Created Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024
[Roman Rosdolsky (Trnsl. by Pete Burgess), The Making of Marx's Capital (1989), Pluto Press, pp. 194-202]
Στο προηγούμενο κεφάλαιο επισημάναμε δύο διαφορετικές διαδικασίες στην
ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Για τον εργάτη αυτή η ανταλλαγή απλά
αντιπροσωπεύει την πώληση της εργατικής του δύναμης για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό,
για μισθούς· αυτό που κερδίζει ο καπιταλιστής μέσω αυτής της ανταλλαγής είναι η εργασία
η ίδια, «η παραγωγική δύναμη που το κεφάλαιο αποκτά και πολλαπλασιάζεται»
Θέλουμε να ξεκινήσουμε εξετάζοντας την πρώτη από αυτές τις διαδικασίες, την ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου και εργατικής δύναμης.
Όπως σε κάθε ανταλλαγή, ο εργάτης εμφανίζεται εδώ ως ο ιδιοκτήτης του εμπορεύματος, εργατική δύναμη, που όμως δεν υπάρχει ως πράγμα εξωτερικά του, αλλά ως μέρος του ζωντανού του σώματος. Είναι λοιπόν προφανές ότι μπορεί να μεταβιβάσει μόνο τη διάθεση πάνω στην ικανότητά του να εργάζεται στον ιδιοκτήτη του χρήματος, στον καπιταλιστή, αν αυτή η διάθεση «περιορίζεται σε μια ειδική εργασία και περιορίζεται χρονικά (τόσος χρόνος εργασίας)».^1
Από αυτό προκύπτει ότι ο εργάτης «μπορεί πάντα να ξεκινήσει την ανταλλαγή εκ νέου μόλις έχει λάβει την ποσότητα των ουσιών που απαιτούνται για να αναπαράξει την εξωτερίκευση της ζωής του»· και αυτή η εργασία αποτελεί «μια συνεχή νέα πηγή ανταλλαγής με [195] το κεφάλαιο για τον εργάτη εφόσον είναι ικανός να εργαστεί». Η περιοδική επανάληψη της πράξης της ανταλλαγής είναι απλώς η έκφραση του γεγονότος ότι ο εργάτης «δεν είναι perpetuum mobile» (αεικίνητη μηχανή), και πρέπει πρώτα να κοιμηθεί και να φάει «προτού να μπορέσει να επαναλάβει την εργασία του και την ανταλλαγή του με το κεφάλαιο».^2 Εκτός από αυτό, η επανάληψη είναι μόνο φαινομενική (apparent). «Αυτό που ανταλλάσσει με το κεφάλαιο είναι ολόκληρη η εργασιακή του ικανότητα, την οποία ξοδεύει, ας πούμε, σε 20 χρόνια. Αντί να την πληρώσει εφάπαξ, το κεφάλαιο τον πληρώνει σε μικρές δόσεις», κάτι που φυσικά δεν αλλάζει τίποτα στη βασική φύση της σχέσης.^3
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο εργάτης είναι ιδιοκτήτης της εργατικής του δύναμης και χορηγεί μόνο προσωρινή διάθεση στο κεφάλαιο σε αντάλλαγμα είναι αποφασιστικής σημασίας, αφού θεωρείται ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά της σχέσης της μισθωτής εργασίας που την ανεβάζουν ιστορικά πάνω από προγενέστερους τρόπους εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, στη σχέση δουλείας ο πραγματικός άμεσος παραγωγός «ανήκει στον ατομικό καθέκαστο ιδιοκτήτη και είναι η δική του μηχανή εργασίας. Ως μια ολότητα δαπάνης δύναμης (force-expenditure) ως εργασιακή ικανότητα, είναι ένα πράγμα που ανήκει σε άλλον, και δεν σχετίζεται ως υποκείμενο στην καθέκαστη δαπάνη του δύναμης, ούτε στην πράξη της ζωντανής εργασίας.» Στη σχέση δουλοπαροικίας «αυτός [ο άμεσος παραγωγός] εμφανίζεται ως μια στιγμή της ιδιοκτησίας στην ίδια τη γη, είναι ένα προσάρτημα της γης, ακριβώς όπως τα βοοειδή». Αντίθετα, ο μισθωτός εργάτης «ανήκει στον εαυτό του». και έχει διάθεση για τις δαπάνες των δυνάμεών του μέσω ανταλλαγής». Αυτό που πουλάει «δεν είναι πάντα τίποτα περισσότερο από ένα ειδικό, καθέκαστο μέτρο δαπάνης δυνάμεων· η εργασιακή ικανότητα ως σύνολο είναι μεγαλύτερη από κάθε συγκεκριμένη δαπάνη».^4 (Που σημαίνει, στην πραγματικότητα, ότι ο εργάτης αναγνωρίζεται ως πρόσωπο, ως άνθρωπος, «που είναι κάτι για τον εαυτό του εκτός από την εργασία του και που εκποιεί (alienates) την έκφραση της ζωής του μόνο ως μέσο για τη δική του ζωή.^5) Επιπλέον, ο μισθωτός εργάτης πουλάει τη δαπάνη δύναμης του «σε έναν καθέκαστο καπιταλιστή, τον οποίο αντιμετωπίζει ως ανεξάρτητο άτομο. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή δεν είναι η σχέση του με την ύπαρξη του κεφαλαίου ως κεφαλαίου, δηλ. με την καπιταλιστική τάξη.^6 Ωστόσο με αυτόν τον τρόπο, όσο αφορά [196] το ατομικό πραγματικό πρόσωπο, υπάρχει ένα ευρύ πεδίο επιλογής, αυθαίρετης βούλησης και συνεπώς τυπικής ελευθερίας»^7, που οι παραγωγοί άλλων ταξικών κοινωνιών στερούνταν, και χωρίς την οποία ο αγώνας του εργάτη για την απελευθέρωση θα ήταν απλώς αδιανόητος.
