώσει ένα νόμο της φύσης [48] ως απολύτως βέβαιο, παρά μόνο ως ένα νόμο με σχετικά μεγαλύτερη πιθανότητα.

Είναι μια από τις μεγαλύτερες εργασίες, αν όχι η μεγαλύτερη, της λογικής και της κριτικής της γνώσης, να το καταδείξουν αυτό και να κατανοήσουν τους έσχατους λόγους για αυτό. Παρόλα αυτά, μπροστά σε μια τέτοια έσχατη τεκμηρίωση, βλέπουμε ότι πραγματικά όλη η φυσική επιστήμη μπορεί μόνο να προχωρήσει με τέτοια μέσα. Τα γεγονότα παράγουν εξ ολοκλήρου μόνο γεγονότα, και οι καθολικότητες αποδεικνύονται μόνο γεγονικές καθολικότητες που πιθανόν υπερβαίνουν την προηγούμενη εμπειρία. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία ψυχολογική πρόταση που να μπορεί να τεκμηριωθεί με απόλυτη βεβαιότητα, όπως ακριβώς δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην πιο ακριβή φυσική.

Όπως όλα γνωρίζουν, τα καθαρά μαθηματικά είναι τελείως διαφορετικά, και το παρατηρούμε αυτό το με την καθαρή λογική επίσης. Τα καθαρά μαθηματικά ως καθαρή αριθμητική διερευνούν αυτό που θεμελιώνεται στην ουσία του αριθμού. Δεν ασχολούνται με πράγματα, με φυσικά πράγματα, με ψυχές, με πραγματικά συμβάντα μιας φυσικής και νοητικής φύσης. Δεν έχουν καθόλου να κάνουν με τη φύση. Οι αριθμοί δεν είναι φυσικά αντικείμενα. Η σειρά των αριθμών είναι θα λέγαμε ένας κόσμος ίδιων [των καθαρών μαθηματικών] αντικειμενικοτήτων, ιδεατών αντικειμενικοτήτων, όχι πραγματικών. Ο αριθμός 2 δεν είναι ένα πράγμα, ούτε ένα συμβάν στη φύση. Δεν έχει τόπο και χρόνο. Απλώς δεν είναι αντικείμενο μια δυνατής αντίληψης και «εμπειρίας». Δύο μήλα γεννιούνται και εκπνέουν, έχουν θέση και χρόνο. Όταν όμως τα μήλα τρώγονται, ο αριθμός 2 δεν τρώγεται. Η αριθμητική σειρά της καθαρής αριθμητικής δεν ανέπτυξε ξαφνικά μια τρύπα, σαν να έπρεπε μετά να μετρήσουμε 1, 3, 4….

[48] Η καθαρή αριθμητική δεν λαμβάνει, επιπλέον, τις καθολικές της προτάσεις μέσω αντίληψης και εμπειρικών γενικεύσεων που βασίζονται στην αντίληψη και στην τεκμηρίωση ατομικών κρίσεων που προκύπτουν από αυτές. Η Αριθμητική δεν λαμβάνει πρώτα τις ατομικές προτάσεις της από την αντίληψη. Μπορώ να αντιληφθώ δύο μήλα ακριβώς ενώ αντιλαμβάνομαι το κάθε μήλο. Αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ το δύο. Και, όταν κρίνουμε γενικά, διατυπώνουμε a + 1 = 1 + a ως θεμιτά έγκυρη πρόταση (legitimately valid proposition), ή όταν εκφράζουμε την πρόταση ότι για κάθε αριθμό a υπάρχει αριθμός a + 1, και όποιους άλλους πρωταρχικούς νόμους αυτού του είδους μπορεί να υπάρχουν, δεν τεκμηριώνουμε τότε αυτή την άνευ όρων καθολική πρόταση επαγωγικά και ως προς την πιθανότητα. Δεν διαπιστώνουμε βήμα βήμα ότι 2 + 1 = 1 + [49] 2, 3 + 1 = 1 + 3… λέγοντας στο τέλος ότι πιθανώς θα συνεχίσει με αυτόν τον τρόπο όπως <συνέβαινε> () σε όλες τις ατομικές περιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί μέχρι τώρα. Δεν δηλώνουμε πρώτα a + 1 = 1 + a ως μια υπόθεση που στη συνέχεια πρέπει πρώτα να επαληθευτεί με περαιτέρω εμπειρία μέσω ολοένα νεώτερων ατομικών ευρημάτων ή αλλιώς επαγωγικά σύμφωνα με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών. Μάλλον, οι μαθηματικοί έθεσαν το a + 1 = 1 + a με μία κίνηση ως κάτι άνευ όρων έγκυρο και βέβαιο. Και πώς έφτασαν σε αυτό; Μα, με έναν απολύτως προφανή τρόπο. Είναι μέρος του νοήματος του αριθμού (του πληθικού αριθμού στην αρχική του έννοια) να ισχύει αυτό, και θα ισοδυναμούσε με το να αντιβαίνει στο νόημα του πόσα πολλά αν ήθελε κανένα να το αρνηθεί <αυτό> εδώ. Είναι μέρος του νοήματος του λόγου για τους «πληθικούς αριθμούς»^4 [^4 Ο πληθικός αριθμός είναι ο ίδιος ένα «νόημα».] ότι ο καθένας μπορεί να αυξηθεί κατά ένα. Το να πούμε ότι ένας πληθικός αριθμός, ένα πόσα πολλά, δεν μπορεί να αυξηθεί, ισοδυναμεί με το να μη γνωρίζουμε για τι μιλάμε. Ισοδυναμεί με παράβαση του νοήματος, του ταυτόσημου νοήματος, του λόγου για τους «πληθικούς αριθμούς».

Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσονται οι άμεσοι αριθμητικοί νόμοι, τα γνήσια αξιώματα. Αναπτύσσονται άμεσα στην ενάργεια της βεβαιότητας. Και αυτή η ποιότητα της βεβαιότητας και ενάργειας μεταφέρεται σε όλες τις θέσεις της απαγωγικής τεκμηρίωσης. Όλες οι μαθηματικές προτάσεις, στο μέτρο που είναι πραγματικά καθαρά μαθηματικές, εκφράζουν κάτι για την ουσία του τι είναι μαθηματικό, για το νόημα αυτού που του ανήκει. Η άρνησή τους είναι κατά συνέπεια ένας παραλογισμός. Καμία πρόταση των φυσικών επιστημών, καμία πρόταση για πραγματικά γεγονότα που ανήκουν πραγματικά στις φυσικές επιστήμες (και δεν είναι, ας πούμε, η απλή μεταφορά μιας πρότασης βασισμένης σε νόμους ουσίας, σε ατομικές περιπτώσεις) δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ως βέβαιη [49] μέσω ενάργειας. Η άρνησή της δεν σημαίνει ποτέ ένα παραλογισμό, μια αντίφαση όρων. Αν αρνηθώ τον νόμο της βαρύτητας, ή το νόμο του παραλληλόγραμμου των δυνάμεων, ή τους νόμους της συνήθειας, του συνειρμού των ιδεών, και τα παρόμοια, τότε με αυτόν τον τρόπο παραδίδω την εμπειρία στον άνεμο. Παραβιάζω την εναργή και εξαιρετικά πολύτιμη πιθανότητα που οι εμπειρίες και η συστηματική τους επεξεργασία έχουν θεμελιώσει για τους νόμους. Όμως, ποτέ με κανέναν τρόπο δεν εκτίθεμαι σε παραλογισμό. Δεν λέω τίποτα «αδιανόητο», τίποτα παράλογο, δηλ. που να ακυρώνει εναργώς το νόημα της λέξης, όπως όταν, για παράδειγμα, κάνω όταν λέω ότι το 2 × 2 δεν είναι 4, αλλά 5.

Συμβαίνει φυσικά και στα μαθηματικά, ότι οι καθολικότητες εικάζονται υποθετικά στη βάση παρατηρούμενων μοτίβων (patterns). Ωστόσο, αυτό δεν διευθετεί το θέμα για τους μαθηματικούς, αλλά μόνο διατυπώνει ένα πρόβλημα. Διότι, όπως ακριβώς θεμελιώνεται στη φύση της επικράτειας των γεγονότων ότι οι προτάσεις για τα γεγονότα μπορούν να τεκμηριωθούν μόνο επαγωγικά και κατά πάσα πιθανότητα, έτσι θεμελιώνεται στη φύση, ας πούμε, της μαθηματικής επικράτειας το ότι οι προτάσεις που σχετίζονται με αυτήν πρέπει να μπορούν να τεκμηριωθούν με σαφήνεια (perspicuously) ως βεβαιότητες.

Ακριβώς το ίδιο ισχύει για την καθαρή λογική κάτω από τη σφαίρα των νόμων που έχουμε διευκρινίσει μέχρι τώρα με παραδείγματα. Κάθε πρωταρχικός νόμος του συμπερασμού, κάθε πρωταρχική λογική «αρχή» είναι μια γενική βεβαιότητα που μπορεί να κατανοηθεί άμεσα μέσω ενάργειας. Από δύο αντιφατικές προτάσεις, η μία είναι αληθής και η άλλη ψευδής. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί γενικά ως απολύτως βέβαιο. Όποιο το αρνείται αυτό δεν γνωρίζει τι σημαίνει αντιφατικό, τι σημαίνει αληθινό και ψευδές. Δεν μπορεί κανένα να το αρνηθεί αυτό χωρίς να αντιβεί στο νόημα αυτών των λέξεων. Η πρόταση είναι απλώς ένα «ξεδίπλωμα» της έντασης (intension) των «εννοιών». Είναι απλώς θεμελιωμένη σε αυτές.

