Created Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Koichi Miyata 2002
Μετάφραση του: Koichi Miyata (Πανεπιστήμιο Soka) 2002 - On Husserl's Theory of Language
Είναι ευρέως γνωστό ότι η σύγχρονη φιλοσοφία έχει αναπτυχθεί από στοχασμούς για τη γλώσσα ως το σημαντικό μέσο της. Ωστόσο, δεν είναι τόσο σαφές γιατί η γλώσσα πρέπει να ερευνηθεί μέσα στη φιλοσοφία. Στην εισαγωγή του δεύτερου τόμου των Λογικών Ερευνών, ο Χούσερλ έδωσε τον λόγο για τον οποίο οι φιλόσοφοι θα έπρεπε να ξεκινήσουν τις έρευνες της λογικής με αυτές της γλώσσας ως εξής.
Ο Χούσερλ δήλωσε,
«Όλη η θεωρητική έρευνα, αν και σε καμία περίπτωση δεν διεξάγεται αποκλειστικά σε ενεργήματα λεκτικής έκφρασης (ausdrücklichen Akten) ή πλήρους εκφοράς (Aussagen), ωστόσο καταλήγει σε μια τέτοια εκφορά. Μόνο με αυτή τη μορφή, η αλήθεια, ιδιαίτερα η αλήθεια της θεωρίας, μπορεί να γίνει μόνιμη κατοχή της επιστήμης, ένας τεκμηριωμένος και πάντα διαθέσιμος θησαυρός για τη γνώση και την περαιτέρω επιδιωκόμενη (weiterstrebenden) έρευνα. Όποια και αν είναι η σύνδεση της σκέψης με την ομιλία, ανεξάρτητα από το αν η εμφάνιση των τελικών (abschließenden) μας κρίσεων με τη μορφή λεκτικών δηλώσεων (Behauptung) έχει ουσιώδη αναγκαία θεμελίωση, είναι τουλάχιστον ξεκάθαρο ότι οι κρίσεις που προέρχονται από ανώτερες πνευματικές σφαίρες, και ιδιαίτερα από τις σφαίρες της επιστήμης, μετά βίας θα μπορούσαν να προκύψουν χωρίς λεκτική έκφραση (sprachlichen Ausdruck)». (Εισαγωγή, ενότητα 2) {Hua XIX/1: 7-8}
Έτσι ο Χούσερλ πίστευε ότι η λεκτική έκφραση, η γλώσσα είναι αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα της επιστημονικής αλήθειας.
Το ερώτημα είναι εάν η γλώσσα μπορεί ή όχι να εκφράσει την αλήθεια όπως αναμένεται. Φυσικά η απάντηση του Χούσερλ ήταν ναι.
Αν και η συνηθισμένη γλώσσα είναι διφορούμενη και περιέχει «ουσιωδώς περιστασιακές εκφράσεις» (Έρευνα 1, τμήμα 26) που αναφέρονται σε διαφορετικά αντικείμενα ή συμβάντα σε διαφορετικά περιβάλλοντα, για παράδειγμα «εγώ» και «σήμερα», ο Χούσερλ πίστευε ότι αν επινοήσουμε ένα επαρκές μέσο, η γλώσσα μπορεί να εκφράσει την αλήθεια.
Η θεωρία του για τη γλώσσα και τη σημασία είναι η προσπάθειά του να δείξει αυτή τη δυνατότητα.
Ο Χούσερλ ξεκίνησε την έρευνά του για τη γλώσσα από την ουσιώδη διάκριση μεταξύ «έκφρασης (Ausdruck, expression» και «σημείου (Zeichen, sign)».
Δήλωσε,
«Κάθε σημείο είναι ένα σημείο για κάτι, αλλά δεν έχει κάθε σημείο μια «σημασία (Bedeutung, meaning)», ένα «νόημα (Sinn, sense)» που το σημείο «εκφράζει (ausgedrückt)». .... Σημεία με την έννοια των «ενδείξεων (Anzeichen, indications)» (σημειώσεις (Kennzeichen), σημάδια (Merkzeichen) κ.λπ.) δεν εκφράζουν τίποτα, εκτός εάν τυχαίνει να πληρούν μια σημαίνουσα (Bedeutungsfunktion) όσο και ενδεικτική (Funktion des Anzeigens) λειτουργία.» (Έρευνα 1, ενότητα 1) {Hua XIX/1: 30}
Μέσα στα σημεία, ο Χούσερλ διέκρινε τις εκφράσεις από τις ενδείξεις.
Μια έκφραση έχει μια σημασία και ενδεικνύει κάτι μέσω της σημασίας της, αλλά μια ένδειξη ενδεικνύει κάτι χωρίς σημασία.
Η ενδεικτική λειτουργία μιας ένδειξης προέρχεται από νοητικές συσχετίσεις.
«Ένα πράγμα είναι απλώς μια ένδειξη εάν και όπου χρησιμεύει πράγματι για να δείξει κάτι σε κάποιο σκεπτόμενο ον». (Έρευνα 1, ενότητα 2)
«Η πίστη (Überzeugung) του στο είναι του πρώτου βιώνεται ως μη ενορατικό (nichteinsichtiges) κίνητρο για μια πίστη στην υπόθεση του είναι (Vermutung vom Sein) του δεύτερου.» (ό.π.) {Hua XIX/1: 32¨}
Αυτή η σχέση του μη εναργούς κινήτρου αναπαριστάνει μια περιγραφική ενότητα μεταξύ των κρισιακών ενεργημάτων μας, στα οποία συγκροτείται για έναν στοχαστή μια (υποκειμενική) σχέση μεταξύ ενδεικτικών και ενδεικνυόμενων πραγμάτων.
