Simon Clarke - Η Θεωρία της Κρίσης του Μαρξ

Μετάφραση του Simon Clarke, Marx's Theory of Crisis, The MacMillan Press, 1994.

{1}

1 Εισαγωγή: Ο Μαρξισμός και η Θεωρία της Κρίσης

Πολιτική Οικονομία και η Αναγκαιότητα της Κρίσης

Με κάθε περίοδο οικονομικής άνθησης, οι απολογητές του καπιταλισμού ισχυρίζονται ότι η τάση προς κρίση, που κατατρέχει το καπιταλιστικό σύστημα από τη γέννησή του, έχει τελικά ξεπεραστεί. Όταν όμως η άνθηση μετατρέπεται σε ύφεση, οι οικονομολόγοι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον στην παροχή επιμέρους, αποσπασματικών εξηγήσεων για την κατάρρευση. Η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1990 αποδόθηκε στον απερίσκεπτο δανεισμό της δεκαετίας του 1980. Η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1980 αποδόθηκε στην υπέρμετρη κρατική δαπάνη στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η κρίση των μέσων της δεκαετίας του 1970 αποδόθηκε στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου και στη χρηματοδότηση του πολέμου στο Βιετνάμ μέσω πληθωριστικών μεθόδων... η κρίση της δεκαετίας του 1930 αποδόθηκε σε ακατάλληλες τραπεζικές πολιτικές… Κάθε κρίση φαίνεται να έχει διαφορετική αιτία, όλες όμως ανάγονται τελικά σε ανθρώπινη αποτυχία – καμία δεν αποδίδεται στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Κι όμως, οι κρίσεις επανεμφανίζονται περιοδικά τα τελευταία διακόσια χρόνια.

Οι αστοί οικονομολόγοι οφείλουν να αρνούνται ότι οι κρίσεις είναι σύμφυτες με την κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, διότι ολόκληρη η οικονομική θεωρία τους βασίζεται στην υπόθεση ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι αυτορρυθμιζόμενο. Ο βασικός στόχος του θεωρητικού οικονομολόγου είναι να προσδιορίσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις υπό τις οποίες διασφαλίζεται αυτή η αυτορρύθμιση, ώστε κάθε κατάρρευση να μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα έκτακτων αποκλίσεων από τον κανόνα.^1

^1 Υπάρχουν επαγγελματικοί, αλλά και ιδεολογικοί λόγοι για την υιοθέτηση αυτής της υπόθεσης. Η αξίωση των οικονομολόγων να λειτουργούν ως επιστημονικοί προφήτες εξαρτάται από την κατοχή μοντέλων με καθορισμένες και ποσοτικοποιήσιμες λύσεις.

Ακόμη και οι πλέον απολογητικοί των οικονομολόγων δεν μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός ότι οι κρίσεις επαναλαμβάνονται. Ωστόσο, αναπτύσσοντας την παράδοση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, οι οικονομολόγοι ερμηνεύουν αυτές τις κρίσεις ως ενδεχομενικά φαινόμενα. Η κανονική λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εγγυάται {2} ότι πάντοτε υπάρχει μια τάση προς την ισορροπία. Αυτό σημαίνει ότι οι κρίσεις μπορούν να προκύψουν μόνο ως αποτέλεσμα εξωτερικών κλονισμών, οι οποίοι διαταράσσουν προσωρινά την ισορροπία, ή εσωτερικών διαταραχών, οι οποίες παρεμποδίζουν ή υπονομεύουν τις διαδικασίες εξισορρόπησης της αγοράς.

Στο πλαίσιο της θεωρίας της γενικής ισορροπίας, το κεφάλαιο μετακινείται μεταξύ διαφορετικών κλάδων παραγωγής ως απάντηση σε διακυμάνσεις στο ποσοστό κέρδους, οι οποίες απορρέουν από ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.^2 Αυτή η κίνηση του κεφαλαίου αποτελεί το μέσο με το οποίο ο ανταγωνισμός διατηρεί αναλογικές σχέσεις μεταξύ των διάφορων κλάδων παραγωγής, έτσι ώστε οι δυσαναλογίες που ενδέχεται να διαταράξουν τη διαδικασία της συσσώρευσης να εξομαλύνονται μέσω της ομαλής αλληλεπίδρασης προσφοράς και ζήτησης. Οποιαδήποτε κρίση δυσαναλογίας, όπως αυτή των μέσων της δεκαετίας του 1970, αποδίδεται συνεπώς σε ατέλειες της αγοράς – εν προκειμένω, στις μονοπωλιακές δυνάμεις των παραγωγών πετρελαίου.

^2 Ακόμη και εντός του πλαισίου της θεωρίας της γενικής ισορροπίας, οι προϋποθέσεις σταθερότητας του μηχανισμού εξισορρόπησης είναι εξαιρετικά περιοριστικές και μη ρεαλιστικές.

Στη νεοκλασική θεωρία, η συνολική ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης διασφαλίζεται μέσω της αλληλεπίδρασης του επιτοκίου και του ποσοστού κέρδους. Αν υπάρξει έλλειμμα επενδύσεων, τότε θα μειωθεί η ζήτηση για επενδυτικά κεφάλαια, οδηγώντας σε μείωση του επιτοκίου, το οποίο θα ενθαρρύνει την ανανέωση της επενδυτικής δραστηριότητας. Μια σταθερή νομισματική πολιτική θα διασφαλίσει τη διατήρηση της ισορροπίας. Στον κλασικό κόσμο του κανόνα του χρυσού, το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών αποτελούσε τον βασικό δείκτη υπερθέρμανσης· η εκροή χρυσού και συναλλαγματικών αποθεμάτων εξανάγκαζε τις νομισματικές αρχές να περιορίσουν την προσφορά χρήματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία. Αντίστοιχα, η έναρξη ύφεσης οδηγούσε σε εισροή αποθεμάτων, επιτρέποντας μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική. Στον σύγχρονο κόσμο, οι δείκτες πληθωριστικών και αποπληθωριστικών πιέσεων είναι πιο σύνθετοι, αλλά η αρχή παραμένει η ίδια. Μια κρίση υπερσυσσώρευσης, όπως αυτή που έπληξε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποδίδεται τότε σε χαλαρές νομισματικές πολιτικές, οι οποίες ενίσχυσαν τον πληθωριστικό και κερδοσκοπικό υπερεπενδυτισμό.

Παρά την μαθηματική τους εκλέπτυνση, οι εξηγήσεις των κρίσεων που προσφέρουν οι σημερινοί οικονομολόγοι δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνες που προτείνονταν στις αρχές του 19ου αιώνα. Πάντοτε αναγνωριζόταν ότι ένα μεγάλο εξωτερικό σοκ –όπως ένας πόλεμος ή μια αποτυχία της συγκομιδής– μπορούσε να προκαλέσει προσωρινή διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των παραγωγικών κλάδων ή των διεθνών οικονομικών σχέσεων της εθνικής οικονομίας, αλλά η αιτία μιας τέτοιας κρίσης βρίσκεται {3} εκτός του καπιταλιστικού συστήματος, και υποτίθεται ότι η σταθερότητα θα αποκατασταθεί σύντομα μέσω των κανονικών διαδικασιών προσαρμογής της αγοράς. Πέραν αυτών των εξωτερικών κλονισμών, η κύρια αιτία των κρίσεων προσδιοριζόταν παραδοσιακά ως η διακριτική παρέμβαση της κυβέρνησης στη ρύθμιση της οικονομίας. Ειδικότερα, εάν η κυβέρνηση επιδίωκε να τονώσει τεχνητά την οικονομία, τυπώνοντας χρήμα για να χρηματοδοτήσει την υπερβολική της δαπάνη, αυτό θα ενίσχυε την υπερεπένδυση, οδηγώντας σε μια πληθωριστική άνθηση. Τελικά, η άνθηση θα κατέρρεε καθώς μη βιώσιμες και κερδοσκοπικές επιχειρηματικές δραστηριότητες θα απέβαιναν αποτυχημένες, απαιτώντας μια περίοδο ύφεσης ώστε να αποκαθαρθούν τα πλεονάσματα από το σύστημα. Η κυκλική εναλλαγή άνθησης και κατάρρευσης που έχει χαρακτηρίσει την ιστορία του καπιταλισμού δεν είναι, επομένως, σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα της ανοησίας και της ανευθυνότητας των πολιτικών.^3

^3 Φυσικά, στην πράξη η σταθεροποίηση δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο απλή όσο στη θεωρία, ιδιαίτερα όταν η οικονομία έχει εγκαθιδρύσει έναν κυκλικό ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος τείνει να αναπαράγεται αυτοτελώς.

Ο Κέυνς αμφισβήτησε τη σταθερότητα του κλασικού μακροοικονομικού μηχανισμού προσαρμογής, αλλά κατά τα λοιπά το έργο του παρέμεινε κατά κύριο λόγο εντός του κλασικού θεωρητικού πλαισίου. Η κεϋνσιανή θεωρία μπόρεσε να εξηγήσει την κυκλική εναλλαγή άνθησης και ύφεσης, αυτό που ήταν γνωστό ως «εμπορικός κύκλος» ή «επιχειρηματικός κύκλος», αλλά μόνο για να υποστηρίξει ότι αυτός ο κύκλος δεν είναι καθόλου σύμφυτος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω κατάλληλων κυβερνητικών πολιτικών. Η συνεπαγωγή της κριτικής του Κέυνς ήταν ότι η σταθεροποίηση απαιτεί πιο ενεργή κρατική παρέμβαση, μέσω αντικυκλικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών, για τη διατήρηση μιας μακροοικονομικής ισορροπίας. Ωστόσο, ο θεμελιώδης σκοπός της κριτικής του Κέυνς ήταν να επανεπιβεβαιώσει την αρμονία του φιλελεύθερου καπιταλισμού απέναντι στην απειλή του κομμουνιστικού και φασιστικού κορπορατισμού. Για τους Κεϋνσιανούς, όπως και για τους κλασικούς οικονομολόγους, η τάση προς κρίση δεν είναι εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά αποτέλεσμα της ανεπάρκειας θεσμικών ρυθμίσεων και πολιτικών αντιδράσεων. Η τάση προς κρίση μπορεί συνεπώς να υπερκεραστεί μέσω κατάλληλων θεσμικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Μετά τον Κέυνς, όπως και πριν από αυτόν, η επιμονή των κρίσεων δεν μαρτυρεί τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού, αλλά την άγνοια και την ανευθυνότητα των πολιτικών.

Ύστερα από διακόσια χρόνια επανάληψης αυτής της ανοησίας, θα περίμενε κανείς ότι οι οικονομολόγοι θα είχαν αρχίσει να «ψυλλιάζονται» πως κάτι δεν πάει καλά. Η εξήγηση των κρίσεων από την πλευρά των οικονομολόγων μοιάζει σαν να αρνείται ένας επιστήμονας ότι η επανάληψη των εποχών είναι φυσικό φαινόμενο, αποδίδοντας την επιστροφή της άνοιξης κάθε χρόνο στην ιδιοτροπία μιας υπερφυσικής δύναμης.

{4} Το θεωρητικό πρόβλημα δεν είναι να εξηγήσουμε τις επιμέρους αιτίες αυτής ή εκείνης της κρίσης, όπως ακριβώς δεν είναι έργο του φυσικού επιστήμονα να εξηγήσει την ακριβή ημερομηνία άφιξης της άνοιξης κάθε συγκεκριμένο έτος. Το καθήκον είναι να εξηγηθεί η κανονική επαναληπτικότητα των οικονομικών κρίσεων ως κανονικό στοιχείο των τάσεων ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό υπήρξε το έργο που ανέλαβε ο μαρξισμός: να αποδείξει ότι οι κρίσεις δεν αποτελούν απλώς επιφανειακές διαταραχές της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά ότι η τάση προς κρίση είναι εγγενής στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των μαρξιστικών θεωριών της κρίσης είναι η έμφασή τους στην αναγκαιότητα της κρίσης ως ουσιώδους και ανεξάλειπτου γνωρίσματος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· γνώρισμα που ορίζει τα αντικειμενικά όρια του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ διατύπωσε την κλασική θέση για τον ρόλο της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης στην απάντησή της προς τον Μπέρνσταϊν: «Από τη σκοπιά του επιστημονικού σοσιαλισμού, η ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης εκδηλώνεται πρωτίστως στην αυξανόμενη αναρχία του καπιταλισμού, η οποία ωθεί το σύστημα σε αδιέξοδο. Αλλά εάν αποδεχθούμε, μαζί με τον Μπέρνσταϊν, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν πορεύεται προς την ίδια της την καταστροφή, τότε ο σοσιαλισμός παύει να είναι αντικειμενικά αναγκαίος.» Αν οι μεταρρυθμίσεις μπορούν «να εξαλείψουν ή έστω να μετριάσουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας… τότε η εξάλειψη των κρίσεων συνεπάγεται την κατάργηση της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την ανταλλαγή στη βάση του καπιταλισμού. Η βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης… σημαίνει τη μείωση της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία… Απομένει πλέον μόνο ένα θεμέλιο για τον σοσιαλισμό — η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου… [η οποία] καθίσταται τώρα απλό ιδανικό, του οποίου η πειστική ισχύς βασίζεται μόνο στις τελειότητες που του αποδίδονται» (Luxemburg, 1899/1908, 58).

Η μαρξιστική θεωρία της αναγκαιότητας της κρίσης — της κρίσης ως αναγκαίας έκφρασης της εγγενώς αντιφατικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής — είναι αυτή που χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «μεταρρύθμιση» και την «επανάσταση»· ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιδιώκει θεσμικές μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, και τον σοσιαλισμό, ο οποίος επιδιώκει τη δημιουργία μιας ριζικά διαφορετικής μορφής κοινωνίας. Εάν οι κρίσεις είναι απλώς ενδεχομενικές, ή εάν απλώς σηματοδοτούν τη μετάβαση από μία φάση, «καθεστώς» ή «κοινωνική δομή» συσσώρευσης σε μια άλλη (Aglietta, 1979· Bowles, Gordon and Weisskopf, 1984), τότε ο σοσιαλισμός δεν έχει αντικειμενική αναγκαιότητα και το σοσιαλιστικό κίνημα δεν έχει κοινωνική θεμελίωση. Εάν ένας μεταρρυθμισμένος καπιταλισμός μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της εργατικής τάξης, τότε ο ταξικός αγώνας χάνει την αντικειμενική του βάση και ο σοσιαλισμός ανάγεται σε ένα {5} ηθικό ιδεώδες, το οποίο δεν έχει ιδιαίτερη σύνδεση με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της εργατικής τάξης, εκφράζοντας ένα σύνολο ηθικών αξιών που δεν έχουν προνομιακή ταξική βάση και δεν διαθέτουν μεγαλύτερη εγκυρότητα από οποιοδήποτε άλλο.

Η θεωρία της κρίσης κατέχει κεντρική θέση στην ιδεολογία του μαρξισμού και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός του ιδεολογικού αυτού πλαισίου. Ωστόσο, η υπεράσπιση της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε ιδεολογικά ερείσματα. Η αξίωση του μαρξισμού να θεμελιώσει τον σοσιαλισμό σε «επιστημονική» βάση στηρίζεται αναμφισβήτητα — όπως η Λούξεμπουργκ το συνειδητοποίησε με διαύγεια — στο επιστημονικό κύρος της θεωρίας της κρίσης. Εάν η θεωρία αυτή δεν μπορεί να διεκδικήσει τέτοιο κύρος, τότε μετατρέπεται απλώς σε ιδεολογικό υποστήριγμα μιας παραλλαγής ηθικού σοσιαλισμού. Έτσι, παρόλο που η κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης δεν μπορεί να αποσπαστεί από το ιδεολογικό και πολιτικό της πλαίσιο, είναι εξίσου σημαντικό να αξιολογηθεί με αυστηρά ορθολογικά επιστημονικά κριτήρια. Το παρόν βιβλίο ασχολείται αποκλειστικά με την επιστημονική αξιολόγηση της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ, έχοντας πλήρη επίγνωση της πολιτικής και ιδεολογικής σημασίας του ζητήματος.

Μαρξιστικές Θεωρίες της Κρίσης

Η θεωρία της κρίσης έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην μαρξιστική παράδοση, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε ένα από τα ασθενέστερα και λιγότερο ανεπτυγμένα πεδία της μαρξιστικής θεωρητικής παραγωγής. Η τάση προς την κρίση αποτέλεσε το αφετηριακό σημείο για τις πρώιμες οικονομικές μελέτες του Μαρξ και του Ένγκελς, και με το πρόβλημα της κρίσης επανεκκίνησε ο Μαρξ τις οικονομικές του μελέτες το 1857· ωστόσο, πουθενά στο έργο του δεν παρουσιάζει μια συστηματική και πλήρως επεξεργασμένη έκθεση μιας θεωρίας της κρίσης. Σε διάφορες στιγμές, ο Μαρξ φαίνεται να συνδέει τις κρίσεις με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, με τάσεις υπερπαραγωγής, υποκατανάλωσης, δυσαναλογίας και υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργασία, χωρίς ποτέ να υπερασπιστεί καθαρά τη μία ή την άλλη θεωρία.^4 Ο Ένγκελς αναφερόταν σταθερά τόσο στην αντίφαση ανάμεσα στην τάση του καπιταλισμού να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις απεριόριστα και στην περιορισμένη καταναλωτική ικανότητα των λαϊκών μαζών, όσο και στην αναρχία της αγοράς, ως εξηγητικές αρχές των τάσεων κρίσης του καπιταλισμού.

^4 Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς ο Ντομπ μπορούσε να τεκμηριώσει την τολμηρή του δήλωση ότι «αναμφίβολα για τον Μαρξ η σημαντικότερη εφαρμογή της θεωρίας του ήταν στην ανάλυση του χαρακτήρα των οικονομικών κρίσεων» (Dobb, 1940, 79).

{6} Η θεωρία της κρίσης διαδραμάτισε περιορισμένο ρόλο στον μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς, μέχρις ότου το εργατικό κίνημα διχάστηκε από τις αναθεωρητικές διαμάχες στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Καρλ Κάουτσκι, ο κορυφαίος θεωρητικός της Β΄ Διεθνούς, διαχώρισε τις δύο πτυχές της ανάλυσης του Ένγκελς, διαμορφώνοντας μια θεωρία της μακροχρόνιας τάσης προς την υπερπαραγωγή, συνδεδεμένη με μια θεωρία κρίσης βασισμένη στην αναρχία της αγοράς. Η θεωρία αυτή αμφισβητήθηκε από τον Μπέρνσταϊν, ο οποίος αρνήθηκε την αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού και υποστήριξε ότι τα καρτέλ θα μπορούσαν να υπερβούν την αναρχία της αγοράς, και από τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, ο οποίος αρνήθηκε την αναγκαιότητα της υποκατανάλωσης.

Σε απάντηση στην πρόκληση του Μπέρνσταϊν, οι μαρξιστές της Β΄ Διεθνούς προσπάθησαν να θεμελιώσουν τη θεωρία της κρίσης σε πιο αυστηρές βάσεις. Αν και οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη συζήτηση δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να επαναβεβαιώσουν τις καθιερωμένες ορθοδοξίες, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ έθεσαν τα θεμέλια για τον μεταγενέστερο διαχωρισμό των μαρξιστών σε «υποκαταναλωτικούς» και «δυσαναλογικούς» θεωρητικούς της κρίσης. Αρχικά, οι δύο θεωρίες δεν θεωρούνταν ασύμβατες, καθώς η υποκατανάλωση νοούνταν ως μία συγκεκριμένη και προνομιούχα μορφή δυσαναλογίας. Ωστόσο, ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο προσεγγίσεων διευρύνθηκε προοδευτικά στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 η μαρξιστική ορθοδοξία είχε ταυτιστεί ξεκάθαρα με την υποκαταναλωτική θεωρία, ενώ η θεωρία της δυσαναλογίας καταδικάστηκε ως σοσιαλδημοκρατική μεταρρυθμιστική απόκλιση. Στη Σοβιετική Ένωση, ο Βάργκα αναδείχθηκε ως ο ύψιστος εκφραστής της υποκαταναλωτικής ορθοδοξίας.

Στη Δύση, η πιο σύνθετη έκθεση της ορθόδοξης μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης υπήρξε το έργο του Πωλ Σουήζυ, Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης (1942), το οποίο επισκόπησε τις πρώιμες διαμάχες, ταξινόμησε τις διάφορες θεωρίες και ανέπτυξε μια θεωρία στασιμότητας βασισμένη στον μαρξιστικό υποκαταναλωτισμό. Η προσέγγιση αυτή ωρίμασε στο έργο των Πωλ Μπαράν και Πωλ Σουήζυ Μονοπωλιακός Καπιταλισμός (1966), το οποίο συνέθεσε στοιχεία από τον Μαρξ και τον Καλέτσκι, συνδέοντας τη «κεϋνσιανή» σταθεροποίηση του δυτικού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό, τον μιλιταρισμό και τη σπατάλη μέσω των οποίων απορροφάται ή καταστρέφεται το αυξανόμενο πλεόνασμα.

Η κυριαρχία του μαρξιστικού υποκαταναλωτισμού διαβρώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960, καθώς εμφανίστηκαν νέες τάσεις κρίσης, οι οποίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με κεϋνσιανά μέσα ούτε να εξηγηθούν επαρκώς από κεϋνσιανές ή υποκαταναλωτικές θεωρίες. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτών των νέων τάσεων κρίσης ήταν η σαφής πτώση του ποσοστού κέρδους στα μητροπολιτικά κέντρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στο πλαίσιο των κλασικών μαρξιστικών θεωριών της κρίσης — είτε βασίζονταν στη «δυσαναλογία» είτε στην «υποκατανάλωση» — η κρίση {7} προέκυπτε ως αποτέλεσμα μιας ρήξης στη σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία εκφραζόταν μέσω της συσσώρευσης απούλητων εμπορευμάτων· και η πτώση του ποσοστού κέρδους στην κρίση θεωρούνταν ως αποτέλεσμα αυτής της υπερπαραγωγής εμπορευμάτων. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, φάνηκε ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν ήταν αποτέλεσμα αλλά αιτία της κρίσης· και αυτό οδήγησε τους μαρξιστές να προσπαθήσουν να εξηγήσουν τις τάσεις κρίσης του καπιταλισμού με βάση αυτή την πτωτική τάση.

Κατά τη δεκαετία του 1970, η μαρξιστική συζήτηση πολώθηκε μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους που προκάλεσε την κρίση οφειλόταν στη διαβρωτική επίδραση των αυξανόμενων μισθών επί των κερδών, και εκείνων που τη συνέδεαν με τον «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» του Μαρξ· με τη δεύτερη ερμηνεία να αναδεικνύεται τελικά ως η κυρίαρχη μαρξιστική ορθοδοξία.

Το Αδιέξοδο του Σύγχρονου Μαρξισμού

Η μαρξιστική θεωρία της κρίσης της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκε στο πλαίσιο μιας επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού και μιας συνακόλουθης πολιτικής κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία είχε δέσει την τύχη της με την ευημερία της μεταπολεμικής άνθησης. Ο άμεσος θεωρητικός στόχος — τον οποίο συμμεριζόταν ο μαρξισμός με τους αστούς θεωρητικούς — ήταν να εξηγήσει αυτή την κρίση. Η ιδιαιτερότητα της μαρξιστικής προσέγγισης συνίστατο στην προσπάθεια να τεκμηριωθεί ότι η κρίση αυτή εξέφραζε τα αντιφατικά θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ότι η επίλυσή της δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μεταρρυθμίσεων, αλλά μόνο ως αποτέλεσμα μιας έντονης ταξικής σύγκρουσης. Η ιδεολογική προσδοκία ήταν ότι η όξυνση της κρίσης θα συνέτριβε τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας και θα οδηγούσε σε πολιτική και ιδεολογική πόλωση. Αν και ελάχιστοι πίστευαν ότι οι δυνάμεις του σοσιαλισμού θα αναδεικνύονταν αναγκαστικά νικήτριες από αυτή την πόλωση, υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός θα επέστρεφε στην ιστορική ατζέντα, τόσο στις καπιταλιστικές όσο και στις «σοσιαλιστικές» χώρες.

Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική από τις αισιόδοξες προσδοκίες της δεκαετίας του 1970. Βεβαίως, η κρίση εξαπέλυσε τις αναμενόμενες ταξικές συγκρούσεις, αλλά, αντί να ωθήσει την εργατική τάξη στην αγκαλιά του σοσιαλιστικού κινήματος, η εμπειρία της ήττας διέλυσε τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες της οργανωμένης εργατικής τάξης και καλλιέργησε απογοήτευση και διάσπαση σε ολόκληρο το εργατικό κίνημα. Μεγάλα τμήματα της ριζοσπαστικής διανόησης εγκατέλειψαν τη σοσιαλιστική τους πίστη μέσα στη δεκαετία του 1980, με την ίδια ταχύτητα που την είχαν αποκτήσει στη δεκαετία του 1970. Ιδιαίτερα, εγκατέλειψαν {8} τη μαρξιστική θεωρία της κρίσης, αντιμετωπίζοντας την κρίση της δεκαετίας του 1970 όχι ως έκφραση των εγγενών αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ως μεταβατική φάση από τον «φορντισμό» της μεταπολεμικής άνθησης στον «μεταφορντισμό» της εποχής της πληροφορίας. Αυτή η εγκατάλειψη της θεωρίας της κρίσης συνδέθηκε στενά με τον διαχωρισμό του «πολιτικού» αγώνα για τον σοσιαλισμό από την «οικονομική» εξέλιξη του καπιταλισμού, και εξίσου από τους αγώνες της οργανωμένης εργατικής τάξης, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στο «φορντιστικό» προϊστορικό παρελθόν της νέας εποχής (Clarke, 1988).

Οι ήττες που υπέστη η σοσιαλιστική αριστερά δεν μπορούν να εξηγηθούν με όρους προδοσίας εκ μέρους της αριστερής διανόησης, ούτε με βάση τις αδυναμίες της θεωρητικής της ανάλυσης. Πρέπει να εξηγηθούν από τις ήττες που υπέστη η οργανωμένη εργατική τάξη, η οποία ενδεχομένως να μην ήταν ιδεολογικά επαρκώς εξοπλισμένη για μια σοσιαλιστική αντεπίθεση, αλλά το κυριότερο, ήταν οργανωτικά και πολιτικά πολύ λιγότερο προετοιμασμένη για την ένταση της ταξικής σύγκρουσης από ό,τι το κεφάλαιο και το κράτος. Όχι μόνο δεν προέλαυνε η εργατική τάξη προς τον σοσιαλισμό, αλλά ακόμη και η ρεφορμιστική της προσπάθεια να υλοποιήσει τις πιο μετριοπαθείς υλικές και κοινωνικές της φιλοδοξίες συνάντησε συχνά σφοδρή καταστολή. Εντούτοις, το γεγονός ότι αυτές οι ήττες οδήγησαν, σε γενικές γραμμές, όχι στην ενίσχυση της σοσιαλιστικής αριστεράς αλλά στην όλο και μεγαλύτερη απομόνωσή της από την οργανωμένη εργατική τάξη, καταδεικνύει το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στη σοσιαλιστική θεωρία και την καθημερινή πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Ενώ η μαρξιστική θεωρία είχε προβλέψει σωστά την καπιταλιστική κρίση, προσέφερε ελάχιστη καθοδήγηση για τους αγώνες που αυτή η κρίση προκάλεσε.

Το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός υπέστη μια τόσο εκτεταμένη πολιτική ήττα δεν σημαίνει ότι η σοσιαλιστική κριτική του καπιταλισμού έχει χάσει την εγκυρότητά της. Η διαδοχή περιόδων άνθησης και ύφεσης, η συνύπαρξη υπερεργασίας και ανεργίας, του απίστευτου πλούτου δίπλα στη συντριπτική φτώχεια, των συγκεντρώσεων εξουσίας δίπλα στην απελπιστική ανημπόρια, είναι σήμερα εξίσου χαρακτηριστικά του καπιταλισμού όσο και πριν από έναν ή και περισσότερους αιώνες. Το αίσθημα ενός κόσμου πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο, ενός κόσμου που οδηγείται στην καταστροφή από αλλοτριωμένες δυνάμεις, είναι σήμερα πιο έντονο από ποτέ. Το χάσμα ανάμεσα στις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των αστών οικονομολόγων και την πραγματικότητα της ζωής για τις λαϊκές μάζες του πλανήτη δεν ήταν ποτέ πιο βαθύ. Η αποτυχία του μαρξισμού δεν έγκειται στην ακαταλληλότητα του επιστημονικού του εγχειρήματος, αλλά στην ανεπάρκεια της ιδεολογικής και πολιτικής του υλοποίησης — στην αδυναμία του να συνδέσει τη θεωρητική του διάγνωση της καπιταλιστικής κατάστασης με τις καθημερινές ελπίδες και προσδοκίες των απλών ανθρώπων. Εάν πρόκειται να διδαχθούμε κάτι από αυτή την αποτυχία, τότε πρέπει να επανεξετάσουμε {9} όχι μόνο τις μορφές της εργατικής και σοσιαλιστικής πολιτικής, αλλά και τα θεωρητικά θεμέλια της ανάλυσής μας για τον καπιταλισμό. Με το παρόν βιβλίο ελπίζω να προσφέρω μια μικρή συμβολή σε αυτό το εγχείρημα, εστιάζοντας σε εκείνο που εδώ και πολύ καιρό αποτελεί το ασθενέστερο τμήμα της μαρξιστικής θεωρητικής παραγωγής: τη θεωρία της κρίσης.^5

^5 Το εγχείρημα συγγραφής του παρόντος βιβλίου προέκυψε από τη μελέτη μου πάνω στην υπερσυσσώρευση, την ταξική πάλη και το κράτος, που οδήγησε στο έργο μου Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State. Το τελευταίο βασιζόταν σε μια θεωρία της κρίσης την οποία θεωρούσα ότι αντανακλά τη θεωρία του Μαρξ, αλλά την οποία δεν κατάφερα να εντοπίσω να έχει αναπτυχθεί συστηματικά, ούτε στον ίδιο τον Μαρξ, ούτε στη μαρξιστική παράδοση. Αυτό με οδήγησε πίσω στην εξερεύνηση της θεωρίας της κρίσης στον μαρξισμό (Clarke, 1990), και στη συνέχεια στον ρόλο της θεωρίας της κρίσης στο ίδιο το έργο του Μαρξ.

Ο Μαρξ και η Μαρξιστική Θεωρία της Κρίσης

Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ιστορίας της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης είναι ότι η ορθοδοξία μετατοπίστηκε τόσο ριζικά, και όμως τόσο ασυνείδητα. Στην καμπή του αιώνα, η ορθοδοξία ήταν μια μάλλον ασαφής θεωρία της δυσαναλογίας, με τις κρίσεις να αποδίδονται στην αναρχία της αγοράς. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, η μαρξιστική ορθοδοξία είχε καταστεί άκαμπτα υποκαταναλωτική. Κατά τη δεκαετία του 1970, η θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους είχε γίνει η κανονιστική θεωρία της κρίσης. Σε κάθε στάδιο θεωρούνταν γενικώς αυτονόητο ότι η κυρίαρχη θεωρία ήταν η αυθεντική θεωρία του Μαρξ — ένας ισχυρισμός που υποστηριζόταν με επιλεκτικά αποσπάσματα από τα έργα του Μαρξ — και ότι οι εναλλακτικές θεωρίες αποτελούσαν σοβαρές παρεκκλίσεις. Κι όμως, παρά την κεντρικότητα της θεωρίας της κρίσης στον μαρξισμό, δεν έχει υπάρξει καμία σοβαρή μελέτη της ανάπτυξης της θεωρίας της κρίσης στα ίδια τα έργα του Μαρξ. Γενικά θεωρείται ότι ο Μαρξ δεν ανέπτυξε ποτέ μια συστηματική θεωρία της κρίσης, μια υπόθεση που έχει αφήσει τους επιγόνους του ελεύθερους να κατασκευάζουν τις διάφορες ερμηνείες της θεωρίας του περί κρίσης, βασισμένοι σε αποσπασματικά και όχι πάντοτε συνεπή χωρία.

Ο κύριος σκοπός του παρόντος βιβλίου δεν είναι να προσφέρει μια επισκόπηση των μαρξιστικών θεωριών της κρίσης, καθώς η δευτερογενής βιβλιογραφία σε αυτόν τον τομέα είναι ήδη αρκετά εκτενής, ενώ οι ίδιες οι θεωρίες, δυστυχώς, δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες ή σύνθετες.^6 Ο κύριος σκοπός του βιβλίου είναι να αναπτυχθεί μια κατανόηση του ρόλου της θεωρίας της κρίσης στο {10} ίδιο το έργο του Μαρξ, τοποθετώντας τα γραπτά του για την κρίση μέσα στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτά πρωτοεμφανίστηκαν. Το έργο αυτό έχει καταστεί σήμερα πολύ ευκολότερο χάρη στη δημοσίευση των σημειωματάριων του Μαρξ από τη δεκαετία του 1850, καθώς και των χειρογράφων που συνέγραψε την περίοδο 1857–1863. Καθίσταται έτσι εφικτό, για πρώτη φορά, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της οικονομικής σκέψης του Μαρξ από την πρώτη του επαφή με την πολιτική οικονομία το 1844 έως και τη δημοσίευση του Κεφαλαίου, και συνεπώς να εντάξουμε τη συζήτησή του περί θεωρίας της κρίσης στο πλήρες της συγκείμενο.

^6 Η καλύτερη εισαγωγική παρουσίαση παραμένει εκείνη του Sweezy (1942). Η πληρέστερη σύγχρονη εγχειριδιακή αποτύπωση βρίσκεται στα έργα των Howard and King (1989, 1992). Ο Kühne (1979) εξερευνά διάφορες πλευρές της συζήτησης. Ο Day (1981) παρέχει μια εξαιρετική ανάλυση της σοβιετικής παράδοσης από τον Λένιν έως τον Βάργκα. Αν και η σοβιετική θεωρητικοποίηση είχε μικρή σχέση με τον Μαρξ, η ανάλυση του Day καταδεικνύει ότι τη δεκαετία του 1920 η πιο προχωρημένη θεωρητικοποίηση της δυναμικής του καπιταλισμού εντοπιζόταν στη Μόσχα.

Ο λόγος για την επιστροφή στα ίδια τα έργα του Μαρξ δεν είναι απλώς αρχαιοδιφικός — δεν αποσκοπεί δηλαδή στην απλή καταγραφή του τι ακριβώς είπε ο Μαρξ για τις κρίσεις — ούτε στηρίζεται στην πεποίθηση ότι μια προσεκτική ανάγνωση των κειμένων του για την κρίση θα προσφέρει κάποιο κλειδί κατανόησης που διέφυγε των επιγόνων του. Τα ίδια τα κείμενα του Μαρξ για την κρίση είναι πράγματι αποσπασματικά και συχνά συγκεχυμένα. Απομονωμένα από το υπόλοιπο έργο του δεν έχουν ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον, και ασφαλώς δεν συνιστούν μια συνεκτική και αυστηρή θεωρία της κρίσης (αν και η πρωτοτυπία και η διεισδυτικότητά τους, σε σύγκριση τόσο με την οικονομική σκέψη της εποχής του όσο και της δικής μας, δεν θα πρέπει να υποτιμώνται). Ωστόσο, η θεώρηση του έργου του Μαρξ στο σύνολό του μέσα από το πρίσμα των στοχασμών του για το πρόβλημα της κρίσης προσφέρει μια νέα προοπτική, αναδεικνύοντας τη ριζική του διαφοροποίηση από τις αστικές θεωρίες της πολιτικής οικονομίας, και προσφέροντας ένα θεωρητικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί μια σύγχρονη μαρξιστική κατανόηση της αντιφατικής δυναμικής του καπιταλισμού στο νεώτερο κόσμο.

Αυτή η προσέγγιση αναδεικνύει όχι μόνο τη διαφορά του έργου του Μαρξ από την απολογητική της αστικής οικονομικής σκέψης, αλλά και από αυτό που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «μαρξιστική πολιτική οικονομία» (όρος κάπως αντιφατικός, αφού ο ίδιος ο Μαρξ χαρακτήριζε το έργο του ως «κριτική της πολιτικής οικονομίας»). Το σημερινό αδιέξοδο της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης έχει προκύψει κυρίως από την προσπάθειά της να θεμελιωθεί πάνω σε αστικές θεωρητικές βάσεις, και ειδικά πάνω στις θεωρητικές αρχές της γενικής ισορροπίας, παραγνωρίζοντας τη διαλεκτική-κριτική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ. Αυτή η αποδιάρθρωση των κριτικών θεμελίων της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης δεν αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της σύγχρονης ακαδημαϊκής μαρξιστικής σκέψης, αλλά μπορεί να εντοπιστεί ήδη από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του μαρξισμού στη Β΄ Διεθνή, γεγονός που άφησε τη θεωρία έκθετη στις αναθεωρητικές κριτικές των Μπέρνσταϊν και Τουγκάν-Μπαρανόφσκι.

Στο πρώτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου θα παρουσιάσω τις βασικές συμβολές στην κλασική μαρξιστική θεωρία της κρίσης — των Ένγκελς, Κάουτσκι, {11} Χίλφερντινγκ και Λούξεμπουργκ — και στη συνέχεια θα συνοψίσω τις θέσεις που κυριάρχησαν στις θεωρητικές αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του 1970, οι οποίες διαμόρφωσαν τη νέα ορθοδοξία της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Η επισκόπηση αυτή θα λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τα επόμενα κεφάλαια, στα οποία θα στραφώ από τον μαρξισμό στον ίδιο τον Μαρξ, εξετάζοντας εις βάθος τον ρόλο της θεωρίας της κρίσης στην κριτική του της πολιτικής οικονομίας.

Η παρουσίαση της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ εγείρει δύσκολα ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι ο Μαρξ δεν μας προσφέρει μια θεωρία της κρίσης ως τέτοια. Οι θεωρητικές του αναφορές στην κρίση στα έργα που δημοσιεύθηκαν ενόσω ζούσε περιορίζονται σε συνοπτικά και επιγραμματικά σχόλια. Σχεδόν όλη η εκτενής θεωρητική συζήτηση βρίσκεται στα ογκώδη σημειωματάριά του, αλλά ακόμη και εκεί δεν διατυπώνεται ποτέ μια συστηματική θεωρία της κρίσης, καθώς το ζήτημα είναι ενσωματωμένο σε άλλες θεματικές ενότητες. Αυτό καθιστά αδύνατη την απλή εξαγωγή και παρουσίαση της «θεωρίας της κρίσης του Μαρξ». Κάτι τέτοιο δεν προκαλεί έκπληξη, αφού για τον Μαρξ η τάση προς κρίση αποτελεί την κορύφωση — και, κατά μία έννοια, τη λιγότερο ουσιώδη έκφραση — των ιστορικών τάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η θεωρία της κρίσης πρέπει, επομένως, να παρουσιαστεί ως αναπόσπαστο στοιχείο της ευρύτερης ανάλυσής του για τη δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Το δεύτερο πρόβλημα αφορά τη βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί στα διαφορετικά στοιχεία της θεωρίας του Μαρξ. Ο τρόπος εργασίας του ήταν να ακολουθεί διαφορετικές συλλογιστικές διαδρομές για να δει πού αυτές τον οδηγούσαν, στη συνέχεια να ανατρέχει στα σημειωματάριά του για να επιφέρει κάποια τάξη στις ιδέες του, και τελικά να ξεκινά ξανά από την αρχή για να προσπαθήσει να ενοποιήσει το σύνολο. Το βασικό θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσής του για τον καπιταλισμό διαμορφώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1840 και παρουσιάστηκε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ακολούθησε μια περίοδος εντατικής μελέτης την πρώτη πενταετία του 1850, και στη συνέχεια, κατά την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του (1857–1863), ανέπτυξε λεπτομερώς τις δικές του ιδέες. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια αφιερώθηκαν στην επεξεργασία του υλικού αυτών των σημειώσεων, οδηγώντας στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, το μόνο συστηματικό έργο που ολοκλήρωσε. Ο Μαρξ επανήλθε στο θεωρητικό του έργο για σύντομες περιόδους στη δεκαετία του 1870, κατά τις οποίες έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που ενσωματώθηκε από τον Ένγκελς στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου. Ο τρίτος τόμος συντάχθηκε από τον Ένγκελς με βάση τα σημειωματάρια του 1864–1865, τα οποία αποτελούσαν επεξεργασία των χειρογράφων του 1861–1863. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον πρώτο τόμο, η επεξεργασία αυτή περιοριζόταν κυρίως στην αναδιάταξη ήδη υπάρχοντος υλικού, χωρίς να συνοδεύεται από συστηματική εννοιολογική δόμηση της ανάλυσης ως συνόλου. Έτσι, έχουμε στη διάθεσή μας έναν μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων, μέσα από τα οποία ο Μαρξ αναπτύσσει τις ιδέες του με διαφορετικούς τρόπους — άλλοτε φθάνοντας σε συμπεράσματα, άλλοτε εγκαταλείποντας το συλλογισμό, και άλλοτε χάνοντας τον ειρμό του (συχνά μέσα σε λαβυρίνθους αριθμητικών παραδειγμάτων) — χωρίς να παρέχει ενδείξεις για τη συστηματική σημασία των επιμέρους παρατηρήσεών του. Οποιαδήποτε απόπειρα παρουσίασης της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ περιλαμβάνει, επομένως, αναγκαστικά ένα σημαντικό στοιχείο ερμηνείας και ανασυγκρότησης.

Το τρίτο πρόβλημα στην παρουσίαση της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ είναι ότι σχεδόν όλη η σχετική του συζήτηση είναι βαθιά ενσωματωμένη στις κριτικές του παρατηρήσεις επί της πολιτικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι η μορφή της έκθεσης της θεωρίας της κρίσης από τον Μαρξ κυριαρχείται από τον ρόλο της στην κριτική του προς την πολιτική οικονομία, πράγμα που δεν αποτελεί απαραίτητα καθοδηγητικό στοιχείο για τον ρόλο της στη δική του διάγνωση του καπιταλισμού. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε τη θεωρία της κρίσης του Μαρξ όχι μόνο στο πλαίσιο μιας ερμηνείας της ευρύτερης ανάλυσής του για τη δυναμική του καπιταλισμού, αλλά και στο πλαίσιο της κριτικής του προς την πολιτική οικονομία. Επιπλέον, παρότι πολλές λεπτομέρειες της κριτικής του Μαρξ στην κλασική πολιτική οικονομία μπορεί να έχουν μόνο αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον, τα πιο θεμελιώδη ζητήματα παραμένουν απολύτως επίκαιρα, καθώς η σύγχρονη οικονομική θεωρία διατηρεί τα εννοιολογικά θεμέλια της κλασικής της προέλευσης. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία της κρίσης και τη θεωρία της καπιταλιστικής δυναμικής του Μαρξ όχι μόνο σε σχέση με την κλασική πολιτική οικονομία, αλλά και σε σχέση με τη σύγχρονη οικονομική σκέψη.

Αυτά τα προβλήματα σημαίνουν ότι κάθε συζήτηση περί της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ είναι αναγκαστικά ένας συμβιβασμός μεταξύ έκθεσης, ερμηνείας και εντοπισμού στο ιστορικό πλαίσιο. Κατά τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου είχα συνεχώς επίγνωση της ανάγκης να διατηρηθεί μια σχετική ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα τρία στοιχεία. Για το πρώτο προσχέδιο του χειρογράφου διάβασα όλα τα σχετικά έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, με στόχο να παρουσιάσω τη συζήτησή τους για την κρίση με αυστηρά χρονολογική και συγκειμενική σειρά, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσω την ερμηνεία. Στη συνέχεια διαίρεσα το υλικό σε πέντε μέρη, αντιστοιχώντας τα στις φάσεις του έργου του Μαρξ: τα πρώιμα έργα (έως το 1848), την περίοδο επαναξιολόγησης μετά τις επαναστάσεις του 1848, τα θεμέλια της κριτικής της πολιτικής οικονομίας στα χειρόγραφα του 1857–1858, την ανάπτυξη της κριτικής της πολιτικής οικονομίας στα χειρόγραφα του 1861–1865 (που καταλαμβάνουν δύο κεφάλαια στην τελική μορφή του βιβλίου), και τα ώριμα έργα από την πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου και εξής. Έπειτα, αναδιοργάνωσα το υλικό σε κάθε μέρος θεματικά, μέσα στο πλαίσιο μιας ερμηνείας την οποία ωστόσο προσπάθησα να θεμελιώσω όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα κείμενα του Μαρξ και την οποία αναθεώρησα υπό το φως μιας επανειλημμένης ανάγνωσης των σημαντικότερων {13} κειμένων.

Τέλος, επεξεργάστηκα εκ νέου ολόκληρο το κείμενο, προσπαθώντας να διευκρινίσω την έκθεση και να την εντάξω στο πλαίσιο μιας συνολικής ερμηνείας του έργου του Μαρξ. Ένα πράγμα που δεν έκανα είναι να συνδέσω ρητά το έργο του Μαρξ με ζητήματα και αντιπαραθέσεις της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, παρόλο που ελπίζω ότι οι σχετικές συνδέσεις θα είναι προφανείς σε όποια είναι εξοικειωμένη με τέτοιες συζητήσεις. Η σημασία του έργου του Μαρξ δεν έγκειται στη συμβολή που μπορεί να προσφέρει στην αστική οικονομική θεωρία (αν και σχεδόν όλες οι σημαντικές προόδους στην κατανόηση της δυναμικής του καπιταλισμού από τους οικονομολόγους έχουν αντληθεί ή προαναγγελθεί από τον Μαρξ και τον μαρξισμό), αλλά στη συμβολή του στη διάλυσή της.

Προσπάθησα να κάνω το τελικό κείμενο όσο το δυνατόν πιο κατανοητό, αλλά απέφυγα συνειδητά την υπεραπλούστευση. Τα ζητήματα είναι σύνθετα και ορισμένες συζητήσεις του Μαρξ συγκεχυμένες. Ενώ επιχείρησα να παρακάμψω τη σύγχυση, δεν αποπειράθηκα να παρακάμψω τη συνθετότητα. Αν ορισμένα τμήματα του βιβλίου παραμένουν δύσκολα στην ανάγνωση, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να απολογηθώ και να καλέσω τον αναγνώστη να επιστρέψει στα πρωτότυπα κείμενα του Μαρξ αντί να εγκαταλείψει την απόπειρα κατανόησης.

Σκοπός μου με τη συγγραφή του βιβλίου αυτού δεν είναι να παρουσιάσω μια κλειστή ερμηνεία της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ, αλλά να προσφέρω ένα δομικό στοιχείο για την ανάπτυξη μιας πληρέστερης ανάλυσης της δυναμικής του καπιταλισμού, παραθέτοντας ενώπιον του αναγνώστη τις εντυπωσιακές ενοράσεις και τη θεωρητική πρωτοτυπία του έργου του Μαρξ — έργο που, παρότι γράφτηκε πριν από περισσότερο από έναν αιώνα, διατηρεί συντριπτική θεωρητική σημασία. Η πολιτική οικονομία που ο Μαρξ κατεδάφισε με την κριτική του δεν εξαφανίστηκε, ούτε υπερκεράστηκε από τη γέννηση της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας. Η κριτική του Μαρξ στην πολιτική οικονομία είναι εξίσου επίκαιρη ως προς την κριτική της σύγχρονης οικονομικής σκέψης όσο ήταν και ως προς την κριτική του Ρικάρντο (Clarke, 1991). Ελπίζω ότι το παρόν βιβλίο προσφέρει τόσο μια σαφή και συνεκτική ερμηνεία της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ όσο και μια επαρκώς ανοιχτή παρουσίαση των γραπτών του, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει ως βάση για εναλλακτικές ερμηνείες ή για περαιτέρω θεωρητική ανάπτυξη σε άλλες κατευθύνσεις.

Σε αυτό το βιβλίο αναφέρομαι μόνο ενδεικτικά στη βαθύτερη σημασία του έργου του Μαρξ, με την ελπίδα ότι άλλοι θα χτίσουν πάνω στην παρούσα έκθεση στο πλαίσιο ενός συλλογικού εγχειρήματος για τη συγκρότηση μιας ριζοσπαστικής θεωρητικής κριτικής του καπιταλισμού και των ιδεολογικών του παραμορφώσεων — μιας κριτικής που να μπορεί να συνομιλήσει με την καθημερινή εμπειρία της αντίστασης απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταστροφή, και που να μπορέσει να εξελιχθεί σε ιδεολογική και πολιτική δύναμη απελευθέρωσης. Το αν θα φέρει το όνομα του Μαρξ ή όχι είναι δευτερεύον ζήτημα. Αυτό που έχει σημασία είναι να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις ενοράσεις που έχει να μας προσφέρει το έργο του.

{14}

2. Η Θεωρία της Κρίσης στη Μαρξιστική Παράδοση

Η Θεωρία της Κρίσης στη Β΄ Διεθνή

Η αποτυχία του μαρξισμού τη δεκαετία του 1980 ήταν ουσιαστικά η αποτυχία της λενινιστικής παράδοσης, η οποία κυριάρχησε στον μαρξισμό από τη δεκαετία του 1930 και εξής. Η επικράτηση του λενινισμού οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι ο Στάλιν και ο Χίτλερ εξόντωσαν φυσικά τους κύριους εκπροσώπους των εναλλακτικών παραδόσεων, αλλά καθορίστηκε κυρίως από τις πολιτικές ήττες που υπέστη η σοσιαλδημοκρατία της Β΄ Διεθνούς, ιδίως στη Γερμανία. Η νίκη του λενινισμού οδήγησε στην απόρριψη της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης του μαρξισμού, μολονότι αυτή η παράδοση, παρά τις αποτυχίες και τις ήττες της, είχε διαμορφωθεί μέσα από την εμπειρία της κρίσης και των ταξικών συγκρούσεων που χαρακτήριζαν την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· και είχε διαμορφωθεί από διανοούμενους που δεν ήταν πανεπιστημιακοί ή κρατικοί υπάλληλοι, αλλά οικοδόμοι ενός μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος.

Η συμβατική λενινιστική θεώρηση απέρριπτε τον ορθόδοξο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς ως στιγματισμένο από μια αγοραία οικονομίστικη αντίληψη της πολιτικής και από μια χονδροειδή θεωρία της κρίσης βασισμένη στην υποκατανάλωση, σύμφωνα με την οποία η οικονομική κατάρρευση θα προκαλούσε την αναπόφευκτη επανάσταση. Για τον Κάουτσκι, η αναπόφευκτη τελική κρίση νομιμοποιούσε μια πολιτική παθητικότητα· για τη Λούξεμπουργκ, νομιμοποιούσε έναν επαναστατικό αυθορμητισμό — κανένα από τα δύο δεν μπορούσε να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση στον ρεβιζιονισμό και τελικά εξελίχθηκαν, το μεν σε ρεφορμισμό, το δε σε υπεραριστερισμό.

Αν και υπάρχει κάποιο στοιχείο αλήθειας σε αυτή την καρικατούρα, δεν παύει να είναι μια καρικατούρα. Η θεωρητική ανάλυση και η πολιτική στρατηγική της Β΄ Διεθνούς δεν ήταν ακατάλληλες για την εποχή τους, και ασφαλώς δεν ήταν απλοϊκές. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής δεν ήταν αναπόφευκτη, ούτε θα μπορούσε να προβλεφθεί. Παρόλο που ο μαρξισμός της Β΄ Διεθνούς έφερε εντός του μια θεμελιώδη θεωρητική αδυναμία, η {15} αδυναμία αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό έκφραση των πολιτικών εμποδίων που αντιμετώπιζε και όχι απλώς έλλειψη θεωρητικής διορατικότητας.

Η θεωρητική αδυναμία του μαρξισμού της Β΄ Διεθνούς εντοπιζόταν πρωτίστως στη διαρκώς διευρυνόμενη απόκλιση ανάμεσα στην ανάλυσή του για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης και στο πολιτικό του πρόγραμμα για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η ανάλυσή του για τις πρώτες ήταν εξαιρετικά προνοητική — και ασφαλώς πιο διεισδυτική από ό,τι μπορούσε να προσφέρει η αστική οικονομική θεωρία της εποχής. Ωστόσο, η πεποίθησή του ότι αυτές οι ιστορικές τάσεις θα οδηγούσαν αναπόφευκτα το εργατικό κίνημα να ενσωματώσει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και να υιοθετήσει την πολιτική και την ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας εμπόδισε την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, μεταξύ ρεφορμιστικής πρακτικής και επαναστατικής φιλοδοξίας, μεταξύ άμεσων καθηκόντων και τελικών στόχων. Το αποτέλεσμα ήταν η ολοένα αυξανόμενη απόκλιση ανάμεσα σε μια σοσιαλιστική ρητορική και μια ρεφορμιστική πρακτική — απόκλιση που τελικά υπήρξε η βάση για τη διάσπαση του κινήματος με το ξέσπασμα του πολέμου το 1914. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός της αποσύνθεσης του κινήματος, μόλις η πρακτική του ερχόταν σε κατάφωρη αντίφαση με την ιδεολογία του, κατέδειξε ότι η θεωρητική αδυναμία δεν ήταν παρά η έκφραση της πολιτικής ασάφειας του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.

Η σοσιαλδημοκρατία πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όφειλε τη δύναμή της πρωτίστως στον θεωρητικό και ιδεολογικό πραγματισμό που επέτρεπε στην ηγεσία να διατηρεί την ενότητα του κινήματος. Η πίστη στην αναπόφευκτη έλευση του σοσιαλισμού ως αναγκαίας κατάληξης των ιστορικών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης προερχόταν άμεσα από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, των οποίων η σχετική προσέγγιση αναπτύχθηκε πιστά από τον κυριότερο θεωρητικό της Β΄ Διεθνούς, τον Καρλ Κάουτσκι, και φαινόταν να επαληθεύεται πλήρως από τη ραγδαία άνοδο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η θεωρητική αδυναμία της ανάλυσης εμφανίστηκε στο προσκήνιο μόνο όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις πολιτικές συνέπειες των νέων εξελίξεων στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1890 — εξελίξεις που, σε μεγάλο βαθμό, ήταν αντίδραση του καπιταλισμού στην πρόκληση που του έθεταν οι μορφές ταξικού αγώνα πάνω στις οποίες είχε θεμελιωθεί η θεωρία και η πολιτική της Β΄ Διεθνούς. Η θεωρητική αδυναμία του κινήματος ήταν λιγότερο ζήτημα πνευματικής ανεπάρκειας και περισσότερο έκφραση των πολιτικών του ορίων.

Τα πολιτικά όρια της Σοσιαλδημοκρατίας της Β΄ {16} Διεθνούς εκφράστηκαν άμεσα στον ρόλο που επιφύλασσε η θεωρία της κρίσης στην ανάλυση του καπιταλισμού. Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού συνδεόταν με τις μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, οι οποίες θεμελιώνουν την ταξική πόλωση και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Η ανάλυση αυτών των μακροχρόνιων τάσεων προερχόταν από τα μόνα έργα του Μαρξ που ήταν γενικά διαθέσιμα εκείνη την εποχή: το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και τον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου.^1

^1 Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο επανεκδόθηκε το 1872, ενώ μια αναθεωρημένη έκδοση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου κυκλοφόρησε το 1873. Το έργο του Κάουτσκι Οι Οικονομικές Δοξασίες του Καρλ Μαρξ, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1887, προσέφερε μια σχετικά πιστή δημοφιλή παρουσίαση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου. Από τα υπόλοιπα θεωρητικά έργα του Μαρξ, μόνο τα Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Η Αγία Οικογένεια και Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δημοσιεύθηκαν ενόσω ζούσε, και επανεκδόθηκαν μόλις τη δεκαετία του 1890. Ο Δεύτερος Τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύθηκε το 1885 και ο Τρίτος Τόμος το 1894.

Σε αμφότερα αυτά τα έργα, ο Μαρξ συνδέει τη θεωρία της κρίσης στενά με τη θεωρία της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· ο ρόλος των κρίσεων είναι να επιταχύνουν την ανάπτυξη αυτών των μακροχρόνιων τάσεων και να φέρνουν στην επιφάνεια τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Για τον Μαρξ, οι κρίσεις δεν αποτελούν εξαιρετικές περιόδους κατά τις οποίες διασαλεύεται ένα κατά τα λοιπά κανονικό και χωρίς αντιφάσεις πρότυπο συσσώρευσης, αλλά την πιο δραματική έκφραση των εκ φύσεως αντιφατικών θεμελίων της συσσώρευσης. Οι κρίσεις είναι «πάντα μονάχα στιγμιαίες και βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων. Είναι βίαιες εκρήξεις που, για κάποιο χρονικό διάστημα, αποκαθιστούν την διασαλευθείσα ισορροπία» (CIII, 244).

Παρόλο που ο Μαρξ δεν επεξεργάστηκε με συστηματικό τρόπο την εννοιολογική συνέχεια μεταξύ των μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της κρίσης που φέρνει τις τάσεις αυτές σε κορύφωση, μια τέτοια συνέχεια είναι πολιτικά κρίσιμη, καθώς συνδέει την τακτική του καθημερινού αγώνα —που σχετίζεται με τις κυκλικές διακυμάνσεις της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας— με τη στρατηγική της ανάπτυξης ενός μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος, η οποία συνδέεται με τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η πολιτική αδυναμία του μαρξισμού της Β΄ Διεθνούς αντανακλάται στο ολοένα διευρυνόμενο χάσμα που άνοιγε μεταξύ αυτών των δύο όψεων της πολιτικής και της θεωρίας της. Πολιτικά, το χάσμα αυτό εκφράστηκε ως μια αυξανόμενη ασυνέχεια μεταξύ επαναστατικής στρατηγικής και ρεφορμιστικής τακτικής. Θεωρητικά, εκφράστηκε ως διαρκής διάσπαση μεταξύ της θεωρίας των ιστορικών τάσεων της συσσώρευσης και της θεωρίας των κυκλικών κρίσεων.

{17}

Η Μαρξιστική Κληρονομιά: Η Θεωρία της Κρίσης του Ένγκελς

Η ορθόδοξη μαρξιστική ερμηνεία των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν προερχόταν κυρίως από τον Μαρξ, αλλά από τον Ένγκελς, του οποίου το Αντι-Ντύρινγκ αποτέλεσε το εγχειρίδιο της μαρξιστικής ορθοδοξίας, μέσω του οποίου οι περισσότεροι από τους ηγέτες της Β΄ Διεθνούς προσηλυτίστηκαν στον μαρξισμό.^2 Ο Ένγκελς απέρριψε ρητά τον υποκαταναλωτισμό του Λασάλ και του Ντύρινγκ υπέρ μιας θεωρίας της κρίσης βασισμένης στην υπερπαραγωγή.

^2 Ο Ντύρινγκ ήταν ο κυρίαρχος θεωρητικός του γερμανικού εργατικού κινήματος τη δεκαετία του 1870. Το έργο του αναπαρήγαγε την έμφαση του Λασάλ στην προτεραιότητα της πολιτικής, αλλά έδωσε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην οργανωμένη εργατική τάξη απ’ ό,τι ο Λασάλ, υποστηρίζοντας την ανάγκη πολιτικών συνδικάτων. Αν και ο Ντύρινγκ επιφύλαξε μερικές από τις πιο υβριστικές του επιθέσεις για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ακόμη και οι μαρξιστές εγκωμίαζαν το φιλοσοφικό του σύστημα. Μόνο ο Λίμπκνεχτ διαφοροποιήθηκε, και ήταν αυτός που απευθύνθηκε στον Μαρξ και τον Ένγκελς για να απαντήσουν στον Ντύρινγκ και να προσφέρουν μια δημοφιλή έκθεση των δικών τους ιδεών. Ο Μπέρνσταϊν και ο Πλεχάνοφ υπήρξαν αμφότεροι οπαδοί του Ντύρινγκ και, όπως και ο Κάουτσκι, προσηλυτίστηκαν στον μαρξισμό μέσω της κριτικής του Ένγκελς.

Αν και τυπικά η διάκριση μεταξύ «υποκατανάλωσης» και «υπερπαραγωγής» μπορεί να φαίνεται λεπτή, υπήρχε θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον τύπο υποκαταναλωτισμού που υποστήριζαν οι λασαλικοί και οι ρώσοι ναρόντνικοι —οι οποίοι στην ουσία υποστήριζαν την αδυνατότητα διαρκούς συσσώρευσης στη βάση του «σιδερένιου νόμου των μισθών»— και στον Ένγκελς, ο οποίος προσέφερε μια δυναμική θεωρία, βασισμένη όχι στην απόλυτη φτώχεια των μαζών, αλλά στην αντιφατική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία οδηγεί τη συσσώρευση να προηγείται διαρκώς της ανάπτυξης της ζήτησης. Ο Ένγκελς επεσήμανε ότι η υποκατανάλωση είναι φαινόμενο «χιλιετιών», ενώ οι κρίσεις εμφανίζονται μόνο στη μορφή παραγωγής που είναι ο καπιταλισμός. Συνεπώς, η υποκατανάλωση αποτελεί «προϋπόθεση των κρίσεων και παίζει σε αυτές ρόλο που έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό. Όμως μας εξηγεί εξίσου λίγο γιατί οι κρίσεις υπάρχουν σήμερα όσο και γιατί δεν υπήρχαν παλαιότερα» (AD, 394).

Για τον Ένγκελς, η τάση προς την υπερπαραγωγή δεν ήταν απόλυτη, αλλά συνδεόταν στενά με την «αναρχία της παραγωγής», καθώς η εξίσωση προσφοράς και ζήτησης επιτυγχάνεται μόνο «μέσω καταιγίδας στην παγκόσμια αγορά, μέσω εμπορικής κρίσης» (CW26, 'Marx and Rodbertus', 23.10.84). Ωστόσο, για τον Ένγκελς, η «αναρχία της παραγωγής» δεν ήταν απλώς ζήτημα καπιταλιστικής λανθασμένης εκτίμησης της αγοράς, όπως κατέληξε να είναι για τον Κάουτσκι. Η αναρχία της παραγωγής απορρέει από το γεγονός ότι η παραγωγή και η κατανάλωση καθορίζονται από τελείως διαφορετικούς νόμους, με αποτέλεσμα η απόκλισή τους να είναι συστηματική. Αυτό μας οδηγεί αμέσως σε μια θεμελιώδη διαφορά στη σύλληψη {18} της διαδικασίας του ανταγωνισμού ανάμεσα στον μαρξισμό και την πολιτική οικονομία.

Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία, ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός εξασφαλίζει ότι η παραγωγή προσαρμόζεται στις ανάγκες των καταναλωτών, καθώς η προσφορά προσαρμόζεται στη ζήτηση μέσω διακυμάνσεων των τιμών της αγοράς. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ωστόσο, η δυναμική του ανταγωνισμού είναι εντελώς διαφορετική. Ο καπιταλιστής δεν απαντά στην ανταγωνιστική πίεση παθητικά, μειώνοντας τις τιμές ή περιορίζοντας την παραγωγή και αποδεχόμενος χαμηλότερο ποσοστό κέρδους, αλλά πιέζει τους εργάτες του για μεγαλύτερη απόδοση ή εγκαθιστά νέες μεθόδους παραγωγής προκειμένου να μειώσει το κόστος. Εντωμεταξύ, ο καπιταλιστής που έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν κάθεται αδρανής απολαμβάνοντας το μερίδιό του στην αγορά, αλλά επεκτείνει την παραγωγή του για να καταλάβει την αγορά των ανταγωνιστών του. Αντί να προσαρμόζεται παθητικά η παραγωγή στα όρια της αγοράς, η τάση είναι ο ανταγωνισμός να εξαναγκάζει τον καπιταλιστή να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια της αγοράς. Η «αναρχία» της παραγωγής είναι επομένως η πηγή μιας συστηματικής υπερπαραγωγής.

Στο Αντι-Ντύρινγκ (1878), ο Ένγκελς υποστήριξε ότι η «αναρχία» της καπιταλιστικής παραγωγής «εξαναγκάζει κάθε ατομικό βιομήχανο καπιταλιστή να βελτιώνει διαρκώς τη μηχανή του, να αυξάνει διαρκώς την παραγωγική της ισχύ. Η απλή δυνατότητα επέκτασης του πεδίου παραγωγής μετατρέπεται γι' αυτόν σε έναν παρόμοιο καταναγκαστικό νόμο. Η τεράστια επεκτατική δύναμη της σύγχρονης βιομηχανίας [...] εμφανίζεται σε εμάς τώρα ως μια αναγκαιότητα για επέκταση, τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική, που γελάει με κάθε αντίσταση. Τέτοια αντίσταση προβάλλεται από την κατανάλωση, από τις πωλήσεις, από τις αγορές για τα προϊόντα της σύγχρονης βιομηχανίας. Αλλά η δυνατότητα επέκτασης των αγορών, εκτεταμένα και εντατικά, διέπεται πρωτίστως από τελείως διαφορετικούς νόμους, που ενεργούν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δυναμικά. Η επέκταση των αγορών δεν μπορεί να συμβαδίζει με την επέκταση της παραγωγής. Η σύγκρουση γίνεται αναπόφευκτη». Σύμφωνα με τον Ένγκελς, αυτή η τάση προς υπερπαραγωγή είναι κυκλική και όχι μακροχρόνια, και αποτελεί τη βάση των περιοδικών κρίσεων που επαναλαμβάνονται από το 1825 και μετά.^3 Αυτές οι κρίσεις είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της «αντίφασης μεταξύ κοινωνικοποιημένης παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης […] ο τρόπος παραγωγής επαναστατεί ενάντια στον τρόπο ανταλλαγής» (CW24, 316).

^3 Η μακροχρόνια τάση καθορίζεται από τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την εξαθλίωση μιας διαρκώς αυξανόμενης μάζας του πληθυσμού και την πόλωση των τάξεων — στοιχεία που συζητά ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου.

Ο Ένγκελς πάντοτε έβλεπε μια άμεση και άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των τάσεων κρίσης της συσσώρευσης και του επερχόμενου επαναστατικού μετασχηματισμού. Στο έργο του Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (1844–5), ο Ένγκελς είχε αναφερθεί {19} στις εμπορικές κρίσεις ως «τους ισχυρότερους μοχλούς για κάθε ανεξάρτητη ανάπτυξη του προλεταριάτου» (CW4, 580). Αυτή ήταν μια άποψη την οποία ο Ένγκελς και ο Μαρξ επαναλάμβαναν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1850, καθώς ανέμεναν η επόμενη κρίση να σημάνει την επανάσταση που είχε αποτραπεί το 1848 —προσδοκία στην οποία ο Ένγκελς επανήλθε και τη δεκαετία του 1880.

Η θεωρία της κρίσης του Ένγκελς ήταν μια απλή θεωρία υπερπαραγωγής, σύμφωνα με την οποία η επέκταση της παραγωγής αναγκαστικά προπορεύεται της ανάπτυξης της αγοράς, με αποτέλεσμα να επέλθει τελικά κρίση —και μάλιστα τόσο πιο καταστροφική όσο περισσότερο καθυστερεί. Αν και κατά καιρούς υποστήριζε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια κατάσταση χρόνιας στασιμότητας, εντούτοις θεωρούσε τη στασιμότητα ως πρόδρομο της αποκαλυπτικής κρίσης.

Ο Ένγκελς είχε προβλέψει ήδη από το 1850 την αντικατάσταση του κυκλικού χαρακτήρα της συσσώρευσης από μια φάση στασιμότητας, όταν υποστήριζε (παραμονές της μεσοβικτωριανής άνθησης) ότι «οι Άγγλοι βιομήχανοι, των οποίων τα μέσα παραγωγής έχουν μια δύναμη επέκτασης ασυγκρίτως ανώτερη από εκείνη των αγορών τους, πλησιάζουν γοργά το σημείο όπου τα τεχνάσματά τους θα έχουν εξαντληθεί και όπου η περίοδος ευημερίας που μέχρι τώρα μεσολαβούσε μεταξύ κάθε κρίσης και της επόμενης θα εξαφανιστεί εντελώς υπό το βάρος των υπερβολικά διογκωμένων παραγωγικών δυνάμεων... Η προλεταριακή επανάσταση τότε θα είναι αναπόφευκτη και η νίκη της βέβαιη» ('The English Ten Hours Bill', CW10, 299).

Τριάντα χρόνια αργότερα, στο μέσον της «Μεγάλης Ύφεσης», τον Ιούλιο του 1881, ο Ένγκελς επανήλθε στο θέμα, σημειώνοντας ότι, εφόσον ο καπιταλισμός είχε πλέον αναπτύξει μηχανές που μπορούσαν να κατασκευάζουν άλλες μηχανές, ήταν πλέον δυνατή η επιτάχυνση της επέκτασης της παραγωγής, γεγονός που οδηγούσε σε χρόνια υπερπαραγωγή. Κάθε βιομήχανος «αυξάνει το εργοστάσιό του αδιαφορώντας για το τι κάνουν οι ανταγωνιστές του», επεκτείνοντας έτσι «απερίσκεπτα την παραγωγική δύναμη της χώρας πέρα από τη δυνατότητα απορρόφησης των αγορών». Η αύξηση αυτή «είναι δυσανάλογη σε σχέση με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες περιόδους επέκτασης και το αποτέλεσμα είναι — χρόνια υπερπαραγωγή, χρόνια ύφεση του εμπορίου», που διαρκεί αρκετά χρόνια (CW24, 412).

Τρία χρόνια αργότερα, λίγο μετά τον θάνατο του Μαρξ το 1884, ο Ένγκελς σημείωνε ότι από το 1876 επικρατεί «μια χρόνια κατάσταση στασιμότητας σε όλους τους κυρίαρχους κλάδους παραγωγής. Ούτε θα εκδηλωθεί πλήρως η κατάρρευση· ούτε θα υπάρξει η πολυπόθητη περίοδος ευημερίας στην οποία άλλοτε μπορούσαμε να προσβλέπουμε πριν και μετά από αυτήν. Μια υποτονική ύφεση, ένας χρόνιος κορεσμός όλων των αγορών σε όλους τους κλάδους, αυτή είναι η κατάσταση στην οποία ζούμε τα τελευταία σχεδόν δέκα χρόνια». Αυτό συμβαίνει επειδή ο καπιταλισμός εξαντλεί τις αγορές του και ο ανταγωνισμός οξύνεται, ενώ «η καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να σταματήσει — πρέπει να συνεχίζει να αυξάνεται ή αλλιώς να πεθάνει... Εδώ βρίσκεται το τρωτό σημείο, η πτέρνα του Αχιλλέα, της καπιταλιστικής παραγωγής». Καθώς η ύφεση αναπόφευκτα βαθαίνει, οι Άγγλοι εργάτες θα χάσουν ακόμα και τα περιορισμένα τους προνόμια, και ο σοσιαλισμός στην Αγγλία θα αναγεννηθεί (CW26, 300).

Ωστόσο, την επόμενη χρονιά ο Ένγκελς υπογράμμισε ότι, παρά τη στασιμότητα, μια γενική κρίση θα έρθει αναπόφευκτα. «Με το να καθυστερεί την καταιγίδα που παλαιότερα καθάριζε την ατμόσφαιρα κάθε δέκα χρόνια, αυτή η συνεχής χρόνια ύφεση προετοιμάζει μια έκρηξη με βιαιότητα και έκταση τέτοια που δεν έχουμε ξαναδεί» (Ένγκελς προς Ντανιέλσον, 13.11.1885· βλ. και Ένγκελς προς Μπέμπελ, 28.10.1885, Marx-Engels, Selected Correspondence, 389, 86–7). Ο κάπως συγκεχυμένος ευσεβής πόθος του Ένγκελς συνοψίζεται εύστοχα σε ένα άρθρο του το 1892, όταν ταυτόχρονα δήλωνε το αδύνατο και το αναπόφευκτο μιας γιγαντιαίας κρίσης. Σημείωνε ότι η απουσία κρίσης από το 1868 οφειλόταν επίσης στην επέκταση της παγκόσμιας αγοράς, η οποία διανέμει το πλεονάζον αγγλικό (και ευρωπαϊκό) κεφάλαιο σε επενδύσεις μεταφορών κ.ά. σε όλον τον κόσμο και επίσης σε πλήθος άλλων κλάδων επενδύσεων. Αυτό «καθιστά μια κρίση αδύνατη... αλλά μικρές κρίσεις, όπως εκείνη της Αργεντινής, έχουν καταστεί δυνατές τα τελευταία τρία χρόνια. Όλα αυτά όμως αποδεικνύουν ότι μια γιγαντιαία κρίση επωάζεται» (CW27, 324-5).

Το 1894 ο Ένγκελς εξακολουθούσε να αναμένει το μεγάλο κραχ. Σε μία από τις υποσημειώσεις του στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, σημείωνε ότι «η οξεία μορφή της περιοδικής διαδικασίας, με τον πρώην δεκαετή κύκλο της, φαίνεται να έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο χρόνια, παρατεταμένη εναλλαγή μεταξύ μιας σχετικά σύντομης και ήπιας επιχειρηματικής ανάκαμψης και μιας σχετικά μακράς, αβέβαιης ύφεσης —που εκδηλώνεται στους διάφορους κλάδους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Αλλά ίσως πρόκειται μόνο για επιμήκυνση της διάρκειας του κύκλου... Είναι άραγε πιθανό ότι τώρα βρισκόμαστε στο προπαρασκευαστικό στάδιο ενός νέου παγκόσμιου κραχ άνευ προηγουμένου σφοδρότητας; Πολλά στοιχεία δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση». Η παγκόσμια αγορά έχει ανοίξει και το κεφάλαιο είναι πιο διασκορπισμένο, «έτσι ώστε είναι πολύ πιο ευρέως κατανεμημένο και η τοπική κερδοσκοπία μπορεί ευκολότερα να ξεπεραστεί. Με αυτό τον τρόπο, τα περισσότερα από τα παλαιά εκκολαπτήρια κρίσεων και οι ευκαιρίες για την ανάπτυξή τους έχουν εξαλειφθεί ή περιοριστεί σημαντικά. Ταυτόχρονα... οι προστατευτικοί δασμοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά προετοιμασίες για τον τελικό γενικό βιομηχανικό πόλεμο, ο οποίος θα αποφασίσει ποιος θα έχει την κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, κάθε παράγοντας που δρα ενάντια στην επανάληψη των παλαιών κρίσεων φέρει εντός του το έμβρυο μιας πολύ ισχυρότερης μελλοντικής κρίσης» (CIII, 477-8, υποσημείωση).

{21}

Ο Κάουτσκι και οι Ιστορικές Τάσεις της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης

Η κλασική διατύπωση της θεωρίας της Δεύτερης Διεθνούς υπήρξε το Πρόγραμμα του Έρφουρτ του 1891, το οποίο συντάχθηκε από κοινού από τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν και τον Καρλ Κάουτσκι. Ο Κάουτσκι δημοσίευσε το σχόλιό του πάνω στο πρόγραμμα, The Class Struggle (Η Ταξική Πάλη) (εφεξής CC), το 1892, και αυτό κατέστη το θεμελιώδες κείμενο της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Η Ταξική Πάλη παρείχε μια εκλαϊκευμένη εφαρμογή της ανάλυσης του Μαρξ για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως αυτές παρουσιάζονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, και την εφάρμοζε στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη σύγχρονη Γερμανία.

Το επίκεντρο της ανάλυσης του Κάουτσκι ήταν οι μακροϊστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης ως η βάση για τη διαμόρφωση του προλεταριάτου, την εξέλιξη της ταξικής πάλης και τη σταθερή ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος. Στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ανεξάρτητοι μικροπαραγωγοί καταστρέφονται, τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα προλεταριοποιούνται, και οι μικροκαπιταλιστές παραμερίζονται, οδηγώντας στην προοδευτική πόλωση της καπιταλιστικής κοινωνίας ανάμεσα σε μια ολοένα μειούμενη τάξη καπιταλιστών και τη διευρυνόμενη μάζα του προλεταριάτου.

Αυτές οι τάσεις εντείνονται από τη μηχανοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η εισαγωγή των μηχανών δεν ελαφραίνει το βάρος της εργασίας. Αντιθέτως, εξαναγκάζει τον καπιταλιστή να αυξήσει την ένταση και τη διάρκεια της εργασίας, καθώς πρέπει να αποσβέσει το κεφάλαιό του και να πραγματοποιήσει το κέρδος του πριν οι νέες μηχανές καταστήσουν τις δικές του παρωχημένες. Η χρήση της μηχανής αυξάνει την ανασφάλεια της καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς «διαρκώς πραγματοποιούνται νέες εφευρέσεις και ανακαλύψεις που καθιστούν άχρηστες τις υπάρχουσες μηχανές και καθιστούν περιττούς όχι μόνο μεμονωμένους εργάτες, όχι μόνο μεμονωμένες μηχανές, αλλά συχνά ολόκληρες επιχειρήσεις ή ακόμη και ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας» (CC, 70). Επιπλέον, η μηχανοποίηση αυξάνει προοδευτικά την κλίμακα της καπιταλιστικής παραγωγής, περιορίζοντας τις τάξεις των καπιταλιστών και διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσά τους και στο προλεταριάτο. Συνολικά, η καπιταλιστική μονοπώληση των μέσων παραγωγής «σημαίνει αυξανόμενη ανασφάλεια της ύπαρξης· σημαίνει εξαθλίωση, καταπίεση, υποδούλωση, εξευτελισμό και εκμετάλλευση. Όλο και μεγαλύτερος γίνεται ο αριθμός των προλετάριων, όλο και πιο γιγαντιαίος ο στρατός των περιττών εργατών, και όλο και πιο οξύς ο ανταγωνισμός μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων» (CC, 8).

Οι βιομηχανικές κρίσεις, «που εμφανίζονται περιοδικά με τη βεβαιότητα {22} ενός φυσικού νόμου», ενισχύουν αυτές τις μακροϊστορικές τάσεις και αυξάνουν την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν τόσο οι καπιταλιστές όσο και οι εργάτες (CC, 71). «Η άβυσσος μεταξύ ιδιοκτητών και ακτημόνων βαθαίνει περαιτέρω από τις βιομηχανικές κρίσεις. Αυτές έχουν τις αιτίες τους στο καπιταλιστικό σύστημα και, καθώς το σύστημα αναπτύσσεται, αναδύονται φυσικά σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα. Καθιστούν την καθολική αβεβαιότητα τη φυσιολογική κατάσταση της κοινωνίας, και αποδεικνύουν έτσι ότι η παραγωγική μας δύναμη έχει ξεφύγει από τον έλεγχό μας, ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έχει καταστεί ασυμβίβαστη με τη λειτουργική τους χρήση και ανάπτυξη» (CC, 8).

Ωστόσο, οι κρίσεις δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάλυση του Κάουτσκι για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η κρίση απλώς εντείνει τις μακροϊστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αναδεικνύει τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος. «Είναι σε τέτοιες περιόδους που καθίσταται πιο εκτυφλωτικά προφανές ότι οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις καθίστανται όλο και πιο ασυμβίβαστες με το σύστημα της παραγωγής για πώληση» (CC, 80). Αν και οι κρίσεις έχουν συγκυριακή σημασία, ως περίοδοι κατά τις οποίες η ταξική πάλη εντείνεται και γενικεύεται, και αν και οι περίοδοι στασιμότητας καθιστούν τα δεινά του καπιταλισμού πιο ορατά, η πολιτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης είναι μια μακρά διαδικασία, η οποία προετοιμάζει την επανάσταση, που δεν θα έρθει παρά μόνο όταν η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού έχει κερδηθεί στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Ενώ οι κρίσεις μπορεί να επιταχύνουν τη διαδικασία, δεν αποτελούν ούτε αναγκαία ούτε επαρκή συνθήκη για την επανάσταση.

Η αναπόφευκτη έλευση της επανάστασης προκύπτει από τη μακροϊστορική τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να δημιουργεί την κοινωνική δύναμη που θα τον ανατρέψει. «Θεωρούμε την κατάρρευση του παρόντος κοινωνικού συστήματος αναπόφευκτη, διότι γνωρίζουμε ότι η οικονομική εξέλιξη αναγκαστικά δημιουργεί συνθήκες που θα αναγκάσουν τις εκμεταλλευόμενες τάξεις να εξεγερθούν ενάντια σε αυτό το σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Γνωρίζουμε ότι αυτό το σύστημα πολλαπλασιάζει τον αριθμό και τη δύναμη των εκμεταλλευομένων, και μειώνει τον αριθμό και τη δύναμη των εκμεταλλευτών· και ότι τελικά θα οδηγήσει σε τόσο αφόρητες συνθήκες για τη μάζα του πληθυσμού, ώστε δεν θα έχουν άλλη επιλογή παρά να υποκύψουν στην εξαθλίωση ή να ανατρέψουν το σύστημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας» (CC, 90).

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός είναι μια απελπισμένη αντίδραση εκ μέρους ενός εξαθλιωμένου και παρακμασμένου προλεταριάτου. Ο Κάουτσκι τόνιζε ότι «η δεξαμενή στρατολόγησης του σοσιαλισμού είναι η τάξη των ακτημόνων, αλλά δεν είναι όλα τα στρώματα αυτής της τάξης εξίσου ευνοϊκά» (CC, 165). Η αποθαρρυντική και διαφθοροποιός επιρροή της φτωχοποίησης, ο αποκλεισμός του παρία από οποιονδήποτε λειτουργικό ρόλο στην κοινωνία ή από οποιαδήποτε άμεση εμπειρία {23} της εκμετάλλευσης, και η εξάρτησή του από τη φιλανθρωπία των πλουσίων, θεμελιώνουν τη δουλοπρέπεια και τη μετριοπάθειά του, στερώντας του οποιοδήποτε κίνητρο για να επιθυμεί την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος. «Η νίκη δεν θα γεννηθεί από την εξαχρείωση, όπως πολλοί έχουν πιστέψει» (CC, 215), αλλά από την ηθική ανύψωση του προλεταριάτου πάνω από την υποβαθμισμένη κατάστασή του, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. «Η ανύψωση της εργατικής τάξης είναι μια αναγκαία και αναπόφευκτη διαδικασία. Αλλά δεν είναι ειρηνική ούτε κανονική... Όμως ευτυχώς για την ανθρώπινη εξέλιξη, έρχεται μια στιγμή στην ιστορία κάθε τμήματος του προλεταριάτου όπου οι τάσεις ανύψωσης αποκτούν το πάνω χέρι» (CC, 173).

Η Θεωρία της Μακροχρόνιας Υπερπαραγωγής του Κάουτσκι

Το επίκεντρο της ανάλυσης του Κάουτσκι για τις μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η πόλωση των τάξεων, την οποία είχαν υπογραμμίσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, και ως προς αυτό το σημείο ακολουθεί πιστά τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Ωστόσο, ο Κάουτσκι πίστευε επίσης ότι υπάρχουν αντικειμενικά όρια στη συνεχιζόμενη ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τα οποία είναι εγγενή στις μακροϊστορικές τάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Με αυτή τη μετατόπιση της έμφασης από την κυκλική κρίση στην μακροϊστορική τάση, ο Κάουτσκι απομακρυνόταν από τη θέση τόσο του Μαρξ όσο και του Ένγκελς.

Ο Κάουτσκι εξέτασε το ενδεχόμενο τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος να καθορίζονται από την μακροχρόνια τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.^4 Επισημαίνει ότι, ακόμη και αφού ληφθούν υπόψη οι αντισταθμιστικοί παράγοντες, το ποσοστό κέρδους μπορεί να αναμένεται να μειωθεί, αν και «αυτό, φυσικά, ισχύει μόνο κατά μέσο όρο και σε μεγάλες χρονικές περιόδους» (CC, 60), παραπέμποντας στη συνεχή πτώση του επιτοκίου ως τεκμήριο για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

^4 Ο Κάουτσκι θεωρούσε σαφώς αυτήν την τάση ως μακροϊστορική και δεν τη συνέδεε με καμία μορφή τάσης προς την κρίση.

Σημειώνει ότι αυτή η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται το ποσοστό εκμετάλλευσης, «είναι μία από τις πιο αξιοσημείωτες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής — ενός συστήματος που ξεχειλίζει από αντιφάσεις» (CC, 61). Επισημαίνει επίσης ότι η τάση αυτή επιβαρύνεται περαιτέρω από το αυξανόμενο βάρος της γαιοπροσόδου και της φορολογίας, το οποίο τελικά πέφτει επάνω στην καπιταλιστική τάξη.

Ωστόσο, απορρίπτει καθαρά την ιδέα ότι αυτή η τάση έχει κάποια αποφασιστική σημασία για τη μοίρα του καπιταλιστικού συστήματος. «Υπάρχουν κάποιοι που έχουν συμπεράνει από αυτήν την πτώση των κερδών ότι το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης θα θέσει {24} ένα τέλος στον εαυτό του, ότι δηλαδή το κεφάλαιο θα αποδίδει τελικά τόσο λίγο κέρδος ώστε η πείνα θα εξαναγκάσει τον καπιταλιστή να αναζητήσει εργασία. Το συμπέρασμα αυτό θα ήταν ορθό, εάν, καθώς μειώνεται το ποσοστό κέρδους, η ποσότητα του επενδεδυμένου κεφαλαίου παρέμενε σταθερή. Όμως κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η συνολική ποσότητα του κεφαλαίου σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι μειώνεται το ποσοστό κέρδους. Η αύξηση του κεφαλαίου αποτελεί προϋπόθεση για τη μείωση του κέρδους... Η πτώση του ποσοστού κέρδους ... σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται μείωση του εισοδήματος της καπιταλιστικής τάξης, διότι η μάζα του πλεονάσματος που ρέει στα χέρια της αυξάνεται συνεχώς.» (CC, 61) Αυτό που σημαίνει η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι ότι απαιτείται μεγαλύτερο κεφάλαιο για να απελευθερωθεί ο καπιταλιστής από την ανάγκη να εργάζεται, έτσι ώστε «η μείωση του κέρδους και του τόκου δεν φέρνει την κατάρρευση, αλλά τη συρρίκνωση της καπιταλιστικής τάξης». (CC, 62)

Για τον Κάουτσκι, τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος βρίσκονται στην τάση προς υπερπαραγωγή, η οποία αποδίδεται στη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αφενός, και στην τάση περιορισμού της αγοραστικής δύναμης της μάζας του πληθυσμού, αφετέρου, μέσω της πίεσης προς τα κάτω της αξίας της εργατικής δύναμης και της δημιουργίας σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού. Ωστόσο, για τον Κάουτσκι, αυτή η τάση προς χρόνια υπερπαραγωγή δεν είναι κυκλική τάση, όπως ήταν για τον Ένγκελς, αλλά μακροχρόνια τάση. Δεν οδηγεί σε βίαιες εκρήξεις, αλλά σε τελική καταστροφή.

«Μαζί με τις περιοδικές κρίσεις και τις μόνιμες εκδηλώσεις τους, μαζί με τις επαναλαμβανόμενες περιόδους υπερπαραγωγής και τις συνοδευτικές απώλειες πλούτου και σπατάλη δυνάμεων, αναπτύσσεται η χρόνια υπερπαραγωγή και η σπατάλη ενέργειας.» (CC, 81–82) Εκτός από την περιοδική πίεση της υπερπαραγωγής, «υπάρχει μία μόνιμη πίεση προς αυτή την κατεύθυνση, εγγενής στον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η πίεση, αντί να προκαλείται από την επέκταση της αγοράς, εξαναγκάζει τη συνεχή επέκτασή της» (CC, 82–83). Αυτή είναι η πίεση του ανταγωνισμού, ο οποίος εξαναγκάζει τους καπιταλιστές να αναπτύσσουν τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς καμία μέριμνα για την ανάπτυξη της αγοράς, και άρα τους εξαναγκάζει να βρίσκουν διεξόδους για το αυξανόμενο προϊόν τους. «Αλλά υπάρχει ένα όριο στην επέκταση των αγορών... Σήμερα, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου άλλες αγορές προς άνοιγμα» (CC, 83). Η καπιταλιστική επέκταση της αγοράς είναι αυτοκαταστροφική, διότι η διείσδυση των νέων εδαφών από την καπιταλιστική παραγωγή καταστρέφει την εγχώρια παραγωγή και συνεπώς μειώνει την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού.^5

^5 Ο Κάουτσκι είχε ήδη τονίσει την ανάγκη των καπιταλιστών για αποικίες ως διέξοδο για το πλεονάζον {25} προϊόν από το 1884, επισημαίνοντας την ανάγκη να βρεθεί «μια αγορά έξω από τη σφαίρα της δικής τους παραγωγής», ώστε «ως αγορά πωλήσεων, οι αποικίες έχουν γίνει όρος ύπαρξης για τον καπιταλισμό» ('Tongking', Die Neue Zeit, 2, 1884, 157, όπως παρατίθεται στους Howard and King, 1989, 92).

{25} Επιπλέον, θέτει επίσης τα θεμέλια για την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής — με τη χρόνια του τάση προς υπερπαραγωγή — σε νέα μέρη του κόσμου. «Έτσι, η καπιταλιστική μεγάλης κλίμακας παραγωγή σκάβει τον ίδιο της τον τάφο. Από ένα ορισμένο σημείο και μετά στην ανάπτυξή της, κάθε νέα επέκταση της αγοράς σημαίνει την ανάδυση ενός νέου ανταγωνιστή... πλησιάζει η στιγμή όπου οι αγορές των βιομηχανικών χωρών δεν θα μπορούν πλέον να επεκταθούν και θα αρχίσουν να συρρικνώνονται. Αλλά αυτό θα σήμαινε τη χρεοκοπία ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος. Εδώ και κάποιο διάστημα, η επέκταση της αγοράς δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η τελευταία, κατά συνέπεια, εμποδίζεται ολοένα και περισσότερο και δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να αναπτύξει πλήρως την παραγωγική ισχύ που διαθέτει. Τα διαστήματα ευημερίας γίνονται ολοένα συντομότερα· η διάρκεια των κρίσεων όλο και μεγαλύτερη» (CC, 84–85).

«Το καπιταλιστικό σύστημα αρχίζει να πνίγεται στο ίδιο του το πλεόνασμα· καθίσταται διαρκώς λιγότερο ικανό να αντέξει την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έχει δημιουργήσει. Όλο και περισσότερες δημιουργικές δυνάμεις πρέπει να μένουν αδρανείς, όλο και μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων να πηγαίνουν χαμένες, ώστε να μην καταρρεύσει εντελώς» (CC, 85–86). Η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής έχει μετατραπεί «από κινητήρια δύναμη της προόδου σε αιτία κοινωνικής παρακμής και χρεοκοπίας» (CC, 87).^6

^6 Ειρωνικά, ήταν μόλις το 1927, παραμονές της Μεγάλης Ύφεσης, που ο Κάουτσκι απέρριψε τη θεωρία του για χρόνια ύφεση, υποστηρίζοντας ότι «η προσδοκία πως οι κρίσεις κάποτε θα γίνουν τόσο εκτεταμένες και μακρόχρονες ώστε να καταστήσουν αδύνατη τη συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπόφευκτη την αντικατάστασή της από ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, δεν βρίσκει σήμερα καμία στήριξη» (Materialist Conception of History, όπως παρατίθεται στον Sweezy, 1946, 208).

Η Θεωρία της Κρίσης του Κάουτσκι

Η θεωρία της υπερπαραγωγής υιοθετήθηκε από τον Κάουτσκι ως θεωρία της μακροϊστορικής τάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης και, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο, το υπονοούμενο υπόβαθρό της ήταν σαφώς υποκαταναλωτικό. Ωστόσο, ο Κάουτσκι δεν κάνει καμία αναφορά στην υποκατανάλωση κατά τη συζήτηση των βιομηχανικών κρίσεων στο Η Ταξική Πάλη. Σημειώνει ότι «οι μεγάλες σύγχρονες κρίσεις που συγκλονίζουν τις παγκόσμιες αγορές προκύπτουν από την υπερπαραγωγή», αλλά δεν αποδίδει αυτό το φαινόμενο στην υποκατανάλωση, αλλά στην «αναρχία της αγοράς». Επιπλέον, η αναρχία της αγοράς δεν σχετίζεται με τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως συνέβαινε με την «αναρχία της {26} παραγωγής» στον Ένγκελς, αλλά απλώς με την «έλλειψη σχεδιασμού που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει το σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής» (CC, 71–72), έτσι ώστε η κυκλική υπερπαραγωγή έχει μετατραπεί, όπως και για την πολιτική οικονομία, σε ένα κανονικό μέρος του εμπορικού κύκλου: η ευημερία ενθαρρύνει την υπερπαραγωγή, η οποία οδηγεί σε κρίση και ύφεση.

Στο Οι Οικονομικές Διδασκαλίες του Καρλ Μαρξ (The Economic Doctrines of Karl Marx, EDKM), το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1887, ο Κάουτσκι αντιμετώπισε τις κρίσεις πολύ συνοπτικά ως πλευρά του επιχειρηματικού κύκλου, τον οποίο θεωρούσε ως αποτέλεσμα της διαδοχικής κατάκτησης και κορεσμού νέων αγορών. Αυτή η «κεϋνσιανή» διατύπωση διαφέρει σημαντικά από τη θεωρία της μακροχρόνιας υπερπαραγωγής, καθώς η κυκλική επέκταση της παραγωγής δεν αποτελεί έκφραση ενός εσωτερικού νόμου της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά προκαλείται από την ανάπτυξη της αγοράς. Ο Κάουτσκι σημείωνε ότι τα μόνα όρια στη συσσώρευση του κεφαλαίου βρίσκονται στις «προμήθειες πρώτων υλών και στις αγορές για τα προϊόντα του», και συνέχιζε: «γι’ αυτό υπάρχει ένα διαρκές και πυρετώδες κίνητρο για το άνοιγμα νέων αγορών που θα προσφέρουν νέες πρώτες ύλες και νέους αγοραστές για τα βιομηχανικά προϊόντα. Κάθε σημαντική επέκταση της αγοράς ακολουθείται από περίοδο πυρετώδους παραγωγής, έως ότου η αγορά κορεστεί, και κατόπιν επέρχεται περίοδος στασιμότητας» (EDKM, 170). Παρόμοια, και στο Η Ταξική Πάλη, ο εμπορικός κύκλος με τις συναφείς εμπορικές κρίσεις απορρέει από «τις περιοδικές παρορμήσεις για αύξηση της παραγωγής που προκαλούνται από τις περιοδικές επεκτάσεις της αγοράς» (CC, 82).

Η προέλευση της τάσης προς κρίση για τον Κάουτσκι βρίσκεται στην άγνοια των παραγωγών σχετικά με τη ζήτηση για τα προϊόντα τους, καθώς «εναπόκειται στον κάθε παραγωγό να εκτιμήσει μόνος του τη ζήτηση που ενδέχεται να υπάρχει για τα αγαθά που παράγει». Μια ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης σε έναν τομέα παραγωγής μπορεί τότε να προκαλέσει κρίση, καθώς το σύνθετο δίκτυο αγορών και πωλήσεων καταρρέει επειδή «κανείς, εκτός από τον παραγωγό νομισμάτων, δεν μπορεί να αγοράσει προτού πουλήσει. Αυτές είναι οι δύο ρίζες από τις οποίες φυτρώνει η κρίση» (CC, 72).^7

^7 Ο «κεϋνσιανός» χαρακτήρας αυτής της εξήγησης ενισχύεται από το παράδειγμα που δίνει ο Κάουτσκι, όπου μια κρίση προκύπτει επειδή ένα άτομο αποσύρει χρήμα από την κυκλοφορία.

Τα προβλήματα εκτίμησης της ζήτησης έχουν γίνει ολοένα και πιο περίπλοκα στη σύγχρονη κοινωνία, με την παγκόσμια αγορά, καθώς και τα αποδοτικά μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, τα οποία «καθιστούν όλο και πιο αβέβαιη την εκτίμηση της ζήτησης και της προσφοράς εμπορευμάτων» (CC, 75).

Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα του συστήματος αλληλεξάρτησης σημαίνει επίσης ότι ο κίνδυνος κρίσης γίνεται όλο και μεγαλύτερος. «Ο οικονομικός {27} μηχανισμός της σύγχρονης παραγωγής αποτελεί έναν ολοένα και πιο ευαίσθητο και πολύπλοκο μηχανισμό· η αδιάκοπη λειτουργία του εξαρτάται όλο και περισσότερο από το αν κάθε γρανάζι του ταιριάζει με τα υπόλοιπα και επιτελεί το έργο που του αναλογεί. Ποτέ άλλοτε κανένα σύστημα παραγωγής δεν είχε τόση ανάγκη προσεκτικής καθοδήγησης όσο το παρόν. Όμως, το καθεστώς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας καθιστά αδύνατη την εισαγωγή σχεδίου και τάξης σε αυτό το σύστημα» (CC, 50).

Τέλος, η πίστη, η οποία δίνει πρωτοφανή ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, αυξάνει επίσης την πιθανότητα κρίσης. «Δίπλα στη μεγάλη ανάπτυξη της μηχανοποίησης και τη δημιουργία του εφεδρικού στρατού ανέργων, η πίστη αποτελεί την κύρια αιτία της ραγδαίας ανάπτυξης του παρόντος συστήματος. Ωστόσο, η πίστη είναι πολύ πιο ευαίσθητη από το εμπόριο σε κάθε διαταραχή. Κάθε σοκ που δέχεται γίνεται αισθητό σε ολόκληρη την οικονομική οργάνωση» (CC, 47).

Η κερδοσκοπική δραστηριότητα του εμπορικού καπιταλιστή «συνεισφέρει στην επιβολή κάποιας τάξης στο χάος του ασχεδίαστου παραγωγικού συστήματος», «όμως είναι επιρρεπής στο να κάνει σφάλματα στους υπολογισμούς του, και ακόμη περισσότερο καθώς δεν του επιτρέπεται πολύς χρόνος για να εξετάσει τις επιχειρηματικές του κινήσεις» (CC, 75–76), και αν κάνει κάποιο λάθος, η αποτυχία του μπορεί εύκολα να προκαλέσει μια εμπορική κρίση. Τα τραστ επίσης αποτελούν μια απόπειρα των καπιταλιστών να επιβάλουν κάποια τάξη στο σύστημα, αλλά δεν μπορούν να υπερβούν την τάση προς την κρίση, διότι για να το πράξουν θα έπρεπε να καλύψουν όλους τους κλάδους παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. «Όσον αφορά την υπερπαραγωγή, η βασική αποστολή του τραστ δεν είναι να την αναχαιτίσει, αλλά να μεταφέρει τις ολέθριες συνέπειές της από τις πλάτες των καπιταλιστών σε εκείνες των εργατών και των καταναλωτών.» Επιπλέον, τα τραστ οξύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ ομάδων καπιταλιστών, οδηγώντας στον σχηματισμό «εχθρικών ομάδων που θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων μεταξύ τους... Μόνο όταν όλα τα τραστ συγχωνευθούν σε ένα και ολόκληρη η παραγωγική μηχανή όλων των καπιταλιστικών εθνών συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια, δηλαδή όταν η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής θα έχει στην ουσία καταργηθεί, τότε και μόνο τότε το τραστ θα μπορέσει να καταργήσει την κρίση» (CC, 80–81).

Ο Κάουτσκι δεν προσφέρει ούτε μια υποκαταναλωτική ούτε μια υπερπαραγωγική θεωρία της κρίσης, αλλά μια «πρωτό-κεϋνσιανή» θεωρία του οικονομικού κύκλου, χωρίς διακριτά μαρξιστικά χαρακτηριστικά. Η ευελιξία και η επεκτασιμότητα της σύγχρονης παραγωγής, η ελαστικότητα της πίστωσης και η διαθεσιμότητα ενός μεγάλου εφεδρικού στρατού εργασίας σημαίνουν ότι το κεφάλαιο μπορεί να ανταποκριθεί γρήγορα σε ένα ευνοϊκό ερέθισμα επεκτείνοντας την παραγωγή. Όταν ένας ηγετικός κλάδος της παραγωγής, όπως ο σίδηρος ή η υφαντουργία, δεχθεί ώθηση, «όχι μόνο αναπτύσσεται ραγδαία, αλλά μεταδίδει την ώθηση {28} που έλαβε σε ολόκληρο το βιομηχανικό οργανισμό», και έτσι η άνθηση αποκτά δυναμική. «Στο μεταξύ, η παραγωγή έχει αυξηθεί σημαντικά και η αρχικά αυξημένη ζήτηση στην αγορά έχει ικανοποιηθεί. Παρ' όλα αυτά, η παραγωγή δεν σταματά.» (CC, 78–79) Ακόμα και αν οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι η κατάσταση ξεφεύγει, είναι υποχρεωμένοι να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την ευκαιρία παρά να μείνουν πίσω στον ανταγωνισμό. Όμως τότε ένας καπιταλιστής αποτυγχάνει, προκαλώντας μια αλυσίδα πτωχεύσεων και την αναπόφευκτη κατάρρευση.

Ο οικονομικός κύκλος για τον Κάουτσκι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης απέναντι στην μακροϊστορική τάση προς υπερπαραγωγή, καθώς το άνοιγμα νέων αγορών προκαλεί μια νέα έκρηξη καπιταλιστικής δραστηριότητας, η οποία αναπτύσσει την παραγωγή σε νέα ύψη. Η εναλλακτική λύση στον οικονομικό κύκλο δεν είναι, επομένως, η σταθερή και διαρκής οικονομική ανάπτυξη, αλλά η χρόνια στασιμότητα, καθώς το όριο της αγοράς περιορίζει μόνιμα τη συσσώρευση κεφαλαίου.

Ο διαχωρισμός από τον Κάουτσκι της θεωρίας της κρίσης από τη θεωρία της μακροϊστορικής υπερπαραγωγής και η υπαγωγή της πρώτης στη δεύτερη είναι πολιτικά πολύ σημαντική. Για τον Κάουτσκι, η πολιτική προτεραιότητα ήταν το μεθοδικό έργο οικοδόμησης ενός κινήματος έτοιμου και ικανού να καταλάβει την εξουσία όταν φτάσει η καθοριστική ώρα. Η θεωρία της μακροϊστορικής τάσης προς υπερπαραγωγή στήριζε τη ρητορική του περί της τελικής αναγκαιότητας της επανάστασης, ενώ η υποβάθμιση της σημασίας των κρίσεων στήριζε την επιφυλακτικότητά του, η οποία τον απέτρεπε από το να δεσμεύσει τις πολιτικές του δυνάμεις πριν σημάνει η κρίσιμη στιγμή. Παρότι οι κρίσεις μπορεί να έχουν συγκυριακή σημασία ως περίοδοι έντασης και γενίκευσης της ταξικής πάλης, η πολιτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης ήταν μια μακρά διαδικασία, που εξέφραζε τις μακροϊστορικές τάσεις της συσσώρευσης και οδηγούσε σταδιακά προς την επανάσταση, η οποία θα συνέβαινε όταν η μεγάλη μάζα του πληθυσμού είχε πεισθεί για τον σοσιαλιστικό σκοπό. Αντιθέτως, οι τάσεις κρίσης της συσσώρευσης, οι οποίες υποκρύπτουν τις κυκλικές διακυμάνσεις του εμπορίου, βρίσκονταν πέραν του βιώματος της εργατικής τάξης, στα όρια της παγκόσμιας αγοράς, βαθιά μέσα στα ενδότερα της αυτοκρατορίας.

Για τον Κάουτσκι, η αναγκαιότητα των κρίσεων και η όλο και βαθύτερη έντασή τους σήμαιναν την τελική και αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, και επομένως την τελική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η επιφυλακτικότητα του Κάουτσκι τον οδήγησε στο να υποβαθμίσει τη σημασία των κρίσεων, όμως η κυρίαρχη διάθεση στο επαναστατικό κίνημα της δεκαετίας του 1890 ήταν εγγύτερη στη θέση του Ένγκελς, με μια ευρέως διαδεδομένη πίστη ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού ήταν {29} επικείμενη, και ότι με αυτήν την κατάρρευση η πολιτική εξουσία θα περνούσε στα χέρια του προλεταριάτου.^8 Αν και η κατάρρευση δεν εκλαμβανόταν αποκλειστικά ως οικονομικό φαινόμενο, αλλά ως ηθικό και πολιτικό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βάση της ήταν η αναμενόμενη τελική κρίση του καπιταλισμού. Αυτή η αποκαλυπτική προσδοκία υποστήριζε έναν βαθμό πολιτικής αδράνειας στο εσωτερικό του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, που απειλούσε να εκφυλιστεί σε πολιτική παράλυση όσο η αναμενόμενη κατάρρευση δεν ερχόταν. Ήταν ακριβώς αυτή την αποκαλυπτική θεώρηση που αμφισβήτησε ο Μπέρνσταϊν.

^8 Στο Συνέδριο του SPD το 1891, ο Μπέμπελ δήλωσε ότι «η αστική κοινωνία εργάζεται με τόσο ζήλο για την ίδια της την καταστροφή, ώστε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τη στιγμή που θα μπορέσουμε να πάρουμε την εξουσία, η οποία έχει ήδη πέσει από τα χέρια της» (παρατίθεται στο Guttsman, 1981, σελ. 274). Ψήφισμα του Συνεδρίου του Λονδίνου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το 1896 ανέφερε ότι «η οικονομική ανάπτυξη έχει φτάσει πλέον σε ένα σημείο όπου η κρίση θα μπορούσε να είναι επικείμενη», καλώντας τους εργάτες να «βρεθούν σε θέση να αναλάβουν τη διεύθυνση της παραγωγής».

Η Πρόκληση του Μπέρνσταϊν — Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση

Η αναθεωρητική κριτική του Μπέρνσταϊν επικεντρωνόταν ιδιαιτέρως στην υποτιθέμενη αναγκαιότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού, την οποία θεωρούσε ως το κλειδί της επαναστατικής κριτικής του ρεφορμισμού. Κύριος στόχος του ήταν η πεποίθηση του Κάουτσκι περί μιας μακροϊστορικής τάσης προς υπερπαραγωγή ως βάσης για μια γενική οικονομική κρίση και για την αναπόφευκτη επικράτηση του σοσιαλισμού. Ο Μπέρνσταϊν υποστήριξε ότι η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, λόγω της ανόδου της μεσαίας τάξης και της «εργατικής αριστοκρατίας», καθώς και το άνοιγμα εξωτερικών αγορών μέσω της ανόδου του ιμπεριαλισμού, είχαν μειώσει τους κινδύνους γενικευμένης υπερπαραγωγής.

Επιπλέον, ενώ αναγνώριζε ότι η τάση προς την κρίση είναι εγγενής στον καπιταλισμό, υποστήριζε ότι η άνοδος των μετοχικών εταιρειών και ο σχηματισμός καρτέλ είχαν περιορίσει τον κίνδυνο κρίσης που απορρέει από την αναρχία της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα αύξησαν το ποσοστό κέρδους μέσω της μείωσης των μη παραγωγικών δαπανών και της ορθολογικοποίησης της παραγωγής. Παράλληλα, το σύγχρονο πιστωτικό σύστημα, οι βελτιωμένες πηγές πληροφόρησης και τα μέσα επικοινωνίας καθιστούσαν τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία εργαλείο προσαρμογής των αγορών προς μια κατάσταση ισορροπίας.

Αντί να εντείνεται, η μακροϊστορική τάση προς υπερπαραγωγή και κρίση αντισταθμιζόταν από τη διεύρυνση της αγοράς και από την προοδευτική κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Η αυξανόμενη κλίμακα και εξάπλωση της καπιταλιστικής παραγωγής καθιστούσε πιθανό ότι οι κρίσεις στο μέλλον θα είναι εντοπισμένες ή περιορισμένες σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής, οπότε η γενική κρίση θα ανήκει στο παρελθόν.

Ο Μπέρνσταϊν χαιρέτιζε αυτές τις εξελίξεις, καθώς αμφέβαλλε ότι η Σοσιαλδημοκρατία θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί {30} τις συνέπειες μιας καταστροφικής κρίσης. Η διασπορά της ιδιοκτησίας σημαίνει ότι «η Σοσιαλδημοκρατία δεν θα μπορούσε να καταργήσει τον καπιταλισμό με διάταγμα και πράγματι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς αυτόν, αλλά ούτε και να του εγγυηθεί την ασφάλεια που χρειάζεται για να επιτελέσει τις λειτουργίες του. Αυτή η αντίφαση θα κατέστρεφε αμετάκλητα τη Σοσιαλδημοκρατία· το αποτέλεσμα δεν θα ήταν παρά μια κολοσσιαία ήττα» (Tudor and Tudor, 1988, 167). Η αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της σοσιαλιστικής προοπτικής δεν μπορούσε να βασίζεται στη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά μόνο στην προοδευτική ανάπτυξη ενός ρεφορμιστικού κινήματος θεμελιωμένου σε σοσιαλιστικές ηθικές αξίες.

Η κριτική του Μπέρνσταϊν στην μαρξιστική ορθοδοξία υπήρξε εμπειρικά οξυδερκής, αλλά εξίσου θεωρητικά ανεπεξέργαστη όσο και η θεωρία την οποία επέκρινε. Η σχετική ευημερία του καπιταλισμού και η αυξανόμενη ισχύς του ρεφορμισμού, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η κριτική του Μπέρνσταϊν, δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Ωστόσο, η Αριστερά αντιτάχθηκε στην άποψη του Μπέρνσταϊν ότι η φαινομενική σταθεροποίηση του καπιταλισμού αποτελούσε μόνιμο χαρακτηριστικό.^9 Κατά την Αριστερά, η διείσδυση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, η συγκρότηση καρτέλ και η διεύρυνση της πίστωσης δεν σήμαιναν μια ποιοτική μεταβολή του καπιταλισμού, αλλά απλώς ένα νέο στάδιο στην κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων — το οποίο ο ίδιος ο Μαρξ είχε ήδη προβλέψει — και το οποίο συνέχιζε να ωριμάζει τις αντικειμενικές συνθήκες για το σοσιαλισμό.

^9 Ο Πάρβους ήταν ο πρώτος που ανέδειξε τη σημασία της αναθεώρησης του Μπέρνσταϊν: «Τι νόημα θα είχε η επιδίωξη πολιτικής εξουσίας αν αυτή οδηγούσε μόνο σε μια "κολοσσιαία ήττα"; Τι νόημα θα είχε η αντίσταση στον καπιταλισμό αν δεν μπορούσαμε να υπάρξουμε χωρίς αυτόν; Αντίθετα, θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε την καπιταλιστική ανάπτυξη, εφόσον, αν δεν διακοπεί από γενικές εμπορικές κρίσεις, πρέπει τελικά να οδηγήσει στην ευημερία όλων!» (Πάρβους: «Η δήλωση του Μπέρνσταϊν», Sächsische Arbeiter-Zeitung, 09.02.1898. Tudor and Tudor, 1988, 195).

Στην απάντησή του προς τον Μπέρνσταϊν, ο Κάουτσκι δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να αρνηθεί ότι ο μαρξισμός πρεσβεύει μια καταστροφολογική θεωρία κατάρρευσης, και να επαναλάβει την πίστη του στη μακροπρόθεσμη τάση για υπερπαραγωγή και στασιμότητα, η οποία δεν αναιρείται από την περιοδική εμφάνιση φάσεων ευημερίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Κάουτσκι τόνισε ότι οι κρίσεις επανεμφανίζονται αναγκαστικά και συνέδεσε την τάση για κρίση με την τάση για υπερπαραγωγή πολύ πιο καθαρά απ’ ό,τι σε προηγούμενες διατυπώσεις του, υποβαθμίζοντας την «αναρχία της αγοράς», η οποία ο Μπέρνσταϊν ισχυριζόταν πως εξουδετερώνεται μέσω των καρτέλ. Η επιμονή του Κάουτσκι ότι δεν υποστήριζε μια αποκαλυπτική θεώρηση της επανάστασης δεν ήταν τόσο παραπλανητική όσο θεώρησαν οι περισσότεροι μεταγενέστεροι σχολιαστές. Όπως είδαμε, ο πολιτικός πασιφισμός του Κάουτσκι δεν στηριζόταν στην προσδοκία μιας τελικής κατάρρευσης, αλλά στην αντίληψή του περί της επανάστασης ως αποκορύφωμα μιας {31} πολιτικής διαδικασίας που θεμελιώνεται στις μακροϊστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ενώ ο Κάουτσκι ανέμενε ότι ο σοσιαλισμός θα κατακτηθεί πολύ πριν από οποιαδήποτε τελική κρίση που θα μπορούσε να σημάνει την κατάρρευση του καπιταλισμού, τόνιζε επίσης ότι η ύπαρξη ενός απώτατου ορίου παραμένει σημαντική, διότι καθιστά τον τελικό στόχο ορατό.

Η πιο σθεναρή απάντηση στην αποστασία του Μπέρνσταϊν ήρθε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ ήταν μία από εκείνες της Αριστεράς του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) που προσέγγισαν περισσότερο την καταστροφολογική αντίληψη της επανάστασης, την οποία ο Μπέρνσταϊν καταδίκαζε.^10 Στο συνέδριο του κόμματος το 1898 παρουσίασε με θάρρος την άποψή της για την καπιταλιστική κοινωνία ως «παγιδευμένη σε άλυτες αντιφάσεις, οι οποίες τελικά θα καταστήσουν αναγκαία μια έκρηξη, μια κατάρρευση, στο σημείο εκείνο όπου εμείς θα παίξουμε τον ρόλο του συνδίκου που εκκαθαρίζει μια χρεοκοπημένη επιχείρηση.» (παρατίθεται στο Tudor and Tudor, 1988, 28).

^10 Όπως διακήρυξε ρητά στην απάντησή της στο έργο του Μπέρνσταϊν Εξελικτικός Σοσιαλισμός, «η θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης ... είναι το θεμέλιο του επιστημονικού σοσιαλισμού» (Howard, 123).

Η Λούξεμπουργκ επανέφερε το ζήτημα της κρίσης σε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα Leipziger Volkszeitung, τα οποία δημοσιεύθηκαν αργότερα ως μπροσούρα με τίτλο Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση. Το κεντρικό της επιχείρημα ήταν ότι η πίστωση και τα καρτέλ, τα οποία ο Μπέρνσταϊν έβλεπε ως παράγοντες εξομάλυνσης των τάσεων κρίσης του καπιταλισμού, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναβάλουν την κρίση, με τίμημα να την εντείνουν. Στο πρώτο της άρθρο αντιμετώπισε αμέσως την πρόκληση του Μπέρνσταϊν, αναπτύσσοντας το επιχείρημα του Πάρβους ότι η αναθεώρηση του Μαρξ από τον Μπέρνσταϊν είχε ουσιαστικά εξαλείψει τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη δυνατότητα του σοσιαλισμού. «Μέχρι τώρα, η σοσιαλιστική θεωρία υπέθετε ότι το σημείο εκκίνησης για τη σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν μια γενική και καταστροφική κρίση» (“Η Μέθοδος”, 21.09.1898, Tudor and Tudor, 1988, 250).

Στο πρώτο της άρθρο, η Λούξεμπουργκ εξηγεί την αναγκαιότητα της κρίσης μόνο αναφερόμενη στην «ολοένα αυξανόμενη αναρχία της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή της». Ωστόσο, στο δεύτερο άρθρο της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ συνδέει την τάση προς κρίση με την τάση προς υπερπαραγωγή, αντικρούοντας τον ισχυρισμό του Μπέρνσταϊν ότι η ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος προσφέρει έναν μηχανισμό ανακούφισης των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αν είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις προκύπτουν από την αντίφαση ανάμεσα στην ικανότητα —και την τάση— της παραγωγής να επεκτείνεται και στη περιορισμένη δυνατότητα της αγοράς να απορροφά τα προϊόντα, τότε, υπό το πρίσμα των παραπάνω, η πίστωση είναι ακριβώς το μέσο μέσω του οποίου αυτή η αντίφαση οδηγείται στο αποκορύφωμά της όσες φορές αυτό είναι δυνατό. Ιδίως επειδή επιταχύνει ραγδαία τον ρυθμό με τον οποίο επεκτείνεται η παραγωγή και προσφέρει {32} την εσωτερική κινητήρια δύναμη που ωθεί διαρκώς την παραγωγή πέρα από τα όρια που επιβάλλει η αγορά. Όμως η πίστωση λειτουργεί διπλά. Αφού προκαλέσει την υπερπαραγωγή (ως παράγοντας της παραγωγικής διαδικασίας), τότε, στην επακόλουθη κρίση, αναλαμβάνει τον ρόλο του μέσου κυκλοφορίας και καταστρέφει ακόμη πιο ολοκληρωτικά τις ίδιες παραγωγικές δυνάμεις που συνέβαλε να δημιουργηθούν. … Διατυπωμένο με γενικούς όρους, η ειδική λειτουργία της πίστωσης δεν είναι άλλη από την απομάκρυνση των τελευταίων καταλοίπων σταθερότητας από το καπιταλιστικό σύστημα… η πίστωση αναπαράγει όλες τις βασικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Τις ωθεί στο σημείο της παραδοξότητας, καταδικάζει τον καπιταλισμό μέσα από τις ίδιες του τις ανεπάρκειες και επιταχύνει τον ρυθμό με τον οποίο ο καπιταλισμός οδεύει προς την ίδια του την καταστροφή, την κατάρρευση. (Tudor and Tudor, 1988, 252–4)

Η Λούξεμπουργκ ήταν εξίσου απορριπτική απέναντι στην πίστη του Μπέρνσταϊν στον σταθεροποιητικό ρόλο των τραστ και των καρτέλ: «τα καρτέλ, όπως και η πίστωση, εμφανίζονται ως ιδιαίτερες φάσεις ανάπτυξης, οι οποίες τελικά χρησιμεύουν μόνο για να εντείνουν την αναρχία του καπιταλιστικού κόσμου και να εκφράσουν και να φέρουν σε πλήρη ανάπτυξη όλες τις έμφυτες αντιφάσεις του… Τέλος, εντείνουν την αντίφαση ανάμεσα στον διεθνή χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας και τον εθνικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, προκαλώντας έναν γενικευμένο τελωνειακό πόλεμο, και έτσι ωθούν στα άκρα την αντιπαλότητα μεταξύ των επιμέρους καπιταλιστικών κρατών» (Tudor and Tudor, 1988, 255)

Τέλος, η Λούξεμπουργκ διερωτάται εάν η απουσία γενικής εμπορικής κρίσης επί δύο δεκαετίες μπορεί να θεωρηθεί «ένδειξη ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει πράγματι "προσαρμοστεί" στις ανάγκες της κοινωνίας… και επομένως έχει καταστήσει την ανάλυση του Μαρξ παρωχημένη;» (Tudor and Tudor, 1988, 256)

Απαντά στο ερώτημά της αναπτύσσοντας τη διάκριση —η οποία είναι έμμεσα παρούσα στο έργο του Κάουτσκι— ανάμεσα στις κυκλικές κρίσεις του παρελθόντος του καπιταλισμού, που εξηγούνται ουσιαστικά με βάση την αναρχία της αγοράς, και στην τελική κρίση που θα έρθει στο μέλλον και εξηγείται από την οριστική εξάντληση της αγοράς. Υποστηρίζει ότι οι κρίσεις του παρελθόντος δεν ήταν «οι κρίσεις των γηρατειών του καπιταλισμού… αλλά της παιδικής του ηλικίας», οι οποίες προέκυπταν «από την αναδιάρθρωση της κοινωνικής οικονομίας με διάφορες μορφές και από την εγκαθίδρυση νέων θεμελίων για την καπιταλιστική ανάπτυξη… Βρισκόμαστε σε ένα στάδιο όπου οι κρίσεις δεν αποτελούν πλέον σύμπτωμα της ανόδου του καπιταλισμού, αλλά ούτε ακόμη σύμπτωμα της παρακμής του… Όταν η παγκόσμια αγορά φτάσει πάνω-κάτω στο όριό της και δεν μπορεί πλέον να επεκτείνεται αιφνίδια, ενώ η εργασία αυξάνει αμείλικτα την παραγωγικότητά της, τότε, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσουν οι περιοδικές συγκρούσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τα όρια της ανταλλαγής. («Η Προσαρμογή του Καπιταλισμού», 22–23.09.1898, Tudor and Tudor, 1988, 256–8)

Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και η Αναγκαιότητα της Κρίσης

Η αναθεωρητική κριτική του Μπέρνσταϊν απέναντι στην ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία ήταν θεωρητικά ανεπαρκής και προκάλεσε μια εξίσου θεωρητικά ανεπαρκή απάντηση, η οποία δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να επαναλάβει καθιερωμένες θέσεις. Η θεωρία της υπερπαραγωγής της Δεύτερης Διεθνούς διέθετε μια διαισθητική πειστικότητα, αλλά δεν στηριζόταν σε τίποτα περισσότερο από τη διαίσθηση. Επιπλέον, αυτή η διαίσθηση βασιζόταν σε ένα θεμελιώδες σφάλμα. Η περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών πράγματι θα αποτελούσε εμπόδιο στη διαρκή συσσώρευση κεφαλαίου εάν η κατανάλωση ήταν η κινητήρια δύναμη της συσσώρευσης. Ωστόσο, για τον μαρξισμό, η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι η κατανάλωση, αλλά το κέρδος. Κι αυτό δεν αφορά απλώς ένα στοιχείο της υποκειμενικής παρόρμησης του καπιταλιστή· του επιβάλλεται από την πίεση του ανταγωνισμού.

Ο καπιταλιστής δεν επενδύει επειδή υπάρχει ήδη επιπλέον ζήτηση· επενδύει για να μειώσει το κόστος παραγωγής και να αυξήσει το ποσοστό κέρδους του, και με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο της υπάρχουσας αγοράς εις βάρος του ανταγωνιστή του. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της επένδυσης είναι μια αύξηση της συνολικής ζήτησης για εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής, και άρα μια αύξηση της ζήτησης για τα μέσα παραγωγής και διαβίωσης. Εφόσον το πλεόνασμα που ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές είτε καταναλώνεται είτε επανεπενδύεται (ή δανείζεται σε άλλους για επανεπένδυση), τότε οι δαπάνες κατανάλωσης και επένδυσης των καπιταλιστών θα παρέχουν τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση που θα αντιστοιχεί στην αυξανόμενη προσφορά προϊόντων.

Η περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών είναι μόνο η άλλη όψη της αυξανόμενης μάζας του κέρδους που ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές. Εφόσον υπάρχει εφεδρικό εργατικό δυναμικό και τα απαραίτητα μέσα παραγωγής και διαβίωσης είναι διαθέσιμα στις κατάλληλες αναλογίες, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο η αυξανόμενη μάζα του κέρδους να μη μπορεί να επανεπενδυθεί παραγωγικά. Και όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του κέρδους, τόσο ταχύτερη θα είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου. Εφόσον αυτή η επανεπένδυση πραγματοποιείται, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο η συσσώρευση κεφαλαίου θα έπρεπε να εμποδιστεί από τα όρια της αγοράς, διότι η επέκταση της αγοράς είναι μόνο η άλλη όψη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών δεν αποτελεί εμπόδιο στη διαρκή συσσώρευση, επειδή η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι η κατανάλωση αλλά η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας.

Ο υποκαταναλωτισμός είχε ισχυρό έρεισμα στη Γερμανία, αντλώντας από τις παραδόσεις του Ντύρινγκ και του Λασάλ. Η μαρξιστική κριτική του υποκαταναλωτισμού αναπτύχθηκε με μεγαλύτερη δύναμη στη Ρωσία, απέναντι στους λαϊκιστές που υποστήριζαν ότι η περιορισμένη εγχώρια αγορά καθιστούσε αδύνατη την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Οι Ρώσοι μαρξιστές υποστήριξαν ότι οι τάσεις υπερπαραγωγής, οι οποίες είναι εγγενείς στην καπιταλιστική συσσώρευση, δεν σήμαιναν ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν αδύνατη. Αντιθέτως, τέτοιες τάσεις υπαγόρευαν ότι ο καπιταλισμός θα επιδίωκε διαρκώς τη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς μέσω της καταστροφής της αγροτικής παραγωγής πάνω στην οποία οι λαϊκιστές στηρίζαν τις πολιτικές τους ελπίδες. Κατά συνέπεια, οποιεσδήποτε τάσεις υπερπαραγωγής θα εμφανίζονταν μόνο όταν καταστρέφονταν οι προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής.

Ο πιο επιδραστικός κριτικός της υποκαταναλωτικής θεωρίας της κρίσης υπήρξε ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, ο οποίος δεν ήταν μαρξιστής, αλλά άντλησε από τα «σχήματα αναπαραγωγής» που είχε αναπτύξει ο Μαρξ στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου. Αυτά τα σχήματα αναπτύχθηκαν ειδικά για να διερευνηθούν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, με σκοπό να εντοπιστεί η πηγή της ζήτησης για το αυξανόμενο προϊόν που αντιστοιχεί στην αυξανόμενη υπεραξία που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής. Ο Μαρξ έδειξε ότι η πηγή της αυξημένης ζήτησης εντοπίζεται στην αγορά μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης από τον καπιταλιστή, καθώς αυτός επιδιώκει να επεκτείνει το κεφάλαιό του μέσω της επανεπένδυσης της υπεραξίας του. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Τουγκάν ήταν ότι το κεφάλαιο δεν θα αντιμετώπιζε κανένα εμπόδιο στην πραγματοποίηση του διευρυμένου προϊόντος του, υπό τον όρο ότι διατηρούνται οι κατάλληλες αναλογικές σχέσεις μεταξύ των διάφορων κλάδων παραγωγής.^11 Μια κρίση θα μπορούσε να προκύψει αν οι κλάδοι που παράγουν τα μέσα διαβίωσης των εργατών αναπτυχθούν πέρα από τα όρια της καταναλωτικής ζήτησης της εργατικής τάξης, αλλά αυτό αποτελούσε απλώς μια ειδική περίπτωση δυσαναλογίας, της οποίας τα αίτια δεν εντοπίζονταν στην περιορισμένη κατανάλωση της εργατικής τάξης, αλλά στην {35} υπερδιεύρυνση της παραγωγής των μέσων διαβίωσης.

^11 Η διευρυμένη αναπαραγωγή επίσης προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκούς εφεδρικού εργατικού δυναμικού, το οποίο δημιουργείται από την καταστροφή καθυστερημένων προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών μορφών παραγωγής. Αυτή είναι η άλλη όψη της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία συνοδεύει την άνοδο του ποσοστού υπεραξίας. Έτσι, η μείωση του ποσοστού του κεφαλαίου που επενδύεται ως μεταβλητό κεφάλαιο αντιστοιχεί απλώς στην αύξηση του ποσοστού που επενδύεται για την αγορά μέσων παραγωγής.

Ο Τουγκάν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαρκής συσσώρευση εξαρτάται αποκλειστικά από τη διατήρηση των κατάλληλων αναλογικών σχέσεων μεταξύ των διάφορων κλάδων παραγωγής, με την έμμεση συνέπεια ότι η μόνη δυνατή αιτία κρίσεων είναι η δυσαναλογία μεταξύ των κλάδων παραγωγής. «Αν η κοινωνική παραγωγή ήταν οργανωμένη σύμφωνα με ένα σχέδιο, αν οι διευθυντές της παραγωγής είχαν πλήρη γνώση της ζήτησης και την εξουσία να κατευθύνουν την εργασία και το κεφάλαιο από τον έναν κλάδο παραγωγής στον άλλο, τότε, όσο χαμηλή κι αν ήταν η κατανάλωση, η προσφορά εμπορευμάτων δεν θα μπορούσε ποτέ να υπερβεί τη ζήτηση» (M. Tugan-Baranowsky, Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, G. Fischer, Jena, 1901 [1894], 33, αναφέρεται από τον Sweezy, 1946, 166). «Αν η κοινωνική παραγωγή είναι οργανωμένη αναλογικά, δεν υπάρχει κανένα όριο στην επέκταση της αγοράς πέρα από τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις» (σ. 231, αναφέρεται από τη Luxemburg, 1971, 313). Αυτό υποδηλώνει ότι η παραγωγή μπορεί να επεκτείνεται επ’ αόριστον, όσο περιορισμένη κι αν είναι η αγορά καταναλωτικών αγαθών, μέσω της επέκτασης της παραγωγής μέσων παραγωγής.

Ο Τουγκάν δεν πίστευε ότι η αναλογικότητα θα επιτυγχανόταν κατ’ ανάγκη, καθώς η αναρχία της αγοράς σήμαινε ότι δεν υπήρχαν εγγυήσεις πως οι νέες επενδύσεις θα κατανέμονταν κατάλληλα μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής. Η συσσώρευση μπορούσε να διατηρηθεί για ένα διάστημα, παρά τις αυξανόμενες δυσαναλογίες, μέσω της επέκτασης του πιστωτικού συστήματος, αλλά η πίστωση δεν μπορούσε να στηρίξει τέτοιες δυσαναλογίες επ’ αόριστον.^12

^12 Ο Ρώσος μαρξιστής Σ. Μπουλγκάκοφ ανέπτυξε μια παρόμοια κριτική στον υποκαταναλωτισμό στο έργο του Για τις Αγορές της Καπιταλιστικής Παραγωγής. Μια Θεωρητική Μελέτη, Μόσχα, 1897, αντικαθιστώντας την υποκαταναλωτική υπόθεση με τον ισχυρισμό ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού θα προκύψει από τη διαρκή πτώση του ποσοστού κέρδους, αν και δεν αμφισβήτησε την ορθόδοξη ένσταση σε ένα τέτοιο επιχείρημα, ότι δηλαδή η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι συμβατή με τη συνεχή αύξηση της μάζας του κέρδους.

Η κριτική του Τουγκάν δεν υπονόμευσε τη θεωρία της κρίσης μέσω υπερπαραγωγής του Ένγκελς, αλλά υπονόμευσε την άποψη ότι η υπερπαραγωγή και η υποκατανάλωση είναι «οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», όπως τις περιέγραψε ο Σουήζυ (Sweezy, 1946, 183), και κατέλυσε τα θεμέλια της θεωρίας της μακροχρόνιας υπερπαραγωγής. Το σημαντικό σημείο στη θεωρία του Ένγκελς ήταν ότι η παραγωγή και η κατανάλωση σε κάθε κλάδο παραγωγής καθορίζονται ανεξάρτητα, από διαφορετικούς νόμους. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπαγόταν αναγκαστικά μια γενική τάση προς την υπερπαραγωγή, εφόσον η επέκταση της πίστωσης δεν γινόταν υπερβολικά, καθώς η υπερπαραγωγή {36} σε έναν κλάδο παραγωγής ενδέχεται κάλλιστα να αντισταθμίζεται από «υποπαραγωγή» σε κάποιον άλλον.

Η κριτική του Τουγκάν κατέστησε σαφές ότι το αποτέλεσμα της τάσης προς υπερπαραγωγή δεν είναι η υποκατανάλωση, αλλά η δυσαναλογία, καθώς ορισμένοι κλάδοι αναπτύσσονται ταχύτερα από άλλους. Μια κρίση θα ξεσπάσει κατ’ αρχάς σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, όπου η υπερπαραγωγή θα έχει φτάσει στα όριά της, με την πιθανότητα η κατάρρευση να γενικευτεί με τη μορφή αλυσιδωτής αντίδρασης. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να αναμένει κανείς ότι οι κλάδοι παραγωγής καταναλωτικών αγαθών είναι ιδιαιτέρως επιρρεπείς σε τάσεις υπερπαραγωγής, και άρα κανένας ιδιαίτερος λόγος να τονιστεί η υποκατανάλωση ως μορφή δυσαναλογίας. Εν ολίγοις, η ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία της υπερπαραγωγής δεν υπονοεί ότι υπάρχει μια εγγενής υποκαταναλωτική τάση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Η θεωρία της δυσαναλογίας του Τουγκάν δεν οδηγεί σε θεωρία μιας μακροχρόνιας τάσης αυξανόμενης υποκατανάλωσης, αλλά σε θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου (business cycle), αφού οι κρίσεις αποκαθιστούν την αναλογικότητα και διασφαλίζουν τις συνθήκες για νέα συσσώρευση. Ελλείψει κάποιας θεωρίας των μακροχρόνιων τάσεων της συσσώρευσης, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι οι κρίσεις αυτές θα επιδεινώνονται σταδιακά. Επιπλέον, εφόσον ο Τουγκάν απέδιδε τις δυσαναλογίες στην άγνοια, και όχι σε κάποια εγγενή τάση υπερπαραγωγής, η θεωρία του συνεπαγόταν ότι ο σχεδιασμός των επενδύσεων και η κατάλληλη ρύθμιση της πίστωσης θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να αμβλύνουν ή να εξαλείψουν τις κυκλικές τάσεις της συσσώρευσης.