Έτσι, η εργατική δύναμη του εργάτη εμφανίζεται σε αυτόν «ως ιδιοκτησία του, ως μια από τις στιγμές του, πάνω στην οποία ασκεί ως υποκείμενο κυριαρχία και την οποία διατηρεί αναλώνοντάς την». Σε αυτή την κατάσταση ενεργεί απλώς ως ιδιοκτήτης εμπορευμάτων, και είναι σαφές «ότι η χρήση που κάνει ο αγοραστής του αγορασμένου εμπορεύματος είναι εξίσου άσχετη με την ειδική μορφή της σχέσης εδώ όπως είναι με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα . . . Ακόμα κι αν ο καπιταλιστής έπρεπε να αρκείται απλώς στην ικανότητα διάθεσης, χωρίς ουσιαστικά να κάνει τον εργάτη να εργαστεί, π.χ. για να έχει την εργασία του ως εφεδρεία ή να στερήσει από τον ανταγωνιστή του αυτή την ικανότητα διάθεσης^8 . . . [παρόλα αυτά] η ανταλλαγή θα εξακολουθούσε να έχει πραγματοποιηθεί πλήρως».
Ομολογουμένως το σύστημα της εργασίας με το κομμάτι «εισάγει την επίφαση (semblance) ότι ο εργάτης αποκτά ένα συγκεκριμένο μερίδιο του προϊόντος. Αλλά αυτό είναι μόνο μια άλλη μορφή μέτρησης του χρόνου^9 (αντί να ειπωθεί, θα εργάζεστε για 12 ώρες, λέγεται, παίρνεται τόσα ανά κομμάτι· δηλαδή μετράμε το χρόνο που έχετε εργαστεί με βάση τον αριθμό των προϊόντων)», και αυτή η μορφή με κανένα τρόπο δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο εργάτης απλώς λαμβάνει ένα αντίστοιχο με τη δική του εργατική δύναμη από τον καπιταλιστή, σύμφωνα με το νόμο της ανταλλαγής των εμπορευμάτων.^10
Όσον αφορά το ποσό αυτού του ισοδύναμου, την αξία της εργατικής δύναμη, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί «από τον τρόπο που ο αγοραστής της τη χρησιμοποιεί, αλλά μόνο με την ποσότητα της αντικειμενοποιημένης εργασίας που περιέχεται σε αυτήν».^11 («Η αξία χρήσης ενός πράγματος δεν αφορά πωλητή ως τέτοιον, αλλά μόνο τον αγοραστή του. Η ιδιότητα του νιτρικού κάλιου, ότι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή πυρίτιδας, δεν καθορίζει την τιμή του νιτρικού κάλιου· αυτή η τιμή καθορίζεται μάλλον από το κόστος παραγωγής του νιτρικού κάλιου . . .»^12 Ομοίως η εργατική δύναμη «έχει μια αξία χρήσης για τον ίδιο τον εργάτη μόνο στο βαθμό που είναι ανταλλακτική αξία, όχι στο βαθμό που [197] παράγει ανταλλακτικές αξίες».^13 Ωστόσο, αυτή η ανταλλακτική αξία καθορίζεται από το κόστος παραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλαδή του ίδιου του εργάτη. Το εμπόρευμα που προσφέρει «υπάρχει μόνο ως επιδεξιότητα (ability: ικανότητα, δυνατότητα), ικανότητα (capacity) της σωματικής του ύπαρξης»: αναλόγως η αξία της εργατικής του δύναμης μετριέται με την ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής του εργάτη, και για να τον αναπαράγει ως εργάτη. Αυτό, «σε γενικούς όρους . . . είναι το μέτρο του ποσού της αξίας, του αθροίσματος χρήματος που αποκτά ως αντάλλαγμα».^14