Και αυτό που ισχύει άμεσα για τις αρχές ισχύει έμμεσα για τις <προτάσεις> που προέρχονται απαγωγικά από αυτές. Απλώς δεν είμαστε μέσα στην ψυχολογία, σε οποιαδήποτε σφαίρα εμπειρισμού και πιθανοτήτων. Ο κόσμος του μαθηματικού και του καθαρά λογικού είναι ένας κόσμος ιδεατών αντικειμένων, ένας κόσμος «εννοιών», όπως συνηθίζουν να λένε οι άνθρωποι. Εκεί όλη η αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο από ανάλυση των ουσιών ή των εννοιών. Αυτό που απαιτείται από τις έννοιες και είναι αδιαχώριστο από την ένταση τους, το νόημα, γίνεται γνωστό και τεκμηριώνεται.

Η διάκριση αναφέρεται επίσης ως αυτή μεταξύ του a priori και του a posteriori. /Τα καθαρά μαθηματικά είναι ένας a priori επιστημονικός κλάδος,// ολόκληρη η φυσική επιστήμη ένας a posteriori κλάδος. Ο ένας θεμελιώνεται πλήρως [50] σε εννοιολογικές ουσιότητες, ο άλλος στην εμπειρία με τα γεγονικά της περιστατικά. Οι μαθηματικές προτάσεις δεν απαιτούν αναφορά στην εμπειρία, ούτε καμία επαγωγή μέσω της εμπειρίας. Αυτό εννοείται λέγοντας ότι οι μαθηματικές προτάσεις είναι a priori. Δεν έχει κανένα νόημα να απαιτήσουμε κάτι τέτοιο [51] για αυτές. Το αντίθετο ισχύει για τις <προτάσεις> των φυσικών επιστημών. Ωστόσο, πρέπει να είναι κανένα αρκετά προσεκτικό έτσι ώστε να μην προκύψει περαιτέρω σύγχυση με τις έννοιες a priori και a posteriori, και να μην εννοηθεί τίποτε άλλο πέρα από αυτό που έχουμε εκθέσει. [ILTK]

ideal singulars

2013/02/03

Concepts comprising the laws of pure logic can have no empirical range. Their range or sphere is ideal singulars, not mental generalizations from multiple instantiations. [Barry Smith]

http://www.iep.utm.edu/husserl/"The> same goes for logic, Husserl says. Concepts comprising the laws of pure logic can have no empirical range. Their range or sphere is ideal singulars, not mental generalizations from multiple instantiations. The operators of logic are other than those mental acts that happen to share the same names: "and," "not," "is," "or," "implies," "may," "must," "should." Psychologically, there can be many factual acts of combining, negating, etc. Logically, there is only one "and," one "not," etc. Husserl concedes here, as he did for arithmetic, that the logical operators take their origin and meaning from the mental acts. This accounts for the equivocal character of logical terms, which refer both to ideal singulars, and to mental states and acts. But if you fail to notice this equivocation, you become ensnared in psychologism, losing the possibility of pure logic and unified science.

singular el

Created Πέμπτη 05 Δεκεμβρίου 2024

Οι έννοιες που συνιστούν τους νόμους της καθαρής λογικής δεν μπορούν να έχουν εμπειρικό εύρος. Το εύρος ή η σφαίρα τους είναι ιδεατά ενικά (ideal singulars,), όχι νοητικές γενικεύσεις από πολλαπλές περιπτώσεις. [Μπάρυ Σμιθ]

http://www.iep.utm.edu/husserl/"Το> ίδιο ισχύει και για τη λογική, λέει ο Husserl. Οι έννοιες που συνιστούν τους νόμους της καθαρής λογικής δεν μπορούν να έχουν εμπειρικό εύρος. Το εύρος ή η σφαίρα τους είναι ιδεατά ενικά (ideal singulars,), όχι νοητικές γενικεύσεις από πολλαπλές περιπτώσεις. Οι τελεστές της λογικής είναι άλλοι από εκείνα τα νοητικά ενεργήματα που τυχαίνει να μοιράζονται τα ίδια ονόματα: «και», «όχι», «είναι», «ή», «υποδηλώνει», «μπορεί», «πρέπει», «οφείλει». Ψυχολογικά, μπορεί να υπάρχουν πολλά γεγονικά ενεργήματα συνδυασμού, άρνησης κ.λπ. Λογικά, υπάρχει μόνο ένα «και», ένα «όχι» κ.λπ. Ο Husserl δέχεται εδώ, όπως έκανε για την αριθμητική, ότι οι λογικοί τελεστές έλκουν την καταγωγή και το νόημα τους τα νοητικά ενεργήματα. Αυτό εξηγεί τον διφορούμενο χαρακτήρα των λογικών όρων, που αναφέρονται τόσο σε ιδεατά ενικά όσο και σε νοητικές καταστάσεις και ενεργήματα. Αλλά αν αποτύχετε να παρατηρήσετε αυτή την αμφισημία, παγιδεύεστε στον ψυχολογισμό, χάνοντας τη δυνατότητα της καθαρής λογικής και της ενοποιημένης επιστήμης.

Generated at: 2024-12-05 14:51:33