Δεν υπάρχουν αντικειμενικές συνδέσεις ανάμεσα σε ένα ενδεικτικό πράγμα και ένα ενδεικνυόμενο πράγμα.
Ως εκ τούτου, ένα ενδεικτικό πράγμα μπορεί να ενδεικνύει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Μια ένδειξη δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα σημείο για τη διατήρηση της αλήθειας.
Σε αντίθεση με μια ένδειξη, μια λεκτική έκφραση (γλώσσα) έχει χαρακτηριστικά ότι ενδεικνύει κάτι (ένα αντικείμενο) μέσω της σημασίας της.
Ωστόσο, μπορεί να προκύψει αμφιβολία εάν μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός αντικειμένου έχει το ίδιο μη εναργές κίνητρο όπως στην περίπτωση μιας ένδειξης.
Ο Χούσερλ απάντησε ως εξής.
Διέκρινε μια έκφραση, ένα νόημα και ένα αντικείμενο.
Σχετικά με τη σύνδεση μιας έκφρασης και ενός νοήματος, ο Χούσερλ πίστευε ότι όταν μια έκφραση χρησιμοποιείται για επικοινωνία, η σύνδεση έχει ένα μη εναργές κίνητρο, αλλά όταν χρησιμοποιείται για την έκφραση της σκέψης κάποιου στην απομονωμένη νοητική ζωή, η σύνδεση έχει ένα εναργές κίνητρο για τον στοχαστή.
Στην τελευταία περίπτωση, ο Χούσερλ πίστευε ότι όχι μόνο μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός νοήματος, αλλά και μια σύνδεση μεταξύ ενός νοήματος και ενός αντικειμένου μπορεί να έχει εναργές κίνητρο.
Όταν μια έκφραση χρησιμοποιείται για επικοινωνία, μερικές φορές βιώνουμε ότι ένας ακροατής δεν μπορεί να κατανοήσει εναργώς το νόημα ή την απόβλεψη της έκφρασης του ομιλητή και ο ακροατής πρέπει να μαντέψει το νόημα.
Ο Χούσερλ γενίκευσε από τέτοιες εμπειρίες ότι, όταν μια έκφραση χρησιμοποιείται για επικοινωνία, η έκφραση χρησιμοποιείται ως ένδειξη της σημασίας ή της απόβλεψης του ομιλητή που ο ακροατής πρέπει να μαντέψει από την έκφραση.
Πίστευε ότι μεταξύ της έκφρασης του ομιλητή και του νοήματός της, υπάρχει ένα νοητικό μέσο, δηλαδή το σημασιακό ενέργημα (Akt der Signifikation, act of signification) ή η απόβλεψη (intention) του ομιλητή.
Πίστευε ότι καθώς δεν μπορούμε να γνωρίσουμε άμεσα τον άλλο νου, ένας ακροατής δεν μπορεί να γνωρίζει εάν η κατανόησή του σχετικά με την απόβλεψη του ομιλητή που εκφράζεται στην έκφραση είναι ορθή.
Επομένως, μια σύνδεση μεταξύ της έκφρασης του ομιλητή και του νοήματος που σκοπεύει να δώσει ο ομιλητής δεν είναι προφανής για έναν ακροατή.
(Σε αυτή την περίπτωση ένα νόημα θεωρείται ως μια ιδιωτική ιδέα, νομίζω.)
Υπάρχει τότε κάποια περίπτωση όπου μια έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι ως μια ένδειξη;
Ο Χούσερλ βρήκε την περίπτωση στη χρήση μιας έκφρασης για την έκφραση της δικής μου σκέψης.
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Οι εκφράσεις παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο στη μη επικοινωνιακή, ψυχική ζωή. Αυτή η αλλαγή στη λειτουργία ξεκάθαρα δεν έχει να κάνει με οτιδήποτε κάνει μια έκφραση έκφραση. Οι εκφράσεις συνεχίζουν να έχουν σημασίες όπως είχαν πριν, και τις ίδιες σημασίες όπως στο διάλογο». (Έρευνα 1, ενότητα 8) {Hua XIX/1: 41}
Σε αυτή την περίπτωση, δήλωσε,
«Οι λέξεις λειτουργούν ως σημεία εδώ όπως και παντού: παντού μπορούμε να πούμε ότι δείχνουν σε κάτι.» (ό.π.)
Συνέχισε,
«Αν αναστοχαστούμε τη σχέση της έκφρασης (Ausdruck) με τη σημασία (Bedeutung), και για αυτό το σκοπό διαμερίσουμε (zergliedern) τo σύνθετo, στενά ενοποιημένo βίωμα της γεμάτης νόημα (sinnerfüllten) έκφρασης, στους δύο παράγοντες λέξη (Wort) και νόημα (Sinn), η λέξη έρχεται μπροστά μας ως εγγενώς αδιάφορη, ενώ το νόημα "βλέπει" (abgesehen) το πράγμα στο οποίο στοχεύουν τα λεκτικά σημάδια (Zeichens), και εννοείται (gemeint) με τη μεσολάβηση τους: η έκφραση φαίνεται να κατευθύνει (hinzulenken) το ενδιαφέρον μακριά από τον εαυτό της προς το νόημα της, και να δείχνει (hinzuzeigen) προς το τελευταίο». (ό.π.) {Hua XIX/1: 42}
Εν ολίγοις, ο Χούσερλ είπε ότι μια έκφραση είναι ένα σημείο που δείχνει το νόημα του.
Ωστόσο, μια λειτουργία του καταδεικνύειν σε εκφράσεις πρέπει να διακρίνεται από αυτή του ενδεικνύειν σε ενδείξεις.