Όπως κάθε ανταλλαγή εμπορευμάτων, η ανταλλαγή μεταξύ εργατικής δύναμης και κεφαλαίου διαμεσολαβείται από το χρήμα. «Επειδή ο εργάτης λαμβάνει το ισοδύναμο με τη μορφή χρημάτων, τη μορφή του γενικού πλούτου, είναι μέσα σε αυτή την ανταλλαγή ίσος με τον καπιταλιστή, όπως κάθε άλλο μέρος ανταλλαγής.» Φυσικά αυτή η ισότητα είναι «μόνο μια επίφαση και μια παραπλανητική επίφαση», και καθίσταται άκυρη στην πραγματικότητα από το γεγονός ότι το κεφάλαιο ιδιοποιείται ένα μέρος του χρόνου εργασίας του εργάτη «χωρίς ανταλλαγή μέσω της μορφής της ανταλλαγής», εξ ου και το ότι ο εργάτης βρίσκεται «σε μια άλλη οικονομικά καθορισμένη σχέση» με τον καπιταλιστή «από αυτήν της ανταλλαγής». . . «Αυτή η επίφαση υπάρχει, παρ' όλα αυτά ως μια ψευδαίσθηση εκ μέρους του και ως ένα βαθμό από την άλλη πλευρά, και έτσι ουσιαστικά τροποποιεί τη σχέση του σε σύγκριση με αυτή των εργαζομένων σε άλλους κοινωνικούς τρόπους παραγωγής.»^15
Αλλά όχι μόνο αυτό! Αφού ο εργάτης ανταλλάσσει την εργατική του δύναμη με χρήμα, «για τη γενική μορφή πλούτου, γίνεται συμμέτοχος στο γενικό πλούτο μέχρι το όριο του ισοδύναμου του – ποσοτικό όριο που φυσικά μετατρέπεται σε ποιοτικό, όπως σε κάθε ανταλλαγή». Αν και είναι αλήθεια ότι αυτό το όριο είναι κατά κανόνα πολύ στενά καθορισμένο, από την άλλη πλευρά, ο εργάτης «δεν δεσμεύεται ούτε με έναν καθέκαστο τρόπο ικανοποίησης [των αναγκών του] . . . ούτε σε καθέκαστα αντικείμενα.^16 Η έκταση της κατανάλωσής του δεν είναι ποιοτικά, αλλά μάλλον ποσοτικά περιορισμένη^17 .» Αυτό χρησιμεύει επίσης για να τον «διακρίνει από τους δούλους, τους δουλοπάροικους κλπ’.^18
[198] Η ανταλλαγή μεταξύ εργατικής δύναμης και κεφαλαίου εμπίπτει επίσης στην επικράτεια της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας γιατί για τον εργάτη είναι η ικανοποίηση των άμεσων αναγκών του, παρά η αξία αυτή καθαυτή, η οποία αποτελεί τον στόχο της ανταλλαγής. «Παίρνει χρήματα, είναι η ικανοποίηση των άμεσων αναγκών του, παρά η αξία ως παροδική μεσολάβηση. Αυτό που αποκτά από την ανταλλαγή επομένως δεν είναι ανταλλακτική αξία, όχι πλούτος, αλλά μέσα διαβίωσης, αντικείμενα για τη διατήρηση της ζωής του, την ικανοποίηση των αναγκών του γενικά, φυσικών, κοινωνικών κ.λπ.»^19 Ωστόσο, είδαμε στη μελέτη μας για το κύκλωμα Ε-Χ-Ε ότι το χρήμα μπορεί να αποσυρθεί από την κυκλοφορία και να γίνει θησαυρός (hoard). Υπό αυτή την έννοια ο εργάτης θα μπορούσε τότε θεωρητικά να είναι σε θέση να εξοικονομήσει μέρος των χρημάτων που περιήλθαν στην κατοχή του, να τα κρατήσει στη γενική μορφή του πλούτου, και κατά συνέπεια να «πλουτίσει» ο ίδιος. Ωστόσο, αυτό είναι δυνατό μόνο «μέσω της θυσίας της ουσιαστικής ικανοποίησης, για την απόκτηση της μορφής του πλούτου – δηλαδή μέσω αυτοάρνησης, εξοικονόμησης, κάνοντας οικονομία στην κατανάλωσή του, έτσι ώστε να αποσύρει λιγότερα από την κυκλοφορία από όσα αγαθά βάζει σε αυτήν». Ή επίσης με το να «αρνείται στον εαυτό του όλο και περισσότερη ανάπαυση» και «ανανεώνοντας πιο συχνά την πράξη της ανταλλαγής» της εργατικής του δύναμης, «ή διεύρυνσης της ποσοτικά, ως εκ τούτου μέσω της εργατικότητας».