Η γενική μαρξιστική απάντηση στη χρήση των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ από τον Τουγκάν ήταν να καταγγείλει το έργο του ως φορμαλιστική άσκηση χωρίς θεωρητική σημασία, αφού αφαιρούσε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πάνω στα οποία στηρίζεται η αντίφαση μεταξύ της τάσης για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ταυτόχρονης τάσης για καθυπόταξη της καταναλωτικής δύναμης των μαζών. Έτσι, η Αριστερά απέρριψε τη ματιά του Τουγκάν και επανέφερε την ορθόδοξη θεωρία της υπερπαραγωγής/υποκατανάλωσης, υποστηρίζοντας ότι η δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης δεν είναι σύμπτωση, αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής.^13

^13 Οι συζητήσεις αυτές παρουσιάζονται συνοπτικά από τον Sweezy στο The Theory of Capitalist Development.

Οι περισσότεροι μαρξιστές απλώς γελοιοποίησαν τον ισχυρισμό του Τουγκάν ότι η συσσώρευση μπορεί να διατηρηθεί ανεξάρτητα από την αύξηση της κατανάλωσης, επιμένοντας πως μόνο η κατανάλωση μπορεί να προσφέρει την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο Conrad Schmidt υποστήριξε ότι «Οι {37} «σκοποί της παραγωγής» ... είναι σκοποί που, σε τελική ανάλυση, ... απορρέουν από τη ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. ... Η τελική ή καταναλωτική ζήτηση είναι η ζωοποιός δύναμη η οποία, σε ολόκληρη την οικονομία, διατηρεί σε κίνηση τον τεράστιο μηχανισμό της παραγωγής» (Conrad Schmidt, «Zur Theorie der Handelskrisen und der Überproduction», Sozialistische Monatshefte, V, 2, 9, 1901, 673, όπως παρατίθεται στο Sweezy, 1946, 170)· άποψη που επαναλήφθηκε από τους Κάουτσκι, Μπουντέν, Λούξεμπουργκ, Μπουχάριν και, με ορισμένες επιφυλάξεις, από τον Λένιν.

Ο Κάουτσκι απλώς επανέλαβε την ορθόδοξη θεωρία απέναντι στον Τουγκάν, τονίζοντας ότι η υποκατανάλωση δεν είναι τυχαίο χαρακτηριστικό της δυσαναλογίας, αλλά αναγκαία τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αν και δεν αντιμετώπισε τα θεμελιώδη ζητήματα. «Στο προλεταριάτο, ωστόσο, υπάρχει μια τάξη της οποίας η υποκατανάλωση αποτελεί αναγκαίο αποτέλεσμα των κοινωνικών της συνθηκών. Η υποκατανάλωση όμως δεν πρέπει να εννοηθεί με φυσικούς όρους, όπως η υποσιτιστική έλλειψη, αλλά με κοινωνικούς όρους, ως η κατανάλωση μιας τάξης που υστερεί σε σχέση με την παραγωγή της» (Kautsky, «Krisentheorien», Die Neue Zeit, 20, 1901–02, 78–9· παρατίθεται στο Howard and King, 1989, 83). Υπό αυτή την έννοια, η υποκατανάλωση είναι χαρακτηριστικό όλων των ταξικών κοινωνιών· όμως στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η πολυτελής κατανάλωση απέφευγε το πρόβλημα. Αντίθετα, ο καπιταλιστής περιορίζει τόσο τη δική του όσο και την κατανάλωση των εργατών του, προκειμένου να αφιερώσει όλους τους πόρους του στην επέκταση της παραγωγής, με αποτέλεσμα οι καπιταλιστές «να πρέπει να αναζητήσουν επιπλέον αγορές έξω από τη δική τους σφαίρα, σε επαγγέλματα και έθνη που ακόμη δεν παράγουν καπιταλιστικά». Ωστόσο, αυτό δεν επιλύει το πρόβλημα, διότι οι αγορές αυτές δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ελαστικότητα. «Αυτή είναι, εν ολίγοις, απ’ όσο μπορούμε να δούμε, η γενικά αποδεκτή “ορθόδοξη” μαρξιστική θεωρία της κρίσης, καθιερωμένη από τον Μαρξ». Ο Κάουτσκι συμφώνησε ότι η δυσαναλογία ήταν ένας «παράγοντας που, κατά καιρούς, μπορεί ... να γεννήσει κρίσεις αυτόνομα ή να οξύνει περαιτέρω μια γενική κρίση που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη» (ό.π., 79–81, 110–118, όπως παρατίθεται στο Howard and King, 1989, 83), αλλά σε τελική ανάλυση «η διεύρυνση της ανθρώπινης κατανάλωσης ασκεί τη καθοριστική επιρροή πάνω στην επέκταση της παραγωγής ... Η παραγωγή είναι και παραμένει παραγωγή για ανθρώπινη κατανάλωση» (ό.π., 117· παρατίθεται στο Sweezy, 1946, 170).

Ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ αναγνώρισε ότι η θέση του Τουγκάν συμβάδιζε με την ανάλυση του Μαρξ επί των «τυπικών οικονομικών κατηγοριών της καπιταλιστικής παραγωγής», οδηγώντας στην «περίεργη σύλληψη ενός συστήματος παραγωγής που υφίσταται μόνο χάριν της παραγωγής, ενώ η κατανάλωση αντιμετωπίζεται απλώς ως ενοχλητική λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για “τρέλα”, τότε υπάρχει μέθοδος σε αυτή, και μάλιστα μαρξιστική, διότι είναι ακριβώς αυτή η ανάλυση της συγκεκριμένης ιστορικής {38} δομής της καπιταλιστικής παραγωγής που συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του μαρξισμού. Είναι μαρξισμός στο άκρο του, αλλά εξακολουθεί να είναι μαρξισμός — και αυτό είναι που καθιστά τη θεωρία τόσο ιδιόμορφη και ταυτόχρονα τόσο γόνιμη» (Rudolf Hilferding, Χρηματιστικό Κεφάλαιο, υποσημ. 4, 421–2).^14

^14 Ο Σουήζυ επίσης αναγνώρισε ότι η λογική του Τουγκάν συνάδει με την εμμονή του Μαρξ ότι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά η διεύρυνση της υπεραξίας. Ωστόσο, ο Σουήζυ επέμεινε ότι υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στους σκοπούς της παραγωγής, όταν αυτή ιδωθεί ως φυσικο-τεχνική διαδικασία δημιουργίας αξιών χρήσης, και στους σκοπούς του καπιταλισμού, όταν αυτός ιδωθεί ως ιστορικό σύστημα διεύρυνσης της ανταλλακτικής αξίας· χαρακτηρίζοντας αυτή την αντίφαση ως «τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την οποία απορρέουν τελικά όλες οι άλλες αντιφάσεις» (Sweezy, 1946, 172).

Η κριτική του Τουγκάν άνοιξε ένα ρήγμα εντός του μαρξισμού μεταξύ εκείνων που επαναβεβαίωναν την υποκαταναλωτική ορθοδοξία και εκείνων που αποδέχθηκαν την πρόκληση του Τουγκάν αναπτύσσοντας μια προσέγγιση της κρίσης βάσει της δυσαναλογίας, αν και η διάκριση δεν ήταν πάντοτε απόλυτα σαφής. Από τη μια πλευρά, οι θεωρητικοί της δυσαναλογίας συχνά αποδέχονταν τύποις την υποκατανάλωση, ως μια προνομιούχα περίπτωση δυσαναλογίας· ενώ από την άλλη, οι θεωρητικοί της υποκατανάλωσης αναγνώριζαν την πιθανότητα κρίσεων δυσαναλογίας. Εξάλλου, η διάκριση μεταξύ δυσαναλογίας και υποκατανάλωσης συνδεόταν στενά με τη διάκριση μεταξύ κυκλικών και μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έχουμε ήδη δει ότι ο Κάουτσκι συνδύασε μια θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου που βασιζόταν στην «αναρχία της αγοράς» με μια υποκαταναλωτική θεωρία των μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης· παρομοίως, η Λούξεμπουργκ διέκρινε τις κυκλικές διακυμάνσεις από την μακροχρόνια τάση. Έτσι, ήταν απολύτως εφικτό να διατηρεί κανείς μια ερμηνεία των επιχειρηματικών κύκλων βάσει της δυσαναλογίας, παράλληλα με μια υποκαταναλωτική προσέγγιση των μακροχρόνιων τάσεων και των απώτατων ορίων της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Η θεωρία της κρίσης αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων και κεντρικό σημείο για τις πιο θεμελιώδεις διαιρέσεις στο σοσιαλδημοκρατικό και κομμουνιστικό κίνημα κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα — όχι μόνο ως αυτοτελές ζήτημα, αλλά και επειδή παρείχε το θεωρητικό υπόβαθρο για τη θεωρία του ιμπεριαλισμού. Το θεμελιωδέστερο ζήτημα ήταν αυτό που είχε αρχικά θέσει ο Μπέρνσταϊν: αν δηλαδή η ιστορική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης έτεινε προς αυξανόμενη σταθερότητα ή προς αναπόφευκτη κατάρρευση. Οι συζητήσεις αυτές ήταν ευρείας έκτασης και πολιτικά σημαντικές, ωστόσο δεν προσέφεραν καμία θεμελιακή θεωρητική πρόοδο πέρα από τα όσα είχαν τεθεί ήδη κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα από τους Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και Ρόζα Λούξεμπουργκ ως απάντηση στην αναθεωρητική κριτική.

{39}

Χίλφερντινγκ και η Θεωρία της Δυσαναλογίας για την Κρίση

Αν και ο Τουγκάν ανέπτυξε το επιχείρημά του ως κριτική στον μαρξισμό, το έργο του ήταν απολύτως συνεπές με τον τύπο της θεωρίας της κρίσης λόγω δυσαναλογίας, βασισμένης στην «αναρχία της αγοράς», την οποία είχε υποστηρίξει ο Κάουτσκι. Αν και ο Κάουτσκι είχε απομακρυνθεί από αυτή τη θεωρία προς τον υποκαταναλωτισμό σε απάντηση στην κριτική του Μπέρνσταϊν, η θεωρία της δυσαναλογίας αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, του οποίου το έργο Χρηματιστικό Κεφάλαιο (Finance Capital, FC) αποτέλεσε την πλέον σοβαρή και αυστηρή προσπάθεια να αναπτυχθεί η μαρξική ανάλυση του καπιταλισμού υπό το φως των εξελίξεων του τετάρτου του αιώνα μετά τον θάνατο του Μαρξ. Ωστόσο, ενώ ο Χίλφερντινγκ παρείχε μια πλούσια και σύνθετη ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης —η οποία υπερείχε κατά πολύ των αναλύσεων των αστών συγχρόνων του—, η προσέγγισή του βασιζόταν ουσιαστικά σε ένα υπόδειγμα «ατελούς ανταγωνισμού», το οποίο δεν έκανε καμία συγκεκριμένη αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, με αποτέλεσμα, σε τελική ανάλυση, να μην είναι σαφές τι (αν υπήρχε κάτι) ήταν ειδικά μαρξιστικό στη θεωρία του.

Ο Χίλφερντινγκ επανέλαβε την κριτική του Τουγκάν στον υποκαταναλωτισμό, ότι δηλαδή η υποκατανάλωση είναι απλώς μια ειδική περίπτωση δυσαναλογίας:^15 «Ο όρος υποκατανάλωση ... δεν έχει κανένα νόημα στην οικονομία παρά μόνο για να δείξει ότι η κοινωνία καταναλώνει λιγότερο απ’ όσο παράγει. Είναι όμως αδύνατον να συλληφθεί πώς μπορεί να συμβεί αυτό, εφόσον η παραγωγή διεξάγεται στις σωστές αναλογίες ... η περιορισμένη βάση της κατανάλωσης αποτελεί απλώς μια γενική συνθήκη των κρίσεων, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά μέσω της “υποκατανάλωσης”. Πολύ περισσότερο δε, δεν μπορεί να εξηγηθεί έτσι ο περιοδικός χαρακτήρας των κρίσεων, αφού κανένα περιοδικό φαινόμενο δεν μπορεί να εξηγηθεί από σταθερές συνθήκες». (FC, 241–2) «Καθόλου, επομένως, δεν συνάγεται ότι μια κρίση στην καπιταλιστική παραγωγή προκαλείται από την υποκατανάλωση των μαζών, η οποία είναι εγγενής σε αυτή. Μια κρίση θα μπορούσε εξίσου καλά να προκληθεί από μια υπερβολικά ταχεία αύξηση της κατανάλωσης ή από στατική ή φθίνουσα παραγωγή κεφαλαιακών αγαθών» (FC, 256).

^15 Ο Χίλφερντινγκ κάνει μια παραχώρηση προς τον υποκαταναλωτισμό υποστηρίζοντας ότι η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης σε μια καπιταλιστική κοινωνία ορίζει μια πηγή δυσαναλογίας που έγκειται «στη φύση του κεφαλαίου», διότι «αν η κατανάλωση μπορούσε να επεκταθεί άμεσα, τότε η υπερπαραγωγή δεν θα ήταν δυνατή. Αλλά υπό καπιταλιστικές συνθήκες, η επέκταση της κατανάλωσης σημαίνει μείωση του ποσοστού κέρδους», έτσι ώστε «μια αναγκαία προϋπόθεση της συσσώρευσης, δηλαδή η διεύρυνση της κατανάλωσης, έρχεται σε αντίφαση με μια άλλη προϋπόθεση, δηλαδή την πραγματοποίηση του κέρδους. Οι συνθήκες της πραγματοποίησης δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την επέκταση της κατανάλωσης, και καθώς οι πρώτες είναι καθοριστικές, η αντίφαση εξελίσσεται σε κρίση» (FC, 241–2). Ωστόσο, ο Χίλφερντινγκ δεν δείχνει πώς αυτή η «αντίφαση εξελίσσεται σε κρίση», παρά μόνο στην ειδική περίπτωση της «απόλυτης υπερσυσσώρευσης», κατά την οποία η αύξηση των μισθών διαβρώνει εξ ολοκλήρου τα κέρδη.

{40} Αντί της ορθόδοξης εκδοχής του υποκαταναλωτισμού, ο Χίλφερντινγκ ανέπτυξε μια θεωρία κρίσης βασισμένη στη δυσαναλογία. Η ανάλυσή του επικεντρώθηκε στον ρόλο των τραστ και καρτέλ, καθώς και στη πίστη και τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, που είχαν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη ρεβιζιονιστική διαμάχη. Για τον Χίλφερντινγκ, το νέο στάδιο του καπιταλισμού οριζόταν από την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο εξέφραζε την ενοποίηση της τραπεζικής και της βιομηχανικής δραστηριότητας υπό την ηγεμονία των τραπεζών. Αυτή η εξέλιξη καθορίστηκε κυρίως από τη σημαντική αύξηση της σημασίας του σταθερού κεφαλαίου, το οποίο δεσμεύει μεγάλα ποσά για μακρές χρονικές περιόδους. Αυτό μείωνε την κινητικότητα του κεφαλαίου και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα ευέλικτης αντίδρασης στις οικονομικές διακυμάνσεις και στις αναδυόμενες δυσαναλογίες. Αυτό ακριβώς το εμπόδιο στην εξίσωση προσφοράς και ζήτησης ήταν για τον Χίλφερντινγκ η βασική πηγή των κρίσεων.

«Αυτή η τεράστια διόγκωση του σταθερού κεφαλαίου σημαίνει ότι, μόλις επενδυθεί το κεφάλαιο, η μεταφορά του από έναν κλάδο σε άλλον γίνεται όλο και πιο δύσκολη... Το αποτέλεσμα είναι ότι η εξίσωση του ποσοστού κέρδους είναι εφικτή, ολοένα και περισσότερο, μόνο μέσω της εισροής νέου κεφαλαίου στους κλάδους όπου το ποσοστό κέρδους είναι πάνω από τον μέσο όρο, ενώ η απόσυρση κεφαλαίου από τους κλάδους που διαθέτουν μεγάλο σταθερό κεφάλαιο είναι εξαιρετικά δύσκολη». Επιπλέον, επειδή η παραγωγική ικανότητα μπορεί να αυξηθεί μόνο μέσω μεγάλων μονάδων: «Η απότομη αύξηση της παραγωγής μπορεί να έχει υπεραποζημιωτικό αποτέλεσμα στο ποσοστό κέρδους, το οποίο από το να είναι άνω του μέσου όρου μπορεί τώρα να πέσει κάτω από αυτόν». Τέλος: «Όχι μόνο κυριαρχεί η μεγάλη επιχείρηση, αλλά αυτές οι μεγάλες, κεφαλαιουχικές μονάδες τείνουν να εξισορροπούνται ... Ο ανταγωνισμός είναι ένας αγώνας μεταξύ ίσων, που μπορεί να παραμείνει αμφίρροπος για πολύ καιρό, επιβάλλοντας ίσες θυσίες σε όλα τα μέρη», αντί να αποκαθιστά τις αναλογίες μέσω της εξώθησης των ασθενέστερων κεφαλαίων. (FC, 186, 188–9)

Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου συσχετίστηκε, ιδιαίτερα στη Γερμανία, με τον αυξανόμενο ρόλο των τραπεζών στη χρηματοδότηση της βιομηχανίας. Αφού οι τράπεζες δεσμεύτηκαν να χρηματοδοτούν βιομηχανικές επιχειρήσεις, εξαναγκάστηκαν να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους —πράγμα που επιδίωξαν υποστηρίζοντας τη δημιουργία τραστ και καρτέλ. Αυτά με τη σειρά τους αύξησαν τις απαιτήσεις από τις τράπεζες και ενίσχυσαν την περαιτέρω συγκέντρωση του τραπεζικού κεφαλαίου και την ενσωμάτωσή του με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Η δημιουργία των τραστ δημιουργεί επιπλέον εμπόδια στην εξίσωση του ποσοστού κέρδους μέσω της κινητικότητας του κεφαλαίου μεταξύ των κλάδων παραγωγής.

Κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού κύκλου, η παραγωγή των εξορυκτικών βιομηχανιών {41} —που διαθέτουν υψηλό σταθερό κεφάλαιο και είναι σε μεγάλο βαθμό καρτελοποιημένες— καθυστερεί σε σχέση με τα βιομηχανικά αγαθά, με αποτέλεσμα οι τιμές των πρώτων υλών να αυξάνονται ραγδαία καθώς η άνθηση κορυφώνεται, ανεβάζοντας το ποσοστό κέρδους στις εξορυκτικές επιχειρήσεις. Στη φάση της ύφεσης η κατάσταση αντιστρέφεται: τα κέρδη καταρρέουν στις εξορυκτικές βιομηχανίες και είναι συγκριτικά υψηλότερα στη μεταποίηση. Έτσι, ο βιομηχανικός κύκλος δρα ως ισχυρό κίνητρο για την εξομάλυνση των διαφορών κέρδους μέσω της κάθετης ολοκλήρωσης, ενισχύοντας περαιτέρω την ενοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου ως μέσο σταθεροποίησης του ποσοστού κέρδους. Τέλος, η απόπειρα των τραστ να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους μέσω της περιορισμένης ανταγωνιστικότητας, αναγκάζει τους μη οργανωμένους καπιταλιστές να οργανωθούν, ώστε να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους έναντι των ανταγωνιστών τους.

Η τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η αντικατάσταση της αγοράς με τον κεντρικό έλεγχο των τραπεζών επί της παραγωγής, αλλά με σκοπό τη μέγιστη κερδοφορία, όχι τον ορθολογικό προσανατολισμό της παραγωγής στις κοινωνικές ανάγκες. Ενώ οι ανοργάνωτοι καπιταλιστές βλέπουν τα κέρδη τους να μειώνονται δραστικά και επομένως έχουν μικρό κίνητρο για επενδύσεις, τα τραστ περιορίζουν τις επενδύσεις ώστε να διατηρήσουν τα δικά τους κέρδη. Το αποτέλεσμα είναι ένα πλεόνασμα κεφαλαίου που δεν μπορεί να βρει διέξοδο σε επικερδείς επενδύσεις εντός της εγχώριας οικονομίας. Για τον Χίλφερντινγκ, η συνεπαγόμενη αναζήτηση επικερδών επενδυτικών διεξόδων στο εξωτερικό —και κυρίως στις αποικίες— αποτελεί τη βάση του ιμπεριαλισμού, αν και υπογραμμίζει: «αυτό δεν είναι καθεαυτό συνέπεια της καρτελοποίησης. Είναι φαινόμενο αδιάσπαστα συνδεδεμένο με την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όμως η καρτελοποίηση εντείνει απότομα την αντίφαση και καθιστά την εξαγωγή κεφαλαίου επιτακτική ανάγκη». (FC, 234)

Η πηγή των δυσαναλογιών, σύμφωνα με τον Χίλφερντινγκ, είναι η ύπαρξη του σταθερού κεφαλαίου. Ως αντίδραση στις οικονομικές διακυμάνσεις που αυτό προκαλεί, οι καπιταλιστές συγκροτούν τραστ και καρτέλ, ενώ το τραπεζικό και βιομηχανικό κεφάλαιο ενοποιούνται στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Ωστόσο, αντί να σταθεροποιούν την κατάσταση —όπως υποστήριζε ο Μπέρνσταϊν— αυτές οι εξελίξεις αυξάνουν την αστάθεια και πολιτικοποιούν τον ανταγωνισμό. Έτσι, ο Χίλφερντινγκ επέμενε ότι μόνο ολοκληρωμένος σχεδιασμός μπορούσε να υπερβεί την τάση προς κρίση. «Η σχεδιασμένη παραγωγή και η αναρχική παραγωγή δεν είναι ποσοτικώς αντίθετες, κατά τρόπο που με την προσθήκη όλο και περισσότερου "σχεδιασμού" να προκύψει από την αναρχία μια συνειδητή οργάνωση. Μια τέτοια μεταμόρφωση μπορεί να συμβεί μόνο αιφνιδίως, με την υπαγωγή του συνόλου της παραγωγής σε συνειδητό έλεγχο». (FC, 296) Αν και κατ’ αρχήν οι καπιταλιστές θα μπορούσαν να επιτύχουν κάτι τέτοιο μέσω ενός γιγαντιαίου καρτέλ, ο Χίλφερντινγκ δεν θεωρούσε μια τέτοια δυνατότητα πολιτικά ρεαλιστική.

{42}

Ανταγωνισμός και ο επενδυτικός κύκλος

Αν και η ανάλυση του Χίλφερντινγκ παρουσιάζεται εντός ενός μαρξιστικού πλαισίου, αποκλίνει θεμελιωδώς από την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, όχι μόνο εγκαταλείποντας τη θεωρία του υποκαταναλωτισμού, αλλά και την ορθόδοξη μαρξιστική ερμηνεία της τάσης προς την υπερπαραγωγή. Για τον Ένγκελς και τον Κάουτσκι, η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν η ανάγκη των καπιταλιστών να επενδύουν διαρκώς σε νέες μεθόδους παραγωγής, προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα απόκτησης υπερκέρδους μέσω της εισαγωγής πιο εξελιγμένων τεχνικών, αλλά και για να ανταποκριθούν στην ανταγωνιστική απειλή άλλων καπιταλιστών που θα μπορούσαν να πράξουν το ίδιο. Το κίνητρο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθορίζεται από τις ευκαιρίες για υπερκέρδος —ευκαιρίες που δεν σχετίζονται με το μέγεθος της αγοράς, αλλά με την πρόοδο που μπορεί να επιτευχθεί στο πεδίο της παραγωγής. Γι’ αυτόν τον λόγο, η τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ανεξαρτήτως των ορίων της αγοράς.

Ο Ένγκελς και ο Κάουτσκι συνέδεσαν εσφαλμένα αυτή την τάση προς υπερπαραγωγή σε κάθε επιμέρους κλάδο παραγωγής με μια γενική τάση προς υπερπαραγωγή σε σχέση με τη περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των λαϊκών τάξεων. Ο Κάουτσκι μάλιστα περιόρισε αυτή την ανάλυση στη διαλεύκανση των μακροπρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αποδίδοντας τον οικονομικό κύκλο στην «αναρχία της αγοράς». Όμως, αυτό που στην πραγματικότητα παρείχαν οι αναλύσεις τους ήταν μια ερμηνεία της τάσης προς δυσαναλογία —μια τάση έμφυτη στη δυναμική της καπιταλιστικής παραγωγής—, καθώς η παραγωγή στους πιο δυναμικούς κλάδους αναπτύσσεται ταχύτερα από την αγορά, ενώ στους λιγότερο δυναμικούς μένει πίσω.^16

^16 Στις πιο συγκεκριμένες τους αναλύσεις, οι ίδιοι πράγματι χρησιμοποιούσαν τη θεωρία με αυτόν τον τρόπο. Ο Κάουτσκι, για παράδειγμα, έδωσε μεγάλη έμφαση στη δυσαναλογία μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που δεν είχε καμία σχέση με τον υποκαταναλωτισμό.

Αυτή η ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης διαφέρει ριζικά από εκείνη της αστικής οικονομικής θεωρίας. Για τον Ένγκελς, η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς της εσωτερικούς νόμους, οι οποίοι καθορίζονται από τη δυναμική ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μόνον εκ των υστέρων οι καπιταλιστές υποβάλλουν το προϊόν τους στην κρίση της αγοράς, και στην περίπτωση υπερπαραγωγής οι λιγότερο αποδοτικοί παραγωγοί αναγκάζονται να πωλούν με ζημία, γεγονός που μπορεί τελικά να τους οδηγήσει στη χρεοκοπία ή στην έξοδο από την αγορά. Η εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης μέσω της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους μεταξύ των κλάδων παραγωγής λειτουργεί απλώς ως αντι-τάση απέναντι στη δυναμική αποσταθεροποίησης που προκαλούν {43} οι ανισότητες στο ποσοστό κέρδους εντός ενός συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής.

Οι αστικές οικονομικές θεωρίες επικεντρώνονται αποκλειστικά στις τάσεις εξισορρόπησης που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, υποθέτοντας ότι κάθε καπιταλιστής έχει ισότιμη πρόσβαση στις ίδιες τεχνολογικές δυνατότητες, και άρα θα επιλέξει την ίδια τεχνολογία υπό δεδομένες συνθήκες. Αυτή η υπόθεση ομοιομορφίας των συνθηκών παραγωγής συνεπάγεται ότι όλοι οι καπιταλιστές αποκομίζουν το ίδιο ποσοστό κέρδους σε έναν δεδομένο κλάδο παραγωγής, καταργώντας με αυτόν τον τρόπο τον αντικειμενικό καθοριστικό παράγοντα της τάσης προς υπερπαραγωγή, που απορρέει από την κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής.^17

^17 Η υπόθεση αυτή καταργεί εξίσου και την αντικειμενική πηγή της δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία τότε πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στα υποκειμενικά κίνητρα του καπιταλιστή.

Η ίδια υπόθεση συνεπάγεται επιπλέον ότι η κατανομή των νέων επενδύσεων καθορίζεται αποκλειστικά από τις διαφορές στο ποσοστό κέρδους μεταξύ των κλάδων παραγωγής, οι οποίες προκύπτουν λόγω των δυσαναλογιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αντί να γεννά δυσαναλογίες, ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός στο αστικό μοντέλο τις εξομαλύνει, καθώς οι καπιταλιστές επενδύουν ανταποκρινόμενοι στα σήματα της αγοράς.

Η ανάλυση του Χίλφερντινγκ για το «χρηματιστικό κεφάλαιο», βασισμένη στην ακινησία που προκαλείται από την αυξανόμενη σημασία του πάγιου κεφαλαίου στην καπιταλιστική παραγωγή, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει την ερμηνεία του Ένγκελς αναφορικά με την τάση προς δυσαναλογική ανάπτυξη. Όσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος του πάγιου κεφαλαίου, τόσο περισσότερο οι επενδυτικές αποφάσεις καθορίζονται από τις συνθήκες παραγωγής και λιγότερο από προσωρινές ανισορροπίες στην αγορά. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αντικειμενικές δυνάμεις που οδηγούν στην άνιση ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής υπερισχύουν ολοένα και περισσότερο έναντι των δυνάμεων εξισορρόπησης που πιέζουν για την αποκατάσταση της αναλογικότητας. Ωστόσο, ο Χίλφερντινγκ δεν ανέπτυξε τέτοιο επιχείρημα. Αντιθέτως, ακολούθησε τους αστούς οικονομολόγους, αφαιρώντας από την ανάλυση τη συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, και επικεντρώθηκε μόνο στα εμπόδια στην εξίσωση του ποσοστού κέρδους μεταξύ των διαφορετικών κλάδων παραγωγής, τα οποία οφείλονται στην ακαμψία και ακινησία του κεφαλαίου.^18

^18 Αυτή η έμφαση στην αγορά ως διαδικασία κατανομής, και όχι ως έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, χαρακτήρισε επίσης την υπεράσπιση του Χίλφερντινγκ της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας απέναντι στην κριτική του Μπεμ-Μπάβερκ.

Ο Χίλφερντινγκ κατάργησε την ίδια την πηγή της καπιταλιστικής δυναμικής, υιοθετώντας την υπόθεση ότι οι μεγάλες, κεφαλαιοεντατικές επιχειρήσεις τείνουν να είναι όλο και πιο εξισωμένες, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να είναι ένας αγώνας μεταξύ ίσων, (FC, 189) μια τάση που ενισχύεται περαιτέρω από τις καρτελοποιήσεις. {44} Ο Χίλφερντινγκ, λοιπόν, επικεντρώνεται στις ανισότητες του ποσοστού κέρδους μεταξύ των κλάδων παραγωγής, τις οποίες ο αστός οικονομολόγος υποθέτει ότι εξαλείφονται μέσω του ανταγωνισμού, και στηρίζει τη θεωρία του στην ταυτοποίηση των διαφόρων εμποδίων προς αυτή την εξίσωση. Η βασική του υπόθεση είναι αυτή της αστικής οικονομίας: ότι αν το κεφάλαιο είναι κινητό μεταξύ των κλάδων, τότε κάθε αναδυόμενη δυσαναλογία μεταξύ τους θα εξαλειφθεί μέσω μετακινήσεων κεφαλαίου ως απάντηση στις διαφορές στο ποσοστό κέρδους.

Η πηγή της αστάθειας της καπιταλιστικής παραγωγής, επομένως, εντοπίζεται στα εμπόδια προς την κινητικότητα του κεφαλαίου και την εξίσωση του ποσοστού κέρδους, τα οποία συνιστούν: το πάγιο κεφάλαιο, τα καρτέλ, και η υποταγή της παραγωγής στο τραπεζικό κεφάλαιο. Αυτά τα εμπόδια παραμορφώνουν τη δομή των τιμών, και έτσι εισάγουν συστηματικές δυσαναλογίες στις σχέσεις μεταξύ των κλάδων παραγωγής. Για τον Ένγκελς, οι δυσαναλογίες είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, ενώ για τον Χίλφερντινγκ, είναι αποτέλεσμα των εμποδίων στον ανταγωνισμό.

Ο Χίλφερντινγκ δηλώνει ρητά ότι η θεωρία της κρίσης του δεν βασίζεται στους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά στην ανάλυση της «ατελούς ανταγωνιστικότητας». Επιμένει ότι η αιτία των κρίσεων πρέπει να αναζητηθεί στη δυσλειτουργία του μηχανισμού μέσω του οποίου διατηρούνται «οι πολύπλοκες σχέσεις αναλογίας που πρέπει να ισχύουν στην παραγωγή». «Η διατάραξη αυτών των αναλογικών σχέσεων πρέπει να εξηγηθεί μέσω μιας διατάραξης του συγκεκριμένου μηχανισμού ρύθμισης της παραγωγής, ή αλλιώς, μέσω μιας παραμόρφωσης της δομής των τιμών που εμποδίζει τις τιμές να παρέχουν σωστή ένδειξη των αναγκών της παραγωγής. Δεδομένου ότι τέτοιες διαταραχές εμφανίζονται περιοδικά, πρέπει να δειχθεί ότι και οι παραμορφώσεις στη δομή των τιμών έχουν επίσης περιοδικό χαρακτήρα.» (FC, 257)

Οι δυσαναλογίες που οδηγούν σε κρίσεις δεν είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως τέτοιο, αλλά στο αναπτυγμένο στάδιο του χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν είναι απλώς τυχαίο αποτέλεσμα της «αναρχίας της αγοράς», αλλά συστηματικό αποτέλεσμα των παραμορφώσεων στη δομή των κερδών που εισάγεται στη λειτουργία της αγοράς μέσω του παγίου κεφαλαίου και των καρτέλ. Έτσι, ο Χίλφερντινγκ μπορεί ακόμα να εξαγάγει ριζοσπαστικά συμπεράσματα από την ανάλυσή του και να υποστηρίξει ότι οι κρίσεις είναι άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος παραγωγής για το κέρδος. «Η δυνατότητα κρίσεων είναι εγγενής στην ανοργάνωτη παραγωγή, δηλαδή στην εμπορευματική παραγωγή γενικά, αλλά γίνεται πραγματική δυνατότητα σε ένα σύστημα ανοργάνωτης παραγωγής το οποίο καταργεί την άμεση σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, χαρακτηριστική άλλων κοινωνικών σχηματισμών, και παρεμβάλλει μεταξύ τους {45} την απαίτηση να αξιοποιηθεί το κεφάλαιο με ένα συγκεκριμένο ποσοστό» (FC, 241).

Ο κύκλος επενδύσεων και η κρίση

Ο Χίλφερντινγκ προσφέρει μια ισχυρή ανάλυση του κύκλου επενδύσεων, βασισμένος στην περιγραφή των εμποδίων προς την εξίσωση του ποσοστού κέρδους που προκύπτουν από την κυριαρχία του παγίου κεφαλαίου, τη σχηματοποίηση καρτέλ, και την ενοποίηση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Ως τέτοια, η εργασία του αποτέλεσε τεράστια πρόοδο σε σύγκριση με τις υπάρχουσες αστικές θεωρίες του οικονομικού κύκλου, οι οποίες επηρεάστηκαν σημαντικά από το έργο του.

Ωστόσο, δεν ήταν καθόλου σαφές ποιο στοιχείο, αν υπάρχει, ήταν ουσιαστικά μαρξιστικό στις θεωρητικές βάσεις της ανάλυσής του. Αν και ο Χίλφερντινγκ διατυπώνει τη θεωρία του για το χρηματιστικό κεφάλαιο χρησιμοποιώντας το μαρξιστικό εννοιολογικό πλαίσιο, οι κρίσεις για τον ίδιο δεν απορρέουν από τους νόμους κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά είναι απλώς μια φάση του οικονομικού κύκλου που προκύπτει από τις ατέλειες της αγοράς.

Μια κρίση χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση γενικευμένης υπερπαραγωγής. Ο Χίλφερντινγκ επιμένει ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την υποκατανάλωση, αλλά είναι το αποτέλεσμα της πτώσης των επενδύσεων που ακολουθεί μια πτώση του ποσοστού κέρδους. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: πώς εξηγείται η πτώση του ποσοστού κέρδους;

Ο Χίλφερντινγκ φαίνεται αρχικά να συνδέει την πτώση του ποσοστού κέρδους άμεσα με την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία αποτελεί τη βάση του μαρξικού «νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους». «Μια κρίση συνεπάγεται πτώση των πωλήσεων. Στην καπιταλιστική κοινωνία αυτό προϋποθέτει παύση των νέων επενδύσεων κεφαλαίου, που με τη σειρά της προϋποθέτει πτώση στο ποσοστό κέρδους. Αυτή η πτώση απορρέει από τη μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που έχει συντελεστεί ως αποτέλεσμα των νέων επενδύσεων. Η κρίση είναι απλώς το σημείο στο οποίο αρχίζει να πέφτει το ποσοστό κέρδους». Όμως ο Χίλφερντινγκ παρατηρεί αμέσως ότι «η κρίση προηγείται από μια μακρά περίοδο ευημερίας, όπου οι τιμές και τα κέρδη είναι υψηλά» και ρωτά: «πώς συντελείται αυτή η ανατροπή της τύχης στον καπιταλιστικό κόσμο;» (FC, 257–8).

Αποδεικνύεται ότι η σύνδεση με τον νόμο του Μαρξ είναι, στην καλύτερη περίπτωση, έμμεση. Η συσχέτιση μεταξύ της πτώσης του ποσοστού κέρδους και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου εξηγείται από το γεγονός ότι η υπερπαραγωγή είχε προηγουμένως αναπτυχθεί στον μεγαλύτερο βαθμό στους κλάδους παραγωγής με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, οι οποίοι είχαν απολαύσει {46} το υψηλότερο ποσοστό κέρδους κατά την ανοδική φάση του κύκλου. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι επομένως κυκλικό και όχι μακροχρόνιο φαινόμενο, και η ανάλυση του Χίλφερντινγκ για τον κύκλο, όπως και εκείνη του Κάουτσκι, αποτελεί μια ορθόδοξη – αν και περίτεχνη – εκδοχή της αστικής θεωρίας του εμπορικού κύκλου, στην οποία η ανάπτυξη της αγοράς στην ανοδική φάση πυροδοτεί υπερεπενδύσεις, συγκεντρωμένες σε κλάδους με υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, οδηγώντας τελικά σε κατάρρευση όταν τα αποτελέσματα της υπερεπένδυσης εκδηλώνονται στην αγορά ως υπερπαραγωγή.

«Ο κύκλος αρχίζει με την ανανέωση και την αύξηση του πάγιου κεφαλαίου, που είναι η κύρια πηγή της αρχόμενης ευημερίας», η οποία διεγείρεται από παράγοντες όπως «το άνοιγμα νέων αγορών, η ίδρυση νέων κλάδων παραγωγής, η εισαγωγή νέας τεχνολογίας και η επέκταση των αναγκών που προκύπτει από την πληθυσμιακή αύξηση». Η άνθηση της ζήτησης και η συντόμευση του χρόνου κυκλοφορίας του κεφαλαίου αυξάνουν το ποσοστό κέρδους ως αποτέλεσμα των «βελτιωμένων συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου». Όμως οι ίδιες αυτές συνθήκες που αρχικά ευνοούν την ευημερία περιέχουν μέσα τους δυνατότητες που σταδιακά επιδεινώνουν τις συνθήκες αξιοποίησης.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την πτώση του ποσοστού κέρδους. Για παράδειγμα, οι νέες επενδύσεις αυξάνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και επιμηκύνουν τον χρόνο κυκλοφορίας του, λόγω της μεγαλύτερης ποσότητας πάγιου κεφαλαίου. Άλλοι παράγοντες επίσης επιμηκύνουν τον χρόνο κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπως η διακοπή της παραγωγής λόγω ελλείψεων εργατικού δυναμικού και απεργιών, η κατάρρευση υπερφορτωμένων μηχανημάτων και ο μεγαλύτερος χρόνος για την εξεύρεση πιο απομακρυσμένων αγορών — όλα αυτά οδηγούν σε μείωση του ποσοστού κέρδους. Η πίεση στην αγορά εργασίας προκαλεί αύξηση των μισθών, που μειώνει τα κέρδη, ενώ το επιτόκιο τείνει να αυξάνεται, μειώνοντας το επιχειρηματικό κέρδος. Τα κεφάλαια που συσσωρεύονται στις τράπεζες διοχετεύονται στη σφαίρα της κερδοσκοπίας, ενώ η αύξηση των συναλλαγών απαιτεί την επέκταση της «πιστωτικής κυκλοφορίας», γεγονός που διαταράσσει την παραγωγική διαδικασία, καθώς «ένα μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου που προορίζεται για διευρυμένη αναπαραγωγή παραμένει απούλητο» (FC, 258–61).

Υπάρχει, συνεπώς, ένα ευρύ φάσμα παραγόντων που συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού κέρδους. «Η κρίση ξεκινά τη στιγμή που οι τάσεις για πτώση του ποσοστού κέρδους υπερισχύουν των τάσεων που είχαν προκαλέσει την άνοδο τιμών και κερδών ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ζήτησης». Αυτό εγείρει δύο ερωτήματα: «Πρώτον, πώς αυτές οι τάσεις, που προαναγγέλλουν το τέλος της ευημερίας, επιβάλλονται μέσω του καπιταλιστικού ανταγωνισμού; Δεύτερον, γιατί αυτό συμβαίνει με τη μορφή κρίσης, ξαφνικά και όχι σταδιακά;» Το δεύτερο ερώτημα είναι λιγότερο {47} σημαντικό, διότι αυτό που έχει σημασία για τον κυματιστό χαρακτήρα του οικονομικού κύκλου είναι η εναλλαγή ευημερίας και ύφεσης, και η αιφνίδια μεταβολή είναι δευτερεύον ζήτημα (FC, 261).

Ως απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ο Χίλφερντινγκ απομακρύνεται από την ανάλυση της γενικής πτώσης του ποσοστού κέρδους και επανέρχεται στο ζήτημα της δυσαναλογίας και στην ανάλυση της μεταβαλλόμενης σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μέσω του κύκλου επενδύσεων. Το ουσιώδες σημείο είναι ότι μια έκρηξη επενδύσεων αυξάνει τη ζήτηση χωρίς αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς, ενισχύοντας έτσι το ποσοστό κέρδους, μέχρις ότου οι νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες αποδώσουν, οπότε η αυξημένη προσφορά εντείνει τον ανταγωνισμό και τα κέρδη τείνουν να μειώνονται. Το κρίσιμο σημείο δεν είναι η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους καθαυτή, αλλά οι μεταβολές στις σχετικές τιμές. «Αν όλες οι τιμές αυξάνονταν εξίσου, δεν θα υπήρχε μεταβολή στις αναλογικές σχέσεις ... και δεν θα χρειαζόταν να επέλθει διαταραχή». Όμως, αν οι τιμές δεν αλλάζουν ομοιόμορφα, τότε «η αλλαγμένη δομή των τιμών μπορεί να επιφέρει αλλαγές στις αναλογικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής ... και πράγματι, η ύπαρξη παραγόντων που εμποδίζουν την ομοιόμορφη αύξηση των τιμών μπορεί εύκολα να αποδειχθεί» (FC, 261).

Ο Χίλφερντινγκ παρατηρεί ότι «η μεγαλύτερη μεταβολή στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η οποία είναι υπεύθυνη, σε τελική ανάλυση, για την πτώση του ποσοστού κέρδους, θα συμβεί εκεί όπου η χρήση μηχανημάτων και γενικά του πάγιου κεφαλαίου είναι μεγαλύτερη» (FC, 261). Όμως αυτή η αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου συνδέεται με αύξηση της παραγωγικότητας, και συνεπώς με δυνατότητα επιπλέον κέρδους, οπότε το κεφάλαιο ρέει σε αυτούς τους κλάδους παραγωγής, έως ότου η αύξηση της προσφοράς οδηγήσει σε πτώση των τιμών. Στο μεταξύ, η αυξανόμενη ζήτηση για τα προϊόντα άλλων κλάδων οδηγεί σε άνοδο των τιμών και εκεί, με αντίστοιχη εισροή κεφαλαίων.

Στους κλάδους με υψηλή οργανική σύνθεση και μακρύ χρόνο κύκλου του κεφαλαίου, η αύξηση της παραγωγής υστερεί σε σχέση με την αύξηση των επενδύσεων. «Έτσι, ενώ η υψηλότερη οργανική σύνθεση εντείνει τις αιτίες που πρέπει να επιφέρουν μακροπρόθεσμα πτώση στο ποσοστό κέρδους, αυτοί οι τομείς μπορούν παρ’ όλα αυτά να αυξήσουν τις τιμές τους πιο απότομα από άλλους κλάδους», και συνεπώς οι τιμές και τα κέρδη τους ανεβαίνουν πιο έντονα, απορροφώντας νέο κεφάλαιο. Επιπλέον, λόγω της κλίμακας παραγωγής, αυτές οι βιομηχανίες τείνουν να αυξάνουν την παραγωγική τους ικανότητα σε μεγάλη κλίμακα και με ξαφνικά άλματα. «Υπάρχει επομένως μια τάση για υπερεπένδυση και υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στους τομείς με τη μεγαλύτερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου». Μια κρίση τότε προκύπτει, όταν η δυσαναλογία γίνεται εμφανής τη στιγμή που τα προϊόντα του πρώτου τομέα {48} φτάνουν στην αγορά. Η παραγωγή συρρικνώνεται, και οι τιμές πέφτουν, «αφήνοντας το πεδίο σε εκείνους που μπορούν να επιτυγχάνουν μέσο ποσοστό κέρδους ακόμα και στις χαμηλότερες τιμές. Όμως, το μέσο ποσοστό κέρδους είναι πλέον σε διαφορετικό επίπεδο. Δεν αντανακλά πια την οργανική σύνθεση που υπήρχε στην αρχή του βιομηχανικού κύκλου, αλλά την αλλαγμένη, υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου» (FC, 262–4).

Παρότι ο Χίλφερντινγκ συνδέει αυτά τα στοιχεία δυσαναλογίας με τον «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», η πτώση αυτή δεν σχετίζεται με τον μαρξικό νόμο, αλλά είναι αποτέλεσμα κυκλικής υπερπαραγωγής στους κλάδους παραγωγής με υψηλή αναλογία πάγιου κεφαλαίου και μακρύ χρόνο κυκλοφορίας. Ο Χίλφερντινγκ παρατηρεί ότι «οι κρίσεις είναι εντονότερες στους τεχνολογικά πιο προηγμένους κλάδους παραγωγής»,^19 τους οποίους ταυτίζει με τους κλάδους που έχουν το μεγαλύτερο πάγιο κεφάλαιο, βάσει της συνηθισμένης μαρξικής υπόθεσης περί οικονομιών κλίμακας. «Γενικά, μια κρίση είναι εντονότερη εκεί όπου ο κύκλος του κεφαλαίου είναι πιο παρατεταμένος και οι τεχνικές βελτιώσεις και καινοτομίες πιο προωθημένες, δηλαδή κατά κύριο λόγο εκεί όπου η οργανική σύνθεση είναι υψηλότερη» (FC, 263). Αργότερα προσθέτει και την ακαμψία της γεωργίας και των εξορυκτικών βιομηχανιών, λόγω φυσικών περιορισμών.

^19 Είχε προηγουμένως παραμερίσει την επίδραση των τεχνολογικών επαναστάσεων προκειμένου να εξετάσει «μόνον τις συνήθεις σταθερές τεχνικές βελτιώσεις» (FC, 261). Ο Σουμπέτερ έφερε τις τεχνολογικές επαναστάσεις στο επίκεντρο της θεωρίας.

Σταθεροποίηση και αναγκαιότητα της κρίσης

Ο Χίλφερντινγκ προσφέρει μια ιδιαίτερα πλούσια ανάλυση του οικονομικού κύκλου, στην οποία φαίνεται ότι η υποκατανάλωση, η πτώση του ποσοστού κέρδους, η δυσαναλογία και η αναρχία της παραγωγής διαδραματίζουν όλες κάποιο ρόλο. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Χίλφερντινγκ ασκεί κριτική σε καθεμία από αυτές τις θεωρίες, θεωρώντας τες, στην καλύτερη περίπτωση, μονομερείς. Η υποκατανάλωση, η υπερπαραγωγή, η δυσαναλογία και η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν είναι αιτίες της κρίσης, αλλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάποιας φάσης του επενδυτικού κύκλου — παραδείγματα απλώς της γενικής θέσης ότι «οι δυσαναλογικές σχέσεις προκύπτουν κατά την πορεία του οικονομικού κύκλου από διαταραχές στη δομή των τιμών» (FC, 266). Ο επιχειρηματικός κύκλος δεν εκφράζει τους νόμους ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αποτελεί την αυτο-αναπαραγόμενη έκφραση των ατελειών της αγοράς. Η εξήγηση του κύκλου αυτού βρίσκεται στην ακαμψία που έχει εισαχθεί στο καπιταλιστικό σύστημα από την ύπαρξη του πάγιου κεφαλαίου — ακαμψία που εντείνεται περαιτέρω από τα καρτέλ, η οποία {49} παραμορφώνει τις σχετικές τιμές μεταξύ των κλάδων παραγωγής και διαχρονικά, ως αποτέλεσμα της ακινησίας του κεφαλαίου. Στη φάση ανάκαμψης του κύκλου, συμβαίνει υπερεπένδυση, συγκεντρωμένη σε κλάδους παραγωγής στους οποίους τα επενδυτικά έργα έχουν μεγάλη περίοδο κύησης. Όταν αυτά τα έργα ολοκληρωθούν, η αύξηση της προσφοράς εντείνει τις ανταγωνιστικές πιέσεις, το ποσοστό κέρδους πέφτει, η επένδυση μειώνεται και το σύστημα εισέρχεται σε κρίση.

Η θεωρία του Χίλφερντινγκ είναι σίγουρα πολύ πιο σύνθετη από εκείνες οποιουδήποτε συγχρόνου του. Φαίνεται να τεκμηριώνει πως η αναγκαιότητα της κρίσης είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα, επειδή η ύπαρξη του πάγιου κεφαλαίου καθιστά την εμφάνιση δυσαναλογιών αναπόφευκτη. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Για τον Χίλφερντινγκ, η κρίση δεν είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά στον επενδυτικό κύκλο. Μόλις ο κύκλος ξεκινήσει, με την υπερεπένδυση να λαμβάνει χώρα κατά την άνθηση, η κρίση γίνεται ολοένα και πιο αναπόφευκτη. Όμως, αν μπορούσε να αποφευχθεί η υπερεπένδυση εξαρχής, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη για κρίση. Έτσι, ολόκληρη η θεωρία του Χίλφερντινγκ για τον κύκλο και την κρίση εξαρτάται από την εξήγησή του για την καπιταλιστική τάση προς υπερεπένδυση.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Χίλφερντινγκ έχει εγκαταλείψει το στοιχείο της θεωρίας του Ένγκελς που θα του επέτρεπε να εξηγήσει την υπερεπένδυση ως αντικειμενικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι για τον Χίλφερντινγκ η υπερεπένδυση είναι προϊόν της λανθασμένης εκτίμησης των καπιταλιστών. Οι ανεπάρκειες του καπιταλιστικού συστήματος έχουν αναχθεί στον υποκειμενικό παραλογισμό των καπιταλιστών.

Όπως είδαμε νωρίτερα, για τον Ένγκελς (και για τον Κάουτσκι στη θεωρία του περί μακροχρόνιας συσσώρευσης), η υπερεπένδυση είναι αναγκαίο αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, βασισμένου σε διαφορετικές κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες παραγωγής. Υπό τέτοιες συνθήκες, ο ανταγωνισμός εξαναγκάζει τον καπιταλιστή — επί ποινή εξόντωσης — να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τα όρια της αγοράς, οπότε οι αποφάσεις για υπερεπένδυση είναι πλήρως ορθολογικές. Ωστόσο, ο Χίλφερντινγκ δεν εξηγεί την υπερεπένδυση με αυτό το σκεπτικό, αλλά στη βάση της λανθασμένης πρόβλεψης των καπιταλιστών: οι καπιταλιστές στη βαριά βιομηχανία υπερεπενδύουν επειδή βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις στο τρέχον ποσοστό κέρδους, το οποίο είναι φουσκωμένο λόγω του ότι η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, καθώς η νέα παραγωγική ικανότητα δεν έχει ακόμα τεθεί σε λειτουργία.

Η ανάλυση του Χίλφερντινγκ εξαρτάται από αυτήν την υπόθεση ότι οι επενδυτικές αποφάσεις βασίζονται στο τρέχον ποσοστό κέρδους. Όμως κάθε λογικός καπιταλιστής, σχεδιάζοντας επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και μακράς διάρκειας, θα όφειλε να προβλέπει την μελλοντική πορεία των τιμών και συνεπώς θα περιορίζει τον προσωρινό ενθουσιασμό του προβλέποντας τόσο τις κυκλικές διακυμάνσεις των τιμών όσο και την μακροπρόθεσμη πτώση τους ως συνέπεια της γενικής μείωσης του κόστους. Ο καπιταλιστής μπορεί βεβαίως να διαψευσθεί στις προβλέψεις του και να παρασυρθεί από υπεραισιοδοξία, αλλά αυτή η πλάνη δεν είναι καθόλου αναγκαία· και η δημιουργία καρτέλ θα έπρεπε να ελαχιστοποιεί αυτόν τον κίνδυνο συγκρατώντας τον ενθουσιασμό του. Συνεπώς, το μοντέλο του Χίλφερντινγκ για τον κύκλο εξαρτάται από την υπόθεση παράλογων προσδοκιών εκ μέρους των καπιταλιστών.^20

^20 Αυτό δεν ισχύει στο μοντέλο του Ένγκελς, αφού ο καπιταλιστής που πραγματοποιεί νέες επενδύσεις απολαμβάνει ένα μόνιμο πλεονέκτημα, ενώ τις ζημίες τις υφίστανται όσοι υστερούν.

Αυτό το μοντέλο του εμπορικού κύκλου, βασισμένο σε διαδοχικά κύματα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας που παράγονται από παράλογες προσδοκίες, είναι σχεδόν τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο καπιταλισμός.^21 Παρόλο που οι καπιταλιστές αναμφίβολα επιδεικνύουν παράλογες προσδοκίες, και παρόλο που ο Χίλφερντινγκ έχει κάνει μια σημαντική συμβολή στη θεωρία του επενδυτικού κύκλου, η ανάλυσή του σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητα της κρίσης, κυρίως επειδή οι κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν εάν η επίδραση των παράλογων προσδοκιών εξουδετερωθεί μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων εκ μέρους των νομισματικών αρχών.

^21 Κατά την εποχή του Χίλφερντινγκ αυτή η θεωρία υποστηριζόταν από τον Άλφρεντ Μάρσαλ, από τον οποίο πέρασε στον Κέυνς και στον Μόρις Ντομπ. Σε πρώιμο έργο του, ο Ντομπ παρουσίασε μια μαρσαλιανή θεωρία του κύκλου, βασισμένη σε ψυχολογικά κύματα αισιοδοξίας που τροφοδοτούν την άνοδο, μέχρις ότου τα κέρδη ανακοπούν λόγω αυξημένων δαπανών ή πτώσης τιμών που προκύπτουν από δυσαναλογίες. Η διάψευση των προσδοκιών διαχέεται τότε σε ένα κύμα απαισιοδοξίας που οδηγεί σε ύφεση (Dobb, 1925).

Η υπερεπένδυση σε πάγιο κεφάλαιο μπορεί να ενθαρρύνεται από τη διατήρηση προσδοκιών σχετικά υψηλού ποσοστού κέρδους, αλλά από την άλλη μπορεί να περιοριστεί μέσω ενός υψηλού επιτοκίου. Οι αστικές θεωρίες του επιχειρηματικού κύκλου υποστήριζαν παραδοσιακά ότι η υπερεπένδυση κατά την άνοδο του κύκλου δεν οφείλεται στο ότι το ποσοστό κέρδους είναι τεχνητά υψηλό, αλλά στο ότι το επιτόκιο είναι πολύ χαμηλό. Αυτό εγείρει το ερώτημα για το ρόλο του χρήματος και της πίστωσης στον κύκλο.

Ο Χίλφερντινγκ αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο του χρήματος και της πίστωσης στον κύκλο, αλλά επιμένει ότι οι νομισματικές κινήσεις αντανακλούν τις πραγματικές συνθήκες της συσσώρευσης και δεν τις προσδιορίζουν,^22 υποστηρίζοντας ότι «χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των σύγχρονων θεωριών της κρίσης είναι ότι εξηγούν τα φαινόμενα του επιχειρηματικού κύκλου με όρους μεταβολών στο επιτόκιο, αντί να εξηγούν, αντιστρόφως, τα φαινόμενα της νομισματικής αγοράς με όρους συνθηκών της παραγωγής». Ο Χίλφερντινγκ υποστηρίζει ότι η άνοδος του {51} επιτοκίου και η δυσκολία εξασφάλισης πίστωσης που προηγείται της κρίσης δημιουργούν την εντύπωση ότι η σπανιότητα του χρήματος είναι αυτή που πνίγει την άνθηση. Στην πραγματικότητα όμως, «η “σπανιότητα” του χρηματικού κεφαλαίου δεν είναι παρά σύμπτωμα της στασιμότητας της διαδικασίας κυκλοφορίας, ως αποτέλεσμα της ήδη εκκινήσασας υπερπαραγωγής» (FC, 285). Παρομοίως, η χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί πράγματι να «προηγείται της εμφάνισης μιας γενικευμένης εμπορικής και βιομηχανικής κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μόνο σύμπτωμα, οιωνό της τελευταίας, καθώς οι αλλαγές στη νομισματική αγορά προσδιορίζονται ουσιαστικά από τις αλλαγές στην παραγωγή που οδηγούν σε κρίση» (FC, 271). Μια χαλάρωση της πίστωσης θα μπορούσε να ανακουφίσει την άμεση πίεση, αλλά μόνο για να ενθαρρύνει περαιτέρω υπερπαραγωγή και μια ακόμη πιο καταστροφική κατάρρευση στο μέλλον.

^22 Η θεωρητική βάση της ανάλυσης του Χίλφερντινγκ για το χρήμα και την πίστωση είναι εξαιρετικά ασταθής, καθώς στηρίζεται σε μια εκδοχή της παλιάς και από καιρό απορριφθείσας «θεωρίας των πραγματικών λογαριασμών» (real bills doctrine), σύμφωνα με την οποία η προσφορά χρήματος και πιστωτικών μέσων περιορίζεται από την αξία των εμπορευμάτων έναντι των οποίων αυτά εκδόθηκαν αρχικά. Ο ίδιος ο Μαρξ απέρριψε αυτή τη θεωρία ήδη από τη δεκαετία του 1850, παρόλο που ορισμένοι Μαρξιστές οικονομολόγοι εξακολουθούν να την υποστηρίζουν μέχρι σήμερα.

Με τον ίδιο τρόπο, στο κατώτατο σημείο της ύφεσης, το χρηματικό κεφάλαιο λιμνάζει στις τράπεζες και το επιτόκιο είναι χαμηλό, αλλά αυτό δεν επαρκεί ως κίνητρο για επανεκκίνηση των επενδύσεων, έως ότου διαμορφωθεί μια νέα δομή τιμών που να επιτρέπει «μια ανακατανομή του κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων τομέων παραγωγής», ώστε «βαθμιαία να αποκατασταθούν οι σχέσεις αναλογίας... Η ευημερία μπορεί τότε να ξεκινήσει μόλις τεχνολογικές καινοτομίες ή νέες αγορές δημιουργήσουν αυξημένη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της προσελκύει νέες επενδύσεις παραγωγικού κεφαλαίου» (FC, 298).

Το επιχείρημα του Χίλφερντινγκ είναι σε μεγάλο βαθμό ορθό, αλλά δεν αγγίζει την ουσία. Μόλις λάβει χώρα υπερεπένδυση, η κρίση και η ύφεση είναι αναπόφευκτες μέχρι να εξαλειφθούν οι πραγματικές δυσαναλογίες. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η υπερεπένδυση μπορεί να αποτραπεί μέσω μιας αύξησης του επιτοκίου νωρίτερα στην ανοδική φάση. Παρότι ο Χίλφερντινγκ αναγνώρισε ότι η χαλάρωση της πίστωσης μπορεί να παρατείνει την άνθηση αλλά μόνο για να επιφέρει μια πιο σοβαρή κατάρρευση, δεν εξέτασε το προφανές επακόλουθο ότι ένας πρώιμος περιορισμός της πίστωσης θα μπορούσε να αποτρέψει την κρίση συνολικά. Εάν κάτι τέτοιο μπορούσε να επιτευχθεί, τότε ο κύκλος θα μπορούσε να εξαλειφθεί και ο καπιταλισμός να εισέλθει σε μια τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το ερώτημα αυτό — για τη δυνατότητα νομισματικής ρύθμισης του κύκλου — έγινε κεντρικό τόσο στις μαρξιστικές όσο και στις αστικές συζητήσεις κατά τη δεκαετία του 1920.

Στην αστική οικονομική θεωρία, έως τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας του Κέυνς το 1936, επικρατούσε η άποψη ότι κατάλληλες νομισματικές πολιτικές θα μπορούσαν καταρχήν να ρυθμίσουν τον κύκλο· και το κύριο ζήτημα ήταν σε ποιο βαθμό αυτές οι πολιτικές θα έπρεπε να είναι διακριτικές (discretionary) ή να υπόκεινται στους αυτόματους μηχανισμούς του κανόνα του χρυσού. Οι νεο-Αυστριακοί οικονομολόγοι, με επικεφαλής τον Χάγιεκ, υποστήριζαν ότι ο κύκλος είναι νομισματικό φαινόμενο, το οποίο προκύπτει από τον πληθωριστικό επεκτατισμό της πίστωσης, καθώς οι τράπεζες, ενθαρρυμένες από τους πολιτικούς, {52} εκδίδουν χρήμα που δεν έχει αντίκρισμα σε χρυσό. Η αυστηρή επιβολή του κανόνα του χρυσού θα εξασφάλιζε σταθερότητα μέσω της αυτορρύθμισης της αγοράς. Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι της δεκαετίας του 1920, περιλαμβανομένου του Κέυνς πριν από τη Γενική Θεωρία, πίστευαν ότι οι διακριτικές νομισματικές πολιτικές ήταν κατάλληλες για τη ρύθμιση του κύκλου, με το κύριο πρόβλημα να είναι πρακτικής φύσης: πώς να προσδιοριστεί επακριβώς ποια πολιτική είναι κατάλληλη.

Όσον αφορά τη ρύθμιση του επενδυτικού κύκλου, είναι σε μεγάλο βαθμό αδιάφορο εάν ο κύκλος είναι νομισματικό ή πραγματικό φαινόμενο. Ακόμη και αν η αιτία του κύκλου δεν ήταν νομισματική, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κατάλληλα νομισματικά μέτρα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη σταθεροποίησή του — και οι υποστηρικτές της θεωρίας της δυσαναλογίας στη Σοβιετική Ένωση υποστήριξαν ακριβώς αυτό. Ο Περβούσιν αντέκρουσε τον Μπουχάριν το 1925 υποστηρίζοντας ότι οι περιορισμοί της πίστωσης στα τελευταία στάδια της άνθησης μπορούν να αποτρέψουν την κερδοσκοπική υπερσυσσώρευση και κατέληξε ότι «η γενική υπερπαραγωγή και οι κρίσεις... μπορούν να εξηγηθούν μόνο βάσει των εξελίξεων στην κυκλοφορία του χρήματος, και ιδιαίτερα της πίστωσης» (αναφέρεται στο Day, 1981, 129). Ο μαρξιστής Μπαζάρωφ ανέλαβε να συνεχίσει το επιχείρημα αυτό, βλέποντας τον έλεγχο της πίστωσης ως μορφή έμμεσου σχεδιασμού, ώστε η παραγωγή να «τελεί πάντοτε και σε όλα της τα στοιχεία υπό τον έλεγχο της πραγματικής ζήτησης και συνεπώς να ικανοποιεί αυτήν με ομαλό τρόπο... χωρίς κρίση» (Day, 1981, 130). Ο Λαπίνσκυ ακολούθησε αυτή τη συλλογιστική, βλέποντας το κράτος, βάσει της τεράστιας αύξησης των κρατικών δαπανών από τον πόλεμο και έπειτα, ως «το θεμελιώδες "ρυθμιστικό" όργανο» της καπιταλιστικής κοινωνίας, ικανό να ελέγχει μισθούς, τιμές και επενδύσεις μέσω της διαχείρισης των χρηματαγορών — αν και πίσω από το κράτος στέκεται, με τη σειρά του, το χρηματιστικό κεφάλαιο.^23

^23 Day, 1981, σσ. 133–137. Ο Χίλφερντινγκ κατέληξε όλο και περισσότερο στην άποψη ότι το κράτος μπορούσε να ρυθμίσει τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και έτσι τη δεκαετία του 1920 κατέληξε να θεωρεί ότι η προτεραιότητα ήταν να εκδημοκρατηθεί ο «οργανωμένος καπιταλισμός» και όχι να μετασχηματιστεί σε σοσιαλισμό.

Η θεωρία του Χίλφερντινγκ ήταν εξαιρετικά δημοφιλής τόσο μεταξύ μαρξιστών όσο και μεταξύ αστών οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1920, και έγιναν πολλές προσπάθειες να αναπτυχθεί περαιτέρω η θεωρία του για τον επενδυτικό κύκλο. Ωστόσο, αν και αυτή η θεωρία είναι διαισθητικά πολύ πειστική, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό εμπειρικό πρόβλημα: το πρόβλημα να αποδείξει ότι η περιοδικότητα του κύκλου αντιστοιχεί στην περίοδο κύησης των μεγάλων επενδυτικών έργων, τα οποία υποτίθεται ότι καθορίζουν την πορεία του. Αυτό είναι μόνο μέρος του ευρύτερου προβλήματος της σύνδεσης των κρίσεων — οι οποίες πάντα εμφανίζονται αρχικά ως νομισματικά φαινόμενα — με τις υποκείμενες αιτίες τους στις συνθήκες παραγωγής και ιδιοποίησης της υπεραξίας. Αυτό το πρόβλημα υπήρξε διαρκώς ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ των αστικών θεωριών {53} της κρίσης, οι οποίες τείνουν να αντιλαμβάνονται τον οικονομικό κύκλο ως νομισματικό φαινόμενο — και αυτή η νομισματική έμφαση επανεμφανίστηκε μετά το κραχ του 1929.

Η θεωρία της δυσαναλογίας έχει παραδοσιακά απορριφθεί από τους ορθόδοξους μαρξιστές ως αναπόφευκτα ρεφορμιστική, καθώς υπονοεί ότι τα ελαττώματα του καπιταλισμού προκύπτουν αποκλειστικά από την αναρχία της αγοράς και άρα μπορούν να διορθωθούν μέσω καλύτερου συντονισμού. Ωστόσο, μια τέτοια ρεφορμιστική πολιτική δεν συνοδεύει κατ’ ανάγκην τη θεωρία της δυσαναλογίας. Παρόλο που κατάλληλες νομισματικές πολιτικές ενδέχεται να συγκρατήσουν την υπερεπένδυση εάν εφαρμοστούν στη φάση της άνθησης, από τη στιγμή που η υπερεπένδυση έχει ήδη πραγματοποιηθεί, η νομισματική ρύθμιση μπορεί να αποκαταστήσει τη σταθερότητα μόνο μέσω της απαξίωσης κεφαλαίου και της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων σε μια παρατεταμένη ύφεση. Έτσι, τη δεκαετία του 1930, θεωρητικοί της δυσαναλογίας υποστήριξαν — ενάντια τόσο στους κεϋνσιανούς όσο και στους χαγεκιανούς — ότι μόνο μια εκτεταμένη κρατική παρέμβαση για την καθοδήγηση της αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας μπορούσε να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στις πληγείσες καπιταλιστικές οικονομίες (βλ. Strachey, 1932).^24

^24 Ο Eaton (1951) ήταν ένα μεταγενέστερο μαρξιστικό έργο το οποίο υπογράμμισε, μεταξύ άλλων κριτικών, ότι τα κεϋνσιανά μέτρα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της δυσαναλογίας.

Η σημαντικότερη όμως πολιτική κριτική στη θεωρία της δυσαναλογίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον Χίλφερντινγκ, είναι ότι εντοπίζει τις ανεπάρκειες του καπιταλισμού στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ κεφαλαιοκρατών, και όχι στο επίπεδο της ταξικής σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Κατά συνέπεια, η θεωρία αυτή τείνει να οδηγεί σε κορπορατιστικά (συντεχνιακά) συμπεράσματα, τα οποία μπορεί να είναι είτε ρεφορμιστικά είτε επαναστατικά, αλλά δεν είναι ειδικά σοσιαλιστικά. Αν και ο ίδιος ο Χίλφερντινγκ ήταν ένθερμος δημοκράτης και δολοφονήθηκε από τους Ναζί, στη δεκαετία του 1930 η θεωρία της δυσαναλογίας συνδέθηκε περισσότερο με τον φασιστικό κορπορατισμό, ενώ το Κομμουνιστικό Κίνημα κυριαρχούνταν από έναν υποκαταναλωτισμό, ο οποίος, παρότι θεωρητικά ατελής, παρείχε τη βάση για μια πολιτική που εστίαζε στη δυστυχία της εξαθλιωμένης εργατικής τάξης και όχι στη χρεοκοπία της αστικής τάξης. Τα θεωρητικά θεμέλια αυτού του υποκαταναλωτισμού παρέμειναν εκείνα που είχε διαμορφώσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην απάντησή της προς τους ρεβιζιονιστικούς επικριτές.

Η Θεωρία της Υποκατανάλωσης της Ρόζας Λούξεμπουργκ για την Κρίση

Ενώ ο Χίλφερντινγκ ανέπτυξε τη θεωρία της δυσαναλογίας για την κρίση με βάση την κριτική του Τουγκάν στην υποκαταναλωτική θεωρία, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντέδρασε στην αναθεωρητική πρόκληση και επιχείρησε να θεμελιώσει τη θεωρία της υποκατανάλωσης σε αυστηρή βάση. Το έργο της, Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου (AC), αξιοποίησε τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ για να θεμελιώσει την αδυνατότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης απουσία «εξωτερικών» αγορών. Η κύρια σημασία του επιχειρήματος της Λούξεμπουργκ είναι ότι μετατόπισε την έμφαση της ορθόδοξης θεωρίας των Ένγκελς και Κάουτσκι προς μια καθαρά υποκαταναλωτική θεωρία. Αυτή η υποκατανάλωση χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει την ιμπεριαλιστική προσπάθεια επέκτασης της αγοράς μέσω της καταστροφής της προκαπιταλιστικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα, και ταυτόχρονα για να προσδιορίσει τα τελικά όρια του καπιταλισμού, τα οποία καθόριζαν την αναπόφευκτη κατάρρευσή του μόλις ολοκληρωνόταν η κατάκτηση του κόσμου.

Η Λούξεμπουργκ ξεκίνησε το έργο της διακρίνοντας ρητά μεταξύ των μακροπρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της κυκλικής της μορφής. Εξήγησε την κυκλική μορφή της συσσώρευσης ως τυχαίο αποτέλεσμα της αναρχίας της αγοράς, αλλά υποστήριξε ότι «η προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της αναπαραγωγής με όρους περιοδικών κρίσεων είναι θεμελιωδώς τέχνασμα της αγοραίας οικονομίας» (AC, 36). Το επίκεντρο της δικής της ανάλυσης, αντίθετα, ήταν η μακροπρόθεσμη τάση της συσσώρευσης, την οποία θεωρούσε «εντελώς ανεξάρτητη από τους περιοδικούς κύκλους και τις κρίσεις» (AC, 35).^25

^25 Αυτό συμφωνεί με τη διάκριση που έκανε η Λούξεμπουργκ ανάμεσα στις περιοδικές κρίσεις, οι οποίες είχαν περιορισμένη σημασία, και στην τελική κρίση που σηματοδοτούσε την κατάρρευση του καπιταλισμού και ήταν η κορύφωση των μακροπρόθεσμων τάσεών του.

Το πρόβλημα που θέτει η Λούξεμπουργκ είναι εκείνο της πηγής της ζήτησης για το αυξανόμενο προϊόν του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στην αυξημένη υπεραξία που έχει παραχθεί. Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τον Τουγκάν (ούτε για τους Κάουτσκι, Μαρξ και Ένγκελς), οι οποίοι πίστευαν ότι η συσσώρευση κεφαλαίου διαθέτει τη δική της δυναμική, καθώς ο ανταγωνισμός εξαναγκάζει τους καπιταλιστές να αναπτύσσουν τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα όρια της αγοράς, έτσι ώστε η επιπρόσθετη ζήτηση —τουλάχιστον έως ότου οι αγορές κορεστούν και ξεσπάσει μια κρίση— να προέρχεται από άλλους καπιταλιστές που αγοράζουν μέσα παραγωγής και προσλαμβάνουν περισσότερους εργάτες. Ωστόσο, η Λούξεμπουργκ υποστηρίζει ότι άλλοι καπιταλιστές θα προσλάβουν περισσότερους εργάτες και θα ζητήσουν περισσότερα μέσα παραγωγής μόνο αν υπάρχει τελικά μια αγορά για την αυξημένη ποσότητα καταναλωτικών αγαθών που αυτά τα μέσα παραγωγής προορίζονται να παράγουν, έτσι ώστε η επένδυση να προϋποθέτει μια ήδη υπάρχουσα αύξηση της κατανάλωσης.

Αφού η Λούξεμπουργκ εντοπίσει την κατανάλωση —και όχι την επένδυση— ως την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής, το πρόβλημα μετατρέπεται όχι τόσο στο να εξηγήσει κανείς την κατάρρευση του καπιταλισμού, όσο στο να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν ο καπιταλισμός να λειτουργεί καθόλου. Η ζήτηση δεν μπορεί να προέλθει από τους εργάτες, διότι «αυτό προϋποθέτει ένα προηγούμενο καπιταλιστικό κίνητρο για {55} επέκταση της παραγωγής· αν νέοι εργάτες τεθούν σε εργασία με νέα μέσα παραγωγής, θα πρέπει να υπάρχει ήδη νέα ζήτηση για τα προϊόντα που πρόκειται να παραχθούν» (AC, 133). Η Λούξεμπουργκ επιμένει ότι τρίτα μέρη δεν μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό, καθώς το εισόδημά τους τελικά προέρχεται είτε από μισθούς είτε από υπεραξία. Ούτε μπορεί το εξωτερικό εμπόριο να δημιουργήσει την πρόσθετη ζήτηση, αφού αυτό απλώς μεταθέτει το πρόβλημα από τη μία χώρα στην άλλη.

Η μόνη απάντηση που διαθέτει είναι ότι η καπιταλιστική συσσώρευση υποκινείται από πηγές ζήτησης που βρίσκονται εκτός του καπιταλιστικού συστήματος, και συγκεκριμένα από προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής, έτσι ώστε η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης του καπιταλισμού εξαρτάται από την επεκτατική του ορμή και τις ιμπεριαλιστικές του τάσεις. Αυτή η πηγή ζήτησης, όμως, είναι αυτοκαταστροφική, καθώς ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός καταστρέφει τις μορφές παραγωγής πάνω στις οποίες βασίζεται. «Το κεφάλαιο δεν μπορεί να συσσωρευθεί χωρίς τη βοήθεια μη-καπιταλιστικών οργανισμών, αλλά ούτε και μπορεί να ανεχθεί τη συνεχή τους ύπαρξη δίπλα του» (AC, 416). Η εξάντληση της προκαπιταλιστικής περιφέρειας οδηγεί σε όξυνση του ανταγωνισμού για τις εναπομείνασες αγορές, σηματοδοτώντας την τελική φάση του ιμπεριαλισμού, ο οποίος «είναι η πολιτική έκφραση της συσσώρευσης κεφαλαίου στον ανταγωνιστικό αγώνα για ό,τι απομένει ακόμη ανοικτό από το μη-καπιταλιστικό περιβάλλον» (AC, 446), συνοδευόμενος από τις στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας των εργατών και αποτελούν «το κατ’ εξοχήν μέσο για την πραγματοποίηση της υπεραξίας» (AC, 454).

Η ανάλυση της Λούξεμπουργκ έχει κατά κανόνα επικριθεί ως βασιζόμενη σε μια χονδροειδή παρερμηνεία των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ. Αυτό είναι αναμφισβήτητα αληθές, αλλά δεν αγγίζει το κεντρικό της επιχείρημα. Η Λούξεμπουργκ αποδέχεται τη χρήση των σχημάτων αναπαραγωγής από τον Τουγκάν για να τεκμηριώσει τη μορφική δυνατότητα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, αλλά υποστηρίζει ότι το σημαντικό ερώτημα είναι το δυναμικό: η πηγή του ερεθίσματος για την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Έτσι, η Λούξεμπουργκ επικρίνει τους Μπουλγκάκοφ, Τουγκάν και Λένιν για την φορμαλιστική τους αντίληψη περί αναπαραγωγής. Ο Μπουλγκάκοφ «πιστεύει ότι αυτοί οι μαθηματικοί τύποι λύνουν το πρόβλημα της συσσώρευσης. Αναμφίβολα μπορούμε εύκολα να φανταστούμε προτάσεις όπως αυτές που έχει αντιγράψει από τον Μαρξ, και αν η παραγωγή επεκτείνεται, αυτοί οι τύποι θα ισχύουν. Ωστόσο, ο Μπουλγκάκοφ παραβλέπει το ουσιώδες πρόβλημα: ποιος ακριβώς θα επωφεληθεί από μια τέτοια επέκταση, της οποίας εξετάζει τον μηχανισμό;»* (AC, 300)

Το σφάλμα στο κέντρο της ανάλυσης της Λούξεμπουργκ δεν είναι η παρανόηση των σχημάτων αναπαραγωγής, αλλά η υπόθεσή της ότι το ερέθισμα για την καπιταλιστική συσσώρευση πρέπει να προέρχεται από αυξημένη ζήτηση κατανάλωσης, {56} αγνοώντας το γεγονός ότι η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η αυξανόμενη ζήτηση, αλλά η τάση επέκτασης της παραγωγής χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το όριο της αγοράς — μια τάση που επιβάλλεται σε κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή από την πίεση του ανταγωνισμού και που τροφοδοτείται από τη διαρκή επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων.^26

^26 Μια εναλλακτική ερμηνεία του έργου της Λούξεμπουργκ έχει προταθεί, που δεν εστιάζει στο πρόβλημα της ζήτησης αλλά στο πρόβλημα του χρήματος (Marazzi, 1984). Από αυτήν την άποψη, το πρόβλημα δεν είναι «από πού προέρχεται η ζήτηση», αλλά «από πού προέρχεται η πρόσθετη ποσότητα χρήματος που απαιτείται για την πραγματοποίηση αυτής της ζήτησης». Ο Σουήζυ απορρίπτει αυτή την πτυχή του έργου της Λούξεμπουργκ, την οποία θεωρεί ως «ένα δευτερεύον πρόβλημα που είναι ουσιαστικά άσχετο με την κύρια θέση της» (Sweezy, 1946, 204, σημ.). Η Λούξεμπουργκ επέμενε επίσης ότι «δεν είναι η προέλευση του χρήματος που συνιστά το πρόβλημα της συσσώρευσης, αλλά η προέλευση της ζήτησης για τα πρόσθετα αγαθά που παράγονται με την κεφαλαιοποιημένη υπεραξία· όχι ένα τεχνικό πρόβλημα της κυκλοφορίας του χρήματος, αλλά ένα οικονομικό πρόβλημα που αφορά την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου» (AC, 147, βλ. και 155, 159, 164-5, 300). Θεωρεί μάλιστα τη διατύπωση του προβλήματος με όρους «πηγών του χρήματος» ως τη βάση του «σφάλματος στην ανάλυση του Μαρξ» (AC, 155), παρότι, όπως θα δούμε, ο στόχος του Μαρξ ήταν ακριβώς να δείξει ότι πρόκειται για μη-πρόβλημα.

Το έργο της Λούξεμπουργκ επικρίθηκε ευρέως τόσο για τη μορφή του επιχειρήματος όσο και —ακόμη περισσότερο— για τα πολιτικά συμπεράσματα που αντλήθηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα η θεωρία της υποκατανάλωσης να αποσυνδεθεί από το όνομά της. Ωστόσο, η Λούξεμπουργκ παρείχε τη μόνη δυνατή θεωρητική θεμελίωση για μια υποκαταναλωτική θεωρία της κρίσης, με την επιμονή της ότι μόνο η κατανάλωση μπορεί να αποτελέσει το τελικό ερέθισμα για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλισμού, έτσι ώστε ο καπιταλισμός να μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσω εξωτερικών πηγών ζήτησης.

Παρότι η θεωρία της υποκατανάλωσης αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και εδραιώθηκε ως κυρίαρχη ορθοδοξία στη δεκαετία του 1930, δεν σημειώθηκαν ουσιαστικές θεωρητικές εξελίξεις. Ο «νόμος του Βάργκα» καθόρισε την ορθοδοξία της Μόσχας. Σύμφωνα με τον Βάργκα, η συσσώρευση κεφαλαίου συνδεόταν με μια απόλυτη μείωση του αριθμού των παραγωγικών εργαζομένων, καθώς αυτοί εκτοπίζονταν από τη νέα τεχνολογία και από την εντατικοποίηση της εργασίας, έτσι ώστε η αύξηση της παραγωγής να συνοδευόταν όχι μόνο από σχετική αλλά και από απόλυτη μείωση της κατανάλωσης. Στη Δύση, το έργο του Πωλ Σουήζυ Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης, εκτός από την παροχή μιας εξαιρετικής επισκόπησης της συζήτησης, επιχείρησε να συγχωνεύσει την υποκατανάλωση της Λούξεμπουργκ με μια ανάλυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, προκειμένου να διατυπώσει μια στασιμοποιητική θεωρία κατά την οποία ο καπιταλισμός μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσω μη παραγωγικών κρατικών και καπιταλιστικών δαπανών.

Για τη Λούξεμπουργκ, ο ιμπεριαλισμός και ο μιλιταρισμός παρείχαν τις αγορές που απαιτούνταν για τη διατήρηση του καπιταλισμού, αλλά στη δεκαετία του 1920, η πιθανότητα ότι {57} η αύξηση των μισθών και/ή η αύξηση των κρατικών δαπανών θα μπορούσε να προσφέρει ένα νέο ερέθισμα για τη συσσώρευση εξετάστηκε, εγείροντας το ενδεχόμενο ότι η σοσιαλδημοκρατική ταξική συνεργασία θα μπορούσε να προσφέρει μια βάση για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού — μια δυνατότητα για την οποία ο Κέυνς παρείχε νέες θεωρητικές θεμελιώσεις στη δεκαετία του 1930. Ήταν εμφανείς οι πολύ στενές συγγένειες μεταξύ του κευνσιανού και του λουξεμπουργκικού υποκαταναλωτισμού, με τις βασικές διαφορές μεταξύ μαρξιστικού και κευνσιανού υποκαταναλωτισμού να μην είναι θεωρητικές αλλά πολιτικές.

Η κυρίαρχη μαρξιστική απάντηση στον Κέυνς ήταν να αναγνωρίσει ότι, κατ’ αρχήν, οι κευνσιανές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα της υποκατανάλωσης, αλλά να υποστηρίξει ότι είναι μη ρεαλιστικό να αναμένεται ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός του καπιταλισμού, καθώς οι καπιταλιστές θα αντισταθούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια επέκτασης της κατανάλωσης εις βάρος των κερδών, ενώ κανένα καπιταλιστικό κράτος δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα εφαρμόσει ένα κευνσιανό πρόγραμμα που να θέτει τις κοινωνικές ανάγκες υπεράνω του κέρδους (βλ. Sweezy, 1946). Κατά την περίοδο μετά τον πόλεμο, ο κευνσιανισμός υιοθετήθηκε από τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης ως βάση για έναν «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό», μέσω μιας πολιτικής συμμαχίας μεταξύ μεταρρυθμιστών και επαναστατών, στο πλαίσιο της οποίας η ισορροπία των δυνάμεων θα μετατοπιζόταν υπέρ των τελευταίων, καθώς, μπροστά στην αναπόφευκτη κρίση, οι καπιταλιστές θα αντιστέκονταν στην προσπάθεια υπαγωγής της συσσώρευσης κεφαλαίου σε δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο.

Ο σκεπτικισμός ως προς την πολιτική πρακτικότητα του κευνσιανού ρεφορμισμού επέμενε στην Αριστερά έως και τη δεκαετία του 1950, καθώς η ορμή της μεταπολεμικής άνθησης στηριζόταν σε εξαιρετικές συνθήκες ανασυγκρότησης, επανεξοπλισμού και στην ανάπτυξη νέων βιομηχανιών μαζικής παραγωγής.^27 Ωστόσο, όσο η άνθηση συνεχιζόταν, οι υποκαταναλωτικές θεωρίες περί μακροχρόνιας στασιμότητας και αναπόφευκτης κρίσης φαινόταν όλο και λιγότερο πειστικές, ενώ ο ισχυρισμός ότι ο κευνσιανός ρεφορμισμός ήταν κατά κάποιον τρόπο αντικαπιταλιστικός, έμοιαζε ολοένα και πιο κενός. Ο υποκαταναλωτισμός πλέον αντιστράφηκε, προκειμένου να εξηγήσει τη διατήρηση της άνθησης ως αποτέλεσμα των κευνσιανών πολιτικών δημόσιων δαπανών και δημοσιονομικής ρύθμισης· ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας αυτών των αναλύσεων εντοπιζόταν στην ανάδειξη της ταξικής βάσης αυτών των πολιτικών, με την έμφαση να δίνεται στην μη παραγωγική σπατάλη και στις στρατιωτικές δαπάνες, παρά στην ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Το έργο των Baran και Sweezy Monopoly Capitalism (1966), καθώς και μία εκδοχή της θεωρίας της «μόνιμης οικονομίας εξοπλισμών» (Cliff, 1957), συνέχισαν την υποκαταναλωτική παράδοση, προσδιορίζοντας την ανάπτυξη της «μη παραγωγικής δαπάνης» ως το μέσο με το οποίο το κεφάλαιο {58} είχε καταφέρει να αποφύγει μια κρίση υπερπαραγωγής χωρίς να επιτρέψει στο κράτος να θέσει τη συσσώρευση υπό δημοκρατικό έλεγχο.^28 Το έργο του Έρνεστ Μάντελ, Μαρξιστική Οικονομική Θεωρία (1962), παρέμεινε επίσης σταθερά στο κευνσιανό πλαίσιο, θεμελιώνοντας τη θεωρία του κευνσιανού εμπορικού κύκλου σε μαρξιστική βάση, ως μια ενσωμάτωση του υποκαταναλωτισμού και της θεωρίας της δυσαναλογίας. Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ρύθμισης (1979) του Αγκλιέτα προτείνει μια παρόμοια θεωρία για το καθεστώς της «εκτατικής συσσώρευσης», σε συνδυασμό με μια θεωρία της δυσαναλογίας που σχετίζεται με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους για το καθεστώς της «εντατικής συσσώρευσης» (Clarke, 1988a). Ο Έρικ Ολίν Ράιτ (1977) διαμόρφωσε ένα παρόμοια εκλεκτικιστικό σχήμα, με διαφορετικές θεωρίες να αντιστοιχούν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έτσι, ο μαρξιστικός υποκαταναλωτισμός αφομοιώθηκε σταδιακά σε έναν αριστερό κεϋνσιανισμό, με τις διαφορές μεταξύ των δύο να είναι κυρίως ρητορικές και όχι θεωρητικές.

^27 Βλ. Dobb (1958), ο οποίος ακόμη προέβλεπε την αναπόφευκτη επανάληψη του 1929.

^28 Μια εναλλακτική διατύπωση της θέσης περί «μόνιμης οικονομίας εξοπλισμών» έβλεπε τις στρατιωτικές δαπάνες ως αντιρροπούσα τάση προς την πτώση του ποσοστού κέρδους, μέσω της μη παραγωγικής απορρόφησης πλεονάζοντος κεφαλαίου (βλ. Kidron, 1970).

Κρίσεις που Συνδέονται με την Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους

Η δεκαετία του 1920 κυριαρχήθηκε από τη διαμάχη μεταξύ των οπαδών του Χίλφερντινγκ και εκείνων της Λούξεμπουργκ, με τους υποκαταναλωτιστές να επικρατούν τελικά όχι λόγω αναλυτικής υπεροχής, αλλά ως αποτέλεσμα της επικράτησης του σταλινισμού (Day). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Σουήζυ μπορούσε να απορρίψει τη θεωρία της δυσαναλογίας ως ένα τελειωμένο ζήτημα, ως «μέρος της ιστορίας της σοσιαλιστικής σκέψης» του οποίου το «εγγενές ενδιαφέρον δεν είναι μεγάλο» και που δικαίως κατέχει «δευτερεύουσα θέση» (Sweezy, 1946, 161). Για τον Σουήζυ, ο βασικός αντίπαλος του υποκαταναλωτισμού δεν ήταν η θεωρία της δυσαναλογίας, αλλά ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, ο οποίος είχε συσχετισθεί με την τάση προς την κρίση ήδη από τη δεκαετία του 1930. Η σύντομη άνθηση αυτής της θεωρίας εκείνη την εποχή μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί ως αντίδραση στην άνοδο του κεϋνσιανού ρεφορμισμού και του φασιστικού κορπορατισμού, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι μπορούν να επιλύσουν τις κρίσεις υποκατανάλωσης και δυσαναλογίας επί τη βάσει του κεφαλαίου.

Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους θεωρούνταν ανέκαθεν στην ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση ως ένας μακροϊστορικός νόμος, που ισχύει μακροπρόθεσμα, και ο οποίος είχε μικρή ή και καθόλου σημασία για τη θεωρία της κρίσης. Η τάση προς την κρίση συνδεόταν με την αυξανόμενη {59} μάζα του κέρδους, και όχι με το φθίνον ποσοστό του· και η απόρριψη του τελευταίου ως αιτίας της κρίσης συνδεόταν με την παρατήρηση ότι οι κρίσεις γενικά προηγούνται από μια άνοδο του ποσοστού κέρδους, οπότε η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι τότε αποτέλεσμα και όχι αιτία της κατάρρευσης.^29

^29 Οι ρεβιζιονιστές, με επικεφαλής τους Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, Κρότσε και Μπορτκιέβιτς, είχαν υποστηρίξει γύρω στις αρχές του αιώνα ότι η αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου συνδέεται με αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, οπότε η τάση, αν μη τι άλλο, είναι προς αύξηση του ποσοστού κέρδους. Ο Τουγκάν σημείωσε ότι, εάν το ποσοστό κέρδους δεν αυξανόταν, τότε οι νέες μέθοδοι δεν θα εφαρμόζονταν: «η παραγόμενη ποσότητα υπό τις νέες τεχνικές συνθήκες δεν μπορεί, με βάση αυτές τις παραδοχές, να μειωθεί· αλλιώς δεν θα είχε οικονομική λογική η αντικατάσταση της χειρωνακτικής εργασίας από μηχανική» (Studien, 212, παράθεση από Howard and King, 1989, 188).

Η κύρια σημασία της πτώσης του ποσοστού κέρδους δεν αφορούσε την τάση προς κρίση, αλλά τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Ένα χαμηλό ποσοστό κέρδους ασκεί τη μεγαλύτερη ανταγωνιστική πίεση στα μικρά και μεσαία κεφάλαια, τα οποία αναγνωρίζονται ως η πηγή της δυναμικής της κεφαλαιακής συσσώρευσης, και ως εκ τούτου εντείνει κάθε υποκαταναλωτική τάση. Ομοίως, τα μικρά και μεσαία κεφάλαια θα είναι αναλογικά πιο ευάλωτα στην ύφεση, εφόσον το ποσοστό κέρδους είναι χαμηλό. Η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους θεωρήθηκε ως ένας παράγοντας που επιταχύνει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και που θα μπορούσε να εντείνει την τάση προς κρίσεις και να διασφαλίσει ότι οι διαδοχικές κρίσεις θα είναι ολοένα και πιο σοβαρές, αλλά δεν θεωρήθηκε από μόνη της ως πιθανή αιτία κρίσεων.

Ακόμη και αν το ποσοστό κέρδους μειώνεται, δεν υπάρχει κάποιος προφανής λόγος για τον οποίο ένα χαμηλότερο ποσοστό κέρδους θα έπρεπε να προκαλέσει κρίση. Το κίνητρο για επένδυση παραμένει εφόσον το ποσοστό κέρδους παραμένει θετικό.^30 Από την άλλη πλευρά, τα μέσα που είναι διαθέσιμα για επένδυση καθορίζονται από τη μάζα των κερδών και όχι από το ποσοστό. Ακόμη και αν το ποσοστό κέρδους έχει μειωθεί, κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής ιδιοποιείται μεγαλύτερη μάζα κέρδους και συνεπώς διαθέτει τους πόρους για να χρηματοδοτήσει τόσο την κατανάλωσή του όσο και την ανανέωση της επένδυσής του.

^30 Το μόνο που απαιτείται είναι το αναμενόμενο ποσοστό κέρδους για νέες επενδύσεις να είναι θετικό — πράγμα που θα μπορούσε να ισχύει ακόμη και αν όλοι οι υπάρχοντες καπιταλιστές υφίστανται ζημιές, έτσι ώστε ο μέσος όρος του ποσοστού κέρδους να είναι αρνητικός.

Όπως σημειώσαμε παραπάνω, ο Χίλφερντινγκ είχε υποδείξει ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της «επέκτασης της κατανάλωσης» και της «πραγμάτωσης του κέρδους», με την έννοια ότι μια αύξηση των μισθών θα επέτρεπε την αύξηση της κατανάλωσης, ξεπερνώντας έτσι τα προβλήματα υποκατανάλωσης, αλλά μόνο με το τίμημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό, όπως τίθεται, είναι απλά ψευδές: εφόσον οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί τόσο ώστε να εξαντλήσουν πλήρως το πλεόνασμα, τότε οι όροι για {60} την πραγματοποίηση ενός κέρδους δεν είναι παρά η προϋπόθεση της αναλογικότητας για την πραγματοποίηση του συνολικού προϊόντος. Εφόσον διατηρείται η αναλογικότητα, ολόκληρο το πλεόνασμα μπορεί να αυξηθεί, ανεξαρτήτως του αν το ποσοστό κέρδους είναι υψηλό ή χαμηλό. Δεν εμπλέκεται εδώ καμία αντίφαση: η υποκατανάλωση δεν είναι αποτέλεσμα υπερβολικά υψηλού ποσοστού κέρδους, ούτε και η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι το αποτέλεσμα υπερβολικής κατανάλωσης.^31

^31 Ο Έρνεστ Μαντέλ στο έργο του Ύστερος Καπιταλισμός (1972), προτείνει ένα μοντέλο αυτού του είδους στην κόψη του ξυραφιού, στο οποίο η συσσώρευση απειλείται από δύο πλευρές: από προβλήματα πραγματοποίησης, όταν το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι πολύ υψηλό, και από προβλήματα κερδοφορίας, όταν το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι πολύ χαμηλό. Η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους ενσωματώνεται σε μια νεο-σουμπετεριανή θεωρία μεγάλων κυμάτων, χαρακτηριστική μιας συγκεκριμένης φάσης του κύκλου. Ο John Harrison (1978) προτείνει ένα παρόμοιο δίλημμα.

Οι ορθόδοξοι μαρξιστές δεν θεωρούσαν τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και τη θεωρία της κρίσης λόγω υποκατανάλωσης ως εναλλακτικές θεωρήσεις, αλλά ως συμπληρωματικές όψεις των ίδιων αναπτυξιακών τάσεων: η πρώτη σχετίζεται με την πτωτική αναλογία του κέρδους, ενώ η δεύτερη απορρέει από την ταυτόχρονη αύξηση της μάζας του κέρδους.^32

^32 Ο Wilson (1938) εγκατέλειψε τα περισσότερα από τα θεωρητικά εργαλεία του Μαρξ, αλλά προσέφερε μια αυστηρή εκδοχή αυτής της ερμηνείας, υποστηρίζοντας ότι ο Μαρξ είχε μια εκλεκτικιστική θεωρία του εμπορικού κύκλου, αλλά μια θεωρία μακροχρόνιας εξέλιξης, στην οποία ο συνδυασμός της πτώσης του ποσοστού κέρδους με την άνοδο της μάζας του κέρδους συνεπάγεται μια τάση προς υποκατανάλωση/υποεπένδυση. Το έργο του Ροσντόλσκι Η Γένεση του Κεφαλαίου του Μαρξ (1968/77) ανήκει αυστηρά στην ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση ως προς αυτό.

Η μόνη περίπτωση κατά την οποία η πτώση του ποσοστού κέρδους θα μπορούσε να προκαλέσει κρίση είναι αυτή που ο Μαρξ ονόμασε «απόλυτη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου», κατά την οποία η νέα επένδυση δεν μπορεί να αποφέρει καν θετικό ποσοστό κέρδους (βλ. Hilferding, FC, 241–2). Ελλείψει άλλων αιτίων κρίσης, αυτό θα μπορούσε να προκύψει μόνο εάν οι μισθοί αυξάνονταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να απορροφούν ολόκληρη την υπεραξία. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν η συσσώρευση κεφαλαίου εξαντλήσει το εφεδρικό στρατό εργασίας, με την επακόλουθη πτώση των κερδών να προκαλεί κρίση.

Ο Όττο Μπάουερ, στην κριτική του προς τη Λούξεμπουργκ, ανέπτυξε μια θεώρηση του επιχειρηματικού κύκλου σε αυτές τις γραμμές, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό συσσώρευσης προσαρμόζεται στον ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού μέσω της ανόδου και της πτώσης των μισθών. «Η περιοδική εναλλαγή ευημερίας, κρίσης και ύφεσης είναι η εμπειρική έκφραση του γεγονότος ότι ο μηχανισμός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παράγει αυτόματα υπερσυσσώρευση και υποσυσσώρευση, με τη συσσώρευση του κεφαλαίου να προσαρμόζεται ξανά και ξανά στην αύξηση του πληθυσμού» (O. Bauer, 'Die Akkumulation von Kapital', Die Neue Zeit, 31, 1913, 107· παράθεση από Howard and King, 1989, 119). Για τον Μπάουερ, αυτό αποτέλεσε τη βάση για μια ερμηνεία των διεθνών μετακινήσεων κεφαλαίου και εργασίας {61} σε απάντηση στις διαφορές στους μισθούς και το ποσοστό κέρδους. Ο Charasov, αντιθέτως, είχε προτείνει μια θεωρία της κρίσης κατά την οποία οι αυξήσεις των μισθών που διαβρώνουν τα κέρδη δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των συνθηκών της αγοράς, αλλά το συνειδητό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης (παρατίθεται στον Grossmann, 1992, 50· βλ. επίσης Kühne, 1979, Τόμ. II, 287).

Αυτή η θεωρία της «υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη» συνδέθηκε με το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους από τον Erich Preiser το 1924. Η κανονική μαρξιστική προσδοκία ήταν ότι η συσσώρευση κεφαλαίου δεν θα περιοριζόταν από έλλειψη εργατικής δύναμης, επειδή η συσσώρευση παίρνει συνήθως τη μορφή της αυξανόμενης μηχανοποίησης της παραγωγής, οπότε ο καπιταλισμός δημιουργεί τη δική του εφεδρική στρατιά εργασίας. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο η συσσώρευση λαμβάνει αυτή τη μορφή εξοικονόμησης εργασίας εξαρτάται από την επίδραση της μηχανοποίησης στο ποσοστό κέρδους.

Εάν η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου που προκύπτει από τη μηχανοποίηση δεν συνοδεύεται από επαρκή αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις λιγότερο μηχανοποιημένες αλλά πιο κερδοφόρες μεθόδους παραγωγής. Όμως, εφόσον ο ρυθμός συσσώρευσης υπερβαίνει το ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού, η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου θα αντιμετωπίσει τελικά ελλείψεις εργατικής δύναμης, οι αυξανόμενοι μισθοί θα διαβρώσουν τα κέρδη και αυτό μπορεί να προκαλέσει κρίση. Έτσι, στη διατύπωση του Preiser, η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους δεν εκδηλώνεται άμεσα, αλλά μέσω της επακόλουθης υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη.

Μια παρόμοια διατύπωση της σημασίας του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους προτάθηκε από τον John Strachey, για τον οποίο η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν ήταν απλώς μια τάση, αλλά ένας απόλυτος νόμος (Strachey, 1935, Μέρος IV).^33 Ο Strachey παρέμεινε στην ορθόδοξη θέση ότι «αυτό που έχει σημασία δεν είναι το ποσοστό, αλλά το ποσό του κέρδους» {62} (ό.π., 243). Η επίδραση της πτώσης του ποσοστού κέρδους στο συνολικό ποσό του κέρδους αντισταθμίζεται από τη γρήγορη συσσώρευση· όσο μεγαλύτερη είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους, τόσο πιο γρήγορος πρέπει να είναι ο ρυθμός συσσώρευσης. Ωστόσο, καθώς το κεφάλαιο ορμάει ασυγκράτητα για να αποφύγει την απειλή της πτώσης της μάζας του κέρδους από τη μία πλευρά, απλώς τη συναντά από την άλλη, καθώς η εξάντληση της εφεδρικής στρατιάς εργασίας οδηγεί σε πτώση της μάζας του κέρδους και έτσι επισπεύδει μια κρίση.

^33 Σε προηγούμενο έργο του, The Coming Struggle for Power (1932), ο Strachey αντλεί από τη θεωρία της υπερεπένδυσης του Hayek και τη θεωρία της υποεπένδυσης του Keynes (Treatise on Money), ερμηνεύοντας και τις δύο ως μορφές θεωρίας της δυσαναλογίας, οι οποίες παραδειγματοποιούν τις αναρχικές συνέπειες του διαχωρισμού των αποφάσεων αποταμίευσης και επένδυσης, υπό το πρίσμα της ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία, υποστήριζε, βρίσκεται «στη ρίζα των μεγαλύτερων δεινών του καπιταλισμού» (Strachey, 1932, 11 επ.). Άσκησε κριτική στον νομισματικό συντηρητισμό του Hayek, με το σκεπτικό ότι θα καταδίκαζε τον καπιταλισμό σε στασιμότητα, ισοδυναμώντας με το να πει κανείς «ότι ο τρόπος για να αποτραπούν οι κρίσεις στον καπιταλισμό ήταν να είχε αποτραπεί η εμφάνιση του καπιταλισμού» (ό.π., 114 σημ.). Κριτίκαρε επίσης την πεποίθηση του Keynes ότι η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τον καπιταλισμό, εξασφαλίζοντας ότι το επιτόκιο της αγοράς θα ταυτιζόταν πάντα με το «φυσικό επιτόκιο», με το επιχείρημα ότι οι διεθνείς μετακινήσεις χρηματικού κεφαλαίου καθιστούν αδύνατο για τα εθνικά κράτη να ακολουθούν ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές, ενώ η ανάδυση ενός παγκόσμιου κράτους είναι αδιανόητη. Αυτού του είδους η ανάλυση τείνει να οδηγεί σε κορπορατιστικά και όχι σοσιαλιστικά συμπεράσματα, με ορισμένους σοσιαλιστές διανοουμένους των αρχών της δεκαετίας του 1930, όπως ο Oswald Mosley, να ακολουθούν τη λογική της ανάλυσης και να εντάσσονται στο φασιστικό κίνημα.

Ο Strachey ακολουθήθηκε από τον Dobb, ο οποίος υποστήριξε στο έργο του Political Economy and Capitalism (1937) ότι «φαίνεται σαφές ότι ο Μαρξ θεωρούσε την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους ως μια σημαντική υποκείμενη αιτία των περιοδικών κρίσεων, καθώς και ως παράγοντα που διαμορφώνει τη μακροπρόθεσμη τάση» (Dobb, 1940, 108). Αν και παρόμοια με την άποψη του Strachey, η προσέγγιση του Dobb έβλεπε την πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη, ενώ ο Strachey έβλεπε την υπερσυσσώρευση ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αποτροπής της πτώσης της μάζας του κέρδους, ενόψει μιας προδιαγεγραμμένης πτώσης του ποσοστού. Επιπλέον, για τον Dobb αυτή ήταν μία μεταξύ πολλών πιθανών μορφών κρίσης, η εκδήλωση της οποίας εξαρτάται από ενδεχόμενες προϋποθέσεις αναφορικά με τη μορφή της τεχνολογικής προόδου.

Ούτε ο Dobb ούτε ο Strachey εξήγησαν γιατί μια αύξηση των μισθών θα έπρεπε να προκαλέσει κρίση. Η αύξηση των μισθών αποτελεί κανονικό μέρος του μηχανισμού μέσω του οποίου οι λιγότερο αποδοτικοί καπιταλιστές εξοβελίζονται, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους πιο προηγμένους που τους αντικαθιστούν. Αν η αύξηση των μισθών είναι ιδιαίτερα απότομη, τότε μπορεί να διαβρώσει τα κέρδη τόσο των προηγμένων όσο και των καθυστερημένων καπιταλιστών, αλλά μια τόσο απότομη αύξηση μισθών δεν είναι τίποτα περισσότερο από χαρακτηριστικό του πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί ένδειξη της «υπερεπένδυσης» που οι αστοί οικονομολόγοι εντοπίζουν ως αιτία της κρίσης. Μια απλή σύσφιξη της πιστωτικής πολιτικής θα μπορούσε να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, να ελαφρύνει την υπερβολική πίεση στην αγορά εργασίας και να αποτρέψει την κρίση. Με λίγα λόγια, αν υπάρξει κρίση, αυτή δεν οφείλεται στα εγγενή και αθεράπευτα ελαττώματα του καπιταλισμού, αλλά στην αποτυχία των νομισματικών αρχών να συγκρατήσουν την πληθωριστική υπερεπένδυση.

Ούτε ο Dobb ούτε ο Strachey ανέπτυξαν τη θεωρία τους με λεπτομέρεια και αμφότεροι σύντομα απομακρύνθηκαν από τη θεωρία της κρίσης βάσει της πτώσης του ποσοστού κέρδους, η οποία, επιπλέον, ερχόταν σε κατάφωρη αντίθεση με τον «Νόμο του Varga», που είχε αναχθεί σε σταλινική ορθοδοξία. Η ορθόδοξη άποψη για τη θεωρία της πτώσης του ποσοστού κέρδους παρέμεινε η κυρίαρχη μέχρι τη δεκαετία του 1970. Έτσι, ο Eaton (1951) απέρριψε την πτώση του ποσοστού κέρδους ως κάτι που σχετίζεται όχι με τον κύκλο, αλλά με τη μακροπρόθεσμη τάση· μια άποψη που επανέλαβε ο Gillman στο έργο του The Falling Rate of Profit (1958), όπου συνέδεσε τη μακροπρόθεσμη τάση του ποσοστού κέρδους με τη θεωρία της κρίσης, υποστηρίζοντας ότι η {63} σημασία της θεωρίας έγκειται στο ότι αυτή συνεπάγεται την εμβάθυνση των διαδοχικών κρίσεων.

Η Αναδιατύπωση της Μαρξιστικής Θεωρίας της Κρίσης τη Δεκαετία του 1970

Καθώς η μεταπολεμική άνθηση πλησίαζε τα όριά της στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η κεϋνσιανή ορθοδοξία, καθώς και ο μαρξιστικός υποκαταναλωτισμός που είχε καταστεί άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί της, άρχισαν να αποσυντίθενται. Ο καπιταλισμός έμπαινε αδιαμφισβήτητα σε μια περίοδο ανανεωμένης κρίσης, την οποία τα κεϋνσιανά μέτρα αποδείχθηκαν ανίκανα να επιλύσουν. Η κρίση στα αρχικά της στάδια δεν χαρακτηριζόταν από μαζική ανεργία, αλλά από πτώση του ποσοστού κέρδους και κάμψη των επενδύσεων. Η επακόλουθη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνοδεύτηκε από αύξηση της ανεργίας, όχι λόγω αποπληθωρισμού, αλλά εν μέσω επιταχυνόμενου πληθωρισμού. Αυτή η «στασιμοπληθωριστική» εξέλιξη ήταν κάτι που ο κεϋνσιανός υποκαταναλωτισμός δεν μπορούσε να εξηγήσει.

Κάθε κρίση χαρακτηρίζεται από μια πτώση του ποσοστού κέρδους. Για τους υποκαταναλωτιστές και τους υποστηρικτές της θεωρίας της δυσαναλογίας, η πτώση της κερδοφορίας είναι αποτέλεσμα της κρίσης, καθώς η έλλειψη ζήτησης οδηγεί σε πτώση των τιμών και στην αποτυχία πραγματοποίησης του κέρδους. Ωστόσο, η πτώση του ποσοστού κέρδους τη δεκαετία του 1960 και του 1970 δεν συνδεόταν με πτώση των τιμών και φαινόταν να προηγείται της εκδήλωσης της κρίσης. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχε ευρεία συναίνεση ανάμεσα στους Δυτικούς μαρξιστές ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν η αιτία της κρίσης και όχι το αποτέλεσμά της.^34 Ωστόσο, έντονες θεωρητικές διαμάχες περιστράφηκαν γύρω από τα αίτια αυτής της πτώσης.

^34 «Η πτώση της ζήτησης πρέπει λογικά να προέρχεται από το κεφάλαιο, και το κεφάλαιο σταματά τη ζήτησή του μόνο όταν πέφτει το ποσοστό κέρδους. Έτσι, λογικά, μπορούμε μόνο να συναγάγουμε την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων από την πτώση του ποσοστού κέρδους, και όχι το αντίστροφο» (Cogoy, 1973, σ. 64).

Το κεντρικό ζήτημα στη διαμάχη ήταν το αν η πτώση του ποσοστού κέρδους που προκάλεσε την κρίση ήταν αποτέλεσμα της διάβρωσης των κερδών λόγω αύξησης των μισθών, είτε εξαιτίας της αυξανόμενης μαχητικότητας της εργατικής τάξης είτε λόγω «υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη», ή αν αποτελούσε έκφραση του «νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» του Μαρξ, αποτέλεσμα της αυξανόμενης «οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου» που συνδέεται με την ολοένα και πιο κεφαλαιουχική τεχνολογία της παραγωγής. Οι πρώτες εξηγήσεις ερμήνευαν την κρίση ως συνέπεια αλλαγών στη διανομή του εισοδήματος και καταδικάστηκαν από τους υποστηρικτές της δεύτερης προσέγγισης ως «νεο-ρικαρντιανές». Οι τελευταίοι ερμήνευαν την κρίση ως αποτέλεσμα τεχνολογικών μετασχηματισμών στην παραγωγή, και από τη δική τους πλευρά, καταδίκαζαν την πρώτη {64} θέση ως «θεμελιοκρατική». Είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό ότι, αν και οι υποστηρικτές καθεμιάς από αυτές τις θεωρίες κρίσης παρέθεταν εκτενώς έργα του Μαρξ, καμία από τις θεωρίες δεν μπορούσε να αντλήσει ουσιώδη υποστήριξη από καμία προηγούμενη μαρξιστική παράδοση.

Ταξική πάλη και καπιταλιστική κρίση

Η «νεο-ρικαρντιανή» προσέγγιση εστίαζε στην αγωνιστική διαπάλη ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, εντοπίζοντας την πηγή της πτώσης του ποσοστού κέρδους στην αύξηση των μισθών. Αυτή η προσέγγιση συνδεόταν πολιτικά με την προσπάθεια εδραίωσης μιας συνέχειας μεταξύ της συνδικαλιστικής μαχητικότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και της επαναστατικής πολιτικής.^35 Η αρχική διατύπωση αυτής της θεωρίας, στο έργο των Glyn και Sutcliffe, British Capitalism, Workers and the Profit Squeeze (1972), τόνιζε τον ενεργό ρόλο της εργατικής τάξης στην πίεση για αύξηση των μισθών, η οποία και προκαλούσε την κρίση. Ωστόσο, μια τέτοια θεωρία καταδικάστηκε ευρέως ως μη-μαρξιστική, λόγω της έμφασης στη διανομή αντί στην παραγωγή, και εξαιτίας του βολουνταριστικού της χαρακτήρα ως προς την κατανόηση της ταξικής πάλης.

^35 Ο μόνος μαρξιστής πρόδρομος αυτής της ανάλυσης που μπόρεσα να εντοπίσω είναι ο Charasov (1910). Οι Boddy και Crotty ανέπτυξαν μια ριζοσπαστική κεϋνσιανή εκδοχή αυτής της προσέγγισης για τις ΗΠΑ (Boddy and Crotty, 1975).

Ελλείψει μαζικής σοσιαλιστικής συνείδησης εντός της εργατικής τάξης, αυτή η ανάλυση μπορούσε εύκολα να στραφεί ενάντια στην ίδια την εργατική τάξη, οδηγώντας σε ρεφορμιστικά ή ακόμη και αντιδραστικά πολιτικά συμπεράσματα, αφού οι κρίσεις αποδίδονται όχι στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά στις απαιτήσεις της εργατικής τάξης. Για τη τροτσκιστική θεωρία των «μεταβατικών αιτημάτων», με την οποία συχνά συνδεόταν αυτή η προσέγγιση, η αποτυχία του καπιταλισμού να ικανοποιήσει τα υλικά αιτήματα της εργατικής τάξης θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη σοσιαλιστικής συνείδησης. Όμως, η ίδια θεωρία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί (και χρησιμοποιήθηκε) από τη δεξιά για να υποστηρίξει ότι η αδυναμία του καπιταλισμού να ικανοποιήσει τις προσδοκίες της εργατικής τάξης οφειλόταν πρωτίστως στη «τυφλή και ανεύθυνη» μαχητικότητα μιας μικρής μειοψηφίας της εργατικής τάξης, η οποία είχε παρασυρθεί από μια πολιτικά υποκινούμενη κλίκα που κυριαρχούσε σε αντιδημοκρατικά συνδικάτα. Αυτό υπονοούσε πως η λύση στην κρίση δεν ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ο περιορισμός των αυξήσεων στους μισθούς και η καταστροφή της δύναμης της οργανωμένης εργατικής τάξης, προκειμένου να αποκατασταθεί η κερδοφορία, οι επενδύσεις και η ευημερία για όλους.^36

^36 Πολλοί «νεο-ρικαρντιανοί» των αρχών της δεκαετίας του 1970 ακολούθησαν τη λογική της θεωρητικής τους θέσης, εξελισσόμενοι σε «νέους ρεαλιστές» στα τέλη της δεκαετίας, και ακόμη και σε «νεοφιλελεύθερους» τη δεκαετία του 1980.

{65} Με τις ήττες της εργατικής τάξης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτή η προσέγγιση έχασε τα πολιτικά της θεμέλια. Εξίσου, έχασε και τη θεωρητική της αξιοπιστία, καθώς η επίθεση εναντίον της οργανωμένης εργασίας αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική στην αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, αλλά δεν έκανε τίποτα για να επιλύσει τις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν εμφανές ότι η μαχητικότητα της εργατικής τάξης ήταν πολύ πιο πειστικά δυνατό να θεωρηθεί ως αμυντική αντίδραση στην κρίση και όχι ως αιτία της. Οι εργάτες είχαν δείξει μαχητικότητα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, διότι ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών έπεφτε καθώς ο αυξανόμενος πληθωρισμός έτρωγε τις διαπραγματευμένες αυξήσεις σε ονομαστικούς μισθούς στις λιγότερο επιτυχημένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Κρίση και ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους

Σε αντίθεση με τους «νεο-ρικαρντιανούς», οι «θεμελιοκράτες» επέμεναν ότι η πηγή των κρίσεων πρέπει να εντοπίζεται όχι στις «υποκειμενικές» συνθήκες της ταξικής πάλης, αλλά στις «αντικειμενικές» τάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, αντλώντας από την περιγραφή του Μαρξ για τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Στην καθαρή της μορφή, η θεωρία κρίσης με βάση την πτώση του ποσοστού κέρδους έχει συνδεθεί πολιτικά με έναν σεκταριστικό χιλιαστικό χαρακτήρα, όπου η κρίση είναι εγγεγραμμένη στις αντικειμενικές τάσεις της συσσώρευσης ανεξαρτήτως της πορείας της ταξικής πάλης, και το καθήκον της επαναστατικής σέκτας είναι να προετοιμαστεί για τον ηγετικό ρόλο που θα της επιβληθεί στην κρίση. Ωστόσο, πολλοί σύγχρονοι μαρξιστές επικαλούνται ρητορικά την «τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους» χωρίς να την συνδέουν με κάποια σαφή θεωρία. Γενικά, ο νόμος έχει χρησιμεύσει όχι τόσο ως βάση μιας θεωρίας κρίσης, όσο για να δηλώσει την απουσία οποιασδήποτε τέτοιας θεωρίας.

Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους προκύπτει από μια απλή μαθηματική σχέση μεταξύ του ποσοστού κέρδους, του ποσοστού εκμετάλλευσης και της «οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου». Αν το συνολικό κεφάλαιο που ανακυκλώνεται σε ένα έτος αποτελείται από ένα σταθερό στοιχείο, C, που αντιστοιχεί στις πρώτες ύλες και τα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιούνται, και το V, που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο που δαπανάται για την αγορά εργατικής δύναμης, τότε το ποσοστό κέρδους ορίζεται ως ο λόγος της υπεραξίας που παράγεται σε ένα έτος, S, προς το συνολικό ανακυκλούμενο κεφάλαιο, C + V. Το ποσοστό κέρδους, S/(C+V), μπορεί να εκφραστεί ως S/V / (C/V + 1), όπου S/V είναι το ποσοστό εκμετάλλευσης, και C/V ο λόγος σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο. Είναι αμέσως προφανές ότι το ποσοστό κέρδους {66} μεταβάλλεται ανάλογα με το ποσοστό εκμετάλλευσης και αντιστρόφως ανάλογα με τη σύνθεση του κεφαλαίου.

Η ιστορική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η προοδευτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε κάθε εργάτης να κινητοποιεί μια αυξανόμενη μάζα πρώτων υλών, και η προοδευτική αντικατάσταση της άμεσης εργασίας από μηχανές, έτσι ώστε κάθε εργάτης να χρησιμοποιεί περισσότερο σταθερό κεφάλαιο. Σε φυσικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σαφώς μια τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η αξιακή έκφραση αυτής της σύνθεσης μπορεί να μην αυξάνεται τόσο γρήγορα, διότι τα μηχανήματα και οι πρώτες ύλες μπορεί να γίνονται προοδευτικά φθηνότερα σε σχέση με το κόστος της εργατικής δύναμης, αλλά δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε, όπως έκανε ο Μαρξ, ότι υπάρχει μια συνεχής τάση αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου σε όρους αξίας. Με δεδομένο ποσοστό εκμετάλλευσης, αυτό θα συνεπαγόταν μια συνεχή τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους θα τροποποιηθεί από παράγοντες που μετριάζουν την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου. Ωστόσο, θα αντισταθμιστεί επίσης από την τάση αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και το αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης είναι συμπληρωματικές εκφράσεις της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας: με δεδομένο πραγματικό μισθό, η αύξηση της παραγωγικότητας συνεπάγεται αμέσως αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Επομένως, το αν το ποσοστό κέρδους θα πέσει, θα παραμείνει το ίδιο ή ακόμη και θα αυξηθεί, εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του ρυθμού αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου και του ρυθμού αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης. Δεν φαίνεται να υπάρχει εκ των προτέρων θεωρητικός λόγος να αναμένουμε την πτώση του ποσοστού κέρδους αντί της ανόδου του (αν και μπορεί να αποδειχθεί ότι η πτώση του είναι «τελικά» αναπόφευκτη). Αυτή ήταν η βάση με την οποία οι ρεβιζιονιστές όπως οι Τουγκάν και Κρότσε επέκριναν τον νόμο στα τέλη του 19ου αιώνα.

Έχουμε δει ότι στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν αποδόθηκε ποτέ μεγάλη σημασία από τους μαρξιστές, και σπάνια ταυτίστηκε με τη θεωρία της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, μια νέα ορθοδοξία εγκαθιδρύθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, σύμφωνα με την οποία η πτώση του ποσοστού κέρδους παρείχε τη μόνη αυθεντικά μαρξιστική θεωρία κρίσης, σε αντίθεση με τη θεωρία της υποκατανάλωσης που θεωρήθηκε ρεβιζιονιστική απόκλιση που εισήγαγαν οι μαρξιστές της Δεύτερης Διεθνούς. Η πηγή αυτής της παράξενης ιδέας φαίνεται να είναι η αντιστροφή του επιχειρήματος του Σουήζυ στο Theory of Capitalist Development, που ήταν η βασική πηγή για την αναγέννηση της μαρξικής πολιτικής οικονομίας {67} τη δεκαετία του 1960. Ο Σουήζυ παρουσίασε τη θεωρία κρίσης με βάση την πτώση του ποσοστού κέρδους ως τη λογική εναλλακτική στην υποκατανάλωση που ο ίδιος υποστήριζε, αν και οι μόνες πηγές που αναφερόταν ήταν οι Ντομπ και Πράιζερ, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, είχαν προσφέρει μια θεωρία του οικονομικού κύκλου βασισμένη στην υπερσυσσώρευση ως προς την εργατική δύναμη.

Η άλλη πηγή της θεωρίας κρίσης με βάση την πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν το πολύ επιδραστικό έργο του Πολ Ματίκ, Marx and Keynes (1969), το οποίο παρουσίαζε τη θεωρία της πτώσης του ποσοστού κέρδους ως τη ριζοσπαστική εναλλακτική λύση στον κεϋνσιανό ρεφορμισμό. Το επιχείρημα του Ματίκ προερχόταν από την ιδιότυπη θεωρία του Grossmann (1929) περί «έλλειψης υπεραξίας» στην υπερσυσσώρευση, που βασιζόταν σε μια παράδοξη αναπαράσταση των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ. Βάσει μιας σειράς αυθαίρετων αριθμητικών υποθέσεων, που αρχικά προέρχονταν από την κριτική του Ότο Μπάουερ στη Λούξεμπουργκ, το μοντέλο του Γκρόσμαν έδειχνε ότι ο καπιταλισμός τελικά θα κατέρρεε, επειδή το ποσό των επενδύσεων που απαιτούνταν για τη διατήρηση της συσσώρευσης θα ήταν μεγαλύτερο από τη μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιούνταν οι καπιταλιστές. Ο Γκρόσμαν ήταν απολύτως σαφής ότι αυτή δεν ήταν μια θεωρία κρίσης βασισμένη στην πτώση του ποσοστού κέρδους, επιμένοντας ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού δεν μπορεί να συναχθεί από πτώση του ποσοστού κέρδους, οπότε «μια εξήγηση είναι δυνατή μόνο όταν συσχετίσουμε την κατάρρευση όχι με το ποσοστό κέρδους, αλλά με τη μάζα του... Έτσι, η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απλώς ένας δείκτης που αποκαλύπτει τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους. Επιπλέον, η πτώση του ποσοστού κέρδους έχει σημασία για τον Μαρξ μόνο στον βαθμό που ταυτίζεται με μια σχετική μείωση της μάζας της υπεραξίας» (Grossmann, 1992, 103).

Ο Ματίκ δεν ανέλυσε το μοντέλο του Γκρόσμαν ούτε το εξέτασε με αυστηρότητα. Η δύναμη του έργου του Ματίκ ήταν στην αιχμηρή ρητορική καταδίκη του κεϋνσιανού ρεφορμισμού, βασισμένη στην αντίθεση μεταξύ της υποκαταναλωτικής θεωρίας, που εστιάζει στη διανομή και την ανταλλαγή, και της θεωρίας της πτώσης του ποσοστού κέρδους, που εστιάζει στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Ενώ ο πρώτος τύπος κρίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί με παρεμβάσεις στο επίπεδο της διανομής, ο δεύτερος μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Η ριζοσπαστική ρητορική του Ματίκ στηρίχθηκε στη συνέχεια σε νέες θεωρητικές βάσεις από τους David Yaffe και Mario Cogoy, οι οποίοι συνέδεσαν την τάση για κρίση απευθείας με τον νόμο του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι η μόνη αυθεντική μαρξιστική θεωρία κρίσης (Yaffe, 1972· Cogoy, 1972, 1973).

Οι «νεο-ρικαρντιανοί» απάντησαν στη «θεμελιοκρατική» διατύπωση του νόμου της πτώσης του ποσοστού κέρδους με τις κλασικές κριτικές του νόμου, που ανάγονται στους Κρότσε και Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Από τη μία {68} πλευρά, το αν το ποσοστό κέρδους πέφτει ή ανεβαίνει εξαρτάται απλώς από τη σχέση μεταξύ του ρυθμού αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και του ρυθμού αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης, και δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να αναμένουμε ότι το πρώτο θα υπερβεί το δεύτερο, ώστε να αναμένουμε πτώση του ποσοστού κέρδους. Από την άλλη, αν πράγματι η αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου οδηγούσε σε πτώση του ποσοστού κέρδους, οι καπιταλιστές δεν θα εισήγαγαν τη νέα μέθοδο παραγωγής, ώστε να μη μειωθεί το ποσοστό κέρδους.

Η «θεμελιοκρατική» απάντηση στην πρώτη κριτική ήταν ουσιαστικά ότι το ποσοστό κέρδους πρέπει τελικά να πέσει. Ενώ ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι είχε δίκιο όταν υποστήριξε ότι η επίδραση της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους μπορεί να αντισταθμιστεί από μια αντίστοιχη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, η δεύτερη δεν μπορεί να αυξάνεται επ’ άπειρον. Επιπλέον, μια αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης συνεπάγεται την ανάγκη για μια περαιτέρω σχετική αύξηση της ζήτησης μέσων παραγωγής, για να αντισταθμιστεί η σχετική πτώση της ζήτησης μέσων επιβίωσης, και συνεπώς απαιτεί έναν ταχύτερο ρυθμό αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Έτσι, η κινητοποίηση των αντιτιθέμενων τάσεων στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους απλώς επιταχύνει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Σε ένα ορισμένο σημείο, το ποσοστό κέρδους είναι βέβαιο ότι θα πέσει, πυροδοτώντας την αναπόφευκτη κρίση, αλλά βεβαίως, όπως παρατήρησαν οι νεο-ρικαρντιανοί, αυτό το σημείο μπορεί να είναι στο απροσδιόριστο μέλλον.^37

^37 Ορισμένοι θεωρητικοί της πτώσης του ποσοστού κέρδους, όπως ο Ντέιβιντ Γιάφε, ερμήνευσαν τον νόμο ως μόνιμη μακροπρόθεσμη τάση. Άλλοι, όπως ο Έρικ Όλιν Ράιτ (1977), τον θεώρησαν πιθανότητα που εξαρτάται από τις συγκυρίες και χαρακτηριστική μιας συγκεκριμένης φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η δεύτερη επιχειρηματολογία του Τουγκάν θεωρήθηκε αποφασιστική από τους νεο-ρικαρντιανούς. Ο μόνος σκοπός του καπιταλιστή στην εισαγωγή μιας νέας μεθόδου παραγωγής είναι η αύξηση του ποσοστού κέρδους που μπορεί να κερδίσει από το κεφάλαιό του. Αν η νέα μέθοδος δεν θα αύξανε το ποσοστό κέρδους του, τότε θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί την υπάρχουσα μέθοδο παραγωγής και να αποκομίζει το παλιό ποσοστό κέρδους. Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο ότι ο καινοτόμος καπιταλιστής θα κερδίζει προσωρινά υψηλότερο ποσοστό κέρδους, το οποίο όμως θα μειωνόταν μόλις η καινοτομία γενικευόταν.^38 Ωστόσο, αν αυτό {69} συνέβαινε, τότε το ποσοστό κέρδους θα μπορούσε να αυξηθεί με την επιστροφή στην παλαιά μέθοδο παραγωγής. Η γενίκευση της καινοτομίας είναι ζήτημα αναδιανομής του επιπλέον κέρδους μεταξύ των καπιταλιστών, και επομένως δεν μπορεί να μειώσει το ποσοστό κέρδους. Αυτό το αποτέλεσμα αποδείχθηκε επίσημα από τον Okishio (1961).

^38 Στο χειρόγραφο του 1862, ο Μαρξ σημείωνε ότι «κανένας καπιταλιστής δεν εφαρμόζει εκουσίως έναν νέο τρόπο παραγωγής, όσο και αν είναι πιο παραγωγικός και όσο υψηλό κι αν είναι το ποσοστό με το οποίο αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας, αν μειώνει το ποσοστό κέρδους» (CW33,147). Αρχικά, ο καινοτόμος κερδίζει επιπλέον κέρδη πωλώντας πάνω από το κόστος παραγωγής του αλλά κάτω από την αξία του εμπορεύματος, επειδή «ο τρόπος παραγωγής του βρίσκεται πάνω από το κοινωνικά μέσο επίπεδο. Ο ανταγωνισμός γενικεύει αυτό και το υποβάλει στον γενικό νόμο. Τότε συμβαίνει η πτώση του ποσοστού κέρδους, ένας νόμος που είναι επομένως εντελώς ανεξάρτητος από τη βούληση του καπιταλιστή» (CW33, 147-8). Αυτή η περικοπή ενσωματώθηκε από τον Ένγκελς ως «συμπληρωματική παρατήρηση» στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου (CIII, 259).

Αν και στη δεκαετία του 1970 δόθηκε μεγάλη έμφαση στο «θεώρημα του Οκίσιο», η σημασία του έχει υπερτιμηθεί σημαντικά, διότι πρόκειται για μία απλή άσκηση συγκριτικής στατικής, η οποία δεν αναφέρεται καθόλου σε καταστάσεις ανισορροπίας ή δυναμικές διαδικασίες. Το θεώρημα δεν αποδεικνύει ότι το ποσοστό κέρδους δεν μπορεί να πέσει, αλλά, το πολύ, ότι η άμεση αιτία της πτώσης του ποσοστού κέρδους πρέπει να είναι κάτι άλλο πέρα από την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου. Ο Χίλφερντινγκ, στη συζήτησή του για την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, παρατηρούσε ότι σε πρώτη φάση η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου θα σχετιζόταν με αύξηση του ποσοστού κέρδους, επειδή η επένδυση σε σταθερό κεφάλαιο έχει μεγάλη περίοδο κυοφορίας· η πτώση επέρχεται αργότερα, ως αποτέλεσμα της εμφάνισης υπερπαραγωγής στους κλάδους με υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου κατά την κρίση. Οι Στράτσι [Strachey] και Ντομπ έβλεπαν την πτώση του ποσοστού κέρδους ως άμεσο αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών, η οποία προέκυπτε από την υπερσυσσώρευση σε σχέση με την εργατική δύναμη· κατάσταση που ήταν με τη σειρά της συνέπεια των εμποδίων στην εκτόπιση εργασίας που προκαλούσε η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Όταν η διαδικασία της τεχνικής καινοτομίας εξετάζεται σε δυναμικό πλαίσιο, η επίδραση της καινοτομίας στο ποσοστό κέρδους είναι θεωρητικά απροσδιόριστη, και δεν υπάρχει λόγος να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η καθαρή επίδραση να οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους (βλ. John Weeks, Capital and Exploitation, 1981). Ο Ανουάρ Σαΐχ έχει υποστηρίξει (1978) ότι ένας καπιταλιστής μπορεί ορθολογικά να εισαγάγει μια νέα μέθοδο παραγωγής που μειώνει το μοναδιαίο κόστος, ακόμη κι αν μειώνει το ποσοστό κέρδους, επειδή αυτό θα του επιτρέψει να επιβιώσει καλύτερα στον ανταγωνισμό.^39 Με βάση αυτό, μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτή η στρατηγική μεγιστοποιεί το ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα (Nakatani, 1980). Μια πιο ικανοποιητική προσέγγιση είναι αυτή που προτείνει ο Ρόμπερτ Ρόιτεν (1991), ο οποίος δείχνει ότι αν οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν ένα φάσμα {70} τεχνολογιών με διαφορετικά ποσοστά κέρδους, είναι απολύτως δυνατό μια καινοτομία να αυξήσει το ποσοστό κέρδους του καινοτόμου σε βάρος των υφιστάμενων παραγωγών, μειώνοντας έτσι το μέσο ποσοστό κέρδους.

^39 Η συνέπεια του επιχειρήματος του Σαΐχ είναι ότι ένας ορθολογικός καπιταλιστής θα διατηρεί ένα φάσμα τεχνολογιών, ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Έτσι, για παράδειγμα, ο καπιταλιστής μπορεί να συνδυάζει μονάδες παραγωγής με χαμηλό μοναδιαίο κόστος αλλά υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου —οι οποίες θα παραμένουν κερδοφόρες υπό συνθήκες έντονου ανταγωνισμού— με μονάδες που έχουν υψηλότερο μοναδιαίο κόστος αλλά χαμηλότερη οργανική σύνθεση, οι οποίες μπορούν να τεθούν σε αναστολή κατά τη διάρκεια ύφεσης και να επανέλθουν σε λειτουργία σε φάση οικονομικής άνθησης ώστε να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους. Αυτή η συνέπεια έχει προφανώς άμεση εφαρμογή στην εξήγηση της ανισόμερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Όλη αυτή η συζήτηση αποτελεί στην πραγματικότητα μια εκτροπή από το βασικό θεωρητικό ζήτημα. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει κάποια αναγκαία τάση για πτώση του ποσοστού κέρδους, και είναι εξίσου σαφές ότι μια πτώση του ποσοστού κέρδους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι απολύτως δυνατή. Ωστόσο, το θεμελιώδες ζήτημα δεν είναι το αν το ποσοστό κέρδους θα πέσει, αλλά γιατί μια τέτοια πτώση θα έπρεπε να οδηγήσει σε κρίση και όχι σε μια ομαλή επιβράδυνση του ρυθμού συσσώρευσης.