Ο Χούσερλ το είπε αυτό με το σκεπτικό ότι, ενώ μια ένδειξη είναι υπάρχουσα, μια έκφραση στο μονόλογο μπορεί να είναι φανταστική παρά ενεργεία.
Αλλά νομίζω ότι η βάση για τη διάκριση μιας έκφρασης στον μονόλογο από μια ένδειξη είναι, όπως δείχνει το παραπάνω απόσπασμα, ότι, αν και στο μονόλογο ένα νόημα, μια ιδέα είναι ήδη γνωστή στον στοχαστή, και οι λέξεις είναι κάτι που εκφράζει το νόημα, στο διάλογο το νόημα δεν είναι ποτέ γνωστό σε έναν ακροατή, και οι λέξεις μπορούν να είναι μόνο μια ένδειξη του νοήματος.
Αν και το νόημα είναι ένα νόημα μιας έκφρασης, είναι, πιο θεμελιωδώς, μια ιδέα.
Για έναν στοχαστή μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός νοήματος (μιας ιδέας) είναι εναργής.
Ο Χούσερλ δήλωσε,
«Σε έναν μονόλογο οι λέξεις δεν μπορούν να επιτελέσουν καμία λειτουργία ένδειξης της ύπαρξης ψυχικών ενεργημάτων, αφού μια τέτοια ένδειξη θα ήταν εντελώς άσκοπη. Διότι τα εν λόγω ενεργήματα βιώνονται από εμάς εκείνη ακριβώς τη στιγμή (im selben Augenblick).» (ibid.) (Έρευνα 1, ενότητα 8) {Hua XIX/1: 43}
Αν και μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός νοήματος μπορεί να είναι εναργής σε έναν στοχαστή σε μια στιγμή, η σύνδεση δεν είναι πάντα εναργής.
Μερικές φορές ξεχνάμε το νόημα μιας έκφρασης και χρησιμοποιούμε κακώς μια έκφραση στην καθημερινή μας ζωή.
Επομένως, δεν μπορούμε να δώσουμε το προνόμιο σε έναν στοχαστή να ισχυριστεί ότι γνωρίζει μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός νοήματος.
(Αυτή είναι μια κριτική στην ιδιωτική γλώσσα.)
Ωστόσο, ο Χούσερλ προσπάθησε να κάνει μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός νοήματος αναγκαία, με την ιδεοποίηση μιας έκφρασης και ενός νοήματος.
Αργότερα εξετάζουμε τι είναι η ιδεοποίηση εν γένει.
Σχετικά με την ιδεοποίηση μιας έκφρασης, ο Χούσερλ δήλωσε:
«Η ιδεατότητα της σχέσης μεταξύ έκφρασης και σημασίας είναι άμεσα ξεκάθαρη σε σχέση και με τις δύο πλευρές της, στο βαθμό που, όταν ζητάμε τη σημασία μιας έκφρασης [...], δεν αναφερόμαστε στην ηχητική σχηματομορφή (Lautgebilde) που εκφέρεται (geäußerte) εδώ και τώρα, στον ήχο που εξαφανίζεται (flüchtigen) που δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί (wiederkehrrenden) πανομοιότυπα: εννοούμε (meinen) την έκφραση κατά είδος. Μια έκφραση, π.χ. «τετραγωνικό υπόλοιπο», είναι η ίδια έκφραση από οποιοδήποτε την εκφέρει». (Έρευνα 1, ενότητα 11) {Hua XIX/1: 48-49}
Μέσα στις εκφράσεις (γλώσσα) ο Χούσερλ διέκρινε την ομιλία (parole) από τη γλώσσα (langue) (με την έννοια του Σωσσύρ), και ερμήνευσε την πρώτη ως χρονική = ποικίλη = γεγονική, και τη δεύτερη ως αιώνια = ταυτή = ιδεατή.
Με αυτή τη διάκριση, ο Χούσερλ εισήγαγε την οντολογική διαφορά μέσα στις εκφράσεις, και πίστευε ότι, αν και οι εκφράσεις μπορούν να είναι τόσο ομιλία όσο και γλώσσα, η τελευταία είναι πιο θεμελιώδης για τις εκφράσεις.
Επιπλέον, ο Χούσερλ πίστευε ότι όχι μόνο μια έκφραση αλλά και μια σημασία μιας έκφρασης είναι ιδεατή.
Δήλωσε,
«Διακρίνουμε τα ιδεατά περιεχόμενα (idealen Inhalt) από τα παροδικά βιώματα της βεβαίωσης (Fürwahrhaltens, affirming) και της εκφοράς (Aussage, assertion): είναι η σημασία της εκφοράς, μια ενότητα της πολλαπλότητας. Συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε την ταυτότητα της απόβλεψης σε εναργή ενεργήματα αναστοχασμού: δεν την αποδίδουμε αυθαίρετα στις εκφορές μας, αλλά την ανακαλύπτουμε σε αυτές». (ibid.) {Hua XIX/1: 50}
Όχι μόνο μια έκφραση που χρησιμοποιείται σε κάθε εκφράζεσθαι ιδεοποιείται ως μια ιδεατή, ταυτόσημη έκφραση, αλλά επίσης μια σημασία μιας έκφρασης ιδεοποιείται ως ιδεατή, ταυτόσημη σημασία στις επαναλήψεις του εκφράζεσθαι.
Στην περίπτωση μιας σημασίας καθώς και σε αυτή μιας έκφρασης, μια σημασία μιας έκφρασης μπορεί να είναι τόσο χρονική, γεγονική σε κάθε εκφράζεσθαι όσο και αιώνια, ιδεατή, ταυτόσημη στις επαναλήψεις του εκφράζεσθαι.