Ο Μαρξ σχολιάζει σαρκαστικά, ότι στην πραγματικότητα είναι οι εργάτες που, στην παρούσα κοινωνία, αντιμετωπίζονται με κηρύγματα για την «εργατικότητα»· η απαίτηση εγείρεται «ότι αυτός για τον οποίο το αντικείμενο της ανταλλαγής είναι η διαβίωση πρέπει αρνηθεί τον εαυτό του, όχι αυτός για τον οποίο είναι πλούτος. . .»^20 Ωστόσο, κανείς οικονομολόγος δεν θα αρνηθεί ότι αν οι εργάτες γενικά, δηλαδή ως εργάτες (αυτό που κάνει ή μπορεί να κάνει ο εργάτης ξεχωριστά από το γένος του, μπορεί να υπάρχει μόνο ως εξαίρεση, όχι ως κανόνας, γιατί δεν είναι εγγενές στον χαρακτήρα της ίδιας της σχέσης), δηλαδή αν έπρατταν σύμφωνα με αυτή την απαίτηση κατά κανόνα» θα – εκτός από τις τεράστιες απώλειες στη γενική κατανάλωση – «χρησιμοποιούσαν μέσα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον σκοπό τους. . . Αν όλοι ή η πλειοψηφία είναι πολύ εργατική (στο βαθμό που η εργατικότητα στη σύγχρονη βιομηχανία αφήνεται στη δική τους προσωπική επιλογή, το οποίο [199] δεν συμβαίνει στους πιο σημαντικούς και πιο ανεπτυγμένους κλάδους παραγωγής), τότε αυτοί θα αύξαναν όχι την αξία του εμπορεύματός τους, αλλά μόνο την ποσότητα του. . . [και] μια γενική μείωση των μισθών θα τους επανέφερε στη γη και πάλι.»^21 Κατά συνέπεια, το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν οι εργάτες με την αποταμίευση είναι μια πιο πρόσφορη κατανομή των δαπανών τους, έτσι ώστε «στα γηρατειά τους, ή σε περίπτωση αρρώστιας, κρίσεων κλπ. δεν θα γίνουν βάρος για τα σπίτια των φτωχών, το κράτος ή στα έσοδα από τη ζητιανιά . . . και στους καπιταλιστές, φυτοζωώντας από τις τσέπες των τελευταίων». Και αυτό είναι επίσης «αυτό που πραγματικά ζητούν οι καπιταλιστές. Οι εργάτες θα πρέπει να εξοικονομούν αρκετά τις στιγμές που οι επιχειρήσεις είναι καλές για να μπορούν λίγο πολύ να ζουν τις κακές στιγμές, να αντέχουν την απασχόληση με μειωμένο ωράριο ή τη μείωση των μισθών κ.λπ.» Θα πρέπει να διευκολύνουν το κεφάλαιο να ξεπερνά τις κρίσεις, και από την άλλη να διασφαλίζουν ότι «οι καπιταλιστές μπορούν να εξάγουν υψηλά επιτόκια από τις αποταμιεύσεις τους ή διαφορετικά το κράτος θα τις φάει . . . δηλαδή να αποταμιεύει με κάθε τρόπο για το κεφάλαιο και όχι για τον εαυτό του!»^22
Το γεγονός ότι ο μέσος εργάτης δεν μπορεί να πλουτίσει αποταμιεύοντας, δεν μπορεί να σηκώσει τον εαυτό του από την ταξική του θέση, είναι απλώς το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι «βρίσκεται σε σχέση απλής κυκλοφορίας» στην ανταλλαγή του με το κεφάλαιο, και επομένως ως ισοδύναμο για την εργατική του δύναμη «δεν αποκτά πλούτο, αλλά μόνο επιβίωση, αξίες χρήσης για άμεση κατανάλωση. . . Αν το σημείο εκκίνησης στην κυκλοφορία είναι το εμπόρευμα, αξία χρήσης ως αρχή της ανταλλαγής, τότε [200] φτάνουμε αναγκαία πίσω στο εμπόρευμα», το οποίο «αφού περιέγραψε τον κύκλο του καταναλώνεται ως το άμεσο αντικείμενο της ανάγκης». Σε αυτή τη διαδικασία το χρήμα έχει απλά το ρόλο του μέσου ανταλλαγής, της «εξαφανιζόμενης διαμεσολάβησης» (‘vanishing mediation’).