Πάλη των Τάξεων και το Ποσοστό Κέρδους

Η βασική πολιτική αδυναμία της θεμελιοκρατικής διατύπωσης του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους είναι ότι αποσυνδέει πλήρως την τάση προς κρίση από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, παρουσιάζοντας τον νόμο ως μηχανικό αποτέλεσμα της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αυτού του είδους η κριτική προς την θεμελιοκρατία οδήγησε σε δύο κατευθύνσεις, καθεμία από τις οποίες επιχείρησε να ενσωματώσει την ανάλυση της ταξικής πάλης στην ανάλυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Η πρώτη κατεύθυνση ενσωμάτωσε την νεο-ρικαρδιανή έμφαση στον αγώνα διανομής των μισθών στην θεμελιοκρατική ανάλυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, αναβιώνοντας τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη, την οποία είχαν προτείνει οι Πράιζερ, Στράτσι και Ντομπ και την οποία παρουσίασε ο Σουήζυ ως τη γονιμότερη εφαρμογή της θεωρίας της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Το πλεονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι αποφεύγει τόσο τον βολουνταρισμό της νεο-ρικαρδιανής θεωρίας, που βλέπει την πτώση του ποσοστού κέρδους ως απλό αποτέλεσμα της μαχητικότητας των εργατών, όσο και τον μηχανιστικό οικονομοκρατισμό της θεμελιοκρατικής θεωρίας, η οποία παραμελεί τον ρόλο της ταξικής πάλης στον προσδιορισμό του ποσοστού κέρδους. Η βασική πηγή αυτής της προσέγγισης στον σύγχρονο μαρξισμό υπήρξε η ιαπωνική Σχολή Uno, και πιο συγκεκριμένα το έργο του Μακότο Ίτο (Itoh, 1980, 1988· Armstrong, Glyn and Harrison, 1984).

Η Σχολή Uno δεν συνδέει τη θεωρία της κρίσης άμεσα με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, αλλά τη βασίζει σε ένα υπόδειγμα μονοπωλιακού καπιταλισμού, το οποίο εδράζεται σε μονοπωλιακές αγορές προϊόντων και ανταγωνιστική αγορά εργασίας, έτσι ώστε ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας να αντικαθιστά τον ανταγωνισμό {71} στις αγορές προϊόντων ως το κίνητρο για καινοτομία. Αυτό οδηγεί σε ένα υπόδειγμα στο οποίο η συσσώρευση λαμβάνει χώρα με σταθερή τεχνολογία και σταθερό ποσοστό κέρδους, μέχρις ότου η πίεση από την αύξηση των μισθών συμπιέσει τα κέρδη, εξαναγκάζοντας ένα κύμα τεχνολογικών καινοτομιών που εξοικονομούν εργασία προκαλώντας κρίση.^40 Η επεξεργασία της θεωρίας από τον Ίτο είναι μια σύνθετη σύνθεση νεο-ρικαρδιανών, θεωριών πτώσης του ποσοστού κέρδους και θεωριών δυσαναλογίας, καθεμία εκ των οποίων αντιστοιχεί σε διαφορετική φάση του κύκλου. Η σημασία του έργου του Ίτο έγκειται στο ότι, σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους άλλους θεωρητικούς της πτώσης του ποσοστού κέρδους, επιχειρεί να δείξει πώς η πτώση αυτή οδηγεί σε κρίση. Ωστόσο, κάνοντάς το, υπονομεύει ουσιαστικά τη δική του θεωρία, διότι στη δική του παρουσίαση η αιτία της κρίσης δεν είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά η αποτυχία των δημοσιονομικών και νομισματικών αρχών να περιορίσουν τη νομισματική υπερεπέκταση της περιόδου άνθησης, η οποία οδηγεί σε διάβρωση των κερδών — μια αποτυχία που προκύπτει επειδή η θεωρία του αφαιρεί πλήρως τον ρόλο του κράτους.^41

^40 Η ιδέα ότι μόνο μέσω των κρίσεων υπερσυσσώρευσης αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις συνιστά μια ιδιότυπη αναστροφή της ορθόδοξης μαρξιστικής άποψης, σύμφωνα με την οποία είναι η απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που προκαλεί τις κρίσεις.

^41 Βλ. την κριτική μου προς τον Ίτο και τη Σχολή Uno (Clarke, 1989). Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ρύθμισης του Michel Aglietta και το Κεφάλαιο και Εκμετάλλευση του John Weeks επίσης συνδέουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με την κρίση, μέσω μιας θεωρίας δυσαναλογιών και επέκτασης της πίστωσης.

Η δεύτερη εξέλιξη συμμερίζεται την νεο-ρικαρδιανή έμφαση στην κεντρικότητα της ταξικής πάλης, αλλά μετατοπίζει το επίκεντρο από την πάλη για τη διανομή προς την πάλη για την παραγωγή.^42 Αυτή η εξέλιξη βασίστηκε σε μια ερμηνεία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους που επικεντρωνόταν στην ανάλυση του Μαρξ για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, και όχι στην περισσότερο μηχανιστική παρουσίαση του νόμου στον Τρίτο Τόμο. Η εισαγωγή μιας νέας και παραγωγικότερης μεθόδου παραγωγής θα έχει καταρχήν αρνητική επίδραση στο ποσοστό κέρδους, αυξάνοντας τη σύνθεση του κεφαλαίου. Φυσικά, αυτή η επίδραση μπορεί να αντισταθμιστεί από μια αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, αλλά μια τέτοια αύξηση δεν είναι αυτόματη και δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Μπορεί να επιτευχθεί από τον καπιταλιστή μόνο ως αποτέλεσμα {72} της πάλης για την εντατικοποίηση της εργασίας, την επέκταση της εργάσιμης ημέρας και τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Από αυτήν την άποψη, η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους δεν είναι ένας αντικειμενικός νόμος, αλλά μία έκφραση της αναγκαιότητας μιας διαρκούς ταξικής πάλης στη σφαίρα της παραγωγής. Το συμπέρασμα που απορρέει είναι ότι η πηγή των κρίσεων βρίσκεται στην αντίσταση της εργατικής τάξης απέναντι στην εντατικοποίηση της εργασίας και την παραγωγή υπεραξίας, η οποία εμποδίζει τον καπιταλιστή να ιδιοποιηθεί επαρκές κέρδος.

^42 Η προσέγγιση αυτή συνδεόταν στενά με την εστίαση στη διαδικασία της εργασίας, η οποία ενισχύθηκε από το έργο του Harry Braverman, Labour and Monopoly Capital (1974), και από το ιταλικό κίνημα της autonomia, και πολιτικά συσχετίστηκε με την αναγνώριση της αυξανόμενης μαχητικότητας στη βάση του εργοστασίου ως το επίκεντρο της επαναστατικής πολιτικής. Βλ. Bell, 1977. Η έμφαση στην «παραγωγή» υπήρξε σύμβολο της μαρξιστικής ζωντάνιας κατά τη δεκαετία του 1970, φτάνοντας στα πιο παράλογα άκρα με τους Αλτουσεριανούς. Βασιζόταν σε έναν μεταφυσικό υλισμό, σύμφωνα με τον οποίο η άμεση διαδικασία παραγωγής ήταν κατά κάποιον τρόπο πιο «πραγματική» από τις σχέσεις διανομής ή ανταλλαγής —μια αντίληψη που αντανακλούσε έναν στενό ορισμό της ταξικής πάλης, ο οποίος ενδέχεται να ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα των αγώνων της εργατικής βάσης κατά τη δεκαετία του 1960, αλλά ήδη είχε αρχίσει να ξεπερνιέται στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Ενώ αυτή η προσέγγιση αποφεύγει τον μηχανιστικό οικονομοκρατισμό της θεμελιοκρατικής ερμηνείας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, μοιράζεται την αδυναμία της νεο-ρικαρδιανής θεωρίας, αποδίδοντας την αιτία της κρίσης στην αντίσταση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο —στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αντίσταση απέναντι στην αναδιάρθρωση της παραγωγής. Ενώ αυτό συνδέει τη θεωρία της κρίσης με την καθημερινή πραγματικότητα της ταξικής πάλης, δεν οδηγεί αναγκαστικά σε προοδευτικά συμπεράσματα. Όπως και στην περίπτωση της νεο-ρικαρδιανής θεωρίας, εάν η αντίσταση της εργατικής τάξης στην επικερδή εισαγωγή προηγμένων μεθόδων παραγωγής είναι αυτή που οδηγεί στην κρίση, τότε το συμπέρασμα μπορεί να είναι ότι ο καπιταλισμός πρέπει να ανατραπεί, αλλά μπορεί εξίσου να είναι ότι μια τέτοια κοντόφθαλμη αντίσταση είναι επιζήμια για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, τα οποία εξυπηρετούνται καλύτερα μέσω της ταξικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από άλλους, ιδιαίτερα ξένους, καπιταλιστές και τους εργάτες τους. Και οι δύο αυτές θεωρίες, στην πραγματικότητα, έπειθαν μόνο όσους —στα μέσα της δεκαετίας του 1970— πίστευαν ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στο χείλος μιας επαναστατικής κρίσης, στην οποία ο σοσιαλισμός βρισκόταν στην άμεση ημερήσια διάταξη. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, μια τέτοια άποψη είχε καταστεί μη βιώσιμη, και οι θεωρίες που συνδέονταν με αυτήν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ανεπαρκείς.

Υπάρχει μια Μαρξιστική Θεωρία της Κρίσης;

Παρά τις ουσιώδεις διαφορές τους, οι προσεγγίσεις που εξετάστηκαν προηγουμένως ως προς τη θεωρία της κρίσης αντανακλούσαν όλες τις ιδιαίτερες πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες της δεκαετίας του 1970 και οδηγήθηκαν όλες σε αδιέξοδο όταν οι συνθήκες αυτές άλλαξαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αφενός, η εμπειρία της ήττας δεν έσπρωξε την οργανωμένη εργατική τάξη στην αγκαλιά της επαναστατικής Αριστεράς. Αφετέρου, η θεαματική αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού υπονόμευσε την επαναστατική πίστη στην αναπόφευκτη έλευση της κρίσης.

Μια αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση υπήρξε η εγκατάλειψη της θεωρίας της κρίσης στο σύνολό της, ως εσφαλμένης, «ουσιοκρατικής», «οικονομίστικης» και «δογματικής», {73} προς όφελος ενός εκλεκτικιστικού εμπειρισμού που αναζητά συγκεκριμένες αιτίες για κάθε επιμέρους κρίση, λεηλατώντας κατά βούληση τις διάφορες θεωρίες, ή που αντιλαμβάνεται τις διαφορετικές φάσεις της συσσώρευσης ως χαρακτηριζόμενες από διαφορετικού τύπου κρίσεις, αποσυνδέοντας όμως τον «πολιτικό» αγώνα για τον σοσιαλισμό από την «οικονομική» ανάπτυξη του καπιταλισμού. Εγκαταλείποντας την προσπάθεια να θεμελιωθεί ο σοσιαλισμός στις αντικειμενικές τάσεις εξέλιξης του καπιταλισμού, η προσέγγιση αυτή συνδέεται στενά σήμερα, όπως και έναν αιώνα πριν, με την επιστροφή σε μια ηθική αντίληψη του σοσιαλισμού, αποκομμένη από τις υλικές ανάγκες και προσδοκίες της εργατικής τάξης που εκφράζονται μέσω της ταξικής πάλης. Πράγματι, για πολλούς, η απώλεια πίστης στον σοσιαλισμό οδήγησε άμεσα σε έναν τεχνολογιστικό ρεφορμισμό, ο οποίος υμνεί τις παραγωγικές δυνατότητες της νέας τεχνολογίας όχι ως προάγγελο της κρίσης μέσω της οποίας η εργατική τάξη θα απελευθερωνόταν από τον καπιταλιστικό ζυγό, αλλά ως δύναμη που καθιστά την ταξική πάλη άνευ αντικειμένου, προσφέροντας απελευθέρωση από την ανάγκη για εργασία εν γένει.

Αν και τέτοιες απαντήσεις διαθέτουν μια εγγενή ιδεολογική λογική, υπάρχει κάτι το απωθητικό σε έναν σοσιαλισμό που γυρίζει την πλάτη στη στέρηση, την εκμετάλλευση και την καταπίεση σε παγκόσμια κλίμακα — φαινόμενα που παραμένουν εξίσου χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής συσσώρευσης σήμερα όσο και στο παρελθόν. Η αδυναμία των μαρξιστών να αναπτύξουν μια επαρκή θεωρία της κρίσης δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι οι τάσεις κρίσης έχουν εξαφανιστεί. Ίσως όντως ο καπιταλισμός να μην εμπεριέχει εγγενείς τάσεις κρίσης, ίσως η τρέχουσα απορρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος να είναι απλώς αποτέλεσμα θεσμικών και πολιτικών αποτυχιών, και ο καπιταλισμός να μπορεί να μεταρρυθμιστεί στη βάση ενός ανθρωπιστικού ήθους. Από την άλλη, είναι εξίσου σαφές ότι κάθε προηγούμενη προσπάθεια μεταρρύθμισης του καπιταλισμού σε αυτή τη βάση έχει αποτύχει — γεγονός που υποδηλώνει πως η αναζήτηση αναγκαίων αιτίων για αυτή την αποτυχία, αντί για την απόδοσή της σε τυχαίους παράγοντες, δεν συνιστά δογματισμό αλλά υπέρτατη ευθύνη των σοσιαλιστών — και ακόμη και των ανθρωπιστών — διανοουμένων.

Τη στιγμή ακριβώς που οι μαρξιστές φαίνονται να εγκαταλείπουν την ιδέα ότι ο καπιταλισμός έχει εγγενή όρια, η ίδια αυτή ιδέα φαίνεται να διαδίδεται ευρύτερα πέρα από το «μαρξιστικό γκέτο». Οι πιο διορατικοί οικονομολόγοι αναρωτιούνται αν η ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1990 ενδέχεται να διαφέρει από τις προηγούμενες, στο ότι έχει δομικό χαρακτήρα που την καθιστά απρόσφορη για αντιμετώπιση μέσω των παραδοσιακών πολιτικών εργαλείων. Σε ευρύτερη κλίμακα, εξαπλώνεται όλο και περισσότερο η πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός δεν θα καταρρεύσει λόγω των κοινωνικών ή οικονομικών του αντιφάσεων, αλλά καταστρέφοντας το παγκόσμιο περιβάλλον — και ίσως μαζί του και την {74} ίδια την ανθρώπινη ζωή.

Η ιδιαιτερότητα της μαρξιστικής προοπτικής είναι ότι αναζητά τα αίτια της κρίσης όχι σε φυσικά ή ψευδοφυσικά οικονομικά, ψυχολογικά ή οικολογικά όρια, αλλά στις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής — και αναζητά τη διέξοδο από την κρίση μέσω του μετασχηματισμού αυτών των κοινωνικών σχέσεων όχι «από τα πάνω», αλλά εκ των έσω. Είναι ειρωνικό ότι μια μαρξιστική θεωρία αποδεικνύεται πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ, ακριβώς τη στιγμή που ο μαρξισμός φαίνεται να βρίσκεται στο χαμηλότερο θεωρητικό του σημείο.

Η αποτυχία των θεωριών της δεκαετίας του 1970 να εξηγήσουν τις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην εγκατάλειψη της προσπάθειας, αλλά στην αναζήτηση νέων θεμελίων πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί η θεωρία. Για την ανάπτυξη αυτών των θεμελίων, είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στις πρώτες αρχές, ώστε να θεμελιώσουμε μια θεωρία αντάξια της κρισιακής πραγματικότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Σε αυτό το κεφάλαιο παρουσίασα συνοπτικά την ανάπτυξη των μαρξιστικών θεωριών κρίσης κατά τον τελευταίο αιώνα. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτής της ιστορίας είναι ο βαθμός στον οποίο οι θεωρίες αυτές έχουν εγκαταλείψει σταδιακά τα ιδιαίτερα μαρξιστικά τους θεμέλια. Μια επαρκής θεωρία της κρίσης πρέπει να είναι θεωρία της δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που να αποδεικνύει ότι η τάση προς την κρίση είναι εγγενής σε αυτή τη δυναμική. Τα όρια του καπιταλισμού πρέπει να εντοπιστούν ως κάτι εσωτερικό στον ίδιο τον καπιταλισμό. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι ο καπιταλισμός εδράζεται σε μια «αντιφατική βάση»: πρέπει να εντοπίσουμε τις δυνάμεις που κινούν τον καπιταλισμό προς τα εμπρός, αλλά ταυτόχρονα τον οδηγούν προς την καταστροφή του.

Ο Ένγκελς εντόπισε μια τέτοια δύναμη στην τάση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού να εξαναγκάζει κάθε καπιταλιστή να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια της αγοράς αφενός, και στην ανάγκη του καπιταλιστή να βρει μια αγορά για να πουλήσει το τελικό προϊόν ώστε να πραγματοποιήσει το διευρυμένο του κεφάλαιο, αφετέρου. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή υπεραξίας και την πραγματοποίησή της μέσω της πώλησης των παραγόμενων χρηστικών αξιών αποτελεί την ειδικά αναπτυγμένη μορφή της θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: την αντίφαση μεταξύ αξίας και χρηστικής αξίας, μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων. Συνεπώς, ορίζει την τάση προς κρίση ως εγγενή στις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής — και ως τάση που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την υπέρβαση των ορίων του καπιταλισμού.

Ο Ένγκελς εντόπισε το αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης στην εγγενή τάση προς την υπερπαραγωγή, καθώς η ανάπτυξη της παραγωγής προηγείται της επέκτασης της αγοράς — την οποία είδε ως τη βάση {75} του καπιταλιστικού κύκλου της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης. Ο Κάουτσκι μετέτρεψε τη θεωρία της κρίσης του Ένγκελς σε θεωρία της μακροχρόνιας τάσης προς την υποκατανάλωση, αντικαθιστώντας την με μια εξήγηση των κρίσεων βάσει της «αναρχίας της αγοράς».

Η ρεβιζιονιστική κριτική του μαρξισμού, η οποία αναπτύχθηκε με τη μεγαλύτερη θεωρητική αυστηρότητα από τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, υπονόμευσε την μακροϊστορική θεωρία του Κάουτσκι δείχνοντας ότι το εμπόδιο στην επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν έγκειται στην υποκατανάλωση, αλλά στην δυσαναλογία (disproportionality). Η μαρξιστική απάντηση σε αυτήν την κριτική ήταν να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τη διατύπωση του Ένγκελς για τη θεωρία της κρίσης. Τόσο η θεωρία του Χίλφερντινγκ όσο και εκείνη της Λούξεμπουργκ αφαίρεσαν από το επίκεντρο την τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς όριο — η οποία για τον Μαρξ και τον Ένγκελς αποτελούσε την κινητήρια δύναμη, την ιστορική δικαιολόγηση και το τελικό όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής — και την αντικατέστησαν με την αστική αντίληψη ότι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού είναι η ανάπτυξη της αγοράς και η αύξηση της κατανάλωσης. Αυτή η μετατόπιση οδήγησε τον Χίλφερντινγκ στην ανάπτυξη μιας κατ’ ουσίαν ορθόδοξης αστικής θεωρίας του επιχειρηματικού κύκλου, και τη Λούξεμπουργκ σε μια κλασικά αστική θεωρία της υποκατανάλωσης (η πρώτη οδηγεί στον Σουμπέτερ και τον Χάγιεκ, η δεύτερη στη Τζόαν Ρόμπινσον). Παρότι και οι δύο αυτές θεωρίες υποστήριζαν ότι η αναγκαιότητα της κρίσης είναι εγγενής στη κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, η ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης κατά τη μεσοπολεμική περίοδο υπονόμευσε σταδιακά τη ριζοσπαστικότητα τόσο των θεωριών της δυσαναλογίας όσο και της υποκατανάλωσης.

Η αναζωογόνηση της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης τη δεκαετία του 1970 απέρριψε τόσο τις θεωρίες της υποκατανάλωσης όσο και της δυσαναλογίας, επικεντρώνοντας στην πτώση του ποσοστού κέρδους ως υποτιθέμενη αιτία της κρίσης, αν και, όπως είδαμε, δεν δόθηκε καμία ικανοποιητική εξήγηση για το γιατί η πτώση του ποσοστού κέρδους θα έπρεπε να οδηγήσει σε κρίση. Αν και αυτές οι θεωρίες έμοιαζαν να απορρίπτουν τις προηγούμενες μαρξιστικές ορθοδοξίες, η απόρριψη αυτή δεν ήταν τόσο ριζική όσο φαινόταν. Η βασική κριτική τόσο στις θεωρίες της υποκατανάλωσης όσο και στις θεωρίες της δυσαναλογίας ήταν ότι εστιάζουν αποκλειστικά στις σχέσεις διανομής και ανταλλαγής, παραμελώντας τον καθοριστικό ρόλο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, αυτό οδήγησε σε μια εξίσου μονομερή έμφαση στα εμπόδια για την παραγωγή υπεραξίας εντός της σχέσης κεφαλαίου–εργασίας.

Αν και αυτή η μονοσήμαντη εστίαση στην καπιταλιστική ταξική σχέση, αποσπασμένη από τις σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κεφαλαίων, ακουγόταν άψογα μαρξιστική, σήμαινε, ρητά ή άρρητα, την υιοθέτηση {76} του πλαισίου της γενικής ισορροπίας της αστικής οικονομικής σκέψης. Η υιοθέτηση ενός πλαισίου γενικής ισορροπίας δεν συνεπαγόταν αναγκαστικά την πίστη ότι ο καπιταλισμός τείνει πράγματι προς τέτοιες ισορροπίες, αλλά βασιζόταν στην επιμονή ότι η αναγκαιότητα της κρίσης πρέπει να εξηγηθεί στη βάση της παραγωγής υπεραξίας, σε αφαίρεση από την ενδεχομενικότητα της «αναρχίας της αγοράς». Ωστόσο, η αποκλειστική εστίαση στις συνθήκες παραγωγής καθιστά αδύνατη την εξήγηση των κρίσεων, διότι η κρίση εκδηλώνεται πάντα ως κατάρρευση της διαδικασίας κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Η αδυναμία των κλασικών μαρξιστικών θεωριών κρίσης δεν βρισκόταν στη μονομερή τους συγκέντρωση στις σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ των κεφαλαιοκρατών — έναντι μιας εξίσου μονομερούς εστίασης στις σχέσεις παραγωγής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Εντοπιζόταν στην αποτυχία τους να αναλύσουν τις σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κεφαλαίων μέσα στο πλαίσιο μιας ανάλυσης της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο σύνολό της, της οποίας η παραγωγή, η διανομή και η ανταλλαγή είναι όλα απαραίτητα στιγμιότυπα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να παρέχουν εύλογες περιγραφές της δυναμικής της κρίσης, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσουν τα θεμέλιά της στις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι σύγχρονες θεωρίες έπεσαν στην αντίθετη παγίδα: παρείχαν θεμελιωμένες περιγραφές των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τις κρίσεις.

Φαίνεται ότι η μαρξιστική θεωρία της κρίσης δεν οδηγεί πουθενά αλλού πέρα από μια σειρά από αδιέξοδα. Ωστόσο, το πρόβλημα που έθεσε ο Μαρξ — δηλαδή η εξήγηση των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης — παραμένει άλυτο. Ο Μαρξ δεν προσέφερε μια απλή απάντηση στο πρόβλημα αυτό, αλλά τουλάχιστον το έθεσε με τρόπους πιο γόνιμους απ’ ό,τι οι επίγονοί του. Πριν αποφασίσουμε να σβήσουμε εντελώς τον πίνακα, αξίζει να στραφούμε στα ίδια τα έργα του Μαρξ.

{77}

3 Υπερπαραγωγή και Κρίση στα Πρώιμα Έργα

Η θεωρία της κρίσης του Ένγκελς

Οι απαρχές της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης μπορούν να εντοπιστούν στο πρώιμο οικονομικό έργο του Ένγκελς, Σχεδίασμα Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1843), το οποίο ήταν το έργο που έφερε για πρώτη φορά τον Μαρξ σε επαφή με τον Ένγκελς και τον προσέλκυσε στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας.

Η κριτική του Ένγκελς στην πολιτική οικονομία επικεντρωνόταν στα οικονομικά και ηθικά δεινά που γεννά ο ανταγωνισμός. Ο ανταγωνισμός εξηγείται ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και αποτελεί, με τη σειρά του, το θεμέλιο τόσο της ταξικής αντιπαλότητας όσο και των περιοδικών κρίσεων, πάνω στις οποίες ο Ένγκελς στηρίζει την καταδίκη του καπιταλισμού.

Η θεωρία της κρίσης του Ένγκελς βασίζεται αρχικά στην «αναρχία της αγοράς». Οι παραγωγοί αγνοούν τις ανάγκες των αγοραστών, τις οποίες ανακαλύπτουν μόνο μέσω της ανόδου και της πτώσης των τιμών. Η άνοδος και η πτώση των τιμών δεν οδηγεί στη λεία και αυτόματη προσαρμογή προς την ισορροπία, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, αλλά στην εναλλαγή υπερπαραγωγής (που υποκινείται από την άνοδο των τιμών) και ύφεσης (που προκαλείται από την πτώση τους).^1 Ωστόσο, ο Ένγκελς εισάγει και έναν πιο θεμελιώδη παράγοντα που υποβαστάζει την τάση προς την κρίση: ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια διαρκή τάση προς την υπερπαραγωγή, η οποία καθοδηγείται από την πίεση του ανταγωνισμού. Αυτή η πίεση διασφαλίζει ότι η τάση προς την κρίση δεν είναι τυχαία αλλά συστηματική· οι κρίσεις αποτελούν απλώς τη δραματικότερη εκδήλωση της μακροχρόνιας τάσης προς την υπερπαραγωγή, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή της δυναμικής του καπιταλισμού και το ιστορικό του όριο.

^1 Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτή ήταν η θεωρία του οικονομικού κύκλου που προτάθηκε ως βάση της θεωρίας της κρίσης από τους Κάουτσκι και Χίλφερντινγκ.

Με την εξέλιξη του καπιταλισμού, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και η ανάπτυξη του μονοπωλίου συνεπάγονται τη γενίκευση της αστάθειας σε όλους τους κλάδους παραγωγής και την επέκτασή της σε παγκόσμια κλίμακα, έτσι ώστε η συσσώρευση του κεφαλαίου να λαμβάνει κυκλικό χαρακτήρα με μορφή άνθησης και {78} ύφεσης. Τέλος, ο Ένγκελς εντοπίζει την τακτική εκτόπιση της εργασίας στην κυκλική εναλλαγή άνθησης και ύφεσης ως τον ουσιώδη μηχανισμό μέσω του οποίου το προλεταριάτο συγκροτείται ως επαναστατική τάξη. Αυτό αποτελεί το βασικό μοντέλο της κρίσης που επανέρχεται σε όλο το έργο των Μαρξ και Ένγκελς, παρότι ο Μαρξ προοδευτικά επεξεργάστηκε θεωρητικά τα θεμέλιά του.

Η κριτική του Ένγκελς στην πολιτική οικονομία ήταν μια απόπειρα να δείξει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία βρίσκεται στη ρίζα όλων των δεινών του καπιταλιστικού συστήματος. Η βάση αυτής της επίδειξης ήταν η σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων που γεννά η ιδιωτική ιδιοκτησία στο πεδίο του ανταγωνισμού. Έτσι, ο Ένγκελς υποστήριζε ότι «το άμεσο επακόλουθο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι το εμπόριο,» το οποίο είναι εξαρχής και αναγκαστικά ανταγωνιστικό, βασισμένο σε «διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα» και γεννώντας «αμοιβαία δυσπιστία». Η αξία προσδιορίζεται στην αγορά, μέσα από τη σύγκρουση παραγωγών και καταναλωτών — σύγκρουση που οι οικονομολόγοι προσπαθούν να αποκρύψουν απομονώνοντας την έννοια της αξίας από την ανταλλαγή, ανάγοντάς την είτε στο κόστος παραγωγής είτε στη υποκειμενική χρησιμότητα, ενώ στην πραγματικότητα η έννοια δεν έχει νόημα αν αφαιρεθεί από τη σχέση μεταξύ των δύο στην ανταλλαγή. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι οικονομολόγοι αποκρύπτουν τη σύγκρουση που υποκρύπτεται στην κατανομή του προϊόντος. Η θεωρία της γαιοπροσόδου ισχυρίζεται ότι αυτή προκύπτει από διαφορές στην παραγωγικότητα της γης, ενώ στην πραγματικότητα καθορίζεται από «τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγικότητα της γης, την φυσική πλευρά... και την ανθρώπινη πλευρά, δηλαδή τον ανταγωνισμό». Παρομοίως, η κατανομή του προϊόντος ανάμεσα σε κέρδος, τόκο, πρόσοδο και μισθούς δεν γίνεται σύμφωνα με κάποιο «εγγενές μέτρο, αλλά με βάση ένα εντελώς εξωτερικό και, αναφορικά με αυτούς, τυχαίο κριτήριο — τον ανταγωνισμό, το πανούργο δικαίωμα του ισχυρού». Έτσι, το κακό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι ότι εισάγει τον κατακερματισμό, θέτοντας τον καπιταλιστή ενάντια σε καπιταλιστή και τον εργάτη ενάντια σε εργάτη. «Σε αυτή τη διχόνοια... πραγματώνεται η ανηθικότητα της μέχρι τώρα κατάστασης της ανθρωπότητας· και αυτή η ολοκλήρωση είναι ο ανταγωνισμός» (CW3, 419, 421, 422, 429, 431, 432).

Η ιδιωτική ιδιοκτησία όχι μόνο θεμελιώνει την κοινωνία πάνω στον ανταγωνισμό συμφερόντων, αλλά επίσης επιφέρει μια διαρκή ανισορροπία ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση. Η αρχική εξήγηση του Ένγκελς για αυτή την ανισορροπία —και για τις κρίσεις που αυτή προκαλεί— στηρίζεται στην αστάθεια της διαδικασίας προσαρμογής, η οποία προκύπτει από την άγνοια των οικονομικών δρώντων. Η προσφορά

είναι είτε πολύ μεγάλη είτε πολύ μικρή, ποτέ δεν αντιστοιχεί στη ζήτηση· διότι σε αυτή την ασυνείδητη κατάσταση της ανθρωπότητας, κανείς δεν γνωρίζει {79} πόση είναι η προσφορά ή η ζήτηση. Αν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά, οι τιμές ανεβαίνουν και, ως αποτέλεσμα, η προσφορά εν μέρει διεγείρεται. Μόλις αυτή έρθει στην αγορά, οι τιμές πέφτουν· κι αν γίνει μεγαλύτερη από τη ζήτηση, τότε η πτώση των τιμών είναι τόσο σημαντική ώστε η ζήτηση διεγείρεται εκ νέου. Και έτσι συνεχίζεται επ’ αόριστον — μια μόνιμα ανθυγιεινή κατάσταση — μια διαρκής εναλλαγή υπερερέθισης και ύφεσης, η οποία αποκλείει κάθε πρόοδο — μια κατάσταση διαρκούς διακύμανσης χωρίς ποτέ να επιτυγχάνεται ο στόχος. Αυτός ο νόμος με τη συνεχή του προσαρμογή, στην οποία ό,τι χάνεται εδώ κερδίζεται αλλού, θεωρείται από τον οικονομολόγο ως κάτι εξαίσιο... Κι όμως, είναι φανερό ότι αυτός ο νόμος είναι καθαρά νόμος της φύσης και όχι του νου. Είναι ένας νόμος που γεννά επαναστάσεις. Ο οικονομολόγος έρχεται με την όμορφη θεωρία του περί προσφοράς και ζήτησης, αποδεικνύοντάς σας ότι «δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει υπερπαραγωγή», και η πράξη απαντά με εμπορικές κρίσεις, που επανεμφανίζονται τόσο τακτικά όσο οι κομήτες... Φυσικά, αυτοί οι εμπορικοί κλονισμοί επιβεβαιώνουν το νόμο, τον επιβεβαιώνουν εξαντλητικά — αλλά με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ο οικονομολόγος θα ήθελε να μας πείσει ότι ισχύει. Τι να σκεφτεί κανείς για έναν νόμο που μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσω περιοδικών καταστροφών; Είναι αναμφίβολα ένας φυσικός νόμος βασισμένος στην ασυνειδησία των συμμετεχόντων. Αν οι παραγωγοί γνώριζαν ως τέτοιοι τι χρειάζονται οι καταναλωτές, αν οργάνωναν την παραγωγή, αν τη μοίραζαν μεταξύ τους, τότε οι διακυμάνσεις του ανταγωνισμού και η τάση του προς κρίση θα ήταν αδύνατες. Παράγετε συνειδητά ως ανθρώπινα όντα — όχι ως διάσπαρτα άτομα χωρίς συνείδηση του είδους σας — και θα έχετε υπερβεί όλες αυτές τις τεχνητές και αβάσιμες αντιθέσεις. Αλλά όσο συνεχίζετε να παράγετε με τον παρόντα ασυνείδητο, αστόχαστο τρόπο, στο έλεος της τύχης — για τόσο θα παραμένουν οι εμπορικές κρίσεις· και κάθε επόμενη κρίση είναι καταδικασμένη να είναι πιο καθολική και άρα χειρότερη από την προηγούμενη· να φτωχοποιεί μεγαλύτερο μέρος των μικρών καπιταλιστών και να αυξάνει με συνεχώς εντονότερο ρυθμό τον αριθμό αυτών που ζουν αποκλειστικά από την εργασία τους, διευρύνοντας έτσι σημαντικά τη μάζα της εργασίας που πρέπει να απασχοληθεί (το κύριο πρόβλημα των οικονομολόγων μας) και, τελικά, να προκαλεί μια κοινωνική επανάσταση τέτοια που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν στη φιλοσοφία των οικονομολόγων. (CW3, 433–4)

Αν και ο Ένγκελς εξηγεί αρχικά τις περιοδικές κρίσεις απλώς ως αποτέλεσμα της άγνοιας των οικονομικών υποκειμένων, στη συνέχεια καθίσταται σαφές {80} ότι η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης είναι συστηματική, με την πηγή της να βρίσκεται στη διαρκή τάση προς υπερπαραγωγή, η οποία αποτελεί το αναγκαίο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού.

Ο αγώνας του κεφαλαίου ενάντια στο κεφάλαιο, της εργασίας ενάντια στην εργασία, της γης ενάντια στη γη, οδηγεί την παραγωγή σε πυρετώδη ένταση, μέσα στην οποία όλες οι φυσικές και λογικές σχέσεις ανατρέπονται. Κανένα κεφάλαιο δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό ενός άλλου αν δεν φτάσει στην υψηλότερη δυνατή ένταση δραστηριότητας... Κανείς απολύτως που συμμετέχει στον αγώνα του ανταγωνισμού δεν μπορεί να τον αντέξει χωρίς την έσχατη εξάντληση των δυνάμεών του, χωρίς να παραιτηθεί από κάθε πραγματικά ανθρώπινο σκοπό. Το αποτέλεσμα αυτής της υπερπροσπάθειας από τη μία πλευρά είναι, αναπόφευκτα, η χαλάρωση από την άλλη. (CW3, 427)

Ο Ένγκελς δεν εξηγεί γιατί η ταχεία αύξηση της παραγωγής υπό την πίεση του ανταγωνισμού οδηγεί σε υπερπαραγωγή, απλώς υπονοεί ότι όσοι καπιταλιστές, εργάτες ή γαιοκτήμονες δεν μπορούν να αντέξουν την πίεση του ανταγωνισμού καθίστανται περιττοί, διότι «στον αγώνα νικά ο ισχυρότερος» (CW3, 440), εκτοπίζοντας τον ασθενέστερο. Αρχικά, αυτή η περιττότητα συνυπάρχει με υπεραφθονία, αλλά όσο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, αυτή η συνύπαρξη εκδηλώνεται διαδοχικά στις κυκλικές διακυμάνσεις της παραγωγής.

Όταν η διακύμανση του ανταγωνισμού είναι μικρή, όταν ζήτηση και προσφορά, κατανάλωση και παραγωγή, είναι σχεδόν ίσες, τότε πρέπει να φτάσουμε σε ένα στάδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής όπου υπάρχει τόση πλεονάζουσα παραγωγική ισχύς, ώστε η μεγάλη μάζα του πληθυσμού να μην έχει τίποτα να ζήσει, ώστε ο λαός να λιμοκτονεί μέσα στην ίδια την αφθονία. Για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα η Αγγλία βρισκόταν σε αυτή την τρελή κατάσταση, σε αυτή την ζώσα παραδοξότητα. Όταν η παραγωγή υπόκειται σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει εξαιτίας μιας τέτοιας κατάστασης, τότε ξεκινά η εναλλαγή άνθησης και κρίσης, υπερπαραγωγής και ύφεσης. (CW3, 435–6)

Έτσι, η ύστατη έκφραση του αντιφατικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έγκειται σε αυτή την εναλλαγή άνθησης και κρίσης, και στη συνύπαρξη φτώχειας και υπεραφθονίας, υπερεργασίας και ανεργίας. (CW3, 436)

Στο έργο του Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (1844–5), ο Ένγκελς επίσης συνδέει τις τάσεις προς κρίση του καπιταλισμού τόσο με τον ανταγωνισμό (CW4, 508), όσο και με την άγνοια και την αβεβαιότητα που συνοδεύουν την αγορά, όπου ο συντονισμός προσφοράς και ζήτησης εξαρτάται από την «τύχη», καθώς «όλα {81} γίνονται στα τυφλά, με μαντεψιές, λίγο-πολύ στο έλεος του τυχαίου» (CW4, 382). Ωστόσο, γεμίζει επίσης ένα θεωρητικό κενό, συνδέοντας την έλλειψη συντονισμού της προσφοράς και της ζήτησης στις επιμέρους αγορές με τον συνολικό οικονομικό κύκλο. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται μέσω των τάσεων συγκέντρωσης που γεννά ο ανταγωνισμός· η αυξανόμενη μονοπώληση της βιομηχανίας συνδέει ξεχωριστούς επιμέρους κύκλους σε έναν τακτικό πενταετή κύκλο. Οι επακόλουθες κυκλικές διακυμάνσεις στην απασχόληση, καθώς και η τακτική ενίσχυση του «εφεδρικού στρατού εργασίας» μέσω τεχνολογικής καινοτομίας (CW4, 384, 429), ενισχύουν την ανάπτυξη μιας οργανωμένης εργατικής τάξης. Έτσι, ο Ένγκελς αναφέρεται στις εμπορικές κρίσεις ως «τους ισχυρότερους μοχλούς για κάθε ανεξάρτητη ανάπτυξη του προλεταριάτου» (CW4, 580).

Η Πρώιμη Ανάπτυξη της Ανάλυσης του Ένγκελς από τον Μαρξ

Το νεανικό έργο του Ένγκελς Σχεδίασμα Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας υπήρξε ταυτόχρονα η αρχή και το τέλος των αρχικών οικονομικών του μελετών, ωστόσο αποτέλεσε μόνο το σημείο εκκίνησης για τον Μαρξ. Αν και ο Μαρξ απέδωσε πάντα φόρο τιμής στο Σχεδίασμα του Ένγκελς, στα δικά του οικονομικά γραπτά προχώρησε πολύ πέρα από την επιφανειακή ανάλυση του Ένγκελς, γεγονός που τον οδήγησε σε μια αρκετά διαφορετική κατανόηση του χαρακτήρα και της σημασίας των οικονομικών κρίσεων. Παρόλο που οι διαφορές δεν είναι άμεσα εμφανείς, έχουν θεμελιώδεις συνέπειες.

Τα πρώτα οικονομικά γραπτά του Μαρξ, τα Σχόλια του στα Στοιχεία Πολιτικής Οικονομίας του James Mill και τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ανέπτυξαν την κριτική του Ένγκελς στον καπιταλισμό, αλλά την έθεσαν σε εντελώς διαφορετική βάση. Ο Μαρξ υιοθέτησε την κριτική του Ένγκελς στον νόμο της προσφοράς και ζήτησης των οικονομολόγων ως αφετηρία της δικής του κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ξεκινά τα Σχόλια του στον Mill σημειώνοντας ότι η προσφορά και η ζήτηση βρίσκονται σε ισορροπία «σποραδικά, τυχαία», οπότε «είναι εξίσου ένας μόνιμος νόμος ότι δεν βρίσκονται σε ισορροπία». Η πραγματική κίνηση είναι μια κίνηση διακύμανσης και δυσαναλογίας, αλλά «αυτή η πραγματική κίνηση, της οποίας ο εν λόγω νόμος αποτελεί απλώς έναν αφηρημένο, τυχαίο και μονόπλευρο παράγοντα, μετατρέπεται από τη σύγχρονη πολιτική οικονομία σε κάτι τυχαίο και επουσιώδες» (CW3, 210). Ο Μαρξ δεν σταματά εκεί, αλλά προχωρά άμεσα πέρα από τον ανταγωνισμό για να εξετάσει το χρήμα, στο οποίο «η ανθρώπινη, κοινωνική πράξη με την οποία τα προϊόντα του ανθρώπου αλληλοσυμπληρώνονται, αποξενώνεται από τον άνθρωπο και καθίσταται χαρακτηριστικό του χρήματος, ενός υλικού πράγματος έξω από τον άνθρωπο» — ένα αποφασιστικό βήμα που μετασχηματίζει την κριτική της πολιτικής οικονομίας μέσω της {82} επίθεσης στα θεωρητικά της θεμέλια (CW3, 212).

Ο Ένγκελς είχε διαπιστώσει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν το θεμέλιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και είχε υποστηρίξει ότι αποτελεί τη ρίζα όλων των δεινών του καπιταλισμού, αλλά η «ιδιωτική ιδιοκτησία» παρέμενε ένα ανεξερεύνητο αξίωμα στην ανάλυση του Ένγκελς. Στα γραπτά του 1844, ο Μαρξ εξερεύνησε αυτό το αξίωμα, μετασχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάλυση του Ένγκελς.

Για τον Ένγκελς, η ιδιωτική ιδιοκτησία και η ανταλλαγή ήταν αδιαχώριστες, με την ιδιοκτησία να παραμένει η θεμελιώδης βάση της ανταλλαγής. Ο Μαρξ όμως αποσπά την έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας από αυτόν τον θεμελιώδη ρόλο, υποστηρίζοντας ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι μόνο η νομική έκφραση μιας πιο θεμελιώδους σχέσης: της κοινωνικής σχέσης της εμπορευματικής παραγωγής, στην οποία η παραγωγή υποτάσσεται όχι στο «πονηρό δίκαιο του ισχυρότερου», αλλά στο χρήμα, στο οποίο ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής αντιπαρατίθεται στον παραγωγό ως εξωτερική δύναμη. Αυτό οδηγεί σε μια ριζικά διαφορετική ανάλυση της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής σε σύγκριση με αυτή που πρότεινε ο Ένγκελς.^2

^2 Αυτή η θεμελιώδης διαφορά έχει διαφύγει της προσοχής των σχολιαστών των πρώιμων έργων του Μαρξ και του Ένγκελς. Για μια πληρέστερη συζήτηση, βλ. Clarke, 1991, Κεφ. 3.

Ο Ένγκελς είχε επικεντρωθεί στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των ιδιοκτητών ιδιωτικής ιδιοκτησίας, που εκφράζεται στον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, ο Μαρξ δεν έβλεπε τη σχέση ανταλλαγής ως έκφραση μιας επιφανειακής σύγκρουσης βουλήσεων, αλλά ως μια διαμεσολαβημένη σχέση, στην οποία η ανταλλαγή λαμβάνει τη μορφή της αγοραπωλησίας εμπορευμάτων με χρήμα. Πίσω από αυτή τη διαμεσολαβημένη ανταλλαγή βρίσκεται η υποταγή της κοινωνικής παραγωγής στην αλλοτριωμένη δύναμη του χρήματος. Η σχέση ανταλλαγής είναι απλώς η έκφραση των κοινωνικών σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής.

Η σχέση μεταξύ ιδιοκτητών ιδιωτικής ιδιοκτησίας, όπως εκφράζεται στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, στις οποίες τα πράγματα παράγονται ως εμπορεύματα. Το διακριτικό γνώρισμα της εμπορευματικής παραγωγής είναι ότι τα πράγματα δεν παράγονται άμεσα για κοινωνικές ανάγκες, αλλά για πώληση, με σκοπό την απόκτηση χρήματος. Τα πράγματα παράγονται όχι ως χρηστικές αξίες, αλλά ως αξίες. Η σχέση ανταλλαγής δεν είναι σχέση μεταξύ ιδιοκτητών ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αφού τα πράγματα δεν έχουν καμία αξία ως ιδιωτική ιδιοκτησία. Ο ιδιοκτήτης της φυτείας δεν έχει κανένα όφελος από τις μπάλες βαμβακιού του, ούτε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου από τα ρολά υφάσματος. Αν αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να πουληθούν, δεν έχουν καμία αξία και μπορεί απλώς να καταστραφούν ή να απορριφθούν.

Τα πράγματα αποκτούν αξία μόνο όταν αξιολογούνται κοινωνικά, μέσω της ανταλλαγής τους με χρήμα, μέσω της οποίας σχετίζονται με όλα τα άλλα {83} εμπορεύματα. Η σύγχρονη ιδιωτική ιδιοκτησία είναι μια κοινωνική ποιότητα των πραγμάτων, την οποία αποκτούν μόνο ως συνέπεια ή σε προσδοκία της παραγωγής και της πώλησής τους ως εμπορευμάτων. «Η κοινωνική σχέση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας προς την ιδιωτική ιδιοκτησία είναι ήδη μια σχέση στην οποία η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι αποξενωμένη από τον εαυτό της. Η μορφή ύπαρξης για τον εαυτό της αυτής της σχέσης, το χρήμα, είναι συνεπώς η αλλοτρίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η αφαίρεση από τη συγκεκριμένη, προσωπική της φύση» (CW3, 213).

Τα πράγματα αποκτούν «αξία μόνο στον βαθμό που αντιπροσωπεύουν το χρήμα», οπότε το χρήμα είναι «η χαμένη, αποξενωμένη ουσία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ιδιωτική ιδιοκτησία που έχει αλλοτριωθεί, καταστεί εξωτερική προς τον εαυτό της» (CW3, 212). Η σχέση ανταλλαγής δεν βασίζεται στο θεσμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά στη κοινωνική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής, στην οποία η παραγωγή για την κοινωνική ανάγκη λαμβάνει την αλλοτριωμένη μορφή της παραγωγής εμπορευμάτων, της οποίας η ιδιωτική ιδιοκτησία αποτελεί απλώς τη νομική έκφραση. «Η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι έτσι το προϊόν, το αποτέλεσμα, η αναγκαία συνέπεια της αλλοτριωμένης εργασίας, της εξωτερικής σχέσης του εργάτη προς τη φύση και προς τον ίδιο τον εαυτό του» (CW3, 279).

Η σχέση ανταλλαγής δεν συνδέει απλώς προσφορά και ζήτηση, κόστος παραγωγής και χρησιμότητα, παραγωγό και καταναλωτή, όπως υποστήριξε ο Ένγκελς, αλλά πιο θεμελιωδώς εκφράζει την κοινωνική σχέση μεταξύ «ιδιωτών» παραγωγών. Μόνο μέσω της αγοραπωλησίας εμπορευμάτων οι ιδιώτες παραγωγοί εγκαθιδρύουν μια κοινωνική σχέση μεταξύ τους ως συμμετεχόντων στην κοινωνική παραγωγή, ώστε η σχέση ανταλλαγής να συνδέει όχι τον παραγωγό με τον καταναλωτή, αλλά την ιδιωτική με την κοινωνική εργασία. Στην ανταλλαγή, το προϊόν της ιδιωτικής εργασίας εμφανίζεται στην αλλοτριωμένη μορφή του εμπορεύματος, με την τιμή του εμπορεύματος να είναι η μορφή με την οποία η ιδιωτική εργασία αξιολογείται κοινωνικά και εκφράζεται ως ποσότητα χρήματος. Έτσι, η εμπορευματική παραγωγή είναι το θεμέλιο τόσο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όσο και της εμπορευματικής ανταλλαγής.

Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν βρίσκεται στη σύγκρουση των βουλήσεων όπως εκφράζεται στον ανταγωνισμό, αλλά στη κοινωνική μορφή της αλλοτριωμένης εργασίας, στην οποία ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας του παραγωγού αντιπαρατίθεται στον ίδιο με τη μορφή του χρήματος, και στην οποία η παραγωγή για την κοινωνική ανάγκη πραγματοποιείται μόνο υπό την αλλοτριωμένη μορφή της παραγωγής για το κέρδος. «Αυτό που άλλοτε ήταν κυριαρχία του προσώπου επί του προσώπου είναι τώρα η γενική κυριαρχία του πράγματος επί του προσώπου, του προϊόντος επί του παραγωγού. Όπως η έννοια του ισοδυνάμου, της αξίας, ήδη υπέθετε την αλλοτρίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, έτσι και το χρήμα είναι η αισθητή, ακόμη και αντικειμενική ύπαρξη αυτής της αλλοτρίωσης» (CW3, 221).

{84} Ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έγκειται επίσης όχι στην ανισότητα της ανταλλαγής, όπως εκφράζεται στο «πονηρό δίκαιο του ισχυρότερου», αλλά στην ιδιοποίηση εργασίας χωρίς ισοδύναμο μέσα στην παραγωγή, που βασίζεται στην κοινωνική μορφή της μισθωτής εργασίας, στην οποία ο καπιταλιστής, ως ιδιοκτήτης της ιδιοκτησίας, αντιπαρατίθεται στον άκληρο εργάτη.

Η συνέπεια αυτής της ανάλυσης για την κατανόηση των κρίσεων είναι ότι οι ρίζες των οικονομικών κρίσεων δεν βρίσκονται στην τυχαία ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, αλλά στην αλλοτριωμένη αντιπαράθεση μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας, η οποία εκδηλώνεται στην αντιπαράθεση του εμπορεύματος ως αξίας χρήσης —του συγκεκριμένου προϊόντος της ιδιωτικής εργασίας— με το χρήμα, ως ενσώματης μορφής αυτής της αξίας, δηλαδή της αλλοτριωμένης μορφής της κοινωνικής εργασίας. Αυτή τη συνέπεια ο Μαρξ άρχισε να την αναπτύσσει στα έργα του της δεκαετίας του 1850.

Η Δυναμική της Καπιταλιστικής Παραγωγής και η Τάση προς την Κρίση

Ο Ένγκελς αυτοπροσδιοριζόταν ως αφοσιωμένος μαθητής του Μαρξ, όμως αντηχήσεις των πρώιμων ιδεών του εμφανίζονται στα ύστερα έργα του και στις λαϊκές αποδόσεις του μαρξισμού. Το εάν οι διαφορές μεταξύ Μαρξ και Ένγκελς είναι ουσιαστικές ή απλώς διαφορές έμφασης, παραμένει αντικείμενο έρευνας. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η έμφαση του Ένγκελς στην προσφορά και ζήτηση υποδηλώνει ότι θεωρεί την εμπορική κρίση ως το καθοριστικό σημείο της κρίσης και επίσης υπονοεί ότι η αντικατάσταση του ανταγωνισμού από τον σχεδιασμό μπορεί να εξαλείψει τις τάσεις κρίσης του καπιταλισμού – ανησυχίες που επανεμφανίζονται σε όλο το έργο του. Ο Μαρξ, από την άλλη πλευρά, ενδιαφερόταν όχι τόσο για τη σχέση προσφοράς και ζήτησης όσο για τη σχέση μεταξύ της δαπάνης παραγωγικής εργασίας ως βάσης της αξίας και της πραγματοποίησης αυτής της αξίας υπό τη μορφή του χρήματος. Αυτό αντανακλάται στο λεπτομερές ενδιαφέρον του Μαρξ για την τραπεζική και τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ένα πεδίο που δεν συμμεριζόταν ο Ένγκελς. Επιπλέον, οι συνέπειες της ανάλυσης του Μαρξ είναι πολύ πιο ριζοσπαστικές: η εξάλειψη των κρίσεων απαιτεί όχι μόνο την κατάργηση του ανταγωνισμού, αλλά και της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ο Μαρξ δεν ακολούθησε την ανάλυση του Ένγκελς περί κρίσεων στα πρώιμα έργα του, καθώς η βασική του θεωρητική έγνοια ήταν η ανάπτυξη μιας μεθοδολογικής κριτικής των θεμελιωδών εννοιών της πολιτικής οικονομίας, αν και θεωρούσε δεδομένη την τάση προς υπερπαραγωγή ως άμεση συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (CW3, {85} 258, 263, 310). Μόνο με την πρώτη του εμπλοκή στο αναδυόμενο εργατικό κίνημα, μέσω της Κομμουνιστικής Λίγκας την οποία προσχώρησε στις αρχές του 1847, στράφηκε σε πιο συγκεκριμένες οικονομικές αναλύσεις. Η πρώτη ένδειξη αυτής της μετατόπισης είναι το έργο Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, γραμμένο στο πρώτο μισό του 1847.

Η ανάλυση των κρίσεων στο Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας αναδεικνύει τη διαφορά έμφασης ανάμεσα στη θεώρηση του Μαρξ και του Ένγκελς για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξ εξηγεί την «υπερπαραγωγή και πολλά άλλα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής αναρχίας» (CW6, 136) όχι απλώς ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ή της «υπέρτατης καταβολής ενέργειας» από τον καπιταλιστή, αλλά πιο θεμελιακά ως αποτέλεσμα της «αξιολόγησης των εμπορευμάτων με βάση τον εργάσιμο χρόνο», του οποίου ο ανταγωνισμός είναι μόνο η επιφανειακή έκφραση. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κάθε παραγωγός επιδιώκει να μειώσει τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο για την παραγωγή, αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις και αντίστοιχα αυξάνοντας την κλίμακα παραγωγής του. Αυτό οδηγεί σε αύξηση της ποσότητας των παραγόμενων εμπορευμάτων και μείωση της τιμής τους, καθώς οι πιο προωθημένοι παραγωγοί εκτοπίζουν εκείνους που είναι λιγότερο επιτυχημένοι. Ο ανταγωνισμός από πιο προηγμένους παραγωγούς απαξιώνει το υπάρχον προϊόν που παράγεται με παλαιότερες μεθόδους, διαταράσσοντας την αναλογία παραγωγής και κατανάλωσης, ώστε «η παραγωγή αναγκαστικά περνά διαρκώς μέσα από τις διακυμάνσεις της ευημερίας, της ύφεσης, των κρίσεων, της στασιμότητας, της ανανεωμένης ευημερίας, και ούτω καθεξής» (CW6, 137). Συνεπώς, δεν είναι μόνο η αναρχία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που γεννά τις κρίσεις, αλλά οι ίδιες οι συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η υπερπαραγωγή είναι το μέσο με το οποίο οι καθυστερημένοι παραγωγοί εκτοπίζονται από την αγορά, και έτσι δεν αποτελεί απλό ατύχημα του ανταγωνισμού, αλλά την ουσιώδη μορφή του εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η υπερπαραγωγή είναι το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται ότι οι κρίσεις δεν είναι χαρακτηριστικά της αγοράς γενικά, αλλά του αναπτυγμένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του οποίου κινητήρια δύναμη είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Σε προηγούμενες εποχές, η προσφορά και η ζήτηση διατηρούνταν λίγο-πολύ σε αναλογία, καθώς «η ζήτηση κυριαρχούσε επί της προσφοράς, την προϋπέθετε. Η παραγωγή ακολουθούσε από κοντά την κατανάλωση. Η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, εξαναγκασμένη από τα ίδια της τα μέσα να παράγει σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, δεν μπορεί πλέον να περιμένει τη ζήτηση. Η παραγωγή προηγείται της κατανάλωσης, η προσφορά εξαναγκάζει τη ζήτηση. Στη σημερινή κοινωνία, στη βιομηχανία που βασίζεται στην ατομική ανταλλαγή, η αναρχία της παραγωγής, που είναι πηγή μεγάλης δυστυχίας, είναι ταυτόχρονα και η πηγή κάθε προόδου» (CW6, 137).^3

^3 Ο Μαρξ τόνισε την προτεραιότητα της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης στη Γερμανική Ιδεολογία, επισημαίνοντας ότι «ακριβώς εκείνοι οι οικονομολόγοι που έλαβαν την κατανάλωση ως αφετηρία τυχαίνει να είναι αντιδραστικοί και να αγνοούν το επαναστατικό στοιχείο του ανταγωνισμού και της μεγάλης βιομηχανίας» (CW5, 518–9).

Σε επιστολή προς τον Ανένκοφ (28.12.1846), το επιχείρημα αυτό διατυπώνεται πιο αναλυτικά, και η τάση προς υπερπαραγωγή ως αποτέλεσμα του μετασχηματισμού των παραγωγικών δυνάμεων συνδέεται άμεσα με την ταξική πάλη μεταξύ καπιταλιστών και εργατών για την παραγωγή υπεραξίας. «Μέχρι το 1825 – τον χρόνο της πρώτης παγκόσμιας κρίσης – μπορούσε να ειπωθεί ότι οι απαιτήσεις της γενικής κατανάλωσης προπορεύονταν της παραγωγής και ότι η ανάπτυξη της μηχανοποίησης ήταν αναγκαία συνέπεια των αναγκών της αγοράς».^4 Όμως στην Αγγλία, «από το 1825, η εφεύρεση και χρήση των μηχανών υπήρξε μόνο αποτέλεσμα του πολέμου μεταξύ εργοδοτών και εργατών», καθώς οι εργοδότες προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν τους ανυπότακτους και ολοένα πιο μαχητικούς ειδικευμένους εργάτες με μηχανές.^5 Ο βρετανικός ανταγωνισμός ανάγκασε με τη σειρά του τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς καπιταλιστές να εισαγάγουν τις νέες μεθόδους παραγωγής, ενώ στις ΗΠΑ υπήρχε και το κίνητρο της έλλειψης εργατικών χεριών (CW38, 99). Έτσι, οι τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης χρονολογούνται από το 1825, το σημείο στο οποίο η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης γίνεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που καθοδηγείται από την παραγωγή σχετικής υπεραξίας.

^4 Ο Ένγκελς είχε τοποθετήσει την αρχή των τακτικών εμπορικών κρίσεων ογδόντα χρόνια πίσω, στη δεκαετία του 1760 (CW3, 433).

^5 Το επιχείρημα αυτό προέρχεται από την ανάγνωση του Μαρξ στο έργο του Andrew Ure. Στις σημειώσεις του για τις διαλέξεις περί μισθών, γραμμένες τον Δεκέμβριο του 1847, αναφέρεται παρομοίως στην «εφεύρεση μηχανών ως συνέπεια των εργατικών ενώσεων» και σημειώνει ότι «κάθε ανάπτυξη νέων παραγωγικών δυνάμεων είναι ταυτόχρονα ένα όπλο εναντίον των εργατών» (CW6, 420, 423). Ωστόσο, στο κείμενο των διαλέξεων, που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1849 υπό τον τίτλο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο (το οποίο συζητείται παρακάτω), συνέδεσε την εισαγωγή της μηχανοποίησης με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η οποία επέτρεψε στους καπιταλιστές να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ανταγωνιστική πίεση «φέρνοντας στο βιομηχανικό πεδίο μάχης ισχυρότερες εργατικές στρατιές με πιο γιγάντια εργαλεία πολέμου» (CW9, 222–3). Αυτές οι δύο διαφορετικές οπτικές για τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης – η μία που τη συνδέει με την ταξική πάλη, η άλλη με τις εγγενείς τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης – επανεμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου του Μαρξ. Συνέκρινε Κεφάλαιο, Τόμος Αʹ, Μέρος Δʹ.

Στο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, μια σειρά διαλέξεων που δόθηκαν στις Βρυξέλλες τον Δεκέμβριο του 1847 και δημοσιεύτηκαν το 1849, ο Μαρξ αναπτύσσει με πολύ περισσότερη λεπτομέρεια την εξήγησή του για την εγγενή τάση προς υπερπαραγωγή.^6 Ο καπιταλιστής μπορεί να ανταγωνιστεί μόνο αν μπορεί να πουλά περισσότερα {87} φθηνότερα, και μπορεί να πουλήσει φθηνότερα χωρίς να καταστραφεί, μόνο εάν μπορεί να παράγει φθηνότερα. «Αλλά η παραγωγική δύναμη της εργασίας αυξάνεται, πάνω απ’ όλα, με μεγαλύτερη κατανομή της εργασίας, με την καθολική εισαγωγή και συνεχή βελτίωση της μηχανοποίησης», και αυτό, για τον Μαρξ, είναι λειτουργία της κλίμακας της παραγωγής.

^6 Φαίνεται ότι ο Μαρξ είχε συζητήσει το ζήτημα με τον Ένγκελς, καθώς ο τελευταίος έδωσε διάλεξη στο Λονδίνο λίγες ημέρες νωρίτερα, στην οποία φέρεται να απέδειξε ότι «οι εμπορικές κρίσεις προκαλούνται μόνο από την υπερπαραγωγή και ότι τα χρηματιστήρια είναι τα κύρια γραφεία στα οποία κατασκευάζονται προλετάριοι» (CW6, 632) – το κείμενο αυτής της διάλεξης δεν έχει διασωθεί.

Ο καπιταλιστής που καταφέρνει να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας πρέπει να πουλήσει το αυξημένο προϊόν.

Τα ισχυρότερα και δαπανηρότερα μέσα παραγωγής που έχει θέσει σε λειτουργία του επιτρέπουν μεν να πουλήσει τα εμπορεύματά του φθηνότερα, τον αναγκάζουν ωστόσο ταυτόχρονα να πουλήσει περισσότερα εμπορεύματα, να κατακτήσει μια πολύ ευρύτερη αγορά για τα προϊόντα του· συνεπώς, ο καπιταλιστής μας θα πουλήσει τη μισή γιάρδα λινό φθηνότερα από τους ανταγωνιστές του. ... Τους εκτοπίζει από την αγορά, τους αφαιρεί τουλάχιστον μέρος των πωλήσεών τους, πουλώντας φτηνότερα από αυτούς. ... Ωστόσο, η προνομιακή θέση του καπιταλιστή μας δεν διαρκεί πολύ· άλλοι ανταγωνιστικοί καπιταλιστές εισάγουν τις ίδιες μηχανές ... στην ίδια ή και σε μεγαλύτερη κλίμακα, και αυτή η εισαγωγή θα γίνει τόσο γενικευμένη ώστε η τιμή του λίνου θα πέσει όχι μόνο κάτω από την παλιά, αλλά και κάτω από τη νέα τιμή κόστους παραγωγής.» (CW9, 222–4)

Αυτή η ανάλυση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι πολύ διαφορετική από αυτή του οικονομολόγου. Για τον οικονομολόγο, που υποθέτει ότι κάθε καπιταλιστής έχει τέλεια πρόγνωση, η προσφορά προσαρμόζεται ομαλά στα όρια της ζήτησης καθώς οι καπιταλιστές ανταποκρίνονται στις παρούσες και αναμενόμενες μεταβολές των τιμών. Για τον Μαρξ όμως, η διαδικασία του ανταγωνιστικού εκσυγχρονισμού λόγω τεχνικών αλλαγών κάθε άλλο παρά ομαλή είναι. Ο καπιταλιστής δεν αυξάνει την παραγωγή υπό την ώθηση της αγοράς· αντιθέτως, εξαναγκάζεται να εισαγάγει νέες μεθόδους παραγωγής υπό την πίεση του ανταγωνισμού, ως προϋπόθεση για την επέκταση ή ακόμη και για τη διατήρηση του κεφαλαίου του. Το αποτέλεσμα της εισαγωγής αυτών των νέων μεθόδων είναι η μείωση του κόστους, αλλά και η αύξηση της παραγόμενης ποσότητας, τόσο λόγω της αυξημένης κλίμακας παραγωγής όσο και επειδή ο καινοτόμος καπιταλιστής προσδοκά να πουλήσει αυτό το αυξημένο προϊόν κερδοφόρα, στηριζόμενος στο μειωμένο κόστος παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η αυξημένη παραγωγή συνιστά υπερπαραγωγή εμπορευμάτων σε σχέση με τις προηγούμενες τιμές και συνθήκες παραγωγής, η οποία μπορεί να διατεθεί μόνο με τη μείωση της τιμής κάτω από το κόστος παραγωγής των άλλων καπιταλιστών, εκτοπίζοντάς τους από την αγορά. Απέναντι σε αυτήν την κρίση υπερπαραγωγής, οι μικρότεροι καπιταλιστές ενδέχεται {88} να εκτοπιστούν, όμως οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές σε καμία περίπτωση δεν υποτάσσονται στη μοίρα τους. Υιοθετούν και αυτοί τις νέες μεθόδους παραγωγής, «στην ίδια ή σε μεγαλύτερη κλίμακα», οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση της παραγωγής, έως σημείου που η υπερπαραγωγή να υπερβαίνει ακόμη και την τιμή κόστους των νέων συνθηκών.

Αυτή η ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής παραγωγής διακρίνει θεμελιακά την ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από την κλασική πολιτική οικονομία και τη σύγχρονη οικονομική επιστήμη· και η σημασία της –που έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεληθεί ακόμη και από «μαρξιστές οικονομολόγους»– δεν μπορεί να υπερτονιστεί αρκετά. Ολόκληρο το εκλεπτυσμένο οικοδόμημα της αστικής οικονομικής επιστήμης εδράζεται στο εύθραυστο θεμέλιο της υπόθεσης ότι η καπιταλιστική παραγωγή τείνει να προσαρμόζεται στα όρια της αγοράς, με την αποτυχία αυτής της προσαρμογής να αντιμετωπίζεται ως επιφανειακή ατέλεια, απόρροια της υποκειμενικής άγνοιας, αβεβαιότητας ή κακής εκτίμησης των επιμέρους καπιταλιστών. Πρόκειται για έκφραση της θεμελιώδους υπόθεσης – που αντλείται από τον Άνταμ Σμιθ – ότι «η κατανάλωση είναι ο μοναδικός σκοπός και το τέλος κάθε παραγωγής», με το κέρδος να εμφανίζεται ως συμπτωματική αμοιβή της αρετής του καπιταλιστή. Ο Σμιθ ισχυρίστηκε ότι αυτή η αρχή είναι «τόσο αυταπόδεικτη ώστε θα ήταν γελοίο να προσπαθήσει κανείς να την αποδείξει» (Smith, 1910, Τόμ. 1, 385) – παρά το γεγονός ότι είναι εμφανώς ψευδής και προφανώς παράλογη, καθώς διαψεύδεται αμέσως από την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού.

Ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η ιδιοποίηση του κέρδους και η συσσώρευση του κεφαλαίου. Το μέσο για τη συσσώρευση του κεφαλαίου δεν είναι η ικανοποίηση της καταναλωτικής ανάγκης –της οποίας το όριο είναι απλώς ένα ατυχές εμπόδιο που πρέπει να υπερνικηθεί– αλλά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάγκη για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν αποτελεί απλώς έκφραση της υποκειμενικής φιλοδοξίας του καπιταλιστή· του επιβάλλεται από την πίεση του ανταγωνισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από την πίεση της έμφυτης και αυτοαναπαραγόμενης τάσης προς υπερπαραγωγή, η οποία εξαναγκάζει κάθε καπιταλιστή να επεκτείνει την παραγωγή του μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια της αγοράς. Η τάση προς υπερπαραγωγή δεν προκύπτει από άγνοια ή λανθασμένη εκτίμηση των ορίων της αγοράς, αφού ο καινοτόμος καπιταλιστής μπορεί να διαθέσει κερδοφόρα όλη την αυξημένη του παραγωγή· τα όρια της αγοράς επιβάλλονται στους υπόλοιπους καπιταλιστές ως συνέπεια της υπερπαραγωγής εμπορευμάτων.

Η τάση προς υπερπαραγωγή και κρίση είναι τόσο η αιτία όσο και {89} το αποτέλεσμα της επαναστατικοποίησης των μέσων παραγωγής από τους καπιταλιστές. Είναι η μορφή μέσω της οποίας οι νέες μέθοδοι παραγωγής εκτοπίζουν τις παλαιές. «Βλέπουμε έτσι πώς ο τρόπος παραγωγής και τα μέσα παραγωγής μετασχηματίζονται διαρκώς, επαναστατικοποιούνται, πώς η κατανομή της εργασίας συνεπάγεται αναγκαία ακόμη μεγαλύτερη κατανομή της εργασίας, η εφαρμογή μηχανών ακόμη μεγαλύτερη εφαρμογή μηχανών, η εργασία σε μεγάλη κλίμακα ακόμη μεγαλύτερη εργασία σε ευρύτερη κλίμακα» (CW9, 224). Για τους εργάτες, αυτό σημαίνει αποειδίκευση, αυξανόμενο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, πτώση των μισθών και εκτεταμένη ανεργία, καθώς οι καπιταλιστές «ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα απολύσει περισσότερους στρατιώτες της εργασίας» (CW9, 226). Συνεπώς, η υπερπαραγωγή και η κρίση είναι άρρηκτα δεμένες, αφενός, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και, αφετέρου, με την καταστροφή των καθυστερημένων παραγωγών και την εξαθλίωση και αποειδίκευση του εργάτη.

Σε αυτά τα πρώιμα έργα του, ο Μαρξ –βαθύνοντας και οικοδομώντας πάνω στα θεμέλια που έθεσε ο Ένγκελς– αναπτύσσει μια εξαιρετικά διεισδυτική ανάλυση της δυναμικής της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης, όπως αυτές επιδρούν σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Ωστόσο, η γενίκευση αυτής της ανάλυσης στο καπιταλιστικό σύστημα ως σύνολο δεν είναι τόσο προφανής όσο φαίνεται. Εάν εξετάσουμε μια βιομηχανία μεμονωμένα, μπορούμε να θεωρήσουμε την αγορά των προϊόντων της ως δεδομένη· οπότε μια ταχεία επέκταση της παραγωγής λόγω νέων επενδύσεων οδηγεί σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και υπερπαραγωγή σε σχέση με την περιορισμένη αγορά. Όταν όμως μετακινηθούμε από το επίπεδο ενός κλάδου στο επίπεδο του συνόλου του συστήματος, η επέκταση της παραγωγής σε έναν κλάδο δημιουργεί ζήτηση για τα προϊόντα άλλων κλάδων· επομένως, εάν όλοι οι κλάδοι αναπτύσσονταν ταυτόχρονα, δεν θα υπήρχε κρίση.

Δεν υπάρχει καμία αυθόρμητη τάση για αναλογική ανάπτυξη της παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Ωστόσο, κατά τους οικονομολόγους, ο ανταγωνισμός εξασφαλίζει αυτό το αποτέλεσμα, καθώς η παραγωγή σε κάθε κλάδο προσαρμόζεται στα όρια της (αυξανόμενης) αγοράς – με τους πιο αργούς να διεγείρονται και τους πιο δυναμικούς να συγκρατούνται. Η μετάβαση από τη δυναμική της υπερσυσσώρευσης και κρίσης σε έναν κλάδο παραγωγής στη δυναμική του συστήματος στο σύνολό του, συνεπώς, απαιτεί πολύ πιο σύνθετη διερεύνηση της δυναμικής προσαρμογής – και ειδικά του ρόλου του χρήματος σε αυτή την προσαρμογή – ζήτημα που θα απασχολήσει τον Μαρξ στις πιο ώριμες αναλύσεις του για την κρίση.

Στο πρώιμο έργο του, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι ο Μαρξ γενικεύει {90} άμεσα την ανάλυση ενός κλάδου στο καπιταλιστικό σύστημα ως σύνολο, καθώς η παραγωγή προηγείται της ανάπτυξης της αγοράς, δίνοντας στη «μακροοικονομική» θεωρία της κρίσης του μια ισχυρή διάσταση «υποκατανάλωσης», αν και αυτή απλώς δηλώνεται παρά εξηγείται. Στο έργο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο ο Μαρξ παρατηρεί ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνοδεύεται από όλο και πιο σοβαρές περιοδικές κρίσεις, στις οποίες οι συνθήκες των εργατών γίνονται ολοένα πιο επισφαλείς και οι μισθοί τους όλο και πιο ασταθείς, και αποδίδει την αυξανόμενη σοβαρότητα των διαδοχικών κρίσεων στη σχετική συστολή της παγκόσμιας αγοράς, αν και χωρίς κάποια εξήγηση για αυτό το «υποκαταναλωτικό» στοιχείο της ανάλυσής του.^7 Η αυξανόμενη συσσώρευση κεφαλαίου συνεπάγεται

αύξηση των σεισμών, κατά τους οποίους ο εμπορικός κόσμος μπορεί να διατηρηθεί μόνο θυσιάζοντας ένα μέρος του πλούτου, των προϊόντων και ακόμα των παραγωγικών δυνάμεων στο θεό του κάτω κόσμου — με λίγα λόγια, οι κρίσεις αυξάνονται. Γίνονται πιο συχνές και πιο βίαιες, έστω και μόνο επειδή, καθώς η μάζα της παραγωγής και, συνεπώς, η ανάγκη για διευρυμένες αγορές μεγαλώνει, η παγκόσμια αγορά συστέλλεται όλο και περισσότερο, εναπομένοντας όλο και λιγότερες αγορές προς εκμετάλλευση, αφού κάθε προηγούμενη κρίση έχει υποτάξει στο παγκόσμιο εμπόριο μια αγορά μέχρι τότε ακατάκτητη ή μόνο επιφανειακά εκμεταλλευόμενη. (CW9, 228)

^7 Αυτή είναι η θεωρία της κρίσης που υιοθέτησαν ο Ένγκελς και ο Κάουτσκι. Στο χειρόγραφο «Μισθοί», που περιλαμβάνει τις σημειώσεις για αυτές τις διαλέξεις, ο Μαρξ σημειώνει ότι «η στιγμιαία υπερπαραγωγή γίνεται όλο και πιο αναγκαία, η παγκόσμια αγορά όλο και πιο εκτεταμένη και ο ανταγωνισμός όλο και πιο καθολικός» (CW6, 429), χωρίς καμία αναφορά σε συστολή της παγκόσμιας αγοράς.

Η Θεωρία της Κρίσης στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο

Η διαφορά έμφασης στην κατανόηση των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης από τον Μαρξ και τον Ένγκελς φαίνεται στα διαδοχικά προσχέδια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, όπου συνοψίζουν τις προγραμματικές επιπτώσεις της ανάλυσής τους ενόψει της επαναστατικής αναταραχής του 1848, αν και ίσως είναι λάθος να αποδίδουμε υπερβολική σημασία σε τέτοιες διαφορές, καθώς το Μανιφέστο είναι περισσότερο ρητορικό παρά αναλυτικό.

Το πρώτο προσχέδιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, που έγραψε ο Ένγκελς τον Ιούνιο του 1847, δεν περιείχε καμία αναφορά στη σημασία των κρίσεων για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Μέχρι το δεύτερο προσχέδιο, που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1847, η μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού, που {91} θα είχε παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, είχε ξεσπάσει, και ο Ένγκελς εισήγαγε μια ενότητα για τη σημασία των κρίσεων, οι οποίες, όπως υποστήριζε, «συνεπάγονται τη μέγιστη δυστυχία για τους εργάτες, γενική επαναστατική αναταραχή και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για ολόκληρο το υπάρχον σύστημα». Στο προσχέδιο του Ένγκελς, η τάση προς κρίση σχετίζεται με «τον ανταγωνισμό και γενικά τη διεξαγωγή της βιομηχανικής παραγωγής από μεμονωμένα άτομα», και η νέα κοινωνική τάξη θα αφαιρέσει, κατά συνέπεια, την τάση προς κρίση που είναι εγγενής στον ανταγωνισμό, εξασφαλίζοντας ότι όλοι οι «κλάδοι της παραγωγής θα διοικούνται από την κοινωνία συνολικά». Είναι επειδή «η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ατομική διεύθυνση της βιομηχανίας και τον ανταγωνισμό» που «η ιδιωτική ιδιοκτησία θα πρέπει επίσης να καταργηθεί» (CW6, 347-8). Ωστόσο, στην τελική έκδοση, η τάση προς κρίση δεν σχετίζεται με τον ανταγωνισμό, αλλά άμεσα με το στενό πλαίσιο των «όρων της αστικής ιδιοκτησίας» σε σχέση με τη συνεχή επανάσταση στις μεθόδους παραγωγής (CW6, 490).^8

^8 Παρότι η τελική έκδοση περιλαμβάνει αναφορά στον ανταγωνισμό ως αιτία των κρίσεων, αναφερόμενη στην «αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα μεταξύ των αστών και τις επακόλουθες εμπορικές κρίσεις» (CW6, 492).

Η τελική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου αναγνώριζε τον επαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης, της οποίας η δύναμη βασιζόταν στην ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων επέτρεψε στην αστική τάξη να καταργήσει όλα τα εμπόδια στην ανάπτυξή της. «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να επαναστατικοποιεί διαρκώς τα μέσα παραγωγής, και κατ’ επέκταση τις σχέσεις παραγωγής, και μαζί με αυτές όλες τις κοινωνικές σχέσεις», αναπτύσσοντας έτσι την παγκόσμια αγορά, δημιουργώντας νέες ανάγκες, καθιερώνoντας την «παγκόσμια αλληλεξάρτηση των εθνών», τόσο στη υλική όσο και στην πνευματική ζωή. «Συγκέντρωσε τον πληθυσμό, κεντρικοποίησε τα μέσα παραγωγής και συγκέντρωσε την ιδιοκτησία σε λίγα χέρια. Το αναγκαίο αποτέλεσμα ήταν η πολιτική κεντρικοποίηση» (CW6, 487-8).

Ωστόσο, η αφαίρεση των εξωτερικών εμποδίων στην κυριαρχία της δεν εξαντλεί τον επαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης, καθώς αυτή αντιμετωπίζει εσωτερικά εμπόδια που εκδηλώνονται σε περιοδικές κρίσεις.

Μια παρόμοια κίνηση συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Η σύγχρονη αστική κοινωνία με τις σχέσεις παραγωγής, ανταλλαγής και ιδιοκτησίας, μια κοινωνία που έχει επινοήσει τόσο γιγαντιαία μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με μάγο που πλέον δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις του κάτω κόσμου που έχει επικαλεστεί {92} με τα ξόρκια του. Για πολλές δεκαετίες, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις συνθήκες παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας που αποτελούν τις προϋποθέσεις ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της. Αρκεί να αναφέρουμε τις εμπορικές κρίσεις που με την περιοδική τους επανεμφάνιση θέτουν υπό δοκιμασία, κάθε φορά όλο και πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της αστικής κοινωνίας. Σε αυτές τις κρίσεις, μεγάλο μέρος όχι μόνο των υπαρχόντων προϊόντων αλλά και των προηγουμένως δημιουργημένων παραγωγικών δυνάμεων καταστρέφεται περιοδικά. Σε αυτές τις κρίσεις ξεσπά μια επιδημία που, σε όλες τις προηγούμενες εποχές, θα φαινόταν παράλογη — η επιδημία της υπερπαραγωγής... Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει η κοινωνία δεν τείνουν πλέον στην προώθηση της ανάπτυξης των όρων της αστικής ιδιοκτησίας· αντίθετα, έχουν γίνει υπερβολικά ισχυρές για αυτούς τους όρους, που τις δεσμεύουν, και μόλις ξεπεράσουν αυτούς τους δεσμούς, φέρνουν αναρχία σε ολόκληρη την αστική κοινωνία, θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι συνθήκες της αστικής κοινωνίας είναι πολύ στενές για να περιλάβουν τον πλούτο που δημιουργείται από αυτές. Και πώς υπερβαίνει η αστική τάξη αυτές τις κρίσεις; Από τη μία με την εξαναγκασμένη καταστροφή μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων· από την άλλη, με την κατάκτηση νέων αγορών και με την πιο εντατική εκμετάλλευση των παλαιών. Δηλαδή, ανοίγοντας τον δρόμο για πιο εκτεταμένες και πιο καταστροφικές κρίσεις και μειώνοντας τα μέσα με τα οποία αποτρέπονται οι κρίσεις.» (CW6, 489-90)

Η Πρώιμη Θεωρία της Υπερπαραγωγής και της Κρίσης

Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε το επιχείρημα που προέβαλαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, όπως αυτό αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1840 και διατυπώθηκε πολεμικά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν, πάνω απ’ όλα, τον συστηματικό και περιοδικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών κρίσεων. Οποιαδήποτε συγκεκριμένη κρίση μπορεί να προκληθεί από κάποιο μεμονωμένο γεγονός: μια αποτυχία συγκομιδής, η διατάραξη του εμπορίου από πολιτικές αλλαγές ή από πολέμους, η κατάρρευση απατηλών εμπορικών ή χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι οι κρίσεις είναι τυχαία φαινόμενα, και πράγματι έτσι τις ερμηνεύει η αστική τάξη, πιστεύοντας ότι με μέτριες μεταρρυθμίσεις μπορεί να εξαλειφθεί ο κίνδυνος τέτοιων κρίσεων, επιτρέποντας έτσι τη διαρκή επέκταση της καπιταλιστικής ευημερίας. Έτσι, στη Βρετανία της δεκαετίας του 1840, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι {93} υποστήριζαν ότι οι προηγούμενες κρίσεις είχαν προκληθεί από τους περιορισμούς των Νόμων περί Σιτηρών (Corn Laws) και από τον ανεπαρκή έλεγχο του νομίσματος. Ο Νόμος περί Τράπεζας του 1844 και η κατάργηση των Νόμων περί Σιτηρών ανακηρύχθηκαν επομένως ως μέτρα που θα απομάκρυναν για πάντα το φάσμα της γενικής κρίσης. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αντιθέτως, οι κρίσεις δεν ήταν τυχαία φαινόμενα. Ήταν η πιο επιφανειακή αλλά αναγκαία έκφραση του αντιφατικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Οι τάσεις κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εμφανίζονται με τη μορφή κρίσεων υπερπαραγωγής. Η υπερπαραγωγή είναι το αποτέλεσμα της τάσης για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία επιβάλλεται σε κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή από την πίεση του ανταγωνισμού, και η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την περιορισμένη ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς — αν και δεν υπάρχει ανάλυση αυτού του περιορισμού, παρά μόνο μια απλή διατύπωση του.

Η τάση προς υπερπαραγωγή και κρίση εκφράζει την τάση των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτυχθούν πέρα από τα όρια των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, καθώς η υπερπαραγωγή οδηγεί στην κατάρρευση των τιμών και στην εξάλειψη του κέρδους, αφαιρώντας έτσι το κίνητρο για τη συνέχιση της παραγωγής. Ωστόσο, η κρίση δεν είναι ένα αποκαλυπτικό γεγονός που σηματοδοτεί την τελική κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αποτελεί μια περιοδικά επαναλαμβανόμενη φάση του κυκλικού προτύπου που συνιστά τη φυσιολογική μορφή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εναντίον της υπόθεσης των οικονομολόγων ότι η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης υποκρύπτει μια συνεχή τάση προς ισορροπία, ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέμεναν ότι μόνο μέσω περιοδικών κρίσεων επιβάλλεται αυτή η τάση προς ισορροπία.

Οι περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής υποδηλώνουν τα αντικειμενικά όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αν και υπάρχει μια μακροχρόνια τάση προς την εμβάθυνση των κρίσεων, η οποία αντιστοιχεί στην εντατική και εκτεταμένη ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αυτά τα όρια δεν είναι απόλυτα. Η καταστροφή υπαρχόντων προϊόντων και προηγουμένως δημιουργημένων παραγωγικών δυνάμεων, η κατάκτηση νέων αγορών και η εντατικότερη εκμετάλλευση των παλαιών, αφαιρούν τα εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων — μόνο και μόνο για να ανοίξουν τον δρόμο για πιο εκτεταμένες και πιο καταστροφικές κρίσεις. Ούτε αυτά τα όρια καθορίζουν την αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού. Οι τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης καθορίζουν το «όπλο» με το οποίο η αστική τάξη θα «φέρει θάνατο στον εαυτό της», αλλά είναι το προλεταριάτο εκείνο που θα «χειριστεί αυτά τα όπλα» (CW6, 490).

Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής αναπτύσσει το προλεταριάτο, ανάγοντάς τον εργάτη σε «προσάρτημα της μηχανής», οδηγώντας τους μισθούς {94} στο επίπεδο της απλής επιβίωσης, εντείνοντας την εργασία και παρατείνοντας την εργάσιμη ημέρα. Η γενίκευση της καπιταλιστικής παραγωγής καταστρέφει τη μικρή βιοτεχνική παραγωγή, ενώ οι μικροί καπιταλιστές δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων, έτσι ώστε «τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης ... βυθίζονται σταδιακά στο προλεταριάτο» (CW6, 491), οδηγώντας σε μια προοδευτική πόλωση της κοινωνίας σε δύο κοινωνικές τάξεις.

«Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας το προλεταριάτο όχι μόνο αυξάνεται αριθμητικά· συγκεντρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του αυξάνεται και αντιλαμβάνεται αυτήν τη δύναμη περισσότερο» (CW6, 492). Οι τοπικιστικές και πολιτισμικές διαιρέσεις εντός του προλεταριάτου εξαλείφονται «στον βαθμό που η μηχανή καταργεί κάθε διαφοροποίηση της εργασίας και σχεδόν παντού μειώνει τους μισθούς στο ίδιο χαμηλό επίπεδο», ενώ οι εμπορικές κρίσεις «καθιστούν τους μισθούς των εργατών όλο και πιο ασταθείς» και «η αδιάκοπη βελτίωση της μηχανής ... καθιστά τη ζωή τους όλο και πιο επισφαλή» (CW6, 492). Αυτές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες οι εργάτες αρχίζουν να σχηματίζουν συνδικάτα. Δεν πρόκειται για μια συνεχή διαδικασία, αλλά για μία που κινείται με προωθήσεις και υποχωρήσεις, αντανακλώντας σιωπηρά τον οικονομικό κύκλο, με τις υφέσεις να αποδυναμώνουν το συνδικάτο αυξάνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών.^9 Παρά τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, οι ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης εξασφαλίζουν ότι η οργάνωση των εργατών αποκτά ολοένα και ευρύτερο ταξικό χαρακτήρα, ο οποίος προσλαμβάνει όλο και περισσότερο πολιτική μορφή.

^9 Ο Ένγκελς έγραψε στον Μπέρνσταϊν (25.01.1882): «Το γεγονός ότι αυτές οι κρίσεις είναι ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς πολιτικών ανατροπών έχει ήδη διατυπωθεί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και εξηγείται στη στήλη των επιθεωρήσεων της Neue Rheinische Zeitung έως και το 1848, αλλά εξηγείται επίσης ότι η επάνοδος της ευημερίας διαλύει επίσης τις επαναστάσεις και θέτει τα θεμέλια για τη νίκη της αντίδρασης.» (Letters on Capital, 209-10)

Η ανάλυση που παρουσιάζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν ήταν αυστηρά θεωρητικοποιημένη, ούτε στο ίδιο το Μανιφέστο ούτε σε οποιοδήποτε άλλο από τα πρώιμα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Το Μανιφέστο προσέφερε μια διαπεραστική περιγραφή παρατηρήσιμων ιστορικών τάσεων, αλλά η πρόγνωσή του βασιζόταν όχι τόσο σε μια ανάλυση των ιστορικών νόμων ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όσο σε μια προβολή αυτών των τάσεων. Με αυτή την έννοια, το Μανιφέστο όρισε τόσο ένα πολιτικό όσο και ένα επιστημονικό πρόγραμμα, το οποίο έμελλε να ολοκληρωθεί. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο πόσο μεγάλο μέρος αυτής της νεανικής ανάλυσης του Μαρξ και του Ένγκελς επέζησε της θεωρητικής εμβάθυνσης που ακολούθησε και συνέχισε να αποτελεί τον καθοδηγητικό άξονα του μαρξισμού μέχρι τον θάνατο του Ένγκελς και πέραν αυτού.

{95}

4. Παραγωγή, Κυκλοφορία και Παγκόσμια Κρίση μετά το 1848

Η Πολιτική και η Θεωρία της Κρίσης μετά τις Επαναστάσεις του 1848

Αναπόφευκτα, οι επιστημονικές και οι πολιτικές διαστάσεις του μαρξιστικού προγράμματος ήταν στενά συνδεδεμένες: οι επιστημονικές προτεραιότητες υπαγορεύονταν από τις πολιτικές προτεραιότητες της στιγμής. Τα θεωρητικά ζητήματα που απασχολούσαν επιτακτικά τον μαρξισμό σε κάθε στάδιο της ιστορικής του εξέλιξης ήταν εκείνα που είχαν καθοριστική πολιτική σημασία. Αυτή η σχέση μεταξύ πολιτικών προτεραιοτήτων και επιστημονικών καθηκόντων ήταν ιδιαίτερα έντονη στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης.

Το ενδιαφέρον του Μαρξ και του Ένγκελς για την κρίση στα πρώιμα γραπτά τους ήταν πολιτικό και όχι θεωρητικό. Στα πρώτα αυτά έργα, ο οικονομικός κύκλος θεωρούνταν καθοριστικός ως θεμέλιο για την ανάπτυξη του προλεταριάτου ως ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης. Ελλείψει μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσδοκούσαν ότι οι ταξικοί αγώνες που προκαλούνταν από τις αναταράξεις των οικονομικών κρίσεων θα αποτελούσαν την κύρια πηγή επαναστατικής κινητοποίησης των εργατών, ενώ η δημοσιονομική πίεση που ασκούσαν οι κρίσεις στο κράτος περιόριζε το περιθώριο αντίδρασης της αστικής τάξης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1840 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1850, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέμεναν την επανάσταση στο άμεσο μέλλον, ως αποτέλεσμα του πενταετούς κύκλου που πίστευαν ότι είχαν εντοπίσει.^1 Στο Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (1844–5), ο Ένγκελς εξέφραζε αμφιβολίες κατά πόσο ο λαός θα άντεχε άλλη μία κρίση, υπονοώντας ότι η κρίση του 1847 θα ενίσχυε περαιτέρω την ανάπτυξη του προλεταριάτου και ότι η κρίση του 1852 θα αποτελούσε την τελική κρίση του καπιταλισμού (CW4, 580–1).

^1 Στις Αρχές του Κομμουνισμού, δεύτερο προσχέδιο του Μανιφέστου του 1847, ο Ένγκελς θεωρούσε ότι η διάρκεια του οικονομικού κύκλου ήταν 5–7 έτη (CW6, 347· πρβλ. CW4, 384· CW11, 357).

Σύμφωνα με αυτή τη διάγνωση, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ρίχτηκαν στο επαναστατικό κύμα του 1848 χωρίς ιδιαίτερη {96} αναμονή μιας νίκης του προλεταριάτου, αλλά ήλπιζαν ότι το προλεταριάτο θα αναδυόταν από τις επαναστατικές εξεγέρσεις ως μια ανεξάρτητη πολιτική δύναμη. Παρά τον επαναστατικό ενθουσιασμό τους, κατέληξαν να θεωρούν την ήττα της επανάστασης αναπόφευκτη, καθώς η επιστροφή της ευημερίας διαβρώνει τη ζωτικότητα των επαναστατικών δυνάμεων, αφήνοντας μόνο τις πολιτικές έριδες «των εκπροσώπων των επιμέρους φατριών του Ηπειρωτικού Κόμματος της Τάξης» (CW10, 135). Όπως έγραψε ο Μαρξ στο Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία (1850): «Μέσα σε αυτήν τη γενική ευημερία ... δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση είναι δυνατή μόνο σε περιόδους κατά τις οποίες αυτοί οι δύο παράγοντες, οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και οι αστικές μορφές παραγωγής, συγκρούονται μεταξύ τους. ...Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο ως συνέπεια μιας νέας κρίσης. Είναι, ωστόσο, τόσο βέβαιη όσο και η ίδια η κρίση.» (CW10, 135· βλ. επίσης CW39, 96). Όπως σημείωσε ο Μαρξ σε άρθρο του στη New York Daily Tribune τον Ιούνιο του 1853, από τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα «δεν υπήρξε σοβαρή επανάσταση στην Ευρώπη που να μην είχε προηγηθεί μια εμπορική και χρηματοπιστωτική κρίση» (CW12, 99), και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την επερχόμενη επανάσταση. Χωρίς τον εμπορικό κύκλο θα υπήρχαν πολιτικές συγκρούσεις, αλλά όχι ταξικός αγώνας, καθώς μόνο η άνοδος και η πτώση των μισθών γεννά διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ αφεντικών και εργατών, συγκρούσεις που αποτρέπουν τους εργάτες από το να μετατραπούν σε «απαθή, ασυνείδητα, λίγο-πολύ καλοταϊσμένα εργαλεία παραγωγής ... μια περίλυπη, πνευματικά αδύναμη, εξαντλημένη, άνευρη μάζα» (CW12, 169).

Μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848, στις οποίες η εργατική τάξη για πρώτη φορά διεκδίκησε την ανεξαρτησία της, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέμεναν την επόμενη κρίση με πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες. Οι προηγούμενες κρίσεις υπήρξαν η προϋπόθεση για την προώθηση της βιομηχανικής αστικής τάξης έναντι της γαιοκτημονικής και της χρηματοπιστωτικής αστικής τάξης. Η επόμενη θα σηματοδοτήσει την απαρχή της σύγχρονης επανάστασης (CW10, 264–5). Όπως υποστήριξε ο Ένγκελς στο κείμενό του «Το Ζήτημα των Δέκα Ωρών» (Φεβρουάριος 1850), το προλεταριάτο είχε πλέον ολοκληρώσει τη μαθητεία του και ο καπιταλισμός είχε φτάσει στα όριά του. Αν και ο αγώνας για τον νομικό περιορισμό της εργάσιμης ημέρας χάθηκε ουσιαστικά,

οι εργατικές τάξεις, μέσα σε αυτήν την κινητοποίηση, απέκτησαν ένα ισχυρό μέσο για να γνωριστούν μεταξύ τους, να αντιληφθούν τη θέση τους στην κοινωνία και τα συμφέροντά τους, να οργανωθούν και να αντιληφθούν τη δύναμή τους. ... Οι εργατικές τάξεις θα έχουν μάθει από την εμπειρία τους ότι κανένα μόνιμο όφελος δεν μπορεί να επιτευχθεί γι’ αυτούς από άλλους, {97} αλλά ότι πρέπει να το κερδίσουν οι ίδιοι, κατακτώντας, πρωτίστως, την πολιτική εξουσία. ... Η ουσιαστική κατάργηση του Νόμου του 1847 θα οδηγήσει τους βιομηχάνους σε μια τέτοια έξαρση υπερπαραγωγής και υπερεμπορίας, ώστε θα ακολουθήσουν αναταράξεις πάνω σε αναταράξεις, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν πολύ σύντομα όλα τα τεχνάσματα και οι πόροι του παρόντος συστήματος και να καταστεί αναπόφευκτη μια επανάσταση, η οποία, ξεριζώνοντας την κοινωνία πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι το 1793 και το 1848, θα οδηγήσει σύντομα στην πολιτική και κοινωνική επικράτηση του προλεταριάτου. ... η επικράτηση των βιομηχανικών καπιταλιστών ... εξαρτάται από τη δυνατότητα να επεκτείνουν συνεχώς την παραγωγή και ταυτόχρονα να μειώνουν το κόστος της. Όμως αυτή η επεκτεινόμενη παραγωγή έχει ένα όριο: δεν μπορεί να ξεπεράσει τις υφιστάμενες αγορές. Αν το κάνει, επέρχεται ανατροπή, με τις επακόλουθες χρεοκοπίες και τη δυστυχία. Έχουμε ήδη βιώσει πολλές τέτοιες επαναστάσεις, οι οποίες ξεπεράστηκαν, χαρούμενα μέχρι στιγμής, είτε με το άνοιγμα νέων αγορών (όπως η Κίνα το 1842), είτε με την καλύτερη αξιοποίηση παλιών αγορών, μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής (όπως με το ελεύθερο εμπόριο στα σιτηρά). Αλλά και αυτό έχει τα όριά του. Δεν υπάρχουν πια νέες αγορές για να ανοιχτούν ... Είναι πλέον φανερό ότι, ελλείψει της δυνατότητας περαιτέρω επέκτασης των αγορών, μέσα σε ένα σύστημα που υποχρεούται να επεκτείνει καθημερινά την παραγωγή, έρχεται το τέλος της κυριαρχίας των βαρόνων των εργοστασίων. Και τι έπεται; «Καθολική κατάρρευση και χάος», λένε οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου. Κοινωνική επανάσταση και κυριαρχία του προλεταριάτου, λέμε εμείς. (CW10, 275–6· βλ. επίσης CW10, 299).^2

^2 Στο τέλος του 1850, ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριζαν ότι όταν ξεσπάσει η επόμενη κρίση στην Αγγλία «για πρώτη φορά η βιομηχανική και εμπορική κρίση θα συμπέσει με μια κρίση στη γεωργία», αλλά αντί να υποστηρίξουν ότι αυτό θα ενώσει το αγροτικό και το βιομηχανικό προλεταριάτο, επισημαίνουν ότι αυτό θα αποτελέσει τη βάση τομεακών διαιρέσεων, καθώς «σε όλα τα ζητήματα στα οποία η πόλη και η ύπαιθρος, οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, και οι δύο παρατάξεις θα υποστηρίζονται από δύο μεγάλους στρατούς· οι βιομήχανοι από τη μάζα των βιομηχανικών εργατών, οι γαιοκτήμονες από τη μάζα των αγροτικών εργατών» (CW10, 503).

Η Ιστορική Εξέλιξη των Καπιταλιστικών Κρίσεων

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι είχαν αποδείξει την αναγκαιότητα της κρίσης ως αναγκαίας έκφρασης της τάσης προς υπερπαραγωγή που είναι έμφυτη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ωστόσο, παρότι η ανάλυσή τους ήταν εύλογη, δεν ήταν καθόλου αυστηρή. Υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην εγγενή τάση προς υπερπαραγωγή και στην εξήγηση των συγκεκριμένων κρίσεων που προέκυπταν κατά την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Παρόλο που οι διαδοχικές κρίσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1820 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1840 θα μπορούσαν εύλογα να αποδοθούν σε προβλήματα υπερπαραγωγής, {98} οι φιλελεύθεροι πολιτικοί οικονομολόγοι εξηγούσαν αυτές τις κρίσεις όχι ως έκφραση κάποιας θεμελιώδους αντίφασης έμφυτης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά ως αποτέλεσμα υπερεμπορίας που ενισχυόταν από την υπερδιόγκωση της πίστωσης αφενός, και από τους περιορισμούς στην παγκόσμια αγορά που επέβαλλαν οι Νόμοι των Σιτηρών αφετέρου. Ο Νόμος περί Τράπεζας του 1844 υποτίθεται ότι περιόρισε την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να επεκτείνει υπερβολικά την πίστωση, και η κατάργηση των Νόμων των Σιτηρών είχε αφαιρέσει τα εμπόδια για την επέκταση της αγοράς. Ενώ οι κρίσεις ενδέχεται να επανεμφανιστούν περιστασιακά, οι πολιτικοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι οι μελλοντικές κρίσεις θα προέρχονταν μόνο από τυχαίους παράγοντες και δεν θα είχαν συστηματική σημασία.

Αυτή η διάγνωση φαινόταν αρχικά να επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη της κρίσης του 1847-8. Η κρίση του 1847 στην Αγγλία προκλήθηκε από κακές σοδειές, οι οποίες πυροδότησαν εμπορική και χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία. Η Τράπεζα της Αγγλίας αντιμετώπισε την κρίση αναστέλλοντας την ισχύ του Νόμου του 1844, γεγονός που περιόρισε την κερδοσκοπία εις βάρος της Τράπεζας, ενώ η αύξηση των επιτοκίων μείωσε την πίεση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα προσελκύοντας χρυσό από την Ήπειρο. Ωστόσο, η εκροή χρυσού μετέδωσε με τη σειρά της τη χρηματοπιστωτική κρίση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, συμβάλλοντας στην πρόκληση των επαναστάσεων του 1848, ενώ παράλληλα ανακούφισε την πίεση επί της Αγγλίας καθώς ο χρυσός επέστρεφε στο Λονδίνο ως ασφαλές καταφύγιο, και η ευρωπαϊκή ύφεση άφηνε τις παγκόσμιες αγορές ανοιχτές στα αγγλικά προϊόντα. Η αγγλική ανάκαμψη με τη σειρά της πυροδότησε ταχεία ανάκαμψη στην Ήπειρο, οδηγώντας σε μία περίοδο πρωτοφανούς ευημερίας.

Αν και η σύνδεση μεταξύ οικονομικής κρίσης και πολιτικής αναταραχής ήταν εμφανής, δεν υπήρχε, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, κάποια συγκεκριμένη σύνδεση μεταξύ της υποτιθέμενης τάσης προς υπερπαραγωγή και της πραγματικής πορείας των εμπορικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων του 1847-8. Η υπερπαραγωγή ήταν ένα τυπικά αγγλικό φαινόμενο, όπου ο καπιταλισμός είχε αναπτυχθεί περισσότερο, όμως οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, με τις πολιτικές τους συνέπειες, έπληξαν πιο σοβαρά την Ήπειρο. Επιπλέον, οι κρίσεις ξεπεράστηκαν γρήγορα και η καπιταλιστική επέκταση συνεχίστηκε.

Ήταν σαφές ότι η κατανόηση των κρίσεων και η ικανότητα πρόβλεψης του χρόνου και της πορείας της επόμενης κρίσης απαιτούσε ο Μαρξ να δώσει πολύ μεγαλύτερη προσοχή στη σχέση μεταξύ παραγωγής, εμπορίου και χρηματοπιστωτικού συστήματος απ’ ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε.

Πρώτη προτεραιότητα του Μαρξ ήταν να επανεξετάσει την οικονομική ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας. «Έτσι, αυτό που μέχρι τότε είχε συναγάγει, κατά το ήμισυ a priori, από αποσπασματικό υλικό, τού έγινε απολύτως σαφές από {99} τα ίδια τα γεγονότα, δηλαδή, ότι η παγκόσμια εμπορική κρίση του 1847 υπήρξε η αληθινή μητέρα των επαναστάσεων του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, και ότι η βιομηχανική ευημερία, η οποία επανήλθε σταδιακά από τα μέσα του 1848 και έφτασε στην πλήρη άνθιση το 1849 και 1850, ήταν η αναζωογονητική δύναμη της εκ νέου ενισχυμένης ευρωπαϊκής αντίδρασης». (Engels, 1895, Εισαγωγή στην Πάλη των Τάξεων στη Γαλλία, CW27, 507)

Αυτό το έργο ξεκίνησε με τις τρεις «Ανασκοπήσεις» του Μαρξ για τη σύγχρονη οικονομική και πολιτική παγκόσμια κατάσταση, γραμμένες μαζί με τον Ένγκελς και δημοσιευμένες στη Neue Rheinische Zeitung κατά τη διάρκεια του 1850.^3 Σε αυτά τα έργα, ο Μαρξ ανέπτυξε την ανάλυσή του για τον μηχανισμό μέσω του οποίου η υπερπαραγωγή στην Αγγλία, που εντάθηκε λόγω της αυξανόμενης κερδοσκοπίας καθώς το πλεονάζον κεφάλαιο αναζητούσε επικερδείς διεξόδους, κορυφωνόταν σε εμπορική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία με τη σειρά της προκαλούσε κρίση στα δημόσια οικονομικά των ευρωπαϊκών κρατών και επακόλουθες επαναστατικές πολιτικές αναταραχές (Bologna, χωρίς χρονολογία· Ricciardi, 1987).

^3 Ο Μαρξ ενσωμάτωσε τα σχετικά τμήματα της ανάλυσης των Ανασκοπήσεών του στο Η Πάλη των Τάξεων στη Γαλλία, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1850.

Στην πρώτη από τις Ανασκοπήσεις του, ο Μαρξ σημείωνε τις αυξανόμενες πολιτικές εντάσεις στην Ήπειρο και την επικείμενη κρίση των δημόσιων οικονομικών καθώς τα κρατικά ταμεία αναγκάζονταν να επεκτείνουν την κυκλοφορία του χρήματος και να αυξήσουν τον δανεισμό, ενώ η φορολογική επιβάρυνση προκαλούσε αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Στην Αγγλία, η ανάκαμψη ακολουθήθηκε από μία άνθηση, με ανενεργό κεφάλαιο να ρέει προς την κερδοσκοπία. Ωστόσο, αυτή η άνθηση δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ, καθώς «αρκετές από τις μεγαλύτερες αγορές, και ιδίως η Ινδία, είναι ήδη κορεσμένες ... Σύντομα και οι εναπομείνασες αγορές, ιδίως της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Αυστραλίας, θα κορεστούν ομοίως, δεδομένων των κολοσσιαίων παραγωγικών δυνάμεων που η αγγλική βιομηχανία έχει προσθέσει σε αυτές που ήδη διέθετε ... και οι οποίες προστίθενται καθημερινά» (CW10, 264). Εν τω μεταξύ, η ανακάλυψη χρυσού στην Καλιφόρνια προμήνυε τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας προς τον Ειρηνικό, κάτι στο οποίο η ευρωπαϊκή ήπειρος θα έπρεπε να ανταποκριθεί με μια κοινωνική και τεχνική επανάσταση, εάν δεν ήθελε να υποβιβαστεί στην ίδια βιομηχανική, εμπορική και πολιτική εξάρτηση στην οποία έχουν ήδη περιέλθει η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία (CW10, 266).

Στη δεύτερη Ανασκόπηση, ο Μαρξ ανέπτυξε περαιτέρω την ανάλυσή του για την επικείμενη αγγλική κρίση, σημειώνοντας ότι πριν από την κρίση του 1845 «το πλεονάζον κεφάλαιο» είχε «βρει διέξοδο στην κερδοσκοπία στους σιδηροδρόμους», αλλά ο βαθμός υπερπαραγωγής και υπερκερδοσκοπίας στον σιδηροδρομικό τομέα είχε εμποδίσει κάθε επακόλουθη ανάκαμψη και είχε αποκλείσει τους σιδηροδρόμους ως πιθανή {100} διέξοδο για το πλεονάζον κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της παρούσας άνθησης, ενώ οι χαμηλές τιμές των σιτηρών και ο κίνδυνος που ενείχαν τα κρατικά ομόλογα απέτρεπαν και αυτά από το να αποτελέσουν αντικείμενα κερδοσκοπίας. Ελλείψει εναλλακτικών διεξόδων, το πλεονάζον κεφάλαιο ρίχτηκε «εξ ολοκλήρου στη βιομηχανική παραγωγή και στην κερδοσκοπία σε αποικιακά προϊόντα και στις καθοριστικές πρώτες ύλες της βιομηχανίας, το βαμβάκι και το μαλλί». Το αποτέλεσμα ήταν η ασυνήθιστα ταχεία αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής «και, μαζί με αυτή, ο κορεσμός των αγορών, και συνεπώς η έκρηξη της κρίσης επισπεύσθηκε επαρκώς». Ο Μαρξ διέκρινε ενδείξεις μείωσης της παραγωγής στον σίδηρο και στο βαμβάκι, καθώς και προβλήματα στο αποικιακό εμπόριο, πράγμα που υποσχόταν να υπερκαλύψει την επίμονη αγροτική κρίση — αποτέλεσμα της κατάργησης των Νόμων των Σιτηρών — με μια βιομηχανική κρίση. Αυτή η κρίση θα είχε επαναστατικό αντίκτυπο στην Ήπειρο, ιδίως στη Γερμανία, τον κύριο ηπειρωτικό εμπορικό εταίρο της Αγγλίας (CW10, 339-40).^4

^4 Σε υστερόγραφο, γραμμένο τον Απρίλιο, ο Μαρξ αναγνώρισε ότι η άνοιξη είχε φέρει τη συνηθισμένη προσωρινή ανάκαμψη, αλλά υποστήριξε ότι «αυτό απλώς καθυστερεί κάπως την εκδήλωση της κρίσης» (CW10, 341).

Ωστόσο, μέχρι το φθινόπωρο είχε καταστεί σαφές ότι η κρίση δεν είχε έρθει, και στην τρίτη Ανασκόπησή του ο Μαρξ επανεξέτασε την κατάσταση από ευρύτερη σκοπιά, εστιάζοντας περισσότερο στις χρηματοπιστωτικές πτυχές της κρίσης. Η άνθηση των μέσων της δεκαετίας του 1840 είχε κορυφωθεί με την κερδοσκοπία, «η οποία συμβαίνει τακτικά σε περιόδους όπου η υπερπαραγωγή είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Παρέχει διαύλους μέσω των οποίων αυτή η υπερπαραγωγή μπορεί προσωρινά να εκτραπεί, ενώ μέσω αυτής της ίδιας της διαδικασίας επισπεύδεται η έλευση της κρίσης και μεγεθύνεται ο αντίκτυπός της» (CW10, 490). Η κερδοσκοπία είχε αρχικά επικεντρωθεί στους σιδηροδρόμους, αλλά οι επενδύσεις σε αυτούς παρουσίαζαν ήδη προβλήματα το 1845, οπότε η κερδοσκοπία μετατοπίστηκε στα σιτηρά. Η κερδοσκοπική άνθηση στα σιτηρά κατέρρευσε στα τέλη του 1847, πλήττοντας τις χρηματοπιστωτικές αγορές που είχαν ήδη αποδυναμωθεί από τις αποτυχίες των επενδύσεων στους σιδηροδρόμους, ενώ και το βαμβάκι και ο σίδηρος αντιμετώπιζαν προβλήματα. Αντιμέτωπη με την εκροή των αποθεμάτων της, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια, περιόρισε την πίστωση και απαίτησε την εξόφληση των δανείων της. Αρχικά επλήγησαν οι εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά η σύσφιξη της πίστωσης έπληξε σύντομα και τις τράπεζες, με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση να αποτρέπεται μόνο χάρη στη χαλάρωση της πίστωσης που κατέστη δυνατή με την αναστολή του Νόμου περί Τράπεζας.

Στο μεταξύ, οι χρεοκοπίες είχαν επεκταθεί στην Ήπειρο, ενώ η χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών στην Αγγλία αύξησε την πίεση στις ηπειρωτικές τράπεζες, καθώς ο χρυσός κατευθυνόταν προς την Αγγλία από την Ήπειρο. Η επανάσταση στη Γαλλία τον Φεβρουάριο του 1848, που σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ήπειρο, ενέτεινε τη μαζική φυγή χρυσού προς την Αγγλία, ελαφρύνοντας την πίεση στην Αγγλία αλλά διαχέοντας τον πανικό στην Ήπειρο.

{101} Στην Αγγλία, η ανάκαμψη ήταν ταχεία. Νέο κεφάλαιο προστέθηκε στο «υφιστάμενο κεφάλαιο που ήταν αδρανές κατά τη διάρκεια της κρίσης» και, ελλείψει άλλων κερδοσκοπικών διεξόδων, διοχετεύθηκε στη βιομηχανία, ιδίως στο βαμβάκι. Παρά την αύξηση των κερδοσκοπικών επενδύσεων, ο Μαρξ ήταν πλέον λιγότερο βέβαιος ότι η κρίση ήταν επικείμενη, παρατηρώντας ότι το άνοιγμα νέων αγορών και η Μεγάλη Έκθεση που προγραμματιζόταν για το 1851 θα παρείχαν νέες διεξόδους για το προϊόν και νέες πηγές φθηνού βαμβακιού. Το μόνο σημάδι επικείμενης κρίσης ήταν το χαμηλό επιτόκιο, ένδειξη πλεονάζοντος κεφαλαίου που αναζητούσε κερδοσκοπικές διεξόδους. Εν τω μεταξύ, η ανάκαμψη και η αυξανόμενη ευημερία στην Αγγλία και την Αμερική μεταδόθηκαν ταχύτατα στην Ήπειρο, εξαλείφοντας οποιαδήποτε απειλή επανάστασης. Αν και στη Γαλλία η υψηλή φορολογία και η πτώση της τιμής των σιτηρών είχαν βυθίσει την αγροτιά, που αποτελεί τη μάζα του πληθυσμού, σε μεγάλη κατάθλιψη, η εμπειρία των τριών τελευταίων ετών είχε αποδείξει «ότι αυτή η τάξη του πληθυσμού είναι απολύτως ανίκανη για οποιαδήποτε επαναστατική πρωτοβουλία» (CW10, 509). Η ανανέωση της επαναστατικής δυναμικής θα έπρεπε να αναμείνει το ξέσπασμα νέας κρίσης στην Αγγλία, αν και αυτή τη φορά το επίκεντρο της υπερκερδοσκοπίας ίσως αποδειχθεί ότι θα είναι η Νέα Υόρκη, διεγερμένη από την άνθηση της παγκόσμιας ναυτιλίας που σχετίζεται με την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς.

Το επίκεντρο της πολιτικής κρίσης του 1848 ήταν η Γαλλία. Οι συνέπειες της εμπορικής και βιομηχανικής κρίσης στην Αγγλία ήταν καταστροφικές για τη Γαλλία, επειδή έφεραν στην επιφάνεια τη σύγκρουση μεταξύ της βιομηχανικής αστικής τάξης και της χρηματιστικής αριστοκρατίας. Η χρηματιστική αριστοκρατία της Γαλλίας ευδοκιμούσε χάρη στην επέκταση του δημόσιου χρέους και των δημόσιων έργων, έτσι ώστε «η Ιουλιανή μοναρχία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μετοχική εταιρεία για την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Γαλλίας» (CW10, 50), απέναντι στην οποία συντασσόταν η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Ωστόσο, η πτώση της τραπεζοκρατίας από την πολιτική εξουσία δεν συνεπαγόταν και την απώλεια της κοινωνικής και οικονομικής της δύναμης, διότι η περιορισμένη ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής στη Γαλλία σήμαινε ότι πολύ περισσότεροι εξαρτιόνταν για την επιβίωσή τους από το δημόσιο χρέος, την κρατική απασχόληση και τα δημόσια έργα, παρά από την καπιταλιστική επιχείρηση, ενώ ακόμη και οι βιομήχανοι εξαρτιόνταν από την κρατική προστασία, τόσο έναντι του ξένου ανταγωνισμού όσο και της απειλής από τους ίδιους τους εργάτες τους. Αντί να επιτρέψει την κατάρρευση της Τράπεζας της Γαλλίας και την αντικατάστασή της από μια εθνική τράπεζα, η Προσωρινή Κυβέρνηση ενίσχυσε την Τράπεζα. Αντί να κηρύξει κρατική πτώχευση για να εκκαθαρίσει το χρέος, η κυβέρνηση επέβαλε έναν επιπλέον φόρο στους αγρότες, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την αντεπανάσταση, η οποία ήταν αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθεί η πίστη, {102} καθώς η πίστη «στηρίζεται στην αδιατάρακτη και αναμφισβήτητη αναγνώριση των υπαρχουσών οικονομικών ταξικών σχέσεων» (CW10, 62).

Η ενδελεχής εξέταση και επανεξέταση από τον Μαρξ της πορείας της κρίσης των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1840 έθεσε περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απάντησε. Το θεωρητικό υπόδειγμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ήταν καλοδιατυπωμένο, όμως όσο βαθύτερα ο Μαρξ διερευνούσε την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης κρίσης, τόσο πιο αβέβαιοι φαίνονταν οι σύνδεσμοι που είχε διαγράψει μεταξύ κρίσης και επανάστασης. Ό,τι κι αν ήταν οι επαναστάσεις του 1848, δεν υπήρξαν οι προάγγελοι της προλεταριακής επανάστασης. Η κρίση ίσως να είχε εξελιχθεί σε κρίση γενικής υπερπαραγωγής, αλλά ξεκίνησε ως αποτέλεσμα υπερεπένδυσης σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής, καθώς το πλεονάζον κεφάλαιο αναζητούσε νέες διεξόδους. Η πηγή της κρίσης μπορεί πράγματι να ήταν η υπερπαραγωγή στην Αγγλία, αλλά μέσω των μηχανισμών της εμπορικής και χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, η κρίση μετατοπίστηκε, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται κυρίως υπό τη μορφή χρηματοπιστωτικής κρίσης στη Γαλλία. Αντιστοίχως, οι αποφασιστικές συγκρούσεις που πυροδοτήθηκαν από την κρίση δεν ήταν οι ταξικές συγκρούσεις μεταξύ των Άγγλων εργατών και των εργοδοτών τους, αλλά οι συγκρούσεις ανάμεσα στη βιομηχανική αστική τάξη, την χρηματιστική και γαιοκτημονική αριστοκρατία και τους κρατικοεξαρτώμενους στη Γαλλία.

Χρήμα, Πίστη και Κρίση στα Σημειωματάρια του 1851

Τα ζητήματα αυτά κορυφώθηκαν με την αποτυχία της αναμενόμενης κρίσης να ξεσπάσει το 1850, γεγονός που ώθησε τον Μαρξ να αφιερωθεί σε βαθύτερη μελέτη της οικονομικής ιστορίας και των θεωριών της πολιτικής οικονομίας, και ιδίως στη μελέτη του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα 24 σημειωματάριά του από την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 1850 και Αυγούστου 1853 αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από αποσπάσματα και περιλήψεις.^5 Ούτε τα δημοσιευμένα σημειωματάριά του, τα οποία δεν εκτείνονται πέραν του 1851, ούτε τα δημοσιογραφικά του κείμενα, ούτε η σωζόμενη αλληλογραφία του δίνουν την παραμικρή ένδειξη ότι η δική του κριτική της πολιτικής οικονομίας προχώρησε ουσιαστικά κατά την περίοδο αυτή.^6 Σε δύο επιστολές προς τον Ένγκελς στις αρχές του 1851 (07.01.51 και {103} 03.02.1851), ο Μαρξ ανέφερε τις κριτικές του στις θεωρίες του Ρικάρντο περί προσόδου και χρήματος, όμως καμία από αυτές τις κριτικές δεν ήταν ούτε πρωτότυπη ούτε βαθιά· οι επικρίσεις του κατά της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος προέρχονταν ουσιαστικά από τον Tooke και τη «Σχολή της Τραπεζικής». Παρ’ όλα αυτά, αυτά τα σημειωματάρια περιέχουν ορισμένες ενδείξεις σημαντικής προόδου στη θεωρία της κρίσης του Μαρξ, θέτοντας τα θεμέλια για την ανάλυση που θα ανέπτυσσε στα σημειωματάριά του της περιόδου 1857–63 (CW38, 258–63, 273–8).

^5 Τέσσερα επιπλέον σημειωματάρια, με ημερομηνίες από τον Σεπτέμβριο 1853 έως τον Μάιο 1854, περιέχουν αποσπάσματα σχετικά με την ιστορία του Κριμαϊκού Πολέμου (Μαρξ, Fondements, Τόμος 2, 441).

^6 Αποσπάσματα από τα σημειωματάρια IV (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1850) και VIII (Απρίλιος 1851), που ασχολούνται με τον Ρικάρντο, προσαρτήθηκαν στις γερμανικές και γαλλικές εκδόσεις των Grundrisse, αλλά δεν εμφανίζονται στη μετάφραση στα αγγλικά. Τα σημειωματάρια εκδίδονται στη νεότερη γερμανική έκδοση των Απάντων (MEGA), η οποία μέχρι στιγμής έχει φτάσει στο τέλος του 1851 (MEGA IV, 7-8. CW 24, xxv και σημ. 418, 703-4· CW28, xiii).

Το κύριο ζήτημα πάνω στο οποίο ο Μαρξ άρχισε να διαμορφώνει τις δικές του ιδέες ήταν η σχέση μεταξύ νομίσματος και κρίσεων, με σκοπό να δείξει ότι μια νομισματική κρίση, στην οποία φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι μια έλλειψη χρήματος, αποτελεί απλώς την επιφανειακή έκφραση μιας κρίσης υπερπαραγωγής — ένα σημείο που είχε ήδη διατυπώσει πολεμικά στη Γερμανική Ιδεολογία.^7

^7 «Κρίση υφίσταται ακριβώς όταν πρέπει κανείς να πληρώσει με χρήμα. Και αυτό δεν συμβαίνει λόγω έλλειψης χρήματος, όπως φαντάζεται ο μικροαστός που κρίνει την κρίση βάσει των προσωπικών του δυσκολιών, αλλά επειδή καθίσταται απόλυτη η ειδική διαφορά ανάμεσα στο χρήμα ως το καθολικό εμπόρευμα... και όλα τα άλλα μερικά εμπορεύματα, τα οποία ξαφνικά παύουν να είναι εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία» (CW5, 396–7).

Το χειρόγραφο του Μαρξ με τίτλο «Bullion. Το Ολοκληρωμένο Χρηματικό Σύστημα» του Φεβρουαρίου 1851 περιέχει το πρώτο σχεδίασμα της ανάλυσης του Μαρξ για τη μορφή του χρήματος ως έκφρασης των κοινωνικών σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής, το οποίο ανακαλεί την πρώιμη εργασία του «Σχόλια στον James Mill». Σε αυτό το σχεδίασμα ο Μαρξ εντοπίζει ρητά την πηγή των κρίσεων στη μορφή του χρήματος, της οποίας η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης δεν είναι παρά έκφραση, και συνδέει τις κρίσεις με το γενικό φαινόμενο της «δυσαναλογίας». «Ο χρυσός και το ασήμι, υπό την ιδιότητά τους ως χρήμα, εμφανίζονται εδώ ως μεσολαβητές. Η πράξη της ανταλλαγής διαχωρίζεται σε δύο αμοιβαίως ανεξάρτητες πράξεις: της αγοράς και της πώλησης. Ζήτηση και προσφορά — το αναγκαίο αποτέλεσμα του χρήματος — είναι, επομένως, ο διαχωρισμός αυτών των δύο πράξεων, οι οποίες ασφαλώς τελικά πρέπει να εξισωθούν, αλλά σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή μπορούν να βρίσκονται σε δυσαρμονία, σε δυσαναλογία. Η βάση των κρίσεων, επομένως, βρίσκεται ασφαλώς στο χρήμα». (MEGA, IV, 8, 4, δική μου μετάφραση [SC]. Βλ. επίσης την ανταλλαγή επιστολών του με τον Ένγκελς στις 03.02.1851 και 25.02.1851).

Στους «Στοχασμούς» του τού Μαρτίου 1851, ο Μαρξ παρέχει την πρώτη του συστηματική αποτύπωση της σχέσης μεταξύ της τάσης προς υπερπαραγωγή και των χρηματοπιστωτικών και εμπορικών κρίσεων μέσα στις οποίες εκδηλώνεται αυτή η κρίση υπερπαραγωγής. Το σημείο εκκίνησης για τον Μαρξ είναι η διάκριση —κρίσιμη στη διαμάχη μεταξύ της Σχολής του Τραπεζικού Συστήματος (Banking School) και της Νομισματικής Σχολής (Currency School)— μεταξύ των συναλλαγών των καπιταλιστών μεταξύ τους {104} αφενός, και τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ καπιταλιστών και καταναλωτών αφετέρου, μια διάκριση που σχετίζεται άμεσα με την ανάλυση του Μαρξ για την υπερπαραγωγή και την κρίση. Στις συναλλαγές μεταξύ καπιταλιστών, τα εμπορεύματα και το χρήμα αλλάζουν χέρια, χωρίς όμως τα εμπορεύματα να εγκαταλείπουν τη σφαίρα της κυκλοφορίας. Μόνο στις συναλλαγές μεταξύ καπιταλιστών και καταναλωτών το εμπόρευμα εξέρχεται από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και εισέρχεται στη σφαίρα της κατανάλωσης. Η διάκριση αυτή μεταξύ των δύο μορφών εμπορίου συνδεόταν στις νομισματικές διαμάχες με τη διάκριση του Tooke μεταξύ του χρήματος ως κεφαλαίου και του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας.

Κατά τον 19ο αιώνα υπήρχε η τάση διαφορετικές μορφές χρήματος να εκπληρώνουν διαφορετικούς ρόλους: το πιστωτικό χρήμα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζογραμματίων, χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ καπιταλιστών, ενώ το νόμισμα/κέρμα (coin) χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ καπιταλιστών και καταναλωτών (αν και αυτή η διάκριση δεν ήταν απόλυτα σαφής, αφού μόνο μέσω της πώλησης στον τελικό καταναλωτή το εμπορευματικό κεφάλαιο μπορούσε να πραγματοποιηθεί ως χρήμα). Το ουσιώδες σημείο δεν είναι η διάκριση μεταξύ διαφορετικών μορφών χρήματος, αλλά μεταξύ των διαφορετικών λειτουργιών που επιτελεί το χρήμα· και ήταν πρωτίστως η αποτυχία να διαχωριστούν αυτές οι λειτουργίες που προκάλεσε τόση σύγχυση στις νομισματικές διαμάχες.^8

^8 Στα χειρόγραφα του 1861–63, ο Μαρξ άσκησε κριτική στη διάκριση του Tooke μεταξύ «κεφαλαίου» και «νομίσματος», την οποία είχε και ο ίδιος υιοθετήσει παλαιότερα, με το σκεπτικό ότι «πρώτον συγχέει το χρήμα και το εμπόρευμα με το χρήμα και το εμπόρευμα ως μορφές ύπαρξης του κεφαλαίου, με το χρηματικό και εμπορευματικό κεφάλαιο, και δεύτερον θεωρεί τη συγκεκριμένη μορφή χρήματος με την οποία κυκλοφορεί το κεφάλαιο ως διάκριση μεταξύ ‘κεφαλαίου’ και ‘νομίσματος’» (CW33, 216). Στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου υπογραμμίζει ότι πρόκειται για λειτουργική διάκριση: «Το γεγονός ότι το ίδιο χρήμα εξυπηρετεί έναν σκοπό στα χέρια του πωλητή και έναν άλλο στα χέρια του αγοραστή είναι απλώς ένα φαινόμενο εγγενές σε κάθε αγορά και πώληση εμπορευμάτων» (CII, 515, βλ. επίσης 551–4).

Η Νομισματική Σχολή (Currency School) τείνει να ανάγει το χρήμα στη λειτουργία του ως μέσο κυκλοφορίας, εστιάζοντας στο ζήτημα της μετατρεψιμότητας του νομίσματος· ενώ η Τραπεζική Σχολή (Banking School) τείνει να ανάγει το χρήμα στη λειτουργία του ως κεφάλαιο, εστιάζοντας στο ζήτημα της τραπεζικής πίστωσης. Ο Μαρξ προσπαθούσε να υπερβεί αυτή τη ψευδή αντίθεση, προσεγγίζοντας τη διαπλοκή της κυκλοφορίας με την πραγματοποίηση του κεφαλαίου.^9

^9 Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί ευρέως στη διαφορά μεταξύ Κεϋνσιανών και μονεταριστών στη σύγχρονη εποχή. Βλ. Clarke, 1988b, για μια εκτενέστερη ανάλυση αυτών των ζητημάτων.

Ο άμεσος παραγωγός πραγματοποιεί το κεφάλαιό του πουλώντας εμπορεύματα στον έμπορο-καπιταλιστή, ο οποίος τα αγοράζει με πίστωση. Τα εμπορεύματα και η πίστωση αλλάζουν χέρια μέσω μιας αλυσίδας ανταλλαγών, μέχρις ότου το εμπόρευμα τελικά πωληθεί σε έναν καταναλωτή έναντι μετρητών· αυτή η τελική πώληση καθιστά δυνατή την αποπληρωμή της αλυσίδας πίστωσης. Το ερώτημα είναι: ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτής της μορφής εμπορίου {105} ανάμεσα στους εμπόρους, και την τελική πώληση του εμπορεύματος; Για την πολιτική οικονομία, ακολουθώντας τον Σμιθ, η υπερπαραγωγή ήταν αδύνατη, διότι το εμπόριο μεταξύ καπιταλιστών περιοριζόταν αναγκαστικά από τη ζήτηση των καταναλωτών για το προϊόν. Αν η τελευταία υπολειπόταν της προσφοράς, οι χονδρέμποροι θα περιόριζαν τις παραγγελίες τους και η παραγωγή θα προσαρμοζόταν στα όρια της αγοράς. Ο Μαρξ, ωστόσο, υποστήριζε ότι «όλες οι κρίσεις δείχνουν, στην πραγματικότητα, ότι το εμπόριο μεταξύ εμπόρων υπερβαίνει διαρκώς τα όρια που θέτει το εμπόριο μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών» (CW10, 584) — το εμπόριο τείνει διαρκώς να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της αγοράς.

Ο Μαρξ δεν προσφέρει εδώ μια συστηματική ανάλυση αυτής της τάσης, αλλά υποδεικνύει διάφορους λόγους για τους οποίους το εμπόριο δεν περιορίζεται από τη ζήτηση των καταναλωτών. Πρώτον, το εμπόριο μεταξύ εμπόρων δεν περιορίζεται από τα επίπεδα ζήτησης σε μία μόνο χώρα, αλλά από τη ζήτηση σε παγκόσμια κλίμακα. Δεύτερον, «το γεγονός ότι το εισόδημα της εργατικής τάξης μειώνεται — όχι σε μία χώρα, όπως νομίζει ο Προυντόν, αλλά στην παγκόσμια αγορά — οδηγεί σε μια ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, και άρα σε υπερπαραγωγή», αν και αυτό μετριάζεται από την «αυξανόμενη σπατάλη των ιδιοκτητριών τάξεων», οπότε «θα ήταν λάθος να διατυπωθεί αυτό το αξίωμα άνευ όρων». Τρίτον, όπως υποστήριζε η Τραπεζική Σχολή, «το εμπόριο μεταξύ εμπόρων σε μεγάλο βαθμό δημιουργεί το εμπόριο μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών». Μια αρχική επένδυση, όσο κερδοσκοπική και αν είναι, δημιουργεί νέα απασχόληση και ενισχύει τους μισθούς, οι οποίοι με τη σειρά τους αυξάνουν την κατανάλωση. Ομοίως, η κρίση ξεκινά πάντα από το εμπόριο μεταξύ εμπόρων, και μόνο στη συνέχεια, και ως συνέπεια της κατάρρευσης, η κατανάλωση και επομένως το εμπόριο μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών περιορίζεται (CW10, 585–6).^10

^10 Ο Μαρξ επανέρχεται σε αυτό το σημείο στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, όπου σημειώνει ότι η κρίση ξεσπά με την απαίτηση πληρωμής μεταξύ καπιταλιστών: «Έχει να κάνει αποκλειστικά με την απαίτηση πληρωμής, με την απόλυτη αναγκαιότητα μετατροπής των εμπορευμάτων σε χρήμα. Σ’ αυτό το σημείο ξεσπά η κρίση. Δεν γίνεται πρώτα αντιληπτή ως μια γενική μείωση της καταναλωτικής ζήτησης, της ζήτησης για ατομική κατανάλωση, αλλά μάλλον ως μείωση του αριθμού των ανταλλαγών κεφαλαίου με κεφάλαιο, εντός της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου.» (CII, 156–7).

Τέταρτον, ο Μαρξ τόνιζε ότι «η υπερπαραγωγή δεν πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στη δυσαναλογία στην παραγωγή, αλλά στη σχέση μεταξύ της τάξης των καπιταλιστών και της τάξης των εργατών» (CW10, 486), αν και εδώ δεν κατέδειξε ρητά τη σύνδεση μεταξύ της δυσαναλογίας, αφενός, και της ταξικής σχέσης μεταξύ καπιταλιστών και εργατών, αφετέρου.

Η τάση για υπερπαραγωγή δεν περιορίζεται εντός των ορίων της αγοράς από την εμπορική δραστηριότητα των εμπόρων, καθώς η {106} δραστηριότητά τους διαθέτει, με τη σειρά της, τη δική της δυναμική. Αυτή η εμπορική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί για όσο διάστημα οι τράπεζες είναι πρόθυμες και ικανές να τη χρηματοδοτούν· συνεπώς, μια κρίση εκδηλώνεται όταν οι τράπεζες αρχίζουν να αποσύρουν τις πιστωτικές διευκολύνσεις. Για να κατανοήσει τους μηχανισμούς της κρίσης, ο Μαρξ στρέφεται επομένως στο ζήτημα του νομίσματος.

Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, ιδιώτες αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες, αναγκάζοντας αυτές να περιορίσουν την πίστωση, με αποτέλεσμα οι καπιταλιστές να πρέπει με τη σειρά τους να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, και «τα παράπονα για έλλειψη χρήματος μεταφέρονται από τον εμπορικό κόσμο στον κόσμο των καταναλωτών» (CW10, 586). Σε μια κρίση φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι η έλλειψη πίστωσης, η οποία ανάγκασε τους καπιταλιστές να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, και επομένως το αίτημα των μεταρρυθμιστών είναι η χαλάρωση της πίστωσης και η διεύρυνση της νομισματικής κυκλοφορίας. Όμως το πραγματικό πρόβλημα που υποκρύπτεται πίσω από την έλλειψη πίστωσης δεν είναι η έλλειψη νομίσματος, αλλά η υπερπαραγωγή, η οποία αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη ζήτησης. Οι τράπεζες δεν επεκτείνουν πλέον την πίστωση επειδή το κεφάλαιο επί του οποίου αυτή εξασφαλίζεται αποδεικνύεται μη ρευστοποιήσιμο, καθώς τα εμπορεύματα στα οποία ενσωματώνεται το κεφάλαιο συσσωρεύονται απούλητα.