Με αυτήν την ιδεοποίηση των εκφράσεων και των σημασιών, ο Χούσερλ ιδεοποιεί επίσης μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και της σημασίας της.
(Σε αυτή την περίπτωση η ιδεοποίηση (ideation) είναι το ίδιο με την εξιδανίκευση (idealization).)
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Κάποιο επαναλαμβάνει αυτό που είναι στην ουσία «η ίδια» εκφορά (Aussage), και κάποιο την επαναλαμβάνει επειδή είναι η μία, μοναδικά κατάλληλη (angemessene) μορφή έκφρασης (Ausdruckform) του ταυτόσημου πράγματος, δηλαδή της σημασίας του». (ό.π.) {Hua XIX/1: 49}
Ο Χούσερλ πίστευε ότι μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και της σημασίας της μπορεί να επαναληφθεί.
Λαμβάνοντας υπόψη το προηγούμενο επιχείρημα, ο Χούσερλ θεώρησε ότι μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και της σημασίας της, που χρησιμοποιείται στην απομονωμένη σκέψη, δεν είναι μόνο γεγονικά εναργής για τον στοχαστή αλλά και ιδεατά ταυτόσημη στις επαναλήψεις της σκέψης μέσω ιδεοποίησης μιας έκφρασης και της σημασίας της.
Όχι μόνο μια έκφραση συνδέεται με τη σημασία της, αλλά και μια σημασία πρέπει να συνδέεται με ένα αντικείμενο.
Αν και μια σημασία είναι ουσιώδης για μια έκφραση, και «η σχέση με ένα ενεργεία δοσμένο αντικειμενικό σύστοιχο δεν είναι ουσιώδης για μια έκφραση (Έρευνα 1, ενότητα 14)», μια έκφραση που δεν δηλώνει τίποτα για ένα αντικείμενο δεν έχει καμία χρησιμότητα, εφόσον μια έκφραση χρησιμοποιείται ως συνθήκη για την επιστήμη.
Σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ μιας σημασίας μιας έκφρασης και ενός αντικειμένου, ο Χούσερλ δήλωσε:
«Μια έκφραση αναφέρεται σε ένα αντικειμενικό σύστοιχο μόνο επειδή σημαίνει κάτι, μπορεί δικαίως να ειπωθεί ότι σημαίνει ή ονομάζει το αντικείμενο μέσω της σημασίας της.» (Έρευνα 1, ενότητα 13)
Μια έκφραση μπορεί να συνδεθεί με ένα αντικείμενο επειδή μια σημασία δεν είναι μόνο η σημασία μιας έκφρασης, ένα περιεχόμενο (ιδέα) σκέψης αλλά και ένα πληρωματικό νόημα που δίνεται σε μια εποπτεία ενός αντικειμένου.
Ο Χούσερλ δήλωσε,
«Έχουμε το ιδεατό σύστοιχο του αντικειμένου στα ενεργήματα σημασιακής πλήρωσης (Akte der Bedeutungserfüllung) που το συγκροτούν, το πληρωματικό νόημα (erfüllende Sinn).» (Έρευνα 1, ενότητα 14).
Η λέξη «σύστοιχο» σημαίνει όχι μόνο ότι ένα νόημα πλήρωσης συσχετίζεται με ένα αντικείμενο, αλλά επίσης ότι ένα νόημα πλήρωσης σχετίζεται με ένα αποβλεπτικό νόημα.
Ένα νόημα πλήρωσης είναι ένα νόημα που δίνεται σε μια εποπτεία ενός αντικειμένου, ενώ ένα αποβλεπτικό νόημα είναι ένα νόημα σκέψης, ένα περιεχόμενο της σκέψης.
Ένα πληρωματικό νόημα ονομάζεται «εννοιολογική ουσία» (Έρευνα 1, ενότητα 21) και ένα αποβλεπτικό νόημα ονομάζεται «σημασία της έκφρασης ως τέτοια» (Έρευνα 1, ενότητα 14).
Μια σύνδεση μεταξύ ενός αντικειμένου και ενός πληρωματικού νοήματος είναι εναργής στην εποπτεία του αντικειμένου. Όταν ένα αντικείμενο εποπτεύεται ως έτσι και έτσι, αυτό το «έτσι και έτσι» είναι το πληρωματικό νόημα.
Ένα πληρωματικό νόημα μπορεί επίσης να ιδεοποιηθεί.
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Η ιδεατή σύλληψη του ενεργήματος που προσδίδει νόημα μας αποδίδει την Ιδέα της αποβλεπτικής σημασίας, ακριβώς όπως η ιδεατή σύλληψη της σύστοιχης ουσίας του ενεργήματος που πληρώνει τη σημασία, αποδίδει την πληρωματική σημασία, ομοίως ως Ιδέα». (ό.π.)
Όταν εκφράζουμε για ένα εποπτευόμενο αντικείμενο ότι είναι έτσι και έτσι, αυτό το εκφρασμένο έτσι και έτσι είναι, στο βαθμό που συλλαμβάνεται ως μια σημασία της έκφρασης, μόνο ένα αποβλεπτικό νόημα.
Ωστόσο, όταν συλλαμβάνεται ως σύστοιχο ενός αντικειμένου, είναι ένα πληρωματικό νόημα.
Μια έκφραση μπορεί να συνδεθεί με ένα αντικείμενο, εάν και μόνο εάν ένα αποβλεπτικό νόημα συμπίπτει με ένα πληρωματικό νόημα.
Όταν εποπτεύουμε ένα αντικείμενο, μια σύμπτωση μεταξύ ενός αποβλεπτικού νοήματος και ενός πληρωματικού νοήματος, μπορεί να είναι εναργής.