^23 Ωστόσο, εάν τα χρήματα που εξοικονομεί ο εργάτης «δεν παραμένουν απλώς προϊόν της κυκλοφορίας», τότε αργά ή γρήγορα «θα έπρεπε τα ίδια να γίνουν κεφάλαιο, δηλαδή να αγοράσουν εργασία». Η συνέπεια αυτού θα ήταν «η εγκαθίδρυση σε άλλο σημείο της αντίφασης που υποτίθεται ότι ξεπερνά». Επομένως εάν το προϊόν της ανταλλαγής από την πλευρά των εργατών δεν ήταν «αξία χρήσης, διαβίωσης, ικανοποίησης άμεσων αναγκών. . . τότε η εργασία θα αντιμετώπιζε το κεφάλαιο όχι ως εργασία, όχι ως μη κεφάλαιο, αλλά ως κεφάλαιο. Αλλά το κεφάλαιο, επίσης, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κεφάλαιο εάν το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίσει την εργασία, αφού το κεφάλαιο είναι μόνο κεφάλαιο ως μη-εργασία. σε αυτή την αντιφατική σχέση. Έτσι η έννοια και η σχέση του ίδιου του κεφαλαίου θα καταστρεφόταν.»^24
Στην απλή ανταλλαγή εμπορευμάτων, ο πωλητής δεν έχει κανένα δικαίωμα στους καρπούς του εμπορεύματος που έχει βάλει προς πώληση· αυτό ισχύει και για το μισθωτό εργάτη, ο οποίος, για το τίμημα της ικανότητάς του να εργαστεί, «παραδίδει τη δημιουργική του δύναμη, όπως ο Ησαύ το εκ γενετής του δικαίωμα για μια χορτόσουπα». Η ανταλλαγή του με το κεφάλαιο είναι, για αυτόν, ίδια με «την αποκήρυξη όλων των καρπών της εργασίας»^25 (όπως ο Cherbuliez, ο ακόλουθος του Σισμόντι, το εξέφρασε). Αυτό που «φαίνεται παράδοξο ως αποτέλεσμα περιέχεται ήδη σε αυτή την προϋπόθεση». Αφού στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ο εργάτης διαθέτει μόνο την ικανότητα εργασίας του, η οποία συμπίπτει με τη δική του προσωπική ύπαρξη, ενώ από την άλλη όλα τα μέσα για την αντικειμενοποίηση της εργασίας του ανήκουν στο κεφάλαιο, τα οφέλη της παραγωγικής του δύναμης μπορούν να προκύψουν μόνο για το κεφάλαιο και όχι για αυτόν. «Ο εργάτης λοιπόν πουλά την εργασία ως απλή, προκαθορισμένη ανταλλακτική αξία, που καθορίζεται από μια προηγούμενη διαδικασία – πουλάει την εργασία την ίδια ως αντικειμενοποιημένη εργασία . . . το κεφάλαιο την αγοράζει ως ζωντανή εργασία, ως τη γενική παραγωγική δύναμη του πλούτου· δραστηριότητα που αυξάνει τον πλούτο. Είναι σαφές λοιπόν ότι ο εργάτης δεν μπορεί να γίνει πλούσιος σε αυτή την ανταλλαγή. Μάλλον αναγκαστικά φτωχαίνει τον εαυτό του . . . γιατί η δημιουργική δύναμη της εργασίας του τοποθετείται ως δύναμη του κεφαλαίου, ως ξένη δύναμη που τον αντιμετωπίζει. Αποχωρίζεται από τον εαυτό του την εργασία ως την παραγωγική δύναμη του πλούτου· το κεφάλαιο την οικειοποιείται ως τέτοια.»^26 «Ο διαχωρισμός μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στο προϊόν [201] της εργασίας, μεταξύ εργασίας και πλούτου, τίθεται έτσι σε αυτή την ίδια την πράξη της ανταλλαγής.»^27