Κατά την κρίση, τα εμπορικά γραμμάτια δεν μπορούν να προεξοφληθούν και τα τραπεζογραμμάτια δεν μπορούν να εξαργυρωθούν σε χρυσό, αλλά αυτά είναι μόνο συμπτώματα της κρίσης. Η πραγματική δυσκολία στην κρίση δεν είναι η δυνατότητα μετατρεψιμότητας του χρήματος, η οποία μπορεί εύκολα να επιλυθεί (π.χ. με την αναστολή του Νόμου περί Τραπέζης). «Η πραγματική δυσκολία είναι η αδυναμία μετατροπής των εμπορευμάτων, δηλαδή του πραγματικού κεφαλαίου, σε χρυσό και τραπεζογραμμάτια» (CW10, 587).^11 Το πρόβλημα δεν είναι, επομένως, η συγκεκριμένη μορφή του νομισματικού συστήματος, που οδήγησε σε έλλειψη χρήματος, αλλά το ίδιο το νομισματικό σύστημα, ο τρόπος κοινωνικής παραγωγής στον οποίο ο σκοπός της παραγωγής δεν είναι η κοινωνική ανάγκη, αλλά η ιδιοποίηση του χρήματος.

^11 «Στις κρίσεις, το κεφάλαιο (ως εμπόρευμα) δεν μπορεί να ανταλλαχθεί, όχι επειδή υπάρχουν πολύ λίγα μέσα κυκλοφορίας· δεν κυκλοφορεί επειδή δεν είναι ανταλλάξιμο. Η σημασία που αποκτά το μετρητό κατά τη διάρκεια της κρίσης προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι, ενώ το κεφάλαιο δεν είναι ανταλλάξιμο στην αξία του — και μόνο για αυτό το λόγο η αξία του φαίνεται να του αντιπαρατίθεται με σταθερή μορφή ως χρήμα — διατηρεί ωστόσο υποχρεώσεις πληρωμής. Πλάι στην διακοπείσα κυκλοφορία, λαμβάνει χώρα μια εξαναγκασμένη κυκλοφορία.» (CW28, 520).

Αυτό δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε μορφή χρηματικού συστήματος είναι εξίσου καλή· διότι το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί έγκυρο (sound) χρήμα. «Η μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων σε χρυσό είναι τελικά αναγκαία, επειδή είναι αναγκαία η μετατρεψιμότητα των εμπορευμάτων σε χρήμα· με άλλα λόγια, επειδή τα εμπορεύματα έχουν ανταλλακτική αξία, και αυτό απαιτεί ένα ειδικό ισοδύναμο διακεκριμένο από τα εμπορεύματα, δηλαδή επειδή στην πραγματικότητα {107} το σύστημα της ιδιωτικής ανταλλαγής επικρατεί» (CW10, 587). Οι μεταρρυθμιστές του νομισματικού συστήματος πιστεύουν ότι μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της μη μετατρεψιμότητας του κεφαλαίου εγκαταλείποντας τη μετατρεψιμότητα του νομίσματος, και προσπαθούν να τροποποιήσουν το νομισματικό σύστημα, «λες και η μη μετατρεψιμότητα του κεφαλαίου δεν περιέχεται ήδη στην ύπαρξη οποιουδήποτε νομισματικού συστήματος, ή ακόμη και στην ίδια την ύπαρξη των προϊόντων υπό τη μορφή του κεφαλαίου. Το να προσπαθεί κανείς να μεταβάλει αυτό το γεγονός πάνω στη δεδομένη βάση σημαίνει να στερεί από το χρήμα τις νομισματικές του ιδιότητες, χωρίς να προσδίδει στο κεφάλαιο την ιδιότητα του να είναι πάντα ανταλλάξιμο»· παρέχοντας έτσι το χειρότερο δυνατό και από τους δύο κόσμους. Όσοι επιθυμούν να εκδίδεται το χρήμα ελεύθερα ή να «διατηρείται το χρήμα, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχει πλέον τις ιδιότητες του χρήματος», είναι όλοι ανόητοι (CW10, 588). Με την ανάπτυξη αυτού του συλλογισμού ο Μαρξ ξεκίνησε τα Grundrisse, όταν επέστρεψε στις οικονομικές του μελέτες το 1857.

Τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1851, ο Μαρξ επέστρεψε στη μελέτη του έργου του Ρικάρντο (MEGA IV.8, Τετράδια VII και VIII). Η σημασία του Ρικάρντο έγκειται στο ότι απέρριπτε κάθε μορφή θεωρίας υποκατανάλωσης, αρνούμενος σθεναρά τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής, με το επιχείρημα ότι η «υπερπαραγωγή» σε έναν κλάδο της παραγωγής πρέπει να αντιστοιχεί σε «υποπαραγωγή» σε έναν άλλο, μια ανισορροπία που θα διορθωθεί από τη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς. Η αντιπαράθεση με τον Ρικάρντο, εδώ όπως και στο υπόλοιπο έργο του, αναγκάζει τον Μαρξ να διευκρινίσει τη δική του σκέψη (και να προϊδεάσει για την κριτική στη μαρξιστική θεωρία της κρίσης που θα διατυπώσει αργότερα ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι).

Στις σημειώσεις του για τον Ρικάρντο, ο Μαρξ συνδέει μεταξύ τους την τάση για άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την τάση προς υπερπαραγωγή· την αντίφαση μεταξύ της παραγωγής αξιών και της παραγωγής χρηστικών αξιών· τη δυναμική της καπιταλιστικής παραγωγής και την αναγκαιότητα των κρίσεων, σε ένα απόσπασμα που συνοψίζει προηγούμενα συμπεράσματα και προαναγγέλλει έργα που θα ακολουθήσουν.

Ο Μαρξ αναγνωρίζει την ισχύ της κριτικής του Ρικάρντο στη θεωρία της υποκατανάλωσης και αρχίζει να ευθυγραμμίζει την θεωρητική του ανάλυση με τα εμπειρικά του πορίσματα, τα οποία είχαν δείξει ότι πίσω από την κρίση βρισκόταν η δυσανάλογη ανάπτυξη της παραγωγής. Ο Μαρξ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο επιχείρημα ότι είναι η άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εκείνη που διεγείρει την τάση προς υπερπαραγωγή. Αν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν ομοιόμορφα, τότε η υιοθέτηση βελτιωμένων μεθόδων παραγωγής θα οδηγούσε σε αύξηση του όγκου του προϊόντος, αλλά όχι σε αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου, αφού οι τιμές θα προσαρμόζονταν αμέσως {108} στο νέο επίπεδο κόστους, αποφέροντας το γενικό ποσοστό κέρδους (αν και το κεφάλαιο θα αυξανόταν στη συνέχεια, καθώς η πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης θα επέτρεπε στον καπιταλιστή να απασχολήσει περισσότερους εργάτες). Η δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η συνακόλουθη τάση προς υπερπαραγωγή απορρέει από την άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία παρέχει στον περισσότερο προηγμένο καπιταλιστή την ευκαιρία να αποκομίσει υπερκέρδος μέχρις ότου οι νέες μέθοδοι παραγωγής γενικευθούν.

Ο πλούτος της αστικής τάξης και ο στόχος κάθε καπιταλιστικής παραγωγής είναι η ανταλλακτική αξία και όχι η χρηστική αξία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αυξηθεί αυτή η ανταλλακτική αξία — αν εξαιρέσει κανείς την αμοιβαία εξαπάτηση — παρά μόνο με το να προστίθενται προϊόντα, να παράγονται περισσότερα. Για να επιτευχθεί αυτή η αύξηση της παραγωγής είναι αναγκαία η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Όμως, σε αναλογία με την αύξηση της παραγωγικής δύναμης μιας δεδομένης ποσότητας εργασίας... υπάρχει μείωση της ανταλλακτικής αξίας των προϊόντων... ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η απόσβεση [του πάγιου κεφαλαίου], με την οποία πρέπει να ασχοληθούμε αργότερα.

Αν η διαδικασία υλοποιούνταν ομοιόμορφα, η αξία δεν θα μεταβαλλόταν, σε τέτοιο βαθμό ώστε θα έπαυε κάθε ερέθισμα για την αστική παραγωγή. Μόνο επειδή παράγεται άνισα εμφανίζονται όλες οι συγκρούσεις, αλλά και η πρόοδος της αστικής κοινωνίας.

Η παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων ποτέ δεν είναι ο στόχος της αστικής παραγωγής. Ο στόχος της τελευταίας είναι η παραγωγή περισσότερων αξιών. Η πραγματική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των εμπορευμάτων, επομένως, συμβαίνει παρά την πρόθεση αυτή· όλες οι κρίσεις προκύπτουν από αυτή την αντίφαση στην επέκταση των αξιών, η οποία μετατρέπεται, μέσω της δικής της κίνησης, σε αύξηση της παραγωγής. Έτσι, η αστική βιομηχανία αναποδογυρίζεται συνεχώς μέσα σε αυτή την αντίφαση.

Αν το κεφάλαιο γινόταν πιο παραγωγικό, δεν θα αυξανόταν, αν όλα τα κεφάλαια καθίσταντο εξίσου παραγωγικά σε όλη τη βιομηχανία. Το εθνικό κεφάλαιο θα παρέμενε το ίδιο, ακόμη και αν παρήγαγε μεγαλύτερο πλούτο με την έννοια του Ρικάρντο, δηλαδή περισσότερα προϊόντα κ.λπ.

Ωστόσο, επειδή η αύξηση της παραγωγικής δύναμης του κεφαλαίου είναι πάντα μονομερής, αντιστοιχεί αρχικά σε αύξηση των αξιών (η βελτιωμένη μηχανή θα παρήγαγε τα προϊόντα της στην ίδια τιμή με την μέση μηχανή, όπως και η χειρότερη γη παράγει στην ίδια {109} τιμή με την καλύτερη· και όπως στην περίπτωση της προσόδου, υπάρχει δημιουργία αξίας). Όταν επιπλέον, ο καπιταλιστής απασχολεί περισσότερους εργάτες με το ίδιο κεφάλαιο... με αυτόν τον τρόπο αυξάνει επίσης τις αξίες.» (MEGA IV.8, 364-5, δική μου μετάφραση [SC])

Ο Μαρξ επαναλαμβάνει επίσης τη σύνδεση μεταξύ της δυσαναλογίας στην ανάπτυξη της παραγωγής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής και της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς. Οι τάσεις κρίσης της συσσώρευσης εκδηλώνονται σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς το κεφάλαιο στρέφεται προς την παγκόσμια αγορά προκειμένου να βρει διεξόδους για το πλεονάζον προϊόν του:

«Η ανισορροπία μεταξύ της αγοράς — δηλαδή των ανταλλακτών — και του κεφαλαίου, η δυσαναλογία της παραγωγής στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης χώρας, σπρώχνει τα εμπορεύματα προς την παγκόσμια αγορά, από τη μία αγορά στην άλλη. Από τη στιγμή που η βιομηχανία εκσυγχρονιστεί, η αναλογική παραγωγή — φυσικά εντός των αστικών ορίων — έχει ανάγκη τη σφαίρα ολόκληρου του κόσμου, εάν θέλει να βρει ισοδύναμο για την παραγωγή της, δηλαδή μια ενεργή ζήτηση.» (MEGA IV.8, 417, δική μου μετάφραση [SC])

Τα υπόλοιπα τετράδια της περιόδου αυτής παραμένουν αδημοσίευτα, αν και δεν υπάρχει ένδειξη ότι περιέχουν πρωτότυπο υλικό. Στα δημοσιευμένα γραπτά και στην αλληλογραφία των ετών 1852-3, οι Μαρξ και Ένγκελς συνεχίζουν να αναμένουν την επικείμενη τελική κρίση, που βρίσκεται δήθεν «προ των πυλών». Παρότι σημειώθηκαν επεισόδια εμπορικής και χρηματοπιστωτικής αναστάτωσης, και υπήρχαν σαφή σημάδια υπερπαραγωγής σε έναν ή άλλον κλάδο παραγωγής, η αναμενόμενη γενική κρίση δεν εμφανίστηκε.^12

^12 Περίμεναν η κρίση να ξεσπάσει το 1852, στη βάση ενός πενταετούς κύκλου (CW10, 502· Μαρξ προς Ένγκελς, 19.08.52, CW39, 162-3), και στη συνέχεια το 1853 (NYDT 01.11.52).

Η αποτυχία εκδήλωσης της κρίσης στον αναμενόμενο χρόνο δεν απογοήτευσε τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Αντιθέτως, όσο περισσότερο καθυστερούσε η εκδήλωσή της λόγω εξαιρετικών συγκυριών, όπως το ελεύθερο εμπόριο και ο Κριμαϊκός Πόλεμος, τόσο πιο σοβαρή ανέμεναν ότι θα είναι.

Σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς, το γεγονός ότι ο κύκλος δεν είχε εισέλθει στη συνήθη φάση εμπορικής και χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, δεν δήλωνε αποδυνάμωση των τάσεων προς κρίση. Αντιθέτως, το γεγονός ότι το πλεονάζον κεφάλαιο εξακολουθούσε να κατευθύνεται στην παραγωγή και όχι στην χρηματιστική και εμπορική κερδοσκοπία υποδήλωνε πως η επερχόμενη κρίση «θα λάβει χαρακτήρα πολύ πιο επικίνδυνο από εκείνη του 1847, η οποία ήταν περισσότερο εμπορική και νομισματική παρά βιομηχανική» (CW11, 361) — αλλά η αναγκαιότητά της δεν αμφισβητείτο.

Στα μέσα του 1853 ο Μαρξ έγραψε: «πρέπει, πάντοτε, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ατύχημα, να έρθει εν ευθέτω χρόνω η στιγμή κατά την οποία η επέκταση των αγορών {110} δεν θα μπορεί να συμβαδίζει με την επέκταση της βρετανικής βιομηχανικής παραγωγής, και αυτή η δυσαναλογία πρέπει να επιφέρει μια νέα κρίση με την ίδια βεβαιότητα που το έκανε και στο παρελθόν» (CW12, 95-6). Ωστόσο, πλέον οι αναφορές στη αναγκαιότητα ή επικείμενη εκδήλωση κρίσης γίνονταν όλο και πιο σπάνιες.^13

^13 Έχω εντοπίσει μόνο μία σημαντική αναφορά στην κρίση στα έργα της περιόδου 1854–1855, στην οποία ο Μαρξ τη συνδέει με «τη μοιραία λειτουργία του αγγλικού βιομηχανικού συστήματος, το οποίο οδηγεί σε υπερπαραγωγή στη Μεγάλη Βρετανία και σε υπερκερδοσκοπία σε όλες τις άλλες χώρες» (CW13, 588).)

Η Θεωρία της Κρίσης το 1853

Αν και ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν είχαν ακόμη αναπτύξει μια πλήρως συνεκτική θεωρία της κρίσης, τα στοιχεία μιας τέτοιας θεωρίας μπορούν να αντληθούν από τα γραπτά τους της περιόδου 1848–1853. Αυτά μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία:

1) Η κρίση αποτελεί μια φάση στον κύκλο, ο οποίος αποτελεί τη φυσιολογική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

2) Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρονται πάντοτε στις κρίσεις ως κρίσεις υπερπαραγωγής, και τέτοιες κρίσεις συνδέονται πάντα με την τάση της παραγωγής να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της αγοράς (CW5, 518· CW10, 263, 338· CW11, 173-5· CW12, 95-9· CW13, 588· CW14, 23· CW19, 161· CW24, 412· CW25, 272).

Η πηγή της υπερπαραγωγής βρίσκεται στην ανισομερή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους καπιταλιστές που πρώτοι εισάγουν πιο προηγμένες μεθόδους παραγωγής.

Η δυναμική κινητήρια δύναμη είναι η τάση του καπιταλισμού να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς όριο, τάση που πηγάζει από την πίεση του ανταγωνισμού, η οποία εξαναγκάζει κάθε καπιταλιστή να μειώσει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερο προϊόν με δεδομένο μέγεθος κεφαλαίου — φαινόμενο που επιτείνεται από τη συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα κεφαλαίου που αναζητά νέες διεξόδους για παραγωγική επένδυση.

3) Στις πιο γενικές διατυπώσεις του, ο Μαρξ συνεχίζει να εξηγεί τις κρίσεις με όρους υποκατανάλωσης, δηλαδή ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ανάπτυξη της παραγωγής προηγείται της ανάπτυξης της αγοράς. Ήταν ωστόσο ενήμερος ότι δεν ήταν θεμιτό να γενικεύει κανείς από τη δυναμική τάση ενός επιμέρους κλάδου παραγωγής προς τις τάσεις του συστήματος στο σύνολό του, διότι αναγνώριζε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνεπιφέρει ταυτόχρονα και ανάπτυξη της αγοράς. Η προτεραιότητά του ήταν, συνεπώς, να κατανοήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σχέση μεταξύ {111} της τάσης του κεφαλαίου να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς όριο, αφενός, και της συγκεκριμένης εκδήλωσης της κρίσης, αφετέρου.

4) Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό οδήγησε τον Μαρξ να εξετάσει τη σχέση ανάμεσα στο βιομηχανικό κεφάλαιο, το εμπορικό κεφάλαιο και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Εμφανίζεται ως εάν η κρίση να προκαλείται από μια χρηματοπιστωτική και εμπορική κρίση, η οποία φαίνεται να προκύπτει ως συνέπεια της κερδοσκοπίας και της «υπερεμπορίας» (overtrading). Ωστόσο, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η υπερεμπορία δεν είναι το αποτέλεσμα της εμπορικής και χρηματοπιστωτικής απερισκεψίας, αλλά της τάσης της παραγωγής να προπορεύεται της επέκτασης της αγοράς. Η πηγή των κρίσεων, επομένως, βρίσκεται στην τάση προς την υπερπαραγωγή.

Η κερδοσκοπία και η υπερεμπορία είναι απλώς συμπτώματα της υπερπαραγωγής, καθώς το πλεονάζον κεφάλαιο αναζητά επικερδείς διεξόδους. «Η κερδοσκοπία εμφανίζεται τακτικά σε περιόδους που η υπερπαραγωγή βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Παρέχει διαύλους μέσω των οποίων η υπερπαραγωγή μπορεί προσωρινά να εκτραπεί, αλλά με την ίδια αυτή διαδικασία επιταχύνεται η εκδήλωση της κρίσης και μεγεθύνεται η επίδρασή της. Η ίδια η κρίση ξεσπά αρχικά στο πεδίο της κερδοσκοπίας και μόνο αργότερα κυριεύει την παραγωγή. Δεν είναι η υπερπαραγωγή αλλά η υπερκερδοσκοπία — που αποτελεί μόνο σύμπτωμα της υπερπαραγωγής — που εμφανίζεται στο επιφανειακό βλέμμα ως η αιτία της κρίσης» (CW10, 490).

5) Η εξέταση από τον Μαρξ της σχέσης ανάμεσα στην υπερπαραγωγή, την κυκλοφορία και τις νομισματικές κρίσεις τον οδηγεί στα προσχέδια του 1851 να εξετάσει την τάση προς την υπερπαραγωγή σε σχέση με την τάση προς την δυσαναλογία (disproportionality). Από αυτήν την οπτική, μια κρίση υπερπαραγωγής είναι το αποτέλεσμα της ανισομερούς ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία γεννά δυσαναλογίες μεταξύ των κλάδων της παραγωγής. Η εμφάνιση της υποκατανάλωσης είναι τότε το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της παραγωγής κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αντίστοιχα, στις εμπειρικές μελέτες του Μαρξ, οι κρίσεις δεν είναι κρίσεις γενικευμένης υπερπαραγωγής, αλλά ξεκινούν από την υπερπαραγωγή σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής στον οποίο οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί με τον ταχύτερο ρυθμό. Πιο συγκεκριμένα, η δυναμική κινητήρια δύναμη της τάσης προς κρίση είναι η βρετανική βιομηχανική παραγωγή σε σχέση με τη συγκριτικά βραδύτερη ανάπτυξη των παγκόσμιων αγορών. Υπάρχει μια υπόνοια ότι η υπερπαραγωγή βρετανικών βιομηχανικών προϊόντων σχετίζεται με τη σχετική καθυστέρηση της γεωργίας σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς η άνοδος των γεωργικών τιμών οδηγεί σε μείωση της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα (CW12, 96-7).^14 Ωστόσο, ο Μαρξ δεν έχει ακόμη συμφιλιώσει τις εμπειρικές του μελέτες για τον μηχανισμό της {112} κρίσης με τη θεωρητική του ερμηνεία για τις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής παραγωγής.

^14 Αυτή ήταν μια θέση που ανέπτυξε αργότερα ο Κάουτσκι στο πλαίσιο της θεωρίας του για τον ιμπεριαλισμό.

6) Η ανάλυση αυτή υποδηλώνει ότι μια κρίση υπερπαραγωγής θα εκδηλωθεί πρώτα στη σφαίρα του εμπορίου και της χρηματοδότησης, έτσι ώστε η εμφάνιση σημείων υπερκερδοσκοπίας να αποτελεί σαφή ένδειξη της επικείμενης εκδήλωσης μιας κρίσης υπερπαραγωγής (CW10, 502). Για αυτόν τον λόγο ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν διαρκώς προσεκτικοί στις ενδείξεις υπερκερδοσκοπίας και υπερεμπορίας, με τον Μαρξ να μελετά επισταμένως τα δελτία αποδόσεων της Τράπεζας της Αγγλίας και της Τράπεζας της Γαλλίας, ενώ ο Ένγκελς, από το Μάντσεστερ, ανέφερε ενδείξεις εμπορικής δυσπραγίας.

7) Η περαιτέρω συνέπεια ήταν ότι καμία μορφή νομισματικής μεταρρύθμισης — ούτε ο Νόμος για την Τράπεζα του 1844, ούτε οι προτάσεις των Προυντονιστών και των σοσιαλιστών για ελεύθερη πίστωση — δεν μπορούσε να εξαλείψει τις εγγενείς τάσεις κρίσης του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία της αναμενόμενης κρίσης να εκδηλωθεί το 1853 κατέδειξε ότι η σχέση μεταξύ υπερπαραγωγής και υπερκερδοσκοπίας δεν ήταν τόσο απλή όσο ίσως αρχικά πίστευαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς· και το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το επίκεντρο των οικονομικών μελετών του Μαρξ κατά τη δεκαετία του 1850.

8) Η δυναμική της κρίσης και της επανάστασης εκτυλίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα, με επίκεντρο την Αγγλία.

Όπως η περίοδος κρίσης εμφανίζεται αργότερα στην Ήπειρο απ’ ό,τι στην Αγγλία, έτσι και η περίοδος ευημερίας. Η αρχική διαδικασία λαμβάνει πάντα χώρα στην Αγγλία· αυτή είναι ο δημιουργός του αστικού κόσμου... Έτσι, παρότι οι κρίσεις παράγουν πρώτα επαναστάσεις στην Ήπειρο, η βάση για αυτές τίθεται πάντοτε στην Αγγλία. Οι βίαιες εκρήξεις πρέπει αναγκαστικά να συμβούν μάλλον στα άκρα του αστικού σώματος, παρά στην καρδιά του, αφού εκεί υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής απ’ ό,τι εδώ. Από την άλλη πλευρά, ο βαθμός στον οποίο οι ηπειρωτικές επαναστάσεις επιδρούν στην Αγγλία είναι ταυτόχρονα το βαρόμετρο που δείχνει κατά πόσον αυτές οι επαναστάσεις θέτουν πραγματικά υπό αμφισβήτηση τις αστικές συνθήκες ζωής ή απλώς πλήττουν τις πολιτικές τους μορφές (CW10, 509–10).

Η Ήπειρος είναι το έδαφος των πολιτικών επαναστάσεων, αλλά η κοινωνική επανάσταση θα λάβει χώρα στην Αγγλία.

Κάθε τοπική κρίση έχει τη δική της δυναμική και τη δική της ιδιαιτερότητα, αλλά πίσω από τις συγκυριακές αιτίες τέτοιων μεμονωμένων κρίσεων βρίσκεται η πιο θεμελιώδης αιτία: η γενική κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς (CW11, 173–5). Καθεμία τοπική κρίση επομένως δεν είναι σημαντική καθαυτή, αλλά για τις οικονομικές και πολιτικές της επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα και, {113} κυρίως, στην Αγγλία, ως την καρδιά του αστικού κόσμου. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των εμπειρικών ερευνών του Μαρξ κατά τη δεκαετία του 1850 αφορούσε το διεθνές εμπόριο, τις χρηματοπιστωτικές και νομισματικές ροές, οι οποίες συνιστούν τους δεσμούς ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό εξηγεί τη σημασία που απέδιδε ο Μαρξ στη Γαλλία, την οποία θεωρούσε ότι διαδραματίζει καίριο ρόλο στη μετάδοση και γενίκευση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων από την περιφέρεια στο κέντρο. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1850, μελέτησε την χρηματοπιστωτική πολιτική της Τράπεζας της Γαλλίας κατά την εκδήλωση της κρίσης της δεκαετίας του 1840, καθώς και τις διεθνείς χρηματοοικονομικές και εμπορικές σχέσεις της Γαλλίας κατά τη δεκαετία του 1850, ως τη βάση για την πρόβλεψη του μοτίβου της επόμενης μεγάλης κρίσης.

Επαναστατικές Ελπίδες και η Κρίση του 1857

Η πολυαναμενόμενη κρίση δεν έφτασε παρά μόνο τον Νοέμβριο–Δεκέμβριο του 1857, αλλά ο Μαρξ και ο Ένγκελς την ανέμεναν ήδη από τον Απρίλιο του 1856, σημειώνοντας τα αυξανόμενα σημάδια κερδοσκοπίας σε ολόκληρη την Ευρώπη (CW40, 32, 34–5). Τον Ιούνιο, ο Μαρξ έγραψε μια σειρά τριών άρθρων για τη New York Daily Tribune σχετικά με την Crédit Mobilier, την οποία ο ίδιος και ο Ένγκελς δεν θεωρούσαν τίποτε περισσότερο από ένα όχημα κερδοσκοπίας, που δανειζόταν βραχυπρόθεσμα για να δανείσει μακροπρόθεσμα, «χωρίς καμία μέριμνα για τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας», ενώ προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις απατηλές της δραστηριότητες με τη ρητορική του σοσιαλισμού των Σαιν-Σιμονιστών (CW15, 8–24).

Ο Μαρξ επανήλθε στην Crédit Mobilier τον Σεπτέμβριο του 1856, σημειώνοντας ότι η «καθοδηγητική της αρχή ... δεν είναι να κερδοσκοπεί σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα, αλλά να κερδοσκοπεί επί της κερδοσκοπίας, και να καθολικεύει την απάτη στον ίδιο βαθμό που την κεντροποιεί», περιγράφοντάς την ως «εκείνο το παράδοξο μίγμα Αυτοκρατορικού Σοσιαλισμού, Σαιν-Σιμονιστικής χρηματιστηριακής αγυρτείας και φιλοσοφικής απατεωνιάς» (CW15, 109–110).^15

^15 Στην πραγματικότητα, η Crédit Mobilier επέζησε της κρίσης του 1857–58, για να καταρρεύσει τελικά στην κρίση του 1867, και εκκαθαρίστηκε το 1871.

Περίπου την ίδια ημέρα, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς ότι ανέμενε πως η μεγάλη νομισματική κρίση θα έφθανε μέχρι τον χειμώνα του 1857 (26.09.56, CW40, 71). Ο Ένγκελς, στην απάντησή του, συμφώνησε με τον Μαρξ ότι η επικείμενη κρίση θα ήταν επιτέλους η μεγάλη: «Αυτή τη φορά θα έχουμε μια dies irae (ημέρα της κρίσης) όπως δεν έχουμε ξαναδεί: η βιομηχανία όλης της Ευρώπης ερειπωμένη, όλες οι αγορές υπερκορεσμένες..., όλες οι ιδιοκτήτριες τάξεις μέσα στη σούπα, πλήρης χρεοκοπία της αστικής τάξης, πόλεμος και ακολασία στον υπέρτατο βαθμό.» (27.09.56, CW40, 74)

{114} Την επόμενη κιόλας εβδομάδα, ο Μαρξ προέβλεπε δημόσια όχι μόνο μια οικονομική κρίση, αλλά και μια πολιτική κρίση που θα επισκίαζε τις επαναστάσεις του 1848. «Αυτό για το οποίο είναι πλέον βέβαιοι οι πιο διορατικοί πολιτικοί, είναι μια διευρυμένη έκδοση όχι μόνο της κρίσης του 1847 αλλά και των επαναστάσεων του 1848... Το 1848, τα κινήματα που οδήγησαν πιο άμεσα στην Επανάσταση είχαν απλώς πολιτικό χαρακτήρα... Τώρα, αντιθέτως, γίνεται γενικά κατανοητό ότι πρόκειται για μια κοινωνική επανάσταση, ακόμη και πριν καν ανακηρυχθεί η πολιτική επανάσταση· και μια κοινωνική επανάσταση που δεν προκαλείται από τις υπόγειες συνωμοσίες των μυστικών εργατικών οργανώσεων, αλλά από τους δημόσιους μηχανισμούς των Crédit Mobiliers των κυρίαρχων τάξεων». Η επίδραση της νομισματικής κρίσης αποκαλύπτει τον απατηλό χαρακτήρα των διακηρύξεων των «επίσημων επαναστατών», οι οποίοι «δεν γνωρίζουν τίποτα για την οικονομική ζωή των λαών, για τις πραγματικές συνθήκες του ιστορικού κινήματος» (CW15, 113-115).

Παρά την φαινομενική ανάκαμψη από την κρίση, τον Νοέμβριο η αισιοδοξία του Ένγκελς ήταν αχαλίνωτη: «Ίσως ποτέ ξανά η επανάσταση να μην βρει τόσο ωραία tabula rasa όσο τώρα. Όλα τα σοσιαλιστικά τεχνάσματα έχουν εξαντληθεί, η καταναγκαστική απασχόληση της εργασίας έχει προβλεφθεί και καταρρεύσει εδώ και έξι χρόνια, καμία ευκαιρία για νέα πειράματα ή συνθήματα. Από την άλλη, ωστόσο, οι δυσκολίες θα είναι απολύτως εμφανείς· ο ταύρος θα πρέπει να πιαστεί κυριολεκτικά από τα κέρατα... δεν έχουμε πια λόγο να φοβόμαστε μια τόσο ταχεία υποχώρηση όπως το 1848» (Ένγκελς προς Μαρξ, 17.11.1856, CW40, 83). Ο Μαρξ επίσης θεωρούσε την ανάκαμψη προσωρινή, σημειώνοντας στη New York Daily Tribune ότι «ανεξαρτήτως της άμεσης αιτίας του νομισματικού πανικού... όλα τα στοιχεία της εμπορικής και βιομηχανικής αναστάτωσης ήταν ώριμα στην Ευρώπη» (CW15, 122), ώστε «φαίνεται σχεδόν αδύνατον το γαλλικό εμπόριο και η βιομηχανία να αποφύγουν μια κατάρρευση, συνοδευόμενη από πολιτικά γεγονότα λίγο ή πολύ σοβαρά, με καταστροφικές συνέπειες για τη σταθερότητα της πίστωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική» (CW15, 135).

Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1857, ο Μαρξ συνέχισε να στρέφει το βλέμμα του προς τη Γαλλία, και ειδικότερα προς την υπερεπεκταμένη Crédit Mobilier, αναμένοντας την χρηματοπιστωτική κρίση που θα σηματοδοτούσε την οριστική κρίση του καπιταλισμού (New York Daily Tribune, άρθρα της 12.05, 15.05, 02.06, 10.07, 08.09, CW15, 270–7, 289–92, 301–4, 357–60).

Στα τέλη Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, ο Μαρξ συνέγραψε μια σειρά πέντε άρθρων για τη γαλλική χρηματοπιστωτική πολιτική, τα οποία έκτοτε έχουν χαθεί (CW40, 181· σημ. 219, 606). Στις 20 Οκτωβρίου έγραψε στον Ένγκελς, αναφερόμενος στην «όμορφη» {115} αμερικανική κρίση και ενημερώνοντας για τη μελέτη του στη γαλλική οικονομία (CW40, 191–5), ενώ στις 31 Οκτωβρίου ανέφερε στον Ένγκελς ότι, εξαιτίας της κρίσης, η New York Daily Tribune είχε μειώσει την ανάθεσή του σε ένα άρθρο την εβδομάδα, αποκλειστικά για τον ινδικό πόλεμο και την χρηματοπιστωτική κρίση (CW40, 197–8).

Τελικά, η φάση αυτή της κρίσης είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Αγγλία, οδηγώντας στην άμεση αναστολή του Bank Act — ένα ενδεχόμενο που ο Μαρξ είχε προβλέψει σε άρθρο του στις 6 Νοεμβρίου (CW15, 383), ενώ ταυτόχρονα υποβάθμιζε τη σημασία του μπροστά στη βιομηχανική κατάρρευση που επίκειτο (βλ. CW40, 215). Στις 13 Νοεμβρίου, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς εκφράζοντας την ευχαρίστησή του για την κρίση, παρά την προσωπική του οικονομική δυσχέρεια, και παρέπεμπε σε άρθρο του στη Tribune με τίτλο «Η Βρετανική Αναστάτωση», στο οποίο υποστήριζε ότι «η κρίση κανονικά θα έπρεπε να είχε ξεσπάσει δύο χρόνια νωρίτερα. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις εξηγούνται πλέον με τόσο ορθολογικό τρόπο, ώστε ακόμη και ο Χέγκελ θα μπορούσε, προς μεγάλη του ικανοποίηση, να ξαναβρεί την “έννοια” μέσα στην “εμπειρική ποικιλομορφία του κόσμου των πεπερασμένων συμφερόντων”» (13.11.1857, CW40, 199).

Στην πραγματικότητα, το άρθρο του Μαρξ δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι εξηγεί τις καθυστερήσεις — απλώς δηλώνει πως οι αφίξεις χρυσού από την Αυστραλία και τις ΗΠΑ επέτρεψαν στην Τράπεζα να χαλαρώσει περιοδικά την πίστωση, «ενώ, από την άλλη πλευρά... [η κρίση] παραμερίστηκε μέσω μιας σειράς προσωρινών σπασμών, και συνεπώς η τελική της έκρηξη, τόσο ως προς την ένταση των συμπτωμάτων όσο και ως προς την έκταση της μετάδοσης, θα υπερβεί κάθε προηγούμενη κρίση» (CW15, 387).^16

^16 Ο Μαρξ πρόσθεσε ως υστερόγραφο στην επιστολή του ότι «σκέφτομαι να γράψω για την κρίση προς όφελος της πατρίδας», κάτι που αποτελεί την πρώτη αναφορά στην αλληλογραφία του σε πιθανή επανέναρξη ανεξάρτητης συγγραφικής δραστηριότητας (13.11.1857, CW40, 199). Η αναφορά στον Χέγκελ είναι επίσης σημαντική από αυτή την άποψη (βλ. CW40, 249).

Ο Ένγκελς απάντησε δύο μέρες αργότερα, συμφωνώντας με τον Μαρξ ότι η αμερικανική κατάρρευση έθεσε τέλος στην «προ-κρίσης» περίοδο γαλλικής και γερμανικής κερδοσκοπίας και έφερε τα πράγματα στο σημείο της σύγκρουσης. Ο Ένγκελς τεκμηρίωσε τον αντίκτυπο της κρίσης σε όλη την Ευρώπη (μέρος του οποίου χρησιμοποίησε ο Μαρξ στο άρθρο του «Η Χρηματοπιστωτική Κρίση στην Ευρώπη» για τη New York Daily Tribune), προσδοκώντας την επαναστατική της επίδραση μετά από μια μακρά περίοδο ευημερίας. Ο Ένγκελς δεν επιθυμούσε η κρίση να εξελιχθεί πολύ γρήγορα, ελπίζοντας σε «μια περίοδο χρόνιας πίεσης... για να ανεβεί η οργή του λαού», και ώστε να διαχυθεί η πίεση σε ολόκληρη την Ευρώπη. «Η μακρά περίοδος ευημερίας είναι σίγουρο πως έκανε τις μάζες καταραμένα νωθρές», αλλά ο Ένγκελς ήταν αισιόδοξος: «το 1848 λέγαμε: Τώρα έρχεται η σειρά μας, και πράγματι, με μια έννοια, ήρθε — αλλά αυτή τη φορά {116} έρχεται όπως πρέπει· τώρα είναι ζήτημα ή τώρα ή ποτέ» (CW40, 200–3).

Σε άρθρο του γραμμένο στις 27 Νοεμβρίου, ο Μαρξ τόνιζε τον συστηματικό χαρακτήρα των κρίσεων: «η ίδια η επαναληπτικότητα των κρίσεων, παρά τις προειδοποιήσεις του παρελθόντος, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αποκλείει την ιδέα να αναζητηθούν οι τελικές τους αιτίες στην απερισκεψία μεμονωμένων ατόμων... η κερδοσκοπία... εμφανίζεται ως ο άμεσος προάγγελος της κατάρρευσης... [όμως] η ίδια η κερδοσκοπία έχει γεννηθεί στις προηγούμενες φάσεις της περιόδου, και επομένως είναι και η ίδια αποτέλεσμα και σύμπτωμα, όχι όμως τελική αιτία ή υπόσταση». Η τελική αιτία και υπόσταση δεν βρίσκεται στις αγορές χρήματος, αλλά στην πορεία του αγγλικού εμπορίου, γεγονός που αποκαλύπτεται από το ότι «η βιομηχανική κρίση σήμερα βρίσκεται στην κορυφή, και η νομισματική δυσχέρεια στη βάση». Η χρηματαγορά έχει ενισχυθεί, αλλά μόνο με την αύξηση των επιτοκίων, εις βάρος των βιομηχάνων (CW15, 401–2).

Ο Ένγκελς κρατούσε τον Μαρξ ενήμερο για την εξέλιξη της εμπορικής και βιομηχανικής κρίσης, η οποία ακολουθούσε κατά γράμμα τις προβλέψεις τους. Στις 11 Δεκεμβρίου έγραφε: «Ποτέ πριν η υπερπαραγωγή δεν υπήρξε τόσο γενικευμένη όσο κατά την παρούσα κρίση... Αυτό είναι που την καθιστά τόσο σπουδαία και είναι βέβαιο ότι θα έχει τεράστιες συνέπειες. Όσο η υπερπαραγωγή περιοριζόταν στη βιομηχανία, το φαινόμενο ήταν μόνο κατά το ήμισυ παρόν, αλλά μόλις επηρεαστεί και η γεωργία —και μάλιστα τόσο στις τροπικές όσο και στις εύκρατες ζώνες— το φαινόμενο αποκτά εκρηκτική μορφή.

«Το εξωτερικό και ορατό σημείο της υπερπαραγωγής είναι λίγο-πολύ πάντα η επέκταση της πίστωσης, αλλά αυτή τη φορά έχουμε ιδίως περίπτωση πετάγματος χαρταετών», δηλαδή υπερβολικής διεύρυνσης της πίστωσης. Το αποτέλεσμα είναι πως «όλοι λειτούργησαν πέραν των μέσων τους, υπερεμπορεύτηκαν. Βέβαια, η υπερεμπορία δεν ταυτίζεται με την υπερπαραγωγή, αλλά καταλήγει στο ίδιο ακριβώς πράγμα», καθώς η επέκταση της προσφοράς δεν συμβαδίζει με την αύξηση της ζήτησης. «Μόνο αυτό θα ήταν αρκετό για να επιταχύνει την κρίση, ακόμη και αν η χρηματαγορά —ο ανεμοδείκτης του εμπορίου— δεν είχε ήδη δείξει αυτή την κατεύθυνση... Η παρούσα κρίση προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία για λεπτομερή μελέτη του τρόπου με τον οποίο η υπερπαραγωγή γεννάται από την επέκταση της πίστωσης και την υπερεμπορία» (CW40, 220–1).^17

^17 Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ ο Ένγκελς προσφέρει την εξήγηση των πολιτικών οικονομολόγων για την κρίση —την οποία αργότερα υιοθέτησαν ο Κάουτσκι και ο Χίλφερντινγκ. Για τον Μαρξ, η σχέση είναι συνήθως αντίστροφη: η υπερεμπορία αποτελεί σύμπτωμα της υπερπαραγωγής και όχι αιτία της.

Την επόμενη εβδομάδα, ωστόσο, ο Ένγκελς σημείωνε ότι οι επαναστατικές συνέπειες της κρίσης, μέχρι στιγμής, ήταν περιορισμένες. «Η δυσχέρεια άρχισε επίσης να εμφανίζεται στο προλεταριάτο. Δεν υπάρχουν ακόμη πολλά σημάδια επανάστασης, γιατί η μακρά περίοδος ευημερίας υπήρξε φοβερά αποσαθρωτική. Οι άνεργοι {117} εξακολουθούν να ζητιανεύουν στους δρόμους και να σκοτώνουν τον χρόνο τους άπραγοι» (17.12.1857, CW40, 223).

Στο τέλος Δεκεμβρίου, ο Μαρξ στράφηκε εκ νέου προς τη Γαλλία, περνώντας την ημέρα των Χριστουγέννων γράφοντας μια μακροσκελή επιστολή προς τον Ένγκελς και ένα κύριο άρθρο για τη New York Daily Tribune. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Μαρξ ανέμενε πως η Γαλλία θα ήταν το επίκεντρο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία εν τέλει την προσπέρασε σε μεγάλο βαθμό. Η εξήγησή του για αυτό επικεντρωνόταν κυρίως στο ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο που διατηρούσε η Γαλλία έναντι των χωρών που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση· ένα ισοζύγιο που, υποτίθεται, σήμαινε ότι μια κρίση στο εμπόριο με τις τελευταίες δεν θα μπορούσε να προκαλέσει νομισματική κρίση στη Γαλλία. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ επανέλαβε την πρόβλεψή του πως, όταν έρθει η γαλλική κρίση, θα «πλήξει σφοδρά το χρηματιστήριο και θα θέσει σε κίνδυνο την ύψιστη εγγύηση αυτής της αγοράς — το ίδιο το κράτος» (CW15, 416). «Ολόκληρο το σάπιο, παλαιό οικοδόμημα καταρρέει, και η γελοίως παράτολμη ώθηση που μέχρι τώρα εκδηλώθηκε στη χρηματιστηριακή αγορά της Αγγλίας κ.λπ., θα καταλήξει επίσης σε καταστροφή» (CW40, 231–2).

Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Μαρξ προσδιόριζε με ακρίβεια την πηγή της αντίφασης που αντιμετώπιζε ο βρετανικός καπιταλισμός, την οποία πλέον δεν έβλεπε ως τη βάση μιας κατακλυσμιαίας κρίσης, αλλά ως ένδειξη ιστορικής παρακμής:

Το πραγματικά ανησυχητικό στοιχείο για την Αγγλία... είναι ότι φαίνεται να αδυνατεί να βρει στο εσωτερικό της επαρκές πεδίο απασχόλησης για το δυσκίνητο κεφάλαιό της· ότι επομένως είναι αναγκασμένη να δανείζει σε ολοένα αυξανόμενη κλίμακα και, παρόμοια προς την Ολλανδία, τη Βενετία και τη Γένοβα κατά την εποχή της παρακμής τους, να κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια τα όπλα των ανταγωνιστών της. Εξαναγκάζεται, μέσω της παροχής μεγάλων πιστώσεων, να ενθαρρύνει την κερδοσκοπία σε άλλες χώρες, προκειμένου να βρει πεδία επένδυσης για το πλεονάζον κεφάλαιό της, και έτσι να διακινδυνεύσει τον αποκτηθέντα πλούτο της για να τον αυξήσει και να τον διατηρήσει. Δίνοντας εκ των πραγμάτων μεγάλες πιστώσεις σε βιομηχανικές χώρες του εξωτερικού, όπως η ηπειρωτική Ευρώπη, παρέχει στους βιομηχανικούς της ανταγωνιστές τα μέσα να ανταγωνιστούν την ίδια για τις πρώτες ύλες· και κατά συνέπεια, η ίδια συμβάλλει στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών για τη δική της μεταποιητική παραγωγή. Το μικρό περιθώριο κέρδους που απομένει στον Βρετανό βιομήχανο —και το οποίο μειώνεται περαιτέρω από τη συνεχή ανάγκη... να πωλεί διαρκώς φθηνότερα από τον υπόλοιπο κόσμο— αντισταθμίζεται τότε με τη μείωση των μισθών των εργαζομένων και με τη δημιουργία εξαθλίωσης στο εσωτερικό σε ολοένα διευρυνόμενη κλίμακα. Αυτή είναι η φυσική τιμή που πληρώνει η Αγγλία για την εμπορική και βιομηχανική της υπεροχή (CW15, 430).

{118} Την ίδια μέρα, ο Μαρξ έγραφε στον Ένγκελς, αντλώντας μια σχετική παρηγοριά από την φαινομενική ύφεση της κρίσης: «Η προσωρινή ανάπαυλα στην κρίση είναι —ή έτσι μου φαίνεται— εξαιρετικά ευνοϊκή για τα συμφέροντά μας, εννοώ τα συμφέροντα του κόμματος» (07.01.1858, CW40, 243). Έξι εβδομάδες αργότερα παρέμενε αισιόδοξος: «Λαμβανομένων όλων υπόψη, η κρίση σκάβει ακούραστα, σαν τον παλιό καλό τυφλοπόντικα που είναι» (22.02.1858, CW40, 274).

Τον Φεβρουάριο του 1858, ο Μαρξ επέστρεψε στην οικονομική κρίση στη Γαλλία, δίνοντας τώρα έμφαση στον ρόλο της κυβέρνησης στην τεχνητή διόγκωση της πίστωσης για να συγκρατήσει τις τιμές, παρά τη βιομηχανική στασιμότητα και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας. «Η κυβέρνηση φαίνεται να φαντάζεται πως με τη λίαν απλουστευτική μέθοδο της διανομής τραπεζογραμματίων όπου υπάρχουν ανάγκες, μπορεί να αποσοβήσει οριστικά την καταστροφή. Ωστόσο, το πραγματικό αποτέλεσμα αυτού του τεχνάσματος ήταν, αφενός, η επιδείνωση της δυσχέρειας των καταναλωτών, των οποίων τα μειωμένα μέσα δεν ανταποκρίθηκαν σε αντίστοιχη μείωση των τιμών· και αφετέρου, μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων στα τελωνειακά αποθηκευτήρια, τα οποία, όταν τελικά —όπως είναι αναπόφευκτο— εκτοξευθούν στην αγορά, θα καταρρεύσουν κάτω από το ίδιο τους το βάρος» (CW15, 461–2). Παρά ταύτα, ενάντια στις προβλέψεις του Μαρξ, το τέχνασμα πέτυχε και η αναμενόμενη κρίση δεν ήλθε.

Από τον Μάρτιο του 1858, το ζήτημα των κρίσεων σχεδόν εξαφανίζεται από τη σωζόμενη αλληλογραφία του Μαρξ και του Ένγκελς, επανεμφανιζόμενο μόνον με συγκρατημένο ενδιαφέρον στην επόμενη φάση κρίσης του 1866–1868. Τον Ιούνιο του 1858, ο Μαρξ σημείωνε ότι οι βρετανικές εξαγωγές είχαν ανακάμψει, έτσι ώστε φαινόταν πως η κρίση είχε παρέλθει· όμως επέμενε ότι τα σχετικά στοιχεία ήταν παραπλανητικά λόγω της έκτασης της υπερεμπορίας, ιδίως στην Ασία (CW15, 560–5).

Μέχρι το φθινόπωρο του 1858, ήταν σαφές πως η κρίση είχε περάσει, και μια νέα περίοδος άνθησης είχε αρχίσει, τροφοδοτούμενη ιδιαιτέρως από τις εξαγωγές προς την Ινδία — γεγονός που ίσως για πρώτη φορά προκάλεσε αμφιβολίες στο νου του Μαρξ σχετικά με την αμεσότητα της επανάστασης. «Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η αστική κοινωνία βίωσε, για δεύτερη φορά, τον δικό της 16ο αιώνα — έναν 16ο αιώνα που, ελπίζω, θα σημάνει τον επιθανάτιο ρόγχο της, όπως ο πρώτος σήμανε τη γέννησή της στον κόσμο. Το ίδιο το ιστορικό καθήκον της αστικής κοινωνίας είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς, έστω και στο επίπεδο του σχεδιάσματος, καθώς και της παραγωγής που βασίζεται σε αυτή». Το καθήκον αυτό έχει πλέον εκπληρωθεί· αλλά, ενώ ο καπιταλισμός ενδέχεται να πλησιάζει τα όριά του στην Ευρώπη, ίσως να υπάρχει ακόμη ζωή γι’ αυτόν στο υπόλοιπο του κόσμου. «Για εμάς, το δύσκολο ερώτημα είναι το εξής: στην ηπειρωτική Ευρώπη η επανάσταση είναι άμεση και θα αποκτήσει, επιπλέον, αμέσως σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Μήπως, όμως, είναι αναπόφευκτο να συντριβεί σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης, τη στιγμή που το κίνημα της αστικής κοινωνίας εξακολουθεί να βρίσκεται {119} σε ανοδική πορεία σε πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική κλίμακα; (08.10.1858, CW40, 346–7)

Είναι δύσκολο να ερμηνευθούν τα γραπτά του Μαρξ σχετικά με την πολιτική σημασία της κρίσης του 1857. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μετά τις επαναστάσεις του 1848, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έτρεφαν μεγάλες προσδοκίες για τον πολιτικό αντίκτυπο της επόμενης κρίσης, την οποία ανέμεναν το 1853· και ο Μαρξ αφοσιώθηκε σε λεπτομερή έρευνα των συγκεκριμένων μηχανισμών της κρίσης, προκειμένου να μπορέσει να προβλέψει την μελλοντική τους πορεία. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πράγματι ενθουσιάστηκαν με την έναρξη της κρίσης του 1857, αλλά, παρά τη ρητορική αισιοδοξίας, δεν φαίνεται να είχαν πραγματικά μεγάλες προσδοκίες ότι θα προέκυπτε κάτι αποφασιστικό· δεν ρίχτηκαν σε πολιτική δράση, και δεν έδειξαν να εκπλήσσονται όταν η κρίση πέρασε, αφήνοντας πίσω της μόνο δευτερεύουσες αναταράξεις.

Ωστόσο, η κρίση —και η αποτυχία της να εξελιχθεί σύμφωνα με την πορεία που ο Μαρξ είχε προβλέψει— αποτέλεσε το ερέθισμα για να επιστρέψει ο Μαρξ στις οικονομικές του μελέτες, επιχειρώντας να δει πέρα από τα συμπτώματα της επικείμενης κρίσης, της υπερκερδοσκοπίας και της υπερεμπορίας, και να αναζητήσει τις ρίζες της στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Το σημείο εκκίνησης των ερευνών του Μαρξ υπήρξε και πάλι το κεντρικό ζήτημα της νομισματικής κυκλοφορίας, το οποίο ούτε η κλασική πολιτική οικονομία ούτε οι νομισματικοί μεταρρυθμιστές είχαν κατορθώσει να κατανοήσουν.

{120}

5 Χρήμα, Κεφάλαιο και Κρίση στα Grundrisse

Οι εντατικές μελέτες του Μαρξ στην πολιτική οικονομία πραγματοποιήθηκαν σε τρεις φάσεις. Υπό την ώθηση της γνωριμίας του με τον Ένγκελς, ασχολήθηκε για πρώτη φορά σοβαρά με την πολιτική οικονομία την περίοδο 1844–7. Κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του 1848 αφιερώθηκε σε πολιτική και πολεμική δράση, επιστρέφοντας στις οικονομικές του μελέτες το διάστημα 1851–3, προκειμένου να κατανοήσει τους συγκεκριμένους μηχανισμούς που βρίσκονταν στη βάση της κρίσης του 1847–8. Στη συνέχεια εγκατέλειψε τις μελέτες του στην πολιτική οικονομία γύρω στο 1854, προσηλωμένος στη δημοσιογραφία και στην πολιτική ανάλυση των παγκόσμιων γεγονότων. Επέστρεψε στις οικονομικές του μελέτες εν μέσω της κρίσης του 1857, συνεχίζοντας το έργο που είχε διακόψει τρία χρόνια νωρίτερα, στην προσπάθεια να κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα στη χρηματοπιστωτική κρίση και τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι οικονομικές του μελέτες απέκτησαν τη δική τους δυναμική. Στα σημειωματάρια που αργότερα δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο Grundrisse, ο Μαρξ έθεσε τα θεμέλια της ώριμης ανάλυσης που θα κορυφωνόταν στο Κεφάλαιο.

Ο Μαρξ εξέφρασε για πρώτη φορά την επιθυμία να επιστρέψει στις μελέτες του σε επιστολή προς τον Ένγκελς τον Απρίλιο του 1857, κάτι που υποδηλώνει ότι τουλάχιστον επανεξέταζε τις παλαιές του σημειώσεις: «Δεν το έχω καταφέρει ακόμη, αλλά κάποια στιγμή πρέπει πραγματικά να ερευνήσω τη σχέση μεταξύ συναλλαγματικής ισοτιμίας και πολύτιμων μετάλλων. Ο ρόλος που παίζει το χρήμα ως τέτοιο στον καθορισμό του τραπεζικού επιτοκίου και της αγοράς χρήματος είναι εντυπωσιακός και σε ευθεία αντίθεση με όλους τους νόμους της πολιτικής οικονομίας. Αξιοσημείωτοι είναι οι δύο τόμοι της Ιστορίας των Τιμών του Tooke που μόλις εκδόθηκαν. Κρίμα που η μετωπική σύγκρουση του γέροντα με τους οπαδούς της νομισματικής αρχής τον οδηγεί να δίνει τόσο μονομερή κατεύθυνση στις αναλύσεις του» (Μαρξ προς Ένγκελς, 23.04.1857, CW40, 126· βλ. και 24.02.1857, CW40, 102).

Ο Μαρξ ξεκίνησε τελικά την εργασία του τον Ιούλιο του 1857, αρχίζοντας με την εκπόνηση κριτικών σχολίων στον Μπαστιά και τον Κάρεϊ, από τον οποίο ο Μπαστιά αντλούσε τις περισσότερες από τις ιδέες του. Τα σχόλια αυτά ξεκινούν ως {121} μια κριτική επισκόπηση του Μπαστιά, στην οποία τόσο ο Μπαστιά όσο και ο Κάρεϊ αναγνωρίζονται αρχικά ως «φαινομενικές εξαιρέσεις» στη γενική στασιμότητα της πολιτικής οικονομίας από την εποχή του Ρικάρντο και του Σισμόντι, αλλά το μισό χειρόγραφο αφιερώνεται σε μια ανάλυση του Κάρεϊ (του οποίου το έργο ο Μαρξ είχε εκτενώς παραθέσει τον Ιούνιο του 1851 — MEGA IV.8, 672–81, 684–752), ενώ το δεύτερο μισό αποτελεί μια όλο και πιο περιφρονητική συζήτηση του κεφαλαίου του Μπαστιά για τους μισθούς, η οποία καταλήγει με τη φράση: «Είναι αδύνατον να ακολουθήσω άλλο αυτή την ανοησία» (CW28, 6, 16). Ωστόσο, αυτή η εργασία φαίνεται ότι αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του Μαρξ για τις οικονομικές του μελέτες, και στα τέλη Αυγούστου 1857 ξεκίνησε την εργασία του για μια «γενική εισαγωγή» στο χειρόγραφο που σήμερα είναι γνωστό ως Grundrisse.

Στα έργα του των αρχών της δεκαετίας του 1850, ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι η κερδοσκοπία και η υπερεμπορία, που φαινομενικά αποτελούσαν αιτίες των κρίσεων, δεν ήταν παρά επιφανειακές εκδηλώσεις της υποκείμενης τάσης προς υπερπαραγωγή, εγγενώς ενσωματωμένης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτής της θέσης ήταν ότι οι νομισματικές και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να εξαλείψουν τις τάσεις κρίσης που χαρακτηρίζουν τη συσσώρευση κεφαλαίου στον καπιταλισμό. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν είχε προχωρήσει πέρα από ορισμένες προγραμματικές διατυπώσεις επί του ζητήματος. Μετά την κρίση του 1857, επιδίωξε να θεμελιώσει αυτή την επιχειρηματολογία σε αυστηρότερη θεωρητική βάση.

Δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Μαρξ επανέλαβε τις οικονομικές του έρευνες με πρόθεση να πετύχει κάτι περισσότερο από μια προσωπική εννοιολογική διαύγαση, η οποία έγινε επείγουσα υπό το βάρος της φαινομενικά εμβαθυνόμενης κρίσης. Πολύ σύντομα, ωστόσο, άρχισε να επιτυγχάνει αποτελέσματα που έδειχναν προς την κατεύθυνση μιας πολύ πιο θεμελιώδους μελέτης, ικανής να επανιδρύσει την πολιτική οικονομία σε εντελώς νέες βάσεις. Τα αποτελέσματα αυτά σχετίζονταν ιδιαίτερα με τη θεμελιώδη έννοια της αξίας —διακριτής από την τιμή— και της υπεραξίας —διακριτής από το κέρδος— στις οποίες ο Μαρξ κατέληξε μέσω της ανάπτυξης της αναλυτικής διάκρισης μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, την οποία είχε ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1850. Μόλις αντιλήφθηκε τις συνέπειες αυτών των αποτελεσμάτων, ο Μαρξ επανέφερε το σχέδιο για τη συγγραφή μιας συστηματικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, την οποία είχε αρχικά συλλάβει το 1844 αλλά σύντομα είχε εγκαταλείψει. Εργάστηκε εντατικά πάνω σε αυτή την κριτική για τα επόμενα δέκα χρόνια.

Ο Μαρξ άρχισε να εργάζεται στο βασικό χειρόγραφο των Grundrisse γύρω στα τέλη Οκτωβρίου του 1857 και προχώρησε με γρήγορο ρυθμό. Στις 16 Ιανουαρίου 1858 έγραψε στον Ένγκελς, ανακοινώνοντάς του: «Ανακαλύπτω, παρεμπιπτόντως, μερικά πολύ ωραία επιχειρήματα. Π.χ. έχω καταρρίψει εντελώς τη θεωρία του κέρδους όπως αυτή είχε έως τώρα διατυπωθεί» (CW40, 249· βλ. επίσης Μαρξ προς Λασάλ, 11.03.1858, CW40, 286, όπου ο Μαρξ σημειώνει ότι έχει αποσαφηνίσει {122} το ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην παρουσίαση του κέρδους από τον Ρικάρντο και στον ορισμό της αξίας που δίνει ο ίδιος). Στις 22 Φεβρουαρίου, πρότεινε στον Λασάλ να μεσολαβήσει για να βρεθεί εκδότης για ένα έργο που θα περιελάμβανε έξι βιβλία (Μαρξ προς Λασάλ, 22.02.1858, CW40, 270) και δύο πρόσθετους μικρούς τόμους. Τα σχεδιαζόμενα βιβλία θα κάλυπταν: Κεφάλαιο, Γαιοπρόσοδο, Μισθωτή Εργασία, Κράτος, Διεθνές Εμπόριο και Παγκόσμια Αγορά. Οι δύο πρόσθετοι τόμοι θα προσέφεραν ένα σύντομο ιστορικό διάγραμμα της ανάπτυξης των οικονομικών κατηγοριών και σχέσεων. Εν τέλει, ακόμη και το εκτενώς επεξεργασμένο πρώτο βιβλίο παρέμεινε ανολοκλήρωτο μέχρι τον θάνατο του Μαρξ.

Παραγωγή και Κυκλοφορία

Το θεμελιώδες πρόβλημα που εξετάζει ο Μαρξ στα Grundrisse είναι αυτό της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, ως της βάσης για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της υποκείμενης τάσης προς υπερπαραγωγή και της εμφάνισης εμπορικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων, αναπτύσσοντας την ανάλυση που είχε σκιαγραφήσει στους «Στοχασμούς» του του 1851. Στα Grundrisse, ο Μαρξ ενδιαφερόταν πρωτίστως να υπερβεί τις επιφανειακές εκδηλώσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης και να αποκαλύψει τους πιο θεμελιώδεις προσδιορισμούς της αντιφατικής πορείας της, φέρνοντας στο φως τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στην καπιταλιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής.

Η μέθοδος της ανάλυσης συνίσταται στην αφαίρεση των καθημερινών προσδιορισμών της δραστηριότητας των επιμέρους κεφαλαιοκρατών, προκειμένου να ανακαλυφθούν οι προϋποθέσεις τους στη δυναμική του συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολό του. Αυτό οδήγησε τον Μαρξ να επικεντρωθεί στο «κεφάλαιο εν γένει», σε αντιδιαστολή προς τη μορφή με την οποία το κεφάλαιο εμφανίζεται ως επιμέρους ανταγωνιστικά κεφάλαια, και στην ανάλυση της πρωτοκαθεδρίας της παραγωγής υπεραξίας έναντι της κυκλοφορίας και διανομής της. Η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος που έθεσε ο Μαρξ στον εαυτό του συνίσταται στη συμφιλίωση, μέσα σε μία ενιαία θεωρία, των θεμελιωδών προσδιορισμών του συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής —που βασίζεται στην παραγωγή και συσσώρευση υπεραξίας— με τις επιφανειακές του εκδηλώσεις στη σφαίρα του ανταγωνισμού μεταξύ επιμέρους κεφαλαίων.^1

^1 Ο Μαρξ συζήτησε τη μέθοδό του της αφαίρεσης σε επιστολή του προς τον Ένγκελς: «Μόνο με αυτή τη διαδικασία είναι δυνατόν να συζητήσει κανείς μια σχέση χωρίς να συζητήσει όλες τις υπόλοιπες». Η εστίαση στην αξία προϋποθέτει την «υπέρβαση όλων των αδιαμόρφωτων, προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, που δεν διέπονται καθολικά από την ανταλλαγή. Αν και πρόκειται για μια αφαίρεση, είναι ιστορική {123} αφαίρεση και, συνεπώς, δυνατή μόνο εφόσον θεμελιώνεται σε μια συγκεκριμένη οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας…» (Μαρξ προς Ένγκελς, 02.04.1858, CW40, 298, 301). Ο Ένγκελς δεν εντυπωσιάστηκε. Του απάντησε ότι το έργο ακούγεται πολύ αφηρημένο και εξέφρασε την ελπίδα πως «ο αφηρημένος, διαλεκτικός τόνος της περίληψής σου θα εξαφανιστεί, φυσικά, κατά την ανάπτυξη» (Ένγκελς προς Μαρξ, 09.04.1858, CW40, 304).

{123} Αυτή η μεθοδολογική ανησυχία οδήγησε τον Μαρξ από την εξέταση των νομισματικών κρίσεων, με τις οποίες ξεκινά το χειρόγραφο, στην εξέταση του ρόλου του χρήματος ως μεσολαβητή της σχέσης μεταξύ παραγωγής και ανταλλαγής, και κατόπιν πίσω στην ανάλυση του κεφαλαίου, φτάνοντας έτσι, για πρώτη φορά, στην θεωρητική μελέτη της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής, αναπτύσσοντας τα περιγράμματα της θεωρίας της υπεραξίας που βρίσκεται στον πυρήνα όλων των μεταγενέστερων έργων του. Η θεωρία της υπεραξίας παρείχε στη συνέχεια τη βάση πάνω στην οποία ο Μαρξ μπόρεσε τόσο να εξηγήσει τα θεμέλια του καπιταλισμού ως συστήματος που βασίζεται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, όσο και να αρχίσει να αναπτύσσει μια βαθύτερη κατανόηση της τάσης προς κρίση.

Στην «Γενική Εισαγωγή» ο Μαρξ περιγράφει τις θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές της πολιτικής οικονομίας, εξετάζοντας το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης με τους πιο αφηρημένους όρους, και καταλήγοντας ότι «είναι όλα στοιχεία μιας ολότητας, διαφορές μέσα σε μια ενότητα», όπου «η παραγωγή είναι η κυρίαρχη στιγμή, τόσο σε σχέση με τον εαυτό της στην αντιφατική προσδιοριστική λειτουργία της παραγωγής, όσο και σε σχέση με τις άλλες στιγμές… Ένας συγκεκριμένος [τρόπος] παραγωγής προσδιορίζει έτσι ένα συγκεκριμένο [τρόπο] κατανάλωσης, διανομής και ανταλλαγής και συγκεκριμένες σχέσεις αυτών των διαφορετικών στιγμών μεταξύ τους» (CW28, 36).

Ο Μαρξ σύντομα εγκατέλειψε την εισαγωγή, εν μέρει επειδή, όπως σημειώνει στον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1859), «μου φαίνεται συγκεχυμένο να προεξοφλείς αποτελέσματα που πρέπει ακόμη να τεκμηριωθούν» (CW29, 261), άποψη που εκφράζεται και νωρίς στο κύριο χειρόγραφο, όπου ο Μαρξ σημειώνει ότι «το γενικό ζήτημα της σχέσης της κυκλοφορίας προς τις άλλες σχέσεις παραγωγής μπορεί να τεθεί μόνο στο συμπέρασμα» (CW28, 60-1). Φαίνεται όμως επίσης πιθανό ότι η εργασία πάνω στην Εισαγωγή διακόπηκε λόγω της πίεσης πιο καθημερινών εργασιών.

Το σημειωματάριο στο οποίο είναι γραμμένη η Εισαγωγή φέρει ημερομηνία 23 Αυγούστου 1857. Την ίδια περίοδο ο Μαρξ συγκέντρωνε εκτενή τετράδια για την πορεία της παγκόσμιας κρίσης και παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη της κρίσης της Ινδίας, ενώ συγχρόνως έγραφε τακτικά άρθρα για την New York Daily Tribune και, {124} μαζί με τον Ένγκελς, συνεισέφερε μια σειρά καταχωρίσεων για τα στρατιωτικά ζητήματα στην New American Cyclopaedia. Κατά μέσο όρο ο Μαρξ έγραφε ένα άρθρο την εβδομάδα για την New York Daily Tribune, αλλά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1857 έγραψε συνολικά 11 άρθρα, ενώ η εργασία του για την Cyclopaedia ήταν εντονότερη κατά τον Σεπτέμβριο και το πρώτο μισό του Οκτωβρίου 1857 (περίπου δώδεκα άρθρα σε αυτήν την περίοδο), μειώνοντας σταδιακά τον Νοέμβριο έως σχεδόν μηδέν το πρώτο τρίμηνο του 1858. Με σύνολο 23 άρθρων γραμμένων σε αυτό το εξάμηνο χρονικό διάστημα, φαίνεται απίθανο ακόμη και ο Μαρξ να είχε πολύ χρόνο ή ενέργεια για άλλη εργασία.^2

^2 Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μαρξ απολογήθηκε στον Ένγκελς για την αδυναμία να γράψει, «πρώτον λόγω μεγάλης εργασίας και δεύτερον λόγω πολυάριθμων χρονοβόρων υποχρεώσεων στις οποίες η “εσωτερική πίεση” δεν έπαιξε κανένα ρόλο» (CW40,168), και στις 20 Οκτωβρίου απολογήθηκε ξανά επειδή πέρασε μια εβδομάδα ξεναγώντας έναν νέο επισκέπτη και λόγω «πολλής εργασίας» (CW40,191).

Μέχρι τις 20 Οκτωβρίου φαινόταν ότι η πολυαναμενόμενη κρίση είχε επιτέλους ξεσπάσει, πιθανώς πείθοντας τον Μαρξ για την ανάγκη να ασχοληθεί σοβαρά με πιο συγκεκριμένα ζητήματα. Όπως έγραψε στον Λασάλ δύο μήνες αργότερα, «Η παρούσα εμπορική κρίση με ώθησε να ασχοληθώ σοβαρά με τα περιγράμματα της πολιτικής οικονομίας μου, καθώς και να προετοιμάσω κάτι για την παρούσα κρίση» (CW40, 226).

Ο Μαρξ πιθανώς ξεκίνησε την εργασία πάνω στο κύριο χειρόγραφο των Grundrisse στα τέλη Οκτωβρίου ή αρχές Νοεμβρίου 1857.^3 Αν και η πρώτη αναφορά σε αυτό στην αλληλογραφία του εμφανίζεται τον Δεκέμβριο, είχε ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, με την αρχή του Τετραδίου ΙΙΙ να φέρει ημερομηνίες «29, 30 Νοεμβρίου και Δεκέμβριος» (CW28, 219 n. c). Η ανάγκη διατήρησης της δημοσιογραφικής του παραγωγής σήμαινε ότι ο Μαρξ μπορούσε να εργάζεται σχεδόν αποκλειστικά τη νύχτα, εις βάρος της επιδεινούμενης υγείας του.^4

^3 Λόγω της αναφοράς στο βιβλίο του Νταριμόν σε επιστολή προς τον Ένγκελς νωρίτερα εκείνη τη χρονιά (10.01.57, CW40,90) είναι πιθανό οι πρώτες σελίδες του χειρογράφου να είχαν γραφτεί νωρίτερα, όπως προτείνουν οι επιμελητές της αγγλικής έκδοσης των Collected Works.

^4 Μαρξ προς Ένγκελς: «Δουλεύω σαν τρελός κάθε νύχτα, συγκεράζοντας τις οικονομικές μου μελέτες, ώστε τουλάχιστον να ξεκαθαρίσω τα περιγράμματα πριν από τον κατακλυσμό» (8.12.57, CW40, 217) ... «δουλεύω υπερβολικά, συνήθως μέχρι τις 4 το πρωί… 1. Επεξεργάζομαι τα περιγράμματα της πολιτικής οικονομίας. (Για το καλό του κοινού είναι απολύτως αναγκαίο να εμβαθύνω, όπως είναι και για μένα ατομικά να απαλλαγώ από αυτόν τον εφιάλτη.) 2. Η παρούσα κρίση – συλλέγω πολύ υλικό.» (18.12.57, CW40, 224· σύγκρ. Μαρξ προς Λασάλ, 21.12.57, CW40, 226).

Χρήμα, Κρίση και Νομισματική Μεταρρύθμιση

Το σημείο εκκίνησης του κύριου χειρογράφου των Grundrisse ήταν η επανειλημμένη επίθεση του Μαρξ στους μεταρρυθμιστές του νομίσματος που πίστευαν ότι {125} οι κακοδαιμονίες του καπιταλισμού θα μπορούσαν να ξεπεραστούν με την αλλαγή του νομισματικού συστήματος, χωρίς να μετασχηματιστεί το σύστημα παραγωγής που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία, με το επιχείρημα ότι τα δεινά του καπιταλιστικού συστήματος απορρέουν από την εκμετάλλευση των παραγωγών από τους τραπεζίτες. Σύμφωνα με τους μεταρρυθμιστές του νομίσματος, οι τραπεζίτες καταχρώνται τον μονοπωλιακό έλεγχό τους στο χρήμα για να επιβάλλουν υψηλά επιτόκια περιορίζοντας το πιστωτικό σύστημα, αρπάζοντας έτσι το νόμιμο κέρδος του παραγωγού και προκαλώντας εμπορικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, τις οποίες επιδεινώνουν περαιτέρω περιορίζοντας το πιστωτικό σύστημα ακριβώς όταν αυτό γίνεται πιο δυσεύρετο.

Αυτή η ρεφορμιστική προσέγγιση του «αστικού σοσιαλισμού» συνδεόταν ιδιαίτερα με το όνομα του Προυντόν, στον οποίο ο Μαρξ είχε αμείλικτα επιτεθεί στο έργο του Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1846-7) και είχε καταδικάσει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως «επιθυμών να θεραπεύσει κοινωνικές αδικίες, προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη της αστικής κοινωνίας» (CW6, 513). Μακριά από το να εξασθενήσει, τη δεκαετία του 1850 στη Γαλλία ο Προυντονικός σοσιαλισμός αποτελούσε πιο σοβαρό εμπόδιο απ’ ό,τι στα 1840, υποσχόμενος να προσφέρει στο βοναπαρτιστικό καθεστώς ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα μέσω του οποίου θα αποκτούσε ριζοσπαστικά διαπιστευτήρια και θα διατηρούσε τη μικροαστική κοινωνική του βάση.

Στη δεκαετία του 1840 ο Προυντονικός σοσιαλισμός είχε εστιάσει στη διανομή και στην εξίσωση της ιδιοκτησίας. Στη δεκαετία του 1850 η έμφαση μετατοπίστηκε στην κυκλοφορία και ιδιαίτερα στην απελευθέρωση της παραγωγής από τους περιορισμούς που επέβαλλε η σπανιότητα του πιστωτικού χρήματος, μια σπανιότητα που, κατά τους Προυντονιστές, δημιουργούνταν από τη συνεχιζόμενη προσκόλληση στο μεταλλικό χρήμα, το οποίο επέτρεπε στους τραπεζίτες να αποκομίζουν κέρδη από τον μονοπωλιακό έλεγχό τους στο μέσο ανταλλαγής. Το κακό του μεταλλικού νομίσματος γινόταν έντονο σε περιόδους δυσκολίας, όταν οι τραπεζίτες εκμεταλλεύονταν την έλλειψη μετρητών για να αυξήσουν τα επιτόκια και να προκαλέσουν κρίση, ακριβώς τη στιγμή που το εμπόριο και η παραγωγή χρειάζονταν απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος. Έτσι, οι Προυντονικοί σοσιαλιστές, όπως και οι ομόλογοί τους Άγγλοι σοσιαλιστές και Αμερικανοί λαϊκιστές, πίστευαν ότι ένα σύστημα ελεύθερου πιστωτικού χρήματος, ανεξέλεγκτο από τους περιορισμούς της μεταλλικής μετατρεψιμότητας, θα εξάλειφε τόσο την καπιταλιστική εκμετάλλευση των παραγωγών από τους τραπεζίτες, όσο και τις περιοδικές κρίσεις που προκαλούσε το σύστημα του μεταλλικού χρήματος. Η ρητορική του Προυντονισμού μπορούσε επίσης να εξυπηρετήσει λιγότερο ριζοσπαστικούς σκοπούς, δανεισμό για να καλύψει την απατηλή κερδοσκοπία της Crédit Mobilier, και τη χρηματοπιστωτική σπατάλη και τα πληθωριστικά μέτρα του βοναπαρτιστικού κράτους.

Το χειρόγραφο των Grundrisse αρχίζει ως κριτική στο βιβλίο του Νταριμόν, De la réforme des banques. Αυτό το έργο είχε σημασία για τον Μαρξ {126} όχι μόνο ως ένα προυντονικό κείμενο, αλλά και επειδή περιείχε πρόλογο του Girardin, ενός βοναπαρτιστή δημοσιογράφου, που «εκδηλώνει εμφανή θαυμασμό για τον Isaac Pèreire [ιδρυτή της Crédit Mobilier]. Επομένως επιτρέπει να σχηματίσει κανείς μια ιδέα για το είδος των σοσιαλιστικών πραξικοπημάτων που νομίζει ότι μπορεί να καταφύγει ο Βοναπάρτης, ακόμη και την τελευταία στιγμή.» (Μαρξ προς Ένγκελς, 10.01.57, CW40, 90).

Ο Μαρξ γελοιοποιεί την άγνοια του Νταριμόν και επικεντρώνεται στην τυπικά προυντονική αποτυχία του να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ της ανάγκης του χρήματος ως μορφής κεφαλαίου και της ανάγκης του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας, την οποία είχε εξετάσει νωρίτερα στους «Στοχασμούς» του 1851. Σε μια κρίση, τα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα υπό τη μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου, επειδή δεν υπάρχει κάτι με το οποίο να ανταλλαχθούν, όχι επειδή δεν υπάρχει χρήμα για να πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας που διευκολύνει την ανταλλαγή των ισοδύναμων, αλλά η έλλειψη των ίδιων των ισοδύναμων. Το εμπόριο μπορεί να δυσχεραίνεται, αλλά δεν μπορεί ποτέ να διακοπεί από μια απλή έλλειψη χρήματος, καθώς η προσφορά χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας κυμαίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του εμπορίου, μέσω αλλαγών στην ταχύτητα κυκλοφορίας του.^5

^5 Ο Μαρξ είχε διατυπώσει προηγουμένως αυτό το σημείο στη συζήτησή του για το νόμο των τραπεζών του 1844, όπου υποστηρίζει ότι οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν αντικαταστήσει τα χαρτονομίσματα, οπότε το ζήτημα της έκδοσης νομίσματος έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό αδιάφορο, καθώς ο ρυθμιστικός ρόλος της Τράπεζας ασκείται πλέον μέσω της επίδρασης των πιστωτικών της λειτουργιών στις καταθέσεις των μετοχικών τραπεζών (CW16, 3-7).

Εάν το θεμελιώδες πρόβλημα είναι η απουσία ισοδύναμων έναντι των οποίων μπορούν να ανταλλαγούν τα εμπορεύματα, τότε κανένα ποσό χρήματος δεν μπορεί να αντισταθμίσει αυτήν την απουσία, γιατί το ζητούμενο δεν είναι χρήμα, αλλά κεφάλαιο, με τη μορφή των ισοδύναμων εμπορευμάτων που παράγονται από την αύξηση της παραγωγής. Η προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση με την ανεξέλεγκτη έκδοση χρήματος δεν θα αφαιρέσει την αιτία της κρίσης, η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζει ο Μαρξ έγκειται στην ασυμμετρία της παραγωγής, αλλά απλώς θα προκαλέσει πληθωρισμό. Με βάση αυτό, ο Μαρξ καταδικάζει την πρόταση του Νταριμόν να καταφύγει στη μηχανή εκτύπωσης ως πανάκεια για την έλλειψη χρήματος που υποτίθεται ότι υποκρύπτει το εμπορικό αδιέξοδο.

Η κριτική του Μαρξ στον Νταριμόν τον οδηγεί αμέσως στο «βασικό ερώτημα»: «Το γενικό ερώτημα είναι: είναι δυνατόν να επαναστατικοποιηθούν οι υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής και οι αντίστοιχες σχέσεις διανομής μέσω αλλαγών στο μέσο κυκλοφορίας — αλλαγών στην οργάνωση της κυκλοφορίας;» (CW28, 60). Ο Μαρξ συνεχίζει ρητορικά ρωτώντας «εάν αυτό δεν είναι αναπόφευκτα μια αυτοκαταστροφική {127} προσπάθεια να ξεπεραστούν οι ουσιώδεις όροι μιας σχέσης μέσω μίας τυπικής τροποποίησης εντός αυτής. Οι διάφορες μορφές χρήματος μπορεί να ανταποκρίνονται καλύτερα στην κοινωνική παραγωγή σε διάφορα στάδια της ανάπτυξής της· η μια μορφή μπορεί να διορθώνει ορισμένες αδυναμίες που η άλλη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Όμως καμία από αυτές, όσο παραμένει μορφή χρήματος, και όσο το χρήμα παραμένει ουσιαστική παραγωγική σχέση, δεν μπορεί να επιλύσει τις αντιφάσεις που εγγενώς φέρει η χρηματική σχέση· όλες τους μπορούν μόνο να εκφράζουν αυτές τις αντιφάσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο» (CW28, 61). Το πρώτο καθήκον, επομένως, είναι να ταυτοποιηθούν αυτές οι αντιφάσεις μέσω της διερεύνησης των προσδιορισμών του χρήματος.

Όπως είδαμε, ο Μαρξ είχε αναγνωρίσει το χρήμα ως το κέντρο της κριτικής του προσοχής στα πρώιμα οικονομικά του έργα και είχε αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του στην πολιτική οικονομία της δεκαετίας του 1850 στις νομισματικές συζητήσεις. Στο χειρόγραφό του για το Χρυσάφι (Bullion) του 1851 είχε καταλήξει ότι «η βάση των κρίσεων, συνεπώς, αναμφίβολα βρίσκεται στο χρήμα» (MEGA, IV, 8, 4), και στους «Στοχασμούς» του τον επόμενο μήνα είχε συμπεράνει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται σε κάποια συγκεκριμένη νομισματική ρύθμιση, αλλά στο νομισματικό σύστημα, στο σύστημα της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής. Ωστόσο, σε κανένα από τα προγενέστερα έργα του δεν είχε φτάσει στην ουσία της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας. Αυτό προσπάθησε να κάνει πρώτα στα Grundrisse.

Η Μορφή του Χρήματος και η Δυνατότητα της Κρίσης

Ο Μαρξ αρχίζει συνοψίζοντας τα αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνών του. Οι «αντιφάσεις εγγενείς στη χρηματική σχέση» δεν προέρχονται από τη μορφή ή την ύπαρξη του χρήματος, αλλά από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που το χρήμα διαμεσολαβεί στη λειτουργία του ως μέσο ανταλλαγής. Ακριβώς επειδή η παραγωγή προσανατολίζεται στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας και όχι άμεσα στην κοινωνική ανάγκη, δεν υπάρχει αναγκαία σχέση μεταξύ της προσφοράς του εμπορεύματος και της ζήτησής του. Αν δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για το εμπόρευμα, αυτό εμφανίζεται ως έλλειψη χρήματος στα χέρια των δυνητικών αγοραστών, αλλά το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρήματος, αλλά η αρχική απορύθμιση προσφοράς και ζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, σε μια κοινωνία όπου η κοινωνική διαίρεση της εργασίας μεσολαβείται μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων, κάθε παραγωγός «εξαρτάται από την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματός του», έτσι ώστε «η σχέση ανταλλαγής εδραιώνεται ως μια εξωτερική και ανεξάρτητη δύναμη από τους παραγωγούς» (CW28, 83).

{128} Αυτή η εξωτερική και ανεξάρτητη δύναμη αντιπαρατίθεται στους παραγωγούς ως δύναμη του χρήματος, αλλά «το χρήμα δεν δημιουργεί αυτή την αντίθεση και αυτή την αντίφαση· αντιθέτως, η ανάπτυξή τους δημιουργεί την φαινομενικά υπερβατική δύναμη του χρήματος». Η ανάπτυξη της ανταλλαγής σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος αναγκαστικά γίνεται μια τυχαία σχέση, αφού είναι εντελώς τυχαίο το αν προσφορά και ζήτηση θα ισορροπήσουν. «Μόλις το χρήμα γίνει ένα εξωτερικό πράγμα δίπλα στο εμπόρευμα, η ανταλλαξιμότητα του εμπορεύματος με χρήμα συνδέεται αμέσως με εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί να υπάρχουν ή όχι. Υπόκειται σε εξωτερικές περιστάσεις,... επομένως είναι θέμα τύχης.» (CW28, 84-5)

Εάν η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση, το εμπόρευμα δεν μπορεί να πωληθεί σε τιμή που να αντιστοιχεί στην αξία του, αλλά αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη χρήματος, αλλά στην ασυμμετρία της παραγωγής που κανένα ποσό χρήματος δεν μπορεί να διορθώσει. Από την άλλη πλευρά, αν δεχτούμε μαζί με τους οικονομολόγους ότι προσφορά και ζήτηση βρίσκονται ήδη σε ισορροπία, τότε δεν έχει σημασία τι λειτουργεί ως χρήμα. «Εάν οι όροι υπό τους οποίους η τιμή ενός εμπορεύματος = την ανταλλακτική αξία του θεωρηθούν ως ικανοποιημένοι, δηλαδή ισορροπία ζήτησης και προσφοράς, παραγωγής και κατανάλωσης, σε τελική ανάλυση αναλογική παραγωγή ... τότε το ζήτημα του χρήματος γίνεται αρκετά δευτερεύον, και ιδιαίτερα το ζήτημα εάν εκδίδονται μπλε ή πράσινα χαρτονομίσματα, μεταλλικά ή χάρτινα, ή με ποια άλλη μορφή θα γίνεται η κοινωνική λογιστική» (CW28, 90).

Αυτή η ανάλυση του χρήματος μάς οδηγεί άμεσα στη διαπίστωση της τυπικής δυνατότητας των κρίσεων. Η πιθανή ασυμμετρία προσφοράς και ζήτησης, και επομένως η αποτυχία των παραγωγών να πραγματοποιήσουν την αξία των εμπορευμάτων τους, είναι ήδη εγγενής στον διαχωρισμό της αγοράς και της πώλησης που χαρακτηρίζει την κοινωνία βασισμένη στην παραγωγή εμπορευμάτων, και εδώ βρίσκεται ο πιο αφηρημένος προσδιορισμός της δυνατότητας των κρίσεων. «Επομένως, η ποιότητα του χρήματος ως διαμεσολαβητή, ο διαχωρισμός της ανταλλαγής σε δύο πράξεις, περιέχει ήδη το σπέρμα των κρίσεων, τουλάχιστον τη δυνατότητά τους, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον όπου υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις της κλασικής και πλήρως ανεπτυγμένης κυκλοφορίας που αντιστοιχεί στην έννοιά της» (CW28, 133).^6

^6 «η έλλειψη συμφωνίας μεταξύ C—M και M—C είναι η πιο αφηρημένη και επιφανειακή μορφή με την οποία εκφράζεται η δυνατότητα των κρίσεων» (Μαρξ προς Ένγκελς, 02.04.58, CW40, 302).

Η συζήτηση περί χρήματος δεν λύνει το πρόβλημα των κρίσεων, αλλά θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο το πρόβλημα μπορεί να προσεγγιστεί. Η δυνατότητα της κρίσης είναι εγγενής στην υποταγή της {129} παραγωγής εμπορευμάτων στην κυκλοφορία του χρήματος και του κεφαλαίου, όπως υποστήριζαν ο Προυντόν και οι οπαδοί του, όμως αυτή δεν αποτελεί μια αλλότρια δύναμη επιβαλλόμενη επί της «ελευθερίας και ισότητας» της στοιχειώδους σχέσης ανταλλαγής· το χρήμα και το κεφάλαιο είναι απλώς διαφορετικές μορφές της ανταλλακτικής αξίας, παρέχοντας το κίνητρο για την καπιταλιστική παραγωγή και αποτελώντας την κινητήρια δύναμη που υποβαστάζει την ανάπτυξη της παραγωγής και της ανταλλαγής. Ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας του χρήματος και του κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από την αναπτυγμένη μορφή της αλλοτρίωσης που είναι ήδη εγγενής στις κοινωνικές σχέσεις της εμπορευματικής παραγωγής. Ο διαχωρισμός του χρήματος από το εμπόρευμα είναι απλώς έκφραση του διαχωρισμού της αγοράς και της πώλησης, ο οποίος είναι εγγενής στην στοιχειώδη μορφή της ανταλλαγής. Ωστόσο, για να υπερβεί κανείς τη διατύπωση της τυπικής δυνατότητας των κρίσεων και να φτάσει στην κατανόηση της αναγκαιότητάς τους και των συγκεκριμένων μορφών τους, απαιτείται βαθύτερη ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής· και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προχωρήσει πέρα από το χρήμα, αναπτύσσοντας ανάλυση του κεφαλαίου και, στη βάση του κεφαλαίου, της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η Μετάβαση από το Χρήμα στο Κεφάλαιο

Η «πλήρως αναπτυγμένη κυκλοφορία» δεν χαρακτηρίζεται απλώς από τον διαχωρισμό της αγοράς και της πώλησης, αλλά και από την εμφάνιση της εξειδικευμένης δραστηριότητας του εμπορίου, στην οποία ο σκοπός των εμπόρων δεν είναι η απόκτηση εμπορευμάτων για χρήση, αλλά η απόσπαση κέρδους (CW28, 86, 134-5). Αυτό προσθέτει μια επιπλέον διάσταση στην εξέταση του χρήματος, καθώς το χρήμα δεν είναι πλέον απλώς μέσο ανταλλαγής, αλλά έχει καταστεί στα χέρια του εμπόρου «σκοπός καθαυτός, τον οποίο η εμπορευματική ανταλλαγή και διακίνηση υπηρετούν απλώς για να πραγματοποιηθεί», έτσι ώστε το χρήμα πλέον «αποκτά μια ανεξάρτητη ύπαρξη εκτός της κυκλοφορίας και, υπό αυτή τη νέα προσδιοριστικότητα, μπορεί να αποσυρθεί από αυτήν» (CW28, 137-8). Ωστόσο, ενώ η δυνατότητα απόσυρσης παρέχει έναν πιο συγκεκριμένο προσδιορισμό της δυνατότητας κρίσης, δεν εξηγεί ακόμη γιατί μια τέτοια κρίση θα πρέπει να συμβεί.

Υπό αυτόν τον προσδιορισμό, το χρήμα «αποκτά ανεξάρτητη ύπαρξη εκτός της κυκλοφορίας· έχει εξέλθει από αυτήν. … Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος του ως κεφάλαιο είναι ήδη λανθάνων». Αυτή η ανεξαρτησία δεν είναι απόλυτη, καθώς «χωρίς κάθε σχέση με την κυκλοφορία, το χρήμα δεν θα ήταν χρήμα αλλά ένα απλό φυσικό αντικείμενο, χρυσός ή ασήμι. Υπό αυτόν τον προσδιορισμό, το χρήμα είναι εξίσου προϋπόθεση όσο και αποτέλεσμα της κυκλοφορίας. Η ίδια του η ανεξαρτησία δεν είναι {130} μια παύση της σχέσης με την κυκλοφορία, αλλά μια αρνητική σχέση με αυτήν». Αν το χρήμα αποσυρθεί από την κυκλοφορία, η κυκλοφορία παύει· αλλά αυτό το συσσωρευμένο χρήμα μπορεί επίσης να επανεισαχθεί στην κυκλοφορία, οπότε και πραγματοποιεί τον ρόλο του ως κεφάλαιο και εγκαθιδρύει σχέση με την μισθωτή εργασία (CW28, 151-2).

Ως κεφάλαιο, το χρήμα καθίσταται «εργαλείο παραγωγής», προσανατολισμένο «στη δημιουργία ανταλλακτικών αξιών». Ως τέτοιο, το χρήμα διαλύει όλες τις προηγούμενες μορφές κοινοτικής παραγωγής, αλλά όχι καταστροφικά για τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις· το αντίθετο, το χρήμα αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξής τους. «Είναι εγγενές στη φύση του χρήματος το ότι μπορεί να υπάρξει ως αναπτυγμένο στοιχείο της παραγωγής μόνο όπου υπάρχει μισθωτή εργασία και, επομένως, μακριά από το να διαλύει την κοινωνική τάξη πραγμάτων, αποτελεί πράγματι όρο για την ανάπτυξή της και κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων. … Ως υλικός εκπρόσωπος του γενικού πλούτου, ως εξατομικευμένη ανταλλακτική αξία, το χρήμα πρέπει να είναι ο άμεσος σκοπός, στόχος και προϊόν της γενικής εργασίας, της εργασίας όλων των ατόμων. Η εργασία πρέπει να παράγει άμεσα ανταλλακτική αξία, δηλαδή χρήμα. Πρέπει, επομένως, να είναι μισθωτή εργασία. … Έτσι, η μισθωτή εργασία από τη μια πλευρά, και το κεφάλαιο από την άλλη, δεν είναι παρά διαφορετικές μορφές της αναπτυγμένης ανταλλακτικής αξίας και του χρήματος ως ενσαρκώσεις της» (CW28, 152, 156, 158).

Η ανάλυση της σχέσης μεταξύ χρήματος και κυκλοφορίας οδήγησε τον Μαρξ άμεσα στο πρόβλημα του κεφαλαίου και, ειδικότερα, στην πηγή της υπεραξίας, την οποία αντιμετώπισε συστηματικά για πρώτη φορά στα Grundrisse.

Ο Μαρξ είχε καταστήσει σαφές από το 1844, στηριζόμενος στη θεωρία της αξίας της εργασίας του Ρικάρντο και στη δική του ανάλυση της αλλοτριωμένης εργασίας, ότι η πηγή του κέρδους είναι η υπερεργασία του εργάτη, αλλά δεν είχε εξετάσει με ακρίβεια το πώς ο καπιταλιστής καταφέρνει να ιδιοποιηθεί αυτή την υπερεργασία. Ειδικότερα, ο Μαρξ δεν είχε δείξει με ακρίβεια πώς η εκμετάλλευση του εργάτη μπορεί να συμφιλιωθεί με την ελευθερία και ισότητα της ανταλλαγής, που αποτελούν το θεμέλιο των αυταπατών του Μπαστιά και του Προυντόν, για τους οποίους η πηγή της εκμετάλλευσης δεν βρίσκεται στις κοινωνικές σχέσεις της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά στο μονοπώλιο των τραπεζιτών επί του χρήματος.

Το κλειδί για την επίλυση αυτού του παραδόξου ήταν η έννοια της εργατικής δύναμης, την οποία ο Μαρξ εισήγαγε για πρώτη φορά στα Grundrisse, διακρίνοντας μεταξύ του προϊόντος της εργασίας, που πωλεί ο μικρός εμπορευματοπαραγωγός, και της ικανότητας για εργασία, που πωλεί ο μισθωτός εργάτης (CW28, 197). Η πηγή του κέρδους βρίσκεται στον χρόνο κατά τον οποίο ο εργάτης εξαναγκάζεται να εργάζεται, πέρα από αυτόν που απαιτείται για την παραγωγή των αναγκαίων μέσων διαβίωσής του. Αυτός ο πλεονάζων εργάσιμος χρόνος ενσωματώνεται σε μια μάζα εμπορευμάτων, της οποίας η πώληση πραγματοποιεί την υπεραξία του καπιταλιστή, της οποίας το κέρδος, η γαιοπρόσοδος και ο τόκος είναι μόνο επιμέρους μορφές. Με την ανάπτυξη της θεωρίας της υπεραξίας, ο Μαρξ πίστευε ότι πλέον ήταν σε θέση να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του όχι μόνο με τον Προυντόν, αλλά και με ολόκληρη την πολιτική οικονομία.^7

^7 Ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς στις 16 Ιανουαρίου 1858, ενώ βρισκόταν στη μέση αυτής της ενότητας του χειρογράφου: «Έχω υπερβάλλει πολύ με τις νυχτερινές εργασίες μου… Παρεμπιπτόντως, ανακαλύπτω μερικά πολύ ωραία επιχειρήματα. Π.χ. έχω καταρρίψει εντελώς τη θεωρία του κέρδους όπως είχε διατυπωθεί μέχρι τώρα» (CW40, 249).

Η Αυτοδιεύρυνση του Κεφαλαίου και η Υπερπαραγωγή

Η θεωρία της υπεραξίας έχει άμεσες συνέπειες για την κατανόηση των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς οδήγησε αμέσως τον Μαρξ στην αναγνώριση της κινητήριας δύναμης του καπιταλισμού ως την αχόρταγη δίψα του κεφαλαίου για υπεραξία. Ο Ρικάρντο είχε αναγνωρίσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά δεν συνέδεσε αυτή την τάση με την κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής ως παραγωγής υπεραξίας και, συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τη θεμελιώδη αντίφαση που είναι εγγενής στην καπιταλιστική παραγωγή (CW28, 277): την αντίφαση ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στον περιορισμό αυτής της ανάπτυξης από τα όρια της κερδοφορίας. Η αποσαφήνιση αυτής της αντίφασης αποτελεί το υποκείμενο θεμέλιο για το υπόλοιπο των Grundrisse, και η ανάπτυξή της εξηγεί τις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Στην επιδίωξή του να ιδιοποιείται όλο και περισσότερη υπεραξία, το κεφάλαιο προσπαθεί να υπερβεί όλα τα εμπόδια στην αυτοδιεύρυνσή του, και αυτό το οδηγεί στην επέκταση της παραγωγής χωρίς όριο, προκαλώντας την εγγενή τάση για υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Αυτή δεν αποτελεί συγκυριακό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, αλλά απορρέει από την «ακριβή ανάπτυξη της έννοιας του κεφαλαίου» και την «σαφή κατανόηση της βασικής προκείμενης της [καπιταλιστικής] σχέσης», προκειμένου να «αποκαλυφθούν όλες οι αντιφάσεις της αστικής παραγωγής, καθώς και τα όρια στα οποία αυτή η σχέση υπερβαίνει τον εαυτό της» (CW28, 256).

«Δεδομένου ότι το κεφάλαιο αντιπροσωπεύει τη γενική μορφή του πλούτου — το χρήμα — έχει μια απεριόριστη και άμετρη ώθηση να υπερβαίνει τα δικά του όρια. Κάθε {132} όριο είναι και πρέπει να είναι φραγμός γι’ αυτό. Διαφορετικά θα έπαυε να είναι κεφάλαιο, χρήμα που αυτοαναπαράγεται. Αν κάποιο συγκεκριμένο όριο δεν αποτελούσε φραγμό, αλλά ένα όριο στο οποίο θα μπορούσε να περιοριστεί χωρίς δυσκολία, το κεφάλαιο θα είχε καταντήσει από αξία ανταλλαγής σε αξία χρήσης, από γενική μορφή πλούτου σε μια επιμέρους υπόστασή του. Το κεφάλαιο ως τέτοιο δημιουργεί συγκεκριμένη υπεραξία, επειδή δεν μπορεί να δημιουργήσει άμεσα άπειρη· αλλά είναι η διαρκής τάση για δημιουργία περισσότερης. Το ποσοτικό όριο της υπεραξίας το αντιλαμβάνεται μόνο ως φυσικό φραγμό, ως αναγκαιότητα, την οποία συνεχώς προσπαθεί να υπερβεί και πέρα από την οποία προσπαθεί συνεχώς να κινηθεί» (CW28, 259–60). Αυτή η προσπάθεια να υπερβεί κάθε φραγμό, μέσω της επιδίωξης της μέγιστης παραγωγής σχετικής υπεραξίας δια της ελαχιστοποίησης του αναγκαίου χρόνου εργασίας, εμφανίζεται ως η τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς όριο.^8

^8 Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Μαρξ χρησιμοποιεί τις έννοιες της αναγκαίας εργασίας και της σχετικής υπεραξίας.

Η καπιταλιστική δίψα για υπεραξία μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με τη συνεχή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής μειώνει το κόστος παραγωγής των μέσων διαβίωσης των εργατών, μειώνοντας έτσι την αξία της εργατικής δύναμης, αυξάνοντας το ποσοστό της εργάσιμης ημέρας του οποίου το προϊόν μπορεί ο καπιταλιστής να ιδιοποιηθεί ως υπεραξία. Επομένως, η επιδίωξη υπεραξίας είναι ταυτόχρονα επιδίωξη ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς όριο, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για τη διαβίωση των εργατών. «Ως απεριόριστη ώθηση για πλουτισμό, το κεφάλαιο επιδιώκει έναν απεριόριστο πολλαπλασιασμό των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας και τις καλεί στην ύπαρξη» (CW28, 266).

Η παραγωγή μιας αυξανόμενης μάζας εμπορευμάτων δεν παρέχει αφ’ εαυτής επαρκή βάση για την ιδιοποίηση μιας αυξανόμενης μάζας υπεραξίας, καθώς τα εμπορεύματα πρέπει πρώτα να μετατραπούν σε χρήμα ως ενσάρκωση της αξίας, και για να μετατραπούν σε χρήμα πρέπει να βρουν αγορά. Η ανάγκη πραγματοποίησης της παραχθείσας υπεραξίας εμφανίζεται στον καπιταλιστή ως φραγμός του περιορισμένου εύρους της αγοράς.

Η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία εργασίας, στην οποία παράγονται αξίες χρήσης, και μια διαδικασία αξιοποίησης, στην οποία ένα άθροισμα αξίας προκαταβάλλεται με τη μορφή χρήματος για να μετατραπεί σε μεγαλύτερο άθροισμα χρήματος. Ωστόσο, καταρχάς, το κεφάλαιο που έχει διευρυνθεί υπάρχει μόνο ως μάζα εμπορευμάτων και, συνεπώς, «υπάρχει μόνο στη σκέψη ως ένα ορισμένο άθροισμα χρημάτων, {133} και η οποία μπορεί να πραγματωθεί ως τέτοια μόνο μέσω της ανταλλαγής». Με αυτήν την έννοια, «η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου ... εμφανίζεται ταυτόχρονα ως διαδικασία απαξίωσής του, ως αποχρηματοποίησή του» (CW28, 328–9), καθώς «το προϊόν της διαδικασίας, με την άμεση μορφή του, δεν είναι αξία, αλλά πρέπει πρώτα να επανεισέλθει στην κυκλοφορία για να πραγματωθεί ως τέτοια. ... Ως εμπόρευμα γενικά, το κεφάλαιο πλέον υφίσταται τη μοίρα των εμπορευμάτων εν γένει· γίνεται θέμα τύχης το αν θα ανταλλαχθεί με χρήμα, το αν θα πραγματωθεί η τιμή του» (CW28, 330–1).^9

^9 Ο Μαρξ σημειώνει ότι, γενικά, η τιμή του κεφαλαίου δεν θα πραγματωθεί, επειδή το κόστος παραγωγής μειώνεται διαρκώς, έτσι ώστε «ένα μέρος του υπάρχοντος κεφαλαίου απαξιώνεται συνεχώς από τη μείωση του κόστους παραγωγής με το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί» (CW28, 329).

Τα εμπόδια στην παραγωγή υπεραξίας βρίσκονται μέσα στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής και μπορούν, τουλάχιστον κατά αρχήν, να υπερκεραστούν εντός αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι ο καπιταλιστής διαθέτει τα αναγκαία μέσα παραγωγής και την απαιτούμενη εργατική δύναμη. Ωστόσο, όταν πρόκειται για την πραγματοποίηση της υπεραξίας μέσω της πώλησης των παραχθέντων εμπορευμάτων, το κεφάλαιο έρχεται αντιμέτωπο με ένα εξωτερικό εμπόδιο. «Εντός της διαδικασίας παραγωγής, η αξιοποίηση εμφανίστηκε να ταυτίζεται πλήρως με την παραγωγή υπερεργασίας ..., και συνεπώς να είναι χωρίς κανέναν περιορισμό πέρα από εκείνους που εν μέρει προϋποτίθενται και εν μέρει τίθενται εντός αυτής της ίδιας της διαδικασίας, αλλά πάντοτε τίθενται ως εμπόδια που πρέπει να υπερβληθούν. Τώρα όμως εμφανίζονται εμπόδια που βρίσκονται εκτός της διαδικασίας» (CW28, 331).

Αυτό μας οδηγεί στο θεμελιώδες ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην ανάπτυξη της παραγωγής και στην ανάπτυξη της αγοράς, που αποτελεί το κλειδί για την ανάλυση της τάσης προς υπερπαραγωγή. Το ζήτημα δεν είναι απλώς η διαθεσιμότητα χρήματος για την αγορά του προϊόντος, όπως πίστευαν ο Προυντόν και οι νομισματικοί ρεφορμιστές, αλλά η ύπαρξη αποτελεσματικής ζήτησης για το αυξανόμενο προϊόν. Αν και ο Μαρξ είχε ήδη από τα πρώτα του έργα υποστηρίξει την ύπαρξη μιας τάσης προς υπερπαραγωγή, την είχε αναλύσει μόνο από την πλευρά της παραγωγής, θεωρώντας ως αυτονόητο ότι η καπιταλιστική παραγωγή θα εξαντλήσει τις διαθέσιμες αγορές. Ωστόσο, το μέγεθος της αγοράς δεν μπορεί απλώς να θεωρείται δεδομένο, καθώς η ίδια η ανάπτυξη της παραγωγής επεκτείνει την αγορά.

Σύμφωνα με τον «Νόμο των Αγορών» του Σέι, ο οποίος αποτελούσε έναν από τους θεμελιώδεις νόμους της πολιτικής οικονομίας, η γενική υπερπαραγωγή είναι αδύνατη επειδή «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», καθώς κάθε πώληση συνεπάγεται μια αντίστοιχη αγορά. Εάν ο Μαρξ επιθυμεί να τεκμηριώσει μια τάση προς υπερπαραγωγή, οφείλει να αντιπαρατεθεί με τον Νόμο του Σέι.

{134}

Παραγωγή και Πραγμάτωση

Ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο επιμέρους καπιταλιστής ως προς την πραγματοποίηση της υπεραξίας που ενσωματώνεται στο αυξημένο προϊόν, σε συνάρτηση με ένα υποτιθέμενο σταθερό επίπεδο ζήτησης εκ μέρους όλων των άλλων καπιταλιστών και εργατών.

Εάν το εμπόρευμα πρόκειται να πωληθεί ως ανταλλακτική αξία, πρέπει να αποτελεί χρηστική αξία, αντικείμενο κατανάλωσης. Το πρώτο εμπόδιο που συναντά, επομένως, είναι η ίδια η κατανάλωση — η ζήτηση γι’ αυτό, και αυτή η ζήτηση πρέπει να είναι αποτελεσματική ζήτηση, υποστηριζόμενη από «χρήμα που να μπορεί να δοθεί ως αντάλλαγμα για το ζητούμενο εμπόρευμα». Ωστόσο, η παραγωγή έχει ήδη αυξηθεί, στον βαθμό της παραχθείσας υπεραξίας, ενώ δεν έχει υπάρξει ακόμα αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης. Αυτό δημιουργεί το δεύτερο εμπόδιο στην αξιοποίηση του κεφαλαίου: «δεδομένου ότι η κυκλοφορία είχε αρχικά προϋποτεθεί ως ένα σταθερό μέγεθος, ως ένα δεδομένο όγκο, ενώ το κεφάλαιο έχει παραγάγει μια νέα αξία εντός της διαδικασίας παραγωγής, φαίνεται ότι δεν μπορεί στην πραγματικότητα να υπάρχει ισοδύναμο διαθέσιμο γι’ αυτήν» (CW28, 332).

Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου συναντά ένα εμπόδιο, διότι «εάν η διαδικασία πρόκειται να επαναληφθεί, τότε ολόκληρο το προϊόν πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα». Η αντίφαση ανάμεσα στο εμπόρευμα ως αξία και το εμπόρευμα ως χρηστική αξία, η οποία εμφανιζόταν ως μια τυπική αντίφαση στον διαχωρισμό της αγοράς από την πώληση που χαρακτηρίζει την εμπορευματική ανταλλαγή, έχει πλέον καταστεί ένα ουσιαστικό εμπόδιο που το κεφάλαιο πρέπει να υπερνικήσει. «Αυτές είναι οι αντιφάσεις που δεν μπορούν να διαφύγουν από μια απλή, αντικειμενική, αμερόληπτη εξέταση. Το πώς υπερβαίνονται διαρκώς εντός της παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, και ταυτόχρονα αναπαράγονται συνεχώς, και υπερβαίνονται μόνο βίαια (αν και σε κάποιο βαθμό αυτή η υπέρβαση εμφανίζεται απλώς ως μια ομαλή προσαρμογή), είναι ένα άλλο ζήτημα. Προς το παρόν, το σημαντικό είναι να αναγνωριστεί η ύπαρξη αυτών των αντιφάσεων. ... Όλες οι αντιφάσεις της [απλής εμπορευματικής] κυκλοφορίας ζωντανεύουν ξανά σε μια νέα μορφή ... Αυτή τη φορά όμως η αντίφαση δεν τίθεται πλέον ως καθαρά τυπική διαφορά» (CW28, 333).

Το χρηματικό ισοδύναμο του εμπορεύματος δεν μπορεί να προκύψει από το πουθενά (ούτε να δημιουργηθεί από έναν τραπεζίτη). Μπορεί να υπάρχει μόνο εάν έχει πραγματοποιηθεί καπιταλιστική παραγωγή και αλλού, η οποία να έχει παράγει αντίστοιχη υπεραξία ενσωματωμένη σε εμπορεύματα με τα οποία μπορεί να γίνει ανταλλαγή. Πίσω από την ανάγκη για έναν καταναλωτή της αυξημένης παραγωγής, επομένως, βρίσκεται η ανάγκη για έναν άλλο καπιταλιστή παραγωγό, του οποίου η δραστηριότητα να έχει προαγάγει την αύξηση της ζήτησης. Το απαιτούμενο ισοδύναμο μπορεί αρχικά να εμφανιστεί με τη μορφή του χρήματος, εφόσον αυτό ανταποκρίνεται {135} σε πραγματική αύξηση της παραγωγής χρυσού, αν και όχι όταν πρόκειται απλώς για αύξηση του ποσού του χρήματος σε κυκλοφορία, διότι αυτό που απαιτείται είναι «χρήμα όχι ως μέσο κυκλοφορίας αλλά ως χρήμα. ... Η παραχθείσα υπεραξία σε ένα σημείο απαιτεί την παραγωγή υπεραξίας σε ένα άλλο σημείο, με την οποία μπορεί να ανταλλαχθεί. Αρχικά, η παραγωγή περισσότερου χρυσού και αργύρου, περισσότερου χρήματος, αρκεί» (CW28, 334), οπότε το διευρυμένο κεφάλαιο θα κρατηθεί απλώς στη χρηματική μορφή. Σε γενικότερο επίπεδο, όμως, αυτό που απαιτείται είναι μια αύξηση της παραγωγής σε άλλα σημεία του συστήματος. Πίσω από την αναγκαία διεύρυνση της αγοράς για την απορρόφηση του αυξανόμενου προϊόντος βρίσκεται η συστηματική διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής.

Μια συνθήκη της παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο είναι, επομένως, η παραγωγή μιας διαρκώς επεκτεινόμενης περιφέρειας κυκλοφορίας, είτε η σφαίρα αυτή διευρύνεται άμεσα, είτε περισσότερα σημεία εντός αυτής καθίστανται σημεία παραγωγής. Εάν η κυκλοφορία αρχικά εμφανιζόταν ως ένα δεδομένο μέγεθος, εδώ εμφανίζεται ως ένα μεταβαλλόμενο μέγεθος, που επεκτείνεται μέσω της ίδιας της παραγωγής. Υπό το φως αυτού, εμφανίζεται ήδη και η ίδια ως μια στιγμή της παραγωγής. (CW28, 334)

Αν και η ύπαρξη αγοράς για το προϊόν βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του επιμέρους καπιταλιστή, μπορούμε τώρα να δούμε ότι η αγορά δεν αποτελεί εξωτερικό εμπόδιο, αφού η αγορά επεκτείνεται ταυτόχρονα με την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής, της οποίας δεν είναι παρά έκφραση. Η «γενική έννοια του κεφαλαίου» περιλαμβάνει τόσο την παραγωγή όσο και την κυκλοφορία, καθώς «είναι αυτή η ενότητα παραγωγής και αξιοποίησης, όχι αμέσως αλλά μόνο ως διαδικασία δεσμευμένη σε ορισμένες προϋποθέσεις και, όπως φάνηκε, εξωτερικές συνθήκες» (CW28, 334).

Η τάση για διεύρυνση της αγοράς αναπτύσσεται παράλληλα με την τάση για επέκταση της παραγωγής χωρίς όρια, διότι είναι το ίδιο το κεφάλαιο που δημιουργεί την παγκόσμια αγορά κατ’ εικόνα του. «Η τάση για τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς περιέχεται άμεσα στην έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο που πρέπει να υπερβαθεί. ... εξ ου και η τάση του κεφαλαίου: (1) να διευρύνει συνεχώς την περιφέρεια της κυκλοφορίας· (2) να το μετατρέπει σε όλα τα σημεία σε παραγωγή που διεξάγεται από κεφάλαιο».^10 Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας, με βάση την αυξανόμενη παραγωγικότητα, οδηγεί σε «πρώτον, ποσοτική αύξηση της υπάρχουσας {136} κατανάλωσης· δεύτερον, στη δημιουργία νέων αναγκών μέσω της διάδοσης των υπαρχουσών σε ευρύτερη κλίμακα· τρίτον, την παραγωγή νέων αναγκών και την ανακάλυψη και δημιουργία νέων χρηστικών αξιών», με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας μέσω της ανάδυσης νέων κλάδων παραγωγής (CW28, 334–5).

Όπως ακριβώς η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο παράγει την καθολική εργατικότητα, δηλαδή υπερεργασία, εργασία που δημιουργεί αξία, έτσι παράγει και ένα σύστημα καθολικής εκμετάλλευσης των φυσικών και ανθρώπινων ιδιοτήτων· ένα σύστημα καθολικής χρησιμότητας, του οποίου φορέας είναι η ίδια η επιστήμη, όσο και όλες οι φυσικές και πνευματικές ικανότητες. Υπό αυτές τις συνθήκες, τίποτε δεν εμφανίζεται ως κάτι ανώτερο καθεαυτό, ως αυτοσκοπός, έξω από αυτόν τον κύκλο της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής. Μόνο το κεφάλαιο είναι, επομένως, αυτό που δημιουργεί την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης και των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων από τα μέλη της κοινωνίας. Εξ ου και η μεγάλη εκπολιτιστική επίδραση του κεφαλαίου· εξ ου και η παραγωγή από την πλευρά του ενός σταδίου κοινωνικής εξέλιξης, σε σύγκριση με το οποίο όλα τα προηγούμενα στάδια φαίνονται απλώς ως τοπικές αναπτύξεις της ανθρωπότητας και ειδωλολατρία της φύσης (CW28, 336–7).

^10 «Η παγκόσμια αγορά είναι επίσης τόσο προϋπόθεση της ολότητας όσο και φορέας της. Οι κρίσεις είναι, επομένως, ο γενικός δείκτης προς και πέρα από την προϋπόθεση, και η ώθηση για υιοθέτηση μιας νέας ιστορικής μορφής» (CW28, 160).

Η Θεωρία της Κρίσης στον Μαρξ: Μία Θεωρία ή Τρεις;

Η συζήτηση ξεκίνησε με την ανάδειξη μιας θεμελιώδους αντίφασης ανάμεσα στην παραγωγή και την πραγμάτωση της υπεραξίας, η οποία εμφανίζεται στον καπιταλιστή υπό τη μορφή του φραγμού που θέτει η περιορισμένη αγορά για το προϊόν του. Ωστόσο, ο Μαρξ έχει επίσης τονίσει ότι το κεφάλαιο αντιμετωπίζει κάθε τέτοιο όριο ως απλό φραγμό που οφείλει να υπερβεί. Οι όροι πραγμάτωσης του πλεονάσματος είναι οι όροι για τη περαιτέρω επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: αφενός, μέσω της παραγωγής σχετικής υπεραξίας και, αφετέρου, μέσω της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχουμε εντοπίσει τους τρόπους με τους οποίους το κεφάλαιο μπορεί να διαλύει όλους τους φραγμούς στην πορεία του, με τη θεμελιώδη αντίφασή του να το ωθεί ασταμάτητα προς τα εμπρός.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το κεφάλαιο μπορεί να υπερβαίνει τους φραγμούς που συναντά μπροστά του — κυρίως μέσω της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς — δεν σημαίνει ότι το κάνει κατ’ ανάγκην. «Από το γεγονός ότι το κεφάλαιο προσδιορίζει κάθε τέτοιο όριο ως φραγμό τον οποίο έχει ιδεατά ήδη υπερβεί, δεν προκύπτει καθόλου ότι το κεφάλαιο τον έχει πραγματικά υπερβεί» (CW28, 337). Το κεφάλαιο παραμένει αντιφατικό. Η δυναμική του μπορεί να αναστείλει την αντίφαση, αλλά δεν μπορεί ποτέ να τη λύσει. Το ζητούμενο δεν είναι ούτε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτυχθεί απεριόριστα, ούτε ότι αντιμετωπίζει αμετάβλητα όρια, αλλά ότι αποτελεί μια «ζωντανή αντίφαση». Είναι, επομένως, κρίσιμο να δούμε και τις δύο πλευρές αυτής της αντίφασης. Ο Ρικάρντο, ο οποίος επικεντρώθηκε μόνο στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής και αγνόησε τους φραγμούς της κυκλοφορίας, μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τη θετική πλευρά του καπιταλισμού, ενώ ο Σισμόντι, που τόνιζε το εμπόδιο της κατανάλωσης, ήταν καλύτερα σε θέση να κατανοήσει την αρνητική πλευρά της παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο. Ωστόσο, οι δύο αυτές πλευρές είναι αχώριστες μεταξύ τους.

Μέχρι στιγμής ο Μαρξ έχει προσδιορίσει τον αντιφατικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής μόνο με την πιο αφηρημένη μορφή. Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι αν αυτή η αντίφαση μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω, ώστε να εντοπιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι προσδιοριστικοί παράγοντες των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης ή αν πρέπει να θεωρήσουμε ότι το ξέσπασμα των κρίσεων είναι καθαρά συμπτωματικό, αποτέλεσμα τυχαίων διαταραχών της συσσώρευσης, οι οποίες δεν έχουν εσωτερική αναγκαιότητα.

Σε αυτό το σημείο της ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας, η ερμηνεία των κειμένων του Μαρξ καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Όπως είδαμε, μέσα στην ίδια τη μαρξιστική παράδοση έχουν διατυπωθεί τρεις αρκετά διαφορετικές θεωρίες κρίσης, βασισμένες σε αρκετά διαφορετικούς προσδιορισμούς της θεμελιώδους αντίφασης. Αυτές είναι: η θεωρία της υποκατανάλωσης, η οποία κυριάρχησε στον μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς· οι θεωρίες της δυσαναλογίας, που έγιναν δημοφιλείς στις αρχές του 20ού αιώνα· και οι θεωρίες που συνδέουν τις κρίσεις με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, οι οποίες κυριαρχούν στον σύγχρονο μαρξισμό. Γενικά, αυτές οι θεωρίες έχουν θεωρηθεί αμοιβαία αποκλειόμενες και έχουν αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής θεωρητικής και πολιτικής διαμάχης. Ωστόσο, στα Grundrisse, όπως και στα μεταγενέστερα έργα του Μαρξ, φαίνεται ότι και οι τρεις θεωρίες συνυπάρχουν, χωρίς ποτέ ο ίδιος να υποδεικνύει ότι τις θεωρούσε ασύμβατες μεταξύ τους. Είναι αυτό απλώς ένδειξη της αδιαμόρφωτης φύσης της θεωρητικής του σύλληψης; Ή μαρτυρά κάποια αναμφισβήτητη σύγχυση όταν προχωρά στη συζήτηση αυτών των ζητημάτων; Ή πρόκειται για διαδοχικά στάδια ενός αναπτυσσόμενου επιχειρήματος που συνυπάρχουν μεταξύ τους; Ή μήπως οι διαφορετικές θεωρίες κρίσης έχουν έναν κάποιο ενιαίο χαρακτήρα; Και αν έχουν ενιαίο χαρακτήρα, διαθέτουν όλες ίσο θεωρητικό κύρος, ή υπάγονται σε κάποιο είδος ιεραρχικής σχέσης μεταξύ τους; Ή είναι οι ερμηνείες απλώς λανθασμένες, έτσι ώστε — παρά τις φαινομενικές ενδείξεις — ο Μαρξ να έχει μία συνεκτική και ενιαία θεωρία της κρίσης;

{138} Όπως θα δούμε, υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε όλες αυτές τις ερμηνείες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θεωρητική διατύπωση του Μαρξ είναι αδιαμόρφωτη και ότι η συζήτησή του είναι συχνά ασυνεπής και συγκεχυμένη. Υπάρχει σίγουρα κάποια εξέλιξη στη σκέψη του, με μεταβαλλόμενες εστιάσεις σε διαφορετικά κείμενα. Η θεωρία του για την κρίση περιέχει αναμφισβήτητα στοιχεία της θεωρίας της υποκατανάλωσης, της θεωρίας της δυσαναλογίας και της θεωρίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, αλλά δεν πρόκειται για ένα συγκεχυμένο ή εκλεκτικιστικό συνδυασμό των τριών. Υπάρχει μια εννοιολογική ενότητα και συνοχή που διατρέχει τις συζητήσεις του.

Αυτή η συνοχή είναι περισσότερο εμφανής στη συζήτηση των Grundrisse, ιδίως επειδή είναι το κείμενο στο οποίο ο Μαρξ αναπτύσσει τα εννοιολογικά θεμέλια των μεταγενέστερων έργων του, και επειδή το έγραψε με εντατικό τρόπο, ακολουθώντας ένα ενιαίο επιχείρημα με σχετικά λίγες παρεκκλίσεις, ενώ οι συζητήσεις των μεταγενέστερων έργων του είναι πιο κατακερματισμένες. Θα προσπαθήσω να αναδείξω αυτή τη συνοχή της θεωρίας του Μαρξ μέσα από τη συζήτηση των Grundrisse στις επόμενες ενότητες και στα επόμενα κεφάλαια να ακολουθήσω τα νήματα των διαφορετικών θεωριών μέσα στα μεταγενέστερα έργα του Μαρξ.

Όπως και στα πρώιμα έργα του, στα Grundrisse ο Μαρξ συνήθως προσδιορίζει την αφηρημένη τάση προς την κρίση με όρους που φαινομενικά παραπέμπουν στην υποκατανάλωση, συνδέοντας την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων με τον περιορισμένο βαθμό ανάπτυξης της αγοράς. Ωστόσο, μόλις η ανάλυση γίνεται πιο συγκεκριμένη, διατυπώνει το πρόβλημα με όρους δυσαναλογίας της παραγωγής, όπως ήδη είδαμε παραπάνω, και αυτό τον οδηγεί να καταπιαστεί εκτενώς με το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη δυσαναλογία και τη γενική υπερπαραγωγή – ένα θέμα στο οποίο επανέρχεται ξανά και ξανά στα μεταγενέστερα χειρόγραφά του. Τέλος, είναι στα Grundrisse που ο Μαρξ στρέφει την προσοχή του για πρώτη φορά στον μακροϊστορικό νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, ένα θέμα που απασχολούσε την κλασική πολιτική οικονομία για μεγάλο διάστημα. Η μακροϊστορική πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν εξηγεί τις κυκλικές κρίσεις, αλλά ένα χαμηλότερο γενικό ποσοστό κέρδους καθιστά τις κρίσεις πιθανότερες και πιο καταστροφικές.

Δυσαναλογική Παραγωγή και Γενική Υπερπαραγωγή

Η πολιτική οικονομία αναγνώριζε τη δυνατότητα δυσαναλογικής παραγωγής, ιδίως ως αποτέλεσμα απρόβλεπτων γεγονότων όπως η καταστροφή της σοδειάς ή η διατάραξη του εμπορίου από πολέμους. Οι πολιτικοί οικονομολόγοι όμως πίστευαν ότι τέτοιες δυσαναλογίες θα {139} αποκαθίσταντο ομαλά μέσω του ανταγωνισμού, καθώς η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων που βρίσκονται σε έλλειψη και η πτώση των τιμών εκείνων που είναι σε πλεόνασμα, θα ωθούσε το κεφάλαιο να μετακινηθεί από τους δεύτερους στους πρώτους κλάδους παραγωγής για να αποκαταστήσει την ισορροπία. Αντιθέτως, η πολιτική οικονομία αρνιόταν τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής, με βάση το νόμο του Σέι. Το ερώτημα από τη δική μας σκοπιά είναι αν η γενική υπερπαραγωγή είναι δυνατή ως φαινόμενο διακριτό από τη δυσαναλογία, ή αν τα δύο είναι ένα και το αυτό.

«Ολόκληρη η διαμάχη σχετικά με το αν η υπερπαραγωγή είναι δυνατή και αναγκαία στην παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο, αφορά το αν η αξιοποίηση του κεφαλαίου στην παραγωγή προσδιορίζει άμεσα την αξιοποίησή του στην κυκλοφορία... Οι προσπάθειες που καταβάλλονται από την ορθόδοξη οικονομική σκοπιά για την άρνηση του γεγονότος της γενικής υπερπαραγωγής σε μια δεδομένη χρονική στιγμή είναι πράγματι παιδαριώδεις», βασιζόμενες απλώς στο νόμο του Σέι για να υποστηρίξουν την ταυτότητα και επομένως την αναγκαία αντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης (CW28, 337–8).

Ωστόσο, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η συζήτηση για το νόμο του Σέι είναι πολύ συγκεχυμένη. Η ταύτιση προσφοράς και ζήτησης εγκαθιδρύεται με βάση την ταυτόσημη αξία των εμπορευμάτων που προσφέρονται και εκείνων που αποτελούν αντικείμενα ζήτησης. Αλλά αυτή η ταυτότητα είναι καθαρά ονομαστική, διότι το εμπόρευμα μπορεί να πραγματοποιηθεί ως αξία μόνο «μέσω της ανταλλαγής για χρήμα, και ως αντικείμενο ανταλλαγής για χρήμα εξαρτάται από τη χρηστική του αξία· και ως χρηστική αξία, με τη σειρά της, εξαρτάται από... τη ζήτηση για αυτό» (CW28, 338), η οποία δεν εξαρτάται από την αξία του, αλλά από την ανάγκη γι’ αυτό, και η προσφορά του εμπορεύματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δημιουργήσει την ανάγκη για αυτό. Κάθε πώληση παρέχει στον πωλητή το χρήμα με το οποίο μπορεί να κάνει μια επόμενη αγορά, αλλά ο πωλητής δεν υποχρεούται να πραγματοποιήσει αυτή την αγορά, και αν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που χρειάζεται δεν είναι διαθέσιμα, δεν θα μπορέσει να την πραγματοποιήσει.

Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτό είναι απλώς ζήτημα ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, και όχι εκδήλωση υπερπαραγωγής, αλλά απλώς δυσαναλογίας στην παραγωγή, κατά την οποία παράγονται πάρα πολλά από κάποια εμπορεύματα και πολύ λίγα από άλλα – μια δυσαναλογία που θα διορθωθεί με τη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς. Όμως, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι αυτή η αντίληψη αγνοεί τον ρόλο του χρήματος ως μεσολαβητή στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ο Ρικάρντο απλώς προϋποθέτει την ανταλλαγή των εμπορευμάτων σε τιμές που αντιστοιχούν στις αξίες τους, έτσι ώστε «η ανταλλαγή καθεαυτή μπορεί να αγνοηθεί πλήρως. Το προϊόν — το κεφάλαιο ως προϊόν — είναι αυθυπόστατα ανταλλακτική αξία, στην οποία η πράξη της ανταλλαγής προσδίδει απλώς μορφή, στον Ρικάρντο, {140} μορφή τυπική.» Αν η ισοδυναμία των αξιών έχει ήδη προϋποτεθεί, τότε η αναλογία είναι απλώς ζήτημα των συγκεκριμένων χρηστικών αξιών μέσα στις οποίες ενσωματώνεται αυτή η αξία. «Στη μορφή της ανταλλαγής, όλη η αξία κ.λπ. είναι καθαρά ονομαστική· είναι πραγματική μόνο στη μορφή της αναλογίας. Ολόκληρη η ανταλλαγή, εφόσον δεν παράγει μεγαλύτερη υλική ποικιλία, είναι ονομαστική» (CW28, 258).

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς εκείνο της ακατάλληλης προσφοράς χρηστικών αξιών, αλλά η αδυναμία μετατροπής των χρηστικών αξιών σε αξία. «Αυτό που ξεχνιέται εδώ είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο που παράγει δεν απαιτεί μια συγκεκριμένη χρηστική αξία αλλά αξία για τον εαυτό της, δηλαδή χρήμα — χρήμα όχι στον ρόλο του ως μέσο κυκλοφορίας αλλά ως η γενική μορφή του πλούτου, ή ως μορφή της πραγματοποίησης του κεφαλαίου από τη μία, και της επιστροφής του στην αρχική, λανθάνουσα κατάσταση από την άλλη» (CW28, 339). Το πρόβλημα δεν είναι ούτε η ανεπαρκής παραγωγή αξίας ούτε η ακατάλληλη παραγωγή χρηστικών αξιών. Πρόκειται για μια εκδήλωση της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ αξίας και χρηστικής αξίας, η οποία είναι εγγενής στην καπιταλιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, μέσα στην οποία οι χρηστικές αξίες παράγονται μόνο ως μέσα για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο καπιταλιστής επιδιώκει να αγοράσει εμπορεύματα όχι ως χρηστικές αξίες, αλλά ως μέσα για τη διεύρυνση του κεφαλαίου του. Εάν δεν μπορεί να προσδοκά την κερδοφόρα απασχόληση μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης, θα διατηρήσει απλώς το κεφάλαιό του υπό τη μορφή χρήματος, διακόπτοντας έτσι την κυκλοφορία και δυνητικά πυροδοτώντας μια κρίση.

Αναγνωρίζοντας αυτή την αντίφαση, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η δυσαναλογία εμφανίζεται όχι μόνο ως ανισορροπία της παραγωγής, αλλά ως υπερπαραγωγή. Η υπερπαραγωγή δεν προκύπτει σε σχέση με την ανάγκη, αλλά σε σχέση με την αξιοποίηση. Γι’ αυτό η υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων δεν εμφανίζεται ως έλλειψη άλλων εμπορευμάτων, αλλά ως έλλειψη χρήματος. Τότε όμως «ο ισχυρισμός ότι παράγεται πολύ λίγο χρήμα ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η παραγωγή δεν συμπίπτει με την αξιοποίηση, και συνεπώς συνιστά υπερπαραγωγή... εξ ου και η αυταπάτη των χρηματο-θαυματοποιών (καθώς και του Προυντόν κ.ά.) ότι υπάρχει έλλειψη μέσων κυκλοφορίας εξαιτίας της ακρίβειας του χρήματος και ότι πρέπει να παραχθεί επιπλέον χρήμα τεχνητά» (CW28, 339).

Δεν υπάρχει λόγος η δυσαναλογία να οδηγεί κατ’ ανάγκην σε κρίση, καθώς είναι απολύτως πιθανό η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης να διορθώσει την ανισορροπία, όπως ανέμενε ο Ρικάρντο. «Αφού η παραγωγή ρυθμίζεται από το κόστος παραγωγής, ρυθμίζεται μόνη της. Και αν ένας συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής δεν αξιοποιείται, το κεφάλαιο αποσύρεται απ’ αυτόν σε κάποιο βαθμό και μετακινείται σε άλλους κλάδους όπου είναι αναγκαίο». Ενάντια σε αυτό, ο Μαρξ προβάλλει δύο επιχειρήματα:

Πρώτον, σε μια γενική κρίση το πρόβλημα δεν είναι ότι το κεφάλαιο είναι πιο κερδοφόρο σε έναν ή άλλον κλάδο παραγωγής, αλλά ότι φαίνεται να μην είναι κερδοφόρο σε κανέναν κλάδο παραγωγής, έτσι ώστε «σε μια γενική κρίση υπερπαραγωγής, η αντίφαση δεν βρίσκεται μεταξύ διαφορετικών τύπων παραγωγικού κεφαλαίου, αλλά μεταξύ του βιομηχανικού και του δανειακού κεφαλαίου, μεταξύ του κεφαλαίου όπως αυτό εμπλέκεται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία και του κεφαλαίου όπως εμφανίζεται ως χρήμα, ανεξάρτητο και έξω από αυτήν τη διαδικασία» (CW28, 340).

Δεύτερον, η υποκείμενη τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι να υπερβαίνει όλα τα εμπόδια, και συνεπώς να υπερβαίνει τις αναλογίες, έτσι ώστε η ανακατανομή υπό την επίδραση της προσφοράς και ζήτησης να μπορεί να είναι μόνο μια δευτερεύουσα αντι-τάση. Η ίδια η αναγκαιότητα της εξομάλυνσης προϋποθέτει την ανισορροπία, τη δυσαρμονία και συνεπώς την αντίφαση. «...αν είναι τάση του κεφαλαίου να κατανέμεται στις ορθές αναλογίες, είναι εξίσου αναγκαία τάση του να υπερβαίνει τις ορθές αναλογίες, επειδή επιδιώκει απεριόριστα την υπερεργασία, την υπερπαραγωγικότητα, την υπερκατανάλωση κ.λπ.» (CW28, 340).^11

^11 Πρόκειται για επιχείρημα που είχαν διατυπώσει τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Μαρξ στα πρώιμα οικονομικά τους κείμενα, όπως έχουμε δει. Ο Μαρξ επανέλαβε το σημείο αυτό στο Κεφάλαιο. Η «σταθερή τάση προς την ισορροπία των διαφόρων σφαιρών παραγωγής ασκείται μόνο με τη μορφή αντίδρασης απέναντι στη συνεχή ανατροπή αυτής της ισορροπίας» (CI, 356).

Ανταγωνισμός και Δυσαναλογία

Η δυσαναλογία δεν είναι απλώς ένα τυχαίο συμβάν. Η τάση να υπερβαίνονται διαρκώς τα αναλογικά όρια επιβάλλεται στο κεφάλαιο από τον ανταγωνισμό. «Στον ανταγωνισμό, αυτή η έμφυτη τάση του κεφαλαίου εμφανίζεται ως ένας εξαναγκασμός που του επιβάλλεται από άλλο κεφάλαιο και το ωθεί πέρα από την ορθή αναλογία με ένα σταθερό Εμπρός, εμπρός! Όπως σωστά διαισθάνθηκε ο κ. Γουέικφιλντ στο σχόλιό του πάνω στον Σμιθ, ο ελεύθερος ανταγωνισμός ποτέ δεν έχει αναλυθεί καθόλου από τους πολιτικούς οικονομολόγους, όσο κι αν φλυαρούν περί αυτού, παρόλο που αποτελεί τη βάση όλης της αστικής παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο».