Η σύμπτωση μπορεί να ιδεοποιηθεί ως ταυτότητα σε επαναλήψεις σύμπτωσης.
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Αν στην αρχή παραμείνουμε στην έννοια της αλήθειας που μόλις προτείναμε, η αλήθεια, ως το σύστοιχο ενός ενεργήματος ταυτοποίησης, είναι μια κατάσταση πραγμάτων (Sachverhalt), και, ως το σύστοιχο μιας επικαλυπτικής (deckenden, coincident) ταυτοποίησης, μια ταυτότητα: η πλήρης συμφωνία (Übereinstimmung) αυτού που εννοείται (Gemeintem) [ένα αποβλεπτικό νόημα] και αυτού που δίνεται (Gegebenem) ως τέτοιο [ένα πληρωματικό νόημα]. .... Πρέπει να επιτρέψουμε ότι η επιτέλεση (Vollzug) μιας ταυτοποιητικής επικάλυψης (Deckung) δεν είναι ακόμη μια ενεργεία αντίληψη μιας αντικειμενικής (gegenständlichen) συμφωνίας, αλλά γίνεται τέτοια μόνο μέσω του δικού της ενεργήματος αντικειμενοποιητικής ερμηνείας (Auffassung), της δικής της ματιάς (Hinblicken) προς την παρούσα (vorhandene) αλήθεια.» (Έρευνα 6, ενότητα 39) {Hua XIX/1: 651-2, 652}
Συνοψίζοντας αυτά τα επιχειρήματα του Χούσερλ, μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός αντικειμένου διαμεσολαβείται μέσω μιας σημασίας.
Μια σημασία είναι, πρώτον, μια σημασία μιας έκφρασης, και, δεύτερον, ένα περιεχόμενο (μια ιδέα) της σκέψης = ένα αποβλεπτικό νόημα, και, τρίτον, ένα πληρωματικό (erfüllt) νόημα (η εννοιολογική ουσία ενός αντικειμένου) .
Εάν και μόνο εάν αυτές οι τρεις σημασίες συμπίπτουν, μπορεί μια έκφραση να συνδεθεί με ένα αντικείμενο.
Ο Χούσερλ πίστευε ότι αυτή η διαδικασία της σύμπτωσης μπορεί να αναγνωριστεί εναργώς και ότι η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί.
Πίστευε ότι η ταυτότητα στις επαναλήψεις της διαδικασίας είναι μια ιδεατή ταυτότητα.
Βρήκε, πίστευε, ότι υπάρχουν ιδεατές εκφράσεις, ιδεατές σημασίες εκφράσεων, ιδεατά αποβλεπτικά νοήματα, και ιδεατά πληρωματικά νοήματα.
Πίστευε ότι μια σχέση μεταξύ τους μπορεί να τεκμηριωθεί οριστικά/σαφώς (definitely).
Ο Χούσερλ πίστευε ότι η σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης, μιας σημασίας και ενός αντικειμένου είναι αναγκαία για την επιστήμη.
Ο Χούσερλ δήλωσε,
«Οτιδήποτε υπάρχει μπορεί να αναγνωριστεί (erkennbar) «καθ`εαυτό», και το Είναι του είναι περιεχομενικά προσδιορισμένο Είναι, που μπορεί να τεκμηριωθεί (dokumentiert) στην «αλήθεια καθ΄εαυτή» (Wahrheiten an sich). Ένα ον έχει καθ΄εαυτό ορισμένες ιδιότητες (Beschaffenheiten) και σχέσεις (Verhältnisse), [...] και οτιδήποτε είναι καθ΄εαυτό προσδιορισμένο μπορεί να οριστεί αντικειμενικά, και οτιδήποτε μπορεί να οριστεί αντικειμενικά μπορεί να εκφραστεί ιδεατά, να εκφραστεί σε σταθερά προσδιορισμένες λεξικές σημασίες (Wortbedeutungen). Το Είναι καθ΄εαυτό αντιστοιχεί (entsprechen) στην αλήθεια καθ´ εαυτή, και η αλήθεια καθ΄εαυτή αντιστοιχεί σε μια σταθερή, μονοσήμαντη (eindeutigen, univocal) εκφορά (Aussagen) καθ εαυτή.» (Έρευνα 1, ενότητα 28) {Hua XIX/1: 95} Ενέκρινε «έναν ιδεατό, απεριόριστο αντικειμενικό λόγο (Schrankenlosigkeit der objektiven Vernunft)» (ό.π.).
Στην προηγούμενη εξέταση θεώρησα σκόπιμα την ιδεατότητα ως ταυτότητα στις επαναλήψεις.
Στις Λογικές Έρευνες, ωστόσο, ο Χούσερλ χρησιμοποίησε το «ιδεατό» με άλλο τρόπο.
Ο Χούσερλ διέκρινε τα πραγματικά αντικείμενα από τα μαθηματικά και τα λογικά αντικείμενα που είναι μη χρονικά και τα οποία ονόμασε ιδεατά αντικείμενα.
Σε αυτή την περίπτωση η ιδεατότητα δεν θεωρείται ως ταυτότητα στις επαναλήψεις αλλά ως θεμέλιο για τη ταυτότητα.
Στην Έρευνα 2, ο Χούσερλ συζήτησε τη χρήση του «ίδιου» και διέκρινε την ομοιότητα από την ταυτότητα.