Το τελευταίο σημείο στο οποίο υπεισέρχεται ο Μαρξ στην αναπαράστασή του για την ανταλλαγή μεταξύ εργατικής δύναμης και κεφαλαίου είναι αυτό του αφηρημένου χαρακτήρα της εργασίας που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο. «Αφού το κεφάλαιο ως τέτοιο είναι αδιάφορο για κάθε ιδιαιτερότητα της υπόστασης του . . .» η εργασία που το αντιμετωπίζει είναι επίσης «απολύτως αδιάφορη για την ιδιαίτερη ειδικότητα της, αλλά ικανή για όλες τις ιδιαιτερότητες . . . Δηλαδή η εργασία είναι φυσικά σε κάθε περίπτωση μια ειδική εργασία, αλλά το κεφάλαιο μπορεί να έρθει σε σχέση με κάθε ειδική εργασία· αντιμετωπίζει δυνητικά την ολότητα όλων των εργασιών, και η καθέκαστη [εργασία] που αντιμετωπίζει σε μια δεδομένη στιγμή είναι ένα τυχαίο θέμα.» Αντίστοιχα ο εργάτης, επίσης, «είναι απολύτως αδιάφορος για την ιδιαιτερότητά της εργασίας του· δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για αυτήν ως τέτοια, αλλά μόνο για όσο είναι στην πραγματικότητα εργασία· και ως τέτοια μια αξία χρήσης για το κεφάλαιο. Είναι επομένως ο οικονομικός του χαρακτήρας ότι είναι φορέας εργασίας ως τέτοιας – δηλ. της εργασίας ως αξία χρήσης για το κεφάλαιο· είναι εργάτης, σε αντίθεση με τον καπιταλιστή.» Είναι ακριβώς αυτό που τον διακρίνει από τους «τεχνίτες και τα συντεχνιακά μέλη κ.λπ. των οποίων ο οικονομικός χαρακτήρας έγκειται ακριβώς στην ιδιαιτερότητα της εργασίας τους και στη σχέση τους με έναν συγκεκριμένο κύριο».^28 Η μισθωτή σχέση «επομένως αναπτύσσεται περισσότερο καθαρά και επαρκώς σε αναλογία καθώς η εργασία χάνει όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης· καθώς η ιδιαίτερη δεξιοτεχνία της γίνεται όλο και περισσότερο πιο αφηρημένη και άσχετη, και όσο γίνεται όλο και πιο καθαρά αφηρημένη δραστηριότητα, μια καθαρά μηχανική δραστηριότητα, επομένως αδιαφορώντας για την ιδιαίτερη μορφή της . . . Εδώ μπορούμε να δούμε για μια ακόμα φορά», καταλήγει ο Μαρξ, «ότι η [202] καθέκαστη ιδιαιτερότητα της σχέσης της παραγωγής, της κατηγορίας – εδώ κεφάλαιο και εργασία – γίνεται πραγματικότητα μόνο με την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου υλικού τρόπου παραγωγής και ενός συγκεκριμένου σταδίου στην ανάπτυξη των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων» δηλ. του καπιταλισμού.^29
Ας ολοκληρώσουμε, λοιπόν, την αναφορά στο πρώτο μέρος της διαδικασίας που λαμβάνει χώρα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας· την ανταλλαγή της εργατικής δύναμης που ανήκει στη σφαίρα της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας. «Η μεταμόρφωση της εργασίας (ως ζωντανής, σκόπιμης δραστηριότητας) σε κεφάλαιο είναι, από μόνη της, αποτέλεσμα της ανταλλαγής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, στο βαθμό που δίνει στον καπιταλιστή τον τίτλο ιδιοκτησίας του προϊόντος της εργασίας.» Ωστόσο, αυτός ο μετασχηματισμός γίνεται πραγματικός μόνο «μέσω της κατανάλωσης της εργασίας, που αρχικά εμπίπτει εκτός αυτής της ανταλλαγής και είναι ανεξάρτητη από αυτήν», επομένως μόνο στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία.^30 Επομένως, αυτή πρέπει τώρα να περιγραφεί.