Οι οικονομολόγοι βλέπουν τον ανταγωνισμό μόνο ως άρνηση του μονοπωλίου, αλλά δεν εξετάζουν ποτέ τη θετική του σημασία ως τη μορφή με την οποία οι εγγενείς τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης επιβάλλονται σε κάθε επιμέρους κεφάλαιο ως εξωτερική δύναμη. «Εννοιολογικά, ο ανταγωνισμός {142} δεν είναι τίποτε άλλο από την εσώτερη φύση του κεφαλαίου, τον ουσιώδη του χαρακτήρα, εκδηλωμένο και πραγματοποιημένο ως η αμοιβαία δράση πολλών κεφαλαίων το ένα επί του άλλου· έμφυτη τάση που πραγματοποιείται ως εξωτερική αναγκαιότητα. (Το κεφάλαιο υπάρχει και μπορεί να υπάρξει μόνο ως πολλά κεφάλαια· συνεπώς, ο ίδιος του ο χαρακτήρας εμφανίζεται ως η αμοιβαία δράση τους μεταξύ τους.) «Ένα καθολικό κεφάλαιο, που δεν αντιμετωπίζεται από ξένα κεφάλαια με τα οποία ανταλλάσσει... είναι... αδυνατότητα. Η αμοιβαία απώθηση των καπιταλιστών ενυπάρχει ήδη στο κεφάλαιο ως πραγματοποιημένη ανταλλακτική αξία» (CW28, 350).^12

^12 Ο Μαρξ επαναλαμβάνει αυτή τη θεμελιώδη θέση ξανά και ξανά στα χειρόγραφά του. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων είναι «η πραγματική κίνηση των κεφαλαίων, μέσα στην οποία και μόνο οι νόμοι του κεφαλαίου πραγματοποιούνται. Αυτοί οι νόμοι δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τις γενικές σχέσεις αυτής της κίνησης· από τη μία το αποτέλεσμά της, από την άλλη η τάση της» (CW33, 72). «Ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων δεν είναι τίποτε άλλο από την πραγμάτωση των έμφυτων νόμων του κεφαλαίου, δηλαδή της καπιταλιστικής παραγωγής, κατά την οποία κάθε κεφάλαιο αντιμετωπίζει το άλλο ως εκτελεστή αυτών των νόμων· τα ατομικά κεφάλαια φέρνουν την εσωτερική τους φύση στην επιφάνεια μέσω της εξωτερικής πίεσης που ασκούν το ένα στο άλλο, σύμφωνα με την εσωτερική τους φύση. Όμως στον ανταγωνισμό, οι έμφυτοι νόμοι του κεφαλαίου, της καπιταλιστικής παραγωγής, εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της μηχανικής σύγκρουσης των κεφαλαίων μεταξύ τους· γι’ αυτό και με ανεστραμμένη και αντεστραμμένη μορφή. Αυτό που είναι αποτέλεσμα εμφανίζεται ως αιτία, η μετασχηματισμένη μορφή παρουσιάζεται ως η αρχική· κ.ο.κ. Η αγοραία πολιτική οικονομία εξηγεί λοιπόν ό,τι δεν κατανοεί από τον ανταγωνισμό· δηλαδή η διατύπωση του φαινομένου στην πιο επιφανειακή του μορφή θεωρείται για αυτήν ως γνώση των νόμων του φαινομένου» (CW33, 102).

Ο ανταγωνισμός, μέσω της πίεσης της προσφοράς και της ζήτησης, περιορίζει την καπιταλιστική παραγωγή εντός των ορίων της αναλογικότητας. Όμως αυτό συμβαίνει μόνο επειδή, μέσω της πίεσης για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ώστε να μειωθεί ο αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή, ο ανταγωνισμός έχει οδηγήσει την καπιταλιστική παραγωγή να υπερβαίνει διαρκώς αυτά τα όρια. «Το κεφάλαιο είναι τόσο η διαρκής θέσμιση όσο και η διαρκής υπέρβαση της αναλογικής παραγωγής. Οι υπάρχουσες αναλογίες πρέπει να υπερβαίνονται συνεχώς μέσω της δημιουργίας υπεραξιών και της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, η απαίτηση να επεκτείνεται η παραγωγή στιγμιαία, ταυτόχρονα και στις ίδιες αναλογίες, είναι να επιβάλλει κανείς εξωτερικές απαιτήσεις στο κεφάλαιο, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε τίποτα που να προκύπτει από το ίδιο το κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, η απόκλιση από τη δοθείσα αναλογία σε έναν κλάδο παραγωγής ωθεί όλους τους άλλους κλάδους έξω από την αναλογία, και μάλιστα με άνισους ρυθμούς» (CW28, 340–1). Εάν ένας κλάδος παραγωγής επεκταθεί πέρα από τα όρια της αγοράς, αυτό ωθεί τους συμπληρωματικούς κλάδους να υπερπαράγουν με τη σειρά τους, οπότε η δυσαναλογία δεν περιορίζεται σε έναν κλάδο παραγωγής, αλλά γενικεύεται.

Στην αλληλεπίδραση της τάσης προς δυσαναλογία και της επαναφοράς της αναλογικότητας μέσω του ανταγωνισμού, φαίνεται πως είναι θέμα τύχης το αν τελικά εγκαθίσταται η αναλογικότητα ή {143} όχι. «Μέχρι στιγμής, στη διαδικασία της αξιοποίησης έχουμε μόνο την αδιαφορία των επιμέρους στιγμών μεταξύ τους· ότι αλληλοκαθορίζονται εσωτερικά και αναζητούν η μία την άλλη εξωτερικά, αλλά μπορεί να συναντηθούν ή και όχι, να εξισορροπηθούν ή να αντιστοιχηθούν μεταξύ τους. Η αναγκαία εσωτερική σύνδεση στιγμών που ανήκουν μεταξύ τους και η αμοιβαία αδιάφορη, ανεξάρτητη ύπαρξή τους αποτελούν ήδη θεμέλιο αντιφάσεων.» (CW28, 340)

Αν συνοψίσουμε το επιχείρημα μέχρι τώρα, μπορούμε να πούμε ότι ο Μαρξ έχει καταδείξει πως υπάρχει μια τάση, έμφυτη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις υπό την πίεση του ανταγωνισμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια της αγοράς, καθώς κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να αυξήσει τα κέρδη του εισάγοντας νέες μεθόδους παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα. Η δυναμική της ανάπτυξης της παραγωγής σε κάθε κλάδο δεν καθορίζεται από τη ζήτηση για το προϊόν, αλλά από τις ευκαιρίες για απόσπαση υπερκέρδους μέσω της προώθησης των παραγωγικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής ταυτόχρονα διευρύνει την παγκόσμια αγορά, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται άνισα και χωρίς καμία αναφορά στις απαιτήσεις της αναλογικότητας, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να επιβάλλει μια διαρκή τάση προς τη δυσαναλογική ανάπτυξη των διάφορων κλάδων παραγωγής.

Η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης προσφέρει μια αντιρροπούσα τάση στη δυσαναλογική ανάπτυξη της παραγωγής, καθώς η υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων οδηγεί σε πτώση της τιμής τους. Για την πολιτική οικονομία, η άνιση απόδοση του ποσοστού κέρδους ωθεί το κεφάλαιο να ρέει ομαλά από τους υπεραναπτυγμένους στους υποαναπτυγμένους κλάδους παραγωγής. Ωστόσο, από τη μία πλευρά, το κίνητρο του κέρδους δεν καθορίζεται από τη σχέση προσφοράς και ζήτησης, αλλά από την άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων· έτσι, η πρώτη μπορεί να δράσει μόνο ως αντιρροπούσα τάση στη δεύτερη. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αντιρροπούσα τάση κινητοποιείται μόνο μπροστά στην υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Δεδομένου ότι αυτά τα εμπορεύματα έχουν ήδη παραχθεί, η αγορά μπορεί να λειτουργήσει ως αντιρροπούσα δύναμη μόνο μέσω της απομείωσης της αξίας τους και της καταστροφής παραγωγικής ικανότητας στους υπερδιογκωμένους κλάδους. Οι ζημιές που υφίστανται αυτοί οι καπιταλιστές τους οδηγούν με τη σειρά τους στη μείωση των αγορών τους, οπότε η υπερπαραγωγή γενικεύεται άμεσα και οι καπιταλιστές σε όλους τους κλάδους παραγωγής αντιμετωπίζουν την προοπτική ζημίας. Η διάκριση που εισάγει η κλασική πολιτική οικονομία μεταξύ ειδικής και γενικής υπερπαραγωγής είναι συνεπώς απολύτως ψευδής.

{144}

Υποκατανάλωση και η Τάση προς Κρίση

Η συζήτηση του Μαρξ για τη σχέση μεταξύ ειδικής και γενικής υπερπαραγωγής φαίνεται να έχει καταδείξει ότι η βάση της τάσης προς κρίση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η αναγκαστικά δυσαναλογική ανάπτυξη της παραγωγής, η οποία είναι έμφυτη στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής και έκφραση της θεμελιωδέστερης τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν σταματά σε αυτό το σημείο, αλλά προχωρά στη διατύπωση της αντίφασης ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ανάγκη περιορισμού της παραγωγής εντός των ορίων της κερδοφορίας, σε ένα πιο γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Φυσικά, το ζήτημα εδώ δεν είναι ακόμη η ανάλυση της υπερπαραγωγής σε όλες τις ειδικές της εκφάνσεις, αλλά μόνο η προδιάθεση προς αυτήν, όπως τίθεται σε πρωτογενή μορφή μέσα στην ίδια τη σχέση του κεφαλαίου (CW28, 345). Αυτή η γενική διατύπωση έχει συχνά ερμηνευθεί ως μια κλασική υποκαταναλωτική διατύπωση της τάσης προς κρίση, ως μια αντίφαση μεταξύ της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της περιορισμένης καταναλωτικής δύναμης της μάζας του πληθυσμού. Το απόσπασμα είναι δύσκολο στην ερμηνεία του και απαιτεί προσεκτική ανάλυση.

Ο Μαρξ ξεκινά υπογραμμίζοντας ότι η τάση προς υπερπαραγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως αποτέλεσμα της τυχαίας εμφάνισης δυσαναλογιών, ως αυτό που ο Κάουτσκι αποκαλούσε «αναρχία της αγοράς», αλλά πρέπει να ιδωθεί ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής:

Ωστόσο, δεν έχουμε τελειώσει καθόλου ακόμη. Η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την αξιοποίηση ... πρέπει να συλληφθεί πιο ενδογενώς από ό,τι ως η αμοιβαία αδιαφορία και φαινομενική ανεξαρτησία της εμφάνισης των επιμέρους στιγμών της διαδικασίας ή, μάλλον, της ολότητας των διαδικασιών. Για να πλησιάσουμε περισσότερο στο ζήτημα: πρώτον, υπάρχει ένα όριο, όχι εγγενές στην παραγωγή γενικά, αλλά στην παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο. Αυτό το όριο είναι διπλό, ή μάλλον το ίδιο όριο εξεταζόμενο από δύο διαφορετικές όψεις. Εδώ αρκεί να δείξουμε ότι το κεφάλαιο εμπεριέχει έναν ιδιαίτερο περιορισμό στην παραγωγή — ο οποίος αντιφάσκει προς τη γενική του τάση να υπερβαίνει κάθε φραγμό στην παραγωγή — ώστε να έχουμε αποκαλύψει το θεμέλιο της υπερπαραγωγής, τη βασική αντίφαση του αναπτυγμένου κεφαλαίου. ... Αυτά τα έμφυτα όρια πρέπει να συμπίπτουν με τη φύση του κεφαλαίου, με τον ουσιώδη χαρακτήρα της ίδιας της έννοιάς του. (CW28, 342)

Η υπερπαραγωγή ανακύπτει επειδή το κεφάλαιο επιδιώκει πάντοτε να υπερβεί {145} τα έμφυτα όριά του. Ο Μαρξ στη συνέχεια προχωρά στον ορισμό αυτών των ορίων:

Αυτά τα αναγκαία όρια είναι: (1) η αναγκαία εργασία ως το όριο της ανταλλακτικής αξίας της ζωντανής εργατικής δύναμης ή των μισθών του βιομηχανικού πληθυσμού. (2) η υπεραξία ως το όριο του χρόνου υπερεργασίας· και … ως το όριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων· (3) που είναι το ίδιο πράγμα, η μετατροπή σε χρήμα, η ανταλλακτική αξία εν γένει ως όριο της παραγωγής … Είναι: (4) ξανά ταυτόσημο με τον περιορισμό της παραγωγής των αξιών χρήσης από την ανταλλακτική αξία· ή με το ότι ο πραγματικός πλούτος πρέπει να προσλάβει μια συγκεκριμένη μορφή, διακεκριμένη από τον εαυτό του … για να μπορέσει να γίνει καθόλου αντικείμενο παραγωγής. (CW28, 342)

Αλλά, «απορρέει από τη γενική τάση του κεφαλαίου (κι αυτό είναι που στην απλή κυκλοφορία εμφανιζόταν στο γεγονός ότι το χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας εμφανιζόταν μόνο στιγμιαία, χωρίς ανεξάρτητη αναγκαιότητα, και άρα όχι ως όριο και φραγμός) ότι το κεφάλαιο ξεχνά και αφαιρεί από αυτά τα όρια», καθώς ο ανταγωνισμός ωθεί το κεφάλαιο σε ολοένα και μεγαλύτερες προσπάθειες. «Hinc [=εξ ου και] υπερπαραγωγή, δηλαδή μία ξαφνική υπενθύμιση όλων αυτών των αναγκαίων στιγμών της παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο· εξ ου και η γενική απαξίωση της αξίας ως συνέπεια της λήθης αυτών.» (CW28, 343)

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σημαίνει ότι κάθε επόμενη κρίση θα είναι χειρότερη από τις προηγούμενες, καθώς παρατηρείται «μια ολοένα και μεγαλύτερη κατάρρευση ως κεφάλαιο. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο στο οποίο έχει αναπτυχθεί το κεφάλαιο, τόσο περισσότερο εμφανίζεται ως φραγμός στην παραγωγή.» (CW28, 343)

Είναι βάσει του πρώτου από τα τέσσερα σημεία του Μαρξ που το επιχείρημα αυτό γενικά ερμηνεύεται ως υποκαταναλωτικού χαρακτήρα: η τάση προς κρίση εκφράζει τη θεμελιώδη αντίφαση που είναι εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή την αντίφαση μεταξύ της τάσης για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της τάσης για περιορισμό των καταναλωτικών αναγκών της μάζας του πληθυσμού στο ελάχιστο, οδηγώντας σε κρίση πραγματοποίησης, καθώς η προσφορά ξεπερνά την αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης.^13

^13 Ο Ροσντόλσκι ερμηνεύει το επιχείρημα του Μαρξ ως υποκαταναλωτικό εδώ, σημειώνοντας ότι: «όσο μεγαλύτερη είναι η υπερεργασία, τόσο μικρότερη (αναλογικά) η αναγκαία εργασία· αλλά και τότε, τόσο μικρότερη είναι η δυνατότητα πραγματοποίησης του υπερπροϊόντος.» (Rosdolsky, 1977, 326· πρβλ. επίσης Itoh, 1980, 96–8· Lallier, 1989, 100–1)

Ωστόσο, αν και μια τέτοια ερμηνεία φαίνεται απολύτως εύλογη, το ζήτημα είναι μάλλον πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως· διότι ο Μαρξ είναι σαφώς ενήμερος για την ανεπαρκή ερμηνευτική δύναμη της υποκαταναλωτικής θεωρίας της κρίσης, και πουθενά στο {146} σχολιασμό που ακολουθεί το υπό ερώτηση απόσπασμα δεν εξηγεί τις κρίσεις με όρους υποκατανάλωσης.

Είναι τετριμμένο το γεγονός ότι η ζήτηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση του υπερπροϊόντος. Ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η ζήτηση των εργατών αντιστοιχεί μόνο στην αναγκαία εργασία, έτσι ώστε, παραθέτοντας τον Μάλθους: «η ίδια η ύπαρξη του κέρδους σε οποιοδήποτε εμπόρευμα προϋποθέτει μια ζήτηση εξωτερική σε εκείνη του εργάτη που το παρήγαγε» και συνεπώς «η ζήτηση του ίδιου του εργάτη δεν μπορεί ποτέ να είναι επαρκής ζήτηση» (CW28, 346). Χωρίς κάποια άλλη πηγή ζήτησης, η καπιταλιστική παραγωγή δεν θα ήταν απλώς επιρρεπής σε κρίσεις, αλλά αδύνατη.

Ο Μαρξ έχει ήδη καταστήσει αυτό σαφές ξεκινώντας από το πρόβλημα της πραγματοποίησης του υπερπροϊόντος, το οποίο, όπως υποστηρίζει, μπορεί να λυθεί μόνο μέσω της καθολικής ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής. Το υπερπροϊόν πραγματοποιείται μέσω της πώλησής του σε άλλους καπιταλιστές, καθώς αυτοί κεφαλαιοποιούν την υπεραξία τους για να επεκτείνουν την παραγωγή. Το πρόβλημα της πραγματοποίησης δεν μπορεί συνεπώς να αναχθεί στο πρόβλημα της περιορισμένης κατανάλωσης της εργατικής τάξης, αλλά πρέπει να συσχετιστεί με τη δυνατότητα επικερδούς επένδυσης της αυξανόμενης μάζας της υπεραξίας. Όσο μικρότερη είναι η αναγκαία εργασία, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπεραξία που πρέπει να πραγματοποιηθεί, αλλά η πραγματοποίηση αυτής της υπεραξίας εξαρτάται από τη ζήτηση των καπιταλιστών —ποτέ από εκείνη των εργατών.

Αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους ο Μαρξ είχε ήδη θέσει το πρόβλημα νωρίτερα στο χειρόγραφο, κατά την κριτική του στον Ρικάρντο. Το καπιταλιστικό προϊόν δεν είναι ένα αυξημένο απόθεμα εμπορευμάτων, αλλά κεφάλαιο σε μορφή χρήματος. Αυτό το χρηματικό ποσό έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία· είναι «αξία που έχει γίνει αρνητικά ανεξάρτητη σε αντιπαράθεση προς την κυκλοφορία» (CW28, 291), αλλά «η ανεξάρτητη, ψευδής ύπαρξη του χρήματος έχει υπερβαθεί· υπάρχει τώρα μόνο για να αξιοποιήσει τον εαυτό του, δηλαδή να γίνει κεφάλαιο ... Το χρήμα, καθόσον υπάρχει αυθύπαρκτα ως κεφάλαιο, είναι απλώς μια προεξόφληση μελλοντικής (νέας) εργασίας … μια προεξόφληση της πραγματικής δυνατότητας του γενικού πλούτου — της εργατικής δύναμης, και, πιο συγκεκριμένα, της ερχόμενης στην ύπαρξη εργατικής ικανότητας … θέτει τη μελλοντική εργασία ως μισθωτή εργασία, ως αξία χρήσης του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει ισοδύναμο για την νέα αξία που δημιουργήθηκε· η δυνατότητά της [υπάρχει] μόνο σε νέα εργασία» (CW28, 291-2).

Η πραγματοποίηση του αυξημένου προϊόντος είναι δυνατή μόνο αν αγοραστεί από καπιταλιστές, ως μέσο περαιτέρω επέκτασης της υπεραξίας. Πράγματι, αυτό ισχύει όχι μόνο για την πραγματοποίηση της υπεραξίας που έχει παραχθεί, αλλά και για την πραγματοποίηση του προϊόντος συνολικά, καθώς {147} η κατανάλωση των εργατών απορρέει από τη δαπάνη των καπιταλιστών που τους απασχολούν ως μέσο για την περαιτέρω παραγωγή υπεραξίας. Όταν ο Μαρξ αναφέρεται στην «αναγκαία εργασία ως το όριο της ανταλλακτικής αξίας της ζωντανής εργατικής δύναμης ή των μισθών του βιομηχανικού πληθυσμού», δεν αναφέρεται στη περιορισμένη καταναλωτική ικανότητα της μάζας του πληθυσμού, αλλά στο γεγονός ότι οι εργάτες θα απασχολούνται μόνο αν οι μισθοί τους περιορίζονται στην αναγκαία εργασία που επιτρέπει την παραγωγή υπερεργασίας ως τη βάση της ιδιοποίησης υπεραξίας.

Το σημείο του επιχειρήματος σε αυτό το στάδιο δεν είναι ότι υπάρχει ένα ενιαίο απόλυτο όριο στη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά ότι υπάρχουν όρια που είναι εγγενή στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Συγκεκριμένες κρίσεις μπορούν να προκύψουν από κάθε είδους αιτίες, αλλά η τελική αιτία όλων των κρίσεων έγκειται στην τάση του κεφαλαίου να επεκτείνει διαρκώς τις παραγωγικές δυνάμεις πέρα από τα όρια της κερδοφορίας. Η έμφαση σε ολόκληρη αυτή τη συζήτηση του Μαρξ βρίσκεται στο κέρδος, όχι στην περιορισμένη κατανάλωση της εργατικής τάξης, ως το όριο της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ο Μαρξ αναπτύσσει το βασικό σημείο που έχει ήδη τεθεί, τονίζοντας ότι παρόλο που ο καπιταλιστής σχετίζεται με όλους τους άλλους εργάτες ως καταναλωτές, είναι μόνο οι μισθοί των δικών του εργατών που ελέγχει, και αυτούς προσπαθεί να τους μειώσει στο ελάχιστο: «Σε σχέση με κάθε καπιταλιστή, η συνολική μάζα όλων των εργατών πλην των δικών του δεν εμφανίζεται ως εργάτες, αλλά ως καταναλωτές … Κάθε καπιταλιστής γνωρίζει ότι δεν αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εργάτη όπως ένας παραγωγός αντιμετωπίζει έναν καταναλωτή, και γι’ αυτό θέλει να περιορίσει την κατανάλωσή του … όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά φυσικά, θέλει οι εργάτες των άλλων καπιταλιστών να είναι οι μέγιστοι δυνατοί καταναλωτές του εμπορεύματός του. Ωστόσο, η σχέση κάθε καπιταλιστή με τους δικούς του εργάτες είναι η γενική σχέση του κεφαλαίου με την εργασία, η ουσιώδης σχέση.» (CW28, 346)

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μετά από μια κρίση, ακριβώς όταν οι καπιταλιστές θα ήθελαν να δουν τη ζήτηση των εργατών να ενισχύεται, αλλά είναι και η στιγμή που ο καθένας πιέζεται να μειώσει τους μισθούς των δικών του εργατών, επιτείνοντας έτσι την κρίση: «Το ίδιο το κεφάλαιο τότε αντιμετωπίζει τη ζήτηση του εργάτη, δηλαδή την πληρωμή μισθών πάνω στην οποία βασίζεται αυτή η ζήτηση, όχι ως κέρδος αλλά ως ζημία· δηλαδή, η εμμενής σχέση του κεφαλαίου και της εργασίας εκδηλώνεται» (CW28, 349).

Το απόσπασμα αυτό αφορά την αντιφατική σχέση μεταξύ της καπιταλιστικής και της εργατικής τάξης, αλλά ο Μαρξ δεν αναπτύσσει καμία υποκαταναλωτική συνεπαγωγή αυτής της αντίφασης. Ακόμη και στο μοναδικό παράδειγμα που συζητά, στο οποίο η παραγωγή έχει επεκταθεί πέρα από τα όρια της ζήτησης των εργατών, η κρίση ξεσπά όταν: «η {148} ζήτηση εξωτερική σε εκείνη του ίδιου του εργάτη εξαφανίζεται ή συρρικνώνεται, και συνεπώς η κατάρρευση επέρχεται.» Ο Μαρξ αποδίδει αυτό το παράδειγμα όχι σε κάποια υποκαταναλωτική τάση, αλλά στην ανταγωνιστική σύγκρουση των κεφαλαίων, στην αδιαφορία και ανεξαρτησία τους μεταξύ τους, η οποία οδηγεί τους καπιταλιστές να υπερεκτιμούν τη ζήτηση των εργατών και έτσι η παραγωγή να «οδηγείται πέρα από τη σωστή αναλογία» (CW28, 349). Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο ή μοναδικό σχετικά με τη ζήτηση των εργατών. «Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τη ζήτηση που δημιουργεί η ίδια η παραγωγή για πρώτες ύλες, ημιτελή προϊόντα, κ.λπ.» (CW28, 349)

Συνοψίζοντας τη συζήτησή του στο τέλος του αποσπάσματος, ο Μαρξ επανέρχεται στην αντίφαση μεταξύ παραγωγής και αξιοποίησης (valorisation) ως το όριο που προσδιορίζει το εγγενές όριο του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο τείνει να επεκτείνει τις παραγωγικές δυνάμεις απεριόριστα, αλλά ταυτόχρονα ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η ιδιοποίηση και η πραγματοποίηση υπεραξίας, πράγμα που προσδιορίζει το εσωτερικό όριο της καπιταλιστικής παραγωγής — όριο που το κεφάλαιο ωστόσο επιδιώκει διαρκώς να υπερβεί. Η ερμηνεία μας του προηγούμενου αποσπάσματος επιβεβαιώνεται από την ενίσχυση του επιχειρήματος εδώ εκ μέρους του Μαρξ. Η αναγκαία εργασία δεν αποτελεί όριο ως περιορισμένη πηγή ζήτησης, αλλά ως πηγή υπεραξίας, η οποία μπορεί να δαπανηθεί μόνο για τον σκοπό της παραγωγής υπεραξίας.^14

^14 «Το κεφάλαιο θέτει την αναγκαία εργασία μόνο εφόσον και στον βαθμό που είναι υπερεργασία, και είναι πραγματοποιήσιμη ως υπεραξία. Συνεπώς θέτει την υπερεργασία ως όρο της αναγκαίας εργασίας, και την υπεραξία ως το όριο της αντικειμενοποιημένης εργασίας, της αξίας εν γένει. Όταν δεν μπορεί πλέον να θέσει την πρώτη, δεν μπορεί να θέσει ούτε τη δεύτερη. ... Από τη φύση του, επομένως, το κεφάλαιο θέτει ένα όριο στην εργασία και τη δημιουργία αξίας, το οποίο βρίσκεται σε αντίφαση με την τάση του να τα επεκτείνει απεριόριστα. Και ακριβώς επειδή θέτει ταυτόχρονα ένα συγκεκριμένο όριο στον εαυτό του και από την άλλη πλευρά ωθεί πέρα από κάθε όριο, είναι το ίδιο η ενσάρκωση της αντίφασης.» (CW28, 350)

Ο Μαρξ στη συνέχεια προσδιορίζει δύο ακόμη ειδικότερα όρια στην ανταλλαγή, τα οποία το κεφάλαιο αντιμετωπίζει απλώς ως εμπόδια που πρέπει να υπερβεί: Το πρώτο όριο είναι ότι η καπιταλιστική παραγωγή μπορεί να αναπαραχθεί μόνο εφόσον η υπερεργασία ανταλλάσσεται με υπερεργασία· γεγονός που, όπως έχουμε ήδη δει, αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της παραχθείσας υπεραξίας.

Το δεύτερο όριο προκύπτει από το γεγονός ότι το κεφάλαιο προσπαθεί διαρκώς να επεκτείνει την υπερεργασία μειώνοντας στο ελάχιστο την αναγκαία εργασία· έτσι, η ποσότητα της υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί αυξάνεται συνεχώς (CW28, 350–351). Ωστόσο, αυτή η αντίφαση μεταξύ της τάσης για επέκταση της παραγωγής υπεραξίας και της τάσης για περιορισμό της ζήτησης των εργατών δεν συνιστά τη βάση μιας υποκαταναλωτικής θεωρίας της κρίσης. Παράλληλα με τη διογκούμενη μάζα του κέρδους, ο Μαρξ εφιστά επίσης την προσοχή στη μείωση του ποσοστού του, καθώς καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να {149} εξάγει ακόμη περισσότερη υπεραξία όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Καθώς το κεφάλαιο επεκτείνεται, απαιτείται αναλογικά μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω αύξηση της υπεραξίας, και εάν αυτή η αύξηση δεν μπορεί να επιτευχθεί, τότε το κεφάλαιο θα αποσυρθεί από την κυκλοφορία — εδώ βρίσκουμε την πρώτη υπαινικτική διατύπωση μιας θεωρίας της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» ως αιτίας κρίσης: «Όσο πιο αναπτυγμένο είναι το κεφάλαιο, όσο περισσότερη υπερεργασία έχει ήδη δημιουργήσει, τόσο πιο τρομακτικά πρέπει να αναπτύξει την παραγωγικότητα αν θέλει να αξιοποιηθεί. ... Όσο μικρότερο είναι ήδη το κλάσμα που αντιπροσωπεύει την αναγκαία εργασία, τόσο μεγαλύτερη η υπερεργασία, τόσο λιγότερο μπορεί οποιαδήποτε αύξηση στην παραγωγικότητα να μειώσει αισθητά την αναγκαία εργασία, διότι ο παρονομαστής έχει αυξηθεί τεράστια. Η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου γίνεται πιο δύσκολη όσο περισσότερο έχει ήδη αξιοποιηθεί.» (CW28, 265–6)

Ο Μαρξ τώρα συνδέει τα δύο επιχειρήματα, σημειώνοντας ότι: «όπως είδαμε, η σχετική υπεραξία αυξάνεται πολύ λιγότερο σε σχέση με την παραγωγική δύναμη... Αλλά ο όγκος των προϊόντων αυξάνεται σε παρόμοιο βαθμό» (CW28, 351), αυξάνοντας τις «απαιτήσεις για κατανάλωση» την ίδια στιγμή που καθίσταται πιο δύσκολη η μείωση του χρόνου της αναγκαίας εργασίας και η συγκράτηση των μισθών.

Όπως θα δούμε, ο Μαρξ αναπτύσσει πληρέστερα αυτή την αντίφαση στις συζητήσεις του για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Προς το παρόν, αρκεί να σημειώσουμε το ουσιώδες σημείο: η καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί σε αύξηση της μάζας της υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί και στην ποσότητα των εμπορευμάτων στα οποία αυτή ενσωματώνεται, ενώ ταυτόχρονα καθίσταται προοδευτικά δυσκολότερο να αυξηθεί το ποσοστό υπεραξίας, και συνεπώς να αποφευχθεί η πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους.

Ο Μαρξ καταλήγει αυτή την ενότητα συνοψίζοντας εκ νέου, σχεδόν με τα ίδια λόγια όπως πριν, τονίζοντας ότι η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται στην παραγωγή υπεραξίας, και ότι αυτή είναι η πηγή τόσο της παραγωγικότητας όσο και των ορίων του καπιταλισμού. Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο τείνει να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις απεριόριστα ως μέσο αύξησης της παραγόμενης υπεραξίας. Από την άλλη, τα όρια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων επιβάλλονται από την ανάγκη πραγματοποίησης του διευρυμένου κεφαλαίου — την επίτευξη κέρδους. Αυτή η γενική αντίφαση, και όχι κάποια πιο εξειδικευμένη διατύπωσή της, είναι εκείνη που ο Μαρξ θεωρεί ως θεμελιώδη (CW28, 351. Βλ. επίσης την κατοπινή διατύπωση του ίδιου επιχειρήματος στο TSV2, 520, η οποία ενισχύει την παρούσα ερμηνεία).

{150}

Δυσαναλογία και Αξιοποίηση του Κεφαλαίου

Ο Μαρξ έχει τώρα δείξει ότι υπάρχουν όρια εγγενή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τα οποία υπόκεινται στην προδιάθεση για κρίση. Η υπερπαραγωγή δεν αποτελεί απλώς θέμα τυχαίας ανισορροπίας στην παραγωγή, που μπορεί να εντοπιστεί σε κάθε τρόπο παραγωγής, αλλά είναι συγκεκριμένο χαρακτηριστικό των εμποδίων που εκφράζονται στην αντίφαση μεταξύ παραγωγής και αξιοποίησης, έτσι ώστε: «η υπερπαραγωγή λαμβάνει χώρα σε σχέση με την αξιοποίηση, όχι με κάτι άλλο» (CW28, 352).

Τα εγγενή όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι σταθερά όρια, πέρα από τα οποία δεν μπορεί να προχωρήσει η συσσώρευση· διότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι ότι διαρκώς τα υπερβαίνει. Η πραγματοποίηση της παραχθείσας υπεραξίας περιορίζεται από την έκταση της αγοράς, αλλά κάθε επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής διευρύνει ταυτόχρονα αυτά τα όρια μέσω της επέκτασης της αγοράς.

Ο Μαρξ συνδέει την προδιάθεση στην κρίση με την αντίφαση μεταξύ της τάσης για μέγιστη παραγωγή υπεραξίας αφενός, και της ανάγκης πραγματοποίησής της με τη μορφή χρήματος αφετέρου. Όμως αυτό δεν αποτελεί τη βάση μιας υποκαταναλωτικής θεωρίας κρίσης, τις ανεπάρκειες της οποίας ο Μαρξ γνωρίζει καλά.

Ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η γενική υπερπαραγωγή προκύπτει ως γενίκευση επιμέρους υπερπαραγωγών, οπότε εάν διατηρηθούν οι σχέσεις αναλογίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής, δεν θα προκύψει κρίση γενικής υπερπαραγωγής. Παρομοίως, σε κάθε υποθετικό και ιστορικό παράδειγμα που εξετάζει ο Μαρξ, οι κρίσεις δεν προκύπτουν λόγω ανεπαρκούς κατανάλωσης, αλλά λόγω της δυσαναλογίας στην παραγωγή. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν προσφέρει μια απλοϊκή θεωρία κρίσης βασισμένη αποκλειστικά στη δυσαναλογία.

Ο Μαρξ δεν ικανοποιείται με το να εδραιώσει τη θεωρία του στις δυσαναλογίες που ενδέχεται να προκύψουν από εσφαλμένες εκτιμήσεις ή «ατέλειες της αγοράς». Πρώτον, διότι τέτοιες τυχαίες δυσαναλογίες θα μπορούσαν κάλλιστα να διορθωθούν μέσω του μηχανισμού ανταγωνιστικής προσαρμογής του Ρικάρντο, αντί να εκδηλωθούν ως γενική κρίση. Δεύτερον — και ίσως κυριότερα — διότι αυτή η δυσαναλογία είναι αποτέλεσμα υπερπαραγωγής σε σχέση με τις απαιτήσεις χρήσιμων αξιών της διευρυμένης αναπαραγωγής, και όχι ειδικά «σε σχέση με την αξιοποίηση» (CW28, 352). Για αυτόν τον λόγο, ο Μαρξ επιδιώκει να προχωρήσει βαθύτερα, και να εξηγήσει την τάση προς την κρίση με όρους σχέσεων αξίας. Γι’ αυτό και επαναδιατυπώνει το πρόβλημα της αναλογίας όχι ως πρόβλημα των αναλογικών σχέσεων μεταξύ των κλάδων παραγωγής, αλλά ως πρόβλημα της αναλογίας μεταξύ {151} της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας. Ο Μαρξ ορίζει αυτήν ως τη συγκεκριμένα καπιταλιστική μορφή δυσαναλογίας, η οποία θεμελιώνει την εγγενή προδιάθεση για κρίσεις στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Η αναλογία μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας ορίζει, αφενός, το πρόβλημα της πραγματοποίησης. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα του καπιταλιστή και σ’ εκείνο του εργάτη. Ο εργάτης οφείλει να δαπανήσει αμέσως το εισόδημά του για να αγοράσει μέσα διαβίωσης, ενώ ο καπιταλιστής θα ξοδέψει την υπεραξία του μόνο εφόσον διαφαίνεται η προοπτική αύξησης του κεφαλαίου του. Η τάση για αύξηση της παραγωγής υπεραξίας προϋποθέτει αντίστοιχη τάση αύξησης των επενδύσεων, αν δεν πρόκειται να διαρραγεί η αναλογία μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας. Από την άλλη πλευρά, η κινητήρια δύναμη μιας τέτοιας αύξησης των επενδύσεων είναι το ποσοστό του κέρδους, το οποίο αποτελεί μια εναλλακτική έκφραση της ίδιας αυτής αναλογίας. Έτσι, το πρόβλημα της κρίσης ανάγεται στο πρόβλημα της εξήγησης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, η οποία προκαλεί την κρίση αποσυντονίζοντας τις σχέσεις αναλογίας μεταξύ των κλάδων παραγωγής — κυρίως μεταξύ αυτών που παράγουν μέσα παραγωγής και αυτών που παράγουν μέσα κατανάλωσης. Το πρόβλημα, συνεπώς, είναι να εντοπιστεί η αιτία της πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους πριν, και σε αφαίρεση από, τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αυτό φέρνει τον Μαρξ πίσω στη συγκεκριμένη δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του οποίου η κινητήρια δύναμη —επιβεβλημένη σε κάθε καπιταλιστή από τον ανταγωνισμό— είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η υπερπαραγωγή αποτελεί τον ειδικό τρόπο μέσω του οποίου νέες μέθοδοι παραγωγής αντικαθιστούν παλαιότερες, καθώς η υπερπαραγωγή οδηγεί σε πτώση των τιμών, απαξίωση του κεφαλαίου, συνακόλουθη μείωση της κερδοφορίας και χρεοκοπία των οπισθοδρομικών κεφαλαίων. Συνεπώς, η δυσαναλογία αποτελεί απλώς έκφραση της αντιφατικής μορφής της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Η συζήτηση του Μαρξ για αυτά τα ζητήματα προκύπτει από μια κριτική της υποκαταναλωτικής θεωρίας κρίσης του Προυντόν και από μια διερεύνηση του ρόλου των μεταβολών στις σχετικές και απόλυτες τιμές κατά την κρίση. Όπως και στις προηγούμενες ενότητες, το απόσπασμα αυτό είναι διερευνητικό –καθώς ο Μαρξ ακολουθεί τη λογική πορεία του επιχειρήματός του, όπου κι αν τον οδηγήσει— και όχι συστηματική έκθεση, έτσι ώστε η συζήτηση να εγείρει περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα επιλύει. Ωστόσο, καταλήγει σε μια καίρια πρόοδο στην ανάλυση του Μαρξ επί του θεμελιώδους προβλήματος των όρων για την πραγματοποίηση της διευρυνόμενης υπεραξίας, την οποία διατυπώνει πλέον υπό τη μορφή της πρώτης εκδοχής των «σχημάτων αναπαραγωγής» του.

{152} Η συζήτηση ξεκινά με εξέταση του ρόλου των τιμών ως προς την πρόκληση ή επίλυση της τάσης για υπερπαραγωγή. Είδαμε παραπάνω ότι ο Ρικάρντο πίστευε πως η άνοδος και η πτώση των σχετικών τιμών θα αρκούσε για να προκαλέσει ροή κεφαλαίων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, αποκαθιστώντας έτσι την αναλογία. Ο Μαρξ, αντίθετα, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα σε μια κρίση δεν είναι η έλλειψη κερδοφορίας σε κάποιον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, αλλά η κατάρρευση του γενικού ποσοστού κέρδους της βιομηχανίας, σε σχέση με τις αποδόσεις από χρηματοοικονομικές και νομισματικές επενδύσεις. Αυτό, με τη σειρά του, εγείρει το ερώτημα για το επίπεδο του κέρδους και για τον αντίκτυπο των μεταβολών των τιμών στο γενικό ποσοστό κέρδους.

Ο Μαρξ αρχίζει τη συζήτηση απορρίπτοντας τον χονδροειδή υποκαταναλωτισμό του Προυντόν και των οπαδών του. Ο Προυντόν θεωρεί την υπερπαραγωγή αποτέλεσμα της ύπαρξης του τόκου και του κέρδους, τα οποία οι καπιταλιστές μπορούν να επιβάλουν χάρη στο μονοπώλιο που κατέχουν επί του χρήματος, με συνέπεια ο εργάτης να μην μπορεί να αγοράσει όλο το προϊόν. Η ελεύθερη πίστωση, κατά τον Προυντόν, θα εξαλείψει αυτό το πρόσθετο φορτίο που επιβάλλει ο καπιταλιστής, επιτρέποντας έτσι στις τιμές να πέσουν απομακρύνοντας τον κίνδυνο υπερπαραγωγής.

Ο Μαρξ απορρίπτει αυτό το επιχείρημα. Η υπερπαραγωγή δεν είναι ζήτημα της ύπαρξης ή του επιπέδου του κέρδους, και συνεπώς δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω της μείωσης των τιμών. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Μαρξ και αλλού, είναι η σχετική άνοδος των μισθών που προοιωνίζεται την επικείμενη κρίση, ενώ η κατάρρευση των τιμών είναι το πλέον καταστροφικό αποτέλεσμά της (CII, 486–7).

Μια γενική μείωση των τιμών θα άφηνε τα πάντα στην ίδια θέση όπου βρίσκονταν εξαρχής, ενώ η άνοδος και η πτώση των επιμέρους τιμών είναι απλώς ζήτημα ανακατανομής της υπεραξίας εντός της τάξης των καπιταλιστών. Το καπιταλιστικό κέρδος δεν προέρχεται από την υπερχρέωση του εργάτη, αλλά από τον χρόνο της υπερεργασίας, οπότε το πρόβλημα της υπερπαραγωγής δεν είναι ζήτημα άνισης ανταλλαγής μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή. Το «συμπέρασμα του Προυντόν ότι αυτή είναι η αιτία της υπερπαραγωγής είναι λανθασμένο σ’ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης» (CW28, 362).^15

^15 Ο Μαρξ υπενθυμίζει επίσης στον Προυντόν ότι «είναι ήδη προφανές από το προηγούμενο επιχείρημα πως ο όγκος του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας δεν έχει καμία σχέση με τη δυσκολία πραγματοποίησης του κεφαλαίου» (CW28, 362).

Το λάθος του Προυντόν είναι ότι συγχέει την τιμή με την αξία, θεωρώντας το κέρδος ως πρόσθετο επί της τιμής, αντί ως μέρος της υπάρχουσας αξίας, η οποία προσδιορίζεται μέσω της παραγωγής υπεραξίας. Η ανακατανομή μέσω μεταβολών στις τιμές δεν μεταβάλλει το γενικό ποσοστό κέρδους, αλλά απλώς αναδιανέμει το κέρδος μεταξύ των καπιταλιστών (ο Μαρξ εδώ αναφέρεται με επιδοκιμασία στον Ρικάρντο, CW29, 135–6). Αυτή η ανακατανομή αποτελεί το μέσο με το οποίο ένα γενικό {153} ποσοστό κέρδους διαμορφώνεται μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών, αλλά ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να μειώσει το γενικό ποσοστό του κέρδους. «Ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να χαμηλώσει το ίδιο το γενικό επίπεδο, αλλά μόνο τείνει να το δημιουργήσει. Περαιτέρω ανάλυση [αυτού του προβλήματος] ανήκει στην ενότητα για τον ανταγωνισμό.» Οι εργάτες μπορεί να επωφεληθούν ελάχιστα, εάν οι τιμές των μέσων κατανάλωσης πέσουν, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο ανταγωνισμός σύντομα θα οδηγήσει σε μια αντισταθμιστική πτώση των μισθών (CW28, 364, 365, 368).

Η γενική πτώση των τιμών σε μια κρίση είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο από τις αυξομειώσεις των σχετικών τιμών μέσω των οποίων το κεφάλαιο ωθείται να ρεύσει από έναν κλάδο παραγωγής σε έναν άλλον. Είναι επίσης εντελώς διαφορετική από τη γενική μείωση των τιμών που φαντάστηκε ο Προυντόν ως μέσο αποτροπής της τάσης προς υπερπαραγωγή. Σε αυτήν την περίπτωση, η γενική πτώση των τιμών έχει επίδραση στο ποσοστό του κέρδους, αλλά είναι αποτέλεσμα της κρίσης και επομένως δεν μπορεί προφανώς να προσφέρει την εξήγηση για την κρίση, αλλά πρέπει η ίδια να εξηγηθεί.

Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, η γενική πτώση των τιμών δεν αναδιανέμει απλώς το κέρδος μεταξύ των καπιταλιστών, αλλά μετασχηματίζει τις αξιακές σχέσεις μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας. Σε μια γενική κρίση υπερπαραγωγής, οι τιμές πέφτουν ώστε να επέλθει μια «γενική απαξίωση … μια καταστροφή κεφαλαίου», η οποία εμφανίζεται από την άλλη πλευρά ως ανατίμηση του χρήματος. «Έτσι σε μια κρίση — με τη γενική απομείωση των τιμών — επέρχεται σε κάποιο βαθμό μια γενική απαξίωση ή καταστροφή του κεφαλαίου. Η απαξίωση μπορεί να είναι γενική, απόλυτη, και όχι απλώς σχετική, όπως σε μια υποτίμηση, επειδή η αξία δεν εκφράζει, όπως η τιμή, απλώς τη σχέση ενός εμπορεύματος προς ένα άλλο, αλλά τη σχέση μεταξύ της τιμής του εμπορεύματος και της εργασίας που έχει ενσωματωθεί σε αυτό… Εάν αυτά τα μεγέθη δεν είναι ίσα, προκύπτει μια απαξίωση που δεν αντισταθμίζεται από ανατίμηση στην άλλη πλευρά, δεδομένου ότι η άλλη πλευρά αντιπροσωπεύει ένα καθορισμένο ποσό αντικειμενοποιημένης εργασίας που δεν μπορεί να τροποποιηθεί μέσω της ανταλλαγής. Σε γενικές κρίσεις, αυτή η απαξίωση επεκτείνεται ακόμη και στην ίδια την ικανότητα ζωντανής εργασίας» (CW28, 375).

Η κρίση γενικής υπερπαραγωγής οδηγεί σε πτώση του ποσοστού του βιομηχανικού κέρδους, με αποτέλεσμα οι καπιταλιστές να αποσύρουν το χρήμα τους από την κυκλοφορία ή να το ρίχνουν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, αντί να το επενδύουν παραγωγικά. Αυτή η απόσυρση κεφαλαίων επενδύσεων οδηγεί σε μείωση της ζήτησης για εμπορεύματα που αντιστοιχούν στην υπεραξία που αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, διαταράσσοντας έτσι τις κανονικές αναλογικές παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αντιδρούν σωρευτικά στο σύστημα. Έτσι, η δυσαναλογία είναι τώρα το αποτέλεσμα της πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους, η οποία διαταράσσει τις αναλογικές σχέσεις.

Καθώς {154} η παραγωγή και οι τιμές πέφτουν, το κεφάλαιο απαξιώνεται και καταστρέφεται. Η απαξίωση του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης στην κρίση αποκαθιστά το ποσοστό κέρδους. Ωστόσο, απομένει ακόμη να εξηγηθεί η δυνατότητα της γενικής υπερπαραγωγής και η πτώση του ποσοστού κέρδους που πυροδοτεί την κρίση. Αυτό μας φέρνει ξανά πίσω στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Η γενική απαξίωση του κεφαλαίου στην κρίση είναι μόνο η άλλη όψη μιας γενικής αύξησης της παραγωγικότητας. «Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη υποδειχθεί, η καταστροφή της αξίας και του κεφαλαίου που επέρχεται σε μια κρίση συμπίπτει — ή σημαίνει το ίδιο — με μια γενική αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία, ωστόσο, δεν συμβαίνει μέσω μιας πραγματικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας … αλλά μέσω μιας μείωσης της υπάρχουσας αξίας των πρώτων υλών, των μηχανών και της εργατικής δύναμης». Αυτή η απαξίωση του υπάρχοντος κεφαλαίου μέσω της πτώσης των τιμών είναι το αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας που επιτυγχάνεται από τα πιο προωθημένα κεφάλαια. Αυτή η πτώση των τιμών υπονομεύει την κερδοφορία των υπαρχόντων κεφαλαίων και, με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκαλέσει κρίση. «Ομοίως, από την άλλη πλευρά, μια ξαφνική γενική αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων θα απαξίωνε όλες τις υπάρχουσες αξίες… και επομένως θα κατέστρεφε το υπάρχον κεφάλαιο ακριβώς όπως θα κατέστρεφε την υπάρχουσα ικανότητα εργασίας. Η άλλη όψη της κρίσης καταλήγει σε μια πραγματική πτώση της παραγωγής, της ζωντανής εργασίας, προκειμένου να αποκατασταθεί η ορθή αναλογία της αναγκαίας εργασίας προς την υπερεργασία, πάνω στην οποία, εν τέλει, βασίζονται τα πάντα» (CW28, 375).^16

^16 Ο Μαρξ δεν αναπτύσσει περαιτέρω τις συνέπειες αυτού του επιχειρήματος σχετικά με τη θεραπευτική δύναμη της κρίσης σε αυτό το στάδιο. Στο άρθρο του «Βιομηχανία και Εμπόριο», γραμμένο τον Σεπτέμβριο του 1859, ο Μαρξ σημειώνει ότι πρόκειται για έναν «νόμο της παραγωγής» το γεγονός ότι, «αν, μέσω της υπερπαραγωγής και της υπερκερδοσκοπίας, έχει προκληθεί κρίση, οι παραγωγικές δυνάμεις του έθνους και η ικανότητα απορρόφησης στην αγορά του κόσμου έχουν, στο μεταξύ, επεκταθεί τόσο πολύ, ώστε θα υποχωρήσουν μόνο προσωρινά από το υψηλότερο σημείο που επιτεύχθηκε, και ότι, ύστερα από κάποιες ταλαντεύσεις που εκτείνονται σε κάποια χρόνια, η κλίμακα παραγωγής που σημάδεψε το υψηλότερο σημείο ευημερίας σε μία περίοδο του εμπορικού κύκλου, γίνεται το σημείο εκκίνησης της επόμενης περιόδου» (CW16, 493).

Πώς οδηγεί μια γενική αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων σε πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους; Είναι σαφές ότι, εάν υπάρξει μια μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, τα επιπλέον κέρδη που προκύπτουν ενδέχεται να ενθαρρύνουν σημαντική υπερπαραγωγή, και να οδηγήσουν στη συνεπακόλουθη απαξίωση και καταστροφή των υπαρχόντων κεφαλαίων σε αυτόν τον κλάδο. Αλλά εάν μια γενική αύξηση της παραγωγικότητας οδηγούσε σε γενική αύξηση της παραγωγής, κατανεμημένη αναλογικά σε όλους τους κλάδους της παραγωγής, δεν θα υπήρχε αναγκαστικά καμία μεταβολή {155} στις τιμές, οπότε δεν θα υπήρχε καμία απαξίωση.^17 Το αποτέλεσμα θα ήταν απλώς ότι τα νεότερα κεφάλαια θα αποκόμιζαν υψηλότερο ποσοστό κέρδους από τα παλαιότερα. Πώς, λοιπόν, οδηγεί μια γενική αύξηση της παραγωγικότητας σε πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους;

^17 Το αν θα υπάρξει ή όχι μεταβολή στο γενικό επίπεδο των τιμών ως αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης της παραγωγής είναι ουσιαστικά ένα νομισματικό ζήτημα. Μια εκδοχή της επιχειρηματολογίας της Λούξεμπουργκ είναι ότι η αύξηση της παραγωγής, χωρίς αντίστοιχη αύξηση στην ποσότητα χρήματος, θα οδηγήσει σε μια τέτοια πτώση τιμών (Marazzi, 1984). Η άποψη του Μαρξ ήταν ότι η προσφορά χρήματος ή/και η ταχύτητα κυκλοφορίας του θα προσαρμοστούν στην αυξημένη ζήτηση για χρήμα, έτσι ώστε να μην υπάρξει επίδραση στις τιμές. Μόλις υπερβούμε την καθαρή εμπορευματική μορφή του χρήματος και επιτρέψουμε διακριτικότητα στις νομισματικές αρχές, το ζήτημα γίνεται ζήτημα νομισματικής πολιτικής και όχι των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος.

Ο Μαρξ επισημαίνει ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να μειώσει το ποσοστό κέρδους σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, αλλά το γενικό ποσοστό κέρδους μπορεί να πέσει μόνο εάν μειωθεί το ποσοστό υπεραξίας ή εάν υπάρξει αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. «Κατά συνέπεια, το γενικό ποσοστό κέρδους μπορεί να πέσει σε έναν ή άλλο τομέα επιχειρήσεων, επειδή ο ανταγωνισμός, κ.λπ., εξαναγκάζει τον καπιταλιστή να πουλήσει κάτω από την αξία... Όμως το γενικό ποσοστό [κέρδους] δεν μπορεί να πέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο· μπορεί να πέσει μόνο λόγω μιας σχετικής πτώσης του λόγου της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία [και το σταθερό κεφάλαιο]. Και αυτό, όπως είδαμε προηγουμένως, συμβαίνει αν ο λόγος [σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο] είναι ήδη πολύ υψηλός... Σε αυτή την περίπτωση το γενικό ποσοστό κέρδους μπορεί να πέσει, ακόμα κι αν η απόλυτη υπερεργασία αυξάνεται» (CW28, 363). Ωστόσο, ο Μαρξ δεν αναπτύσσει στο παρόν στάδιο τη συνεπαγόμενη συσχέτιση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τις κρίσεις, αλλά στρέφεται αντιθέτως στον ρόλο του ανταγωνισμού στην εξίσωση του ποσοστού κέρδους, καθώς η υπεραξία αναδιανέμεται μεταξύ των καπιταλιστών. Αυτό οδηγεί με τη σειρά του στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής και πίσω στο πρόβλημα της δυσαναλογίας μεταξύ τους.

Το πρόβλημα της υπερπαραγωγής δεν απορρέει από το υπερβολικό επίπεδο των τιμών, όπως πίστευε ο Προυντόν, αλλά από την ανάγκη πώλησης του πλεονάσματος του προϊόντος. Έχουμε ήδη δει ότι ο καπιταλιστής δεν μπορεί να πουλήσει το πλεονάζον προϊόν στους εργάτες, όσο κι αν χειραγωγηθούν οι τιμές. Σε όρους αξίας, το πρόβλημα προκύπτει από την ανάγκη πραγματοποίησης του εμπορευματικού κεφαλαίου που αντιστοιχεί στην παραχθείσα υπεραξία. Όμως μέχρι στιγμής δεν έχουμε εξετάσει τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων χρήσιμων αξιών μέσα στις οποίες ενσαρκώνεται αυτή η υπεραξία, ούτε τις συνθήκες υπό τις οποίες μια τέτοια πραγματοποίηση μπορεί ή δεν μπορεί να είναι δυνατή.

Για να διερευνήσει περαιτέρω αυτό το πρόβλημα, ο Μαρξ αναπτύσσει ένα απλό υπόδειγμα με πέντε κλάδους παραγωγής, δύο εκ των οποίων παράγουν πρώτες ύλες, ένας παράγει {156} μηχανήματα, ένας παράγει για την κατανάλωση των εργατών και ένας για την κατανάλωση των καπιταλιστών. Το υπόδειγμα αυτό επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της πιο αφηρημένης συζήτησης του Μαρξ περί δυσαναλογίας, δείχνοντας ότι το σύνολο του προϊόντος μπορεί να πραγματοποιηθεί, με την προσδοκία μιας ανανεωμένης και διευρυμένης επένδυσης, καθώς οι καπιταλιστές ανταλλάσσουν μεταξύ τους εμπορεύματα που αντιστοιχούν στην παραχθείσα υπεραξία. «Η αξιοποίηση συνίσταται στο ότι κάθε καπιταλιστής ανταλλάσσει το δικό του προϊόν με ένα κλασματικό μέρος των προϊόντων των άλλων τεσσάρων, και αυτό κατά τέτοιο τρόπο ώστε ένα μέρος του πλεονασματικού προϊόντος να προορίζεται για την κατανάλωση του καπιταλιστή και ένα μέρος να μετατρέπεται σε πλεονασματικό κεφάλαιο, με το οποίο τίθεται νέα εργασία σε κίνηση. Η αξιοποίηση συνίσταται στην πραγματική δυνατότητα μεγαλύτερης αξιοποίησης — στην παραγωγή νέων και μεγαλύτερων αξιών» (CW28, 371).^18

^18 Αυτό αποτελεί το πρώτο προσχέδιο των «σχημάτων αναπαραγωγής» του Μαρξ, τα οποία επέκτεινε στο χειρόγραφο του 1863 και ανέπτυξε συστηματικά στο Μέρος III του Β΄ Τόμου του Κεφαλαίου. Εδώ εισάγει τα σχήματα αρχικά στο πλαίσιο της ανάλυσης της κατανομής της υπεραξίας με τη μορφή του κέρδους.

Αυτό το σχήμα αναπαραγωγής επιβεβαιώνει επίσης το προγενέστερο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της γενικευμένης υπερπαραγωγής δεν προκύπτει επειδή υπάρχει υπερβολικά μικρή κατανάλωση, αλλά λόγω της δυσαναλογίας στην παραγωγή, η οποία στη συνέχεια γενικεύεται καθώς οι καπιταλιστές σε έναν κλάδο παραγωγής δεν μπορούν να αξιοποιήσουν το κεφάλαιό τους μέσω της πώλησης του προϊόντος. Εάν τυχαίνει να υπάρχει υπερπαραγωγή μέσων κατανάλωσης για καπιταλιστές ή εργάτες, τότε «θα προέκυπτε γενική υπερπαραγωγή, όχι επειδή καταναλώθηκε σχετικά πολύ λίγο, αλλά επειδή παρήχθη πολύ από τα δύο — πολύ όχι για την κατανάλωση, αλλά πολύ για να διατηρηθεί η σωστή αναλογία ανάμεσα στην κατανάλωση και την αξιοποίηση· πάρα πολύ για την αξιοποίηση» (CW28, 372).

Σε ένα δεδομένο στάδιο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι αναλογίες στις οποίες απαιτούνται διάφορα εμπορεύματα είναι δοσμένες, όμως οι παραγωγοί ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και δεν έχουν γνώση αυτών των αναλογιών. «Η ανταλλαγή, καθαυτή και για τον εαυτό της, προσδίδει σ’ αυτές τις εννοιολογικά διακριτές στιγμές μια ύπαρξη αδιάφορη μεταξύ τους. Υφίστανται ανεξάρτητα η μία από την άλλη· η εσωτερική τους αναγκαιότητα καθίσταται εμφανής στις κρίσεις, οι οποίες καταστρέφουν τη φαινομενικότητα της αμοιβαίας τους αδιαφορίας». Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μεταβάλλει τις αναλογίες ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής, απελευθερώνοντας κεφάλαιο και ζωντανή εργασία για να απασχοληθούν στην επέκταση της παραγωγής, ωστόσο αυτά μπορούν «να παραμείνουν αχρησιμοποίητα, επειδή δεν υπάρχουν στις αναλογίες που απαιτεί η παραγωγή στη βάση των αναπτυγμένων πλέον παραγωγικών {157} δυνάμεων» (CW28, 372-3).

Τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ παρέχουν μια πιο αυστηρή απόδειξη της σχέσης μεταξύ δυσαναλογίας και γενικευμένης υπερπαραγωγής. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν προχωρά περαιτέρω τη συζήτηση για την υπερπαραγωγή και τη δυσαναλογία στο παρόν στάδιο, και σε αυτό το σημείο χάνει την υπομονή του με το επιχείρημα. Το πρόβλημα είναι ότι επιδιώκει να αναλύσει το κεφάλαιο σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, εστιάζοντας στις αξιακές σχέσεις που συγκροτούν την ουσία του κεφαλαίου. Αυτό συνεπάγεται την αφαίρεση από την πραγματικότητα της ανταλλαγής και του ανταγωνισμού, καθώς και από τις επιπλοκές που εισάγονται με την άνοδο και την πτώση των τιμών. Όμως ταυτόχρονα, η ανταλλαγή αποτελεί μέρος της γενικής έννοιας του κεφαλαίου, έτσι ώστε το κεφάλαιο δεν μπορεί να εξεταστεί αφηρημένα από την ανταλλαγή. «Η κίνηση μέσα στην οποία αυτό λαμβάνει πράγματι χώρα, μπορεί να εξεταστεί μόνο όταν εξετάζουμε το πραγματικό κεφάλαιο, δηλαδή τον ανταγωνισμό, κ.λπ. ... Από την άλλη πλευρά, χωρίς ανταλλαγή, η παραγωγή του κεφαλαίου ως τέτοιου δεν θα υπήρχε» (CW28, 376).^19 Έτσι, ο Μαρξ σε αυτό το σημείο διακόπτει την εξέταση των προβλημάτων της πραγματοποίησης και υποθέτει ότι αυτά έχουν ήδη επιλυθεί: «Στο σημείο που έχουμε τώρα φθάσει, όπου το κεφάλαιο εξετάζεται μόνο γενικά, οι πραγματικές δυσκολίες αυτής της τρίτης διαδικασίας υπάρχουν μόνο ως δυνατότητες, και επομένως έχουν επίσης υπερβεί το στάδιο των δυνατοτήτων. Συνεπώς, το προϊόν τίθεται τώρα ως έχον μετατραπεί και πάλι σε χρήμα» (CW28, 376).

^19 Ο Μαρξ σχολιάζει συχνά στα Grundrisse το πρόβλημα του πού πρέπει να ενταχθεί η «σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης»: «υπό το κεφάλαιο και το κέρδος κ.λπ., ή επίσης υπό τη συσσώρευση και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων;» (CW28, 217). Παρομοίως, το πρόβλημα της απαξίωσης του κεφαλαίου μέσω της πτώσης του κόστους παραγωγής, το οποίο μόλις εξετάστηκε, «ανήκει στη θεωρία της συγκέντρωσης και του ανταγωνισμού των κεφαλαίων» (CW28, 330). «Δεν μπορούμε ακόμη να προχωρήσουμε στη σχέση προσφοράς, ζήτησης και τιμών, διότι αυτές προϋποθέτουν το κεφάλαιο στην χαρακτηριστική του ανάπτυξη. Εφόσον η προσφορά και η ζήτηση είναι αφηρημένες κατηγορίες, που δεν εκφράζουν ακόμη καμία συγκεκριμένη οικονομική σχέση, μήπως θα έπρεπε να εξεταστούν μαζί με την απλή κυκλοφορία ή την παραγωγή;» (CW28, 334).

Το πρόβλημα της αφαίρεσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ό,τι αφορά την ανάλυση της δυσαναλογίας. Στην προηγούμενη συζήτησή του, ο Μαρξ είχε τεκμηριώσει ότι η δυσαναλογία αποτελεί αναγκαίο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής, και όχι απλώς ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα της αναρχίας της αγοράς, βάσει της τάσης της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσεται χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια της αγοράς. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεθοδολογικό πρόβλημα σε αυτό το επιχείρημα. Είναι σαφές ότι η τάση προς υπερπαραγωγή μπορεί να προκαλέσει κρίση, διαταράσσοντας τις αναλογικές σχέσεις μεταξύ των κλάδων παραγωγής, με την κατάρρευση ενός κλάδου να γενικεύεται έπειτα σε γενική κρίση.

{158} Ωστόσο, μια τέτοια δυσαναλογία προκύπτει μόνο όταν εξετάζουμε την πτυχή της χρηστικής αξίας της καπιταλιστικής παραγωγής και τις σχέσεις μεταξύ επιμέρους κεφαλαίων, και έτσι δεν μπορεί να προσδιοριστεί στους πιο αφηρημένους όρους των αξιακών σχέσεων και του κεφαλαίου-εν-γένει, στους οποίους βασίζεται το επιχείρημα των Grundrisse. Ο Μαρξ δεν έχει ακόμη εξηγήσει την αναγκαιότητα της γενικής υπερπαραγωγής που είναι εγγενής στην ουσία του κεφαλαίου, σε αντίθεση με τη γενίκευση της υπερπαραγωγής που προκύπτει από μεμονωμένους κλάδους παραγωγής.

Στα σχήματα αναπαραγωγής, ο Μαρξ διατυπώνει το πρόβλημα της δυσαναλογίας με όρους της δυσαναλογίας ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και την υπερεργασία. Αυτό οδηγεί τον Μαρξ στο να προσδιορίσει τη δυσαναλογία όχι ως προς συγκεκριμένες χρηστικές αξίες, αλλά ως προς τα συστατικά μέρη του κεφαλαίου. Το «σχήμα αναπαραγωγής» χωρίζει συνεπώς τους κλάδους παραγωγής σε εκείνους που παράγουν μέσα κατανάλωσης και σε εκείνους που παράγουν μέσα παραγωγής, προκειμένου να καταδείξει τη σύνδεση ανάμεσα στην αναλογικότητα της παραγωγής και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Αν η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου διαταραχθεί, για παράδειγμα λόγω πτώσης του ποσοστού κέρδους, αυτό θα οδηγήσει άμεσα σε δυσαναλογία στους κλάδους παραγωγής σε σχέση με τις (μειωμένες) απαιτήσεις της αναπαραγωγής, και κατά συνέπεια σε γενική κρίση. Ωστόσο, τα σχήματα αναπαραγωγής δεν απαντούν στο ερώτημα: πώς είναι δυνατή η γενική υπερπαραγωγή, η οποία οδηγεί άμεσα σε γενική πτώση του ποσοστού κέρδους;

Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους

Ο Μαρξ αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του χειρογράφου των Grundrisse στην εξέταση της σχέσης μεταξύ υπεραξίας και κέρδους, η οποία απαιτεί λεπτομερή ανάλυση της σχέσης μεταξύ σταθερού και κυκλοφοριακού κεφαλαίου, και μεταξύ χρόνου παραγωγής και χρόνου κυκλοφορίας, προκειμένου να καθοριστεί το μέγεθος του κεφαλαίου σε σχέση με το οποίο πρέπει να μετρηθεί η υπεραξία για να μετατραπεί σε ποσοστό κέρδους. Στο τέλος αυτής της μακράς συζήτησης, επιστρέφει σε ένα ερώτημα που είχε εξετάσει ακροθιγώς νωρίτερα, αυτό της τάσης για αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της αντίστοιχης δυνατότητας πτώσης του ποσοστού κέρδους, παρά τη συνεχιζόμενη αύξηση της μάζας του κέρδους. «Οι γενικοί νόμοι που έχουμε έως τώρα αναπτύξει μπορούν να συνοψιστούν εν συντομία ως εξής: ... υποθέτοντας την ίδια υπεραξία ... το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από την αναλογία ανάμεσα στο τμήμα του κεφαλαίου {159} που ανταλλάσσεται με ζωντανή εργασία και το τμήμα του που υπάρχει υπό τη μορφή πρώτων υλών και μέσων παραγωγής. Έτσι, όσο μειώνεται το τμήμα που ανταλλάσσεται με ζωντανή εργασία, υπάρχει αντίστοιχη μείωση του ποσοστού κέρδους.» (CW29, 130–1)

Η Τάση Αύξησης της Σύνθεσης του Κεφαλαίου

Δεδομένης της διαμάχης γύρω από τον «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», αξίζει να εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά τους όρους με τους οποίους ο Μαρξ τον εισάγει στη συζήτησή του. Το σημείο εκκίνησης του νόμου είναι η παρατήρηση ότι το ποσοστό του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την αγορά της εργατικής δύναμης μειώνεται προοδευτικά με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό δεσμεύεται στη διαρκώς αυξανόμενη μάζα πρώτων υλών και μέσων παραγωγής που τίθενται σε κίνηση από την εργασία. Αυτό είναι που εκφράζεται στην έννοια της «αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου».

Η αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου αποτελεί συνέπεια της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς κάθε εργάτης χρησιμοποιεί περισσότερα μηχανήματα και επεξεργάζεται μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών. Ωστόσο, η αυξανόμενη παραγωγικότητα μειώνει επίσης την αξία τόσο της εργατικής δύναμης όσο και των μέσων παραγωγής· επομένως, οι μεταβολές στις αξιακές σχέσεις δεν θα αντανακλούν αναγκαστικά τις μεταβολές στις τεχνικές σχέσεις. Αν η αξία της εργατικής δύναμης δεν μειωθεί σημαντικά, ενώ η αξία των μέσων παραγωγής μειώνεται ταχύτερα από όσο αυξάνεται η μάζα τους, τότε είναι απολύτως πιθανό η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου να μειωθεί. Εντούτοις, για να το πούμε εν συντομία, ο Μαρξ γενικά υποθέτει χωρίς περαιτέρω εξέταση ότι η τάση είναι αναμφίβολα προς την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου, αν και ήταν αναμφισβήτητα ενήμερος από την αρχή ότι η απαξίωση του σταθερού κεφαλαίου αντισταθμίζει αυτήν την τάση (CW28, 309).

Στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ διατύπωσε τη διάκριση μεταξύ της «τεχνικής» σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία εκφράζει τη φυσική σχέση μεταξύ μέσων παραγωγής και ζωντανής εργασίας, και της αξιακής σύνθεσης, η οποία εκφράζει τη σχέση αξίας μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, και έπειτα όρισε την κεντρική του έννοια, την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ως «την αξιακή σύνθεση, στο μέτρο που καθορίζεται από την τεχνική της σύνθεση και αντανακλά τις μεταβολές της τελευταίας» (CI, 612).

Πολλοί από τους επικριτές του Μαρξ έχουν θεωρήσει την έννοια της «οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου» ως αυθαίρετο κατασκεύασμα, που εισάγεται για να διατηρηθεί η υπόθεση της αυξανόμενης σύνθεσης του κεφαλαίου, αγνοώντας τις {160} μεταβολές στις αξιακές σχέσεις που θα μπορούσαν να αναιρέσουν αυτήν την υπόθεση, και συνεπώς να υπονομεύσουν τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ο Ben Fine έχει υποστηρίξει ότι η διάκριση έγκειται μεταξύ της άμεσης επίδρασης μιας τεχνικής αλλαγής —σε αφαίρεση από τις μεταβολές της αξίας— και της μακροπρόθεσμης επίδρασης, όταν και οι αξίες έχουν μεταβληθεί (Fine and Harris, 1990, σσ. 59–60). Το επιχείρημα αυτό δεν απαντά επαρκώς στις κριτικές προς τη διατύπωση του Μαρξ για τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αν και η έννοια της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου συνδέεται με τον νόμο αυτόν, δεν ήταν αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Μαρξ την εισήγαγε αρχικά ούτε εκείνο στο οποίο την εφάρμοζε γενικά.

Η σύνθεση του κεφαλαίου και η διαμόρφωση ενός σχετικού υπερπληθυσμού

Η έννοια της σύνθεσης του κεφαλαίου εμφανίζεται ρητά για πρώτη φορά στις σημειώσεις του Μαρξ για τις διαλέξεις του περί «Μισθών» τον Δεκέμβριο του 1847, πάνω από δέκα χρόνια πριν την εφαρμόσει στην εξήγηση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Στις διαλέξεις αυτές, ο Μαρξ χρησιμοποιεί την έννοια για να δείξει, ενάντια στους μαλθουσιανούς, ότι η υπερπληθυσμιακή κατάσταση δεν αποτελεί αποτέλεσμα της φυσικής αύξησης του πληθυσμού σε σχέση με την περιορισμένη παραγωγή μέσων συντήρησης, αλλά είναι το ειδικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς οι εργάτες εκτοπίζονται από την παραγωγή. «Είναι, επομένως, ένας γενικός νόμος που προκύπτει αναγκαστικά από τη φύση της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ότι στην πορεία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων το τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε μηχανήματα και πρώτες ύλες, δηλαδή το κεφάλαιο ως τέτοιο, αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με το τμήμα που προορίζεται για μισθούς». Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες, συνεπώς, «γίνεται ολοένα και πιο άγριος ... Αυτός ο νόμος, που προκύπτει απλώς από τη σχέση των εργατών προς το κεφάλαιο, και ο οποίος μετατρέπει ακόμη και την πιο ευνοϊκή του συνθήκη —τη γρήγορη ανάπτυξη του παραγωγικού κεφαλαίου— σε δυσμενή, οι αστοί τον μετέτρεψαν από κοινωνικό νόμο σε νόμο της φύσης, λέγοντας ότι σύμφωνα με νόμο της φύσης ο πληθυσμός αυξάνεται ταχύτερα από τα μέσα απασχόλησης ή τα μέσα συντήρησης» (CW6, 432).

Η έννοια της «οργανικής» σύνθεσης του κεφαλαίου είναι κατάλληλη σε αυτό το πλαίσιο, διότι αυτό που τίθεται υπό εξέταση είναι η κατανομή ενός υφιστάμενου κεφαλαίου μεταξύ της επένδυσης σε εργατική δύναμη και της επένδυσης σε μέσα παραγωγής. Μια τεχνική αλλαγή οδηγεί σε μεταβολή της κατανομής μεταξύ των συστατικών μερών του κεφαλαίου, αλλά καταρχήν {161} αυτή η κατανομή βασίζεται στις υφιστάμενες αξίες.

Η άμεση συνεπαγωγή της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι ότι η συσσώρευση κεφαλαίου συνδέεται αναγκαστικά με αυξανόμενη «τεχνολογική ανεργία», δηλαδή με τη δημιουργία ενός «σχετικού υπερπληθυσμού». Ένα φθίνον ποσοστό του κεφαλαίου εκτίθεται ως μεταβλητό κεφάλαιο και, δεδομένης της αξίας της εργατικής δύναμης και του απόλυτου μεγέθους του κεφαλαίου, ένας φθίνον αριθμός εργατών απασχολείται.

Το επιχείρημα αυτό ήταν ήδη καλά εδραιωμένο στην πολιτική οικονομία, και η εγκυρότητά του είχε αναγνωριστεί από τον Ρικάρντο, στην περιβόητη προσθήκη του κεφαλαίου «Περί Μηχανημάτων» στην τρίτη έκδοση των Αρχών του, όπου αναγνώριζε ότι το άμεσο αποτέλεσμα της εισαγωγής των μηχανών θα ήταν η δημιουργία ανεργίας, ως αποτέλεσμα της αύξησης του ποσοστού του κεφαλαίου που επενδύεται ως πάγιο κεφάλαιο και της επακόλουθης μείωσης του ποσού που διατίθεται για την απασχόληση εργατών. Ο Ρικάρντο ήταν πεπεισμένος ότι μακροπρόθεσμα η απασχόληση θα αποκαθίστατο, καθώς τα αυξημένα κέρδη θα αύξαναν τον ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου, αν και δεν διερεύνησε τη σχέση ανάμεσα στον ρυθμό συσσώρευσης και τη σύνθεση του κεφαλαίου.^20

^20 Αξίζει να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα αυτού του επιχειρήματος είναι πως οι μεταβολές στη μάζα του κέρδους είναι κρίσιμες για την άμεση επίδραση της συσσώρευσης κεφαλαίου στο επίπεδο της απασχόλησης, ενώ οι μεταβολές στο ποσοστό κέρδους είναι κρίσιμες για την εκ νέου απορρόφηση των ανέργων.

Η διάκριση του Μαρξ ανάμεσα στην οργανική και στην αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου αντιστοιχεί στη μεθοδολογική προσέγγιση του Ρικάρντο στο ζήτημα, ο οποίος παρομοίως αντιμετώπιζε την τεχνική μεταβολή πριν επισημάνει τη σημασία των μεταβολών στις αξίες, αν και δεν ανέπτυξε περαιτέρω το επιχείρημα. Η καινοτομία του Μαρξ σε σχέση με τον Ρικάρντο ήταν ότι αντικατέστησε τη ρικαρδιανή διατύπωση με όρους σχέσης πάγιου και κυκλοφοριακού κεφαλαίου με τη δική του, πληρέστερη, διατύπωση με όρους σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου.

Η επίδραση της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στην απασχόληση αντισταθμίζεται αφενός από την τάση για πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης, έτσι ώστε ένα δεδομένο ποσό κεφαλαίου να απασχολεί περισσότερους εργάτες (CW28, 328), και αφετέρου από τη συνεχή αύξηση του απόλυτου μεγέθους του κεφαλαίου, που μπορεί να οδηγήσει σε απόλυτη αύξηση της απασχόλησης. Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων είναι σύνθετη, και ο Μαρξ τους διερεύνησε εκτενώς στα διαδοχικά προσχέδια του Κεφαλαίου. Παρ’ όλα αυτά, όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, ο Μαρξ γενικά θεωρεί ως άμεση συνέπεια της αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου λόγω τεχνικής προόδου τον εκτοπισμό της εργασίας.

{162}

Η σύνθεση του κεφαλαίου και η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Η έννοια της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου συνδέθηκε για πρώτη φορά με το ποσοστό κέρδους στα Grundrisse, στο πλαίσιο της διερεύνησης από τον Μαρξ της διάκρισης ανάμεσα στο ποσοστό υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό υπεραξίας ορίζεται ως η σχέση μεταξύ της υπεραξίας και του μεταβλητού κεφαλαίου που δαπανάται για την αγορά εργατικής δύναμης, ενώ το ποσοστό κέρδους ορίζεται ως η σχέση μεταξύ της υπεραξίας και του συνολικού κεφαλαίου. Είναι αμέσως φανερό ότι οι διαφορές στο ποσοστό κέρδους δεν αντικατοπτρίζουν κατ’ ανάγκην διαφορές στο ποσοστό υπεραξίας, έτσι ώστε «το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει το ποσοστό με το οποίο η ζωντανή εργασία αυξάνει την αντικειμενοποιημένη εργασία» (CW28, 297).

Ο Μαρξ διατρέχει μερικά περίπλοκα αριθμητικά παραδείγματα, στα οποία υποθέτει ότι το μέγεθος του κεφαλαίου και το ποσοστό κέρδους παραμένουν αμετάβλητα, έτσι ώστε διαφορετικές συνθέσεις κεφαλαίου να συνδέονται με διαφορετικά ποσοστά υπεραξίας, και έπειτα θέτει το ερώτημα: «δεν μπορεί η υπεραξία του να αυξηθεί, παρόλο που σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο μειώνεται, δηλαδή το λεγόμενο ποσοστό κέρδους μειώνεται;» (CW28, 306), πριν καταλήξει ότι αυτό είναι απολύτως δυνατό να συμβεί. Αυτό του επιτρέπει να προσδιορίσει την πηγή του λανθασμένου συμπεράσματος του Ρικάρντο, ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας στη γεωργία· ένα συμπέρασμα που βασίζεται στην αποτυχία του Ρικάρντο να διακρίνει ανάμεσα στο ποσοστό υπεραξίας και στο ποσοστό κέρδους. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν αναπτύσσει αμέσως την κριτική του στη θεωρία του κέρδους του Ρικάρντο, αλλά επιστρέφει στις συνεπαγωγές μιας μεταβαλλόμενης σύνθεσης του κεφαλαίου για τη θεωρία του πληθυσμού.^21

^21 Στη μεταγενέστερη συζήτησή του, ο Μαρξ συνδέει τον νόμο του πληθυσμού άμεσα με τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: «Ο ίδιος νόμος εκφράζεται απλά ... ως η σχέση της αύξησης του πληθυσμού, ιδίως του εργαζόμενου τμήματός του, προς το ήδη προϋποτιθέμενο κεφάλαιο» (CW29, 135).

Η συσσώρευση του κεφαλαίου συνεπάγεται την επέκταση της υπεραξίας μέσω της επέκτασης του εργατικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα όμως, μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σημαίνει ότι το κεφάλαιο απασχολεί αναλογικά λιγότερους εργάτες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η αυξανόμενη προσφορά εργατικού δυναμικού προέρχεται από εκείνους που εκτοπίζονται λόγω της αυξανόμενης παραγωγικότητας. «Είναι, επομένως, η τάση του κεφαλαίου να δημιουργεί όσο το δυνατόν περισσότερη εργασία, όπως είναι και η τάση του να μειώνει την αναγκαία εργασία στο ελάχιστο. Είναι, συνεπώς, εξίσου τάση του κεφαλαίου να διευρύνει τον εργαζόμενο {163} πληθυσμό, καθώς και συνεχώς να καθιστά ένα μέρος αυτού του πληθυσμού υπερβάλλον... Εξ ου και η ορθότητα της θεωρίας του υπερπληθυσμού και του υπερβάλλοντος κεφαλαίου» (CW28, 326).

Ο Μαρξ επέστρεψε αργότερα στο χειρόγραφο στην κριτική του για την εξήγηση του Ρικάρντο σχετικά με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εισάγει τη συζήτηση υποθέτοντας ρητά ένα δεδομένο ποσοστό υπεραξίας (CW29, 131), οπότε η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ακολουθεί άμεσα από την προταθείσα τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.^22

^22 Ο Μαρξ αναγνωρίζει αμέσως ότι το ποσοστό κέρδους δεν θα πέσει αν δεν μεταβληθεί η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, αλλά απορρίπτει αυτή την πιθανότητα, καθώς θα σήμαινε ότι οι μέθοδοι παραγωγής δεν αλλάζουν και η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται, κάτι που «αντιφάσκει με το νόμο ανάπτυξης του κεφαλαίου και ειδικά με το νόμο ανάπτυξης του πάγιου κεφαλαίου» (CW29, 132), και επομένως μπορεί να συμβεί μόνο όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν έχει ακόμη εδραιωθεί.

Ο Μαρξ ήταν σαφώς ενήμερος ότι μια αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας θα δρούσε ενάντια στην επίδραση της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους. Όπως μόλις είδαμε, η αρχική υπόθεση του Μαρξ βασιζόταν στη συνύπαρξη της πτώσης του ποσοστού κέρδους και της αύξησης του ποσοστού υπεραξίας, γεγονός καθοριστικό στην κριτική του στον Ρικάρντο, για τον οποίο το ποσοστό κέρδους μπορούσε να πέσει μόνο ως αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού υπεραξίας. Στη συγκεκριμένη συζήτηση εξετάζει αμέσως την μετριαστική επίδραση μιας αύξησης του ποσοστού υπεραξίας. Ο ρυθμός με τον οποίο πέφτει το ποσοστό κέρδους, σε σχέση με την αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου, εξαρτάται από το αν το ακαθάριστο κέρδος συνεχίζει να αυξάνεται, παραμένει σταθερό ή μειώνεται (CW29, 133).

Ο Μαρξ αναγνωρίζει επίσης ότι μια αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας δεν είναι απλώς μια τυχαία αντίθετη τάση, αλλά είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, καθώς και οι δύο αποτελούν συμπληρωματικά αποτελέσματα της αυξανόμενης παραγωγικότητας. Συνοψίζοντας τη συζήτηση για τον νόμο, ο Μαρξ σημειώνει ότι «η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας είναι ταυτόσημη» τόσο με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας όσο και με την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα «το ποσοστό κέρδους να σχετίζεται αντιστρόφως με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας» (CW29, 147). Ωστόσο, πουθενά στη συζήτηση στα Grundrisse ο Μαρξ δεν εξετάζει καν την πιθανότητα το ποσοστό υπεραξίας να αυξηθεί αρκετά ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ώστε το ποσοστό κέρδους να αυξηθεί.

{164}

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και η τάση προς κρίση

Η συζήτηση για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ολοκληρώνει τη μελέτη της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Από αυτή την οπτική, ο νόμος αποτελεί μια ακόμη έκφραση της γνωστής χαρακτηριστικής αντίφασης του κεφαλαίου, η οποία εξαρτάται από την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να τη μειώσει στο ελάχιστο. «Με το να προσπαθεί να μειώσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ, από την άλλη πλευρά, θέτει τον χρόνο εργασίας ως τη μοναδική μέτρηση και πηγή του πλούτου, το ίδιο το κεφάλαιο είναι μια αντίφαση-σε-διαδικασία» (CW29, 91). Η κορύφωση αυτής της αντίφασης εμφανίζεται όταν η καπιταλιστική παραγωγή φτάνει στην πληρέστερη ανάπτυξή της και «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που επιφέρει το ίδιο το κεφάλαιο στην ιστορική του εξέλιξη, σε ένα ορισμένο σημείο καταργεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου, αντί να την προϋποθέτει. Πέρα από ένα ορισμένο σημείο, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται φραγμός για το κεφάλαιο, και κατά συνέπεια η σχέση κεφαλαίου γίνεται φραγμός για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» (CW29, 133).^23

^23 Προηγουμένως, ο Μαρξ είχε αναφερθεί στην τελική αυτο-άρνηση του κεφαλαίου με παρόμοιους όρους, αλλά χωρίς αναφορά στο ποσοστό κέρδους. Καθώς το ποσοστό υπεραξίας αυξάνεται και ο χρόνος αναγκαίας εργασίας μειώνεται, η επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας στο ποσοστό υπεραξίας γίνεται αναλογικά μικρότερη, μέχρι το σημείο που καθίσταται ασήμαντη. «Η αύξηση της παραγωγικότητας θα μπορούσε να γίνει αδιάφορη για το κεφάλαιο· η ίδια η αξιοποίησή του θα μπορούσε να πάψει να έχει σημασία, γιατί οι αναλογίες της έχουν καταστεί ελάχιστες· και θα είχε πάψει να είναι κεφάλαιο», αν και αμέσως διευκρίνισε ότι «όλες αυτές οι προτάσεις είναι σωστές σ’ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης μόνο για τη σχέση σε αυτό το συγκεκριμένο στάδιο της ανάλυσης. Θα εισαχθούν αργότερα περαιτέρω σχέσεις που τις τροποποιούν σημαντικά» (CW28, 265-6). Σε μεταγενέστερο απόσπασμα συνδέει αυτή την εξέλιξη με την εφαρμογή της επιστήμης, καταλήγοντας ότι «το κεφάλαιο εργάζεται για να διαλύσει τον εαυτό του ως τη μορφή που κυριαρχεί στην παραγωγή» (CW29, 86).

Ο Μαρξ συνδέει αμέσως αυτή την πτώση του ποσοστού κέρδους με το ξέσπασμα κρίσεων, χωρίς να δίνει σαφή ένδειξη για το πώς ακριβώς η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να πυροδοτήσει μια κρίση. Παρόλα αυτά, παρουσιάζει μια αποκαλυπτική εικόνα της μοίρας του καπιταλισμού ως αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Σε αυτό το σημείο, το σύστημα της μισθωτής εργασίας καθίσταται ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου και απορρίπτεται ως συνέπεια της ανάπτυξης των αντιφάσεων της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής. Η αυξανόμενη δυσαρμονία ανάμεσα στην ανάπτυξη της παραγωγής και στις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις εκφράζεται σε «οξείες αντιφάσεις, κρίσεις, σπασμούς. Η βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου ως προϋπόθεση για την αυτοσυντήρησή του, και όχι λόγω εξωτερικών περιστάσεων, είναι η πιο εντυπωσιακή μορφή με την οποία δείχνει να φεύγει και να δίνει χώρο σε μια ανώτερη κατάσταση κοινωνικής παραγωγής ...» {165} (CW29, 134). Το κεφάλαιο θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους

μειώνοντας το μερίδιο της αναγκαίας εργασίας και επεκτείνοντας ακόμα περισσότερο την ποσότητα της υπερεργασίας σε σχέση με το σύνολο της απασχολούμενης εργασίας. Εξού και η υψηλότερη ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης μαζί με τη μέγιστη επέκταση του υπάρχοντος πλούτου θα συμπέσουν με την υποτίμηση του κεφαλαίου, την υποβάθμιση του εργαζόμενου και μια πολύ έντονη εξάντληση των ζωτικών του δυνάμεων. Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν σε εκρήξεις, κατακλυσμούς, κρίσεις, στις οποίες με στιγμιαία αναστολή της εργασίας και εξάλειψη μεγάλου μέρους του κεφαλαίου το τελευταίο μειώνεται βίαια στο σημείο που μπορεί να συνεχίσει να απασχολεί πλήρως τις παραγωγικές του δυνάμεις χωρίς να οδηγηθεί σε αυτοκαταστροφή. Ωστόσο, αυτές οι τακτικά επαναλαμβανόμενες καταστροφές οδηγούν στην επανάληψή τους σε ανώτερο επίπεδο και τελικά στην βίαιη ανατροπή του συστήματος. (CW29, 135)

Διάφοροι παράγοντες παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. «Στην ανεπτυγμένη κίνηση του κεφαλαίου, αυτή η διαδικασία επιβραδύνεται από στιγμές διαφορετικές από τις κρίσεις· π.χ. τη συνεχή απόσβεση μέρους του υπάρχοντος κεφαλαίου· η μετατροπή μεγάλου μέρους του κεφαλαίου σε πάγιο κεφάλαιο που δεν λειτουργεί ως άμεσος παράγοντας παραγωγής· η άσκοπη σπατάλη μεγάλου μέρους του κεφαλαίου κ.ά.» (CW29, 135). Επίσης, μπορεί να αναχαιτιστεί με τη μείωση ή εξάλειψη υφιστάμενων εκπτώσεων, όπως φόρων ή ενοικίων, με την ανάπτυξη νέων κλάδων παραγωγής όπου η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι χαμηλότερη, ή με την εμφάνιση μονοπωλίων. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν αναπτύσσει περαιτέρω τις συνέπειες του νόμου, παρατηρώντας σχετικά με αυτό και με το νόμο του πληθυσμού ότι «αυτό το σημείο θα αναπτυχθεί πιο λεπτομερώς μόνο στην εξέταση της συσσώρευσης».^24 Επιπλέον, στο τέλος της συζήτησης φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι ίσως έχει παρασυρθεί λίγο, προσθέτοντας πως «σε αυτό το στάδιο δεν πρέπει να αποσπαστούμε από το θέμα μας από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τους παραπάνω νόμους ή από οποιεσδήποτε εικασίες για το θέμα» (CW29, 148).

^24 Η σύντομη πρώτη εκδοχή του τμήματος για τη συσσώρευση, που έγινε το διάσημο Έβδομο Μέρος του Τόμου Ι του Κεφαλαίου, γράφτηκε μόλις στο τέλος του χειρογράφου του Μαρξ 1861-3 και εστίαζε στο νόμο του πληθυσμού, χωρίς αναφορά στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόση σημασία πρέπει να αποδοθεί στη συζήτηση του Μαρξ για το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, εδώ όπως και στο μεταγενέστερο έργο του. Ο Μαρξ επανειλημμένα επισημαίνει τη σπουδαιότητα του νόμου.

{166} «Σε κάθε περίπτωση, αυτός είναι ο πιο σημαντικός νόμος της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας και ο πιο ουσιώδης για την κατανόηση των πλέον σύνθετων σχέσεων. Είναι ο πιο σημαντικός νόμος από ιστορική άποψη. Μέχρι τώρα, παρά την απλότητά του, δεν έχει ποτέ συλληφθεί και ακόμα λιγότερο έχει διατυπωθεί συνειδητά» (CW29, 133).^25 Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο νόμος βρίσκεται στον πυρήνα της ανάλυσης του καπιταλισμού, και όμως, παρά τον αποκαλυπτικό τόνο του, εδώ ασχολείται με αυτόν πολύ επιφανειακά. Αν και αναπτύσσει πληρέστερα την ανάλυση στο χειρόγραφο του 1861-3 και σε εκείνο του 1864-5 που ο Ένγκελς χρησιμοποίησε ως βάση για τον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, δεν εμφανίζεται καθόλου σε κανένα από τα έργα που ο Μαρξ δημοσίευσε εν ζωή. Στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, όπως θα δούμε, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παίζει κεντρικό ρόλο, αλλά σε σχέση με το νόμο του πληθυσμού και όχι με εκείνον της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.^26

^25 Ο Μαρξ περιγράφει τον νόμο ως «τον πιο σημαντικό νόμο στην πολιτική οικονομία» στα χειρόγραφα του 1861-3 (CW33, 104). Στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, που γράφτηκε το 1864-5, τον χαρακτηρίζει ως «μεγάλης σημασίας για την καπιταλιστική παραγωγή» (CIII, 209) και σε επιστολή προς τον Ένγκελς στις 30 Απριλίου 1868 τον περιγράφει ως «μία από τις μεγαλύτερες νίκες επί του pons asinorum όλων των προηγούμενων οικονομικών» (Letters on Capital, 137).

^26 Σημειώστε ότι ο Μαρξ πάντα χαρακτήριζε το έργο του ως κριτική της πολιτικής οικονομίας, οπότε η δήλωση ότι «αυτός είναι ο πιο σημαντικός νόμος της πολιτικής οικονομίας» δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνευτεί ως ότι ο ίδιος τον θεωρούσε τον πιο σημαντικό νόμο για τη δική του θεωρία. Η δήλωση ότι «είναι ο πιο σημαντικός νόμος από ιστορική άποψη» δεν είναι επίσης τόσο σημαντική όσο φαίνεται, διότι αυτό που εννοεί ο Μαρξ είναι ότι είναι ο πιο σημαντικός για τον καθορισμό των τελικών ιστορικών ορίων του καπιταλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει τέτοια μεγάλη σύγχρονη σημασία.

Απομένει να φανεί ποια σημασία πρέπει να αποδοθεί στον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στην κατανόηση των κρίσεων στη συσσώρευση κεφαλαίου. Στο παρόν στάδιο ανάπτυξης της ανάλυσης του Μαρξ, ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει καθαρά τυπική σημασία: είναι πιθανό ότι η γενική υπερπαραγωγή, σε αντίθεση με τη δυσανάλογη ανάπτυξη μεταξύ διαφορετικών κλάδων παραγωγής, θα μπορούσε να εξηγηθεί από πτώση στο γενικό ποσοστό κέρδους, έτσι ώστε η τάση προς κρίση να εμπεριέχεται στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν έχει μέχρι στιγμής επιχειρήσει να αποδείξει την πιθανότητα αυτή, ούτε με αυστηρή θεμελίωση του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, ούτε ακολουθώντας το μηχανισμό με τον οποίο μια τέτοια πτώση προκαλεί κρίση γενικής υπερπαραγωγής.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί, πριν κλείσουμε, ότι ο σύνδεσμος των κρίσεων με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους δεν αντιφάσκει με την προγενέστερη ανάλυση των βαθυνόμενων τάσεων κρίσης, που συνδεόταν με {167} το πρόβλημα της πραγματοποίησης μιας αυξανόμενης μάζας υπεραξίας που ενσωματώνεται σε μια ακόμη πιο γρήγορα αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων, δεδομένου ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απόλυτα συμβατή με μια αυξανόμενη μάζα υπεραξίας, και ακόμη περισσότερο με μια αυξανόμενη μάζα παραγόμενων εμπορευμάτων. Το ποσοστό κέρδους πέφτει επειδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι το ποσοστό υπεραξίας. Ομοίως, η σύνδεση του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους με τις κρίσεις δεν υπονομεύει την ανάλυση της δυσανάλογης ανάπτυξης, καθώς η κρίση προκύπτει επειδή η πτώση του ποσοστού κέρδους, περιορίζοντας την εκτεταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, διαταράσσει τις αναλογίες παραγωγής. Οι θεωρίες της κρίσης που βασίζονται στην υποκατανάλωση, τη δυσανάλογη ανάπτυξη και την πτώση του ποσοστού κέρδους δεν είναι ασυνεπείς μεταξύ τους, αλλά αποτελούν μέρος ενός συνεκτικού σχήματος. Ωστόσο, η ακριβής σχέση μεταξύ αυτών των στοιχείων πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί και να αξιολογηθεί.

Η Δυναμική του Καπιταλισμού και η Τάση προς Κρίση

Ο Μαρξ εγκατέλειψε το χειρόγραφο των Grundrisse λίγο μετά από αυτό το σημείο. Πριν προχωρήσουμε στην εξέλιξη της ανάλυσής του στα μεταγενέστερα έργα, αξίζει να συνοψίσουμε την πρόοδο που είχε επιτύχει στα Grundrisse.

Τα Grundrisse είναι κατά βάση ένα εργαστηριακό προσχέδιο, το οποίο προσφέρει ανεκτίμητη γνώση για την ανάπτυξη των θεμελιωδών θεωρητικών ιδεών του Μαρξ. Το έργο ξεκίνησε με το συγκεκριμένο πρόβλημα της εξήγησης της μορφής και των προσδιοριστικών παραγόντων των περιοδικών κρίσεων που μαστίζουν το καπιταλιστικό σύστημα, και ιδιαίτερα με την κριτική στον προυντονικό σοσιαλισμό. Ωστόσο, αυτή η κριτική οδήγησε αμέσως τον Μαρξ πίσω από τη μορφή του χρήματος για να εξερευνήσει τη συνολική κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, και έτσι να ανακαλύψει την προέλευση του κέρδους στην υπεραξία που αποσπά ο καπιταλιστής.^27 Η έμφαση στη κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής {168} ήταν θεμελιώδης, καθώς επέτρεψε στον Μαρξ να υπερβεί τόσο τους ρικαρδιανούς σοσιαλιστές, για τους οποίους η προέλευση του κέρδους βρισκόταν στην άμεση ιδιοποίηση υπερεργασίας, όσο και τους Προυντονικούς, για τους οποίους η προέλευση του κέρδους βρισκόταν στην κυκλοφορία.

^27 Είναι από αυτή τη μεθοδολογική σκοπιά που η επιστροφή του Μαρξ στον Χέγκελ ήταν ουσιαστική. «Αυτό που υπήρξε πολύ χρήσιμο για μένα όσον αφορά τη μέθοδο της προσέγγισης ήταν η Λογική του Χέγκελ, που την ξανακοίταξα τυχαία... Αν ποτέ ξαναυπάρξει η δυνατότητα τέτοιου έργου, θα ήθελα πολύ να γράψω 2 ή 3 σελίδες που να καταστήσουν προσιτή στον κοινό αναγνώστη την ορθολογική πλευρά της μεθόδου που ο Χέγκελ όχι μόνο ανακάλυψε, αλλά και μυστηριοποίησε» (Μαρξ προς Ένγκελς, 16.01.58, CW40, 249). Ωστόσο θα ήταν λανθασμένο να θεωρηθούν τα Grundrisse ως εφαρμογή της Λογικής του Χέγκελ, όπως τείνει να κάνει ο Uchida (1988). Όπως σημείωσε ο Μαρξ σε κριτική του Λασάλ, «το να φτάσει μια κριτική μια επιστήμη στο σημείο όπου να επιτρέπει μια διαλεκτική παρουσίαση είναι ένα πράγμα, και άλλο να εφαρμόζει ένα αφηρημένο, έτοιμο σύστημα λογικής σε ασαφείς υποψίες για ένα τέτοιο σύστημα» (Μαρξ προς Ένγκελς, 01.02.58, CW40, 261). Η διαλεκτική του Χέγκελ είναι επίσης σημαντική για την κριτική του υποκειμενικού ιδεαλισμού της πολιτικής {168} οικονομίας, που αποδίδει τα ελαττώματα του καπιταλισμού στην υποκειμενική παραμόρφωση της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Αν και ο Μαρξ μερικές φορές φτάνει την επαφή του με τον Χέγκελ στο σημείο να προσφέρει μια αντικειμενικά ιδεαλιστική (ουσιοκρατική) εξήγηση της αυτοανάπτυξης της έννοιας του κεφαλαίου, συχνά διορθώνει και απομακρύνεται από τέτοιες διατυπώσεις.

Η διερεύνηση της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής οδήγησε άμεσα τον Μαρξ στην αποσαφήνιση της έννοιας της εργατικής δύναμης, του εμπορεύματος που αγοράζει ο καπιταλιστής, σε αντίθεση με την εργασία που καταβάλλεται στην παραγωγή, και στις έννοιες του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, που του επέτρεψαν να διακρίνει ανάμεσα στην υπεραξία και το κέρδος. Αυτό με τη σειρά του τον οδήγησε στην ανάπτυξη της έννοιας της σχετικής υπεραξίας και έτσι στην αναγνώριση της κεντρικής δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία συνίσταται στην τάση, που επιβάλλεται σε κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή από την πίεση του ανταγωνισμού, να αναπτύσσει αδιάκοπα τις παραγωγικές δυνάμεις. Αυτή η τάση συγκρούεται με τη περιορισμένη κοινωνική βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που περιορίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στα όρια της κερδοφορίας. Αυτή η θεμελιώδης αντίφαση παρέχει το νήμα που καθοδηγεί την ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης στα Grundrisse.

Η αντίφαση ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ανάγκη να περιοριστεί αυτή η ανάπτυξη στα όρια της κερδοφορίας εμφανίζεται αμέσως ως το όριο της αγοράς, που αντιμάχεται κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή με τη μορφή του ανταγωνισμού από άλλους καπιταλιστές. Οι καπιταλιστές προσπαθούν να υπερβούν αυτό το φράγμα εντείνοντας την εργασία, παρατείνοντας την εργάσιμη ημέρα, διευρύνοντας την αγορά και αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις. Ωστόσο αυτές οι προσπάθειες υπέρβασης της θεμελιώδους αυτής αντίφασης απλώς την αναπαράγουν σε υψηλότερο επίπεδο. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί σε συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα εμπορευμάτων προς πώληση. Ο αυξανόμενος ρυθμός της υπεραξίας σημαίνει ότι ένα αυξανόμενο μέρος του κοινωνικού προϊόντος πρέπει να βρει αγορά μέσω της πώλησής του σε άλλους καπιταλιστές, ως εμπορευματικό ισοδύναμο του επεκτεινόμενου κεφαλαίου τους. Η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς φέρνει όλο και πιο απομακρυσμένες περιοχές στον κύκλο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και υπόκειται στους νόμους του.

Η δυνατότητα κρίσης είναι εγγενής στη μορφή του εμπορεύματος, ήδη παρούσα στον διαχωρισμό της αγοράς και της πώλησης, και στον διαχωρισμό του χρήματος ως ανεξάρτητης μορφής ύπαρξης της αξίας. Η πραγματοποίηση αυτής {169} της δυνατότητας εξαρτάται από την απόσυρση χρήματος από την κυκλοφορία, που αφήνει αντίστοιχη ποσότητα εμπορευμάτων μη πωλημένη. Στην απλή εμπορευματική παραγωγή δεν υπάρχει λόγος να αποσυρθεί το χρήμα από την κυκλοφορία, άρα και κανένας λόγος για να πραγματοποιηθεί η δυνατότητα κρίσης, εκτός από τυχαίες διαταραχές. Η κλασική πολιτική οικονομία δεν μπορούσε να κατανοήσει τις καπιταλιστικές κρίσεις επειδή θεωρούσε τον καπιταλισμό ως γενίκευση της απλής εμπορευματικής παραγωγής.

Το πρόβλημα των κρίσεων προκύπτει στον καπιταλισμό επειδή ο σκοπός του καπιταλιστή στην επένδυση χρημάτων δεν είναι η ανάγκη, αλλά η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας. Ο καπιταλιστής αποσύρει χρήμα από την κυκλοφορία υπό μορφή χρηματικού κεφαλαίου και θα το επανεντάξει στην κυκλοφορία μόνο εάν προβλέπει κέρδος από αυτήν την ενέργεια. Οποιαδήποτε διαταραχή των προϋποθέσεων για κερδοφόρα συσσώρευση κεφαλαίου θα οδηγήσει συνεπώς σε απόσυρση χρήματος από την κυκλοφορία, επιταχύνοντας την κρίση με την απομάκρυνση του χρηματικού ισοδύναμου της υπεραξίας που έχει ήδη παραχθεί, η οποία ενσωματώνεται στα εμπορεύματα που προορίζονται για την εκτεταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το πρόβλημα γίνεται όλο και πιο σύνθετο καθώς ο καπιταλισμός εξελίσσεται, επειδή υπάρχει μια αυξανόμενη μάζα υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί, ενσωματωμένη σε μια ακόμη πιο γρήγορα αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων, καθιστώντας τη συσσώρευση κεφαλαίου όλο και πιο ευάλωτη σε διαταραχές καθώς η μάζα του κεφαλαίου που αναζητά νέες διεξόδους μεγαλώνει.

Η πραγματοποίηση μιας αυξανόμενης υπεραξίας εξαρτάται από την ολιστική ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά όσο αυξάνεται η υπεραξία, τόσο περισσότερο η αναπαραγωγή εξαρτάται από τη συνεχή της αξιοποίηση. Ταυτόχρονα, καθώς αυξάνεται ο ρυθμός της υπεραξίας, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας γίνεται προοδευτικά μικρότερο μέρος της εργάσιμης ημέρας, και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να μειωθεί περαιτέρω ο αναγκαίος χρόνος εργασίας και να αυξηθεί ο ρυθμός της υπεραξίας. Αυτή η δυσκολία εκφράζεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Η διαταραχή των συνθηκών για την παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας δεν είναι ικανή συνθήκη για την άμεση έναρξη κρίσης. Ενώ οι παραγωγικοί καπιταλιστές μπορεί να αποσύρουν χρήμα από την κυκλοφορία καθώς οι συνθήκες χειροτερεύουν στην κορύφωση της άνθησης, οι εμπορικοί και χρηματικοί καπιταλιστές επιδίδονται σε όλο και πιο μανιασμένη κερδοσκοπία, αγοράζοντας εμπορεύματα και επενδύοντας σε νέες επιχειρήσεις ακόμα κι αν δεν υπάρχει προοπτική εύρεσης αγοράς για αυτά τα εμπορεύματα. Η κρίση εκδηλώνεται όταν αυτές οι κερδοσκοπικές επενδύσεις καταρρέουν. Με αυτόν τον τρόπο η κερδοσκοπία συντηρεί και εντείνει την άνθηση, αλλά {170} σε βάρος μιας ακόμη πιο καταστροφικής κατάρρευσης. Αυτές οι κινήσεις χρήματος και εμπορικού κεφαλαίου δίνουν την εντύπωση ότι η δυναμική του κύκλου εξαρτάται από τις εναλλασσόμενες διαθέσεις τραπεζιτών και εμπόρων, ενισχυμένες ή περιοριζόμενες από τις πιστωτικές πολιτικές των τραπεζών και της κυβέρνησης. Ωστόσο οι ρίζες της κρίσης, και η πηγή των ορίων στη συσσώρευση κεφαλαίου, βρίσκονται στο πεδίο της παραγωγής.

Κάθε φορά που ο Μαρξ εξετάζει συγκεκριμένα τις κρίσεις, είτε στις ιστορικές του μελέτες είτε στα υποθετικά του παραδείγματα, διαπιστώνουμε ότι αυτές προκύπτουν από την εμφάνιση δυσανάλογων σχέσεων μεταξύ των κλάδων παραγωγής, με μια κρίση σε έναν κλάδο να γενικεύεται μέσω του εμπορικού και πιστωτικού συστήματος, ώστε μια κρίση δυσανάλογης ανάπτυξης να μετατρέπεται σε γενική κρίση υπερπαραγωγής. Η δυσανάλογη ανάπτυξη της παραγωγής δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της «αναρχίας της αγοράς», αλλά είναι εγγενής στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής ως παραγωγή σχετικής υπεραξίας μέσω της συνεχούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιβάλλει στους καπιταλιστές να επεκτείνουν τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα όρια της αγοράς. Ωστόσο, ο Μαρξ διστάζει να υποστηρίξει ξεκάθαρα μια θεωρία κρίσης βασισμένη αποκλειστικά στη δυσανάλογη ανάπτυξη, παραπέμποντας σε πιο αφηρημένες και γενικές δυσανάλογες σχέσεις μεταξύ της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, καθώς και μεταξύ του περιορισμένου καταναλωτισμού των εργατών και της αυξανόμενης παραγόμενης υπεραξίας, που οδηγεί ξανά σε σκέψεις για την υποκατανάλωση και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Στα πρώιμα έργα του, ο Μαρξ, ακολουθώντας τον Ένγκελς, εξηγούσε τις κρίσεις ως αποτέλεσμα της τάσης η παραγωγή να υπερβαίνει την ανάπτυξη της αγοράς, η οποία γίνεται όλο και πιο περιοριστική όσο το κεφάλαιο διεισδύει σε κάθε γωνιά του κόσμου — θεωρία που ο Ένγκελς αργότερα μετέδωσε στον Κάουτσκι. Στα Grundrisse εξακολουθούν να υπάρχουν ενδείξεις μιας τέτοιας εμποδιστικής λειτουργίας της αγοράς, αλλά πλέον ο Μαρξ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εντατική ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το πρόβλημα δεν είναι το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς ως εμπόδιο για την πραγματοποίηση του επεκτεινόμενου κεφαλαίου. Το πρόβλημα της πραγματοποίησης αφορά την πώληση της αυξανόμενης μάζας εμπορευμάτων που αντιστοιχεί στην αυξανόμενη παραγόμενη υπεραξία, η οποία μπορεί να πωληθεί μόνο σε άλλους καπιταλιστές που επενδύουν το κεφάλαιό τους με προσδοκία κερδοφορίας. Επομένως, το πρόβλημα της πραγματοποίησης ταυτίζεται με το πρόβλημα της αναγνώρισης των ορίων στην παραγωγή και στην ιδιοποίηση της υπεραξίας.

Για την κλασική πολιτική οικονομία, το όριο στην απεριόριστη επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Για τον Άνταμ Σμιθ, το ποσοστό κέρδους είχε τάση να μειώνεται καθώς μια αυξανόμενη {171} μάζα κεφαλαίου αντιμετώπιζε περιορισμένες δυνατότητες επένδυσης, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών να πιέζει προς τα κάτω το ποσοστό κέρδους. Για τον Ρικάρντο, ο ανταγωνισμός μπορούσε να αναδιανείμει το κέρδος μεταξύ των καπιταλιστών, αλλά δεν μπορούσε να μειώσει το συνολικό ποσοστό κέρδους. Επομένως, εξηγούσε την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της τάσης αύξησης του ενοικίου, καθώς η ζήτηση για ψωμί που έθρεφε τον αυξανόμενο πληθυσμό καθιστούσε αναγκαίο να καλλιεργηθεί όλο και λιγότερο εύφορη γη.

Ο Μαρξ ακολούθησε τον Ρικάρντο στο ότι αρνήθηκε πως η μακροχρόνια πτώση του ποσοστού κέρδους θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλιστών, αλλά υποστήριξε ότι εντός του καπιταλισμού οποιαδήποτε τάση αύξησης του ενοικίου είναι εξίσου ζήτημα αναδιανομής της υπεραξίας μέσα στην καπιταλιστική τάξη. Για τον Μαρξ, το ποσοστό κέρδους πέφτει όχι εξαιτίας τεχνολογικών ορίων στις ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις, ούτε εξαιτίας της φειδωλίας της φύσης, αλλά λόγω της εγγενούς στην καπιταλιστική συσσώρευση τάσης αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Με δεδομένο ποσοστό υπεραξίας, μια αύξηση στη σύνθεση του κεφαλαίου οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους.

Παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ ασφαλώς συνδέει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με τα τελικά όρια του καπιταλισμού, δεν είναι καθόλου σαφές ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τις κρίσεις. Εάν το ποσοστό κέρδους είναι σχετικά χαμηλό, το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να είναι πιο ευάλωτο σε κρίση, και όταν συμβαίνουν οι κρίσεις μπορεί να είναι πιο έντονες, αλλά ο Μαρξ δεν τεκμηριώνει άμεση σύνδεση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και στην αναγκαιότητα της κρίσης, κυρίως επειδή η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους διατυπώνεται μόνο σε πολύ αφηρημένο επίπεδο των εσωτερικών σχέσεων του κεφαλαίου-εν-γενεί, ενώ η τάση για κρίση πραγματοποιείται μόνο στις συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα σε συγκεκριμένα κεφάλαια, εκφρασμένες στον χώρο του ανταγωνισμού.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο Μαρξ γνώριζε καλά πως η απλή πτώση του ποσοστού κέρδους δεν είναι ικανή να προκαλέσει κρίση — εξακολουθεί να αξίζει να επανεπενδύεται το κεφάλαιο, αντί να μένει αδρανές, ακόμα και αν το ποσοστό κέρδους έχει πέσει, αρκεί το ποσοστό κέρδους να παραμένει θετικό. Επομένως η σχέση ανάμεσα στην πτώση του ποσοστού κέρδους και στην τάση για κρίση δεν είναι άμεση. Ιδιαίτερα, έμμεσα, συνδέεται με την εμφάνιση δυσανάλογων σχέσεων. Από τη μία, μια αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου που σχετίζεται με την εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής αλλάζει από μόνη της τις αναλογικές σχέσεις ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής, με σχετική αύξηση της ζήτησης μέσων παραγωγής και σχετική πτώση της ζήτησης μέσων {172} διαβίωσης. Αυτή η δυσανάλογη ανάπτυξη, την οποία ο Ρικάρντο ανέλυσε στο κεφάλαιο του για τα «Μηχανήματα», προκύπτει ανεξάρτητα από τον αντίκτυπο της σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους. Από την άλλη, η πτώση του ποσοστού κέρδους θα προκαλέσει η ίδια δυσανάλογες σχέσεις, καθώς το κεφάλαιο κατευθύνεται σε κερδοσκοπικά κανάλια, διογκώνοντας τη ζήτηση για συγκεκριμένα εμπορεύματα, και στη συνέχεια, με την κατάρρευση, καθώς αποσύρεται η κερδοσκοπική και επενδυτική ζήτηση.

Θα επανέλθουμε στη σημασία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους αργότερα, αλλά προς το παρόν αξίζει να υπενθυμίσουμε τρία σημεία που ο Μαρξ αναδεικνύει από την ανάλυσή του για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, στις οποίες ίσως αποδίδει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε μηχανική έννοια της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Πρώτον, ο Μαρξ δεν χαρακτηρίζει απλώς την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως αναπόφευκτη μακροχρόνια τάση. Συζητά την τάση με όρους του προβλήματος που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο, ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό υπεραξίας, τόσο μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας χρειάζεται για να επηρεάσει ουσιαστικά το ποσοστό κέρδους. Αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας δεν καθορίζεται μόνο από την τεχνολογία, αλλά από το αποτέλεσμα του ταξικού αγώνα πάνω στην παραγωγή υπεραξίας. Έτσι ο καπιταλιστής προσπαθεί να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με όλα τα μέσα στη διάθεσή του, εντείνοντας την εργασία, παρατείνοντας την εργάσιμη μέρα, πιέζοντας τα μεροκάματα προς τα κάτω, εξοικονομώντας στο σταθερό κεφάλαιο και επιταχύνοντας την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Από αυτή την οπτική, το συμπέρασμα δεν είναι ότι υπάρχει μηχανική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, αλλά μια ιστορική τάση όξυνσης του ταξικού αγώνα πάνω στην παραγωγή υπεραξίας όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός (βλ. CIII, 227· CW33, 111· TSV3, 365). Δεύτερον, όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα της υπεραξίας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η μάζα των εμπορευμάτων που πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της πώλησής τους σε άλλους καπιταλιστές, και τόσο πιο ευάλωτος είναι ο καπιταλισμός στην κρίση. Έτσι, ο Μαρξ συνδέει το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους με την τάση αύξησης της ποσότητας του κέρδους και της μάζας των εμπορευμάτων μέσα στην οποία αυτό ενσωματώνεται. Τρίτον, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και η αυξανόμενη μάζα της υπεραξίας συνδέονται με την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την αύξηση του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, την εξαθλίωση ολοένα και ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού και την όλο και μεγαλύτερη πόλωση της κοινωνίας σε δύο τάξεις — τον «απόλυτο γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης» που θα παίξει κεντρικό ρόλο στον Τόμο Ι του Κεφαλαίου.

{173}

Η Μεθοδολογία των Grundrisse και η Θεωρία της Κρίσης

Παρόλο που τα Grundrisse σηματοδοτούν μια τεράστια θεωρητική πρόοδο σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του Μαρξ, δεν επιλύουν το πρόβλημα με το οποίο ξεκίνησε, δηλαδή την εξήγηση της αναγκαιότητας της κρίσης.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Μαρξ στην εξήγηση της αναγκαιότητας της κρίσης καθορίζεται εν μέρει από τη δική του μεθοδολογία, η οποία στη φάση αυτή της εργασίας του βασίζεται σε μια ριζοσπαστική αναλυτική διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία. Επιμένει ότι το πρόβλημα της κρίσης δεν είναι πρόβλημα που προκύπτει στον τομέα της κυκλοφορίας — δεν είναι πρόβλημα σε έναν κόσμο απλής παραγωγής εμπορευμάτων, αλλά μόνο σε έναν κόσμο βασισμένο στην καπιταλιστική παραγωγή, όπου η παραγωγή των πραγμάτων υποτάσσεται στην παραγωγή και στην ιδιοποίηση του κέρδους. Ωστόσο, αναγνωρίζει επίσης ότι το πρόβλημα δεν προκύπτει ούτε στον τομέα της παραγωγής. Η προϋπόθεση για την παραγωγή υπεραξίας είναι απλώς η εργασία να είναι αρκετά παραγωγική ώστε η αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων να υπερβαίνει την αξία εκείνων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του εργάτη. Η ιστορική δυναμική και η ιστορική δικαιολόγηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς όρια. Μακριά από το να παρουσιάζει εμπόδια στην παραγωγή υπεραξίας, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής εκκαθαρίζει όλα αυτά τα εμπόδια.^28 Το πρόβλημα της κρίσης, επομένως, προκύπτει μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας.

^28 Η αντίσταση της εργατικής τάξης στην υποταγή της στην παραγωγή είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Είναι προφανές ότι μια κρίση θα προκαλούνταν αν οι εργάτες αρνούνταν να εργάζονται πέραν του χρόνου εργασίας που απαιτείται για τη δική τους αναπαραγωγή.

Ομοίως, η τάση προς κρίση αναπτύσσεται μεταξύ αξίας και χρηστικής αξίας. Τα εμπορεύματα δεν παραμένουν απούλητα επειδή δεν είναι αναγκαία, αλλά επειδή δεν μπορούν να αγοραστούν, και δεν μπορούν να αγοραστούν γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν με κερδοφόρο τρόπο· είναι περιττά όχι ως χρήσιμες αξίες αλλά ως αξίες. Από την άλλη, αν εξετάσουμε μόνο τις σχέσεις αξίας, είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί θα υπήρχε ποτέ κρίση: εφόσον το ποσοστό υπεραξίας, και συνεπώς το ποσοστό κέρδους, είναι θετικό, τότε οποιοδήποτε πρόσθετο κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κερδοφόρα, ακόμα κι αν το ποσοστό κέρδους πέφτει. Μια απλή πτώση στο ποσοστό κέρδους θα οδηγήσει στην απόσυρση κεφαλαίου από την κυκλοφορία μόνο αν υπάρχουν πιο κερδοφόρες ευκαιρίες αλλού, για παράδειγμα στη δανειοδότηση με τόκο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά η αποτυχία του επιτοκίου να μειωθεί αναλογικά λόγω του περιορισμού {174} της πίστωσης από τις νομισματικές αρχές. Ακριβώς για να καταρρίψει αυτήν την εξήγηση της κρίσης ο Μαρξ ξεκίνησε να εργάζεται στα Grundrisse.

Το συμπέρασμα στο οποίο ο Μαρξ καταλήγει επανειλημμένα στα Grundrisse είναι ότι η τάση προς κρίση αναφύεται κάπου ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, και ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία. Ωστόσο, δεν εμβαθύνει περαιτέρω σε αυτές τις διαπιστώσεις, διότι μόλις υπερβεί την εξέταση της παραγωγής υπεραξίας, αναβάλλει τη συνέχεια της συζήτησης μέχρι να εξετάσει την κυκλοφορία.

Η αποτυχία να αναπτύξει μια συστηματική ανάλυση της κρίσης στα Grundrisse συνδέεται επίσης με το μεθοδολογικό πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο. Οι κρίσεις είναι έκφραση της πιο θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά είναι επίσης η πιο επιφανειακή και δραματική έκφραση αυτής της αντίφασης. Αυτό πρέπει να το είχε αντιληφθεί βαθιά ο Μαρξ όταν έγραφε τα Grundrisse. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, αυτός και ο Ένγκελς ανέμεναν η επόμενη κρίση να ακολουθήσει το μοτίβο της προηγούμενης, με μια χρηματοπιστωτική και εμπορική κρίση που θα οδηγούσε σε κατάρρευση της παραγωγής και όξυνση της ταξικής πάλης, ενδεχομένως κορυφωμένη σε μια αναμενόμενη επανάσταση. Μέχρι το 1858 είχε γίνει σαφές ότι ο χρόνος, οι αιτίες και η εξέλιξη κάθε κρίσης ήταν χαρακτηριστικά διαφορετικά, καθοριζόμενα από ένα φάσμα συγκεκριμένων και τυχαίων παραγόντων. Ο Μαρξ μπορούσε ίσως να αποδείξει ότι υπάρχει μια τάση για κρίση έμφυτη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Επίσης μπορούσε ίσως να αποδείξει ότι ο συνδυασμός μιας αυξανόμενης μάζας υπεραξίας, μιας αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και μιας πτώσης στο ποσοστό του κέρδους σημαίνει ότι υπάρχει αυξανόμενη πιθανότητα κρίσης. Ωστόσο το πρόβλημα ήταν να συνδέσει αυτούς τους αφηρημένους καθοριστικούς παράγοντες της κρίσης με την πραγματική εκδήλωση μιας πραγματικής κρίσης, η οποία φαίνεται να καθορίζεται από συγκεκριμένους και ίσως τυχαίους ιστορικούς παράγοντες.

Η άμεση αιτία μιας κρίσης μπορεί να είναι η δυσανάλογη ανάπτυξη μεταξύ των κλάδων παραγωγής, και η γενίκευσή της ζήτημα κατάρρευσης των αλυσίδων πίστωσης. Η σημασία των δυσαναλογιών έγκειται στο ότι βρίσκονται στο όριο ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, ανάμεσα στην αξία και τη χρηστική αξίας. Ωστόσο, το θεωρητικό πρόβλημα είναι να εξηγηθεί γιατί τέτοιες δυσαναλογίες είναι αναγκαίες και όχι απλώς τυχαία λάθη εκτίμησης. Αυτό συνδέεται με το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη δυσανάλογη ανάπτυξη και τη γενική υπερπαραγωγή, το οποίο ο Μαρξ συζητά εκτενώς στα Grundrisse χωρίς ποτέ να καταλήγει σε σαφή συμπέρασμα. Συνδέεται επίσης με την υπόδειξή του, ξανά άρρηκτα ανεπτυγμένη, ότι υπάρχει {175} μια διαφορά ανάμεσα στις δυσαναλογίες μεταξύ των κλάδων παραγωγής, οι οποίες μπορεί να είναι τυχαίες, και τη δυσανάλογη σχέση ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και στην υπερεργασία, η οποία δεν είναι. Η πρώτη δυσανάλογη σχέση μπορεί, εν γένει, να επιλυθεί με την προσαρμογή των αναλογιών ως αντίδραση στις μεταβολές των σχετικών τιμών, ενώ η δεύτερη δεν μπορεί (αυτό που συνειδητοποίησε επιφανειακά ο Κέυνς, 75 χρόνια αργότερα).

Τέλος, υπάρχει το ερώτημα της σημασίας της θεωρίας της κρίσης στο συνολικό πλαίσιο του επιχειρήματος που αναπτύσσεται στα Grundrisse. Το κείμενο ξεκινά, και σε μεγάλο βαθμό τελειώνει, με τη μελέτη της κρίσης. Όμως στη μέση της ανάλυσης διαμορφώνει μια συνέχεια ανάμεσα στις τάσεις κρίσης και στη καθημερινή δυναμική του καπιταλισμού, κάτι που δεν υπήρχε στα παλαιότερα έργα του Μαρξ. Με αυτή την έννοια, ο Μαρξ διαπιστώνει ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μόνιμη κρίση: η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της προσπάθειας να αναβληθεί συνεχώς μια κρίση, η οποία πυροδοτείται από την μόνιμη αντίφαση που διέπει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η ταύτιση της αντιφατικής βάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της κρίσης αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία η θεωρητική εστίαση του Μαρξ απομακρύνεται από την κρίση, η οποία παίζει πολύ μικρό ρόλο στα μεταγενέστερα έργα του, ακριβώς όπως πολιτικά ο Μαρξ απομακρύνθηκε από την αποκαλυπτική οπτική της επανάστασης ως πολιτικού γεγονότος που πυροδοτείται από μια κρίση, προς την οπτική της επανάστασης ως κορύφωσης ενός μακρόχρονου αγώνα για την οικοδόμηση ενός εργατικού κινήματος.

Παρότι ο Μαρξ είχε διευρύνει τα θεμέλια της ανάλυσής του για την τάση προς υπερπαραγωγή και κρίση στα Grundrisse, αυτή η ανάλυση ήταν μακριά από το να είναι ολοκληρωμένη, κυρίως επειδή προσπαθούσε να διατηρήσει την ανάλυση σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, ενώ οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί κρίσης απαιτούν αναγκαστικά την εξέταση των διαδικασιών του ανταγωνισμού και της ανταγωνιστικής προσαρμογής, και, πάνω απ’ όλα, την παρέμβαση του χρήματος και της πίστωσης. Παρότι ο Μαρξ είχε ξεκινήσει την ανάλυσή του με το τελευταίο ζήτημα, επιδιώκοντας να καταρρίψει μια για πάντα τις αυταπάτες του Προυντόν πως οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να εξαλείψουν τις κρίσεις του καπιταλισμού, σύντομα στράφηκε στην εστίαση στη διαδικασία παραγωγής και τη άμεση σχέση παραγωγής και κυκλοφορίας, χωρίς να επιστρέψει στον διαμεσολαβητικό ρόλο του χρήματος και της πίστωσης στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, και ειδικότερα στους πιθανούς ρόλους τους στην άμβλυνση ή την όξυνση των τάσεων κρίσης στην καπιταλιστική συσσώρευση. Πρέπει να δούμε πόσο μακριά μπόρεσε να προχωρήσει την ανάλυσή του στα πιο ώριμα έργα της δεκαετίας του 1860.

6 Υποκατανάλωση, Δυσαναλογία και Υπερπαραγωγή

Στα Grundrisse ο Μαρξ ανέπτυξε μια συστηματική κριτική της πολιτικής οικονομίας σε αυστηρή και συνεκτική θεωρητική βάση, η οποία στη συνέχεια διαμόρφωσε —και διαμορφώθηκε από— τη δική του πολιτική δράση. Ξεκινώντας από το πρόβλημα της κρίσης, ο Μαρξ έσκαψε στα θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οικοδομώντας έτσι το υπόβαθρο για να αναπτύξει τη δική του ανάλυση των αντιφατικών δυναμικών του καπιταλισμού. Αν και ο Μαρξ συνέχισε να ασχολείται με το πρόβλημα των κρίσεων, από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 οι κρίσεις διαδραμάτιζαν πολύ λιγότερο σημαντικό ρόλο στο θεωρητικό του έργο και στις πολιτικές του προβλέψεις.^1

^1 Κατά τη δεκαετία του 1860 και τις αρχές του 1870, ο Μαρξ έβλεπε τον πόλεμο —και όχι την οικονομική κρίση— ως τον πιθανό καταλύτη της πολιτικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1870, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος, όπως και οι κρίσεις, λειτουργούσε διασπαστικά και αποπροσανατολιστικά για την εργατική τάξη. Ο Ένγκελς έγραψε στον Ζόργκε ότι η παλιά Διεθνής ήταν πλέον νεκρή, καθώς οι εθνικοί ανταγωνισμοί και διαφορές αναδύθηκαν μετά την πτώση της Παρισινής Κομμούνας (04.08.74). Ο Μαρξ σαφώς θεωρούσε έναν επόμενο πόλεμο ως εμπόδιο για την πρόοδο της εργατικής τάξης: «Ένας νέος πόλεμος είναι αναπόφευκτος λίγο νωρίτερα, λίγο αργότερα και πριν από την έκβασή του, είναι απίθανο να υπάρξουν οποιεσδήποτε βίαιες λαϊκές κινητοποιήσεις οπουδήποτε» (Μαρξ προς Κούγκελμαν, 18.05.74, CW45, 18). «Οι γενικές ευρωπαϊκές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε να οδηγούν ολοένα και περισσότερο προς έναν γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο. Θα πρέπει να περάσουμε μέσα απ’ αυτόν πριν μπορέσει να τεθεί οποιαδήποτε σκέψη για αποφασιστική ανοιχτή δράση εκ μέρους της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης» (Μαρξ προς Ζόργκε, 12–17.09.74, CW45, 30).

Αφού τελικά εξασφάλισε εκδότη για τα «Οικονομικά» του μέσω του Λασάλ στο τέλος του Μαρτίου 1858, ο Μαρξ διέκοψε την εργασία του στα Grundrisse και ξεκίνησε να δουλεύει στο επόμενο προσχέδιο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, προετοιμάζοντας ένα αναλυτικό περιεχόμενο των χειρογράφων των Grundrisse. Ο Μαρξ αρχικά σκόπευε να ολοκληρώσει την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας έως τον Μάιο του 1858, αλλά το έργο του πήρε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο είχε υπολογίσει, εν μέρει εξαιτίας αναζωπυρώσεων προβλημάτων υγείας, και έως τον Ιούνιο δεν είχε ακόμη καν ξεκινήσει. Ξεκίνησε ένα πρώτο προσχέδιο το φθινόπωρο του 1858, αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος και άρχισε πάλι από την αρχή. Σύντομα κατέστη σαφές ότι το έργο θα ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο αρχικά είχε {177} φανταστεί, και το χειρόγραφο που παραδόθηκε τον Ιανουάριο του 1859 —και εκδόθηκε ως Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας τον Ιούνιο του ίδιου έτους— περιλάμβανε μόνο τα δύο πρώτα κεφάλαια του πλήρους έργου.^2

^2 Ο Μαρξ εξακολουθούσε να είναι προσηλωμένος στην αποδόμηση του προυντονικού σοσιαλισμού. Έχοντας στείλει το χειρόγραφο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, ο Μαρξ έγραψε στον Βάιντεμαγερ: «Στα δύο αυτά κεφάλαια, ο προυντονικός σοσιαλισμός που είναι τώρα της μόδας στη Γαλλία —ο οποίος θέλει να διατηρήσει την ιδιωτική παραγωγή ενώ οργανώνει την ανταλλαγή ιδιωτικών προϊόντων, να έχει εμπορεύματα αλλά όχι χρήμα— αποδομείται εκ θεμελίων» (01.02.1859, CW40, 377). (πρβλ. Μαρξ προς Ένγκελς: «1. ότι ξεριζώνει τον Προυντονισμό εκ βάθρων· 2. ότι ο συγκεκριμένα κοινωνικός, όχι απολύτως κοινωνικός χαρακτήρας της αστικής παραγωγής αναλύεται εξαρχής με την απλούστερη μορφή του, εκείνη του εμπορεύματος» (22.07.1859, CW40, 473).

Ο Μαρξ επέστρεψε στο έργο του επί του χειρογράφου τον Αύγουστο του 1861, αλλά κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών αυτό συνέχισε να επεκτείνεται και παρέμεινε αδημοσίευτο κατά τη διάρκεια της ζωής του, αν και η εκτεταμένη κριτική επισκόπηση της προγενέστερης οικονομικής φιλολογίας, η οποία καταλάμβανε πάνω από το ήμισυ του χειρογράφου, δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατο του Μαρξ από τον Καρλ Κάουτσκι με τον τίτλο Θεωρίες για την Υπεραξία.^3

^3 Ολόκληρο το χειρόγραφο έχει πλέον δημοσιευθεί στη νεότερη έκδοση των Συγκεντρωμένων Έργων στα Γερμανικά (MEGA II.3.1 – II.3.6) και αντιστοιχεί στους τόμους 30–34 της αγγλικής έκδοσης των Collected Works.

Το δημοσιευμένο τμήμα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας αποτέλεσε τελικά τη βάση για τα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Τα αδημοσίευτα μέρη του χειρογράφου αποτέλεσαν το πρώτο προσχέδιο για το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πρώτου τόμου, εξετάζοντας τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, τη διαδικασία εργασίας και τη διαδικασία αξιοποίησης, καθώς και την παραγωγή απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Περιλάμβαναν επίσης στοιχεία τα οποία ενσωματώθηκαν αργότερα από τον Ένγκελς στους Τόμους II και III του Κεφαλαίου. Τα χειρόγραφα αυτά προσφέρουν μια εξέλιξη και συστηματοποίηση της ανάλυσης που αρχικά διατυπώθηκε στα Grundrisse.

Ο Μαρξ επανεπεξεργάστηκε το χειρόγραφο το 1864–1865, πριν ολοκληρώσει την τελική έκδοση του πρώτου μέρους, το οποίο δημοσιεύτηκε ως ο Πρώτος Τόμος του Κεφαλαίου το 1867, αναθεωρώντας εκ νέου αυτό το κείμενο για τις μεταγενέστερες γαλλικές και γερμανικές εκδόσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου που δημοσίευσε ο Ένγκελς ως Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου προήλθε από αυτά τα τετράδια του 1864–65. Ο Μαρξ επέστρεψε στο χειρόγραφο σε δύο κύματα, το 1870 και το 1878, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση του Δεύτερου Τόμου του Κεφαλαίου, που τελικά ολοκληρώθηκε από τον Ένγκελς.