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Κάθε ομοιότητα (Gleichheit) σχετίζεται με ένα είδος (Spezies), στο οποίο υπάγονται τα αντικείμενα που συγκρίνονται (Verglichenen)· αυτό το είδος δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απλώς «όμοιο» στις δύο περιπτώσεις, εάν η χειρότερη από τις άπειρες παλινδρομήσεις (regressus in infinitum) δεν ήταν να γίνει αναπόφευκτη. .... Αν δύο πράγματα είναι «όμοια» όσον αφορά τη μορφή (Form), τότε το εν λόγω είδος μορφής (Formspezies) είναι το ταυτοτικό (Identische)· εάν είναι «όμοια» όσον αφορά το χρώμα, το ίδιο ισχύει και για τα χρωματικά είδη κ.λπ. κτλ.» (Έρευνα 2, ενότητα 3) {Hua XIX/1: 118}
Ο Χούσερλ πίστευε ότι «ίδιο» ή «όμοιο» σημαίνει «ομοιότητα» στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα σημαίνει «ταυτότητα» κατά Είδος ή ιδεατό αντικείμενο.
Ο Χούσερλ χρησιμοποίησε μια διχοτομία μεταξύ
και
Εξετάζοντας τα ιδεατά αντικείμενα όχι ως ταυτότητα σε επαναλήψεις αλλά ως Είδος, ο Χούσερλ υποστήριξε ότι ένα Είδος μπορεί να συλληφθεί μέσω ειδικών ψυχικών ενεργημάτων, δηλαδή, την «ιδεοποίηση (Ideation)» (Έρευνα 2, ενότητα 15), την «ιδεοποιητική ή γενικευτική αφαίρεση (ideierender oder generalisierender Abstraktion)» Έρευνα 2, ενότητα 42). {Hua XIX/1: 226}
Δήλωσε,
«Το ενέργημα στο οποίο εννοούμε το Είδος, είναι στην πραγματικότητα ουσιωδώς διαφορετικό από το ενέργημα στο οποίο εννοούμε το άτομο». (Έρευνα 2, ενότητα 1)
Στην Έρευνα 6 ο Χούσερλ ονόμασε γενικά τέτοια ειδικά ψυχικά ενεργήματα ως «κατηγοριακά ενεργήματα».
Ο Χούσερλ δήλωσε:
«Η αφαίρεση αρχίζει να λειτουργεί με βάση τις πρωταρχικές εποπτείες (primärer Anschauungen), και μαζί τους αναδύεται ένας νέος κατηγοριακός ενεργηματικός χαρακτήρας (kategorialer Aktcharacter), στον οποίο γίνεται φανερό ένα νέο είδος αντικειμενικότητας (Art von Objectivität), μια αντικειμενικότητα που μπορεί να γίνει εναργής μόνο σε ένα τέτοιο στηριγμένο (fundierten) ενέργημα. Φυσικά δεν εννοώ εδώ την «αφαίρεση» απλώς με την έννοια της έμφασης (Hervorhebung) κάποιας μη ανεξάρτητης στιγμής σε ένα αισθητό αντικείμενο, αλλά την ιδεοποιητική αφαίρεση, στην οποία δίνεται (Gegensein) ενεργεία στη συνείδηση, η Ιδέα της, το καθολικό της. Πρέπει να προϋποθέσουμε ένα τέτοιο ενέργημα, έτσι ώστε το ίδιο το είδος (Art), στο οποίο αναφέρονται (gegenüber) οι πολλαπλές ενικές στιγμές «ενός και του ίδιου είδους», να μπορεί να έρθει μπροστά μας, και να έρθει μπροστά μας ως ένα και το αυτό». (Έρευνα 6, ενότητα 52) {Hua XIX/1: 690-1}
Ακόμα κι αν ένα ιδεατό αντικείμενο, ένα Είδος, μπορεί να συλληφθεί μέσω της ιδεοποιητικής αφαίρεσης από μια μη ανεξάρτητη στιγμή σε ένα αισθητό αντικείμενο, πώς μπορεί να συλληφθεί η ταυτότητα ενός ιδεατού αντικειμένου στις επαναλήψεις ιδεοποιητικών αφαιρέσεων;
Ο Χούσερλ απάντησε:
«Γνωρίζουμε την ταυτότητα του καθολικού (Identität des Allgemeinen) μέσω της επαναλαμβανόμενης επιτέλεσης (Vollzuge) τέτοιων ενεργημάτων με βάση πολλές ατομικές εποπτείες, και το κάνουμε ξεκάθαρα (offenbar) σε ένα (übergreifenden) ενέργημα ταύτισης (Akte der Identifizierung) που φέρνει όλες αυτά τα ενικά ενεργήματα αφαίρεσης (Abstraktionsakte) σε μια σύνθεση...» (ό.π.) {691}
Σε αυτό το επιχείρημα ένα ιδεατό αντικείμενο, ένα Είδος, ένα Καθολικό δεν θεωρείται ως βάση για την ταυτότητα.
Μάλλον η ταυτότητα ενός ιδεατού αντικειμένου μπορεί να συλληφθεί μέσω ενός ταυτοποιητικού ενεργήματος που είναι ένα ειδικό ψυχικό ενέργημα.
Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός του Χούσερλ επιτρέπει μια άλλη ερμηνεία, ότι στις επαναλήψεις των ενεργημάτων ταύτισης δεν επαναλαμβάνεται μια ταυτόσημη ταυτότητα ενός ιδεατού αντικειμένου, αλλά μια νέα ταυτότητα συλλαμβάνεται εκ νέου επειδή ένα ενέργημα ταύτισης επιτελείται εκ νέου.
Η ιδέα του Χούσερλ ότι η ταυτότητα στις επαναλήψεις βασίζεται στην ταυτότητα ενός ιδεατού αντικειμένου δεν είναι επιτυχής, επειδή η ταυτότητα ενός ιδεατού αντικειμένου θα πρέπει να συλληφθεί εκ νέου στις επαναλήψεις των ενεργημάτων ταύτισης.