^1 Grundrisse, σ.282. Διαβάζουμε στο Κεφάλαιο, ότι αν ο εργάτης ήταν να πουλήσει την εργατική του δύναμη, «κατ' αποκοπή (in a lump), μια για πάντα, θα πουλούσε τον εαυτό του, μετατρέποντας τον εαυτό του από ελεύθερο σε σκλάβο, από ιδιοκτήτη ενός εμπορεύματος σε ένα εμπόρευμα». (Κεφάλαιο I, σελ.271 (168).) ^2 Ο Μαρξ λέει περαιτέρω: «Αντί να στρέφουν την έκπληξή τους σε αυτή την κατεύθυνση – θεωρώντας ότι ο εργάτης χρωστάει ευγνωμοσύνη στο κεφάλαιο για το το γεγονός ότι είναι ζωντανός και μπορεί να επαναλάβει ορισμένες διαδικασίες της ζωής κάθε μέρα. . . αυτοί οι εξωραϊστές συκοφάντες της αστικής οικονομίας θα έπρεπε μάλλον να έχουν στρέψει την προσοχή τους στο γεγονός ότι, μετά από συνεχόμενη επαναλαμβανόμενη εργασία, έχει πάντα μόνο την άμεση ζωντανή του εργασία για να ανταλλάξει.» (Grundrisse, σελ. 293-94.) ^3 ibid. σελ.294. ^4 ibid. σσ.464-65. ^5 ibid. σελ.289. ^6 Βλ. Κεφάλαιο I, σελ.719 (573): «Από τη σκοπιά της κοινωνίας, λοιπόν, η εργατική τάξη. . . είναι εξίσου ένα παράρτημα του κεφαλαίου όσο είναι τα άψυχα όργανα της εργασίας . . . Ο Ρωμαίος σκλάβος κρατιόταν με αλυσίδες· ο μισθωτός εργάτης είναι δεμένος με τον ιδιοκτήτη του με αόρατα νήματα. Η εμφάνιση της ανεξαρτησίας διατηρείται από μια συνεχή αλλαγή στο πρόσωπο του ατομικού εργοδότη και από τη νομική φαντασία (legal fiction) μιας σύμβασης.» ^7 Grundrisse, σ.464. ^8 Ο Μαρξ χρησιμοποιεί το παράδειγμα των σκηνοθετών θεάτρου, που «αγοράζουν τραγουδιστές για μία σεζόν όχι για να τους τραγουδήσουν, αλλά για να μην τραγουδήσουν σε ένα ανταγωνιστικό θέατρο». ^9 Βλ. Σημείωση 12 στη σελ.60 παραπάνω. ^10 Grundrisse, σ.282. ^11 ibid. σελ. 282, 466. ^12 ibid. σελ.306. ^13 ibid. σελ.307. ^14 ibid. σελ.282-83. ^15 ibid. σελ. 284, 465, 674. ^16 Και ο Μαρξ προσθέτει ότι είναι ακριβώς με αυτά τα μέσα που γίνεται δυνατό για τον εργάτη να συμμετέχει «στις ανώτερες, ακόμη και πολιτιστικές ικανοποιήσεις, κινητοποίηση για τα δικά του συμφέροντα, συνδρομές σε εφημερίδες, παρακολούθηση διαλέξεων, εκπαίδευση των παιδιών του, ανάπτυξη των γούστων του κ.λπ . . . το μοναδικό του μερίδιο πολιτισμού που τον διακρίνει από τον δούλο». (ibid. σελ.287.) ^17 Στο πρωτότυπο: «ausgeschlossen». ^18 /ibid/. σελ.283. Ο Μαρξ προσθέτει ότι το γεγονός ότι ο κύκλος των ικανοποιήσεων είναι μόνο ποσοτικά περιορισμένος δίνει στους σύγχρονους εργάτες, «επίσης ως καταναλωτές μια εντελώς διαφορετική σημασία. . . από αυτή που κατείχαν π.χ. στην αρχαιότητα ή στο Μεσαίωνα, ή που τώρα κατέχουν στην Ασία». (ibid.) ^19 ibid. σελ.284. (Όπως μπορεί να δει ο αναγνώστης, δεν πέρασε ποτέ από το νου του Μαρξ να περιορίσει την αξία της εργατικής δύναμης στο φυσικό «ελάχιστο ύπαρξης»!) ^20 ibid. σελ.284. (Στην ακόλουθη πρόταση ο Μαρξ λέει: «Η ψευδαίσθηση ότι οι καπιταλιστές στην πραγματικότητα άσκησαν την «αυτοάρνηση» – και έγιναν έτσι καπιταλιστές – μια απαίτηση και μια ιδέα που είχε νόημα στην πρώιμη περίοδο που το κεφάλαιο αναδυόταν από φεουδαρχικές κ.