Εξετάζοντας το έργο χρονολογικά, είναι αξιοσημείωτο ότι το πρόβλημα της κρίσης παίζει έναν προοδευτικά μειούμενο ρόλο σε αυτά τα έργα. Υπάρχει μια αρκετά εκτενής συζήτηση στις Θεωρίες για την Υπεραξία, η οποία επανέρχεται σε σχέση με τον νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει στο χειρόγραφο του 1864–65, το οποίο ο Ένγκελς {178} ενσωμάτωσε στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, αλλά από εκεί και πέρα δεν βρίσκουμε καμία σημαντική θεωρητική συζήτηση για την κρίση στο έργο του Μαρξ — το θέμα επανέρχεται μόνο από τον Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ. Αντιθέτως, το πρόβλημα της μακροϊστορικής τάσης και των τελικών ορίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής διαδραματίζει έναν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στα θεωρητικά γραπτά του Μαρξ. Στα χειρόγραφα του 1861–1865, η ανάλυση του Μαρξ για τις μακροχρόνιες τάσεις της συσσώρευσης κυριαρχείται από την ανάλυση του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτόν τον νόμο· έχει αντικατασταθεί από τον «απόλυτο γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης», ο οποίος αναφέρεται στην μακροχρόνια τάση για σχετική εξαθλίωση της μάζας του πληθυσμού και στην προοδευτική πόλωση των ταξικών σχέσεων — στοιχεία που είχαν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ανάλυση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και παρέμειναν το θεμέλιο της μαρξιστικής ορθοδοξίας.

Η ανάλυση της κρίσης στα χειρόγραφα του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1860 είναι αποσπασματική. Η συζήτηση είναι δύσκολη στην ερμηνεία, καθώς το πρόβλημα της κρίσης τίθεται μόνο καθώς ανακύπτει μέσα από τις κριτικές παρατηρήσεις του Μαρξ επί της πολιτικής οικονομίας, ενώ η πληρέστερη ανάπτυξή του αναβάλλεται συνεχώς για τη μελλοντική εξέταση του ανταγωνισμού και της πίστωσης. Σε ολόκληρα αυτά τα χειρόγραφα, ο Μαρξ ενδιαφέρεται να ανακαλύψει την «εσώτερη φύση» του κεφαλαίου και, επομένως, τους πιο γενικούς καθορισμούς της τάσης προς την κρίση, και όχι τις επιφανειακές εκδηλώσεις της, που αναπτύσσονται στις σχέσεις μεταξύ μεμονωμένων κεφαλαίων στη σφαίρα της ανταλλαγής. Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα της σύνδεσης των εσωτερικών τάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής με τις επιφανειακές τους εκδηλώσεις — ώστε να αποδειχθεί ότι οι δεύτερες είναι πράγματι εκφράσεις των πρώτων. Το κεντρικό ζήτημα σε όλη τη διάρκεια αυτών των χειρογράφων παραμένει η σχέση ανάμεσα στις θεωρίες της κρίσης που εστιάζουν στην «υποκατανάλωση», στην «δυσαναλογία» και στην «πτώση του ποσοστού κέρδους».

Τα χειρόγραφα του 1861–1865 οικοδομούν πάνω στις ενοράσεις που αποκτήθηκαν στα Grundrisse, ανακεφαλαιώνοντας και αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα εκείνου του κειμένου. Το θεμέλιο της ώριμης ανάλυσης του Μαρξ —όπως αναπτύχθηκε στα Grundrisse, συστηματοποιήθηκε στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και συνοψίστηκε στο πρώτο μέρος του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου— είναι η αντίφαση ανάμεσα στην αξία και στη χρηστική αξία, η οποία είναι εγγενής στην εμπορευματική μορφή του προϊόντος. Αυτή η θεμελιώδης αντίφαση εκδηλώνεται με ανεπτυγμένο τρόπο στον διαχωρισμό μεταξύ αγοράς και πώλησης και εκφράζεται στη διφυή σχέση ανάμεσα στα εμπορεύματα και το χρήμα. Σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, η δυνατότητα της κρίσης {179} είναι ήδη ενυπάρχουσα στην κοινωνική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής. «Ο διαχωρισμός της ανταλλαγής σε αγορά και πώληση ... περιέχει τη γενική δυνατότητα εμπορικών κρίσεων, ουσιωδώς επειδή η αντίφαση εμπορεύματος και χρήματος είναι η πιο αφηρημένη και γενική μορφή όλων των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στον αστικό τρόπο εργασίας. Αν και η κυκλοφορία του χρήματος μπορεί επομένως να λάβει χώρα χωρίς κρίσεις, δεν μπορούν να υπάρξουν κρίσεις χωρίς κυκλοφορία του χρήματος» (CW29, 332).

Αν και οι κρίσεις εμφανίζονται ως νομισματικές κρίσεις, αυτές είναι μόνο η επιφανειακή εκδήλωση των πιο θεμελιωδών αντιφάσεων της εμπορευματικής παραγωγής. Η νομισματική κρίση εκφράζει την υποκείμενη αντίφαση ανάμεσα στην αξία και στη χρηστική αξία με την πιο γενική της μορφή, διότι το χρήμα είναι τελικά η μόνη «επαρκής μορφή της ανταλλακτικής αξίας ... Το γεγονός ότι το χρήμα είναι η μοναδική ενσάρκωση του πλούτου εκδηλώνεται στην πραγματική απαξίωση και αχρηστία όλου του υλικού πλούτου ... Αυτή η συγκεκριμένη φάση των κρίσεων της παγκόσμιας αγοράς είναι γνωστή ως νομισματική κρίση» (CW29, 378). Από το 1825 και μετά, οι εμπορικές κρίσεις δεν είναι μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά «μεγάλες θύελλες στην παγκόσμια αγορά, στις οποίες εκρήγνυται ο ανταγωνισμός όλων των στοιχείων της αστικής διαδικασίας παραγωγής». Οι οικονομολόγοι στρέφονται προς την κυκλοφορία του νομίσματος για να εξηγήσουν τις κρίσεις, δεδομένου ότι αυτές συνδέονται με την άνοδο και την πτώση των τιμών, ή την ανατίμηση και την υποτίμηση του νομίσματος. Όμως η νομισματική κρίση είναι μόνο η επιφανειακή έκφραση μιας βαθύτερα εδραιωμένης κρίσης· η σφαίρα του νομίσματος είναι μόνο «η πιο επιφανειακή και αφηρημένη σφαίρα αυτής της διαδικασίας» (CW29, 412).

Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δεν προχωρά πέρα από την αφηρημένη ανάλυση του εμπορεύματος και του χρήματος, και σε αυτό το επίπεδο δεν υπάρχουν πολλά περισσότερα να ειπωθούν για τις κρίσεις, πέρα από τον εντοπισμό της γενικής τους δυνατότητας και της πιο αφηρημένης τους μορφής. Στα Grundrisse, ο Μαρξ είχε εντοπίσει το θεμέλιο της τάσης προς κρίση στην αντίφαση που ενυπάρχει στην υποταγή της παραγωγής πραγμάτων στην παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας. Αυτό σήμαινε ότι η ανάπτυξη της θεωρητικής κατανόησης της κρίσης έπρεπε να αναμείνει την ανάπτυξη της θεωρίας της υπεραξίας, με την οποία καταπιάστηκε ο Μαρξ κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1860.

Η συζήτηση του Μαρξ για την κρίση στα χειρόγραφα του 1861–1865 εμφανίζεται σε τρία διαφορετικά συμφραζόμενα, καθένα από τα οποία επαναφέρει θέματα που αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά στα Grundrisse και τα εξελίσσει μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Η θεωρία της κρίσης αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις ένα κεντρικό σημείο αυτής της κριτικής, καθώς αποτέλεσε επίκεντρο αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της πολιτικής οικονομίας, όπου ο Σέι και ο Ρικάρντο επέμεναν ότι η γενική υπερπαραγωγή {180} είναι αδύνατη, σε αντίθεση με τον Μάλθους και τον Σισμόντι, οι οποίοι υποστήριζαν μια θεωρία της κρίσης βασισμένη στην υποκατανάλωση. Ο Μαρξ ενεπλάκη και με τις δύο πλευρές αυτής της συζήτησης, σε μια προσπάθεια να αναπτύξει μια κριτική στη κοινή θεωρητική τους βάση. Αυτό οδήγησε τον Μαρξ να αναζητήσει ένα θεωρητικό έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τη δική του ανάλυση των τελικών ορίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω της μακροχρόνιας πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Στην υπόλοιπη ενότητα αυτού του κεφαλαίου θα εξετάσουμε τη θεωρία της κρίσης στο πλαίσιο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ, προτού στραφούμε στο ζήτημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους στο επόμενο κεφάλαιο.^4

^4 Περιττό να πούμε ότι η σύγχρονη οικονομική σκέψη παραμένει στα ίδια θεωρητικά θεμέλια με την πολιτική οικονομία την οποία επέκρινε ο Μαρξ· έτσι η κριτική του παραμένει το ίδιο έγκυρη σήμερα όσο και τότε που γράφτηκε. Δεν θα τονίσω τις προφανείς αναλογίες, αλλά τις αφήνω στη διακριτική ευχέρεια της ενδιαφερόμενης αναγνώστριας να τις εντοπίσει η ίδια.

Θεωρίες Υποκατανάλωσης: Μάλθους και Σισμόντι

Ο Μαρξ συζητά τις θεωρίες υποκατανάλωσης των Μάλθους και Σισμόντι σχετικά σύντομα σε δύο ξεχωριστά σημεία, με όρους που μπορούν να δώσουν την εντύπωση ότι τις υποστηρίζει ανεπιφύλακτα. Ο Μαρξ πράγματι υιοθετεί την έμφαση του Μάλθους και του Σισμόντι στις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, σε αντίθεση με την υπόθεση του Ρικάρντο περί ομαλής εξισορρόπησης, και συμφωνεί μαζί τους ότι το εμπόδιο για τη διαρκή καπιταλιστική συσσώρευση εμφανίζεται στο πρόβλημα της διάθεσης του διαρκώς αυξανόμενου πλεονάσματος προϊόντος. Ωστόσο, πουθενά ο Μαρξ δεν υιοθετεί την υποκαταναλωτική εξήγηση αυτού του προβλήματος, επειδή απορρίπτει απολύτως την κοινή τους με τον Ρικάρντο (και που προέρχεται από τον Άνταμ Σμιθ) θεμελιώδη παραδοχή ότι «η κατανάλωση είναι ο μοναδικός σκοπός και στόχος κάθε παραγωγής». Για τον Μαρξ, η κινητήρια δύναμη της παραγωγής δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας. Τα εμπόδια στη συσσώρευση δεν εντοπίζονται σε κάποια αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, αλλά στην αντίφαση που ενυπάρχει στην παραγωγή και πραγμάτωση της υπεραξίας.

Ο Μαρξ θίγει για πρώτη φορά το ζήτημα της υποκατανάλωσης κατά τη διάρκεια συζήτησης του προβλήματος της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας στο χειρόγραφο που δημοσιεύτηκε ως ο πρώτος τόμος των Θεωριών για την Υπεραξία. Για τον Άνταμ Σμιθ, και μετά από αυτόν για τον Ρικάρντο, η μη παραγωγική εργασία ήταν καθαρή σπατάλη του πλεονάσματος, μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους για επένδυση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Για τον Μάλθους, {181} αντίθετα, η αύξηση της μη παραγωγικής εργασίας διαδραμάτιζε ουσιώδη ρόλο στην αποτροπή της τάσης προς κρίση. Ο Μάλθους δικαιολογούσε την ύπαρξη της παρασιτικής γαιοκτητικής τάξης —η οποία καταναλώνει χωρίς να παράγει— με το επιχείρημα ότι η μη παραγωγική κατανάλωση είναι αναγκαία για να απορροφήσει το αυξανόμενο πλεόνασμα, και έτσι να αποφευχθεί το πρόβλημα της υπερπαραγωγής. Ο Μαρξ αντιμετώπιζε με περιφρόνηση την απολογητική υπεράσπιση της τάξης των γαιοκτημόνων εκ μέρους του Μάλθους, αλλά φαινόταν πολύ πιο συμπονετικός απέναντι στη θεωρία του για την κρίση λόγω υποκατανάλωσης.

Η βάση της αντίληψης του Μάλθους είναι η άποψη που βλέπει την «κατανάλωση ως αναγκαίο ερέθισμα για την παραγωγή» (TSV1, 272), άποψη την οποία, φυσικά, ο Μαρξ απορρίπτει με απαξιωτικό τρόπο. Όμως, πίσω από τη θεωρία του Μάλθους βρίσκεται το γεγονός ότι «η κατανάλωση του εργάτη, κατά μέσο όρο, ισούται μόνο με το κόστος παραγωγής του· δεν ισούται με την παραγωγή του. Κατά συνέπεια, παράγει ολόκληρο το πλεόνασμα για άλλους και έτσι ολόκληρο αυτό το μέρος της παραγωγής του είναι παραγωγή για άλλους. Επιπλέον, ο βιομηχανικός καπιταλιστής που εξαναγκάζει τον εργάτη σε αυτή την υπερπαραγωγή... ιδιοποιείται το πλεονάζον προϊόν για τον εαυτό του. Όμως ως προσωποποιημένο κεφάλαιο, παράγει για χάρη της παραγωγής, θέλει να συσσωρεύσει πλούτο για χάρη της συσσώρευσης του πλούτου... Αν η υπερπαραγωγή του εργάτη είναι παραγωγή για άλλους, η παραγωγή του καπιταλιστή... είναι παραγωγή για χάρη της παραγωγής» (TSV1, 273–4).

Αν και οι καπιταλιστές σίγουρα απολαμβάνουν τον πλούτο τους, «ο βιομηχανικός καπιταλιστής γίνεται σε κάποιον βαθμό ανίκανος να επιτελέσει τη λειτουργία του μόλις προσωποποιεί την απόλαυση του πλούτου, μόλις επιθυμεί τη συσσώρευση απολαύσεων αντί της απόλαυσης της συσσώρευσης».

«Κατά συνέπεια, είναι επίσης παραγωγός υπερπαραγωγής, παραγωγής για άλλους. Έναντι αυτής της υπερπαραγωγής από τη μία πλευρά, πρέπει να τεθεί η υπερκατανάλωση από την άλλη, η παραγωγή για χάρη της παραγωγής πρέπει να αντιπαρατεθεί με την κατανάλωση για χάρη της κατανάλωσης.» (TSV1, 274)

Ο Μαρξ συνδέει στη συνέχεια αυτή την προσέγγιση με τον οικείο του χαρακτηρισμό της καπιταλιστικής διάκρισης-στην-ενότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης, που αποτελεί την ανεπτυγμένη μορφή του διαχωρισμού μεταξύ αγοράς και πώλησης που ενυπάρχει στο σύστημα εμπορευματικής παραγωγής. «Η παραγωγή και η κατανάλωση είναι εκ φύσεως αδιαχώριστες. Από αυτό προκύπτει ότι, εφόσον στο σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής στην πράξη διαχωρίζονται, η ενότητά τους αποκαθίσταται μέσω της αντίθεσής τους.» (TSV1, 274)

Ο Μαρξ δεν διατυπώνει στο σημείο αυτό κάποια ρητή κριτική στη θεωρία του Μάλθους, με αποτέλεσμα οι παρατηρήσεις του, αν εξεταστούν μεμονωμένα, να μπορούν να διαβαστούν ως επικύρωση του υποκαταναλωτισμού του Μάλθους — και πράγματι {182} έχουν ερμηνευτεί έτσι από πολλούς σχολιαστές. Ωστόσο, σε προηγούμενα τμήματα του χειρογράφου ο Μαρξ είχε καταστήσει απολύτως σαφές ότι, καταρχήν, δεν υφίσταται πρόβλημα πραγμάτωσης της αυξανόμενης υπεραξίας, δεδομένου ότι η υπεραξία δεν δαπανάται για κατανάλωση, αλλά για την επέκταση του υπάρχοντος κεφαλαίου.

Στη συζήτησή του για την αποτυχία του Σμιθ να κατανοήσει την αναπαραγωγή του σταθερού κεφαλαίου —η οποία προέκυπτε επειδή ο Σμιθ ανέλυε ολόκληρο το προϊόν σε μισθούς, προσόδους και κέρδη— ο Μαρξ παρατήρησε ότι το κέρδος του καπιταλιστή είναι «εν μέρει απόθεμα κατανάλωσης για τον καπιταλιστή και εν μέρει μετατρέπεται σε πρόσθετο κεφάλαιο» (TSV1, 106). Ομοίως, ο Μαρξ επέμεινε μαζί με τον Ρικάρντο και ενάντια στον Μάλθους ότι δεν υπάρχει ανάγκη για μη παραγωγική κατανάλωση ώστε να απορροφηθεί η αύξηση της υπεραξίας, διότι δημιουργείται πρόσθετη «παραγωγική κατανάλωση» καθώς το κέρδος μετατρέπεται σε πρόσθετο κεφάλαιο, το οποίο απασχολεί πρόσθετη εργασία και μέσα παραγωγής.^5

^5 Αν και η αρχική εκτόπιση της εργασίας από τα μηχανήματα αναμφίβολα προκαλεί ένα «σοκ (στο οποίο ίσως το τμήμα του πληθυσμού που πλήττεται άμεσα δεν μπορεί να αντιδράσει)» (TSV1, 222), και «τα μηχανήματα δημιουργούν πάντοτε έναν σχετικό υπερπληθυσμό, έναν εφεδρικό στρατό εργασίας, που αυξάνει σημαντικά τη δύναμη του κεφαλαίου» (TSV2, 554).

«Αφενός, είναι η τάση του κεφαλαίου να μειώνει στο ελάχιστο τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων και, επομένως, επίσης τον αριθμό του παραγωγικού πληθυσμού σε σχέση με την ποσότητα του προϊόντος. Αφετέρου, όμως, έχει την αντίθετη τάση να συσσωρεύει, να μετασχηματίζει το κέρδος σε κεφάλαιο, να ιδιοποιείται τη μέγιστη δυνατή ποσότητα ξένης εργασίας. Επιδιώκει να μειώσει τον κανόνα της αναγκαίας εργασίας, αλλά να απασχολεί τη μέγιστη δυνατή ποσότητα παραγωγικής εργασίας υπό τον δεδομένο κανόνα. ... Ο συνεχής επαναμετασχηματισμός του κέρδους σε κεφάλαιο αποκαθιστά πάντοτε τον ίδιο κύκλο σε ευρύτερη βάση.» (TSV1, 221–2) Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν υπάρχει πρόβλημα πραγμάτωσης, αυτό δεν οφείλεται στην παραγωγή υπεραξίας, αλλά σε διακοπή αυτής της παραγωγής.^6

^6 Η συζήτηση για τον Μάλθους και τον Σισμόντι είναι ελλιπής για τον γνώριμο λόγο ότι το ζήτημα της πραγματοποίησης μπορεί να συζητηθεί μόνο σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό. Όπως σημειώνει ο Μαρξ αργότερα στο χειρόγραφο: «Εξαιρώ τον Σισμόντι από την ιστορική επισκόπησή μου εδώ, επειδή μια κριτική των απόψεών του ανήκει σε εκείνο το μέρος του έργου μου που ασχολείται με την πραγματική κίνηση του κεφαλαίου (ανταγωνισμός και πίστη), το οποίο μπορώ να προσεγγίσω μόνο αφού ολοκληρώσω αυτό το βιβλίο» (TSV2, 53).

Ο Μαρξ επιστρέφει στον Μάλθους και τον Σισμόντι στο μεταγενέστερο μέρος του χειρογράφου, που δημοσιεύθηκε ως Τρίτος Τόμος των Θεωριών για την Υπεραξία, το οποίο ασχολείται κυρίως με τους επιγόνους του Μάλθους και του Ρικάρντο, και στο οποίο ο Μαρξ φαίνεται ξανά να επικυρώνει τη θεωρία της κρίσης μέσω υποκατανάλωσης. Ο Μαρξ ανοίγει τη συζήτηση αντιμετωπίζοντας τον Μάλθους με {183} τη συνήθη περιφρόνησή του, αν και αναγνωρίζει ότι ο Μάλθους είχε επίγνωση του προβλήματος της πραγματοποίησης της υπεραξίας — πράγμα που ο Ρικάρντο απλώς αγνοούσε, επειδή «πάντοτε προϋποθέτει το τετελεσμένο προϊόν το οποίο διαιρείται μεταξύ του καπιταλιστή και του εργάτη χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ανταλλαγή, δηλαδή τη μεσολαβητική διαδικασία που οδηγεί σε αυτήν τη διαίρεση» (TSV3, 16). Ωστόσο, ο Μαρξ δεν αντιπαραβάλλει τον Μάλθους στον Ρικάρντο, αλλά τον Σισμόντι. Ο Ρικάρντο και ο Σισμόντι, μεταξύ τους, συλλαμβάνουν τόσο τη θετική όσο και την αρνητική πλευρά του καπιταλισμού, χωρίς να είναι σε θέση να δουν ότι οι δύο είναι αξεχώριστα δεμένες, εκφράζοντας τα αντιφατικά θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η εξέταση του Σισμόντι επιτρέπει στον Μαρξ να επαναλάβει την άποψη με την οποία είχε κλείσει τη συζήτησή του για τον Ρικάρντο λίγες σελίδες νωρίτερα στο σημειωματάριό του, και στην οποία αφομοιώνει τον Σισμόντι. Το μόνο σφάλμα του Σισμόντι, σε αυτό το στάδιο της επιχειρηματολογίας του Μαρξ, είναι ότι ο Σισμόντι είδε καθαρά τις αντιφάσεις που είναι έμφυτες στον καπιταλισμό, αλλά δεν μπόρεσε να δει τα θεμέλιά τους στον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και έτσι δεν μπορούσε να δει τον δρόμο πέρα από αυτές:

Ο Σισμόντι έχει βαθιά επίγνωση των αντιφάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής· γνωρίζει ότι, αφενός, οι μορφές της — οι σχέσεις παραγωγής της — προωθούν την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του πλούτου· και ότι, αφετέρου, αυτές οι σχέσεις είναι περιοριστικές... Είναι ιδιαίτερα ενήμερος της θεμελιώδους αντίφασης: αφενός, της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αύξησης του πλούτου, που ταυτόχρονα συνίσταται σε εμπορεύματα και πρέπει να μετατραπούν σε χρήμα· αφετέρου, το σύστημα βασίζεται στο γεγονός ότι η μάζα των παραγωγών περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωσή της. Επομένως, σύμφωνα με τον Σισμόντι, οι κρίσεις δεν είναι τυχαίες, όπως υποστηρίζει ο Ρικάρντο, αλλά ουσιώδεις εκρήξεις — οι οποίες συμβαίνουν σε μεγάλη κλίμακα και σε καθορισμένες περιόδους — των εσωτερικών αντιφάσεων. Ταλαντεύεται διαρκώς: θα πρέπει το κράτος να συγκρατεί τις παραγωγικές δυνάμεις ώστε να αντιστοιχούν στις σχέσεις παραγωγής, ή θα πρέπει οι σχέσεις παραγωγής να προσαρμοστούν στις παραγωγικές δυνάμεις; Συχνά καταφεύγει στο παρελθόν... ή προσπαθεί να ξορκίσει τις αντιφάσεις μέσω μιας διαφορετικής ρύθμισης της σχέσης ανάμεσα στο εισόδημα και το κεφάλαιο, ή της διανομής σε σχέση με την παραγωγή, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι οι σχέσεις διανομής δεν είναι παρά οι σχέσεις παραγωγής από διαφορετική σκοπιά. Κριτικάρει με δριμύτητα τις αντιφάσεις της αστικής παραγωγής αλλά {184} δεν τις κατανοεί, και κατά συνέπεια δεν κατανοεί τη διαδικασία μέσω της οποίας μπορούν να επιλυθούν. (TSV3, 55–6)^7

^7 Σύγκρινε το ανάλογο επιχείρημα στα Grundrisse: ο Ρικάρντο «θεωρεί τα εμπόδια που συναντά η παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση ως τυχαία, ως εμπόδια που απλώς ξεπερνιούνται... Ο Σισμόντι, αντιθέτως, τονίζει όχι μόνο την ύπαρξη του εμποδίου αλλά και τη δημιουργία του από το ίδιο το κεφάλαιο, το οποίο έτσι εμπλέκεται σε αντιφάσεις, αντιφάσεις μέσα από τις οποίες διακρίνει τον επικείμενο αφανισμό του κεφαλαίου. Επιθυμεί, επομένως, να επιβάλει εμπόδια στην παραγωγή από τα έξω, μέσω εθίμων, νόμων κ.λπ., τα οποία, ως εξωτερικοί και τεχνητοί περιορισμοί, θα κατεδαφίζονταν αναγκαστικά από το κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά, ο Ρικάρντο και ολόκληρη η σχολή του δεν έχουν ποτέ κατανοήσει τις πραγματικές μοντέρνες κρίσεις στις οποίες αυτή η αντίφαση του κεφαλαίου εκδηλώνεται σε βίαιες καταιγίδες, που ολοένα και περισσότερο απειλούν το ίδιο το κεφάλαιο ως τη βάση της κοινωνίας και της παραγωγής». (CW28, 338)

Ο Σισμόντι απλώς επιβεβαιώνει τη διάγνωση του Μαρξ της θεμελιώδους αντίφασης που υποβόσκει στην τάση προς κρίση: «Το γεγονός ότι η αστική παραγωγή εξαναγκάζεται από τους ίδιους της τους έμφυτους νόμους, αφενός, να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν να μην λαμβάνει χώρα η παραγωγή πάνω σε μια στενή κοινωνική βάση, ενώ, αφετέρου, μπορεί να τις αναπτύσσει μόνο εντός αυτών των στενών ορίων, αποτελεί την βαθύτερη και πιο συγκεκαλυμμένη αιτία των κρίσεων, των κραυγαλέων αντιφάσεων εντός των οποίων λειτουργεί η αστική παραγωγή και οι οποίες, ακόμη και με μια πρόχειρη ματιά, την αποκαλύπτουν ως απλώς μεταβατική, ιστορική μορφή». (TSV3, 84)

Αυτά τα αποσπάσματα φαίνεται να παρέχουν μια ξεκάθαρη επιδοκιμασία των υποκαταναλωτικών θεωριών της κρίσης όπως τις πρότειναν ο Σισμόντι και ο Μάλθους, παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ είχε επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι ήταν πλήρως ενήμερος για τους περιορισμούς αυτής της θεωρίας. Ο Μαρξ απορρίπτει κατηγορηματικά το σημείο εκκίνησης του Μάλθους, την άποψη που θεωρεί την «κατανάλωση ως απαραίτητο κίνητρο για την παραγωγή» (TSV1, 272). Ο σκοπός του καπιταλισμού είναι η παραγωγή για χάρη της παραγωγής — όχι η παραγωγή πραγμάτων αλλά κέρδους, όχι χρηστικών αξιών αλλά αξιών. Οι όροι για την πραγματοποίηση αυτής της υπεραξίας, επομένως, δεν έχουν να κάνουν με την κατανάλωση ούτε των εργατών ούτε των καπιταλιστών, αλλά με τους όρους της διαρκούς συσσώρευσης κεφαλαίου. Εφόσον το κεφάλαιο συνεχίζει να συναντά κερδοφόρες δυνατότητες ανανέωσης των επενδύσεών του, τέτοιες επενδύσεις θα παρέχουν τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για τα προϊόντα του κεφαλαίου, που θα αντιστοιχούν στην πρόσθετη παραγόμενη υπεραξία, καθώς οι καπιταλιστές αγοράζουν πρόσθετη εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής.

Αυτή η φαινομενική αντίφαση εμφανίζεται έντονα στην αντίθεση μεταξύ δύο σύντομων αποσπασμάτων από τα μεταγενέστερα σημειωματάρια του Μαρξ, τα οποία ο Ένγκελς ενσωμάτωσε στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, και τα οποία ακολουθούν πιο {185} συγκεκριμένες αναφορές στις κρίσεις. Τα δύο αποσπάσματα φαίνονται να αντιφάσκουν άμεσα μεταξύ τους. Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από ένα σημειωματάριο του 1870 και είναι ένα «σημείωμα για περαιτέρω επεξεργασία», το οποίο συχνά παρατίθεται ως επιδοκιμασία της υποκαταναλωτικής θεωρίας της κρίσης.

Αντίφαση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι εργάτες είναι σημαντικοί για την αγορά ως αγοραστές εμπορευμάτων. Αλλά ως πωλητές του εμπορεύματός τους — της εργατικής δύναμης — η καπιταλιστική κοινωνία έχει την τάση να τους περιορίζει στην ελάχιστη τιμή της. Περαιτέρω αντίφαση: οι περίοδοι κατά τις οποίες η καπιταλιστική παραγωγή ασκεί όλες της τις δυνάμεις εμφανίζονται τακτικά ως περίοδοι υπερπαραγωγής· διότι το όριο στην εφαρμογή των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι απλώς η παραγωγή της αξίας, αλλά και η πραγματοποίησή της. Ωστόσο, η πώληση των εμπορευμάτων, η πραγματοποίηση του εμπορευματικού κεφαλαίου, και κατά συνέπεια και της υπεραξίας, περιορίζεται όχι από τις καταναλωτικές ανάγκες της κοινωνίας γενικά, αλλά από τις καταναλωτικές ανάγκες μιας κοινωνίας στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία είναι πάντοτε φτωχή και πρέπει πάντοτε να παραμένει φτωχή. Αυτό, ωστόσο, ανήκει μάλλον στο επόμενο Μέρος. (CII, 391 σημ.)^8

^8 Το «επόμενο μέρος» στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ είναι η ενότητα του χειρογράφου που πραγματεύεται τη διαδικασία της αναπαραγωγής, στην οποία δεν υπάρχει καμία νύξη περί υποκαταναλωτικής θεωρίας.

Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από σημειωματάριο του 1878 και συνιστά μια απερίφραστη κριτική στις θεωρίες της υποκατανάλωσης, την οποία ο Ένγκελς, σε υποσημείωση, απευθύνει στους «μελλοντικούς υποστηρικτές της θεωρίας κρίσεων του Ρόντμπερτους». Το απόσπασμα ακολουθεί μια αναφορά στην άνοδο των μισθών και την αύξηση της κατανάλωσης κατά τη διάρκεια της άνθησης, όταν «η εργατική τάξη (στην οποία πλέον έχει ενσωματωθεί ολόκληρος ο εφεδρικός στρατός εργασίας) μετέχει προσωρινά και αυτή στην κατανάλωση ειδών πολυτελείας που κατά τα άλλα είναι ως επί το πλείστον "αναγκαία" μόνο για τους καπιταλιστές». Ο Μαρξ συνεχίζει:

Είναι καθαρή ταυτολογία να λέγεται ότι οι κρίσεις προκαλούνται από έλλειψη αποτελεσματικής ζήτησης ή αποτελεσματικής κατανάλωσης... Το γεγονός ότι τα εμπορεύματα είναι αδιάθετα δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι δεν βρέθηκαν αποτελεσματικοί αγοραστές γι’ αυτά... Αν επιχειρείται να δοθεί σε αυτή την ταυτολογία η εμφάνιση βαθύτερου περιεχομένου, μέσω της διατύπωσης ότι η εργατική τάξη λαμβάνει πολύ μικρό μερίδιο από το ίδιο της το προϊόν, και ότι το πρόβλημα θα λυνόταν αν λάμβανε μεγαλύτερο μερίδιο, δηλαδή αν οι μισθοί αυξάνονταν, αρκεί να σημειώσουμε ότι οι κρίσεις προετοιμάζονται πάντοτε από μια περίοδο κατά την οποία οι μισθοί γενικά αυξάνονται, και η εργατική {186} τάξη πράγματι λαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο από το τμήμα του ετήσιου προϊόντος που προορίζεται για κατανάλωση. Από τη σκοπιά αυτών των υπερασπιστών της υγιούς και «απλής» (!) κοινής λογικής, τέτοιες περίοδοι θα έπρεπε μάλλον να αποτρέπουν την κρίση. Φαίνεται λοιπόν ότι η καπιταλιστική παραγωγή συνεπάγεται ορισμένες συνθήκες ανεξάρτητες από τις καλές ή κακές προθέσεις των ανθρώπων, οι οποίες επιτρέπουν τη σχετική ευημερία της εργατικής τάξης μόνο προσωρινά, και επιπλέον πάντοτε ως προάγγελο της κρίσης. (CII, 486–7)

Αυτές οι φαινομενικά κατάφωρες αντιφάσεις δεν μπορούν να αποδοθούν στην ωρίμανση της σκέψης του Μαρξ, αφού εμφανίζονται πλάι-πλάι στα ίδια χειρόγραφα. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να συμβιβάσουμε την κατά τα φαινόμενα απερίφραστη αποδοχή από τον Μαρξ των υποκαταναλωτικών θεωριών της κρίσης του Μάλθους και του Σισμόντι, με την εξίσου απερίφραστη κριτική του στις πρωτόγονες θεωρητικές τους παραδοχές; Τι ακριβώς αποδέχεται ο Μαρξ στους Μάλθους και Σισμόντι, και σε τι αποκλίνει;

Το ζήτημα είναι το ίδιο με εκείνο που έχουμε ήδη εξετάσει στη συζήτηση για τα Grundrisse. Αυτό που αποδέχεται ο Μαρξ στους Μάλθους, και ιδιαίτερα στον Σισμόντι, είναι η κατανόηση της εγγενούς τάσης προς υπερπαραγωγή, με την έννοια της παραγωγής μιας αυξανόμενης υπεραξίας, ενσωματωμένης σε μια αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων, η οποία πρέπει να πωληθεί ώστε να διατηρηθεί η καπιταλιστική συσσώρευση. Ωστόσο, η αναγνώριση μιας τάσης προς υπερπαραγωγή δεν ταυτίζεται καθόλου με την υποστήριξη μιας υποκαταναλωτικής θεωρίας κρίσης.^9 Ο Μαρξ υποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η κατανάλωση της εργατικής τάξης δεν μπορεί ποτέ να επαρκέσει για την πραγματοποίηση ούτε ενός κλάσματος της υπεραξίας. Όσο μεγάλη ή μικρή κι αν είναι η πλεονάζουσα παραγωγή, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της πώλησής της σε άλλους καπιταλιστές. Ο Σισμόντι μπορεί να εντόπισε την θεμελιώδη αντίφαση στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά για να κατανοηθεί η τάση κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι αναγκαίο να διερευνηθεί η ανάπτυξη αυτής της αντίφασης εντοπίζοντας τα εμπόδια στην εκτεταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

^9 Τίποτα δεν είναι πιο παραπλανητικό από τη χαλαρή διατύπωση του Σουήζυ ότι η υπερπαραγωγή και η υποκατανάλωση είναι «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» (Sweezy 1946, σ. 183).

Υπάρχει μια τάση προς υπερπαραγωγή, αλλά αυτή η τάση σχετίζεται με τις περιορισμένες δυνατότητες επαναμετατροπής της υπεραξίας σε κεφάλαιο. Ωστόσο, αν η τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι να αναπτύσσει απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάμεις, τότε δεν είναι σαφές γιατί {187} η συσσώρευση δεν θα έπρεπε να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Ο Μάλθους και ο Σισμόντι δεν επιλύουν το πρόβλημα που θέτει ο Ρικάρντο, δηλαδή τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής· και αυτό είναι το ζήτημα που ο Μαρξ πραγματεύεται στην πιο εκτενή συζήτηση περί κρίσεων στα χειρόγραφα της δεκαετίας του 1860.

Υπερπαραγωγή και Κρίση: Σέι και Ρικάρντο

Η πιο εκτενής συζήτηση της θεωρίας της κρίσης σε οποιοδήποτε από τα έργα του Μαρξ βρίσκεται στα χειρόγραφα που εκδόθηκαν ως ο Δεύτερος Τόμος των Θεωριών της Υπεραξίας, στο πλαίσιο της κριτικής του Μαρξ στην ανάλυση της συσσώρευσης από τον Ρικάρντο και στην άρνησή του να δεχθεί τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής. Αυτό το μακροσκελές απόσπασμα οικοδομείται πάνω στην παράλληλη συζήτηση στα Grundrisse, καθώς ο Μαρξ προσπαθεί να θεμελιώσει τη σχέση ανάμεσα στην υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, που προκύπτει από τη δυσαναλογία στην ανάπτυξη των κλάδων της παραγωγής, και στη γενική υπερπαραγωγή που εκδηλώνεται σε μια κρίση.

Η παραγωγή υπεραξίας και η δυνατότητα κρίσης

Ο Μαρξ ξεκινά διατυπώνοντας το πρόβλημα, θέτοντας το ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η διαρκής συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτές είναι «ακριβώς οι ίδιες με εκείνες της αρχικής του παραγωγής ή αναπαραγωγής εν γένει» (TSV2, 483).^10 Ο καπιταλιστής έχει ιδιοποιηθεί ένα χρηματικό ποσό, ισοδύναμο με το αρχικό του κεφάλαιο αυξημένο κατά το ύψος της παραχθείσας υπεραξίας, το οποίο επιθυμεί να δαπανήσει για την επέκταση της παραγωγής. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να βρει επιπλέον εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής διαθέσιμα στην αγορά, κάτι που «προϋποθέτει την παραγωγή ενός πλεονάσματος προϊόντος» (TSV2, 484). Όσο πιο αναπτυγμένη είναι η καπιταλιστική παραγωγή, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρχουν τα αναγκαία μέσα παραγωγής. «Φαίνεται, επομένως, ότι για να πραγματοποιηθεί συσσώρευση, απαιτείται συνεχής υπερπαραγωγή σε όλες τις σφαίρες» (TSV2, 485). Και αν μια τέτοια παραγωγή λαμβάνει χώρα, και υπάρχει επαρκές εργατικό δυναμικό, τότε η διαρκής συσσώρευση κεφαλαίου δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει περαιτέρω δυσκολίες.

^10 Ο Μαρξ δεν «εξετάζει εδώ την περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η πώληση της μάζας των παραγόμενων εμπορευμάτων, κρίσεις κλπ. Αυτά ανήκουν στην ενότητα περί ανταγωνισμού» (TSV2, 484· πρβλ. TSV2, 468).

Φαίνεται να μην υπάρχει κάποιο εμπόδιο εγγενές στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής για τη διαρκή επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η {188} ανάπτυξη της παραγωγής δεν καθορίζεται από οποιοδήποτε ερέθισμα αυξανόμενης κατανάλωσης, αλλά είναι εγγενής στο ίδιο το κεφάλαιο. Αυτό συνεπάγεται αμέσως ότι η καπιταλιστική συσσώρευση δεν περιορίζεται από τις ανάγκες κατανάλωσης, αφού «στην καπιταλιστική παραγωγή αυτό που έχει σημασία δεν είναι η άμεση χρηστική αξία αλλά η ανταλλακτική αξία και, ειδικότερα, η διεύρυνση της υπεραξίας. Αυτό είναι το κινητήριο κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής, και είναι μια όμορφη σύλληψη το να – για να διωχθούν οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής – αφαιρείται η ίδια η βάση της και να απεικονίζεται ως παραγωγή που στοχεύει στην άμεση ικανοποίηση της κατανάλωσης των παραγωγών.» Η παραγωγή σε διευρυνόμενη κλίμακα «συνιστά μια εγγενή βάση για τα φαινόμενα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των κρίσεων» (TSV2, 495), αλλά όχι σε σχέση με την κατανάλωση, παρά με τις δυνατότητες αναπαραγωγής της υπεραξίας.

Ο Μαρξ υπογραμμίζει ότι οι κρίσεις μπορούν να προκύψουν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά εδώ δεν τον απασχολούν οι «πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η διαδικασία της παραγωγής… Δεν εξετάζουμε τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων, ούτε το πιστωτικό σύστημα, ούτε τη συγκεκριμένη κοινωνική σύνθεση». Τον απασχολεί εδώ η δυνατότητα της κρίσης, που είναι εγγενής στη γενική φύση του κεφαλαίου, όχι οι πραγματικοί μηχανισμοί της κρίσης. «Όπως η εξέταση του χρήματος — τόσο στο βαθμό που αυτό αποτελεί μορφή εντελώς διαφορετική από τη φυσική μορφή των εμπορευμάτων, όσο και στη μορφή του ως μέσου πληρωμής — έδειξε ότι ενσωματώνει τη δυνατότητα κρίσεων· η εξέταση της γενικής φύσης του κεφαλαίου, ακόμη και χωρίς να εισέλθουμε στις πραγματικές σχέσεις που όλες αποτελούν προϋποθέσεις της πραγματικής διαδικασίας παραγωγής, το αποκαλύπτει ακόμη πιο καθαρά» (TSV2, 492–3).

Η συνθήκη για την αναπαραγωγή της υπεραξίας δεν είναι η εκ των προτέρων ύπαρξη ενός κατάλληλου επιπέδου κατανάλωσης, αλλά η διαθεσιμότητα εργατικής δύναμης και μέσων παραγωγής στις κατάλληλες αναλογίες. Αυτό φαίνεται να συνεπάγεται ότι η βάση των κρίσεων πρέπει να είναι η τυχαία εμφάνιση δυσαναλογιών, αφού οι σχέσεις αναλογίας δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένες.

Το κριτήριο αυτής της επέκτασης της παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, το υπάρχον επίπεδο των όρων παραγωγής και η απεριόριστη επιθυμία των καπιταλιστών να πλουτίσουν και να διευρύνουν το κεφάλαιό τους· και σε καμία περίπτωση η κατανάλωση, η οποία εξαρχής είναι περιορισμένη, αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού, οι εργαζόμενοι, μπορούν να διευρύνουν την κατανάλωσή τους μόνο μέσα σε πολύ στενά όρια, ενώ η ζήτηση για εργασία, παρότι αυξάνεται απόλυτα, μειώνεται σχετικά, {189} στο βαθμό που ο καπιταλισμός αναπτύσσεται. Επιπλέον, όλες οι εξισορροπήσεις είναι τυχαίες και παρότι η αναλογία του κεφαλαίου που απασχολείται σε κάθε κλάδο εξισορροπείται μέσω μιας συνεχούς διαδικασίας, η ίδια η συνέχιση αυτής της διαδικασίας προϋποθέτει επίσης μια διαρκή, συχνά βίαιη, επανόρθωση δυσαναλογιών (TSV2, 492).

Όπως και στα Grundrisse, τα παραδείγματα που δίνει ο Μαρξ για τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μπορεί να διαταραχθεί η αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι όλα παραδείγματα όπου οι δυσαναλογίες οδηγούν σε μεταβολές των τιμών που διαβρώνουν την κερδοφορία σε έναν κλάδο παραγωγής. Τέτοιες δυσαναλογίες μπορεί να προκύψουν από μια ιδιαίτερα κακή ή καλή σοδειά, από διαταραχή στο εμπόριο, από επιτάχυνση του ρυθμού της συσσώρευσης, από υπερπαραγωγή σε έναν συγκεκριμένο κλάδο ή από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία απαξιώνει το υπάρχον κεφάλαιο και τη μάζα των υπαρχόντων εμπορευμάτων. Αν είτε η τιμή της αγοράς ενός προϊόντος πέσει κάτω από το κόστος παραγωγής του, είτε η έλλειψη μέσων παραγωγής αυξήσει το κόστος τους, η αναπαραγωγή του κεφαλαίου θα ανασταλεί.

Η δυσαναλογία οδηγεί σε γενική κρίση όταν αποσύρεται χρήμα από την κυκλοφορία υπό την απειλή ζημίας. Η απειλή απώλειας σημαίνει ότι η συσσώρευση «σταματά ακόμη περισσότερο. Η υπεραξία που έχει συσσωρευτεί με τη μορφή χρήματος (χρυσού ή χαρτονομίσματος) θα μπορούσε να μετατραπεί σε κεφάλαιο μόνο με ζημία. Επομένως, παραμένει αδρανής ως θησαυρός στις τράπεζες, ή με τη μορφή πιστωτικού χρήματος, πράγμα που στην ουσία δεν κάνει καμία διαφορά» (TSV2, 494). Είναι πολύ πιθανό να συμβεί αυτό, «δεδομένου ότι η διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου... εκτείνεται σε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι μεταβολές στην αγορά και στην παραγωγικότητα της εργασίας μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές μεταβολές στις αξίες, έτσι ώστε «να πρέπει να συμβούν μεγάλες καταστροφές και να έχουν συσσωρευτεί και αναπτυχθεί στοιχεία κρίσης» (TSV2, 495).

Η κρίση δεν σηματοδοτεί το τέλος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά μόνο μία φάση ενός κύκλου, εντός του οποίου η κρίση είναι το μέσο ανανέωσης του κεφαλαίου. Ο Μαρξ διακρίνει μεταξύ καταστροφής πραγματικού κεφαλαίου και απαξίωσης του κεφαλαίου, με τη δεύτερη να προετοιμάζει το έδαφος για την ανάκαμψη. Στην πρώτη περίπτωση, η υπερπαραγωγή εξαλείφεται καθώς τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη καταστρέφονται τόσο ως αξίες όσο και ως χρηστικές αξίες. Στη δεύτερη περίπτωση, εννοείται η «υποτίμηση των αξιών, η οποία τις εμποδίζει να επανεκκινήσουν αργότερα τη διαδικασία αναπαραγωγής τους ως κεφάλαιο στην ίδια κλίμακα. Αυτή είναι η καταστροφική επίδραση της πτώσης {190} των τιμών των εμπορευμάτων.» Η απαξίωση του κεφαλαίου επιφέρει τεράστιες ζημίες στους υφιστάμενους καπιταλιστές. Ωστόσο, δεν καταστρέφει τα μέσα παραγωγής, αλλά αποκαθιστά την κερδοφορία της χρησιμοποίησής τους μέσω της μείωσης της αξίας τους. «Δεν προκαλεί την καταστροφή καμιάς χρηστικής αξίας. Αυτό που χάνει ο ένας το κερδίζει ο άλλος... Ένα μεγάλο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου της κοινωνίας, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου, καταστρέφεται μια για πάντα, αν και η ίδια αυτή καταστροφή, καθώς δεν επηρεάζει τη χρηστική αξία, μπορεί να επιταχύνει σημαντικά τη νέα αναπαραγωγή. Αυτή είναι επίσης η περίοδος στην οποία το χρηματικό κεφάλαιο πλουτίζει εις βάρος του βιομηχανικού κεφαλαίου.» (TSV2, 496) Η διάκριση μεταξύ καταστροφής χρηστικών αξιών και απαξίωσης του κεφαλαίου καταδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα υπερπαραγωγής σε σχέση με την κοινωνική ανάγκη, αλλά υπερπαραγωγής σε σχέση με τις περιορισμένες συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής, της παραγωγής για το κέρδος, αφού μια πτώση των τιμών αναζωπυρώνει την ανάγκη για το προϊόν.

Η κρίση φαίνεται σαν κάτι απολύτως τυχαίο, αποτέλεσμα της «αναρχίας της αγοράς» και όχι κάτι εγγενές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η πολιτική οικονομία ήταν απολύτως πρόθυμη να παραδεχθεί τη δυνατότητα τέτοιων τυχαίων κρίσεων, αν και προσδοκούσε η αγορά να διορθώσει ομαλά τις δυσαναλογίες, καθώς το κεφάλαιο θα μετακινούνταν μεταξύ των κλάδων παραγωγής ως απάντηση στις διαφορές στο ποσοστό κέρδους. Είναι προφανές ότι ο Μαρξ πρέπει να εξετάσει πιο προσεκτικά τη σχέση ανάμεσα στις δυσαναλογίες και τη γενική υπερπαραγωγή και τη σχέση ανάμεσα στο χρήμα, την ανταλλαγή και την καπιταλιστική παραγωγή.

Δυσαναλογία και γενική υπερπαραγωγή

Για να προσεγγίσει αυτά τα ζητήματα, ο Μαρξ επανέρχεται, από τα Grundrisse, στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δυσαναλογίας και εμφάνισης γενικής υπερπαραγωγής — την οποία η πολιτική οικονομία αρνείτο στηριζόμενη στον νόμο των αγορών του Σέι. Το ουσιώδες σημείο του Μαρξ είναι ότι, από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε πως η παραγωγή και η ανταλλαγή εμπορευμάτων μεσολαβούνται από την κυκλοφορία του χρήματος, και υποτάσσονται στην παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με τη μορφή χρήματος, η διάκριση μεταξύ μερικής και γενικής υπερπαραγωγής καταρρέει.

Ο Μαρξ υποστηρίζει ξανά ότι το πρόβλημα των κρίσεων είναι ένα ειδικά καπιταλιστικό πρόβλημα, το οποίο η πολιτική οικονομία αγνοεί, υποστηρίζοντας ότι ο σκοπός της παραγωγής είναι η κατανάλωση, ώστε κανείς δεν πουλάει παρά μόνο για να αγοράσει· από αυτό, ο Ρικάρντο, ακολουθώντας τον Σέι, κατέληγε στο συμπέρασμα {191} ότι η γενική υπερπαραγωγή είναι αδύνατη, αφού κάθε πώληση συνεπάγεται μια αντίστοιχη αγορά.

Ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η κατανάλωση, όπως διαρκώς υποστηρίζει η πολιτική οικονομία, αλλά η ιδιοποίηση χρήματος. Για τον Σέι και τον Ρικάρντο, κανείς δεν πουλάει αν δεν προτίθεται να αγοράσει κάτι στη συνέχεια. Όμως, ο Μαρξ επιμένει:

Ένας άνθρωπος που έχει παράγει δεν έχει την επιλογή να πουλήσει ή όχι. Πρέπει να πουλήσει. Κατά την κρίση προκύπτει ακριβώς η κατάσταση στην οποία δεν μπορεί να πουλήσει... ή πρέπει ακόμη και να πουλήσει με θετική ζημία... Ο Ρικάρντο ξεχνά ακόμη και ότι κάποιος μπορεί να πουλά προκειμένου να πληρώσει, και ότι αυτές οι αναγκαστικές πωλήσεις παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στις κρίσεις. Ο άμεσος σκοπός του καπιταλιστή όταν πουλάει είναι να μετατρέψει το εμπόρευμά του, ή μάλλον το εμπορευματικό του κεφάλαιο, πίσω σε χρηματικό κεφάλαιο, και έτσι να πραγματώσει το κέρδος του. Η κατανάλωση — το εισόδημα — σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί το καθοδηγητικό κίνητρο σε αυτή τη διαδικασία... Όλοι πουλούν πρωτίστως για να πουλήσουν, δηλαδή για να μετατρέψουν τα εμπορεύματα σε χρήμα... Η κρίση είναι ακριβώς η φάση της διατάραξης και της διακοπής της διαδικασίας αναπαραγωγής. Και αυτή η διατάραξη δεν μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι δεν συμβαίνει σε περιόδους όπου δεν υπάρχει κρίση... Ο άμεσος σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι «η κατοχή άλλων αγαθών» [Ρικάρντο], αλλά η ιδιοποίηση αξίας, χρημάτων, αφηρημένου πλούτου. (TSV2, 503· βλ. και Grundrisse, CW28, 339)

Το επιχείρημα ότι μόνο συγκεκριμένα εμπορεύματα και όχι όλα μπορούν να υπερπαραχθούν είναι γελοίο. Η αλληλεξάρτηση των διαφόρων κλάδων παραγωγής σημαίνει ότι αν ένα εμπόρευμα δεν μπορεί να πωληθεί, τότε διαταράσσεται η κυκλοφορία όλων των εμπορευμάτων· έτσι, η δυνατότητα υπερπαραγωγής ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος συνεπάγεται άμεσα τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής. «[Η πρόταση] το εμπόρευμα πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα σημαίνει απλώς: όλα τα εμπορεύματα πρέπει να το κάνουν αυτό. Και όπως η δυσκολία αυτής της μεταμόρφωσης υπάρχει για ένα ατομικό εμπόρευμα, έτσι μπορεί να υπάρξει και για όλα τα εμπορεύματα. Η γενική φύση της μεταμόρφωσης των εμπορευμάτων — που περιλαμβάνει τόσο τον διαχωρισμό όσο και την ενότητα πώλησης και αγοράς — αντί να αποκλείει τη δυνατότητα μιας γενικής πληθώρας, αντιθέτως, ενσωματώνει τη δυνατότητα αυτής.» (TSV2, 504)

Μια γενική πληθώρα προκύπτει όταν οι καπιταλιστές μετατρέπουν τα εμπορεύματά τους σε χρήμα, αλλά έπειτα αποσύρουν το χρήμα από την κυκλοφορία, όταν «το κίνητρο για τη μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα, για την πραγματοποίηση της ανταλλακτικής του {192} αξίας, υπερισχύει του κινήτρου για τη μετατροπή του και πάλι σε χρηστική αξία» (TSV2, 505). Δεν αποτελεί διέξοδο το να ισχυριστεί κανείς ότι όλα τα εμπορεύματα θα μπορούσαν να πωληθούν αν οι τιμές τους έπεφταν, διότι η πτώση των τιμών είναι ακριβώς αυτό που επιφέρει την κρίση. «Η υπερβολή εμπορευμάτων είναι πάντα σχετική· με άλλα λόγια, είναι υπερβολή σε συγκεκριμένες τιμές. Οι τιμές στις οποίες απορροφώνται τελικά τα εμπορεύματα είναι καταστροφικές για τον παραγωγό ή τον έμπορο.» Ομοίως, μπορεί η κρίση υπερπαραγωγής να ξεκινήσει από ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα, αλλά σύντομα να γενικευτεί. Για να είναι μια κρίση (και επομένως και η υπερπαραγωγή) γενική, αρκεί να πλήξει τα κύρια εμπορεύσιμα αγαθά.» (TSV2, 505)

Παρά την περιοδική επανεμφάνιση των κρίσεων, στις οποίες η υπερπαραγωγή επεκτείνεται σε όλους τους κλάδους παραγωγής, οι οικονομολόγοι αρνούνται τη δυνατότητα γενικής υπερπαραγωγής, εξηγώντας τις κρίσεις ως αποτέλεσμα μιας «υπερβάλλουσας αφθονίας κεφαλαίου», η οποία συνήθως αποδιδόταν στην κερδοσκοπική διόγκωση της πίστωσης που επιτράπηκε από την υπερβολική επιείκεια των τραπεζιτών.^11

^11 Ο Ρικάρντο απαλλάσσεται εν μέρει από τον Μαρξ, καθώς οι κρίσεις που είχε παρατηρήσει μπορούσαν να εξηγηθούν ως τυχαία φαινόμενα· όμως αυτή η άρνηση δεν ήταν πλέον δυνατή μετά το 1825, από το οποίο και έπειτα οι κρίσεις επανεμφανίζονται με ξεκάθαρη περιοδικότητα.

Ωστόσο, ο Μαρξ επιμένει: η αφθονία κεφαλαίου είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Το μόνο σημάδι ότι το κεφάλαιο είναι «υπερβάλλον» έρχεται όταν οι καπιταλιστές δεν μπορούν να πουλήσουν τα εμπορεύματα που έχουν παράγει· έτσι, το «υπερβάλλον κεφάλαιο» δεν είναι τίποτε άλλο από μια συσσώρευση εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πωληθούν. Η «υπερπαραγωγή κεφαλαίου» σημαίνει απλώς «υπερπαραγωγή αξίας προορισμένης να παράγει υπεραξία… υπερπαραγωγή εμπορευμάτων προορισμένων για αναπαραγωγή — δηλαδή αναπαραγωγή σε υπερβολικά μεγάλη κλίμακα, που είναι το ίδιο με την απλή και καθαρή υπερπαραγωγή» (TSV2, 533).^12

^12 Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου και η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων «εκφράζουν την ίδια αντινομία, απλώς υπό διαφορετική μορφή» (CW33, 114).*

Η τάση προς κρίση και η κριτική της πολιτικής οικονομίας

Η άρνηση της δυνατότητας γενικής υπερπαραγωγής από τους οικονομολόγους μάς οδηγεί στον πυρήνα της κριτικής του Μαρξ προς την πολιτική οικονομία: «Στις κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς, οι αντιφάσεις και οι ανταγωνισμοί της αστικής παραγωγής αποκαλύπτονται κατάφωρα», αλλά οι οικονομολόγοι απλώς αρνούνται ότι υπάρχουν, «επιμένοντας, μπροστά στην κανονικότητα και περιοδικότητά τους, ότι αν η παραγωγή διεξαγόταν σύμφωνα με {193} τα εγχειρίδια, οι κρίσεις δεν θα συνέβαιναν ποτέ. Έτσι, η απολογητική συνίσταται στην παραχάραξη των απλούστερων οικονομικών σχέσεων, και ειδικότερα στην προσκόλληση στην έννοια της ενότητας, απέναντι στην αντίφαση. Αυτές οι αντιφάσεις εμφανίζονται στην αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και τη χρηματική πραγματοποίηση, ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων ως πραγμάτων, και στην πώλησή τους ως αξιών. Είναι αληθές ότι η παραγωγή και η κυκλοφορία αποτελούν δύο φάσεις ενότητας μιας ενιαίας διαδικασίας αναπαραγωγής, όμως οι δύο αυτές φάσεις είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. «Είναι ακριβώς η κρίση που επιβάλλει την ενότητά τους... Δεν θα υπήρχε κρίση χωρίς αυτή την εσωτερική ενότητα παραγόντων που εμφανίζονται ως αδιάφοροι μεταξύ τους» (TSV2, 500).^13

^13 «Οι απολογητικές φράσεις που χρησιμοποιούνται για την άρνηση των κρίσεων είναι σημαντικές στον βαθμό που πάντοτε αποδεικνύουν το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν. Για να αρνηθούν τις κρίσεις, διακηρύσσουν την ενότητα εκεί όπου υπάρχει σύγκρουση και αντίφαση. Είναι συνεπώς σημαντικές, καθώς μπορεί να ειπωθεί ότι αποδεικνύουν πως δεν θα υπήρχαν κρίσεις, αν οι αντιφάσεις που έχουν σβήσει στη φαντασία τους δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Αλλά στην πραγματικότητα οι κρίσεις υπάρχουν επειδή υπάρχουν αυτές οι αντιφάσεις... Η επιθυμία να πείσει κανείς τον εαυτό του για τη μη ύπαρξη των αντιφάσεων είναι ταυτόχρονα η έκφραση της ευσεβούς επιθυμίας να μην υπήρχαν πράγματι οι παρούσες αντιφάσεις» (TSV2, 519).

Ο Μαρξ συνδέει την αποτυχία του Ρικάρντο να κατανοήσει τη δυνατότητα κρίσης, εγγενή στη αντιφατική μορφή του εμπορεύματος, με την πλέον θεμελιώδη θεωρητική του παρανόηση, η οποία έγκειται στην αδυναμία του να κατανοήσει τις αντιφατικές μορφές του χρήματος και της αξίας, ανάγοντας την ανταλλαγή στην πιο πρωτόγονη μορφή αντιπραγματισμού. «Για να αποδείξει ότι η καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να οδηγήσει σε γενικές κρίσεις, αρνείται όλες τις συνθήκες και διακριτές μορφές της, όλες τις αρχές και ειδικές της ιδιότητες – με λίγα λόγια την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή» (TSV2, 501). Έτσι, ο Μαρξ συνδέει το φαινόμενο της κρίσης άμεσα με την κριτική του στις εννοιολογικές βάσεις της πολιτικής οικονομίας – μια κριτική που πρώτη φορά διατυπώθηκε στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, αναπτύχθηκε στα Grundrisse, και στη ώριμη μορφή της διατρέχει ολόκληρο το Κεφάλαιο.

Ο Ρικάρντο είναι «ο οικονομολόγος της παραγωγής» που αντιμετωπίζει την ανταλλαγή ως έναν απλώς τυπικό σύνδεσμο μεταξύ διαδοχικών φάσεων της παραγωγής, αγνοώντας κάθε εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά στην ανάγκη πραγματοποίησης του εμπορεύματος υπό τη μορφή χρήματος και επανεπαναμετατροπής του χρήματος στα υλικά στοιχεία του κεφαλαίου ως βάση για νέα συσσώρευση. Ο Ρικάρντο ανάγει την πράξη της ανταλλαγής σε πράξη ανταλλαγής είδους προς είδος, έτσι ώστε το χρήμα και η ανταλλαγή «εμφανίζονται μόνο ως καθαρά τυπικά στοιχεία στην πολιτική του οικονομία... Δεν εξετάζει πουθενά τη μορφή της μεσολάβησης» (CW28, 252), ενώ «οι συγκεκριμένες οικονομικές μορφές της ανταλλαγής δεν παίζουν οικονομικά κανέναν ρόλο στη δική του πολιτική οικονομία» (CW28, 256). Αυτός {194} είναι ο λόγος για τον οποίο χάνει από τα μάτια του την υπερπαραγωγή, διότι η ανταλλαγή εμφανίζεται ως καθαρά ονομαστική (CW28, 258), και το χρήμα λειτουργεί μόνο ως μέσο κυκλοφορίας. Ωστόσο, το χρήμα δεν είναι απλώς μέσο ανταλλαγής, «αλλά ταυτόχρονα το μέσο μέσω του οποίου η ανταλλαγή προϊόντος με προϊόν διασπάται σε δύο πράξεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και διαχωρισμένες χρονικά και τοπικά», διαχωρισμός που εκφράζεται στον διαχωρισμό του χρήματος από την πράξη της ανταλλαγής, ως την ανεξάρτητη μορφή της αξίας, που μπορεί εξίσου να λειτουργήσει ως αποθετήριο αξίας ή ως μέσο πληρωμής.

Αντίστοιχα, ο Ρικάρντο ενδιαφέρεται μόνο για τον προσδιορισμό του μεγέθους της αξίας και δεν δίνει καμία προσοχή στην κοινωνική μορφή μέσα στην οποία η κοινωνική εργασία παρουσιάζεται υπό την αλλοτριωμένη μορφή της αξίας. Βλέπει μόνο τον «ποσοτικό προσδιορισμό της ανταλλακτικής αξίας, δηλαδή ότι είναι ίση με μια ορισμένη ποσότητα εργάσιμου χρόνου, λησμονώντας από την άλλη πλευρά το ποιοτικό χαρακτηριστικό, ότι η ατομική εργασία πρέπει να εμφανίζεται ως αφηρημένη, γενική κοινωνική εργασία μόνο μέσω της αλλοτρίωσής της» (TSV2, 504· βλ. επίσης TSV3, 131–9).

Αφαιρώντας πλήρως τους περιορισμούς της εμπορευματικής μορφής, ο Ρικάρντο στην πραγματικότητα δηλώνει το αντίθετο από αυτό που σκοπεύει να πει, «ότι δηλαδή η παραγωγή πραγματοποιείται χωρίς καμία αναφορά στα υφιστάμενα όρια της κατανάλωσης, αλλά περιορίζεται μόνο από το ίδιο το κεφάλαιο. Και αυτό είναι πράγματι χαρακτηριστικό αυτής της μορφής παραγωγής» (TSV2, 520). Ο θεωρητικός περιορισμός της πολιτικής οικονομίας του Ρικάρντο σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογική της προϋπόθεση, γεγονός που καθιστά ακόμα και την πολιτική του οικονομία, σε τελική ανάλυση, απολογητική.

Τα όρια της παραγωγής τίθενται από το κέρδος του καπιταλιστή και όχι από τις ανάγκες των παραγωγών. Αλλά η υπερπαραγωγή προϊόντων και η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Αν ο Ρικάρντο θεωρεί ότι η εμπορευματική μορφή δεν διαφοροποιεί το προϊόν και ότι, επιπλέον, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων διαφέρει από την ανταλλαγή είδους προς είδος μόνο τυπικά, και ότι στο πλαίσιο αυτό η ανταλλακτική αξία είναι απλώς μια εφήμερη μορφή ανταλλαγής πραγμάτων, και το χρήμα απλώς ένα τυπικό μέσο κυκλοφορίας — τότε αυτό είναι απόλυτα συνεπές με την προϋπόθεσή του ότι η αστική μορφή παραγωγής είναι η απόλυτη μορφή παραγωγής. Συνεπώς, πρόκειται για μια μορφή παραγωγής χωρίς καθορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά, τα διακριτά της γνωρίσματα είναι απλώς τυπικά. Δεν μπορεί λοιπόν να αποδεχθεί ότι η αστική μορφή παραγωγής εμπεριέχει εντός της ένα εμπόδιο στην ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων — ένα εμπόδιο που {195} αναδύεται στην επιφάνεια κατά τις κρίσεις, και συγκεκριμένα μέσω της υπερπαραγωγής — του θεμελιώδους φαινομένου των κρίσεων. (TSV2, 527–8).^14

^14 «Ο Ρικάρντο υπερασπίστηκε την αστική παραγωγή στο μέτρο που αυτή [σήμαινε] την απερίφραστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» (TSV3, 52), αλλά «μετατρέπει την αστική παραγωγή σε απλή παραγωγή χρηστικών αξιών... Αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη μορφή του αστικού πλούτου ως κάτι καθαρά τυπικό που δεν επηρεάζει το περιεχόμενό του. Γι' αυτό αρνείται και τις αντιφάσεις της αστικής παραγωγής, οι οποίες ξεσπούν στις κρίσεις. Εξ ου και η εντελώς εσφαλμένη αντίληψή του για το χρήμα. Κατά την εξέταση της διαδικασίας παραγωγής του κεφαλαίου, αγνοεί πλήρως τη διαδικασία της κυκλοφορίας, στο μέτρο που περιλαμβάνει τη μεταμόρφωση των εμπορευμάτων, την αναγκαιότητα της μετατροπής του κεφαλαίου σε χρήμα... Ο Ρικάρντο αντιμετωπίζει την αστική, ή πιο συγκεκριμένα, την καπιταλιστική παραγωγή ως την απόλυτη μορφή παραγωγής, της οποίας οι συγκεκριμένες μορφές σχέσεων παραγωγής δεν μπορούν ποτέ να έρθουν σε αντίθεση με ή να εμποδίσουν τον σκοπό της παραγωγής... Στην πραγματικότητα, εκείνο που θαυμάζει περισσότερο στην αστική παραγωγή είναι ότι οι συγκεκριμένες μορφές της — σε σύγκριση με προηγούμενες μορφές παραγωγής — παρέχουν πεδίο για την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όταν αυτό παύει να συμβαίνει, ή όταν οι αντιφάσεις εμφανίζονται μέσα στις οποίες αυτό συμβαίνει, τότε αρνείται τις αντιφάσεις ή, μάλλον, εκφράζει την αντίφαση με άλλη μορφή, παρουσιάζοντας τον πλούτο ως τέτοιο — τη μάζα των χρηστικών αξιών αυτή καθαυτή — χωρίς αναφορά στους παραγωγούς, ως την ultima Thule*» (TSV3, 54–5· πβ. CI, 80, σημ. 2).

Για να κατανοήσουμε λοιπόν τη δυνατότητα των κρίσεων, πρέπει να επιστρέψουμε στα αντιφατικά θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τα οποία βρίσκονται στην υπαγωγή της παραγωγής χρηστικών αξιών στην παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας.

Οι αντιφάσεις του κεφαλαίου και η δυνατότητα της κρίσης

Όπως έχουμε δει επανειλημμένα, μόλις εξετάσουμε τη μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, διαπιστώνουμε ότι η δυνατότητα μιας κρίσης γενικής υπερπαραγωγής είναι ήδη εγγενής από την πρώτη στιγμή του διαχωρισμού της αγοράς και της πώλησης, πίσω από τον οποίο βρίσκεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία ως φάσεις της διαδικασίας καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η τάση προς την κρίση έγκειται στη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, την οποία η πολιτική οικονομία αγνοεί. «Η δυνατότητα της κρίσης, η οποία έγινε φανερή στην απλή μεταμόρφωση του εμπορεύματος, αποδεικνύεται και αναπτύσσεται περαιτέρω μέσω του διαχωρισμού ανάμεσα στη (άμεση) διαδικασία της παραγωγής και στη διαδικασία της κυκλοφορίας. Από τη στιγμή που οι διαδικασίες αυτές δεν συγχωνεύονται ομαλά αλλά καθίστανται ανεξάρτητες η μία από την άλλη, η κρίση είναι παρούσα» (TSV2, 507).

Η ίδια η κρίση προκύπτει όταν το εμπορευματικό κεφάλαιο που αναδύεται από τη διαδικασία της παραγωγής δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρήμα. Αυτό συμβαίνει επειδή κάπου αλλού κάποιος διακρατά χρήμα, το οποίο δεν μετατρέπει άμεσα σε εμπορεύματα· έτσι, είναι η ίδια η ύπαρξη του χρήματος που καθιστά δυνατές τις κρίσεις, και αυτό ακριβώς είναι που {196} αρνούνται οι οικονομολόγοι όταν ανάγουν την πράξη της ανταλλαγής σε μια πράξη ανταλλαγής είδους προς είδος (ανταλλακτικής συναλλαγής), στην οποία το χρήμα διαδραματίζει μόνο έναν τυπικό ρόλο. «Η κρίση προκύπτει από την αδυναμία πώλησης. Η δυσκολία της μετατροπής του εμπορεύματος — του συγκεκριμένου προϊόντος της ατομικής εργασίας — στο αντίθετό του, στο χρήμα, δηλαδή σε αφηρημένη γενική κοινωνική εργασία, έγκειται στο ότι το χρήμα δεν είναι το συγκεκριμένο προϊόν της ατομικής εργασίας» (TSV2, 509), αλλά παρέχει το μέσο για την αγορά οποιουδήποτε συγκεκριμένου προϊόντος οποιαδήποτε στιγμή, πράγμα που σημαίνει ότι το άτομο που κατέχει χρήμα δεν υποχρεούται να το δαπανήσει. Στην ανταλλαγή είδους προς είδος δεν θα μπορούσε να προκύψει τέτοια κρίση· το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να μη λάβει χώρα η ανταλλαγή· όμως το χρήμα καθιστά δυνατή την κρίση, καθιστώντας δυνατό τον διαχωρισμό ανάμεσα στην αγορά και την πώληση.

Ο διαχωρισμός των στιγμών της παραγωγής και της κυκλοφορίας θεμελιώνει τη δυνατότητα της κρίσης, η οποία δεν είναι κάποιο παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά ο κανονικός και τακτικός τρόπος με τον οποίο προσαρμόζονται οι τιμές και η παραγωγή, ώστε να καταστεί δυνατή η ανανεωμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. «Είπαμε ότι αυτή η μορφή περιέχει τη δυνατότητα της κρίσης, δηλαδή τη δυνατότητα να διαχωριστούν στοιχεία που είναι συσχετισμένα, αδιαχώριστα, και κατ’ επέκταση να επανενωθούν βίαια· η συνοχή τους επιβάλλεται βίαια ενάντια στην αμοιβαία ανεξαρτησία τους. Η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από τη βίαιη επιβολή της ενότητας φάσεων της διαδικασίας παραγωγής που έχουν γίνει ανεξάρτητες η μία από την άλλη» (TSV2, 509).^15

^15 «Η διαδικασία κυκλοφορίας στο σύνολό της ή η διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως σύνολο αποτελεί την ενότητα της φάσης παραγωγής του και της φάσης κυκλοφορίας του, και έτσι εμπεριέχει και τις δύο αυτές διαδικασίες ή φάσεις. Εδώ έγκειται μια περισσότερο ανεπτυγμένη δυνατότητα ή αφηρημένη μορφή κρίσης... Η κρίση είναι η βίαιη αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ στοιχείων που έχουν καταστεί ανεξάρτητα και ο εξαναγκαστικός διαχωρισμός μεταξύ στοιχείων που είναι κατ’ ουσίαν ενωμένα» (TSV2, 513).

Η εμπορευματική μορφή, που βασίζεται στον διαχωρισμό ανάμεσα στην αγορά και την πώληση, και η χρηματική μορφή, στην οποία αυτός ο διαχωρισμός αναπτύσσεται καθώς η αξία αποκτά ενσώματη μορφή ανεξάρτητη από την πράξη της ανταλλαγής, εξηγούν τη δυνατότητα της κρίσης και προσδιορίζουν τη μορφή με την οποία μια κρίση πρέπει αναγκαστικά να εμφανιστεί. Ωστόσο, δεν μας λένε τίποτα για το πώς μπορεί να προκύψει μια συγκεκριμένη κρίση, ούτε εμπεριέχουν από μόνες τους την εξήγηση για τη αναγκαιότητα της κρίσης· διότι υπήρχαν πολύ πριν από την εμφάνιση των σύγχρονων κρίσεων, οι οποίες συνδέονται όχι μόνο με τις μορφές του εμπορεύματος και του χρήματος, αλλά με την καπιταλιστική μορφή παραγωγής.

Η γενική, αφηρημένη δυνατότητα της κρίσης δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από την πιο αφηρημένη μορφή κρίσης, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς αναγκαστικό κινητήριο παράγοντα. Η αγορά και η πώληση μπορεί να αποσπαστούν η μία από την άλλη. {197} Αντιπροσωπεύουν έτσι δυνητική κρίση και η σύμπτωσή τους παραμένει πάντοτε κρίσιμος παράγοντας για το εμπόρευμα. Η μετάβαση από τη μία στην άλλη μπορεί, ωστόσο, να προχωρήσει ομαλά. Η πλέον αφηρημένη μορφή της κρίσης (και συνεπώς η τυπική δυνατότητα κρίσης) είναι η μεταμόρφωση του εμπορεύματος αυτή καθαυτή· η αντίφαση της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας χρήσης, και επιπλέον η αντίφαση μεταξύ χρήματος και εμπορεύματος, η οποία περικλείεται στην ενότητα του εμπορεύματος, υπάρχει στη μεταμόρφωση μόνο ως περίπλοκη κίνηση. Οι παράγοντες που μετατρέπουν αυτήν τη δυνατότητα κρίσης σε [πραγματική] κρίση δεν περιέχονται μέσα σε αυτή τη μορφή καθαυτή· αυτή απλώς υποδηλώνει ότι το πλαίσιο για μια κρίση υπάρχει. (TSV2, 509)^16

^16 «Η κρίση, συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να εκδηλώνεται ταυτόχρονα και στην απλή της μορφή, ως αντίφαση μεταξύ πώλησης και αγοράς και ως αντίφαση του χρήματος ως μέσου πληρωμής. Αλλά αυτές είναι απλώς μορφές, γενικές δυνατότητες κρίσης, και συνεπώς επίσης αφηρημένες μορφές της πραγματικής κρίσης. Μέσα σε αυτές, η φύση της κρίσης εμφανίζεται στις πιο απλές της μορφές, και, καθόσον αυτή η μορφή είναι και το απλούστερο περιεχόμενο της κρίσης, εμφανίζεται και στο απλούστερο περιεχόμενό της. Όμως το περιεχόμενο δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί. Η απλή κυκλοφορία του χρήματος, και ακόμη και η κυκλοφορία του χρήματος ως μέσου πληρωμής — και οι δύο προϋπήρχαν πολύ πριν από την καπιταλιστική παραγωγή, χωρίς να υπάρχουν κρίσεις — είναι δυνατές και όντως πραγματοποιούνται χωρίς κρίσεις. Αυτές οι μορφές από μόνες τους, συνεπώς, δεν εξηγούν γιατί το κρίσιμο στοιχείο τους καθίσταται κυρίαρχο και γιατί η εν δυνάμει αντίφαση που περιέχουν μετατρέπεται σε πραγματική αντίφαση.» (TSV2, 512)

Δεν αρκεί να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη κρίσεων, ούτε ακόμη και να αναφερθούμε στον διαχωρισμό μεταξύ αγοράς και πώλησης ως περιέχοντα τη δυνατότητα κρίσεων, όπως κάνει ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, διότι αυτό αφήνει τις πραγματικές κρίσεις να φαίνονται τυχαίες και ανεξήγητες. «Αυτοί οι παράγοντες που εξηγούν τη δυνατότητα κρίσεων, σε καμία περίπτωση δεν εξηγούν την πραγματική τους εμφάνιση. Δεν εξηγούν γιατί οι φάσεις της διαδικασίας έρχονται σε τέτοια σύγκρουση ώστε η εσωτερική τους ενότητα μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσω κρίσης, μέσω μιας βίαιης διαδικασίας. Αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται στην κρίση· είναι η στοιχειώδης μορφή της κρίσης. Να εξηγείς την κρίση βάσει αυτής, της στοιχειώδους μορφής της, είναι σαν να εξηγείς την ύπαρξη της κρίσης περιγράφοντας την πιο αφηρημένη μορφή της, δηλαδή να εξηγείς την κρίση μέσω της κρίσης.» (TSV2, 502)

«Αυτό δείχνει πόσο άνοστοι είναι οι οικονομολόγοι οι οποίοι, όταν πλέον δεν είναι σε θέση να εξαλείψουν το φαινόμενο της υπερπαραγωγής και των κρίσεων, αρκούνται να λένε ότι αυτές οι μορφές περιέχουν τη δυνατότητα κρίσεων, ότι συνεπώς είναι τυχαίο αν οι κρίσεις εμφανιστούν ή όχι, και κατά συνέπεια η εμφάνισή τους δεν είναι παρά ζήτημα σύμπτωσης.» (TSV2, 512)

Αν πρόκειται να εξηγήσουμε τις κρίσεις, οφείλουμε να αναπτύξουμε την ανάλυση προοδευτικά, από τους πιο αφηρημένους προσδιορισμούς της κρίσης προς τις συγκεκριμένες {198} εκδηλώσεις της. Από αυτή την άποψη, η εξήγηση των κρίσεων αποτελεί το πιο δύσκολο καθήκον που αντιμετωπίζει η θεωρία του Μαρξ, διότι οι κρίσεις αποτελούν την πιο συγκεκριμένη εκδήλωση των πιο αφηρημένων αντιφάσεων που είναι εγγενείς στην καπιταλιστική παραγωγή. «Οι παγκόσμιες εμπορικές κρίσεις πρέπει να θεωρούνται ως η πραγματική συμπύκνωση και βίαιη εξομάλυνση όλων των αντιφάσεων της αστικής οικονομίας. Οι επιμέρους παράγοντες, που συμπυκνώνονται σε αυτές τις κρίσεις, πρέπει συνεπώς να αναδειχθούν και να περιγραφούν σε κάθε σφαίρα της αστικής οικονομίας· και όσο προχωρούμε στην εξέτασή της, τόσο περισσότεροι τομείς αυτής της σύγκρουσης πρέπει να ανιχνεύονται αφενός, και αφετέρου πρέπει να δειχθεί ότι οι πιο αφηρημένες της μορφές επανεμφανίζονται και περιέχονται στις πιο συγκεκριμένες μορφές.» (TSV2, 510)

Χρήμα, πίστωση και η δυνατότητα της κρίσης

Η αφηρημένη μορφή της κρίσης μας δείχνει τη μορφή μέσα στην οποία μια κρίση πρέπει αναγκαστικά να εμφανιστεί, ως κατάρρευση της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, που εκφράζεται μέσω της διάρρηξης της ενότητας αγοράς και πώλησης. Για να προχωρήσει προς μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση, ο Μαρξ πρέπει να δείξει ότι οι αφηρημένες μορφές της κρίσης «αποκτούν περιεχόμενο, μια βάση πάνω στην οποία μπορούν να εκδηλωθούν» μέσα στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. (TSV2, 510)

Στην άμεση σχέση μεταξύ αγοράς και πώλησης, το χρήμα παίζει τον μεταβατικό ρόλο του μέσου ανταλλαγής. Ωστόσο, βάσει αυτού, το χρήμα μπορεί να αποκτήσει μια δεύτερη λειτουργία, «τη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, στην οποία το χρήμα έχει δύο διαφορετικές λειτουργίες και εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές φάσεις, διαχωρισμένες χρονικά». Η ανάπτυξη του πιστωτικού χρήματος, η οποία βασίζεται στη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, καθιστά δυνατή όχι μόνο τη διάσπαση της αγοράς από την πώληση, αλλά αυξάνει και την πιθανότητα να καταρρεύσει το αλληλοεξαρτώμενο δίκτυο αγορών και πωλήσεων.

Η διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό διαχωρισμένων αλλά αλληλεξαρτώμενων αγορών και πωλήσεων μεταξύ καπιταλιστών, όπου η ζήτηση καθορίζεται από τις ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής, ενώ η προσφορά από τις επιταγές της παραγωγής υπεραξίας. Οι πωλήσεις και αγορές ενδιάμεσων προϊόντων δημιουργούν αλυσίδες πίστωσης, των οποίων η εξόφληση εξαρτάται από την πώληση του τελικού προϊόντος. Αν αυτή η πώληση αποτύχει, τότε ολόκληρη η αλυσίδα πληρωμών καταρρέει· «εδώ — στην καπιταλιστική παραγωγή — μπορούμε ήδη να δούμε τη σύνδεση μεταξύ αμοιβαίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων, των πωλήσεων και {199} αγορών, μέσω των οποίων η δυνατότητα μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικότητα.» (TSV2, 511–512)

Με την ανάπτυξη του χρήματος ως μέσου πληρωμής, αποκαλύπτονται τώρα δύο αλληλένδετες όψεις της κρίσης. «Η γενική δυνατότητα της κρίσης δίνεται στη διαδικασία της μεταμόρφωσης του κεφαλαίου την ίδια, και με δύο τρόπους: καθόσον το χρήμα λειτουργεί ως μέσο κυκλοφορίας, [η δυνατότητα της κρίσης έγκειται] στον διαχωρισμό της αγοράς και της πώλησης· και καθόσον το χρήμα λειτουργεί ως μέσο πληρωμής, έχει δύο διαφορετικές όψεις, λειτουργεί ως μέτρο της αξίας και ως πραγμάτωση της αξίας. Αυτές οι δύο όψεις [μπορεί] να αποσπαστούν η μία από την άλλη.» (TSV2, 513–4) Αν το εμπόρευμα απολέσει την αξία του στο μεσοδιάστημα, τότε μια ολόκληρη σειρά συναλλαγών δεν μπορεί να τακτοποιηθεί, ώστε να προκύψει «αδυναμία πληρωμής όχι μόνο σε ένα, αλλά σε πολλά σημεία· έτσι προκύπτει κρίση.» (TSV2, 514)

Τώρα έχουμε μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για την ανάπτυξη των κρίσεων, με την πίστωση να εδραιώνει τη διασύνδεση μιας ολόκληρης σειράς συναλλαγών που εκτείνονται σε χρονική διάρκεια· και αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ κρίσης υπερπαραγωγής ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος και κρίσης γενικευμένης υπερπαραγωγής. Μας επιτρέπει επίσης να δούμε πώς μια κρίση υπερπαραγωγής εμφανίζεται με τη μορφή νομισματικής κρίσης. Από τη στιγμή που ο καπιταλιστής συναλλάσσεται με πίστωση, οφείλει να πουλήσει το εμπόρευμα εγκαίρως για να αποπληρώσει το χρέος του. «Η κρίση δεν προκύπτει μόνο επειδή το εμπόρευμα δεν μπορεί να πουληθεί, αλλά επειδή δεν μπορεί να πουληθεί εντός ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος· και η κρίση προκύπτει και αντλεί τον χαρακτήρα της όχι μόνο από τη μη πώληση του εμπορεύματος, αλλά από τη μη εκπλήρωση μιας ολόκληρης σειράς πληρωμών που εξαρτώνται από την πώληση αυτού του συγκεκριμένου εμπορεύματος εντός αυτού του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Αυτή είναι η χαρακτηριστική μορφή των νομισματικών κρίσεων.» (TSV2, 514) Μόλις αναπτυχθεί η πίστωση, η νομισματική κρίση «ακολουθεί αναπόφευκτα» μετά την εμπορική κρίση.

Η εισαγωγή του χρήματος ως μέσου πληρωμής δεν μας φέρνει πιο κοντά στην εξήγηση των κρίσεων· βρισκόμαστε ακόμη στο επίπεδο των «τυπικών δυνατοτήτων κρίσης» (TSV2, 514). Αν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται ικανοποιητικά, τότε όλα τα χρέη μπορούν να εξοφληθούν και δεν μπορεί να υπάρξει κρίση.^17 Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που διαθέτουμε μια πιο ανεπτυγμένη κατανόηση του μηχανισμού των κρίσεων, η εισαγωγή του χρήματος ως μέσου πληρωμής δεν μας φέρνει πιο κοντά στην εξήγησή τους, διότι μια νομισματική κρίση προϋποθέτει ήδη μια κρίση στην αγορά και πώληση εμπορευμάτων.

^17 Ο Μαρξ εδώ αποκλείει την εξέταση της απάτης και αναβάλλει τη μελέτη του ζητήματος της «υπερβάλλουσας πίστωσης». (TSV2, 515)

{200} Η κατάρρευση της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου πληρωμής δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της κυκλοφορίας, και ακόμη δεν έχουμε εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να καταρρεύσει η κυκλοφορία. «Οι κρίσεις είναι δυνατές χωρίς την πίστωση, χωρίς το χρήμα να λειτουργεί ως μέσο πληρωμής. Αλλά η δεύτερη μορφή δεν είναι δυνατή χωρίς την πρώτη — δηλαδή χωρίς το διαχωρισμό αγοράς και πώλησης. ... Στην εξέταση του γιατί η γενική δυνατότητα κρίσης μετατρέπεται σε πραγματική κρίση, στην εξέταση των όρων της κρίσης, είναι συνεπώς εντελώς περιττό να ασχολείται κανείς με τις μορφές της κρίσης που προκύπτουν από την ανάπτυξη του χρήματος ως μέσου πληρωμής. Γι’ αυτό ακριβώς οι οικονομολόγοι αρέσκονται να υπονοούν ότι αυτή η προφανής μορφή είναι η αιτία των κρίσεων.» (TSV2, 514–5)

Η καπιταλιστική παραγωγή και η δυνατότητα της κρίσης

Μέχρι τώρα ο Μαρξ εξετάζει την τάση προς κρίση σε σχέση με τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στην κοινωνική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής και στη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στον ιδιαίτερα καπιταλιστικό χαρακτήρα της παραγωγής.

Η θεώρηση του καπιταλιστικού χαρακτήρα της παραγωγής, εκ πρώτης όψεως, δεν προσθέτει τίποτε στην ανάλυση. Αν εξετάσουμε ειδικά τον ρόλο της κυκλοφορίας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, βρίσκουμε απλώς τις βασικές αντιφάσεις των μορφών του εμπορεύματος και του χρήματος να αναπαράγονται. «Οι αντιφάσεις που είναι εγγενείς στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, οι οποίες αναπτύσσονται περαιτέρω στην κυκλοφορία του χρήματος — και συνεπώς και οι δυνατότητες κρίσης — αναπαράγονται αυτόματα στο κεφάλαιο, αφού η ανεπτυγμένη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του χρήματος λαμβάνει χώρα, στην πραγματικότητα, μόνο στη βάση του κεφαλαίου.» (TSV2, 512)

Αν επιστρέψουμε από την κυκλοφορία στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, και πάλι δεν μπορούμε να βρούμε κάτι που να εξηγεί την τάση προς κρίση. Από τη στιγμή που ο καπιταλιστής έχει στα χέρια του τα στοιχεία της παραγωγής, αρκεί να τα θέσει σε λειτουργία, έτσι ώστε η παραγωγή υπεραξίας να είναι πλήρως υπό τον έλεγχό του, χωρίς να αντιμετωπίζει εξωτερικό εμπόδιο. Το γεγονός ότι παράγεται υπεραξία έχει σημασία όταν εξετάζουμε το ζήτημα της πραγματοποίησής της, αλλά το ζήτημα αυτό δεν τίθεται κατά την ίδια την παραγωγή της.^18 Η απλή (άμεση) παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου αφ’ εαυτής δεν μπορεί να προσθέσει κάτι καινούριο στο παρόν πλαίσιο.

^18 Φυσικά, υπάρχουν τεχνικά και κοινωνικά εμπόδια στην παραγωγή υπεραξίας, κυρίως η αντίσταση των εργατών, αλλά τα μόνα όρια είναι «εκείνα που εν μέρει προϋποτίθενται και εν μέρει τίθενται εντός αυτής της διαδικασίας, αλλά πάντα τίθενται ως εμπόδια που πρέπει να υπερβληθούν» (Grundrisse, CW28, 331).

{201} Για να υπάρξει καθόλου, οι όροι της ύπαρξής της πρέπει να προϋπάρχουν. Το πρώτο μέρος που αφορά το κεφάλαιο — η άμεση διαδικασία παραγωγής — δεν συνεισφέρει κανένα νέο στοιχείο κρίσης. Αν και περιέχει ένα τέτοιο στοιχείο, καθώς η διαδικασία παραγωγής προϋποθέτει την ιδιοποίηση και επομένως την παραγωγή υπεραξίας. Όμως αυτό δεν μπορεί να καταδειχθεί όταν εξετάζεται η διαδικασία παραγωγής καθαυτή, διότι αυτή δεν ασχολείται με την πραγματοποίηση ούτε της αναπαραγόμενης αξίας ούτε της υπεραξίας. (TSV2, 513)

Αν η τάση προς κρίση δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα χαρακτηριστικά της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος, ούτε με βάση τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής παραγωγής, τότε μπορεί να εξηγηθεί μόνο σε σχέση με τον συγκεκριμένα καπιταλιστικό χαρακτήρα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία — δηλαδή στην αγορά και πώληση των εμπορευμάτων ως προϊόντων του κεφαλαίου, ως μέρος της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο σύνολό της. «Αυτό μπορεί να εμφανιστεί μόνο στη διαδικασία κυκλοφορίας, η οποία είναι αυτή καθαυτή και διαδικασία αναπαραγωγής.» (TSV2, 513)

Καπιταλιστική Αναπαραγωγή, Δυσαναλογία και Κρίση

Για να υπερβούμε τη αφηρημένη μορφή της κρίσης, πρέπει να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά ο Μαρξ δεν μπορεί να το κάνει αυτό πλήρως, προτού να έχει αναλύσει την αλληλεπίδραση των επιμέρους κεφαλαίων εντός της κίνησης του γενικού κεφαλαίου, δηλαδή στην ανάλυση του ανταγωνισμού και της πίστωσης (την οποία δεν πρόλαβε ποτέ να συγγράψει). «Τώρα, ωστόσο, πρέπει να ιχνηλατηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της εν δυνάμει κρίσης — η πραγματική κρίση μπορεί να συναχθεί μόνο από την πραγματική κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του ανταγωνισμού και της πίστωσης — στο βαθμό που η κρίση ανακύπτει από τις ιδιαίτερες πλευρές του κεφαλαίου που του είναι ιδιάζουσες ως κεφάλαιο, και δεν εμπεριέχονται απλώς στην ύπαρξή του ως εμπόρευμα και χρήμα.» (TSV2, 512–3)«Η πραγματική κίνηση ξεκινά από το υπάρχον κεφάλαιο — δηλαδή η πραγματική κίνηση δηλώνει ανεπτυγμένη καπιταλιστική παραγωγή, η οποία ξεκινά και προϋποθέτει τη δική της βάση. Η διαδικασία αναπαραγωγής και η προδιάθεση προς κρίση που αναπτύσσεται περαιτέρω εντός της περιγράφονται συνεπώς μόνο εν μέρει υπό αυτή την ενότητα και απαιτούν περαιτέρω ανάλυση στο κεφάλαιο “Κεφάλαιο και Κέρδος”.» (TSV2, 513)

Ταυτόχρονα, ο Μαρξ επιδιώκει ακόμη να εντοπίσει την πηγή των κρίσεων εντός της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο σύνολό της — δηλαδή, στη {202} σχέση μεταξύ της παραγωγής των εμπορευμάτων ως αξιών χρήσης και της αγοράς και πώλησής τους ως μέσων για την παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας — και όχι μόνο στις συμπτωματικές αλληλεπιδράσεις επιμέρους κεφαλαίων. Αυτό μας επαναφέρει στο πρόβλημα της αναλογίας στην παραγωγή, στο οποίο επανέρχεται ο Μαρξ μέσα από μια σειρά σημειώσεων που προσέθεσε εκ των υστέρων, προσπαθώντας να ξεχωρίσει εκείνες τις αιτίες της κρίσης που είναι εγγενείς στη γενική φύση του κεφαλαίου από εκείνες που προκύπτουν μόνο από την αλληλεπίδραση των επιμέρους κεφαλαίων, ως αποτέλεσμα της «αναρχίας της αγοράς».

Ο Μαρξ επισημαίνει εκ νέου τη διάκριση ανάμεσα στη μορφική δυνατότητα της κρίσης και την αιτία της κρίσης. Η γενική δυνατότητα της κρίσης είναι η μορφική μεταμόρφωση του ίδιου του κεφαλαίου — ο διαχωρισμός, στον χρόνο και στον χώρο, της αγοράς από την πώληση. Όμως αυτό ποτέ δεν αποτελεί την αιτία της κρίσης. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο από την πιο γενική μορφή της κρίσης, δηλαδή η ίδια η κρίση στην πιο γενικευμένη έκφρασή της. Αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η αφηρημένη μορφή της κρίσης είναι η αιτία της κρίσης. Αν κάποιος ρωτά ποια είναι η αιτία της, θέλει να ξέρει γιατί η αφηρημένη μορφή της, η μορφή της δυνατότητάς της, μετατρέπεται από δυνατότητα σε πραγματικότητα. (TSV2, 515)

Ο Μαρξ επιμένει ότι αναζητούμε μια αιτία των κρίσεων που να είναι ανεξάρτητη από τις τυχαίες διακυμάνσεις των τιμών. «Οι γενικοί όροι των κρίσεων, στο βαθμό που είναι ανεξάρτητοι από τις διακυμάνσεις των τιμών (είτε συνδέονται αυτές με το πιστωτικό σύστημα είτε όχι), ως διακριτοί από τις διακυμάνσεις στην αξία, πρέπει να είναι εξηγήσιμοι με βάση τους γενικούς όρους της καπιταλιστικής παραγωγής.» Όπου οι κρίσεις προκύπτουν από μεταβολές στις τιμές που δεν συμπίπτουν με μεταβολές στις αξίες, αυτές «δεν μπορούν να εξεταστούν κατά την ανάλυση του κεφαλαίου εν γένει, στην οποία οι τιμές των εμπορευμάτων θεωρούνται ταυτόσημες με τις αξίες των εμπορευμάτων.» (TSV2, 515) Δεν πρόκειται για μεθοδολογικό δογματισμό, αλλά για την αποφασιστικότητα του Μαρξ να δείξει ότι οι κρίσεις είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και επομένως θα προκύψουν ακόμη και αν τα εμπορεύματα πωλούνται σε τιμές που αντιστοιχούν στις αξίες τους. Αυτό σημαίνει ότι η πηγή των κρίσεων πρέπει να αναζητηθεί σε μεταβολές στις σχέσεις αξίας, δηλαδή σε αλλαγές στις συνθήκες παραγωγής.

Ο Μαρξ εξετάζει την περίπτωση μιας κρίσης που προκύπτει από μεταβολή στην αξία, με παράδειγμα την αύξηση της αξίας του βαμβακιού έπειτα από πτώση της σοδειάς.^19 Η μείωση της παραγόμενης ποσότητας βαμβακιού {203} διαταράσσει τις «αναλογίες με τις οποίες το χρήμα πρέπει να επαναμετατραπεί στα διάφορα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, προκειμένου να συνεχιστεί η παραγωγή στην προηγούμενη κλίμακα» (TSV2, 515). Η αύξηση του κόστους και η μείωση της ποσότητας του βαμβακιού σημαίνει ότι μπορεί να απασχοληθεί λιγότερη εργασία, με αποτέλεσμα απολύσεις εργατών και αδράνεια του κεφαλαίου. Η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και η μείωση της κλίμακας παραγωγής οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους, έτσι ώστε ο καπιταλιστής να μην μπορεί να καλύψει τις σταθερές του υποχρεώσεις, όπως τόκους και ενοίκια, και να προκύψει κρίση. Ταυτόχρονα, η τιμή των προϊόντων βαμβακιού αυξάνεται, διαταράσσοντας τις αναλογίες σε άλλους κλάδους παραγωγής και εκτρέποντας τη ζήτηση από άλλα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα η κρίση να γενικευθεί.

^19 Δεν πρόκειται για ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα. Αφενός, είναι αμφίβολο αν μια καταστροφή της σοδειάς θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε αύξηση της αξίας και όχι απλώς της τιμής. Αφετέρου, η πολιτική οικονομία ήταν αρκετά πρόθυμη να παραδεχτεί ότι τέτοιες φυσικές καταστροφές μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια κρίση.

Ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι ακριβώς η ίδια διαδικασία θα μπορούσε να πυροδοτηθεί όχι από τις φυσικές συνθήκες μιας κακής σοδειάς, αλλά από την «δυσανάλογη» μετατροπή πρόσθετου κεφαλαίου στα διάφορα συστατικά του στοιχεία — για παράδειγμα, αν επενδυθεί υπερβολικά μεγάλο μέρος σε μηχανήματα σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για πρώτη ύλη, της οποίας η προσφορά ήταν επαρκής για το παλιό επίπεδο παραγωγής αλλά ανεπαρκής για την αυξημένη κλίμακα (TSV2, 516). Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, δεν υπάρχει μεταβολή στις συνθήκες παραγωγής, οπότε λογικά πρόκειται για μεταβολή στην τιμή που δεν αντιστοιχεί σε μεταβολή στην αξία.

Αυτό και τα άλλα παραδείγματα που εξετάζει εδώ ο Μαρξ είναι όλα περιπτώσεις των διαταρακτικών επιπτώσεων των δυσαναλογιών στην παραγωγή, στις οποίες μια κρίση γενικεύεται ως αποτέλεσμα υπερπαραγωγής σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι «μερικές κρίσεις μπορούν επομένως να προκύψουν από δυσανάλογη παραγωγή».^20 Αν η υπερπαραγωγή εκδηλωθεί σε λίγους βασικούς κλάδους παραγωγής, τότε η μερική κρίση μπορεί να γενικευτεί, έτσι ώστε η κρίση υπερπαραγωγής να επεκταθεί ακόμη και σε εκείνους τους παραγωγούς που «δεν είχαν υπερπαράγει στους δικούς τους τομείς» (TSV2, 523). Με βάση αυτό, «μπορεί να κατανοηθεί πώς η υπερπαραγωγή σε αυτά τα λίγα αλλά βασικά είδη καλεί μια λίγο-πολύ γενική (σχετική) υπερπαραγωγή σε όλη την αγορά» (TSV2, 523). Αλλά ο Μαρξ επαναλαμβάνει ότι «αυτό μπορεί να εξεταστεί μόνο σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων» (TSV2, 521), ενώ εκείνο που ακόμα προσπαθεί να θεμελιώσει είναι οι όροι της γενικής υπερπαραγωγής που είναι εγγενείς στην έννοια του κεφαλαίου-εν-γένει.

^20 «Στις κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς, όλες οι αντιφάσεις της αστικής παραγωγής ξεσπούν συλλογικά· ενώ στις μερικές κρίσεις (μερικές όσον αφορά το περιεχόμενο και την έκτασή τους) τα ξεσπάσματα είναι μόνο σποραδικά, αποσπασματικά και μονόπλευρα.» (TSV2, 534)

{204} Υπάρχουν δύο προβλήματα στην εξήγηση της αναγκαιότητας των κρίσεων με βάση τη δυσαναλογία. Το πρώτο είναι να εξηγηθεί γιατί θα πρέπει να προκύψει υπερπαραγωγή στους ηγετικούς κλάδους παραγωγής εξ αρχής. Μπορούμε να κατανοήσουμε πώς μια κρίση στους ηγετικούς τομείς μπορεί να γενικευθεί, αλλά «δεν είναι καθόλου σαφές πώς μπορεί να προκύψει υπερπαραγωγή αυτών των ειδών» (TSV2, 523). Εφόσον διατηρείται η αύξηση της παραγωγής στους ηγετικούς τομείς, «μια γενική αύξηση του εισοδήματος, και επομένως της δικής τους κατανάλωσης, φαίνεται εξασφαλισμένη» (TSV2, 524), επομένως φαίνεται να είναι κλειδωμένοι σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι το να εξηγηθεί γιατί η δυσαναλογία θα πρέπει αναγκαστικά να οδηγήσει σε κρίση. Η εμφάνιση δυσαναλογιών αντισταθμίζεται από τη διαδικασία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος «έχει ως αποτέλεσμα τη διανομή της συνολικής μάζας του κοινωνικού χρόνου εργασίας ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες παραγωγής σύμφωνα με την κοινωνική ανάγκη» (TSV2, 209–210), καθώς «η άνοδος ή πτώση της αγοραίας αξίας που προκαλείται από αυτή τη δυσαναλογία οδηγεί στην απόσυρση του κεφαλαίου από έναν κλάδο παραγωγής και τη μεταφορά του σε άλλον» (TSV2, 521). Το αποτέλεσμα είναι ότι «ο ανταγωνισμός ρυθμίζει διαρκώς αυτή τη διανομή, όπως επίσης τη διαταράσσει διαρκώς» (TSV1, 225).

Οι μερικές ή τοπικές κρίσεις παρέχουν τη συνήθη μορφή εξισορρόπησης μέσω του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. «Αυτή η εξίσωση προϋποθέτει ήδη την αντίθεσή της, δηλαδή την άνιση κατανομή, και επομένως μπορεί να περιλαμβάνει κρίση· η ίδια η κρίση μπορεί να αποτελεί μορφή εξισορρόπησης. Ο Ρικάρντο κ.ά. αναγνωρίζουν αυτή τη μορφή κρίσης» (TSV2, 521). Είναι μέσα στις κρίσεις που ο κοινωνικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής επανεπιβάλλεται απέναντι στην φαινομενική ανεξαρτησία των παραγωγών. «Είναι οι κρίσεις που θέτουν τέλος σε αυτή την φαινομενική ανεξαρτησία των διάφορων στοιχείων από τα οποία αποτελείται διαρκώς η παραγωγική διαδικασία και τα οποία η ίδια διαρκώς αναπαράγει» (TSV3, 518).^21

^21 «Οι αντιφάσεις που υπάρχουν στην αστική παραγωγή … συμβιβάζονται μέσω μιας διαδικασίας εξισορρόπησης, η οποία όμως ταυτόχρονα εκδηλώνεται ως κρίση, ως βίαιη συγχώνευση αποσυνδεδεμένων παραγόντων που λειτουργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον και όμως είναι αλληλένδετοι» (TSV3, 120· βλ. και Grundrisse, CW28, 340–1).

Προς το τέλος του αποσπάσματος, ο Μαρξ θέτει το ρητορικό ερώτημα: «πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί η αναγκαία ισορροπία και αλληλεξάρτηση των διάφορων σφαιρών παραγωγής, των διαστάσεών τους και των μεταξύ τους αναλογιών, παρά μόνο μέσω της συνεχούς εξουδετέρωσης μιας διαρκούς δυσαρμονίας;» (TSV2, 529). Ωστόσο, αν και ο Μαρξ προσφέρει μια διαπεραστική κριτική της εικόνας των οικονομολόγων για τον ανταγωνισμό {205} ως μια ομαλή μετάβαση προς μια σταθερή ισορροπία, το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να αποκαταστήσει την αναλογία υποδηλώνει ότι η δυσαναλογία δεν οδηγεί αναγκαστικά σε γενικές κρίσεις.

Ταυτόχρονα, ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η γενική υπερπαραγωγή συνδέεται πάντα με τη δυσαναλογία. «Σε περιόδους γενικής υπερπαραγωγής, η υπερπαραγωγή σε ορισμένες σφαίρες είναι πάντα μόνο το αποτέλεσμα, το συνεπακόλουθο, της υπερπαραγωγής στα κύρια εμπορεύματα· [είναι] πάντα μόνο σχετική, δηλαδή υπερπαραγωγή επειδή υπάρχει υπερπαραγωγή σε άλλες σφαίρες» (TSV2, 529).

Η καθολική υπερπαραγωγή είναι αδύνατη ελλείψει δυσαναλογιών, διότι η «καθολική υπερπαραγωγή είναι αναλογική παραγωγή». Εάν όλες οι σχέσεις αναλογίας ίσχυαν, «δεν θα υπήρχε υπερπαραγωγή αλλά μόνο μια μεγαλύτερη από το συνηθισμένο ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε όλες τις σφαίρες της παραγωγής» (TSV2, 530). Ο Μαρξ απορρίπτει το γελοίο συμπέρασμα των οικονομολόγων ότι το πρόβλημα δεν είναι η υπερπαραγωγή στους ηγετικούς τομείς, αλλά η υποπαραγωγή στους καθυστερημένους τομείς, πριν καταλήξει στο σημαντικό συμπέρασμα ότι η άνιση ανάπτυξη δεν αποτελεί τυχαίο, συμπτωματικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά είναι ουσιώδες στοιχείο του. «Δεδομένου ότι, όμως, η καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να αφεθεί ελεύθερη παρά μόνο σε ορισμένες σφαίρες και υπό ορισμένες συνθήκες, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καθόλου καπιταλιστική παραγωγή εάν έπρεπε να αναπτυχθεί ταυτόχρονα και ομοιόμορφα σε όλες τις σφαίρες» (TSV2, 532).

Το επιχείρημα ότι η δυσαναλογική ανάπτυξη της παραγωγής είναι σύμφυτη με την τάση του κεφαλαίου να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις απεριόριστα φαίνεται τελικά να προσφέρει το κλειδί στο πρόβλημα, αφού εγκαθιδρύει την αναγκαιότητα της κρίσης στον πυρήνα της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν προχωρά περαιτέρω το επιχείρημα αυτό, εντάσσοντας ξανά αυτήν τη δυσαναλογία στους πολυάριθμους συμπτωματικούς παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν κρίσεις. «Η κυκλοφορία του κεφαλαίου εμπεριέχει εντός της τις δυνατότητες διακοπών», περιλαμβανομένων εμποδίων στην επαναμετατροπή του χρήματος στα στοιχεία της παραγωγής, τα οποία προκύπτουν, για παράδειγμα, όταν αυξάνεται η τιμή των πρώτων υλών, μαζί με «μεγάλο αριθμό άλλων παραγόντων, συνθηκών, δυνατοτήτων κρίσεων, που μπορούν να εξεταστούν μόνο λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, ιδίως τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων και την πίστη» (TSV2, 533).

Ο Μαρξ καταλήγει στο απόσπασμα επιστρέφοντας στο πρόβλημα της γενικής υπερπαραγωγής και τα όρια της αγοράς, χωρίς να προχωρεί περαιτέρω το επιχείρημα. Η γενική υπερπαραγωγή συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη της αγοράς υστερεί σε σχέση με την ανάπτυξη της παραγωγής. Ο Μαρξ αναγνωρίζει {206} ότι αυτό δεν αποτελεί εξήγηση, αλλά απλώς περιγράφει το φαινόμενο της κρίσης με πιο συγκεκριμένο τρόπο. Ωστόσο, αφού έχει ήδη συζητήσει το πρόβλημα της υπερπαραγωγής με λεπτομέρεια σε σχέση με τη διασύνδεση παραγωγής και κατανάλωσης, ο Μαρξ προχωρεί στη διάκριση τους, δηλώνοντας την ανεξαρτησία τους. «Η παραδοχή ότι η αγορά πρέπει να επεκταθεί προκειμένου να μην υπάρξει υπερπαραγωγή είναι επομένως και παραδοχή ότι μπορεί να υπάρξει υπερπαραγωγή. Διότι είναι τότε δυνατό — αφού η αγορά και η παραγωγή είναι δύο ανεξάρτητοι παράγοντες — η επέκταση του ενός να μην αντιστοιχεί με την επέκταση του άλλου» (TSV2, 525).

Η μόνη εξήγηση για αυτή την αποτυχία της αγοράς να επεκταθεί αρκετά γρήγορα ώστε να καλύψει τις ανάγκες της παραγωγής παρέχεται στο τέλος του αποσπάσματος, όπου ο Μαρξ επαναλαμβάνει τις υποκαταναλωτικές συνέπειες της θεμελιώδους αντίφασης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. «Η υπερπαραγωγή προσδιορίζεται ειδικά από το γενικό νόμο της παραγωγής του κεφαλαίου: την παραγωγή στο όριο που θέτουν οι παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή την εκμετάλλευση του μέγιστου ποσού εργασίας με το δεδομένο ποσό κεφαλαίου, χωρίς καμία απολύτως μέριμνα για τα πραγματικά όρια της αγοράς ή για τις ανάγκες που υποστηρίζονται από αγοραστική δύναμη· και αυτό πραγματοποιείται μέσω της συνεχούς επέκτασης της αναπαραγωγής και της συσσώρευσης, και συνεπώς της διαρκούς επανεπαναφοράς του εισοδήματος σε κεφάλαιο, ενώ από την άλλη πλευρά, η μάζα των παραγωγών παραμένει δεμένη στο μέσο επίπεδο των αναγκών και πρέπει να παραμένει δεμένη σε αυτό, σύμφωνα με τη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής» (TSV2, 534–5). Όμως ο Μαρξ έχει ήδη αποδείξει ότι εάν ο καπιταλισμός εξαρτιόταν από τις καταναλωτικές ανάγκες της εργατικής τάξης, δεν θα ήταν απλώς επιρρεπής σε κρίσεις, αλλά η ίδια του η ύπαρξη θα ήταν αδύνατη. Το πρόβλημα, επομένως, παραμένει: πώς να συνδεθούν οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του κεφαλαίου με τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτών των αντιφάσεων με τη μορφή κρίσεων.

Η επιμονή ότι υπάρχει μια αναγκαία τάση προς κρίση εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι απλώς ένα δογματικό αξίωμα της θεωρίας του Μαρξ, αλλά ένα πρόβλημα που τίθεται από την ίδια την ιστορική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εμπορικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχουν υπάρξει ήδη από την πρώτη εμφάνιση του εμπορίου και της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά με τη γενίκευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι κρίσεις έχουν καταστεί τακτικό και επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι οικονομολόγοι μπορούν να προτείνουν συμπτωματικές εξηγήσεις για κάθε μεμονωμένη κρίση, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί η καπιταλιστική συσσώρευση έχει έναν κυκλικό χαρακτήρα, στον οποίο η συσσώρευση κεφαλαίου μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσω της καταστροφής των μέσων {207} παραγωγής, του πλεονασμού της εργασίας και της απαξίωσης του κεφαλαίου σε περιοδικές κρίσεις. Η προσπάθεια να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της κρίσης δεν είναι ζήτημα πεισματικής δογματικότητας, αλλά ανάγκη να εξηγηθεί ένα προφανές γεγονός.

Η συνθήκη για τη γενική υπερπαραγωγή είναι ότι το χρήμα που αποκτάται από την πώληση των εμπορευμάτων πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία, αφήνοντας ένα αντίστοιχο ποσό εμπορευματικού κεφαλαίου απούλητο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο ο καπιταλιστής αποσύρει το χρήμα από την κυκλοφορία είναι η απουσία ευκαιριών για επικερδή επανεπένδυση αυτού του χρήματος. Μπορούμε συνεπώς να αναδιατυπώσουμε το πρόβλημα της κρίσης ως πρόβλημα εξήγησης της πτώσης του ποσοστού κέρδους που πυροδοτεί την κρίση. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν ο «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» παρέχει ένα εναλλακτικό θεμέλιο για μια θεωρία της κρίσης. Έχουμε ήδη δει ότι στα Grundrisse ο Μαρξ συνέδεσε την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με την περιοδικότητα των κρίσεων και την τελική κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά δεν ενσωμάτωσε τον νόμο αυτό στη θεωρία της κρίσης.

Η μεγάλη ελκυστικότητα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έγκειται στο ότι μπορεί να παραχθεί στο πιο αφηρημένο επίπεδο της ανάλυσης. «Εδώ, επομένως, βρισκόμαστε ξανά σε στέρεο έδαφος, όπου, χωρίς να εισέλθουμε στον ανταγωνισμό των πολυάριθμων κεφαλαίων, μπορούμε να παραγάγουμε τον γενικό νόμο άμεσα από τη γενική φύση του κεφαλαίου όπως έχει αναπτυχθεί έως τώρα. Αυτός ο νόμος, και είναι ο σημαντικότερος νόμος της πολιτικής οικονομίας, είναι ότι το ποσοστό κέρδους έχει την τάση να πέφτει με την πρόοδο της καπιταλιστικής παραγωγής» (CW33, 104).

{208}

7 Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους και η Τάση προς την Κρίση

Η συζήτηση του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους εντοπίζεται σε διάφορα σημεία του χειρογράφου που συνέγραψε το 1862, μέρος του οποίου ενσωματώθηκε στον δεύτερο και τρίτο τόμο των «Θεωριών για την Υπεραξία» (TSV), αλλά η πιο συστηματική επεξεργασία του θέματος βρίσκεται στο έως πρόσφατα αδημοσίευτο τμήμα του χειρογράφου του 1861–63, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το σχέδιο του 1864–65 που ενσωμάτωσε ο Ένγκελς στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου. Η πρόσφατη δημοσίευση αυτού του ενδιάμεσου χειρογράφου δεν επιλύει όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα, αλλά καθιστά ευκολότερη την παρακολούθηση της εξέλιξης της σκέψης του Μαρξ.

Ο Μαρξ αντιμετώπιζε τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους μόνο ως μία πτυχή των μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ως μία έκφραση των βαθύτερων αντιφάσεων που θεμελιώνουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η εξέταση του νόμου απομονωμένα ή μόνο σε σχέση με την τάση προς κρίση — όπως κάνουν η συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών — σημαίνει ότι τον αποκόπτουμε από το ευρύτερο θεωρητικό του πλαίσιο και έτσι διαστρεβλώνεται η συζήτηση του Μαρξ, στην οποία ο νόμος αποτελεί μέρος μιας πολύ πιο ευρείας και σύνθετης ανάλυσης των μακροπρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης: αφενός του αυξανόμενου ρυθμού εκμετάλλευσης και αφετέρου της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.

Μεγάλο μέρος της συζήτησης του Μαρξ για την πτώση του ποσοστού κέρδους συνιστά μια προσπάθεια να διασαφηνιστεί η σχέση μεταξύ αυτών των διαφορετικών τάσεων, καθώς ο Μαρξ εξετάζει τους παράγοντες που ενδέχεται να αμβλύνουν ή να αντισταθμίσουν την άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η πολυπλοκότητα των εμπλεκόμενων αλληλεπιδράσεων σημαίνει ότι ο Μαρξ συχνά χάνεται μέσα στην προσπάθειά του αυτή και παρακάμπτει τη συζήτηση για να φτάσει σε μη αιτιολογημένα συμπεράσματα. Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με πολύ πιο απλό και αυστηρό τρόπο μέσω αλγεβρικής διατύπωσης, όμως το μειονέκτημα αυτής της μεθόδου για τον Μαρξ είναι ότι παρέχει μια καθαρά τυπική αναπαράσταση ουσιαστικών διαδικασιών, και έτσι δεν διακρίνει το τυπικά δυνατό από το ουσιαστικά πιθανό.

Οι σχέσεις {209} δεν είναι καθαρά μηχανικές, διότι οι καπιταλιστές δεν αποδέχονται απλώς παθητικά τις συνέπειες της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου για το ποσοστό κέρδους, αλλά καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αντισταθμίσουν τις αρνητικές της επιδράσεις αυξάνοντας το ποσοστό εκμετάλλευσης, επιταχύνοντας τον κύκλο περιστροφής του κεφαλαίου κ.λπ.^1

^1 Ο Μαρξ αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του το 1875 σε «μαθηματικές έρευνες», στο πλαίσιο των οποίων αναδιατύπωσε μαθηματικά τη σχέση μεταξύ του ποσοστού υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους. Ο Ένγκελς χρησιμοποίησε αυτές τις σημειώσεις κατά την προετοιμασία του Κεφαλαίου, Τόμος ΙΙΙ, Κεφάλαιο 3, αλλά δεν τις αξιοποίησε σε σχέση με τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα επιχειρήσω να εντάξω τη συζήτηση του Μαρξ για τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στο γενικότερο έργο του και, στη βάση αυτή, να αναδείξω τις συνέπειές του για τη θεωρία της κρίσης. Στην πρώτη ενότητα θα θέσω τη συζήτηση στο πλαίσιο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας που αποτέλεσε σημαντικό τμήμα της. Κατόπιν θα συζητήσω το «τεχνικό» ερώτημα κατά πόσον ο Μαρξ πίστευε ότι υπάρχει αναπόφευκτη τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, προτού προχωρήσω στη συζήτηση της σχέσης μεταξύ των μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και του ποσοστού κέρδους, και θα καταλήξω σε μια συζήτηση της σχέσης μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και της τάσης προς κρίση. Η συζήτηση είναι αναγκαστικά κάπως ανοιχτή και μη οριστική, επειδή και οι ίδιες οι σημειώσεις του Μαρξ είναι ανοιχτές, συχνά θίγοντας θέματα και ερωτήματα που δεν αναπτύχθηκαν ποτέ περαιτέρω στο ίδιο του το έργο.

Η κριτική της πολιτικής οικονομίας και η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Ο Μαρξ δεν ανακάλυψε τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους — αυτός αποτελούσε έναν από τους θεμελιώδεις νόμους της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Εκείνο που έκανε ο Μαρξ ήταν να δώσει μια νέα εξήγηση σε αυτό που γενικά θεωρούνταν αδιαμφισβήτητο εμπειρικό γεγονός, το οποίο απαιτούσε επιστημονική ερμηνεία. Ο Άνταμ Σμιθ είχε εξηγήσει την πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών για σπάνιες ευκαιρίες επένδυσης. Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο είχε αρνηθεί ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να μειώσει το ποσοστό κέρδους, και την απέδιδε στην αύξηση των μισθών, η οποία προέκυπτε από τη φθίνουσα γονιμότητα του εδάφους με την αύξηση του πληθυσμού. Ο Μαρξ άσκησε κριτική και στις δύο εξηγήσεις — του Σμιθ και του Ρικάρντο — και θεώρησε την τάση {210} αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των αντισταθμιστικών τάσεων για την αύξηση τόσο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου όσο και του ποσοστού εκμετάλλευσης.

Ο Μαρξ είχε αρχικά χρησιμοποιήσει την έννοια της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου για να καταδείξει την τάση εκτόπισης της εργασίας κατά τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αντιπαραθέτοντας τη δική του έννοια του «σχετικού υπερπληθυσμού» στον πληθυσμιακό νόμο του Μάλθους, προκειμένου να δείξει ότι η ανεργία είναι ειδικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είχε χρησιμοποιήσει την ιδέα της τάσης αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης ως βάση για τη πλέον αφηρημένη και φαινομενικά «υποκαταναλωτική» διατύπωση του προβλήματος της κρίσης: η αυξανόμενη μάζα της υπεραξίας ενσωματώνεται σε μια αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων, τα οποία πρέπει να πουληθούν από τους καπιταλιστές μεταξύ τους ως βάση για την ανανεωμένη καπιταλιστική συσσώρευση. Στα Grundrisse, συνδύασε έπειτα τις δύο έννοιες για να αποδείξει, ενάντια στον Ρικάρντο, ότι μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους είναι απολύτως συμβατή με μια αυξανόμενη τάση στο ποσοστό εκμετάλλευσης. Αν και εκεί δεν συνέδεσε άμεσα την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με τη θεωρία της κρίσης, κατέληξε τη συζήτηση με μια αποκαλυπτική εικόνα της κατάρρευσης του καπιταλισμού, καθώς η πτώση του ποσοστού κέρδους αποσύρει το κίνητρο για περαιτέρω συσσώρευση.

Ο Μαρξ επανήλθε στο ζήτημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στα χειρόγραφα του 1861–63, όπου το θέμα ανακύπτει αρχικά στο πλαίσιο της λεπτομερούς εξέτασης της θεωρίας της προσόδου. Ο βασικός σκοπός αυτής της ενότητας είναι να καταδείξει το σφάλμα της θεωρίας της προσόδου του Ρικάρντο, στην οποία αυτός στηρίχθηκε για να εξηγήσει την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Εδώ, όπως και αλλού, ο Μαρξ θεωρεί ως δεδομένη την ύπαρξη μιας πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.^2 Το πρόβλημα είναι η εξήγηση αυτής της τάσης (TSV2, 438). Ο Μαρξ παρουσιάζει τη δική του εξήγηση σε αντιπαράθεση με εκείνες των Άνταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο.

^2 Παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ σημειώνει ότι κατά την περίοδο 1797–1813 τόσο οι αγροτικές τιμές όσο και το ποσοστό κέρδους αυξήθηκαν — γεγονός που ο ίδιος θεωρεί ως διάψευση της θεωρίας του Ρικάρντο. Ο Μαρξ εξηγεί αυτή την άνοδο του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης, η οποία σχετιζόταν με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και τη μείωση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων που καταναλώνουν οι εργάτες, καθώς και μέσω της πληθωριστικής αναδιανομής εισοδήματος από την πρόσοδο προς το κέρδος (TSV2, 460).

Ο Άνταμ Σμιθ είχε υποστηρίξει ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας τάσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου σε σχέση με τις περιορισμένες ευκαιρίες επένδυσης, έτσι ώστε ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών να μειώνει τις τιμές και επομένως περιορίζει το ποσοστό κέρδους. Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι ο Ρικάρντο είχε δίκιο όταν αρνήθηκε ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους μπορεί να οφείλεται στον αυξανόμενο {211} ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων: «Ο ανταγωνισμός μπορεί να εξισώσει τα κέρδη στους διάφορους κλάδους παραγωγής... αλλά δεν μπορεί να μειώσει το γενικό ποσοστό κέρδους» (TSV2, 438).^3

^3 Αργότερα στο χειρόγραφο, ο Μαρξ σημειώνει ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να μειώσει το ποσοστό του βιομηχανικού κέρδους σε όλους τους κλάδους παραγωγής μέσω της πτώσης των τιμών, έτσι ώστε η πρόσοδος και ο τόκος να αυξάνονται εις βάρος του βιομηχανικού κέρδους. Όμως αυτό, υποστηρίζει, μπορεί να είναι μόνο ένα προσωρινό αποτέλεσμα, το οποίο αφορά αποκλειστικά την κατανομή της υπεραξίας, και συνεπώς η εξέτασή του δεν αρμόζει σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης (CW33, 92).

Ο Μαρξ είχε ασκήσει παρόμοια κριτική στο επιχείρημα του Σμιθ και στα Grundrisse: «Ο ανταγωνισμός μπορεί να μειώσει διαρκώς... το μέσο ποσοστό κέρδους μόνο εάν, και μόνο στον βαθμό που, είναι νοητή μια γενική και διαρκής πτώση του ποσοστού κέρδους, η οποία λειτουργεί ως νόμος και είναι δυνατό να υφίσταται και πριν και ανεξαρτήτως του ανταγωνισμού» (CW29, 136). Ο Μαρξ είχε επίσης απορρίψει την προσέγγιση του Γουέικφιλντ, η οποία προέρχεται από αυτή του Σμιθ, καθώς εκδηλώνει «μια εμμονή με τη δυσκολία του κεφαλαίου να πραγματοποιήσει έναν αυξανόμενο όγκο κέρδους, γεγονός που ισοδυναμεί με την άρνηση της έμφυτης τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Και η αναγκαιότητα για το κεφάλαιο να αναζητά συνεχώς ένα επεκτεινόμενο πεδίο απασχόλησης είναι ακριβώς συνέπεια αυτής της τάσης» (CW29, 138). Τέλος, απέρριψε την προσπάθεια των Μπαστιά και Κάρεϊ να εξηγήσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της ανόδου των μισθών (αν και αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι μια άνοδος των μισθών δεν μπορεί να μειώσει το ποσοστό κέρδους).

Η εξήγηση του Ρικάρντο για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ήταν εσφαλμένη. Επειδή δεν διέκρινε το κέρδος από την υπεραξία, ο Ρικάρντο πίστευε ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορούσε να οφείλεται μόνο σε πτώση του ποσοστού υπεραξίας, η οποία εξηγείται από την αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγικότητας στη γεωργία. Ο Μαρξ όμως υποστηρίζει ότι το ποσοστό κέρδους τείνει να μειώνεται ακόμη και όταν το ποσοστό υπεραξίας αυξάνεται.

Ενάντια στον Ρικάρντο, ο Μαρξ επιβεβαιώνει ότι το ποσοστό κέρδους μπορεί να μειώνεται, «παρόλο που το ποσοστό υπεραξίας παραμένει σταθερό ή αυξάνεται, επειδή η αναλογία του μεταβλητού κεφαλαίου προς το σταθερό κεφάλαιο μειώνεται με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Το ποσοστό κέρδους λοιπόν πέφτει, όχι επειδή η εργασία γίνεται λιγότερο παραγωγική, αλλά επειδή γίνεται πιο παραγωγική. Όχι επειδή ο εργάτης υφίσταται λιγότερη εκμετάλλευση, αλλά επειδή υφίσταται μεγαλύτερη εκμετάλλευση. ... διότι η καπιταλιστική παραγωγή είναι αδιάρρηκτα δεμένη με την πτώση της αξίας της εργασίας» (TSV2, 439· βλ. επίσης TSV2, 90· TSV3, 302).^4

^4 Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης «δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση για την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας» (TSV2, 596). «Η αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας είναι ταυτόσημη με (α) την αύξηση της σχετικής υπεραξίας ή του σχετικού χρόνου υπερεργασίας που {212} προσφέρει ο εργάτης στο κεφάλαιο· (β) τη μείωση του χρόνου εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της εργατικής ικανότητας· (γ) τη μείωση του μέρους του κεφαλαίου που ανταλλάσσεται γενικά με ζωντανή εργασία σε σχέση με τα μέρη του που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής ως αντικειμενοποιημένη εργασία και προτεθειμένη αξία» (CW29, 147).

{212} Ο Μαρξ στις σχετικές συζητήσεις διακρίνει με σαφήνεια τη μακροχρόνια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που εξετάζεται εδώ, από την κυκλική πτώση του ποσοστού κέρδους κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Ενώ ο Ρικάρντο είχε δίκιο να επικρίνει την άποψη του Σμιθ ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας, έκανε σοβαρό λάθος συνδέοντας αυτό το επιχείρημα με την άρνηση της δυνατότητας πτώσης του ποσοστού κέρδους ως απόρροια μιας κρίσης υπερπαραγωγής, την οποία ο Μαρξ εδώ αποδίδει στην ανεπάρκεια της ζήτησης τόσο από πλευράς εργατών όσο και από πλευράς καπιταλιστών. Ο Ρικάρντο επιχείρησε «να αντικρούσει τον Άνταμ Σμιθ ισχυριζόμενος ότι η υπερπαραγωγή σε μία χώρα είναι αδύνατη... Παραβλέπει το γεγονός ότι το επίπεδο της παραγωγής δεν επιλέγεται αυθαίρετα, αλλά ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή, τόσο περισσότερο αναγκάζεται να παράγει σε μια κλίμακα που δεν έχει καμία σχέση με την άμεση ζήτηση, αλλά εξαρτάται από τη συνεχή επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Καταφεύγει στο χιλιοειπωμένο αξίωμα του Σέι, σύμφωνα με το οποίο ο καπιταλιστής δεν παράγει για το κέρδος, για την υπεραξία, αλλά παράγει αξίες χρήσης άμεσα για κατανάλωση — για τη δική του κατανάλωση. Παραβλέπει το γεγονός ότι το εμπόρευμα πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα. Η ζήτηση των εργατών δεν επαρκεί... Η ζήτηση των καπιταλιστών μεταξύ τους είναι εξίσου ανεπαρκής» (TSV2, 468).

Η πτώση του ποσοστού κέρδους που προκαλείται από μια γενική κρίση υπερπαραγωγής δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση, ικανή να εξηγήσει μια μακροχρόνια πτώση του ποσοστού κέρδους· από την άλλη πλευρά, η μακροχρόνια πτώση του ποσοστού κέρδους δεν μπορεί να εξηγήσει τις παροδικές κρίσεις που διακόπτουν τη συσσώρευση. «Όταν ο Άνταμ Σμιθ εξηγεί την πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, της συσσώρευσης κεφαλαίου γενικώς, μιλά για μόνιμο αποτέλεσμα — και αυτό είναι λάθος. Αντίθετα, η παροδική υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, η υπερπαραγωγή και οι κρίσεις είναι κάτι διαφορετικό. Μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν» (TSV2, 497 σημ).

«Η υπερπαραγωγή δεν προκαλεί συνεχή πτώση του κέρδους, αλλά η περιοδική υπερπαραγωγή επανεμφανίζεται διαρκώς. Ακολουθείται από περιόδους υποπαραγωγής κ.λπ. Η υπερπαραγωγή προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μάζες του πληθυσμού δεν μπορούν ποτέ να καταναλώσουν περισσότερο από μια μέση ποσότητα αναγκαίων αγαθών — η κατανάλωσή τους επομένως δεν αυξάνεται αναλόγως με την παραγωγικότητα της εργασίας». Έτσι βρίσκουμε τον Μαρξ {213} να προτείνει έναν συνδυασμό της θεωρίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ως θεωρίας της μακροχρόνιας τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, με αυτό που φαίνεται ως μια σαφής υποκαταναλωτική θεωρία της κρίσης. Ωστόσο, δεν συνεχίζει την ανάλυση σ’ αυτό το σημείο, για τον συνήθη λόγο: «όλο αυτό το τμήμα ανήκει στην ανάλυση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων» (TSV2, 468).

Υπάρχει πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους;

Τρεις είναι οι κύριες κριτικές που έχουν ασκηθεί στον νόμο του Μαρξ περί πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: Πρώτον, η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία συνεπάγεται την αύξηση της μάζας του σταθερού κεφαλαίου που κινητοποιείται ανά εργάτη, οδηγεί και σε μείωση της αξίας αυτού του σταθερού κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης μπορεί να αντισταθμιστεί ή ακόμη και να εξουδετερωθεί, και επομένως δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η σύνθεση του κεφαλαίου σε όρους αξίας θα αυξάνεται αναγκαστικά. Δεύτερον, ο Μαρξ σε μεγάλο βαθμό αγνοεί το ενδεχόμενο ότι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης μπορεί να είναι επαρκής ώστε να αντισταθμίσει οποιαδήποτε αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου — με αποτέλεσμα το ποσοστό κέρδους να μπορεί κάλλιστα να αυξάνεται. Τρίτον, ο Μαρξ παραβλέπει το γεγονός ότι ο καπιταλιστής θα εισαγάγει μια νέα μέθοδο παραγωγής μόνον εφόσον αυτή προσφέρει αυξημένο ποσοστό κέρδους. Επομένως, μπροστά στην προοπτική πτώσης του ποσοστού κέρδους, οι καπιταλιστές μπορεί να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις παλαιές μεθόδους παραγωγής και να κερδίζουν το παλαιό ποσοστό κέρδους, τουλάχιστον μέχρις ότου μια έλλειψη εργασίας προκαλέσει μείωση του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης των μισθών, οπότε οι μέθοδοι εξοικονόμησης εργασίας ίσως καταστούν πλέον κερδοφόρες.

Αυτές οι κριτικές αναμφίβολα αποδυναμώνουν οποιαδήποτε απόπειρα να παρουσιαστεί ο νόμος ως μηχανικός νόμος της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή της καπιταλιστικής κρίσης, και καταδεικνύουν σημεία ασάφειας και συγχύσεων στη συζήτηση του ίδιου του Μαρξ. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν επεδίωκε να αναπτύξει έναν τέτοιο μηχανιστικό νόμο, αλλά να εντάξει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στο ευρύτερο πλαίσιο των εσωτερικών τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ήταν αυτό —και όχι η παράλειψη ή η μαθηματική του αδεξιότητα— που αποτέλεσε την αιτία της σύγχυσης στη συζήτησή του.^5

^5 Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για τον νόμο στα χειρόγραφα της δεκαετίας του 1860 αφορά αυτό ακριβώς το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ του ποσοστού και της μάζας της υπεραξίας, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και του ποσοστού κέρδους. Η συζήτηση περιλαμβάνει εκτεταμένα αριθμητικά παραδείγματα, τα οποία συχνά δεν αντέχουν το βάρος που τους αποδίδει ο Μαρξ.

Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο Μαρξ, όπως και οι σύγχρονοί του, θεωρούσε δεδομένο ότι υπάρχει πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, {214} και ότι το καθήκον της πολιτικής οικονομίας ήταν να εξηγήσει αυτή την τάση. Πράγματι, ο Μαρξ θεωρούσε ότι το αναλυτικό πρόβλημα δεν ήταν να εξηγήσει γιατί πέφτει το ποσοστό κέρδους, αλλά γιατί δεν πέφτει τόσο γρήγορα όσο θα περίμενε κανείς, δεδομένης της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η δυσκολία είναι «να εξηγηθεί γιατί αυτή η πτώση δεν είναι μεγαλύτερη και ταχύτερη. Πρέπει να υπάρχουν κάποιες αντισταθμιστικές επιδράσεις που αντισταθμίζουν και ακυρώνουν την επίδραση του γενικού νόμου και του προσδίδουν απλώς τον χαρακτήρα της τάσης» (CIII, 227· βλ. επίσης CW33, 111· TSV3, 365), καθώς οι καπιταλιστές προσπαθούν με κάθε διαθέσιμο μέσο να βρουν τρόπους να διατηρήσουν την κερδοφορία τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι «οι ίδιες επιρροές που παράγουν μια τάση πτώσης στο γενικό ποσοστό κέρδους, προκαλούν επίσης αντιδράσεις, που παρεμποδίζουν, καθυστερούν και εν μέρει παραλύουν αυτήν την πτώση. Οι τελευταίες δεν καταργούν τον νόμο, αλλά αποδυναμώνουν την επίδρασή του. Διαφορετικά, δεν θα ήταν η πτώση του ποσοστού κέρδους αλλά η σχετική της βραδύτητα που θα έμενε ανεξήγητη. Συνεπώς, ο νόμος ενεργεί μόνο ως τάση. Και μόνο υπό ορισμένες συνθήκες και μόνο μετά από μεγάλες χρονικές περιόδους τα αποτελέσματά του γίνονται εντυπωσιακά αισθητά» (CIII, 233). Ο Μαρξ γνώριζε σαφώς ότι η απαξίωση του σταθερού κεφαλαίου θα μετρίαζε την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου, ότι το ποσοστό εκμετάλλευσης θα αυξανόταν, και ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν είναι μονοσήμαντη· ωστόσο υπέθετε ότι η αυξανόμενη σύνθεση του κεφαλαίου θα υπερτερούσε κάθε επίδρασης της αυξανόμενης εκμετάλλευσης και, συνεπώς, θεωρούσε δεδομένο ότι η μακροχρόνια τάση είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους.

Η τάση αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου

Για τον Μαρξ, η τάση αύξησης της «τεχνικής» σύνθεσης του κεφαλαίου ήταν άμεσο αποτέλεσμα της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας, σε δύο επίπεδα. Πρώτον, με την αύξηση της παραγωγικότητας, κάθε εργάτης επεξεργάζεται αυξημένο όγκο πρώτων υλών. Δεύτερον, για τον Μαρξ, η αύξηση της παραγωγικότητας συνδεόταν με τη μεγέθυνση της κλίμακας παραγωγής, η οποία σχετιζόταν με την εφαρμογή ολοένα και πιο ογκωδών μηχανών, οι οποίες προσέφεραν αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας.

Η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας επηρεάζει επίσης τις αξιακές σχέσεις μεταξύ των συστατικών μερών του κεφαλαίου. Αφενός, καθώς τα μέσα διαβίωσης των εργατών γίνονται φθηνότερα, η αξία της εργατικής δύναμης μειώνεται, και συνεπώς το μεταβλητό κεφάλαιο μειώνεται ως ποσοστό του συνολικού κεφαλαίου, ενισχύοντας τις τεχνικές προσδιοριστικές αιτίες της αυξανόμενης σύνθεσης του κεφαλαίου. Αφετέρου, τα «στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου» επίσης φθηναίνουν σταδιακά όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα, προσφέροντας μια αντισταθμιστική δύναμη, με το τελικό αποτέλεσμα να εξαρτάται από τους σχετικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας στην παραγωγή μέσων διαβίωσης και μέσων παραγωγής.^6

^6 Ο Μαρξ εξετάζει επίσης πρόσθετες επιπλοκές που απορρέουν από μεταβολές στον χρόνο κυκλοφορίας του κεφαλαίου — για παράδειγμα, η μείωση των αποθεμάτων μέσων παραγωγής λόγω βελτιώσεων στις μεταφορές, μειώνει τη σύνθεση του κεφαλαίου.

Ο Μαρξ ήταν πάντοτε απολύτως ενήμερος ότι η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας θα μείωνε την αξία των πρώτων υλών και των μηχανών (CW28, 309). Αυτό το φθηνότερο κόστος των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου, το οποίο ο Μαρξ θεωρεί ως μία από τις αντισταθμιστικές επιδράσεις στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου,^7 μειώνει την τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η πτώση του ποσοστού κέρδους «είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι λέγεται» (TSV3, 365). Ωστόσο, ο Μαρξ υποθέτει ότι αυτό δεν επαρκεί για να αντιστρέψει την τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Ο Μαρξ δηλώνει ότι «είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όσο αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή, τόσο αυξάνεται το τμήμα του κεφαλαίου που επενδύεται σε μηχανήματα και πρώτες ύλες, και τόσο μειώνεται το τμήμα που καταβάλλεται ως μισθός» (TSV3, 364).

^7 Ο Μαρξ θεωρεί το φθηνότερο κόστος των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου και την απαξίωση του υφιστάμενου κεφαλαίου ως αντισταθμιστικές επιδράσεις, μέσω των οποίων «οι ίδιες επιρροές που τείνουν να μειώσουν το ποσοστό κέρδους, μετριάζουν επίσης τα αποτελέσματα αυτής της τάσης», στο βαθμό που αυξάνουν τη φυσική ποσότητα του κεφαλαίου ενώ μειώνουν την αξία του (CIII, 231· βλ. και 233).

Ο Μαρξ το διατυπώνει ακόμη πιο έντονα λίγες σελίδες παρακάτω: «Είναι λοιπόν αυταπόδεικτο ή ταυτολογικό ότι η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας που προκαλείται από τα μηχανήματα αντιστοιχεί σε αυξημένη αξία των μηχανών σε σχέση με το μέγεθος της απασχολούμενης εργασίας» (TSV3, 366-7). Ωστόσο, νωρίτερα στο χειρόγραφο του 1862 ο Μαρξ είχε ήδη επισημάνει έναν σημαντικό περιορισμό αυτής της «ταυτολογικής πρότασης». Παρατηρεί ότι, πέραν της αύξησης της αξίας της εργατικής δύναμης στον Ρικάρντο, «το ποσοστό κέρδους δεν μπορεί να πέσει εκτός κι αν... υπάρχει αύξηση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου σε σχέση με το μεταβλητό.» Αντί να είναι ταυτολογικά αληθές, ο Μαρξ σημειώνει ότι «το τελευταίο φαίνεται να περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου η παραγωγική δύναμη της εργασίας δεν αυξάνεται ομοιόμορφα και ταυτοχρόνως σε όλους τους κλάδους παραγωγής που συμβάλλουν στην παραγωγή του εμπορεύματος» (CW33, 33-34), υποδεικνύοντας ότι εάν «η παραγωγικότητα αυξάνεται ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό στους κλάδους της βιομηχανίας που παράγουν σταθερό κεφάλαιο και σε εκείνους που το καταναλώνουν», τότε η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν θα μεταβαλλόταν.^8 Στην επόμενη {216} σελίδα, ο Μαρξ σημειώνει ότι το ποσοστό κέρδους «ανεβαίνει, πέφτει ή παραμένει το ίδιο» (CW33, 35), αν και αυτό δεν σχετίζεται με τη συζήτησή του για τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

^8 Το παράδειγμα του Μαρξ απλουστεύει το ζήτημα, αλλά το γενικό σημείο αναγνωρίζεται σαφώς. Ο Μαρξ {216} επαναλαμβάνει το σημείο, αλλά μόνο ως εξαίρεση, στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, όταν σημειώνει ότι η οργανική σύνθεση θα αυξηθεί «εκτός από λίγες περιπτώσεις (για παράδειγμα, αν η παραγωγικότητα της εργασίας φθηναίνει ομοιόμορφα όλα τα στοιχεία του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου)».

Το ποσοστό εκμετάλλευσης και το ποσοστό κέρδους

Όπως ακριβώς ο Μαρξ γνώριζε καλά ότι οι μεταβολές στις αξιακές σχέσεις μετριάζουν την τάση αύξησης της σύνθεσης του κεφαλαίου, έτσι γνώριζε εξίσου καλά ότι μια αύξηση στο ποσοστό εκμετάλλευσης τείνει να μετριάζει την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Στην πραγματικότητα, όλη η ουσία της αρχικής του συζήτησης για τον νόμο ήταν να δείξει — ενάντια στον Ρικάρντο — ότι μια πτώση στο ποσοστό κέρδους είναι απολύτως συμβατή με μια αύξηση στο ποσοστό εκμετάλλευσης, και άρα με μια αύξηση της μάζας του κέρδους.

Το σημείο είναι προφανές, αλλά αξίζει προσοχής, καθώς πολλοί σχολιαστές έχουν υποστηρίξει ότι ο Μαρξ το αγνόησε. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην εκδοχή που δημοσιεύτηκε στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ διατυπώνει τον νόμο με την αρχική υπόθεση ότι «το ποσοστό υπεραξίας, ή η ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, παραμένει το ίδιο» (CIII, 208). Αυτή η υπόθεση έχει αποτελέσει τη βάση της πιο διαδεδομένης κριτικής της μαρξικής διατύπωσης του νόμου.

Η υπόθεση εισήχθη προφανώς από τον Μαρξ ως μεθοδολογικό εργαλείο, καθώς γνώριζε καλά ότι δεν ισχύει στην πραγματικότητα· ωστόσο, στη συζήτηση που δημοσιεύτηκε στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ δεν εξετάζει συστηματικά τις συνέπειες της άρσης αυτής της υπόθεσης, αν και δεν είναι συνεπής στη διατήρησή της (CIII, 209, 210, 221-2, 234, 242, 243).^9

^9 Ο Μαρξ σημειώνει επίσης ότι «οι παράγοντες που αναστέλλουν την πτώση του ποσοστού κέρδους... επιταχύνουν πάντοτε την πτώση του στο τέλος» (CIII, 228), διότι αυξάνοντας το ποσοστό κέρδους επιταχύνουν τον ρυθμό της συσσώρευσης, με αποτέλεσμα σε μακροπρόθεσμη βάση η πτώση του ποσοστού κέρδους να καθίσταται αναπόφευκτη.

Ο Μαρξ επίσης δεν εξετάζει την αύξηση της σχετικής υπεραξίας μεταξύ των «αντισταθμιστικών επιδράσεων» στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, εκτός από την περίπτωση όπου αυτή προκύπτει από μια «απλή βελτίωση στις μεθόδους ... χωρίς να μεταβάλλεται το μέγεθος του επενδυμένου κεφαλαίου» (CIII, 228). Οι πιο σημαντικές αντισταθμιστικές τάσεις που εξετάζει ο Μαρξ είναι εκείνες που κινητοποιεί ο καπιταλιστής σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποτρέψει την πτώση του ποσοστού κέρδους — η επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, η απασχόληση γυναικών και παιδιών, και η εντατικοποίηση και υπερεκμετάλλευση της {217} εργασίας, όλα τα οποία αυξάνουν την παραγωγή υπεραξίας όχι μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά μέσω της μείωσης του πληρωμένου μέρους της εργάσιμης ημέρας, εις βάρος των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργατών. Επιπλέον, ο Μαρξ σημειώνει ότι ο αυξανόμενος σχετικός υπερπληθυσμός σημαίνει ότι υπάρχει αυξανόμενη αφθονία φθηνής εργασίας, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τομείς παραγωγής που δεν μπορούν εύκολα να μηχανοποιηθούν και στους οποίους η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι αναλόγως χαμηλότερη.^10

^10 Το εξωτερικό εμπόριο μπορεί επίσης να έχει επίδραση στο ποσοστό κέρδους μειώνοντας την αξία των στοιχείων του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, και λόγω των υψηλότερων ποσοστών κέρδους που αποκομίζονται στο αποικιακό εμπόριο, ως αποτέλεσμα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του πιο ανεπτυγμένου παραγωγού, και εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης των αποικιακών εργατών. Από την άλλη, κάποιοι από τους κλάδους παραγωγής με την υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου, όπως οι σιδηρόδρομοι, λειτουργούν ως «μετοχικό κεφάλαιο», καταβάλλοντας μόνο το μέσο επιτόκιο, επιτρέποντας έτσι στο κεφάλαιο σε άλλους κλάδους να αποκομίζει υψηλότερα ποσοστά κέρδους.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τόμος ΙΙΙ του Κεφαλαίου συντάχθηκε από τα σημειώματα του Μαρξ για το τρίτο προσχέδιο αυτής της συζήτησης, το οποίο εκπονήθηκε το 1864–65, στο οποίο ο Μαρξ θεωρούσε δεδομένα σημεία που είχαν ήδη αναπτυχθεί σε προηγούμενα προσχέδια. Η αύξηση στο ποσοστό εκμετάλλευσης που σχετίζεται με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας δεν είναι μια «αντισταθμιστική επίδραση», αλλά αδιαχώριστο μέρος της τάσης. Ο Μαρξ δείχνει ότι αναγνωρίζει τη σημασία αυτού του παράγοντα όταν, στο τέλος του κεφαλαίου για τις «αντισταθμιστικές επιδράσεις», αναφέρεται στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης που αναπόφευκτα συνοδεύει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ως σημείο που πρέπει να υπενθυμιστεί, «για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις», υπογραμμίζοντας, ενάντια στον Ρικάρντο, ότι «η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους είναι συνδεδεμένη με την τάση αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας. Τίποτα δεν είναι πιο παράλογο, γι' αυτόν τον λόγο, από το να εξηγείται η πτώση του ποσοστού κέρδους με την αύξηση του ποσοστού των μισθών, αν και αυτό μπορεί να συμβαίνει ως εξαίρεση ... Το ποσοστό κέρδους δεν πέφτει επειδή η εργασία γίνεται λιγότερο παραγωγική. Τόσο η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας όσο και η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απλώς ειδικές μορφές μέσω των οποίων εκφράζεται η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας στον καπιταλισμό» (CIII, 234).

Αυτό το σχόλιο δεν είναι σε καμία περίπτωση μια εκ των υστέρων προσθήκη, αλλά παραπομπή σε προηγούμενες σημειώσεις. Στα Grundrisse, ο Μαρξ περιγράφει αυτά τα δύο αποτελέσματα της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας ως «συνώνυμα» (CW29, 147). Ομοίως, στο χειρόγραφο του 1862 βρίσκουμε ότι ο Μαρξ είναι απολύτως σαφής ότι οι δύο παράγοντες, το ποσοστό υπεραξίας και η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τείνουν να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, με αντίθετες επιδράσεις στο ποσοστό κέρδους.

{218} Το γενικό ποσοστό κέρδους μπορεί να πέσει μόνο: 1) αν μειωθεί το απόλυτο μέγεθος της υπεραξίας. Η τελευταία, αντιστρόφως, έχει την τάση να αυξάνεται κατά την πορεία της καπιταλιστικής παραγωγής, διότι η αύξησή της είναι ταυτόσημη με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, η οποία αναπτύσσεται από την καπιταλιστική παραγωγή· 2) επειδή μειώνεται η αναλογία του μεταβλητού προς το σταθερό κεφάλαιο. … Αλλά ο νόμος της εξέλιξης της καπιταλιστικής παραγωγής … συνίσταται ακριβώς στη συνεχή μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου … σε σχέση με το σταθερό συνιστώμενο του κεφαλαίου. (CW33, 106)

Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης έχει μια διττή εκδήλωση: στην αύξηση της υπερεργασίας, δηλαδή στη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας· και στη μείωση του συνιστώμενου του κεφαλαίου που ανταλλάσσεται με ζωντανή εργασία σε σχέση με το συνολικό ποσό του κεφαλαίου. … Οι δύο αυτές κινήσεις όχι μόνο συμβαδίζουν, αλλά και αλληλοϋποτίθενται. Είναι απλώς διαφορετικές μορφές και φαινόμενα μέσω των οποίων εκφράζεται ο ίδιος νόμος. Όμως δρουν προς αντίθετες κατευθύνσεις όσον αφορά το ποσοστό κέρδους. (CW33, 109)

Ο Μαρξ δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η άνοδος ή η πτώση του ποσοστού κέρδους εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της μεταβολής του ποσοστού υπεραξίας και της μεταβολής της σύνθεσης του κεφαλαίου, επειδή έχει αναλάβει το καθήκον να εξηγήσει την πτώση του ποσοστού κέρδους, την οποία θεωρούσε δεδομένο γεγονός — όπως και όλοι οι σύγχρονοί του. Συνεπώς, το καθήκον είναι να εξηγηθεί γιατί η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας δεν είναι επαρκής ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου.

Μέρος της εξήγησης είναι ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που τείνουν να περιορίζουν την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. «Αν κανείς εξετάσει την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και τη σχετικά όχι τόσο έντονη πτώση του ποσοστού κέρδους, τότε η εκμετάλλευση της εργασίας πρέπει να έχει αυξηθεί πάρα πολύ, και το αξιοσημείωτο δεν είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους αλλά το ότι δεν έπεσε σε μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από περιστάσεις που θα εξεταστούν κατά τη συζήτηση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαίων, και εν μέρει από τη γενική περίσταση ότι μέχρι στιγμής η τεράστια αύξηση της παραγωγικής δύναμης σε ορισμένους κλάδους έχει παραλύσει ή περιοριστεί από την πολύ πιο αργή της ανάπτυξη σε άλλους κλάδους». (CW33, 111)^11

^11 Η αναφορά στον ανταγωνισμό εδώ παραπέμπει στις καταστροφικές συνέπειες των κρίσεων, και όχι στην ιδέα του Σμιθ, την οποία ο Μαρξ απορρίπτει, ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να μειώσει το γενικό ποσοστό κέρδους.

{219} Το αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι ότι «η αξία της εργατικής δύναμης δεν μειώνεται στον ίδιο βαθμό με αυτόν που αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας ή του κεφαλαίου». Αυτό δεν συμβαίνει λόγω της μειούμενης γονιμότητας του εδάφους, όπως ισχυριζόταν ο Ρικάρντο, αλλά επειδή «είναι στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τη βιομηχανία ταχύτερα από τη γεωργία», κυρίως επειδή οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής αναπτύσσονται πιο αργά στη γεωργία (TSV3, 300–1). Αυτή η ανισόμετρη ανάπτυξη της παραγωγής αποτελεί «έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το ποσοστό υπεραξίας ... δεν αυξάνεται στην ίδια αναλογία με την οποία μειώνεται το μεταβλητό κεφάλαιο σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο» (CW33, 131). Ο Μαρξ επισημαίνει επίσης ότι σε άλλους κλάδους, το παραγόμενο προϊόν δεν εισέρχεται στα μέσα συντήρησης των εργατών, οπότε η αύξηση της παραγωγικότητας δεν έχει επίδραση στην αξία της εργατικής δύναμης. Πιο γενικά, ισχύει ότι «η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας μειώνει την αξία της εργασίας, της αναγκαίας εργασίας, μόνο σε ορισμένους τομείς επένδυσης κεφαλαίου, και ότι, ακόμη και σε αυτούς τους τομείς, δεν αναπτύσσεται ομοιόμορφα».

Η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης περιορίζεται επίσης από τη δυνατότητα των εργατών να πετυχαίνουν αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, συγκρατώντας έτσι την πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης· «για παράδειγμα, οι ίδιοι οι εργάτες, παρόλο που δεν μπορούν να αποτρέψουν τη μείωση των (πραγματικών) μισθών, δεν θα επιτρέψουν να μειωθούν στο απόλυτο ελάχιστο· αντίθετα, επιτυγχάνουν μια ορισμένη ποσοτική συμμετοχή στη γενική αύξηση του πλούτου» (TSV3, 312).^12

^12 Ο Μαρξ διακρίνει αυτό το αποτέλεσμα, που αφορά την αξία της εργατικής δύναμης, από την προσωρινή άνοδο και πτώση των μισθών ως αποτέλεσμα αλλαγών στην προσφορά και ζήτηση εργασίας. Η τελευταία «έχει τόση σχέση με τον γενικό νόμο της αύξησης ή της πτώσης του ποσοστού κέρδους όση έχει και η άνοδος ή η πτώση των αγοραίων τιμών των εμπορευμάτων με τον καθορισμό της αξίας γενικά. Αυτό πρέπει να αναλυθεί στο κεφάλαιο για την πραγματική κίνηση των μισθών» (TSV3, 312). Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ συνδέει την αύξηση των μισθών με την εντατικοποίηση της εργασίας (CI, 635), οπότε οι εργάτες πληρώνουν το τίμημα της «συμμετοχής τους στη γενική αύξηση του πλούτου».

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Μαρξ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε αύξηση στο ποσοστό εκμετάλλευσης δεν θα είναι επαρκής ώστε να υπερνικήσει την επίδραση της αυξανόμενης σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους, σημειώνοντας απλώς ότι «το ποσοστό της υπεραξίας δεν αυξάνεται στην ίδια αναλογία με την οποία μειώνεται το μεταβλητό κεφάλαιο σε σύγκριση με το συνολικό ποσό του κεφαλαίου. Εξού η μείωση του σχετικού μεγέθους της υπεραξίας. Εξού μια πτώση στο ποσοστό κέρδους. Μια διαρκής τάση προς πτώση του» (CW33, 148).

{220}

Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους και ο Σχετικός Υπερπληθυσμός

Η διατύπωση του Μαρξ για τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, την οποία δεν προετοίμασε ποτέ για δημοσίευση, είναι μη ικανοποιητική. Ο ίδιος ήταν σαφώς ενήμερος για την πολύπλοκη ποικιλία παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη, αναγνωρίζοντας τους παράγοντες που αντιδρούν σε αυτήν την τάση, αλλά όπως και όλοι οι σύγχρονοί του, θεωρούσε τον νόμο ως ένα «αναμφισβήτητο γεγονός» που έχρηζε εξήγησης. Ωστόσο, σημαντικότερο από τον βαθμό αυστηρότητας με τον οποίο ο Μαρξ θεμελίωσε τον νόμο — που οπωσδήποτε αποτελούσε σημαντική πρόοδο σε σχέση με τους συγχρόνους του — είναι το νόημα που απέδιδε ο ίδιος στον νόμο. Θυμίζουμε ότι στα Grundrisse η σημασία του νόμου συνοψίζεται σε μια αποκαλυπτική εικόνα της κατάρρευσης του καπιταλισμού.

Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι μόνο μία από τις συνέπειες που απορρέουν από την αλληλεπίδραση της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και του αυξανόμενου ποσοστού εκμετάλλευσης — οι οποίες αποτελούν αδιαχώριστες συνέπειες της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας. Σε όλες του τις αναλύσεις, ο Μαρξ ενδιαφέρεται να αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ αντιτιθέμενων τάσεων και όχι να εξάγει μηχανιστικούς νόμους. Για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης σημαίνει ότι αυξάνεται η μάζα της υπεραξίας και, συνεπώς, όπως είχε επιχειρηματολογήσει ο Μαρξ στα Grundrisse, το πρόβλημα της πραγματοποίησης γίνεται πιο οξύ, ενώ η πτώση του ποσοστού κέρδους μειώνει το κίνητρο για συσσώρευση. Ο Μάλθους και ο Σισμόντι είχαν τονίσει το πρώτο όριο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Σμιθ και ο Ρικάρντο το δεύτερο. Στην κριτική του στην πολιτική οικονομία, ο Μαρξ επιδιώκει να συνδέσει τα δύο, δείχνοντας ότι υπάρχει ταυτόχρονα τάση αύξησης της μάζας του κέρδους και πτώσης του ποσοστού κέρδους, γεγονός που αυξάνει τόσο τον κίνδυνο όσο και τη σφοδρότητα των κρίσεων.

Η συζήτηση για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους είναι μόνο μέρος μιας ευρύτερης ανάλυσης των ιστορικών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης στο έργο του Μαρξ, στην οποία η τάση προς κρίση καταλαμβάνει μόνο λίγες σελίδες. Το ζήτημα στο οποίο αφιερώνει τη μεγαλύτερη προσοχή του είναι εκείνο που απορρέει πιο άμεσα από την αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου: το γεγονός ότι μια δεδομένη μάζα κεφαλαίου απασχολεί αναλογικά λιγότερους εργάτες. Το ζήτημα αυτό περιπλέκεται περαιτέρω, καθώς χρειάζεται να ληφθεί υπόψη όχι μόνο η άμεση επίδραση της τεχνικής αλλαγής στην απασχόληση, αλλά και οι συνακόλουθες μεταβολές που συνδέονται τόσο με την αύξηση της μάζας της υπεραξίας όσο και με την πτώση του ποσοστού κέρδους, οι οποίες είχαν σημειωθεί αλλά {221} δεν είχαν αναλυθεί από τον Ρικάρντο. Στα χειρόγραφα του 1862 και του 1864–5, ο Μαρξ εξετάζει εκτενώς την επίδραση της συσσώρευσης στην απασχόληση, αλλά με όρους που συγχέουν αυτό το ζήτημα με εκείνο της επίδρασης της σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους.

Και στα δύο αυτά κείμενα, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας αντισταθμίζεται από μια μείωση στον (σχετικό) αριθμό εργατών που απασχολούνται, με αποτέλεσμα η μάζα της υπεραξίας να μην αυξάνεται τόσο γρήγορα όσο το ποσοστό της. Αυτή η συζήτηση συνδέεται με τη μεταγενέστερη διατύπωση από τον Μαρξ του «απόλυτου γενικού νόμου» της καπιταλιστικής συσσώρευσης, εγείροντας το ζήτημα της δημιουργίας ανεργίας ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης κεφαλαίου. Ωστόσο, όσον αφορά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η συζήτηση είναι αρκετά συγκεχυμένη, κυρίως επειδή ο Μαρξ δεν φαίνεται να αναγνωρίζει, σε αυτά τα σημεία, ότι η τάση απασχόλησης αναλογικά λιγότερων εργατών (με δεδομένη την αξία της εργατικής δύναμης) είναι απλώς ένας άλλος τρόπος έκφρασης της τάσης ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, με δεδομένο το ποσοστό εκμετάλλευσης.^13

^13 Ο Μαρξ είχε ήδη αποσαφηνίσει το επιχείρημά του όταν έγραψε τον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, όπου το ζήτημα του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού παρουσιάζεται με σαφήνεια και συντομία.

Ο Μαρξ σημειώνει ότι, παρόλο που το ποσοστό εκμετάλλευσης αυξάνεται, η άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σημαίνει ότι ο αριθμός των εργατών που απασχολείται από μια δεδομένη μάζα κεφαλαίου θα μειωθεί, έτσι ώστε η μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιείται θα μειώνεται σε σχέση με το απασχολούμενο κεφάλαιο. «Είναι ήδη εντυπωσιακά εμφανές ... ότι είναι ... η τάση πτώσης του κέρδους — ή μια σχετική μείωση του ποσού της υπεραξίας χέρι-χέρι με την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας — που πρέπει να επικρατήσει, όπως επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία.» (CW33, 110). Ο Μαρξ αναπτύσσει αυτό το επιχείρημα μέσα από σειρά αριθμητικών παραδειγμάτων, περιλαμβανομένου και ενός στο οποίο ο αριθμός των εργατών αυξάνεται (CW33, 113), αλλά αρχίζει να επαναλαμβάνεται και να περιπλέκει τη συλλογιστική του, σημειώνοντας ότι ο αριθμός των εργατών θα μειώνεται, σχετικά τουλάχιστον (CW33, 123), πριν καταλήξει ότι «μια πτώση του ποσού της υπεραξίας ... πρέπει αναγκαστικά να επέλθει με την ανάπτυξη της μηχανοποίησης [...] εδώ [καταδεικνύεται] ότι η καπιταλιστική παραγωγή έρχεται σε αντίφαση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και δεν αποτελεί καθόλου την απόλυτη [...] και τελική τους μορφή» (CW33, 125).

Ο Μαρξ συζητά το ίδιο σημείο και στο χειρόγραφο του 1864–5, αλλά ενώ στο προγενέστερο κείμενο τείνει να θεωρεί δεδομένο ότι ο αριθμός των εργατών θα μειώνεται, είτε απόλυτα είτε σχετικά, έτσι ώστε η μάζα της υπεραξίας να μπορεί επίσης να μειώνεται, στη μεταγενέστερη {222} συζήτηση ο Μαρξ τονίζει ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους συνδέεται αναγκαστικά με την άνοδο της μάζας της υπεραξίας και του απόλυτου αριθμού των εργατών που απασχολούνται.^14 Επισημαίνει ότι ο αριθμός των εργατών που απασχολούνται και επομένως η μάζα της παραγόμενης υπεραξίας «μπορεί ... να αυξηθεί ... παρά τη σταδιακή πτώση του ποσοστού κέρδους. Και αυτό δεν μπορεί απλώς να συμβεί, αλλά — πέρα από προσωρινές διακυμάνσεις — πρέπει να συμβαίνει βάσει της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής» (CIII, 213), διότι η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ταυτόχρονα και διαδικασία συσσώρευσης.^15 «Έτσι, οι ίδιοι νόμοι παράγουν για το κοινωνικό κεφάλαιο μία αυξανόμενη απόλυτη μάζα κέρδους και ένα πτωτικό ποσοστό κέρδους» (CIII, 214), ένα συμπέρασμα που ο Μαρξ αναπτύσσει εκτενώς, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην «φαινομενική αντίφαση» (CIII, 217) ανάμεσα στην πτώση του ποσοστού και την αύξηση της μάζας του κέρδους.^16

^14 Στα Grundrisse, ο Μαρξ είχε ήδη τονίσει ότι ένα παράδειγμα στο οποίο ο αριθμός των εργατών μειώνεται πραγματικά είναι «απίθανο και δεν μπορεί να ληφθεί ως γενικό παράδειγμα στην πολιτική οικονομία», επειδή η αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου προϋποθέτει «μια [αυξανόμενη] διαίρεση της εργασίας στο σύνολο [της κοινωνίας], συνεπώς αύξηση του αριθμού των εργαζομένων τουλάχιστον σε απόλυτους όρους, έστω κι αν είναι μικρότερη σε σχέση με τον όγκο του απασχολούμενου κεφαλαίου» (CW28, 307).

^15 «αποτελεί απλώς απαίτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να αυξάνεται απόλυτα ο αριθμός των μισθωτών εργαζομένων, παρά τη σχετική του μείωση» (CIII, 258).

^16 Παρόλο που ο Μαρξ σημειώνει επίσης ότι «μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία θα μείωνε τον απόλυτο αριθμό των εργαζομένων... θα προκαλούσε επανάσταση, διότι θα αποχρηματοποιούσε την πλειονότητα του πληθυσμού. Εδώ επανεμφανίζεται το όριο της αστικής παραγωγής και γίνεται εμφανές ότι δεν είναι η απόλυτη μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά ότι έρχεται σε σύγκρουση με αυτές σε ένα ορισμένο σημείο. Εν μέρει αυτή η σύγκρουση εμφανίζεται συνεχώς, μέσα από τις κρίσεις, κ.λπ., οι οποίες προκύπτουν όταν πότε το ένα, πότε το άλλο τμήμα της εργατικής τάξης καθίσταται περιττό στην παλιά του μορφή απασχόλησης. Το όριό της είναι ο πλεονάζων χρόνος των εργατών· δεν την ενδιαφέρει ο απόλυτος πλεονάζων χρόνος που κερδίζεται για την κοινωνία. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει σημασία μόνο στον βαθμό που αυξάνει τον πλεονάζοντα εργάσιμο χρόνο των εργατών, όχι στο βαθμό που μειώνει τον χρόνο εργασίας για την υλική παραγωγή γενικά. Συνεπώς, είναι ενσωματωμένη σε μια αντίφαση.» (CW33, 142. Αυτό το απόσπασμα ενσωματώθηκε στο Κεφάλαιο ΙΙΙ ως συμπληρωματική σημείωση, CIII, 258).

Ο Μαρξ τονίζει ότι όσο κι αν αυξάνεται η μάζα της υπεραξίας, η μάζα του κεφαλαίου θα αυξάνεται ταχύτερα, ώστε το ποσοστό κέρδους να συνεχίζει να τείνει προς πτώση — αν και η επανάληψη αυτού του επιχειρήματος δεν το καθιστά ισχυρότερο. Ο Μαρξ απλώς προϋποθέτει ότι η μάζα της υπεραξίας θα αυξάνεται πιο αργά από την αύξηση του συνολικού κεφαλαίου εξαιτίας της σχετικής μείωσης του αριθμού των εργαζομένων, σημειώνοντας ότι: «δεδομένου ότι η συνολική μάζα ζωντανής εργασίας που ενεργοποιεί τα μέσα παραγωγής μειώνεται σε σχέση με την αξία αυτών των μέσων παραγωγής, προκύπτει ότι η απλήρωτη εργασία και το τμήμα της αξίας στο οποίο αυτή εκφράζεται πρέπει να μειώνεται σε σύγκριση με την αξία του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου» (CIII, 211). Αναφέρεται σε αυτή την τάση ταυτόχρονης μεγιστοποίησης της παραγωγής υπεραξίας και ελαχιστοποίησης της ποσότητας εργασίας {223} που απασχολείται από ένα δεδομένο κεφάλαιο ως «το πραγματικό μυστικό της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (CIII, 228). Είναι «η ίδια η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας» που οδηγεί τόσο σε πτώση του ποσοστού κέρδους όσο και ταυτόχρονα — «παραβλέποντας προσωρινές διακυμάνσεις» — σε αύξηση της συνολικής απασχολούμενης εργατικής δύναμης και της απόλυτης μάζας του κέρδους. Έτσι, πρόκειται για έναν «διπλό νόμο πτώσης του ποσοστού κέρδους και ταυτόχρονης αύξησης της μάζας του κέρδους, ο οποίος απορρέει από τις ίδιες αιτίες» (CIII, 215).

Εναντίον της μαλθουσιανής επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία η ανεργία οφείλεται στη φθίνουσα παραγωγικότητα της (αγροτικής) εργασίας και άρα στην ανικανότητα στήριξης ενός αυξανόμενου πληθυσμού, ο Μαρξ αντιτείνει ότι η ανεργία είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας. Η «δυνατότητα σχετικής πλεονάζουσας εργατικής δύναμης αναπτύσσεται ανάλογα με την πρόοδο της καπιταλιστικής παραγωγής όχι επειδή η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας μειώνεται, αλλά επειδή αυξάνεται» (CIII, 218). Ο Μαρξ επιμένει σ’ αυτή τη συνέπεια: «η ίδια η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας εκφράζεται, με την πρόοδο της καπιταλιστικής παραγωγής, αφενός ως μια τάση σταδιακής πτώσης του ποσοστού κέρδους και, αφετέρου, ως προοδευτική αύξηση της απόλυτης μάζας της παραγόμενης υπεραξίας ή κέρδους· έτσι ώστε, συνολικά, μια σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου και του κέρδους να συνοδεύεται από μια απόλυτη αύξηση και των δύο. Αυτό το διπλό αποτέλεσμα, όπως είδαμε, μπορεί να εκφραστεί μόνο ως μια αύξηση του συνολικού κεφαλαίου με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν της πτώσης του ποσοστού κέρδους» (CIII, 218). Επομένως, «στη βάση του καπιταλισμού, η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας δημιουργεί αναγκαστικά και μόνιμα ένα φαινομενικό υπερπληθυσμό εργαζομένων» (CIII, 219).

Η συζήτηση για τις επιπτώσεις της συσσώρευσης στον αριθμό των απασχολούμενων εργατών και το ποσοστό υπεραξίας αποτελεί έναν εξαιρετικά δαιδαλώδη και συγκεχυμένο τρόπο ανάλυσης του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους — ακόμη και για τον ίδιο τον Μαρξ. Όμως ο λόγος που συζητά τα ζητήματα αυτά με αυτόν τον τρόπο είναι επειδή δεν τον απασχολεί τόσο η διατύπωση ενός τέτοιου νόμου καθεαυτού, αλλά το ευρύτερο ζήτημα των ιστορικών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, εκ των οποίων η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αποτελεί απλώς μία όψη. Αν και αφετηρία της ανάλυσής του είναι η κριτική στον κλασικό νόμο της πτώσης του ποσοστού κέρδους, θα ήταν παραπλανητικό να περιορίσουμε τη σκέψη του εντός αυτού του πλαισίου. Όπως θα δούμε, η κατάληξη της μαρξικής συζήτησης για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι {224} ένας μηχανιστικός οικονομικός νόμος, αλλά η «απόλυτη γενική νομοτέλεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης», που διατυπώνεται στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Η μία πλευρά αυτού του νόμου είναι η διαμόρφωση ενός «σχετικού υπερπληθυσμού». Η άλλη είναι η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου — και αυτή με τη σειρά της συνδέεται με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Συγκέντρωση Κεφαλαίου, Ποσοστό Κέρδους και Κρίση

Στο χειρόγραφο του 1862, η κύρια σημασία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εντοπίζεται στη συγκέντρωση του κεφαλαίου στα χέρια ολοένα και λιγότερων ατόμων — κάτι που προκύπτει ως αποτέλεσμα της αύξησης της κλίμακας παραγωγής και της έντασης του ανταγωνισμού που αυτή προκαλεί. Αυτό παραπέμπει στην περιγραφή του Μαρξ για την τάση του καπιταλισμού να πολώνει τις ταξικές σχέσεις, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο Μαρξ σημειώνει ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους «υπονοεί, ταυτόχρονα, τη συγκέντρωση κεφαλαίου σε μεγάλα ποσά σε λίγα μόνο σημεία» (CW33, 108) και καταλήγει ότι

Το κεφάλαιο αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ως κοινωνική δύναμη, … αλλά μια αλλοτριωμένη κοινωνική δύναμη που έχει αυτονομηθεί και αντιμετωπίζει την κοινωνία ως πράγμα — και μέσα από αυτό το πράγμα ως δύναμη του μεμονωμένου καπιταλιστή. Από την άλλη, συνεχώς αυξανόμενες μάζες [ανθρώπων] στερούνται των όρων παραγωγής και τους βλέπουν να τους αντιπαρατίθενται. Η αντίφαση ανάμεσα στην γενική κοινωνική δύναμη στην οποία μετασχηματίζεται το κεφάλαιο και στην ιδιωτική δύναμη του μεμονωμένου καπιταλιστή επί αυτών των κοινωνικών όρων παραγωγής γίνεται όλο και πιο οξεία και υποδηλώνει τη διάλυση αυτής της σχέσης, εφόσον συνεπάγεται ταυτόχρονα την ανάπτυξη των υλικών όρων παραγωγής σε γενικούς, άρα κοινούς κοινωνικούς όρους παραγωγής. (CW33, 144)

Εκτός από τον τρόμο που εμπνέει στους οικονομολόγους ο νόμος της πτώσης του ποσοστού κέρδους, το σημαντικότερο επακόλουθό του είναι η προϋπόθεση της συνεχώς αυξανόμενης συγκέντρωσης των κεφαλαίων, δηλαδή η ολοένα εντονότερη αποκεφαλαιοποίηση των μικρών καπιταλιστών. Αυτό, σε γενικές γραμμές, είναι το αποτέλεσμα όλων των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής (TSV3, 447).

Ομοίως, στο χειρόγραφο 1864–65 που ενσωματώθηκε στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η συσσώρευση κεφαλαίου επιταχύνει την πτώση {225} του ποσοστού κέρδους λόγω της αύξησης της κλίμακας παραγωγής, ενώ η πτώση του ποσοστού κέρδους επιταχύνει με τη σειρά της τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μέσω της απαλλοτρίωσης των μικρότερων καπιταλιστών και μικροπαραγωγών — γεγονός που εντείνει την πόλωση της κοινωνίας. «Οι αιτίες που συγκεντρώνουν μάζες εργαζομένων υπό την εξουσία μεμονωμένων καπιταλιστών είναι οι ίδιες που διογκώνουν τις μάζες του επενδυμένου σταθερού κεφαλαίου, των βοηθητικών μέσων και των πρώτων υλών, σε αυξανόμενη αναλογία σε σχέση με τη μάζα της ζωντανής εργασίας» (CIII, 215). Ο Μαρξ επαναλαμβάνει το επιχείρημα στο τέλος του κεφαλαίου, σημειώνοντας ότι η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου «θα επέφερε σύντομα την κατάρρευση της καπιταλιστικής παραγωγής, αν δεν υπήρχαν αντισταθμιστικές τάσεις που έχουν έναν συνεχώς αποκεντρωτικό χαρακτήρα παράλληλα με τον κεντρομόλο» (CIII, 241).

Στο χειρόγραφο του 1862, ο Μαρξ σημειώνει ότι ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους «προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην αστική πολιτική οικονομία» (CW33, 105), επειδή απειλεί με την «ημέρα της κρίσεως» — αν και «άλλοι προέβαλαν λόγους παρηγοριάς». Ωστόσο, ο Μαρξ δεν υποστηρίζει πουθενά στο συγκεκριμένο χειρόγραφο ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους αποτελεί την άμεση αιτία της κρίσης. Το επιχείρημα είναι απλώς ότι ο καπιταλισμός είναι, για πολλούς λόγους, πιο ευάλωτος σε κρίση όταν το ποσοστό κέρδους είναι σχετικά χαμηλό. Η σύνδεση ανάμεσα στην πτώση του ποσοστού κέρδους και την κρίση σχετίζεται στενά με την τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, και είναι αυτή η δεύτερη που συνδέεται πιο άμεσα με την τάση προς την κρίση.

Για τον Μαρξ, μια αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται αναπόφευκτα με αύξηση της κλίμακας παραγωγής, γεγονός που απαιτεί μεγαλύτερα κεφάλαια. Τα μεγάλα κεφάλαια έχουν επίσης πλεονεκτήματα στην πρόσβαση σε πίστωση και άλλους πόρους, και συσσωρεύουν ταχύτερα, καθώς αφαιρείται μικρότερο ποσοστό υπεραξίας για την κατανάλωση του καπιταλιστή. Τα μικρότερα κεφάλαια αδυνατούν να ανταγωνιστούν και καταφεύγουν σε κερδοσκοπικές περιπέτειες, των οποίων η κατάρρευση προκαλεί την κρίση. Ο Μαρξ συνδέει αυτήν την τάση με την πτώση του ποσοστού κέρδους, αν και το επιχείρημα δεν απαιτεί πτώση στο γενικό ποσοστό κέρδους — απλώς ότι υπάρχουν καθυστερημένοι καπιταλιστές που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν. «Από ένα ορισμένο σημείο και μετά, η αύξηση της συγκέντρωσης οδηγεί σε νέα πτώση του ποσοστού κέρδους. Η μάζα των μικρών και κατακερματισμένων κεφαλαίων είναι επομένως έτοιμη να πάρει ρίσκα. Ως εκ τούτου κρίση. Η λεγόμενη πληθώρα κεφαλαίου αναφέρεται μόνο στην πληθώρα κεφαλαίου για το οποίο η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν αντισταθμίζεται από το μέγεθός του. (Βλ. Fullarton)» (CW33, 112).

{226} Αυτές οι κρίσεις, που προκαλούνται από την κερδοσκοπία, είναι τότε το μέσο μέσω του οποίου αποκαθίσταται το ποσοστό κέρδους. «Αλλά πέρα από τη θεωρία υπάρχει και η πράξη, οι κρίσεις από υπερπληθώρα κεφαλαίου ή, το ίδιο κάνει, οι τρελές περιπέτειες στις οποίες επιδίδεται το κεφάλαιο ως συνέπεια της πτώσης του [ποσοστού] κέρδους. Επομένως, οι κρίσεις — βλέπε Φούλαρτον — αναγνωρίζονται ως αναγκαία βίαια μέσα για τη θεραπεία της πληθώρας του κεφαλαίου και την αποκατάσταση ενός υγιούς ποσοστού κέρδους» (CW33, 105).^17

^17 Ο Φούλαρτον δεν αναφερόταν στους μικρούς καπιταλιστές, αλλά σε μια υπερπληθώρα κεφαλαίου, αυξημένη από εμβάσματα από τις αποικίες, σε σχέση με τις ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις, η οποία οδήγησε σε πτώση του επιτοκίου και αφθονία πίστωσης, και έτσι προώθησε μια κερδοσκοπική έξαρση. Η καταστροφή κεφαλαίου κατά την κρίση «απαλλάσσει προσωρινά την αγορά χρήματος από το φορτίο που τη βάραινε, περιορίζει τον ανταγωνισμό και αποκαθιστά το επιτόκιο της αγοράς στο επίπεδο από το οποίο είχε πέσει». Ο Φούλαρτον καταλήγει ότι «θα μπορούσε κανείς σχεδόν να υποψιαστεί ότι μια περιοδική καταστροφή του κεφαλαίου έχει καταστεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιουδήποτε επιτοκίου αγοράς», έτσι ώστε «αυτές οι φοβερές επισκέψεις... να μην είναι τίποτα παραπάνω από το φυσικό και αναγκαίο διορθωτικό ενός υπερτροφικού και φουσκωμένου πλούτου, η vis mediatrix (ιαματική δύναμη) μέσω της οποίας το κοινωνικό μας σύστημα, όπως είναι σήμερα διαμορφωμένο, μπορεί από καιρού εις καιρόν να απαλλάσσεται από την διαρκώς επαναλαμβανόμενη πληθώρα που απειλεί την ύπαρξή του και να επανέρχεται σε μια υγιή και ευσταθή κατάσταση» (απόσπασμα από τον Μαρξ, MEGA, IV.7, 50).

Η πτώση του ποσοστού κέρδους και η συγκέντρωση του κεφαλαίου συνδέονται επίσης με την τάση προς κρίση στο χειρόγραφο του 1864–65. «Το ποσοστό αυτοαξιοποίησης του συνολικού κεφαλαίου, ή το ποσοστό κέρδους, όντας το κεντρί της καπιταλιστικής παραγωγής… η πτώση του εμποδίζει τον σχηματισμό νέων ανεξάρτητων κεφαλαίων και έτσι εμφανίζεται ως απειλή για την εξέλιξη της διαδικασίας καπιταλιστικής παραγωγής. Γεννά υπερπαραγωγή, κερδοσκοπία, κρίσεις και πλεονάζον κεφάλαιο παράλληλα με πλεονάζοντα πληθυσμό... Η καπιταλιστική παραγωγή συναντά, με την ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων, ένα όριο που δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή του πλούτου καθαυτή· και αυτό το ιδιόμορφο όριο μαρτυρά τον απλώς ιστορικό, μεταβατικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· μαρτυρά ότι για την παραγωγή του πλούτου δεν αποτελεί απόλυτο τρόπο, και επιπλέον, ότι σε ένα ορισμένο στάδιο συγκρούεται μάλλον με την περαιτέρω ανάπτυξή του» (CIII, 237).

Η σημασία της πτώσης του ποσοστού κέρδους σε αυτή την ερμηνεία δεν είναι ότι αποτελεί την αιτία των κρίσεων, οι οποίες αναδύονται από την κερδοσκοπία που προκαλείται από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, αλλά ότι καθιστά τέτοιες κρίσεις πιο πιθανές. Παρόμοια, ο Μαρξ συνδέει τη σοβαρότητα αυτών των κρίσεων όχι με την πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά με την αυξανόμενη μάζα υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί, οδηγώντας σε κρίση υπερπαραγωγής καθώς η παραγωγή υπερβαίνει τη περιορισμένη καταναλωτική ικανότητα των μαζών του πληθυσμού. «Αυτή η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα... προϋποθέτει μια τεράστια παραγωγή, και συνεπώς κατανάλωση, αξιών χρήσης, άρα {227} οδηγεί πάντα σε περιοδική υπερπαραγωγή, η οποία επιλύεται περιοδικά μέσω της διεύρυνσης των αγορών. Όχι εξαιτίας έλλειψης ζήτησης, αλλά έλλειψης αγοραστικής ζήτησης. Διότι η ίδια η διαδικασία προϋποθέτει ένα προλεταριάτο σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, περιορίζοντας έτσι σημαντικά και προοδευτικά κάθε ζήτηση που υπερβαίνει τα αναγκαία μέσα συντήρησης, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί συνεχή επέκταση της σφαίρας της ζήτησης. Ο Μάλθους είχε δίκιο να πει ότι «η ζήτηση του εργάτη δεν μπορεί ποτέ να επαρκεί για τον καπιταλιστή» (CW33, 114).

Ο Μαρξ φαίνεται να αγνοεί τη ζήτηση του καπιταλιστή με αυτή την εμφανή αποδοχή της μαλθουσιανής θεωρίας της υποκατανάλωσης, αν και σημειώνει ότι «το εξωτερικό εμπόριο, η παραγωγή πολυτελείας, η σπατάλη του κράτους... — οι μαζικές δαπάνες για σταθερό κεφάλαιο κ.λπ. — εμποδίζουν αυτή τη διαδικασία» (CW33, 113-4). Ωστόσο, ο Μαρξ προχωρά αμέσως στη διατύπωση του περιορισμού της μαλθουσιανής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η κατανάλωση αποτελεί την κινητήρια δύναμη και το όριο της καπιταλιστικής παραγωγής, τονίζοντας αντιθέτως τον ρόλο του ποσοστού κέρδους ως του κύριου ερεθίσματος της καπιταλιστικής παραγωγής, και επομένως την πτώση του ποσοστού κέρδους ως καθοριστική για την άρση αυτού του ερεθίσματος.

Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της κοινωνικής εργασίας είναι το ιστορικό καθήκον και η δικαίωση του κεφαλαίου. Είναι ακριβώς μέσω αυτής που δημιουργεί, χωρίς πρόθεση, τις υλικές προϋποθέσεις για έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής. Αυτό που ανησυχεί τον Ρικάρντο εδώ είναι ότι το κέρδος — το ερέθισμα της καπιταλιστικής παραγωγής και η προϋπόθεση για τη συσσώρευση, όπως και η κινητήρια δύναμη της συσσώρευσης — απειλείται από τον ίδιο το νόμο της ανάπτυξης της παραγωγής. Και η ποσοτική σχέση είναι εδώ το παν. Υπάρχει στην πραγματικότητα ένα βαθύτερο υπόβαθρο για αυτό, το οποίο ο Ρικάρντο απλώς υποπτεύεται. Αυτό που αποδεικνύεται εδώ, με αμιγώς οικονομικό τρόπο, από την άποψη της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι το όριό της — η σχετικότητά της, το γεγονός ότι δεν είναι απόλυτος αλλά μόνο ιστορικός τρόπος παραγωγής, που αντιστοιχεί στις υλικές συνθήκες παραγωγής μιας ορισμένης περιορισμένης περιόδου ανάπτυξης. (CW33, 114· βλ. επίσης CIII, 237)

Εσωτερικές Αντιφάσεις του Νόμου

Οι συνδέσεις μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και της τάσης προς κρίση στο χειρόγραφο του 1862 παρεμβάλλονται ως παρενθέσεις, χωρίς να αναπτύσσονται θεωρητικά. Η ανάλυση της {228} σχέσης αυτής αναπτύσσεται εκτενέστερα στο χειρόγραφο του 1864–5, το οποίο ενσωματώθηκε στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, όπου η τάση προς κρίση εξετάζεται στο πλαίσιο των «εσωτερικών αντιφάσεων» του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Σε αυτό το κεφάλαιο, το οποίο είναι σαφώς ανάπτυξη του χειρογράφου του 1862, η τάση προς κρίση δεν θεωρείται ως μηχανικό αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού κέρδους, αλλά συνδέεται με τη θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ της «τάσης προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από την αξία και την υπεραξία που αυτές περιέχουν και ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η καπιταλιστική παραγωγή», και του σκοπού «διατήρησης της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου και προώθησης της αυτοαξιοποίησής του στο μέγιστο δυνατό βαθμό» (CIII, 244). Όπως είδαμε, αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται όχι μόνο στην πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά και στην τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου και πόλωσης των ταξικών σχέσεων, στην τάση παραγωγής συνεχώς αυξανόμενης μάζας υπεραξίας, και στην τάση δημιουργίας σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού — καθεμία από τις οποίες είναι ανεξάρτητη, αν και σχετική, με την πτώση του ποσοστού κέρδους. Ο Μαρξ εξετάζει και πάλι την τάση προς κρίση σε σχέση με αυτές τις ποικίλες τάσεις, και όχι απλώς σε σχέση με την πτώση του ποσοστού κέρδους. Είναι σημαντικό να κρατήσουμε κατά νου αυτές τις αλληλεξαρτήσεις, αλλιώς το κεφάλαιο φαίνεται απλώς να είναι εσωτερικά αντιφατικό, προσφέροντας μια διαδοχή θεωριών κρίσης.

Η μάζα του κέρδους, το ποσοστό κέρδους και η τάση προς κρίση

Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου διαβάζεται συνήθως ως επιδοκιμασία της θεωρίας της υποκατανάλωσης. Ο Μαρξ επαναλαμβάνει το σημείο που είχε κάνει στα Grundrisse, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν παρουσιάζει εγγενή εμπόδια στην παραγωγή υπεραξίας. «Δεδομένων των αναγκαίων μέσων παραγωγής, δηλαδή επαρκούς συσσώρευσης κεφαλαίου, η δημιουργία υπεραξίας περιορίζεται μόνο από τον εργαζόμενο πληθυσμό, εάν το ποσοστό υπεραξίας... είναι δεδομένο· και από κανέναν άλλο περιορισμό πέρα από την ένταση της εκμετάλλευσης, εάν ο πληθυσμός είναι δεδομένος» (CIII, 238). Το πρόβλημα προκύπτει όταν ο καπιταλιστής προσπαθεί να πουλήσει τη διευρυμένη μάζα εμπορευμάτων.

Η δημιουργία αυτής της υπεραξίας αποτελεί την άμεση διαδικασία της παραγωγής, η οποία, όπως είπαμε, δεν έχει άλλα όρια από τα προαναφερθέντα. Μόλις όλη η δυνατή υπερεργασία {229} έχει ενσωματωθεί στα εμπορεύματα, η υπεραξία έχει παραχθεί. Όμως αυτή η παραγωγή υπεραξίας ολοκληρώνει μόνο την πρώτη πράξη της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής — της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας. Το κεφάλαιο έχει απορροφήσει τόση και τόση απλήρωτη εργασία. Με την ανάπτυξη της διαδικασίας, η οποία εκφράζεται σε μια πτώση του ποσοστού κέρδους, η μάζα της παραγόμενης υπεραξίας διογκώνεται σε τεράστιες διαστάσεις. Τώρα ακολουθεί η δεύτερη πράξη της διαδικασίας. Ολόκληρη η μάζα των εμπορευμάτων, δηλαδή το συνολικό προϊόν, πρέπει να πουληθεί... Εάν αυτό δεν γίνει, ή γίνει μόνο εν μέρει, ή μόνο σε τιμές κάτω από τις τιμές παραγωγής, τότε ο εργάτης όντως έχει υποστεί εκμετάλλευση, αλλά η εκμετάλλευσή του δεν πραγματοποιείται για τον καπιταλιστή. (CIII, 239)

Ο Μαρξ προσδιορίζει αμέσως τον λόγο για τον οποίο η πραγματοποίηση της υπεραξίας εμφανίζεται ως εμπόδιο για τον καπιταλιστή, αναφερόμενος τόσο στη δυσαναλογία όσο και στη περιορισμένη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. «Οι όροι άμεσης εκμετάλλευσης και αυτοί της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Διαφέρουν όχι μόνο στον χώρο και τον χρόνο, αλλά και λογικά. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογική σχέση των διαφόρων κλάδων παραγωγής και την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας» (CIII, 239).

Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας, αλλά η δυναμική σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Η πηγή της τάσης προς κρίση έγκειται όχι στην περιορισμένη κατανάλωση, αλλά στη αντιφατική δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που εκφράζεται στη διαρκή τάση προς υπερπαραγωγή. Όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα της υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί, τόσο πιο απεγνωσμένα πρέπει το κεφάλαιο να αναζητά νέες αγορές και τόσο πιο ευάλωτη γίνεται η συσσώρευση στη διατάραξη, όταν έρθει αντιμέτωπη με τα όρια της κερδοφορίας.

Κάθε καπιταλιστής εξαναγκάζεται από την πίεση του ανταγωνισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς όριο, και άρα εξίσου υποχρεούται να επιδιώξει την επέκταση της αγοράς με κάθε μέσο. Όμως όσο πιο εκτεταμένη γίνεται η αγορά, τόσο λιγότερο μπορεί να ελέγχεται, και τόσο πιο ευάλωτη είναι στη διατάραξη όταν καταρρέουν οι αναλογικές σχέσεις, ενώ όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα της υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί, τόσο πιο πιθανό είναι να συναντήσει εμπόδια.

Η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας... δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη που βασίζεται στις ανταγωνιστικές συνθήκες {230} κατανομής, οι οποίες περιορίζουν την κατανάλωση της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας στο ελάχιστο, που κυμαίνεται εντός λιγότερο ή περισσότερο στενών ορίων. Επιπλέον, αυτή περιορίζεται από την τάση προς συσσώρευση, την ώθηση για επέκταση του κεφαλαίου και παραγωγή υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. Αυτός είναι νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής, που επιβάλλεται από τις αδιάκοπες επαναστάσεις στις μεθόδους παραγωγής, από την υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου που πάντα τις συνοδεύει, από τον γενικό ανταγωνισμό και την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και διεύρυνσης της κλίμακάς της, απλώς ως μέσο αυτοσυντήρησης και με την ποινή της καταστροφής. Η αγορά πρέπει, επομένως, να επεκτείνεται διαρκώς, ώστε οι αλληλεπιδράσεις της και οι συνθήκες που τη ρυθμίζουν να προσλαμβάνουν όλο και περισσότερο τη μορφή ενός φυσικού νόμου που δρα ανεξάρτητα από τον παραγωγό και να καθίστανται ολοένα πιο ανεξέλεγκτες. Αυτή η εσωτερική αντίφαση επιχειρείται να επιλυθεί μέσω της επέκτασης του περιφερειακού πεδίου της παραγωγής. Όμως όσο περισσότερο αναπτύσσεται η παραγωγικότητα, τόσο περισσότερο έρχεται σε αντίθεση με τη στενή βάση στην οποία εδράζονται οι συνθήκες κατανάλωσης. Δεν αποτελεί καμία αντίφαση, πάνω σε αυτήν την αυτοαναιρούμενη βάση, το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει υπερπληθώρα κεφαλαίου ταυτόχρονα με αυξανόμενο πλεονάζοντα πληθυσμό. Διότι παρόλο που ο συνδυασμός αυτών των δύο θα αύξανε πράγματι τη μάζα της παραγόμενης υπεραξίας, θα ενίσχυε ταυτόχρονα την αντίφαση μεταξύ των όρων υπό τους οποίους αυτή η υπεραξία παράγεται και εκείνων υπό τους οποίους πραγματοποιείται. (CIII, 239–240)

Ο Μαρξ δεν προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και της τάσης προς κρίση που εγγενώς ενυπάρχει στην αύξηση της μάζας του κέρδους, όπως περιγράφεται εδώ. Από τη μία πλευρά, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ενδέχεται να μετριάσει την τάση προς υπερπαραγωγή, επειδή η πτώση του ποσοστού κέρδους οδηγεί σε πτώση του ρυθμού συσσώρευσης (CIII, 236, 243), έτσι ώστε η αγορά να πρέπει να επεκταθεί με σχετικά χαμηλότερο ρυθμό, ακόμη κι αν η μάζα της υπεραξίας — και η μάζα των εμπορευμάτων στην οποία αυτή ενσωματώνεται — αυξάνονται διαρκώς. Από την άλλη πλευρά, η πτώση του ποσοστού κέρδους αφαιρεί το ερέθισμα για συσσώρευση, έτσι ώστε η απόσυρση κεφαλαίου από την κυκλοφορία μπορεί να προκαλέσει κρίση. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο ο Μαρξ σημειώνει ότι ο ρυθμός συσσώρευσης δεν καθορίζεται από το ποσοστό κέρδους «αλλά ανάλογα με την ώθηση που ήδη διαθέτει» (CIII, 240), παρατηρώντας ότι το κεφάλαιο συσσωρεύεται μόνο αργά στα αρχικά στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ακόμη και όταν το ποσοστό κέρδους είναι υψηλό.

{231} Στο αντίστοιχο σημείο της συζήτησης στο χειρόγραφο του 1862, ο Μαρξ επίσης συνέδεσε τον «ρυθμό συσσώρευσης» με τη μάζα του κέρδους και όχι με το ποσοστό του (CW33, 113), παραπέμποντας στον Ρίτσαρντ Τζονς, τον οποίο παραθέτει σε ένα απόσπασμα που ενσωματώθηκε ως συμπληρωματική παρατήρηση στο CIII:

παρά την πτώση του ποσοστού κέρδους, τα κίνητρα και οι δυνατότητες για συσσώρευση αυξάνονται· πρώτον, εξαιτίας του αυξανόμενου σχετικού υπερπληθυσμού· δεύτερον, επειδή η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας συνοδεύεται από αύξηση της μάζας των αξιών χρήσης που αντιστοιχούν στην ίδια αξία ανταλλαγής, άρα και των υλικών στοιχείων του κεφαλαίου· τρίτον, επειδή οι κλάδοι παραγωγής καθίστανται πιο ποικίλοι· τέταρτον, λόγω της ανάπτυξης του πιστωτικού συστήματος, των μετοχικών εταιρειών κ.λπ., και της συνακόλουθης ευκολίας μετατροπής χρημάτων σε κεφάλαιο χωρίς να γίνει κανείς βιομηχανικός καπιταλιστής· πέμπτον, επειδή οι ανάγκες και η απληστία για πλούτο αυξάνονται· και έκτον, επειδή η μάζα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται κ.λπ.* (CIII, 260–1)

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία μονοσήμαντη σχέση μεταξύ του γενικού ποσοστού κέρδους και της τάσης προς κρίση. Ιδίως στα συγκεκριμένα αποσπάσματα ο Μαρξ υποβαθμίζει τη σημασία του γενικού ποσοστού κέρδους ως ερεθίσματος για συσσώρευση, γεγονός που θα σήμαινε ότι μια πτώση του ποσοστού κέρδους δεν αποτελεί αφ’ εαυτής εμπόδιο για τη συσσώρευση. Το ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω όταν εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ του γενικού ποσοστού κέρδους και του ποσοστού κέρδους που επιτυγχάνεται από επιμέρους κεφάλαια, διότι, όπως είδαμε, τα μικρότερα κεφάλαια αντιμετωπίζουν πτώση στο ποσοστό κέρδους ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης της κλίμακας παραγωγής, ανεξαρτήτως της πορείας του γενικού ποσοστού κέρδους· και είναι οι δικές τους κερδοσκοπικές περιπέτειες που επισπεύδουν την κρίση. Αν και μια πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους ενδέχεται να καταστήσει τη θέση αυτών των κεφαλαίων ακόμη πιο επισφαλή, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κρίση, όπως η υπερπαραγωγή σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή η αύξηση της διασποράς των ποσοστών κέρδους ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του κεφαλαίου — και οι δύο περιπτώσεις εξετάζονται από τον Μαρξ υπό τον τίτλο των εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, αλλά είναι ανεξάρτητες από την εν λόγω τάση. Δεν υπάρχει καμία ασυνέπεια εδώ· απλώς η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, καθένας από τους οποίους συμβάλλει στις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

{232}

Το ποσοστό κέρδους, η κρίση και η υποτίμηση του κεφαλαίου

Το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου περί των εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου επικεντρώνεται στην υποτίμηση του κεφαλαίου ως συνέπεια της τάσης προς υπερπαραγωγή, η οποία είναι έκφραση της θεμελιώδους «σύγκρουσης μεταξύ της διεύρυνσης της παραγωγής και της παραγωγής υπεραξίας». Η υποτίμηση του κεφαλαίου επιλύει την κρίση λειτουργώντας ως ο μηχανισμός μέσω του οποίου αποκαθίσταται το ποσοστό κέρδους, μειώνοντας την αξία του κεφαλαίου σε σχέση με το οποίο προσδιορίζεται η μάζα της υπεραξίας. Αυτό ισχύει είτε η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι η αιτία είτε το αποτέλεσμα της κρίσης.

Γενικά, οι κρίσεις απορρέουν από έναν αριθμό «αντικρουόμενων τάσεων και φαινομένων», τα οποία η κρίση επιλύει προσωρινά. «Ανά διαστήματα η σύγκρουση των αντιμαχόμενων δυνάμεων ξεσπά σε κρίσεις. Οι κρίσεις είναι πάντα στιγμιαίες και βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων. Είναι βίαιες εκρήξεις που για ένα διάστημα αποκαθιστούν την διαταραγμένη ισορροπία» (CIII, 244). Αλλά ποιες ακριβώς είναι αυτές οι αντιφάσεις;

Ο Μαρξ αρχίζει απαριθμώντας μια σειρά από αντιφάσεις που είναι εγγενείς στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ενώ η αύξηση του κεφαλαίου τείνει να αυξάνει την απασχόληση, ταυτόχρονα τη μειώνει, ελαχιστοποιώντας την αναγκαία ζωντανή εργασία. Ενώ η αυξανόμενη παραγωγικότητα τείνει να μειώνει το ποσοστό κέρδους, ταυτόχρονα υποτιμά το ήδη υπάρχον κεφάλαιο, «πράγμα που αναχαιτίζει την πτώση και επιταχύνει την κίνηση της συσσώρευσης κεφαλαιακών αξιών» (CIII, 244). Ενώ η παραγωγικότητα (και κατά συνέπεια ο βαθμός εκμετάλλευσης) αυξάνεται, αυξάνεται επίσης και η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

Αυτές οι επιμέρους αντιφάσεις εκφράζουν μια βαθύτερη αντίφαση, την οποία ο Μαρξ αρχικά περιγράφει ως την αντίφαση μεταξύ της αυξανόμενης μάζας εργασίας που απασχολείται και της υπεραξίας που παράγεται αφενός, και της αυξανόμενης αξίας του κεφαλαίου αφετέρου (CIII, 243), πριν την προσδιορίσει ως τη γνώριμη αντίφαση ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην ανάγκη περιορισμού της παραγωγής εντός των ορίων της κερδοφορίας. «Η αντίφαση, για να την εκφράσουμε με πολύ γενικό τρόπο, συνίσταται στο ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενέχει μια τάση προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η καπιταλιστική παραγωγή· ενώ, από την άλλη, αποσκοπεί στη διατήρηση της αξίας του υφιστάμενου κεφαλαίου και στην προώθηση της αυτο-διεύρυνσης του στο μέγιστο δυνατό βαθμό» (CIII, 244).

Μια κρίση ανακύπτει επειδή η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής έχει προχωρήσει {233} πέρα από τις δυνατότητες κερδοφόρας αξιοποίησης ενός διευρυμένου κεφαλαίου, με την αντίφαση να εμφανίζεται αρχικά ως πτώση του ποσοστού κέρδους. Η κρίση επιλύει αυτή την αντίφαση καταστρέφοντας υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, απαξιώνοντας ένα μέρος του ήδη υπάρχοντος κεφαλαίου, και έτσι αποκαθιστώντας το ποσοστό κέρδους. «Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι ότι χρησιμοποιεί την υφιστάμενη αξία του κεφαλαίου ως μέσο για την περαιτέρω αύξησή της. Οι μέθοδοι με τις οποίες το επιτυγχάνει περιλαμβάνουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, την υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας σε βάρος ήδη δημιουργημένων παραγωγικών δυνάμεων» (CIII, 244).

Η υποτίμηση του κεφαλαίου αποτελεί έτσι ένα μέσο αποκατάστασης του ποσοστού κέρδους μέσω περιοδικών κρίσεων. «Η περιοδική υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου — ένα από τα μέσα που είναι εγγενή στην καπιταλιστική παραγωγή για την αναχαίτιση της πτώσης του ποσοστού κέρδους και την επιτάχυνση της συσσώρευσης αξιών κεφαλαίου μέσω της δημιουργίας νέου κεφαλαίου — διαταράσσει τις δεδομένες συνθήκες εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η διαδικασία κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και συνεπώς συνοδεύεται από απότομες διακοπές και κρίσεις στη διαδικασία παραγωγής» (CIII, 244).

Στη συζήτησή του για την υποτίμηση του κεφαλαίου, ο Μαρξ διασαφηνίζει τον μηχανισμό μέσω του οποίου αποκαθίσταται το ποσοστό κέρδους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το ποια είναι η αιτία της κρίσης, και αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά την ανάλυση αυτού του τμήματος, βλέπουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση η πτώση του ποσοστού κέρδους αποτελεί αποτέλεσμα μιας κρίσης υπερπαραγωγής. Η κρίση αποκαθιστά την κερδοφορία και λειτουργεί ως «αντιστάθμισμα» απέναντι στην μακροχρόνια τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, όμως η αιτία της κρίσης εντοπίζεται αλλού.

Για να αποσαφηνίσουμε τα επίμαχα ζητήματα, πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την έννοια της υποτίμησης του κεφαλαίου. Η γενική τάση προς υποτίμηση του κεφαλαίου είναι χαρακτηριστικό της υπερπαραγωγής, που εμφανίζεται με τον πιο δραματικό τρόπο κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Η υποτίμηση του κεφαλαίου «πηγαίνει πάντα χέρι-χέρι» με την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς η πτώση του κόστους παραγωγής απομειώνει την αξία των ήδη υπαρχόντων μέσων παραγωγής και εμπορευμάτων (CIII, 243). Οι πιο προηγμένοι καπιταλιστές εισάγουν νέες μεθόδους που οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής και συνακόλουθη πτώση των τιμών. Όσοι συνεχίζουν να παράγουν με τις παλαιότερες μεθόδους αντιμετωπίζουν πλέον ζημίες, οι οποίες πρέπει να απορροφηθούν μέσω της υποτίμησης του υπάρχοντος κεφαλαίου τους.

Η υποτίμηση του σταθερού κεφαλαίου είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ανεξάρτητα από την πορεία του γενικού ποσοστού κέρδους και ανεξαρτήτως της ύπαρξης γενικής κρίσης. Μια τέτοια υποτίμηση του κεφαλαίου λαμβάνεται υπ’ όψιν στους υπολογισμούς των καπιταλιστών, {234} οι οποίοι αποσβένουν τις επενδύσεις τους με βάση μια εκτίμηση της «ηθικής» απαξίωσης και όχι της φυσικής αντοχής. Ωστόσο, μπορεί να προκαλέσει γενική κρίση αν, για παράδειγμα, η υποτίμηση είναι ταχύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν, προκαλώντας ζημίες σε επιμέρους καπιταλιστές που οδηγούν σε αλυσιδωτές χρεοκοπίες.

Στην πρώτη περίπτωση, η κρίση θα οδηγήσει σε πτώση του ποσοστού κέρδους, καθώς μειώνεται η παραγωγή υπεραξίας· όμως η εκκαθάριση της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και η απαξίωση κεφαλαίου μέσω πτωχεύσεων θα αποκαταστήσουν τελικά το ποσοστό κέρδους. Στην περίπτωση αυτή, η υποτίμηση του κεφαλαίου ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι αιτία της κρίσης, της οποίας το άμεσο αποτέλεσμα είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους, που με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω υποτίμηση του κεφαλαίου ως επίπτωση της κρίσης, μέσω της οποίας αποκαθίσταται το ποσοστό κέρδους. Από την άλλη πλευρά, το κεφάλαιο μπορεί επίσης να υποτιμηθεί αν υπάρξει γενική κρίση που να έχει άλλη αιτία, όπως για παράδειγμα μια πτώση του ποσοστού κέρδους· στην περίπτωση αυτή η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι η αιτία της κρίσης και η υποτίμηση του κεφαλαίου αποτέλεσμά της.

Το ουσιώδες σημείο είναι ότι, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης αιτίας της, η κρίση αποτελεί τελικά μία ή άλλη έκφραση της αντίφασης μεταξύ της τάσης για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς όρια και της υπαγωγής της παραγωγής στην αξιοποίηση του κεφαλαίου, ενώ το αποτέλεσμα της κρίσης είναι πάντα η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους μέσω της απαξίωσης του κεφαλαίου και της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό εξηγεί πώς ο Μαρξ μπορεί να υποστηρίζει ταυτόχρονα αρκετές φαινομενικά διαφορετικές θεωρίες της κρίσης, και είναι κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση της συζήτησης στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ μεταβαίνει από τη μία στην άλλη.

Ο Μαρξ καταλήγει ότι η απαξίωση του κεφαλαίου μέσω των κρίσεων απλώς αφαιρεί προσωρινά τα εμπόδια για τη συσσώρευση, καθώς αυτά αίρονται μόνο για να επανεμφανιστούν.

Η καπιταλιστική παραγωγή επιδιώκει διαρκώς να υπερβεί αυτά τα έμφυτα εμπόδια, αλλά τα υπερβαίνει μόνο με μέσα τα οποία ξαναθέτουν τα εμπόδια στο δρόμο της και σε ακόμη πιο επιτακτική μορφή. Το πραγματικό εμπόδιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτο-διεύρυνση του εμφανίζονται ως το σημείο εκκίνησης και το τελικό σημείο, το κίνητρο και ο σκοπός της παραγωγής· ότι η παραγωγή είναι παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι το αντίστροφο· τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλώς μέσα για τη συνεχή επέκταση της ζώσας διαδικασίας της κοινωνίας των παραγωγών. ... Τα μέσα — η ανεπιφύλακτη {235} ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας — έρχονται διαρκώς σε σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό: την αυτο-διεύρυνση του υπάρχοντος κεφαλαίου. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι, για τον λόγο αυτό, ένα ιστορικό μέσο για την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς, και ταυτόχρονα μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα σε αυτή του την ιστορική αποστολή και τις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής του. (CIII, 245)

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και η απόλυτη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου

Ο Μαρξ εισάγει την επόμενη ενότητα του κεφαλαίου περί των «εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου» επανερχόμενος στη σχέση μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και της τάσης για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την οποία είχε ήδη συζητήσει στο χειρόγραφο του 1862. Όπως και στην προηγούμενη συζήτηση, η πτώση του ποσοστού κέρδους έχει πρωταρχική σημασία για τα μικρότερα κεφάλαια, τα οποία αποτελούν την πηγή της καινοτομίας, αλλά ολοένα και περισσότερο αδυνατούν να ανταγωνιστούν, καθώς δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα των οικονομιών κλίμακας και δεν μπορούν να συντηρήσουν τη διαδικασία συσσώρευσης, επειδή δεν διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για την επέκταση της κλίμακας παραγωγής. Η καταστροφή των μικρότερων κεφαλαίων ταυτόχρονα πετά στην «παραγωγική χωματερή» (scrap heap) τους εργάτες που απασχολούσαν, αφού τα μεγαλύτερα κεφάλαια απασχολούν αναλογικά λιγότερους εργάτες. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου συνδέεται, επομένως, περισσότερο με τις δομικές μεταβολές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παρά με την μακροχρόνια τάση του ποσοστού κέρδους.

Σε ένα ορισμένο υψηλό σημείο, αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση προκαλεί με τη σειρά της μια νέα πτώση του ποσοστού κέρδους. Η μάζα των μικρών διάσπαρτων κεφαλαίων ωθείται τότε στον τυχοδιωκτικό δρόμο της κερδοσκοπίας, των πιστωτικών απατών, των χρηματιστηριακών σκανδάλων και των κρίσεων. Η λεγόμενη υπερπληθώρα κεφαλαίου αναφέρεται ουσιαστικά πάντοτε σε μια υπερπληθώρα κεφαλαίου για την οποία η πτώση του ποσοστού κέρδους δεν αντισταθμίζεται από τη μάζα του κέρδους — και αυτό ισχύει πάντα για τα νέα αναδυόμενα παρακλάδια του κεφαλαίου — ή σε μια υπερπληθώρα η οποία καθιστά διαθέσιμα, υπό μορφή πίστωσης, κεφάλαια που είναι ανίκανα να δράσουν αυτόνομα, στους διαχειριστές των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτή η υπερπληθώρα κεφαλαίου απορρέει από τις ίδιες αιτίες που προκαλούν και το σχετικό υπερπληθυσμό, και είναι, επομένως, ένα φαινόμενο που συμπληρώνει το τελευταίο, παρότι βρίσκονται στα αντίθετα άκρα του φάσματος — αδρανές κεφάλαιο {236} στο ένα άκρο και αδρανής πληθυσμός εργατών στο άλλο. (CIII, 246· βλ. και CW33, 105, 112, και τη σημείωση για τον Φούλαρτον πιο πάνω).

Η απλή πτώση του ποσοστού κέρδους δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη για την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, καθώς η επένδυση παραμένει κερδοφόρα εφόσον το κεφάλαιο μπορεί να εξακολουθεί να αποφέρει ένα θετικό ποσοστό κέρδους. Η συνθήκη για την «απόλυτη» υπερσυσσώρευση κεφαλαίου είναι ότι κάθε πρόσθετη αύξηση του κεφαλαίου οδηγεί όχι μόνο σε πτώση του ποσοστού, αλλά και της ίδιας της μάζας του κέρδους (βλ. Grundrisse, CW29, 140, όπου ο Μαρξ σχολιάζει τη σχετική αναφορά του Ρικάρντο στις Αρχές). Αυτό όμως συνεπάγεται ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να απορροφούν ολόκληρο το πλεονάζον προϊόν (CIII, 246-7), καθώς ο εφεδρικός στρατός εργασίας απορροφάται και οι μισθοί αυξάνονται σε σημείο που το κέρδος να εξαφανίζεται.^18

^18 Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει αξιοποιηθεί από τους υπέρμαχους της θεωρίας περί «υπερσυσσώρευσης σε σχέση με την εργατική δύναμη» ως ένδειξη ότι ο Μαρξ θεωρούσε αυτό ως τη θεμελιώδη πηγή της κρίσης. Ωστόσο, αυτό αποτελεί παρερμηνεία της σημασίας του αποσπάσματος, στο οποίο ο Μαρξ εξετάζει την αφηρημένη δυνατότητα της «απόλυτης» υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου ως ένα πολύ ειδικό φαινόμενο — μια υποθετική κατάσταση που βασίζεται στην παραδοχή «ακραίων συνθηκών» (CIII, 250).

Η διάβρωση των κερδών μέσω της αύξησης των μισθών είναι εντελώς διακριτή από την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Έτσι, ο Μαρξ καταδικάζει επανειλημμένα τις απόπειρες να εξηγηθεί η πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών. Στο χειρόγραφο του 1861–63, ο Μαρξ σημείωνε ότι η προσωρινή άνοδος ή πτώση των μισθών ως αποτέλεσμα των μεταβολών στην ισορροπία προσφοράς και ζήτησης «σχετίζεται με τον γενικό νόμο ανόδου ή πτώσης του ποσοστού κέρδους όσο η άνοδος ή η πτώση των τιμών της αγοράς των εμπορευμάτων σχετίζεται με τον προσδιορισμό της αξίας εν γένει» (TSV3, 312). Και λίγες σελίδες νωρίτερα στο Κεφάλαιο σημειώνει ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους σχετίζεται με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, έτσι ώστε: «Τίποτε δεν είναι πιο παράλογο, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, από το να εξηγείται η πτώση του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών, παρότι αυτό ενδέχεται να συμβεί ως εξαίρεση» (CIII, 234). Ωστόσο, η περίπτωση της απόλυτης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου υποδεικνύει μια σχέση μεταξύ της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους και της αύξησης των μισθών. Αν η εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής οδηγούσε σε πτώση του ποσοστού κέρδους, τότε οι καπιταλιστές θα επέμεναν στη χρήση των υπαρχουσών μεθόδων, οπότε η συσσώρευση θα συνεχιζόταν μέχρι να εξαντληθεί το εφεδρικό εργατικό δυναμικό και η συσσώρευση να ανασχεθεί από μια άνοδο των μισθών. Η αύξηση των μισθών είναι, επομένως, μέρος του μηχανισμού της κρίσης, ακόμη κι αν δεν είναι η απώτερη αιτία της — και είναι ακριβώς αυτόν τον μηχανισμό που εξετάζει στη συνέχεια ο Μαρξ.

{237}

Υπερσυσσώρευση και κρίση

Αν η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου επηρέαζε εξίσου όλα τα κεφάλαια, θα υπήρχε μια ομοιόμορφη πτώση του ποσοστού κέρδους και μια επιβράδυνση της συσσώρευσης, αλλά όχι απαραίτητα μια κρίση. Στην πράξη, όμως, η ανισόμετρη ανάπτυξη του κεφαλαίου σημαίνει ότι δεν πλήττονται όλα τα κεφάλαια εξίσου. Το νέο κεφάλαιο μπορεί να έχει προοπτικές για υψηλά κέρδη, αλλά να μην μπορεί να βρει εργάτες να απασχολήσει, έως ότου η άνοδος των μισθών ωθήσει τα παλαιότερα κεφάλαια σε μη κερδοφορία, αναγκάζοντάς τα να απολύσουν εργάτες, με τον κίνδυνο εκδήλωσης κρίσης. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να έχει εξαντληθεί ο εφεδρικός στρατός εργασίας, αλλά αρκεί οι μισθοί να αυξηθούν επαρκώς ώστε να προκαλέσουν «πτώση της έντασης της εκμετάλλευσης κάτω από ένα ορισμένο όριο. ... Δεν είναι αντίφαση το ότι αυτή η υπερπαραγωγή κεφαλαίου συνοδεύεται από ένα λίγο-πολύ σημαντικό σχετικό υπερπληθυσμό ... έναν υπερπληθυσμό εργατών που δεν απασχολούνται από το πλεονάζον κεφάλαιο, εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εκμετάλλευσης στον οποίο μόνο θα μπορούσαν να απασχοληθούν, ή τουλάχιστον εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού κέρδους που θα απέδιδαν στον δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης.» (CIII, 250–1)

Η απόλυτη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσω μιας αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Αυτή δεν λαμβάνει χώρα ομαλά αλλά μόνο μέσω μιας κρίσης, η οποία επιλύεται μονάχα μέσω της απαξίωσης του κεφαλαίου, της καταστροφής παραγωγικής ικανότητας και της απόλυσης εργασίας, ώστε να επανέλθει η προσφορά κεφαλαίου σε αντιστοιχία με την προσφορά εργατικής δύναμης. Αυτή η προσαρμογή θα επιτευχθεί μόνο μέσω ενός ανταγωνιστικού αγώνα: «αυτή η πραγματική υποτίμηση του παλαιού κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς έναν αγώνα». Αν και φαίνεται στα επιμέρους κεφάλαια ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της ανταγωνιστικής διαμάχης, στην πραγματικότητα «το ποσοστό κέρδους δεν θα έπεφτε λόγω του ανταγωνισμού που προκαλείται από την υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Το αντίθετο θα ίσχυε: ο ανταγωνιστικός αγώνας θα ξεκινούσε εξαιτίας της πτώσης του ποσοστού κέρδους και της υπερπαραγωγής κεφαλαίου, που πηγάζουν από τις ίδιες συνθήκες» (CIII, 247)· «μια πτώση του ποσοστού κέρδους προκαλεί ανταγωνιστικό αγώνα μεταξύ των καπιταλιστών, και όχι το αντίστροφο» (CIII, 251).

Έχουμε μεταβεί από τη συγκεκριμένη ανάλυση της κρίσης που σχετίζεται με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ή της απόλυτης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, σε μια ανάλυση της μηχανικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μέσω υπερσυσσώρευσης και κρίσης — αυτή είναι η απάντηση του Μαρξ στην εικόνα των οικονομολόγων για την ομαλή επίτευξη ανταγωνιστικής ισορροπίας. Η υπερσυσσώρευση και η κρίση δεν αποτελούν εδώ {238} τόσο το εξαιρετικό γεγονός, το τέλος της ιστορίας, όσο την καθημερινή εμπειρία του καπιταλισμού, όπου οι καπιταλιστές δεν επιλέγουν να προσαρμοστούν σύμφωνα με τα κίνητρα της αγοράς και με πλήρη γνώση των συνεπειών των πράξεών τους, αλλά εξαναγκάζονται να προσαρμοστούν από την ανταγωνιστική πίεση, την οποία βιώνουν ως πίεση πάνω στα πραγματοποιούμενα κέρδη τους.

Αντιμέτωποι με μια πτώση του ποσοστού κέρδους, οι υπάρχοντες καπιταλιστές θα διατηρούσαν το πρόσθετο κεφάλαιό τους ανενεργό ώστε να αποτρέψουν την υποτίμηση του ήδη επενδυμένου κεφαλαίου, ή ακόμη και θα το χρησιμοποιούσαν με ζημία, μεταβιβάζοντας την αδράνεια στους ανταγωνιστές τους, ενώ το νέο κεφάλαιο θα επιχειρούσε να εκτοπίσει το παλιό. Σε κάθε περίπτωση, «ένα μέρος του παλαιού κεφαλαίου θα έπρεπε να παραμείνει αχρησιμοποίητο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ... Ο ανταγωνιστικός αγώνας θα καθόριζε ποιο μέρος του θα πληγεί ιδιαιτέρως» (CIII, 248). Τελικά, «η ισορροπία θα αποκαθίστατο σε κάθε περίπτωση μέσω της απόσυρσης ή ακόμη και της καταστροφής περισσότερου ή λιγότερου κεφαλαίου. Αυτό θα αφορούσε εν μέρει την υλική υπόσταση του κεφαλαίου ... Η κύρια ζημία ... θα λάμβανε χώρα ως προς τις αξίες των κεφαλαίων» (CIII, 248–249). Αυτό συντελείται μέσω της υποτίμησης των γραμματίων και των πιστωτικών μέσων, ενώ ο χρυσός παραμένει αδρανής, και

ένα μέρος των εμπορευμάτων στην αγορά μπορεί να ολοκληρώσει τη διαδικασία της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του μόνο μέσω μιας τεράστιας συρρίκνωσης των τιμών τους, άρα μέσω υποτίμησης του κεφαλαίου που αυτά εκπροσωπούν. Τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου υποτιμούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κατά τον ίδιο τρόπο. Πρέπει να προστεθεί ότι συγκεκριμένες, προϋποτιθέμενες σχέσεις τιμών διέπουν τη διαδικασία της αναπαραγωγής, έτσι ώστε αυτή να διακόπτεται και να αναστατώνεται από μια γενική πτώση των τιμών. Αυτή η σύγχυση και στασιμότητα παραλύει τη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, η οποία έχει αναπτυχθεί μαζί με το κεφάλαιο και βασίζεται σε αυτές τις προϋποτιθέμενες σχέσεις τιμών. Η αλυσίδα των υποχρεώσεων πληρωμών που ωριμάζουν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες σπάει σε εκατοντάδες σημεία. Η σύγχυση εντείνεται από τη συνοδευτική κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος, το οποίο αναπτύσσεται ταυτόχρονα με το κεφάλαιο, και οδηγεί σε βίαιες και οξείες κρίσεις, σε αιφνίδια και καταναγκαστική υποτίμηση, σε πραγματική στασιμότητα και διάσπαση της διαδικασίας παραγωγής, και έτσι σε πραγματική πτώση της αναπαραγωγής. (CIII, 249)

Η εξέλιξη της κρίσης προετοιμάζει το έδαφος για την αποκατάσταση της συσσώρευσης. Στη διάρκεια της κρίσης, ο ανταγωνιστικός αγώνας εξαναγκάζει τους καπιταλιστές να εισαγάγουν νέα μηχανήματα, τα οποία μειώνουν την αξία των εμπορευμάτων, αυξάνουν το ποσοστό υπεραξίας και δημιουργούν πλεονάζον πληθυσμό, ενώ οι λιγότερο αποδοτικοί παραγωγοί καταστρέφονται. Η αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού οδηγεί σε πτώση των μισθών, ενώ η υποτίμηση του σταθερού κεφαλαίου αυξάνει το ποσοστό κέρδους. «Η επακόλουθη στασιμότητα της παραγωγής θα είχε προετοιμάσει — εντός των καπιταλιστικών ορίων — μια μεταγενέστερη επέκταση της παραγωγής. Και έτσι ο κύκλος θα ξανάρχιζε απ’ την αρχή.» (CIII, 250)

Η κρίση παρέχει τον μηχανισμό μέσω του οποίου τα παλαιότερα και μικρότερα κεφάλαια εκτοπίζονται, και μέσω του οποίου η ιστορική τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου καθίσταται αισθητή. «Η αντιστάθμιση της πτώσης του ποσοστού κέρδους μέσω μιας αύξησης της μάζας του κέρδους ισχύει μόνο για τους μεγάλους, ισχυρά εδραιωμένους καπιταλιστές. Το νέο πρόσθετο κεφάλαιο που δρα αυτόνομα δεν απολαμβάνει τέτοιων αντισταθμιστικών όρων. Πρέπει να τους κατακτήσει ακόμη, και έτσι είναι που μια πτώση του ποσοστού κέρδους προκαλεί ανταγωνιστικό αγώνα μεταξύ καπιταλιστών, και όχι το αντίστροφο.» (CIII, 251) Αυτός ο ανταγωνιστικός αγώνας ξεκινά αρχικά ως αποτέλεσμα της πρόσθετης παραγωγικής ικανότητας, καθώς οι καπιταλιστές εισάγουν νέες μεθόδους παραγωγής. Η αυξανόμενη ζήτηση για εργατική δύναμη σημαίνει ότι «ο ανταγωνιστικός αγώνας συνοδεύεται από μια προσωρινή άνοδο των μισθών και ως εκ τούτου από μια προσωρινή πτώση του ποσοστού κέρδους», ενώ η αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων που ρίχνεται στην αγορά οδηγεί σε πτώση των τιμών τους, κάτι που επίσης οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους (CIII, 251).

Η κρίση εμφανίζεται ως μια ένταση του ανταγωνιστικού αγώνα, στην οποία τα πιο αδύναμα ή εκτεθειμένα κεφάλαια καταρρέουν. Πίσω από αυτήν την ένταση του ανταγωνισμού, ο Μαρξ εντοπίζει την πτώση του ποσοστού κέρδους, η οποία είναι το άμεσο αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών και της πτώσης των τιμών. Ωστόσο, η κρίση δεν είναι περισσότερο αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών απ’ όσο είναι αποτέλεσμα του ανταγωνιστικού αγώνα που αυτή πυροδότησε. Η αύξηση των μισθών είναι αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της υποδαυλίζεται από τον ανταγωνιστικό αγώνα μεταξύ καπιταλιστών και εντείνεται από τη συγκέντρωση και την ανισόμετρη ανάπτυξη του κεφαλαίου. Αυτό επαναφέρει το πρόβλημα της γενικευμένης υπερπαραγωγής, με την ανάγκη για πτώση του ποσοστού κέρδους να εξηγείται από το γεγονός ότι «πρέπει διαρκώς να ανακύπτει ένα ρήγμα μεταξύ των περιορισμένων διαστάσεων της κατανάλωσης υπό τον καπιταλισμό και της παραγωγής, η οποία τείνει συνεχώς να υπερβαίνει αυτό το έμφυτο όριο» (CIII, 251).

Ο Μαρξ δεν προχωρά περαιτέρω στην ανάλυση, και η ενότητα ολοκληρώνεται με μερικά γενικά σχόλια, τα οποία ανακεφαλαιώνουν αλλά δεν προσθέτουν κάτι νέο στη συζήτηση περί υπερπαραγωγής, δυσαναλογίας και πτώσης του ποσοστού κέρδους.

{240}

Το να λέγεται ότι δεν υπάρχει γενική υπερπαραγωγή, αλλά μάλλον μια δυσαναλογία μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαπίστωση ότι, υπό καπιταλιστική παραγωγή, η αναλογία μεταξύ των επιμέρους κλάδων παραγωγής προκύπτει διαρκώς ως διαδικασία μέσα από τη δυσαναλογία, επειδή η συνοχή της συνολικής παραγωγής επιβάλλεται ως ένας τυφλός νόμος στους φορείς της παραγωγής. ... Αν λέγεται ότι η υπερπαραγωγή είναι μόνο σχετική, αυτό είναι απολύτως ορθό· αλλά ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μόνο σχετικός... Αν, τέλος, λέγεται ότι οι καπιταλιστές αρκεί να ανταλλάσσουν και να καταναλώνουν τα εμπορεύματά τους μεταξύ τους, τότε παραβλέπεται εντελώς η φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· και επίσης ξεχνιέται το γεγονός ότι πρόκειται για τη διεύρυνση της αξίας του κεφαλαίου, όχι για την κατανάλωσή του. ... Η αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ... έγκειται ακριβώς στην τάση του για απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τις ειδικές συνθήκες παραγωγής εντός των οποίων το κεφάλαιο κινείται — και μόνο μπορεί να κινηθεί. (CIII, 251–252)

Τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έρχονται στην επιφάνεια: 1) Στο ότι η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας μετατρέπει την πτώση του ποσοστού κέρδους σε νόμο, ο οποίος, σε ένα ορισμένο σημείο, εισέρχεται σε ανταγωνιστική σύγκρουση με αυτή την ανάπτυξη και πρέπει διαρκώς να υπερβαίνεται μέσω κρίσεων. 2) Στο ότι η επέκταση ή η συρρίκνωση της παραγωγής καθορίζονται από ... ένα καθορισμένο ποσοστό κέρδους, και όχι από τη σχέση της παραγωγής με τις κοινωνικές ανάγκες ... Για αυτόν τον λόγο, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συναντά εμπόδια όταν φθάνει σε ένα ορισμένο διευρυμένο στάδιο παραγωγής. (CIII, 253)

Ποια είναι η σημασία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους (FROP);

Εξετάσαμε εκτενώς τη συζήτηση του Μαρξ για τις κρίσεις που συνδέονται με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, καθώς αυτή η θεωρία κρίσης έχει κυριαρχήσει στη σύγχρονη μαρξιστική θεωρητικοποίηση. Είναι τώρα καιρός να συγκεντρώσουμε τα νήματα αυτής της συζήτησης και να αναρωτηθούμε ποια είναι η σημασία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Συνολικά, τα συμπεράσματά μας ενισχύουν όσα ήδη είχαν εξαχθεί από την πρώτη του εξέταση στα Grundrisse. Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους τοποθετείται μέσα σε μια ευρύτερη συζήτηση για τις μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ως ένας παράγοντας που εντείνει {241} την κυκλική μορφή της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης, μέσω της οποίας οι μακροχρόνιες τάσεις της συσσώρευσης εκδηλώνονται.

Το πρώτο και θεμελιωδέστερο συμπέρασμα είναι ότι ο Μαρξ δεν αντιμετώπιζε τον «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» ως έναν αντικειμενικό οικονομικό νόμο που καθορίζει μηχανικά τη μοίρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Ρικάρντο ανησυχούσε — και δικαίως — για το «απλό ενδεχόμενο» μιας πτώσης του ποσοστού κέρδους, αλλά ο Μαρξ τού ασκεί κριτική όχι μόνο για τη συγκεκριμένη θεωρία του, αλλά και επειδή ο Ρικάρντο εμμένει σε αυτή την πτώση ως έναν μηχανικό νόμο — για τον Ρικάρντο «η ποσοτική αναλογία είναι το παν». Ο Μαρξ καθιστά σαφές ότι για εκείνον ο νόμος είναι μόνο η έκφραση ενός βαθύτερου πράγματος. «Υπάρχει, πράγματι, κάτι βαθύτερο από πίσω του, το οποίο εκείνος [ο Ρικάρντο] αντιλαμβάνεται μόνο συγκεχυμένα. Εδώ αναδύεται με καθαρά οικονομικό τρόπο — δηλαδή από την αστική σκοπιά, μέσα στα όρια της καπιταλιστικής αντίληψης, από τη σκοπιά της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής — ότι αυτή έχει το όριό της, ότι είναι σχετική, ότι δεν είναι κάτι απόλυτο, αλλά μόνο ένας ιστορικός τρόπος παραγωγής που αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περιορισμένη εποχή στην ανάπτυξη των υλικών όρων της παραγωγής.» (CIII, 254)

Για τον Μαρξ, ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν είναι παρά η έκφραση της θεμελιώδους τάσης και του ορίου της καπιταλιστικής συσσώρευσης που ενυπάρχουν στον ρόλο του ποσοστού κέρδους. «Το ποσοστό κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής. ... Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας είναι το ιστορικό καθήκον και η νομιμοποίηση του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί ασυνείδητα τους υλικούς όρους για έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής.» (CIII, 254)

Πουθενά ο Μαρξ δεν υποστηρίζει απλώς ότι μια αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους και έτσι σε κρίση. Ο Μαρξ εξετάζει τη σχέση μεταξύ της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και του ποσοστού κέρδους δυναμικά. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου πρέπει να αντισταθμιστεί από μια αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, ώστε ο καπιταλιστής να αποφύγει την πτώση του ποσοστού κέρδους.

Αυτή η πρόκληση τίθεται ενώπιον κάθε ατομικού καπιταλιστή, αλλά και του συστήματος στο σύνολό του. Τα μεγάλα κεφάλαια είναι σε θέση να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα σε αυτήν την πρόκληση, διότι απολαμβάνουν πλεονεκτήματα οικονομιών κλίμακας, διαθέτουν περισσότερους πόρους, έχουν καλύτερη πρόσβαση σε πίστωση και μπορούν να εδραιώσουν μονοπωλιακές θέσεις. Οι μικρότεροι καπιταλιστές δεν έχουν αυτά τα πλεονεκτήματα, και είναι αυτοί {242} που αντιμετωπίζουν την πτώση του ποσοστού κέρδους υπό τη μορφή εντεινόμενης ανταγωνιστικής πίεσης. Τα μικρά κεφάλαια ανταποκρίνονται σε αυτήν την πίεση είτε με την εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής, απολύσεις εργατών και επιπλέον όξυνση της υπερπαραγωγής, είτε με το να εμπλέκονται σε απάτες και κερδοσκοπικές δραστηριότητες, οι οποίες καθυστερούν την ατομική τους κρίση, αλλά διακινδυνεύουν να προκαλέσουν μια κρίση του συστήματος στο σύνολό του.

«Αν πέφτει το ποσοστό κέρδους, τότε από τη μία εμφανίζεται μια έντονη κινητοποίηση του κεφαλαίου, ώστε οι μεμονωμένοι καπιταλιστές, μέσω βελτιωμένων μεθόδων κ.λπ., να μειώσουν την αξία του εμπορεύματός τους κάτω από τον κοινωνικό μέσο όρο και έτσι να αποκομίσουν ένα υπερκέρδος στην εκάστοτε τιμή της αγοράς. Από την άλλη εμφανίζεται απάτη και γενικευμένη προώθηση της απάτης μέσω μανιώδους προσφυγής σε καινοφανείς παραγωγικές μεθόδους ... όλα για την απόσπαση ενός ίχνους υπερκέρδους.» (CIII, 254)

Η προσπάθεια διατήρησης του ποσοστού κέρδους απέναντι στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της διεύρυνσης της παραγωγής οδηγεί σε όξυνση του ανταγωνιστικού αγώνα, ο οποίος με τη σειρά του οδηγεί σε περαιτέρω συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, σε περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και σε επέκταση της παραγωγικής ικανότητας, γεγονός που εντείνει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστική πίεση σε έναν σωρευτικό σπειροειδή κύκλο. Κάποιοι από τους καπιταλιστές που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν θα στρέψουν το κεφάλαιό τους σε κερδοσκοπικά κανάλια, ενώ άλλοι θα οδηγηθούν σε πτώχευση, με αποτέλεσμα την καταστροφή παραγωγικής ικανότητας και την απαξίωση κεφαλαίου — κάτι που μπορεί να απορροφηθεί, αλλά και να προκαλέσει κρίση καθώς εξαπλώνεται μέσω του πιστωτικού συστήματος.

Αυτή η δυναμική της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης είναι ο ειδικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι νέες μέθοδοι παραγωγής εισάγονται και γενικεύονται στο καπιταλιστικό σύστημα. Η ιστορική τάση αυτής της δυναμικής είναι προς τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που ενδέχεται να μειώνει την τάση για υπερσυσσώρευση και κρίση μειώνοντας τον ανταγωνισμό, αλλά με το κόστος της εξάλειψης της πηγής της καπιταλιστικής δυναμικής. Η εναλλακτική των τακτικών κρίσεων είναι η μακροχρόνια στασιμότητα. «Μόλις ο σχηματισμός κεφαλαίου πέσει στα χέρια μερικών καθιερωμένων μεγάλων κεφαλαίων, για τα οποία η μάζα του κέρδους αντισταθμίζει την πτώση του ποσοστού κέρδους, τότε η ζωτική φλόγα της παραγωγής θα έχει ολοκληρωτικά σβήσει. Θα εξέλειπε.» (CIII, 254)

Αν και ο Μαρξ παρέχει εκτενή ανάλυση των κρίσεων στο κεφάλαιο για τις «εσωτερικές αντιφάσεις» του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, είδαμε ότι στην πράξη κινείται μεταξύ πολλών διαφορετικών ερμηνειών της κρίσης, όλες εκ των οποίων {243} απορρέουν από διαφορετικές όψεις των θεμελιωδών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και όλες εκφράζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, την παραγωγή για την ανάγκη και την παραγωγή για το κέρδος. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν αναγνωρίζεται ως προνομιούχος αιτία των κρίσεων, αλλά ως παράγοντας που καθιστά τις κρίσεις πιο πιθανές, κυρίως επειδή οδηγεί σε όξυνση του ανταγωνιστικού αγώνα μεταξύ των καπιταλιστών.

Η άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου διαδραματίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο από οποιαδήποτε πτώση του ποσοστού κέρδους στη συζήτηση αυτή, όπως και στα προηγούμενα κείμενα. Η σημασία της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι διπλή. Αφενός, στηρίζει την τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η οποία αυξάνει την ανταγωνιστική πίεση επί των μικρότερων κεφαλαίων, περιορίζει το κίνητρο για καινοτομία και προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα μορφή κοινωνίας μέσω της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Αφετέρου, στηρίζει την τάση για παραγωγή «σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού».

Είναι οι συνέπειες αυτών των δύο τάσεων, και όχι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, στις οποίες επανέρχεται ο Μαρξ στο τέλος της ανάλυσής του για τις εσωτερικές αντιφάσεις του νόμου. Αφενός, συνδέει τις κρίσεις με την αναδιάρθρωση της παραγωγής, σημειώνοντας ότι «περιοδικές κρίσεις... προκύπτουν από το γεγονός ότι τώρα αυτό και τώρα εκείνο το τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού καθίσταται πλεονάζον υπό το παλαιό καθεστώς απασχόλησης του» (CIII, 258). Αφετέρου, η αυξανόμενη συσσώρευση κεφαλαίου προϋποθέτει αυξανόμενη συγκέντρωση. «Η αντίφαση ανάμεσα στη γενική κοινωνική δύναμη στην οποία εξελίσσεται το κεφάλαιο, αφενός, και την ιδιωτική εξουσία των μεμονωμένων καπιταλιστών πάνω σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, αφετέρου, καθίσταται όλο και περισσότερο ασυμβίβαστη, και ωστόσο περιέχει τη λύση του προβλήματος, επειδή συνεπάγεται ταυτόχρονα τη μετατροπή των συνθηκών παραγωγής σε γενικές, κοινές, κοινωνικές συνθήκες. Αυτή η μετατροπή απορρέει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων υπό καπιταλιστική παραγωγή.» (CIII, 259)

Ήταν αυτές οι πλευρές της ανάλυσης, και όχι ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, που ανέπτυξε ο Μαρξ στον χαρακτηρισμό των ιστορικών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου. Από τη σκοπιά της ερμηνείας της εξέλιξης της μαρξικής σκέψης, είναι σημαντικό να σημειώσουμε όχι μόνο ότι η δημοσιευμένη εκδοχή του Πρώτου Τόμου γράφτηκε μετά τα χειρόγραφα στα οποία βασίστηκε ο Τρίτος Τόμος, αλλά επίσης ότι το κεφάλαιο για τις {244} ιστορικές τάσεις ήταν μια καθυστερημένη προσθήκη στο σχέδιο του Πρώτου Τόμου, το οποίο κατά τα άλλα είχε παραμείνει σχετικά σταθερό για χρόνια.

Το τμήμα για τη συσσώρευση δεν εμφανιζόταν σε κανένα από τα πρώιμα σχέδια του Κεφαλαίου. Σε όλα τα πρώιμα σχέδια και στο χειρόγραφο του 1861–1863, ο Μαρξ εξετάζει την παραγωγή υπεραξίας και στη συνέχεια προχωρά άμεσα στην κυκλοφορία και κατανομή της υπεραξίας υπό τις μορφές της γαιοπροσόδου και του κέρδους — συζήτηση που περιλαμβάνει τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Όπως είδαμε, η ανάλυση του Μαρξ επί του νόμου αναμειγνύεται με τη συζήτηση για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την παραγωγή σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, καθώς και οι δύο συνδέονται ως όψεις της τάσης αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Μόνο προς το τέλος του χειρογράφου 1861–1863 ο Μαρξ διαχωρίζει τις δύο αυτές πλευρές, περιλαμβάνοντας ένα σύντομο τμήμα για τη συσσώρευση, στο οποίο συζητά την τελευταία ανεξάρτητα από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους· πλην όμως, το τμήμα αυτό είναι αποσπασματικό και ασύνδετο.

Το πρώτο σχέδιο του Κεφαλαίου στο οποίο εμφανίζεται το τμήμα για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι αυτό που συνέταξε ο Μαρξ στο τέλος του χειρογράφου του 1861–1863 (CW33, 347), στο οποίο γίνεται αναφορά στην «εκ νέου μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο» ως μέρος ενός κεφαλαίου που οδηγεί στην αρχική συσσώρευση και τη θεωρία του αποικισμού. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το τι θα περιείχε το εν λόγω τμήμα, και στο σχέδιο αυτό το έργο εξακολουθεί να καταλήγει στο κεφάλαιο «Αποτελέσματα της Διαδικασίας Παραγωγής», το οποίο ο Μαρξ είχε συντάξει πλήρως στο πλαίσιο της αναθεώρησης του 1864–1865. Μόνο στη δημοσιευμένη εκδοχή του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου το κεφάλαιο για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης αντικαθιστά εκείνο για τα αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής ως η κατακλείδα της ανάλυσης — και αυτή ήταν η μόνη ουσιώδης μεταβολή μεταξύ του σχεδίου 1861–1863 και της τελικής μορφής του Πρώτου Τόμου.

Ο Μαρξ δεν σχολιάζει αυτή την όψιμη αλλαγή στο σχέδιο του Κεφαλαίου σε καμία από τις σωζόμενες επιστολές του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο λόγοι για αυτή την αλλαγή. Πρώτον, είχε αρχικά την πρόθεση να εκδώσει τα τρία βιβλία του Κεφαλαίου ταυτόχρονα, και μόνο το φθινόπωρο του 1866 συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν ανέφικτο και ότι θα έπρεπε να εκδοθεί ο Πρώτος Τόμος ανεξάρτητα. Το αρχικό καταληκτικό κεφάλαιο του Πρώτου Τόμου, τα «Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής», συνοψίζει το θεωρητικό επιχείρημα του Τόμου και οδηγεί προς την κυκλοφορία του κεφαλαίου, που είναι το αντικείμενο του Δεύτερου Τόμου. Η αντικατάσταση του κεφαλαίου αυτού έδωσε στον Πρώτο Τόμο μια συνοχή και πληρότητα που αλλιώς θα του έλειπε και παρείχε {245} ένα συμπέρασμα με άμεση πολιτική σημασία, συνδέοντας την ιστορική ανάπτυξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης με την ανάπτυξη των ταξικών σχέσεων και της ταξικής πάλης, και με τα έσχατα όρια του καπιταλισμού.

Αυτό το τελευταίο σημείο στρέφει την προσοχή μας στον δεύτερο πιθανό λόγο για την αλλαγή, που είναι η όλο και πιο ενεργή εμπλοκή του Μαρξ στην πολιτική του εργατικού κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του 1860 — μια πολιτική που πλέον δεν αφορούσε μικρές κομμουνιστικές σέχτες, αλλά ένα αναπτυσσόμενο διεθνές εργατικό κίνημα βασισμένο στα συνδικάτα. Παρόλο που ο Μαρξ έδινε προτεραιότητα στο θεωρητικό του έργο έναντι της πολιτικής του δράσης, οι μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζονται σε μεταβαλλόμενες θεωρητικές εστιάσεις. Έτσι, η θεωρία της κρίσης αποκτά ολοένα και μικρότερη σημασία στο έργο του Μαρξ μετά το 1862, και αντικαθίσταται από μια έμφαση στις μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, όπως και η σύλληψη της επανάστασης ως το απόγειο αγώνων που προκαλούνται από την οικονομική κρίση αντικαθίσταται από μια σύλληψη της επανάστασης ως έκβαση μιας παρατεταμένης περιόδου ταξικής ανάπτυξης. Η θεωρητική αντανάκλαση αυτής της επιστροφής σε ενεργότερη πολιτική δράση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιστροφή στην έμφαση στη μακροχρόνια εξέλιξη των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων, που χαρακτήριζε τα γραπτά του Μαρξ του 1848. Ίσως η καλύτερη ένδειξη για τη βαρύτητα που απέδιδε ο Μαρξ στον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους είναι ότι δεν τον αναφέρει σε κανένα από τα έργα που εξέδωσε ενόσω ζούσε, ούτε τον επανεξέτασε κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια της ζωής του, μετά τη συγγραφή του χειρογράφου που αποτέλεσε τη βάση του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίου.

{246}

8 Κρίσεις και ο Γενικός Νόμος της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης

Η Θεωρία της Κρίσης στο Κεφάλαιο

Μέχρι τα μέσα του 1863, ο Μαρξ είχε διαμορφώσει τις βασικές γραμμές της ανάλυσης που θα αποτελούσαν τον πυρήνα του έργου του, Το Κεφάλαιο. Τα χειρόγραφα των ετών 1861–1863 παρέχουν το πρώτο προσχέδιο του μεγαλύτερου μέρους του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου και, σε πιο αποσπασματική μορφή, μεγάλο μέρος της ανάλυσης που θα αναπτυσσόταν στους Τόμους Δεύτερο και Τρίτο. Ο Μαρξ συνέχισε να εργάζεται διακεκομμένα πάνω στο χειρόγραφο του Κεφαλαίου, εν μέσω περιόδων ασθένειας και αυξημένης πολιτικής δραστηριότητας, με τη δημιουργία της Πρώτης Διεθνούς το φθινόπωρο του 1864. Ωστόσο, κανένα από τα προσχέδια που συντάχθηκαν μετά το 1863 δεν έχει εκδοθεί. Οι Τόμοι Δεύτερος και Τρίτος του Κεφαλαίου συγκροτήθηκαν μετά τον θάνατο του Μαρξ από τον Ένγκελς, με το μεγαλύτερο μέρος των υλικών για τον Τρίτο Τόμο να προέρχεται από τα χειρόγραφα του Μαρξ της περιόδου 1864–1865, ενώ ο Δεύτερος Τόμος βασίζεται σε μεταγενέστερα χειρόγραφα, γραμμένα το 1870 και κατά την περίοδο 1877–1878. Το τελικό χειρόγραφο του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου γράφτηκε μεταξύ 1865 και 1867, αλλά ο Μαρξ συνέχισε να το αναθεωρεί για μεταγενέστερες εκδόσεις, ξαναγράφοντας την πρώτη ενότητα περί αξίας για τη δεύτερη γερμανική έκδοση του 1872, και πραγματοποιώντας περαιτέρω σημαντικές αναθεωρήσεις για τη γαλλική έκδοση, η οποία εκδόθηκε σε συνέχειες μεταξύ 1872 και 1875.

Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου είναι ο βαθμός στον οποίο η ανάλυση που παρουσιάζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848 έχει διατηρηθεί μετά από είκοσι χρόνια θεωρητικής ανάπτυξης.^1 Αυτό αποτελεί μαρτυρία για την οξυδέρκεια του Μαρξ ως προς τις θεμελιώδεις τάσεις της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού ήδη από τα πρώτα του έργα, και όχι ένδειξη κάποιας δογματικής προσκόλλησης σε εδραιωμένες θέσεις· κανείς δεν μπορεί να διαβάσει τα χειρόγραφα του Μαρξ χωρίς να αντιληφθεί τη διαρκή του ετοιμότητα να ακολουθήσει ένα επιχείρημα μέχρι τις λογικές του συνέπειες {247}, όπου κι αν αυτό οδηγεί. Στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ κατόρθωσε τελικά να προσφέρει τα αυστηρά θεωρητικά θεμέλια για τη διαίσθηση της νεότητάς του, συνδέοντας τα πολιτικά πιο αποφασιστικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τις θεμελιώδεις ιδιότητες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

^1 Ίσως θα ήταν ακριβέστερο να πούμε ότι έχει επανεμφανιστεί, καθώς, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η συζήτηση για τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, με την οποία καταλήγει ο Πρώτος Τόμος του Κεφαλαίου, παίζει έναν πολύ περιορισμένο ρόλο στα χειρόγραφα της περιόδου 1857–1863.

Η θεωρία της κρίσης διαδραματίζει ελάχιστο ρόλο στην ανάλυση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, και εμφανίζεται μόνο περιθωριακά στους επόμενους δύο τόμους. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι η πρόθεση του Μαρξ να θεμελιώσει την ανάλυσή του στις «εσωτερικές τάσεις» του κεφαλαίου και όχι στις επιφανειακές του εκδηλώσεις. Για τον λόγο αυτό, ο Μαρξ ανέπτυξε ρητά την ανάλυσή του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου στο επίπεδο του «κεφαλαίου γενικά» και με επίκεντρο τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου, αφαιρώντας τη μεταξύ τους ανταγωνιστική σχέση των κεφαλαίων, καθώς και την κυκλοφορία και αναπαραγωγή του κεφαλαίου, των οποίων η εξέταση, όπως ο ίδιος είχε επανειλημμένα επισημάνει, είναι απαραίτητη για την ανάλυση της κρίσης. Όπως σημειώνει ο Μαρξ κατά την εξέταση του χρήματος:

Η αντίθεση, αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία· οι αντιφάσεις κατά τις οποίες η ιδιωτική εργασία πρέπει να εκδηλώνεται ως άμεση κοινωνική εργασία, η καθορισμένη συγκεκριμένη εργασία πρέπει να ισοδυναμεί με αφηρημένη ανθρώπινη εργασία· η αντίθεση μεταξύ της προσωποποίησης των αντικειμένων και της αναπαράστασης των προσώπων μέσω των πραγμάτων· όλες αυτές οι αντιθέσεις και αντιφάσεις, που είναι έμφυτες στα εμπορεύματα, επιβάλλονται και εκδηλώνουν τους τρόπους της κίνησής τους στις αντιθετικές φάσεις της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος. Αυτοί οι τρόποι συνεπάγονται συνεπώς τη δυνατότητα — και τίποτα περισσότερο από τη δυνατότητα — των κρίσεων. Η μετατροπή αυτής της απλής δυνατότητας σε πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς αλυσίδας σχέσεων, οι οποίες από την παρούσα οπτική της απλής κυκλοφορίας δεν υφίστανται ακόμη. (CI, 114)

Πολιτική και Θεωρία της Κρίσης

Υπάρχει τόσο ένας πολιτικός όσο και ένας θεωρητικός λόγος για τη σχετική παραμέληση της κρίσης στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, και αυτό συνδέεται με τη μετατόπιση του εστιασμού του Μαρξ στη θεωρητική και πολιτική του εργασία κατά τη δεκαετία του 1860. Η πολιτική σημασία που απέδιδε ο Μαρξ στις οικονομικές κρίσεις ήταν εκείνη που τον οδήγησε πίσω στις θεωρητικές του σπουδές στα τέλη της δεκαετίας του 1850, καθώς επιδίωκε να αντιπαρατεθεί στον «μικροαστικό» {248} σοσιαλισμό του Προυντόν, ο οποίος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να προσφέρει μια μεταρρυθμιστική λύση στις αντιφάσεις του καπιταλισμού.

Είδαμε ότι κατά τη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ προσδοκούσε την εκδήλωση της κρίσης ως καταλύτη για ένα ξέσπασμα μαχητικότητας της εργατικής τάξης, που θα αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της επερχόμενης επανάστασης. Αυτή η προσδοκία βασιζόταν περισσότερο σε ευσεβείς πόθους παρά σε συγκεκριμένη ανάλυση, καθώς ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς εξήγησαν επακριβώς πώς φαντάζονταν ότι θα λάμβανε χώρα μια τέτοια εξέλιξη, και ασφαλώς δεν είχαν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των επαναστατικών ομάδων με τις οποίες σχετίζονταν χαλαρά να προσφέρουν πολιτική καθοδήγηση σε μια τέτοια εξέγερση. Υποδέχθηκαν την κρίση του 1857 ως προάγγελο της επανάστασης, αλλά όταν αυτή πέρασε χωρίς σημαντικά πολιτικά γεγονότα, δεν εξέφρασαν έκπληξη ούτε αισθάνθηκαν την ανάγκη να αναθεωρήσουν τη θέση τους. Παρότι η ταχεία ανάκαμψη από την κρίση εμπόδισε την αναμενόμενη επαναστατική έκρηξη, εντούτοις απομάκρυνε από το προσκήνιο και τον Προυντόν με τους οπαδούς του.

Ενώ στη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ παρακολουθούσε με προσοχή κάθε ένδειξη κρίσης, τη δεκαετία του 1860 έδειχνε πολύ μικρότερο ενδιαφέρον για τις καθημερινές οικονομικές εξελίξεις και αντιμετώπιζε την εκδήλωση κρίσης με περισσότερο πεζό τρόπο. Σε επιστολή του προς τον Ένγκελς τον Νοέμβριο του 1864, ο Μαρξ σχολίαζε ότι αν και οι κρίσεις είχαν μειωθεί ως προς την έντασή τους, ίσως είχαν αυξηθεί ως προς τη συχνότητά τους (CW42, 19) — ένα απλό σχόλιο σε μια επιστολή που μετέφερε πολύ σημαντικότερα νέα: τη συμμετοχή του Μαρξ στην ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς. Αυτή έφερε για πρώτη φορά τον Μαρξ σε άμεση επαφή με το συνδικαλιστικό κίνημα, προσδίδοντας απτή πολιτική υπόσταση στην πρόβλεψη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ότι η βάση της επανάστασης θα βρισκόταν στην πολιτική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η πολιτική δράση και οι επαναστατικές ελπίδες του Μαρξ δεν επικεντρώνονταν πλέον στην αναμονή μιας καταστροφικής επαναστατικής κρίσης, αλλά στην αργή ανάπτυξη και τη σταδιακή πολιτικοποίηση ενός οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης.^2 Από αυτή την οπτική, οι μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης έχουν πολύ θεμελιωδέστερη σημασία απ’ ό,τι η κυκλική της μορφή, η οποία απλώς επιταχύνει τις μακροχρόνιες τάσεις, και είναι αυτές οι μακροχρόνιες τάσεις που αποτελούν το βασικό αντικείμενο του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου. Οι οικονομικές κρίσεις διαδραματίζουν έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο, αλλά αυτός ο ρόλος δεν είναι {249} εκείνος της επαναστατικής καταστροφής, αλλά εκείνος της επίδρασης της οικονομικής ανασφάλειας και της εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Από αυτήν την οπτική, μια «μερική κρίση», η οποία επηρεάζει μόνο έναν κλάδο παραγωγής, είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος όσο και οι πιο θεαματικές γενικές κρίσεις που περιοδικά αντηχούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

^2 Δεν υπάρχει ουσιαστική συζήτηση για τις οικονομικές κρίσεις, ούτε για τη πολιτική τους σημασία, σε κανένα από τα κείμενα που ετοίμασε ο Μαρξ για την Πρώτη Διεθνή, συμπεριλαμβανομένης της Ιδρυτικής Διακήρυξης ή των διαλέξεών του του 1865, που αργότερα εκδόθηκαν με τον τίτλο «Μισθός, Τιμή και Κέρδος».

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέδειξαν μόνο περιορισμένο ενδιαφέρον για την επερχόμενη κρίση του 1866-67 και, όταν ξέσπασε η κρίση, αυτή πέρασε σχεδόν χωρίς σχόλιο — η βασική τους ικανοποίηση προήλθε από το γεγονός ότι η μορφή και ο συγχρονισμός της κρίσης επιβεβαίωσαν τη θεωρητική ανάλυση του Μαρξ. Όπως έγραψε ο Ένγκελς στον Μαρξ τον Δεκέμβριο του 1868: «Ιδού, έχουμε την πιο υπέροχη κρίση, και αυτή τη φορά καθαρή (αν και μόνο σχετική) υπερπαραγωγή» (11.12.1868. Η κρίση ήταν μόνο σχετικής υπερπαραγωγής επειδή οι τιμές του βαμβακιού παρέμεναν υψηλές).

Η Θεωρία της Κρίσης στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου

Ο Πρώτος Τόμος του Κεφαλαίου αναπτύσσει την ανάλυση του Μαρξ για τις μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης στη βάση της συστηματικής του ανάπτυξης της θεωρίας της αξίας και της υπεραξίας, και δεν περιλαμβάνει θεωρητική συζήτηση περί κρίσεων, πέραν από σύντομες αναφορές στη δυνατότητα κρίσης που ενυπάρχει στην αντίφαση μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης — η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως — και η οποία ενισχύεται από μια εξίσου σύντομη αναφορά στην εκδήλωση αυτής της αντίφασης κατά τη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, συνοψίζοντας τη σχετική συζήτηση στις Θεωρίες για την Υπεραξία. Ο Μαρξ σημειώνει ότι «η λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής ενέχει μια αντίφαση χωρίς μεσολαβητικό όρο (terminus medius) … Αυτή η αντίφαση κορυφώνεται στις φάσεις των βιομηχανικών και εμπορικών κρίσεων που είναι γνωστές ως νομισματικές κρίσεις. Τέτοια κρίση εμφανίζεται μόνο όταν έχει αναπτυχθεί πλήρως η ολοένα επιμηκυνόμενη αλυσίδα πληρωμών και ένα τεχνητό σύστημα εξόφλησής τους. … Σε μια κρίση, η αντίθεση ανάμεσα στα εμπορεύματα και τη μορφή της αξίας τους, το χρήμα, οξύνεται σε απόλυτη αντίφαση.» (CI, 137-8).^3

^3 Σε μια υποσημείωση, ο Μαρξ διακρίνει τη νομισματική κρίση στην οποία αναφέρεται εδώ — η οποία αποτελεί φάση κάθε κρίσης — από το είδος της νομισματικής κρίσης «που μπορεί να παραχθεί αφ’ εαυτής ως ένα ανεξάρτητο φαινόμενο, με τρόπο που να επενεργεί στη βιομηχανία και στο εμπόριο μόνο έμμεσα. Το επίκεντρο αυτών των κρίσεων βρίσκεται στο χρηματικό κεφάλαιο, και η σφαίρα άμεσης δράσης είναι συνεπώς η σφαίρα του κεφαλαίου αυτού, ήτοι οι τράπεζες, το χρηματιστήριο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.» (CI, 138, υποσημείωση)

Η ανάλυση των μακροχρόνιων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης ριζώνει στην επεκτατική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Μόλις {250} οι γενικές συνθήκες της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής εδραιωθούν μέσω της εκβιομηχάνισης της παραγωγής μηχανών, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής «δεν συναντά εμπόδιο παρά μόνο στην προμήθεια πρώτων υλών και στη διάθεση του προϊόντος», εμπόδια που υπερβαίνονται με την κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς, η οποία ταυτόχρονα παρέχει πηγές πρώτων υλών και αγορές για τα προϊόντα της καπιταλιστικής βιομηχανίας. «Με το να καταστρέφει τη χειροτεχνική παραγωγή σε άλλες χώρες, η μηχανή τις μετατρέπει βιαίως σε πεδία προμήθειας των πρώτων υλών της.» (CI, 450–1)

Η άρση αυτών των φραγμών και τα τεράστια κέρδη που ιδιοποιούνται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μηχανών σε νέους κλάδους παραγωγής, δίνουν ελεύθερο πεδίο στην τάση για υπερπαραγωγή, οδηγώντας στην εναλλαγή άνθησης και ύφεσης στον βιομηχανικό κύκλο, και θεμελιώνοντας τον έντονο καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ο οποίος — όπως έχουμε δει — ωθεί τους καπιταλιστές αφενός στην εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής και, αφετέρου, όσο αυξάνεται η ανταγωνιστική πίεση, στην πίεση για μείωση των μισθών.

Η τεράστια δύναμη που είναι εγγενής στο εργοστασιακό σύστημα να επεκτείνεται με άλματα, και η εξάρτηση αυτού του συστήματος από τις αγορές του κόσμου, γεννούν αναγκαστικά μια πυρετώδη παραγωγή, που ακολουθείται από κορεσμό των αγορών, όπου η συρρίκνωση των αγορών οδηγεί σε παράλυση της παραγωγής. Η ζωή της σύγχρονης βιομηχανίας γίνεται μια αλληλουχία περιόδων μέτριας δραστηριότητας, ευημερίας, υπερπαραγωγής, κρίσης και στασιμότητας. ... Εκτός από τις περιόδους ευημερίας, μαίνεται μεταξύ των καπιταλιστών η πιο λυσσαλέα μάχη για το μερίδιό τους στις αγορές. Αυτό το μερίδιο είναι άμεσα ανάλογο προς τη φτήνια του προϊόντος. Πέρα από την αντιπαλότητα που αυτή η πάλη γεννά στην εφαρμογή βελτιωμένων μηχανών για την αντικατάσταση της εργατικής δύναμης και των νέων μεθόδων παραγωγής, έρχεται και η στιγμή σε κάθε βιομηχανικό κύκλο, κατά την οποία επιχειρείται μια βίαιη μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, με σκοπό τη μείωση του κόστους των εμπορευμάτων. (CI, 453)

Ο Μαρξ επισημαίνει επανειλημμένα τον αντίκτυπο των βιομηχανικών κρίσεων στην κατάσταση της εργατικής τάξης, καθώς ο αυξανόμενος ανταγωνισμός οδηγεί τους καπιταλιστές να επιχειρούν τη μείωση των μισθών, την παράνομη επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας (προκαλώντας όλο και πιο οργανωμένη εργατική αντίσταση), αλλά και απολύσεις εργατών, επιδεινώνοντας το πρόβλημα της φτώχειας (pauperism) (π.χ. CI, 241–2, 284, 434 υποσημ., 453, 653). Ωστόσο, ο πιο σημαντικός ρόλος των κρίσεων σχετίζεται με τις μακροχρόνιες τάσεις της συσσώρευσης, τις οποίες ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν ήδη χαρακτηρίσει στο Κομμουνιστικό {251} Μανιφέστο ως την τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και τη σχετική εξαθλίωση της μάζας του πληθυσμού.

Ο Γενικός Νόμος της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης

Ο Μαρξ συνοψίζει τις ιστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον «γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης», ο οποίος αποτελεί το αποκορύφωμα της ανάλυσης του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου και που για τον Μαρξ συνιστά την πολιτικά πιο σημαντική συνέπεια της αντιφατικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής. Είναι σε σχέση με τον γενικό αυτό νόμο που ο Μαρξ τοποθετεί τη βασική σημασία των βιομηχανικών κρίσεων.

Ο «απόλυτος γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης» ορίζει την αναγκαία πόλωση της καπιταλιστικής κοινωνίας μεταξύ της αυξανόμενης δύναμης και του πλούτου του κεφαλαίου, αφενός, και της αυξανόμενης ένδειας της μάζας του πληθυσμού, αφετέρου — κάτι που εκφράζεται με την αύξηση του «σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού», ο οποίος συνιστά τη βιομηχανική εφεδρική στρατιά εργασίας και το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης.^4

^4 Ο Μαρξ σημειώνει αμέσως ότι «όπως όλοι οι άλλοι νόμοι, έτσι και αυτός τροποποιείται στην εφαρμογή του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν μας απασχολεί εδώ» (CI, 644).

Η πολιτική σημασία του γενικού νόμου δεν έγκειται, όπως φαντάζονται πολλοί σχολιαστές, σε κάποια πίστη του Μαρξ ότι η εξαθλίωση γεννά επανάσταση — διότι ο Μαρξ ήταν απολύτως σαφής ότι η εξαθλίωση γεννά εκφυλισμό και αποσύνθεση. Η πολιτική σημασία του νόμου έγκειται στη γενικότητά του· στο γεγονός ότι κάθε εργάτης υπόκειται στον ίδιο νόμο, αφού κάθε εργάτης είναι, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, απλώς ένα μέρος της κοινής μάζας διαθέσιμης εργατικής δύναμης, που αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό των υπόλοιπων εργατών και την διαρκή απειλή της εκδίωξης στην εφεδρική στρατιά. Ο γενικός νόμος αποτελεί έτσι τη βάση μιας κοινής εμπειρίας της εργατικής τάξης και, επομένως, το θεμέλιο πάνω στο οποίο οι εργάτες μπορούν να ενωθούν ως τάξη.

Η δράση της προσφοράς και της ζήτησης επί αυτής της βάσης ολοκληρώνει την κυριαρχία του κεφαλαίου. Όταν, επομένως, οι εργάτες μάθουν το μυστικό, πώς συμβαίνει ώστε όσο περισσότερο εργάζονται, όσο περισσότερο πλούτο παράγουν για άλλους και όσο αυξάνεται η παραγωγική δύναμη της εργασίας τους, τόσο περισσότερο γίνεται επισφαλής ακόμη και η λειτουργία τους ως μέσου αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου· όταν ανακαλύψουν ότι ο βαθμός έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ {252} τους εξαρτάται πλήρως από την πίεση του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού· το ότι, μόλις, μέσω των συνδικάτων κ.ά., προσπαθούν να οργανώσουν μια τακτική συνεργασία μεταξύ απασχολούμενων και ανέργων, προκειμένου να καταστρέψουν ή να αποδυναμώσουν τα ολέθρια αποτελέσματα αυτού του φυσικού νόμου της καπιταλιστικής παραγωγής πάνω στην τάξη τους, τότε αμέσως το κεφάλαιο και ο αυλικός του, η Πολιτική Οικονομία, ξεφωνίζουν για παραβίαση του «αιώνιου» και θα έλεγε κανείς «ιερού» νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. (CI, 640)

Ο Μαρξ εισάγει τη συζήτησή του για τον γενικό νόμο ορίζοντας τις αξιακές, τεχνικές και οργανικές συνθέσεις του κεφαλαίου, με την οργανική σύνθεση να αποτελεί τη θεμελιώδη έννοια, η οποία ορίζεται ως «η αξιακή σύνθεση, στο μέτρο που καθορίζεται από την τεχνική της σύνθεση και αντανακλά τις μεταβολές της τελευταίας» (CI, 612). Η εισαγωγή της έννοιας της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε αυτό το σημείο επιτρέπει στον Μαρξ να αναλύσει τη σχέση ανάμεσα στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στη ζήτηση για εργατική δύναμη, διαχωρίζοντας την επίδραση της απόλυτης αύξησης του κεφαλαίου από την επίδραση των μεταβολών στη σύνθεσή του πάνω στη ζήτηση για εργατική δύναμη. Έτσι μπορεί να αναπτύξει τον «απόλυτο γενικό νόμο» πολύ πιο καθαρά, συνοπτικά και συστηματικά απ’ ό,τι στις προηγούμενες αναλύσεις του, όπου αυτός συγχεόταν με τη συζήτηση για την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους — τάση που τώρα εξαφανίζεται εντελώς από τη συζήτηση.

Έλλειψη εργατικού δυναμικού, μισθοί και κρίση

Με σταθερή «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου», δηλαδή όταν δεν αλλάζουν οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής, η ζήτηση για εργατική δύναμη θα αυξανόταν παράλληλα με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αν το κεφάλαιο συσσωρεύεται ταχύτερα απ’ ό,τι αυξάνεται η προσφορά εργατικής δύναμης — υπό σταθερή οργανική σύνθεση — τότε αναγκαστικά οι μισθοί θα αυξηθούν. «Γι’ αυτό το θέμα ακούγονταν θρήνοι στην Αγγλία καθ’ όλη τη διάρκεια του 15ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα» (CI, 613). Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι μια τέτοια αύξηση των μισθών δεν έχει σημασία για την κατανόηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· σημαίνει απλώς ότι «το μήκος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας που ο μισθωτός έχει ήδη σφυρηλατήσει για τον εαυτό του, επιτρέπουν μια χαλάρωση της έντασής της» (CI, 618), αφού ο εργάτης πάντοτε οφείλει να εκτελεί ένα μέρος απλήρωτης εργασίας.

Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει ότι μια τέτοια αύξηση των μισθών δεν αποτελεί {253} αιτία κρίσης, διότι ο ρυθμός της συσσώρευσης μπορεί να προσαρμοστεί ομαλά σε μια τέτοια αύξηση. Υποστηρίζει ότι η μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης «ποτέ δεν μπορεί να φτάσει σε σημείο που να απειλεί το ίδιο το σύστημα» (CI, 619), διότι σε κάποιο σημείο «η συσσώρευση επιβραδύνεται ως συνέπεια της ανόδου της τιμής της εργασίας, επειδή αμβλύνεται το κίνητρο του κέρδους. Ο ρυθμός συσσώρευσης μειώνεται· αλλά με τη μείωσή του, εκλείπει και η αρχική αιτία αυτής της μείωσης, δηλαδή η δυσαναλογία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη. Ο μηχανισμός της καπιταλιστικής παραγωγής εξαλείφει τα ίδια τα εμπόδια που προσωρινά δημιουργεί. Η τιμή της εργασίας πέφτει ξανά στο επίπεδο που αντιστοιχεί στις ανάγκες της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου.» (CI, 619)

Φαίνεται ότι είναι οι μισθοί που ρυθμίζουν τη συσσώρευση του κεφαλαίου — η συσσώρευση επιβραδύνεται όσο οι μισθοί αυξάνονται και επιταχύνεται όσο αυτοί μειώνονται — και έτσι οι οικονομολόγοι εξηγούν τον κύκλο με όρους της σχετικής έλλειψης ή αφθονίας εργασίας. Όμως ο Μαρξ υποστηρίζει ότι αυτό δεν ισχύει, διότι η προσφορά της εργατικής δύναμης δεν αποτελεί μια ανεξάρτητη μεταβλητή, αλλά καθορίζεται από την απορρόφηση και την εκδίωξη της εργασίας κατά τη διάρκεια της συσσώρευσης. Η σχέση προσφοράς και ζήτησης εργασίας δεν είναι μια εξωτερική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την προσφορά εργατικής δύναμης· είναι «μόνο η σχέση ανάμεσα στην απλήρωτη και την πληρωμένη εργασία του ίδιου εργαζόμενου πληθυσμού» — αν εξάγεται τόση απλήρωτη εργασία ώστε η ζήτηση για εργατική δύναμη υπερβαίνει την προσφορά της, η άνοδος των μισθών την φέρνει ξανά σε ισορροπία, καθώς η εργασία εκτοπίζεται μέσω της αντικατάστασης παλαιών με πιο προηγμένα μέσα παραγωγής. «Η άνοδος των μισθών επομένως περιορίζεται εντός ορίων που όχι μόνο αφήνουν άθικτα τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του σε προοδευτική κλίμακα.» (CI, 620) Το αποτέλεσμα είναι ότι «είναι αυτές οι απόλυτες κινήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου που αντανακλώνται ως σχετικές μεταβολές της μάζας της εκμεταλλεύσιμης εργατικής δύναμης, και επομένως φαίνονται σαν να παράγονται από την ανεξάρτητη κίνηση της τελευταίας. Να το πούμε μαθηματικά: ο ρυθμός της συσσώρευσης είναι η ανεξάρτητη, και όχι η εξαρτημένη μεταβλητή· ο ρυθμός των μισθών είναι η εξαρτημένη, και όχι η ανεξάρτητη μεταβλητή.» (CI, 620)^5

^5 «Αν ληφθούν ως σύνολο, οι γενικές κινήσεις των μισθών ρυθμίζονται αποκλειστικά από την επέκταση και τη συρρίκνωση της βιομηχανικής εφεδρικής στρατιάς, και αυτές, με τη σειρά τους, αντιστοιχούν στις περιοδικές μεταβολές του βιομηχανικού κύκλου.» (CI, 637)

Είναι σημαντικό να τονιστεί αυτό το σημείο, διότι ορισμένοι σχολιαστές έχουν ερμηνεύσει αυτά τα αποσπάσματα, υπό το φως της ελλιπώς αναπτυγμένης συζήτησης περί «απόλυτης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ως το περίγραμμα μιας θεωρίας της κρίσης βασισμένης στην υπερσυσσώρευση σε {254} σχέση με την προσφορά εργατικής δύναμης. Όπως και στη συζήτηση του Τρίτου Τόμου, ο Μαρξ επιμένει ότι δεν είναι η άνοδος και η πτώση των μισθών που καθορίζουν πρωταρχικά το πρότυπο της συσσώρευσης, διότι η άνοδος και πτώση των μισθών είναι απλώς ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι καπιταλιστές εξαναγκάζονται να αναπτύξουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Ενώ ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η άνοδος των μισθών παίζει ρόλο στην εκδήλωση της κρίσης, απορρίπτει την προσπάθεια να εξηγηθεί ο κύκλος με όρους της προσφοράς εργασίας. Το ζήτημα δεν είναι ότι η υπερσυσσώρευση αυτού του τύπου δεν συμβαίνει, αλλά ότι συνιστά μόνο έναν διαμεσολαβητικό κρίκο στη διαδικασία της συσσώρευσης και της κρίσης — μία από τις μορφές του ανταγωνιστικού καταναγκασμού μέσω του οποίου εκτοπίζονται οι καθυστερημένοι καπιταλιστές καθώς τα κέρδη συμπιέζονται.^6

^6 Σε μια περιγραφή του κύκλου στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναφέρεται στην άνοδο των μισθών καθώς απορροφάται η εφεδρική στρατιά εργασίας πριν από την εκδήλωση της κρίσης, χωρίς όμως να την υποδεικνύει ως αιτία της κρίσης. Κατά την περίοδο της άνθησης, η ταχεία συσσώρευση προσελκύει «μεγάλους αριθμούς του λανθάνοντος σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, και ακόμη εργαζομένων που είναι ήδη απασχολημένοι, σε νέους κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας. ... Ένα μέρος της εφεδρικής στρατιάς των εργατών, της οποίας η πίεση συγκρατεί τους μισθούς, απορροφάται. Οι μισθοί γενικά αυξάνονται, ακόμη και στους τομείς της αγοράς εργασίας που προηγουμένως απασχολούνταν επαρκώς. Αυτό διαρκεί μέχρι που, με την αναπόφευκτη κατάρρευση, η εφεδρική στρατιά εργατών απελευθερώνεται εκ νέου και οι μισθοί πιέζονται ξανά στο ελάχιστο και κάτω από αυτό» (CII, 391). Ο Μαρξ αμέσως μετά αυτό το απόσπασμα προσθέτει μια σημείωση αναφερόμενος στην αντίφαση μεταξύ της επεκτατικής τάσης της καπιταλιστικής παραγωγής και της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των λαϊκών μαζών.

Ενώ η «νομισματική σχολή» βλέπει τον κύκλο ως αποτέλεσμα διακυμάνσεων στην ποσότητα χρήματος, οι οικονομολόγοι επαναλαμβάνουν τέτοια «άγνοια και πλήρη παρερμηνεία των γεγονότων... λέγοντας ότι υπάρχουν πότε λίγοι και πότε πολλοί εργάτες», ενώ «στην πραγματικότητα είναι η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση που διαρκώς παράγει... έναν σχετικά πλεονάζοντα πληθυσμό εργατών» (CI, 620 και 630). Αν και η εξάντληση της εφεδρικής στρατιάς εργασίας μπορεί να πυροδοτήσει μια κρίση, η υπερσυσσώρευση σε σχέση με την εργατική δύναμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδης τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αντιθέτως, η βασική τάση είναι αυτή που εκφράζεται στον «απόλυτο γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης», σύμφωνα με τον οποίο «ο εργαζόμενος πληθυσμός αυξάνεται πάντοτε ταχύτερα από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το κεφάλαιο μπορεί να απασχολήσει αυτή την αύξηση για την αυτοαξιοποίησή του» (CI, 645).

Κρίσεις και η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης

Κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης, η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται καθώς κάθε εργάτης καταναλώνει περισσότερες πρώτες ύλες και θέτει σε κίνηση μια μεγαλύτερη μάζα μέσων παραγωγής. Η αξία αυτών των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου μειώνεται όσο αυξάνεται η κλίμακά τους, επομένως η οργανική σύνθεση του {255} κεφαλαίου δεν αυξάνεται στον ίδιο βαθμό με την τεχνική σύνθεση. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ υποθέτει ότι αυτή συνεχίζει να αυξάνεται. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει ότι αυξάνεται και το συνολικό μέγεθος του κεφαλαίου, ώστε η σχετική μείωση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών δεν συνεπάγεται απαραίτητα και απόλυτη μείωση του αριθμού τους (CI, 623).

Η αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου συνδέεται επίσης με την αύξηση της κλίμακας της καπιταλιστικής παραγωγής, και έτσι με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε ολοένα μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες. Τα μεγαλύτερα κεφάλαια διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά και για παράδειγμα μέσω της πρόσβασης τους σε πίστωση, οπότε η τάση για συγκέντρωση κεφαλαίου ενισχύεται από την τάση για συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας του. «Τα μικρότερα κεφάλαια, επομένως, στριμώχνονται σε τομείς παραγωγής που η σύγχρονη βιομηχανία έχει καταλάβει μόνο σποραδικά ή ελλιπώς. Εκεί ο ανταγωνισμός μαίνεται ανάλογα με τον αριθμό και αντίστροφα ανάλογα με το μέγεθος των αντιμαχόμενων κεφαλαίων. Πάντοτε καταλήγει στην καταστροφή πολλών μικρών καπιταλιστών, των οποίων τα κεφάλαια περνούν εν μέρει στα χέρια των νικητών, εν μέρει εξαφανίζονται. Πέραν αυτού, με την καπιταλιστική παραγωγή αναδύεται μια εντελώς νέα δύναμη — το πιστωτικό σύστημα, το οποίο... σύντομα μετατρέπεται σε νέο και φοβερό όπλο στη μάχη του ανταγωνισμού και τελικά μετασχηματίζεται σε έναν τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για την συγκεντροποίηση των κεφαλαίων.» (CI, 626). Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, με τη σειρά της, επιταχύνει τον κοινωνικοποιημένο χαρακτήρα της παραγωγής και την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.

Οι νέες μέθοδοι παραγωγής γενικά εισάγονται μέσω προσθηκών στο κεφάλαιο, οπότε αρχικά η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου επηρεάζει μόνο τον ρυθμό ανάπτυξης των νέων ευκαιριών απασχόλησης· όμως όταν το παλιό κεφάλαιο ανανεώνεται, η επίδρασή της επεκτείνεται σε όλους τους εργάτες. «Αλλά με τον καιρό και το παλιό κεφάλαιο φτάνει στη στιγμή της ανανέωσης από την κορυφή ως τα νύχια, όπου αποβάλλει το παλιό του δέρμα και ξαναγεννιέται όπως τα άλλα σε τελειοποιημένη τεχνική μορφή.» Έτσι, «το πρόσθετο κεφάλαιο που σχηματίζεται κατά τη συσσώρευση προσελκύει όλο και λιγότερους εργάτες σε αναλογία με το μέγεθός του. Από την άλλη πλευρά, το παλιό κεφάλαιο, που αναπαράγεται περιοδικά με αλλαγμένη σύνθεση, απωθεί όλο και περισσότερους από τους εργάτες που απασχολούσε προηγουμένως.» (CI, 628)

Η οργανική σύνθεση αυξάνεται, «και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό» με την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και τις τεχνολογικές αλλαγές. Οι ενδιάμεσες παύσεις συντομεύονται, κατά τις οποίες η συσσώρευση λειτουργεί ως απλή επέκταση της παραγωγής σε μια δεδομένη τεχνική βάση (CI, 629). Στο {256} σημείο αυτό, στη γαλλική έκδοση, ο Μαρξ σημειώνει ότι όσο υψηλότερη είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο ταχύτερα πρέπει να προχωρεί η συσσώρευση ώστε να διατηρεί την απασχόληση· «αλλά αυτή η ταχύτερη πρόοδος γίνεται η ίδια πηγή νέων τεχνικών αλλαγών που μειώνουν περαιτέρω τη σχετική ζήτηση για εργασία» (MEGA II.7, 552, δική μου μετάφραση [SC]). Ο Μαρξ προχωρά στη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες η συσσώρευση κεφαλαίου μπορεί να αποδειχθεί ευνοϊκή για τους εργάτες, αλλά υποστηρίζει ότι τέτοιες συνθήκες είναι ολοένα και πιο εξαιρετικές. Για παράδειγμα, ο Μαρξ παρατηρεί ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους πιο προηγμένους κλάδους παραγωγής διεγείρει και άλλους τομείς της βιομηχανίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης αν σε αυτούς τους κλάδους επικρατεί ακόμη η χειροτεχνική παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, «όλοι αυτοί οι κλάδοι περνούν με τη σειρά τους από τον τεχνικό μετασχηματισμό που τους προσαρμόζει στον σύγχρονο τρόπο παραγωγής.» (MEGA II.7, 552)

Ο Μαρξ αναγνωρίζει επίσης ότι «υπάρχουν διαστήματα κατά τα οποία... η συσσώρευση εμφανίζεται περισσότερο ως μία κίνηση ποσοτικής επέκτασης πάνω στη νέα τεχνική βάση», και συνεπώς όπου η απασχόληση αυξάνεται αναλογικά με το κεφάλαιο. Αυτές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες καθίσταται δυνατή μια άνοδος των μισθών. Όπως είδαμε παραπάνω, λίγες σελίδες νωρίτερα ο Μαρξ υπέδειξε ότι ο ρυθμός της συσσώρευσης θα προσαρμοζόταν ομαλά στην άνοδο των μισθών, αλλά στη γαλλική έκδοση την συνδέει έμμεσα με τις κρίσεις. Ωστόσο, αν και η άνοδος των μισθών μπορεί να είναι το έναυσμα που θα προκαλέσει την κρίση, δεν αποτελεί την αιτία της κρίσης. Η κρίση μπορεί να πυροδοτηθεί από την άνοδο των μισθών επειδή είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο υπερσυσσώρευσης που το σύστημα είναι πιο ευάλωτο στη διατάραξη. Η ίδια η κρίση αναγκάζει τους καπιταλιστές να εξοικονομήσουν εργασία και να μετασχηματίσουν τις μεθόδους παραγωγής τους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για νέα συσσώρευση.

Αλλά, ταυτόχρονα, καθώς ο αριθμός των εργατών που προσελκύεται από το κεφάλαιο φθάνει στο μέγιστο, τα προϊόντα καθίστανται τόσο υπεράφθονα ώστε το παραμικρό εμπόδιο στην πώλησή τους μπορεί να κάνει τον κοινωνικό μηχανισμό να φαίνεται ότι παραλύει· η απώθηση της εργασίας από το κεφάλαιο πραγματοποιείται ξαφνικά, σε μαζική κλίμακα και με τον πλέον βίαιο τρόπο· η ίδια η αναταραχή επιβάλλει στους καπιταλιστές την υπέρτατη προσπάθεια για οικονομία εργασίας. Σταδιακά συσσωρευμένες επιμέρους βελτιώσεις συγκεντρώνονται, κατά κάποιον τρόπο, υπό αυτή τη μεγάλη πίεση· ενσωματώνονται σε τεχνικές αλλαγές που επαναστατικοποιούν τη σύνθεση του κεφαλαίου σε όλους τους κλάδους που περιβάλλουν τις κύριες σφαίρες παραγωγής. Κατά αυτόν τον τρόπο ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος πίεσε {257} τους ιδιοκτήτες των υφαντουργείων να εξοπλίσουν τα εργαστήριά τους με ισχυρότερες μηχανές και να τα «αποπληθυσμώσουν» από εργάτες. Τελικά, η διάρκεια αυτών των διαστημάτων, κατά τα οποία η συσσώρευση είναι πιο ευνοϊκή για τη ζήτηση εργασίας, μειώνεται προοδευτικά. (MEGA II.7, 553)^7

^7 Στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ θεωρεί την εξοικονόμηση εργασίας ως άμεσο αποτέλεσμα της ανόδου των μισθών, χωρίς την παρέμβαση μιας κρίσης. «Μια στιγμιαία υπεραφθονία υπερπλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι του εργατικού πληθυσμού που έχει ήδη επιστρατεύσει, θα μπορούσε..., μέσω της εφαρμογής μεθόδων που παράγουν σχετική υπεραξία..., να παράγει μια πολύ ταχύτερη, τεχνητή, σχετική υπερπληθώρα πληθυσμού... Συνεπάγεται, επομένως, από τη φύση της καπιταλιστικής διαδικασίας συσσώρευσης —η οποία δεν είναι παρά μία όψη της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής— ότι η αυξημένη μάζα μέσων παραγωγής που πρόκειται να μετατραπεί σε κεφάλαιο βρίσκει πάντοτε έναν αντίστοιχα αυξημένο, ακόμη και υπερβολικά αυξημένο, εκμεταλλεύσιμο εργατικό πληθυσμό». (CIII, 214)

Με την αυξανόμενη κλίμακα της καπιταλιστικής παραγωγής, «υπάρχει επίσης μια επέκταση της κλίμακας πάνω στην οποία η μεγαλύτερη έλξη εργατών από το κεφάλαιο συνοδεύεται από την ισχυρότερη απώθησή τους· η ταχύτητα μεταβολής της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της τεχνικής του μορφής αυξάνεται, και ένας αυξανόμενος αριθμός σφαιρών παραγωγής εμπλέκεται σε αυτή την αλλαγή, άλλοτε ταυτόχρονα, άλλοτε διαδοχικά. Ο εργαζόμενος πληθυσμός παράγει, μαζί με τη συσσώρευση του κεφαλαίου που αυτός παράγει, τα μέσα με τα οποία καθίσταται ο ίδιος σχετικά πλεονάζων, μετατρέπεται σε σχετικό πλεονάζον πληθυσμό· και αυτό συμβαίνει σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό». (CI, 631)^8

^8 Ο αριθμός των απασχολουμένων μειώνεται επίσης μέσω της έντασης της εργασίας, ενώ μπορεί να αυξάνεται με την απασχόληση «μεγαλύτερου αριθμού κατώτερων εργατικών δυνάμεων μέσω της εκτόπισης των ανώτερων». Έτσι: «Η υπερεργασία του απασχολούμενου μέρους της εργατικής τάξης διογκώνει τις τάξεις της εφεδρικής στρατιάς, ενώ αντιστρόφως, η αυξημένη πίεση που αυτή [η εφεδρεία] ασκεί μέσω του ανταγωνισμού της στο απασχολούμενο μέρος, τους εξαναγκάζει να υποκύψουν στην υπερεργασία και να υποταχθούν στις προσταγές του κεφαλαίου». (CI, 635–6)

Αυτός ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός εργασίας καθίσταται «ο μοχλός της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή, όρος ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής». Αυτό οφείλεται στο ότι η «δύναμη αιφνίδιας επέκτασης του κεφαλαίου αυξάνεται... όχι μόνο επειδή αυξάνεται η ελαστικότητα του ήδη λειτουργούντος κεφαλαίου, όχι μόνο επειδή επεκτείνεται ο απόλυτος πλούτος της κοινωνίας, του οποίου το κεφάλαιο αποτελεί μόνο ένα ελαστικό τμήμα, όχι μόνο επειδή η πίστωση, με κάθε ειδικό ερέθισμα, θέτει αμέσως στη διάθεση της παραγωγής ένα ασυνήθιστα μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου υπό τη μορφή πρόσθετου κεφαλαίου· αλλά αυξάνεται επίσης επειδή οι τεχνικές συνθήκες της διαδικασίας παραγωγής αυτές καθαυτές — μηχανήματα, μέσα μεταφοράς κ.λπ. — επιτρέπουν πλέον τον ταχύτερο δυνατό μετασχηματισμό μαζών πλεονάζοντος προϊόντος σε πρόσθετα μέσα παραγωγής». Ως αποτέλεσμα της ταχείας ανάπτυξης παλαιών και νέων σφαιρών παραγωγής, «πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ρίψης μαζών ανθρώπων ξαφνικά στα καθοριστικά {258} σημεία χωρίς να πλήττεται η κλίμακα παραγωγής σε άλλους τομείς. Ο υπερπληθυσμός τροφοδοτεί αυτές τις μάζες. Η πορεία που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη βιομηχανία, δηλαδή ο δεκαετής κύκλος … εξαρτάται από τη συνεχή διαμόρφωση, την περισσότερη ή λιγότερη απορρόφηση και την επαναδιαμόρφωση της βιομηχανικής εφεδρικής στρατιάς ή πλεονάζοντος πληθυσμού». (CI, 632–3)

Αν δεν υπήρχε εφεδρική στρατιά εργασίας, δημιουργούμενη από την εκδίωξη ζωντανής εργασίας λόγω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τότε δεν θα υπήρχαν κύκλοι, αλλά μόνο επειδή θα είχε σβήσει η δυναμική του καπιταλισμού. Η κυκλική πορεία της συσσώρευσης περιγράφεται πιο λεπτομερώς στη γαλλική έκδοση, η οποία αναφέρεται ρητά στον «ανανεωτικό» ρόλο των κρίσεων ως κανονικό μέρος της πορείας της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αν το σύστημα αυτό προικίζει το κοινωνικό κεφάλαιο με τη δύναμη της αιφνίδιας επέκτασης, με θαυμαστή ελαστικότητα, είναι επειδή, ωθούμενο από ευνοϊκές ευκαιρίες, η πίστη πλημμυρίζει με νέα κεφάλαια, των οποίων οι ιδιοκτήτες, ανυπόμονοι να τα αυξήσουν, παραμονεύουν διαρκώς την κατάλληλη στιγμή για να τα ρίξουν στην παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων του αυξανόμενου κοινωνικού πλούτου· είναι, από την άλλη, γιατί οι τεχνικοί πόροι της μεγάλης βιομηχανίας επιτρέπουν αφενός την αιφνίδια μετατροπή τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων σε επιπλέον μέσα παραγωγής και αφετέρου τη γρηγορότερη μεταφορά εμπορευμάτων από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Αν η χαμηλή τιμή αυτών των εμπορευμάτων στην αρχή ανοίγει νέες διεξόδους και διευρύνει τις παλιές, η υπερπληθώρα τους σταδιακά φέρνει τέτοιο κορεσμό στην παγκόσμια αγορά ώστε να απορρίπτονται απότομα. Έτσι, οι εμπορικές περιπέτειες συνενώνονται με τις εναλλασσόμενες κινήσεις του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο, στην πορεία της συσσώρευσης, υφίσταται τώρα επαναστάσεις στη σύνθεσή του, αναπτύσσεται τώρα στη βάση της ήδη κατακτημένης τεχνικής. Όλοι οι παράγοντες συμβάλλουν στο να προκαλέσουν αιφνίδιες επεκτάσεις και συστολές της κλίμακας παραγωγής.

Η επέκταση της παραγωγής σε απότομες κινήσεις αποτελεί την πρώτη αιτία της επόμενης συστολής της· η δεύτερη, είναι αλήθεια, προκαλεί με τη σειρά της την πρώτη —αλλά θα ήταν δυνατή η υπερβολική αυτή επέκταση της παραγωγής, που αποτελεί το σημείο εκκίνησης, χωρίς μια εφεδρική στρατιά στη διάθεση του κεφαλαίου; (MEGA II.7, 556)

Η εγγενής τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις χωρίς όριο, τάση που επιβάλλεται σε κάθε ατομικό καπιταλιστή από την πίεση του ανταγωνισμού. Η ταχεία {259} συσσώρευση κεφαλαίου καθίσταται δυνατή από τη διαθεσιμότητα εργατικής δύναμης και μέσων παραγωγής, από την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς και από την ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος. Σε ένα ορισμένο σημείο, κάποιος από αυτούς τους παράγοντες αποδεικνύεται ανεπαρκής για να διατηρηθεί ο ρυθμός συσσώρευσης, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών για αγορές ή/και πόρους εντείνεται, καθώς τα κέρδη πιέζονται. Αποτυχίες στον ανταγωνισμό μπορούν τότε να επανέλθουν στο σύστημα προκαλώντας γενική κρίση. Η αιτία της κρίσης φαίνεται να βρίσκεται στον συγκεκριμένο παράγοντα που την πυροδότησε —που μπορεί να είναι η έλλειψη εργατικής δύναμης ή πρώτων υλών, οι περιορισμοί της αγοράς ή η σύσφιξη του πιστωτικού συστήματος— αλλά το ποιος από αυτούς εμφανίζεται ως άμεσο εμπόδιο για τη συσσώρευση είναι δευτερεύον σε σχέση με τον θεμελιώδη καθοριστικό παράγοντα της τάσης προς την κρίση: την τάση προς την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου σε σχέση με τις ευκαιρίες που του προσφέρονται.

Η υπερσυσσώρευση είναι εγγενής στη κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Μετά από μια κρίση, φαίνεται ότι η υπερσυσσώρευση διεγείρεται από την υπερβολική επέκταση της πίστωσης που την καθιστά δυνατή, ενώ η κρίση φαίνεται να προκαλείται από τη συστολή της πίστωσης που απαιτείται για να επανέλθει η συσσώρευση εντός των ορίων της κερδοφορίας. Ωστόσο, ενώ η επέκταση και η συστολή της πίστωσης καθιστούν δυνατή την κυκλική μορφή της συσσώρευσης, είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία του κύκλου. «Η επιφανειακότητα της Πολιτικής Οικονομίας εκδηλώνεται στο ότι θεωρεί την επέκταση και τη συστολή της πίστωσης —που είναι απλώς σύμπτωμα των περιοδικών μεταβολών του βιομηχανικού κύκλου— ως αιτίες τους». (CI, 633)

Μόλις αρχίσει ο κύκλος, επαναλαμβάνεται τακτικά. «Τα αποτελέσματα, με τη σειρά τους, μετατρέπονται σε αιτίες, και τα ποικίλα τυχαία συμβάντα της όλης διαδικασίας, η οποία αναπαράγει πάντα τις ίδιες τις συνθήκες της, παίρνουν τη μορφή της περιοδικότητας» (CI, 633). Η γαλλική έκδοση συνεχίζει: «Αλλά είναι μόνο στην εποχή κατά την οποία η μηχανική βιομηχανία, έχοντας ριζώσει βαθιά, ασκεί κυρίαρχη επιρροή επί του συνόλου της εθνικής παραγωγής· στην οποία, χάρη σε αυτήν, το εξωτερικό εμπόριο υπερισχύει του εσωτερικού εμπορίου· στην οποία η παγκόσμια αγορά προσαρτά διαδοχικά τεράστια εδάφη του Νέου Κόσμου, της Ασίας και της Αυστραλίας· στην οποία, τέλος, τα βιομηχανικά έθνη που συμμετέχουν στον ανταγωνισμό έχουν γίνει επαρκώς πολυάριθμα —είναι μόνο από αυτή την εποχή που χρονολογούνται οι ανανεωτικοί κύκλοι, κύκλοι των οποίων οι διαδοχικές φάσεις διαρκούν χρόνια και που πάντα οδηγούν σε μια γενική κρίση: το τέλος ενός κύκλου και το σημείο εκκίνησης ενός άλλου». (MEGA II.7, 557)

{260}

Η Αναγκαιότητα της Κρίσης και η Περιοδικότητα του Κύκλου

Με την πρώτη ματιά, η θεωρία της κρίσης εμφανίζεται μόνο περιφερειακά στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, με τη πιο εκτενή συζήτηση να εντοπίζεται μόνο στη γαλλική έκδοση. Ωστόσο, η σημασία αυτής της συζήτησης έγκειται στο ότι είναι η πρώτη φορά από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που ο Μαρξ εξετάζει τις κρίσεις στο πλαίσιο της δικής του ανάλυσης των ιστορικών τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και όχι στο πλαίσιο της κριτικής του στην πολιτική οικονομία. Για την πολιτική οικονομία, οι κρίσεις αποτελούσαν εξαιρετικά φαινόμενα, αποσπασμένα από την κανονική πορεία της συσσώρευσης, που εξηγούνταν βάσει ειδικών περιστάσεων. Αναπτύσσοντας μια ανάλυση της κρίσης μέσω της κριτικής του στην πολιτική οικονομία, ο Μαρξ εξαναγκάστηκε, σε κάποιο βαθμό, να συζητήσει τη θεωρία με τους όρους της πολιτικής οικονομίας. Αλλά ταυτόχρονα, όπως είδαμε, η κριτική του Μαρξ αποσκοπούσε πάντα στη σύνδεση της τάσης προς κρίση με τις βαθύτερες τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, προκειμένου να συμφιλιώσει τις φαινομενικά συμπτωματικές αιτίες κάθε μεμονωμένης κρίσης με την ουσιώδη αναγκαιότητά τους, δείχνοντας ότι οι κρίσεις είναι απλώς η πιο δραματική εκδήλωση των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος — και ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου.

Η μακροχρόνια τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η μακροχρόνια τάση εκφράζεται στην αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η οποία αποτυπώνει τόσο την αύξηση της παραγωγικότητας όσο και την αύξηση της κλίμακας της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι συνεπώς η τάση προς τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, προς την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς, και προς τη δημιουργία ενός σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι η γενίκευση της καπιταλιστικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα και η πόλωση των ταξικών σχέσεων. Ωστόσο, η πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι ομαλή, αλλά προχωρά μόνο μέσω του μηχανισμού της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης, στην οποία οι προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής εκτοπίζονται, τα καθυστερημένα κεφάλαια χρεοκοπούν, απαρχαιωμένα μέσα παραγωγής καταστρέφονται, και η εφεδρική στρατιά εργασίας ανανεώνεται.

Αυτή η ανάλυση αναμφίβολα συμφιλιώνει την αναγκαιότητα της κρίσης με τη συμπτωματικότητα των εξηγήσεων κάθε συγκεκριμένης κρίσης. Ωστόσο, παραμένει ανεξήγητο ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των κρίσεων: ο περιοδικός τους χαρακτήρας. Μπορούμε να κατανοήσουμε ότι μια περίοδος υπερσυσσώρευσης καταλήγει αναγκαστικά σε κρίση, η οποία προετοιμάζει το έδαφος για ένα νέο κύμα υπερσυσσώρευσης, αλλά γιατί αυτή η εναλλαγή άνθησης και ύφεσης να παρουσιάζει φαινομενικά κανονική περιοδικότητα; Αυτό μας φέρνει σε δύο ζητήματα που ο Μαρξ δεν ανέλυσε συστηματικά στο έργο του, αλλά τα οποία εξετάζονται εκτενέστερα στους Τόμους Δεύτερο και Τρίτο του Κεφαλαίου: ο ρόλος της πίστωσης και του πάγιου κεφαλαίου στον κύκλο.

Το Πάγιο Κεφάλαιο και η Περιοδικότητα του Κύκλου

Ο Μαρξ εξετάζει τον ρόλο του παγίου κεφαλαίου στον κύκλο στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, ο οποίος συντάχθηκε από τον Ένγκελς με βάση χειρόγραφα που χρονολογούνται κυρίως από το 1870 και το 1877–8, και ο οποίος εστιάζει στη σχέση μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο σύνολό του.

Στο πρώτο μέρος του Δευτέρου Τόμου, ο Μαρξ εξετάζει τον ρόλο της κυκλοφορίας εντός της διαδικασίας αναπαραγωγής, προκειμένου να δείξει ότι το χρήμα και τα εμπορεύματα είναι εξίσου μορφές κεφαλαίου μέσα στην αναπαραγωγική διαδικασία, όπως είναι η εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην ίδια την παραγωγή. Σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης, η κυκλοφορία είναι σημαντική όχι επειδή είναι η σφαίρα στην οποία το εμπορευματικό κεφάλαιο πραγματοποιείται υπό τη μορφή του χρήματος —ο Μαρξ εξακολουθεί να υποθέτει ότι αυτή η πραγματοποίηση είναι αδιαμφισβήτητη— αλλά επειδή η κυκλοφορία συνεπάγεται διάφορα κόστη, όπως αποθήκευση, μεταφορά και λογιστική, τα οποία αποτελούν αφαιρέσεις από την παραγόμενη υπεραξία, και επειδή απαιτεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το κεφάλαιο παραμένει μη παραγωγικά δεσμευμένο. Η τελευταία αυτή διάσταση οδηγεί τον Μαρξ στην εξέταση της κυκλικότητας του κεφαλαίου στο δεύτερο μέρος του Τόμου.

Η σημασία του κύκλου κυκλοφορίας του κεφαλαίου είναι απολύτως απλή. {262} Όσο ταχύτερα ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο μπορεί να ολοκληρώσει τον κύκλο της αναπαραγωγής του, τόσο μεγαλύτερη η κλίμακα παραγωγής που μπορεί να υποστηρίξει και τόσο μεγαλύτερη η ποσότητα υπεραξίας που μπορεί να ιδιοποιηθεί σε δεδομένο χρόνο με δεδομένο κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο που μπορεί να ολοκληρώσει δύο κύκλους σε έναν χρόνο θα ιδιοποιηθεί διπλάσια υπεραξία σε σχέση με ένα άλλο που ολοκληρώνει μόνο έναν κύκλο. Η μείωση του χρόνου κυκλοφορίας παρέχει λοιπόν έναν τρόπο αύξησης του ποσοστού κέρδους, χωρίς να απαιτείται αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, ενώ αντίστροφα η αύξησή του μειώνει το ποσοστό κέρδους. Αυτό έχει προφανείς επιπτώσεις για τη θεωρία της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους, αν και ο Μαρξ δεν τις αναπτύσσει εδώ.

Η ανάλυση του κύκλου κυκλοφορίας εισάγει επίσης τη διάκριση μεταξύ παγίου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου —διάκριση που η πολιτική οικονομία συγχέει με την τελείως διαφορετική διάκριση μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Πάγιο κεφάλαιο είναι η επένδυση σε κτίρια, μηχανήματα κ.λπ., τα οποία διαρκούν για περισσότερο από έναν κύκλο κυκλοφορίας, ενώ κυκλοφορούν κεφάλαιο είναι η επένδυση σε εργατική δύναμη και πρώτες ύλες, οι οποίες καταναλώνονται αμέσως στην παραγωγή.

Το πάγιο κεφάλαιο έχει διττή σημασία στην κατανόηση της τάσης προς κρίση. Πρώτον, το πάγιο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει ένα μέρος του κεφαλαίου που παραμένει ακινητοποιημένο σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής και μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο σε μακροχρόνιο ορίζοντα, αποτελώντας έτσι εμπόδιο στην κινητικότητα του κεφαλαίου μεταξύ κλάδων, ως απάντηση στις μεταβολές των σχετικών αξιών και συνεπώς του ποσοστού κέρδους σε εναλλακτικές χρήσεις. Δεύτερον, η επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο είναι ασυνεχής: ο καπιταλιστής πρέπει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, το οποίο στη συνέχεια δαπανάται ως εφάπαξ ποσό για την αγορά μηχανημάτων, κτιρίων κ.λπ. Κατά την περίοδο της συγκέντρωσης κεφαλαίου πραγματοποιούνται πωλήσεις χωρίς αντίστοιχες αγορές· κατά την επένδυση, γίνονται αγορές χωρίς να υπάρχουν αμέσως αντίστοιχες πωλήσεις. Αυτό είναι το πρόβλημα που ο Μαρξ εξέτασε μέσω των «σχημάτων αναπαραγωγής».

Ο Μαρξ έβλεπε την ακινησία του παγίου κεφαλαίου ως μέρος της εξήγησης της περιοδικότητας του κύκλου. Έχουμε δει ότι στα πρώιμα έργα του πίστευε ότι η διάρκεια του κύκλου ήταν περίπου πέντε έως επτά χρόνια, άποψη που αναθεώρησε όταν η αναμενόμενη κρίση δεν εκδηλώθηκε το 1852, υιοθετώντας τελικά τη διάρκεια των δέκα ετών ως τον κανονικό κύκλο. Ο Μαρξ αναζήτησε αρχικά το κλειδί της περιοδικότητας στον χρόνο κυκλοφορίας του παγίου κεφαλαίου στα Grundrisse, επηρεασμένος από τις ιδέες του Μπάμπατζ, για τις οποίες ζήτησε επιβεβαίωση από τον Ένγκελς.

{263} Στα τέλη Ιανουαρίου 1858, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς ότι είχε φτάσει στο σημείο της «κυκλοφορίας του κεφαλαίου — πώς αυτή ποικίλλει σε διαφορετικά είδη επιχειρήσεων, ποια είναι η επίδρασή της στο κέρδος και στις τιμές» (29.01.58, CW40, 256). Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, ο Μαρξ ανέπτυξε την ιδέα ότι ο κύκλος συνδέεται με την αντικατάσταση του παγίου κεφαλαίου, και ήρθε αντιμέτωπος με τον ισχυρισμό του Μπάμπατζ ότι ο μέσος χρόνος αναπαραγωγής των μηχανών στην Αγγλία ήταν πέντε έτη—μια εκτίμηση που συμφωνούσε με την πρώιμη πεποίθηση του Μαρξ ότι η περίοδος του κύκλου ήταν πενταετής, αλλά όχι με τη νέα εκτίμηση διάρκειας δέκα ετών. Στα Grundrisse, ο Μαρξ κατέγραψε τον ισχυρισμό του Μπάμπατζ για μέση διάρκεια αναπαραγωγής πέντε ετών, προσθέτοντας ότι η «πραγματική» διάρκεια ήταν «ίσως δέκα έτη». Με βάση αυτό, συνέχισε, «δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κύκλος μέσα από τον οποίο περνά η βιομηχανία σε περιόδους των plus ou moins δέκα ετών από την ευρεία ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου, συνδέεται με τη φάση συνολικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου που καθορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Θα βρούμε και άλλους καθοριστικούς παράγοντες, αλλά αυτός είναι ένας εξ αυτών» (CW29, 105).

Ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς για να το διασταυρώσει, ρωτώντας τον κάθε πότε αντικαθίστανται οι μηχανές, αμφισβητώντας τη διάρκεια των πέντε ετών που πρότεινε ο Μπάμπατζ, και σημειώνοντας ότι «η μέση περίοδος αντικατάστασης των μηχανών είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την εξήγηση του πολυετούς κύκλου που χαρακτήρισε τη βιομηχανική ανάπτυξη από την παγίωση της μεγάλης βιομηχανίας και έπειτα» (02.03.58, CW40, 278). Ο Ένγκελς απάντησε εκτενώς, υποστηρίζοντας ότι η εκτίμηση του Μπάμπατζ ήταν λανθασμένη, ακόμη και «παράλογη», αφού κανείς δεν θα μπορούσε να αντικαθιστά τις μηχανές του τόσο συχνά. Ο Ένγκελς είπε στον Μαρξ ότι ήταν σύνηθες να προβλέπεται 7,5% για απόσβεση, κάτι που συνεπάγεται έναν κύκλο αντικατάστασης δεκατριών ετών, αν και μπορεί κανείς να δει μηχανές τριάντα ή και είκοσι ετών να λειτουργούν ακόμα. Η καταστροφή λόγω χρεοκοπιών ή βλαβών θα μπορούσε να μειώσει αυτήν την περίοδο, και έτσι ο Ένγκελς υπολόγισε ως ελάχιστη διάρκεια την περίοδο των δέκα ετών (04.03.58, CW40, 279–281).

Ο Μαρξ απάντησε την επόμενη μέρα εκφράζοντας τις ευχαριστίες του. «Το νούμερο των 13 ετών αντιστοιχεί επαρκώς στη θεωρία, καθώς θεμελιώνει μια μονάδα για μια εποχή βιομηχανικής αναπαραγωγής που plus ou moins συμπίπτει με την περίοδο στην οποία επανεμφανίζονται οι μεγάλες κρίσεις· εννοείται βεβαίως ότι η πορεία τους καθορίζεται επίσης από εντελώς διαφορετικής φύσεως παράγοντες, ανάλογα με την περίοδο αναπαραγωγής τους. Για εμένα, το σημαντικό είναι να ανακαλύψω, στις άμεσες υλικές προϋποθέσεις της μεγάλης βιομηχανίας, έναν παράγοντα που καθορίζει τους κύκλους» (05.03.58, CW40, 282).

Στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναφέρεται εκ νέου σε αυτό το υλικό θεμέλιο {264} της περιοδικότητας του κύκλου, καθιστώντας σαφές ότι αυτό που τίθεται υπό συζήτηση δεν είναι η φυσική διάρκεια ζωής των μηχανών, αλλά η «ηθική απόσβεσή» τους απέναντι στη «συνεχή επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής». Ο Μαρξ συνεχίζει να θεωρεί ότι η μέση διάρκεια του κύκλου είναι δέκα έτη. «Ο ακριβής αριθμός δεν είναι εδώ σημαντικός. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κύκλος των σχετιζόμενων κύκλων κυκλοφορίας, που εκτείνεται σε πολλά έτη και μέσα στον οποίο το κεφάλαιο περιορίζεται από το πάγιο συστατικό του, αποτελεί ένα από τα υλικά θεμέλια του περιοδικού κύκλου [κρίσης] … Αλλά η κρίση είναι πάντοτε το σημείο εκκίνησης για μια μεγάλη μάζα νέων επενδύσεων. Αποτελεί συνεπώς, αν θεωρήσουμε την κοινωνία στο σύνολό της, περισσότερο ή λιγότερο μια νέα υλική βάση για τον επόμενο κύκλο κυκλοφορίας» (CII, 264).

Αργότερα ο Μαρξ αναπτύσσει περαιτέρω το επιχείρημα, εξετάζοντας ένα παράδειγμα άνθησης που προκαλείται από αύξηση των επενδύσεων. Το κεφάλαιο προκαταβάλλεται για την αγορά μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, αλλά μπορεί να περάσει σημαντικός χρόνος μέχρι να εμφανιστούν στην αγορά εμπορευματικά ισοδύναμα, ώστε για ένα διάστημα η ζήτηση να υπερβαίνει την προσφορά. Αυτό δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα σε μια κομμουνιστική κοινωνία, η οποία θα μπορούσε να σχεδιάζει εκ των προτέρων. «Στην καπιταλιστική κοινωνία, αντιθέτως, όπου κάθε μορφή κοινωνικής λογικής εκδηλώνεται μόνο εκ των υστέρων (post festum), σοβαρές διαταραχές μπορούν και πρέπει να συμβαίνουν διαρκώς». Η ζήτηση για μεγάλες προκαταβολές κεφαλαίου, που αρχικά μπορεί να ενισχύεται από ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά χρήματος, πολύ σύντομα προκαλεί πίεση στην εν λόγω αγορά. «Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η πίεση στο διαθέσιμο παραγωγικό κεφάλαιο της κοινωνίας». Οι τιμές αυξάνονται, οι απατεώνες πληθαίνουν, η υπερπαραγωγή ενισχύεται στους κλάδους όπου η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί ταχέως, και αναπτύσσεται μια κερδοσκοπική άνθηση, η οποία κορυφώνεται με «την αναπόφευκτη κατάρρευση» (CII, 390–1).

Αυτό το τμήμα του χειρογράφου γράφτηκε το 1870, περίοδο κατά την οποία ο Μαρξ εξακολουθούσε να θεωρεί, βάσει της επανεμφάνισης κρίσεων το 1847, 1857 και 1867, ότι η διάρκεια του κύκλου ήταν δέκα έτη. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν θεωρούσε αυτό τον αριθμό σταθερό. Σε επιστολή του προς τον Ένγκελς τον Νοέμβριο του 1864, ο Μαρξ είχε σημειώσει ότι οι κρίσεις φαίνονταν να αυξάνονται σε συχνότητα, ενώ μειώνονταν σε ένταση (CW42, 19). Στη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου, η οποία αναθεωρήθηκε μετά τη συγγραφή αυτού του μέρους του Δευτέρου Τόμου, ο Μαρξ παρατήρησε ότι οι περίοδοι άνθησης, στις οποίες οι εργάτες πετύχαιναν υψηλότερους μισθούς, γίνονταν ολοένα και βραχύτερες (MEGA II.7, 553), και υπογράμμισε ότι η διάρκεια του κύκλου ήταν πιθανό να συντομεύει όσο αυξάνεται ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου. «Μέχρι στιγμής η διάρκεια αυτών των κύκλων ήταν δέκα ή δώδεκα έτη, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρείται αυτός ένας σταθερός αριθμός. Αντιθέτως, πρέπει να συναχθεί από τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως μόλις τους αναπτύξαμε, ότι είναι μεταβλητός {265} και ότι η περίοδος των κύκλων θα συντομεύεται σταδιακά» (MEGA II.7, 557).

Κατά την περίοδο αυτή, το πρόβλημα της περιοδικότητας των κρίσεων απασχολούσε έντονα τον Μαρξ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1860, η καθαρή διαδοχή του βιομηχανικού κύκλου είχε διαταραχθεί. Ενώ οι μερικές κρίσεις είχαν καταστεί ενδημικές, η γενική κρίση φαινόταν να μην έρχεται ποτέ. Αν και τα σχετικά χειρόγραφα δεν έχουν δημοσιευθεί, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς στα τέλη Μαΐου 1873 σχετικά με «ένα πρόβλημα με το οποίο παλεύω ιδιωτικά εδώ και καιρό». Είχε μελετήσει «πίνακες που δείχνουν τιμές, επιτόκια προεξόφλησης, κ.λπ.». «Προσπάθησα αρκετές φορές — για την ανάλυση των κρίσεων — να υπολογίσω αυτές τις αυξομειώσεις ως ακανόνιστες καμπύλες και σκέφτηκα (και ακόμη πιστεύω ότι είναι δυνατόν, με αρκετά απτά στοιχεία) ότι θα μπορούσα να προσδιορίσω τους βασικούς νόμους των κρίσεων μαθηματικά. Ο Μουρ, όπως λέω, θεωρεί το εγχείρημα ανέφικτο, κι έτσι αποφάσισα να το εγκαταλείψω προς το παρόν.» (31.05.73, CW44, 504)

Ο Μαρξ έκλεισε τον Επίλογο στη Δεύτερη Γερμανική Έκδοση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1873, με μια πρόβλεψη για νέα κρίση. «Οι αντιφάσεις που είναι έμφυτες στην κίνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας επιβάλλονται στον πρακτικό αστό κατά τρόπο ιδιαίτερα έντονο μέσω των αλλαγών του περιοδικού κύκλου, μέσα από τον οποίο διέρχεται η σύγχρονη βιομηχανία, και του οποίου αποκορύφωμα είναι η γενική κρίση. Αυτή η κρίση πλησιάζει και πάλι» (CI, 20). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, τα δημοσιευμένα κείμενα και η αλληλογραφία του Μαρξ καταπιάνονταν για άλλη μία φορά κυρίως με τον πολιτικό αντίκτυπο όχι μιας οικονομικής κρίσης, αλλά ενός ευρωπαϊκού πολέμου, με το σχετικό κύμα πολιτικής καταστολής (π.χ. CW45, 18, 30, 42).

Το 1875 ο Μαρξ έγραψε στον Λαβρόφ, αντλώντας παρηγοριά από την αυξανόμενη συχνότητα των κρίσεων: «Ένα πράγματι αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι η μείωση των ετών που μεσολαβούν μεταξύ γενικών κρίσεων ... τα σημάδια αυτής της μείωσης είναι τόσο απτά ώστε να προμηνύουν κακά για την επιβίωση του αστικού κόσμου.» (18.06.75, CW45, 78)

Ο Ένγκελς, από την άλλη, φαίνεται να είχε μια κάπως διαφορετική ερμηνεία. Στα δικά του έργα συνέχισε να αναφέρεται στον δεκαετή κύκλο μέχρι και τη δεκαετία του 1880 (CW45, 108–9 [1875]· CW25, 464 [1876]· CW24, 401, 412 [1881]).^9 Στη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου του 1875, ο Ένγκελς πρόσθεσε σημείωση στο τέλος του προγενέστερου Επιλόγου του Μαρξ στη Δεύτερη Γερμανική Έκδοση, την οποία παραθέσαμε παραπάνω, στην οποία διακρίνει σαφώς μεταξύ των {266} ολοένα και συχνότερων μερικών κρίσεων και της γενικής έκρηξης που ακόμα αναμενόταν: «Λίγο αργότερα η προαναγγελθείσα κρίση ξέσπασε στην Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν εσφαλμένα ότι η γενική κρίση έχει, κατά κάποιον τρόπο, ήδη προεξοφληθεί από αυτές τις βίαιες αλλά μερικές εκρήξεις. Αντιθέτως, τείνει προς την κορύφωσή της. Η Αγγλία θα είναι η έδρα της κεντρικής έκρηξης, της οποίας οι αντανακλάσεις θα γίνουν αισθητές στην παγκόσμια αγορά» (MEGA II.7, 697).

^9 Τον Φεβρουάριο του 1886, ο Ένγκελς σημείωσε ότι στη δεκαετία του 1840 φαινόταν σαν ο κύκλος να ήταν πενταετής, αν και στην πραγματικότητα ήταν δεκαετής, αλλά από το 1868 και έπειτα είχε αλλάξει και πάλι (CW26, 404).

Ο Μαρξ προέβλεψε αυτήν την επέκταση της κρίσης στην Αγγλία σε μια υποσημείωση στη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου. Το 1878 έγραψε στον Ντανιέλσον ότι «η αγγλική κρίση την οποία είχα προβλέψει στη σελ. 351 της γαλλικής έκδοσης, σημείωση — έχει τελικά φτάσει στο αποκορύφωμά της τις τελευταίες εβδομάδες» (15.11.78, CW45, 344), αλλά αποδείχθηκε άλλη μια άτονη έξαρση, όπως αναγνώρισε ο Μαρξ σε επιστολή του στον Ντανιέλσον λίγους μήνες αργότερα, όπου σημειώνει ότι όπως κι αν εξελιχθεί η κρίση, «θα ξεπεραστεί, όπως και οι προηγούμενες, και θα εγκαινιάσει έναν νέο “βιομηχανικό κύκλο” με όλες τις διαφοροποιημένες φάσεις του» (10.04.79, CW45, 355).

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880 η αναμενόμενη δεκαετής γενική κρίση δεν είχε ακόμη έρθει, και ο Ένγκελς ήταν σαφής ότι κάτι είχε αλλάξει, αν και δεν ήταν σίγουρος εάν επρόκειτο για επιμήκυνση του κύκλου ή για το ότι ο ίδιος ο κύκλος είχε δώσει τη θέση του σε μια γενικευμένη και μόνιμη στασιμότητα — έστω και μια στασιμότητα που τελικά ήταν καταδικασμένη να καταλήξει σε μεγάλη κρίση. Αυτό το θέμα επανέρχεται καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του Ένγκελς. «Έχει σημειωθεί μια αλλαγή από την τελευταία μεγάλη γενική κρίση. Η οξεία μορφή της περιοδικής διαδικασίας, με τον άλλοτε δεκαετή κύκλο της, φαίνεται να έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο χρόνια, παρατεταμένη εναλλαγή μεταξύ μιας σχετικά σύντομης και ήπιας ανάκαμψης και μιας σχετικά μακράς, ασαφούς ύφεσης — που λαμβάνει χώρα σε διαφορετικούς χρόνους στις διάφορες βιομηχανικές χώρες. Ίσως όμως να πρόκειται απλώς για επιμήκυνση της διάρκειας του κύκλου. Στα πρώτα χρόνια του παγκόσμιου εμπορίου, 1815–47, μπορεί να αποδειχθεί ότι οι κρίσεις συνέβαιναν περίπου κάθε πέντε χρόνια· από το 1847 έως το 1867 ο κύκλος είναι ξεκάθαρα δεκαετής· είναι δυνατόν να βρισκόμαστε τώρα στο προπαρασκευαστικό στάδιο μιας νέας παγκόσμιας κατάρρευσης άνευ προηγουμένου σφοδρότητας; Πολλά στοιχεία φαίνεται να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.» (CIII, 477 υποσημ.)

Το πρόβλημα της περιοδικότητας του κύκλου θα ήταν σοβαρό, αν η θεωρία της κρίσης του Μαρξ βασιζόταν σε μια θεωρία του επενδυτικού κύκλου στηριγμένου στην περίοδο ανανέωσης του σταθερού κεφαλαίου, καθώς είναι βέβαιο ότι μέχρι τη δεκαετία του 1870 ο χαρακτήρας του κύκλου είχε αλλάξει. Οι βιομηχανικοί κύκλοι στα μέσα του 19ου αιώνα κυριαρχούνταν από έναν ή δύο ηγετικούς βιομηχανικούς τομείς, ιδίως το βαμβάκι {267} και τους σιδηροδρόμους, και ήταν επικεντρωμένοι στη Βρετανία. Όπως είχαν συνειδητοποιήσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μέχρι το τελευταίο τέταρτο του αιώνα η καπιταλιστική παραγωγή είχε επεκταθεί σε πολλούς περισσότερους κλάδους παραγωγής και σε πολύ περισσότερα κέντρα συσσώρευσης, με αποτέλεσμα οι επενδυτικοί κύκλοι σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικούς τομείς παραγωγής να μην συγχρονίζονται πλέον μεταξύ τους.^10 Η διάχυση της καπιταλιστικής παραγωγής είχε υπονομεύσει κάθε τάση προς μια γενική κρίση που θα μπορούσε να στηρίζεται στον κύκλο ανανέωσης του σταθερού κεφαλαίου.

^10 Ο Ένγκελς πρόσθεσε σημείωση στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, επισημαίνοντας ότι μέχρι τη δεκαετία του 1890 η επέκταση των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας είχε καταστήσει την παγκόσμια αγορά πραγματικότητα, παράγοντας προκλήσεις για το παλαιό βρετανικό μονοπώλιο και περισσότερα πεδία επένδυσης του ευρωπαϊκού πλεονάζοντος κεφαλαίου, «ώστε αυτό να είναι πολύ πιο διασκορπισμένο και η τοπική υπερ-κερδοσκοπία να μπορεί να υπερβαίνεται πιο εύκολα. Με αυτόν τον τρόπο, τα περισσότερα από τα παλιά εκκολαπτήρια κρίσεων και ευκαιρίες για την ανάπτυξή τους έχουν εξαλειφθεί ή μειωθεί δραστικά» — μόνο για να αντικατασταθούν από νέους παράγοντες που οδηγούν στην ένταση του ανταγωνισμού για τις παγκόσμιες αγορές, στη συγκρότηση μονοπωλίων, τραστ και προστατευτικών δασμών. «Αλλά αυτοί οι προστατευτικοί δασμοί δεν είναι τίποτα άλλο από προετοιμασίες για τον τελικό γενικό βιομηχανικό πόλεμο, ο οποίος θα κρίνει ποιος θα έχει την κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. Έτσι κάθε παράγοντας που δρα ενάντια στην επανάληψη των παλαιών κρίσεων φέρει εντός του το έμβρυο μιας πολύ ισχυρότερης μελλοντικής κρίσης» (CIII, 477 υποσημ.).

Ανεξαρτήτως αυτής της δυσκολίας, μια θεωρία που θεμελιώνει την περιοδικότητα του κύκλου στην περίοδο αντικατάστασης του σταθερού κεφαλαίου αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες θεωρητικό πρόβλημα, καθώς η περίοδος αντικατάστασης του σταθερού κεφαλαίου καθορίζεται από την ίδια την περιοδικότητα του κύκλου. Όπως σημείωνε ο Μαρξ, ακολουθώντας τη συμβουλή του Ένγκελς, τα μηχανήματα είναι φυσικά ικανά να λειτουργούν για είκοσι ή τριάντα χρόνια. Η απόσυρσή τους δεν καθορίζεται από τη φυσική φθορά τους, αλλά από την «ηθική» απόσβεσή τους. Ένα χαρακτηριστικό της κρίσης είναι η μαζική απαξίωση του κεφαλαίου, και η αντίστοιχη αύξηση της «ηθικής απόσβεσης» του σταθερού κεφαλαίου, που έχει ως αποτέλεσμα την ευρείας κλίμακας απόσυρση εγκαταστάσεων και μηχανημάτων. Είναι, επομένως, η περίοδος της κρίσης που καθορίζει την περίοδο αντικατάστασης του σταθερού κεφαλαίου, και όχι το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι «ο βιομηχανικός κύκλος είναι τέτοιας φύσης ώστε η ίδια διαδρομή να πρέπει να αναπαράγεται περιοδικά, μόλις δοθεί η πρώτη ώθηση» (CIII, 477).

Αν και ο Μαρξ αναφερόταν στην περίοδο αντικατάστασης του σταθερού κεφαλαίου ως παρέχουσα τη «υλική βάση» της περιοδικότητας του κύκλου, αναγνώριζε πάντοτε ότι η περίοδος αντικατάστασης είναι απλώς ένας από τους παράγοντες που υπόκειται στην περιοδικότητα της κρίσης, και ποτέ δεν προσέφερε ούτε καν μια υπόδειξη εξήγησης των κρίσεων που να βασίζεται στον κύκλο αντικατάστασης. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου αναπτύσσεται προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.^11

^11 Αν και πολλοί μαρξιστές, από τον Χίλφερντινγκ ως τον Μαντέλ, απέδωσαν θεμελιώδη ρόλο στην αντικατάσταση του σταθερού κεφαλαίου εντός του κύκλου, δεν υπάρχει τίποτα το ειδικά μαρξιστικό σε αυτή {268} την προσέγγιση, η οποία ήταν δημοφιλής και μεταξύ αστών οικονομολόγων, όπως ο Σουμπέτερ, κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Όπως σημείωνε ο Μαρξ, ακόμη και την εποχή του, «η δυσανάλογη παραγωγή σταθερού και κυκλοφοριακού κεφαλαίου είναι παράγοντας πολύ αγαπητός στους οικονομολόγους για την εξήγηση των κρίσεων» (CII, 545). Οι κεϋνσιανές θεωρίες του επενδυτικού κύκλου, που σε μεγάλο βαθμό υποκατέστησαν τις θεωρίες του κύκλου αντικατάστασης, είναι τελείως διαφορετικές επειδή δεν στηρίζονται στη φυσική αντικατάσταση του σταθερού κεφαλαίου.

{268}

Πάγιο Κεφάλαιο και το Πρόβλημα της Αναπαραγωγής

Στο Μέρος ΙΙΙ του Δευτέρου Τόμου, ο Μαρξ υπερβαίνει τη θεώρηση του «ατομικού κεφαλαίου … [ως] αυτόνομου τμήματος του κοινωνικού κεφαλαίου», για να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους «οι κύκλοι των ατομικών κεφαλαίων είναι αλληλένδετοι, προϋποθέτουν και αλληλοκαθορίζονται, και ακριβώς με το να είναι αλληλένδετοι με αυτόν τον τρόπο συνιστούν την κίνηση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου» (CII, 429). Δεν εξετάζει ακόμη συγκεκριμένα κεφάλαια, αλλά τον «συλλογικό κεφαλαιοκράτη», όπου «το συνολικό κεφάλαιο εμφανίζεται ως το μετοχικό κεφάλαιο όλων των ατομικών κεφαλαιοκρατών μαζί» (CII, 509), ούτε και εξετάζει τον ανταγωνισμό και την πίστη, οπότε δεν είναι ακόμη η στιγμή να αναπτυχθεί η θεωρία της κρίσης. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή είναι εξαιρετικά σχετική με την ερμηνεία της μαρξικής θεωρίας της κρίσης, επειδή επικεντρώνεται στο πρόβλημα της πραγματοποίησης της αυξημένης αξίας που ενσωματώνεται στο εμπορευματικό προϊόν, πρόβλημα που ο Μαρξ είχε ήδη συζητήσει εκτενώς στα χειρόγραφα του 1861–3.

Στο Μέρος ΙΙΙ, ο Μαρξ απομακρύνεται από την «υπόθεση ότι ο ατομικός κεφαλαιοκράτης μετατρέπει πρώτα τα συστατικά στοιχεία του κεφαλαίου του σε χρήμα, πουλώντας το εμπορευματικό του προϊόν, και κατόπιν μπορεί να μετασχηματίσει αυτό το ποσό ξανά σε παραγωγικό κεφάλαιο, επαναγοράζοντας τα στοιχεία της παραγωγής του στην εμπορευματική αγορά. ... Η άμεση μορφή υπό την οποία τίθεται το πρόβλημα είναι η εξής: Πώς αντικαθίσταται η αξία του κεφαλαίου που καταναλώθηκε στην παραγωγή, μέσω του ετήσιου προϊόντος, και πώς η κίνηση αυτής της αντικατάστασης συνδέεται με την κατανάλωση υπεραξίας από τους κεφαλαιοκράτες και των μισθών από τους εργάτες;» (CII, 469)

Ο Μαρξ εξετάζει πρώτα την «αναπαραγωγή σε απλή κλίμακα. Επιπλέον, υποθέτουμε όχι μόνο ότι τα προϊόντα ανταλλάσσονται στις αξίες τους, αλλά και ότι δεν συμβαίνει καμία μεταβολή των αξιών στα συστατικά στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου» (CII, 469). Έτσι, ο Μαρξ δεν ασχολείται ακόμη με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, αλλά σε αυτό το στάδιο με τις συνθήκες δυνατότητας αυτής της αναπαραγωγής. Ο Μαρξ επιδεικνύει αυτή τη δυνατότητα μέσω των «σχημάτων αναπαραγωγής» του, μιας εξέλιξης του οικονομικού πίνακα (tableau économique) του Κενέ, τα οποία καταδεικνύουν τις αναλογίες που πρέπει να πληρούνται ώστε να καταστεί δυνατή η απλή και η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

{269} Ο Μαρξ ανέπτυξε πρώτα ένα απλό σχήμα αναπαραγωγής στα Grundrisse (CW28, 370–5), το οποίο σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας μέσω της πώλησης του αυξημένου προϊόντος, σε απάντηση στην αδρή υποκαταναλωτική θέση του Προυντόν ότι η πηγή της κρίσης έγκειται στην ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονάσματος. Σε αυτή τη συζήτηση ο Μαρξ κατέδειξε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κατ’ αρχήν στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, αφού τα αντίστοιχα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ των κεφαλαιοκρατών για να χρησιμεύσουν ως μέσα κατανάλωσης και ως επιπλέον μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη, ως βάση για την επέκταση του κεφαλαίου τους. «Η αξιοποίηση συνίσταται στο ότι κάθε κεφαλαιοκράτης ανταλλάσσει το δικό του προϊόν με ένα κλασματικό μέρος των προϊόντων των άλλων τεσσάρων, και τούτο κατά τέτοιον τρόπο ώστε ένα μέρος του πλεονάζοντος προϊόντος να προορίζεται για την κατανάλωση του κεφαλαιοκράτη και ένα άλλο μέρος να μετατρέπεται σε επιπλέον κεφάλαιο, με το οποίο θέτει σε κίνηση νέα εργασία. Η αξιοποίηση συνίσταται στη πραγματική δυνατότητα μεγαλύτερης αξιοποίησης – στην παραγωγή νέων και μεγαλύτερων αξιών» (CW28, 371). Στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ επανέλαβε αυτό το επιχείρημα στην κριτική του προς τον Σμιθ και τον Μάλθους (TSV1, 106, 221–2· TSV2, 485).

Ο Μαρξ ανέπτυξε μια πολύ πιο σύνθετη εκδοχή του σχήματος αναπαραγωγής προς το τέλος του χειρογράφου του 1861–3 (MEGA II, 3.6, 2243–80), αντίγραφο του οποίου έστειλε στον Ένγκελς για σχολιασμό σε επιστολή της 6ης Ιουλίου 1863. Αυτή η προσαρμογή του σχήματος του Κενέ προέκυψε από την κριτική του Μαρξ στον Άνταμ Σμιθ για την παραμέληση του σταθερού κεφαλαίου κατά την αναγωγή του εθνικού προϊόντος στα έσοδα από μισθούς, γαιοπρόσοδο και κέρδος, παραβλέποντας εκείνο το στοιχείο που χρησιμεύει για την αντικατάσταση των μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, και αποτέλεσε τη βάση της συζήτησης περί αναπαραγωγής στο Τρίτο Μέρος του Δευτέρου Τόμου του Κεφαλαίου. Στο εν λόγω κείμενο ο Μαρξ παρουσιάζει μια πολύ πιο εκτενή και συστηματική ανάλυση των αναλογικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής που είναι αναγκαίες ώστε να διατηρηθεί η αναπαραγωγή, εξετάζοντας όχι μόνο τις φυσικές και αξιακές σχέσεις μεταξύ των παραγωγικών κλάδων, αλλά και τις επιπτώσεις αυτών των σχέσεων στην κυκλοφορία του χρήματος.

Το πρόβλημα της αναπαραγωγής ανακύπτει σε σχέση με την πραγματοποίηση της υπεραξίας. Ήδη είδαμε ότι η υπεραξία πραγματοποιείται μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα που τέθηκε στα Grundrisse: από πού προέρχονται τα χρήματα για να επιτευχθεί αυτή η ανταλλαγή; Ο κεφαλαιοκράτης ρίχνει περισσότερα εμπορεύματα στην κυκλοφορία από όσα αρχικά απέσυρε, πράγμα που σημαίνει, από την αντίστροφη σκοπιά, ότι αποσύρει περισσότερα χρήματα από όσα αρχικά έριξε. Αρχικά έριξε ένα ποσό χρημάτων στην κυκλοφορία για να αγοράσει μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη, αλλά καταλήγει με ένα ποσό χρημάτων που είναι μεγαλύτερο κατά την πραγματοποιημένη υπεραξία του. Από πού προέρχονται αυτά τα επιπλέον χρήματα; Ο Μαρξ υποστήριξε ότι αυτό είναι ένα ψευδές πρόβλημα, καθώς δεν είναι παρά η άλλη όψη του προβλήματος της πραγματοποίησης της υπεραξίας, το οποίο έχει ήδη επιλυθεί. «Η μόνη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτής της αυξημένης αξίας είναι να βρει ένα ισοδύναμο στην κυκλοφορία» (CW33, 189).^12

^12 Όπως είδαμε, ο Marazzi (1984) υποστήριξε ότι το πρόβλημα της προέλευσης του επιπλέον χρήματος που απαιτείται για την πραγματοποίηση της υπεραξίας βρίσκεται στον πυρήνα της υποκαταναλωτικής θεωρίας κρίσης της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία βασίστηκε στα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ.

Αν οι κεφαλαιοκράτες επιθυμούν να αποταμιεύσουν την υπεραξία τους, αντί να τη δαπανήσουν σε αυξημένη κατανάλωση και επένδυση, το κάνουν αγοράζοντας χρυσό, πράγμα που σημαίνει ότι η παραγωγή χρυσού πρέπει να αυξηθεί αναλόγως.^13 Γενικά όμως, η υπεραξία τους δεν αποταμιεύεται, αλλά επανεπενδύεται στην αγορά εργατικής δύναμης και μέσων παραγωγής, οπότε το μόνο που απαιτείται είναι επαρκής αύξηση της προσφοράς χρήματος ώστε να καλύψει τις ανάγκες της αυξημένης κυκλοφορίας. Έτσι, εάν αφήσουμε εκτός την πίστωση, πρέπει να υπάρχει κάποια παραγωγή χρυσού, αλλά «δεν απαιτείται τίποτε παραπάνω από το να κυκλοφορεί αρκετό χρήμα ώστε να πληρωθούν οι αξίες των εμπορευμάτων» (CW33, 208).

^13 Ο Μαρξ έθεσε το πρόβλημα του τι θα συμβεί αν οι κεφαλαιοκράτες θελήσουν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους χωρίς να υπάρξει αύξηση της παραγωγής χρυσού, θέτοντας το ερώτημα σε ποιον θα πωλούνταν τα αντίστοιχα εμπορεύματα σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά ανέβαλε τη συζήτηση αυτού του σημείου (CW33, 238).

Στην εξέτασή του για τη νομισματική κυκλοφορία στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ επαναλαμβάνει αυτά τα επιχειρήματα (CII, 404–13), καταλήγοντας ότι «το πρόβλημα αυτό καθαυτό δεν υφίσταται. … μια καθορισμένη ποσότητα χρημάτων απαιτείται για να κυκλοφορήσει η αξία των εμπορευμάτων … ανεξάρτητα από το πόσο ή πόσο λίγο από αυτή την αξία ανήκει στους άμεσους παραγωγούς αυτών των εμπορευμάτων. Εφόσον υφίσταται κάποιο πρόβλημα, αυτό ταυτίζεται με το γενικό πρόβλημα: από πού προέρχεται το συνολικό ποσό χρημάτων που απαιτείται για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε μια χώρα;» (CII, 407· πβ. 549–56). Φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα επειδή «η κεφαλαιοκρατική τάξη ως σύνολο … πρέπει να ρίξει η ίδια στην κυκλοφορία το χρήμα που απαιτείται για να πραγματοποιήσει την υπεραξία της», αλλά αυτή η πρόταση «δεν είναι μόνο καθόλου παράδοξη· στην πραγματικότητα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της λειτουργίας του συνολικού μηχανισμού» (CII, 497).

Η μετάβαση από την απλή στην εκτεταμένη αναπαραγωγή δεν δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, επειδή απλώς εμπλέκει μια μεταφορά παραγωγικών πόρων από την παραγωγή μέσων κατανάλωσης στην παραγωγή {271} μέσων παραγωγής (CII, 572–3),^14 ώστε το μόνο που απαιτείται είναι «η ποσότητα του χρήματος που υπάρχει στη χώρα ... να είναι επαρκής τόσο για την ενεργό κυκλοφορία όσο και για τα αποθεματικά θησαυροφυλάκια, — δηλαδή η ίδια ακριβώς προϋπόθεση που ... πρέπει να πληρούται για την απλή κυκλοφορία των εμπορευμάτων» (CII, 576), με τη μόνη διαφορά ότι η αυξανόμενη παραγωγή απαιτεί αυξανόμενη προσφορά μέσων κυκλοφορίας. Το ζήτημα είναι πάντοτε το ίδιο: όχι «από πού προέρχεται το χρήμα;», αλλά «υπάρχουν ισοδύναμα εμπορεύματα στην κατάλληλη μορφή;»

^14 Αυτή η προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει στην αντίληψη ότι «η συσσώρευση επιτυγχάνεται εις βάρος της κατανάλωσης — … μία αυταπάτη που αντιφάσκει με την ουσία της καπιταλιστικής παραγωγής, στον βαθμό που υποθέτει ότι ο σκοπός και το κινητήριο κίνητρό της είναι η κατανάλωση, και όχι η αρπαγή της υπεραξίας και η κεφαλαιοποίησή της, δηλαδή η συσσώρευση» (CII, 579).

Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει κατά την εξέταση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο σύνολό του δεν είναι η διαθεσιμότητα χρήματος, αλλά η συμφιλίωση της αναλογικότητας της παραγωγής με την ύπαρξη σταθερού κεφαλαίου. Το πρόβλημα είναι ότι η επένδυση σε σταθερό κεφάλαιο είναι ασυνεχής, με αποτέλεσμα η ζήτηση για νέα μέσα παραγωγής να μεταβάλλεται από έτος σε έτος. Στην περίπτωση της απλής αναπαραγωγής, ο Μαρξ εξετάζει αυτό το πρόβλημα σε σχέση με την αναλογικότητα των κλάδων παραγωγής «εντελώς ανεξάρτητα από τη νομισματική σχέση» (CII, 543), και σημειώνει ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα εάν η επένδυση σε σταθερό κεφάλαιο λάμβανε χώρα σε σταθερό ετήσιο ρυθμό, ώστε οι αναλογίες μεταξύ των κλάδων παραγωγής να παρέμεναν σταθερές χρόνο με τον χρόνο· σε κάθε άλλη περίπτωση, η «μαζικότητα» της επένδυσης σε σταθερό κεφάλαιο θα δημιουργούσε προβλήματα δυσαναλογίας. Σε αυτή την περίπτωση «θα υπήρχε κρίση – κρίση παραγωγής – παρά την αναπαραγωγή σε σταθερή κλίμακα» (CII, 543).

Οι ελλείψεις αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά ακόμη και αυτό θα συνεπαγόταν «μετατόπιση εργασίας από έναν κλάδο παραγωγής σε άλλον ... και κάθε τέτοια μετατόπιση θα προκαλούσε προσωρινές αποδιαρθρώσεις». Το εξωτερικό εμπόριο θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει. «Αλλά το εξωτερικό εμπόριο, στον βαθμό που δεν αντικαθιστά απλώς στοιχεία (και την αξία τους), απλώς μετατοπίζει τις αντιφάσεις σε ευρύτερη σφαίρα και τους προσδίδει μεγαλύτερη έκταση» (CII, 544). Τέτοιου είδους υπερπαραγωγή δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα σε μια σχεδιασμένη οικονομία· «εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, όμως, αποτελεί ένα αναρχικό στοιχείο» (CII, 545).

Το πρόβλημα έως τώρα είναι πρόβλημα της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής και της εμφάνισης δυσαναλογιών μεταξύ των κλάδων παραγωγής. Υπάρχει, ωστόσο, και ένα επιπλέον πρόβλημα που ανακύπτει από την ύπαρξη σταθερού κεφαλαίου. Ο κεφαλαιοκράτης συσσωρεύει χρήμα επί σειρά ετών, το οποίο στη συνέχεια δαπανά εφάπαξ ως ποσό για {272} επένδυση σε σταθερό κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια περίοδος κατά την οποία χρήμα αποσύρεται από την κυκλοφορία και συνεπώς δεν χρησιμοποιείται για την αγορά ισοδύναμων εμπορευμάτων, και στη συνέχεια ένα σημείο κατά το οποίο επανεισάγεται στην κυκλοφορία, χωρίς να υπάρχει ισοδύναμη παραγωγή.^15

^15 Ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς σχετικά με το πρόβλημα της αναπαραγωγής του σταθερού κεφαλαίου τον Αύγουστο του 1867, υπενθυμίζοντας την αλληλογραφία τους τέσσερα χρόνια νωρίτερα, και ρωτώντας τι κάνουν οι βιομήχανοι με τα χρήματα που παρακρατούν για την απόσβεση. Ο Ένγκελς απάντησε με δύο παραδείγματα: στο ένα, ο καπιταλιστής συσσωρεύει το αποσβεστικό απόθεμα υπό μορφή αποταμιεύσεων και το δαπανά ως εφάπαξ ποσό για την αντικατάσταση του σταθερού κεφαλαίου μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα· στο άλλο, ο καπιταλιστής χρησιμοποιεί τα χρήματα που προορίζονται για απόσβεση για να ανανεώνει κάθε χρόνο ένα τμήμα του σταθερού κεφαλαίου (Μαρξ προς Ένγκελς 24.08.67· Ένγκελς προς Μαρξ, 26.08.67, 27.08.67).

Εάν όλοι οι καπιταλιστές συσσώρευαν χρήμα με αυτόν τον τρόπο, «φαίνεται αδύνατον να εξηγηθεί από πού θα προέλθουν οι αγοραστές, δεδομένου ότι στη διαδικασία αυτή — και πρέπει να την εννοήσουμε ως γενική, εφόσον κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο μπορεί ταυτόχρονα να εμπλέκεται στην πράξη της συσσώρευσης — όλοι θέλουν να πουλήσουν για να αποθησαυρίσουν και κανείς δεν θέλει να αγοράσει». Η μόνη λύση, βάσει μιας τέτοιας παράλογης υπόθεσης, θα ήταν να υπάρχει νέα παραγωγή χρυσού ίση με ολόκληρο το ετήσιο υπερπροϊόν (CII, 567). Ωστόσο, στην πράξη, κάποιοι καπιταλιστές αποθησαυρίζουν εν αναμονή μελλοντικών επενδύσεων, ενώ άλλοι εκκαθαρίζουν τους θησαυρούς τους προκειμένου να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις, και αν οι δύο πλευρές εξισορροπούνται, η αναπαραγωγή μπορεί να διατηρηθεί, αν και «η ισορροπία αυτή υπάρχει μόνο με την υπόθεση ότι οι αξίες των μονομερών αγορών και των μονομερών πωλήσεων καλύπτουν η μία την άλλη» (CII, 570).

Αν αυτή η υπόθεση παραβιαστεί — και δεν υπάρχει κανένας a priori λόγος να υποτεθεί ότι θα ισχύει — τότε ανακύπτουν εμπόδια στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, καθώς διαρρηγνύεται η αναλογικότητα, και παρατηρείται η συνύπαρξη σχετικής υπερπαραγωγής σε έναν τομέα παραγωγής και συσσώρευσης χρήματος σε έναν άλλο (CII, 578–9). Αυτή η τάση προς απορρύθμιση είναι ένα ειδικά καπιταλιστικό φαινόμενο. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι το χρήμα δεν λειτουργεί πλέον μόνο ως μέσο κυκλοφορίας, «αλλά και ως χρηματικό κεφάλαιο εντός της σφαίρας της κυκλοφορίας, και δημιουργεί ορισμένες προϋποθέσεις ... για την κανονική πορεία της αναπαραγωγής, ... που μετατρέπονται σε ισάριθμες προϋποθέσεις για μια μη-κανονική πορεία, δυνατότητες κρίσης, αφού, επί τη βάσει του αυθόρμητου χαρακτήρα αυτής της παραγωγής, η ίδια η ισορροπία είναι ένα τυχαίο γεγονός ... Η ίδια η πολυπλοκότητα της διαδικασίας προσφέρει πολλές ευκαιρίες για να ακολουθήσει μια ανώμαλη πορεία» (CII, 571).

Η συζήτηση για την αναπαραγωγή στον Β΄ τόμο του Κεφαλαίου καθιστά σαφές ότι η σχέση μεταξύ σταθερού κεφαλαίου και της τάσης προς κρίση δεν είναι ζήτημα της φυσικής διάρκειας ζωής του σταθερού κεφαλαίου, αλλά των {273} δυσαναλογιών μεταξύ των κλάδων παραγωγής που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της χρονικής ανισοκατανομής της επένδυσης κεφαλαίου. Ο Μαρξ προφανώς κινείται προς μια θεωρία του κύκλου επένδυσης, στην οποία μια έκρηξη επενδύσεων στην περίοδο ανόδου διεγείρει πληθωρισμό και δυσαναλογίες, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν κερδοσκοπία και νομισματική αστάθεια, ενώ η κατάρρευση επιφέρει μια μαζική ρευστοποίηση του σταθερού κεφαλαίου, η οποία τελικά θέτει τα θεμέλια για την ανάκαμψη. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω στην ανάλυση σε αυτό το στάδιο, κυρίως επειδή το πρόβλημα του σταθερού κεφαλαίου και του κύκλου επένδυσης συνδέεται με το πρόβλημα του πιστωτικού συστήματος, το οποίο δεν είχε ακόμη εξετάσει. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, ο καπιταλιστής μπορεί να αποσύρει χρήμα από την κυκλοφορία υπό μορφή χρυσού προκειμένου να συγκεντρώσει ένα κεφάλαιο για την αντικατάσταση του σταθερού κεφαλαίου. Ωστόσο, η ανάπτυξη των πιστωτικών ιδρυμάτων επιτρέπει στον καπιταλιστή να καταθέτει αυτό το κεφάλαιο στην τράπεζα, η οποία μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως βάση για τη χορήγηση πίστωσης σε άλλους καπιταλιστές. Η σχέση μεταξύ απόσβεσης και επένδυσης σε σταθερό κεφάλαιο επομένως διαμεσολαβείται μέσω του πιστωτικού συστήματος.

Πίστωση και Κύκλος Επένδυσης

Έχουμε δει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των σημειώσεών του, ο Μαρξ επανειλημμένα αναβάλλει την εξέταση των κρίσεων μέχρι να φτάσει στην ανάλυση του ανταγωνισμού και της πίστωσης. Στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ στρέφεται στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής ως σύνολο, ως «σύνθεση των διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας» που έχουν ήδη εξεταστεί στους Τόμους Ι και ΙΙ. Πρόκειται όχι απλώς για σύνθεση του προηγούμενου υλικού, αλλά για τον εντοπισμό και την περιγραφή των συγκεκριμένων μορφών που αναπτύσσονται από τις κινήσεις του κεφαλαίου ως συνόλου. Οι διάφορες μορφές κεφαλαίου, όπως εξελίσσονται σε αυτό το βιβλίο, προσεγγίζουν σταδιακά τη μορφή που παίρνουν στην επιφάνεια της κοινωνίας, στη δράση των διαφόρων κεφαλαίων το ένα πάνω στο άλλο, στον ανταγωνισμό, και στη συνειδητοποίηση των ίδιων των παραγόντων της παραγωγής (CIII, 25). Ωστόσο, αν και ο Τρίτος Τόμος του Κεφαλαίου προχωρεί προς την ανάλυση του ανταγωνισμού, στην πραγματικότητα δεν την φτάνει, οπότε η λεπτομερής ανάλυση της κρίσης παραμένει ακόμη αναβληθείσα. Η συζήτηση για την πίστωση είναι εξίσου στοιχειώδης.

Παρά τη σημασία της πίστωσης στις κρίσεις, η θεωρητική συζήτηση περί πίστωσης στα έργα του Μαρξ βρίσκεται μόνο σε παραρτήματα στα Grundrisse, Θεωρίες της Υπεραξίας και στο Κεφάλαιο. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι ο Μαρξ δεν θεωρούσε ότι η πίστωση εισάγει θεμελιωδώς {274} νέες προσδιοριστικές συνθήκες στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Τόμου του Κεφαλαίου, αν και ο Μαρξ σημειώνει ότι η ανάπτυξη της πίστωσης «αυξάνει… τον τεχνητό χαρακτήρα του συνολικού μηχανισμού και τις πιθανότητες διαταραχής της κανονικής του πορείας» (CII, 576), υποστηρίζει ότι «είναι σημαντικό πρωτίστως να υποθέσουμε την κυκλοφορία μετάλλου στην απλούστερη αρχική μορφή της, επειδή έτσι η ροή ή αντίρροπη ροή, η τακτοποίηση ισοζυγίων, συνοπτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που εμφανίζονται στο πιστωτικό σύστημα ως συνειδητά ρυθμιζόμενες διαδικασίες, παρουσιάζονται ως υπαρκτά ανεξάρτητα από το πιστωτικό σύστημα, και το φαινόμενο εμφανίζεται στην αυθόρμητη μορφή του, αντί στην μορφή της εκ των υστέρων αντανάκλασης» (CII, 576-7). Οι κρίσεις εμφανίζονται στον αστό οικονομολόγο ως χαρακτηριστικά του νομισματικού και πιστωτικού συστήματος, όμως «αυτό που εκδηλώνεται ως κρίση στην αγορά χρήματος στην πραγματικότητα εκφράζει ανωμαλίες στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής» (CII, 393).

Στα Grundrisse ο Μαρξ γενικά υποθέτει ότι ο παραγωγός πωλεί άμεσα στον καταναλωτή, αν και στην πράξη γνώριζε ότι ο παραγωγικός καπιταλιστής πουλά στον εμπορικό καπιταλιστή, ο οποίος αγοράζει το εμπόρευμα με την προσδοκία τελικής πώλησης, μέσω πίστωσης. Η πίστωση αναστέλλει επομένως το εμπόδιο της αγοράς. «Φαίνεται ζήτημα τύχης για την παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο, το αν πληρούται η ουσιαστική της προϋπόθεση, η συνέχεια των διαφόρων διαδικασιών που συνθέτουν το σύνολο της διαδικασίας της. Η υπέρβαση αυτού του στοιχείου τύχης μέσω του κεφαλαίου αυτού καθαυτού είναι η πίστωση. Με αυτή την ιδιότητα η πίστωση επεκτείνει απλώς τον ρόλο του χρήματος στο να χωρίζει τις στιγμές της αγοράς και της πώλησης, αφού «το χρήμα είναι μια μορφή για την αναστολή της ανισότητας των χρονικών διαστημάτων που απαιτούνται σε διαφορετικούς κλάδους παραγωγής, στον βαθμό που αυτή εμποδίζει την ανταλλαγή» (CW28, 459).

Η πίστωση λύνει το πρόβλημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας για τον μεμονωμένο καπιταλιστή, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει ισοδύναμο εμπόρευμα εκεί όπου αυτό δεν υπάρχει ήδη. Η πίστωση δεν επιλύει τις αντιφάσεις της εμπορευματικής μορφής, απλώς τις γενικεύει. «Το χρήμα υπερβαίνει τα εμπόδια που επιβάλλει η ανταλλαγή μόνο κάνοντάς τα γενικά, δηλαδή διαχωρίζοντας πλήρως την αγορά από την πώληση. Αργότερα θα δούμε ότι και η πίστωση υπερβαίνει αυτά τα εμπόδια στη διαδικασία της αξιοποίησης του κεφαλαίου μόνο αν τα θέσει στην πιο γενική τους μορφή, θέτοντας τις περιόδους υπερπαραγωγής και υποπαραγωγής ως δύο αντίστοιχες περιόδους» (CW29, 12).

Με τον ίδιο τρόπο, η πίστωση λιπαίνει τους τροχούς του ανταγωνισμού, προωθώντας τη ελεύθερη ροή κεφαλαίου μεταξύ των κλάδων παραγωγής, {275} σύμφωνα με τις αποκλίσεις στο ποσοστό κέρδους. Συνεπώς, κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο ανασυντίθεται ως συστατικό μέρος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, με την εξίσωση του ποσοστού κέρδους να επιτρέπει σε κάθε κεφάλαιο να συμμετέχει στα κέρδη του κεφαλαίου συνολικά ανάλογα με το μέγεθος του απασχολούμενου κεφαλαίου.^16 «Η πίστωση επομένως είναι το μέσο με το οποίο το κεφάλαιο ολόκληρης της καπιταλιστικής τάξης τίθεται στη διάθεση κάθε τομέα παραγωγής, όχι ανάλογα με το κεφάλαιο που ανήκει στους καπιταλιστές στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά ανάλογα με τις παραγωγικές τους ανάγκες — ενώ στον ανταγωνισμό τα μεμονωμένα κεφάλαια εμφανίζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Η πίστωση είναι τόσο το αποτέλεσμα όσο και η προϋπόθεση της καπιταλιστικής παραγωγής, και αυτό μας παρέχει μια εύχρηστη μετάβαση από τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων στο κεφάλαιο ως πίστωση.» (TSV2, 211)

^16 «Ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου προωθείται πρώτα και πραγματοποιείται πλήρως μέσω της πλήρους ανάπτυξης του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος» κ.ά. (CIII, 593).

Αυτή είναι μια ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία σε εκείνους τους κλάδους παραγωγής που απαιτούν μεγάλα κεφαλαιακά έξοδα. «Η παραγωγή σε αυτούς τους κλάδους εξαρτάται επομένως από το μέγεθος του χρηματικού κεφαλαίου που διαθέτει ο μεμονωμένος καπιταλιστής. Αυτό το όριο υπερβαίνεται μέσω του πιστωτικού συστήματος και των μορφών εταιρικής σύνδεσης όπως, π.χ., οι μετοχικές εταιρείες» (CII, 433).

Στην πίστωση «ένα μέρος του κεφαλαίου — με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου — εμφανίζεται στην πραγματικότητα ως το υλικό κοινό όλης της τάξης και απασχολείται από αυτήν» (TSV3, 519), ελαχιστοποιώντας έτσι την μη παραγωγική αποθησαύριση κεφαλαίου. Η πίστωση συγκεντρώνει τα χρηματικά αποθέματα των διαφόρων καπιταλιστών στις τράπεζες και τα καθιστά ενεργά (CII, 569). «Το υπερπροϊόν ... είναι ... απόλυτα μη παραγωγικό στην νομισματική του μεταμόρφωση ... Είναι ένα "νεκρό βάρος" στην καπιταλιστική παραγωγή. Η προσπάθεια αξιοποίησης αυτής της υπεραξίας που αποθησαυρίζεται ως εικονικό χρηματικό κεφάλαιο, είτε για κέρδος είτε για εισόδημα, κορυφώνεται στο πιστωτικό σύστημα και τα "χαρτιά". Με αυτόν τον τρόπο το χρηματικό κεφάλαιο διατηρεί μια τεράστια επιρροή, με άλλη μορφή, στην πορεία του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και την εκπληκτική του ανάπτυξη.» (CII, 574)

Η πίστωση ωφελεί τον μεμονωμένο καπιταλιστή, μειώνοντας το χρόνο κυκλοφορίας του παραγωγικού κεφαλαίου, και εξοικονομεί ανάγκη χρήματος συγκεντρώνοντας το χρηματικό κεφάλαιο της καπιταλιστικής τάξης συνολικά σε μια κοινή δεξαμενή, αλλά έχει επίσης και ανεξάρτητη επιρροή, υπερβαίνοντας το άμεσο εμπόδιο της αγοράς, όμως μόνο για να γενικεύσει και να εντείνει τις τάσεις κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η επέκταση της {276} πίστωσης, επομένως, είναι έκφραση της τάσης προς υπερπαραγωγή, την οποία με τη σειρά της ενισχύει, έτσι ώστε «η τραπεζική και η πίστωση να καθίστανται τα πιο ισχυρά μέσα για να ωθούν την καπιταλιστική παραγωγή πέρα από τα ίδια της τα όρια και ένα από τα πιο αποτελεσματικά οχήματα των κρίσεων και της απάτης» (CIII, 593).

«Ολόκληρο το πιστωτικό σύστημα, καθώς και η υπερβολική εμπορική δραστηριότητα, η υπερκερδοσκοπία κ.λπ. που συνδέονται με αυτό, στηρίζονται στην αναγκαιότητα διεύρυνσης του πεδίου της κυκλοφορίας και ανταλλαγής, και στην υπέρβαση των εμποδίων τους. … Έτσι, π.χ., οι Άγγλοι αναγκάζονται να δανείζουν σε ξένα έθνη για να τα έχουν ως πελάτες τους.» (CW28, 343). Το πιστωτικό σύστημα ανακύπτει «από τη δυσκολία να απασχοληθεί το κεφάλαιο … κερδοφόρα». «Η υπερπαραγωγή, το πιστωτικό σύστημα κ.λπ. είναι μέσα με τα οποία η καπιταλιστική παραγωγή προσπαθεί να σπάσει τα δικά της όρια και να παράγει πέρα από τα όριά της. Η καπιταλιστική παραγωγή, αφενός, διαθέτει αυτή την κινητήρια δύναμη· αφετέρου, ανέχεται μόνο παραγωγή ανάλογη με την κερδοφόρα απασχόληση του υπαρκτού κεφαλαίου. Έτσι προκύπτουν κρίσεις, οι οποίες ταυτόχρονα την ωθούν προς τα εμπρός και πέρα από τα [όριά της] και την εξαναγκάζουν να βάλει "επτάλευγες μπότες" (seven-league boots*), ώστε να φτάσει σε μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που διαφορετικά θα επιτυγχανόταν πολύ αργά εντός των δικών της ορίων.» (TSV3, 122)

^* Οι «επτάλευγες μπότες» (seven-league boots) αποτελούν στοιχείο της ευρωπαϊκής λαϊκής παράδοσης. Οι μπότες επιτρέπουν σε αυτόν που τις φορά να διανύει αποστάσεις επτά λεύγες με κάθε βήμα, επιτυγχάνοντας έτσι τεράστια ταχύτητα. [wikipedia]

Στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, ο Μαρξ σημειώνει ότι ο διαχωρισμός του εμπορικού κεφαλαίου αυξάνει τις πιθανότητες υπερπαραγωγής, καθώς

με το σύγχρονο πιστωτικό σύστημα διαχειρίζεται ένα μεγάλο τμήμα του συνολικού κοινωνικού χρηματικού-κεφαλαίου, ώστε να μπορεί να επαναλαμβάνει τις αγορές του ακόμη και πριν πωλήσει οριστικά ό,τι είχε προηγουμένως αγοράσει. … Παρά την ανεξάρτητη του μορφή, η κίνηση του εμπορικού κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από την κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου εντός της σφαίρας της κυκλοφορίας. Αλλά, δυνάμει αυτής της ανεξαρτησίας, κινείται, εντός ορισμένων ορίων, ανεξάρτητα από τα όρια της διαδικασίας αναπαραγωγής και κατά συνέπεια ωθεί ακόμη και αυτή τη διαδικασία πέρα από τα όριά της. Αυτή η εσωτερική εξάρτηση και εξωτερική ανεξαρτησία ωθούν το εμπορικό κεφάλαιο σε ένα σημείο όπου η εσωτερική σύνδεση αποκαθίσταται βίαια μέσω μιας κρίσης. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο ότι οι κρίσεις δεν εμφανίζονται πρώτα στο λιανικό εμπόριο, που σχετίζεται με την άμεση κατανάλωση, αλλά στις σφαίρες του χονδρικού εμπορίου και της τραπεζικής, οι οποίες θέτουν το χρηματικό κεφάλαιο της κοινωνίας στη διάθεση του πρώτου. (CIII, 299)

Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι το τελικό όριο στη διέγερση της συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της επέκτασης της πίστωσης τίθεται από την αγορά της τελικής {277} κατανάλωσης. Η κυκλοφορία του σταθερού κεφαλαίου έναντι άλλου σταθερού κεφαλαίου «είναι αρχικά ανεξάρτητη από την ατομική κατανάλωση επειδή δεν εισέρχεται ποτέ σε αυτήν. Ωστόσο, αυτή η κατανάλωση την περιορίζει σαφώς, αφού το σταθερό κεφάλαιο δεν παράγεται ποτέ για τον εαυτό του αλλά αποκλειστικά επειδή χρειάζεται περισσότερο στους κλάδους παραγωγής των οποίων τα προϊόντα προορίζονται για ατομική κατανάλωση.» (CIII, 299–300)

Η πίστωση επιτελεί διάφορες λειτουργίες για τον καπιταλιστή, αλλά δεν προσθέτει νέους καθορισμούς. Ενώ ακατάλληλες νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές μπορούν ασφαλώς να επιδεινώσουν μια κρίση, η νομισματική κρίση αποτελεί μόνο τη μορφή εμφάνισης μιας κρίσης που έχει πιο θεμελιώδεις ρίζες. «Εφόσον ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται ως χρηματική ύπαρξη των εμπορευμάτων και συνεπώς ως πράγμα εξωτερικό προς την ίδια την παραγωγή, οι νομισματικές κρίσεις — είτε ανεξάρτητα είτε ως όξυνση πραγματικών κρίσεων — είναι αναπόφευκτες.» (CIII, 504). Το θεμελιώδες ερώτημα είναι «σε ποιο βαθμό η συσσώρευση κεφαλαίου υπό τη μορφή δανειζόμενου χρηματικού κεφαλαίου συμπίπτει με την πραγματική συσσώρευση» (CIII, 482).

«Είναι σαφές ότι υπάρχει έλλειψη μέσων πληρωμής σε περίοδο κρίσης. Η δυνατότητα μετατροπής των συναλλαγματικών επιταγών αντικαθιστά τη μεταμόρφωση των ίδιων των εμπορευμάτων … Άσχετη και εσφαλμένη τραπεζική νομοθεσία, όπως αυτή του 1844–5, μπορεί να εντείνει αυτή τη νομισματική κρίση. Όμως κανενός είδους τραπεζική νομοθεσία δεν μπορεί να εξαλείψει μια κρίση. Σε ένα σύστημα παραγωγής όπου ολόκληρη η συνέχεια της διαδικασίας αναπαραγωγής βασίζεται στην πίστωση, μια κρίση πρέπει προφανώς να συμβεί … όταν η πίστωση παύει ξαφνικά και μόνο οι πληρωμές σε μετρητά έχουν ισχύ. Με την πρώτη ματιά, επομένως, η όλη κρίση φαίνεται να είναι απλώς πιστωτική και νομισματική κρίση. Και πράγματι, είναι μόνο ζήτημα της δυνατότητας μετατροπής των συναλλαγματικών επιταγών σε χρήμα. Αλλά η πλειονότητα αυτών των επιταγών αντιπροσωπεύει πραγματικές αγοραπωλησίες, η επέκταση των οποίων πολύ πέρα από τις ανάγκες της κοινωνίας αποτελεί, εν τέλει, τη βάση όλης της κρίσης», μια επέκταση που διογκώνεται από κάθε είδους απάτες και κερδοσκοπία. (CIII, 478)

Ομοίως, μια νομισματική κρίση μπορεί να φαίνεται πως προκαλείται από μια κρίση στο σύστημα διεθνών πληρωμών, καθώς ένα εμπορικό έλλειμμα προκαλεί εκροή αποθεμάτων και συνεπακόλουθη συρρίκνωση της κυκλοφορίας νομίσματος, αλλά αυτό είναι απλώς έκφραση μιας ανισορροπίας στο σύστημα της παγκόσμιας παραγωγής, η οποία η ίδια αποτελεί σύμπτωμα γενικής υπερπαραγωγής. «Πρέπει να σημειωθεί όσον αφορά τις εισαγωγές και εξαγωγές, ότι το ένα μετά το άλλο, όλα τα κράτη εμπλέκονται σε μια κρίση και τότε καθίσταται προφανές ότι όλα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν εξάγει και εισάγει υπερβολικά, ώστε όλα να έχουν ένα αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών. Το πρόβλημα, επομένως, δεν έγκειται πράγματι {278} στο ισοζύγιο πληρωμών… Το ισοζύγιο πληρωμών είναι σε περιόδους γενικής κρίσης αρνητικό για κάθε έθνος, τουλάχιστον για κάθε εμπορικά ανεπτυγμένο έθνος, αλλά πάντα για κάθε χώρα διαδοχικά, σαν σε ομοβροντία.» (CIII, 479–481)

Φαίνεται ότι η υπερπαραγωγή έχει διεγερθεί από την υπερεπέκταση της πίστωσης, η οποία έχει επεκτείνει το εμπόριο μεταξύ των καπιταλιστών πέρα από το επίπεδο που απαιτείται από τους καταναλωτές. Αυτό οδηγεί τους αστούς οικονομολόγους να αντιλαμβάνονται το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης ως νομισματικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να ελεγχθεί μέσω μιας επαρκώς αυστηρής νομισματικής πολιτικής.

«Το πιστωτικό σύστημα εμφανίζεται ως ο κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της υπερκερδοσκοπίας στο εμπόριο μόνο και μόνο επειδή η διαδικασία αναπαραγωγής, η οποία είναι εκ φύσεως ελαστική, εδώ εξαναγκάζεται στα ακραία της όρια, και εξαναγκάζεται έτσι επειδή ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου απασχολείται από άτομα που δεν το κατέχουν και συνεπώς χειρίζονται τα πράγματα εντελώς διαφορετικά από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος με αγωνία σταθμίζει τους περιορισμούς του ιδιωτικού του κεφαλαίου στον βαθμό που το διαχειρίζεται ο ίδιος. Αυτό απλώς καταδεικνύει το γεγονός ότι η αυτο-διεύρυνση του κεφαλαίου, που βασίζεται στην αντιφατική φύση της καπιταλιστικής παραγωγής, επιτρέπει μια πραγματική ελεύθερη ανάπτυξη μόνο μέχρι ένα ορισμένο σημείο, οπότε αποτελεί έναν εσωτερικό περιορισμό και εμπόδιο για την παραγωγή, τα οποία διαρκώς παραβιάζονται μέσω του πιστωτικού συστήματος.» (CIII, 431–432)

Επανερχόμαστε στο συμπέρασμα με το οποίο ο Μαρξ ξεκίνησε τη διερεύνηση των κρίσεων στα Grundrisse. Ενώ μια περιοριστική νομισματική πολιτική μπορεί να καταφέρει να περιορίσει τις πιο ακραίες εκδηλώσεις κερδοσκοπίας, δεν μπορεί να συγκρατήσει την τάση προς υπερσυσσώρευση και κρίση, που αποτελεί την αναγκαία μορφή της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

9 Συμπέρασμα

Τα συμπεράσματα που οφείλουμε να εξαγάγουμε από την εκτενή μας διερεύνηση της μαρξικής θεωρίας της κρίσης είναι περισσότερο μεθοδολογικά παρά ουσιαστικά.

Το θεμελιωδέστερο συμπέρασμα είναι ότι ο Μαρξ δεν είχε μια θεωρία της κρίσης με την έννοια που αυτή απέκτησε στο εσωτερικό του μαρξισμού. Οι καταστροφικές κρίσεις που περιοδικά διακόπτουν τη συσσώρευση δεν είναι παρά οι πιο επιφανειακές εκδηλώσεις της θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, η τάση προς την κρίση είναι διάχυτη, δεδομένου ότι η ανταγωνιστική ρύθμιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν επιτυγχάνεται μέσα από την ομαλή προσαρμογή της παραγωγής στις αγοραίες συνθήκες από παντογνώστες καπιταλιστές, αλλά μέσω της διαδικασίας της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης, καθώς η τάση προς την υπερπαραγωγή συναντά το εμπόδιο της περιορισμένης αγοράς. Από αυτή την άποψη, η θεωρία της κρίσης του Μαρξ βρίσκεται στον πυρήνα της κριτικής του στην πολιτική οικονομία, αντικαθιστώντας τη θεωρία του ανταγωνισμού της κλασικής πολιτικής οικονομίας, την οποία ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν θέσει ως αφετηρία της δικής τους ανάλυσης.

Το πρόβλημα της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης τέθηκε για πρώτη φορά από την πρόκληση του Μπέρνσταϊν προς τον ορθόδοξο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς, όταν υποστήριξε ότι τα οικονομικά του Μαρξ δεν οδηγούν σε επαναστατικά συμπεράσματα, και ιδιαίτερα ότι δεν συνεπάγονται την αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού. Η σημασία της κριτικής του Μπέρνσταϊν έγκειται στο ότι δεν ήταν απλώς ένας ρεβιζιονιστής επικριτής του μαρξισμού. Ήταν, μαζί με τον Κάουτσκι, λογοτεχνικός εκτελεστής του Ένγκελς, επίσημα αναγνωρισμένος θεματοφύλακας της μαρξιστικής ορθοδοξίας, οπότε η κριτική του ήταν μια εσωτερική κριτική, μια ειλικρινής παραδοχή ότι ο μαρξισμός είχε απολέσει το επαναστατικό του περιεχόμενο.

Η κριτική του Μπέρνσταϊν κατέστη δυνατή επειδή το επαναστατικό περιεχόμενο της θεωρίας του Μαρξ είχε πράγματι αποδυναμωθεί, καθώς οι ιδέες του Μαρξ ενσωματώνονταν σε άλλες πολιτικές και θεωρητικές παραδόσεις. Η αντίδραση στην αποστασία του Μπέρνσταϊν δεν ήταν η ανάκτηση του επαναστατικού πυρήνα της κριτικής του Μαρξ στον καπιταλισμό, αλλά η διακήρυξη ή η απόπειρα απόδειξης της αναγκαιότητας της κρίσης. Έτσι, το επαναστατικό στοιχείο της θεωρίας του Μαρξ αποσπάστηκε από τον πυρήνα της και συμπυκνώθηκε στη θεωρία της κρίσης ως το εξαιρετικό συμβάν, η κορύφωση της ιστορίας. Την ίδια στιγμή, ο Κάουτσκι, ο Χίλφερντινγκ και η Λούξεμπουργκ έθεσαν τα θεμέλια για την επανένταξη της μαρξικής οικονομικής στο πλαίσιο της αστικής οικονομικής θεωρίας, με αποτέλεσμα ο μαρξισμός να μην διεκδικεί πλέον την επιστημονική σφαίρα της «οικονομικής επιστήμης», αλλά να επιβιώνει μόνο στον ασαφή χώρο της «πολιτικής οικονομίας», ή ακόμα χειρότερα, της «κοινωνιολογίας».

Για τον Μαρξ, οι κρίσεις δεν ήταν η υπέρτατη αλήθεια του καπιταλισμού, ούτε η τελική έκβαση της ιστορίας. Αντίθετα, οι κρίσεις αποτελούσαν επιφανειακή και παροδική έκφραση της πιο θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Παρά ταύτα, η τάση προς την κρίση είναι ενσωματωμένη σε κάθε πτυχή της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας του καπιταλισμού: «Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, η αδιάκοπη αναστάτωση όλων των κοινωνικών συνθηκών, η αιώνια αβεβαιότητα και αναταραχή είναι αυτά που διακρίνουν την αστική εποχή από κάθε προηγούμενη» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, CW6, 487). Αυτή η αναταραχή δεν είναι κάτι που η οικονομική θεωρία πρέπει να αποδείξει ως δυνατό, αλλά είναι κάτι του οποίου την πραγματικότητα οφείλει να εξηγήσει.

Το να επιμένει κανείς ότι ο Μαρξ δεν είχε θεωρία της κρίσης, σημαίνει να επιμένει ότι το επίκεντρο του έργου του Μαρξ δεν είναι η κρίση ως καταστροφικό γεγονός, αλλά η εγγενής τάση προς την κρίση που υποβόσκει στην μόνιμη αστάθεια της κοινωνικής ύπαρξης στον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, ο Μαρξ είναι ο πρώτος και ριζικότερος θεωρητικός της «μεταμοντέρνας» κατάστασης, μιας κατάστασης της οποίας η πρωτοτυπία μόλις πρόσφατα εντυπωσίασε τη μητροπολιτική καπιταλιστική διανόηση, αλλά η οποία βασανίζει το προλεταριάτο από την απαρχή του καπιταλισμού. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν μας προσφέρει έναν φιλοσοφικό λόγο περί μεταμοντερνικότητας, αλλά μια επιστημονική ανάλυση των αντιφατικών θεμελίων της σύγχρονης κοινωνίας.

Η δυνατότητα της κρίσης είναι ήδη εγγενής στον διαχωρισμό αγοράς και πώλησης και στην ανάπτυξη του χρήματος ως μέσου πληρωμής — που αποτελούν τα διακριτικά χαρακτηριστικά της κυκλοφορίας των προϊόντων της ανθρώπινης εργασίας ως εμπορευμάτων. Η παραγωγή δεν προσανατολίζεται πλέον άμεσα στην ανθρώπινη ανάγκη, αλλά λαμβάνει την αποξενωμένη μορφή της παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων ως αξιών. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας εγγενής λόγος για τον οποίο η ρύθμιση της παραγωγής μέσω της ανταγωνιστικής αλληλεπίδρασης προσφοράς και ζήτησης να μην τείνει προς μια ισορροπία, ενώ η ανταλλαγή των εμπορευμάτων ως αξιών να λειτουργεί απλώς ως μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ μικροπαραγωγών, ο καθένας από τους οποίους παράγει για την ικανοποίηση των αναγκών της ίδιας του της αναπαραγωγής. Αν, όπως η αστική οικονομική θεωρία, αναπτύξουμε το μοντέλο του καπιταλισμού στη βάση μιας ιδεατής περιγραφής της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, δεν προκαλεί {281} έκπληξη το ότι τα όποια κρίσιμα φαινόμενα εμφανίζονται ως τυχαία. Ομοίως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τον δυναμικό χαρακτήρα του καπιταλισμού παρά μόνο ως χαρακτηριστικό της υποκειμενικής κινητοποίησης του καπιταλιστή.

Το διακριτικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι η οικονομία της αγοράς, αλλά ένα σύστημα παραγωγής στο οποίο η παραγωγή πραγμάτων υποτάσσεται στην παραγωγή, την ιδιοποίηση και τη συσσώρευση υπεραξίας. Η μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής από εκείνες της μικρής παραγωγής σε εκείνες της καπιταλιστικής παραγωγής συνεπάγεται μια θεμελιώδη μεταβολή στη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς αποσυνδέει την παραγωγή πραγμάτων από την ανάγκη για το προϊόν. Δεν πρόκειται απλώς για το ότι το κίνητρο του καπιταλιστή είναι να παράγει αξίες ώστε να ιδιοποιηθεί κέρδος. Το καθοριστικό σημείο είναι τα μέσα μέσω των οποίων ο καπιταλιστής μπορεί να ιδιοποιηθεί το κέρδος.

Αφού ο καπιταλιστής καταλάβει τη διοίκηση της παραγωγής, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο ιδιοποιείται το κέρδος δεν είναι η προσαρμογή στις διακυμάνσεις της ζήτησης για το προϊόν, αλλά η εισαγωγή νέων και αποδοτικότερων μεθόδων παραγωγής, ώστε να μειώσει το κόστος του κάτω από εκείνο των ανταγωνιστών του. Ο καπιταλιστής που μπορεί να μειώσει το κόστος του δεν περιορίζεται από το μερίδιό του στην αγορά, αλλά μπορεί να επεκτείνει την παραγωγή του χωρίς όριο, προσβλέποντας στο να υποσκελίσει τους ανταγωνιστές του. Η τάση για απεριόριστη επέκταση της παραγωγής δεν είναι απλώς θέμα της υποκειμενικής κινητοποίησης του καπιταλιστή, αφού του επιβάλλεται από την πίεση του ανταγωνισμού.

Η τάση προς την υπερπαραγωγή δεν μπορεί να περιοριστεί από τον ανταγωνισμό, διότι ο ανταγωνισμός δεν είναι μια εξωτερική δύναμη που επιβάλλεται εκ των έξω στον κάθε καπιταλιστή. Ο ανταγωνισμός προϋποθέτει την υπερπαραγωγή, καθώς οι καπιταλιστές υφίστανται ανταγωνιστική πίεση μόνο όταν το προϊόν υπερβαίνει την ποσότητα που μπορεί να πουληθεί σε τιμή που αντιστοιχεί στην τιμή παραγωγής. Ο ανταγωνισμός είναι απλώς η μορφή υπό την οποία η υπερπαραγωγή βιώνεται από τον κάθε ατομικό καπιταλιστή. Έτσι, ο ανταγωνισμός είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής και, υπό αυτή την έννοια, αποτελεί την επιφανειακή έκφραση της τάσης προς την υπερπαραγωγή που είναι εγγενής στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής.

Σε τελική ανάλυση, τα προϊόντα του κεφαλαίου πρέπει να πωληθούν σε έναν τελικό καταναλωτή, είτε ως μέσα κατανάλωσης είτε ως μέσα παραγωγής. Μόνο σε αυτό το σημείο η καπιταλιστική παραγωγή συναντά το εμπόδιο της αγοράς. Ωστόσο, η αγορά δεν αποτελεί ένα όριο {282} στο οποίο προσαρμόζεται η παραγωγή, καθώς οι καπιταλιστές αντιδρούν στην πίεση του ανταγωνισμού περιορίζοντας την παραγωγή. Από τη μία, η πίεση του ανταγωνισμού προϋποθέτει την υπερπαραγωγή και έτσι μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως μια περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματική αντιρροπιστική τάση στην τάση για υπερπαραγωγή. Από την άλλη, το όριο που αντιμετωπίζει ο καπιταλιστής δεν είναι το όριο της αγοράς, αλλά το όριο της κερδοφορίας. Ο καπιταλιστής θα επιμείνει στην επέκταση της παραγωγής για όσο διάστημα προσδοκά ότι θα μπορέσει να πραγματοποιήσει κέρδος, είτε μειώνοντας περαιτέρω το κόστος παραγωγής, είτε ανοίγοντας νέες αγορές. Ο δυναμισμός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή δεν περιορίζεται εντός των ορίων της αγοράς, αλλά αντιμετωπίζει αυτά τα όρια απλώς ως εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Η τάση προς την υπερπαραγωγή είναι επομένως αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, η οποία αναγκαστικά προσλαμβάνει τη μορφή της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης.

Η υπερσυσσώρευση και η κρίση αποτελούν τη φυσιολογική μορφή της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που χαρακτηρίζει την ανάπτυξη κάθε επιμέρους κλάδου της καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς και του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του. Η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού είναι η τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εντός κάθε επιμέρους κλάδου παραγωγής, η ανταγωνιστική πίεση αυξάνεται όσο η τάση προς υπερπαραγωγή προσκρούει στα όρια της αγοράς. Καθώς η τιμή μειώνεται, οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν πτώση στο πραγματοποιημένο ποσοστό κέρδους, επιπλέον επιβαρυμένη από την απαξίωση των αποθεμάτων τελικών προϊόντων και του σταθερού κεφαλαίου τους, στην οποία μπορούν να απαντήσουν μόνο επιχειρώντας να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους. Αυτό το επιτυγχάνουν αρχικά με την εντατικοποίηση της εργασίας και την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας ώστε να αυξήσουν την παραγωγή του υπάρχοντος εξοπλισμού τους, πιέζοντας τους μισθούς προς τα κάτω, απολύοντας εργαζομένους, εξαντλώντας τα αποθέματα πρώτων υλών και καθυστερώντας πληρωμές σε πιστωτές και προμηθευτές. Μακροπρόθεσμα, η μόνη ασφαλής οδός για την επιβίωση είναι η εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα ελαφρύνουν την πίεση στον μεμονωμένο καπιταλιστή μόνο για να εντείνουν την πίεση στο σύστημα στο σύνολό του, αυξάνοντας την παραγωγή αφενός και μειώνοντας τις δαπάνες — που τελικά μεταφράζονται σε ζήτηση για τους άλλους καπιταλιστές — αφετέρου.

Η απόπειρα να ανακουφιστεί η πίεση του ανταγωνισμού απλώς εντείνει την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, έως το σημείο όπου οι πιο καθυστερημένοι καπιταλιστές εκκαθαρίζονται, με την απαξίωση του κεφαλαίου τους, την καταστροφή παραγωγικής ικανότητας, τις απολύσεις εργαζομένων και την αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών τους. Αυτή η εκκαθάριση μπορεί να είναι επαρκής ώστε να ανακουφίσει {283} την πίεση στους υπόλοιπους καπιταλιστές, είτε με την απομάκρυνση της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας είτε με την απελευθέρωση σπάνιων πρώτων υλών και εργατικής δύναμης για πιο παραγωγική χρήση. Από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές πτωχεύσεις και γενίκευση της κρίσης, έτσι ώστε η κρίση υπερπαραγωγής σε έναν κλάδο παραγωγής να οδηγήσει σε γενική κρίση υπερπαραγωγής.

Η τάση της συσσώρευσης να προσλαμβάνει τη μορφή της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης είναι κοινή σε κάθε κλάδο καπιταλιστικής παραγωγής. Ωστόσο, η τάση αυτή εκδηλώνεται με άνισο τρόπο στους διάφορους κλάδους. Ο βασικός καθοριστικός παράγοντας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε κάθε επιμέρους κλάδο είναι η δυνατότητα επίτευξης υπερκέρδους μέσω της εισαγωγής νέων μεθόδων παραγωγής. Σε κάθε δεδομένη στιγμή, τέτοιες δυνατότητες είναι άνισα ανεπτυγμένες μεταξύ των επιμέρους κλάδων, οι οποίοι τείνουν επομένως να αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς. Ωστόσο, η επέκταση οποιουδήποτε κλάδου δημιουργεί αγορά για όλους τους υπόλοιπους. Αυτό σημαίνει ότι, όταν εξετάζουμε τη συσσώρευση κεφαλαίου στο σύνολό της, αναμένουμε ότι ο ρυθμός της συσσώρευσης καθορίζεται από την ανάπτυξη των πιο δυναμικών κλάδων παραγωγής, οι οποίοι παρασύρουν τους λιγότερο δυναμικούς κλάδους προς τα εμπρός.^1

^1 Αναπτύσσω αυτή την ερμηνεία πιο αναλυτικά ως βάση μιας ιστορικής ανάλυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State (Clarke, 1988b).

Αν και η τάση προς υπερπαραγωγή χαρακτηρίζει εξίσου όλους τους κλάδους της παραγωγής, η τάση αυτή εμφανίζεται υπό τη μορφή της άνισης ανάπτυξης των διαφόρων κλάδων, με τους πιο δυναμικούς κλάδους να αποτελούν την κινητήρια δύναμη της συσσώρευσης, αλλά ταυτόχρονα να είναι και εκείνοι στους οποίους η τάση προς υπερπαραγωγή αναπτύσσεται στην πιο έντονη της μορφή. Η δυσαναλογία αποτελεί συνεπώς τη μορφή με την οποία εκδηλώνεται η καπιταλιστική ανάπτυξη — ως έκφραση της τάσης προς υπερπαραγωγή που αποτελεί την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό οδηγεί αναπόφευκτα σε μια θεωρία κρίσης της δυσαναλογίας· και πράγματι, αν και το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης του Μαρξ, και σχεδόν όλα τα συγκεκριμένα παραδείγματά του, σχετίζονται με τη δυσαναλογία, ποτέ δεν υιοθέτησε ρητά τη δυσαναλογία ως την απόλυτη αιτία των κρίσεων.

Ο Μαρξ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της σκέψης του στη συζήτηση της σχέσης ανάμεσα στη δυσαναλογία και τη γενική υπερπαραγωγή, χωρίς να καταλήξει τελικά σε μια διασαφήνιση που να τον ικανοποιεί. Από τη μία πλευρά, ο Μαρξ τεκμηρίωσε σαφώς ότι η διάκριση που κάνει η πολιτική οικονομία ανάμεσα σε «μερική» και «γενική» υπερπαραγωγή είναι απατηλή, καθώς η {284} τελευταία δεν είναι παρά η γενίκευση της μερικής υπερπαραγωγής. Από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ εδραίωσε με σαφήνεια ότι εφόσον διατηρούνται οι αναλογικές σχέσεις μεταξύ των κλάδων παραγωγής και των συνιστωσών του κεφαλαίου, τότε δεν υπάρχει λόγος να προκύψει κρίση γενικής υπερπαραγωγής. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η δυσαναλογία οδηγεί αναγκαστικά σε κρίση γενικής υπερπαραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, η δυσαναλογική και άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού καθιστά το σύστημα ευάλωτο σε γενικευμένη κρίση.

Για τον Μαρξ, η δυσαναλογία μπορεί να αποτελεί την άμεση αιτία της κρίσης, δεν είναι όμως η έσχατη, η τελική αιτία. Όποτε ο Μαρξ χρειαζόταν να χαρακτηρίσει την τελική αιτία της κρίσης, το έκανε συνήθως με όρους που φαινομενικά είναι αδιαμφισβήτητα υποκαταναλωτιστικοί, επισημαίνοντας την αντίφαση ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στη περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών. Στα πρώιμα έργα του δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ προσέγγιζε την κρίση με μία υποκαταναλωτιστική θεωρία, στην οποία ο Ένγκελς παρέμεινε πιστός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο, όπως μόλις επισημάνθηκε, στα ύστερα χειρόγραφά του, αν και ο Μαρξ υιοθέτησε τη θέση του Μάλθους και του Σισμόντι έναντι του Ρικάρντο, ήταν σαφές ότι η περιορισμένη κατανάλωση των εργατών δεν μπορούσε να είναι η αιτία της κρίσης. Η κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν η βασική προϋπόθεση για την εμφάνιση των κρίσεων. Από τη μία πλευρά, η περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών αντιστοιχεί στην αυξανόμενη μάζα υπεραξίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της πώλησης του πλεονάζοντος προϊόντος σε άλλους καπιταλιστές, ως μέσο για την ανανεωμένη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτή η αυξανόμενη απόσπαση της παραγωγής από την κατανάλωση καθιστά τον καπιταλισμό ολοένα και πιο ευάλωτο στην κρίση. Από την άλλη, η υπαγωγή της παραγωγής πραγμάτων στην παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας αποτελεί την έσχατη αιτία όλων των κρίσεων, καθώς η κρίση δεν προκύπτει όταν η παραγωγή υπερβαίνει τα όρια της κατανάλωσης, αλλά όταν υπερβαίνει τα όρια της κερδοφορίας.

Αν παραμερίσουμε τις «πλασματικές συναλλαγές και κερδοσκοπίες», «μία κρίση θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως αποτέλεσμα μιας δυσαναλογίας μεταξύ διαφόρων κλάδων της οικονομίας και ως αποτέλεσμα μιας δυσαναλογίας μεταξύ της κατανάλωσης των καπιταλιστών και της συσσώρευσής τους. Ωστόσο, όπως έχουν τα πράγματα, η αναπλήρωση του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στην παραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καταναλωτική δύναμη των μη παραγωγικών τάξεων, ενώ η καταναλωτική δύναμη των εργατών είναι περιορισμένη, εν μέρει από τους νόμους των μισθών, και εν μέρει από το γεγονός ότι αυτοί {285} απασχολούνται μόνο για όσο διάστημα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με κερδοφόρο τρόπο από την τάξη των καπιταλιστών. Η έσχατη αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, σε αντίθεση με την ορμή της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν να αποτελεί το απόλυτο όριο μόνο η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας στο σύνολό της.» (CIII, 472–3)

Η συζήτηση που κυριάρχησε στον μαρξισμό μεταξύ των θεωριών της δυσαναλογίας, του υποκαταναλωτισμού και της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, υπήρξε τελικά αποπροσανατολιστική. Η κρίση εμφανίζεται όταν οι καπιταλιστές αντιμετωπίζουν πτώση στα πραγματοποιημένα τους κέρδη, και αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες, ενώ η άμεση αιτία οποιασδήποτε συγκεκριμένης κρίσης είναι δευτερεύουσας σημασίας. Παρότι και οι τρεις όψεις —η δυσαναλογία, ο υποκαταναλωτισμός και η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους— παίζουν ρόλο στον καθορισμό της ευαλωτότητας του καπιταλισμού στην κρίση, η βαθύτερη αιτία όλων των κρίσεων παραμένει η θεμελιώδης αντίφαση πάνω στην οποία βασίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή πραγμάτων και την παραγωγή αξίας, και η υπαγωγή της πρώτης στη δεύτερη.

Η έμφαση του ορθόδοξου μαρξισμού στις γενικές κρίσεις, αντί για τον μόνιμα αντιφατικό και διαρκώς κρισιακό χαρακτήρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αποδείχθηκε επίσης παραπλανητική. Παρότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς στήριξαν την επαναστατική τους πίστη στην αναπόφευκτη κρίση, στην πράξη εγκατέλειψαν αθόρυβα την αυταπάτη ότι η επανάσταση θα πυροδοτούνταν από μια γενική κρίση, όταν εκείνη του 1857 αποδείχθηκε άκαρπη. Μέχρι τη συγγραφή του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, το επίκεντρο της ανάλυσης του Μαρξ για τον καπιταλισμό ήταν οι μακροϊστορικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης: η τάση προς συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η πόλωση πλούτου και φτώχειας, η συνύπαρξη υπερεργασίας και ανεργίας και η αυξανόμενη αστάθεια της κοινωνικής ζωής, η οποία υπέσκαπτε το έδαφος για την ανάπτυξη της οργανωμένης εργατικής τάξης. Η κρίση δεν αποτελεί πλέον κατακλυσμικό γεγονός· είναι τμήμα του κανονικού προτύπου της καπιταλιστικής συσσώρευσης — το πρότυπο της υπερσυσσώρευσης και της κρίσης — που θεμελιώνει τη μονιμότητα της ταξικής πάλης, καθώς οι καπιταλιστές επιχειρούν να επιλύσουν τις κρίσιμες τάσεις της συσσώρευσης σε βάρος της εργατικής τάξης.

Ο Μαρξ δεν προσφέρει τόσο μία θεωρία της κρίσης, όσο ένα θεμελιωδώς διαφορετικό υπόβαθρο για την ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας σε σύγκριση με εκείνο πάνω στο οποίο είναι οικοδομημένη η αστική οικονομική σκέψη. Το υπόβαθρο αυτό δεν παρέχεται από την εργασιακή θεωρία της αξίας, ούτε από τη θεωρία της υπεραξίας, για τις {286} οποίες έχουν ειπωθεί ελάχιστα στο παρόν έργο. Αντιθέτως, θεμελιώνεται στην έρευνα της κοινωνικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία οδηγεί σε μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική προσέγγιση της δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.^2

^2 Είναι η χαρακτηριστική κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής που καθορίζει τη συνάφεια της εργασιακής θεωρίας της αξίας και της θεωρίας της υπεραξίας ως τον απλούστερο τρόπο εννοιολόγησης των θεμελιωδών σχέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (Clarke, 1991).

Η θεωρία που ανέπτυξε ο Μαρξ, έστω και μόνο σε αδρές γραμμές, είναι θεωρητικά και εμπειρικά πιο επαρκής έναντι της πραγματικότητας της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε σχέση με το υπόδειγμα που προτείνει η αστική οικονομική θεωρία. Αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο, δεδομένου ότι η αστική οικονομική θεωρία επιχειρεί να εξηγήσει τον καπιταλισμό με βάση ένα υπόδειγμα που προσφέρει μια αφηρημένη τυποποίηση των σχέσεων ανταλλαγής, οι οποίες αντιστοιχούν στην κοινωνική μορφή της μικρής εμπορευματικής παραγωγής. Ένα τέτοιο υπόδειγμα συνιστούσε μια σημαντική επιστημονική πρόοδο όταν προτάθηκε από τον Άνταμ Σμιθ το 1776. Ωστόσο, το υπόδειγμα αυτό είχε φτάσει στα επιστημονικά του όρια ήδη από τον Ντέιβιντ Ρικάρντο στη δεκαετία του 1820, και έκτοτε η αναπαραγωγή του στηρίζεται αποκλειστικά στη δύναμη της ιδεολογίας. Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, ο Μαρξ ανέδειξε αυτά τα όρια και παρείχε ένα πιο επαρκές θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί μια επιστημονική κατανόηση της αντιφατικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τη δύναμη της επιστήμης, αλλά ούτε να υποτιμούμε τη δύναμη της ιδεολογίας. Το ζητούμενο μπορεί να είναι η αλλαγή του κόσμου, αλλά για να αλλάξεις τον κόσμο, βοηθάει να τον κατανοήσεις.

Βιβλιογραφία

Aglietta, M. Theory of Capitalist Regulation, New Left Books, London, 1979.

Armstrong, P. Glyn, A. and Harrison, J. Capitalism Since World War II, Fontana, London, 1984.

Baran, P. and Sweezy, P. Monopoly Capital, Monthly Review Press, New York, 1966.

Bell, P. 'Marxist Theory, Class Struggle, and the Crisis of Capitalism' in Jesse Schwartz (ed.), 1977.

Boddy, R. and Crotty, J. 'Class Conflict and Macro Policy', Review of Radical Political Economics, 7, 1, 1975.

Bologna, S. 'Money and Crisis: Marx as Correspondent of the New York Daily Tribune, 1856-7', mimeo., Red Notes, London, n.d., and Common Sense 13 and 14.

Bowles, S. Gordon, D.M. and Weisskopf, T.E. Beyond the Wasteland, Verso, London, 1984.

Braverman, H. Labour and Monopoly Capital, Monthly Review Press, New York, 1974.

Charasov, G., Das System des Marxismus, Berlin, 1910.

Clarke, S. 'Overaccumulation, Class Struggle and the Regulation Approach', Capital and Class, 36,1988a, 59-92.

Clarke, S. Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State, Edward Elgar, Aldershot, 1988b.

Clarke, S. 'The Basic Theory of Capitalism', Capital and Class, 37, 1989, 133-150.

Clarke, S. 'The Marxist Theory of Crisis', Science and Society, 54,4,442-67, 1990.

Clarke, S. Marx, Marginalism and Modern Sociology, Second Expanded Edition, Macmillan, Basingstoke, 1991.

Cliff, Τ. 'Perspective of the Permanent War Economy', Socialist Review, 1957

Cliff, T. Russia - A Marxist Analysis, Socialist Review, London, 1964.

Cogoy, M. 'Les théories néo-Marxistes, Marx et l'accumulation du Capital', Les Temps Modernes, 314—5, 1972

Cogoy, M. 'The fall in the Rate of Profit and the Theory of Accumulation' Bulletin of the Conference of Socialist Economists, Winter 1973.

Day, R. The Crisis and the Crash, New Left Books, London, 1981.

Dobb, M. Capitalism Yesterday and Today, Lawrence and Wishart, London, 1958.

Dobb, M. Political Economy and Capitalism (1937), RKP, London, 1940.

Eaton, J. Marx Against Keynes, Lawrence and Wishart, London, 1941.

Fine, B. and Harris, L. Rereading Capital, Columbia UP, NY, 1942.

Engels, F. Anti-Dühring, (AD) ( 1878), FLPH, Moscow, 1962

Gillman, J.M. The Falling Rate of Profit, New York, 1958.

Glyn, A. and Sutcliffe, B. British Capitalism, Workers and the Profit Squeeze, Penguin, Harmondsworth, 1972.

Grossman, H. The Law of Accumulation and Breakdown of the Capitalist System (1929), Pluto Press, London, 1992.

Guttsman, W.L. The German Social Democratic Party, 1875-1933, Allen and Unwin London, 1981.

Harrison, J. Marxist Economics for Socialists, Pluto, London, 1978.

Hilferding, R, Finance Capital (1910) (FC), Routledge and Kegan Paul, London, 1981.

Howard, D. ed. Selected Political Writings of Rosa Luxemburg, Monthly Review Press, New York, 1971.

Howard, M.C. and King, J.E. A History of Marxian Economics, Macmillan, 2 volumes, 1989 and 1992.

Itoh, M. The Basic Theory of Capitalism, Macmillan, London, 1988.

Itoh, M. Value and Crisis, Pluto, London and Monthly Review, New York, 1980.

Kühne, Κ. Economics and Marxism, 2 vols, Macmillan, London, 1979.

Kautsky, K. The Class Struggle (CC) (1892) Translated by William Ε Bohn, Charles Η Kerr, Chicago, 1910.

Kautsky, K. The Economic Doctrines of Karl Marx (EDKM), NCLC Publishing Society, London, 1936.

Kidron, M. Western Capitalism Since the War, Penguin, Harmondsworth, 1970.

Lallier, A.G. The Economics of Marx's Grundrisse, Macmillan, London, 1989

Luxemburg, R. The Accumulation of Capital (1913) (AC),

Luxemburg, R. Social Reform or Revolution, (1899/1908), in Howard, ed. Selected Political Writings, 1971.

Mandel, Ε. Late Capitalism (1972), New Left Books, London, 1975.

Mandel, Ε. Marxist Economic Theory, 2 vols, Merlin, London, 1962.

Marazzi, B. C. Money and Disequilibrium, PhD Thesis, Citu University, London, 1984.

Marx, K. and Engels, F. Collected Works (CWnn), Progress, Moscow and Lawrence and Wishart, London, 1975—.

Marx, K. and Engels, F. Karl Marx Friedrich Engels Gesamtausgabe (MEGA), Dietz, Berlin, 1975-.

Marx, K. Capital, Vol. I (CI), FLPH, Moscow, 1965.

Marx, K. Capital, Vol. II (CII), Penguin, Harmondsworth, 1978.

Marx, K. Capital, Vol. III (CIII), FLPH, Moscow, 1972.

Marx, Κ. Fondements de la Critique de l'Economie Politique, 2 vols, Anthropos, Paris, 1968.

Marx, K. Letters on Capital Translated by Andrew Drummond, New Park, London, 1983.

Marx, Κ. Theories of Surplus Value (TSVn), 3 Vols, FLPH, Moscow, 1969.

Marx, K. and Engels, F. Selected Correspondence, Progress, Moscow, 1955.

Mattick P. Marx and Keynes, Merlin, London, 1969.

Nakatani, T. 'The law of falling rate of profit and the competitive battle: comment on Shaikh', Cambridge Journal of Economics, 4,1, 1980

Okishio, N. 'Technical Change and the Rate of Profit', Kobe University Economic Review, 7, 1961.

Preiser, E. 'Das Wesen der marxschen Krisentheorie', in Politische Oekonomie im 20. Jahrhundert, Munich 1970.

Reuten, G. 'Accumulation of capital and the foundation of the tendency of the rate of profit to fall', Cambridge Journal of Economics, 15,1991,79-93.

Ricciardi, J. 'Reading Marx on the Role of Money and Finance in Economic Development', Research in Political Economy, 10, 1987,61-81.

Rosdolsky, R. The Making of Marx's Capital, Pluto, London, 1977.

Schwartz, J., ed. The Subtle Anatomy of Capitalism, Goodyear, Santa Monica, 1977.

Shaikh, A. 'Political economy and capitalism: notes on Dobb's theory of crisis', Cambridge Journal of Economics, 2, 3, 1978.

Smith, A. The Wealth of Nations, Everyman edition, Dent, London, 1910, 2 vols.

Strachey, J. The Coming Struggle for Power, Gollancz, London, 1932.

Strachey, J. The Nature of Capitalist Crises, Gollancz, London, 1933.

Sweezy, P. The Theory of Capitalist Development (1942), Dobson, London, 1946.

Tudor, H. and J.M. Marxism and Social Democracy: The Revisionist Debate, 1896-8, Cambridge University Press, Cambridge, 1988.

Uchida, H. Marx's Grundrisse and Hegel's Logic, Routledge, London, 1988.

Vance, T. M. The Permanent War Economy, Independent Socialist Press, Berkeley, date

Weeks, J. Capital and Exploitation, Edward Arnold, London, 1981.

Wilson, J.D. 'A Note on Marx and the Trade Cycle', Review of Economic Studies, February, 1938.

Wright, E.O. 'Alternative Perspectives in the Marxist Theory of Accumulation and Crisis', in Jesse Schwartz, ed, 1977.

Yaffe, D. 'The Marxian Theory of Crisis, Capital and the State', Bulletin of the Conference of Socialist Economists, Winter 1972.

Generated at: 2025-06-28 20:13:45