Αυτό σημαίνει ότι, αν και υποθέτουμε ότι χρησιμοποιούμε μια ταυτόσημη έκφραση στις επαναλήψεις της, δεν πρέπει να προϋποθέτουμε αλλά να επιβεβαιώνουμε εκ νέου την ταυτότητα της έκφρασης.
Επιπλέον, σημαίνει ότι μια σύνδεση μεταξύ μιας έκφρασης και ενός αντικειμένου θα πρέπει να επιβεβαιώνεται εκ νέου κάθε φορά που εκτελούμε ιδεοποίηση μιας έκφρασης, της σημασίας της, μιας αποβλεπτικής σημασίας, και μιας πληρωματικής σημασίας που είναι ένα σύστοιχο ενός αντικειμένου.
Τέλος, σημαίνει ότι δεν έχουμε ιδεατές εκφράσεις που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν αιώνια για τη διατήρηση της αλήθειας.
Στην Προέλευση της Γεωμετρίας, ο Χούσερλ εξέτασε ξανά ένα πρόβλημα της γλώσσας στα τελευταία του χρόνια. Εδώ η επιστήμη θεωρείται ως μια πολιτιστική «παράδοση» (σελ. 366). Εάν τα επιστημονικά επιτεύγματα, μέσω των οποίων μια ερευνήτρια ανακάλυψε την αλήθεια για πρώτη φορά, εκφραστούν, «τεκμηριωθούν γραπτώς» (σελ. 371) και παραδοθούν στην «επιστημονική κοινότητα ως κοινότητα αναγνώρισης» (σελ. 372), τότε η αλήθεια μπορεί να διατηρηθεί.
Ωστόσο, μια μη εναργής σύνδεση μεταξύ μιας λεκτικής έκφρασης και της σημασίας της ήταν πάντα σε κίνδυνο επειδή τα πνευματικά επιτεύγματα αναπόφευκτα «καθιζάνουν» (σελ. 371) σε μόνιμες λεκτικές εκφράσεις που μπορούν να παραδοθούν, επαναλαμβανόμενα και παθητικά, σε οποιοδήποτε.
Τα μέτρα για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος είναι να ληφθεί η προφύλαξη της
«επιφύλαξης των επιτευγμάτων σε μονοσήμαντες εκφράσεις» (σελ. 372).
«Αυτά τα μέτρα αφορούν την επιστημονική παράδοση στην ακαδημαϊκή κοινότητα». (Σ. 372-3)
«Η αλήθεια που εκφράζεται στις επιστημονικές εκφράσεις πρέπει να εκφράζεται οριστικώς, και να είναι αιώνια και επαναλαμβανόμενη ως ταυτόσημη». (ό.π.)
Η αλήθεια μπορεί να επαναληφθεί ως ταυτόσημη. Αυτό είναι «μια πεποίθηση των μελετητών» (ibid.).
Ωστόσο, μια τέτοια ακαδημαϊκή κοινότητα μπορεί να διακοπεί και «η ακαδημαϊκή παράδοση μπορεί να διακοπεί» (σελ. 377).
Στη συνέχεια, προκειμένου να αποκατασταθεί η ιζηματοποιημένη σημασία,
«Είναι αναγκαίο να τεκμηριωθεί, και να βεβαιωθεί σε ορισμένες προτάσεις πώς να παραχθούν τα πρωτότυπα επιτεύγματα από την προεπιστημονική δοτικότητα στον πολιτιστικό κόσμο». (Σελ. 375)
Και είναι επίσης αναγκαίο να παραχωρηθεί χωρίς διάλειμμα
«η ικανότητα να αποκατασταθεί εναργώς η αρχική σημασία από την ασαφή σημασία αυτών των προτάσεων». (ό.π.)
Εδώ ο Χούσερλ πίστευε ότι, όταν τα επιστημονικά επιτεύγματα παράγονται από τον προ-επιστημονικό πολιτιστικό κόσμο (βιόκοσμο) και τεκμηριώνονται με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στον βιόκοσμο, ακόμη και αν συμβαίνει διακοπή στη διαδοχή των επιστημονικών επιτευγμάτων, είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τα έγγραφα και να αποκαταστήσουμε τα αρχικά επιτεύγματα, εφόσον οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στον βιόκοσμο έχουν παραδοθεί.
Ωστόσο, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από εξαφανισμένα έθνη, ακόμη και αν είναι τεκμηριωμένες, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές εκτός εάν έχει παραδοθεί η χρήση αυτών των εκφράσεων.
Ωστόσο, τι σημαίνει να παραδώσουμε εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στον βιόκοσμο; Σημαίνει να παραδώσουμε την ίδια γλώσσα; Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι, αν και στη γλώσσα υπάρχουν ορισμένα μέρη που έχουν παραδοθεί σημαντικά αμετάβλητα, όπως το γραμματικό σύστημα, υπάρχουν άλλα μέρη που έχουν αλλάξει σημαντικά, όπως το λεξιλόγιο.
Ακόμα κι αν έχει παραδοθεί μια «ίδια» λέξη, μπορεί να έχει διαφορετικές σημασίες.
Μερικές φορές οι μεταβάσεις στις σημασίες έχουν παρατηρηθεί και τεκμηριωθεί, μερικές φορές παραμένουν απαρατήρητες και μη τεκμηριωμένες.
Όταν παρατηρούμε διαφορά σημασιών, μερικές φορές δεν έχουμε τρόπο να κατανοήσουμε την προηγούμενη σημασία.