λπ. σχέσεις – έχει εγκαταλειφθεί από όλους τους σύγχρονους οικονομολόγους ορθής κρίσης.» Ο συγγραφέας του Κεφαλαίου ήταν σίγουρα υπερβολικά αισιόδοξος από αυτή την άποψη.) ^21 ibid. σελ.285-86. ^22 ibid. σελ.287. Παρεμπιπτόντως, προσθέτει ο Μαρξ, «κάθε καπιταλιστής απαιτεί να αποταμιεύουν οι εργάτες του, αλλά μόνο οι δικοί του, γιατί στέκονται απέναντί του ως εργάτες· αλλά σε καμία περίπτωση ο υπόλοιπος κόσμος των εργατών, για αυτοί στέκονται απέναντί του ως καταναλωτές. Παρ' όλες τις «ευσεβείς» ομιλίες αυτός αναζητά λοιπόν μέσα για να τους παρακινήσει στην κατανάλωση, να δώσει στα δικά του εμπορεύεται νέα θέλγητρα, για να τους εμπνεύσει νέες ανάγκες με συνεχή φλυαρία κλπ. Είναι ακριβώς αυτή η πλευρά της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας που είναι μια ουσιαστικά εκπολιτιστική στιγμή, και στην οποία η ιστορική δικαιολόγηση, αλλά και η σύγχρονη δύναμη του κεφαλαίου στηρίζεται». (ibid. σελ.287.) Πρβλ. Το δοκίμιο του Μαρξ Μισθοί (1847): «Ο σκοπός – τουλάχιστον με την αυστηρή οικονομική έννοια, των ταμιευτηρίων υποτίθεται ότι είναι ότι οι εργαζόμενοι, από τη δική τους διορατικότητα και ευφυΐα, εξισορροπούν τις καλές περιόδους της εργασίας με τις κακές. δηλ. κατανέμουν τους μισθούς τους στον κύκλο που κάνει η κίνηση της βιομηχανίας, έτσι ώστε στην πραγματικότητα να μην ξοδεύουν περισσότερα από τον ελάχιστο μισθό που είναι απαραίτητος για τη ζωή. Αλλά είδαμε ότι όχι μόνο οι διακυμάνσεις στους μισθούς φέρνουν επανάσταση στους εργάτες, αλλά ότι χωρίς τη στιγμιαία αύξησή τους πάνω από το ελάχιστο θα παρέμεναν αποκλεισμένοι από κάθε πρόοδο στην παραγωγή, τον δημόσιο πλούτο, τον πολιτισμό, δηλ. τη δυνατότητα χειραφέτησης. Υποτίθεται ότι θα μετατρέψει τον εαυτό του σε μια αστική υπολογιστική μηχανή, για να συστηματοποιήσει την τσιγκουνιά και να δώσει στη μιζέρια έναν σταθερό, συντηρητικό χαρακτήρα.» (Collected Works, Τομ. 6, σελ. 426.) ^23 /Grundrisse/, σσ.289, 295. ^24 /ibid/. σελ.288. ^25 /ibid/. σελ.308. ^26 Ο Μαρξ σημειώνει αλλού ότι ακόμη και οι αστοί οικονομολόγοι το παραδέχονται αυτό, στο ότι δεν θεωρούν τον μισθό, το «Salär» ως παραγωγικό. «Για αυτούς φυσικά, το να είσαι παραγωγικός σημαίνει να είσαι παραγωγικός πλούτου. Τώρα, αφού οι μισθοί είναι το προϊόν της ανταλλαγής μεταξύ εργάτη και κεφαλαίου – και το μόνο προϊόν που τοποθετείται στην ίδια την πράξη – επομένως το παραδέχονται ότι ο εργάτης δεν παράγει πλούτο σε αυτή την ανταλλαγή, ούτε για τον καπιταλιστή, γιατί για τον τελευταίο η πληρωμή χρημάτων για μια αξία χρήσης – και αυτή η πληρωμή αποτελεί τη μοναδική λειτουργία του κεφαλαίου σε αυτή τη σχέση – είναι θυσία πλούτου, όχι δημιουργία του ίδιου, γι' αυτό προσπαθεί να πληρώσει το μικρότερο δυνατό ποσό· ούτε για τον εργάτη, γιατί του φέρνει μόνο επιβίωση, ικανοποίηση ατομικών αναγκών, λίγο πολύ – ποτέ τη γενική μορφή του πλούτου, ποτέ του πλούτου. Ούτε μπορεί το κάνει, αφού το περιεχόμενο του εμπορεύματος που πουλά δεν βγαίνει καθόλου από τους γενικούς νόμους της κυκλοφορίας: [ο στόχος του] είναι να αποκτήσει, για την αξία που ρίχνει στην κυκλοφορία, το αντίστοιχο της, μέσω του χρήματος, μια άλλη αξία χρήσης, που καταναλώνει. Μια τέτοια λειτουργία, φυσικά, δεν μπορεί ποτέ να φέρει πλούτο, αλλά πρέπει να φέρει πίσω ακριβώς στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε αυτόν που την αναλαμβάνει.» (ibid. σελ.294.) ^27 ibid. σελ.307. ^28 «Στη συντεχνιακή και βιοτεχνική εργασία, όπου το ίδιο το κεφάλαιο εξακολουθεί να έχει περιορισμένη μορφή, και εξακολουθεί να είναι πλήρως βυθισμένο σε μια καθέκαστη υπόσταση, επομένως είναι όχι ακόμη το κεφάλαιο αυτό καθαυτό, η εργασία, επίσης, εμφανίζεται ως ακόμα βυθισμένη σε αυτή την καθέκαστη ιδιαιτερότητα, όχι στην ολότητα και την αφαίρεση της εργασίας ως τέτοια στην οποία αντιμετωπίζει το κεφάλαιο.» (ibid. σελ.296.) ^29 ibid. σελ.296-97. ^30 ibid. σελ.308.