Μπορεί να επιτρέπεται να πούμε ότι χρησιμοποιούμε την ίδια γλώσσα με πριν. Αλλά λέγοντάς το δεν βελτιώνει την κατανόηση της προηγούμενης γλώσσας.
Ο Χούσερλ δεν συζήτησε λεπτομερώς πώς παραδόθηκε μια γλώσσα και φαίνεται ότι δεν τον ενδιέφερε αυτό το πρόβλημα. Ανέφερε μόνο ότι είναι ουσιώδες να διατηρηθούν μονοσήμαντες λεκτικές εκφράσεις προκειμένου να παραδοθούν επιστημονικά επιτεύγματα.
Ωστόσο, νομίζω ότι είναι σημαντικό να διερευνηθεί πώς μπορούν να διατηρηθούν οι μονοσήμαντες λεκτικές εκφράσεις.
Στις Λογικές Έρευνες, ο Χούσερλ δήλωσε:
«Η αλήθεια καθ΄εαυτή αντιστοιχεί στο είναι καθ΄εαυτό, και μια ορισμένη μονοσήμαντη έκφραση καθ΄εαυτή αντιστοιχεί στην αλήθεια καθ΄εαυτή. Φυσικά, είναι αναγκαία, όχι μόνο επαρκή, σαφώς οριοθετημένα γλωσσικά σημεία, αλλά και αντίστοιχα επαρκείς εκφράσεις που έχουν ακριβείς σημασίες.» (Έρευνα 1, ενότητα 28).
Ωστόσο, την ίδια στιγμή ομολόγησε:
«Είμαστε, ωστόσο, απείρως μακριά από αυτό το ιδεατό». (ό.π.)
Όχι μόνο είναι αδύνατο να επινοηθεί μια μονοσήμαντη γλώσσα, αλλά μια άλλη δυσκολία προκύπτει επίσης στην Προέλευση της Γεωμετρίας, για το πώς να παραδοθεί μια τέτοια γλώσσα.
Σε αυτές τις δυσκολίες, νομίζω, είναι καλό για την ψυχική υγεία να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες διατήρησης της αλήθειας μέσω λεκτικών εκφράσεων.
Εάν είναι αδύνατο να διατηρηθεί η αλήθεια, η έννοια της λέξης «αλήθεια» θα πρέπει να αλλάξει.
Η λέξη «αλήθεια» δεν μπορεί να συνδεθεί με σημαίνοντα τρόπο με τη λέξη «αιώνιο» ή «ιδεατό». Σε αυτή την περίπτωση ποιες σημασίες της λέξης «αλήθεια» παραμένουν;
Όταν παρατηρούμε πώς οι μελετητές χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιούν τη λέξη στο παιχνίδι πειθούς καθώς υποστηρίζουν κάποιες προτάσεις επισημαίνοντας κάποιους λόγους στους αντιπάλους τους. Τονίζουν μόνο τον ισχυρισμό τους, χρησιμοποιώντας τη λέξη «αληθής». Υπάρχουν πολλοί τρόποι να επισημάνουμε λόγους στους αντιπάλους μας. Μπορούμε να δείξουμε κάποια τεκμηριωμένη απόδειξη ή να δείξουμε τη λογική σχέση μεταξύ του ισχυρισμού μας και του ισχυρισμού των αντιπάλων μας, κάτι που δείχνει μερικές φορές ότι οι αντίπαλοί μας και εμείς έχουμε ουσιαστικά τον ίδιο ισχυρισμό. Ή για να ενισχύσουμε τον ισχυρισμό μας παραθέτουμε κάποιες παρόμοιες λέξεις ή αποσπάσματα από βιβλία, στα οποία βασίζονται οι αντίπαλοί μας, μερικές φορές χρησιμοποιούμε εσκεμμένα τέτοιες λέξεις για να εξαπατήσουμε και να πείσουμε τους αντιπάλους μας. Ή μπορούμε να αναφέρουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες, οι οποίες μπορεί να είναι ψυχολογικές και δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινές. Ή μπορούμε να επισημάνουμε το κέρδος των αντιπάλων που θα κερδίσουν όταν αποδεχτούν τον ισχυρισμό μας.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποιος τρόπος είναι ο πιο πειστικός. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αυξήσουμε τους λόγους μας χρησιμοποιώντας τη λέξη «αληθής». Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για να τονίσουμε τον ισχυρισμό μας. Η δοκιμή του Χούσερλ να εξηγήσει την αλήθεια μέσω αντιστοιχίας μεταξύ αντικειμένων, αλήθειας (σημασιών) και εκφράσεων είναι μια προκατάληψη, η οποία δίνει ένα προνόμιο σε ένα από αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επισήμανση λόγων (grounds).
Όταν παρατηρούμε μια δικαστική υπόθεση, η οποία είναι ένα τυπικό παιχνίδι πειθούς, μπορεί να υπάρξουν πολλές διαφωνίες για την ερμηνεία νόμων και διαταγμάτων πριν από διαφωνίες για γεγονότα.
Παρομοίως μπορούμε να διαφωνήσουμε για τις σημασίες των εκφράσεων πριν επιχειρηματολογήσουμε για τα αντικείμενα, στα οποία αντιστοιχούν οι εκφράσεις. Οποιαδήποτε έκφραση μπορεί να κατανοηθεί διφορούμενα (equivocally). Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση με διαφορετικές σημασίες. Στις δικαστικές υποθέσεις, οι δικαστές μπορούν να επιλύσουν μια διαφορά σχετικά με την ερμηνεία των νόμων. Ωστόσο, δεν υπάρχει κριτής στο συνηθισμένο παιχνίδι πειθούς και η διαφωνία για τη σημασία μιας έκφρασης μπορεί να μην μπορεί να διευθετηθεί.